-22- | αὐτὰρ ὁ γυμνώθη ῥακέων πολύμητις Ὀδυσσεύς, ἆλτο δ᾿ ἐπὶ μέγαν οὐδόν, ἔχων βιὸν ἠδὲ φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην, ταχέας δ᾿ ἐκχεύατ᾿ ὀϊστοὺς αὐτοῦ πρόσθε ποδῶν, μετὰ δὲ μνηστῆρσιν ἔειπεν: |
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος γυμνώθη απ᾿ τα κουρέλια και στο κατώφλι απάνω πήδηξε, κρατώντας το δοξάρι και το γεμάτο σαϊτολόγο του, και τις γοργές σαγίτες αυτοί, μπροστά στα πόδια του, άδειασε, και στους μνηστήρες είπε: |
5 | «οὗτος μὲν δὴ ἄεθλος ἀάατος ἐκτετέλεσται: νῦν αὖτε σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὔ πώ τις βάλεν ἀνήρ, εἴσομαι, αἴ κε τύχωμι, πόρῃ δέ μοι εὖχος Ἀπόλλων.» ἦ καὶ ἐπ᾿ Ἀντινόῳ ἰθύνετο πικρὸν ὀϊστόν. ἦ τοι ὁ καλὸν ἄλεισον ἀναιρήσεσθαι ἔμελλε, |
«Πια τέλος πήρε αυτό το αλύπητο δοκίμι μας, και τώρα διαλέγω άλλο σημάδι, που άνθρωπος κανείς δε βρήκε ακόμα, να ιδώ αν πετύχω κι αν ο Απόλλωνας μου δώσει αυτή τη δόξα.» Έτσι σα μίλησε, σημάδεψε και στον Αντίνοο ρίχνει πικρή σαγίτα. Εκείνος άπλωνε μια κούπα να σηκώσει, |
10 | χρύσεον ἄμφωτον, καὶ δὴ μετὰ χερσὶν ἐνώμα, ὄφρα πίοι οἴνοιο: φόνος δέ οἱ οὐκ ἐνὶ θυμῷ μέμβλετο: τίς κ᾿ οἴοιτο μετ᾿ ἀνδράσι δαιτυμόνεσσι μοῦνον ἐνὶ πλεόνεσσι, καὶ εἰ μάλα καρτερὸς εἴη, οἷ τεύξειν θάνατόν τε κακὸν καὶ κῆρα μέλαιναν; |
μαλαματένια, δίχερη, όμορφη᾿ την έπαιζε στα χέρια κιόλας, κρασί να πιεί, το θάνατο χωρίς να βάζει ο νους του᾿ ήτανε τόσοι δα οι συντράπεζοι — και ποιος το φανταζόταν πως ένας σε πολλούς ανάμεσα, με όσην αντρεία κι αν είχε, άσκημο θάνατο θα του 'δινε κι ασβρλωμένη μοίρα! |
15 | τὸν δ᾿ Ὀδυσεὺς κατὰ λαιμὸν ἐπισχόμενος βάλεν ἰῷ, ἀντικρὺ δ᾿ ἁπαλοῖο δι᾿ αὐχένος ἤλυθ᾿ ἀκωκή. ἐκλίνθη δ᾿ ἑτέρωσε, δέπας δέ οἱ ἔκπεσε χειρὸς βλημένου, αὐτίκα δ᾿ αὐλὸς ἀνὰ ῥῖνας παχὺς ἦλθεν αἵματος ἀνδρομέοιο: θοῶς δ᾿ ἀπὸ εἷο τράπεζαν |
Μα ως σημαδεύοντας τον πέτυχε πα στο λαιμό ο Οδυσσέας,
απαντικρύ ο χαλκός επρόβαλε στον τρυφερό του σβέρκο᾿ και χτυπημένος πίσω ανάγειρε και του 'φυγε απ᾿ το χέρι η κούπα, και κρουνός ξεχύθηκε μεμιάς απ᾿ τα ρουθούνια το αίμα το ανθρώπινο, και πέταξε μακριά του το τραπέζι |
20 | ὦσε ποδὶ πλήξας, ἀπὸ δ᾿ εἴδατα χεῦεν ἔραζε: σῖτός τε κρέα τ᾿ ὀπτὰ φορύνετο. τοὶ δ᾿ ὁμάδησαν μνηστῆρες κατὰ δώμαθ᾿, ὅπως ἴδον ἄνδρα πεσόντα, ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν ὀρινθέντες κατὰ δῶμα, πάντοσε παπταίνοντες ἐϋδμήτους ποτὶ τοίχους: |
κλωτσώντας το, και χάμω σκόρπισαν τα κρέατα τα ψημένα
και τα ψωμιά, και στο αίμα βάφτηκαν. Κι ασκώσαν οι μνηστήρες βουή τρανή, σαν είδαν άνθρωπος να πέφτει σκοτωμένος᾿ κι απ᾿ τα θρονιά σκιαγμένοι επήδηξαν και τρέχαν δώθε κείθε, κατά τους τοίχους τους καλόχτιστους κοιτάζοντας ολούθε' |
25 | οὐδέ πη ἀσπὶς ἔην οὐδ᾿ ἄλκιμον ἔγχος ἑλέσθαι. νείκειον δ᾿ Ὀδυσῆα χολωτοῖσιν ἐπέεσσι: «ξεῖνε, κακῶς ἀνδρῶν τοξάζεαι: οὐκέτ᾿ ἀέθλων ἄλλων ἀντιάσεις: νῦν τοι σῶς αἰπὺς ὄλεθρος. καὶ γὰρ δὴ νῦν φῶτα κατέκτανες ὃς μέγ᾿ ἄριστος |
μα ουδέ σκουτάρι βρίσκαν γύρα τους ουδέ βαρύ κοντάρι.
Και πήραν όλοι με πικρόλογα τον Οδυσσέα να βρίζουν: «Σε άνθρωπο πάνω, ξένε, δόξεψες, κι είναι βαρύ᾿ δοκίμι πια άλλο δε βλέπεις᾿ άωρα αξέφευγο καρτερά το χαμό σου! τι έχεις σκοτώσει απ᾿ τ᾿ αρχοντόπουλα που ζουνε στην Ιθάκη |
30 | κούρων εἰν Ἰθάκῃ: τῷ σ᾿ ἐνθάδε γῦπες ἔδονται.» ἴσκεν ἕκαστος ἀνήρ, ἐπεὶ ἦ φάσαν οὐκ ἐθέλοντα ἄνδρα κατακτεῖναι: τὸ δὲ νήπιοι οὐκ ἐνόησαν, ὡς δή σφιν καὶ πᾶσιν ὀλέθρου πείρατ᾿ ἐφῆπτο. τοὺς δ᾿ ἄρ᾿ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς: |
το πιο τρανό, κι οι αγιούπες σίγουρα δω πέρα θα σε φανέ!»
Με τέτοια λόγια τον απόπαιρναν, θαρρώντας άθελα του τον νιο πως σκότωσεν — οι ανέμυαλοι δεν το 'χαν νιώσει ακόμα πως όλους τώρα θα τους έπιαναν του χαλασμού τα δίχτυα! Κι είπε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος ταυροκοιτάζοντάς τους: |
35 | «ὦ κύνες, οὔ μ᾿ ἔτ᾿ ἐφάσκεθ᾿ ὑπότροπον οἴκαδ᾿ ἱκέσθαι δήμου ἄπο Τρώων, ὅτι μοι κατεκείρετε οἶκον, δμῳῇσιν δὲ γυναιξὶ παρευνάζεσθε βιαίως, αὐτοῦ τε ζώοντος ὑπεμνάασθε γυναῖκα, οὔτε θεοὺς δείσαντες, οἳ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν, |
«Σκυλιά, που ελέγατε στο σπίτι μου πως δε γυρίζω πίσω
πια από την Τροία, γι᾿ αυτό μου τρώγατε το βιος στο αρχοντικό μου, και στανικώς με τις γυναίκες μου πλαγιάζατε τις σκλάβες, κι ακόμα ζώντας μου το ταίρι μου γυρεύατε σε γάμο, και μήτε τους θεούς φοβόσαστε που ζουν στα ουράνια πλάτη, |
40 | οὔτε τιν᾿ ἀνθρώπων νέμεσιν κατόπισθεν ἔσεσθαι: νῦν ὑμῖν καὶ πᾶσιν ὀλέθρου πείρατ᾿ ἐφῆπται.» ὣς φάτο, τοὺς δ᾿ ἄρα πάντας ὑπὸ χλωρὸν δέος εἷλεν: πάπτηνεν δὲ ἕκαστος ὅπη φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον. Εὐρύμαχος δέ μιν οἶος ἀμειβόμενος προσέειπεν: |
μηδέ κι ανθρώπου οργή, πως θα 'ρχουνταν να γδικιωθεί μια
μέρα! Μα τώρα πια πιαστήκατε όλοι σας στου χαλασμού τα δίχτυα!» Αυτά είπε, κι εκείνους ολόχλωμη τους έπιασε τρομάρα, κι ο καθανείς τρογύρα εκοίταζε, του Χάρου να ξεφύγει. Μόνος απ᾿ όλους τότε ο Ευρύμαχος του απηλογήθη κι είπε: |
45 | «εἰ μὲν δὴ Ὀδυσεὺς Ἰθακήσιος εἰλήλουθας, ταῦτα μὲν αἴσιμα εἶπας, ὅσα ῥέζεσκον Ἀχαιοί, πολλὰ μὲν ἐν μεγάροισιν ἀτάσθαλα, πολλὰ δ᾿ ἐπ᾿ ἀγροῦ. ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἤδη κεῖται ὃς αἴτιος ἔπλετο πάντων, Ἀντίνοος: οὗτος γὰρ ἐπίηλεν τάδε ἔργα, |
«Αν είσαι εσύ ο Οδυσσέας και διάγειρες, ο ρήγας της Ιθάκης,
σωστά μας τα 'πες, τόσα που 'καναν οι Αργίτες κάθε μέρα, ένα σωρό αδικίες στα ξώμερα κι ένα σωρό εδώ μέσα. Μα ο πρώτος φταίχτης σ᾿ όλα κοίτεται τώρα νεκρός, το βλέπεις, ο Αντίνοος᾿ όσα μας μαρτύρησες είναι δουλειές δικές του' |
50 | οὔ τι γάμου τόσσον κεχρημένος οὐδὲ χατίζων, ἀλλ᾿ ἄλλα φρονέων, τά οἱ οὐκ ἐτέλεσσε Κρονίων, ὄφρ᾿ Ἰθάκης κατὰ δῆμον ἐϋκτιμένης βασιλεύοι αὐτός, ἀτὰρ σὸν παῖδα κατακτείνειε λοχήσας. νῦν δ᾿ ὁ μὲν ἐν μοίρῃ πέφαται, σὺ δὲ φείδεο λαῶν |
κι όχι μαθές γιατί τον έσπρωχνε του γάμου ανάγκη ή πόθος,
μον᾿ άλλα μες στο νου του εδούλευε, που ο γιος του Κρόνου ωστόσο δεν του τα τέλεψε: σκοτώνοντας το γιο σου με καρτέρι να γίνει ατός του της καλόχτιστης Ιθάκης ο ρηγάρχης. Αυτός σκοτώθηκε, ως του ταίριαζε, μα εσύ λυπήσου τώρα |
55 | σῶν: ἀτὰρ ἄμμες ὄπισθεν ἀρεσσάμενοι κατὰ δῆμον, ὅσσα τοι ἐκπέποται καὶ ἐδήδοται ἐν μεγάροισι, τιμὴν ἀμφὶς ἄγοντες ἐεικοσάβοιον ἕκαστος, χαλκόν τε χρυσόν τ᾿ ἀποδώσομεν, εἰς ὅ κε σὸν κῆρ ἰανθῇ: πρὶν δ᾿ οὔ τι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι.” |
δικούς σου ανθρώπους! Κι όσα φάγαμε κι ήπιαμε εδώ στο σπίτι
θα στα πλερώσουμε συνάζοντας απ᾿ το λαό᾿ θα πάρεις κι απανωτίμι απ᾿ τον καθένα μας, είκοσι βόδια ακέρια ν᾿ αξίζει, και χαλκό και μάλαμα, που πια να μαλακώσει μέσα η καρδιά σου᾿ ως τότε χόλιαζε, και μ᾿ όλο σου το δίκιο!» |
60 | τὸν δ᾿ ἄρ᾿ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς: «Εὐρύμαχ᾿, οὐδ᾿ εἴ μοι πατρώϊα πάντ᾿ ἀποδοῖτε, ὅσσα τε νῦν ὔμμ᾿ ἐστὶ καὶ εἴ ποθεν ἄλλ᾿ ἐπιθεῖτε, οὐδέ κεν ὣς ἔτι χεῖρας ἐμὰς λήξαιμι φόνοιο πρὶν πᾶσαν μνηστῆρας ὑπερβασίην ἀποτῖσαι. |
Κι είπε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος ταυροκοιτάζοντάς τον:
«Κι αν όλα σας ακόμα, Ευρύμαχε, τα πατρικά μου δώστε, όσο βιος έχετε, και βάλετε κι άλλα από πάνω αλλούθε, μηδ᾿ έτσι εγώ ποτέ τα χέρια μου θα μάκραινα απ᾿ το φόνο, πριχού οι μνηστήρες μου πλερώσετε τις ανομίες σας όλες. |
65 | νῦν ὑμῖν παράκειται ἐναντίον ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν, ὅς κεν θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξῃ: ἀλλά τιν᾿ οὐ φεύξεσθαι ὀί̈ομαι αἰπὺν ὄλεθρον.» ὣς φάτο, τῶν δ᾿ αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ. τοῖσιν δ᾿ Εὐρύμαχος προσεφώνεε δεύτερον αὖτις: |
Διαλεχτέ τώρα: θέτε αντίκρα μου να χτυπηθείτε; θέτε στα πόδια να το βάλτε; — κι όποιος σας γλιτώσει από το χάρο! Μα το χαμό, θαρρώ, κανένας σας τον άγριο δεν ξεφεύγει!» Αυτά είπε, κι εκείνων τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά τους᾿ κι αναμεσό τους πήρε ο Ευρύμαχος ξανά και τους μιλούσε: |
70 | «ὦ φίλοι, οὐ γὰρ σχήσει ἀνὴρ ὅδε χεῖρας ἀάπτους, ἀλλ᾿ ἐπεὶ ἔλλαβε τόξον ἐύ̈ξοον ἠδὲ φαρέτρην, οὐδοῦ ἄπο ξεστοῦ τοξάσσεται, εἰς ὅ κε πάντας ἄμμε κατακτείνῃ: ἀλλὰ μνησώμεθα χάρμης. φάσγανά τε σπάσσασθε καὶ ἀντίσχεσθε τραπέζας |
«Φίλοι, τα χέρια του τ᾿ ανίκητα δε θα κρατήσει τούτος᾿
τ᾿ ώριο δοξάρι μια και φούχτωσε και το σαγιτολόγο, στο μαγλινό κατώφλι στέκοντας θα μας δοξεύει, ως όλους νεκρούς μας ρίξει. Μα να δείξουμε και μεις την αντριγιά μας! Σύρτε σπαθιά, και στις σαγίτες του τις γοργοθανατούσες |
75 | ἰῶν ὠκυμόρων: ἐπὶ δ᾿ αὐτῷ πάντες ἔχωμεν ἀθρόοι, εἴ κέ μιν οὐδοῦ ἀπώσομεν ἠδὲ θυράων, ἔλθωμεν δ᾿ ἀνὰ ἄστυ, βοὴ δ᾿ ὤκιστα γένοιτο: τῷ κε τάχ᾿ οὗτος ἀνὴρ νῦν ὕστατα τοξάσσαιτο.» ὣς ἄρα φωνήσας εἰρύσσατο φάσγανον ὀξὺ |
βάλτε προπύργι τα τραπέζια σας, κι όλοι μαζί ας χυθούμε,
απ᾿ το κατώφλι να τον σπρώξουμε να φύγει, κι απ᾿ την πόρτα. Κι αν τότε τρέχοντας ασκώναμε συντάραχο στην πόλη, θα 'ταν στερνή φορά που δόξεψε το δίχως άλλο ετούτος!» Τα λόγια αυτά σαν είπε ο Ευρύμαχος, το χάλκινο σπαθί του |
80 | χάλκεον, ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένον, ἆλτο δ᾿ ἐπ᾿ αὐτῷ σμερδαλέα ἰάχων: ὁ δ᾿ ἁμαρτῆ δῖος Ὀδυσσεὺς ἰὸν ἀποπροίει, βάλε δὲ στῆθος παρὰ μαζόν, ἐν δέ οἱ ἥπατι πῆξε θοὸν βέλος: ἐκ δ᾿ ἄρα χειρὸς φάσγανον ἧκε χαμᾶζε, περιρρηδὴς δὲ τραπέζῃ |
το δίκοπο ξεθηκαρώνοντας απάνω του χιμίζει με άγριες φωνές. Μα κι ο αρχοντόγεννος ίδια στιγμή Οδυσσέας σαγίτα ρίχνοντας κατάστηθα, πλάι στο βυζί, τον βρήκε᾿ κι ως μες στο σκώτι εχώθη η γρήγορη σαγίτα, από το χέρι του φεύγει το σπαθί, και τρίκλισε και πέφτει, στο τραπέζι |
85 | κάππεσεν ἰδνωθείς, ἀπὸ δ᾿ εἴδατα χεῦεν ἔραζε καὶ δέπας ἀμφικύπελλον: ὁ δὲ χθόνα τύπτε μετώπῳ θυμῷ ἀνιάζων, ποσὶ δὲ θρόνον ἀμφοτέροισι λακτίζων ἐτίνασσε: κατ᾿ ὀφθαλμῶν δ᾿ ἔχυτ᾿ ἀχλύς. Ἀμφίνομος δ᾿ Ὀδυσῆος ἐείσατο κυδαλίμοιο |
αναδιπλώνοντας, και σκόρπισαν τα φαγητά στο χώμα και το διπλόγουβο ποτήρι του κι αυτός ψυχομαχώντας πάνω στη γη το μέτωπο έκρουγε, και με τα δυο του πόδια κλωτσούσε το θρονί, και χύθηκε στα μάτια του σκοτάδι. Ευτύς ο Αμφίνομος ανάσυρε το κοφτερό σπαθί του |
90 | ἀντίος ἀί̈ξας, εἴρυτο δὲ φάσγανον ὀξύ, εἴ πώς οἱ εἴξειε θυράων. ἀλλ᾿ ἄρα μιν φθῆ Τηλέμαχος κατόπισθε βαλὼν χαλκήρεϊ δουρὶ ὤμων μεσσηγύς, διὰ δὲ στήθεσφιν ἔλασσεν: δούπησεν δὲ πεσών, χθόνα δ᾿ ἤλασε παντὶ μετώπῳ. |
κι απαντικρύ πηδώντας χύθηκε στον ξακουστό Οδυσσέα, την πόρτα μπας κι αφήσει λεύτερη᾿ μα πρόφτασε από πίσω και με το χάλκινο ο Τηλέμαχος τον κάρφωσε κοντάρι μεσοπλατίς, κι αυτό του διάβηκε το στήθος πέρα ως πέρα. Πέφτει με βρόντο, καταπρόσωπα στη γη χτυπώντας πάνω. |
95 | Τηλέμαχος δ᾿ ἀπόρουσε, λιπὼν δολιχόσκιον ἔγχος αὐτοῦ ἐν Ἀμφινόμῳ: περὶ γὰρ δίε μή τις Ἀχαιῶν ἔγχος ἀνελκόμενον δολιχόσκιον ἢ ἐλάσειε φασγάνῳ ἀί̈ξας ἠὲ προπρηνέα τύψας. βῆ δὲ θέειν, μάλα δ᾿ ὦκα φίλον πατέρ᾿ εἰσαφίκανεν, |
Μα το μακρόισκιωτο ο Τηλέμαχος δεν έβγαλε κοντάρι απ᾿ τον Αμφίνομο, μον᾿ έφυγε, τι εσκιάχτη μήπως κάποιος, καθώς σκυμμένος το μακρόισκιωτο θ᾿ ανάσερνε κοντάρι, τον έκρουε με σπαθί για το 'μπήγε χιμώντας στο κορμί του. Κι ως το 'βαλε στα πόδια, βρέθηκε μεμιάς κοντά στον κύρη, |
100 | ἀγχοῦ δ᾿ ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: «ὦ πάτερ, ἤδη τοι σάκος οἴσω καὶ δύο δοῦρε καὶ κυνέην πάγχαλκον, ἐπὶ κροτάφοις ἀραρυῖαν αὐτός τ᾿ ἀμφιβαλεῦμαι ἰών, δώσω δὲ συβώτῃ καὶ τῷ βουκόλῳ ἄλλα: τετευχῆσθαι γὰρ ἄμεινον.» |
και στάθη πλάι του κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός
του: Σκουτάρι θα σου φέρω, κύρη μου, και δυο κοντάρια τώρα, κι ολόχαλκο, στα δυο μελίγγια σου που να ταιριάζει κράνος᾿ κι ατός μου θα φορέσω τ᾿ άρματα, και στο χοιροβοσκό μας θα δώσω, κι άλλα στο βουκόλο μας᾿ καλά ν᾿ αρματωθούμε!» |
105 | τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς: «οἶσε θέων, ἧός μοι ἀμύνεσθαι πάρ᾿ ὀϊστοί, μή μ᾿ ἀποκινήσωσι θυράων μοῦνον ἐόντα.» ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ φίλῳ ἐπεπείθετο πατρί, βῆ δ᾿ ἴμεναι θάλαμόνδ᾿, ὅθι οἱ κλυτὰ τεύχεα κεῖτο. |
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας: «Τρεχάτος φέρτα, όσο μου βρίσκουνται σαγίτες, να κρατήσω᾿ από την πόρτα μη με διώξουνε, σαν απομείνω μόνος.» Είπε, και σύγκλινε ο Τηλέμαχος στου κύρη του το λόγο᾿ τρέχει στην κάμαρα, κει που 'κρυβε τις ξακουστές του αρμάτες, |
110 | ἔνθεν τέσσαρα μὲν σάκε᾿ ἔξελε, δούρατα δ᾿ ὀκτὼ καὶ πίσυρας κυνέας χαλκήρεας ἱπποδασείας: βῆ δὲ φέρων, μάλα δ᾿ ὦκα φίλον πατέρ᾿ εἰσαφίκανεν, αὐτὸς δὲ πρώτιστα περὶ χροὶ̈ δύσετο χαλκόν: ὣς δ᾿ αὔτως τὼ δμῶε δυέσθην τεύχεα καλά, |
και σήκωσε σκουτάρια τέσσερα, κι οχτώ κοντάρια πήρε,
κι ακόμα τέσσερα αλογόφουντα, χαλκοντυμένα κράνη, και κουβαλώντας τα στον κύρη του σε μια στιγμή ξανάρθε᾿ κι ατός του πρώτος πρώτος φόρεσε τη χάλκινη του αρμάτα᾿ μαζί κι οι δυο τους δούλοι τ᾿ άρματα ζώστηκαν τα πανώρια, |
115 | ἔσταν δ᾿ ἀμφ᾿ Ὀδυσῆα δαί̈φρονα ποικιλομήτην. αὐτὰρ ὅ γ᾿, ὄφρα μὲν αὐτῷ ἀμύνεσθαι ἔσαν ἰοί. τόφρα μνηστήρων ἕνα γ᾿ αἰεὶ ᾧ ἐνὶ οἴκῳ βάλλε τιτυσκόμενος: τοὶ δ᾿ ἀγχιστῖνοι ἔπιπτον. αὐτὰρ ἐπεὶ λίπον ἰοὶ ὀϊστεύοντα ἄνακτα, |
και δίπλα στον πανούργο στάθηκαν, αντρόκαρδο Οδυσσέα.
Κι αυτός, σαγίτες όσο του 'μεναν, κρατιόταν και χτυπουσε όλο κι από 'ναν απ᾿ τους νιούτσικους στο αρχοντικό του μέσα, σημάδι βάνοντας τον, κι έπεφταν απανωτοί οι μνηστήρες. Μα σαν τις ξόδεψε όλες ρίχνοντας ο ρήγας τις σαγίτες, |
120 | τόξον μὲν πρὸς σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο ἔκλιν᾿ ἑστάμεναι, πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα, αὐτὸς δ᾿ ἀμφ᾿ ὤμοισι σάκος θέτο τετραθέλυμνον, κρατὶ δ᾿ ἐπ᾿ ἰφθίμῳ κυνέην εὔτυκτον ἔθηκεν, ἵππουριν, δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν: |
στης πόρτας, που 'βγαζε απ᾿ την κάμαρα, τον παραστάτη απάνω
το τόξο του έγειρε, στο λιόφωτο να στέκει τοίχο αντίκρυ᾿ και πέρασε το τετραβόδινο στους ώμους του σκουτάρι, στο δυνατό κεφάλι φόρεσε το αλογουρίσιο κράνος, το στέριο, κι από πάνω ανέμιζεν όλο φοβέρα η φούντα' |
125 | εἵλετο δ᾿ ἄλκιμα δοῦρε δύω κεκορυθμένα χαλκῷ. ὀρσοθύρη δέ τις ἔσκεν ἐϋδμήτῳ ἐνὶ τοίχῳ, ἀκρότατον δὲ παρ᾿ οὐδὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο ἦν ὁδὸς ἐς λαύρην, σανίδες δ᾿ ἔχον εὖ ἀραρυῖαι. τὴν δ᾿ Ὀδυσεὺς φράζεσθαι ἀνώγει δῖον ὑφορβὸν |
μετά και τα γερά, χαλκόμυτα χεράκωσε κοντάρια. Ήταν στον τοίχο τον καλόχτιστο ψηλά ένα παραπόρτι, που τα σφιχτά του σανιδόφυλλα σε μακρυνάρι άνοιγαν, στου κατωφλιού το ψήλος σύρριζα του στέριου του αντρωνίτη. Τότε ο Οδυσσέας τον Εύμαιο πρόσταξε το παραπόρτι τουτο |
130 | ἑσταότ᾿ ἄγχ᾿ αὐτῆς: μία δ᾿ οἴη γίγνετ᾿ ἐφορμή. τοῖς δ᾿ Ἀγέλεως μετέειπεν, ἔπος πάντεσσι πιφαύσκων: «ὦ φίλοι, οὐκ ἂν δή τις ἀν᾿ ὀρσοθύρην ἀναβαίη καὶ εἴποι λαοῖσι, βοὴ δ᾿ ὤκιστα γένοιτο; τῷ κε τάχ᾿ οὗτος ἀνὴρ νῦν ὕστατα τοξάσσαιτο.» |
στο νου του να 'χει, δίπλα ως έστεκε, τι μια μπασιά είχε
μόνο. Ωστόσο ο Αγέλαος πήρε κι έλεγε, ν᾿ ακούσουν όλοι γύρα: «Φίλοι, κανείς μας αν ανέβαινε στο παραπόρτι, να 'βγει να κράξει το λαό, ν᾿ ασκώναμε συντάραχο μεγάλο, θα 'ταν στερνή φορά που δόξεψε το δίχως άλλο ετούτος!» |
135 | τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν: «οὔ πως ἔστ᾿, Ἀγέλαε διοτρεφές: ἄγχι γὰρ αἰνῶς αὐλῆς καλὰ θύρετρα καὶ ἀργαλέον στόμα λαύρης: καί χ᾿ εἷς πάντας ἐρύκοι ἀνήρ, ὅς τ᾿ ἄλκιμος εἴη. ἀλλ᾿ ἄγεθ᾿, ὑμῖν τεύχε᾿ ἐνείκω θωρηχθῆναι |
Τότε ο Μελάνθιος του αποκρίθηκεν, ο γιδολάτης, κι είπε:
«Αγέλαε, μην το λες, δε γίνεται᾿ πολύ σιμά είναι οι πόρτες που ανοίγουν στην αυλή, κι αβόλετο να βγει απ᾿ το μακρυνάρι κανείς μας᾿ κι ένας μόνο αδείλιαστος θα μας αντίσκοφτε όλους. Σταθείτε, από τη μέσα κάμαρα να κουβαλήσω αρμάτες, |
140 | ἐκ θαλάμου: ἔνδον γάρ, ὀί̈ομαι, οὐδέ πη ἄλλῃ τεύχεα κατθέσθην Ὀδυσεὺς καὶ φαίδιμος υἱός.» ὣς εἰπὼν ἀνέβαινε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν, εἰς θαλάμους Ὀδυσῆος ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο. ἔνθεν δώδεκα μὲν σάκε᾿ ἔξελε, τόσσα δὲ δοῦρα |
να τις ζωστείτε᾿ εκεί φαντάζουμαι — που αλλού; — πως ο
Οδυσσέας κι ο γιος του ο παινεμένος τ᾿ άρματα μας κρύψαν του πολέμου.» Σαν είπε αυτά ο γιδάρης, κίνησε κι᾿ απ᾿ του αντρωνίτη ανέβη τ᾿ ανοίγματα γοργά, στις κάμαρες να τρέξει του Οδυσσέα. Σκουτάρια πήρε εκείθε δώδεκα και δώδεκα κοντάρια, |
145 | καὶ τόσσας κυνέας χαλκήρεας ἱπποδασείας: βῆ δ᾿ ἴμεναι, μάλα δ᾿ ὦκα φέρων μνηστῆρσιν ἔδωκεν. καὶ τότ᾿ Ὀδυσσῆος λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ, ὡς περιβαλλομένους ἴδε τεύχεα χερσί τε δοῦρα μακρὰ τινάσσοντας: μέγα δ᾿ αὐτῷ φαίνετο ἔργον. |
κι ακόμα δώδεκα αλογόφουντα, χαλκοδεμένα κράνη, και στους μνηστήρες τα κουβάλησε γοργά γυρνώντας πίσω. Και τότε του Οδυσσέα τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά του, να τους θωρεί ν᾿ αρματοζώνουνται, και τα μακριά κοντάρια να σείουν στα χέρια᾿ τώρα το 'νιωθε, βαριά πως θα παλέψει. |
150 | αἶψα δὲ Τηλέμαχον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: «Τηλέμαχ᾿, ἦ μάλα δή τις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον κακὸν ἠὲ Μελανθεύς.» τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα: «ὦ πάτερ, αὐτὸς ἐγὼ τόδε γ᾿ ἤμβροτον--οὐδέ τις ἄλλος |
Στο γιο του εστράφη κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια τότε:
«Κάποια απ᾿ τις σκλάβες λέω, Τηλέμαχε, του αρχοντικού μας τώρα βαρύ μας ξεσηκώνει πόλεμο, μπορεί κι ο Μελανθέας.» Και τότε ο γνωστικός Τηλέμαχος του απηλογήθη κι είπε: «Κύρη, δικό μου είναι το φταίξιμο, δε φταίει κανένας άλλος, |
155 | αἴτιος--ὃς θαλάμοιο θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν κάλλιπον ἀγκλίνας: τῶν δὲ σκοπὸς ἦεν ἀμείνων. ἀλλ᾿ ἴθι, δῖ᾿ Εὔμαιε, θύρην ἐπίθες θαλάμοιο καὶ φράσαι ἤ τις ἄρ᾿ ἐστὶ γυναικῶν ἣ τάδε ῥέζει, ἢ υἱὸς Δολίοιο, Μελανθεύς, τόν περ ὀί̈ω.” |
που αφήκα ορθάνοιχτη της κάμαρας τη σφιχταρμοδεμένη πόρτα πριν λίγο, και το πρόσεξαν αυτοί καλύτερα μας. Τρέξε, Εύμαιε, τώρα, αρχοντογέννητε, την πόρτα να σφαλίσεις, και ιδές αν είναι, κάποια δούλα μας σε τούτα εδώ μπλεγμένη, για ο Μελανθέας — αυτός φαντάζουμαι πως θα 'ναι, ο γιος του Δόλιου.» |
160 | ς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον, βῆ δ᾿ αὖτις θάλαμόνδε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν, οἴσων τεύχεα καλά. νόησε δὲ δῖος ὑφορβός, αἶψα δ᾿ Ὀδυσσῆα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα: «διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ, |
Έτσι μιλούσαν συναλλήλως τους αυτοί, κι ο Μελανθέας ξανά, ο γιδοβοσκός, στην κάμαρα να πάει κινούσε γι᾿ άλλες ώριες αρμάτες, κι ο αρχοντόγεννος χοιροβοσκός τον είδε, και του Οδυσσέα με βιάση μίλησε, που δίπλα του στεκόταν: «Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα, |
165 | ὣκεῖνος δ᾿ αὖτ᾿ ἀί̈δηλος ἀνήρ, ὃν ὀϊόμεθ᾿ αὐτοί, ἔρχεται ἐς θάλαμον: σὺ δέ μοι νημερτὲς ἐνίσπες, ἤ μιν ἀποκτείνω, αἴ κε κρείσσων γε γένωμαι, ἦε σοὶ ἐνθάδ᾿ ἄγω, ἵν᾿ ὑπερβασίας ἀποτίσῃ πολλάς, ὅσσας οὗτος ἐμήσατο σῷ ἐνὶ οἴκῳ.» |
ο άνθρωπος να 'τον ο κατάρατος, που βάζαμε στο νου μας,
τραβάει να πάει στη μέσα κάμαρα. Μα πες μου αλήθεια τώρα, αν τον νικήσω αντιπαλεύοντας, να τον σκοτώσω θέλεις, για να στον φέρω εδώ, τις άμετρες μπροστά σου να πλερώσει τις ανομίες, που στο παλάτι σου σοφίστηκε να κάνει;» |
170 | τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς: «ἦ τοι ἐγὼ καὶ Τηλέμαχος μνηστῆρας ἀγαυοὺς σχήσομεν ἔντοσθεν μεγάρων, μάλα περ μεμαῶτας. σφῶϊ δ᾿ ἀποστρέψαντε πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν ἐς θάλαμον βαλέειν, σανίδας δ᾿ ἐκδῆσαι ὄπισθε, |
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος του απηλογήθη κι είπε:
«Αλήθεια, εγώ με τον Τηλέμαχο τους αντρειανούς μνηστήρες στο αρχονταρίκι θα κρατήσουμε, με όση κι αν έχουν λύσσα. Και σεις οι δυο και χέρια στρίφτε του και πόδια, και σανίδα πίσω του δέστε, και στην κάμαρα πετάτε τον δεμένο, |
175 | σειρὴν δὲ πλεκτὴν ἐξ αὐτοῦ πειρήναντε κίον᾿ ἀν᾿ ὑψηλὴν ἐρύσαι πελάσαι τε δοκοῖσιν, ὥς κεν δηθὰ ζωὸς ἐὼν χαλέπ᾿ ἄλγεα πάσχῃ:» ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδ᾿ ἐπίθοντο, βὰν δ᾿ ἴμεν ἐς θάλαμον, λαθέτην δέ μιν ἔνδον ἐόντα. |
και με τριχιά πλεμένη ζώστε τον, κι από την άλλην άκρη
στην αψηλή κολόνα συρτέ τον, να φτάσει ως τα δοκάρια, που ζωντανός πολληώρα μέτωρος φριχτά να τυραννιέται.» Είπε, κι αυτοί γρικώντας σύγκλιναν στο λόγο του, κι ως ήρθαν, μέσα στην κάμαρα τον πέτυχαν, όμως ανένιωστά του' |
175 | σειρὴν δὲ πλεκτὴν ἐξ αὐτοῦ πειρήναντε κίον᾿ ἀν᾿ ὑψηλὴν ἐρύσαι πελάσαι τε δοκοῖσιν, ὥς κεν δηθὰ ζωὸς ἐὼν χαλέπ᾿ ἄλγεα πάσχῃ:» ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδ᾿ ἐπίθοντο, βὰν δ᾿ ἴμεν ἐς θάλαμον, λαθέτην δέ μιν ἔνδον ἐόντα. |
Κι ως σκάλιζεν εκείνος γι᾿ άρματα στης κάμαρας το βάθος,
στον παραστάτη τούτοι στάθηκαν δεξόζερβα καρτέρι᾿ και μόλις ο Μελάνθιος κίνησε και το κατώφλι εδιάβη, με το 'να κουβαλώντας χέρι του καλοφτιαγμένο κράνος, στο άλλο φαρδύ σκουτάρι, γέρικο κι όλο σκουριές, κρατώντας, |
180 | ἦ τοι ὁ μὲν θαλάμοιο μυχὸν κάτα τεύχε᾿ ἐρεύνα, τὼ δ᾿ ἔσταν ἑκάτερθε παρὰ σταθμοῖσι μένοντε. εὖθ᾿ ὑπὲρ οὐδὸν ἔβαινε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν, τῇ ἑτέρῃ μὲν χειρὶ φέρων καλὴν τρυφάλειαν, τῇ δ᾿ ἑτέρῃ σάκος εὐρὺ γέρον, πεπαλαγμένον ἄζῃ, |
Κι ως σκάλιζεν εκείνος γι᾿ άρματα στης κάμαρας το βάθος,
στον παραστάτη τούτοι στάθηκαν δεξόζερβα καρτέρι᾿ και μόλις ο Μελάνθιος κίνησε και το κατώφλι εδιάβη, με το 'να κουβαλώντας χέρι του καλοφτιαγμένο κράνος, στο άλλο φαρδύ σκουτάρι, γέρικο κι όλο σκουριές, κρατώντας, |
185 | Λαέρτεω ἥρωος, ὃ κουρίζων φορέεσκε: δὴ τότε γ᾿ ἤδη κεῖτο, ῥαφαὶ δὲ λέλυντο ἱμάντων: τὼ δ᾿ ἄρ᾿ ἐπαί̈ξανθ᾿ ἑλέτην ἔρυσάν τέ μιν εἴσω κουρίξ, ἐν δαπέδῳ δὲ χαμαὶ βάλον ἀχνύμενον κῆρ, σὺν δὲ πόδας χεῖράς τε δέον θυμαλγέϊ δεσμῷ |
που το φορούσεν ο αντροδύναμος στα νιάτα του Λαέρτης,
μα τώρα πεταμένο κοίτουνταν, με τις ραφές λυμένες — χιμίξαν πάνω του, τον άρπαξαν κι απ᾿ τα μαλλιά τον σύραν μέσα ξανά, στη γη τον έριξαν τον πολυπικραμένο, και με άγριο δέσιμο τον έδεσαν, τα χέρια και τα πόδια |
190 | εὖ μάλ᾿ ἀποστρέψαντε διαμπερές, ὡς ἐκέλευσεν υἱὸς Λαέρταο, πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς: σειρὴν δὲ πλεκτὴν ἐξ αὐτοῦ πειρήναντε κίον᾿ ἀν᾿ ὑψηλὴν ἔρυσαν πέλασάν τε δοκοῖσι. τὸν δ᾿ ἐπικερτομέων προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα: |
σφιχτά σφιχτά ξωπίσω στρίβοντας, ως ήταν του Οδυσσέα,
του αρχοντικού, του πολυβάσανου γιου του Λαέρτη, η διάτα, και με πλεχτή τριχιά τον έζωσαν, κι από την άλλην άκρη ως τα δοκάρια τον ανάσυραν στην αψηλή κολόνα. Φώναξες τότε αναγελώντας τον, χοιροβοσκέ, και του 'πες: |
195 | «νῦν μὲν δὴ μάλα πάγχυ, Μελάνθιε, νύκτα φυλάξεις, εὐνῇ ἔνι μαλακῇ καταλέγμενος, ὥς σε ἔοικεν: οὐδέ σέ γ᾿ ἠριγένεια παρ᾿ Ὠκεανοῖο ῥοάων λήσει ἐπερχομένη χρυσόθρονος, ἡνίκ᾿ ἀγινεῖς αἶγας μνηστήρεσσι δόμον κάτα δαῖτα πένεσθαι.» |
«Μια χαρά λέω τη νύχτα ολάκερη, Μελάνθιε, θα περάσεις
σε κλίνη μαλακιά πλαγιάζοντας, καθώς και σου ταιριάζει! Κι η πουρνογέννητη, χρυσόθρονη σα φτάσει Αυγή απ᾿ το ρέμα του Ωκεανού, θα σε 'βρει ξάγρυπνο, την ώρα που τις γίδες πηγαίνεις στους μνηστήρες, να 'χουνε να τρων στο αρχοντικό μας.» |
200 | ὣς ὁ μὲν αὖθι λέλειπτο, ταθεὶς ὀλοῷ ἐνὶ δεσμῷ: τὼ δ᾿ ἐς τεύχεα δύντε, θύρην ἐπιθέντε φαεινήν, βήτην εἰς Ὀδυσῆα δαί̈φρονα, ποικιλομήτην. ἔνθα μένος πνείοντες ἐφέστασαν, οἱ μὲν ἐπ᾿ οὐδοῦ τέσσαρες, οἱ δ᾿ ἔντοσθε δόμων πολέες τε καὶ ἐσθλοί. |
Έτσι τον αφήκαν, ανέσπλαχνα δεμένο, κρεμασμένο, Κι αυτοί αρματώθηκαν, και κλείνοντας τη στραφταλούσα πόρτα κίνησαν κι ήρθαν στο δολόπλοκο, τον αντρειανό Οδυσσέα. Εκεί φωτιά γεμάτοι εστέκουνταν αντίκρυ — στο κατώφλι οι τέσσερείς τους, και στην κάμαρα πολλοί κι αρχοντεμένοι. |
205 | τοῖσι δ᾿ ἐπ᾿ ἀγχίμολον θυγάτηρ Διὸς ἦλθεν Ἀθήνη, Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν. τὴν δ᾿ Ὀδυσεὺς γήθησεν ἰδὼν καὶ μῦθον ἔειπε: «Μέντορ, ἄμυνον ἀρήν, μνῆσαι δ᾿ ἑτάροιο φίλοιο, ὅς σ᾿ ἀγαθὰ ῥέζεσκον: ὁμηλικίην δέ μοί ἐσσι.» |
Κι ήρθε η Αθηνά κοντά τους τρέχοντας, του γιου του Κρόνου
η κόρη, το διώμα παίρνοντας του Μέντορα, κορμί μαζί και λάλο. Κι ως ο Οδυσσέας την είδε, χάρηκε κι αυτά μιλώντας είπε: «Βόηθα μας, Μέντορα, στον κίντυνο! Τον ακριβό σου ακράνη, το συνομήλικο, που σου 'καμα πολλά καλά, θυμήσου!» |
210 | ὣς φάτ᾿, ὀϊόμενος λαοσσόον ἔμμεν Ἀθήνην. μνηστῆρες δ᾿ ἑτέρωθεν ὁμόκλεον ἐν μεγάροισι: πρῶτος τήν γ᾿ ἐνένιπε Δαμαστορίδης Ἀγέλαος: «Μέντορ, μή σ᾿ ἐπέεσσι παραιπεπίθῃσιν Ὀδυσσεὺς μνηστήρεσσι μάχεσθαι, ἀμυνέμεναι δέ οἱ αὐτῷ. |
Αυτά είπε, κι ας ψυχανεμίζουνταν την Αθηνά Παλλάδα. Μα κι οι μνηστήρες της εφώναζαν στο αρχονταρίκι μέσα᾿ κι ο Αγέλαος πρώτος τη φοβέρισεν, ο γιος του Δαμαστόρου: «Τη γνώμη μη σου αλλάξουν, Μέντορα, τα λόγια του Οδυσσέα, ν᾿ ανοίξεις στους μνηστήρες πόλεμο και να τον διαφεντέψεις! |
215 | ὧδε γὰρ ἡμέτερόν γε νόον τελέεσθαι ὀί̈ω: ὁππότε κεν τούτους κτέωμεν, πατέρ᾿ ἠδὲ καὶ υἱόν, ἐν δὲ σὺ τοῖσιν ἔπειτα πεφήσεαι, οἷα μενοινᾷς ἔρδειν ἐν μεγάροις: σῷ δ᾿ αὐτοῦ κράατι τίσεις. αὐτὰρ ἐπὴν ὑμέων γε βίας ἀφελώμεθα χαλκῷ, |
Άκου τι λέμε πως θα κάνουμε, κι έτσι θαρρώ θα γένει:
Μόλις αυτούς εδώ σκοτώσουμε, το γιο και τον πατέρα, θα χαλαστείς και συ, που σκέφτεσαι να κάνεις εδώ μέσα τέτοιες δουλειές᾿ με το κεφάλι σου θα τα πλερώσεις όλα. Και μόλις με χαλκό τη δύναμη σας κόψουμε, το βιος σου, |
220 | κτήμαθ᾿ ὁπόσσα τοί ἐστι, τά τ᾿ ἔνδοθι καὶ τὰ θύρηφι, τοῖσιν Ὀδυσσῆος μεταμίξομεν: οὐδέ τοι υἷας ζώειν ἐν μεγάροισιν ἐάσομεν, οὐδέ θύγατρας οὐδ᾿ ἄλοχον κεδνὴν Ἰθάκης κατὰ ἄστυ πολεύειν.» ὣς φάτ᾿, Ἀθηναίη δὲ χολώσατο κηρόθι μᾶλλον, |
ό,τι στα ξώμερα σου βρίσκεται κι ό,τι στο σπίτι μέσα,
με του Οδυσσέα θα σου το σμίξουμε᾿ και μες στο αρχοντικό σου να ζουν οι γιοί σου δε θ᾿ αφήσουμε, κι ουδέ κι οι θυγατέρες να τριγυρνάν με τη γυναίκα σου στους δρόμους της Ιθάκης.» Είπε, και της Παλλάδας σύγκλυσε πιο ακόμα οργή τα φρένα, |
225 | νείκεσσεν δ᾿ Ὀδυσῆα χολωτοῖσιν ἐπέεσσιν: «οὐκέτι σοί γ᾿, Ὀδυσεῦ, μένος ἔμπεδον οὐδέ τις ἀλκή οἵη ὅτ᾿ ἀμφ᾿ Ἑλένῃ λευκωλένῳ εὐπατερείῃ, εἰνάετες Τρώεσσιν ἐμάρναο νωλεμὲς αἰεί, πολλοὺς δ᾿ ἄνδρας ἔπεφνες ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι, |
και λόγια αγκιδωμένα πέταξε στον Οδυσσέα γυρνώντας: «Δεν έχεις πια, Οδυσσέα, τη δύναμη μηδέ και το κουράγιο, σαν τότε που τους Τρώες αδιάκοπα χρόνους εννιά πολέμας για την Ελένη την αρχόντισσα, τη χιονοβραχιονάτη, κι άντρες στην άγρια μάχη εσκότωνες πολλούς, κι ήταν δικιά σου βουλή, |
230 | σῇ δ᾿ ἥλω βουλῇ Πριάμου πόλις εὐρυάγυια. πῶς δὴ νῦν, ὅτε σόν τε δόμον καὶ κτήμαθ᾿ ἱκάνεις, ἄντα μνηστήρων ὀλοφύρεαι ἄλκιμος εἶναι; ἀλλ᾿ ἄγε δεῦρο, πέπον, παρ᾿ ἔμ᾿ ἵστασο καὶ ἴδε ἔργον, ὄφρ᾿ εἰδῇς οἷός τοι ἐν ἀνδράσι δυσμενέεσσιν |
το κάστρο το πλατύδρομο που επάρθη του Πριάμου. Τώρα στο σπίτι σου, στα πλούτη σου φτασμένος τι θρηνιέσαι μπρος στους μνηστήρες; Δεν μπιστεύεσαι στην αντριγιά σου τάχα; Έλα, καλέ, και στάσου δίπλα μου και θώρειε τι θα κάμω, για να κατέχεις πως ο Μέντορας, του Αλκίμου ο γιος, τις χάρες |
235 | Μέντωρ Ἀλκιμίδης εὐεργεσίας ἀποτίνειν.» ἦ ῥα, καὶ οὔ πω πάγχυ δίδου ἑτεραλκέα νίκην, ἀλλ᾿ ἔτ᾿ ἄρα σθένεός τε καὶ ἀλκῆς πειρήτιζεν ἠμὲν Ὀδυσσῆος ἠδ᾿ υἱοῦ κυδαλίμοιο. αὐτὴ δ᾿ αἰθαλόεντος ἀνὰ μεγάροιο μέλαθρον |
που του 'χουν κάμει στους αντίμαχους μπροστά τις ξεπλερώνει!» Αυτά είπε, κι όμως δεν του χάριζε τη νίκη ακέρια ακόμα, τι γύρευε ξανά τη δύναμη και την αντρεία η Παλλάδα και του Οδυσσέα και του περίλαμπρου να δοκιμάσει γιου του. Γι αυτό με χελιδόνα μοιάζοντας στο μαυροκαπνισμένο |
240 | ἕζετ᾿ ἀναί̈ξασα, χελιδόνι εἰκέλη ἄντην. μνηστῆρας δ᾿ ὤτρυνε Δαμαστορίδης Ἀγέλαος, Εὐρύνομός τε καὶ Ἀμφιμέδων Δημοπτόλεμός τε, Πείσανδρός τε Πολυκτορίδης Πόλυβός τε δαί̈φρων: οἱ γὰρ μνηστήρων ἀρετῇ ἔσαν ἔξοχ᾿ ἄριστοι, |
Δοκάρι της στέγης πετάχτηκε και κάθισε κει πάνω. Και τους μνηστήρες όμως γκάρδιωναν ο γιος του Δαμαστόρου κι ο Ευρύνομος κι ο Δημοπτόλεμος κι ο Πείσαντρος, το τέκνο του Πολυχτόρου, κι ο Αμφιμέδοντας κι ο Πόλυβος ο γαύρος᾿ τι αυτοί στην αντριγιά ξεχώριζαν απ᾿ τους μνηστήρες όλους, |
245 | ὅσσοι ἔτ᾿ ἔζωον περί τε ψυχέων ἐμάχοντο: τοὺς δ᾿ ἤδη ἐδάμασσε βιὸς καὶ ταρφέες ἰοί. τοῖς δ᾿ Ἀγέλεως μετέειπεν, ἔπος πάντεσσι πιφαύσκων: «ὦ φίλοι, ἤδη σχήσει ἀνὴρ ὅδε χεῖρας ἀάπτους: καὶ δή οἱ Μέντωρ μὲν ἔβη κενὰ εὔγματα εἰπών, |
όσοι 'ταν ζωντανοί και πάλευαν για τη ζωή τους τώρα. Οι άλλοι νεκροί απ᾿ το τόξο εκοίτουνταν και τις πολλές σαγίτες. Και τότε ο Αγέλαος πήρε κι έλεγε, ν᾿ ακούσουν όλοι γύρα: «Φίλοι, τα χέρια του τ᾿ ανίκητα γοργά θα παραλύσουν του 'φυγε ο Μέντορας᾿ παινέματα μονάχα κούφια του 'πε, |
250 | οἱ δ᾿ οἶοι λείπονται ἐπὶ πρώτῃσι θύρῃσι. τῷ νῦν μὴ ἅμα πάντες ἐφίετε δούρατα μακρά, ἀλλ᾿ ἄγεθ᾿ οἱ ἓξ πρῶτον ἀκοντίσατ᾿, αἴ κέ ποθι Ζεὺς δώῃ Ὀδυσσῆα βλῆσθαι καὶ κῦδος ἀρέσθαι. τῶν δ᾿ ἄλλων οὐ κῆδος, ἐπὴν οὗτός γε πέσῃσιν.» |
κι αυτοί ξανά απόμειναν έρημοι στης πόρτας το κατώφλι. Ωστόσο τα μακριά κοντάρια σας μη ρίχνετε όλοι αντάμα' σεις οι έξι τώρα κονταρέψετε, μονάχα ο Δίας να δώσει τον Οδυσσέα νεκρό να ρίξετε, να σας δοξάσει ο κόσμος' για τους επίλοιπους μη γνοιάζεστε, να πέσει τούτος μόνο!» |
255 | ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἀκόντισαν ὡς ἐκέλευεν, ἱέμενοι: τὰ δὲ πάντα ἐτώσια θῆκεν Ἀθήνη, τῶν ἄλλος μὲν σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο βεβλήκει, ἄλλος δὲ θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν: ἄλλου δ᾿ ἐν τοίχῳ μελίη πέσε χαλκοβάρεια. |
Αυτά είπε, κι όλοι τους κοντάρεψαν, καθώς τους είχε ορίσει, με λύσσα, μα η Παλλάδα βίγλιζε και ξεστράτισαν όλα' τον παραστάτη κάποιος πέτυχε του στέριου του αντρωνίτη, κι άλλος τους βρήκε το πορτόφυλλο το σφιχταρμοδεμένο, κι άλλου το φράξο το χαλκόβαρο καρφώθηκε στον τοίχο. |
260 | αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ δούρατ᾿ ἀλεύαντο μνηστήρων, τοῖς δ᾿ ἄρα μύθων ἦρχε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς: «ὦ φίλοι, ἤδη μέν κεν ἐγὼν εἴποιμι καὶ ἄμμι μνηστήρων ἐς ὅμιλον ἀκοντίσαι, οἳ μεμάασιν ἡμέας ἐξεναρίξαι ἐπὶ προτέροισι κακοῖσιν.» |
Κι ως έτσι απ᾿ των μνηστήρων γλίτωσαν τις κονταριές εκείνοι, γυρνώντας ο θεϊκός, πολύπαθος τους μίλησε Οδυσσέας: «Φίλοι, η σειρά μας ήρθε! Θα 'λεγα στο πλήθος των μνηστήρων τώρα κι εμείς να κονταρέψουμε, που να μας θανατώσουν αραθυμούν, σαν να μην έφταναν οι τόσες αδικίες τους.» |
265 | ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἀκόντισαν ὀξέα δοῦρα ἄντα τιτυσκόμενοι: Δημοπτόλεμον μὲν Ὀδυσσεύς, Εὐρυάδην δ᾿ ἄρα Τηλέμαχος, Ἔλατον δὲ συβώτης, Πείσανδρον δ᾿ ἄρ᾿ ἔπεφνε βοῶν ἐπιβουκόλος ἀνήρ. οἱ μὲν ἔπειθ᾿ ἅμα πάντες ὀδὰξ ἕλον ἄσπετον οὖδας, |
Αυτά είπε, κι όλοι, σημαδεύοντας, τους ρίξαν τα κοντάρια' νεκρός σωριάστη ο Δημοπτόλεμος απ᾿ του Οδυσσέα το χέρι, κι ο γιος του τον Ευρυάδη σκότωσε, τον Πείσαντρο ο βουκόλος Φιλοίτιος, κι ο Έλατος χτυπήθηκεν απ᾿ του Εύμαιου το κοντάρι. Κι ως όλοι αυτοί τη γης την άμετρη δάγκωσαν κι οι μνηστήρες |
270 | μνηστῆρες δ᾿ ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε: τοὶ δ᾿ ἄρ᾿ ἐπήϊξαν, νεκύων δ᾿ ἐξ ἔγχε᾿ ἕλοντο. αὖτις δὲ μνηστῆρες ἀκόντισαν ὀξέα δοῦρα ἱέμενοι: τὰ δὲ πολλὰ ἐτώσια θῆκεν Ἀθήνη. τῶν ἄλλος μὲν σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο |
πισωποδίζοντας εστάθηκαν στο βάθος του αντρωνίτη, οι άλλοι, χιμώντας, τα κοντάρια τους απ᾿ τούς νεκρούς τράβηξαν. Ξανά οι μνηστήρες ρίξαν πάνω τους με σουβλερά κοντάρια, τα πιότερα όμως τα ξεστράτισε της Αθηνάς το χέρι' τον παραστάτη κάποιος πέτυχε του στέριου του αντρωνίτη, |
275 | βεβλήκειν, ἄλλος δὲ θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν: ἄλλου δ᾿ ἐν τοίχῳ μελίη πέσε χαλκοβάρεια. Ἀμφιμέδων δ᾿ ἄρα Τηλέμαχον βάλε χεῖρ᾿ ἐπὶ καρπῷ λίγδην, ἄκρον δὲ ῥινὸν δηλήσατο χαλκός. Κτήσιππος δ᾿ Εὔμαιον ὑπὲρ σάκος ἔγχεϊ μακρῷ |
κι άλλος τους βρήκε το πορτόφυλλο το σφιχταρμοδεμένο, κι άλλου το φράξο το χαλκόβαρο καρφώθηκε στον τοίχο' μα απ᾿ το κοντάρι του Αμφιμέδοντα στο χεραρμό χτυπήθη ξυστά ο Τηλέμαχος, και ξώσαρκα του γδάρθηκε το δέρμα. Κι ο νώμος του Εύμαιου με του Χτήσιππου χαράχτη το κοντάρι, |
280 | ὦμον ἐπέγραψεν: τὸ δ᾿ ὑπέρπτατο, πῖπτε δ᾿ ἔραζε. τοὶ δ᾿ αὖτ᾿ ἀμφ᾿ Ὀδυσῆα δαί̈φρονα ποικιλομήτην, μνηστήρων ἐς ὅμιλον ἀκόντισαν ὀξέα δοῦρα. ἔνθ᾿ αὖτ᾿ Εὐρυδάμαντα βάλε πτολίπορθος Ὀδυσσεύς, Ἀμφιμέδοντα δὲ Τηλέμαχος, Πόλυβον δὲ συβώτης: |
που διάβη πάνω απ᾿ το σκουτάρι του, πριν πέσει απά στο
χώμα. Κι εκείνοι, γύρω απ᾿ τον πολύβουλο, τον αντρειανό Οδυσσέα, στο πλήθος των μνηστήρων έριξαν ο καστροπολεμάρχος βρήκε Οδυσσέας τον Ευρυδάμαντα, κι ο θείος χοιροβοσκός του βρήκε τον Πόλυβο᾿ ο Τηλέμαχος ο γιος του πάλε βρήκε |
285 | Κτήσιππον δ᾿ ἄρ᾿ ἔπειτα βοῶν ἐπιβουκόλος ἀνὴρ βεβλήκει πρὸς στῆθος, ἐπευχόμενος δὲ προσηύδα: «ὦ Πολυθερσεί̈δη φιλοκέρτομε, μή ποτε πάμπαν εἴκων ἀφραδίῃς μέγα εἰπεῖν, ἀλλὰ θεοῖσιν μῦθον ἐπιτρέψαι, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτεροί εἰσι. |
τον Αμφιμέδοντα, και πέτυχε το Χτήσιππο ο βουκόλος κατάστηθα, και, καμαρώνοντας αυτά τα λόγια του 'πε: «Υγιέ του Πολυθέρση, πια άλλοτε μη βγάλεις, αναμπαίχτη, μεγάλο λόγο μες στην τρέλα σου, μον᾿ στους θεούς μπιστεύου το κάθε τι, γιατί ειν᾿ οι αθάνατοι πολύ τρανότεροι μας. |
290 | ἦ τοῦτό τοι ἀντὶ ποδὸς ξεινήϊον, ὅν ποτ᾿ ἔδωκας ἀντιθέῳ Ὀδυσῆϊ δόμον κάτ᾿ ἀλητεύοντι.» ῥα βοῶν ἑλίκων ἐπιβουκόλος: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς οὖτα Δαμαστορίδην αὐτοσχεδὸν ἔγχεϊ μακρῷ. Τηλέμαχος δ᾿ Εὐηνορίδην Λειώκριτον οὖτα |
Δώρο είναι αυτό για το που χάρισες στον Οδυσσέα βοδίσιο
ποδάρι, ως τριγυρνούσε ζήτουλας στο αρχοντικό του μέσα!» Είπε ο βουκόλος των στριφτόκερων βοδιών μετά ο Οδυσσέας σιμάθε τον Αγέλαο πέτυχε με το μακρύ κοντάρι' κι ο Λειώκριτος, ο γιος του Ευήνορα, χτυπήθη στο λαγγόνι |
295 | δουρὶ μέσον κενεῶνα, διαπρὸ δὲ χαλκὸν ἔλασσεν: ἤριπε δὲ πρηνής, χθόνα δ᾿ ἤλασε παντὶ μετώπῳ. δὴ τότ᾿ Ἀθηναίη φθισίμβροτον αἰγίδ᾿ ἀνέσχεν ὑψόθεν ἐξ ὀροφῆς: τῶν δὲ φρένες ἐπτοίηθεν. οἱ δ᾿ ἐφέβοντο κατὰ μέγαρον βόες ὣς ἀγελαῖαι: |
απ᾿ τον Τηλέμαχο, και χώθηκε βαθιά ο χαλκός στα σπλάχνα,
κι ως πίστομα σωριάστη, βρόντηξε το πρόσωπο στο χώμα. Τότε η Αθηνά το ανθρωποφόνο της ψηλά σκουτάρι ασκώνει απ᾿ τη στέγη, κι αυτών εσάλεψαν τα φρένα᾿ και σκόρπισαν στο αρχονταρίκι μέσα τρέχοντας σαν κοπαδιού γελάδες, |
300 | τὰς μέν τ᾿ αἰόλος οἶστρος ἐφορμηθεὶς ἐδόνησεν ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ, ὅτε τ᾿ ἤματα μακρὰ πέλονται. οἱ δ᾿ ὥς τ᾿ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες ἀγκυλοχεῖλαι, ἐξ ὀρέων ἐλθόντες ἐπ᾿ ὀρνίθεσσι θόρωσι: ταὶ μέν τ᾿ ἐν πεδίῳ νέφεα πτώσσουσαι ἵενται, |
που τις ξιπάζει η μύγα, ακούραστα πετώντας γύρωθέ τους,
καιρό της άνοιξης, σαν άρχισαν οι μέρες να μακραίνουν. Κι οι άλλοι, ως αγιούπες γαντζομύτηδες και νυχοποδαράτοι, που σε πουλιά χιμούν, ξεκόβοντας απ᾿ τα βουνά, κι εκείνα τρέχουν να φύγουν απ᾿ τα σύγνεφα, να κατέβουν στον κάμπο' |
305 | οἱ δέ τε τὰς ὀλέκουσιν ἐπάλμενοι, οὐδέ τις ἀλκὴ γίγνεται οὐδὲ φυγή: χαίρουσι δέ τ᾿ ἀνέρες ἄγρῃ: ὣς ἄρα τοὶ μνηστῆρας ἐπεσσύμενοι κατὰ δῶμα τύπτον ἐπιστροφάδην: τῶν δὲ στόνος ὤρνυτ᾿ ἀεικὴς κράτων τυπτομένων, δάπεδον δ᾿ ἅπαν αἵματι θῦε. |
μα απ᾿ τους αγιούπες δε γλιτώνουνε, τι δεν μπορούν να φύγουν
μηδέ ν᾿ αντιφερθούν, και χαίρουνται μ᾿ έτοιο κυνήγι οι άνθρωποι όμοια κι αυτοί με ορμή δεξόζερβα χτυπουσαν τους μνηστήρες στο αρχονταρίκι᾿ κι ως τους άνοιγαν χτυπώντας τα κεφάλια, βαρύς γρικιόταν βόγγος κι άχνιζε το πάτωμα απ᾿ το γαίμα. |
310 | λειώδης δ᾿ Ὀδυσῆος ἐπεσσύμενος λάβε γούνων, καί μιν λισσόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: «γουνοῦμαί σ᾿, Ὀδυσεῦ: σὺ δέ μ᾿ αἴδεο καί μ᾿ ἐλέησον: οὐ γάρ πώ τινά φημι γυναικῶν ἐν μεγάροισιν εἰπεῖν οὐδέ τι ῥέξαι ἀτάσθαλον: ἀλλὰ καὶ ἄλλους |
Ο Λειώδης τότε εχύθη κι έπιασε τα γόνα του Οδυσσέα και λόγια του 'λεγε ανεμάρπαστα με χίλια παρακάλια: «Σπλαχνίσου με, Οδυσσέα, σεβάσου με, στα γόνατα σου πέφτω! Εγώ ποτέ μες στο παλάτι σου δεν πείραξα γυναίκα με πράξη για με λόγο αταίριαστο, και τους μνηστήρες, όσοι |
315 | παύεσκον μνηστῆρας, ὅτις τοιαῦτά γε ῥέζοι. ἀλλά μοι οὐ πείθοντο κακῶν ἄπο χεῖρας ἔχεσθαι: τῷ καὶ ἀτασθαλίῃσιν ἀεικέα πότμον ἐπέσπον. αὐτὰρ ἐγὼ μετὰ τοῖσι θυοσκόος οὐδὲν ἐοργὼς κείσομαι, ὡς οὐκ ἔστι χάρις μετόπισθ᾿ εὐεργέων:» |
τέτοιες δουλειές έκαμαν άνομες, ζητούσα ν᾿ αντισκόψω.
Μα αυτοί δε μ᾿ άκουαν, από τ᾿ άδικο να τραβηχτούν, για τούτο άσκημα τέλη τώρα απόλαψαν απ᾿ τ᾿ άνομα τους έργα. Μα εγώ ήμουν μάντης στα θυμιάματα, και τώρα αθώος θα πέσω, τι αλήθεια το καλό που κάνουμε καμιά δε βρίσκει χάρη!» |
320 | τὸν δ᾿ ἄρ᾿ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς: «εἰ μὲν δὴ μετὰ τοῖσι θυοσκόος εὔχεαι εἶναι, πολλάκι που μέλλεις ἀρήμεναι ἐν μεγάροισι τηλοῦ ἐμοὶ νόστοιο τέλος γλυκεροῖο γενέσθαι, σοὶ δ᾿ ἄλοχόν τε φίλην σπέσθαι καὶ τέκνα τεκέσθαι: |
Ταυροκοιτώντας ο πολύβουλος του μίλησε Οδυσσέας: Αν στα θυμιάματα τους πέτεσαι πως σ᾿ είχαν μάντη αλήθεια, πόσες φορές μες στα παλάτι μου θα ευκήθης δίχως άλλο να μη χαρώ ποτέ την όμορφη του γυρισμού μου μέρα, κι έτσι να πάρεις τη γυναίκα μου, παιδιά να σου γεννήσει. |
325 | τῷ οὐκ ἂν θάνατόν γε δυσηλεγέα προφύγοισθα.» ὣς ἄρα φωνήσας ξίφος εἵλετο χειρὶ παχείῃ κείμενον, ὅ ῥ᾿ Ἀγέλαος ἀποπροέηκε χαμᾶζε κτεινόμενος: τῷ τόν γε κατ᾿ αὐχένα μέσσον ἔλασσε. φθεγγομένου δ᾿ ἄρα τοῦ γε κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη. |
Πως θες λοιπόν τον πικροθάνατο να τον γλιτώσεις τώρα;» Αυτά είπε, κι από κάτω σήκωσε με το βαρύ του χέρι του Αγέλαου το σπαθί, που ως έπεφτε νεκρός εκείνος, του᾿ χε φύγει απ᾿ το χέρι, και τον χτύπησε καταμεσίς στο σβέρκο, κι όπως μιλούσε ακόμα, κύλησε στη σκόνη η κεφαλή του. |
330 | Τερπιάδης δ᾿ ἔτ᾿ ἀοιδὸς ἀλύσκανε κῆρα μέλαιναν, Φήμιος, ὅς ῥ᾿ ἤειδε μετὰ μνηστῆρσιν ἀνάγκῃ. ἔστη δ᾿ ἐν χείρεσσίν ἔχων φόρμιγγα λίγειαν ἄγχι παρ᾿ ὀρσοθύρην: δίχα δὲ φρεσὶ μερμήριζεν, ἢ ἐκδὺς μεγάροιο Διὸς μεγάλου ποτὶ βωμὸν |
Μα ο γιός του Τέρπιου τότε γλίτωσε του Χάρου, ο τραγουδάρης
ο Φήμιος, στους μνηστήρες που 'ψαλλε συχνά, μα αθέλητα του. Ορθός, κρατώντας την ψιλόφωνη κιθάρα του στα χέρια στο παραπόρτι εβρέθη᾿ δίγνωμη βουλή τον κυβερνούσε: να βγει να κάτσει ικέτης στο βωμό του Δία του τρισμεγάλου, |
335 | ἑρκείου ἵζοιτο τετυγμένον, ἔνθ᾿ ἄρα πολλὰ Λαέρτης Ὀδυσεύς τε βοῶν ἐπὶ μηρί᾿ ἔκηαν, ἦ γούνων λίσσοιτο προσαί̈ξας Ὀδυσῆα. ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι, γούνων ἅψασθαι Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος. |
που τον αυλόγυρο προστάτευε, κι απάνω εκεί ο Λαέρτης
συχνά κι ο γιος του πλήθος έκαιγαν βοδιών μεριά; για κάλλιο να τρέξει γρήγορα τα γόνατα να πιάσει του Οδυσσέα; Κι αυτό του εικάστη, ως διαλογίζουνταν, το πιο καλό πως είναι, να τρέξει, του Οδυσσέα τα γόνατα του αρχοντικού να πιάσει. |
340 | ἦ τοι ὁ φόρμιγγα γλαφυρὴν κατέθηκε χαμᾶζε μεσσηγὺς κρητῆρος ἰδὲ θρόνου ἀργυροήλου, αὐτὸς δ᾿ αὖτ᾿ Ὀδυσῆα προσαί̈ξας λάβε γούνων, καί μιν λισσόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: «γουνοῦμαί σ᾿, Ὀδυσεῦ: σὺ δέ μ᾿ αἴδεο καί μ᾿ ἐλέησον: |
Τη βαθουλή κιθάρα απίθωσε λοιπόν στο χώμα κάτω, αναμεσής στο ασημοκάρφωτο θρονί και στο κροντήρι, κι εκείνος χύθηκε στα γόνατα να πέσει του Οδυσσέα, και λόγια του 'λεγε ανεμάρπαστα με χίλια παρακάλια: «Σπλαχνίσου με, Οδυσσέα, σεβάσου με, στα γόνατα σου πέφτω! |
345 | αὐτῷ τοι μετόπισθ᾿ ἄχος ἔσσεται, εἴ κεν ἀοιδὸν πέφνῃς, ὅς τε θεοῖσι καὶ ἀνθρώποισιν ἀείδω. αὐτοδίδακτος δ᾿ εἰμί, θεὸς δέ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν: ἔοικα δέ τοι παραείδειν ὥς τε θεῷ: τῷ με λιλαίεο δειροτομῆσαι. |
Καημό και συ θα το 'χεις έπειτα, τον τραγουδάρη αν ίσως
σκοτώσεις, που θνητούς κι αθάνατους με το τραγούδι ευφραίνω. Μόνος μου τα 'μαθα᾿ μου φύσηξε λογής λογής τραγούδια κάποιος Θεός στα φρένα᾿ μου 'ρχεται να τραγουδήσω ομπρός σου, σαν να 'σουνα θεός᾿ μη μελετάς λοιπόν το χαλασμό μου! |
350 | καί κεν Τηλέμαχος τάδε γ᾿ εἴποι, σὸς φίλος υἱός, ὡς ἐγὼ οὔ τι ἑκὼν ἐς σὸν δόμον οὐδὲ χατίζων πωλεύμην μνηστῆρσιν ἀεισόμενος μετὰ δαῖτας, ἀλλὰ πολὺ πλέονες καὶ κρείσσονες ἦγον ἀνάγκῃ.» ὣς φάτο, τοῦ δ᾿ ἤκουσ᾿ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο, |
Γι᾿ αυτά θα μπόρειε κι ο Τηλέμαχος να σου μιλήσει, ο γιος
σου, πως άθελα μου, δίχως διάφορο δικό μου, τους μνηστήρες έσμιγα εδώ, κι ως ήταν πιότεροι κι η δύναμη τους πλήθια, μεβιάς με φέρναν, στις ξεφάντωσες τραγούδια να τους ψάλω.» Έτσι μιλούσε, κι ο Τηλέμαχος τον άκουσε ο αντρειωμένος, |
355 | αἶψα δ᾿ ἑὸν πατέρα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα: «ἴσχεο μηδέ τι τοῦτον ἀναίτιον οὔταε χαλκῷ: καὶ κήρυκα Μέδοντα σαώσομεν, ὅς τέ μευ αἰεὶ οἴκῳ ἐν ἡμετέρῳ κηδέσκετο παιδὸς ἐόντος, εἰ δὴ μή μιν ἔπεφνε Φιλοίτιος ἠὲ συβώτης, |
και του Οδυσσέα με βιάση μίλησε, που δίπλα του στεκόταν:
«Μην τον χτυπάς με το κοντάρι σου, κι είναι άφταιγος! Κρατήσου! Μα και το Μέδοντα να σώσουμε τον κράχτη, τι με γνοιάστη από παιδί με αγάπη πάντα του στο αρχοντικό μας μέσα' ξον ο Φιλοίτιος αν τον σκότωσε, για κι ο Εύμαιος, για κι ατός σου, |
360 | ἠὲ σοὶ ἀντεβόλησεν ὀρινομένῳ κατὰ δῶμα.» ὣς φάτο, τοῦ δ᾿ ἤκουσε Μέδων πεπνυμένα εἰδώς: πεπτηὼς γὰρ ἔκειτο ὑπὸ θρόνον, ἀμφὶ δὲ δέρμα ἕστο βοὸς νεόδαρτον, ἀλύσκων κῆρα μέλαιναν. αἶψα δ᾿ ἀπὸ θρόνου ὦρτο, θοῶς δ᾿ ἀπέδυνε βοείην |
αν βρέθηκε μπροστά σου, ως χίμιζες στο αρχονταρίκι μέσα.» Είπε, κι ο Μέδοντας τον άκουσεν ο μυαλωμένος, τι είχε ζαρώσει κάτω από 'να κάθισμα και κοίτουνταν χωμένος σε νιόγδαρτο αγελαδοτόμαρο, του Χάρου να γλιτώσει. Μεμιάς ξεπρόβαλε απ᾿ το κάθισμα κι εγδύθη το τομάρι, |
365 | Τηλέμαχον δ᾿ ἄρ᾿ ἔπειτα προσαί̈ξας λάβε γούνων, καί μιν λισσόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: «ὦ φίλ᾿, ἐγὼ μὲν ὅδ᾿ εἰμί, σὺ δ᾿ ἴσχεο εἰπὲ δὲ πατρὶ μή με περισθενέων δηλήσεται ὀξέϊ χαλκῷ, ἀνδρῶν μνηστήρων κεχολωμένος, οἵ οἱ ἔκειρον |
κι έτρεξε αμέσως στου Τηλέμαχου τα γόνατα να πέσει, και λόγια του 'λεγε ανεμάρπαστα με χίλια παρακάλια: «Εδώ είμαι! Την ορμή σου κράτησε, καλέ, και του κυρού σου μίλησε, μη μου δώσει θάνατο στην πλήθια δύναμη του με κοφτερό χαλκό, μανιάζοντας που ρήμαξαν το βιος του |
370 | κτήματ᾿ ἐνὶ μεγάροις, σὲ δὲ νήπιοι οὐδὲν ἔτιον.» τὸν δ᾿ ἐπιμειδήσας προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς: «θάρσει, ἐπεὶ δή σ᾿ οὗτος ἐρύσσατο καὶ ἐσάωσεν, ὄφρα γνῷς κατὰ θυμόν, ἀτὰρ εἴπῃσθα καὶ ἄλλῳ, ὡς κακοεργίης εὐεργεσίη μέγ᾿ ἀμείνων. |
στο σπίτι εδώ οι μνηστήρες οι άμυαλοι, και σένα σε αψηφούσαν.» Αχνογελώντας ο πολύβουλος του μίλησε Οδυσσέας: «Τούτος σου στάθηκε και γλίτωσες᾿ κάνε λοιπόν κουράγιο, για να κατέχεις πια στα φρένα σου, να 'χεις να λες και σ᾿ όλλους, παρά κακό πόσο καλύτερο να κάνεις καλοσύνες. |
375 | ἀλλ᾿ ἐξελθόντες μεγάρων ἕζεσθε θύραζε ἐκ φόνου εἰς αὐλήν, σύ τε καὶ πολύφημος ἀοιδός, ὄφρ᾿ ἂν ἐγὼ κατὰ δῶμα πονήσομαι ὅττεό με χρή.» ὣς φάτο, τὼ δ᾿ ἔξω βήτην μεγάροιο κιόντε, ἑζέσθην δ᾿ ἄρα τώ γε Διὸς μεγάλου ποτὶ βωμόν, |
Μα τώρα στην αυλή να κάτσετε, κι εσύ κι ο φουμισμένος
τραγουδιστής, μακριά απ᾿ τα γαίματα κι από το αρχονταρίκι, ως να τελέψω μες στο σπίτι μου το που 'ναι χρεία να γένει.» Είπε, κι αυτοί κινώντας γρήγορα το αρχονταρίκι αφήκαν και στου τρανού του Δία καθίσανε πλάι το βωμό, κι ολούθε |
380 | πάντοσε παπταίνοντε, φόνον ποτιδεγμένω αἰεί. πάπτηνεν δ᾿ Ὀδυσεὺς καθ᾿ ἑὸν δόμον, εἴ τις ἔτ᾿ ἀνδρῶν ζωὸς ὑποκλοπέοιτο, ἀλύσκων κῆρα μέλαιναν. τοὺς δὲ ἴδεν μάλα πάντας ἐν αἵματι καὶ κονίῃσι πεπτεῶτας πολλούς, ὥστ᾿ ἰχθύας, οὕς θ᾿ ἁλιῆες |
τα μάτια γύριζαν, προσμένοντας κάθε στιγμή το Χάρο. Μα κι ο Οδυσσέας τα μάτια εγύριζε στο αρχονταρίκι ολούθε, κανένας ζωντανός μην κρύβουνταν, του Χάρου να γλιτώσει. Κι όλους ως πέρα μες στα γαίματα τους είδε και στις σκόνες πεσμένους πλήθος, ψάρια θα 'λεγες που τα 'συραν ψαράδες |
385 | κοῖλον ἐς αἰγιαλὸν πολιῆς ἔκτοσθε θαλάσσης δικτύῳ ἐξέρυσαν πολυωπῷ: οἱ δέ τε πάντες κύμαθ᾿ ἁλὸς ποθέοντες ἐπὶ ψαμάθοισι κέχυνται: τῶν μέν τ᾿ Ἠέλιος φαέθων ἐξείλετο θυμόν: ὣς τότ᾿ ἄρα μνηστῆρες ἐπ᾿ ἀλλήλοισι κέχυντο. |
στο βαθουλό γιαλό απ᾿ τη θάλασσα την αφροκυματούσα μέσα στα δίχτυα τα χιλιότρυπα, και τα 'ριξαν στον άμμο' κι αυτά, απλωμένα εκεί, του πελάγου το κύμα λαχταρούνε, ως τη στιγμή που ο γήλιος λάμποντας το θάνατο τους δώσει. Παρόμοια κι οι μνηστήρες κοίτουνταν ο ένας απά στον άλλο. |
390 | δὴ τότε Τηλέμαχον προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς: «Τηλέμαχ᾿, εἰ δ᾿ ἄγε μοι κάλεσον τροφὸν Εὐρύκλειαν, ὄφρα ἔπος εἴπωμι τό μοι καταθύμιόν ἐστιν.» ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ φίλῳ ἐπεπείθετο πατρί, κινήσας δὲ θύρην προσέφη τροφὸν Εὐρύκλειαν: |
Κι είπε ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος μιλώντας στον υγιό του:
«Τη βάγια την Ευρύκλεια κράξε μου, Τηλέμαχε, εδώ πέρα' κάτι έχω να της πω, που μέσα μου πολύ το συλλογιέμαι.» Είπε, και σύγκλινε ο Τηλέμαχος στου κύρη του το λόγο, κι αυτά στη βάγια Ευρύκλεια φώναξε, χτυπώντας της την πόρτα: |
395 | «δεῦρο δὴ ὄρσο, γρηὺ̈ παλαιγενές, ἥ τε γυναικῶν δμῳάων σκοπός ἐσσι κατὰ μέγαρ᾿ ἡμετεράων: ἔρχεο: κικλήσκει σε πατὴρ ἐμός, ὄφρα τι εἴπῃ.» ὣς ἄρ᾿ ἐφώνησεν, τῇ δ᾿ ἄπτερος ἔπλετο μῦθος, ὤϊξεν δὲ θύρας μεγάρων εὖ ναιεταόντων, |
«Σήκω, πολύχρονη γερόντισσα, που πιστατείς τις σκλάβες
γυναίκες μέσα στο παλάτι μας, καιρός πια να 'ρθεις μέσα' σε φώναξε μαθές ο κύρης μου, να σου μιλήσει κάτι.» Είπε ο Τηλέμαχος, κι ο λόγος του δεν πήγε κατ᾿ ανέμου' βγηκεν η βάγια απ᾿ του καλόφτιαστου την πόρτα γυναικίτη |
400 | βῆ δ᾿ ἴμεν: αὐτὰρ Τηλέμαχος πρόσθ᾿ ἡγεμόνευεν. εὗρεν ἔπειτ᾿ Ὀδυσῆα μετὰ κταμένοισι νέκυσσιν, αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥστε λέοντα, ὅς ῥά τε βεβρωκὼς βοὸς ἔρχεται ἀγραύλοιο: πᾶν δ᾿ ἄρα οἱ στῆθός τε παρήϊά τ᾿ ἀμφοτέρωθεν |
και τράβηξε, με τον Τηλέμαχο μπροστά, στο αρχονταρίκι.
Τον Οδυσσέα κει πέρα αντίκρισε στους σκοτωμένους μέσα στο λύθρο και στο γαίμα ολάκερο λουσμένο — σαν το λιόντα, που κοπαδιού γελάδα ως σπάραξε, κινάει να φύγει, κι είναι το στήθος του όλο και τα μάγουλα ζερβά δεξιά στο γαίμα |
405 | αἱματόεντα πέλει, δεινὸς δ᾿ εἰς ὦπα ἰδέσθαι: ὣς Ὀδυσεὺς πεπάλακτο πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν. ἡ δ᾿ ὡς οὖν νέκυάς τε καὶ ἄσπετον εἴσιδεν αἷμα, ἴθυσέν ῥ᾿ ὀλολύξαι, ἐπεὶ μέγα εἴσιδεν ἔργον: ἀλλ᾿ Ὀδυσεὺς κατέρυκε καὶ ἔσχεθεν ἱεμένην περ, |
λουσμένα, κι όποιος τον αντίκρισε, τον παραλύει η τρομάρα.
Όμοια κι εκείνος αίμα στάλαζε, χέρια ψηλά και πόδια. Κι αυτή, τους σκοτωμένους βλέποντας και ποταμό το γαίμα, τρανό θωρώντας έργο, κίνησε στριγγιά φωνή να σύρει από χαρά, μα αυτός την κράτησε, τη φόρα κόβοντας της, |
410 | καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: «ἐν θυμῷ, γρηῦ, χαῖρε καὶ ἴσχεο μηδ᾿ ὀλόλυζε: οὐχ ὁσίη κταμένοισιν ἐπ᾿ ἀνδράσιν εὐχετάασθαι. τούσδε δὲ μοῖρ᾿ ἐδάμασσε θεῶν καὶ σχέτλια ἔργα: οὔ τινα γὰρ τίεσκον ἐπιχθονίων ἀνθρώπων, |
και κράζοντας την ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός της:
«Χάρου από μέσα σου, γερόντισσα, και βάστα, μη φωνάζεις' δε θέλει ο θεός χαρά να δείχνουμε μπροστά σε σκοτωμένους! Τούτους η μοίρα των αθάνατων και τ᾿ άνομά τους έργα τους δάμασαν, τι δε λογάριαζαν στον κόσμο απ᾿ τους ανθρώπους |
415 | οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐσθλόν, ὅτις σφέας εἰσαφίκοιτο: τῷ καὶ ἀτασθαλίῃσιν ἀεικέα πότμον ἐπέσπον. ἀλλ᾿ ἄγε μοι σὺ γυναῖκας ἐνὶ μεγάροις κατάλεξον, αἵ τέ μ᾿ ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλείτιδές εἰσιν.» τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια: |
τρανό, αχαμνό — κανένα, αν λάχαινε να τους συντύχει κάποιος,
κι άσκημα τέλη τώρα απόλαψαν από τις αδικίες τους. Μον᾿ έλα τώρα εσύ, μαρτύρα μου για του σπιτιού τις δούλες. ποιές απόμειναν ακριμάτιστες και ποιες με ξεψηφούσαν.» Κι η βάγια Ευρύκλεια τότε μίλησε κι απηλογήθη κι είπε: |
420 | «τοιγὰρ ἐγώ τοι, τέκνον, ἀληθείην καταλέξω. πεντήκοντά τοί εἰσιν ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκες δμῳαί, τὰς μέν τ᾿ ἔργα διδάξαμεν ἐργάζεσθαι, εἴριά τε ξαίνειν καὶ δουλοσύνην ἀνέχεσθαι: τάων δώδεκα πᾶσαι ἀναιδείης ἐπέβησαν, |
«Για τούτα, γιε μου, που με ρώτησες θα πω την πάσα αλήθεια:
Έχεις πενήντα στο παλάτι σου γυναίκες όλες όλες σκλάβες᾿ αυτές δουλειές τις μάθαμε σιγά σιγά να κάνουν, να ξαίνουν το μαλλί κι υπόμονα να στρέγουν τη σκλαβιά τους. Μα οι δώδεκα από τούτες, πέφτοντας σε αδιαντροπιά μεγάλη, |
425 | οὔτ᾿ ἐμὲ τίουσαι οὔτ᾿ αὐτὴν Πηνελόπειαν. Τηλέμαχος δὲ νέον μὲν ἀέξετο, οὐδέ ἑ μήτηρ σημαίνειν εἴασκεν ἐπὶ δμῳῇσι γυναιξίν. ἀλλ᾿ ἄγ᾿ ἐγὼν ἀναβᾶσ᾿ ὑπερώϊα σιγαλόεντα εἴπω σῇ ἀλόχῳ, τῇ τις θεὸς ὕπνον ἐπῶρσε.» |
μήτε και μένα πια λογάριαζαν μηδέ και την κυρά τους την Πηνελόπη. Κι ο Τηλέμαχος πριν λίγο εγίνηκε άντρας, και δεν τον άφηνε η μητέρα του τις σκλάβες ν᾿ αφεντεύει. Τώρα στο ανώι γοργά το λιόφωτο, στο ταίρι σου θ᾿ ανέβω, να της τα πω, τι ένας αθάνατος την έχει σ᾿ ύπνο ρίξει.» |
430 | τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς «μή πω τήνδ᾿ ἐπέγειρε: σὺ δ᾿ ἐνθάδε εἰπὲ γυναιξὶν ἐλθέμεν, αἵ περ πρόσθεν ἀεικέα μηχανόωντο.» «ὣς ἄρ᾿ ἔφη, γρηὺ̈ς δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει ἀγγελέουσα γυναιξὶ καὶ ὀτρυνέουσα νέεσθαι. |
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος γυρνώντας αποκρίθη: «Μην τη ξυπνάς ακόμα᾿ πήγαινε να πεις στις σκλάβες πρώτα εδώ να᾿ ρθουν — αυτές που αταίριαστες δουλειές πιο πριν σκάρωναν.» Αυτά της είπε, κι η γερόντισσα το αρχονταρίκι αφήκε, στις σκλάβες για να πάει το μήνυμα και να τις σπρώξει να᾿ ρθουν. |
435 | αὐτὰρ ὁ Τηλέμαχον καὶ βουκόλον ἠδὲ συβώτην εἰς ἓ καλεσσάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: «ἄρχετε νῦν νέκυας φορέειν καὶ ἄνωχθε γυναῖκας: αὐτὰρ ἔπειτα θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας ὕδατι καὶ σπόγγοισι πολυτρήτοισι καθαίρειν. |
Κι έκραξε εκείνος τον Τηλέμαχο, το θείο χοιροβοσκό του
και το βουκόλο, κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός τους: «Νεκρούς να κουβαλάτε αρχίσετε, κι οι δούλες να συντράμουν οι ίδιες μετά τα παγκαλόμορφα θρονιά και τα τραπέζια με το νερό και τα χιλιότρυπα σφουγγάρια να παστρέψουν. |
440 | αὐτὰρ ἐπὴν δὴ πάντα δόμον κατακοσμήσησθε, δμῳὰς ἐξαγαγόντες ἐϋσταθέος μεγάροιο, μεσσηγύς τε θόλου καὶ ἀμύμονος ἕρκεος αὐλῆς, θεινέμεναι ξίφεσιν τανυήκεσιν, εἰς ὅ κε πασέων ψυχὰς ἐξαφέλησθε καὶ ἐκλελάθωντ᾿ Ἀφροδίτης, |
Κι ως θα 'χετε όλη πια την κάμαρα τρογύρα συμμαζέψει,
τις δούλες έξω απ᾿ το καλόχτιστο να βγάλτε αρχονταρίκι, και στην αυλή, στο θόλο ανάμεσα και στον πανώριο φράχτη τα κοφτερά σπαθιά ανασέρνοντας χτυπάτε τις και σ᾿ όλες να δώστε θάνατο, τον έρωτα για πάντα να ξεχάσουν, |
445 | τὴν ἄρ᾿ ὑπὸ μνηστῆρσιν ἔχον μίσγοντό τε λάθρη.» «ὣς ἔφαθ᾿, αἱ δὲ γυναῖκες ἀολλέες ἦλθον ἅπασαι, αἴν᾿ ὀλοφυρόμεναι, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέουσαι. πρῶτα μὲν οὖν νέκυας φόρεον κατατεθνηῶτας, κὰδ δ᾿ ἄρ᾿ ὑπ᾿ αἰθούσῃ τίθεσαν εὐερκέος αὐλῆς, |
που εχαίρουνταν ως τώρα σμίγοντας κρυφά με τους μνηστήρες.» Έτσι όρισε, κι οι δούλες έφτασαν όλες μαζί και μπήκαν πικρά θρηνολογώντας, κι έτρεχε το δάκρυ τους ποτάμι. Των σκοτωμένων πρώτα σήκωναν και βγάζαν τα κουφάρια, και στης αυλής της καλοτείχιστης το σκεπαστό από κάτω |
450 | ἀλλήλοισιν ἐρείδουσαι: σήμαινε δ᾿ Ὀδυσσεὺς αὐτὸς ἐπισπέρχων: ταὶ δ᾿ ἐκφόρεον καὶ ἀνάγκῃ. αὐτὰρ ἔπειτα θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας ὕδατι καὶ σπόγγοισι πολυτρήτοισι κάθαιρον. αὐτὰρ Τηλέμαχος καὶ βουκόλος ἠδὲ συβώτῃς |
τον έναν πλάι στον άλλο απίθωναν και κάτω απ᾿ του Οδυσσέα
την προσταγή, να κάνουν γρήγορα, τους βγάζαν στανικώς τους. Πήραν μετά τα παγκαλόμορφα θρονιά και τα τραπέζια και με νερό και με χιλιότρυπα τα πάστρευαν σφουγγάρια. Μετά ο βουκόλος κι ο Τηλέμαχος κι ο θείος χοιροβοσκός τους |
455 | λίστροισιν δάπεδον πύκα ποιητοῖο δόμοιο ξῦον: ταὶ δ᾿ ἐφόρεον δμῳαί, τίθεσαν δὲ θύραζε. αὐτὰρ ἐπειδὴ πᾶν μέγαρον διεκοσμήσαντο, δμῳὰς δ᾿ ἐξαγαγόντες ἐϋσταθέος μεγάροιο, μεσσηγύς τε θόλου καὶ ἀμύμονος ἕρκεος αὐλῆς, |
με ξύστρες έτριβαν το πάτωμα στο στέριο αρχονταρίκι.
κι οι δούλες μάζευαν τα ξύσματα και τα πετούσαν όξω. Κι ως είχαν όλη πια την κάμαρα τρογύρα συμμαζέψει, τις δούλες σύραν όξω απ᾿ τ᾿ όμορφο, το στέριο αρχονταρίκι, και στην αυλή, στο θόλο ανάμεσα και στον πανώριο φράχτη, |
460 | εἴλεον ἐν στείνει, ὅθεν οὔ πως ἦεν ἀλύξαι. τοῖσι δὲ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἦρχ᾿ ἀγορεύειν: «μὴ μὲν δὴ καθαρῷ θανάτῳ ἀπὸ θυμὸν ἑλοίμην τάων, αἳ δὴ ἐμῇ κεφαλῇ κατ᾿ ὀνείδεα χεῦαν μητέρι θ᾿ ἡμετέρῃ παρά τε μνηστῆρσιν ἴαυον.» |
μες στο στενάδι εκεί τις μάντρωσαν, να μην μπορούν να φύγουν.
Και τότε ο γνωστικός Τηλέμαχος το λόγο επήρε κι είπε: «Όχι, σ᾿ αυτές δε θέλω θάνατο να δώσω τιμημένο— που στο κεφάλι της μητέρας μου κι εμένα καταφρόνια σκορπούσαν και ντροπή, και πλάγιαζαν μαζί με τους μνηστήρες!» |
465 | ὣς ἄρ᾿ ἔφη, καὶ πεῖσμα νεὸς κυανοπρῴροιο κίονος ἐξάψας μεγάλης περίβαλλε θόλοιο, ὑψόσ᾿ ἐπεντανύσας, μή τις ποσὶν οὖδας ἵκοιτο. ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ἂν ἢ κίχλαι τανυσίπτεροι ἠὲ πέλειαι ἕρκει ἐνιπλήξωσι, τό θ᾿ ἑστήκῃ ἐνὶ θάμνῳ, |
Είπε, και γαλαζόπλωρου άρμενου χοντρό σκοινί στεριώνει
από τρανή κολόνα, κι έζωσε μ᾿ αυτό το θόλο γύρα, ψηλά τανιώντας το, τα πόδια τους στο χώμα να μη φτάνουν. Πως όταν τσίχλες απλοφτέρουγες για περιστέρες θέλουν να φτάσουν στη φωλιά τους κι άξαφνα φριχτή κούρνια τις δέχτη, |
470 | αὖλιν ἐσιέμεναι, στυγερὸς δ᾿ ὑπεδέξατο κοῖτος, ὣς αἵ γ᾿ ἑξείης κεφαλὰς ἔχον, ἀμφὶ δὲ πάσαις δειρῇσι βρόχοι ἦσαν, ὅπως οἴκτιστα θάνοιεν. ἤσπαιρον δὲ πόδεσσι μίνυνθά περ οὔ τι μάλα δήν. ἐκ δὲ Μελάνθιον ἦγον ἀνὰ πρόθυρόν τε καὶ αὐλήν: |
τι πιάστηκαν στα βρόχια, που έτυχαν στημένα μες στα θάμνα
— όμοια κι οι δούλες τα κεφάλια τους γραμμή κρατούσαν, κι όλες θελιά είχαν στο λαιμό, από θάνατο να παν συφοριασμένο, και σπάραζαν με τα ποδάρια τους — για λίγην ώρα μόνο. Μετά και το Μελάνθιο τράβηξαν στην πόρτα του αντρωνίτη |
475 | τοῦ δ᾿ ἀπὸ μὲν ῥῖνάς τε καὶ οὔατα νηλέϊ χαλκῷ τάμνον, μήδεά τ᾿ ἐξέρυσαν, κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι, χεῖράς τ᾿ ἠδὲ πόδας κόπτον κεκοτηότι θυμῷ. οἱ μὲν ἔπειτ᾿ ἀπονιψάμενοι χεῖράς τε πόδας τε εἰς Ὀδυσῆα δόμονδε κίον, τετέλεστο δὲ ἔργον: |
μπροστά, μες στην αυλή, και με άσπλαχνο χαλκό του κόψαν
μύτη κι αφτιά, κι όλο θυμό του τσάκισαν τα χέρια και τα πόδια, και τ᾿ αχαμνά του ξεριζώνοντας στους σκύλους τα πέταξαν, για να τα φαν ωμά᾿ κι ως τέλεψαν, χέρια και πόδια έπλυναν και στο παλάτι πίσω διάγειραν, τον Οδυσσέα να σμίξουν. |
480 | αὐτὰρ ὅ γε προσέειπε φίλην τροφὸν Εὐρύκλειαν: «οἶσε θέειον, γρηύ̈, κακῶν ἄκος, οἶσε δέ μοι πῦρ, ὄφρα θεειώσω μέγαρον: σὺ δὲ Πηνελόπειαν ἐλθεῖν ἐνθάδ᾿ ἄνωχθι σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξί: πάσας δ᾿ ὄτρυνον δμῳὰς κατὰ δῶμα νέεσθαι.» |
Κι εκείνος στην Ευρύκλεια μίλησε, την μπιστεμένη βάγια:
«Φέρε μου θειάφι εδώ, γερόντισσα, που το κακό ξορκίζει, και φέρε και φωτιά, την κάμαρα τρογύρα να θειαφίσω. Καί συ την Πηνελόπη φώναξε να 'ρθεϊ, μαζί κι οι βάγιες, κι όλες τις δούλες στο παλάτι μου ξεσήκωσε τις να 'ρθουν.» |
485 | τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια: «ναὶ δὴ ταῦτά γε, τέκνον ἐμόν, κατὰ μοῖραν ἔειπες. ἀλλ᾿ ἄγε τοι χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματ᾿ ἐνείκω, μηδ᾿ οὕτω ῥάκεσιν πεπυκασμένος εὐρέας ὤμους ἕσταθ᾿ ἐνὶ μεγάροισι: νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη.» |
Κι η βάγια Ευρύκλεια τότε μίλησε κι απηλογήθη κι είπε:
«Παιδί μου, τούτα που μολόγησες σωστά και δίκια είν᾿ όλα, μα να σου φέρω πρώτα πρόσμενε χλαμύδα και χιτώνα' έτσι, μες στο ίδιο το παλάτι σου μη στέκεις, με κουρέλια τους φαρδιούς ώμους σου σκεπάζοντας᾿ ντροπή μεγάλη θα 'ταν!» |
490 | τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς: «πῦρ νῦν μοι πρώτιστον ἐνὶ μεγάροισι γενέσθω.» ὣς ἔφατ᾿, οὐδ᾿ ἀπίθησε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια, ἤνεικεν δ᾿ ἄρα πῦρ καὶ θήϊον: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς εὖ διεθείωσεν μέγαρον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν. |
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος απηλογήθη κι είπε: «Φωτιά πιο πρώτα να μου ανάψουνε στον αντρωνίτη θέλω!» Είπε, κι η βάγια Ευρύκλεια σύγκλινε στου αφέντη της το λόγο' φωτιά και θειάφι αμέσως έφερε, και θειάφιζε ο Οδυσσέας, το αρχονταρίκι πρώτα κι έπειτα κι αυλή και τ᾿ άλλο σπίτι. |
495 | γρηὺ̈ς δ᾿ αὖτ᾿ ἀπέβη διὰ δώματα κάλ᾿ Ὀδυσῆος ἀγγελέουσα γυναιξὶ καὶ ὀτρυνέουσα νέεσθαι: αἱ δ᾿ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι. αἱ μὲν ἄρ᾿ ἀμφεχέοντο καὶ ἠσπάζοντ᾿ Ὀδυσῆα, καὶ κύνεον ἀγαπαξόμεναι κεφαλήν τε καὶ ὤμους |
Κι εδιάβη η Ευρύκλεια μέσα απ᾿ τ όμορφο παλάτι του Οδυσσέα,
στις σκλάβες για να πάει το μήνυμα και να τις σπρώξει να 'ρθουν. Κι αυτές, ως βγήκαν απ᾿ την κάμαρα με τα δαδιά στα χέρια, στον Οδυσσέα τρογύρα εχύθηκαν καλωσορίζοντας τον᾿ κι όπως φιλούσαν το κεφάλι του με αγάπη και τους ώμους, |
500 | χεῖράς τ᾿ αἰνύμεναι: τὸν δὲ γλυκὺς ἵμερος ᾕρει κλαυθμοῦ καὶ στοναχῆς, γίγνωσκε δ᾿ ἄρα φρεσὶ πάσας. |
τα χέρια σφίγγοντας του, ολόγλυκος τον πήρε εκείνον πόθος
για κλάματα και βόγγους, τι όλες τους τις γναφιζε η καρδιά του. |