ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -ξ-


-14- Ἀὐτὰρ ὁ ἐκ λιμένος προσέβη τρηχεῖαν ἀταρπὸν
χῶρον ἀν᾿ ὑλήεντα δι᾿ ἄκριας, ᾗ οἱ Ἀθήνη
πέφραδε δῖον ὑφορβόν, ὅ οἱ βιότοιο μάλιστα
κήδετο οἰκήων, οὓς κτήσατο δῖος Ὀδυσσεύς.
κι εκείνος, το λιμάνι αφήνοντας, μέσ᾿ απ᾿ το λόγγο επήρε
τ᾿ ορθό το μονοπάτι, που 'βγαζε στο δάσο, εκεί που του 'χε
δείξει η Αθηνά το θείο πως θα 'βρισκε χοιροβοσκό, τι απ᾿ όλους
τους δούλους του Οδυσσέα καλύτερα το βιος του αυτός γνοιαζόταν.
5 τὸν δ᾿ ἄρ᾿ ἐνὶ προδόμῳ εὗρ᾿ ἥμενον, ἔνθα οἱ αὐλὴ
ὑψηλὴ δέδμητο, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ,
καλή τε μεγάλη τε, περίδρομος: ἥν ῥα συβώτης
αὐτὸς δείμαθ᾿ ὕεσσιν ἀποιχομένοιο ἄνακτος,
νόσφιν δεσποίνης καὶ Λαέρταο γέροντος,
Μπρος στην καλύβα του τον πέτυχε καθούμενο, και γύρα
χτισμένον έβλεπες αυλότοιχο, στο ξέφαντο, μεγάλο,
ψηλό, πανέμορφο᾿ σαν έφυγεν ο ρήγας του, τον είχεν
ο θείος χοιροβοσκός μονάχος του σηκώσει για τους χοίρους,
χωρίς η αφέντρα του κι ο γέροντας Λαέρτης να το ξέρουν,
10 ῥυτοῖσιν λάεσσι καὶ ἐθρίγκωσεν ἀχέρδῳ:
σταυροὺς δ᾿ ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνθα καὶ ἔνθα,
πυκνοὺς καὶ θαμέας, τὸ μέλαν δρυὸς ἀμφικεάσσας:
ἔντοσθεν δ᾿ αὐλῆς συφεοὺς δυοκαίδεκα ποίει
πλησίον ἀλλήλων, εὐνὰς συσίν: ἐν δὲ ἑκάστῳ
από τις πέτρες που κουβάλησε᾿ κι είχε ψηλά καρφώσει
αγριαχλαδιάς κλωνάρια, κι έξωθε πυκνά παλούκια μπήξει
ως πέρα από βαλανιδόκλαρα, τη φλούδα βγάζοντας τους.
Και στην αυλή είχε μάντρες δώδεκα μια πλάι στην άλλη χτίσει,
να 'χουν οι χοίροι να κοιτάζουνται᾿ στην κάθε μια βρίσκονταν
15 πεντήκοντα σύες χαμαιευνάδες ἐρχατόωντο,
θήλειαι τοκάδες: τοὶ δ᾿ ἄρσενες ἐκτὸς ἴαυον,
πολλὸν παυρότεροι: τοὺς γὰρ μινύθεσκον ἔδοντες
ἀντίθεοι μνηστῆρες, ἐπεὶ προί̈αλλε συβώτης
αἰεὶ ζατρεφέων σιάλων τὸν ἄριστον ἁπάντων:
μαζί πενήντα χαμωκύλιστες γουρούνες μαντρισμένες,
γεννούσες, θηλυκές. Τ᾿ αρσενικά πλάγιαζαν έξω κι ήταν
πολύ πιο λίγα᾿ τι τ᾿ αφάνιζαν οι ισόθεοι τρώγοντας τα
μνηστήρες᾿ κι όλο και τους έστελνε τον πιο καλό του χοίρο
ο θείος χοιροβοσκός, διαλέγοντας απ᾿ τα παχιά θρεφτάρια.
20 οἱ δὲ τριηκόσιοί τε καὶ ἑξήκοντα πέλοντο.
πὰρ δὲ κύνες, θήρεσσιν ἐοικότες αἰὲν ἴαυον
τέσσαρες, οὓς ἔθρεψε συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν.
αὐτὸς δ᾿ ἀμφὶ πόδεσσιν ἑοῖς ἀράρισκε πέδιλα,
τάμνων δέρμα βόειον ἐϋχροές: οἱ δὲ δὴ ἄλλοι
Αρσενικά γι᾿ αυτό του απόμεναν τρακόσια εξήντα μόνο.
Ίδια θεριά κοντά τους τέσσερα σκυλιά κοιμόνταν πάντα,
που ο θείος χοιροβοσκός τ᾿ ανάστησε, στους δούλους μέσα ο πρώτος.
Την ώρα εκείνη δέρμα κόβοντας καλόχρωμο, βοδίσιο,
στα πόδια του σαντάλια εταίριαζεν οι άλλοι βοσκοί είχαν φύγει
25 ᾤχοντ᾿ ἄλλυδις ἄλλος ἅμ᾿ ἀγρομένοισι σύεσσιν,
οἱ τρεῖς: τὸν δὲ τέταρτον ἀποπροέηκε πόλινδε
σῦν ἀγέμεν μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισιν ἀνάγκῃ,
ὄφρ᾿ ἱερεύσαντες κρειῶν κορεσαίατο θυμόν.
ἐξαπίνης δ᾿ Ὀδυσῆα ἴδον κύνες ὑλακόμωροι.
άλλος γι᾿ αλλού, ξοπίσω παίρνοντας των χοίρων τα κοπάδια,
οι τρεις᾿ τι είχε μαθές τον τέταρτο σταλμένο στανικώς του
στην πολιτεία, να πάει στους πέρφανους μνηστήρες ένα χοίρο,
για να τον σφάξουν, να χορτάσουνε με κρέατα την καρδιά τους.
Ξάφνου τον είδαν τ᾿ αλιχτιάρικα σκυλιά τον Οδυσσέα,
30 οἱ μὲν κεκλήγοντες ἐπέδραμον: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ἕζετο κερδοσύνη, σκῆπτρον δέ οἱ ἔκπεσε χειρός.
ἔνθα κεν ᾧ πὰρ σταθμῷ ἀεικέλιον πάθεν ἄλγος:
ἀλλὰ συβώτης ὦκα ποσὶ κραιπνοῖσι μετασπὼν
ἔσσυτ᾿ ἀνὰ πρόθυρον, σκῦτος δέ οἱ ἔκπεσε χειρός.
κι ευτύς του χίμιξαν γαυγίζοντας᾿ μα αυτός κουτός δεν ήταν,
μόνο καθίζει κάτω, αφήνοντας να πέσει το ραβδί του.
Κι όμως τρανό κακό θα πάθαινε μες στο δικό του χτήμα,
αν το τομάρι ο θείος χοιροβοσκός δεν πέταγε απ᾿ το χέρι
και στην αυλόπορτα δεν έτρεχε με γρήγορα ποδάρια'
35 τοὺς μὲν ὁμοκλήσας σεῦεν κύνας ἄλλυδις ἄλλον
πυκνῇσιν λιθάδεσσιν: ὁ δὲ προσέειπεν ἄνακτα:
«ὦ γέρον, ἦ ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο
ἐξαπίνης, καί κέν μοι ἐλεγχείην κατέχευας.
καὶ δέ μοι ἄλλα θεοὶ δόσαν ἄλγεά τε στοναχάς τε:
κι ως με φωνές μεγάλες έδιωξε τους σκύλους δώθε κείθε
απανωτά λιθάρια ρίχνοντας, γυρνάει και λέει στο ρήγα:
«Οι σκύλοι παραλίγο, γέροντα, να σ᾿ έκαναν κομμάτια,
ξάφνου ως σου χίμιξαν, και θα 'ριχνες και τη ντροπή σε μένα.
Τα όσα οι θεοί τυράννια μου 'δωκαν και βάσανα δε φτάνουν;
40 ἀντιθέου γὰρ ἄνακτος ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων
ἧμαι, ἄλλοισιν δὲ σύας σιάλους ἀτιτάλλω
ἔδμεναι: αὐτὰρ κεῖνος ἐελδόμενός που ἐδωδῆς
πλάζετ᾿ ἐπ᾿ ἀλλοθρόων ἀνδρῶν δῆμόν τε πόλιν τε,
εἴ που ἔτι ζώει καὶ ὁρᾷ φάος ἠελίοιο.
— που τον ισόθεο κλαίω το ρήγα μου και μύρουμοα όπου κάτσω,
κι οι ολόπαχοί μου χοίροι θρέφουνται για ξένους, να 'χουν πάντα
να τρων μα εκείνος λέω σε αλλόγλωσσων ανθρώπων πολιτείες
και χώρες παραδέρνει αδιάκοπα, και το ψωμί του λείπει —
αν είναι στη ζωή και χαίρεται του ήλιου το φως ακόμα.
45 ἀλλ᾿ ἕπεο, κλισίηνδ᾿ ἴομεν, γέρον, ὄφρα καὶ αὐτός,
σίτου καὶ οἴνοιο κορεσσάμενος κατὰ θυμόν,
εἴπῃς ὁππόθεν ἐσσὶ καὶ ὁππόσα κήδε᾿ ἀνέτλης.»
ὣς εἰπὼν κλισίηνδ᾿ ἡγήσατο δῖος ὑφορβός,
εἷσεν δ᾿ εἰσαγαγών, ῥῶπας δ᾿ ὑπέχευε δασείας,
Ακλούθα τώρα, στο καλύβι μου να πάμε, κι ως ευφράνεις
με το ψωμί τα σπλάχνα, γέροντα, και το κρασί, σειρά σου
να πεις πούθε είσαι και τι τράβηξες ως τώρα στη ζωή σου.»
Είπε, και μπήκε ο θείος χοιροβοσκός μπροστά για το καλύβι,
κι ως φτάσαν, αποκάτω του 'βαλε φουντόκλαρα να κάτσει,
50 ἐστόρεσεν δ᾿ ἐπὶ δέρμα ἰονθάδος ἀγρίου αἰγός,
αὐτοῦ ἐνεύναιον, μέγα καὶ δασύ. χαῖρε δ᾿ Ὀδυσσεὺς
ὅττι μιν ὣς ὑπέδεκτο, ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζεν:
«Ζεύς τοι δοίη, ξεῖνε, καὶ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι
ὅττι μάλιστ᾿ ἐθέλεις, ὅτι με πρόφρων ὑπέδεξο.»
κι έστρωσε απάνω τους αδρόμαλλο τομάρι αγριογιδίσιο,
παχύ, μεγάλο, εκεί που πλάγιαζε κι ατός του᾿ κι ο Οδυσσέας
χαιρόταν που έτσι, τον προσδέχτηκε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
«Ο Δίας μακάρι κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί να σου χαρίσουν
ό,τι ποθεί η καρδιά σου, ξένε μου, που έτσι καλά με δέχτης!»
55 τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα:
«ξεῖν᾿, οὔ μοι θέμις ἔστ᾿, οὐδ᾿ εἰ κακίων σέθεν ἔλθοι,
ξεῖνον ἀτιμῆσαι: πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες
ξεῖνοί τε πτωχοί τε: δόσις δ᾿ ὀλίγη τε φίλη τε
γίγνεται ἡμετέρη: ἡ γὰρ δμώων δίκη ἐστὶν
Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και του 'πες:
«Ξένε, σωστό δεν το 'χω ο ξένος μου να νιώσει αψηφισμένος,
κι ας είναι πιο από σένα δύστυχος᾿ φτωχοί και ξένοι έρχονται
όλοι απ᾿ το Δία, κι είναι καλόδεχτο το χάρισμα μας πάντα,
όσο μικρό. Και τι καλύτερο μπορεί να κάνει ο δούλος,
60 αἰεὶ δειδιότων, ὅτ᾿ ἐπικρατέωσιν ἄνακτες
οἱ νέοι. ἦ γὰρ τοῦ γε θεοὶ κατὰ νόστον ἔδησαν,
ὅς κεν ἔμ᾿ ἐνδυκέως ἐφίλει καὶ κτῆσιν ὄπασσεν,
οἶκόν τε κλῆρόν τε πολυμνήστην τε γυναῖκα,
οἷά τε ᾧ οἰκῆϊ ἄναξ εὔθυμος ἔδωκεν,
που ο φόβος τον κρατεί ακατάπαυτα, σαν έχει νιους αφέντες,
ως τούτοι; Μα εκείνου του βάσκαναν οι αθάνατοι το δρόμο.
Θα με αγαπούσε αυτός, θα μ᾿ έκανε και μένα νοικοκύρη,
σπίτι και κλήρο και μιαν όμορφη γυναίκα δίνοντας μου,
όσα ο καλός αφέντης χάρισε στο δούλο του σπιτιού του,
65 ὅς οἱ πολλὰ κάμῃσι, θεὸς δ᾿ ἐπὶ ἔργον ἀέξῃ,
ὡς καὶ ἐμοὶ τόδε ἔργον ἀέξεται, ᾧ ἐπιμίμνω.
τῷ κέ με πόλλ᾿ ὤνησεν ἄναξ, εἰ αὐτόθ᾿ ἐγήρα:
ἀλλ᾿ ὄλεθ'--ὡς ὤφελλ᾿ Ἑλένης ἀπὸ φῦλον ὀλέσθαι
πρόχνυ, ἐπεὶ πολλῶν ἀνδρῶν ὑπὸ γούνατ᾿ ἔλυσε:
που δούλεψε πολύ κι ένας θεός του πρόκοψε το μόχτο,
καθώς επρόκοψε κι ο μόχτος μου σε τούτα εδώ που κάνω.
Πολύ θα μου 'στεκεν ο αφέντης μου, τα γερατιά αν τον βρίσκαν
εδώ, μα εχάθη. Να 'ταν άχναρα το γένος της Ελένης
να χάνουνταν, που τόσων έλυσε παλικαριών τα γόνα!
70 καὶ γὰρ κεῖνος ἔβη Ἀγαμέμνονος εἵνεκα τιμῆς
Ἴλιον εἰς εὔπωλον, ἵνα Τρώεσσι μάχοιτο.»
ὣς εἰπὼν ζωστῆρι θοῶς συνέεργε χιτῶνα,
βῆ δ᾿ ἴμεν ἐς συφεούς, ὅθι ἔθνεα ἔρχατο χοίρων.
ἔνθεν ἑλὼν δύ᾿ ἔνεικε καὶ ἀμφοτέρους ἱέρευσεν,
Γιατί κι εκείνος του Αγαμέμνονα το γδικιωμό ζητώντας
πήγε στην Τροία την καλοφόραδη, τους Τρώες να πολεμήσει.»
Είπε, και σφίγγοντας τη ζώνη του τρογύρα στο χιτώνα
για τα μαντριά κινούσε, μέσα τους πολλούς που έκλειναν χοίρους'
κι έπιασε κείθε δυό, τους έσφαξε, καψάλισε τις τρίχες,
75 εὗσέ τε μίστυλλέν τε καὶ ἀμφ᾿ ὀβελοῖσιν ἔπειρεν.
ὀπτήσας δ᾿ ἄρα πάντα φέρων παρέθηκ᾿ Ὀδυσῆϊ
θέρμ᾿ αὐτοῖς ὀβελοῖσιν: ὁ δ᾿ ἄλφιτα λευκὰ πάλυνεν:
ἐν δ᾿ ἄρα κισσυβίῳ κίρνη μελιηδέα οἶνον,
αὐτὸς δ᾿ ἀντίον ἷζεν, ἐποτρύνων δὲ προσηύδα:
κι αφού τους λιάνισε, τους πέρασε σε σούβλες να ψηθούνε᾿
σαν ψήθηκε το κρέας, το απίθωσε ζεστό και με τις σούβλες
στον Οδυσσέα μπροστά, πασπάλισε κριθάλευρο από πάνω,
κι αφού γλυκόπιοτο συγκέρασε κρασί στο κρασοκαύκι,
πήγε και κάθισε απαντίκρυ του και λέει γκαρδιώνοντάς τον:
80 «ἔσθιε νῦν, ὦ ξεῖνε, τά τε δμώεσσι πάρεστι,
χοίρε': ἀτὰρ σιάλους γε σύας μνηστῆρες ἔδουσιν,
οὐκ ὄπιδα φρονέοντες ἐνὶ φρεσὶν οὐδ᾿ ἐλεητύν.
οὐ μὲν σχέτλια ἔργα θεοὶ μάκαρες φιλέουσιν,
ἀλλὰ δίκην τίουσι καὶ αἴσιμα ἔργ᾿ ἀνθρώπων.
«Να φας ό,τι έχω, ξένε, κόπιασε, το χοιρινό των δούλων,
τι είναι οι μνηστήρες τα θρεφτάρια μου που τρων, κι ουδέ λογιάζουν
στα φρένα των θεών τη μάνητα, κι ουδέ και σπλάχνος νιώθουν.
Δεν αγαπούν οι τρισμακάριστοι θεοί τις αδικίες μας,
μόνο τιμούν το δίκιο, τις καλές τις πράξες των ανθρώπων.
85 καὶ μὲν δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι, οἵ τ᾿ ἐπὶ γαίης
ἀλλοτρίης βῶσιν καί σφι Ζεὺς ληί̈δα δώῃ,
πλησάμενοι δέ τε νῆας ἔβαν οἶκόνδε νέεσθαι,
καὶ μὲν τοῖς ὄπιδος κρατερὸν δέος ἐν φρεσὶ πίπτει.
οἵδε δὲ καί τι ἴσασι, θεοῦ δέ τιν᾿ ἔκλυον αὐδήν,
Οι οχτροί κι οι αντίμαχοι, που κίνησαν να παν σε ξένους τόπους
και τους πατούν, κι ο Δίας τους έδωκε ν᾿ αρπάξουν πλήθια κούρσα,
κι αφού γεμίσουν τα καράβια τους, γυρνούν και φεύγουν πίσω —
κι εκείνοι των θεών τη μάνητα βαθιά στα φρένα τρέμουν.
Μα τούτοι εδώ σαν κάτι να 'μαθαν, θεού φωνή θ᾿ ακούσαν,
90 κείνου λυγρὸν ὄλεθρον, ὅτ᾿ οὐκ ἐθέλουσι δικαίως
μνᾶσθαι οὐδὲ νέεσθαι ἐπὶ σφέτερ᾿, ἀλλὰ ἕκηλοι
κτήματα δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ᾿ ἔπι φειδώ.
ὅσσαι γὰρ νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν,
οὔ ποθ᾿ ἓν ἱρεύουσ᾿ ἱερήϊον, οὐδὲ δύ᾿ οἴω:
πως κείνος βρήκε μαύρο θάνατο, γι᾿ αυτό και δε ζητούνε
γάμο με τρόπο που θα ταίριαζε, στα σπίτια τους δεν πάνε,
μον᾿ τρων το βιος του ανέγνοιοι, αδιάντροπα, χωρίς να το λυπουνται.
Στο κάθε που περνάει μερόνυχτο σταλμένο από το Δία
ένα σφαχτό ποτέ δε σφάζουνε μηδέ και δυο μονάχα'
95 οἶνον δὲ φθινύθουσιν ὑπέρβιον ἐξαφύοντες.
ἦ γάρ οἱ ζωή γ᾿ ἦν ἄσπετος: οὔ τινι τόσση
ἀνδρῶν ἡρώων, οὔτ᾿ ἠπείροιο μελαίνης
οὔτ᾿ αὐτῆς Ἰθάκης: οὐδὲ ξυνεείκοσι φωτῶν
ἔστ᾿ ἄφενος τοσσοῦτον: ἐγὼ δέ κέ τοι καταλέξω.
και πάντα το κρασί αλογάριαστο τραβούνε κι ασωτεύουν.
Ήταν αλήθεια εκείνου αρίφνητο το βιος᾿ κανένας τόσα
από τους ήρωες δεν απόχτησε, για στη στεριάν αντίκρυ
για στην Ιθάκη ακόμα. Κι είκοσι να μαζεύονταν άντρες,
πάλε δε θα 'φταναν τα πλούτη του᾿ να σου τα διαμετρήσω:
100 δώδεκ᾿ ἐν ἠπείρῳ ἀγέλαι: τόσα πώεα οἰῶν,
τόσσα συῶν συβόσια, τόσ᾿ αἰπόλια πλατέ᾿ αἰγῶν
βόσκουσι ξεῖνοί τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες.
ἐνθάδε δ᾿ αἰπόλια πλατέ᾿ αἰγῶν ἕνδεκα πάντα
ἐσχατιῇ βόσκοντ᾿, ἐπὶ δ᾿ ἀνέρες ἐσθλοὶ ὄρονται.
Αντίκρυ βουκολιά έχει δώδεκα, τόσα κοπάδια γίδες
σκορπούσες, τόσα κι αρνοκόπαδα και τόσα χοιροστάσια,
που τα βόσκουν δικοί μας άνθρωποι και ξένοι ρογιασμένοι.
Εδώ κοπάδια βόσκουν έντεκα σκορπούσες γίδες, πέρα
στην άκρη του νησιού᾿ τα γνοιάζουνται γιδάρηδες παράξιοι,
105 τῶν αἰεί σφιν ἕκαστος ἐπ᾿ ἤματι μῆλον ἀγινεῖ,
ζατρεφέων αἰγῶν ὅς τις φαίνηται ἄριστος.
αὐτὰρ ἐγὼ σῦς τάσδε φυλάσσω τε ῥύομαί τε,
καί σφι συῶν τὸν ἄριστον ἐὺ̈ κρίνας ἀποπέμπω.»
ὣς φύθ᾿, ὁ δ᾿ ἐνδυκέως κρέα τ᾿ ἤσθιε πῖνέ τε οἶνον
και κάθε μέρα πάει καθένας τους κι από 'να ζω σε κείνους,
απ᾿ τα καλόθρεφτα τα γίδια τους το πιο παχύ που θα 'βρει.
Κι εγώ, που εδώ φυλάω και γνοιάζουμαι τους χοίρους τούτους, έχω
να ξεχωρίζω τον καλύτερο, σε κείνους να τον στέλνω.»
Αυτά είπεν᾿ αρπαχτά, αξανάσαστα το κρέας μασούσε εκείνος
110 ἁρπαλέως ἀκέων, κακὰ δὲ μνηστῆρσι φύτευεν.
αὐτὰρ ἐπεὶ δείπνησε καὶ ἤραρε θυμὸν ἐδωδῇ,
καί οἱ πλησάμενος δῶκε σκύφον, ᾧ περ ἔπινεν,
οἴνου ἐνίπλειον: ὁ δ᾿ ἐδέξατο, χαῖρε δὲ θυμῷ,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
και το κρασί ρουφούσε, αμίλητος, κακά για τους μνηστήρες
στο νου του κλώθοντας. Κι ως έφαγε και στύλωσε η καρδιά του,
ο θείος χοιροβοσκός του πρόσφερε να πιεί από το καυκί του
γεμάτο με κρασί. Χαρούμενος εκείνος το προσδέχτη,
και κράζοντας τον ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
115 «ὦ φίλε, τίς γάρ σε πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν,
ὧδε μάλ᾿ ἀφνειὸς καὶ καρτερὸς ὡς ἀγορεύεις;
φῆς δ᾿ αὐτὸν φθίσθαι Ἀγαμέμνονος εἵνεκα τιμῆς.
εἰπέ μοι, αἴ κέ ποθι γνώω τοιοῦτον ἐόντα.
Ζεὺς γάρ που τό γε οἶδε καὶ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι,
«Αλήθεια, φίλε, ποιος σε αγόρασε και ξόδιασε απ᾿ το βιος του,
με τόσα πλούτη, τέτοια δύναμη, καθώς μου αναθιβάνεις;
Χάθηκε, μου 'πες, του Αγαμέμνονα το γδικιωμό ζητώντας'
νομάτισέ τον, να τον γνώρισα μπορεί κι εγώ μια μέρα.
Ο Δίας το ξέρει κι οι άλλοι αθάνατοι μονάχα, αν δεν τον είδα
120 εἴ κέ μιν ἀγγείλαιμι ἰδών: ἐπὶ πολλὰ δ᾿ ἀλήθην.»
τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν:
«ὦ γέρον, οὔ τις κεῖνον ἀνὴρ ἀλαλήμενος ἐλθὼν
ἀγγέλλων πείσειε γυναῖκά τε καὶ φίλον υἱόν,
ἀλλ᾿ ἄλλως κομιδῆς κεχρημένοι ἄνδρες ἀλῆται
κι έχω μαντάτα του᾿ παράδειρα μαθές σε τόσες χώρες!»
Σ᾿ αυτά ο χοιροβοσκός του απάντησε, στους δούλους μέσα ο πρώτος:
«Απ᾿ όσους φτάνουν με μαντάτα του περάτες, γέροντα μου,
ποιόν να πιστέψει πια η γυναίκα του κι ο γιος του αλήθεια τώρα; —
που τους φορτώνουν όλο ψέματα! Το μόνο οι στρατοκόποι
125 ψεύδοντ᾿, οὐδ᾿ ἐθέλουσιν ἀληθέα μυθήσασθαι.
ὃς δέ κ᾿ ἀλητεύων Ἰθάκης ἐς δῆμον ἵκηται,
ἐλθὼν ἐς δέσποιναν ἐμὴν ἀπατήλια βάζει:
ἡ δ᾿ εὖ δεξαμένη φιλέει καὶ ἕκαστα μεταλλᾷ,
καί οἱ ὀδυρομένῃ βλεφάρων ἄπο δάκρυα πίπτει,
που θέλουν είναι να 'βρουν πόρεψη, δε λένε την αλήθεια.
Όποιος κι αν φτάσει, γυροφέρνοντας τον κόσμο, στην Ιθάκη,
πάει στην κυρά μου κι όσες του 'ρχονται ψευτιές της αραδιάζει.
Κι εκείνη τον φιλεύει απλόχερα και τον ρωτάει τα πάντα,
κι από τα βλέφαρα, όπως μύρεται, τα δάκρυα ξεχειλούνε,
130 ἣ θέμις ἐστὶ γυναικός, ἐπὴν πόσις ἄλλοθ᾿ ὄληται.
αἶψά κε καὶ σύ, γεραιέ, ἔπος παρατεκτήναιο.
εἴ τίς τοι χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα δοίη.
τοῦ δ᾿ ἤδη μέλλουσι κύνες ταχέες τ᾿ οἰωνοὶ
ῥινὸν ἀπ᾿ ὀστεόφιν ἐρύσαι, ψυχὴ δὲ λέλοιπεν:
συνήθιο ως το 'χουν όσες έχασαν τον άντρα τους στα ξένα.
Εύκολα, γέροντα, θα σκάρωνες και συ το παραμύθι,
για να ντυθείς, κανείς αν σου 'δινε χλαμύδα και χιτώνα.
Μα εκείνου σίγουρα τα κόκαλα τα 'χουν γυμνώσει οι σκύλοι
και τα όρνια τα γοργά απ᾿ τις σάρκες τους, πια στη ζωή δεν είναι.
135 ἢ τόν γ᾿ ἐν πόντῳ φάγον ἰχθύες, ὀστέα δ᾿ αὐτοῦ
κεῖται ἐπ᾿ ἠπείρου ψαμάθῳ εἰλυμένα πολλῇ.
ὣς ὁ μὲν ἔνθ᾿ ἀπόλωλε, φίλοισι δὲ κήδε᾿ ὀπίσσω
πᾶσιν, ἐμοὶ δὲ μάλιστα, τετεύχαται: οὐ γὰρ ἔτ᾿ ἄλλον
ἤπιον ὧδε ἄνακτα κιχήσομαι, ὁππόσ᾿ ἐπέλθω,
Μπορεί τα ψάρια να τον έφαγαν στα κύματα, και τώρα
του κρύβει ένας γιαλός τα κόκαλα, χωμένα μες στον άμμο.
Εκείνος έτσι εχάθη, κι᾿ έμεινε στους φίλους ο καημός του,
σε όλους, σε μένα ωστόσο πιότερο, τι εγώ ποτέ κανέναν
δε θα 'βρω αφέντη πιο καλόκαρδο, τον κόσμο κι αν γυρίσω,
140 οὐδ᾿ εἴ κεν πατρὸς καὶ μητέρος αὖτις ἵκωμαι
οἶκον, ὅθι πρῶτον γενόμην καί μ᾿ ἔτρεφον αὐτοί.
οὐδέ νυ τῶν ἔτι τόσσον ὀδύρομαι, ἱέμενός περ
ὀφθαλμοῖσιν ἰδέσθαι ἐὼν ἐν πατρίδι γαίῃ:
ἀλλά μ᾿ Ὀδυσσῆος πόθος αἴνυται οἰχομένοιο.
στου κύρη ακόμα και στης μάνας μου να διάγερνα το σπίτι,
εκεί το φως που πρωτοχάρηκα κι ατοί τους με ανάστησαν
μηδέ γι᾿ αυτούς πια τόσο μύρουμαι, κι ας λαχταρώ στη γη μου
την πατρική γυρνώντας κάποτε να τους ξαναντικρίσω.
Πιο του Οδυσσέα, που εχάθη φεύγοντας, με καίει η λαχτάρα, ξένε'
145 τὸν μὲν ἐγών, ὦ ξεῖνε, καὶ οὐ παρεόντ᾿ ὀνομάζειν
αἰδέομαι: πέρι γάρ μ᾿ ἐφίλει καὶ κήδετο θυμῷ:
ἀλλά μιν ἠθεῖον καλέω καὶ νόσφιν ἐόντα.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς:
«ὦ φίλ᾿, ἐπειδὴ πάμπαν ἀναίνεαι, οὐδ᾿ ἔτι φῇσθα
και μόνο τ᾿ όνομά του ντρέπουμαι να βγάλω από το στόμα,
κι ας μη με ακούει᾿ πολύ με γνοιάζουνταν μαθές και με αγαπούσε'
για μένα, ακόμα κι αν μας έλειψε, μένει ο ακριβός μου αφέντης»
Κι ο αρχοντογέννητος, πολύπαθος του απάντησε Οδυσσέας:
«Φίλε, αν εσύ το αρνιέσαι ολότελα και λες πως δε διαγέρνει
150 κεῖνον ἐλεύσεσθαι, θυμὸς δέ τοι αἰὲν ἄπιστος:
ἀλλ᾿ ἐγὼ οὐκ αὔτως μυθήσομαι, ἀλλὰ σὺν ὅρκῳ,
ὡς νεῖται Ὀδυσεύς: εὐαγγέλιον δέ μοι ἔστω
αὐτίκ᾿, ἐπεί κεν κεῖνος ἰὼν τὰ ἃ δώμαθ᾿ ἵκηται:
ἕσσαι με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε, εἵματα καλά:
ποτέ του εκείνος, κι έχεις άπιστη καρδιά στα στήθη πάντα,
μα δεν πετώ κουβέντες άμυαλες κι εγώ, μον᾿ όρκο παίρνω:
Πίσω ο Οδυσσέας θα 'ρθεί᾿ και δώσε μου τα συχαρίκια τότε,
που θα τον δεις φτασμένο σπίτι του να μπαίνει — τότε μόνο
με ρούχα να με ντύσεις όμορφα, χλαμύδα και χιτώνα.
155 πρὶν δέ κε, καὶ μάλα περ κεχρημένος, οὔ τι δεχοίμην.
ἐχθρὸς γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀί̈δαο πύλῃσι
γίγνεται, ὃς πενίῃ εἴκων ἀπατήλια βάζει.
ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν, ξενίη τε τράπεζα,
ἱστίη τ᾿ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω:
Πιό πριν, κι ας έχω ανάγκη, τίποτε δε θα δεχόμουν, όχι᾿
τι σαν τις πύλες του Άδη οχτρεύουμαι τον άνθρωπο που η φτώχια
τον βασανίζει κι όλο ψέματα μιλώντας αραδιάζει.
Πρώτος ο Δίας ας είναι μάρτυρας και της φιλιάς η τάβλα
και του Οδυσσέα το τζάκι του άψεγου, που εδέχτη εμέ τον ξένο,
160 ἦ μέν τοι τάδε πάντα τελείεται ὡς ἀγορεύω.
τοῦδ᾿ αὐτοῦ λυκάβαντος ἐλεύσεται ἐνθάδ᾿ Ὀδυσσεύς.
τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ᾿ ἱσταμένοιο,
οἴκαδε νοστήσει, καὶ τίσεται ὅς τις ἐκείνου
ἐνθάδ᾿ ἀτιμάζει ἄλοχον καὶ φαίδιμον υἱόν.»
πως όλα που θα πω απαράλλαχτα θα βγουν μιαν άκρη ως άλλη:
Δε θα γυρίσει χρόνος και θα δεις τον Οδυσσέα να φτάνει —
σ᾿ αυτού του φεγγαριού τη λίγωση, στην πιάση του καινούργιου —
ξανά στο σπίτι του, κι εγδίκηση να παίρνει απ᾿ όσους τώρα
καταφρονούν εδώ το ταίρι του και τον παράξιο γιο του.»
165 τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα:
«ὦ γέρον, οὔτ᾿ ἄρ᾿ ἐγὼν εὐαγγέλιον τόδε τίσω,
οὔτ᾿ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται: ἀλλὰ ἕκηλος
πῖνε, καὶ ἄλλα παρὲξ μεμνώμεθα, μηδέ με τούτων
μίμνησκ': ἦ γὰρ θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἐμοῖσιν
Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και του 'πες:
«Μηδέ κι εγώ σχαρίκια, γέροντα, ποτέ μου θα σου δώσω,
μηδέ ο Οδυσσέας θα φτάσει σπίτι του᾿ μονάχα ανέγνοιος πίνε
κι άλλη κουβέντα τώρα ας πιάσουμε᾿ τι τα θυμίζεις τούτα;
Κάθε φορά μου φαρμακώνεται βαθιά η καρδιά στα στήθη,
170 ἄχνυται, ὁππότε τις μνήσῃ κεδνοῖο ἄνακτος.
ἀλλ᾿ ἦ τοι ὅρκον μὲν ἐάσομεν, αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ἔλθοι ὅπως μιν ἐγώ γ᾿ ἐθέλω καὶ Πηνελόπεια
Λαέρτης θ᾿ ὁ γέρων καὶ Τηλέμαχος θεοειδής.
νῦν αὖ παιδὸς ἄλαστον ὀδύρομαι, ὃν τέκ᾿ Ὀδυσσεύς,
μόλις το ρήγα μου τον άψεγο κανείς μου αναθυμίσει.
Τους όρκους τώρα ας παρατήσουμε, κι ο θεός ας δώσει να 'ρθει
εδώ ο Οδυσσέας, καθώς το θέλουμε κι εγώ κι η Πηνελόπη
κι ο θεοπρόσωπος Τηλέμαχος κι ο γέροντας Λαέρτης.
Μα για το γιο του τώρα γόζουμαι κι αλάγιαστα χτυπιέμαι,
175 Τηλεμάχου: τὸν ἐπεὶ θρέψαν θεοὶ ἔρνεϊ ἶσον,
καί μιν ἔφην ἔσσεσθαι ἐν ἀνδράσιν οὔ τι χέρηα
πατρὸς ἑοῖο φίλοιο, δέμας καὶ εἶδος ἀγητόν,
τὸν δέ τις ἀθανάτων βλάψε φρένας ἔνδον ἐί̈σας
ἠέ τις ἀνθρώπων: ὁ δ᾿ ἔβη μετὰ πατρὸς ἀκουὴν
για τον Τηλέμαχο, που τράνεψε με των θεών τη χάρη
σα ροδιχμός, και του καμάρωνα το ανάριμμα, την όψη,
κι έλεγα, ως άντρας πως δε θα 'δειχνε πιο κάτω απ᾿ το γονιό του,
Μα ένας θεός του παροσάλεψε τα ζυγιασμένα φρένα,
για κι άνθρωπος, και για τον κύρη του ξεκίνησε να μάθει
180 ἐς Πύλον ἠγαθέην: τὸν δὲ μνηστῆρες ἀγαυοὶ
οἴκαδ᾿ ἰόντα λοχῶσιν, ὅπως ἀπὸ φῦλον ὄληται
νώνυμον ἐξ Ἰθάκης Ἀρκεισίου ἀντιθέοιο.
ἀλλ᾿ ἦ τοι κεῖνον μὲν ἐάσομεν, ἤ κεν ἁλώῃ
ἦ κε φύγῃ καί κέν οἱ ὑπέρσχῃ χεῖρα Κρονίων.
στην άγια Πύλο. Ωστόσο οι πέρφανοι μνηστήρες του 'χουν στήσει
καρτέρι, ως θα διαγέρνει σπίτι του᾿ του ισόθεου του Αρκεισίου
να ξεκληρίσει θέλουν άχναρα το γένος στην Ιθάκη.
Όμως γι᾿ αυτόν, κι αν είναι να πιαστεί κι αν είναι να γλιτώσει,
το χέρι ο Δίας αν βάλει απάνω του, πια ας μη μιλούμε τώρα.
185 ἀλλ᾿ ἄγε μοι σύ, γεραιέ, τὰ σ᾿ αὐτοῦ κήδε᾿ ἐνίσπες
καί μοι τοῦτ᾿ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾿ ἐὺ̈ εἰδῶ:
τίς πόθεν εἶς ἀνδρῶν; πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες;
ὁπποίης τ᾿ ἐπὶ νηὸς ἀφίκεο: πῶς δέ σε ναῦται
ἤγαγον εἰς Ἰθάκην; τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο;
Μον᾿ έλα, πες μου, αν θέλεις, γέροντα, τα πάθη τα δικά σου᾿
και πρώτα τούτο εδώ μολόγα μου, καλά να το κατέχω:
Ποιος είσαι; πούθε; που η πατρίδα σου και που οι γονιοί σου εσένα;
και ποιο είναι το καράβι που 'φτασες; οι ναύτες στην Ιθάκη
πως σ᾿ έφεραν μαθές; ποιοί πέτουνται πως είναι τάχα, πες μου'
190 οὐ μὲν γάρ τί σε πεζὸν ὀί̈ομαι ἐνθάδ᾿ ἱκέσθαι.»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς
«τοιγὰρ ἐγώ τοι ταῦτα μάλ᾿ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
εἴη μὲν νῦν νῶϊν ἐπὶ χρόνον ἠμὲν ἐδωδὴ
ἠδὲ μέθυ γλυκερὸν κλισίης ἔντοσθεν ἐοῦσι,
στα μέρη ετούτα δε φαντάζουμαι πεζός φτασμένος να 'σαι!»
Γυρνώντας τότε ο πολυκάτεχος του μίλησε Οδυσσέας:
«Για τούτα τώρα που με ρώτησες θα πω την πάσα αλήθεια᾿
να 'μαστε οι δυο μας και να πίνουμε γλυκό κρασί, να τρώμε
μες στην καλύβα εδώ, καθούμενοι στην τάβλα δίχως έγνοια,
195 δαίνυσθαι ἀκέοντ᾿, ἄλλοι δ᾿ ἐπὶ ἔργον ἕποιεν:
ῥηϊδίως κεν ἔπειτα καὶ εἰς ἐνιαυτὸν ἅπαντα
οὔ τι διαπρήξαιμι λέγων ἐμὰ κήδεα θυμοῦ,
ὅσσα γε δὴ ξύμπαντα θεῶν ἰότητι μόγησα.
«ἐκ μὲν Κρητάων γένος εὔχομαι εὐρειάων,
καιρό όσο θέμε, και να γνοιάζουνται για τις δουλειές μας άλλοι —
και πάλε δε γινόταν εύκολα, και σ᾿ ένα χρόνο ακέριο,
αν σου αναθίβανα τα πάθη μου, να φτάσω να τελέψω
τα που 'χω απ᾿ των θεών το θέλημα τυράννια σύρει ως τώρα.
Απ᾿ την πλατιά την Κρήτη πέτουμαι πως η γενιά μου σέρνει'
200 ἀνέρος ἀφνειοῖο πάϊς: πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι
υἱέες ἐν μεγάρῳ ἠμὲν τράφεν ἠδ᾿ ἐγένοντο
γνήσιοι ἐξ ἀλόχου: ἐμὲ δ᾿ ὠνητὴ τέκε μήτηρ
παλλακίς, ἀλλά με ἶσον ἰθαιγενέεσσιν ἐτίμα
Κάστωρ Ὑλακίδης, τοῦ ἐγὼ γένος εὔχομαι εἶναι
πλούσιος ο κύρης μου, που ανάσταινε κι είχε γεννήσει κι άλλους
πολλούς στο σπίτι γιους᾿ το ταίρι του τους είχε γεννημένα —
γνήσιους υγιούς᾿ κι ήταν η μάνα μου συγκόρμισσά του μόνο
αγοραστή, μα δε με χώριζεν απ᾿ τους υγιούς τους άλλους
καθόλου ο γιος του Ιλάκου, ο Κάστορας — τι είμαι σπορά δικιά του.
205 ὃς τότ᾿ ἐνὶ Κρήτεσσι θεὸς ὣς τίετο δήμῳ
ὄλβῳ τε πλούτῳ τε καὶ υἱάσι κυδαλίμοισιν.
ἀλλ᾿ ἦ τοι τὸν κῆρες ἔβαν θανάτοιο φέρουσαι
εἰς Ἀί̈δαο δόμους: τοὶ δὲ ζωὴν ἐδύσαντο
παῖδες ὑπέρθυμοι καὶ ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο,
Στην Κρήτη τότε σαν αθάνατο τόνε τιμούσε ο κόσμος
για τ᾿ αγαθά του και τα πλούτη του και τους παράξιους γιους του.
Μα σύντας πια τον πήραν κι έφυγαν του Κάτω Κόσμου οι Λάμιες,
στον Άδη να τον παν, διαμοίρασαν το βιος του βάζοντας το
τ᾿ άλλα τ᾿ αδέρφια μου τα πέρφανα σε κλήρο᾿ μόνο εμένα
210 αὐτὰρ ἐμοὶ μάλα παῦρα δόσαν καὶ οἰκί᾿ ἔνειμαν.
ἠγαγόμην δὲ γυναῖκα πολυκλήρων ἀνθρώπων
εἵνεκ᾿ ἐμῆς ἀρετῆς, ἐπεὶ οὐκ ἀποφώλιος ἦα
οὐδὲ φυγοπτόλεμος: νῦν δ᾿ ἤδη πάντα λέλοιπεν
ἀλλ᾿ ἔμπης καλάμην γέ σ᾿ ὀί̈ομαι εἰσορόωντα
απ᾿ τ᾿ αγαθά του λίγα μου 'δωκαν κι ένα μονάχα σπίτι.
Κι όμως την κόρη εγώ παντρεύτηκα τρανών νοικοκυραίων
για την αξιά μου᾿ φυγοπόλεμος κι ανούφελος δεν ήμουν
μαθές καθόλου᾿ κι όμως χάθηκαν τα πάντα πια για μένα!
Μα εσύ θαρρώ πως κι έτσι, βλέποντας την καλαμιά, θα νιώσεις
215 γιγνώσκειν: ἦ γάρ με δύη ἔχει ἤλιθα πολλή.
ἦ μὲν δὴ θάρσος μοι Ἄρης τ᾿ ἔδοσαν καὶ Ἀθήνη
καὶ ῥηξηνορίην: ὁπότε κρίνοιμι λόχονδε
ἄνδρας ἀριστῆας, κακὰ δυσμενέεσσι φυτεύων,
οὔ ποτέ μοι θάνατον προτιόσσετο θυμὸς ἀγήνωρ,
ποιος ήμουν άλλοτε, τα βάσανα προτού πλακώσουν πλήθια.
Ο Άρης μαθές κουράγιο μου 'δινε περίσσιο κι η Παλλάδα
και τσάκιζα στρατούς᾿ κι ως διάλεγα, καρτέρι για να στήσω,
τους πιο αντρειανούς, για τους αντίμαχους κακά στο νου κλωσώντας,
το θάνατο η καρδιά μου η πέρφανη ποτέ της δε φοβόταν.
220 ἀλλὰ πολὺ πρώτιστος ἐπάλμενος ἔγχει ἕλεσκον
ἀνδρῶν δυσμενέων ὅ τέ μοι εἴξειε πόδεσσιν.
τοῖος ἔα ἐν πολέμῳ: ἔργον δέ μοι οὐ φίλον ἔσκεν
οὐδ᾿ οἰκωφελίη, ἥ τε τρέφει ἀγλαὰ τέκνα,
ἀλλά μοι αἰεὶ νῆες ἐπήρετμοι φίλαι ἦσαν
Πρώτος μπροστά χιμώντας έριχνα με το κοντάρι κάτω
όποιον αντίμαχο τα πόδια μου πρόφταιναν, ως δρομούσε.
Τέτοιαν αξιά είχα εγώ στον πόλεμο΄ τη γη δεν τη γνοιαζόμουν
κι ουδέ το σπίτι, που προκόβοντας τρανά παιδιά ανασταίνει'
εμένα ο νους μου πάντα στ᾿ άρμενα και στα κουπιά γυρνούσε
225 καὶ πόλεμοι καὶ ἄκοντες ἐύ̈ξεστοι καὶ ὀϊστοί,
λυγρά, τά τ᾿ ἄλλοισίν γε καταριγηλὰ πέλονται.
αὐτὰρ ἐμοὶ τὰ φίλ᾿ ἔσκε τά που θεὸς ἐν φρεσὶ θῆκεν:
ἄλλος γάρ τ᾿ ἄλλοισιν ἀνὴρ ἐπιτέρπεται ἔργοις.
πρὶν μὲν γὰρ Τροίης ἐπιβήμεναι υἷας Ἀχαιῶν
και στους πολέμους, στα καλόξυστα κοντάρια, στις σαγίτες,
που ειν᾿ όλο αγριότη και θωρώντας τα τα τρέμουν οι άλλοι ανθρώποι.
Αυτά ο θεός ωστόσο μου 'βαζε στα φρένα, αυτά μου άρεσαν
κάθε άνθρωπος και με άλλη χαίρεται μαθές δουλειά στον κόσμο.
Των Αχαιών οι γιοι το πόδι τους δεν είχαν βάλει ακόμα
230 εἰνάκις ἀνδράσιν ἦρξα καὶ ὠκυπόροισι νέεσσιν
ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς, καί μοι μάλα τύγχανε πολλά.
τῶν ἐξαιρεύμην μενοεικέα, πολλὰ δ᾿ ὀπίσσω
λάγχανον: αἶψα δὲ οἶκος ὀφέλλετο, καί ῥα ἔπειτα
δεινός τ᾿ αἰδοῖός τε μετὰ Κρήτεσσι τετύγμην.
στην Τροία, κι εννιά φορές κυβέρνησα στρατούς και πλοία, να πάμε
μακριά σε αλλόξενους αντίμαχους, κι ήταν πολλά τα κούρσα.
Ατός μου περίσσα εξεδιάλεγα, και μου 'δινε κι ο κλήρος
κι άλλα πολλά᾿ σε λίγο επλούτυνε το σπίτι μου, κι ο κόσμος
στην Κρήτη πήρε να με σέβεται, να νιώθει φόβο ομπρός μου.
235 ἡ«ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τήν γε στυγερὴν ὁδὸν εὐρύοπα Ζεὺς
ἐφράσαθ᾿, ἣ πολλῶν ἀνδρῶν ὑπὸ γούνατ᾿ ἔλυσε,
δὴ τότ᾿ ἔμ᾿ ἤνωγον καὶ ἀγακλυτὸν Ἰδομενῆα
νήεσσ᾿ ἡγήσασθαι ἐς Ἴλιον: οὐδέ τι μῆχος
ἦεν ἀνήνασθαι, χαλεπὴ δ᾿ ἔχε δήμου φῆμις.
Μα ως τούτη τη στρατιά αποφάσισεν ο Δίας ο μακροβίγλης,
τη μισητή, που τόσων έλυσε παλικαριών τα γόνα,
τον ξακουσμένο επήραν κι έσπρωχναν Ιδομενέα και μένα
στην Τροία τα πλοία να κυβερνήσουμε. Για ν᾿ αρνηθούμε τρόπος'
δεν ήταν η βαριά μας τρόμαζε καταλαλιά του κόσμου.
240 ἔνθα μὲν εἰνάετες πολεμίζομεν υἷες Ἀχαιῶν,
τῷ δεκάτῳ δὲ πόλιν Πριάμου πέρσαντες ἔβημεν
οἴκαδε σὺν νήεσσι, θεὸς δ᾿ ἐκέδασσεν Ἀχαιούς.
αὐτὰρ ἐμοὶ δειλῷ κακὰ μήδετο μητίετα Ζεύς:
μῆνα γὰρ οἶον ἔμεινα τεταρπόμενος τεκέεσσιν
Των Αχαιών οι γιοί παλεύαμε χρόνους εννιά κει πέρα᾿
στους δέκα, του Πριάμου ως πήραμε το κάστρο, ξεκινούμε,
μα ένας θεός ανεμοσκόρπισε τ᾿ αργίτικα καράβια.
Για μένα βάσανα ο βαθύγνωμρς ο Δίας στοχάστηκε άλλα,
του άμοιρου, τι ένα μήνα χάρηκα μονάχα τα παιδιά μου
245 κουριδίῃ τ᾿ ἀλόχῳ καὶ κτήμασιν: αὐτὰρ ἔπειτα
Αἴγυπτόνδε με θυμὸς ἀνώγει ναυτίλλεσθαι,
νῆας ἐὺ̈ στείλαντα σὺν ἀντιθέοις ἑτάροισιν.
ἐννέα νῆας στεῖλα, θοῶς δ᾿ ἐσαγείρατο λαός.
ἑξῆμαρ μὲν ἔπειτα ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι
και τ᾿ αγαθά μου και το ταίρι μου᾿ στους δυο η καρδιά μου ξάφνου
καράβια ν᾿ αρματώσω μ᾿ έσπρωξε, για ν᾿ αρμενίσω αλάργα
με τους ισόθεους τους συντρόφους μου, στης Αίγυπτος τα μέρη.
Εννιά καράβια πρώτα αρμάτωσα και βρήκα τσούρμο αμέσως"
έξι μερόνυχτα ξεφάντωναν οι γκαρδιακοί συντρόφοι,
250 δαίνυντ': αὐτὰρ ἐγὼν ἱερήϊα πολλὰ παρεῖχον
θεοῖσίν τε ῥέζειν αὐτοῖσί τε δαῖτα πένεσθαι.
ἑβδομάτῃ δ᾿ ἀναβάντες ἀπὸ Κρήτης εὐρείης
ἐπλέομεν Βορέῃ ἀνέμῳ ἀκραέϊ καλῷ
ῥηϊδίως, ὡς εἴ τε κατὰ ῥόον: οὐδέ τις οὖν μοι
κι εγώ σφαχτά πολλά τους έστελνα, να 'χουν μαθές να κάνουν
και στους θεούς θυσίες κι οι τάβλες τους γεμάτες να 'ναι πάντα.
Απάνω στις εφτά μπαρκάραμε, κι απ᾿ την πλατιά την Κρήτη
με πρίμο δυνατό αρμενίζαμε βοριά, λες κάποιο ρέμα
μαζί του ανέκοπα μας έσερνε᾿ κανένα μου καράβι
255 νηῶν πημάνθη, ἀλλ᾿ ἀσκηθέες καὶ ἄνουσοι
ἥμεθα, τὰς δ᾿ ἄνεμός τε κυβερνῆταί τ᾿ ἴθυνον.
«πεμπταῖοι δ᾿ Αἴγυπτον ἐϋρρείτην ἱκόμεσθα,
στῆσα δ᾿ ἐν Αἰγύπτῳ ποταμῷ νέας ἀμφιελίσσας.
ἔνθ᾿ ἦ τοι μὲν ἐγὼ κελόμην ἐρίηρας ἑταίρους
δεν έπαθε᾿ γεροί κι ανέβλαβοι καθόμαστε, τι εκείνα
καλά τα κυβερνούσαν οι άνεμοι κι οι τιμονιέροι μόνο.
Σε πέντε μέρες κιόλας φτάσαμε στον ωριορεματάρη
το Νείλο ποταμό, κι αράξαμε τα δρεπανόγυρτά μας
καράβια εκεί᾿ κι εγώ παράγγελνα στους γκαρδιακούς συντρόφους
260 αὐτοῦ πὰρ νήεσσι μένειν καὶ νῆας ἔρυσθαι,
ὀπτῆρας δὲ κατὰ σκοπιὰς ὤτρυνα νέεσθαι:
οἱ δ᾿ ὕβρει εἴξαντες, ἐπισπόμενοι μένεϊ σφῷ,
αἶψα μάλ᾿ Αἰγυπτίων ἀνδρῶν περικαλλέας ἀγροὺς
πόρθεον, ἐκ δὲ γυναῖκας ἄγον καὶ νήπια τέκνα,
στ᾿ άρμενα πλάι να μένουν, τ᾿ άρμενα στο νου τους πάντα να 'χουν,
και βίγλες τις κορφές επρόσταξα να πιάσουν ένα γύρο.
Μα αυτοί το παραπηραν πάνω τους, και στην αποκοτιά τους
των Αιγυπτίων τα πλούσια χτήματα κινούσαν να πατήσουν,
και σέρναν σκλάβες τις γυναίκες τους και τα μικρά παιδιά τους,
265 αὐτούς τ᾿ ἔκτεινον: τάχα δ᾿ ἐς πόλιν ἵκετ᾿ ἀϋτή.
οἱ δὲ βοῆς ἀί̈οντες ἅμ᾿ ἠοῖ φαινομένηφιν
ἦλθον: πλῆτο δὲ πᾶν πεδίον πεζῶν τε καὶ ἵππων
χαλκοῦ τε στεροπῆς: ἐν δὲ Ζεὺς τερπικέραυνος
φύζαν ἐμοῖς ἑτάροισι κακὴν βάλεν, οὐδέ τις ἔτλη
και σκότωναν κι αυτούς. Μα ως έφτασε γοργά η βοή στην πόλη,
εκείνοι ακούγοντας το κάλεσμα χαράματα πρόφτασαν,
κι ευτύς ο κάμπος όλος γέμισε πεζούς κι αμαξολάτες,
και τα χαλκένια άστραφταν άρματα. Στους συντρόφους μου τότε
φύτεψε ο Δίας ο κεραυνόχαρος δείλια κακή, κι ουτ᾿ ένας
270 μεῖναι ἐναντίβιον: περὶ γὰρ κακὰ πάντοθεν ἔστη.
ἔνθ᾿ ἡμέων πολλοὺς μὲν ἀπέκτανον ὀξέϊ χαλκῷ,
τοὺς δ᾿ ἄναγον ζωούς, σφίσιν ἐργάζεσθαι ἀνάγκῃ.
αὐτὰρ ἐμοὶ Ζεὺς αὐτὸς ἐνὶ φρεσὶν ὧδε νόημα
ποίησ'--ὡς ὄφελον θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν
μπρος στον οχτρό εκρατήθη, τι ο χαμός μας είχε ζώσει ολούθε.
Εκεί πολλούς δικούς μας σκότωσαν με τα χαλκά κοντάρια
τους άλλους ζωντανούς τους έσερναν, να τους δουλεύουν σκλάβοι.
Μα εμένα ο Δίας ατός του μου 'βαλε στα φρένα αυτή τη γνώμη —
κι όμως μακάρι εκεί να πέθαινα, να μ᾿ είχε πάρει ο Χάρος
275 αὐτοῦ ἐν Αἰγύπτῳ: ἔτι γάρ νύ με πῆμ᾿ ὑπέδεκτο--
αὐτίκ᾿ ἀπὸ κρατὸς κυνέην εὔτυκτον ἔθηκα
καὶ σάκος ὤμοιϊν, δόρυ δ᾿ ἔκβαλον ἔκτοσε χειρός:
αὐτὰρ ἐγὼ βασιλῆος ἐναντίον ἤλυθον ἵππων
καὶ κύσα γούναθ᾿ ἑλών: ὁδ᾿ ἐρύσατο καί μ᾿ ἐλέησεν,
στην Αίγυπτο, τι με περίμεναν πολλά τυράννια ακόμα!
Την κεφαλή απ᾿ το κράνος γύμνωσα το στέριο, και τους ώμους
απ᾿ το σκουτάρι, το κοντάρι μου να πέσει κάτω αφήκα,
κι ήρθα αντικρύ στου ρήγα τ᾿ άλογα, τα γόνατα του πιάνω
και τα φιλώ᾿ κι αυτός με γλίτωσε και μ᾿ άφησε να ζήσω,
280 ἐς δίφρον δέ μ᾿ ἕσας ἄγεν οἴκαδε δάκρυ χέοντα.
ἦ μέν μοι μάλα πολλοὶ ἐπήϊσσον μελίῃσιν,
ἱέμενοι κτεῖναι--δὴ γὰρ κεχολώατο λίην--
ἀλλ᾿ ἀπὸ κεῖνος ἔρυκε, Διὸς δ᾿ ὠπίζετο μῆνιν
ξεινίου, ὅς τε μάλιστα νεμεσσᾶται κακὰ ἔργα.
κι απά στο αμάξι του θρηνάμενο με πήγε στο παλάτι.
Πλήθος ωστόσο πάνω μου έριχναν με φράξινα κοντάρια,
στην άγρια μάνητα τους θέλοντας να με σκοτώσουν οι άλλοι'
όμως εκείνος δεν τους άφηνε, τι είχε του Δία το φόβο,
τους ξένους που φυλάει και τ᾿ άνομα τόνε ξοργίζουν έργα.
285 ὣ«ἔνθα μὲν ἑπτάετες μένον αὐτόθι, πολλὰ δ᾿ ἄγειρα
χρήματ᾿ ἀν᾿ Αἰγυπτίους ἄνδρας: δίδοσαν γὰρ ἅπαντες.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ ὄγδοόν μοι ἐπιπλόμενον ἔτος ἦλθεν,
δὴ τότε Φοῖνιξ ἦλθεν ἀνὴρ ἀπατήλια εἰδώς,
τρώκτης, ὃς δὴ πολλὰ κάκ᾿ ἀνθρώποισιν ἐώργει:
Χρόνους εφτά κει πέρα απόμεινα, κι είχα μαζέψει πλούτη
μέσα στην Αίγυπτο γυρίζοντας, γιατί όλοι μου χάριζαν.
Μα στου καιρού το κυκλογύρισμα τα οχτώ σαν ήρθαν χρόνια,
απ᾿ τη Φοινίκη κάποιος έφτασε, στους δόλους κατεχάρης,
κορμί χαμένο, που᾿ χε αρίφνητα κακά στον κόσμο κάνει.
290 ὅς μ᾿ ἄγε παρπεπιθὼν ᾗσι φρεσίν, ὄφρ᾿ ἱκόμεσθα
Φοινίκην, ὅθι τοῦ γε δόμοι καὶ κτήματ᾿ ἔκειτο.
ἔνθα παρ᾿ αὐτῷ μεῖνα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο
ἄψ περιτελλομένου ἔτεος καὶ ἐπήλυθον ὧραι,
Τα λόγια του το νου μου πλάνεψαν και ξεκινούμε αντάμα
για τη Φοινίκη, όπου του βρίσκουνταν και βιος πολύ και σπίτια.
Ακέριος ένας χρόνος πέρασε που 'μεινα εκεί κοντά του᾿
όμως οι μέρες πια σα διάβηκαν και κύλησαν οι μήνες
κι ο χρόνος γύρισε κι ήρθε άνοιξη ξανά στην πλάση, τότε
295 ἐς Λιβύην μ᾿ ἐπὶ νηὸς ἐέσσατο ποντοπόροιο
ψεύδεα βουλεύσας, ἵνα οἱ σὺν φόρτον ἄγοιμι,
κεῖθι δέ μ᾿ ὡς περάσειε καὶ ἄσπετον ὦνον ἕλοιτο.
τῷ ἑπόμην ἐπὶ νηός, ὀϊόμενός περ, ἀνάγκῃ.
ἡ δ᾿ ἔθεεν Βορέῃ ἀνέμῳ ἀκραέϊ καλῷ,
στο πελαγόδρομο καράβι του για τη Λιβύα με πήρε,
και με γελούσε, τάχα αντάμα του φορτίο θα κουβαλούσα,
μα αλήθεια είχε στο νου πουλώντας με περίσσια να κερδίσει.
Εγώ τι θα γενεί το μάντευα, μα ακλούθηξα απ᾿ ανάγκη᾿
και το άρμενο με πρίμο αρμένιζε βοριά᾿ δεξιά κι αλάργα
300 μέσσον ὑπὲρ Κρήτης: Ζεὺς δέ σφισι μήδετ᾿ ὄλεθρον.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ Κρήτην μὲν ἐλείπομεν, οὐδέ τις ἄλλη
φαίνετο γαιάων, ἀλλ᾿ οὐρανὸς ἠδὲ θάλασσα,
δὴ τότε κυανέην νεφέλην ἔστησε Κρονίων
νηὸς ὕπερ γλαφυρῆς, ἤχλυσε δὲ πόντος ὑπ᾿ αὐτῆς.
χάραζε η Κρήτη᾿ ωστόσο θάνατο τους μελετούσε ο Δίας᾿
τι πια την Κρήτη ως πίσω αφήκαμε κι ουδέ φαινόταν άλλη
στεριά τρογύρα, μόνο η θάλασσα τον ουρανό να σμίγει,
στύλωσε πάνω απ᾿ το καράβι μας ο γιος του Κρόνου ξάφνου
σύγνεφο μαύρο, που σκοτείνιασε το πέλαγο άκρη ως άκρη'
305 Ζεὺς δ᾿ ἄμυδις βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηὶ̈ κεραυνόν:
ἡ δ᾿ ἐλελίχθη πᾶσα Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ,
ἐν δὲ θεείου πλῆτο: πέσον δ᾿ ἐκ νηὸς ἅπαντες.
οἱ δὲ κορώνῃσιν ἴκελοι περὶ νῆα μέλαιναν
κύμασιν ἐμφορέοντο: θεὸς δ᾿ ἀποαίνυτο νόστον.
μαζί κι ο Δίας βροντάει και τ᾿ άρμενο χτυπά με αστροπελέκι,
κι αυτό απ᾿ του Δία τ᾿ αστραποπέλεκο στρουφοτινάχτη ακέριο
και θειάφι εμύρισε, κι ως πέσαμε μεμιάς απ᾿ το καράβι,
ίδια κουρούνες οι άλλοι στ᾿ άρμενο τρογύρα παράδερναν
στο κύμα, μα ο θεός τους έκοψε του γυρισμού τη στράτα.
310 αὐτὰρ ἐμοὶ Ζεὺς αὐτός, ἔχοντί περ ἄλγεα θυμῷ,
ἱστὸν ἀμαιμάκετον νηὸς κυανοπρῴροιο
ἐν χείρεσσιν ἔθηκεν, ὅπως ἔτι πῆμα φύγοιμι.
τῷ ῥα περιπλεχθεὶς φερόμην ὀλοοῖς ἀνέμοισιν.
ἐννῆμαρ φερόμην, δεκάτῃ δέ με νυκτὶ μελαίνῃ
Εμένα ο Δίας, καθώς δοκίμαζα τόσους καημούς, ατός του
του γαλαζόπλωρου πλεούμενου το τρίψηλο κατάρτι
στα χέρια μου 'ριξε, το θάνατο για να ξεφύγω πάλε.
Πιασμένος πάνω του παράδερνα μ᾿ ενάντιους τους ανέμους
μέρες εννιά᾿ στις δέκα μ᾿ έριξε στων Θεσπρωτών τη χώρα
315 γαίῃ Θεσπρωτῶν πέλασεν μέγα κῦμα κυλίνδον.
ἔνθα με Θεσπρωτῶν βασιλεὺς ἐκομίσσατο Φείδων
ἥρως ἀπριάτην: τοῦ γὰρ φίλος υἱὸς ἐπελθὼν
αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον ἦγεν ἐς οἶκον,
χειρὸς ἀναστήσας, ὄφρ᾿ ἵκετο δώματα πατρός:
κύμα μεγάλο, στρουφοκύλιστο, στη μαύρη μέσα νύχτα.
Κει πέρα ο ξακουσμένος Φείδωνας, των Θεσπρωτών ο ρήγας,
με δέχτη ως φίλος αξαγόραστα᾿ τι ως ήμουν δαμασμένος
από την πάχνη και τον κάματο, με σήκωσεν ο γιος του
από το χέρι και στου κύρη του με πήγε το παλάτι,
320 ἀμφὶ δέ με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν.
«ἔνθ᾿ Ὀδυσῆος ἐγὼ πυθόμην: κεῖνος γὰρ ἔφασκε
ξεινίσαι ἠδὲ φιλῆσαι ἰόντ᾿ ἐς πατρίδα γαῖαν,
καί μοι κτήματ᾿ ἔδειξεν ὅσα ξυναγείρατ᾿ Ὀδυσσεύς,
χαλκόν τε χρυσόν τε πολύκμητόν τε σίδηρον.
και ρούχα να φορέσω μου᾿ δωκε, χλαμύδα και χιτώνα.
Κει πέρα τ᾿ όνομα πρωτόπεσε στ᾿ αφτιά μου του Οδυσσέα᾿
τον είχε ο ρήγας, στην πατρίδα του καθώς γυρνούσε εκείνος,
φιλοκονέψει λέει᾿ και μου 'δειχνε το συναγμένο βιος του,
χρυσάφι και χαλκό και σίδερο με κόπο δουλεμένο'
325 καί νύ ἐς δεκάτην γενεὴν ἕτερόν γ᾿ ἔτι βόσκοι:
τόσσα οἱ ἐν μεγάροις κειμήλια κεῖτο ἄνακτος.
τὸν δ᾿ ἐς Δωδώνην φάτο βήμεναι, ὄφρα θεοῖο
ἐκ δρυὸς ὑψικόμοιο Διὸς βουλὴν ἐπακούσαι,
ὅππως νοστήσει᾿ Ἰθάκης ἐς πίονα δῆμον
γενιές ακέριες δέκα θα 'φταναν να θρέψουν όλα τούτα᾿
τόσο μεγάλο βιος τον πρόσμενε στου ρήγα το παλάτι.
Προσώρας στη Δωδώνη, μου 'λεγε, βρισκόταν, για να πάρει
βουλή απ᾿ το Δία, το δρυ του ακούγοντας τον ψηλοφουντωμένο,
μετά από τόσα χρόνια που 'λειψε, το πως θα γύρναε πίσω,
330 ἤδη δὴν ἀπεών, ἢ ἀμφαδὸν ἦε κρυφηδόν.
ὤμοσε δὲ πρὸς ἔμ᾿ αὐτόν, ἀποσπένδων ἐνὶ οἴκῳ,
νῆα κατειρύσθαι καὶ ἐπαρτέας ἔμμεν ἑταίρους,
οἳ δή μιν πέμψουσι φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν.
ἀλλ᾿ ἐμὲ πρὶν ἀπέπεμψε: τύχησε γὰρ ἐρχομένη νηῦς
κρυφά για φανερά, στα χώματα τα πλούσια της Ιθάκης.
Στον ίδιο εμένα ορκίστη, ως έκανε σπονδή στο αρχοντικό του,
πως είχαν ρίξει κιόλας τ᾿ άρμενο στο κύμα, κι οι σύντροφοι
πρόσμεναν έτοιμοι, στον τόπο του τον Οδυσσέα να πάνε.
εμένα μ᾿ έστειλε πρωτύτερα, τι βρέθηκε καράβι
335 ἀνδρῶν Θεσπρωτῶν ἐς Δουλίχιον πολύπυρον.
ἔνθ᾿ ὅ γέ μ᾿ ἠνώγει πέμψαι βασιλῆϊ Ἀκάστῳ
ἐνδυκέως: τοῖσιν δὲ κακὴ φρεσὶν ἥνδανε βουλὴ
ἀμφ᾿ ἐμοί, ὄφρ᾿ ἔτι πάγχυ δύης ἐπὶ πῆμα γενοίμην.
ἀλλ᾿ ὅτε γαίης πολλὸν ἀπέπλω ποντοπόρος νηῦς,
θεσπρωτικό για το πολύσταρο Δουλίχιο να σαλπάρει.
Κει πέρα να με παν στον Άκαστο το ρήγα δίχως άλλο
τους πρόσταξε᾿ μα αυτοί μελέτησαν κακιά βουλή στα φρένα
για μένα, για να μπλέξω πιότερο στης συφοράς το δίχτυ.
Μόλις το πλοίο το πελαγόδρομο βαθιά ξανοίχτη, εκείνοι
340 αὐτίκα δούλιον ἦμαρ ἐμοὶ περιμηχανόωντο.
ἐκ μέν με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματ᾿ ἔδυσαν,
ἀμφὶ δέ μοι ῥάκος ἄλλο κακὸν βάλον ἠδὲ χιτῶνα,
ῥωγαλέα, τὰ καὶ αὐτὸς ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὅρηαι:
ἑσπέριοι δ᾿ Ἰθάκης εὐδειέλου ἔργ᾿ ἀφίκοντο.
μηχανεύτηκαν δίχως άργητα τη μέρα της σκλαβιάς μου᾿
τα που φορούσα ρούχα μου 'βγαλαν, χλαμύδα και χιτώνα,
κι άλλο χιτώνα και παλιόρουχα μου δώκαν να φορέσω,
όλα ξεσκίδια᾿ με τα μάτια σου τα βλέπεις τώρα ομπρός σου.
Το βράδυ, στα χωράφια ως έφτασαν της ξέφαντης Ιθάκης,
345 ἔνθ᾿ ἐμὲ μὲν κατέδησαν ἐϋσσέλμῳ ἐνὶ νηὶ̈
ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ στερεῶς, αὐτοὶ δ᾿ ἀποβάντες
ἐσσυμένως παρὰ θῖνα θαλάσσης δόρπον ἕλοντο.
αὐτὰρ ἐμοὶ δεσμὸν μὲν ἀνέγναμψαν θεοὶ αὐτοὶ
ῥηϊδίως: κεφαλῇ δὲ κατὰ ῥάκος ἀμφικαλύψας,
πρώτα στο πλοίο το καλοκούβερτο γνοιάστηκαν να με δέσουν
γερά μ᾿ ένα σκοινί καλόστριφτο, μετά πήδησαν όξω
όλο βιασύνη, στο περίγιαλο το δείπνο να συντάξουν.
Μα ατοί τους οι θεοί μου ξέλυσαν τον κόμπο δίχως κόπο,
και τότε εγώ τα κουρελόρουχα τυλίγω στο κεφάλι,
350 ξεστὸν ἐφόλκαιον καταβὰς ἐπέλασσα θαλάσσῃ
στῆθος, ἔπειτα δὲ χερσὶ διήρεσσ᾿ ἀμφοτέρῃσι
νηχόμενος, μάλα δ᾿ ὦκα θύρηθ᾿ ἔα ἀμφὶς ἐκείνων.
ἔνθ᾿ ἀναβάς, ὅθι τε δρίος ἦν πολυανθέος ὕλης,
κείμην πεπτηώς. οἱ δὲ μεγάλα στενάχοντες
κι απ᾿ το τιμόνι κάτω εγλίστρησα, κι ακούμπησα στο κύμα
το στήθος, κι άνοιξα τα χέρια μου και κίνησα να πλέκω'
και στη στεριά σε λίγο βρέθηκα, μακριά από κείνους, κι όξω
σε λόγγο βγαίνω λουλουδόσπαρτο και πλάγιασα κει μέσα
ένα κουβάρι᾿ πήραν κι έτρεχαν εκείνοι συχυσμένοι
355 φοίτων: ἀλλ᾿ οὐ γάρ σφιν ἐφαίνετο κέρδιον εἶναι
μαίεσθαι προτέρω, τοὶ μὲν πάλιν αὖτις ἔβαινον
νηὸς ἔπι γλαφυρῆς: ἐμὲ δ᾿ ἔκρυψαν θεοὶ αὐτοὶ
ῥηϊδίως, καί με σταθμῷ ἐπέλασσαν ἄγοντες
ἀνδρὸς ἐπισταμένου: ἔτι γάρ νύ μοι αἶσα βιῶναι.»
γυρεύοντας με, μα τους φάνηκε το πιο καλό πως είναι
πιο πέρα να μην ψάξουν. Στ᾿ άρμενο λοιπόν γυρνούν και μπαίνουν
και ξεκινούν μα εμένα μ᾿ έκρυψαν με δίχως κόπο ατοί τους
οι αθάνατοι θεοί και μ᾿ έφεραν σε ανθρώπου μυαλωμένου
τη μάντρα τώρα᾿ θα 'ναι, φαίνεται, γραφτό να ζήσω ακόμα!»
360 τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα:
«ἆ δειλὲ ξείνων, ἦ μοι μάλα θυμὸν ὄρινας
ταῦτα ἕκαστα λέγων, ὅσα δὴ πάθες ἠδ᾿ ὅσ᾿ ἀλήθης.
ἀλλὰ τά γ᾿ οὐ κατὰ κόσμον ὀί̈ομαι, οὐδέ με πείσεις
εἰπὼν ἀμφ᾿ Ὀδυσῆϊ: τί σε χρὴ τοῖον ἐόντα
Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και του 'πες:
«Ξένε τρισάμοιρε, ξεσήκωσες περίσσια την καρδιά μου
τις συφορές σου ανιστορώντας μου, τα παραδέρματά σου.
Μα λέω πιο πριν σωστά δε μίλησες, πως του Οδυσσέα μαντάτα
μας φέρνεις᾿ δεν πιστεύω! Μου 'φταναν τα πάθη τα δικά σου.
365 μαψιδίως ψεύδεσθαι; ἐγὼ δ᾿ εὖ οἶδα καὶ αὐτὸς
νόστον ἐμοῖο ἄνακτος, ὅ τ᾿ ἤχθετο πᾶσι θεοῖσι
πάγχυ μάλ᾿, ὅττι μιν οὔ τι μετὰ Τρώεσσι δάμασσαν
ἠὲ φίλων ἐν χερσίν, ἐπεὶ πόλεμον τολύπευσε.
τῷ κέν οἱ τύμβον μὲν ἐποίησαν Παναχαιοί,
Γιατί να πεις του κάκου ψέματα; Δεν ξέρω λες κι ατός μου
πως δε γυρίζει πίσω ο αφέντης μου; Τον μίσησαν περίσσια
όλοι οι θεοί, που δεν τον σκότωσαν πιο πριν στης Τροίας τα μέρη,
μηδέ, σαν τέλεψε τον πόλεμο, στα χέρια των δικών του.
Οι Αργίτες όλοι θα του σήκωναν τρανό μνημούρι τότε,
370 ἠδέ κε καὶ ᾧ παιδὶ μέγα κλέος ἤρατ᾿ ὀπίσσω
νῦν δέ μιν ἀκλειῶς ἅρπυιαι ἀνηρείψαντο.
αὐτὰρ ἐγὼ παρ᾿ ὕεσσιν ἀπότροπος: οὐδὲ πόλινδε
ἔρχομαι, εἰ μή πού τι περίφρων Πηνελόπεια
ἐλθέμεν ὀτρύνῃσιν, ὅτ᾿ ἀγγελίη ποθὲν ἔλθῃ.
κι ακόμα η δόξα του θ᾿ απόμενε κληρονομιά στο γιο του.
Μα τώρα αδόξαστο τον άρπαξαν οι Λάμιες του θανάτου'
κι εγώ τραβήχτηκα φυλάγοντας τους χοίρους᾿ δεν πηγαίνω
ποτέ στη χώρα, ξον αν είδηση τύχει από κάπου κι έρθει
και στείλει η Πηνελόπη η φρόνιμη και πει πως με γυρεύει.
375 ἀλλ᾿ οἱ μὲν τὰ ἕκαστα παρήμενοι ἐξερέουσιν,
ἠμὲν οἳ ἄχνυνται δὴν οἰχομένοιο ἄνακτος,
ἠδ᾿ οἳ χαίρουσιν βίοτον νήποινον ἔδοντες:
ἀλλ᾿ ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι,
ἐξ οὗ δή μ᾿ Αἰτωλὸς ἀνὴρ ἐξήπαφε μύθῳ,
Εκεί κοντά στον ξένο κάθουνται και τον ψιλορωτούνε,
άλλοι θλιμμένοι για το ρήγα τους που χρόνισε στα ξένα,
κι άλλοι χαρούμενοι, που αγδίκιωτα τα πλούτη του ρημάζουν.
Μα εγώ μηδέ ξετάζω τίποτε μηδέ ρωτώ, από τότε
που ήρθε ένας Αιτωλός και μ᾿ έπαιξε᾿ τι είχε σκοτώσει κάποιον,
380 ὅς ῥ᾿ ἄνδρα κτείνας, πολλὴν ἐπὶ γαῖαν ἀληθείς,
ἦλθεν ἐμὰ πρὸς δώματ': ἐγὼ δέ μιν ἀμφαγάπαζον.
φῆ δέ μιν ἐν Κρήτεσσι παρ᾿ Ἰδομενῆϊ ἰδέσθαι
νῆας ἀκειόμενον, τάς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι:
καὶ φάτ᾿ ἐλεύσεσθαι ἢ ἐς θέρος ἢ ἐς ὀπώρην,
κι αφού παράδειρε γυρίζοντας σε πλήθος χώρες, ήρθε
και στο μαντρί μου᾿ κι όπως κοίταζα να τον καλοσκαμνίσω,
στην Κρήτη πως τον είδε μου 'λεγε να σιάζει τα καράβια
που του κακόπαθαν στις θάλασσες, στου Ιδομενέα το σπίτι.
Για θέρος για ψιμοκαλόκαιρο κοντά μας θα γυρνούσε
385 πολλὰ χρήματ᾿ ἄγοντα, σὺν ἀντιθέοις ἑτάροισι.
καὶ σύ, γέρον πολυπενθές, ἐπεί σέ μοι ἤγαγε δαίμων,
μήτε τί μοι ψεύδεσσι χαρίζεο μήτε τι θέλγε:
οὐ γὰρ τοὔνεκ᾿ ἐγώ σ᾿ αἰδέσσομαι οὐδὲ φιλήσω,
ἀλλὰ Δία ξένιον δείσας αὐτόν τ᾿ ἐλεαίρων.»
με τους ισόθεους λέει συντρόφους του, στα πλούτη φορτωμένος.
Και συ, κατακαημένε γέροντα, μια κι ο θεός σε φέρνει,
μη με πλανάς, μη θες με ψέματα να με καλοκαρδίσεις᾿
δεν είν᾿ γι᾿ αυτό που την αγάπη μου και την τιμή μου θα 'χεις'
τον ξένιο Δία φοβούμαι κι ένιωσα συμπόνια και για σένα.»
390 τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς
«ἦ μάλα τίς τοι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἄπιστος,
οἷόν σ᾿ οὐδ᾿ ὀμόσας περ ἐπήγαγον οὐδέ σε πείθω.
ἀλλ᾿ ἄγε νῦν ῥήτρην ποιησόμεθ': αὐτὰρ ὄπισθε
μάρτυροι ἀμφοτέροισι θεοί, τοὶ Ὄλυμπον ἔχουσιν.
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
«Στα στήθια σου η καρδιά σε τίποτε δε δίνει πίστη αλήθεια,
αφού και με όρκο μου δεν μπόρεσα τη γνώμη σου ν᾿ αλλάξω.
Μον᾿ έλα, στοίχημα να βάλουμε, κι ας είναι απάνωθέ μας
οι αθάνατοι που ζουν στον Όλυμπο και για τους δυο μαρτύροι:
395 εἰ μέν κεν νοστήσῃ ἄναξ τεὸς ἐς τόδε δῶμα,
ἕσσας με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα πέμψαι
Δουλίχιόνδ᾿ ἰέναι, ὅθι μοι φίλον ἔπλετο θυμῷ:
εἰ δέ κε μὴ ἔλθῃσιν ἄναξ τεὸς ὡς ἀγορεύω,
δμῶας ἐπισσεύας βαλέειν μεγάλης κατὰ πέτρης,
Αν τύχει και διαγείρει ο αφέντης σου στο σπίτι τούτο πίσω,
ρούχα να βάλω δώσε απάνω μου, χλαμύδα και χιτώνα,
και πέρα στο Δουλίχιο στείλε με, σαν που ποθεί η καρδιά μου'
μα αν δε γυρίσει πίσω ο αφέντης σου, καθώς σου λέω, να βάλεις
τους δούλους σου από βράχο τρίψηλο να με γκρεμίσουν κάτω,
400 ὄφρα καὶ ἄλλος πτωχὸς ἀλεύεται ἠπεροπεύειν.»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσεφώνεε δῖος ὑφορβός:
«ξεῖν᾿, οὕτω γάρ κέν μοι ἐϋκλείη τ᾿ ἀρετή τε
εἴη ἐπ᾿ ἀνθρώπους ἅμα τ᾿ αὐτίκα καὶ μετέπειτα,
ὅς σ᾿ ἐπεὶ ἐς κλισίην ἄγαγον καὶ ξείνια δῶκα,
για να φοβάται κι άλλος ζήτουλας ψευτιές να κατεβάζει.»
Κι ο θείος χοιροβοσκός του μίλησε κι απηλογιά του δίνει:
«Όνομα, ξένε, λέω πως θα 'βγαζα καλό, θα με τιμούσεν
ο κόσμος — τωρινοί, μελλούμενοι — το στοίχημα αν δεχόμουν!
Να σε δεχτώ μες στο καλύβι μου, να σε καλοσκαμνίσω,
405 αὖτις δὲ κτείναιμι φίλον τ᾿ ἀπὸ θυμὸν ἑλοίμην:
πρόφρων κεν δὴ ἔπειτα Δία Κρονίωνα λιτοίμην.
νῦν δ᾿ ὥρη δόρποιο: τάχιστά μοι ἔνδον ἑταῖροι
εἶεν, ἵν᾿ ἐν κλισίῃ λαρὸν τετυκοίμεθα δόρπον.»
ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
κι αμέσως να σου δώσω θάνατο, να πάρω τη ζωή σου!
Και πια στο Δία τα παρακάλια μου με τι καρδιά θα υψώνω;
Καιρός για δείπνο! Μόνο οι σύντροφοι να φτάναν στο καλύβι
μιαν ώρα αρχύτερα, το δείπνο μας να το γνοιαστούμε πλούσιο.»
Εκείνοι τέτοια συναλλήλως τους σταύρωναν λόγια τότε,
410 ἀγχίμολον δὲ σύες τε καὶ ἀνέρες ἦλθον ὑφορβοί.
τὰς μὲν ἄρα ἔρξαν κατὰ ἤθεα κοιμηθῆναι,
κλαγγὴ δ᾿ ἄσπετος ὦρτο συῶν αὐλιζομενάων
αὐτὰρ ὁ οἷς ἑτάροισιν ἐκέκλετο δῖος ὑφορβός:
«ἄξεθ᾿ ὑῶν τὸν ἄριστον, ἵνα ξείνῳ ἱερεύσω
και να οι χοιροβοσκοί που διάγερναν στη μάντρα με τους χοίρους.
Κι ευτύς, ως πήραν και τους έκλεισαν στις κοίτες να πλαγιάσουν,
αλαλητός ασκώθη αλάγιαστος απ᾿ τα γρυλλίσματά τους.
Κι ο θείος χοιροβοσκός εφώναξε τους συντρόφους του κι είπε:
«Τον πιο καλό απ᾿ τους χοίρους φέρτε μου, να σφάξω για τον ξένο
415 τηλεδαπῷ: πρὸς δ᾿ αὐτοὶ ὀνησόμεθ᾿, οἵ περ ὀϊζὺν
δὴν ἔχομεν πάσχοντες ὑῶν ἕνεκ᾿ ἀργιοδόντων:
ἄλλοι δ᾿ ἡμέτερον κάματον νήποινον ἔδουσιν.»
ὣς ἄρα φωνήσας κέασε ξύλα νηλέϊ χαλκῷ,
οἱ δ᾿ ὗν εἰσῆγον μάλα πίονα πενταέτηρον.
το μακρινό᾿ ας καλοπεράσουμε και μεις, που χρόνια τώρα
τόσα τραβούμε, τους ασπρόδοντους για να φυλάμε χοίρους,
κι άλλοι αξεπλέρωτα τα κόπια μας να τρων και ν᾿ ασωτεύουν.»
Είπε, και πήρε με τον άσπλαχνο χαλκό να κόβει ξύλα,
κι οι άλλοι πολύ παχύ, πεντάχρονο του φέραν μέσα χοίρο,
420 τὸν μὲν ἔπειτ᾿ ἔστησαν ἐπ᾿ ἐσχάρῃ: οὐδὲ συβώτης
λήθετ᾿ ἄρ᾿ ἀθανάτων: φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾿ ἀγαθῇσιν:
ἀλλ᾿ ὅγ᾿ ἀπαρχόμενος κεφαλῆς τρίχας ἐν πυρὶ βάλλεν
ἀργιόδοντος ὑός, καὶ ἐπεύχετο πᾶσι θεοῖσιν
νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε.
και να σταθεί στη στιά τον έσπρωξαν. Μα τους θεούς και τότε
ο θείος χοιροβοσκός δεν ξέχασε στην άδολη καρδιά του,
κι έκαμε αρχή και τρίχες έριχνε στη φλόγα απ᾿ το κεφάλι
του ασπροδοντάτου χοίρου, κι εύχουνταν στους αθανάτους όλους,
να στρέψει πια ο Οδυσσέας στο σπίτι του᾿ μετά με σκίζα, που 'χε
425 κόψε δ᾿ ἀνασχόμενος σχίζῃ δρυός, ἣν λίπε κείων:
τὸν δ᾿ ἔλιπε ψυχή. τοὶ δ᾿ ἔσφαξάν τε καὶ εὗσαν:
αἶψα δέ μιν διέχευαν: ὁ δ᾿ ὠμοθετεῖτο συβώτης,
πάντων ἀρχόμενος μελέων, ἐς πίονα δημόν,
καὶ τὰ μὲν ἐν πυρὶ βάλλε, παλύνας ἀλφίτου ἀκτῇ,
από το δρυ κρατήσει που 'κοψε, παίρνοντας φόρα, δίνει
στο χοίρο μια, κι αυτός σωριάστηκε᾿ κι οι άλλοι γοργά τον σφάξαν,
τον καψάλισαν και τον έκοψαν κι εκείνος πήρε ολούθε
κομμάτια κρέας ωμό και τα 'βαζε σε πλήθιο ξίγκι απάνω'
κι αφού με αλεύρι τα πασπάλισε και τα 'ριξε στις φλόγες,
430 μίστυλλόν τ᾿ ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ᾿ ὀβελοῖσιν ἔπειραν,
ὤπτησάν τε περιφραδέως ἐρύσαντό τε πάντα,
βάλλον δ᾿ εἰν ἐλεοῖσιν ἀολλέα: ἂν δὲ συβώτης
ἵστατο δαιτρεύσων: περὶ γὰρ φρεσὶν αἴσιμα ᾔδη.
καὶ τὰ μὲν ἕπταχα πάντα διεμοιρᾶτο δαί̈ζων:
τ᾿ άλλα τα λιάνισαν, τα πέρασαν στις σούβλες και τα ψήναν
μ᾿ έγνοια πολλή᾿ και σύντας ψήθηκαν κι απ᾿ τη φωτιά τα βγάλαν,
στα κρεατοσάνιδα τα σώριασαν και πήρε να μοιράζει
ο Εύμαιος ορθός, τι αλήθεια κάτεχε της τάβλας τα συνήθια.
Εφτά μερίδες όλο το 'καμε το κρέας, πριχού μοιράσει'
435 τὴν μὲν ἴαν νύμφῃσι καὶ Ἑρμῇ, Μαιάδος υἱεῖ,
θῆκεν ἐπευξάμενος, τὰς δ᾿ ἄλλας νεῖμεν ἑκάστῳ:
νώτοισιν δ᾿ Ὀδυσῆα διηνεκέεσσι γέραιρεν
ἀργιόδοντος ὑός, κύδαινε δὲ θυμὸν ἄνακτος:
καί μιν φωνήσας προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς:
με δέηση μια στην πάντα απίθωσε για τον Ερμή, της Μαίας
το γιο, και τις ξανθιές, και μοίρασε τις άλλες στους συντρόφους'
μα ομπρός στον Οδυσσέα, τιμώντας τον, κοψίδια από την πλάτη
του ασπροδοντάτου χοίρου εσώριαζε, και χαίρουνταν ο ρήγας.
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
440 «αἴθ᾿ οὕτως, Εὔμαιε, φίλος Διὶ πατρὶ γένοιο
ὡς ἐμοί, ὅττι τε τοῖον ἐόντ᾿ ἀγαθοῖσι γεραίρεις.»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα:
«ἔσθιε, δαιμόνιε ξείνων, καὶ τέρπεο τοῖσδε,
οἷα πάρεστι: θεὸς δὲ τὸ μὲν δώσει, τὸ δ᾿ ἐάσει,
«Ο Δίας πατέρας, Εύμαιε, να 'θελε να σου 'χει αγάπη τόση,
σαν όση εγώ, που στην κατάντια μου με νοιάζεσαι έτσι πλούσια!»
Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και του 'πες:
«Πάρε και τρώγε, ξένε δύστυχε, και χάρου ό,τι έχεις μπρος σου
μας κυβερνάει θεού το θέλημα᾿ μια τούτο μας το δίνει,
445 ὅττι κεν ᾧ θυμῷ ἐθέλῃ: δύναται γὰρ ἅπαντα.»
ἦ ῥα καὶ ἄργματα θῦσε θεοῖς αἰειγενέτῃσι,
σπείσας δ᾿ αἴθοπα οἶνον Ὀδυσσῆϊ πτολιπόρθῳ
ἐν χείρεσσιν ἔθηκεν: ὁ δ᾿ ἕζετο ᾗ παρὰ μοίρῃ.
σῖτον δέ σφιν ἔνειμε Μεσαύλιος, ὅν ῥα συβώτης
μια το άλλο μας το αρνιέται, ως του 'δοξε, τι δύνεται τα πάντα.»
Αυτά είπε, κι έκαψε το αγιάτικο το κρέας στους αναιώνιους
θεούς, κρασί φλογάτο εστάλαξε, μετά στον Οδυσσέα
την κούπα πρόσφερε, και κάθισε κι ατός του στο τραπέζι'
στερνά ψωμί ο Μεσαύλιος μοίρασε᾿ τον είχε αγορασμένο
450 αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος,
νόσφιν δεσποίνης καὶ Λαέρταο γέροντος:
πὰρ δ᾿ ἄρα μιν Ταφίων πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν.
οἱ δ᾿ ἐπ᾿ ὀνείαθ᾿ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
ο θείος χοιροβοσκός μονάχος του, κι είχε απ᾿ το βιος του δώσει,
τότε απ᾿ την Τάφο που τον έπαιρνε, σαν πια είχε φύγει ο ρήγας,
χωρίς να το προστάξει η αφέντρα του κι ο γέροντας Λαέρτης.
Κι αυτοί στα ετοιμασμένα αντίκρυ τους φαγιά τα χέρια απλώσαν
και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
455 σῖτον μέν σφιν ἀφεῖλε Μεσαύλιος, οἱ δ᾿ ἐπὶ κοῖτον
σίτου καὶ κρειῶν κεκορημένοι ἐσσεύοντο.
νὺξ δ᾿ ἄρ᾿ ἐπῆλθε κακὴ σκοτομήνιος, ὗε δ᾿ ἄρα Ζεὺς
πάννυχος, αὐτὰρ ἄη Ζέφυρος μέγας αἰὲν ἔφυδρος.
τοῖς δ᾿ Ὀδυσεὺς μετέειπε, συβώτεω πειρητίζων,
πήρε ο Μεσαύλιος και τους σήκωσε τ᾿ απομεινάρια, κι όλοι,
ψωμί και κρέας χορτάτοι, κίνησαν να πάνε να πλαγιάσουν.
Η νύχτα είχε έρθει μαύρη, αφέγγαρη, και πήρε ο Δίας να βρέχει ολονυχτίς᾿
φυσούσε αλάγιαστος κι 'ολο βροχή ο πονέντης'
κι είπε ο Οδυσσέας, τον Εύμαιο θέλοντας να δοκιμάσει, τάχα,
460 εἴ πώς οἱ ἐκδὺς χλαῖναν πόροι, ἤ τιν᾿ ἑταίρων
ἄλλον ἐποτρύνειεν, ἐπεί ἑο κήδετο λίην:
«κέκλυθι νῦν, Εὔμαιε καὶ ἄλλοι πάντες ἑταῖροι,
εὐξάμενός τι ἔπος ἐρέω: οἶνος γὰρ ἀνώγει
ἠλεός, ὅς τ᾿ ἐφέηκε πολύφρονά περ μάλ᾿ ἀεῖσαι
μια και τον γνοιάστη τόσο, θα 'βγαζε μια κάπα να του δώσει,
για τη δικιά του για άλλον σπρώχνοντας από τους συντρόφους του;
«Εύμαιε και σεις σύντροφοι επίλοιποι, το τι θα πω για ακούτε!
Ένα μεγάλο λόγο θα 'λεγα᾿ το παλαβό με σπρώχνει
κρασί᾿ τι αυτό και τον πιο φρόνιμο να τραγουδήσει βάζει,
465 καί θ᾿ ἁπαλὸν γελάσαι, καί τ᾿ ὀρχήσασθαι ἀνῆκε,
καί τι ἔπος προέηκεν ὅ περ τ᾿ ἄρρητον ἄμεινον.
ἀλλ᾿ ἐπεὶ οὖν τὸ πρῶτον ἀνέκραγον, οὐκ ἐπικεύσω.
εἴθ᾿ ὣς ἡβώοιμι βίη τέ μοι ἔμπεδος εἴη,
ὡς ὅθ᾿ ὑπὸ Τροίην λόχον ἤγομεν ἀρτύναντες.
τον κάνει να ξεσπά σε χάχανα, τον σπρώχνει να χορεύει,
να πει και λόγια, που καλύτερα να μην τα ξεστομούσε.
Όμως μια κι άνοιξα το στόμα μου, πια δε θα το κρατήσω.
Αχ, νιος και να 'μουν, αξεθύμαστη τη δύναμη μου να 'χα,
ως τότε που καρτέρι εστήσαμε κάτω απ᾿ της Τροίας το κάστρο!
470 ἡγείσθην δ᾿ Ὀδυσεύς τε καὶ Ἀτρεί̈δης Μενέλαος,
τοῖσι δ᾿ ἅμα τρίτος ἄρχον ἐγών: αὐτοὶ γὰρ ἄνωγον.
ἀλλ᾿ ὅτε δή ῥ᾿ ἱκόμεσθα ποτὶ πτόλιν αἰπύ τε τεῖχος,
ἡμεῖς μὲν περὶ ἄστυ κατὰ ῥωπήϊα πυκνά,
ἂν δόνακας καὶ ἕλος, ὑπὸ τεύχεσι πεπτηῶτες
Ο γιος του Ατρέα Μενέλαος άνοιγε το δρόμο κι ο Οδυσσέας,
κι είχαν καλέσει τρίτο αντάμα τους και μένα ν᾿ αρχηγέψω.
Μα σύντας πια στο κάστρο έφτάσαμε και στα ψηλά τειχιά του
και στα χαμόδεντρα χωθήκαμε, σε βάλτους και καλάμια,
στη γη ξαπλώσαμε, ζαρώνοντας μες στην αρματωσιά μας.
475 κείμεθα. νὺξ δ᾿ ἄρ᾿ ἐπῆλθε κακὴ Βορέαο πεσόντος,
πηγυλίς: αὐτὰρ ὕπερθε χιὼν γένετ᾿ ἠύ̈τε πάχνη,
ψυχρή, καὶ σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος.
ἔνθ᾿ ἄλλοι πάντες χλαίνας ἔχον ἠδὲ χιτῶνας,
εὗδον δ᾿ εὔκηλοι, σάκεσιν εἰλυμένοι ὤμους:
Κι ως έπεσε ο βοριάς, μας πλάκωσε κακιά και παγωμένη
η νύχτα᾿ ως πάχνη σκληρό κι άλιωτο σωριάζουνταν το χιόνι,
που ως έπεφτε έτσι κρύο, κρουστάλλιαζε τρογύρα στα σκουτάρια.
Οι άλλοι, μαζί τους όπως είχανε και κάπες και χιτώνες,
γλυκοκοιμούνταν, και τις πλάτες τους με τα σκουτάρια εσκέπαν
480 αὐτὰρ ἐγὼ χλαῖναν μὲν ἰὼν ἑτάροισιν ἔλειπον
ἀφραδίῃς, ἐπεὶ οὐκ ἐφάμην ῥιγωσέμεν ἔμπης,
ἀλλ᾿ ἑπόμην σάκος οἶον ἔχων καὶ ζῶμα φαεινόν.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τρίχα νυκτὸς ἔην, μετὰ δ᾿ ἄστρα βεβήκει,
καὶ τότ᾿ ἐγὼν Ὀδυσῆα προσηύδων ἐγγὺς ἐόντα
μα εγώ την κάπα στους συντρόφους μου, κινώντας, είχα αφήσει
αστόχαστα᾿ πως θα ξεπάγιαζα δεν πίστευα, και πήγα
φορώντας μόνο το σκουτάρι μου και το λαμπρό το ζώμα.
Μα όντας η νύχτα πια ασπρογάλιαζε κι είχανε γείρει τ᾿ άστρα,
τον Οδυσσέα, που πλάι μου κοίτουνταν, σκουντώ με τον άγκωνα,
485 ἀγκῶνι νύξας: ὁ δ᾿ ἄρ᾿ ἐμμαπέως ὑπάκουσε:
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ,
οὔ τοι ἔτι ζωοῖσι μετέσσομαι, ἀλλά με χεῖμα
δάμναται: οὐ γὰρ ἔχω χλαῖναν: παρά μ᾿ ἤπαφε δαίμων
οἰοχίτων᾿ ἔμεναι: νῦν δ᾿ οὐκέτι φυκτὰ πέλονται.»
κι αφτί μεμιάς εκείνος έστησε, τα λόγια μου ν᾿ ακούσει:
,, Γιέ του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
το κρύο το άποψινό με αφάνισε᾿ πια μη με λογαριάζεις
στους ζωντανούς᾿ θεός με πλάνεψε και ξέχασα την κάπα.
Φορώ μονάχα το χιτώνα μου και γλιτωμό δεν έχω."
490 «ὣς ἐφάμην, ὁ δ᾿ ἔπειτα νόον σχέθε τόνδ᾿ ἐνὶ θυμῷ,
οἷος κεῖνος ἔην βουλευέμεν ἠδὲ μάχεσθαι:
φθεγξάμενος δ᾿ ὀλίγῃ ὀπί με πρὸς μῦθον ἔειπε:
«σίγα νῦν, μή τίς σευ Ἀχαιῶν ἄλλος ἀκούσῃ.»
«ἦ καὶ ἐπ᾿ ἀγκῶνος κεφαλὴν σχέθεν εἶπέ τε μῦθον:
Είπα, κι εκείνου ο νους εδούλευε γοργά και βρήκε τρόπο,
τι στη βουλή καθώς και στ᾿ άρματα το ταίρι του δεν είχε'
σε μένα πρώτα απηλογήθηκε μουρμουριστά και μου 'πε:
,, Σώπα, μην τύχει και το λόγο σου γρικήσει Αργίτης άλλος!
Μετά, ακουμπώντας στον αγκώνα του την κεφαλή, φωνάζει:
495 ‘κλῦτε, φίλοι: θεῖός μοι ἐνύπνιον ἦλθεν ὄνειρος.
λίην γὰρ νηῶν ἑκὰς ἤλθομεν: ἀλλά τις εἴη
εἰπεῖν Ἀτρεί̈δῃ Ἀγαμέμνονι, ποιμένι λαῶν,
εἰ πλέονας παρὰ ναῦφιν ἐποτρύνειε νέεσθαι.’
«ὣς ἔφατ᾿, ὦρτο δ᾿ ἔπειτα Θόας, Ἀνδραίμονος υἱός,
,, Ακούτε, φίλοι! Μου 'ρθεν όνειρο θεϊκό στον ύπνο απάνω'
πολύ μακριά απ᾿ τα πλοία βρεθήκαμε᾿ μονάχα να 'ταν κάποιος
στο γιο του Ατρέα, τον Αγαμέμνονα, να τρέξει, το ρηγάρχη,
να ξεσηκώσει να 'ρθουν πιότεροι δω πέρα απ᾿ τα καράβια.»
Είπε, κι ο Θόας, ο γιος του Αντραίμονα, πετάχτη ορθός με βιάση,
500 καρπαλίμως, ἀπὸ δὲ χλαῖναν θέτο φοινικόεσσαν,
βῆ δὲ θέειν ἐπὶ νῆας: ἐγὼ δ᾿ ἐνὶ εἵματι κείνου
κείμην ἀσπασίως, φάε δὲ χρυσόθρονος Ἠώς.
ὣς νῦν ἡβώοιμι βίη τέ μοι ἔμπεδος εἴη:
δοίη κέν τις χλαῖναν ἐνὶ σταθμοῖσι συφορβῶν,
μα μόλις έριξε από πάνω του την πορφυρή του κάπα
κι έτρεξε πίσω στα καράβια μας, εγώ στο ρούχο εκείνου,
πια ως που᾿ φεξεν η Αυγή η χρυσόθρονη, χαρούμενος κοιμόμουν.
Νιος έτσι να 'μουν κι αξεθύμαστη τη δύναμη μου να 'χα,
και κάποιος στο μαντρί θα μου 'δινε χοιροβοσκός μια κάπα,
505 ἀμφότερον, φιλότητι καὶ αἰδοῖ φωτὸς ἑῆος:
νῦν δέ μ᾿ ἀτιμάζουσι κακὰ χροὶ̈ εἵματ᾿ ἔχοντα.»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα:
«ὦ γέρον, αἶνος μέν τοι ἀμύμων, ὃν κατέλεξας,
οὐδέ τί πω παρὰ μοῖραν ἔπος νηκερδὲς ἔειπες:
σ᾿ έτοιο αντρειωμένο την αγάπη του να δείξει και το σέβας.
Τώρα με τέτοια κουρελόρουχα και ποιος με λογαριάζει!»
Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και του 'πες:
«Μιαν ιστορία μας είπες, γέροντα, χωρίς ψεγάδι αλήθεια,
κι ουτ᾿ ένας λόγος σου για αταίριαστος για δίχως όφελός σου.
510 τῷ οὔτ᾿ ἐσθῆτος δευήσεαι οὔτε τευ ἄλλου,
ὧν ἐπέοιχ᾿ ἱκέτην ταλαπείριον ἀντιάσαντα,
νῦν: ἀτὰρ ἠῶθέν γε τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις.
οὐ γὰρ πολλαὶ χλαῖναι ἐπημοιβοί τε χιτῶνες
ἐνθάδε ἕννυσθαι, μία δ᾿ οἴη φωτὶ ἑκάστῳ.
Γι΄ αυτό και ρούχα θα σου δώσουμε κι ό,τι άλλο ακόμα, απ᾿ όσα
θέλει ένας ξένος που κακόπαθε και φτάνει αναγκεμένος —
γι᾿ απόψε᾿ το πουρνό τυλίγεσαι και πάλε στα κουρέλια'
χιτώνες για αλλαξιά δεν έχουμε κι ουδέ περίσσιες κάπες,
για να φορούμε έδώ᾿ καθένας μας μιαν έχει και τη βάζει.
515 αὐτὰρ ἐπὴν ἔλθῃσιν Ὀδυσσῆος φίλος υἱός,
αὐτός τοι χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα δώσει,
πέμψει δ᾿ ὅππῃ σε κραδίη θυμός τε κελεύει.»
«ὣς εἰπὼν ἀνόρουσε, τίθει δ᾿ ἄρα οἱ πυρὸς ἐγγὺς
εὐνήν, ἐν δ᾿ ὀί̈ων τε καὶ αἰγῶν δέρματ᾿ ἔβαλλεν.
Μα του Οδυσσέα το γιο περίμενε! Μόλις διαγείρει εκείνος,
και κάπα και χιτώνα μόνος του θα σου χαρίσει, κι όπου
καρδιά και νους σε σπρώχνουν, πρόθυμα θα σε καλοστρατίσει.»
Σαν είπε αυτά, πετάχτη κι άρχισε πλάι στη φωτιά να στρώνει,
τομάρια απανωτά σωριάζοντας αρνίσια και γιδίσια᾿
520 ἔνθ᾿ Ὀδυσεὺς κατέλεκτ': ἐπὶ δὲ χλαῖναν βάλεν αὐτῷ
πυκνὴν καὶ μεγάλην, ἥ οἱ παρεκέσκετ᾿ ἀμοιβάς,
ἕννυσθαι ὅτε τις χειμὼν ἔκπαγλος ὄροιτο.
«ὣς ὁ μὲν ἔνθ᾿ Ὀδυσεὺς κοιμήσατο, τοὶ δὲ παρ᾿ αὐτὸν
ἄνδρες κοιμήσαντο νεηνίαι: οὐδὲ συβώτῃ
κι ως πλάγιασε ο Οδυσσέας, τον σκέπασε, μια κάπα ρίχνοντας του
χοντρή, μεγάλη, που τη φύλαγε μαθές να μεταλλάζει,
για να 'χει να φορεί, σαν πλάκωνε πολύ βαρύς χειμώνας.
Έτσι ο Οδυσσέας εκεί κοιμήθηκε, κι οι νιοί βοσκοί κοντά του
κοιμόνταν όμως δεν το θέλησε μαζί τους να πλαγιάσει
525 ἥνδανεν αὐτόθι κοῖτος, ὑῶν ἄπο κοιμηθῆναι,
ἀλλ᾿ ὅ γ᾿ ἄρ᾿ ἔξω ἰὼν ὡπλίζετο: χαῖρε δ᾿ Ὀδυσσεύς,
ὅττι ῥά οἱ βιότου περικήδετο νόσφιν ἐόντος.
πρῶτον μὲν ξίφος ὀξὺ περὶ στιβαροῖς βάλετ᾿ ὤμοις,
ἀμφὶ δὲ χλαῖναν ἑέσσατ᾿ ἀλεξάνεμον, μάλα πυκνήν,
ο θείος χοιροβοσκός, αφήνοντας αφύλαχτους τους χοίρους.
Όξω λοιπόν να βγει αρματώνουνταν, και χάρηκε ο Οδυσσέας,
που τόσο για το βιος του εγνοιάζουνταν, κι ας τον θαρρούσε αλάργα.
Στους στέριους ώμους πρώτα πέρασε το κοφτερό σπαθί του,
κάπα πολύ χοντρή, απ᾿ τον άνεμο να τον φυλάει, τυλιχτή,
530 ἂν δὲ νάκην ἕλετ᾿ αἰγὸς ἐϋτρεφέος μεγάλοιο,
εἵλετο δ᾿ ὀξὺν ἄκοντα, κυνῶν ἀλκτῆρα καὶ ἀνδρῶν.
βῆ δ᾿ ἴμεναι κείων ὅθι περ σύες ἀργιόδοντες
πέτρῃ ὕπο γλαφυρῇ εὗδον, Βορέω ὑπ᾿ ἰωγῇ.
τομάρι ακόμα γίδας σήκωσε τρανής, καλοθρεμμένης,
και κοφτερό κοντάρι παίρνοντας, σκυλιά μακριά κι ανθρώπους
να διώχνει, για το βράχο εκίνησε, που οι χοίροι οι άσπροδοντάτοι,
απ᾿ το βοριά για ν᾿ απαγγειάζουνε, κοιμούνταν κάτωθέ του.