ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -ν-


-13- Ἀὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ,
κηληθμῷ δ᾿ ἔσχοντο κατὰ μέγαρα σκιόεντα.
τὸν δ᾿ αὖτ᾿ Ἀλκίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε:
«ὦ Ὀδυσεῦ, ἐπεὶ ἵκευ ἐμὸν ποτὶ χαλκοβατὲς δῶ,
Αυτά τους έλεε, κι οι άλλοι αμίλητοι, βουβοί δε βγάζαν άχνα,
σα μαγεμένοι από τα λόγια του, στον ισκιερό αντρωνίτη᾿
κι ο Αλκίνοος τότε απηλογήθηκε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
«Στο χαλκοκάτωφλο μια κι έφτασες παλάτι μου, Οδυσσέα,
5 ὑψερεφές, τῷ σ᾿ οὔ τι παλιμπλαγχθέντα γ᾿ ὀί̈ω
ἂψ ἀπονοστήσειν, εἰ καὶ μάλα πολλὰ πέπονθας.
ὑμέων δ᾿ ἀνδρὶ ἑκάστῳ ἐφιέμενος τάδε εἴρω,
ὅσσοι ἐνὶ μεγάροισι γερούσιον αἴθοπα οἶνον
αἰεὶ πίνετ᾿ ἐμοῖσιν, ἀκουάζεσθε δ᾿ ἀοιδοῦ.
το αψηλοτάβανο, στον τόπο σου χωρίς να παραδείρεις
λέω θα γυρίσεις πια, κι ας έσυρες πολλά τυράννια ως τώρα.
Μα σεις οι αρχόντοι, που φλογόμαυρο κρασί για βασιλιάδες
κερνιέστε πάντα στο παλάτι μου, και κάθεστε κι ακούτε
τον τραγουδάρη, αφουγκραστείτε μου, να πω τους ορισμούς μου:
10 εἵματα μὲν δὴ ξείνῳ ἐϋξέστῃ ἐνὶ χηλῷ
κεῖται καὶ χρυσὸς πολυδαίδαλος ἄλλα τε πάντα
δῶρ᾿, ὅσα Φαιήκων βουληφόροι ἐνθάδ᾿ ἔνεικαν:
ἀλλ᾿ ἄγε οἱ δῶμεν τρίποδα μέγαν ἠδὲ λέβητα
ἀνδρακάς: ἡμεῖς δ᾿ αὖτε ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον
Στο σκαλιστό σεντούκι βρίσκουνται του ξένου μας τα ρούχα,
το καλοδουλεμένο μάλαμα, μαζί τα δώρα τ᾿ άλλα,
που των Φαιάκων του κουβάλησαν οι πρωτοκεφαλάδες᾿
μα ομπρός, τρανό να του χαρίσουμε τριπόδι και λεβέτι,
κάθε άντρας κι ένα, και μαζώνουμε μετά το αντίμεμά τους
15 τισόμεθ': ἀργαλέον γὰρ ἕνα προικὸς χαρίσασθαι.»
ὣς ἔφατ᾿ Ἀλκίνοος, τοῖσιν δ᾿ ἐπιὴνδανε μῦθος.
οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε ἕκαστος,
ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
νῆάδ᾿ ἐπεσσεύοντο, φέρον δ᾿ εὐήνορα χαλκόν.
απ᾿ το λαό᾿ βαρύ το χάρισμα να πέσει σ᾿ έναν μόνο!»
Αυτά είπε ο Αλκίνοος, κι ως στο λόγο του μετά χαράς συγκλίναν,
για το δικό του σπίτι κίνησε καθένας να πλαγιάσει.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
όλοι με βιάση τον αντρίστικο χαλκό του κουβαλούσαν
20 καὶ τὰ μὲν εὖ κατέθηχ᾿ ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο,
αὐτὸς ἰὼν διὰ νηὸς ὑπὸ ζυγά, μή τιν᾿ ἑταίρων
βλάπτοι ἐλαυνόντων, ὁπότε σπερχοίατ᾿ ἐρετμοῖς.
οἱ δ᾿ εἰς Ἀλκινόοιο κίον καὶ δαῖτ᾿ ἀλέγυνον.
τοῖσι δὲ βοῦν ἱέρευσ᾿ ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο
ως το πλεούμενο. Κι ο αντρόκαρδος Αλκίνοος μπήκε ατός του
και κάτω απ᾿ τα ζυγά τον έστησε του καραβιού, μην τύχει
στους κουπολάτες κι είναι αμπόδισμα, καθώς γοργά θα λάμναν
κι όλοι μετά στου Αλκίνοου τράβηξαν και σύνταζαν το γιόμα.
Βόδι ο τρανός Αλκίνοος έσφαξε στον κύβερνο του κόσμου,
25 Ζηνὶ κελαινεφέϊ Κρονίδῃ, ὃς πᾶσιν ἀνάσσει.
μῆρα δὲ κήαντες δαίνυντ᾿ ἐρικυδέα δαῖτα
τερπόμενοι: μετὰ δέ σφιν ἐμέλπετο θεῖος ἀοιδός,
Δημόδοκος, λαοῖσι τετιμένος. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
πολλὰ πρὸς ἠέλιον κεφαλὴν τρέπε παμφανόωντα,
τον τρανό Δία τον μαυροσύγνεφο, να φαν κι οι καλεσμένοι᾿
και τα μεριά σαν κάψαν, κάθισαν σε αρχοντικό τραπέζι,
κι ο τιμημένος ο Δημόδοκος, ο θείος ο τραγουδάρης,
τους τραγουδούσε εκεί, ως ξεφάντωναν μα εκείνος, ο Οδυσσέας,
στον ήλιο εγύρνα τον ολόλαμπρο συχνά την κεφαλή του,
30 δῦναι ἐπειγόμενος: δὴ γὰρ μενέαινε νέεσθαι.
ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ἀνὴρ δόρποιο λιλαίεται, ᾧ τε πανῆμαρ
νειὸν ἀν᾿ ἕλκητον βόε οἴνοπε πηκτὸν ἄροτρον:
ἀσπασίως δ᾿ ἄρα τῷ κατέδυ φάος ἠελίοιο
δόρπον ἐποίχεσθαι, βλάβεται δέ τε γούνατ᾿ ἰόντι:
να βασιλέψει πια απαντέχοντας, τι είχε καημό να φύγει.
Πως ο ξωμάχος, που το αλέτρι του σε χέρσα γη ολημέρα
τα βόδια τα κρασάτα του 'σερναν, λαχτάρησε το δείπνο,
και χαίρεται η ψυχή του βλέποντας το φως του ήλιου να σβήνει,
να πάει για δείπνο, κι ως ξεκίνησε, λυγούν τα γόνατα του —
35 ὣς Ὀδυσῆ᾿ ἀσπαστὸν ἔδυ φάος ἠελίοιο.
αἶψα δὲ Φαιήκεσσι φιληρέτμοισι μετηύδα,
Ἀλκινόῳ δὲ μάλιστα πιφαυσκόμενος φάτο μῦθον:
«Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν,
πέμπετέ με σπείσαντες ἀπήμονα, χαίρετε δ᾿ αὐτοί:
όμοια ο Οδυσσέας εχάρη βλέποντας το φως του ήλιου να σβήνει,
κι ευτύς στους Φαίακες, τους περίλαμπρους μιλούσε κουπολάτες,
απ᾿ όλους στον Αλκίνοο πιότερο το λόγο του γυρνώντας:
«Αλκίνοε, βασιλιά περίλαμπρε, πια τις σταλιές γνοιαστείτε,
και προβοδάτε με, μα σίγουρα, και γεια χαρά σας όλοι!
40 ἤδη γὰρ τετέλεσται ἅ μοι φίλος ἤθελε θυμός,
πομπὴ καὶ φίλα δῶρα, τά μοι θεοὶ Οὐρανίωνες
ὄλβια ποιήσειαν: ἀμύμονα δ᾿ οἴκοι ἄκοιτιν
νοστήσας εὕροιμι σὺν ἀρτεμέεσσι φίλοισιν.
ὑμεῖς δ᾿ αὖθι μένοντες ἐϋφραίνοιτε γυναῖκας
Τα πάντα τώρα πια ξετέλεψαν, όσα η καρδιά μου επόθει,
και συνοδεία και δώρα ατίμητα, που οι κύβερνοι στα ουράνια
θεοί να τα βλογούν και φτάνοντας στο αρχοντικό μου ας είναι
να βρω το ταίρι μου, κι ανέβλοφους και τους δικούς τους άλλους.
Και πάλι εσείς, εδώ που μνίσκετε, τα τέκνα και τα ταίρια
45 κουριδίας καὶ τέκνα: θεοὶ δ᾿ ἀρετὴν ὀπάσειαν
παντοίην, καὶ μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη.»
ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἐπῄνεον ἠδ᾿ ἐκέλευον
πεμπέμεναι τὸν ξεῖνον, ἐπεὶ κατὰ μοῖραν ἔειπεν.
καὶ τότε κήρυκα προσέφη μένος Ἀλκινόοιο:
τα βλογητά σας να σας χαίρουνται, κι απ᾿ τους θεούς να δείτε
κάθε καλό, μηδέ στον τόπο σας κακό ποτέ να πέσει.»
Είπε, κι αυτοί μαζί του εσύγκλιναν κι αναμεσά τους λέγαν,
τον ξένο, έτσι σωστά που μίλησε, ν᾿ αφήσουν πια να φύγει.
Κι ο Αλκίνοος τότε ο καρτερόψυχος γυρνάει και λέει στον κράχτη:
50 «Ποντόνοε, κρητῆρα κερασσάμενος μέθυ νεῖμον
πᾶσιν ἀνὰ μέγαρον, ὄφρ᾿ εὐξάμενοι Διὶ πατρὶ
τὸν ξεῖνον πέμπωμεν ἑὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»
ὣς φάτο, Ποντόνοος δὲ μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα,
νώμησεν δ᾿ ἄρα πᾶσιν ἐπισταδόν: οἱ δὲ θεοῖσιν
«Ποντόνοε, το κρασί συγκέρασε, κι απ᾿ το κροντήρι σε όλους
μοίραζε γύρα, ευκή να υψώσουμε στο Δία πατέρα πρώτα,
μετά τον ξένο ας προβοδώσουμε στη γη την πατρική του.»
Είπε, κι αυτός κρασί μελόγλυκο συγκέρασε, και πήρε
και σε όλους μοίραζε ζυγώνοντας᾿ κι εκείνοι στους μακάριους
55 ἔσπεισαν μακάρεσσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν,
αὐτόθεν ἐξ ἑδρέων. ἀνὰ δ᾿ ἵστατο δῖος Ὀδυσσεύς,
Ἀρήτῃ δ᾿ ἐν χειρὶ τίθει δέπας ἀμφικύπελλον,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
«χαῖρέ μοι, ὦ βασίλεια, διαμπερές, εἰς ὅ κε γῆρας
θεούς σπονδές εκάμαν, τ᾿ άσωστα που κυβερνούν ουράνια,
από τη θέση εκεί που κάθουνταν. Πετάχτη κι ο Οδυσσέας
κι έβαλε κούπα διπλογούβωτη στο χέρι της Αρήτης
και κράζοντας την ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός της:
«Μόνο χαρές να σε 'βρουν, ρήγισσα, τα γερατιά ως να φτάσουν
60 ἔλθῃ καὶ θάνατος, τά τ᾿ ἐπ᾿ ἀνθρώποισι πέλονται.
αὐτὰρ ἐγὼ νέομαι: σὺ δὲ τέρπεο τῷδ᾿ ἐνὶ οἴκῳ
παισί τε καὶ λαοῖσι καὶ Ἀλκινόῳ βασιλῆϊ.»
ὣς εἰπὼν ὑπὲρ οὐδὸν ἐβήσετο δῖος Ὀδυσσεύς,
τῷ δ᾿ ἅμα κήρυκα προί̈ει μένος Ἀλκινόοιο,
κι ο θάνατος, τι αυτά δε δύνεται θνητός να τα ξεφύγει.
Σου αφήνω γεια! Και συ να χαίρεσαι σε τούτο το παλάτι
το ρήγα Αλκίνοο και τα τέκνα σου και το λαό σου ακέριο.»
Είπε ο Οδυσσέας ο θειος και κίνησε περνώντας το κατώφλι'
κι ο Αλκίνοος ο τρανός ξαπόστειλε μαζί τον κράχτη, να 'μπει
65 ἡγεῖσθαι ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης:
Ἀρήτη δ᾿ ἄρα οἱ δμῳὰς ἅμ᾿ ἔπεμπε γυναῖκας,
τὴν μὲν φᾶρος ἔχουσαν ἐϋπλυνὲς ἠδὲ χιτῶνα,
τὴν δ᾿ ἑτέρην χηλὸν πυκινὴν ἅμ᾿ ὄπασσε κομίζειν:
ἡ δ᾿ ἄλλη σῖτόν τ᾿ ἔφερεν καὶ οἶνον ἐρυθρόν.
μπροστά στο δρόμο για το ακρόγιαλο και το γοργό καράβι.
Κι η Αρήτη πρόσταξε απ᾿ τις σκλάβες της να πάνε τρεις᾿
στο χέρι καλοπλυμένο η μια πανώρουχο κρατούσε και χιτώνα'
κι είπε στη δεύτερη, τη στεριά του να φορτωθεί κασέλα,
κι η άλλη στερνά ψωμί και κόκκινο κρασί του κουβαλούσε.
70 αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἐπὶ νῆα κατήλυθον ἠδὲ θάλασσαν,
αἶψα τά γ᾿ ἐν νηὶ̈ γλαφυρῇ πομπῆες ἀγαυοὶ
δεξάμενοι κατέθεντο, πόσιν καὶ βρῶσιν ἅπασαν:
κὰδ δ᾿ ἄρ᾿ Ὀδυσσῆϊ στόρεσαν ῥῆγός τε λίνον τε
νηὸς ἐπ᾿ ἰκριόφιν γλαφυρῆς, ἵνα νήγρετον εὕδοι,
Κι αφού κατέβηκαν στη θάλασσα και το καράβι εβρήκαν,
τα πήραν οι αντρειωμένοι πρόβοδοι κρασί, θροφές — τα πάντα,
και τ᾿ ακούμπησαν μέσα στ᾿ άρμενο το βαθουλό με βιάση.
Στης πρύμνας την κουβέρτα του άρμενου του βαθουλού ένα πεύκι
κι ένα σεντόνι πήραν κι έστρωσαν, να κοιμηθεί ο Οδυσσέας
75 πρυμνῆς: ἂν δὲ καὶ αὐτὸς ἐβήσετο καὶ κατέλεκτο
σιγῇ: τοὶ δὲ καθῖζον ἐπὶ κληῖ̈σιν ἕκαστοι
κόσμῳ, πεῖσμα δ᾿ ἔλυσαν ἀπὸ τρητοῖο λίθοις.
εὖθ᾿ οἱ ἀνακλινθέντες ἀνερρίπτουν ἅλα πηδῷ,
καὶ τῷ νήδυμος ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτε,
αξύπνητα᾿ κι ατός του ανέβηκε κι απόγειρε στο στρώμα
δίχως μιλιά. Κι οι Φαίακες κάθισαν, καθένας στο κουπί του,
με τάξη, κι απ᾿ το τρύπιο λύσανε λιθάρι την πρυμάτσα'
κι ως πήραν, το κορμί αναγέρνοντας, με τα κουπιά το κύμα
να σκίζουν, ύπνος χύθη ολόγλυκος στα μάτια του Οδυσσέα,
80 νήγρετος, ἥδιστος, θανάτῳ ἄγχιστα ἐοικώς.
ἡ δ᾿, ὥς τ᾿ ἐν πεδίῳ τετράοροι ἄρσενες ἵπποι,
πάντες ἅμ᾿ ὁρμηθέντες ὑπὸ πληγῇσιν ἱμάσθλης,
ὑψόσ᾿ ἀειρόμενοι ῥίμφα πρήσσουσι κέλευθον,
ὣς ἄρα τῆς πρύμνη μὲν ἀείρετο, κῦμα δ᾿ ὄπισθε
βαθύς, αξύπνητος, ο θάνατος θαρρείς τον είχε πάρει.
Κι αυτοί — πως τρέχουν άτια τέσσερα, ζεμένα στο ίδιο αμάξι,
όλα μαζί με πόδια γρήγορα, στου μαστίγιου τους χτύπους,
κι αψηλορθώνουνται στη βιάση τους το δρόμο να τελέψουν —
όμοια κι εκείνου η πρύμνα ορθώνουνταν, και φούσκωνε το κύμα
85 πορφύρεον μέγα θῦε πολυφλοίσβοιο θαλάσσης.
ἡ δὲ μάλ᾿ ἀσφαλέως θέεν ἔμπεδον: οὐδέ κεν ἴρηξ
κίρκος ὁμαρτήσειεν, ἐλαφρότατος πετεηνῶν.
ὣς ἡ ῥίμφα θέουσα θαλάσσης κύματ᾿ ἔταμνεν,
ἄνδρα φέρουσα θεοῖς ἐναλίγκια μήδε᾿ ἔχοντα:
της πολυφούρφουρης της θάλασσας τρανό, κρασάτο, πίσω᾿
κι έτρεχε σίγουρα, ανεκράτητα το πλοίο, μηδέ γεράκι,
το πιο γοργό από τα πετούμενα, δυνόταν να το φτάσει.
Έτσι έσκιζε γοργά τα κύματα δρομώντας το καράβι,
και κουβαλούσε εκείνον που 'μοιαζε με των θεών ο νους του,
90 ὃς πρὶν μὲν μάλα πολλὰ πάθ᾿ ἄλγεα ὃν κατὰ θυμὸν
ἀνδρῶν τε πτολέμους ἀλεγεινά τε κύματα πείρων,
δὴ τότε γ᾿ ἀτρέμας εὗδε, λελασμένος ὅσσ᾿ ἐπεπόνθει.
εὖτ᾿ ἀστὴρ ὑπερέσχε φαάντατος, ὅς τε μάλιστα
ἔρχεται ἀγγέλλων φάος Ἠοῦς ἠριγενείης,
και που είχε χίλια μύρια βάσανα στα περασμένα σύρει
μέσα σε τόσα αντροπαλέματα και κύματα αγριεμένα,
και τώρα γαληνά κοιμότανε, τα πάθη του ξεχνώντας.
Κι ως το άστρο πρόβαλε τ᾿ ολόλαμπρο, που απ᾿ όλα τ᾿ άλλα
πρώτο βγαίνει, το φως της πουρνογέννητης Αυγής για να μηνύσει,
95 τῆμος δὴ νήσῳ προσεπίλνατο ποντοπόρος νηῦς.
Φόρκυνος δέ τίς ἐστι λιμήν, ἁλίοιο γέροντος,
ἐν δήμῳ Ἰθάκης: δύο δὲ προβλῆτες ἐν αὐτῷ
ἀκταὶ ἀπορρῶγες, λιμένος ποτιπεπτηυῖαι,
αἵ τ᾿ ἀνέμων σκεπόωσι δυσαήων μέγα κῦμα
το πελαγόδρομο καράβι τους πια στο νησί είχε φτάσει.
Του Φόρκυνα εκεί πέρα βρίσκεται του θαλασσογερόντου
ο κόρφος᾿ κάβοι δυο δεξόζερβα προβάλλουν στο άνοιγμα του,
ψηλοί κι απόγκρεμοι, μα μέσαθε κατηφορούν ως κάτω,
και τα τρανά αποδιώχνουν κύματα των φοβερών ανέμων
100 ἔκτοθεν: ἔντοσθεν δέ τ᾿ ἄνευ δεσμοῖο μένουσι
νῆες ἐύ̈σσελμοι, ὅτ᾿ ἂν ὅρμου μέτρον ἵκωνται.
αὐτὰρ ἐπὶ κρατὸς λιμένος τανύφυλλος ἐλαίη,
ἀγχόθι δ᾿ αὐτῆς ἄντρον ἐπήρατον ἠεροειδές,
ἱρὸν νυμφάων αἱ νηϊάδες καλέονται.
απόξω᾿ μέσα όσα το δρόμο τους απόσωσαν κι άραξαν
από τα πλοία τα καλοκούβερτα κανένας δεν τα δένει.
Είναι και κάποια ελιά στενόφυλλη στου λιμανιού την κόχη,
και δίπλα της γαλαζοσκότεινο, χαριτωμένο σπήλιο,
ταμένο στις ξανθιές, τρισέβαστο, στις Νεροκόρες. Μέσα
105 ἐν δὲ κρητῆρές τε καὶ ἀμφιφορῆες ἔασιν
λάϊνοι: ἔνθα δ᾿ ἔπειτα τιθαιβώσσουσι μέλισσαι.
ἐν δ᾿ ἱστοὶ λίθεοι περιμήκεες, ἔνθα τε νύμφαι
φάρε᾿ ὑφαίνουσιν ἁλιπόρφυρα, θαῦμα ἰδέσθαι:
ἐν δ᾿ ὕδατ᾿ ἀενάοντα. δύω δέ τέ οἱ θύραι εἰσίν,
θωρείς κροντήρια και διπλόχερες λαγήνες — από πέτρα,
και μέλισσες που μπαινοβγαίνουνε και τα κρινιά τους χτίζουν
κι είναι αργαλειοί πετρένιοι τρίψηλοι, και υφαίνουν τα σκουτιά τους
εκεί οι ξωθιές τ᾿ αλικοπόρφυρα, θαμπώνεις που τα βλέπεις'
και βρυσομάνες έχει αστέρευτες. Από τις δυο μπασιές του
110 αἱ μὲν πρὸς Βορέαο καταιβαταὶ ἀνθρώποισιν,
αἱ δ᾿ αὖ πρὸς Νότου εἰσὶ θεώτεραι: οὐδέ τι κείνῃ
ἄνδρες ἐσέρχονται, ἀλλ᾿ ἀθανάτων ὁδός ἐστιν.
ἔνθ᾿ οἵ γ᾿ εἰσέλασαν, πρὶν εἰδότες: ἡ μὲν ἔπειτα
ἠπείρῳ ἐπέκελσεν, ὅσον τ᾿ ἐπὶ ἥμισυ πάσης,
τη βορεινή μονάχα δονούνται να κατέβουν άνθρωποι᾿
η άλλη είναι των θεών και στρέφεται κατά νοτιά᾿ κανένας
δεν την περνά θνητός᾿ οι αθάνατοι μονάχα τη διαβαίνουν.
Κει μέσα τράβηξαν, τι τα 'ξεραν τα μέρη αυτά από πρώτα.
Δρομώντας το καράβι εκάθισε, μισό απ᾿ το μάκρος του όλο,
115 σπερχομένη: τοῖον γὰρ ἐπείγετο χέρσ᾿ ἐρετάων:
οἱ δ᾿ ἐκ νηὸς βάντες ἐϋζύγου ἤπειρόνδε
πρῶτον Ὀδυσσῆα γλαφυρῆς ἐκ νηὸς ἄειραν
αὐτῷ σύν τε λίνῳ καὶ ῥήγεϊ σιγαλόεντι,
κὰδ δ᾿ ἄρ᾿ ἐπὶ ψαμάθῳ ἔθεσαν δεδμημένον ὕπνῳ,
στον άμμο, τα κουπιά όπως δούλευαν με φόρα οι λαμνοκόποι.
Και βγήκαν απ᾿ το καλοζύγιαστο πλεούμενο τους όξω
κι απ᾿ το βαθύ καράβι ανάσκωσαν τον Οδυσσέα πιο πρώτα
με το σεντόνι που τον τύλιγε και το αστροβόλο πεύκι,
κι απά στον άμμο τον απίθωσαν, στον ύπνο βουλιαγμένο.
120 ἐκ δὲ κτήματ᾿ ἄειραν, ἅ οἱ Φαίηκες ἀγαυοὶ
ὤπασαν οἴκαδ᾿ ἰόντι διὰ μεγάθυμον Ἀθήνην.
καὶ τὰ μὲν οὖν παρὰ πυθμέν᾿ ἐλαίης ἀθρόα θῆκαν
ἐκτὸς ὁδοῦ, μή πώς τις ὁδιτάων ἀνθρώπων,
πρίν γ᾿ Ὀδυσῆ᾿ ἔγρεσθαι, ἐπελθὼν δηλήσαιτο:
Μετά τα δώρα βγάζαν, οι έμνοστοι που του 'χαν Φαίακες δώσει,
ως γύρναε σπίτι του, απ᾿ την άτρομη την Αθηνά σπρωγμένοι,
και στης ελιάς κοντά τ᾿ απίθωσαν όλα μαζί τη ρίζα,
παράμερα, μην τύχει κι άπλωνε περνώντας από κείθε
κανείς διαβάτης χέρι απάνω τους, πριν ο Οδυσσέας ξυπνήσει.
125 αὐτοὶ δ᾿ αὖτ᾿ οἶκόνδε πάλιν κίον. οὐδ᾿ ἐνοσίχθων
λήθετ᾿ ἀπειλάων, τὰς ἀντιθέῳ Ὀδυσῆϊ
πρῶτον ἐπηπείλησε, Διὸς δ᾿ ἐξείρετο βουλήν:
«Ζεῦ πάτερ, οὐκέτ᾿ ἐγώ γε μετ᾿ ἀθανάτοισι θεοῖσι
τιμήεις ἔσομαι, ὅτε με βροτοὶ οὔ τι τίουσιν,
Ευτύς οι Φαίακες φύγαν παίρνοντας του γυρισμού τη στράτα᾿
μα ο Κοσμοσείστης δε λησμόνησε το τι είχε φοβερίσει
του ισόθεου του Οδυσσέα πως θα 'κανε, και λέει στο Δία ρωτώντας:
«Πατέρα Δία, πια πως οι αθάνατοι θεοί να με τιμούνε,
αφού οι θνητοί καμιά δεν έδειξαν τιμή στο πρόσωπο μου,
130 Φαίηκες, τοί πέρ τοι ἐμῆς ἔξ εἰσι γενέθλης.
καὶ γὰρ νῦν Ὀδυσῆ᾿ ἐφάμην κακὰ πολλὰ παθόντα
οἴκαδ᾿ ἐλεύσεσθαι: νόστον δέ οἱ οὔ ποτ᾿ ἀπηύρων
πάγχυ, ἐπεὶ σὺ πρῶτον ὑπέσχεο καὶ κατένευσας.
οἱ δ᾿ εὕδοντ᾿ ἐν νηὶ̈ θοῇ ἐπὶ πόντον ἄγοντες
οι Φαίακες, που 'ναι κι απ᾿ το γαίμα μου και σέρνουν από μένα;
Εγώ έλεγα, ο Οδυσσέας στο σπίτι του να μη διαγείρει πίσω,
πριχού περάσει μύρια βάσανα᾿ δεν είπα εγώ ποτέ του
να μη γυρίσει, μια και το 'ταξες και σύγκλινες να γένει.
Μα αυτοί απ᾿ το πέλαγο τον πέρασαν με το γοργό καράβι
135 κάτθεσαν εἰν Ἰθάκῃ, ἔδοσαν δέ οἱ ἄσπετα δῶρα,
χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσθῆτά θ᾿ ὑφαντήν,
πόλλ᾿, ὅσ᾿ ἂν οὐδέ ποτε Τροίης ἐξήρατ᾿ Ὀδυσσεύς,
εἴ περ ἀπήμων ἦλθε, λαχὼν ἀπὸ ληί̈δος αἶσαν.»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεὺς:
και στην Ιθάκη τον απίθωσαν, στον ύπνο βυθισμένο,
και δώρα αρίφνητα του εχάρισαν, χαλκό, υφαντά, χρυσάφι!
κι όμως ποτέ απ᾿ την Τροία δε θα 'φερνε τόσο πολλά ο Οδυσσέας,
κι ας γύριζε άβλαβος κι ας γλίτωνε τα κούρσα που του λάχαν.»
Κι ο Δίας γυρνώντας του αποκρίθηκεν ο νεφελοστοιβάχτης:
140 «ὢ πόποι, ἐννοσίγαι᾿ εὐρυσθενές, οἷον ἔειπες.
οὔ τί σ᾿ ἀτιμάζουσι θεοί: χαλεπὸν δέ κεν εἴη
πρεσβύτατον καὶ ἄριστον ἀτιμίῃσιν ἰάλλειν.
ἀνδρῶν δ᾿ εἴ πέρ τίς σε βίῃ καὶ κάρτεϊ εἴκων
οὔ τι τίει. σοὶ δ᾿ ἐστὶ καὶ ἐξοπίσω τίσις αἰεί.
«Ωχού μου, Κοσμοσείστη ανίκητε, τι λόγια αυτά που κρένεις;
Και τώρα σε τιμούν οι αθάνατοι! Και πως μπορεί να γένει
τον πιο τρανό τους, τον πιο κάλλιο τους σε καταφρόνια να 'χουν;
Όμως θνητός αν ξεθαρρεύτηκε και βρήκε το κουράγιο
να σε αψηφήσει, πάντα δύνεσαι ξεγδικιωμό να πάρεις.
145 ἔρξον ὅπως ἐθέλεις καί τοι φίλον ἔπλετο θυμῷ.»
τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα Ποσειδάων ἐνοσίχθων:
«αἶψά κ᾿ ἐγὼν ἔρξαιμι, κελαινεφές, ὡς ἀγορεύεις:
ἀλλὰ σὸν αἰεὶ θυμὸν ὀπίζομαι ἠδ᾿ ἀλεείνω.
νῦν αὖ Φαιήκων ἐθέλω περικαλλέα νῆα,
Και τώρα, ως κρίνεις, πάρε απόφαση, κι ως το ποθεί η ψυχή σου.»
Κι ο Ποσειδώνας αποκρίθηκεν, ο κοσμοσείστης, κι είπε:
«θα το 'χα πράξει, Μαυροσύγνεφε, καθώς ορίζεις, κιόλας,
μα τη δικιά σου γνώμη σέβουμαι και το θυμό φοβούμαι.
Τώρα των Φαιάκων το τρισκάλλινο καθώς γυρνάει καράβι,
150 ἐκ πομπῆς ἀνιοῦσαν, ἐν ἠεροειδέϊ πόντῳ
ῥαῖσαι, ἵν᾿ ἤδη σχῶνται, ἀπολλήξωσι δὲ πομπῆς
ἀνθρώπων, μέγα δέ σφιν ὄρος πόλει ἀμφικαλύψαι.»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς:
«ὢ πέπον, ὡς μὲν ἐμῷ θυμῷ δοκεῖ εἶναι ἄριστα,
στο ανταριασμένο μέσα πέλαγο να το συντρίψω θέλω,
να σταματήσουν, το προβάδισμα που κάνουν των ανθρώπων
να πάψουν, και τρανό στην πόλη τους βουνό θα υψώσω γύρα.»
Κι ο Δίας γυρνώντας του αποκρίθηκεν ο νεφελοστοιβάχτης:
«Άκου, καλέ, τι εμένα εικάζεται το πιο σωστό πως είναι'
155 ὁππότε κεν δὴ πάντες ἐλαυνομένην προί̈δωνται
λαοὶ ἀπὸ πτόλιος, θεῖναι λίθον ἐγγύθι γαίης
νηὶ̈ θοῇ ἴκελον, ἵνα θαυμάζωσιν ἅπαντες
ἄνθρωποι, μέγα δέ σφιν ὄρος πόλει ἀμφικαλύψαι.»
αὐτὰρ ἐπεὶ τό γ᾿ ἄκουσε Ποσειδάων ἐνοσίχθων,
πάνω στην ώρα που απ᾿ το κάστρο τους θα το θωρούν να φτάνει
οι Φαίακες όλοι, στο περγιαλό μπροστά μαρμάρωσε το,
να μοιάζει ο βράχος του πλεούμενου, που να θαμάζουν όλοι
οι άνθρωποι, και τρανό στην πόλη τους βουνό να υψώσεις γύρα.»
Κι ο Ποσειδώνας, μόλις άκουσε του Δία το λόγο τούτο,
160 βῆ ῥ᾿ ἴμεν ἐς Σχερίην, ὅθι Φαίηκες γεγάασιν.
ἔνθ᾿ ἔμεν': ἡ δὲ μάλα σχεδὸν ἤλυθε ποντοπόρος νηῦς
ῥίμφα διωκομένη: τῆς δὲ σχεδὸν ἦλθ᾿ ἐνοσίχθων,
ὅς μιν λᾶαν ἔθηκε καὶ ἐρρίζωσεν ἔνερθε
χειρὶ καταπρηνεῖ ἐλάσας: ὁ δὲ νόσφι βεβήκει.
για το νησί των Φαιάκων κίνησε να πάει, για τη Σχερία,
κι εκεί περίμενε, ως που ζύγωσε τρεχάτο το καράβι
το πελαγόδρομο. Ζυγώνοντας ο Κοσμοσείστης τότε
του 'δωσε μια με την παλάμη του και τους το μαρμαρώνει,
και στο βυθό βαθιά το ρίζωσε᾿ μετά κινάει και φεύγει.
165 οἱ δὲ πρὸς ἀλλήλους ἔπεα πτερόεντ᾿ ἀγόρευον
Φαίηκες δολιχήρετμοι, ναυσίκλυτοι ἄνδρες.
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον:
«ὤ μοι, τίς δὴ νῆα θοὴν ἐπέδησ᾿ ἐνὶ πόντῳ
οἴκαδ᾿ ἐλαυνομένην; καὶ δὴ προὐφαίνετο πᾶσα.»
Κι οι Φαίακες, οι τρανοί μακρόκουποι θαλασσινοί, να ιδούνε
τέτοιο κακό, λόγια ανεμάρπαστα σταύρωναν μεταξύ τους,
κι έτσι μιλούσεν ο καθένας τους στο διπλανό γυρνώντας:
«Ωχού, στο πέλαο ποιος μας έδεσε το γρήγορο καράβι,
ως πίσω αρμένιζε κι ολάκερο φαινόταν πια μπροστά μας;»
170 ὣς ἄρα τις εἴπεσκε: τὰ δ᾿ οὐκ ἴσαν ὡς ἐτέτυκτο.
τοῖσιν δ᾿ Ἀλκίνοος ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν:
«ὢ πόποι, ἦ μάλα δή με παλαίφατα θέσφαθ᾿ ἱκάνει
πατρὸς ἐμοῦ, ὃς ἔφασκε Ποσειδάων᾿ ἀγάσασθαι
ἡμῖν, οὕνεκα πομποὶ ἀπήμονές εἰμεν ἁπάντων.
Αυτά αναθίβαναν δεν κάτεχαν μαθές το τι είχε γένει.
Και τότε ο Αλκίνοος τέτοια μίλησε κι αναμεσό τους είπε:
«Αλί μου, τα παλιά μαντόλογα με βρίσκουν όλα τώρα,
που ο κύρης μου έλεγε, πως κάποτε θα θύμωνε μαζί μας
ο Ποσειδώνας, τι όλους σπίτια τους γερούς τους προβοδάμε᾿
175 φῆ ποτὲ Φαιήκων ἀνδρῶν περικαλλέα, νῆα,
ἐκ πομπῆς ἀνιοῦσαν, ἐν ἠεροειδέϊ πόντῳ
ῥαισέμεναι, μέγα δ᾿ ἧμιν ὄρος πόλει ἀμφικαλύψειν.
ὣς ἀγόρευ᾿ ὁ γέρων: τὰ δὲ δὴ νῦν πάντα τελεῖται.
ἀλλ᾿ ἄγεθ᾿, ὡς ἂν ἐγὼ εἴπω, πειθώμεθα πάντες:
κι ένα καράβι μας καλόφτιαστο, την ώρα που θα 'ρχόταν
από προβάδισμα, θα το 'σπαζε στο αχνό το πέλαο μέσα,
και με βουνό τρανό θα σκέπαζε την πολιτεία μας γύρα.
Τέτοια ιστορούσε τότε ο γέροντας᾿ τώρα τελεύουν όλα.
Ωστόσο ελάτε, ομπρός, το λόγο μου ν᾿ ακούσουμε όλοι θέλω'
180 πομπῆς μὲν παύσασθε βροτῶν, ὅτε κέν τις ἵκηται
ἡμέτερον προτὶ ἄστυ: Ποσειδάωνι δὲ ταύρους
δώδεκα κεκριμένους ἱερεύσομεν, αἴ κ᾿ ἐλεήσῃ,
μηδ᾿ ἡμῖν περίμηκες ὄρος πόλει ἀμφικαλύψῃ.»
ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἔδεισαν, ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους.
να πάψουν πια τα προβαδίσματα του καθενός που φτάνει
στην πόλη μας εδώ᾿ και δώδεκα στον Ποσειδώνα ταύρους
ξεδιαλεγμένους τώρα ας σφάξουμε, μπορεί σπλαχνιά να νιώσει
και τρίψηλο βουνό στην πόλη μας να μην υψώσει γύρα.»
Αυτά είπε, κι όλοι τους φοβήθηκαν και σύνταζαν τους ταύρους.
185 ὣς οἱ μέν ῥ᾿ εὔχοντο Ποσειδάωνι ἄνακτι
δήμου Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
ἑσταότες περὶ βωμόν. ὁ δ᾿ ἔγρετο δῖος Ὀδυσσεὺς
εὕδων ἐν γαίῃ πατρωί̈ῃ, οὐδέ μιν ἔγνω,
ἤδη δὴν ἀπεών: περὶ γὰρ θεὸς ἠέρα χεῦε
Εκείνοι επήραν τότε κι εύχουνταν στο ρήγα Ποσειδώνα
των Φαιάκων όλοι οι πρωτοκύβερνοι κι αρχόντοι, στο βωμό του
τρογύρα ορθοί. Κι από τον ύπνο του στο πατρικό του χώμα
ο ισόθεος Οδυσσέας πετάχτηκε, μα δεν το γνώρισε, όχι'
τι έλειπε χρόνια, κι είχε ολόγυρα του γιου του Κρόνου η κόρη
190 Παλλὰς Ἀθηναίη, κούρη Διός, ὄφρα μιν αὐτὸν
ἄγνωστον τεύξειεν ἕκαστά τε μυθήσαιτο,
μή μιν πρὶν ἄλοχος γνοίη ἀστοί τε φίλοι τε,
πρὶν πᾶσαν μνηστῆρας ὑπερβασίην ἀποτῖσαι.
τοὔνεκ᾿ ἄρ᾿ ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα ἄνακτι,
πυκνήν αντάρα χύσει᾿ λόγιαζε την όψη του να κάνει
πιο πριν ανέγνωρη, τη γνώμη της καταλεπτώς ν᾿ ακούσει,
να μη φανερωθεί στο ταίρι του, στους φίλους και στους άλλους,
πριχού οι μνηστήρες να 'χουν όλες τους τις ανομίες πλερώσει.
Γι᾿ αυτό τα πάντα τώρα αλλόξενα του βασιλιά φάνταζαν,
195 ἀτραπιτοί τε διηνεκέες λιμένες τε πάνορμοι
πέτραι τ᾿ ἠλίβατοι καὶ δένδρεα τηλεθόωντα.
στῆ δ᾿ ἄρ᾿ ἀναί̈ξας καί ῥ᾿ εἴσιδε πατρίδα γαῖαν:
ᾤμωξέν τ᾿ ἄρ ἔπειτα καὶ ὣ πεπλήγετο μηρὼ
χερσὶ καταπρηνέσσ᾿, ὀλοφυρόμενος δ᾿ ἔπος ηὔδα:
οι βράχοι οι απόγκρεμοι, τ᾿ ατέλειωτα που άνοιγαν μονοπάτια,
τα δέντρα ολόγυρα που φούντωναν και τα φαρδιά λιμάνια.
Κι ευτύς πετάχτη ορθός, κι ως κοίταξε τη γη την πατρική του,
σέρνει φωνή μεγάλη σκούζοντας, και τα μεριά χτυπώντας
με τ᾿ ανοιχτά του χεροπάλαμα μεμιάς κινάει το θρήνο:
200 «ὤ μοι ἐγώ, τέων αὖτε βροτῶν ἐς γαῖαν ἱκάνω;
ἦ ῥ᾿ οἵ γ᾿ ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι,
ἦε φιλόξεινοι, καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής;
πῇ δὴ χρήματα πολλὰ φέρω τάδε; πῇ τε καὶ αὐτὸς
πλάζομαι; αἴθ᾿ ὄφελον μεῖναι παρὰ Φαιήκεσσιν
«Αλί σε μένα, σε ποιών έφτασα θνητών ξανά τη χώρα;
Άνομοι τάχα να 'ναι, ανέσπλαχνοι, που δεν ψηφούν το δίκιο,
για έχουν ψυχή θεοφοβούμενη και συμπαθούν τον ξένο;
Και που να πάω το βιος μου το άμετρο; κι ατός μου που να σύρω;
Χίλιες φορές εκεί ν᾿ απόμεναν, στη χώρα των Φαιάκων,
205 αὐτοῦ: ἐγὼ δέ κεν ἄλλον ὑπερμενέων βασιλήων
ἐξικόμην, ὅς κέν μ᾿ ἐφίλει καὶ ἔπεμπε νέεσθαι.
νῦν δ᾿ οὔτ᾿ ἄρ πῃ θέσθαι ἐπίσταμαι, οὐδὲ μὲν αὐτοῦ
καλλείψω, μή πώς μοι ἕλωρ ἄλλοισι γένηται.
ὢ πόποι, οὐκ ἄρα πάντα νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι
κι εγώ σε κάποιον άλλο αδείλιαστο να πήγαινα ρηγάρχη,
να βρω κοντά του φιλοκόνεμα και συνοδεία, να φύγω.
Τώρα γι᾿ αυτά κρυψώνα αν θα 'βρισκα, δεν ξέρω, μα εδώ πέρα
δε θα τ᾿ αφήσω εγώ να κοίτουνται, μη μου τ᾿ αρπάξουν άλλοι.
Ωχού, καλά δεν τα λογάριασαν το κάθε τι και μήτε
210 ἦσαν Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
οἵ μ᾿ εἰς ἄλλην γαῖαν ἀπήγαγον, ἦ τέ μ᾿ ἔφαντο
ἄξειν εἰς Ἰθάκην εὐδείελον, οὐδ᾿ ἐτέλεσσαν.
Ζεὺς σφέας τίσαιτο ἱκετήσιος, ὅς τε καὶ ἄλλους
ἀνθρώπους ἐφορᾷ καὶ τίνυται ὅς τις ἁμάρτῃ.
σωστά φέρθηκαν οι πρωτόγεροι κι αρχόντοι των Φαιάκων,
που σε άλλον τόπο με κουβάλησαν. Μου λέγαν στην Ιθάκη
τάχα θα μ᾿ έφερναν την ξέφαντη, μα δεν το κάμαν, όχι.
Ο Δίας ο ικέσιος, που το μάτι του και σε άλλες χώρες πέφτει
και τιμωράει βαριά τον άνομο, το γδικιωμό μου ας πάρει!
215 ἀλλ᾿ ἄγε δὴ τὰ χρήματ᾿ ἀριθμήσω καὶ ἴδωμαι,
μή τί μοι οἴχωνται κοίλης ἐπὶ νηὸς ἄγοντες.»
«ὣς εἰπὼν τρίποδας περικαλλέας ἠδὲ λέβητας
ἠρίθμει καὶ χρυσὸν ὑφαντά τε εἵματα καλά.
τῶν μὲν ἄρ᾿ ὀύ τι πόθει: ὁ δ᾿ ὀδύρετο πατρίδα γαῖαν
Μον᾿ έλα, να μετρήσω θα 'θελα το βιος μου, για να ξέρω,
πριν φύγουν, μη μου πήραν τίποτα στο βαθουλό καράβι.»
Είπε και πήρε τα πανέμορφα τριπόδια και λεβέτια,
το μάλαμα και τα καλόφαντα σκουτιά να λογαριάζει.
Δεν του 'χε λείψει απ᾿ όλα τίποτα, μα αυτός το θρήνο εκίνα
220 ἑρπύζων παρὰ θῖνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης,
πόλλ᾿ ὀλοφυρόμενος. σχεδόθεν δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη,
ἀνδρὶ δέμας εἰκυῖα νέῳ, ἐπιβώτορι μήλων,
παναπάλῳ, οἷοί τε ἀνάκτων παῖδες ἔασι,
δίπτυχον ἀμφ᾿ ὤμοισιν ἔχουσ᾿ εὐεργέα λώπην:
στης πολυφούρφουρης της θάλασσας σερνάμενος τον άμμο,
τα πατρικά ποθώντας χώματα. Κι ήρθε η Αθηνά κοντά του,
κι έμοιαζε νιούτσικο στο ανάριμμα βοσκόπουλο, που η σάρκα
του ανθίζει ακόμα πεντατρύφερη, βασιλοπαίδι ως να 'ταν.
Φορούσε διπλωτή στους ώμους της καλοϋφασμένη κάπα,
225 ποσσὶ δ᾿ ὑπὸ λιπαροῖσι πέδιλ᾿ ἔχε, χερσὶ δ᾿ ἄκοντα.
τὴν δ᾿ Ὀδυσεὺς γήθησεν ἰδὼν καὶ ἐναντίος ἦλθε,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
«ὦ φίλ᾿, ἐπεί σε πρῶτα κιχάνω τῷδ᾿ ἐνὶ χώρῳ,
χαῖρέ τε καὶ μή μοί τι κακῷ νόῳ ἀντιβολήσαις,
στ᾿ αστραφτερά της πόδια σάνταλα, και φούχτωνε κοντάρι.
Κι ως ο Οδυσσέας την είδε, χάρηκε κι αντίκρα της εστάθη,
την έκραξε και με ανεμάρπαστα της συντυχαίνει λόγια:
«Μια και σε αντάμωσα, καλόπαιδο, στα μέρη ετούτα πρώτο,
γεια και χαρά σου! Καλοπρόθετος και συ για δες με τώρα,
230 ἀλλὰ σάω μὲν ταῦτα, σάω δ᾿ ἐμέ: σοὶ γὰρ ἐγώ γε
εὔχομαι ὥς τε θεῷ καί σευ φίλα γούναθ᾿ ἱκάνω.
καί μοι τοῦτ᾿ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾿ ἐὺ̈ εἰδῶ:
τίς γῆ, τίς δῆμος, τίνες ἀνέρες ἐγγεγάασιν;
ἦ πού τις νήσων εὐδείελος, ἦέ τις ἀκτὴ
και τούτα γλίτωσε, και γλίτωσε και μένα᾿ σου προσπέφτω
θεός ως να 'σουν. Είμαι ικέτης σου, τα γόνατα σου πιάνω.
Κι ακόμα αυτό σωστά μολόγα μου, να ξέρω, σε ποια χώρα,
σε ποιους ανθρώπους τώρα βρέθηκα; ποιοι ζουν σ᾿ αυτά τα μέρη;
Νησί είναι τάχα τούτο ξέφαντο; για κάποια γλώσσα μόνο
235 κεῖθ᾿ ἁλὶ κεκλιμένη ἐριβώλακος ἠπείροιο;»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη:
«νήπιός εἰς, ὦ ξεῖν᾿, ἢ τηλόθεν εἰλήλουθας,
εἰ δὴ τήνδε τε γαῖαν ἀνείρεαι. οὐδέ τι λίην
οὕτω νώνυμός ἐστιν: ἴσασι δέ μιν μάλα πολλοί,
από στεριά τρανή παχιόβωλη, που απλώνει ως τ᾿ ακρογιάλι;»
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
«Ποια η χώρα τούτη; Τέτοιο ρώτημα μικρό παιδί σε δείχνει,
για από μακριά πως φτάνεις, ξένε μου᾿ δεν είναι δα και τόσο
με δίχως όνομα᾿ την ξέρουνε μαθές χιλιάδες κόσμος,
240 ἠμὲν ὅσοι ναίουσι πρὸς ἠῶ τ᾿ ἠέλιόν τε,
ἠδ᾿ ὅσσοι μετόπισθε ποτὶ ζόφον ἠερόεντα.
ἦ τοι μὲν τρηχεῖα καὶ οὐχ ἱππήλατός ἐστιν,
οὐδὲ λίην λυπρή, ἀτὰρ οὐδ᾿ εὐρεῖα τέτυκται.
ἐν μὲν γάρ οἱ σῖτος ἀθέσφατος, ἐν δέ τε οἶνος
κι όσοι μεριά του ήλιου κι ανάτελα βρίσκονται κι όσοι ζούνε
πίσω μεριά, κατά το σύθολο στα δυτικά σκοτάδι.
Τραχιά είναι αλήθεια η γη της, άλογα δεν τρέχουν εδώ πέρα,
μα κι αν δεν είναι τόσο απλόχωρη, τη φτώχια δεν την ξέρει'
βγάζει μαθές το στάρι αμέτρητο και το κρασί περίσσιο,
245 γίγνεται: αἰεὶ δ᾿ ὄμβρος ἔχει τεθαλυῖά τ᾿ ἐέρση:
αἰγίβοτος δ᾿ ἀγαθὴ καὶ βούβοτος: ἔστι μὲν ὕλη
παντοίη, ἐν δ᾿ ἀρδμοὶ ἐπηετανοὶ παρέασι.
τῷ τοι, ξεῖν᾿, Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ᾿ ἵκει,
τήν περ τηλοῦ φασὶν Ἀχαιί̈δος ἔμμεναι αἴης.»
τι και οι βροχές και η δρόσο αδιάκοπα το χώμα της νοτίζουν.
Γίδια και βόδια έχουν βοσκότοπους καλούς, και δέντρα μύρια
προκόβουν, και πηγές αστέρευτες ποτίζουν τα κοπάδια.
Γι᾿ αυτό κι η Ιθάκη, ξένε, ακούστηκεν ως και στης Τροίας τα μέρη,
που από τη χώρα αλάργα βρίσκεται των Αχαιών, ως λένε.»
250 ἡ«ὣς φάτο, γήθησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
χαίρων ᾗ γαίῃ πατρωί̈ῃ, ὥς οἱ ἔειπε
Παλλὰς Ἀθηναίη, κούρη Διός, αἰγιόχοιο:
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
οὐδ᾿ ὅ γ᾿ ἀληθέα εἶπε, πάλιν δ᾿ ὅ γε λάζετο μῦθον,
Στα λόγια τούτα ο θείος, πολύπαθος ξανάσανε Οδυσσέας
όλο χαρά, απ᾿ του βροντοσκούταρου του Δία τη θυγατέρα,
την Αθηνά, ν᾿ ακούει πως έφτασε στη γη την πατρική του'
και κράζοντας την ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός της,
μα την αλήθεια δε μολόγησε, μον᾿ πήρε πίσω ό,τι είχε
255 αἰεὶ ἐνὶ στήθεσσι νόον πολυκερδέα νωμῶν:
«πυνθανόμην Ἰθάκης γε καὶ ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ,
τηλοῦ ὑπὲρ πόντου: νῦν δ᾿ εἰλήλουθα καὶ αὐτὸς
χρήμασι σὺν τοίσδεσσι: λιπὼν δ᾿ ἔτι παισὶ τοσαῦτα
φεύγω, ἐπεὶ φίλον υἷα κατέκτανον Ἰδομενῆος,
να πει, τι πάντα ο νους του δούλευε με πονηριά στα στήθη:
«Για την Ιθάκη στην απλόχωρη κι εγώ έχω ακούσει Κρήτη,
πέρα απ᾿ τη θάλασσα᾿ να που 'φτασα στα μέρη αυτά κι ατός μου
με τούτο εδώ το βιος, αφήνοντας τ᾿ άλλα μισά στους γιους μου.
Έχω μισέψει, γιατί σκότωσα το γιο του Ιδομενέα,
260 Ὀρσίλοχον πόδας ὠκύν, ὃς ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ
ἀνέρας ἀλφηστὰς νίκα ταχέεσσι πόδεσσιν,
οὕνεκά με στερέσαι τῆς ληί̈δος ἤθελε πάσης
Τρωϊάδος, τῆς εἵνεκ᾿ ἐγὼ πάθον ἄλγεα θυμῷ,
ἀνδρῶν τε πτολέμους ἀλεγεινά τε κύματα πείρων,
το γοργοπόδη τον Ορσίλοχο, που στην πλατιά την Κρήτη
άλλος θνητός δεν του παράβγαινε στα γρήγορα ποδάρια.
Όλα μαθές τα κούρσα εγύρευε που 'χα απ᾿ την Τροία φερμένα
να μου τ᾿ αρπάξει, ας είχα βάσανα γι᾿ αυτά πολλά τραβήξει
μέσα σε τόσα αντροπαλέματα και κύματα αγριεμένα.
265 οὕνεκ᾿ ἄρ᾿ οὐχ ᾧ πατρὶ χαριζόμενος θεράπευον
δήμῳ ἔνι Τρώων, ἀλλ᾿ ἄλλων ἦρχον ἑταίρων.
τὸν μὲν ἐγὼ κατιόντα βάλον χαλκήρεϊ δουρὶ
ἀγρόθεν, ἐγγὺς ὁδοῖο λοχησάμενος σὺν ἑταίρῳ:
νὺξ δὲ μάλα δνοφερὴ κάτεχ᾿ οὐρανόν, οὐδέ τις ἡμέας
Δεν είχα λέει σταθεί του κύρη του στης Τροίας τα μέρη πέρα,
κι ουδέ τον δούλεψα, μον᾿ όριζα συντρόφους άλλους μόνος.
Γι᾿ αυτό, ως γυρνούσε απ᾿ τα χωράφια του, καρτέρι μ᾿ ένα φίλο
στήνω στο δρόμο πλάι και του 'ριξα με χάλκινο κοντάρι.
Νύχτα περίσκεπε τρισκότεινη τον ουρανό, κι ουτ᾿ ένας
270 ἀνθρώπων ἐνόησε, λάθον δέ ἑ θυμὸν ἀπούρας.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τόν γε κατέκτανον ὀξέϊ χαλκῷ,
αὐτίκ᾿ ἐγὼν ἐπὶ νῆα κιὼν Φοίνικας ἀγαυοὺς
ἐλλισάμην, καί σφιν μενοεικέα ληί̈δα δῶκα:
τούς μ᾿ ἐκέλευσα Πύλονδε καταστῆσαι καὶ ἐφέσσαι
θνητός μας είδε κι ούτε μ᾿ ένιωσαν που πήρα τη ζωή του.
Μα ως πια με κοφτερό τον σκότωσα χαλκό, κινώ και φεύγω,
κι ένα καράβι πετυχαίνοντας στους Φοίνικες προσπέφτω
τους αντρειανούς κι από τα κούρσα μου τους δίνω πλούσια δώρα᾿
ν᾿ ανέβω στ᾿ άρμενο τους γύρευα, στην Πύλο να με βγάλουν,
275 ἢ εἰς Ἤλιδα δῖαν, ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί.
ἀλλ᾿ ἦ τοι σφέας κεῖθεν ἀπώσατο ἲς ἀνέμοιο
πόλλ᾿ ἀεκαζομένους, οὐδ᾿ ἤθελον ἐξαπατῆσαι.
κεῖθεν δὲ πλαγχθέντες ἱκάνομεν ἐνθάδε νυκτός.
σπουδῇ δ᾿ ἐς λιμένα προερέσσαμεν, οὐδέ τις ἡμῖν
για ακόμα και στη θεία την Ήλιδα, των Επειών τη χώρα.
Μα εκεί να πιάσουν δεν κατάφεραν, σπρωγμένοι απ᾿ τους ανέμους,
πολύ άθελα τους᾿ δεν εγύρευαν μαθές να με γελάσουν.
Ξεστρατισμένοι εκείθε φτάνουμε στα μέρη αυτά τη νύχτα,
και λάμνοντας γοργά τρομάξαμε να μπούμε στο λιμάνι'
280 δόρπου μνῆστις ἔην, μάλα περ χατέουσιν ἑλέσθαι,
ἀλλ᾿ αὔτως ἀποβάντες ἐκείμεθα νηὸς ἅπαντες.
ἔνθ᾿ ἐμὲ μὲν γλυκὺς ὕπνος ἐπήλυθε κεκμηῶτα,
οἱ δὲ χρήματ᾿ ἐμὰ γλαφυρῆς ἐκ νηὸς ἑλόντες
κάτθεσαν, ἔνθα περ αὐτὸς ἐπὶ ψαμάθοισιν ἐκείμην.
κι ουτ᾿ ένας μας να φάει θυμήθηκε, κι ας είχαμε όλοι ανάγκη,
μον᾿ όπως βγήκαμε, βρεθήκαμε στον άμμο ξαπλωμένοι.
Εγώ είχα απ᾿ το βαρύ τον κάματο σε ύπνο γλυκά βουλιάξει,
κι αυτοί απ᾿ το βαθουλό τους έβγαλαν καράβι τ᾿ αγαθά μου,
κι ως τ᾿ απίθωσαν, όπου εκοίτομουν κι εγώ, στον άμμο απάνω,
285 οἱ δ᾿ ἐς Σιδονίην εὖ ναιομένην ἀναβάντες
ᾤχοντ': αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ.»
ὣὣς φάτο, μείδησεν δὲ θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη,
χειρί τέ μιν κατέρεξε: δέμας δ᾿ ἤϊκτο γυναικὶ
καλῇ τε μεγάλῃ τε καὶ ἀγλαὰ ἔργα ἰδυίῃ:
για της Σιδόνας πήραν κι έφυγαν τις πλούσιες χώρες πίσω
με το καράβι, παρατώντας με μονάχο στον καημό μου.»
Αυτά είπε, κι η Αθηνά η γλαυκόματη θεά, με χαμογέλιο
το χέρι απλώνοντας τον χάιδεψε᾿ μεμιάς την όψη επήρε
γυναίκας όμορφης, τρανόκορμης, πιδέξιας ανυφάντρας,
290 καί μιν φωνήσασ᾿ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
«κερδαλέος κ᾿ εἴη καὶ ἐπίκλοπος ὅς σε παρέλθοι
ἐν πάντεσσι δόλοισι, καὶ εἰ θεὸς ἀντιάσειε.
σχέτλιε, ποικιλομῆτα, δόλων ἆτ᾿, οὐκ ἄρ᾿ ἔμελλες,
οὐδ᾿ ἐν σῇ περ ἐὼν γαίῃ, λήξειν ἀπατάων
και κράζοντας τον ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του:
«Στην πονηριά αν κανείς παράβγαινε μαζί σου, ακόμα ας ήταν
θεός, ανάγκη πλήθος να 'ξερε πλανέματα και δόλους!
Της πονηρίας τεχνίτη αχόρταγε, πια αλήθεια δε βαστιέσαι!
Μηδέ στη χώρα σου είπες φτάνοντας τις πονηριές ν᾿ αφήσεις
295 μύθων τε κλοπίων, οἵ τοι πεδόθεν φίλοι εἰσίν.
ἀλλ᾿ ἄγε, μηκέτι ταῦτα λεγώμεθα, εἰδότες ἄμφω
κέρδε᾿, ἐπεὶ σὺ μέν ἐσσι βροτῶν ὄχ᾿ ἄριστος ἁπάντων
βουλῇ καὶ μύθοισιν, ἐγὼ δ᾿ ἐν πᾶσι θεοῖσι
μήτι τε κλέομαι καὶ κέρδεσιν: οὐδὲ σύ γ᾿ ἔγνως
και τις ψευτιές, που λες και χαίρεσαι, σαν που 'ναι φυσικό σου!
Μα αυτά ας τ᾿ αφήσουμε, κατέχουμε κι οι δυο μας από τέχνες.
Εσένα ποιος στον κόσμο βρίσκεται στη γνώση και στα λόγια
να ξεπερνά; Κι εγώ δοξάζουμαι μες στους θεούς η πρώτη
για τις βουλές μου και τις τέχνες μου. Την Αθηνά Παλλάδα,
300 Παλλάδ᾿ Ἀθηναίην, κούρην Διός, ἥ τέ τοι αἰεὶ
ἐν πάντεσσι πόνοισι παρίσταμαι ἠδὲ φυλάσσω,
καὶ δέ σε Φαιήκεσσι φίλον πάντεσσιν ἔθηκα,
νῦν αὖ δεῦρ᾿ ἱκόμην, ἵνα τοι σὺν μῆτιν ὑφήνω
χρήματά τε κρύψω, ὅσα τοι Φαίηκες ἀγαυοὶ
του Δία την κόρη, δεν τη γνώρισες ωστόσο, νύχτα μέρα
που στέκουμαι στον κάθε μόχτο σου και σε φυλάω μην πάθεις.
Εγώ είμαι που τους Φαίακες έκαμα να σε αγαπήσουν όλοι'
και τώρα φτάνω εδώ να πλέξουμε βουλή μαζί καινούργια,
να κρύψω και το βιος, οι ασύγκριτοι που σου 'χουν Φαίακες δώσει,
305 ὤπασαν οἴκαδ᾿ ἰόντι ἐμῇ βουλῇ τε νόῳ τε,
εἴπω θ᾿ ὅσσα τοι αἶσα δόμοις ἔνι ποιητοῖσι
κήδε᾿ ἀνασχέσθαι: σὺ δὲ τετλάμεναι καὶ ἀνάγκῃ,
μηδέ τῳ ἐκφάσθαι μήτ᾿ ἀνδρῶν μήτε γυναικῶν,
πάντων, οὕνεκ᾿ ἄρ᾿ ἦλθες ἀλώμενος, ἀλλὰ σιωπῇ
ως γύρναες σπίτι σου, από φώτιση κι από βουλή δικιά μου᾿
και να σου πω στο στέριο σπίτι σου τι βάσανα απ᾿ τη μοίρα
σε καρτερούν ωστόσο βάσταξε και συ'— κι αθέλητα σου'
μηδέ και να 'βγει από το στόμα σου μπρος σε άντρα για γυναίκα,
αφού παράδειρες, πως γύρισες, μον᾿ ό,τι κι αν σου κάνουν,
310 πάσχειν ἄλγεα πολλά, βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν.»
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς:
«ἀργαλέον σε, θεά, γνῶναι βροτῷ ἀντιάσαντι,
καὶ μάλ᾿ ἐπισταμένῳ: σὲ γὰρ αὐτὴν παντὶ ἐί̈σκεις.
τοῦτο δ᾿ ἐγὼν εὖ οἶδ᾿, ὅτι μοι πάρος ἠπίη ἦσθα,
βρισιές και βάσανα, όλα δέχου τα, χωρίς μιλιά να βγάνεις.»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Οδυσσέας:
«Να σε γνωρίσει δεν είναι εύκολο, θεά, ο θνητός μπροστά του,
όσα κι αν ξέρει, τι την όψη σου κάθε φορά κι αλλάζεις.
Τούτο κατέχω εγώ: πρωτύτερα, τα χρόνια που στην Τροία
315 ἧος ἐνὶ Τροίῃ πολεμίζομεν υἷες Ἀχαιῶν.
αὐτὰρ ἐπεὶ Πριάμοιο πόλιν διεπέρσαμεν αἰπήν,
βῆμεν δ᾿ ἐν νήεσσι, θεὸς δ᾿ ἐκέδασσεν Ἀχαιούς,
οὔ σέ γ᾿ ἔπειτα ἴδον, κούρη Διός, οὐδ᾿ ἐνόησα
νηὸς ἐμῆς ἐπιβᾶσαν, ὅπως τί μοι ἄλγος ἀλάλκοις.
των Αχαιών οι γιοί χτυπιούμασταν, ήσουν καλή μαζί μου.
Μα πια του Πρίαμου σαν πατήσαμε το απόγκρεμο το κάστρο
κι ένας θεός ανεμοσκόρπισε τους Αχαιούς, ως μπήκαν
στα πλοία, πια δέ σε ανανογήθηκα, κόρη του Δία, δε σ᾿ είδα
να βάλεις πόδι στο καράβι μου, να μου σταθείς στα πάθη,
320 ἀλλ᾿ αἰεὶ φρεσὶν ᾗσιν ἔχων δεδαϊγμένον ἦτορ
ἠλώμην, ἧός με θεοὶ κακότητος ἔλυσαν:
πρίν γ᾿ ὅτε Φαιήκων ἀνδρῶν ἐν πίονι δήμῳ
θάρσυνάς τε ἔπεσσι καὶ ἐς πόλιν ἤγαγες αὐτή.
νῦν δέ σε πρὸς πατρὸς γουνάζομαι--οὐ γὰρ ὀί̈ω
μόνο παράδερνα αξανάσαστα με σπαραγμένα σπλάχνα,
ως τέλος πια οι θεοί απ᾿ τα βάσανα με γλίτωσαν τα πλήθια.
Τώρα στερνά κι εσύ με γκάρδιωσες μιλώντας μου στην πλούσια
των Φαιάκων χώρα και στην πόλη τους με οδήγησες ατή σου.
Όμως στου Δία σε ορκίζω τ᾿ όνομα, στα γόνατα σου πέφτω'
325 ἥκειν εἰς Ἰθάκην εὐδείελον, ἀλλά τιν᾿ ἄλλην
γαῖαν ἀναστρέφομαι: σὲ δὲ κερτομέουσαν ὀί̈ω
ταῦτ᾿ ἀγορευέμεναι, ἵν᾿ ἐμὰς φρένας ἠπεροπεύσῃς--
εἰπέ μοι εἰ ἐτεόν γε φίλην ἐς πατρίδ᾿ ἱκάνω.»
τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη:
δεν το φαντάζουμαι πως έφτασα στην ξέφαντην Ιθάκη᾿
άλλη είναι η γη που τώρα βρέθηκα, θαρρώ, κι αν τα 'πες τούτα,
το νου μου να πλανέσεις ήθελες και να με ξεγελάσεις.
Αχ, πες μου τώρα αλήθεια αν πάτησα τη γη την πατρική μου!»
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
330 «αἰεί τοι τοιοῦτον ἐνὶ στήθεσσι νόημα:
τῷ σε καὶ οὐ δύναμαι προλιπεῖν δύστηνον ἐόντα,
οὕνεκ᾿ ἐπητής ἐσσι καὶ ἀγχίνοος καὶ ἐχέφρων.
ἀσπασίως γάρ κ᾿ ἄλλος ἀνὴρ ἀλαλήμενος ἐλθὼν
ἵετ᾿ ἐνὶ μεγάροις ἰδέειν παῖδάς τ᾿ ἄλοχόν τε:
«Αποξαρχής μια τέτοια στόχαση σου κυβερνάει τα φρένα,
που εγώ στις συφορές δε δονούμαι να μη σου παραστέκω,
που 'χεις μυαλό ξύπνο και γρήγορο και γνωστικό. Ποιος άλλος,
που, αφού παράδειρε, θα γύριζε στο σπίτι του, δε θα 'χε
τρέξει χαρούμενος, το ταίρι του να ιδεί και τα παιδιά του;
335 σοὶ δ᾿ οὔ πω φίλον ἐστὶ δαήμεναι οὐδὲ πυθέσθαι,
πρίν γ᾿ ἔτι σῆς ἀλόχου πειρήσεαι, ἥ τέ τοι αὔτως
ἧσται ἐνὶ μεγάροισιν, ὀϊζυραὶ δέ οἱ αἰεὶ
φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα δάκρυ χεούσῃ.
αὐτὰρ ἐγὼ τὸ μὲν οὔ ποτ᾿ ἀπίστεον, ἀλλ᾿ ἐνὶ θυμῷ
Μα εσύ δε θες να ξέρεις τίποτα γι᾿ αυτούς κι ουδέ να μάθεις,
πριν δοκιμάσεις τη γυναίκα σου, που κάθεται κλεισμένη
μέσα στο σπίτι σας, κι αγλύκαντες μια μια ν᾿ αποδιαβαίνουν
θωρεί τις νύχτες και τις μέρες της, στα δάκρυα βουτηγμένη.
Εμένα η πίστη δε με απόλειψε, το κάτεχα στα φρένα
340 ᾔδε᾿, ὃ νοστήσεις ὀλέσας ἄπο πάντας ἑταίρους:
ἀλλά τοι οὐκ ἐθέλησα Ποσειδάωνι μάχεσθαι
πατροκασιγνήτῳ, ὅς τοι κότον ἔνθετο θυμῷ,
χωόμενος ὅτι οἱ υἱὸν φίλον ἐξαλάωσας.
ἀλλ᾿ ἄγε τοι δείξω Ἰθάκης ἕδος, ὄφρα πεποίθῃς.
πως θα διαγείρεις, μόνο που όλους σου θα χάσεις τους συντρόφους.
Μα να πιαστώ με του πατέρα μου τον αδερφό δεν το 'χα σωστό,
τον Ποσειδώνα, που 'νιωθε βαρύ θυμό για σένα,
τι σου 'χε μάνητα που ετύφλωσες τον ακριβό το γιο του.
Και τώρα την Ιθάκη θα 'θελα να ξεσκεπάσω ομπρός σου,
345 Φόρκυνος μὲν ὅδ᾿ ἐστὶ λιμήν, ἁλίοιο γέροντος,
ἥδε δ᾿ ἐπὶ κρατὸς λιμένος τανύφυλλος ἐλαίη:
ἀγχόθι δ᾿ αὐτῆς ἄντρον ἐπήρατον ἠεροειδές,
ἱρὸν νυμφάων, αἳ νηϊάδες καλέονται:
τοῦτο δέ τοι σπέος ἐστὶ κατηρεφές, ἔνθα σὺ πολλὰς
για να πιστέψεις: Να του Φόρκυνα του θαλασσογερόντου
ο κόρφος, να κι η ελιά η στενόφυλλη στου λιμανιού την κόχη,
και δίπλα το γαλαζοσκότεινο, χαριτωμένο σπήλιο,
ταμένο στις ξανθιές, τρισέβαστο, στις Νεροκόρες.Δες τη
τη θολωτή σπηλιά, κει που άλλοτε ποτέ σου δεν ξεχνούσες
350 ἔρδεσκες νύμφῃσι τεληέσσας ἑκατόμβας:
τοῦτο δὲ Νήριτόν ἐστιν ὄρος καταειμένον ὕλῃ.»
ὣς εἰποῦσα θεὰ σκέδασ᾿ ἠέρα, εἴσατο δὲ χθών:
γήθησέν τ᾿ ἄρ᾿ ἔπειτα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
χαίρων ᾗ γαίῃ, κύσε δὲ ζείδωρον ἄρουραν.
στις Νεροκόρες αψεγάδιαστες τρανές θυσίες να κάνεις!
Κι αυτό είναι το βουνό το Νήριτο, με δάση σκεπασμένο.»
Μιλώντας την αντάρα σκόρπισε κι εφάνη γύρα ο τόπος'
και χάρηκε ο Οδυσσέας ο αρχοντικός, ο τρισβασανισμένος,
που είδε τη γη του, και τα χώματα φιλεί τα πολυθρόφα'
355 αὐτίκα δὲ νύμφῃς ἠρήσατο, χεῖρας ἀνασχών:
«νύμφαι νηϊάδες, κοῦραι Διός, οὔ ποτ᾿ ἐγώ γε
ὄψεσθ᾿ ὔμμ᾿ ἐφάμην: νῦν δ᾿ εὐχωλῇς ἀγανῇσι
χαίρετ': ἀτὰρ καὶ δῶρα διδώσομεν, ὡς τὸ πάρος περ,
αἴ κεν ἐᾷ πρόφρων με Διὸς θυγάτηρ ἀγελείη
κι υψώνοντας τα χέρια ευχήθηκε στις Νεροκόρες κι είπε:
Κόρες του Δία, ξανά δεν το 'λεγα, ξανθιές, καλοκυράδες,
πως θα σας δω. Μα τώρα ολόχαρος την προσευχή μου υψώνω.
Γεια και χαρά! Θα σας προσφέρουμε και δώρα, σαν και πρώτα,
μονάχα η κουρσολόγα να 'θελε, του γιου του Κρόνου η κόρη,
360 αὐτόν τε ζώειν καί μοι φίλον υἱὸν ἀέξῃ.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη:
«θάρσει, μή τοι ταῦτα μετὰ φρεσὶ σῇσι μελόντων.
ἀλλὰ χρήματα μὲν μυχῷ ἄντρου θεσπεσίοιο
θείμεν αὐτίκα νῦν, ἵνα περ τάδε τοι σόα μίμνῃ:
κι εγώ να ζω, κι ο γιος μου ανέβλαβος να βλέπω να τρανεύει.»
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, γυρνώντας του αποκρίθη:
«Κάμε κουράγιο και μη γνοιάζεσαι στα φρένα σου για τούτα.
Μα τώρα ευτύς το βιος να κρύψουμε στα βάθη, μέσα μέσα,
της θεϊκιάς σπηλιάς, απείραχτα να μείνουν τ᾿ αγαθά σου'
365 αὐτοὶ δὲ φραζώμεθ᾿ ὅπως ὄχ᾿ ἄριστα γένηται.»
ὣς εἰποῦσα θεὰ δῦνε σπέος ἠεροειδές,
μαιομένη κευθμῶνας ἀνὰ σπέος: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ἆσσον πάντ᾿ ἐφόρει, χρυσὸν καὶ ἀτειρέα χαλκὸν
εἵματά τ᾿ εὐποίητα, τά οἱ Φαίηκες ἔδωκαν.
κι ας στοχαστούμε πως καλύτερα θα βγει η δουλειά ως την άκρη.»
Είπε η θεά, και στ᾿ ολοσκότεινο το σπήλιο μέσα εχώθη,
κρυψώνες να 'βρει ψαχουλεύοντας᾿ μετά ο Οδυσσέας επήρε
και κουβαλούσε τον ανέσπλαχνο χαλκό και το χρυσάφι
και τα καλά υφαντά — τα πλούτη του, που οι Φαίακες του 'χαν δώσει.
370 καὶ τὰ μὲν εὖ κατέθηκε, λίθον δ᾿ ἐπέθηκε θύρῃσι
Παλλὰς Ἀθηναίη, κούρη Διὸς αἰγιόχοιο.
τὼ δὲ καθεζομένω ἱερῆς παρὰ πυθμέν᾿ ἐλαίης
φραζέσθην μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισιν ὄλεθρον.
τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη:
Τότε η Αθηνά, του βροντοσκούταρου του γιου του Κρόνου η κόρη,
με τάξη ως τα 'κρυψε όλα, σφάλιξε τη θύρα με μια πέτρα,
κι έπειτα πλάι στης άγιας κάθισαν ελιάς τη ρίζα οι δυο τους,
μαζί το χαλασμό των άνομων να βουλευτούν μνηστήρων.
Πρώτη τα λόγια η γαλανομάτη θεά Αθηνά κινούσε:
375 «διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ,
φράζευ ὅπως μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσεις,
οἳ δή τοι τρίετες μέγαρον κάτα κοιρανέουσι,
μνώμενοι ἀντιθέην ἄλοχον καὶ ἕδνα διδόντες:
ἡ δὲ σὸν αἰεὶ νόστον ὀδυρομένη κατὰ θυμὸν
«Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Όδυσσέα,
πως στους μνηστήρες τους αδιάντροπους θα βάλεις χέρι,
σκέψου, που σαν αφεντικά το σπίτι σου τρεις χρόνους αλωνίζουν,
και δώρα τάζουν, τη γυναίκα σου για να την κάνουν-ταίρι.
Μα αυτή, το γυρισμό σου αδιάκοπα θρηνώντας στην καρδιά της,
380 πάντας μέν ῥ᾿ ἔλπει καὶ ὑπίσχεται ἀνδρὶ ἑκάστῳ,
ἀγγελίας προϊεῖσα, νόος δέ οἱ ἄλλα μενοινᾷ.»
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς:
«ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ Ἀγαμέμνονος Ἀτρεί̈δαο
φθίσεσθαι κακὸν οἶτον ἐνὶ μεγάροισιν ἔμελλον,
σε όλους ελπίδες δίνει ψεύτικες και σ'έναν έναν τάζει
και τον πλανεύει με μηνύματα, μα ο νους της άλλα κλώθει.»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Οδυσσέας:
«Πωπώ, καθώς τον Αγαμέμνονα, θαρρώ, το γιο του Ατρέα,
κι εγώ από θάνατο θα πήγαινα κακό στο αρχοντικό μου,
385 εἰ μή μοι σὺ ἕκαστα, θεά, κατὰ μοῖραν ἔειπες.
ἀλλ᾿ ἄγε μῆτιν ὕφηνον, ὅπως ἀποτίσομαι αὐτούς:
πὰρ δέ μοι αὐτὴ στῆθι, μένος πολυθαρσὲς ἐνεῖσα,
οἷον ὅτε Τροίης λύομεν λιπαρὰ κρήδεμνα.
αἴ κέ μοι ὣς μεμαυῖα παρασταίης, γλαυκῶπι,
το κάθε τι από σε αν δεν άκουγα, θεά, με τη σειρά του.
Μον᾿ έλα, για να πάρω έγδίκηση, βουλή να υφάνεις θέλω,
και στάσου στο πλευρό μου, ατρόμητη καρδιά χαρίζοντας μου,
σαν τότε που ξεκεφαλίσαμε την Τροία τη στραφταλούσα.
Αν, Γλαυκομάτα, μου παράστεκες με ίδιαν ορμή και τώρα,
390 καί κε τριηκοσίοισιν ἐγὼν ἄνδρεσσι μαχοίμην
σὺν σοί, πότνα θεά, ὅτε μοι πρόφρασσ᾿ ἐπαρήγοις.»
τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη:
«καὶ λίην τοι ἐγώ γε παρέσσομαι, οὐδέ με λήσεις,
ὁππότε κεν δὴ ταῦτα πενώμεθα: καί τιν᾿ ὀί̈ω
εγώ μαζί σου θ᾿ αντροπάλευα και με τρακόσιους, φτάνει
να ξέρω πλάι μου, πολυσέβαστη θεά, πως παραστέκεις.»
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκύματη, του απηλογήθη κι είπε:
«θα μ᾿ έχεις πάντα παραστάτισσα και δε θα σε ξεχάσω,
η ώρα σα φτάσει πια ν᾿ αρχίσουμε. Θαρρώ από τους μνηστήρες,
395 αἵματί τ᾿ ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας
ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν.
ἀλλ᾿ ἄγε σ᾿ ἄγνωστον τεύξω πάντεσσι βροτοῖσι:
κάρψω μὲν χρόα καλὸν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι,
ξανθὰς δ᾿ ἐκ κεφαλῆς ὀλέσω τρίχας, ἀμφὶ δὲ λαῖφος
που τρων το βιος σου τώρα ανέμποδα, δε θα 'ναι λίγοι εκείνοι
που θα μολέψουν με το γαίμα τους και τα μυαλά το χώμα.
Μον᾿ έλα να σε κάνω αγνώριστο μπροστά στον κόσμον όλο:
Το δέρμα θα ζαρώσω τ᾿ όμορφο στο λυγερό κορμί σου,
της κεφαλής σου τα ξανθόμαλλα θα τ᾿ αφανίσω, γύρα
400 ἕσσω ὅ κε στυγέῃσιν ἰδὼν ἄνθρωπον ἔχοντα,
κνυζώσω δέ τοι ὄσσε πάρος περικαλλέ᾿ ἐόντε,
ὡς ἂν ἀεικέλιος πᾶσι μνηστῆρσι φανήῃς
σῇ τ᾿ ἀλόχῳ καὶ παιδί, τὸν ἐν μεγάροισιν ἔλειπες.
αὐτὸς δὲ πρώτιστα συβώτην εἰσαφικέσθαι,
κουρέλια θα σε ντύσω, σίχαμα σ᾿ όποιον σε βλέπει να 'σαι.
Θα σου θολώσω ακόμα τα όμορφα που ως τώρα άστραφταν μάτια,
να δείξεις στους μνηστήρες κάκοψος, στο ταίρι σου, στο γιο σου,
μικρό που αφήκες στο παλάτι σου, κανείς να μη σε νιώσει.
Μα εσύ πιο πρώτα απ᾿ όλα τράβηξε για το χοιροβοσκό σου,
405 ὅς τοι ὑῶν ἐπίουρος, ὁμῶς δέ τοι ἤπια οἶδε,
παῖδά τε σὸν φιλέει καὶ ἐχέφρονα Πηνελόπειαν.
δήεις τόν γε σύεσσι παρήμενον: αἱ δὲ νέμονται
πὰρ Κόρακος πέτρῃ ἐπί τε κρήνῃ Ἀρεθούσῃ,
ἔσθουσαι βάλανον μενοεικέα καὶ μέλαν ὕδωρ
αυτόν που γνοιάζεται τους χοίρους σου και το καλό σου θέλει,
κι έχει στο γιο σου και στη φρόνιμη την Πηνελόπη αγάπη.
Στους χοίρους θα τον βρεις να κάθεται κοντά, που εκεί στο βράχο
του Κόρακα και στης Αρέθουσας τη βρύση γύρω βόσκουν,
και τρων βαλάνια, ως να χορτάσουνε, κι από το μαυρονέρι
410 πίνουσαι, τά θ᾿ ὕεσσι τρέφει τεθαλυῖαν ἀλοιφήν.
ἔνθα μένειν καὶ πάντα παρήμενος ἐξερέεσθαι,
ὄφρ᾿ ἂν ἐγὼν ἔλθω Σπάρτην ἐς καλλιγύναικα
Τηλέμαχον καλέουσα, τεὸν φίλον υἱόν, Ὀδυσσεῦ:
ὅς τοι ἐς εὐρύχορον Λακεδαίμονα πὰρ Μενέλαον
πίνουν νερό με αυτά το ξίγκι τους μαθές πληθαίνει τ᾿ άσπρο.
Εκεί να μένεις και καθούμενος το κάθε τι ανέρωτα,
ωώσόπου εγώ στη Σπάρτη τρέχοντας την ωριογυναικούσα
φωνάξω πίσω τον Τηλέμαχο, το γιο σου᾿ τι έχει φύγει
για την πλατιά τη Λακεδαίμονα, στου Μενελάου το σπίτι,
415 ᾤχετο πευσόμενος μετὰ σὸν κλέος, εἴ που ἔτ᾿ εἴης.»
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς:
«τίπτε τ᾿ ἄρ᾿ οὔ οἱ ἔειπες, ἐνὶ φρεσὶ πάντα ἰδυῖα;
ἦ ἵνα που καὶ κεῖνος ἀλώμενος ἄλγεα πάσχῃ
πόντον ἐπ᾿ ἀτρύγετον: βίοτον δέ οἱ ἄλλοι ἔδουσι;»
μήπως για σένα ακούσει τίποτε, πως ζεις ακόμα κάπου.»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Οδυσσέας:
«Τα πάντα εσύ στα φρένα εκάτεχες᾿ πως τότε δεν του τα 'πες;
κι αυτός τυράννια παραδέρνοντας για να τραβήξει τάχα
πάνω στη θάλασσα την άκαρπη, κι οι άλλοι να τρων το βιος του;»
420 τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη:
«μὴ δή τοι κεῖνός γε λίην ἐνθύμιος ἔστω.
αὐτή μιν πόμπευον, ἵνα κλέος ἐσθλὸν ἄροιτο
κεῖσ᾿ ἐλθών: ἀτὰρ οὔ τιν᾿ ἔχει πόνον, ἀλλὰ ἕκηλος
ἧσται ἐν Ἀτρεί̈δαο δόμοις, παρὰ δ᾿ ἄσπετα κεῖται.
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
«Για τον υγιό σου εσύ μη γνοιάζεσαι᾿ μαζί του ατή μου επήγα,
για ν᾿ ακουστεί κι αυτός, περίλαμπρο να γίνει τ᾿ ονομά του
στα μέρη εκείνα᾿ κι ουδέ βάσανα τον βρήκαν στο παλάτι
μένει του γιου του Ατρέα και χαίρεται του κόσμου τα ξαρέσια.
425 ἦ μέν μιν λοχόωσι νέοι σὺν νηὶ̈ μελαίνῃ,
ἱέμενοι κτεῖναι, πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι:
ἀλλὰ τά γ᾿ οὐκ ὀί̈ω, πρὶν καί τινα γαῖα καθέξει
ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν.»
ὣς ἄρα μιν φαμένη ῥάβδῳ ἐπεμάσσατ᾿ Ἀθήνη.
Αλήθεια οι νιοι καρτέρι του 'στησαν με μελανό καράβι,
να τον σκοτώσουν, πριν στα χώματα τα πατρικά διαγείρει
μα αυτό δε γίνεται᾿ πρωτύτερα πολλούς θα φάει το χώμα
απ᾿ τους μνηστήρες λέω, τα πλούτη σου που τρώνε κι αφανίζουν.»
Είπε η Αθηνά, κι ευτύς τον άγγιξε με το ραβδί που εκράτει,
430 κάρψεν μὲν χρόα καλὸν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι,
ξανθὰς δ᾿ ἐκ κεφαλῆς ὄλεσε τρίχας, ἀμφὶ δὲ δέρμα
πάντεσσιν μελέεσσι παλαιοῦ θῆκε γέροντος,
κνύζωσεν δέ οἱ ὄσσε πάρος περικαλλέ᾿ ἐόντε:
ἀμφὶ δέ μιν ῥάκος ἄλλο κακὸν βάλεν ἠδὲ χιτῶνα,
και ζάρωσε το δέρμα τ᾿ όμορφο στο λυγερό κορμί του,
της κεφαλής του τα ξανθόμαλλα τ᾿ αφάνισε, με δέρμα
γερόντου του 'ζωσε πολύχρονου τα μέλη γύρω γύρω,
του θόλωσε τα μάτια τα όμορφα, που ξάστραφταν ως τότε,
ακόμα με άλλα τον περίζωσε κουρέλια και χιτώνα,
435 ῥωγαλέα ῥυπόωντα, κακῷ μεμορυγμένα καπνῷ:
ἀμφὶ δέ μιν μέγα δέρμα ταχείης ἕσσ᾿ ἐλάφοιο,
ψιλόν: δῶκε δέ οἱ σκῆπτρον καὶ ἀεικέα πήρην,
πυκνὰ ῥωγαλέην: ἐν δὲ στρόφος ἦεν ἀορτήρ.
τώ γ᾿ ὣς βουλεύσαντε διέτμαγεν. ἡ μὲν ἔπειτα
λερά κι ολότρυπα, σε ανείπωτη μουντζούρα βουτηγμένα.
Λαφίνας γρήγορης του φόρεσε τρανό τομάρι τέλος,
ξεμαδημένο, και στο χέρι του ραβδί κι ένα σακούλι
βρώμικο, ολότρυπο, που εκρέμουνταν από σκοινί, του δίνει.
Σαν έτσι τα ταίριαξαν, χώρισαν αυτή για του Οδυσσέα
440 ἐς Λακεδαίμονα δῖαν ἔβη μετὰ παῖδ᾿ Ὀδυσῆος. κινάει το γιο στη Λακεδαίμονα τη θεία γοργά να φτάσει.