ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -ο-


-15- δ᾿ εἰς εὐρύχορον Λακεδαίμονα Παλλὰς Ἀθήνη
ᾤχετ᾿, Ὀδυσσῆος μεγαθύμου φαίδιμον υἱὸν
νόστου ὑπομνήσουσα καὶ ὀτρυνέουσα νέεσθαι.
εὗρε δὲ Τηλέμαχον καὶ Νέστορος ἀγλαὸν υἱὸν
Για την πλατιά τη Λακεδαίμονα ξεκίνησε η Παλλάδα
την ίδιαν ώρα, στον πανέμνοστο του αντρόκαρδου Οδυσσέα
για να θυμίσει, πια πως έφτασε του γυρισμού του η μέρα.
Στο στρώμα έβρηκε τον Τηλέμαχο και τον υγιό τον άξιο
5 εὕδοντ᾿ ἐν προδόμῳ Μενελάου κυδαλίμοιο,
ἦ τοι Νεστορίδην μαλακῷ δεδμημένον ὕπνῳ:
Τηλέμαχον δ᾿ οὐχ ὕπνος ἔχε γλυκύς, ἀλλ᾿ ἐνὶ θυμῷ
νύκτα δι᾿ ἀμβροσίην μελεδήματα πατρὸς ἔγειρεν.
ἀγχοῦ δ᾿ ἱσταμένη προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη:
του Νέστορα, στου πολυδόξαστου Μενέλαου το χαγιάτι.
Είχε βουλιάξει ο γιος του Νέστορα σε βελουδένιον ύπνο,
μα τον Τηλέμαχο, ως του κύρη του τον τυραννούσεν η έγνοια,
ο γλυκός ύπνος δεν τον έπαιρνε στη θεία τη νύχτα μέσα.
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, σιμά του εστάθη κι είπε:
10 «Τηλέμαχ᾿, οὐκέτι καλὰ δόμων ἄπο τῆλ᾿ ἀλάλησαι,
κτήματά τε προλιπὼν ἄνδρας τ᾿ ἐν σοῖσι δόμοισιν
οὕτω ὑπερφιάλους: μή τοι κατὰ πάντα φάγωσι
κτήματα δασσάμενοι, σὺ δὲ τηϋσίην ὁδὸν ἔλθῃς.
ἀλλ᾿ ὄτρυνε τάχιστα βοὴν ἀγαθὸν Μενέλαον
«Πια από το σπίτι σου, Τηλέμαχε, να λείπεις δεν ταιριάζει᾿
τι έχεις αφήσει εκεί τα πλούτη σου και μες στο σπίτι σου άντρες
τόσο ξαδιάντροπους, που ολάκερο μπορεί να φαν τα βιος σου
μοιράζοντας το, απ᾿ το ταξίδι σου να βγεις μαθές χαμένος.
Πες στο Μενέλαο το βροντόφωνο να σε κατευοδώσει
15 πεμπέμεν, ὄφρ᾿ ἔτι οἴκοι ἀμύμονα μητέρα τέτμῃς.
ἤδη γάρ ῥα πατήρ τε κασίγνητοί τε κέλονται
Εὐρυμάχῳ γήμασθαι: ὁ γὰρ περιβάλλει ἅπαντας
μνηστῆρας δώροισι καὶ ἐξώφελλεν ἔεδνα:
μή νύ τι σεῦ ἀέκητι δόμων ἐκ κτῆμα φέρηται.
μιαν ώρα αρχύτερα, τη μάνα σου στο σπίτι αν θέλεις να'βρεις᾿
τι αλήθεια τώρα και τ᾿ αδέρφια της κι ο κύρης της τη σπρώχνουν
να παντρευτεί με τον Ευρύμαχο, που πλήθυνε τα δώρα
και με όσα δίνει στον πατέρα της ξεπέρασε τους άλλους.
Κάτι μπορεί απ᾿ το βιος σας φεύγοντας να πάρει αθέλητα σου.
20 οἶσθα γὰρ οἷος θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι γυναικός:
κείνου βούλεται οἶκον ὀφέλλειν ὅς κεν ὀπυίῃ,
παίδων δὲ προτέρων καὶ κουριδίοιο φίλοιο
οὐκέτι μέμνηται τεθνηκότος οὐδὲ μεταλλᾷ.
ἀλλὰ σύ γ᾿ ἐλθὼν αὐτὸς ἐπιτρέψειας ἕκαστα
Την ..ξέρεις την καρδιά που μέσα της κάθε γυναίκα κρύβει:
όποιος την πάρει, εκείνου γνοιάζεται το σπίτι να πλουτήνει'
τα πρώτα της παιδιά τα ξέχασε, και τον παλιό της άντρα
δεν τον λογιάζει, μια που πέθανε, κι ουδέ τον βάζει ο νους της.
Μα εσύ γυρνώντας πίσω κοίταξε να μπιστευτείς ατός σου
25 δμῳάων ἥ τίς τοι ἀρίστη φαίνεται εἶναι,
εἰς ὅ κέ τοι φήνωσι θεοὶ κυδρὴν παράκοιτιν.
ἄλλο δέ τοί τι ἔπος ἐρέω, σὺ δὲ σύνθεο θυμῷ.
μνηστήρων σ᾿ ἐπιτηδὲς ἀριστῆες λοχόωσιν
ἐν πορθμῷ Ἰθάκης τε Σάμοιό τε παιπαλοέσσης.
στην πιο καλή που ξέρεις σκλάβα σου το βιος, ως να 'ρθει η μέρα
με των θεών τη χάρη αρχόντισσα να παντρευτείς γυναίκα.
Κάτι άλλο ακόμα εγώ θα σου 'λεγα, και συ στο νου σου βάλ᾿ το:
Οι πιο αντρειανοί μνηστήρες, κάτεχε, καρτέρι σου 'χουν στήσει
μπρος στο στενό που η Σάμη η απόγκρεμη με την Ιθάκη κάνει,
30 ἱέμενοι κτεῖναι, πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι.
ἀλλὰ τά γ᾿ οὐκ ὀί̈ω: πρὶν καί τινα γαῖα καθέξει
ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν.
ἀλλὰ ἑκὰς νήσων ἀπέχειν εὐεργέα νῆα,
νυκτὶ δ᾿ ὁμῶς πλείειν: πέμψει δέ τοι οὖρον ὄπισθεν
να σε σκοτώσουν, πριν στα χώματα τα πατρικά διαγείρεις.
Μα αυτό δε γίνεται! Πρωτύτερα πολλούς θα φάει το χώμα
απ᾿ τους μνηστήρες λέω, τα πλούτη σου που τρώνε κι αφανίζουν.
Απ᾿ τα νησιά λοιπόν το στέριο σου καράβι κράτα αλάργα,
κι αρμένιζε και νύχτα, αδιάκοπα, κι απ᾿ τους θεούς ο που 'χεις
35 ἀθανάτων ὅς τίς σε φυλάσσει τε ῥύεταί τε.
αὐτὰρ ἐπὴν πρώτην ἀκτὴν Ἰθάκης ἀφίκηαι,
νῆα μὲν ἐς πόλιν ὀτρῦναι καὶ πάντας ἑταίρους,
αὐτὸς δὲ πρώτιστα συβώτην εἰσαφικέσθαι,
ὅς τοι ὑῶν ἐπίουρος, ὁμῶς δέ τοι ἤπια οἶδεν.
σκεπό και φύλακα, ξοπίσω σου θα στείλει πρίμο αγέρι.
Όταν στο πρώτο ωστόσο ακρόγιαλο πια αράξεις της Ιθάκης,
στείλε στη χώρα το καράβι σου με τους συντρόφους όλους,
κι εσύ πιο πρώτα απ᾿ όλα τράβηξε για το χοιροβοσκό σου,
αυτόν που γνοιάζεται τους χοίρους σου και το καλό σου θέλει.
40 ἔνθα δὲ νύκτ᾿ ἀέσαι: τὸν δ᾿ ὀτρῦναι πόλιν εἴσω
ἀγγελίην ἐρέοντα περίφρονι Πηνελοπείῃ,
οὕνεκά οἱ σῶς ἐσσὶ καὶ ἐκ Πύλου εἰλήλουθας.»
ἡ μὲν ἄρ᾿ ὣς εἰποῦσ᾿ ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ὄλυμπον,
αὐτὰρ ὁ Νεστορίδην ἐξ ἡδέος ὕπνου ἔγειρεν
Τη νύχτα εκεί κοντά του πέρασε και στείλε τον στη χώρα
με τα μαντάτα σου, στη φρόνιμη να πει την Πηνελόπη
γερός πως είσαι και πως διάγειρες από την Πύλο πίσω.»
Σαν είπε αυτά η θεά, στον Όλυμπο τον αψηλό μισεύει'
κι εκείνος τον υγιό του Νέστορα σκουντά με το ποδάρι
45 λὰξ ποδὶ κινήσας, καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν:
«ἔγρεο, Νεστορίδη Πεισίστρατε, μώνυχας ἵππους
ζεῦξον ὑφ᾿ ἅρματ᾿ ἄγων, ὄφρα πρήσσωμεν ὁδοῖο.»
τὸν δ᾿ αὖ Νεστορίδης Πεισίστρατος ἀντίον ηὔδα:
«Τηλέμαχ᾿, οὔ πως ἔστιν ἐπειγομένους περ ὁδοῖο
και το γλυκό τον ύπνο του 'διωξε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
«Υγιέ του Νέστορα, Πεισίστρατε, κάτω απ᾿ το αμάξι τ᾿ άτια
σήκω και ζέψε τα μονόνυχα, να μπούμε πια στη στράτα.»
Κι ο γιος του Νέστορα, ο Πεισίστρατος, του απηλογήθη κι είπε:
«Να ταξιδέψουμε, Τηλέμαχε, στη μαύρη μέσα νύχτα
50 νύκτα διὰ δνοφερὴν ἐλάαν: τάχα δ᾿ ἔσσεται ἠώς.
ἀλλὰ μέν᾿ εἰς ὅ κε δῶρα φέρων ἐπιδίφρια θήῃ
ἥρως Ἀτρείδης, δουρικλειτὸς Μενέλαος,
καὶ μύθοις ἀγανοῖσι παραυδήσας ἀποπέμψῃ.
τοῦ γάρ τε ξεῖνος μιμνήσκεται ἤματα πάντα
δε γίνεται, όση να 'ναι η βιάση μας᾿ σε λίγο φέγγει η μέρα.
Το γιο του Ατρέα, τον κονταρόχαρο Μενέλαο, δεν προσμένεις
να κουβαλήσει καν τα δώρα του, και μόλις τα φορτώσει
στο αμάξι μας, με λόγια πρόσχαρα να μας καλοστρατίσει;
τι μέρα δεν περνά που η θύμηση να φεύγει από το νου μας
55 ἀνδρὸς ξεινοδόκου, ὅς κεν φιλότητα παράσχῃ.»
ὣς ἔφατ᾿, αὐτίκα δὲ χρυσόθρονος ἤλυθεν Ἠώς.
ἀγχίμολον δέ σφ᾿ ἦλθε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος,
ἀνστὰς ἐξ εὐνῆς, Ἑλένης πάρα καλλικόμοιο.
τὸν δ᾿ ὡς οὖν ἐνόησεν Ὀδυσσῆος φίλος υἱός,
του ανθρώπου που μας φιλοκόνεψε στο σπίτι του με αγάπη.»
Μόλις του τα 'πε αυτά, η χρυσόθρονη πρόβαλε Αυγή στα ουράνια'
κι ήρθε ο Μενέλαος ο βροντόφωνος κοντά τους, απ᾿ την κλίνη
πριν λίγην ώρα της ωριόμαλλης Ελένης σηκωμένος.
Κι ως τον νογήθηκε ο Τηλέμαχος, πετάχτηκε με βιάση,
60 σπερχόμενός ῥα χιτῶνα περὶ χροὶ̈ σιγαλόεντα
δῦνεν, καὶ μέγα φᾶρος ἐπὶ στιβαροῖς βάλετ᾿ ὤμοις
ἥρως, βῆ δὲ θύραζε, παριστάμενος δὲ προσηύδα
Τηλέμαχος, φίλος υἱὸς Ὀδυσσῆος θείοιο:
«Ἀτρεί̈δη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν,
στραφταλιστό χιτώνα εφόρεσε τρογύρα στο κορμί του,
κι ως έριξε στους στέριους ώμους του τρανή από πάνω κάπα,
βγήκε όξω γρήγορα ο Τηλέμαχος, του θεϊκού Οδυσσέα
ο ακριβογιός, και στάθη δίπλα του κι αυτά τα λόγια του 'πε:
«Μενέλαε, γιε του Ατρέα τρισεύγενε, ρηγάρχη τιμημένε,
65 ἤδη νῦν μ᾿ ἀπόπεμπε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν:
ἤδη γάρ μοι θυμὸς ἐέλδεται οἴκαδ᾿ ἱκέσθαι.»
τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος:
«Τηλέμαχ᾿, οὔ τί σ᾿ ἐγώ γε πολὺν χρόνον ἐνθάδ᾿ ἐρύξω
ἱέμενον νόστοιο: νεμεσσῶμαι δὲ καὶ ἄλλῳ
στα πατρικά μου πίσω χώματα προβόδισέ με τώρα,
τι πια η καρδιά μου απολαχτάρησε στο σπίτι να γυρίσω.»
Γυρνώντας τότε ο βροντερόφωνος Μενέλαος του αποκρίθη:
«Καιρό περσσότερο, Τηλέμαχε, δε σε κρατώ κοντά μου,
να φύγεις πίσω αφού πεθύμησες. Εγώ θυμώνω πάντα
70 ἀνδρὶ ξεινοδόκῳ, ὅς κ᾿ ἔξοχα μὲν φιλέῃσιν,
ἔξοχα δ᾿ ἐχθαίρῃσιν: ἀμείνω δ᾿ αἴσιμα πάντα.
ἶσόν τοι κακόν ἐσθ᾿, ὅς τ᾿ οὐκ ἐθέλοντα νέεσθαι
ξεῖνον ἐποτρύνει καὶ ὃς ἐσσύμενον κατερύκει.
χρὴ ξεῖνον παρεόντα φιλεῖν, ἐθέλοντα δὲ πέμπειν.
με όσους γι᾿ αυτόν που φιλοκόνεψαν περίσσια αγάπη δείχνουν,
για κι όχτρα περισσή᾿ καλύτερα το μέτρο να κρατούμε.
Όμοια άπρεπο θαρρώ τον ξένο σου να σπρώχνεις άθελα του
να φύγει, κι όμοια, αν δεις και βιάζεται, το δρόμο να του κόβεις.
Τον ξένο, όσο που μένει, νοιάζου τον, μα αν πει να φύγει, στείλ᾿ τον!
75 ἀλλὰ μέν᾿ εἰς ὅ κε δῶρα φέρων ἐπιδίφρια θείω
καλά, σὺ δ᾿ ὀφθαλμοῖσιν ἴδῃς, εἴπω δὲ γυναιξὶ
δεῖπνον ἐνὶ μεγάροις τετυκεῖν ἅλις ἔνδον ἐόντων.
ἀμφότερον, κῦδός τε καὶ ἀγλαί̈η καὶ ὄνειαρ,
δειπνήσαντας ἴμεν πολλὴν ἐπ᾿ ἀπείρονα γαῖαν.
Όμως καρτέρα, μπρος στα μάτια σου να φέρω ν᾿ απιθώσω
τα όμορφα δώρα απά στο αμάξι σου, να πω και στις γυναίκες
απ᾿ τα πολλά που μέσα βρίσκουνται τραπέζι να σας στρώσουν
δόξα, χαρά για μένα, κι όφελος για σας ψωμί να φάτε,
πριχού κινηστε, στον απέραντο να πορευτείτε κόσμο.
80 εἰ δ᾿ ἐθέλεις τραφθῆναι ἀν᾿ Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος,
ὄφρα τοι αὐτὸς ἕπωμαι, ὑποζεύξω δέ τοι ἵππους,
ἄστεα δ᾿ ἀνθρώπων ἡγήσομαι: οὐδέ τις ἡμέας
αὔτως ἀππέμψει, δώσει δέ τι ἕν γε φέρεσθαι,
ἠέ τινα τριπόδων εὐχάλκων ἠὲ λεβήτων,
Μα αν θέλεις στην Ελλάδα ολόγυρα να προσδιαβείς και στ᾿ Άργος,
το αμάξι να σου ζέψω, κι έρχουμαι κι εγώ, για να σου δείξω
τις πολιτείες τους᾿ κι όντας φεύγουμε, ποιος λες να μας αφήσει
με άδεια τα χέρια; κάτι θα 'χουμε να κουβαλούμε πάντα
διαγέρνοντας᾿ μπορεί καλόχαλκο τριπόδι για λεβέτι,
85 ἠὲ δύ᾿ ἡμιόνους ἠὲ χρύσειον ἄλεισον.»
τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
«Ἀτρεί̈δη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν,
βούλομαι ἤδη νεῖσθαι ἐφ᾿ ἡμέτερ': οὐ γὰρ ὄπισθεν
οὖρον ἰὼν κατέλειπον ἐπὶ κτεάτεσσιν ἐμοῖσιν:
μπορεί μαθές και κούπα ολόχρυση για και ζευγάρι μούλες.»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
«Μενέλαε, γιε του Ατρέα τρισεύγενε, ρηγάρχη τιμημένε,
κάλλιο να σύρω πια στο σπίτι μου, τι ως έφευγα, κανέναν
πίσω δεν άφησα βλεπάτορα, για να φυλάει το βιος μου᾿
90 μὴ πατέρ᾿ ἀντίθεον διζήμενος αὐτὸς ὄλωμαι,
ἤ τί μοι ἐκ μεγάρων κειμήλιον ἐσθλὸν ὄληται.»
αὐτὰρ ἐπεὶ τό γ᾿ ἄκουσε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος,
αὐτίκ᾿ ἄρ᾿ ᾗ ἀλόχῳ ἠδὲ δμῳῇσι κέλευσε
δεῖπνον ἐνὶ μεγάροις τετυκεῖν ἅλις ἔνδον ἐόντων.
ζητώντας τον ισόθεο κύρη μου μην πάω κι εγώ χαμένος,
για κάτι μη χαθεί αξετίμητο στο σπίτι από το βιος μας.»
Τα λόγια ετούτα ο βροντερόφωνος Μενέλαος αγρικώντας
δίχως ν᾿ αργήσει τη γυναίκα του προστάζει και τις δούλες
απ᾿ τα πολλά που μέσα βρίσκουνταν τραπέζι να τους στρώσουν
95 ἀγχίμολον δέ οἱ ἦλθε Βοηθοί̈δης Ἐτεωνεύς,
ἀνστὰς ἐξ εὐνῆς, ἐπεὶ οὐ πολὺ ναῖεν ἀπ᾿ αὐτοῦ:
τὸν πῦρ κῆαι ἄνωγε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος
ὀπτῆσαί τε κρεῶν: ὁ δ᾿ ἄρ᾿ οὐκ ἀπίθησεν ἀκούσας.
αὐτὸς δ᾿ ἐς θάλαμον κατεβήσετο κηώεντα,
κι όπως ο γιος του βοηθού ζύγωσεν, ο Ετεωνέας, το στρώμα
μόλις αφήνοντας — το σπίτι του μακριά μαθές δεν ήταν —
φωτιά ο Μενέλαος ο βροντόφωνος γοργά ν᾿ ανάψει του 'πε
και κρέας να ψήσει᾿ κι ως στο λόγο του τον είδε να συγκλίνει,
κατέβη ατός του στο κελάρι τους το μοσκοβολισμένο,
100 οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γ᾿ Ἑλένη κίε καὶ Μεγαπένθης.
ἀλλ᾿ ὅτε δή ῥ᾿ ἵκανον ὅθι κειμήλια κεῖτο,
Ἀτρεί̈δης μὲν ἔπειτα δέπας λάβεν ἀμφικύπελλον,
υἱὸν δὲ κρητῆρα φέρειν Μεγαπένθε᾿ ἄνωγεν
ἀργύρεον: Ἑλένη δὲ παρίστατο φωριαμοῖσιν,
μονάχος όχι᾿ πίσω πήγαινε κι η Ελένη με το γιο του.
Κι ως έφτασαν εκεί που βρίσκουνταν το βιος τους φυλαγμένο,
ο γιος του Ατρέα μια κούπα δίγουβη διαλέγει πρώτα, κι είπε
στο Μεγαπένθη ένα ασημένιο τους κροντήρι να σηκώσει.
Η Ελένη ωστόσο στις κασέλες της ήρθε κοντά και στάθη,
105 ἔνθ᾿ ἔσαν οἱ πέπλοι παμποίκιλοι, οὓς κάμεν αὐτή.
τῶν ἕν᾿ ἀειραμένη Ἑλένη φέρε, δῖα γυναικῶν,
ὃς κάλλιστος ἔην ποικίλμασιν ἠδὲ μέγιστος,
ἀστὴρ δ᾿ ὣς ἀπέλαμπεν: ἔκειτο δὲ νείατος ἄλλων.
βὰν δ᾿ ἰέναι προτέρω διὰ δώματος, ἧος ἵκοντο
σκουτιά που κλείναν μυριοξόμπλιαστα, φασμένα από την ίδια.
Ένα τους διάλεξε και σήκωσε των γυναικών το θάμα,
το κάλλιο απ᾿ όλα στα πλουμίσματα, το πιο φαρδύ από τ᾿ άλλα,
που 'λαμπε ως άστρο, και το φύλαγε στον πάτο της κασέλας.
Μετά γύρευαν τον Τηλέμαχο περνώντας το παλάτι,
110 Τηλέμαχον: τὸν δὲ προσέφη ξανθὸς Μενέλαος:
«Τηλέμαχ᾿, ἦ τοι νόστον, ὅπως φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς,
ὥς τοι Ζεὺς τελέσειεν, ἐρίγδουπος πόσις Ἥρης.
δώρων δ᾿, ὅσσ᾿ ἐν ἐμῷ οἴκῳ κειμήλια κεῖται,
δώσω ὃ κάλλιστον καὶ τιμηέστατόν ἐστι.
κι αυτά ο ξανθός Μενέλαος του 'λεγε, σαν έφτασαν μπροστά του:
«Ως το ποθείς βαθιά, Τηλέμαχε, να στρέψεις στην πατρίδα,
o άντρας της Ήρας, ο βαρύβροντος ο Δίας, να στο τελέψει.
Κι απ᾿ όσα φυλαγμένα βρίσκουνται στο αρχοντικό μου πλούτη,
εγώ το πιο ακριβό, το πιο όμορφο να σου χαρίσω θέλω᾿
115 δώσω τοι κρητῆρα τετυγμένον: ἀργύρεος δὲ
ἐστὶν ἅπας, χρυσῷ δ᾿ ἐπὶ χείλεα κεκράανται,
ἔργον δ᾿ Ἡφαίστοιο: πόρεν δέ ἑ Φαίδιμος ἥρως,
Σιδονίων βασιλεύς, ὅθ᾿ ἑὸς δόμος ἀμφεκάλυψε
κεῖσέ με νοστήσαντα: τεὶ̈ν δ᾿ ἐθέλω τόδ᾿ ὀπάσσαι.»
ένα κροντήρι καλοδούλευτο σου δίνω, ατόφιο ασήμι,
που 'ναι τα χείλια του με μάλαμα ψηλά μαργελωμένα,
δουλειά του Ηφαίστου; μου το χάρισε των Σιδονίων ο ρήγας,
ο τρανός Φαίδιμος, σα βρέθηκα στου γυρισμού το δρόμο
κει πέρα και με δέχτη σπίτι του τώρα το δίνω εσένα.»
120 ὣς εἰπὼν ἐν χειρὶ τίθει δέπας ἀμφικύπελλον
ἥρως Ἀτρεί̈δης: ὁ δ᾿ ἄρα κρητῆρα φαεινὸν
θῆκ᾿ αὐτοῦ προπάροιθε φέρων κρατερὸς Μεγαπένθης,
ἀργύρεον: Ἑλένη δὲ παρίστατο καλλιπάρῃος
πέπλον ἔχουσ᾿ ἐν χερσίν, ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζε:
Αυτά είπε, και στα χέρια του 'βαλε τη δίγουβη την κούπα
ο μέγας γιος του Ατρέα᾿ το λιόφωτο σηκώνοντας κροντήρι
κι ο Μεγαπένθης του το απίθωσε στα πόδια, το ασημένιο'
στερνά κι η Ελένη η ροδομάγουλη τον σίμωσε, στα χέρια
κρατώντας το φαντό, τον έκραξε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
125 «δῶρόν τοι καὶ ἐγώ, τέκνον φίλε, τοῦτο δίδωμι,
μνῆμ᾿ Ἑλένης χειρῶν, πολυηράτου ἐς γάμου ὥρην,
σῇ ἀλόχῳ φορέειν: τῆος δὲ φίλῃ παρὰ μητρὶ
κείσθω ἐνὶ μεγάρῳ. σὺ δέ μοι χαίρων ἀφίκοιο
οἶκον ἐϋκτίμενον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»
«Δέξου κι αυτό από μένα, αγόρι μου, το δώρο, απ᾿ της Ελένης
τα χέρια θύμηση᾿ και κάποτε, με το καλώ σα φτάσει
η ώρα του γάμου σου, το ταίρι σου να το φορέσει'
ως τότε να το φυλάει στο σπίτι η μάνα σου. Και τώρα στην πατρίδα,
στο αρχοντικό σας τ᾿ ομορφόχτιστο με το καλό να στρέψεις!»
130 ὣς εἰποῦσ᾿ ἐν χερσὶ τίθει, ὁ δ᾿ ἐδέξατο χαίρων.
καὶ τὰ μὲν ἐς πείρινθα τίθει Πεισίστρατος ἥρως
δεξάμενος, καὶ πάντα ἑῷ θηήσατο θυμῷ:
τοὺς δ᾿ ἦγε πρὸς δῶμα κάρη ξανθὸς Μενέλαος.
ἑζέσθην δ᾿ ἄρ᾿ ἔπειτα κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε.
Είπε, και το 'βαλε στα χέρια του, κι εκείνος το προσδέχτη
όλο χαρά᾿ κι ο αρχοντογέννητος Πεισίστρατος τα δώρα
πήρε, τα θάμαξε και τα 'κρυψε στο αμαξοκόφινό τους.
Μετά ο ξανθός Μενέλαος τράβηξε μαζί τους στο παλάτι
και σε σκαμνιά κει πέρα κάθισαν και σε θρονιά, να φάνε.
135 χέρνιβα δ᾿ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα
καλῇ χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος,
νίψασθαι: παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν.
σῖτον δ᾿ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα:
εἴδατα πόλλ᾿ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων:
Μια παρακόρη τότε τρέχοντας νερό σε στάμνα φέρνει,
χρυσή, πανώρια, κι από κάτω της ένα αργυρό λεγένι,
για να πλυθούν, κι ομπρός τους άπλωσε στραφταλιστό τραπέζι.
Ψωμί κι η σεβαστή κελάρισσα τους κουβαλάει, και πλήθος
φαγιά απιθώνει, απ᾿ ό,τι βρέθηκε καλό φιλεύοντάς τους
140 πὰρ δὲ Βοηθοί̈δης κρέα δαίετο καὶ νέμε μοίρας:
οἰνοχόει δ᾿ υἱὸς Μενελάου κυδαλίμοιο.
οἱ δ᾿ ἐπ᾿ ὀνείαθ᾿ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
δὴ τότε Τηλέμαχος καὶ Νέστορος ἀγλαὸς υἱὸς
κι ο Ετεωνέας το κρέας ελιάνιζε και μοίραζε ένα γύρο,
κι έπαιρνε ο γιος του πολυδόξαστου Μενέλαου να κεράσει.
Κι αυτοί στα ετοιμασμένα αντίκρυ τους φαγιά τα χέρια άπλωσαν
και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
ζέψαν τ᾿ αλόγατα ο Τηλέμαχος κι ο γιος ο παινεμένος
145 ἵππους τε ζεύγνυντ᾿ ἀνά θ᾿ ἅρματα ποικίλ᾿ ἔβαινον,
ἐκ δ᾿ ἔλασαν προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου.
τοὺς δὲ μετ᾿ Ἀτρεί̈δης ἔκιε ξανθὸς Μενέλαος,
οἶνον ἔχων ἐν χειρὶ μελίφρονα δεξιτερῆφι,
ἐν δέπαϊ χρυσέῳ, ὄφρα λείψαντε κιοίτην.
του Νέστορα κι ευτύς ανέβηκαν στο πλουμισμένο αμάξι,
και βγήκαν όξω απ᾿ την αυλόπορτα και το βουερό χαγιάτι.
Πίσω ο ξανθός Μενέλαος έρχουνταν, ο γιος του Ατρέα, κρατώντας
γεμάτη στο δεξί το χέρι του μαλαματένια κούπα,
σπονδές να κάνουν με γλυκόπιοτο κρασί, πριχού κινήσουν
150 στῆ δ᾿ ἵππων προπάροιθε, δεδισκόμενος δὲ προσηύδα:
«χαίρετον, ὦ κούρω, καὶ Νέστορι ποιμένι λαῶν
εἰπεῖν: ἦ γὰρ ἐμοί γε πατὴρ ὣς ἤπιος ἦεν,
ἧος ἐνὶ Τροίῃ πολεμίζομεν υἷες Ἀχαιῶν.»
τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
κι έλεε μπροστά στο αμάξι στέκοντας, καλοστρατίζοντάς τους:
«Γεια και χαρά σας τώρα, νιούτσικοι, και να μου χαιρετάτε
το ρήγα Νέστορα᾿ μου στάθηκε στην Τροία τα δέκα χρόνια,
που οι γιοί των Αχαιών χτυπιόμαστε, σωστός καλός πατέρας.»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
155 «καὶ λίην κείνῳ γε, διοτρεφές, ὡς ἀγορεύεις,
πάντα τάδ᾿ ἐλθόντες καταλέξομεν: αἲ γὰρ ἐγὼν ὣς
νοστήσας Ἰθάκηνδε, κιχὼν Ὀδυσῆ᾿ ἐνὶ οἴκῳ,
εἴποιμ᾿ ὡς παρὰ σεῖο τυχὼν φιλότητος ἁπάσης
ἔρχομαι, αὐτὰρ ἄγω κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλά.»
«Μετά χαράς, αρχοντογέννητε, καθώς μας παραγγέλνεις,
θα του τα πούμε αυτά, ως διαγείρουμε. Και στην Ιθάκη να 'ταν
παρόμοια, ως θα γυρνώ, ν᾿ αντάμωνα τον Οδυσσέα στο σπίτι,
να του ιστορήσω πόση μου 'δειξες στο αρχοντικό σου αγάπη
και πόσα κουβαλώ αξετίμητα χαρίσματα από σένα!»
160 ὣς ἄρα οἱ εἰπόντι ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις,
αἰετὸς ἀργὴν χῆνα φέρων ὀνύχεσσι πέλωρον,
ἥμερον ἐξ αὐλῆς: οἱ δ᾿ ἰύ̈ζοντες ἕποντο
ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες: ὁ δέ σφισιν ἐγγύθεν ἐλθὼν
δεξιὸς ἤϊξε πρόσθ᾿ ἵππων: οἱ δὲ ἰδόντες
Ως έλεε τούτα, αϊτός επρόβαλε, δεξιά μεριά πετώντας᾿
χήνα τρανή, χιονάτη κι ήμερη στα νύχια του κρατούσε,
απ᾿ την αυλή αρπαγμένη᾿ πίσω του χουγιάζοντας έτρεχαν
γυναίκες κι άντρες᾿ μα όπως σίμωσε κει που στέκονταν οι άλλοι,
μπρος στ᾿ άλογα δεξιά χιτάρωσε᾿ κι εκείνοι, σαν τον είδαν,
165 γήθησαν, καὶ πᾶσιν ἐνὶ φρεσὶ θυμὸς ἰάνθη.
τοῖσι δὲ Νεστορίδης Πεισίστρατος ἤρχετο μύθων:
«φράζεο δή, Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν,
ἢ νῶϊν τόδ᾿ ἔφηνε θεὸς τέρας ἦε σοὶ αὐτῷ.»
ὣς φάτο, μερμήριξε δ᾿ ἀρηί̈φιλος Μενέλαος,
πήραν χαρά τρανή και γλύκαναν μέσα ολωνών τα σπλάχνα.
Κι ο γιος του Νέστορα, ο Πεισίστρατος, το λόγο εκίνα πρώτος:
«Μενέλαε, ρήγα αρχοντογέννητε, για κρίνε: το σημάδι,
τώρα ο θεός που μας φανέρωσε, δικό μας για δικό σου;»
Αυτά είπε᾿ ωστόσο ο πολεμόχαρος Μενέλαος στοχαζόταν
170 ὅππως οἱ κατὰ μοῖραν ὑποκρίναιτο νοήσας.
τὸν δ᾿ Ἑλένη τανύπεπλος ὑποφθαμένη φάτο μῦθον:
«κλῦτέ μευ: αὐτὰρ ἐγὼ μαντεύσομαι, ὡς ἐνὶ θυμῷ
ἀθάνατοι βάλλουσι καὶ ὡς τελέεσθαι ὀί̈ω.
ὡς ὅδε χῆν᾿ ἥρπαξ᾿ ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκῳ
πως το σημάδι θα ξεδιάλυνε σωστά και μυαλωμένα᾿
όμως η Ελένη προλαβαίνοντας τους λέει η μακρομαντούσα:
«Θα το διαλύνω εγώ κι ακουστέ με, τι οι αθάνατοι μου δίνουν
την ώρα αυτή στα φρένα φώτιση, κι αυτό θαρρώ θα γένει:
Απ᾿ το βουνό όπως τούτος έφτασεν, ούθε γενιά και φύτρα
175 ἐλθὼν ἐξ ὄρεος, ὅθι οἱ γενεή τε τόκος τε,
ὣς Ὀδυσεὺς κακὰ πολλὰ παθὼν καὶ πόλλ᾿ ἐπαληθεὶς
οἴκαδε νοστήσει καὶ τίσεται: ἠὲ καὶ ἤδη
οἴκοι, ἀτὰρ μνηστῆρσι κακὸν πάντεσσι φυτεύει.»
ἦ τὴν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
κρατάει, τη χήνα, εμείς που θρέψαμε, ν᾿ αρπάξει απ᾿ την αυλή μας,
όμοια ο Οδυσσέας, αφού παράδειρε και τυραννήθη τόσο,
πίσω θα᾿ ρθει να πάρει εγδίκηση᾿ μπορεί και να 'ναι κιόλας
στο σπίτι του, στο νου του κλώθοντας κακά για τους μνηστήρες.»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά της δίνει:
180 «οὕτω νῦν Ζεὺς θείη, ἐρίγδουπος πόσις Ἥρης:
τῷ κέν τοι καὶ κεῖθι θεῷ ὣς εὐχετοῴμην.»
ἦ καὶ ἐφ᾿ ἵπποιϊν μάστιν βάλεν: οἱ δὲ μάλ᾿ ὦκα
ἤϊξαν πεδίονδε διὰ πτόλιος μεμαῶτες.
οἱ δὲ πανημέριοι σεῖον ζυγὸν ἀμφὶς ἔχοντες.
«Της Ήρας ο άντρας ο βαρύβροντος αν τα τελέψει τούτα,
σα σε θεά θα σου προσεύχουμαι κει πέρα στο νησί μου.»
Είπε και τ᾿ άλογα μαστίγωσε᾿ κι εκείνα ξεκινώντας
την πολιτεία διάβηκαν γρήγορα και χύθηκαν στον κάμπο,
και το ζυγό τα δυο ζερβόδεξα κουνούσαν όλη μέρα.
185 δύσετό τ᾿ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί:
ἐς Φηρὰς δ᾿ ἵκοντο Διοκλῆος ποτὶ δῶμα,
υἱέος Ὀρτιλόχοιο, τὸν Ἀλφειὸς τέκε παῖδα.
ἔνθα δὲ νύκτ᾿ ἄεσαν ὁ δὲ τοῖς πὰρ ξείνια θῆκεν.
ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
Κι ο ήλιος ως πήρε και βασίλεψε κι ίσκιωσαν όλοι οι δρόμοι,
φτασμένοι στη Φηρή βρεθήκανε, μπρος στου Διοκλή το σπίτι,
που ήταν ο γιος του ρήγα Ορτίλοχου και του Αλφειού τ᾿ αγγόνι.
Αυτός εκεί τους καλοσκάμνισε και πέρασαν τη νύχτα.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτιλάτη,
190 ἵππους τε ζεύγνυντ᾿ ἀνά θ᾿ ἅρματα ποικίλ᾿ ἔβαινον,
ἐκ δ᾿ ἔλασαν προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου:
μάστιξεν δ᾿ ἐλάαν, τὼ δ᾿ οὐκ ἄκοντε πετέσθην.
αἶψα δ᾿ ἔπειθ᾿ ἵκοντο Πύλου αἰπὺ πτολίεθρον:
καὶ τότε Τηλέμαχος προσεφώνεε Νέστορος υἱόν:
ζέψαν τ᾿ αλόγατα κι ανέβηκαν στο πλουμισμένο αμάξι
και βγήκαν όξω απ᾿ την αυλόπορτα και το βουερά χαγιάτι.
Δίνει βιτσιά να φύγουν τ᾿ άλογα, κι αυτά, γοργά ως πετούσαν,
στης Πύλος φτάσαν δίχως άργητα το απόγκρεμο το κάστρο.
Τότε ο Τηλέμαχος στου Νέστορα το γιο γυρνώντας είπε:
195 «Νεστορίδη, πῶς κέν μοι ὑποσχόμενος τελέσειας
μῦθον ἐμόν; ξεῖνοι δὲ διαμπερὲς εὐχόμεθ᾿ εἶναι
ἐκ πατέρων φιλότητος, ἀτὰρ καὶ ὁμήλικές εἰμεν:
ἥδε δ᾿ ὁδὸς καὶ μᾶλλον ὁμοφροσύνῃσιν ἐνήσει.
μή με παρὲξ ἄγε νῆα, διοτρεφές, ἀλλὰ λίπ᾿ αὐτοῦ,
«Θες να μου τάξεις, γιε του Νέστορα, πως ό,τι πω θα κάνεις;
Η αγάπη που 'χαν οι πατέρες μας μας έχει σμίξει ως φίλους
αποξαρχης, καμάρι το 'χουμε᾿ μα η στράτα αυτή πιο ακόμα
— είμαστε δα και συνομήλικοι — θα δέσει τη φιλιά μας.
Παράτα με εδώ πέρα, τ᾿ άρμενο μην προσπερνάς, καλέ μου'
200 μή μ᾿ ὁ γέρων ἀέκοντα κατάσχῃ ᾧ ἐνὶ οἴκῳ
ἱέμενος φιλέειν: ἐμὲ δὲ χρεὼ θᾶσσον ἱκέσθαι.»
«ὣς φάτο, Νεστορίδης δ᾿ ἄρ᾿ ἑῷ συμφράσσατο θυμῷ,
ὅππως οἱ κατὰ μοῖραν ὑποσχόμενος τελέσειεν.
ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι:
μπορεί να με κρατήσει ο γέροντας, να με φιλοκονέψει
αθέλητα μου᾿ κι όμως γρήγορα να φτάσω ανάγκη πάσα.»
Σαν είπε τούτα, ο γιος του Νέστορα στα φρένα του εστοχάστη
μια τέτοια χάρη πως απάνω του να πάρει να τελέψει.
Κι αυτό του εικάστη, ως διαλογίζουνταν, το πιο καλό πως είναι:
205 στρέψ᾿ ἵππους ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης,
νηὶ̈ δ᾿ ἐνὶ πρύμνῃ ἐξαίνυτο κάλλιμα δῶρα,
ἐσθῆτα χρυσόν τε, τά οἱ Μενέλαος ἔδωκε:
καί μιν ἐποτρύνων ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
«σπουδῇ νῦν ἀνάβαινε κέλευέ τε πάντας ἑταίρους,
Τ᾿ άτια στο γρήγορο πλεούμενο και στο ακρογιάλι στρέφει,
τα δώρα βγάζει τα περίλαμπρα που 'χε ο Μενέλαος δώσει
— μάλαμα, ρούχα — κι ακουμπώντας τα στης πρύμνας την κουβέρτα
λόγια του μίλησε ανεμάρπαστα, να φύγει σπρώχνοντας τον:
«Ανέβα γρήγορα και φώναξε ν᾿ ανέβουν κι οι σύντροφοι,
210 πρὶν ἐμὲ οἴκαδ᾿ ἱκέσθαι ἀπαγγεῖλαί τε γέροντι.
εὖ γὰρ ἐγὼ τόδε οἶδα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν:
οἷος κείνου θυμὸς ὑπέρβιος, οὔ σε μεθήσει,
ἀλλ᾿ αὐτὸς καλέων δεῦρ᾿ εἴσεται, οὐδέ ἕ φημι
ἂψ ἰέναι κενεόν: μάλα γὰρ κεχολώσεται ἔμπης.»
πριχού διαγείρω εγώ στο σπίτι μας κι ο γέροντας το μάθει᾿
τι εγώ στο νου μου και στα φρένα μου το ξέρω, δε σε αφήνει!
τόσο η ψυχή εκείνου είναι αράθυμη᾿ σε λίγο εδώ θα φτάσει
να σε καλέσει ατός του, κι έπειτα δε θα γυρίσει πίσω
θαρρώ μονάχος με την άργητα, που έτσι κι αλλιώς θα σου 'χει.»
215 ὣς ἄρα φωνήσας ἔλασεν καλλίτριχας ἵππους
ἂψ Πυλίων εἰς ἄστυ, θοῶς δ᾿ ἄρα δώμαθ᾿ ἵκανε.
Τηλέμαχος δ᾿ ἑτάροισιν ἐποτρύνων ἐκέλευσεν:
«ἐγκοσμεῖτε τὰ τεύχε᾿, ἑταῖροι, νηὶ̈ μελαίνῃ,
αὐτοί τ᾿ ἀμβαίνωμεν, ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῖο.»
Είπε, και τ᾿ άτια τα ωριοχήτικα χτυπάει με το μαστίγι,
να πάει στην Πύλο πίσω, κι έφτασε σε λίγο στο παλάτι.
Τότε ο Τηλέμαχος στους συντρόφους μιλεί προστάζοντας τους:
«Στο μελανό καράβι, σύντροφοι, τα σύνεργα γνοιαστείτε,
κι ατοί μας γρήγορα ας ανέβουμε, να μπούμε πια στη στράτα.»
220 «ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδ᾿ ἐπίθοντο,
αἶψα δ᾿ ἄρ᾿ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖ̈σι καθῖζον.
τοι ὁ μὲν τὰ πονεῖτο καὶ εὔχετο, θῦε δ᾿ Ἀθήνῃ
νηὶ̈ πάρα πρυμνῇ: σχεδόθεν δέ οἱ ἤλυθεν ἀνὴρ
τηλεδαπός, φεύγων ἐξ Ἄργεος ἄνδρα κατακτάς,
Είπε, κι αυτοί, γρικώντας, πρόθυμα συνάκουσαν το λόγο,
και μπήκαν μέσα δίχως άργητα και στα ζυγά καθίσαν.
Τούτα νοιαζόταν ο Τηλέμαχος, κι ως θύμιαζε κι ευχόταν
στην Αθηνά μπροστά στην πρύμνα του, τον σίμωσε ένας ξένος,
που 'χε σκοτώσει κάποιον κι έφευγε μακριά από τ᾿ Άργος, κι ήταν
225 μάντις: ἀτὰρ γενεήν γε Μελάμποδος ἔκγονος ἦεν,
ὃς πρὶν μέν ποτ᾿ ἔναιε Πύλῳ ἔνι, μητέρι μήλων,
ἀφνειὸς Πυλίοισι μέγ᾿ ἔξοχα δώματα ναίων:
δὴ τότε γ᾿ ἄλλων δῆμον ἀφίκετο, πατρίδα φεύγων
Νηλέα τε μεγάθυμον, ἀγαυότατον ζωόντων,
μάντης τρανός, κι απ᾿ το Μελάμποδα κατέβαινε η γενιά του.
Στην Πύλο κάποτε ο Μελάμποδας, την αρνομάνα, ζούσε
στο αρχοντικό του το περίλαμπρο, μες στους Πυλιώτες πλούσιος'
μα αργότερα στα ξένα εδιάβηκε, να φύγει από τη γη του
κι απ᾿ το Νηλέα μακριά τον πέρφανο, τον πιο τρανό στον κόσμο,
230 ὅς οἱ χρήματα πολλὰ τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτὸν
εἶχε βίῃ. ὁ δὲ τῆος ἐνὶ μεγάροις Φυλάκοιο
δεσμῷ ἐν ἀργαλέῳ δέδετο, κρατέρ᾿ ἄλγεα πάσχων
εἵνεκα Νηλῆος κούρης ἄτης τε βαρείης,
τήν οἱ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ δασπλῆτις Ἐρινύς.
που του κρατούσε μήνες δώδεκα μεβιάς το πλήθιο βιος του,
όσον καιρόν εκείνος βρίσκουνταν στο σπίτι του Φυλάκου,
ριγμένος σε άλυσες ανήμερες, σε χίλια μύρια πάθη'
για του Νηλέα την κόρη τα 'σερνε και τη βαριά την τύφλα,
που η Ερινύα, θεά σκληρόκαρδη, στα φρένα του 'χε ρίξει.
235 ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἔκφυγε κῆρα καὶ ἤλασε βοῦς ἐριμύκους
ἐς Πύλον ἐκ Φυλάκης καὶ ἐτίσατο ἔργον ἀεικὲς
ἀντίθεον Νηλῆα, κασιγνήτῳ δὲ γυναῖκα
ἠγάγετο πρὸς δώμαθ'. ὁ δ᾿ ἄλλων ἵκετο δῆμον,
Ἄργος ἐς ἱππόβοτον: τόθι γάρ νύ οἱ αἴσιμον ἦεν
Γλίτωσε ωστόσο και κουβάλησε στην Πύλο απ᾿ τη Φυλακή
τα μουγκαλάτα βόδια, κι έβαλε την αδικία ο Νηλέας
να του πλερώσει ο ισόθεος, κι έφερε στο σπίτι τους την κόρη
για ταίρι του αδερφού του, κι έπειτα κινούσε αλλού να φύγει,
στο αλογοθρόφο τ᾿ Άργος᾿ του 'γραφε στα μέρη εκείνα η μοίρα
240 ναιέμεναι πολλοῖσιν ἀνάσσοντ᾿ Ἀργείοισιν
ἔνθα δ᾿ ἔγημε γυναῖκα καὶ ὑψερεφὲς θέτο δῶμα,
γείνατο δ᾿ Ἀντιφάτην καὶ Μάντιον, υἷε κραταιώ.
Ἀντιφάτης μὲν ἔτικτεν Ὀϊκλῆα μεγάθυμον,
αὐτὰρ Ὀϊκλείης λαοσσόον Ἀμφιάραον,
μαθές να ζήσει, ρηγαδεύοντας σε πλήθος μέσα Αργίτες.
Παντρεύτη εκεί και γιους απόχτησε τρανούς, τον Αντιφάτη
και το Μαντίο στο αψηλοτάβανο παλάτι που 'χε χτίσει.
Τον άτρομο ο Αντιφάτης γέννησε τον Οικλέα, και τούτος
τον Αμφιάραο, που ξεσήκωσε στρατούς, και του 'χαν δείξει
245 ὃν περὶ κῆρι φίλει Ζεύς τ᾿ αἰγίοχος καὶ Ἀπόλλων
παντοίην φιλότητ': οὐδ᾿ ἵκετο γήραος οὐδόν,
ἀλλ᾿ ὄλετ᾿ ἐν Θήβῃσι γυναίων εἵνεκα δώρων.
τοῦ δ᾿ υἱεῖς ἐγένοντ᾿ Ἀλκμαίων Ἀμφίλοχός τε.
Μάντιος αὖ τέκετο Πολυφείδεά τε Κλεῖτόν τε:
αγάπη περισσή κι ο Απόλλωνας κι ο βροντοσκουταράτος
ο Δίας᾿ μα εκείνος δεν επρόφτασε να φτάσει στο κατώφλι
των γερατιών — στη Θήβα εχάθηκε για τα γυναικεία δώρα.
δυο γιους ωστόσο, τον Αμφίλοχο και τον Αλκμάονα, αφήκε.
Κι απ᾿ το Μαντίο δυο γιοί γεννήθηκαν, ο Πολυφείδης πρώτος
250 ἀλλ᾿ ἦ τοι Κλεῖτον χρυσόθρονος ἥρπασεν Ἠὼς
κάλλεος εἵνεκα οἷο, ἵν᾿ ἀθανάτοισι μετείη:
αὐτὰρ ὑπέρθυμον Πολυφείδεα μάντιν Ἀπόλλων
θῆκε βροτῶν ὄχ᾿ ἄριστον, ἐπεὶ θάνεν Ἀμφιάραος:
ὅς ῥ᾿ Ὑπερησίηνδ᾿ ἀπενάσσατο πατρὶ χολωθείς,
κι ο Κλείτος᾿ τούτον η χρυσόθρονη για την τρανή ομορφιά του
τον άρπαξεν Αυγή, να βρίσκεται στους αθανάτους μέσα.
Τον Πολυφείδη πάλι ο Απόλλωνας, μια κι ο Αμφιάραος είχε
πεθάνει πια, τρανό τον έκανε στον κόσμο μαντολόγο᾿
κι αυτός, θυμώνοντας του κύρη του, στην Υπερήσια πήγε
255 ἔνθ᾿ ὅ γε ναιετάων μαντεύετο πᾶσι βροτοῖσιν.
τοῦ μὲν ἄρ᾿ υἱὸς ἐπῆλθε, Θεοκλύμενος δ᾿ ὄνομ᾿ ἦεν,
ὃς τότε Τηλεμάχου πέλας ἵστατο: τὸν δ᾿ ἐκίχανεν
σπένδοντ᾿ εὐχόμενόν τε θοῇ παρὰ νηὶ̈ μελαίνῃ,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
και σ᾿ όλους τους ανθρώπους που 'φταναν εκεί μαντολογούσε.
Δικός του γιος ο Θεοκλύμενος λογιόταν, που 'ρθε τώρα
και στάθη αντίκρα στον Τηλέμαχο᾿ κι ως τούτος προσευχόταν
και στάλαζε κρασί στο γρήγορο, μαύρο καράβι δίπλα,
φωνάζοντας τον ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του:
260 «ὦ φίλ᾿, ἐπεί σε θύοντα κιχάνω τῷδ᾿ ἐνὶ χώρῳ,
λίσσομ᾿ ὑπὲρ θυέων καὶ δαίμονος, αὐτὰρ ἔπειτα
σῆς τ᾿ αὐτοῦ κεφαλῆς καὶ ἑταίρων, οἵ τοι ἕπονται,
εἰπέ μοι εἰρομένῳ νημερτέα μηδ᾿ ἐπικεύσῃς:
τίς πόθεν εἶς ἀνδρῶν; πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες;»
«Μια και στον τόπο αυτόν σε πέτυχα θυσίες να κάνεις, φίλε,
και στη θυσία και στον αθάνατο που δέεσαι σε ξορκίζω,
έτσι καλό και συ κι οι σύντροφοι που σου ακλουθούν να ιδείτε,
στο ρώτημα μου δώσε απόκριση και την αλήθεια πες μου:
Ποιος είσαι, πούθε; Που η πατρίδα σου και που οι γονιοί σου εσένα;»
265 τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ᾿ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί, πατὴρ δέ μοί ἐστιν Ὀδυσσεύς,
εἴ ποτ᾿ ἔην: νῦν δ᾿ ἤδη ἀπέφθιτο λυγρῷ ὀλέθρῳ.
τοὔνεκα νῦν ἑτάρους τε λαβὼν καὶ νῆα μέλαιναν
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
«Την πάσα αλήθεια εγώ μιλώντας σου θα μολογήσω, ξένε'
απ᾿ την Ιθάκη σέρνει η φύτρα μου, κι είναι ο Οδυσσέας γονιός μου
αν ήταν κάποτε! τι εχάθηκε, κακιά τον βρήκε μοίρα.
Γι᾿ αυτό κι εγώ συντρόφους διάλεξα και μελανό καράβι
270 ἦλθον πευσόμενος πατρὸς δὴν οἰχομένοιο.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής:
«οὕτω τοι καὶ ἐγὼν ἐκ πατρίδος, ἄνδρα κατακτὰς
ἔμφυλον: πολλοὶ δὲ κασίγνητοί τε ἔται τε
Ἄργος ἀν᾿ ἱππόβοτον, μέγα δὲ κρατέουσιν Ἀχαιῶν.
κι ήρθα να μάθω για τον κύρη μου, που χρόνισε στα ξένα.»
Και του αποκρίθη ο Θεοκλύμενος ο θεοδιωματάρης:
«Κι εγώ τη χώρα μου παράτησα, τι έχω σκοτώσει κάποιον
του τόπου μας᾿ πολλά τ᾿ αδέρφια του, τρανή η δικολογιά του,
κι έχουν πολύ μεγάλη δύναμη στο αλογοθρόφο τ Άργος.
275 τῶν ὑπαλευάμενος θάνατον καὶ κῆρα μέλαιναν
φεύγω, ἐπεί νύ μοι αἶσα κατ᾿ ἀνθρώπους ἀλάλησθαι.
ἀλλά με νηὸς ἔφεσσαι, ἐπεί σε φυγὼν ἱκέτευσα,
μή με κατακτείνωσι: διωκέμεναι γὰρ ὀί̈ω.»
τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
Μου μελετούσαν μαύρο θάνατο, μα γλίτωσα, και τώρα
φεύγω μακριά᾿ γραφτό της μοίρας μου στη γη να παραδέρνω.
Μα άσε στο πλοίο να μπώ᾿ στα πόδια σου προσπέφτω αποδιωγμένος'
με κυνηγούν, θαρρώ, και θάνατο φοβούμαι μη μου δώσουν.»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
280 «οὐ μὲν δή σ᾿ ἐθέλοντά γ᾿ ἀπώσω νηὸς ἐί̈σης,
ἀλλ᾿ ἕπευ: αὐτὰρ κεῖθι φιλήσεαι, οἷά κ᾿ ἔχωμεν.»
ὣς ἄρα φωνήσας οἱ ἐδέξατο χάλκεον ἔγχος,
καὶ τό γ᾿ ἐπ᾿ ἰκριόφιν τάνυσεν νεὸς ἀμφιελίσσης:
ἂν δὲ καὶ αὐτὸς νηὸς ἐβήσετο ποντοπόροιο.
«Αφού το θέλεις, απ᾿ το ισόβαρο καράβι δε σε διώχνω᾿
ακλούθα μας, και με ό,τι βρίσκεται θα φιλευτείς κοντά μας.»
Έτσι μιλούσε, και το χάλκινο κοντάρι παίρνοντας του
πάνω στου πλοίου του δρεπανόγυρτου το αφήκε την κουβέρτα'
μετά κι αυτός στο πελαγόδρομο καράβι ανέβη, κι όπως
285 ἐν πρύμνῃ δ᾿ ἄρ᾿ ἔπειτα καθέζετο, πὰρ δὲ οἷ αὐτῷ
εἷσε Θεοκλύμενον: τοὶ δὲ πρυμνήσι᾿ ἔλυσαν.
Τηλέμαχος δ᾿ ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν
ὅπλων ἅπτεσθαι: τοὶ δ᾿ ἐσσυμένως ἐπίθοντο.
ἱστὸν δ᾿ εἰλάτινον κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης
στην πρύμνα επήρε θέση, κάλεσε κοντά του να καθίσει
το Θεοκλύμενο, κι οι σύντροφοι τα παλαμάρια έλυσαν.
Τότε ο Τηλέμαχος τους συντρόφους φωνάζοντας προστάζει
τα σύνεργα να πιάσουν, κι άκουσαν τους ορισμούς του εκείνοι'
το έλάτινο κατάρτι εστύλωσαν, στο τρύπιο μεσοδόκι
290 στῆσαν ἀείραντες, κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν,
ἕλκον δ᾿ ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι.
τοῖσιν δ᾿ ἴκμενον οὖρον ἵει γλαυκῶπις Ἀθήνη,
λάβρον ἐπαιγίζοντα δι᾿ αἰθέρος, ὄφρα τάχιστα
νηῦς ἀνύσειε θέουσα θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ.
ορθό περνώντας το, κι ως το 'δεσαν με τα σκοινιά στην πλώρη,
τ᾿ άσπρα πανιά με τα καλόστριφτα σκοινιά ψηλά εσηκώσαν
και πρίμο αγέρα η γαλανομάτη τους έστελνε Παλλάδα,
που απ᾿ τον αιθέρα εφυσομάνιζε, για να διαβεί με βιάση
το κύμα το αρμυρό της θάλασσας, πετώντας, το άρμενο τους.
295 βὰν δὲ παρὰ Κρουνοὺς καὶ Χαλκίδα καλλιρέεθρον.
δύσετό τ᾿ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί:
ἡ δὲ Φεὰς ἐπέβαλλεν ἐπειγομένη Διὸς οὔρῳ
ἠδὲ παρ᾿ Ἤλιδα δῖαν, ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί.
ἔνθεν δ᾿ αὖ νήσοισιν ἐπιπροέηκε θοῇσιν,
Κι ως τους Κρουνούς και την πολύβρυση προσπέρασαν Χαλκίδα,
πηρεν ο γήλιος και βασίλεψε κι απόσκιασαν οι δρόμοι.
Σπρωγμένο από του Δία τον άνεμο τη Φειά το πλοίο προσδιάβη,
περνώντας απ᾿ τη θεία την Ήλιδα, των Επειών τη χώρα.
Πλώρη μετά για τ᾿ Αγκαθόνησα συλλογισμένος βάζει,
300 ὁρμαίνων ἤ κεν θάνατον φύγοι ἦ κεν ἁλώῃ.
τὼ δ᾿ αὖτ᾿ ἐν κλισίῃ Ὀδυσεὺς καὶ δῖος ὑφορβὸς
δορπείτην: παρὰ δέ σφιν ἐδόρπεον ἀνέρες ἄλλοι.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
τοῖς δ᾿ Ὀδυσεὺς μετέειπε, συβώτεω πειρητίζων,
τάχα θα γλίτωνε για θα 'πεφτε στα βρόχια του θανάτου;
Δειπνούσε ωστόσο ο θείος χοιροβοσκός με τον τρανό Οδυσσέα
μες στο καλύβι, κι όλοι οι επίλοιποι βοσκοί μαζί εδειπνούσαν.
Και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
είπε ο Οδυσσέας, τον Εύμαιο θέλοντας να δοκιμάσει, ακόμα
305 ἤ μιν ἔτ᾿ ἐνδυκέως φιλέοι μεῖναί τε κελεύοι
αὐτοῦ ἐνὶ σταθμῷ, ἦ ὀτρύνειε πόλινδε:«κέκλυθι νῦν,
Εὔμαιε, καὶ ἄλλοι πάντες ἑταῖροι:
ἠῶθεν προτὶ ἄστυ λιλαίομαι ἀπονέεσθαι
πτωχεύσων, ἵνα μή σε κατατρύχω καὶ ἑταίρους.
με την καρδιά του αν θα τον γνοιάζουνταν και θά'λεγε να μείνει
στη μάντρα εκεί για αν θα τον έσπρωχνε στη χώρα να κατέβει:
«Εύμαιε και σεις σύντροφοι επίλοιποι, για ακούτε με όλοι τώρα'
αύριο πουρνό στη χώρα θα 'θελα να πάω να διακονέψω,
σε σένα βάρος να μη γίνουμαι κι ουδέ στους συντρόφους σου.
310 ἀλλά μοι εὖ θ᾿ ὑπόθευ καὶ ἅμ᾿ ἡγεμόν᾿ ἐσθλὸν ὄπασσον
ὅς κέ με κεῖσ᾿ ἀγάγῃ: κατὰ δὲ πτόλιν αὐτὸς ἀνάγκῃ
πλάγξομαι, αἴ κέν τις κοτύλην καὶ πύρνον ὀρέξῃ.
καί κ᾿ ἐλθὼν πρὸς δώματ᾿ Ὀδυσσῆος θείοιο
ἀγγελίην εἴποιμι περίφρονι Πηνελοπείῃ,
Όμως αρμήνεψέ με, δώσε μου κι άξιο οδηγό, στη χώρα
για να με πάει᾿ κι εκεί τους δρόμους της θέλω, δε θέλω μόνος
θα πάρω, κάποιος αν θα μου 'δινε ψωμί, κρασί μια κούπα.
Και στου θεϊκού Οδυσσέα να πήγαινα το αρχοντικό, μπορούσα
στην Πηνελόπη τα μαντάτα του να πω τη μυαλωμένη.
315 καί κε μνηστήρεσσιν ὑπερφιάλοισι μιγείην,
εἴ μοι δεῖπνον δοῖεν ὀνείατα μυρί᾿ ἔχοντες.
αἶψά κεν εὖ δρώοιμι μετὰ σφίσιν ἅσσ᾿ ἐθέλοιεν.
ἐκ γάρ τοι ἐρέω, σὺ δὲ σύνθεο καί μευ ἄκουσον:
Ἑρμείαο ἕκητι διακτόρου, ὅς ῥά τε πάντων
Και με τους πέρφανους αν έσμιγα μνηστήρες, να χάριζαν
μπορεί και μένα από τ᾿ αρίφνητα που χαίρουνται ξαρέσια᾿
τι θα τους δούλευα κι ό,τι ήθελαν, σε μια στιγμή θα το 'χαν.
Να σου το πω, και συ τα λόγια μου στοχάσου κι άκουσε μου:
Απ᾿ του θεού του Ερμή το θέλημα του ψυχοπερατάρη,
320 ἀνθρώπων ἔργοισι χάριν καὶ κῦδος ὀπάζει,
δρηστοσύνῃ οὐκ ἄν μοι ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος,
πῦρ τ᾿ εὖ νηῆσαι διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι,
δαιτρεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι καὶ οἰνοχοῆσαι,
οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες.»
που στων ανθρώπων όλων τις δουλειές τιμή και χάρη δίνει,
να με περνάει κανείς δε βρίσκεται στην αξιοσύνη εμένα᾿
φωτιά να στήσω και ξερόξυλα να σκίσω, να λιανίσω
το κρέας και να το ψήσω, πρόθυμα στην τάβλα να κεράσω —
όλα όσα κάνουν οι αχαμνότεροι μαθές στους αφεντάδες.»
325 τὸν δὲ μέγ᾿ ὀχθήσας προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα:
«ὤ μοι, ξεῖνε, τίη τοι ἐνὶ φρεσὶ τοῦτο νόημα
ἔπλετο; ἦ σύ γε πάγχυ λιλαίεαι αὐτόθ᾿ ὀλέσθαι.
εἰ δὴ μνηστήρων ἐθέλεις καταδῦναι ὅμιλον,
τῶν ὕβρις τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει.
Εύμαιε, και συ πολύ συχύστηκες, χοιροβοσκέ, και του 'πες:
«Ωχού μου, ξένε, πως την έβαλες τέτοια βουλή στο νου σου;
Αλήθεια, μην εκεί λαχτάρησες να βρεις το χαλασμό σου,
με τους μνηστήρες που πεθύμησες να μπλέξεις; — κι έχει φτάσει
η αδιαντροπιά κι η κακοσύνη τους στα σιδερένια ουράνια!
330 οὔ τοι τοιοίδ᾿ εἰσὶν ὑποδρηστῆρες ἐκείνων,
ἀλλὰ νέοι, χλαίνας εὖ εἱμένοι ἠδὲ χιτῶνας,
αἰεὶ δὲ λιπαροὶ κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα,
οἵ σφιν ὑποδρώωσιν: ἐύ̈ξεστοι δὲ τράπεζαι
σίτου καὶ κρειῶν ἠδ᾿ οἴνου βεβρίθασιν.
Παραστεκάμενους στα χρόνια σου δε θένε εκείνοι να 'χουν
καλοντυμένους έχουν νιούτσικους, με κάπα, με χιτώνα,
με μυρωμένα τα κεφάλια τους και τα ώρια πρόσωπα τους
να παραστέκουν τα τραπέζια τους τα καλοτορνεμένα
ψωμιά, κρασιά και κρέατα ξέχειλα τους καρτερούν να φάνε.
335 ἀλλὰ μέν': οὐ γάρ τίς τοι ἀνιᾶται παρεόντι,
οὔτ᾿ ἐγὼ οὔτε τις ἄλλος ἑταίρων, οἵ μοι ἔασιν.
αὐτὰρ ἐπὴν ἔλθῃσιν Ὀδυσσῆος φίλος υἱός,
κεῖνός σε χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσει,
πέμψει δ᾿ ὅππη σε κραδίη θυμός τε κελεύει.»
Μένε λοιπόν εδώ, κανένας μας μαζί σου δε θυμώνει,
εγώ όχι, μήτε κι άλλος σύντροφος, απ᾿ όσους μου δουλεύουν.
Μα του Οδυσσέα το γιο περίμενε! Μόλις διαγείρει εκείνος,
και κάπα και χιτώνα μόνος του θα σου χαρίσει, κι όπου
καρδιά και νους σε σπρώχνουν, πρόθυμα θα σε καλοστρατίσει..»
340 τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς:
«αἴθ᾿ οὕτως, Εὔμαιε, φίλος Διὶ πατρὶ γένοιο
ὡς ἐμοί, ὅττι μ᾿ ἔπαυσας ἄλης καὶ ὀϊζύος αἰνῆς.
πλαγκτοσύνης δ᾿ οὐκ ἔστι κακώτερον ἄλλο βροτοῖσιν:
ἀλλ᾿ ἕνεκ᾿ οὐλομένης γαστρὸς κακὰ κήδε᾿ ἔχουσιν
Και τότε ο αρχοντικός, πολύπαθος του απάντησε Οδυσσέας:
«Εύμαιε, καθώς εγώ σε αγάπησα, κι ο Δίας να σ᾿ αγαπήσει,
που από τα βάσανα με γλίτωσες, τα παραδέρματά μου.
Στη γη να τριγυρίζεις — βρίσκεται χειρότερο στον κόσμο;
Μα είναι η κοιλιά... Πόσα δε σέρνουμε γι᾿ αυτήν, ανάθεμα τη,
345 ἀνέρες, ὅν τιν᾿ ἵκηται ἄλη καὶ πῆμα καὶ ἄλγος.
νῦν δ᾿ ἐπεὶ ἰσχανάᾳς μεῖναι τέ με κεῖνον ἄνωγας,
εἴπ᾿ ἄγε μοι περὶ μητρὸς Ὀδυσσῆος θείοιο
πατρός θ᾿, ὃν κατέλειπεν ἰὼν ἐπὶ γήραος οὐδῷ,
ἤ που ἔτι ζώουσιν ὑπ᾿ αὐγὰς ἠελίοιο,
όταν βρεθούμε μες σε βάσανα, παραδαρμούς και πίκρες!
Μα τώρα αφού με κόβεις λέγοντας να περιμένω εκείνον,
για του θεϊκού Οδυσσέα για μίλα μου τη μάνα και τον κύρη
που όταν ο γιος του εξενιτεύτηκε, πατούσε το κατώφλι
των γερατιών: να ζουν, να χαίρουνται το φως του γήλιου τάχα,
350 ἦ ἤδη τεθνᾶσι καὶ εἰν Ἀί̈δαο δόμοισι.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρὼν:
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ᾿ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
Λαέρτης μὲν ἔτι ζώει, Διὶ δ᾿ εὔχεται αἰεὶ
θυμὸν ἀπὸ μελέων φθίσθαι οἷς ἐν μεγάροισιν:
για έχουν πεθάνει πια και βρίσκουνται στον Κάτω Κόσμο τώρα;»
Σ᾿ αυτά ο χοιροβοσκός του απάντησε, στους δούλους μέσα ο πρώτος:
«Την πάσα αλήθεια εγώ μιλώντας σου θα μολογήσω, ξένε'
ακόμα ζει ο Λαέρτης, μα άπαυτα το Δία παρακαλιέται
απ᾿ το κορμί μέσα στο σπίτι του να βγει γοργά η ψυχή του
355 ἐκπάγλως γὰρ παιδὸς ὀδύρεται οἰχομένοιο
κουριδίης τ᾿ ἀλόχοιο δαί̈φρονος, ἥ ἑ μάλιστα
ἤκαχ᾿ ἀποφθιμένη καὶ ἐν ὠμῷ γήραϊ θῆκεν.
ἡ δ᾿ ἄχεϊ οὗ παιδὸς ἀπέφθιτο κυδαλίμοιο,
λευγαλέῳ θανάτῳ, ὡς μὴ θάνοι ὅς τις ἐμοί γε
τι είναι αγαλήνευτος ο πόνος του για τον υγιό που εχάθη
και τη γυναίκα του τη φρόνιμη᾿ το πιο πολύ ο δικός της
καημός τον έκαψε, τον γέρασε στ᾿ αλήθεια πριν της ώρας.
Εκείνη απ᾿ τον καημό μαράθηκε του ξακουσμένου γιου της -
άσκημος θάνατος! Δε θα 'θελα παρόμοιο να 'βρει τέλος
360 ἐνθάδε ναιετάων φίλος εἴη καὶ φίλα ἔρδοι.
ὄφρα μὲν οὖν δὴ κείνη ἔην, ἀχέουσά περ ἔμπης,
τόφρα τί μοι φίλον ἔσκε μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι,
οὕνεκά μ᾿ αὐτὴ θρέψεν ἅμα Κτιμένῃ τανυπέπλῳ,
θυγατέρ᾿ ἰφθίμῃ, τὴν ὁπλοτάτην τέκε παίδων:
απ᾿ τους θιακούς κανείς που μου 'κανε καλό και του 'χω αγάπη.
Μα στη ζωή όσο εκείνη βρίσκουνταν, και πονεμένη που ήταν,
τη γνώμη να της παίρνω μου άρεσε για τούτο και για κείνο'
τι ήταν ατή της που μ᾿ ανάστησε με τη μακρομαντούσα
μαζί Χτιμένη, τη μικρότερη μες στα παιδιά της όλα,
365 τῇ ὁμοῦ ἐτρεφόμην, ὀλίγον δέ τί μ᾿ ἧσσον ἐτίμα.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἥβην πολυήρατον ἱκόμεθ᾿ ἄμφω,
τὴν μὲν ἔπειτα Σάμηνδ᾿ ἔδοσαν καὶ μυρί᾿ ἕλοντο,
αὐτὰρ ἐμὲ χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματ᾿ ἐκείνη
καλὰ μάλ᾿ ἀμφιέσασα, ποσὶν δ᾿ ὑποδήματα δοῦσα
κι ούτε και τόσο στην αγάπη της ξεχώριζε τους δυο μας.
Μα ως φούντωσε όλο χάρη η νιότη μας, την όμορφη Χτιμένη
στη Σάμη την πάντρεψαν, παίρνοντας και μυριοπλούσια δώρα,
και μένα εκείνη, ρούχα ως μου 'δωκε, και κάπα και χιτώνα,
πανέμορφα, και για τα πόδια μου σαντάλια, στα χωράφια
370 ἀγρόνδε προί̈αλλε: φίλει δέ με κηρόθι μᾶλλον.
νῦν δ᾿ ἤδη τούτων ἐπιδεύομαι: ἀλλά μοι αὐτῷ
ἔργον ἀέξουσιν μάκαρες θεοὶ ᾧ ἐπιμίμνω:
τῶν ἔφαγόν τ᾿ ἔπιόν τε καὶ αἰδοίοισιν ἔδωκα.
ἐκ δ᾿ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῦσαι
να μείνω μ᾿ έστειλε, και πιότερην ακόμα αγάπη μου 'χε.
Ωστόσο τούτα πια κι αν μου 'λειψαν, οι τρίσμακαρισμένοι
θεοί το μόχτο μου τον πρόκοψαν, κι απ᾿ τη δουλειά που κάνω
κι έφαγα κι ήπια κι είχα κι έδινα και σε σεβάσμιους ξένους.
Μα απ᾿ την κυρά μας πια δε γίνεται γλυκό ν᾿ ακούσεις κάτι,
375 οὔτ᾿ ἔπος οὔτε τι ἔργον, ἐπεὶ κακὸν ἔμπεσεν οἴκῳ,
ἄνδρες ὑπερφίαλοι: μέγα δὲ δμῶες χατέουσιν
ἀντία δεσποίνης φάσθαι καὶ ἕκαστα πυθέσθαι
καὶ φαγέμεν πιέμεν τε, ἔπειτα δὲ καί τι φέρεσθαι
ἀγρόνδ᾿, οἷά τε θυμὸν ἀεὶ δμώεσσιν ἰαίνει.»
λόγο για πράξη, αφόντας πλάκωσε κακό στο σπίτι τέτοιο,
οι άνομοι εκείνο! το χρειάζουνται περίσσια οι δούλοι ωστόσο
με την κυρά τους να μιλήσουνε, να μάθουν το 'να, τ᾿ άλλο,
να φαν, να πιουν, και στα χωράφια τους μετά ως διαγέρνουν, κάτι
να κουβαλούν, απ᾿ όσα δίνουνε χαρά στους δούλους πάντα.»
380 τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς:
«ὢ πόποι, ὡς ἄρα τυτθὸς ἐών, Εὔμαιε συβῶτα,
πολλὸν ἀπεπλάγχθης σῆς πατρίδος ἠδὲ τοκήων.
ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,
ἠὲ διεπράθετο πτόλις ἀνδρῶν εὐρυάγυια,

Γυρνώντας τότε ο πολυκάτεχος του μίλησε Οδυσσέας:
« Ώχού, χοιροβοσκέ, σαν έφευγες μακριά πολύ στα ξένα
πατρίδα και γονιούς αφήνοντας, μικρό παιδάκι θά'σουν!
Μον᾿ έλα τώρα, δώσε απόκριση, την πάσα αλήθεια πες μου:
Ήρθαν οχτροί και την πλατύδρομη την πολιτεία κούρσεψαν,

385 ᾗ ἔνι ναιετάασκε πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ,
ἦ σέ γε μουνωθέντα παρ᾿ οἴεσιν ἢ παρὰ βουσὶν
ἄνδρες δυσμενέες νηυσὶν λάβον ἠδ᾿ ἐπέρασσαν
τοῦδ᾿ ἀνδρὸς πρὸς δώμαθ᾿, ὁ δ᾿ ἄξιον ὦνον ἔδωκε.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν:
εκεί που ζούσαν ο πατέρας σου κι η σεβαστή σου ή μάνα,
για και σε βρήκαν μόνο, πρόβατα να βόσκεις για γελάδια,
κουρσάροι, κι ως σε πιάσαν, σ᾿ έφεραν εδώ με τ᾿ άρμενά τους
στου ρήγα το παλάτι, που 'δωκε πολλά να σε αγοράσει;»
Σ᾿ αυτά ο χοιροβοσκός του απάντησε, στους δούλους μέσα ό πρώτος:
390 «ξεῖν᾿, ἐπεὶ ἂρ δὴ ταῦτά μ᾿ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς,
σιγῇ νῦν ξυνίει καὶ τέρπεο, πῖνέ τε οἶνον
ἥμενος. αἵδε δὲ νύκτες ἀθέσφατοι: ἔστι μὲν εὕδειν,
ἔστι δὲ τερπομένοισιν ἀκούειν: οὐδέ τί σε χρή,
πρὶν ὥρη, καταλέχθαι: ἀνίη καὶ πολὺς ὕπνος.
« Ξένε, για τούτα μια και ρώτησες και θέλεις να τα μάθεις,
άκου λοιπόν, και φραίνου αμίλητος, και το κρασί σου πίνε᾿
τούτες οι νύχτες είναι ατέλειωτες᾿ θες ύπνο, θες κουβέντα
που να σ᾿ ευφραίνει, είναι στο χέρι σου᾿ μα ανάγκη εσύ δεν έχεις
τόσο νωρίς να πέσεις᾿ βάρεμα κι ο πλήθιος ύπνος είναι.
395 τῶν δ᾿ ἄλλων ὅτινα κραδίη καὶ θυμὸς ἀνώγει,
εὑδέτω ἐξελθών: ἅμα δ᾿ ἠοῖ φαινομένηφι
δειπνήσας ἅμ᾿ ὕεσσιν ἀνακτορίῃσιν ἑπέσθω.
νῶϊ δ᾿ ἐνὶ κλισίῃ πίνοντέ τε δαινυμένω τε
κήδεσιν ἀλλήλων τερπώμεθα λευγαλέοισι,
Μα από τους άλλους αν κανένας σας τον ύπνο απογυρεύει,
ας βγει κι ας πέσει᾿ τα χαράματα να κολατσίσει μόνο
και στη βοσκή να βγάλει σύγκαιρα του βασιλιά τους χοίρους.
Κι ωστόσο εμείς οι δυο θα πίνουμε, θα τρώμε στο καλύβι
και θα φραινόμαστε, τα πάθη μας ο ένας του άλλου ιστορώντας'
400 μνωομένω: μετὰ γάρ τε καὶ ἄλγεσι τέρπεται ἀνήρ,
ὅς τις δὴ μάλα πολλὰ πάθῃ καὶ πόλλ᾿ ἐπαληθῇ.
τοῦτο δέ τοι ἐρέω ὅ μ᾿ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς.
«νῆσός τις Συρίη κικλήσκεται, εἴ που ἀκούεις,
Ὀρτυγίης καθύπερθεν, ὅθι τροπαὶ ἠελίοιο,
τι εκείνος που πολύ παράδειρε κι έχει πολλά τραβήξει
νιώθει χαρά τα περασμένα του τυράννια να θυμάται.
Άκου λοιπόν τα που με ρώτησες και γύρεψες να μάθεις:
Ένα νησί, Συρία που λέγεται, μπορεί ακουστά να το 'χεις,
στου γήλιου πέρα τα γυρίσματα, στην Ορτυγία πιο πάνω.
400 οὔ τι περιπληθὴς λίην τόσον, ἀλλ᾿ ἀγαθὴ μέν,
εὔβοτος, εὔμηλος, οἰνοπληθής, πολύπυρος.
πείνη δ᾿ οὔ ποτε δῆμον ἐσέρχεται, οὐδέ τις ἄλλη
νοῦσος ἐπὶ στυγερὴ πέλεται δειλοῖσι βροτοῖσιν:
ἀλλ᾿ ὅτε γηράσκωσι πόλιν κάτα φῦλ᾿ ἀνθρώπων,
Δε θα το πεις νησί πολύκοσμο, μα πλούσιο᾿ θρέφει βόδια
και πρόβατα, κι είναι κρασότοπος και στάρι πλήθιο βγάζει.
Ποτέ ο λαός εκεί δεν πείνασε μηδέ τον βρήκε αρρώστια
κακιά, απ᾿ αυτές που τους τρισάμοιρους ανθρώπους βασανίζουν.
Μονάχα, σα γεράσουν οι άνθρωποι στη χώρα ετούτη μέσα,
410 ἐλθὼν ἀργυρότοξος Ἀπόλλων Ἀρτέμιδι ξὺν
οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχόμενος κατέπεφνεν.
ἔνθα δύω πόλιες, δίχα δέ σφισι πάντα δέδασται:
τῇσιν δ᾿ ἀμφοτέρῃσι πατὴρ ἐμὸς ἐμβασίλευε,
Κτήσιος Ὀρμενίδης, ἐπιείκελος ἀθανάτοισιν.
ζυγώνουν η Άρτεμη κι ο Απόλλωνας ο χρυσοδοξαράτος
κι ευτύς ανένιωστα με απόνετες σαγίτες τους σκοτώνουν.
Δυο πολιτείες εκεί είναι᾿ ξέχωρα της καθεμίας τα πάντα,
μα ένας ο ρήγας που τους όριζεν, ο κύρης ο δικός μου,
ο γιος του Ορμένου, ο Χτήσιος, που 'μοιαζε με τους θεούς στην όψη.
415 «ἔνθα δὲ Φοίνικες ναυσίκλυτοι ἤλυθον ἄνδρες,
τρῶκται, μυρί᾿ ἄγοντες ἀθύρματα νηὶ̈ μελαίνῃ.
ἔσκε δὲ πατρὸς ἐμοῖο γυνὴ Φοίνισσ᾿ ἐνὶ οἴκῳ,
καλή τε μεγάλη τε καὶ ἀγλαὰ ἔργα ἰδυῖα:
τὴν δ᾿ ἄρα Φοίνικες πολυπαίπαλοι ἠπερόπευον.
Μια μέρα εκεί μας ήρθαν Φοίνικες θαλασσοξακουσμένοι,
κλέφτες, στο μαύρο πλοίο τους άμετρες πραμάτειες κουβαλώντας'
κι είχεν ο κύρης μου στο σπίτι του μια σκλάβα απ᾿ τη Φοινίκη,
τρανόκορμη, όμορφη, που κάτεχε πάσα γυναικεία τέχνη'
και την πλάνεψαν τότε οι Φοίνικες οι τετραπερασμένοι᾿
420 πλυνούσῃ τις πρῶτα μίγη κοίλῃ παρὰ νηὶ̈
εὐνῇ καὶ φιλότητι, τά τε φρένας ἠπεροπεύει
θηλυτέρῃσι γυναιξί, καὶ ἥ κ᾿ εὐεργὸς ἔῃσιν.
εἰρώτα δὴ ἔπειτα τίς εἴη καὶ πόθεν ἔλθοι:
ἡ δὲ μάλ᾿ αὐτίκα πατρὸς ἐπέφραδεν ὑψερεφὲς δῶ:
να πλένει κάποιος τους την πέτυχε, και δίπλα στο άρμενο τους
μαζί της σ᾿ έρωτα πρωτόσμιξε᾿ αυτό είναι που τα φρένα
ακόμα και της πιο καλόπραγης γυναίκας ξεπλανεύει!
Μετά πούθε είχε ερθεί τη ρώτησε και ποια ήταν, κι η γυναίκα
το αψηλοτάβανο του κύρη της του φανερώνει σπίτι:
425 «ἐκ μὲν Σιδῶνος πολυχάλκου εὔχομαι εἶναι,
κούρη δ᾿ εἴμ᾿ Ἀρύβαντος ἐγὼ ῥυδὸν ἀφνειοῖο:
ἀλλά μ᾿ ἀνήρπαξαν Τάφιοι ληί̈στορες ἄνδρες
ἀγρόθεν ἐρχομένην, πέρασαν δέ τε δεῦρ᾿ ἀγαγόντες
τοῦδ᾿ ἀνδρὸς πρὸς δώμαθ': ὁ δ᾿ ἄξιον ὦνον ἔδωκε.»
.. Απ᾿ τη Σιδώνα την πολύχαλκη καυκιέμαι εγώ πως σέρνω,
κι έχω πατέρα τον Αρύβαντα, που ήταν το βιος του βρύση.
Μια μέρα, απ᾿ τα χωράφια ως διάγερνα, μου χύθηκαν Ταφιώτες
κουρσάροι, κι ως με άρπαξαν, μ᾿ έφεραν σε τούτου εδώ του ρήγα
τ΄ αρχοντικό, κι αυτός επλέρωσε πολλά να με αγοράσει."
430 «τὴν δ᾿ αὖτε προσέειπεν ἀνήρ, ὃς ἐμίσγετο λάθρη:
‘ἦ ῥά κε νῦν πάλιν αὖτις ἅμ᾿ ἡμῖν οἴκαδ᾿ ἕποιο,
ὄφρα ἴδῃ πατρὸς καὶ μητέρος ὑψερεφὲς δῶ
αὐτούς τ'; ἦ γὰρ ἔτ᾿ εἰσὶ καὶ ἀφνειοὶ καλέονται.‘
«τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε γυνὴ καὶ ἀμείβετο μύθῳ:
Κι εκείνος που κρυφά τη χάρηκε της αποκρίθη κι είπε:
.. Μαζί μας έρχεσαι, στον τόπο σου να στρέψεις, ν᾿ αντικρίσεις
το αψηλοτάβανο το σπίτι σου ξανά και τους γονιούς σου;
Ακόμα ζουν, και για τα πλούτη τους ακούγονται και τώρα."
Τότε η γυναίκα του αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
435 ‘εἴη κεν καὶ τοῦτ᾿, εἴ μοι ἐθέλοιτέ γε, ναῦται,
ὅρκῳ πιστωθῆναι ἀπήμονά μ᾿ οἴκαδ᾿ ἀπάξειν.’
«ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἐπώμνυον ὡς ἐκέλευεν.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ὄμοσάν τε τελεύτησάν τε τὸν ὅρκον,
τοῖς δ᾿ αὖτις μετέειπε γυνὴ καὶ ἀμείβετο μύθῳ:
.. Κι αυτό μπορεί να γένει, αν θέλατε να μου ορκιστείτε, ναύτες,
πως πίσω θα με πάτε ανέβλαβη στο σπίτι των δικών μου.»
Είπε, κι αυτοί, καθώς τους γύρευε, τον όρκο έδωκαν όλοι'
τότε η γυναίκα, ως είδε κι άμωσαν και τέλεψαν τον όρκο,
πήρε ξανά και τους αρμήνευε κι αυτά τους λέει τα λόγια:
440 «σιγῇ νῦν, μή τίς με προσαυδάτω ἐπέεσσιν
ὑμετέρων ἑτάρων, ξυμβλήμενος ἢ ἐν ἀγυιῇ,
ἤ που ἐπὶ κρήνῃ: μή τις ποτὶ δῶμα γέροντι
ἐλθὼν ἐξείπῃ, ὁ δ᾿ ὀϊσάμενος καταδήσῃ
δεσμῷ ἐν ἀργαλέῳ, ὑμῖν δ᾿ ἐπιφράσσετ᾿ ὄλεθρον.
.. Τώρα μιλιά! Το νου σας έχετε, κανείς να μη μου ανοίξει
κουβέντα απ᾿ όλους τους συντρόφους σας, στη βρύση για στη στράτα
αν με ανταμώσει᾿ κάποιος βλέποντας μπορεί να το μηνύσει
του γέρου αφέντη᾿ κακοβάνοντας εκείνος θα με ρίξει
σε ανήλεες άλυσες, και θάνατο για σας θα μελετήσει.
445 ἀλλ᾿ ἔχετ᾿ ἐν φρεσὶ μῦθον, ἐπείγετε δ᾿ ὦνον ὁδαίων.
ἀλλ᾿ ὅτε κεν δὴ νηῦς πλείη βιότοιο γένηται,
ἀγγελίη μοι ἔπειτα θοῶς ἐς δώμαθ᾿ ἱκέσθω:
οἴσω γὰρ καὶ χρυσόν, ὅτις χ᾿ ὑποχείριος ἔλθῃ:
καὶ δέ κεν ἄλλ᾿ ἐπίβαθρον ἐγὼν ἐθέλουσά γε δοίην.
Το μυστικό κρατάτε, κάνετε γοργά τις αγορές σας,
κι από πραμάτειες το καράβι σας σα θα 'χει πια γεμίσει,
μηνάτε μου το δίχως άργητα στο αρχοντικό που μένω.
Θα κουβαλήσω εγώ και μάλαμα, στα χέρια μου όσο πέσει.
Κι άλλον ακόμα ναύλο, αν ήθελα, μπορούσα να πλερώσω'
450 παῖδα γὰρ ἀνδρὸς ἑῆος ἐνὶ μεγάροις ἀτιτάλλω,
κερδαλέον δὴ τοῖον, ἅμα τροχόωντα θύραζε:
τόν κεν ἄγοιμ᾿ ἐπὶ νηός, ὁ δ᾿ ὑμῖν μυρίον ὦνον
ἄλφοι, ὅπῃ περάσητε κατ᾿ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους.»
«ἡ μὲν ἄρ᾿ ὣς εἰποῦσ᾿ ἀπέβη πρὸς δώματα καλά,
εγώ το γιο ανασταίνω του άρχοντα μες στο παλάτι τώρα,
παιδί ξύπνο, που τρέχει πίσω μου, καθώς με ιδεί να βγαίνω.
Αυτόν τον φέρνω στο καράβι σας, να τον μοσκοπουλήστε,
όπου βρεθείτε ταξιδεύοντας σε αλλόγλωσσους ανθρώπους.»
Ως είπε αυτά, σηκώθη κι έφυγε για τ᾿ ομορφο παλάτι.
455 οἱ δ᾿ ἐνιαυτὸν ἅπαντα παρ᾿ ἡμῖν αὖθι μένοντες
ἐν νηὶ̈ γλαφυρῇ βίοτον πολὺν ἐμπολόωντο.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ κοίλη νηῦς ἤχθετο τοῖσι νέεσθαι,
καὶ τότ᾿ ἄρ᾿ ἄγγελον ἧκαν, ὃς ἀγγείλειε γυναικί.
ἤλυθ᾿ ἀνὴρ πολύϊδρις ἐμοῦ πρὸς δώματα πατρὸς
Κι εκείνοι μείναν χρόνο ολάκερο μαζί μας εκεί πέρα,
και βιος εσώριαζαν αρίφνητο στο βαθουλό καράβι.
Και σαν καλοφορτώθη τ᾿ άρμενο, για να μπορούν να φύγουν,
στείλαν μαντάτορα, το μήνυμα να φέρει στη γυναίκα᾿
ήρθε στο σπίτι ένας παμπόνηρος κι ένα γιορντάνι εκράτει,
460 χρύσεον ὅρμον ἔχων, μετὰ δ᾿ ἠλέκτροισιν ἔερτο.
τὸν μὲν ἄρ᾿ ἐν μεγάρῳ δμῳαὶ καὶ πότνια μήτηρ
χερσίν τ᾿ ἀμφαφόωντο καὶ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶντο,
ὦνον ὑπισχόμεναι: ὁ δὲ τῇ κατένευσε σιωπῇ.
ἦ τοι ὁ καννεύσας κοίλην ἐπὶ νῆα βεβήκει,
που οι χάντρες του οι χρυσές συνάλλαζαν με τις κεχριμπαρένιες.
Κι όπως στο σπίτι μέσα οι δούλες μας κι η σεβαστή μου η μάνα
το ψαχούλευαν με τα χέρια τους, το τρώγαν με τα μάτια
να τα αγοράσουν παζαρεύοντας, κρυφά της γνέφει εκείνος,
και μόλις έγνεψε, πισώστρεψε στο βαθουλό καράβι.
465 ἡ δ᾿ ἐμὲ χειρὸς ἑλοῦσα δόμων ἐξῆγε θύραζε.
εὗρε δ᾿ ἐνὶ προδόμῳ ἠμὲν δέπα ἠδὲ τραπέζας
ἀνδρῶν δαιτυμόνων, οἵ μευ πατέρ᾿ ἀμφεπένοντο.
οἱ μὲν ἄρ᾿ ἐς θῶκον πρόμολον, δήμοιό τε φῆμιν,
ἡ δ᾿ αἶψα τρί᾿ ἄλεισα κατακρύψασ᾿ ὑπὸ κόλπῳ
Κι αυτή με πήρε κι όξω μ᾿ έβγαλε, κρατώντας με απ᾿ το χέρι,
και στο χαγιάτι εβρήκε, ως διάβαινε, ποτήρια και τραπέζια —
των καλεσμένων, που 'χε ο κύρης μου για συβουλάτορές του᾿
κι ως είχαν φύγει για τη σύναξη και τη γεροντική τους,
με βιάση εκείνη πήρε κι έκρυψε στον κόρφο της τρεις κούπες
470 ἔκφερεν: αὐτὰρ ἐγὼν ἑπόμην ἀεσιφροσύνῃσι.
δύσετό τ᾿ ἠέλιος, σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί:
ἡμεῖς δ᾿ ἐς λιμένα κλυτὸν ἤλθομεν ὦκα κιόντες,
ἔνθ᾿ ἄρα Φοινίκων ἀνδρῶν ἦν ὠκύαλος νηῦς.
οἱ μὲν ἔπειτ᾿ ἀναβάντες ἐπέπλεον ὑγρὰ κέλευθα,
κι έξω τις έβγαλε, κι ακλούθηξα κι εγώ στην ξαστοχιά μου.
Και πήρε ο γήλιος και βασίλεψε κι απόσκιασαν οι δρόμοι,
κι εμείς οι δυο τρεχάτοι φτάσαμε στο ξακουστό λιμάνι,
κει που άραζε το γοργοθάλασσο καράβι των Φοινίκων.
Κι ως μας ανέβασαν κι ανέβηκαν κι αυτοί, με πρίμο αγέρα
475 νὼ ἀναβησάμενοι: ἐπὶ δὲ Ζεὺς οὖρον ἴαλλεν.
ἑξῆμαρ μὲν ὁμῶς πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ:
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ ἕβδομον ἦμαρ ἐπὶ Ζεὺς θῆκε Κρονίων,
τὴν μὲν ἔπειτα γυναῖκα βάλ᾿ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα,
ἄντλῳ δ᾿ ἐνδούπησε πεσοῦσ᾿ ὡς εἰναλίη κήξ.
σταλμένο από το Δία στης θάλασσας αρμένιζαν τις στράτες.
Μέρες κρατούσεν έξι ο δρόμος μας ακέριες, νύχτα μέρα,
μα στις εφτά, τη νέα σαν έφερε του Κρόνου ο γιός ημέρα,
σκοτώνει τη γυναίκα, ρίχνοντας, η Αρτέμιδα η δοξεύτρα,
κι εκείνη στου αμπαριού τ᾿ απόνερα γκρεμίστη, σαν το γλάρο.
480 καὶ τὴν μὲν φώκῃσι καὶ ἰχθύσι κύρμα γενέσθαι
ἔκβαλον: αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ:
τοὺς δ᾿ Ἰθάκῃ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ,
ἔνθα με Λαέρτης πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν.
οὕτω τήνδε τε γαῖαν ἐγὼν ἴδον ὀφθαλμοῖσι.»
Αυτήν στη θάλασσα την πέταξαν, οι φώκιες και τα ψάρια
για να τη φαν, και μένα μ᾿ αφηκαν μονάχο στον καημό μου.
Κι ως στην Ιθάκη τους κουβάλησαν τα κύματα κι οι άνεμοι,
απ᾿ τα δικά του πλούτη δίνοντας με αγόρασε ο Λαέρτης.
Τ᾿ άκουσες τώρα πως τα μάτια μου τον τόπο αυτό αντίκρισαν.»
485 τὸν δ᾿ αὖ διογενὴς Ὀδυσεὺς ἠμείβετο μύθῳ:
«Εὔμαι᾿, ἦ μάλα δή μοι ἐνὶ φρεσὶ θυμὸν ὄρινας
ταῦτα ἕκαστα λέγων, ὅσα δὴ πάθες ἄλγεα θυμῷ.
ἀλλ᾿ ἦ τοι σοὶ μὲν παρὰ καὶ κακῷ ἐσθλὸν ἔθηκε
Ζεύς, ἐπεὶ ἀνδρὸς δώματ᾿ ἀφίκεο πολλὰ μογήσας
Τότε ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος του απηλογήθη κι είπε:
«Εύμαιε, στα στήθη πως ξεσήκωσες αλήθεια την καρδιά μου,
τις συφορές ανιστορώντας μου μια μια που σου 'χουν λάχει!
Μα ο Δίας κι ένα καλό σου εχάρισε κοντά στα βάσανά σου,
τι ο αφέντης που σε πήρε σπίτι του μετά από τόσα πάθη
490 ἠπίου, ὃς δή τοι παρέχει βρῶσίν τε πόσιν τε
ἐνδυκέως, ζώεις δ᾿ ἀγαθὸν βίον: αὐτὰρ ἐγώ γε
πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστε᾿ ἀλώμενος ἐνθάδ᾿ ἱκάνω.»
ὣς ἄρα οἱ εἰπόντι ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις,
κίρκος, Ἀπόλλωνος ταχὺς ἄγγελος: ἐν δὲ πόδεσσι
είναι καλός και να 'χεις γνοιάζεται φαγί, κρασί, όσο θέλεις,
κι είναι καλή η ζωή που χαίρεσαι᾿ μα εγώ σε πολιτείες
πολλές εδώ κι εκεί παράδειρα, στα μέρη σας πριν φτάσω.»
Σαν είπαν τούτα συναλλήλως τους, απόγειραν στον ύπνο,
όχι πολληώρα, τι η καλόθρονη πρόβαλε Αυγή σε λίγο.
495 τίλλε πέλειαν ἔχων, κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε
μεσσηγὺς νηός τε καὶ αὐτοῦ Τηλεμάχοιο.
τὸν δὲ Θεοκλύμενος ἑτάρων ἀπονόσφι καλέσσας
αἶψα γὰρ Ἠὼς ἦλθεν ἐύ̈θρονος. οἱ δ᾿ ἐπὶ χέρσου
Τηλεμάχου ἕταροι λύον ἱστία, κὰδ δ᾿ ἕλον ἱστὸν
Του Τηλεμάχου ωστόσο οι σύντροφοι, φτασμένοι στο νησί τους,
μαϊνάραν τα πανιά και πλάγιασαν με βιάση το κατάρτι,
και τα κουπιά στα χέρια παίρνοντας στο αραξοβόλι έφτασαν.
Όξω πετούν τις αγκυρόπετρες και την πρυμάτσα δένουν,
όξω πηδούν κι αυτοί στο ακρόγιαλο, και πήραν να συντάζουν
500 καρπαλίμως, τὴν δ᾿ εἰς ὅρμον προέρυσσαν ἐρετμοῖς:
ἐκ δ᾿ εὐνὰς ἔβαλον, κατὰ δὲ πρυμνήσι᾿ ἔδησαν:
ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βαῖνον ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης,
δεῖπνόν τ᾿ ἐντύνοντο κερῶντό τε αἴθοπα οἶνον.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
γοργά το γιόμα και φλογόμαυρο κρασί να συγκερνούνε.
Kαι σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
κίνησε πρώτος ο Τηλέμαχος ο γνωστικός το λόγο:
«Εσείς να πάτε τώρα λάμνοντας στο κάστρο το καράβι,
κι ωστόσο εγώ για τα χωράφια μας κινώ και τους βοσκούς μας,
505 τοῖσι δὲ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἤρχετο μύθων:
«ὑμεῖς μὲν νῦν ἄστυδ᾿ ἐλαύνετε νῆα μέλαιναν,
αὐτὰρ ἐγὼν ἀγροὺς ἐπιείσομαι ἠδὲ βοτῆρας:
ἑσπέριος δ᾿ εἰς ἄστυ ἰδὼν ἐμὰ ἔργα κάτειμι.
ἠῶθεν δέ κεν ὔμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην,
κι ως δω τα χτήματα μου, σούρουπο θα κατεβώ στη χώρα.
Και ξημερώνοντας για αντίμεμα του ταξιδιού θα στρώσω τραπέζι,
κρέατα και γλυκόπιοτο κρασί, να καλοφατε.»
Και του 'πε τότε ο Θεοκλύμενος ο θεοδιωματάρης:
«Κι εγώ, παιδί μου, που, για λέγε μου, να πάω; σε τίνος σπίτι
510 δαῖτ᾿ ἀγαθὴν κρειῶν τε καὶ οἴνου ἡδυπότοιο.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής:
«πῆ γὰρ ἐγώ, φίλε τέκνον, ἴω; τεῦ δώμαθ᾿ ἵκωμαι
ἀνδρῶν οἳ κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσιν;
ἦ ἰθὺς σῆς μητρὸς ἴω καὶ σοῖο δόμοιο;»
να σύρω, απ᾿ όσους την πετρόχαρη τρογύρα Ιθάκη ορίζουν;
Για και να πάω γραμμή στη μάνα σου και στο δικό σου σπίτι;»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
«Άλλους καιρούς εγώ στο σπίτι μας θα σε καλνούσα᾿ βρίσκει
σε μας ο ξένος καλοπέραση᾿ μα δπως εγώ θα λείπω,
515 τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
«ἄλλως μέν σ᾿ ἂν ἐγώ γε καὶ ἡμέτερόνδε κελοίμην
ἔρχεσθ': οὐ γάρ τι ξενίων ποθή: ἀλλὰ σοὶ αὐτῷ
χεῖρον, ἐπεί τοι ἐγὼ μὲν ἀπέσσομαι, οὐδέ σε μήτηρ
ὄψεται: οὐ μὲν γάρ τι θαμὰ μνηστῆρσ᾿ ἐνὶ οἴκῳ
πως να σου αρέσει; κι η μητέρα μου δε θα σε ιδεί καθόλου᾿
με τους μνηστήρες στο παλάτι μας να τριγυρνάει δε θέλει,
μόνο στο ανώι μακριά τους κάθεται στον αργαλειό κι υφαίνει.
Σέ κάποιον άλλο εγώ θα σου 'λεγα να πας, στον παινεμένο
Ευρύμαχο, το γιο του Πόλυβου του καστροπολεμάρχου,
520 φαίνεται, ἀλλ᾿ ἀπὸ τῶν ὑπερωί̈ῳ ἱστὸν ὑφαίνει.
ἀλλά τοι ἄλλον φῶτα πιφαύσκομαι ὅν κεν ἵκοιο,
Εὐρύμαχον, Πολύβοιο δαί̈φρονος ἀγλαὸν υἱόν,
τὸν νῦν ἶσα θεῷ Ἰθακήσιοι εἰσορόωσι:
καὶ γὰρ πολλὸν ἄριστος ἀνὴρ μέμονέν τε μάλιστα
που σα θεό τον βλέπουν όλοι τους μες στην Ιθάκη τώρα.
Είναι κι ο πιο τρανός μας άρχοντας και πιο γυρεύει απ᾿ 'ολους
ν᾿ ανέβει, παίρνοντας τη μάνα μου, στο θρόνο του Οδυσσέα.
Mα μόνο ο ολύμπιος Δίας που κάθεται ψηλά στα αιθέρια πλάτη
το ξέρει, αν δεν πλακώσει απάνω τους χαμός αντίς το γάμο.»
525 μητέρ᾿ ἐμὴν γαμέειν καὶ Ὀδυσσῆος γέρας ἕξειν.
ἀλλὰ τά γε Ζεὺς οἶδεν Ὀλύμπιος, αἰθέρι ναίων,
εἴ κέ σφι πρὸ γάμοιο τελευτήσει κακὸν ἦμαρ.»
ἔτὸν δ᾿ αὖ Πείραιος δουρικλυτὸς ἀντίον ηὔδα:
ν τ᾿ ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζε:
Καθώς μιλούσεν, όρνιο πρόβαλε, δεξιά μεριά, γεράκι,
του Απόλλωνα γοργός μαντάτορας, και περιστέρα έκράτει
και τη μαδούσε μες στα νύχια του, σκορπώντας τα φτερά της,
αναμεσάς απ᾿ τον Τηλέμαχο και τ᾿ άρμενο, στο χώμα.
Κι ο Θεοκλύμενος τον έσυρε μακριά από τους συντρόφους,
530 «Τηλέμαχ᾿, οὔ τοι ἄνευ θεοῦ ἔπτατο δεξιὸς ὄρνις
ἔγνων γάρ μιν ἐσάντα ἰδὼν οἰωνὸν ἐόντα.
ὑμετέρου δ᾿ οὐκ ἔστι γένος βασιλεύτερον ἄλλο
ἐν δήμῳ Ἰθάκης, ἀλλ᾿ ὑμεῖς καρτεροὶ αἰεί.»
τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
Καθώς μιλούσεν, όρνιο πρόβαλε, δεξιά μεριά, γεράκι,
του Απόλλωνα γοργός μαντάτορας, και περιστέρα έκράτει
και τη μαδούσε μες στα νύχια του, σκορπώντας τα φτερά της,
αναμεσάς απ᾿ τον Τηλέμαχο και τ᾿ άρμενο, στο χώμα.
Κι ο Θεοκλύμενος τον έσυρε μακριά από τους συντρόφους,
535 «αἲ γὰρ τοῦτο, ξεῖνε, ἔπος τετελεσμένον εἴη:
τῷ κε τάχα γνοίης φιλότητά τε πολλά τε δῶρα
ἐξ ἐμεῦ, ὡς ἄν τίς σε συναντόμενος μακαρίζοι.»
καὶ Πείραιον προσεφώνεε, πιστὸν ἑταῖρον:
«Πείραιε Κλυτίδη, σὺ δέ μοι τά περ ἄλλα μάλιστα
το χέρι του 'σφιξε, τον έκραξε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
«Με δίχως των θεών το θέλημα δεξιά δεν ήρθε τ᾿ ορνιο᾿
ως το 'δα, το 'νιωσα, Τηλέμαχε, σημαδιακό πως είναι!
Άλλη γενιά βασιλικότερη δεν έχει απ᾿ τη δικιά σας
μες στην Ιθάκη᾿ σεις τη δύναμη για πάντα θα κρατάτε!»
540 πείθῃ ἐμῶν ἑτάρων, οἵ μοι Πύλον εἰς ἅμ᾿ ἕποντο:
καὶ νῦν μοι τὸν ξεῖνον ἄγων ἐν δώμασι σοῖσιν
ἐνδυκέως φιλέειν καὶ τιέμεν, εἰς ὅ κεν ἔλθω.»
ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
καδδραθέτην δ᾿ οὐ πολλὸν ἐπὶ χρόνον, ἀλλὰ μίνυνθα:
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
«Άμποτε, ξένε, αυτός ο λόγος σου σωστός να βγει ως την άκρη!
Θα 'βλεπες τότε την αγάπη μου και πόσα θα χαιρόσουν
δώρα από μένα, να σε 'βλέπουνε και να σε μακαρίζουν.»
Σαν είπε αυτά, στον Πείραιο μίλησε, τον γκαρδιακό του ακράνη:
545 «Τηλέμαχ᾿, εἰ γάρ κεν σὺ πολὺν χρόνον ἐνθάδε μίμνοι,
τόνδε τ᾿ ἐγὼ κομιῶ, ξενίων δέ οἱ οὐ ποθὴ ἔσται.»
ὣς εἰπὼν ἐπὶ νηὸς ἔβη, ἐκέλευσε δ᾿ ἑταίρους
αὐτούς τ᾿ ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι.
οἱ δ᾿ αἶψ᾿ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖ̈σι καθῖζον.
«Πείραιε, του Κλύτιου υγιέ, στη γνώμη μου κανένας δε συγκλίνει
σαν όσο εσύ από τους συντρόφους μου που ακλούθηξαν στην Πύλο.
Έλα και τώρα, πάρε σπίτι σου για χάρη μου τον ξένο
και καλοσκάμνιζέ τον, τίμα τον, ως να γυρίσω πίσω.»
Κι ο Πείραιος, ο τρανός πολέμαρχος, του απηλογήθη κι είπε:
550 Τηλέμαχος δ᾿ ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα,
εἵλετο δ᾿ ἄλκιμον ἔγχος, ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ,
νηὸς ἀπ᾿ ἰκριόφιν: τοὶ δὲ πρυμνήσι᾿ ἔλυσαν.
οἱ μὲν ἀνώσαντες πλέον ἐς πόλιν, ὡς ἐκέλευσε
Τηλέμαχος, φίλος υἱὸς Ὀδυσσῆος θείοιο:
«Μακάρι να 'μενες, Τηλέμαχε, πολύν καιρό εδώ πέρα
θα τον γνοιαστώ τον ξένο, τίποτα δεν είναι να του λείψει.»
Είπε, και στ᾿ άρμενο ανεβαίνοντας προστάζει τους συντρόφους,
μόλις ανέβουν στο πλεούμενο, να λύσουν τις πρυμάτσες᾿
μπήκαν κι εκείνοι δίχως άργητα και στα ζυγά εκαθίσαν.
555 τὸν δ᾿ ὦκα προβιβάντα πόδες φέρον, ὄφρ᾿ ἵκετ᾿ αὐλήν,
ἔνθα οἱ ἦσαν ὕες μάλα μυρίαι, ᾗσι συβώτης
ἐσθλὸς ἐὼν ἐνίαυεν, ἀνάκτεσιν ἤπια εἰδώς,
Τα ώρια σαντάλια κι ο Τηλέμαχος φορεί στα δυο του πόδια
και το γερό κοντάρι του άρπαξε το καλοακονισμένο
απ᾿ την κουβέρτα᾿ κι οι άλλοι σύντροφοι τα παλαμάρια έλυσαν᾿
κι όπως τους πρόσταξε ο Τηλέμαχος, του αρχοντικού Οδυσσέα
ο ακριβογιός, επήραν κι έλαμναν τραβώντας για τη χώρα.
Κι εκείνος με ποδάρια γρήγορα στη μάντρα φτάνει, όπου 'χε
τους μύριους χοίρους, κι ο καλόγνωμος εκεί χοιροβοσκός τους
από την έγνοια στων ρηγάδων του το βιος κοιμόταν πάντα.