1
5
10
15
20
25
30
35
40
45
50
55
59
59β
60
65
70
75
80
85
90
95
96β
100
105
110
115
120
125
130
135
140
145
150
155
160
165
170
175
180
185
190
195
200
|
Σήμερον ἄλλος οὐρανός, σήμερον ἄλλη ἡμέρα,
σήμερον τὰ ἀρχοντόπουλα θέλουν καβαλλικεύσει·
μόνον τοῦ κὺρ Ἀρμούρη ὁ υἱὸς οὐδὲν καβαλλικεύει.
Καὶ τότε πάλε τὸ παιδὶν εἰς τὴν μάνναν του ὑπαγαίνει:
«Μάννα, νὰ πιχαρῇς τ᾿ ἀδέλφια μου,
νὰ ἰδῇς καὶ τὸν πατέρα μου, μάννα, ἂς καββαλικεύσω».
Καὶ τότε πάλιν ἡ μάννα τοῦ Ἀρμούρην συντυχαίνει:
«Ἐσὺ μικρὸς καὶ ἀνέλικον, καβάλλα δὲν σὲ πρέπει.
Ἀμμὴ ἂν θέλῃς, υἱὲ καλέ, διὰ νὰ καβαλλικεύσῃς,
ἀπάνω κρέμεται τὸ κοντάριν τοῦ πατρός σου,
τὸ ἅρπαξεν ὁ κύρης σου ἐκ τὴν Βαβυλωνίαν,
ἀπάνω κάτω ὁλόχρυσον διὰ λίθου μαργαριτάρι·
καὶ ἂν τὸ λυγίσῃς μιὰν φοράν, καὶ ἂν τὸ λυγίσῃς δύο,
καὶ ἂν τὸ λυγίσῃς τρεῖς φορές, τότε νὰ καβαλλικεύσῃς».
Καὶ τότε πάλε τὸ παιδίν, τὸ μικρὸν Ἀρμουροπούλιν,
κλαίοντας ἀνεβαίνει τὴν σκάλαν, γελῶντας κατεβαίνει.
Προτοῦ τὸ πιάσῃ ἐπιάνετον, προτοῦ τὸ σείσῃ ἐσειέτον,
εἰς τὸν βραχίονα του τό ῾δεσεν, ἐσείστη, ἐλυγίστη.
Καὶ τότε πάλιν τὸ παιδὶν εἰς τὴν μάνναν του ὑπαγαίνει.
«Θέλεις, θέλεις, μάννα μου, ὀμπρός σου νὰ τὸ τσακίσω;»
Καὶ τότε πάλιν ἡ μάννα του τοὺς ἄρχοντας ἐλάλει:
«Ἄμετε, ἰδέτε, οἱ ἄρχοντες, καὶ στρώσετε τὸν μαῦρον·
στρώσετε, χαλινώσετε, τὸν μαῦρον τοῦ πατρός του,
ὁποὺ ἔχει χρόνους δώδεκα, σιμὰ εἰς νερὸν οὐδὲν ἐπῆε,
ὁποὺ ἔχει χρόνους δώδεκα, οὐδὲν καβαλλικεύθη,
καὶ τρώγει τὸ καρφοπέταλον, στέκει παλουκουμένον».
Ἐδιέβησαν οἱ ἄρχοντες καὶ στρώνουν του τὸν μαῦρον,
ἔδωκεν εἰς τοὺς βραχίονες του καὶ εὑρέθη καβαλλάρης.
Ὥστε νὰ εἰπῇ «ἔχετε ὑγείαν», ἐδιέβη τριάντα μίλια,
ὥστε νὰ τὸν ἐπιλογηθοῦν, ἐδιέβη ἑξῆντα πέντε.
Ἐκεῖ ἐδιὲ καὶ ἀνεβοκατέβαινε ἀντίπερα τὸν Ἀφράτην,
ἀνέβη καὶ ἐκατέβη τον, καὶ πόρον οὐδὲν εὑρίσκει.
Σαρακηνὸς ἐστέκετον, στέκει, ἀναγελᾷ τον:
«Σαρακηνοὶ ἔχουσιν φαρία, ὁποὺ διώχνουν τοὺς ἀέρες,
τὴν φάσαν καὶ τὴν πέρδικα ἀπὸ πτεροῦ τὴν παίρνουν,
καὶ τὸν λαγὸν εἰς τὸν ἀνήφορον ἀπὸ δρομοῦ τὸν σώνουν,
κρατοῦν καὶ κολακεύουν τα καὶ ἐλεύθερα τὰ ἀφίνουν,
καὶ πάλε δὲ ὅταν τοὺς φανῇ, τρέχουσιν, πιάνουσίν τα,
καὶ τὸν Ἀφράτην ποταμὸν οὐκ ἠμποροῦν περᾶσαι,
καὶ ἐσὺ μὲ τὸ παρίππιν σου θέλεις νὰ τὸν περάσῃς;»
Τὸ νὰ τ᾿ ἀκούσῃ ὁ νεώτερος πολλὴν μανίαν ἐπῆρεν·
πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του, διὰ νὰ περάσῃ πέρα.
Ἦταν ὁ Ἀφράτης δυνατός, ἦτον καὶ βουρκωμένος,
εἶχεν καὶ κύματα βαθέα, ἦτον καὶ ἀποχυμένος,
πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του κρούει τον καὶ ὑπάγει,
στριγγιὰν φωνὴν ἀνέσυρεν, ὅσην καὶ ἂν ἐδυνέτον:
«Εὐχαριστῶ σε, Θεὲ καλέ, καὶ μυριοευχαριστῶ σε,
ἐσὺ μὲ ἐδῶκες τὴν ἀνδρείαν καὶ μὲ τὴν παίρνεις τώρα».
Τοῦ ἦλθε φωνὴ ἀγγελικὴ ἐξ οὐρανοῦ ἀπάνω:
«Καὶ μπῆξε τὸ κοντάρι σου εἰς τὴν φοινικέαν τὴν ρίζαν,
καὶ μπῆξε καὶ τὰ ροῦχα σου ὀμπρὸς εἰς τὸ μπροστοκούρβιν,
κέντεσε καὶ τὸν μαῦρον σου καὶ νὰ περάσῃς πέρα».
Πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του κ᾿ ἐπέρασέ τον πέρα.
Ν᾿ ἀφήσῃ καν τὰ ροῦχα του ὁ νέος νὰ στεγνώσουν,
πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του, εἰς τὸν Σαρακηνὸν ὑπάγει,
καὶ σφόνδυλον τὸν ἔδωσε καὶ ἐξεσαγόνιασέ τον:
«Εἰπέ, μωρὲ Σαρακηνέ, ποῦ ἔναι τὰ φουσσᾶτα;»
Καὶ τότε ὁ Σαρακηνὸς τοῦ Ἀρμούρη συντυχαίνει:
«Θεέ μου, σαλὰ ρωτήματα, τὰ ἔχουν οἱ ἀνδρειωμένοι,
πρῶτα νὰ κροῦν τὲς σφονδυλεὲς καὶ τότε νὰ ρωτοῦσιν.
Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάννα,
ἐψὲς ἐξεδιαλέχθημεν κἂν ἑκατὸν χιλιάδες,
ὅλοι καλοὶ καὶ ἐκλεκτοὶ πρασινοσκουταρᾶτοι,
ἔναι καὶ ἄνδρες δυνατοὶ οὐδὲ χιλίους φοβοῦνται,
οὐδὲ χιλίους, οὐδὲ μυρίους, οὐδὲ ὅσοι τοὺς ἀπαντήσουν».
Πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του, ἄνω εἰς βουνὶν ἀνέβη,
φουσσᾶτον εἶδεν κ᾿ ἐγνώμιασεν ἀριφνισμὸν οὐκ ἔχει.
Καὶ τότε πάλε τὸ παιδὶν ανογᾶται, λέγει:
«Ἂν τοὺς πηδήσω ἀρμάτωτους, πάντα καυχᾶσθαι θέλουν,
ὅτι τοὺς ηὗρα ἀρμάτωτους καὶ ἐπῆρα τους τὴ πρόβαν».
Στριγγιὰν φωνὴν ἐλάλησεν, ὅσον καὶ ἂν ἐδύνετον:
«Σαρακηνοί, ἀρματώνεσθε, σκυλιὰ μαγαρισμένα,
λουρικωθῆτε γλήγορα,
εἰς ἀπιστίαν μὴ τό ῾χετε ὅτι ἀπέρασεν ὁ Ἀρμούρης
ὁ Ἀρμουρόπουλος, τοῦ Ἀρμούρη ὁ υἱός, ὁ ἀρεύστης, ὁ ἀνδρειωμένος»
Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκείαν του μάννα,
ὅσ᾿ ἄστρη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ φύλλα εἰς τὰ δένδρη,
οὕτως ἐκαταπέσασιν οἱ σέλλες εἰς τοὺς μαύρους.
Ἔστρωσαν καὶ ἐχαλίνωσαν, πηδοῦν, καβαλλικεύουν.
Καὶ τότε πάλιν τὸ παιδὶν καὶ αὐτὸ καλοταρίστη.
Ὡραῖον σπαθίτζιν ἔσυρε ἀπὸ ἀργυρὸν φηκάριν,
εἰς τὸν οὐρανὸν τὸ ἀπέταξεν, εἰς τὸ χέριν του τὸ δέχθη.
Πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του, ἐκεῖ κοντὰ ζυγώνει:
«Ἀπὸ τὸ γένος διαβῶ, ἂν σᾶς ἀλησμονήσω».
Καὶ συγκροτάει πόλεμου κοντά, ἀνδρειωμένα,
τὲς ἄκρες, ἄκρες ἔκοπτε, ἡ μέση ἐδαπανᾶτον.
Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάννα,
ὅλη μέρα τοὺς ἔκοπτε τὴν ἀνωποταμία,
καὶ ὅλη νύκτα τοὺς ἔκοπτε τὴν κατωποταμίαν.
Ἔθεσε καὶ ἀποθέσεν τους, κανέναν δὲν ἀφῆκε.
Ἀπέζεψε ὁ νεώτερος νὰ τὸν βαρήσῃ ὁ ἀέρας,
καὶ ἕνα Σαρακηνὸ σκυλίν, σκυλὶν μαγαρισμένον,
ἐγκρύμματα τὸν ἔβαλεν καὶ ἐπῆρε του τὸν μαῦρον,
ἐγκρύμματα τὸν ἔβαλε καὶ ἐπῆρε τὸ ραβδίν του.
Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον γλυκύν, μὰ τὴν γλυκείαν του μάννα,
σαράντα μίλια τὸν ἐδίωχνε πεζὸς μὲ τὰ γονάτια,
καὶ ἄλλα σαράντα τέσσαρα πεζὸς μὲ τὸ λουρίκιμ,
ἐκεῖ τὸν ἐκατέφθασε εἰς τῆς Συρίας τὴν πόρταν,
καὶ ἐβγαίνει τὸ σπαθίτσι του καὶ παίρνει του τὸ χέριν:
«Ἄμε καὶ σύ, Σαρακηνέ, νὰ πῇς κ᾿ ἐσὺ μαντᾶτο».
Ὁ κύρης του ἔξω κάθητο εἰς τῆς φυλακῆς τὴν πόρταν,
τὸν μαῦρον του ἀνεγνώρισεν καὶ τὸ ραβδὶν τοῦ υἱοῦ του,
τὸν καβαλλάρην οὐδὲν θωρεῖ καὶ πὰ νὰ βγῇ ἡ ψυχή του.
Βαρέα βαρέα ἀναστέναξεν καὶ ἐσείστη ὁ πύργος ὅλος.
Καὶ τότε πάλιν ὁ ἀμιρᾶς τοὺς ἄρχοντες ἐλάλει:
«Ἄμετ᾿ ἰδέτε, οἱ ἄρχοντες, τί ἔχει καὶ ἀναστενάζει;
Ἂν ἔν τὸ γιόμα του κακόν, νὰ φάγῃ ἐκ τὸ δικό μου,
εἴτ ἔναι τὸ οἰνάριν του, νὰ πίῃ ἐκ τὸ δικό μου,
εἴτε βρωμᾷ ἡ φυλακή, νὰ τὴν μοσχοκαπνίσουν,
εἴτ᾿ εἶναι βαρέα τὰ σίδερα, νὰ τὰ λαφροκοπήσουν».
Καὶ τότε πάλε ὁ Ἀρμούρης τοὺς ἄρχοντας ἐλάλει:
«Οὐδ᾿ ἔν τὸ γιόμα μου κακόν, νὰ φάγω ἐκ τὸ δικόν του,
οὐδὲ τὸ οἰνάριν μου κακόν, νὰ πίω ἐκ τὸ δικόν του,
οὐδ᾿ ἔν βαρέα τὰ σίδερα, νὰ τὰ λαφροκοπήσουν.
Τὸν μαῦρον ἀνεγνώρισα καὶ τὸ ραβδὶν τοῦ υἱοῦ μου,
τὸν καβαλλάρην οὐδὲν θωρῶ καὶ ὑπὰ νὰ ἐβγῇ ἡ ψυχή μου».
Καὶ τότε πάλε ὁ ἀμιρᾶς τὸν Ἀρμούρην ἐλάλει:
«Καρτέρεσε, Ἀρμούρη μου, καρτέρεσε ὀλίγον,
νὰ δώσουν τὰ ὄργανα βαρέα, τὰ βούκινα μεγάλα,
νὰ μαζωχθῇ ἡ Βαβυλωνιὰ καὶ ὅλη ἡ Καππαδοκία,
καὶ ὅπου καὶ ἂν ἔνι ὁ υἱόκας σου
πιστάγκωνα καὶ ἐξάγκωνα ὀμπρός σου νὰ τὸν φέρουν.
Ἀνέμενε, ὁ Ἀρμούρης μου, ἀνέμενε ἄλλον ὀλίγον».
Καὶ ἔδωσαν τὰ ὄργανα βαρέα, τὰ βούκινα μεγάλα,
νὰ μαζωχθῇ ἡ Βαβυλωνία καὶ ἡ Καππαδοκία·
τινὰς οὐκ ἠμαζώνετον, μόνον ὁ κουτζοχέρης.
Καὶ τότε πάλιν ὁ ἀμιρᾶς τοῦ κουτζοχέρη ἐλάλει:
«Εἰπές, μωρὲ Σαρακηνέ, ποῦ ἔναι τὰ φουσσᾶτα;»
Καὶ τότε ὁ Σαρακηνὸς τὸν ἀμιρᾶν ἐλάλει:
«Ἀνέμενε, ὁ αὐθέντης μου, ἀνέμενε ἄλλον ὀλίγον,
νὰ φέρουν φῶς τὰ ὀμμάτια μου καὶ τῆς ψυχῆς μου ἀέρα,
νὰ μαχθῇ τὸ αἷμα μου εἰς τὸ καλόν μου χέριν,
καὶ τότε νὰ σ᾿ ἀφηγηθῶ τὸ ποῦ ἔναι τὰ φουσσᾶτα.
Μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἄρχοντες, ἄστοχα σᾶς τὸ λέγω.
Ὀψὲς ἐξεδιαλέχθημεν κἂν ἑκατὸν χιλιάδες,
ὅλοι καλοὶ καὶ ἐκλεκτοὶ πρασινοσκουταρᾶτοι,
ἦσαν καὶ τέτοιοι ἀπὸ ἐκείνους, χιλίους οὐδὲν ἐφοβοῦνταν,
οὐδὲ χιλίους, οὐδὲ μυρίους, οὐδὲ ὅσοι τοὺς ἀπαντοῦσαν.
Μικρὸν παιδὶν ἐφάνηκεν ἀπάνω εἰς ἄγριον ὄρος,
στριγγίαν φωνὶτζαν ἔσυρεν, ὅσην καὶ ἂν ἐδυνέτον:
«Σαρακηνοί, ἀρματώνεσθε, σκυλία, λουρικωθῆτε,
εἰς ἀπιστίαν μὴ τὸ ἔχετε ὅτι ἀπέρασεν ὁ Ἀρμούρης,
ὁ Ἀρμουρόπουλος, τοῦ Ἀρμούρη ὁ υἱός, ὁ ἀρέστης, ὁ ἀνδρειωμένος».
Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάνναν,
ὅσα ἄστρα εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ φύλλα εἰς τὰ δένδρη,
οὕτως ἐκαταπέσασιν οἱ σέλλες εἰς τοὺς μαύρους.
Ἔστρωσαν κ᾿ ἐχαλίνωσαν, πηδοῦν, καβαλλικεύουν.
Καὶ τότε πάλι τὸ παιδὶν καὶ αὐτὸ καλοταρίστη.
Ὡραῖον σπαθίτζιν ἔσυρε ἀπ᾿ ἀργυρὸν φηκάριν,
εἰς τὸν οὐρανὸν τ᾿ ἀπέταξεν, εἰς τὸ χέριν του τὸ ἐδέχθη.
Πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του ἐκεῖ κοντὰ ζυγώνει:
«Ἀπὸ τὸ γένος του διαβῶ, ἂν σᾶς ἀλησμονήσω.»
Τὲς ἄκρες ἄκρες ἔκοπτεν καὶ ἡ μέση ἐδαπανᾶτον.
Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάνναν,
ὅλη μέρα μᾶς ἔκοπτεν τὴν ἀνωποταμίαν,
καὶ ὅλη νύκτα μᾶς ἔκοπτε τὴν κατωποταμίαν.
Ἔθεσε καὶ ἀπόθεσεν μας, κανέναν οὐδὲν ἀφίνει.
Καὶ ἐπέζευσεν ὁ νεώτερος διὰ νὰ τὸν δώσῃ ὁ ἀέρας,
καὶ ἐγὼ ὡς καλὸς καὶ φρόνιμος ἐγκρύμματα τὸν βάνω,
ἐγκρύμματα τὸν ἔβαλα καὶ ἐπῆρα του τὸν μαῦρον.
Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάνναν,
σαράντα μίλια μὲ ἐδίωχνεν πεζὸς μὲ τὰ γονάτια,
καὶ ἄλλα σαράντα τέσσαρα πεζὸς μὲ τὸ λουρίκιν.
Ἐδῶ κοντὰ μὲ ἔφθασεν εἰς τῆς Συρίας τὴν πόρταν,
καὶ σύρνει τὸ σπαθίτσιν του καὶ παίρνει μου τὸ χέριν:
«Ἄμε καὶ ἐσύ, Σαρακηνέ, νὰ εἰπῇς κ᾿ ἐσὺ μαντᾶτον».
Καὶ τότε πάλιν ὁ ἀμιρᾶς τὸν Ἀρμούρην ἐλάλει:
«Καλὰ εἶναι αὐτά, ὁ Ἀρμούρης μου, τὰ κάμνει ὁ υἱός σου;»
Καὶ τότε πάλιν ὁ Ἀρμούρης μου ὡραῖον χαρτίτζιν γράφει,
μὲ τὸ πουλὶν τὸ ἔστειλεν, τ᾿ ὡραῖον χιλιδονάκι:
«Εἰπὲ τῆς σκύλας τὸν υἱόν, τῆς ἀνομίας τὸ τέκνον,
ὅπου εὕρῃ Σαρακηνὸν νὰ τὸν ἐλεημονᾶται,
μὴ λάχῃ εἰς τὰς χεῖρας τους καὶ ἐλεημοσύν᾿ οὐκ ἔχει».
Καὶ τότε πάλιν τὸ παιδὶν ὡραῖον χαρτίτζιν γράφει,
μὲ τὸ πουλὶν τὸ ἔστειλεν, τὸ ὡραῖον χιλιδονάκιν:
«Εἰπέτε τὸν αὐθέντη μου καὶ τὸν γλυκύν μου κύρην,
ἕως οὗ βλέπω τὰ ὁσπίτια μου διπλομανταλωμένα,
ἕως οὗ βλέπω τὴν μάνναν μου τὰ μαῦρα φορεσμένην,
καὶ ἐβλέπω καὶ τὰ ἀδέλφια μου τὰ μαῦρα φορεμένα,
ὅπου καὶ ἂν εὕρω Σαρακηνὸν τὸ αἷμα του νὰ πίνω.
Καὶ ἂν μὲ παραμανιώσουσιν, εἰς τὴν Συρίαν νὰ πέσω,
τὰ στενορύμια τῆς Συρίας κεφάλια νὰ γεμίσω,
τὰ ξηρορυάκια τῆς Συρίας αἷμα νὰ τὰ γεμίσω».
Τὸ νὰ τὰ ἀκούσῃ ὁ ἀμιρᾶς, πολλὰ τὸν ἐφοβήθη.
Καὶ τότε πάλε ὁ ἀμιρᾶς τοὺς ἄρχοντας ἐλάλει:
«Ἀμέτε, ἀμέτε, οἱ ἄρχοντες, ἐβγάλετε τὸν Ἀρμούρην,
καὶ ἀμέτε τον εἰς τὸ λουτρόν, διὰ νὰ λουστῇ ν᾿ ἀλλάξῃ,
εἰς τὸ γιόμαν μου τὸν φέρετε, νὰ φάγῃ μετ᾿ ἐμένα».
Ἐδιέβησαν οἱ ἄρχοντες καὶ ἐβγάνουν τὸν Ἀρμούρην,
ἐβγάνουν τονἐκ τὰ σίδερα καὶ ἐκ τὰ βαρέα χερόψια,
εἰς τὸ λουτρὸν ἐδιάβησαν κ᾿ ἐλούστη καὶ ἀλλάσσει,
εἰς τὸν ἀμιρᾶν ἐδιάβησαν κ᾿ ἐγεύθη μετ᾿ ἐκεῖνον.
Καὶ τότε πάλιν ὁ ἀμιρᾶς τὸν Ἀρμούρην ἐλάλει:
«Ἄμε, ἄμε, ὁ Ἀρμούρης μου, ἄμε εἰς τὰ γονικά σου,
καὶ παίδευε καὶ τὸ παιδίν, γαμπρὸν τὸν θέλω πάρει,
οὐδὲ εἰς τὴν ἀνεψίαν μου, οὐδὲ εἰς τὴν ἐξαδέλφην,
μόνον εἰς τὴν θυγατέρα μου, τὴν ἔχω φῶς καὶ μάτια.
Καὶ παίδευέ το τὸ παιδίν
ὅπου καὶ ἂν εὕρῃ Σαρακηνόν, νὰ τὸν ἐλεημονᾶται,
καὶ ἂν λάχῃ κέρδος τίποτες, ἀντάμα νὰ τὸ μοιράζουν,
καὶ νά ῾ναι ἀγαπημένοι».
|