ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -Υ-


-20- Ἀὐτὰρ ὁ ἐν προδόμῳ εὐνάζετο δῖος Ὀδυσσεύς:
κὰμ μὲν ἀδέψητον βοέην στόρεσ᾿, αὐτὰρ ὕπερθε
κώεα πόλλ᾿ ὀί̈ων, τοὺς ἱρεύεσκον Ἀχαιοί:
Εὐρυνόμη δ᾿ ἄρ᾿ ἐπὶ χλαῖναν βάλε κοιμηθέντι.
Στ᾿ ομπρός χαγιάτι κι ο αρχοντόγεννος επλάγιασε Οδυσσέας'
άργαστο στρώνει βοϊδοτόμαρο στη γη, κι απάνω ρίχνει
πολλές προβιές, από τα που 'σφαζαν αρνιά να φαν οι Αργίτες'
κι ως έγειρε, μια κάπα του 'ριξε στις πλάτες η Ευρυνόμη.
5 ἔνθ᾿ Ὀδυσεὺς μνηστῆρσι κακὰ φρονέων ἐνὶ θυμῷ
κεῖτ᾿ ἐγρηγορόων: ταὶ δ᾿ ἐκ μεγάροιο γυναῖκες
ἤϊσαν, αἳ μνηστῆρσιν ἐμισγέσκοντο πάρος περ,
ἀλλήλῃσι γέλω τε καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι.
τοῦ δ᾿ ὠρίνετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισι:
Εκεί ο Oδυσσέας κοιτόταν άγρυπνος, κι ο νους του των μνηστήρων
το χαλασμό εμελέτα. Κι έβγαιναν απ᾿ το παλάτι οι δούλες
να παν ξανά να ερωτοσμίξουνε με τους μνηστήρες όξω,
και γελαστές, καταχαρούμενες μιλούσε η μια στην άλλη.
Κι αυτός εντός του να ταράζεται γρικούσε την καρδιά του,
10 πολλὰ δὲ μερμήριζε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
ἠὲ μεταί̈ξας θάνατον τεύξειεν ἑκάστῃ,
ἦ ἔτ᾿ ἐῷ μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισι μιγῆναι
ὕστατα καὶ πύματα, κραδίη δέ οἱ ἔνδον ὑλάκτει.
ὡς δὲ κύων ἀμαλῇσι περὶ σκυλάκεσσι βεβῶσα
και πλήθιοι λογισμοί στα φρένα του διάβαιναν — τι να κάνει;
να τρέξει πίσω τους και θάνατο γραμμή να δώσει σ᾿ όλες;
για και ν᾿ αφήσει με τους άνομους να σμίξουνε μνηστήρες —
στερνή μαθές φορά κι ολόστερνη; Βαθιά η καρδιά του αλίχτα.
Πως τρέχει η σκύλα γύρω στ᾿ άπλερα μικρά της και γαυγίζει
15 ἄνδρ᾿ ἀγνοιήσασ᾿ ὑλάει μέμονέν τε μάχεσθαι,
ὥς ῥα τοῦ ἔνδον ὑλάκτει ἀγαιομένου κακὰ ἔργα:
στῆθος δὲ πλήξας κραδίην ἠνίπαπε μύθῳ:
«τέτλαθι δή, κραδίη: καὶ κύντερον ἄλλο ποτ᾿ ἔτλης.
ἤματι τῷ ὅτε μοι μένος ἄσχετος ἤσθιε Κύκλωψ
θωρώντας άνθρωπο ξενόφερτο, και ν᾿ αρπαχτεί γυρεύει᾿
όμοια η καρδιά του άλιχτα κι έβραζε για τ᾿ άνομά τους έργα.
Και τότε χτύπησε το στήθος του και λέει μαλώνοντας τη:
«Καρδιά μου, βάστα! Πόνο βάσταξες ακόμα πιο σκυλίσιο
τη μέρα εκείνη που ο Πολύφημος στην άγρια μάνητά του
20 ἰφθίμους ἑτάρους: σὺ δ᾿ ἐτόλμας, ὄφρα σε μῆτις
ἐξάγαγ᾿ ἐξ ἄντροιο ὀϊόμενον θανέεσθαι.»
ὣς ἔφατ᾿, ἐν στήθεσσι καθαπτόμενος φίλον ἦτορ:
τῷ δὲ μάλ᾿ ἐν πείσῃ κραδίη μένε τετληυῖα
νωλεμέως: ἀτὰρ αὐτὸς ἑλίσσετο ἔνθα καὶ ἔνθα.
τους αντρειανούς συντρόφους σου 'τρωγε, και συ βαστούσες, ώσπου
μια πονηριά απ᾿ το σπήλιο σ᾿ έβγαλε, πια το χαμό ως θωρούσες.»
Αυτά της έλεγε αποπαίρνοντας στα στήθη την καρδιά του,
κι αυτή τον άκουσε και βάσταξε, να μην ξεσπάσει η οργή της'
όμως εκείνος στριφογύριζε μια δω, μια κει στο στρώμα.
25 ὡς δ᾿ ὅτε γαστέρ᾿ ἀνὴρ πολέος πυρὸς αἰθομένοιο,
ἐμπλείην κνίσης τε καὶ αἵματος, ἔνθα καὶ ἔνθα
αἰόλλῃ, μάλα δ᾿ ὦκα λιλαίεται ὀπτηθῆναι,
ὣς ἄρ᾿ ὅ γ᾿ ἔνθα καὶ ἔνθα ἑλίσσετο, μερμηρίζων
ὅππως δὴ μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσει
Πως πάνω σε μεγάλη που άναψε φωτιά πιθώνει κάποιος
κοιλιά από ξίγκι κι αίμα ξέχειλη, και τη στριφογυρίζει,
και λαχταράει μιαν ώρα αρχύτερα να του βρεθεί ψημένη'
όμοια κι εκείνος στριφογύριζε, και λόγιαζε στα φρένα
πως στους μνηστήρες τους ξαδιάντροπους βαρύ θα βάλει χέρι,
30 μοῦνος ἐὼν πολέσι. σχεδόθεν δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη
οὐρανόθεν καταβᾶσα: δέμας δ᾿ ἤϊκτο γυναικί:
στῆ δ᾿ ἄρ᾿ ὑπὲρ κεφαλῆς καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπε:
«τίπτ᾿ αὖτ᾿ ἐγρήσσεις, πάντων περὶ κάμμορε φωτῶν;
οἶκος μέν τοι ὅδ᾿ ἐστί, γυνὴ δέ τοι ἥδ᾿ ἐνὶ οἴκῳ
ένας αυτός σε πλήθιους. Άξαφνα την Αθηνά είδε ομπρός του,
κατεβασμένη από τον Όλυμπο, με είδη θνητής γυναίκας.
Και στάθη πάνω απ᾿ το κεφάλι του κι αυτά τα λόγια του 'πε:
«Εσύ, στον κόσμο ο πιο τρισάμοιρος, για δεν κοιμάσαι πάλι;
Να το το σπίτι σου! Το ταίρι σου, κι αυτό στο σπίτι μέσα,
35 καὶ, πάϊς, οἷόν πού τις ἐέλδεται ἔμμεναι υἷα.»
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς:
«ναὶ δὴ ταῦτά γε πάντα, θεά, κατὰ μοῖραν ἔειπες:
ἀλλά τί μοι τόδε θυμὸς ἐνὶ φρεσὶ μερμηρίζει,
ὅππως δὴ μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσω,
κι ο γιος σου τέτοιος που ονειρεύεται κάθε πατέρας να 'χει.»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Oδυσσέας:
«Αλήθεια, όσα, θεά, μολόγησες σωστά και δίκια είναι όλα'
μα ό νους μου αναρωτιέται αδιάκοπα βαθιά στα φρένα τούτο'
πως στους μνηστήρες τους αδιάντροπους βαρύ θα βάλω χέρι,
40 μοῦνος ἐών: οἱ δ᾿ αἰὲν ἀολλέες ἔνδον ἔασι.
πρὸς δ᾿ ἔτι καὶ τόδε μεῖζον ἐνὶ φρεσὶ μερμηρίζω:
εἴ περ γὰρ κτείναιμι Διός τε σέθεν τε ἕκητι,
πῆ κεν ὑπεκπροφύγοιμι; τά σε φράζεσθαι ἄνωγα.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη:
ένας εγώ, κι αυτοί στο σπίτι μου παν όλοι μαζεμένοι;
Μιαν έγνοια ακόμα μεγαλύτερη το νου μου βασανίζει'
αν συ κι ο Δίας με διαφεντέψετε και θάνατο τους δώσω,
καταφυγή που θα 'βρω; Θα 'θελα να το καλολογιάσεις.»
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
45 «σχέτλιε, καὶ μέν τίς τε χερείονι πείθεθ᾿ ἑταίρῳ,
ὅς περ θνητός τ᾿ ἐστὶ καὶ οὐ τόσα μήδεα οἶδεν:
αὐτὰρ ἐγὼ θεός εἰμι, διαμπερὲς ἥ σε φυλάσσω
ἐν πάντεσσι πόνοις. ἐρέω δέ τοι ἐξαναφανδόν:
εἴ περ πεντήκοντα λόχοι μερόπων ἀνθρώπων
«Άμυαλε εσύ, κι ενού αχαμνότερου τη γνώμη ακούμε φίλου,
που 'ναι θνητός και μες στα φρένα του λειψοί είναι οι στοχασμοί του᾿
κι εγώ είμαι αθάνατη και στέκουμαι στο πλάι σου νύχτα μέρα
σε κάθε αγώνα σου! Μα ξάστερα θα σου μιλήσω τώρα:
Πενήντα ακόμα κι αν μας έζωναν θνητών ανθρώπων φάρες
50 νῶϊ περισταῖεν, κτεῖναι μεμαῶτες Ἄρηϊ,
καί κεν τῶν ἐλάσαιο βόας καὶ ἴφια μῆλα.
ἀλλ᾿ ἑλέτω σε καὶ ὕπνος: ἀνίη καὶ τὸ φυλάσσειν
πάννυχον ἐγρήσσοντα, κακῶν δ᾿ ὑποδύσεαι ἤδη.»
ὣς φάτο, καί ῥά οἱ ὕπνον ἐπὶ βλεφάροισιν ἔχευεν,
κι άνοιγαν πόλεμο, και θάνατο πάσκιζαν να μας δώσουν,
μια φορά εσύ τα βόδια θ᾿ άρπαζες και τα παχιά τ᾿ αρνιά τους!
Όμως κοιμήσου τώρα, ανύπνωτος ολονυχτίς βαρύ είναι
κανένας να κρατιέται. Γρήγορα θα βγεις απ᾿ τα δεινά σου.»
Είπε, και μόλις ύπνο του 'χυσε στα βλέφαρα, κινούσε
55 αὐτὴ δ᾿ ἂψ ἐς Ὄλυμπον ἀφίκετο δῖα θεάων.
εὖτε τὸν ὕπνος ἔμαρπτε, λύων μελεδήματα θυμοῦ,
λυσιμελής, ἄλοχος δ᾿ ἄρ᾿ ἐπέγρετο κεδνὰ ἰδυῖα:
κλαῖε δ᾿ ἄρ᾿ ἐν λέκτροισι καθεζομένη μαλακοῖσιν.
αὐτὰρ ἐπεὶ κλαίουσα κορέσσατο ὃν κατὰ θυμόν,
η αρχόντισσα θεά, στον Όλυμπο για να διαγείρη πίσω.
Κι ο γύπνος, τους αρμούς του λύνοντας, τον πήρε παίρνοντας του
κι όλες τις έγνοιες. Μα η γυναίκα του πεταχτή η μυαλωμένη
την ίδιαν ώρα, και καθούμενη στο μαλακό κρεβάτι
θρηνούσε᾿ τέλος, αφού χόρτασε θρηνώντας η καρδιά της,
60 Ἀρτέμιδι πρώτιστον ἐπεύξατο δῖα γυναικῶν:
«Ἄρτεμι, πότνα θεά, θύγατερ Διός, αἴθε μοι ἤδη
ἰὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλοῦσ᾿ ἐκ θυμὸν ἕλοιο
αὐτίκα νῦν, ἢ ἔπειτα μ᾿ ἀναρπάξασα θύελλα
οἴχοιτο προφέρουσα κατ᾿ ἠερόεντα κέλευθα,
των γυναικών το θάμα ευχήθηκε στην Άρτεμη πιο πρώτα:
«Άρτεμη εσύ, θεά τρισέβαστη, κόρη του Δία, σαγίτα
να 'ταν πια να 'ριχνες στα στήθη μου, να πάρεις τη ζωή μου
τούτη την ώρα! Για και δρόλαπας να 'ρχόταν να με ασκώσει
και να με πάρει, κι από ανήλιαγες οδεύοντας με στράτες
65 ν προχοῇς δὲ βάλοι ἀψορρόου Ὠκεανοῖο.
ὡς δ᾿ ὅτε Πανδαρέου κούρας ἀνέλοντο θύελλαι:
τῇσι τοκῆας μὲν φθῖσαν θεοί, αἱ δ᾿ ἐλίποντο
ὀρφαναὶ ἐν μεγάροισι, κόμισσε δὲ δῖ᾿ Ἀφροδίτη
τυρῷ καὶ μέλιτι γλυκερῷ καὶ ἡδέϊ οἴνῳ:
στου Ωκεανού του κυκλορέματου να μ᾿ έριχνε το στόμα!
Πως του Πανδάρεου πήρε ο δρόλαπας μαθές᾿ τις θυγατέρες,
που τους γονιούς τους ως οι αθάνατοι σκότωσαν, απομείναν
μέσα στο σπίτι τους πεντάρφανες᾿ πήρε η θεά Αφροδίτη
με το τυρί και με τ᾿ ολόγλυκο κρασί και με το μελί
70 Ἥρη δ᾿ αὐτῇσιν περὶ πασέων δῶκε γυναικῶν
εἶδος καὶ πινυτήν, μῆκος δ᾿ ἔπορ᾿ Ἄρτεμις ἁγνή,
ἔργα δ᾿ Ἀθηναίη δέδαε κλυτὰ ἐργάζεσθαι.
εὖτ᾿ Ἀφροδίτη δῖα προσέστιχε μακρὸν Ὄλυμπον,
κούρῃς αἰτήσουσα τέλος θαλεροῖο γάμοιο--
και τις μεγάλωσε᾿ τους χάρισε κι η Ήρα ομορφιά και γνώση
πιο απ᾿ όλες τις θνητές, κι η Αρτέμιδα κορμί κυπαρισσένιο,
και ξακουστά υφαντά τους έμαθε στον αργαλιό η Παλλάδα.
Μα ως η Αφροδίτη η θεία στον Όλυμπο τον τρίψηλο γυρνούσε,
για να γυρέψει πια το γάμο τους, μια κι είχαν ξεπετάξει,
75 ἐς Δία τερπικέραυνον, ὁ γάρ τ᾿ εὖ οἶδεν ἅπαντα,
μοῖράν τ᾿ ἀμμορίην τε καταθνητῶν ἀνθρώπων--
τόφρα δὲ τὰς κούρας ἅρπυιαι ἀνηρείψαντο
καί ῥ᾿ ἔδοσαν στυγερῇσιν ἐρινύσιν ἀμφιπολεύειν:
ὣς ἔμ᾿ ἀϊστώσειαν Ὀλύμπια δώματ᾿ ἔχοντες,
από το Δία τον κεραυνόχαρο — τι αυτός πάντα ξέρει
τι γράφει η μοίρα στων καθένα μας θνητό και τι δε γράφει —
την ώρα αυτή τις κόρες άρπαξαν οι Ανεμικές, και πήγαν
και τις παράδωκαν στις άσπλαχνες τις Ερινύες, εκείνες
να τις γνοιάζονται πια. Ν᾿ αφάνιζαν όμοια οι θεοί και μένα
80 ἠέ μ᾿ ἐϋπλόκαμος βάλοι Ἄρτεμις, ὄφρ᾿ Ὀδυσῆα
ὀσσομένη καὶ γαῖαν ὕπο στυγερὴν ἀφικοίμην,
μηδέ τι χείρονος ἀνδρὸς ἐϋφραίνοιμι νόημα.
ἀλλὰ τὸ μὲν καὶ ἀνεκτὸν ἔχει κακόν, ὁππότε κέν τις
ἤματα μὲν κλαίῃ, πυκινῶς ἀκαχήμενος ἦτορ,
που ζουν στον Όλυμπο! Της Άρτεμης να μ᾿ έβρισκε η σαγίτα,
στην Κάτω Γης να πάω, τη θύμηση κρατώντας του Όδυσσέα,
και κάποιου την καρδιά αχαμνότερου να μη χρειαστεί να φράνω!
Και τόσες πίκρες όμως δύνεται κανείς να τις βαστάξει,
αν κλαίει τη μέρα μόνο αλάγιαστα με πικραμένα στήθη,
85 νύκτας δ᾿ ὕπνος ἔχῃσιν--ὁ γάρ τ᾿ ἐπέλησεν ἁπάντων,
ἐσθλῶν ἠδὲ κακῶν, ἐπεὶ ἄρ βλέφαρ᾿ ἀμφικαλύψῃ--
αὐτὰρ ἐμοὶ καὶ ὀνείρατ᾿ ἐπέσσευεν κακὰ δαίμων.
τῇδε γὰρ αὖ μοι νυκτὶ παρέδραθεν εἴκελος αὐτῷ,
τοῖος ἐὼν οἷος ᾖεν ἅμα στρατῷ: αὐτὰρ ἐμὸν κῆρ
φτάνει τις νύχτες να τον χαίρεται τον ύπνο: σαν του κλείσει
τούτος τα βλέφαρα, τα ξέχασε καλά, κακά — τα πάντα!
Μα εμένα ακόμα και τα ονείρατα ζαβά ο θεός τα στέλνει'
κάποιος απόψε πάλε δίπλα μου που του 'μοιαζε κοιμόταν,
τέτοιος, ως ήταν σύντας μίσευε με το στρατό, και μένα
90 χαῖρ᾿, ἐπεὶ οὐκ ἐφάμην ὄναρ ἔμμεναι, ἀλλ᾿ ὕπαρ ἤδη.»
ὣς ἔφατ᾿, αὐτίκα δὲ χρυσόθρονος ἤλυθεν Ἠώς.
τῆς δ᾿ ἄρα κλαιούσης ὄπα σύνθετο δῖος Ὀδυσσεύς:
μερμήριζε δ᾿ ἔπειτα, δόκησε δέ οἱ κατὰ θυμὸν
ἤδη γιγνώσκουσα παρεστάμεναι κεφαλῆφι.
χαιρόταν η καρδιά, τι τ᾿ όνειρο γι᾿ αλήθεια το θαρρούσα!»
Έτσι μιλούσε, κι η χρυσόθρονη πρόβαλε Αυγή σε λίγο.
Κι ως έκλαιγε, η φωνή της έφτασε, στου αρχοντικού Οδυσσέα
τ᾿ αφτιά, κι ο νους του πήρε δούλευε, θαρρώντας πως εκείνη
τον είχε πια γνωρίσει κι έστεκε στην κεφαλή του απάνω.
95 χλαῖναν μὲν συνελὼν καὶ κώεα, τοῖσιν ἐνεῦδεν,
ἐς μέγαρον κατέθηκεν ἐπὶ θρόνου, ἐκ δὲ βοείην
θῆκε θύραζε φέρων, Διὶ δ᾿ εὔξατο χεῖρας ἀνασχών:
«Ζεῦ πάτερ, εἴ μ᾿ ἐθέλοντες ἐπὶ τραφερήν τε καὶ ὑγρὴν
ἤγετ᾿ ἐμὴν ἐς γαῖαν, ἐπεί μ᾿ ἐκακώσατε λίην,
Την κάπα, όπου 'γειρε, διπλώνοντας και τις προβιές, τα ρίχνει
στο αρχονταρίκι σ᾿ ένα κάθισμα, κι όξω απ᾿ την πόρτα βγάζει
το βοΐδοτόμαρο, κι απλώνοντας τα χέρια ευκήθη κι είπε:
«Πατέρα Δία, μετά από βάσανα πολλά στεριάς πελάγου
αν ήρθα με δικό σας θέλημα στη γη μου, ας πει ένα λόγο
100 φήμην τίς μοι φάσθω ἐγειρομένων ἀνθρώπων
ἔνδοθεν, ἔκτοσθεν δὲ Διὸς τέρας ἄλλο φανήτω.»
ὣς ἔφατ᾿ εὐχόμενος: τοῦ δ᾿ ἔκλυε μητίετα Ζεύς,
αὐτίκα δ᾿ ἐβρόντησεν ἀπ᾿ αἰγλήεντος Ὀλύμπου,
ὑψόθεν ἐκ νεφέων: γήθησε δὲ δῖος Ὀδυσσεύς.
κάποιος απ᾿ όσους τώρα ξύπνησαν σημαδιακό από μέσα᾿
μα άπόξω ένα άλλο ακόμα θα 'θελα να δω του Δία σημάδι!»
Είπε, κι ο Δίας ο βαθυστόχαστος τον άκουσε που εύκήθη,
κι άπο το διάφωτο τον Όλυμπο του βρόντησε ίδιαν ώρα
ψηλά απ᾿ τα νέφη, κι ο αρχοντόγεννος το χάρηκε Όδυσσέας.
105 φήμην δ᾿ ἐξ οἴκοιο γυνὴ προέηκεν ἀλετρὶς
πλησίον, ἔνθ᾿ ἄρα οἱ μύλαι ἥατο ποιμένι λαῶν,
τῇσιν δώδεκα πᾶσαι ἐπερρώοντο γυναῖκες
ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ ἀλείατα, μυελὸν ἀνδρῶν.
αἱ μὲν ἄρ᾿ ἄλλαι εὗδον, ἐπεὶ κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν,
Φωνή κι από το σπίτι ακούστηκε μαζί — μιανής αλέστρας
κοντά, κει που ήταν οι χερόμυλοι του βασιλιά στημένοι.
Γυναίκες δώδεκα τους δούλευαν κι άλέθανε κριθάρι
και στάρι, να γενούν στα κόκαλα μεδούλι των ανθρώπων.
Οι άλλες γυναίκες πια κοιμόντουσαν, μια κι είχαν άπαλέσει'
110 ἡ δὲ μί᾿ οὔπω παύετ᾿, ἀφαυροτάτη δ᾿ ἐτέτυκτο:
ἥ ῥα μύλην στήσασα ἔπος φάτο, σῆμα ἄνακτι:
«Ζεῦ πάτερ, ὅς τε θεοῖσι καὶ ἀνθρώποισιν ἀνάσσεις,
ἦ μεγάλ᾿ ἐβρόντησας ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἀστερόεντος,
οὐδέ ποθι νέφος ἐστί: τέρας νύ τεῳ τόδε φαίνεις.
και μια μονάχα ακόμα δούλευε, το η πιο αχαμνή ήταν σκλάβα.
Ξάφνου σταμάτησε και μίλησε, σημάδι για το ρήγα:
«Πατέρα Δία, πού τους αθάνατους και τους θνητούς ορίζεις,
απ᾿ τ᾿ αστεράτα ουράνια βρόντηξες βαριά, και γύρα ουτ᾿ ένα
σύγνεφο βλέπω᾿ κάποιου θα᾿ δωκες σημάδι δίχως άλλο.
115 κρῆνον νῦν καὶ ἐμοὶ δειλῇ ἔπος, ὅττι κεν εἴπω:
μνηστῆρες πύματόν τε καὶ ὕστατον ἤματι τῷδε
ἐν μεγάροις Ὀδυσῆος ἑλοίατο δαῖτ᾿ ἐρατεινήν,
οἳ δή μοι καμάτῳ θυμαλγέι: γούνατ᾿ ἔλυσαν
ἄλφιτα τευχούσῃ: νῦν ὕστατα δειπνήσειαν.»
Τώρα και μένα της βαριόμοιρης για τέλεψε το λόγο:
Πια για στερνή φορά κι δλόστερνη τη μέρα αυτή οι μνηστήρες
τραπέζι να χαρούν, καθούμενοι στο σπίτι του Οδυσσέα!
Αυτοί που μου 'κοψαν τα γόνατα, βαριά ζεμένη ως μ᾿ έχουν
να τους αλέθω αλεύρι, δώσε τους στερνή φορά να φάνε!»
120 ὣς ἄρ᾿ ἔφη, χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῖος Ὀδυσσεὺς
Ζηνός τε βροντῇ: φάτο γὰρ τίσασθαι ἀλείτας.
αἱ δ᾿ ἄλλαι δμῳαὶ κατὰ δώματα κάλ᾿ Ὀδυσῆος
ἀγρόμεναι ἀνέκαιον ἐπ᾿ ἐσχάρῃ ἀκάματον πῦρ.
Τηλέμαχος δ᾿ εὐνῆθεν ἀνίστατο, ἰσόθεος φώς,
Αυτά είπε, κι ο Οδυσσέας εχάρηκε το λόγο της ν᾿ ακούσει
και τη βροντή του Δία᾿ πια λόγιαζε να γδικιωθεί τους φταίχτες.
Μες στου Οδυσσέα το σπίτι τ᾿ όμορφο μαζεύουνταν οι δούλες
οι άλλες την ώρα τούτη, αδάμαστη φωτιά στη στιά ν᾿ ανάψουν.
Κι ο ισόθεος άντρας, ο Τηλέμαχος, πετάχτη από το στρώμα,
125 εἵματα ἑσσάμενος: περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ᾿ ὤμῳ:
ποσσὶ δ᾿ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα,
εἵλετο δ᾿ ἄλκιμον ἔγχος, ἀκαχμένον ὀξέι: χαλκῷ:
στῆ δ᾿ ἄρ᾿ ἐπ᾿ οὐδὸν ἰών, πρὸς δ᾿ Εὐρύκλειαν ἔειπε:
«μαῖα φίλη, τὸν ξεῖνον ἐτιμήσασθ᾿ ἐνὶ οἴκῳ
κι ως ντύθηκε, στον ώμο εκρέμασε το κοφτερό σπαθί του
και με σαντάλια πόδεσε όμορφα τ᾿ αστραφτερά του πόδια'
τρανό κοντάρι, καλοτρόχιστο παίρνει μετά και φεύγει,
ζητώντας την Ευρύκλεια᾿ φτάνοντας της είπε απ᾿ το κατώφλι:
«Τον ξένο αλήθεια τον γνοιαστήκατε, κυρούλα, μες στο σπίτι,
130 εὐνῇ καὶ σίτῳ, ἦ αὔτως κεῖται ἀκηδής;
τοιαύτη γὰρ ἐμὴ μήτηρ, πινυτή περ ἐοῦσα:
ἐμπλήγδην ἕτερόν γε τίει μερόπων ἀνθρώπων
χείρονα, τὸν δέ τ᾿ ἀρείον᾿ ἀτιμήσασ᾿ ἀποπέμπει.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε περίφρων Εὐρύκλεια:
να φάει, να κοιμηθεί; για απόμεινε δώ μέσα ξεχασμένος;
Τέτοια είναι, ξέρω, πάντα η μάνα μου, κι <ς είναι μυαλωμένη'
απ᾿ τους ανθρώπους, όπως έτυχε, συχνά τιμάει τον ένα,
τον πιο κακό, και τον καλύτερο καταφρονεί και διώχνει.»
Κι η Ευρύκλεια τότε του αποκρίθηκε᾿ και του 'πε, η μυαλωμένη:
135 «οὐκ ἄν μιν νῦν, τέκνον, ἀναίτιον αἰτιόῳο.
οἶνον μὲν γὰρ πῖνε καθήμενος, ὄφρ᾿ ἔθελ᾿ αὐτός,
σίτου δ᾿ οὐκέτ᾿ ἔφη πεινήμεναι: εἴρετο γάρ μιν.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ κοίτοιο καὶ ὕπνου μιμνήσκοιτο,
ἡ μὲν δέμνι᾿ ἄνωγεν ὑποστορέσαι δμῳῇσιν,
«Στην άφταιγη μη θέλεις φταίξιμο να ρίξεις τώρα, γιε μου!
Κρασί καθόταν τούτος κι έπινε σαν που 'θελε η καρδιά του,
μα για ψωμί καθώς τον ρώτησε, πως δεν πεινάει της είπε
κι απά στην ώρα που θα λόγιαζε να γείρει, να πλαγιάσει,
εκείνη πρόσταξε τις δούλες της χλινάρι να τον στρώσουν
140 αὐτὰρ ὅ γ᾿, ὥς τις πάμπαν ὀϊζυρὸς καὶ ἄποτμος,
οὐκ ἔθελ᾿ ἐν λέκτροισι καὶ ἐν ῥήγεσσι καθεύδειν,
ἀλλ᾿ ἐν ἀδεψήτῳ βοέῃ καὶ κώεσιν οἰῶν
ἔδραθ᾿ ἐνὶ προδόμῳ: χλαῖναν δ᾿ ἐπιέσσαμεν ἡμεῖς.»
ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει
μα αυτός, σαν που 'νιώθε κακότυχος και τρισερημιασμένος,
σε κλίνη απάνω και σκεπάσματα δεν ήθελε να πέσεί'
άργαστο πήρε βοϊδοτόμαρο κι αρνοπροβιές και πήγε
να γείρει στην αυλή᾿ του ρίξαμε και μεις μια κάπα απάνω.»
Έτσι μιλούσε, κι ο Τηλέμαχος το αρχονταρίκι αφήκε
145 ἔγχος ἔχων, ἅμα τῷ γε δύω κύνες ἀργοὶ ἕποντο.
βῆ δ᾿ ἴμεν εἰς ἀγορὴν μετ᾿ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς.
ἡ δ᾿ αὖτε δμῳῇσιν ἐκέκλετο δῖα γυναικῶν,
Εὐρύκλει᾿, Ὦπος θυγάτηρ Πεισηνορίδαο:
«ἀγρεῖθ᾿, αἱ μὲν δῶμα κορήσατε ποιπνύσασαι,
κρατώντας το κοντάρι᾿ πίσω του γοργοί δυο σκύλοι ακλούθουν
και κίνησε να πάει στη μάζωξη, στους αντριανούς Αργίτες.
Τις άλλες δούλες τότε πρόσταξε των γυναικών το θάμα,
η Ευρύκλεια, που 'χε τον Πεισήνορα παππού, τον Ώπα κύρη:
«Ομπρός, τα χέρια σας κουνάτε τα, την κάμαρα σαρώστε,
150 ῥάσσατέ τ᾿, ἔν τε θρόνοις εὐποιήτοισι τάπητας
βάλλετε πορφυρέους: αἱ δὲ σπόγγοισι τραπέζας
πάσας ἀμφιμάσασθε, καθήρατε δὲ κρητῆρας
καὶ δέπα ἀμφικύπελλα τετυγμένα: ταὶ δὲ μεθ᾿ ὕδωρ
ἔρχεσθε κρήνηνδε, καὶ οἴσετε θᾶσσον ἰοῦσαι.
ραντίστε τη, τα καλοκάμωτα θρονιά σκεπάσετέ τα
με τα χαλιά τ᾿ αλικοπόρφυρα᾿ καί σεις με τα σφουγγάρια
σκουπίστε τα τραπέζια᾿ πλύσιμο και τα κροντήρια θέλουν
κι οι κούπες οι όμορφες, οι δίγουβες᾿ κι άλλες στη βρύση σύρτε
νερό να φέρετε, και γρήγορα με τα σταμνιά γυρνάτε.
155 οὐ γὰρ δὴν μνηστῆρες ἀπέσσονται μεγάροιο,
ἀλλὰ μάλ᾿ ἦρι νέονται, ἐπεὶ καὶ πᾶσιν ἑορτή.»
ὣς ἔφαθ᾿, αἱ δ᾿ ἄρα τῆς μάλα μὲν κλύον ἠδ᾿ ἐπίθοντο.
αἱ μὲν ἐείκοσι βῆσαν ἐπὶ κρήνην μελάνυδρον,
αἱ δ᾿ αὐτοῦ κατὰ δώματ᾿ ἐπισταμένως πονέοντο.
Σε λίγο λέω θα ιδούμε να 'ρχουνται στο σπίτι εδώ οι μνηστήρες-
πουρνό πουρνό θα 'ρθούν, τι σήμερα γιορτή τρανή έχουν όλοι.
Είπε, κι αυτές, γρικώντας, πρόθυμα στη γνώμη της συγκλίναν
« είκοσι τρέξαν στη μαυρόνερη για να γεμίσουν βρύση,
κι οι άλλες πιδέξια πήραν δούλευαν εκεί στο σπίτι μέσα.
160 ἐς δ᾿ ἦλθον δρηστῆρες Ἀχαιῶν. οἱ μὲν ἔπειτα
εὖ καὶ ἐπισταμένως κέασαν ξύλα, ταὶ δὲ γυναῖκες
ἦλθον ἀπὸ κρήνης: ἐπὶ δέ σφισιν ἦλθε συβώτης
τρεῖς σιάλους κατάγων, οἳ ἔσαν μετὰ πᾶσιν ἄριστοι.
καὶ τοὺς μέν ῥ᾿ εἴασε καθ᾿ ἕρκεα καλὰ νέμεσθαι,
Ήρθαν μετά και τα παιδόπουλα των Αχαιών, και ξύλα
με μαστοριά να σκίζουν Έπιασαν, γυρίζαν κι οι γυναίκες
από τη βρύση᾿ και κατόπι τους με τρεις θρεμμένους χοίρους
o θείος χοιροβοσκός κατέβηκε, τους πιο καλύτερους του,
και στον αυλόγυρο τον όμορφο τους άφησε να βόσκουν
165 αὐτὸς δ᾿ αὖτ᾿ Ὀδυσῆα προσηύδα μειλιχίοισι:
«ξεῖν᾿, ἦ ἄρ τί σε μᾶλλον Ἀχαιοὶ εἰσορόωσιν,
ἦέ σ᾿ ἀτιμάζουσι κατὰ μέγαρ᾿, ὡς τὸ πάρος περ;»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολυμήτις Ὀδυσσεύς:
«αἲ γὰρ δή, Εὔμαιε, θεοὶ τισαίατο λώβην,
μετά γυρνώντας γλυκομίλησε στον Οδυσσέα και του 'πε:
«Οι Αργίτες, ξένε, τώρα πιότερο σε γνοιάζουνται; για πες μου!
για, όπως και πρώτα, καταφρόνεση σου δείχνουν στο παλάτι;»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Oδυσσέας:
«Απ᾿ τους θεούς να το 'βρουν, άμποτε μια μέρα να πλερώσουν
170 ἣν οἵδ᾿ ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανόωνται
οἴκῳ ἐν ἀλλοτρίῳ, οὐδ᾿ αἰδοῦς μοῖραν ἔχουσιν.»
ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
ἀγχίμολον δέ σφ᾿ ἦλθε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν.
αἶγας ἄγων αἳ πᾶσι μετέρεπον αἰπολίοισι,
την ανομία τους, Εύμαιε, τ᾿ άδικα, κακά που κλώθουν έργα
σε ξένο σπίτι μπαινοβγαίνοντας᾿ σταλιά ντροπή δεν έχουν!»
Τέτοια σταύρωναν συνάλληλος τους εκείνοι λόγια τότε.
Σε λίγο, κι ο Μελάνθιος σίμωσε με δυο βοσκούς μαζί του,
ο γιδολάτης, απ᾿ τις μάντρες του τις πιο παχιές του γίδες
175 δεῖπνον μνηστήρεσσι. δύω δ᾿ ἅμ᾿ ἕποντο νομῆες.
καὶ τὰς μὲν κατέδησεν ὑπ᾿ αἰθούσῃ ἐριδούπῳ,
αὐτὸς δ᾿ αὖτ᾿ Ὀδυσῆα προσηύδα κερτομίοισι:
«ξεῖν᾿, ἔτι καὶ νῦν ἐνθάδ᾿ ἀνιήσεις κατὰ δῶμα
ἀνέρας αἰτίζων, ἀτὰρ οὐκ ἔξεισθα θύραζε;
λαλώντας, οι μνηστήρες να 'χουνε στο γιόμα τους να τρώνε.
Κι αφού τις έδεσε στο αχόλαλο μπροστά χαγιάτι, ατός του
στον Οδυσσέα γυρνώντας μίλησε με λόγια αγκιδωμένα-:
«Και πάλε φόρτωμα θα σ᾿ έχουμε να τριγυρίζεις, ξένε,
μέσα στο σπίτι διακονεύοντας; γιατί δεν παίρνεις πόδι;
180 πάντως οὐκέτι νῶϊ διακρινέεσθαι ὀί̈ω
πρὶν χειρῶν γεύσασθαι, ἐπεὶ σύ περ οὐ κατὰ κόσμον
αἰτίζεις: εἰσὶν δὲ καὶ ἄλλαι δαῖτες Ἀχαιῶν.»
ὣς φάτο, τὸν δ᾿ οὔ τι προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς,
ἀλλ᾿ ἀκέων κίνησε κάρη, κακὰ βυσσοδομεύων.
Το δίχως άλλο δε χωρίζουμε, θαρρώ, χωρίς τους γρόθους
ο ένας του άλλου να δοκιμάσουμε᾿ σωστός δεν είναι ο τρόπος
που ζητιανεύεις᾿ κι άλλα βρίσκουνται των Αχαιών τραπέζια!»
Αυτά είπε, μα ο Oδυσσέας ο φρόνιμος δεν του αποκρίθη,
μόνο την κεφαλή του εκίνησε άλαλος, κακά στο νου λογιώντας.
185 τοῖσι δ᾿ ἐπὶ τρίτος ἦλθε Φιλοίτιος, ὄρχαμος ἀνδρῶν,
βοῦν στεῖραν μνηστῆρσιν ἄγων καὶ πίονας αἶγας.
πορθμῆες δ᾿ ἄρα τούς γε διήγαγον, οἵ τε καὶ ἄλλους
ἀνθρώπους πέμπουσιν, ὅτις σφέας εἰσαφίκηται.
καὶ τὰ μὲν εὖ κατέδησεν ὑπ᾿ αἰθούσῃ ἐριδούπῳ,
Σε λίγο κι ο Φιλοίτιος έφτασε, στους δούλους μέσα ο πρώτος,
γίδες παχιές και στέρφα φέρνοντας γελάδα στους μνηστήρες.
Απ᾿ τη στεριά οι περαματάρηδες τους είχαν φέρει αντίκρυ,
που συνεβγάζουν όποιον άνθρωπο στο πέραμα τους φτάσει.
Τα ζωντανά μπροστά στο αχόλαλο καλόδεσε χαγιάτι,
190 αὐτὸς δ᾿ αὖτ᾿ ἐρέεινε συβώτην ἄγχι παραστάς:
«τίς δὴ ὅδε ξεῖνος νέον εἰλήλουθε, συβῶτα,
ἡμέτερον πρὸς δῶμα; τέων δ᾿ ἐξ εὔχεται εἶναι
ἀνδρῶν; ποῦ δέ νύ οἱ γενεὴ καὶ πατρὶς ἄρουρα;
δύσμορος, ἦ τε ἔοικε δέμας βασιλῆϊ ἄνακτι:
κι αυτός τον Εύμαιο κοντοζύγωσε και τον ρωτούσε κι είπε:
«Ποιος να 'ναι τάχα ο ξένος που 'φτασε, χοιροβοσκέ,
ο καινούργιος στο σπίτι μας εδώ; Ποια πέτεται δικολογιά πως έχει;
Η γης η πατρική κι η φύτρα του που βρίσκουνται στον κόσμο;
Ο δύστυχος! Με τέτοιο ανάριμμα ρηγάρχης πρέπει να 'ναι.
195 ἀλλὰ θεοὶ δυόωσι πολυπλάγκτους ἀνθρώπους,
ὁππότε καὶ βασιλεῦσιν ἐπικλώσωνται ὀϊζύν.»
ἦ καὶ δεξιτερῇ δειδίσκετο χειρὶ παραστάς,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
«χαῖρε, πάτερ ὦ ξεῖνε: γένοιτό τοι ἔς περ ὀπίσσω
Ο άνθρωπος όμως που παράδειρε, και βασιλιάς αν είναι,
καημούς σαν του 'κλωσαν οι αθάνατοι, στις ξενιτιές ρημάζει!»
Αυτά είπε, και τον καλωσόρισε με το δεξιό του χέρι
σιμώνοντας τον, κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του:
«Γεια σου, πατέρα ξένε, κι άμποτε να καλοριζικέψεις
200 ὄλβος: ἀτὰρ μὲν νῦν γε κακοῖς ἔχεαι πολέεσσι.
Ζεῦ πάτερ, οὔ τις σεῖο θεῶν ὀλοώτερος ἄλλος:
οὐκ ἐλεαίρεις ἄνδρας, ἐπὴν δὴ γείνεαι αὐτός,
μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι λευγαλέοισιν.
ἴδιον, ὡς ἐνόησα, δεδάκρυνται δέ μοι ὄσσε
στα χρόνια που θα 'ρθούν, τι βάσανα πολλά σε δέρνουν τώρα.
Πατέρα Δία, θεός πιο αλύπητος άλλος κανείς δεν είναι!
Καν τους ανθρώπους δε σπλαχνίζεσαι που σέρνουν από σένα,
μόνο τους ρίχνεις σ᾿ άγρια βάσανα και σε βαριά τυράννια.
Ίδρωτας μ᾿ έκοψε θωρώντας τον, μου δάκρυσαν τα μάτια,
205 μνησαμένῳ Ὀδυσῆος, ἐπεὶ καὶ κεῖνον ὀί̈ω
τοιάδε λαίφε᾿ ἔχοντα κατ᾿ ἀνθρώπους ἀλάλησθαι,
εἴ που ἔτι ζώει καὶ ὁρᾷ φάος ἠελίοιο.
εἰ δ᾿ ἤδη τέθνηκε καὶ εἰν Ἀί̈δαο δόμοισιν,
ὤ μοι ἔπειτ᾿ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ὅς μ᾿ ἐπὶ βουσὶν
τον Οδυσσέα καθώς μου θύμισε᾿ κι εκείνος λέω παρόμοια
κουρέλια θα 'χει παραδέρνοντας στης γης τα πλάτη ολούθε,
αν είναι στη ζωή και χαίρεται του ήλιου το φως ακόμα.
Μα αν ο Oδυσσέας ο άψεγος πέθανε κι είναι στον Άδη κάτω,
αλί σε μένα που τον έχασα! τι αυτός μικρόν ακόμα
210 εἷσ᾿ ἔτι τυτθὸν ἐόντα Κεφαλλήνων ἐνὶ δήμῳ.
νῦν δ᾿ αἱ μὲν γίγνονται ἀθέσφατοι, οὐδέ κεν ἄλλως
ἀνδρί γ᾿ ὑποσταχύοιτο βοῶν γένος εὐρυμετώπων:
τὰς δ᾿ ἄλλοι με κέλονται ἀγινέμεναί σφισιν αὐτοῖς
ἔδμεναι: οὐδέ τι παιδὸς ἐνὶ μεγάροις ἀλέγουσιν,
να πιστατώ στα βόδια μ᾿ έβαλε, στη γη των Κεφαλλήνων.
Τώρα οι γελάδες του πια χίλιασαν — σα στάχια᾿ να βγοδώνουν
τα φαρδιοκούτελα γελάδια του κανείς δεν είδα τόσο.
Μα άνθρωποι ξένοι με προστάζουνε να τους τα φέρνω, να 'χουν
να τρων αυτοί, και μες στο σπίτι του το γιο του δεν ψηφάνε,
215 οὐδ᾿ ὄπιδα τρομέουσι θεῶν: μεμάασι γὰρ ἤδη
κτήματα δάσσασθαι δὴν οἰχομένοιο ἄνακτος.
αὐτὰρ ἐμοὶ τόδε θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισι
πόλλ᾿ ἐπιδινεῖται: μάλα μὲν κακὸν υἷος ἐόντος
ἄλλων δῆμον ἱκέσθαι ἰόντ᾿ αὐτῇσι βόεσσιν,
και δίχως των θεών την όργητα να τρέμουν, λογαριάζουν
να μοιραστούν το βιος του ρήγα μου, που χρόνια᾿ στα ξένα.
Και μένα ο νους γυρίζει αδιάκοπα και κυκλοφέρνει πάντα
στη σκέψη αυτή: με τις γελάδες μου να φύγω γ᾿ άλλους τόπους,
σε ανθρώπους ξένους; τέτοιο φέρσιμο κακό 'ναι, τι έχει μείνει
220 ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς: τὸ δὲ ῥίγιον, αὖθι μένοντα
βουσὶν ἐπ᾿ ἀλλοτρίῃσι καθήμενον ἄλγεα πάσχειν.
καί κεν δὴ πάλαι ἄλλον ὑπερμενέων βασιλήων
ἐξικόμην φεύγων, ἐπεὶ οὐκέτ᾿ ἀνεκτὰ πέλονται:
ἀλλ᾿ ἔτι τὸν δύστηνον ὀί̈ομαι, εἴ ποθεν ἐλθὼν
ξοπίσω ο γιος του, μα χειρότερο εδώ πέρα να κρατιέμαι
και για γελάδια που άλλοι χαίρουνται να τυραννιέμαι τόσο.
Από καιρό φευγάτος θα 'μουνα, να βρω κι εγώ αποκούμπι
σε κάποιον άλλο ρήγα πέρφανο, τι αυτά πια δε βαστιούνται
μα συλλογιέμαι αυτόν τον άμοιρο, μπας και φάνε από κάπου
225 ἀνδρῶν μνηστήρων σκέδασιν κατὰ δώματα θείῃ.»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς:
«βουκόλ᾿, ἐπεὶ οὔτε κακῷ οὔτ᾿ ἄφρονι φωτὶ ἔοικας,
γιγνώσκω δὲ καὶ αὐτὸς ὅ τοι πινυτὴ φρένας ἵκει,
τοὔνεκά τοι ἐρέω καὶ ἐπὶ μέγαν ὅρκον ὀμοῦμαι:
και διασκορπίσει απ᾿ το παλάτι του τους αντριανούς μνηστήρες.»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Oδυσσέας:
«Από αχαμνή γενιά κι ανέμυαλος δε φαίνεσαι, βουκόλα
το βλέπω τώρα και μονάχος μου πως είσαι μυαλωμένος.
Μα άκου τα λόγια μου, που απάνω τους όρκο τρανό θα δώσω:
230 ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν ξενίη τε τράπεζα
ἱστίη τ᾿ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω,
ἦ σέθεν ἐνθάδ᾿ ἐόντος ἐλεύσεται οἴκαδ᾿ Ὀδυσσεύς:
σοῖσιν δ᾿ ὀφθαλμοῖσιν ἐπόψεαι, αἴ κ᾿ ἐθέλῃσθα,
κτεινομένους μνηστῆρας, οἳ ἐνθάδε κοιρανέουσιν.»
Πρώτος ο Δίας ας είναι μάρτυρας και της φιλίας η τάβλα
και του Οδυσσέα το τζάκι του άψεγου, που εδέχτει εμέ τον ξένο΄
τον Οδυσσέα θα ιδείς στο σπίτι του, πριν φύγεις, να διαγέρνει,
και τους μνηστήρες με τα μάτια σου, σα θέλεις, θ᾿ αντικρίσεις
μες στο παλάτι να σκοτώνουνται, που τώρα το αφεντεύουν.»
235 τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε βοῶν ἐπιβουκόλος ἀνήρ:
«αἲ γὰρ τοῦτο, ξεῖνε, ἔπος τελέσειε Κρονίων:
γνοίης χ᾿ οἵη ἐμὴ δύναμις καὶ χεῖρες ἕπονται.»
ὣς δ᾿ αὔτως Εὔμαιος ἐπεύξατο πᾶσι θεοῖσι
νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε.
Κι ο αγελαδάρης τότε μίλησε και του αποκρίθη κι είπε:
«Ξένε, σωστό το λόγο σου άμποτε να βγάλη ο γιος του Κρόνου'
τη δύναμη μου τότε θα 'βλεπες και πως με ακούν τα χέρια!»
Παρόμοια κι ο Εύμαιος τους αθάνατους ανακαλιόταν όλους,
το γνωστικό Οδυσσέα στο σπίτι του να ιδεί να φτάνει τέλος.
240 ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
μνηστῆρες δ᾿ ἄρα Τηλεμάχῳ θάνατόν τε μόρον τε
ἤρτυον: αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀριστερὸς ἤλυθεν ὄρνις,
αἰετὸς ὑψιπέτης, ἔχε δὲ τρήρωνα πέλειαν.
τοῖσιν δ᾿ Ἀμφίνομος ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν:
Έτσι μιλούσαν συναλλήλως τους εκείνοι, κι ίδιαν ώρα
το φόνο έκλωθαν του Τηλέμαχου και το χαμό οι μνηστήρες.
Ξάφνου σημάδι απ᾿ όρνιο πρόβαλεν απ᾿ το ζερβί τους χέρι,
αιτός αψηλοπέτης, που 'σφιγγε στα νύχια περιστέρα.
Το λόγο πήρε τότε ο Αμφίνομος αναμεσό τους κι είπε:
245 «ὦ φίλοι, οὐχ ἡμῖν συνθεύσεται ἥδε γε βουλή,
Τηλεμάχοιο φόνος: ἀλλὰ μνησώμεθα δαιτός.»
ὣς ἔφατ᾿ Ἀμφίνομος, τοῖσιν δ᾿ ἐπιήνδανε μῦθος.
ἐλθόντες δ᾿ ἐς δώματ᾿ Ὀδυσσῆος θείοιο
χλαίνας μὲν κατέθεντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε,
«Φίλοι μου, αυτό στο νου που βάλαμε καλό δεν παίρνει δρόμο,
λέω του Τηλέμαχου το θάνατο᾿ καιρός να φάμε ωστόσο!»
Αυτά είπε ο Αμφίνομος, και σύγκλιναν στα λόγια του οι μνηστήρες'
κι ως στου Οδυσσέα του αρχοντογέννητου το σπίτι μέσα μπήκαν
κι άφηκαν πάνω στα καθίσματα τις χλαίνες που φορούσαν,
250 οἱ δ᾿ ἱέρευον ὄϊς μεγάλους καὶ πίονας αἶγας,
ἵρευον δὲ σύας σιάλους καὶ βοῦν ἀγελαίην:
σπλάγχνα δ᾿ ἄρ᾿ ὀπτήσαντες ἐνώμων, ἐν δέ τε οἶνον
κρητῆρσιν κερόωντο: κύπελλα δὲ νεῖμε συβώτης.
σῖτον δέ σφ᾿ ἐπένειμε Φιλοίτιος, ὄρχαμος ἀνδρῶν,
πήραν τρανά κριάρια κι έσφαζαν, καλοθρεμμένες γίδες,
χοίρους παχιούς και μια που διάλεξαν γελάδα απ᾿ το κοπάδι.
Τα σπλάχνα έψησαν, κι ως τα μοίρασαν, συγκέρνααν το κρασί τους
μες στα κροντήρια, κι ο Εύμαιος μοίραζε τις κούπες σ'έναν έναν
ψωμί ο Φιλοίτιος τους διαμοίρασε, στους δούλους μέσα ο πρώτος,
255 καλοῖς ἐν κανέοισιν, ἐῳνοχόει δὲ Μελανθεύς.
οἱ δ᾿ ἐπ᾿ ὀνείαθ᾿ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
Τηλέμαχος δ᾿ Ὀδυσῆα καθίδρυε, κέρδεα νωμῶν,
ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, παρὰ λάϊνον οὐδόν,
δίφρον ἀεικέλιον καταθεὶς ὀλίγην τε τράπεζαν:
μες σε όμορφα πανέρια᾿ το κρασί το κέρνα ο Μελανθέας.
Κι αυτοί στα ετοιμασμένα αντίκρυ τους φαγιά τα χέρια άπλωσαν.
Τότε ο Τηλέμαχος επίτηδες τον Οδυσσέα καθίζει
πλάι στο κατώφλι, στου καλόχτιστου το βάθος αντρωνίτη,
μπρος του άβολο σκαμνί πιθώνοντας κι ένα μικρό τραπέζι'
260 πὰρ δ᾿ ἐτίθει σπλάγχνων μοίρας, ἐν δ᾿ οἶνον ἔχευεν
ἐν δέπαϊ χρυσέῳ, καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν:
«ἐνταυθοῖ νῦν ἧσο μετ᾿ ἀνδράσιν οἰνοποτάζων:
κερτομίας δέ τοι αὐτὸς ἐγὼ καὶ χεῖρας ἀφέξω
πάντων μνηστήρων, ἐπεὶ οὔ τοι δήμιός ἐστιν
και μια μερίδα σπλάχνα του 'βαλε, και σε χρυσό ποτήρι,
να 'χει να πιει, κρασί του κέρασε, κι αυτά τα λόγια του 'πε:
«Με όλους τους άλλους τώρα κάθισε και το κρασί σου πίνε,
κι απ᾿ των μνηστήρων τα πειράγματα κι από τα χέρια ατός μου
θα σε φυλάξω εγώ᾿ βρισκόμαστε μες στου Οδυσσέα το σπίτι,
265 οἶκος ὅδ᾿, ἀλλ᾿ Ὀδυσῆος, ἐμοὶ δ᾿ ἐκτήσατο κεῖνος.
ὑμεῖς δέ, μνηστῆρες, ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς
καὶ χειρῶν, ἵνα μή τις ἔρις καὶ νεῖκος ὄρηται.»
ἡὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες
Τηλέμαχον θαύμαζον, ὃ θαρσαλέως ἀγόρευε.
που θα γενεί δικό μου κάποτε — δεν είναι όλου του κόσμου!
Και σεις, μνηστήρες, και τα χέρια σας κρατάτε και το στόμα,
να μην ξεσπάσουν ξάφνου τίποτα μαλώματα κι αμάχες!»
Αυτά είπε, κι όλοι τους εδάγκασαν τα χείλια σαστισμένοι
απ᾿ το κουράγιο του Τηλέμαχου, που μίλησε έτσι αντρίκια.
270 τοῖσιν δ᾿ Ἀντίνοος μετέφη, Εὐπείθεος υἱός:
«καὶ χαλεπόν περ ἐόντα δεχώμεθα μῦθον, Ἀχαιοί,
Τηλεμάχου: μάλα δ᾿ ἧμιν ἀπειλήσας ἀγορεύει.
οὐ γὰρ Ζεὺς εἴασε Κρονίων: τῷ κέ μιν ἤδη
παύσαμεν ἐν μεγάροισι, λιγύν περ ἐόντ᾿ ἀγορητήν.»
Κι ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος, γύρισε κι αναμεσό τους είπε:
«Βαρύς ο λόγος του Τηλέμαχου, μα ας τον δεχτούμε, Αργίτες,
αν κι είναι αλήθεια πως ξεστόμισε για μας φοβέρες άγριες.
Του Κρόνου ο γιος, ο Δίας, δεν άφησε, τι αλλιώς στο σπίτι τούτο
θά 'χαμε κλείσει πια το στόμα του, και δυνατά ας φωνάζει.»
275 ὣς ἔφατ᾿ Ἀντίνοος: ὁ δ᾿ ἄρ᾿ οὐκ ἐμπάζετο μύθων.
κήρυκες δ᾿ ἀνὰ ἄστυ θεῶν ἱερὴν ἑκατόμβην
ἦγον: τοὶ δ᾿ ἀγέροντο κάρη κομόωντες Ἀχαιοὶ
ἄλσος ὕπο σκιερὸν ἑκατηβόλου Ἀπόλλωνος.
οἱ δ᾿ ἐπεὶ ὤπτησαν κρέ᾿ ὑπέρτερα καὶ ἐρύσαντο,
Αυτά είπε ο Αντίνοος, μα ο Τηλέμαχος τα λόγια του αψηφούσε.
Μες απ᾿ την πόλη οι κράχτες έφερναν ωστόσο πλήθος βόδια
για τη θυσία, κι οι μακρομάλληδες μαζώνουνταν Αργίτες
στου μακροσαγιτάρη Απόλλωνα το δάσος το ισκιωμένο.
Κι αυτοί τ᾿ απανωψάχνια ως έψησαν κι απ᾿ τη φωτιά τα σύραν,
280 μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ᾿ ἐρικυδέα δαῖτα:
πὰρ δ᾿ ἄρ᾿ Ὀδυσσῆϊ μοῖραν θέσαν οἳ πονέοντο
ἴσην, ὡς αὐτοί περ ἐλάγχανον: ὣς γὰρ ἀνώγει
Τηλέμαχος, φίλος υἱὸς Ὀδυσσῆος θείοιο.
μνηστῆρας δ᾿ οὐ πάμπαν ἀγήνορας εἴα Ἀθήνη
τα κόψαν μερτικά και κάθισαν σε αρχοντικό τραπέζι.
Και του Οδυσσέα μερίδα του 'βαλαν οι τραπεζάροι, τόση
όσο κι αυτή που κι οι ίδιοι θα 'παιρναν, τι του Οδυσσέα το τέκνο
του αρχοντογέννητου, ο Τηλέμαχος, τέτοια είχε δώσει διάτα.
Ωστόσο κι η Αθηνά δεν άφηνε τους πέρφανους μνηστήρες
285 λώβης ἴσχεσθαι θυμαλγέος, ὄφρ᾿ ἔτι μᾶλλον
δύη ἄχος κραδίην Λαερτιάδην Ὀδυσῆα.
ἦν δέ τις ἐν μνηστῆρσιν ἀνὴρ ἀθεμίστια εἰδώς,
Κτήσιππος δ᾿ ὄνομ᾿ ἔσκε, Σάμῃ δ᾿ ἐνὶ οἰκία ναῖεν:
ὃς δή τοι κτεάτεσσι πεποιθὼς θεσπεσίοισι
να πάψουν τ᾿ άνομα φερσίματα, για να ριζώσει η πίκρα
μαθές ακόμα πιο βαθύτερα στα στήθη του Οδυσσέα.
Μες στους μνηστήρες κάποιος βρίσκουνταν, ψυχή ανομία γεμάτη,
τον λέγαν Χτήσιππο᾿ το σπίτι του μακριά, στη Σάμη, το 'χε
και ζούσε εκεί, μα είχε τα θάρρη του στ᾿ αρίφνητά του πλούτη,
290 μνάσκετ᾿ Ὀδυσσῆος δὴν οἰχομένοιο δάμαρτα.
ὅς ῥα τότε μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισι μετηύδα:
«κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγήνορες, ὄφρα τι εἴπω:
μοῖραν μὲν δὴ ξεῖνος ἔχει πάλαι, ὡς ἐπέοικεν,
ἴσην: οὐ γὰρ καλὸν ἀτέμβειν οὐδὲ δίκαιον
και του Οδυσσέα, μακριά που χρόνιζε, ζητούσε τη γυναίκα.
Τούτος λοιπόν στους παραδιάντροττους μνηστήρες πηρε κι είπε:
«Έχω να πω ένα λόγο, πέρφανοι μνηστήρες, αγρικάτε!
Απ᾿ ώρα ο ξένος τη μερίδα του την πήρε, με τους άλλους
ίδια, ως του πρέπει. Θα 'ταν άδικο κι αταίριαστο, όσοι φτάνουν
295 ξείνους Τηλεμάχου, ὅς κεν τάδε δώμαθ᾿ ἵκηται.
ἀλλ᾿ ἄγε οἱ καὶ ἐγὼ δῶ ξείνιον, ὄφρα καὶ αὐτὸς
ἠὲ λοετροχόῳ δώῃ γέρας ἠέ τῳ ἄλλῳ
δμώων, οἳ κατὰ δώματ᾿ Ὀδυσσῆος θείοιο.»
ὣὣς εἰπὼν ἔρριψε βοὸς πόδα χειρὶ παχείῃ.
ξένοι στο σπίτι του Τηλέμαχου να βγαίνουν ζημιωμένοι.
Κι εγώ όμως τώρα κάτι θα 'θελα να τον φιλέψω, να᾿ χει
κι αυτός να δώκει της λουτράρισσας για κι άλλου αρχοντομοίρι,
απ᾿ όσους σκλάβους τώρα βρίσκουνται μες στου Οδυσσέα το σπίτι.»
Είπε, κι απ᾿ το πανέρι κόκαλο ποδιού βοδίσίου αρπώντας
300 κείμενον ἐκ κανέοιο λαβών: ὁ δ᾿ ἀλεύατ᾿ Ὀδυσσεὺς
ἦκα παρακλίνας κεφαλήν, μείδησε δὲ θυμῷ
σαρδάνιον μάλα τοῖον: ὁ δ᾿ εὔδμητον βάλε τοῖχον.
Κτήσιππον δ᾿ ἄρα Τηλέμαχος ἠνίπαπε μύθῳ:
«Κτήσιππ᾿, ἦ μάλα τοι τόδε κέρδιον ἔπλετο θυμῷ:
με βαρύ χέρι του το πέταξε μα εκείνος το ΄κεφάλι
λίγο αναμέρισε και ξέφυγε, με πίκρα στο θυμό του
αχνογελώντας᾿ κι όπως χτύπησε στο στέριο τοίχο απάνω
το κόκαλο, βαριά ο Τηλέμαχος το Χτήσιππο αποπήρε!
«Έχεις αλήθεια τύχη, Χτήσιππε, και βγήκε σε καλό σου'
305 οὐκ ἔβαλες τὸν ξεῖνον: ἀλεύατο γὰρ βέλος αὐτός.
ἦ γάρ κέν σε μέσον βάλον ἔγχεϊ ὀξυόεντι,
καί κέ τοι ἀντὶ γάμοιο πατὴρ τάφον ἀμφεπονεῖτο
ἐνθάδε. τῷ μή τίς μοι ἀεικείας ἐνὶ οἴκῳ
φαινέτω: ἤδη γὰρ νοέω καὶ οἶδα ἕκαστα,
τον ξένο δεν τον βρήκες᾿ ξέφυγε μονάχος τη ριξιά σου᾿
αλλιώς θα σ᾿ έβρισκα κατάκορμα με σουβλερό κοντάρι,
κι αν τις για γάμο τώρα ο κύρης σου το ξόδι σου εδώ πέρα
θα σύνταζε᾿ γι᾿ αυτό μην κάνετε ντροπές στο αρχοντικό μου!
Τώρα κι εγώ νογώ στα φρένα μου, και το καλό να κρίνω
310 ἐσθλά τε καὶ τὰ χέρηα: πάρος δ᾿ ἔτι νήπιος ἦα.
ἀλλ᾿ ἔμπης τάδε μὲν καὶ τέτλαμεν εἰσορόωντες,
μήλων σφαζομένων οἴνοιό τε πινομένοιο
καὶ σίτου: χαλεπὸν γὰρ ἐρυκακέειν ἕνα πολλούς.
ἀλλ᾿ ἄγε μηκέτι μοι κακὰ ῥέζετε δυσμενέοντες:
και το κακό κατέχω᾿ ανέμυαλος, ως πρώτα, πια δέν είμαι.
Κι όμως βαστούμε τούτο βλέποντας, να σφάζουνται τ᾿ αρνιά μας
κι οι γίδες, το κρασί να πίνεται, καί το ψωμί μας όλο
να τρώγεται᾿ βαρύ ένας άνθρωπος πολλούς ν᾿ ανακρατήσει'
Μα ελάτε, αφήστε πια τις όχτρητες κι άλλες ζημιές δέ θέλω.
315 εἰ δ᾿ ἤδη μ᾿ αὐτὸν κτεῖναι μενεαίνετε χαλκῷ,
καί κε τὸ βουλοίμην, καί κεν πολὺ κέρδιον εἴη
τεθνάμεν ἢ τάδε γ᾿ αἰὲν ἀεικέα ἔργ᾿ ὁράασθαι,
ξείνους τε στυφελιζομένους δμῳάς τε γυναῖκας
ῥυστάζοντας ἀεικελίως κατὰ δώματα καλά.»
Μα αν λέτε θάνατο να δώσετε με το χαλκό σε μένα,
το προτιμώ κι εγώ! Καλύτερα χίλιες φορές να λείψω παρά
ανομίες μπροστά μου αδιάκοπα να βλέπω, δίχως τέλος —
να κακοφέρνουνται στους ξένους μου, τις σκλάβες μου γυναίκες
εδώ κι εκεί να σέρνουν άπρεπα μες στ᾿ όμορφο παλάτι.»
320 ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ:
ὀψὲ δὲ δὴ μετέειπε Δαμαστορίδης Ἀγέλαος:
«ὦ φίλοι, οὐκ ἂν δή τις ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ
ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος χαλεπαίνοι:
μήτε τι τὸν ξεῖνον στυφελίζετε μήτε τιν᾿ ἄλλον
Έτσι μιλούσε, κι όλοι απόμειναν και δεν έβγαναν άχνα,
και μόνο ο Αγέλαος, του Δαμάστορα σε λίγο ο γιος τους είπε:
« Δίκιος αν στάθη ο λόγος που άκουσε, πρεπό δεν είναι, φίλοι,
κανείς ν᾿ ανάβει και πικρόχολα ν᾿ αντιμιλά στον άλλο.
Τον ξένο πια μην τον παιδεύετε μηδέ τους άλλους σκλάβους,
325 δμώων, οἳ κατὰ δώματ᾿ Ὀδυσσῆος θείοιο.
Τηλεμάχῳ δέ κε μῦθον ἐγὼ καὶ μητέρι φαίην
ἤπιον, εἴ σφωϊν κραδίῃ ἅδοι ἀμφοτέροιϊν.
ὄφρα μὲν ὑμῖν θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἐώλπει
νοστήσειν Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε,
που στου Οδυσσέα του ισόθεου βρίσκουνται το σπίτι μέσα τώρα.
Μόνο ένα λόγο στον Τηλέμαχο και στη μητέρα του έχω
να πω καλό᾿ μπορεί, αν τον άκουγαν, να βγει της αρεσκιάς τους'
όσον καιρό η καρδιά στα στήθη σας κρατούσε ακόμα ελπίδα
το γνωστικό Οδυσσέα στο σπίτι του να δείτε να διαγέρνει,
330 τόφρ᾿ οὔ τις νέμεσις μενέμεν τ᾿ ἦν ἰσχέμεναί τε
μνηστῆρας κατὰ δώματ᾿, ἐπεὶ τόδε κέρδιον ἦεν,
εἰ νόστησ᾿ Ὀδυσεὺς καὶ ὑπότροπος ἵκετο δῶμα:
νῦν δ᾿ ἤδη τόδε δῆλον, ὅ τ᾿ οὐκέτι νόστιμός ἐστιν.
ἀλλ᾿ ἄγε, σῇ τάδε μητρὶ παρεζόμενος κατάλεξον,
κανείς δε θύμωνε, αν προσμένατε και τους μνηστήρες όλους
στο σπίτι μέσα ανακρατούσατε᾿ για σας αλήθεια κάλλιο
να 'χε ο Oδυσσέας έρθει στο σπίτι του γυρνώντας απ᾿ τα ξένα.
Μα τώρα πια ξεφανερώθηκε πως δε διαγέρνει πίσω.
Τράβα λοιπόν και δίπλα κάθισε στη μάνα σου και πες της
335 γήμασθ᾿ ὅς τις ἄριστος ἀνὴρ καὶ πλεῖστα πόρῃσιν,
ὄφρα σὺ μὲν χαίρων πατρώϊα πάντα νέμηαι,
ἔσθων καὶ πίνων, ἡ δ᾿ ἄλλου δῶμα κομίζῃ.»
τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
«οὐ μὰ Ζῆν᾿, Ἀγέλαε, καὶ ἄλγεα πατρὸς ἐμοῖο,
να πάρει αυτόν που θα 'ναι ο κάλλιος μας και πιο πολλά θα δώκει᾿
για να μπορείς και συ να χαίρεσαι τα πατρικά αγαθά σου,
να τρως, να πίνεις, κι άλλου η μάνα σου να γνοιάζεται το σπίτι.»
Κι ο φρόνιμος γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
«Αγέλαε, μη! Στο Δία τ᾿ ορκίζουμαι, στα πάθη του γονιού μου,
340 ὅς που τῆλ᾿ Ἰθάκης ἢ ἔφθιται ἢ ἀλάληται,
οὔ τι διατρίβω μητρὸς γάμον, ἀλλὰ κελεύω
γήμασθ᾿ ᾧ κ᾿ ἐθέλῃ, ποτὶ δ᾿ ἄσπετα δῶρα δίδωμι.
αἰδέομαι δ᾿ ἀέκουσαν ἀπὸ μεγάροιο δίεσθαι
μύθῳ ἀναγκαίῳ: μὴ τοῦτο θεὸς τελέσειεν.»
που παραδέρνει για σκοτώθηκε μακριά απ᾿ τη γη του κάπου:
δε βάζω εμπόδιο εγώ στης μάνας μου το γάμο, μον᾿ τη σπρώχνω
να παντρευτεί όποιον θέλει, κι άμετρα δίνω από πάνω δώρα.
Μα να τη διώξω, από το σπίτι μας να φύγει αθέλητα της,
το 'χω ντροπή᾿ μη δώσεις άδικο να κάμω τέτοιο, θέ μου!»
345 ὣς φάτο Τηλέμαχος: μνηστῆρσι δὲ Παλλὰς Ἀθήνη
ἄσβεστον γέλω ὦρσε, παρέπλαγξεν δὲ νόημα.
οἱ δ᾿ ἤδη γναθμοῖσι γελοίων ἀλλοτρίοισιν,
αἱμοφόρυκτα δὲ δὴ κρέα ἤσθιον: ὄσσε δ᾿ ἄρα σφέων
δακρυόφιν πίμπλαντο, γόον δ᾿ ὠί̈ετο θυμός.
Είπε ο Τηλέμαχος, και σήκωσε τότε η Αθηνά Παλλάδα
μες στους μνηστήρες γέλιο ακράτητο και θόλωσε το νου τους.
Λες κι ήταν ξένα τα σαγόνια τους που πήραν να γελούνε'
αίμα το κρέας που έτρωγαν στάλαζε, και πλημμύρισαν δάκρυα
τα δυο τους μάτια, και τούς έρχουνταν σε θρήνους να ξεσπάσουν.
350 τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής:
«ἆ δειλοί, τί κακὸν τόδε πάσχετε; νυκτὶ μὲν ὑμέων
εἰλύαται κεφαλαί τε πρόσωπά τε νέρθε τε γοῦνα.
οἰμωγὴ δὲ δέδηε, δεδάκρυνται δὲ παρειαί,
αἵματι δ᾿ ἐρράδαται τοῖχοι καλαί τε μεσόδμαι:
Το λόγο πήρε ο Θεοκλύμενος ο θεοδιωματάρής:
«Σαν τι κακό σας δέρνει, δύστυχοι, κι έχουν ζωστεί με νύχτα
και οι κεφαλές σας και τα πρόσωπα και χαμηλά τα γόνα;
κι άναψε σύθρηνο, και γέμισαν τα μάγουλά σας δάκρυα,
και ραντισμένοι οι τοίχοι μ᾿ αίματα και τα ώρια μεσοδόκια'
355 εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον, πλείη δὲ καὶ αὐλή,
ἱεμένων Ἔρεβόσδε ὑπὸ ζόφον: ἠέλιος δὲ
οὐρανοῦ ἐξαπόλωλε, κακὴ δ᾿ ἐπιδέδρομεν ἀχλύς.»
ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἐπ᾿ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν.
τοῖσιν δ᾿ Εὐρύμαχος, Πολύβου πάϊς, ἦρχ᾿ ἀγορεύειν:
ίσκιους πλημμύρισε κι η αυλόπορτα, κι η αυλή πλημμύρισε ίσκιους,
που ξεκινούν στα μαύρα Τρίσκοτα να κατεβούν, κι ο γήλιος
από τα ουράνια εχάθη, κι άπλωσε βαριά καταχνιά ολούθε!»
Αυτά είπε, και μαζί του γέλασαν με την καρδιά τους όλοι'
κι ο Ευρύμαχος, ο γιος του Πόλυβου, το λόγο πήρε κι είπε:
360 «ἀφραίνει ξεῖνος νέον ἄλλοθεν εἰληλουθώς.
ἀλλά μιν αἶψα, νέοι, δόμου ἐκπέμψασθε θύραζε
εἰς ἀγορὴν ἔρχεσθαι, ἐπεὶ τάδε νυκτὶ ἐί̈σκει.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής:
«Εὐρύμαχ᾿, οὔ τί σ᾿ ἄνωγα ἐμοὶ πομπῆας ὀπάζειν:
«Χαμένα τα 'χει ο ξένος, που 'φτασε χτες το πρωί απ᾿ αλλούθε.
Για συνεβγάλτε τον οι νιούτσικοι, να φύγει και να τρέξει
στην αγορά, μια και του φάνηκεν εδώ πως είναι νύχτα!»
Και του αποκρίθη ο Θεοκλύμενος ο θεοδιωματάρης:
«Δε σου ζητώ κανένα, Ευρύμαχε, για να με συνεβγάλει!
365 εἰσί μοι ὀφθαλμοί τε καὶ οὔατα καὶ πόδες ἄμφω
καὶ νόος ἐν στήθεσσι τετυγμένος οὐδὲν ἀεικής.
τοῖς ἔξειμι θύραζε, ἐπεὶ νοέω κακὸν ὔμμιν
ἐρχόμενον, τό κεν οὔ τις ὑπεκφύγοι οὐδ᾿ ἀλέαιτο
μνηστήρων, οἳ δῶμα κάτ᾿ ἀντιθέου Ὀδυσῆος
Έχω τ᾿ αφτιά μου και τα μάτια μου, κι έχω τα δυο μου πόδια,
κι έχω και νου γερό στα στήθη μου, που όλα σωστά τα κρίνει.
Με αυτά θα φύγω᾿ βλέπω πάνω σας τη συφορά να φτάνει.
Να φύγει απ᾿ το κακό δε δύνεται και να γλιτώσει ουτ᾿ ένας
μνηστήρας — σεις που δε λογιάζετε κανέναν μες στο σπίτι
370 ἀνέρας ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανάασθε.»
ὣς εἰπὼν ἐξῆλθε δόμων εὖ ναιεταόντων,
ἵκετο δ᾿ ἐς Πείραιον, ὅ μιν πρόφρων ὑπέδεκτο.
μνηστῆρες δ᾿ ἄρα πάντες ἐς ἀλλήλους ὁρόωντες
Τηλέμαχον ἐρέθιζον, ἐπὶ ξείνοις γελόωντες:
του ισόθεου του Οδυσσέα και σε άνομα δουλεύει ο νους σας έργα!»
Αυτά σαν είπε, απ᾿ το καλόχτιστο γοργά παλάτι εβγήκε,
κι ήρθε στου Πείραιου, που τον δέχτηκε με αγάπη. Κι οι μνηστήρες
ο ένας τον άλλο τότε κοίταξαν και ν᾿ αναμπαίζουν πήραν
όλοι τους ξένους του Τηλέμαχου, να τον αγκυλοχέψουν
375 ὧδε δέ τις εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων:
«Τηλέμαχ᾿, οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος:
οἷον μέν τινα τοῦτον ἔχεις ἐπίμαστον ἀλήτην,
σίτου καὶ οἴνου κεχρημένον, οὐδέ τι ἔργων
ἔμπαιον οὐδὲ βίης, ἀλλ᾿ αὔτως ἄχθος ἀρούρης.
κι έτσι φώναζαν απ᾿ τους νιούτσικους τους φαντασμένους κάποιοι:
« Ξένους χειρότερους, Τηλέμαχε, κανείς δεν πέτυχε άλλος!
Για ιδές και τούτον τον κατάλερο, που τριγυρνάει τον κόσμο
και μόνο τρώει και πίνει αχόρταγα, κι από δουλιές δεν ξέρει
κι ουδέ από μάχες᾿ ανωφέλευτος τη γη βαραίνει μόνο!
380 ἄλλος δ᾿ αὖτέ τις οὗτος ἀνέστη μαντεύεσθαι.
ἀλλ᾿ εἴ μοί τι πίθοιο, τό κεν πολὺ κέρδιον εἴη:
τοὺς ξείνους ἐν νηὶ̈ πολυκληῖ̈δι βαλόντες
ἐς Σικελοὺς πέμψωμεν, ὅθεν κέ τοι ἄξιον ἄλφοι.»
ὣς ἔφασαν μνηστῆρες: ὁ δ᾿ οὐκ ἐμπάζετο μύθων,
Κι ο άλλος — τον είδες που σηκώθηκε το μάντη να μας κάνει!
Μα αν να με ακούσεις θες — και θα 'σουνα πολύ πιο κερδεμένος —
τους ξένους τούτους σε πολύσκαρμο να ρίξουμε Καράβι,
στους Σικελούς να τους πουλήσουμε, και δε θα βγεις χαμένος!»
Τέτοια οι μνηστήρες λόγια του 'λεγαν, μα εκείνος τ᾿ αψηφούσε᾿
385 ἀλλ᾿ ἀκέων πατέρα προσεδέρκετο, δέγμενος αἰεί,
ὁππότε δὴ μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσει.
ἡ δὲ κατ᾿ ἄντηστιν θεμένη περικαλλέα δίφρον
κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρων Πηνελόπεια,
ἀνδρῶν ἐν μεγάροισιν ἑκάστου μῦθον ἄκουεν.
βουβός κοιτούσε τον πατέρα του και πρόσμενε την ώρα
που στους μνηστήρες τους αδιάντροπους θα᾿ βαζε εκείνος χέρι.
Η Πηνελόττη ωστόσο, η φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα,
στο αρχονταρίκι αντίκρυ πάγκαλο θρονί είχε πεί να στήσουν,
κι εκεί καθούμενη αφουγκράζουνταν του κάθε αντρός τα λόγια.
390 δεῖπνον μὲν γάρ τοί γε γελοίωντες τετύκοντο
ἡδὺ τε καὶ μενοεικές, ἐπεὶ μάλα πόλλ᾿ ἱέρευσαν:
δόρπου δ᾿ οὐκ ἄν πως ἀχαρίστερον ἄλλο γένοιτο,
οἷον δὴ τάχ᾿ ἔμελλε θεὰ καὶ καρτερὸς ἀνὴρ
θησέμεναι: πρότεροι γὰρ ἀεικέα μηχανόωντο.
Όλοι με γέλια τότε σύνταζαν το γιόμα, κι η ψυχή τους
είχε ό,τι νόστιμο λαχτάριζε, τι τα σφαχτά ήταν πλήθια.
Μα δείπνο πιο άχαρο δε στάθηκε και πιο πικρό τραπέζι
καθώς αυτό που θα τους έστρωνε τώρα κοντά η Παλλάδα
κι ο άφοβος άντρας- όμως το άδικο το 'χαν εκείνοι αρχίσει.