ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -κ-


-10- «Αἰολίην δ᾿ ἐς νῆσον ἀφικόμεθ': ἔνθα δ᾿ ἔναιεν
Αἴολος Ἱπποτάδης, φίλος ἀθανάτοισι θεοῖσιν,
πλωτῇ ἐνὶ νήσῳ: πᾶσαν δέ τέ μιν πέρι τεῖχος
χάλκεον ἄρρηκτον, λισσὴ δ᾿ ἀναδέδρομε πέτρη.
Σ᾿ ένα νησί κατόπι εφτάσαμε, την Αιολία᾿ του Ιππότη ο γιος,
ο φίλος των αθάνατων θεών, ο Αίολος, ζούσε
κει πέρα᾿ το νησί πλεούμενο κι από τειχιά ζωσμένο
χάλκινα, ασύντριφτα, κι υψώνουνταν κοφτός του βράχου ο τοίχος.
5 Ἀ τοῦ καὶ δώδεκα παῖδες ἐνὶ μεγάροις γεγάασιν,
ἓξ μὲν θυγατέρες, ἓξ δ᾿ υἱέες ἡβώοντες:
ἔνθ᾿ ὅ γε θυγατέρας πόρεν υἱάσιν εἶναι ἀκοίτις.
οἱ δ᾿ αἰεὶ παρὰ πατρὶ φίλῳ καὶ μητέρι κεδνῇ
δαίνυνται, παρὰ δέ σφιν ὀνείατα μυρία κεῖται,
Είχε παιδιά αποχτήσει δώδεκα στο αρχοντικό του μέσα,
γιους έξι στον ανθό της νιότης τους και θυγατέρες έξι.
Κι ως πάντρεψε τις θυγατέρες του στους γιους του δίνοντας τις,
όλοι τους πάντα πλάι στον κύρη τους και στη σεβάσμια μάνα,
τρώνε και πίνουν, κι είναι αρίφνητα μπροστά τους τα ξαρέσια.
10 κνισῆεν δέ τε δῶμα περιστεναχίζεται αὐλῇ
ἤματα: νύκτας δ᾿ αὖτε παρ᾿ αἰδοίῃς ἀλόχοισιν
εὕδουσ᾿ ἔν τε τάπησι καὶ ἐν τρητοῖσι λέχεσσι.
καὶ μὲν τῶν ἱκόμεσθα πόλιν καὶ δώματα καλά.
μῆνα δὲ πάντα φίλει με καὶ ἐξερέεινεν ἕκαστα,
Κνίσα γεμάτο το παλάτι τους τη μέρα από τραγούδια
αντιλαλεί᾿ μα η νύχτα ως έρχεται, πλάι στα σεμνά τους ταίρια
κοιμούνται πέφτοντας σε στρώματα, σε τρυπητά κλινάρια.
Κι ως στο δικό τους κάστρο εφτάσαμε και στα τρανά παλάτια,
μήνα σωστό με φιλοκόνευε, και για την Τροία ρωτούσε,
15 Ἴλιον Ἀργείων τε νέας καὶ νόστον Ἀχαιῶν:
καὶ μὲν ἐγὼ τῷ πάντα κατὰ μοῖραν κατέλεξα.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ καὶ ἐγὼν ὁδὸν ᾔτεον ἠδ᾿ ἐκέλευον
πεμπέμεν, οὐδέ τι κεῖνος ἀνήνατο, τεῦχε δὲ πομπήν.
δῶκε δέ μ᾿ ἐκδείρας ἀσκὸν βοὸς ἐννεώροιο,
και πόσα τ᾿ άρμενα τ᾿ αργίτικα και ποιος ο γυρισμός μας —
το κάθε τι᾿ κι εγώ του τα 'λεγα με τη σειρά, πως γίναν.
Μα όντας κι εγώ τον παρακάλεσα να μας ξεπροβοδήσει,
δε μου το αρνήθη, μόνο πρόθυμα το μισεμό μου εγνοιάστη.
Βοδιού τομάρι πήρε εννιάχρονου και μέσα εκεί τις στράτες
20 ἔνθα δὲ βυκτάων ἀνέμων κατέδησε κέλευθα:
κεῖνον γὰρ ταμίην ἀνέμων ποίησε Κρονίων,
ἠμὲν παυέμεναι ἠδ᾿ ὀρνύμεν, ὅν κ᾿ ἐθέλῃσι.
νηὶ δ᾿ ἐνὶ γλαφυρῇ κατέδει μέρμιθι φαεινῇ
ἀργυρέῃ, ἵνα μή τι παραπνεύσῃ ὀλίγον περ:
των σφουριχτών ανέμων έδεσε, μαζί μου να το πάρω᾿
τι ο γιος του Κρόνου κλειδοκράτορα τον είχε των ανέμων,
τον έναν να σηκώνει, ως ήθελε, να σταματά τον άλλον.
Μετά στο πλοίο το ασκί καλόδεσε με αστραφτερό, ασημένιο
γαϊτάνι, η πιό τυχόν ανάλαφρη πνοή να μην ξεφεύγει'
25 αὐτὰρ ἐμοὶ πνοιὴν Ζεφύρου προέηκεν ἀῆναι,
ὄφρα φέροι νῆάς τε καὶ αὐτούς: οὐδ᾿ ἄρ᾿ ἔμελλεν
ἐκτελέειν: αὐτῶν γὰρ ἀπωλόμεθ᾿ ἀφραδίῃσιν.
«ἐννῆμαρ μὲν ὁμῶς πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ,
τῇ δεκάτῃ δ᾿ ἤδη ἀνεφαίνετο πατρὶς ἄρουρα,
κι αφήκε μοναχά το Ζέφυρο να μας φυσάει, να σπρώχνει
τα πλοία κι εμάς — του κάκου επάλευε να μας σταθεί στο δρόμο,
τι εμείς χαθήκαμε απ᾿ τις ίδιες μας τις ανεμυαλοσύνες!
Εννιά μερόνυχτα αρμενίζαμε, νυχτόημερα, κι απάνω
στις δέκα ομπρός μας ξεχωρίσαμε τη γη την πατρική μας,
30 καὶ δὴ πυρπολέοντας ἐλεύσσομεν ἐγγὺς ἐόντες:
ἔνθ᾿ ἐμὲ μὲν γλυκὺς ὕπνος ἐπήλυθε κεκμηῶτα,
αἰεὶ γὰρ πόδα νηὸς ἐνώμων, οὐδέ τῳ ἄλλῳ
δῶχ᾿ ἑτάρων, ἵνα θᾶσσον ἱκοίμεθα πατρίδα γαῖαν:
οἱ δ᾿ ἕταροι ἐπέεσσι πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
κι όσο ζυγώναμε, θωρούσαμε και τις φωτιές που άναβαν.
Μα ως είχα πια αποκάμει, ολόγλυκος με πήρε ξάφνου ο γύπνος'
άλλον δεν είχα αφήσει σύντροφο να κυβερνάει τη σκότα,
μονάχα εγώ, μιαν ώρα αρχύτερα να πάμε στην πατρίδα.
Και πήραν τότε συναλλήλως τους και λέγαν οι συντρόφοι,
35 καί μ᾿ ἔφασαν χρυσόν τε καὶ ἄργυρον οἴκαδ᾿ ἄγεσθαι
δῶρα παρ᾿ Αἰόλου μεγαλήτορος Ἱπποτάδαο.
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον:
«‘ὦ πόποι, ὡς ὅδε πᾶσι φίλος καὶ τίμιός ἐστιν
ἀνθρώποις, ὅτεών τε πόλιν καὶ γαῖαν ἵκηται.
τάχα απ᾿ τον Αίολο, τον τρανόκαρδο του Ιππότη γιο, χρυσάφι
κι ασήμι επήρα δώρο, σπίτι μου για να το κουβαλήσω'
κι έτσι μιλούσεν ο καθένας τους στο διπλανό γυρνώντας:
,, Πόση τιμή κι αγάπη χαίρεται, για ιδές, στον κόσμο τούτος,
σε όποιων θνητών μαθές κι αν έρχεται το κάστρο και τη χώρα'
40 πολλὰ μὲν ἐκ Τροίης ἄγεται κειμήλια καλὰ
ληίδος, ἡμεῖς δ᾿ αὖτε ὁμὴν ὁδὸν ἐκτελέσαντες
οἴκαδε νισσόμεθα κενεὰς σὺν χεῖρας ἔχοντες:
καὶ νῦν οἱ τάδ᾿ ἔδωκε χαριζόμενος φιλότητι
Αἴολος. ἀλλ᾿ ἄγε θᾶσσον ἰδώμεθα ὅττι τάδ᾿ ἐστίν,
Από της Τροίας τα κούρσα αρίφνητα μαζί του φέρνει πλούτη
πανέμορφα᾿ κι εμείς, που η στράτα μας με τούτου στάθηκε ίδια,
με άδεια τα χέρια στην πατρίδα μας διαγέρνουμε όλοι πίσω.
Δέτε και τώρα τι του εχάρισεν απ᾿ την πολλή του αγάπη
ο ρήγας Αίολος᾿ κάντε γρήγορα, να ιδούμε τι είναι τούτα,
45 ὅσσος τις χρυσός τε καὶ ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν.’
«ὣς ἔφασαν, βουλὴ δὲ κακὴ νίκησεν ἑταίρων:
ἀσκὸν μὲν λῦσαν, ἄνεμοι δ᾿ ἐκ πάντες ὄρουσαν.
τοὺς δ᾿ αἶψ᾿ ἁρπάξασα φέρεν πόντονδε θύελλα
κλαίοντας, γαίης ἄπο πατρίδος. αὐτὰρ ἐγώ γε
σαν πόσο ασήμι, πόσο μάλαμα στο ασκί του μέσα κρύβει.
Λέγαν οι σύντροφοι, και νίκησε μια τόσο ανόητη γνώμη.
Μα ως έλυσαν το ασκί και χύθηκαν όλοι μεμιάς οι ανέμοι,
γοργά ένας σίφουνας τους ξέσυρε βαθιά στο πέλαο μέσα,
μακριά απ᾿ τη γη μας· απ᾿ τους θρήνους τους ορθός κι εγώ πετιέμαι'
50 ἐγρόμενος κατὰ θυμὸν ἀμύμονα μερμήριξα,
ἠὲ πεσὼν ἐκ νηὸς ἀποφθίμην ἐνὶ πόντῳ,
ἦ ἀκέων τλαίην καὶ ἔτι ζωοῖσι μετείην.
ἀλλ᾿ ἔτλην καὶ ἔμεινα, καλυψάμενος δ᾿ ἐνὶ νηὶ
κείμην. αἱ δ᾿ ἐφέροντο κακῇ ἀνέμοιο θυέλλῃ
και τότε μες στην αψεγάδιαστη καρδιά μου αναρωτιόμουν,
τάχα να πέσω απ᾿ το καράβι μου και να πνιγώ στο κύμα,
για υπομονή να κάνω αμίλητος και στη ζωή να μείνω;
Υπομονεύτηκα κι απόμεινα, κι απά στο πλοίο κοιτόμουν
κουκουλωμένος· και μας έριξεν η μαύρη ανεμοζάλη
55 αὖτις ἐπ᾿ Αἰολίην νῆσον, στενάχοντο δ᾿ ἑταῖροι.
«ἔνθα δ᾿ ἐπ᾿ ἠπείρου βῆμεν καὶ ἀφυσσάμεθ᾿ ὕδωρ,
αἶψα δὲ δεῖπνον ἕλοντο θοῇς παρὰ νηυσὶν ἑταῖροι.
αὐτὰρ ἐπεὶ σίτοιό τ᾿ ἐπασσάμεθ᾿ ἠδὲ ποτῆτος,
δὴ τότ᾿ ἐγὼ κήρυκά τ᾿ ὀπασσάμενος καὶ ἑταῖρον
στην Αιολία ξανά, κι οι σύντροφοι δε μέρωναν το κλάμα.
Μόλις στο ακρόγιαλο ανασύραμε νερό, γοργά το γιόμα
δίπλα στα γρήγορα καράβια μας συντάζαν οι σύντροφοι.
Και πια σα φάγαμε, σαν ήπιαμε και φράθηκε η καρδιά μας,
πήρα έναν κράχτη κι έναν σύντροφο μαζί μου και κινούσα
60 βῆν εἰς Αἰόλου κλυτὰ δώματα: τὸν δ᾿ ἐκίχανον
δαινύμενον παρὰ ᾗ τ᾿ ἀλόχῳ καὶ οἷσι τέκεσσιν.
ἐλθόντες δ᾿ ἐς δῶμα παρὰ σταθμοῖσιν ἐπ᾿ οὐδοῦ
ἑζόμεθ': οἱ δ᾿ ἀνὰ θυμὸν ἐθάμβεον ἔκ τ᾿ ἐρέοντο:
«‘πῶς ἦλθες, Ὀδυσεῦ; τίς τοι κακὸς ἔχραε δαίμων;
να πάω στου Αιόλου το περίλαμπρο παλάτι᾿ κι ως τον βρήκα
με τα παιδιά του και το ταίρι του στο γιόμα, προχωρώντας
δίπλα στο μάγουλο καθίσαμε της πόρτας, στο κατώφλι.
Κι αυτοί θωρώντας μας εσάστισαν και πήραν να ρωτούνε:
,, Πως ήρθες; ποιος θεός αντίμαχος σε κυνηγά, Οδυσσέα;
65 ἦ μέν σ᾿ ἐνδυκέως ἀπεπέμπομεν, ὄφρ᾿ ἀφίκοιο
πατρίδα σὴν καὶ δῶμα καὶ εἴ πού τοι φίλον ἐστίν.’
«ὣς φάσαν, αὐτὰρ ἐγὼ μετεφώνεον ἀχνύμενος κῆρ:
«ἄασάν μ᾿ ἕταροί τε κακοὶ πρὸς τοῖσί τε ὕπνος
σχέτλιος. ἀλλ᾿ ἀκέσασθε, φίλοι: δύναμις γὰρ ἐν ὑμῖν.’
Εμείς καλά σε προβοδώσαμε, για να διαγείρεις πίσω
στην πατρική σου γη, στο σπίτι σου κι όπου ποθεί η καρδιά σου,
Είπαν, κι εγώ τους αποκρίθηκα με πικραμένα σπλάχνα:
,, Οι άμυαλοι σύντροφοι με αφάνισαν, μαζί κι ο ανήλεος ύπνος·
Όμως οι φίλοι εσείς βοηθάτε μου, τι σας περνά απ᾿ το χέρι!
70 «ὣς ἐφάμην μαλακοῖσι καθαπτόμενος ἐπέεσσιν,
οἱ δ᾿ ἄνεῳ ἐγένοντο: πατὴρ δ᾿ ἠμείβετο μύθῳ:
«‘ἔρρ᾿ ἐκ νήσου θᾶσσον, ἐλέγχιστε ζωόντων:
οὐ γάρ μοι θέμις ἐστὶ κομιζέμεν οὐδ᾿ ἀποπέμπειν
ἄνδρα τόν, ὅς κε θεοῖσιν ἀπέχθηται μακάρεσσιν:
Είπα, ζητώντας με γλυκόλογα τα σπλάχνα τους ν᾿ αγγίξω,
κι εκεί που μέναν όλοι αμίλητοι, μου απηλογήθη ο κύρης:
,, Απ᾿ το νησί μου χάσου γρήγορα, του κόσμου η καταφρόνια!
Εγώ δε γίνεται να δέχουμαι κι ουδέ να συνεβγάζω
έναν θνητό που οι τρισμακάριστοι θεοί τον οχτρευτήκαν.
75 ἔρρε, ἐπεὶ ἄρα θεοῖσιν ἀπεχθόμενος τόδ᾿ ἱκάνεις.’
«ὣς εἰπὼν ἀπέπεμπε δόμων βαρέα στενάχοντα.
ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ.
τείρετο δ᾿ ἀνδρῶν θυμὸς ὑπ᾿ εἰρεσίης ἀλεγεινῆς
ἡμετέρῃ ματίῃ, ἐπεὶ οὐκέτι φαίνετο πομπή.
Χάσου! οι θεοί που σε οχτρεύουνται᾿ στο σπίτι μου τι θέλεις;
Είπε, και μ᾿ έδιωξε απ᾿ το σπίτι του στα βογγητά μου μέσα'
και φύγαμε ξανά στα πέλαγα με πικραμένα σπλάχνα,
κι οι κουπολάτες ξεκαμώνουνταν στο λαμνοκόπι,
κι ήταν κρίμα δικό μας — πια δεν είχαμε κανέναν συνεβγάλτη!
80 ἑξῆμαρ μὲν ὁμῶς πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ,
ἑβδομάτῃ δ᾿ ἱκόμεσθα Λάμου αἰπὺ πτολίεθρον,
Τηλέπυλον Λαιστρυγονίην, ὅθι ποιμένα ποιμὴν
ἠπύει εἰσελάων, ὁ δέ τ᾿ ἐξελάων ὑπακούει.
ἔνθα κ᾿ ἄυπνος ἀνὴρ δοιοὺς ἐξήρατο μισθούς,
Ακέριες έξι μέρες σκίζαμε το πέλαο, νύχτα μέρα,
και στις εφτά στο κάστρο αράξαμε το απόγκρεμο του Λάμου,
στη Λαιστρυγόνια την πλατύπορτη᾿ βοσκός βοσκό εδώ σμίγει,
ο ένας γυρνώντας, ο άλλος φεύγοντας, κι αφήνουν γεια, ως χωρίζουν.
Αν ήσουν δίχως ύπνο, θα 'παιρνες διπλή εδώ πέρα ρόγα,
85 τὸν μὲν βουκολέων, τὸν δ᾿ ἄργυφα μῆλα νομεύων:
ἐγγὺς γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι.
ἔνθ᾿ ἐπεὶ ἐς λιμένα κλυτὸν ἤλθομεν, ὃν πέρι πέτρη
ἠλίβατος τετύχηκε διαμπερὲς ἀμφοτέρωθεν,
ἀκταὶ δὲ προβλῆτες ἐναντίαι ἀλλήλῃσιν
τη μια τ᾿ αρνιά σου τ᾿ άσπρα βόσκοντας, την άλλη βαυκαλώντας᾿
κοντά μαθές οι δρόμοι ανοίγουνται της μέρας και της νύχτας.
Εκεί στον ξακουσμένο αράξαμε λιμιώνα, που τον ζώνουν
μιαν άκρα ως άλλη βράχια απόγκρεμα κι από τις δυο μεριές του.
Στου λιμανιού το στόμα ορθόψηλοι στυλώνουνται δυο κάβοι
90 ἐν στόματι προύχουσιν, ἀραιὴ δ᾿ εἴσοδός ἐστιν,
ἔνθ᾿ οἵ γ᾿ εἴσω πάντες ἔχον νέας ἀμφιελίσσας.
αἱ μὲν ἄρ᾿ ἔντοσθεν λιμένος κοίλοιο δέδεντο
πλησίαι: οὐ μὲν γάρ ποτ᾿ ἀέξετο κῦμά γ᾿ ἐν αὐτῷ,
οὔτε μέγ᾿ οὔτ᾿ ὀλίγον, λευκὴ δ᾿ ἦν ἀμφὶ γαλήνη:
αντικριστοί, και πόρο αφήνουνε στενόν αναμεσό τους.
Τα δρεπανόγυρτα καράβια τους κει μέσα άραξαν οι άλλοι
και το 'να στ᾿ άλλο δίπλα τα 'δεσαν στο βαθουλό λιμάνι'
τι η θάλασσα ποτέ δε φούσκωνε κει μέσα, μήτε λίγο
μήτε που, μον᾿ γύρω απλώνουνταν γαλήνη στραφταλούσα.
95 αὐτὰρ ἐγὼν οἶος σχέθον ἔξω νῆα μέλαιναν,
αὐτοῦ ἐπ᾿ ἐσχατιῇ, πέτρης ἐκ πείσματα δήσας:
ἔστην δὲ σκοπιὴν ἐς παιπαλόεσσαν ἀνελθών.
ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ᾿ ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα,
καπνὸν δ᾿ οἶον ὁρῶμεν ἀπὸ χθονὸς ἀίσσοντα.
Εγώ μονάχα απέξω εκράτησα το μελανό καράβι,
στην άκραν άκρα εκεί, και το 'δεσα με τα σκοινιά από βράχο -
κι ως στάθηκα σε βίγλα απόγκρεμη ψηλά, για ν᾿ αγναντέψω,
μηδέ βοδιών τρογύρα φαίνουνταν μηδέ κι ανθρώπων έργα,
καπνό μονάχα που ανηφόριζε ψηλά απ᾿ τη γης θωρούμε.
100 δὴ τότ᾿ ἐγὼν ἑτάρους προί̈ειν πεύθεσθαι ἰόντας,
οἵ τινες ἀνέρες εἶεν ἐπὶ χθονὶ σῖτον ἔδοντες,
ἄνδρε δύω κρίνας, τρίτατον κήρυχ᾿ ἅμ᾿ ὀπάσσας.
οἱ δ᾿ ἴσαν ἐκβάντες λείην ὁδόν, ᾗ περ ἄμαξαι
ἄστυδ᾿ ἀφ᾿ ὑψηλῶν ὀρέων καταγίνεον ὕλην,
Κι είπα να πέψω απ᾿ τους συντρόφους μου να παν μπροστά να μάθουν
σαν ποιοί θνητοί, ψωμί που γεύουνται, στα μέρη ετούτα ζούνε,
απ᾿ τους δικούς μου δυο διαλέγοντας, μαζί τους κι έναν κράχτη.
Βγήκαν αυτοί και δρόμο πήρανε στρωτό᾿ τα κάρα εκείθε
απ᾿ τα ψηλά βουνά κατέβαζαν στην πολιτεία τα ξύλα.
105 κούρῃ δὲ ξύμβληντο πρὸ ἄστεος ὑδρευούσῃ,
θυγατέρ᾿ ἰφθίμῃ Λαιστρυγόνος Ἀντιφάταο.
ἡ μὲν ἄρ᾿ ἐς κρήνην κατεβήσετο καλλιρέεθρον
Ἀρτακίην: ἔνθεν γὰρ ὕδωρ προτὶ ἄστυ φέρεσκον:
οἱ δὲ παριστάμενοι προσεφώνεον ἔκ τ᾿ ἐρέοντο
Στο κάστρο ομπρός κοπέλα αντάμωσαν, νερό που κουβαλούσε,
την κόρη την τρανή του Αντίφατου, του Λαιστρυγόνιου ρήγα.
Είχε σε μια πηγή ωριορέματη κατέβει να γεμίσει,
στην Αρτακία, τι εκείθε ανάσερναν νερό να παν στην πόλη.
Κι αυτοί στάθηκαν και της μίλησαν και την αναρωτούσαν,
110 ὅς τις τῶνδ᾿ εἴη βασιλεὺς καὶ οἷσιν ἀνάσσοι:
ἡ δὲ μάλ᾿ αὐτίκα πατρὸς ἐπέφραδεν ὑψερεφὲς δῶ.
οἱ δ᾿ ἐπεὶ εἰσῆλθον κλυτὰ δώματα, τὴν δὲ γυναῖκα
εὗρον, ὅσην τ᾿ ὄρεος κορυφήν, κατὰ δ᾿ ἔστυγον αὐτήν.
ἡ δ᾿ αἶψ᾿ ἐξ ἀγορῆς ἐκάλει κλυτὸν Ἀντιφατῆα,
ποιος είναι ο βασιλιάς στη χώρα τους και ποιοί 'ναι αυτοί που ορίζει.
Το ξακουσμένο, αψηλοτάβανο του κύρη της παλάτι
κείνη τους έδειξε᾿ μα ως μπήκανε, θωρούνε μια γυναίκα
σαν του βουνού κορφή θεόρατη, κι αγριεύτηκε η καρδιά τους.
Κι αυτή απ᾿ την αγορά τον άντρα της, τον ξακουστό Αντιφάτη,
115 ὃν πόσιν, ὃς δὴ τοῖσιν ἐμήσατο λυγρὸν ὄλεθρον.
αὐτίχ᾿ ἕνα μάρψας ἑτάρων ὡπλίσσατο δεῖπνον:
τὼ δὲ δύ᾿ ἀίξαντε φυγῇ ἐπὶ νῆας ἱκέσθην.
αὐτὰρ ὁ τεῦχε βοὴν διὰ ἄστεος: οἱ δ᾿ ἀίοντες
φοίτων ἴφθιμοι Λαιστρυγόνες ἄλλοθεν ἄλλος,
καλεί, που φτάνοντας μελέτησε τον άγριο χαλασμό τους·
τι αρπάζοντας τον ένα σύντροφο τον έφαγε στο γιόμα.
Κι ως οι άλλοι δυο στα πόδια το 'βαλαν και φτάσαν στα καράβια,
φωνή στο κάστρο εκείνος σήκωσε. Το κάλεσμα γρικώντας
άλλος αλλούθε πήραν οι άτρομοι και τρέχαν Λαιστρυγόνες,
120 μυρίοι, οὐκ ἄνδρεσσιν ἐοικότες, ἀλλὰ Γίγασιν.
οἵ ῥ᾿ ἀπὸ πετράων ἀνδραχθέσι χερμαδίοισιν
βάλλον: ἄφαρ δὲ κακὸς κόναβος κατὰ νῆας ὀρώρει
ἀνδρῶν τ᾿ ὀλλυμένων νηῶν θ᾿ ἅμα ἀγνυμενάων:
ἰχθῦς δ᾿ ὣς πείροντες ἀτερπέα δαῖτα φέροντο.
χιλιάδες, Γίγαντες θυμίζοντας, θνητούς ανθρώπους όχι᾿
και πέτρες, μόλις που ένας θ᾿ άσκωνε θνητός, από τα βράχια
σφεντόνιζαν. Βαρύς ο πάταχος υψώθη στ᾿ άρμενά μας
από τους άντρες που σκοτώνουνταν κι από τα πλοία που έσπαζαν
καμακωμένους τους εσήκωναν σαν ψάρια, να τους φάνε!
125 ὄφρ᾿ οἱ τοὺς ὄλεκον λιμένος πολυβενθέος ἐντός,
τόφρα δ᾿ ἐγὼ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ
τῷ ἀπὸ πείσματ᾿ ἔκοψα νεὸς κυανοπρῴροιο.
αἶψα δ᾿ ἐμοῖς ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσα
ἐμβαλέειν κώπῃς, ἵν᾿ ὑπὲκ κακότητα φύγοιμεν:
Κι εγώ, την ώρα που τους σκότωναν μες στο βαθύ λιμιώνα,
το κοφτερό σπαθί ανασέρνοντας πλάι στο μερί μου, κόβω
απ᾿ το δικό μου γαλαζόπλωρο καράβι τις πρυμάτσες,
και δίχως άργητα τους συντρόφους προστάζω να ριχτούνε
στα κουπιά πάνω, αν θα γλιτώναμε το χαλασμό᾿ κι εκείνοι,
130 οἱ δ᾿ ἅλα πάντες ἀνέρριψαν, δείσαντες ὄλεθρον.
ἀσπασίως δ᾿ ἐς πόντον ἐπηρεφέας φύγε πέτρας
νηῦς ἐμή: αὐτὰρ αἱ ἄλλαι ἀολλέες αὐτόθ᾿ ὄλοντο.
«ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ,
ἄσμενοι ἐκ θανάτοιο, φίλους ὀλέσαντες ἑταίρους.
απ᾿ του χαμού το φόβο, ετίναζαν ψηλά τη θαλασσάρμη.
Καλότυχο το πλοίο μου ξέφυγε τα κρεμασμένα βράχια
κι ανοίχτηκε, μα τ᾿ αποδέλοιπα μαζί εχαθήκαν όλα.
Κι ανοίξαμε πανιά και φύγαμε με πικραμένα σπλάχνα,
εμείς γλιτώνοντας το θάνατο, χωρίς τους συντρόφους μας.
135 Αἰαίην δ᾿ ἐς νῆσον ἀφικόμεθ': ἔνθα δ᾿ ἔναιε
Κίρκη ἐυπλόκαμος, δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα,
αὐτοκασιγνήτη ὀλοόφρονος Αἰήταο:
ἄμφω δ᾿ ἐκγεγάτην φαεσιμβρότου Ἠελίοιο
μητρός τ᾿ ἐκ Πέρσης, τὴν Ὠκεανὸς τέκε παῖδα.
Σ᾿ ένα νησί κατόπι εφτάσαμε, την Αία᾿ κει πέρα η Κίρκη
ζούσε, θεά τρανή, ωριοπλέξουδη και με ανθρωπίσιο λάλο,
η ομόσπλαχνη αδερφή του πίβουλου του Αιήτη, τι κι οι δυο τους
την Πέρση κάτεχαν για μάνα τους, του Ωκεανού την κόρη,
κι είχαν τόν Ήλιο κύρη, στους θνητούς που διασκορπάει το φως του.
140 ἔνθα δ᾿ ἐπ᾿ ἀκτῆς νηὶ κατηγαγόμεσθα σιωπῇ
ναύλοχον ἐς λιμένα, καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν.
ἔνθα τότ᾿ ἐκβάντες δύο τ᾿ ἤματα καὶ δύο νύκτας
κείμεθ᾿ ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τρίτον ἦμαρ ἐυπλόκαμος τέλεσ᾿ Ἠώς,
Χωρίς φωνές κει πέρα αράξαμε το πλοίο μας στ᾿ ακρογιάλι,
σε κόρφο σίγουρο᾿ μας έδειχνε κάποιος θεός το δρόμο.
Κι ως όξω βγήκαμε, πλαγιάζαμε δυο μέρες και δυο νύχτες
κι από την έγνοια και τον κάματο μας σπάραζαν τα σπλάχνα.
Μα ως ήρθε η τρίτη κι η ωριοπλέξουδη πρόβαλε Αυγή στην πλάση,
145 καὶ τότ᾿ ἐγὼν ἐμὸν ἔγχος ἑλὼν καὶ φάσγανον ὀξὺ
καρπαλίμως παρὰ νηὸς ἀνήιον ἐς περιωπήν,
εἴ πως ἔργα ἴδοιμι βροτῶν ἐνοπήν τε πυθοίμην.
ἔστην δὲ σκοπιὴν ἐς παιπαλόεσσαν ἀνελθών,
καί μοι ἐείσατο καπνὸς ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης,
το κοφτερό σπαθί μου αρπάζοντας και το κοντάρι, αφήνω
το άρμενο πίσω μου, σε ξάγναντο γοργά ν᾿ ανέβω απάνω,
γη δουλεμένη μην αντίκριζα, φωνή μην άκουα κάποια.
Κι ως στάθηκα σε βίγλα απόγκρεμη ψηλά, για ν᾿ αγναντέψω,
σαν να μου φάνη απ᾿ την πλατύδρομη τη γη καπνός να βγαίνει,
150 Κίρκης ἐν μεγάροισι, διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην.
μερμήριξα δ᾿ ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν
ἐλθεῖν ἠδὲ πυθέσθαι, ἐπεὶ ἴδον αἴθοπα καπνόν.
ὧδε δέ μοι φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι,
πρῶτ᾿ ἐλθόντ᾿ ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης
στης Κίρκης το παλάτι, ανάμεσα σε δάση και ρουμάνια.
Κι ως είδα τον καπνό το διάφωτο, για μια στιγμή στα φρένα
και στην ψυχή μου διαλογίστηκα να πάω να μάθω ατός μου᾿
κι αυτό μου εικάστη, ως διαλογιζόμουν, το πιο σωστό: να τρέξω
πιο πρώτα στο γοργό πλεούμενο και στο γιαλό, να δώσω
155 δεῖπνον ἑταίροισιν δόμεναι προέμεν τε πυθέσθαι.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦα κιὼν νεὸς ἀμφιελίσσης,
καὶ τότε τίς με θεῶν ὀλοφύρατο μοῦνον ἐόντα,
ὅς ῥά μοι ὑψίκερων ἔλαφον μέγαν εἰς ὁδὸν αὐτὴν
ἧκεν. ὁ μὲν ποταμόνδε κατήιεν ἐκ νομοῦ ὕλης
να φάνε οι σύντροφοι, κι αργότερα να στείλω και να μάθω.
Ζύγωνα πια στο δρεπανόγυρτο πλεούμενο μας· ξάφνου
κάποιος θεός, που με σπλαχνίστηκε στην τόσην ερημιά μου,
πάνω στο δρόμο αψηλοκέρατο, τρανό μου στέλνει αλάφι.
Η πύρα του ήλιου το βασάνιζε, κι ως είχε πια βοσκήσει
160 πιόμενος: δὴ γάρ μιν ἔχεν μένος ἠελίοιο.
τὸν δ᾿ ἐγὼ ἐκβαίνοντα κατ᾿ ἄκνηστιν μέσα νῶτα
πλῆξα: τὸ δ᾿ ἀντικρὺ δόρυ χάλκεον ἐξεπέρησε,
κὰδ δ᾿ ἔπεσ᾿ ἐν κονίῃσι μακών, ἀπὸ δ᾿ ἔπτατο θυμός.
τῷ δ᾿ ἐγὼ ἐμβαίνων δόρυ χάλκεον ἐξ ὠτειλῆς
στο δάσο μέσα, κατηφόριζε να πιεί νερό στο ρέμα.
Κι ως πρόβαινε, στο ραχοκόκαλο, μεσοπλατίς, χτυπώντας'
το βρήκα, κι απ᾿ την άλλη εδιάβηκε το χάλκινο κοντάρι'
στη σκόνη βογγόντας σωριάστηκε και πέταξε η ψυχή του.
Κι έσυρα εγώ, πατώντας πάνω του, το χάλκινο κοντάρι
165 εἰρυσάμην: τὸ μὲν αὖθι κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ
εἴασ': αὐτὰρ ἐγὼ σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε,
πεῖσμα δ᾿, ὅσον τ᾿ ὄργυιαν, ἐυστρεφὲς ἀμφοτέρωθεν
πλεξάμενος συνέδησα πόδας δεινοῖο πελώρου,
βῆν δὲ καταλοφάδεια φέρων ἐπὶ νῆα μέλαιναν
απ᾿ την πληγή, και το παράτησα στο χώμα πλαγιασμένο.
Μετά κλαδιά με βιάση ανάσπασα και λυγαριάς κλωνάρια,
κι ως τα 'πλεξα σκοινί, καλόστριφτο κι από τις δυο τις άκρες,
ως μιαν οργιά, τα πόδια του αγριμιού του φοβερού συδένω,
και κουβαλώντας το κατάσβερκα κινώ για το καράβι,
170 ἔγχει ἐρειδόμενος, ἐπεὶ οὔ πως ἦεν ἐπ᾿ ὤμου
χειρὶ φέρειν ἑτέρῃ: μάλα γὰρ μέγα θηρίον ἦεν.
κὰδ᾿ δ᾿ ἔβαλον προπάροιθε νεός, ἀνέγειρα δ᾿ ἑταίρους
μειλιχίοις ἐπέεσσι παρασταδὸν ἄνδρα ἕκαστον:
«ὦ φίλοι, οὐ γάρ πω καταδυσόμεθ᾿ ἀχνύμενοί περ
απακουμπώντας στο κοντάρι μου᾿ τέτοιου εστάθη αγρίμι,
με το 'να χέρι απά στον ώμο μου να το κρατώ δεν ήταν.
Κι ως μπρος στο πλοίο το ξεφορτώθηκα, σιμώνω τους συντρόφους
και με γλυκόλογα τους γκάρδιωνα, μιλώντας σ᾿ εναν έναν:
,, Φίλοι, τρανή είναι αλήθεια η πίκρα μας, στον Κάτω Κόσμο ωστόσο
175 εἰς Ἀίδαο δόμους, πρὶν μόρσιμον ἦμαρ ἐπέλθῃ:
ἀλλ᾿ ἄγετ᾿, ὄφρ᾿ ἐν νηὶ θοῇ βρῶσίς τε πόσις τε,
μνησόμεθα βρώμης, μηδὲ τρυχώμεθα λιμῷ.’
«ὣς ἐφάμην, οἱ δ᾿ ὦκα ἐμοῖς ἐπέεσσι πίθοντο,
ἐκ δὲ καλυψάμενοι παρὰ θῖν᾿ ἁλὸς ἀτρυγέτοιο
δε θα βουλιάξουμε, της μοίρας μας πριχού σημάνει η μέρα.
Ομπρός, φαγί, πιοτό όσο βρίσκεται στο γρήγορο καράβι,
να τρώμε ας μην ξεχνούμε, αδιάκοπα να μη μας δέρνει η πείνα."
Είπα, κι αυτοί μεμιάς συγκλίνοντας απ᾿ το κεφάλι έβγαλαν,
εκεί στης άκαρπης της θάλασσας το ακρόγιαλο, τη σκέπη
180 θηήσαντ᾿ ἔλαφον: μάλα γὰρ μέγα θηρίον ἦεν.
αὐτὰρ ἐπεὶ τάρπησαν ὁρώμενοι ὀφθαλμοῖσιν,
χεῖρας νιψάμενοι τεύχοντ᾿ ἐρικυδέα δαῖτα.
ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
ἥμεθα δαινύμενοι κρέα τ᾿ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ:
κι αποθαμάζουνταν, αντίκρυ τους θωρώντας τέτοιο αγρίμι.
Και σα φραθήκαν πια τα μάτια τους κοιτάζοντας το αλάφι,
νίψαν τα χέρια τους και σύνταζαν αρχοντικό τραπέζι.
Έτσι ως του ήλιου τα βασιλέματα καθούμενοι όλη μέρα,
με πλήθος κρέατα και με ολόγλυκο κρασί φραινόμαστε όλοι.
185 ἦμος δ᾿ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε,
δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης.
ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
καὶ τότ᾿ ἐγὼν ἀγορὴν θέμενος μετὰ πᾶσιν ἔειπον:
«‘κέκλυτέ μευ μύθων, κακά περ πάσχοντες ἑταῖροι:
Και σύντας ο ήλιος πια βασίλεψε και πήραν τα σκοτάδια,
σε ύπνο απογείραμε, στο ακρόγιαλο της θάλασσας απάνω.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
όλους σε σύναξη τους κάλεσα κι αναμεσό τους είπα:
,, Και τόσα που τραβάτε, σύντροφοι, για ακούτε! Πούθε πέφτει η
190 ὦ φίλοι, οὐ γάρ τ᾿ ἴδμεν, ὅπῃ ζόφος οὐδ᾿ ὅπῃ ἠώς,
οὐδ᾿ ὅπῃ ἠέλιος φαεσίμβροτος εἶσ᾿ ὑπὸ γαῖαν,
οὐδ᾿ ὅπῃ ἀννεῖται: ἀλλὰ φραζώμεθα θᾶσσον
εἴ τις ἔτ᾿ ἔσται μῆτις. ἐγὼ δ᾿ οὔκ οἴομαι εἶναι.
εἶδον γὰρ σκοπιὴν ἐς παιπαλόεσσαν ἀνελθὼν
ανατολή, δεν ξέρει ουτ᾿ ένας μας, και πουθε η δύση, φίλοι!
Πούθε προβάλλει ο γήλιος, στους θνητούς που διασκορπάει το φως του;
και που βουτάει; Μα ελάτε γρήγορα μαζί να στοχαστούμε,
τώρα αν μας έρθει κάποια φώτιση᾿ τι εγώ καμιά δε βρίσκω.
Στη βίγλα την ψηλή που ανέβηκα, σ᾿ ένα νησί ριγμένοι
195 νῆσον, τὴν πέρι πόντος ἀπείριτος ἐστεφάνωται:
αὐτὴ δὲ χθαμαλὴ κεῖται: καπνὸν δ᾿ ἐνὶ μέσσῃ
ἔδρακον ὀφθαλμοῖσι διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην.’
«ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δὲ κατεκλάσθη φίλον ἦτορ
μνησαμένοις ἔργων Λαιστρυγόνος Ἀντιφάταο
είδα πως είμαστε, που απέραντα το τριγυρνούν πελάγη᾿
ψηλό δεν είναι᾿ ακόμα ξέκρινα καπνό στη μέση κάπου,
που ανάμεσα από δάση ανέβαινε κι από πυκνά ρουμάνια."
Αυτά είπα, κι εκείνων εράγισε βαθιά η καρδιά στα στήθη,
τι του Αντιφάτη αναθυμήθηκαν του Λαιστρυγόνα τα έργα
200 Κύκλωπός τε βίης μεγαλήτορος, ἀνδροφάγοιο.
κλαῖον δὲ λιγέως θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες:
ἀλλ᾿ οὐ γάρ τις πρῆξις ἐγίγνετο μυρομένοισιν.
«αὐτὰρ ἐγὼ δίχα πάντας ἐυκνήμιδας ἑταίρους
ἠρίθμεον, ἀρχὸν δὲ μετ᾿ ἀμφοτέροισιν ὄπασσα:
και του άγριου, ανθρωποφάγου Κύκλωπα, του πολυδυναμάρη᾿
και κίνησαν το θρήνο, κι έτρεχαν τα μάτια τους ποτάμι,
μα δίχως όφελος! Τι κέρδιζαν αλήθεια από τους θρήνους;
Και τότε παίρνω και τους συντρόφους τους αντρειωμένους όλους
στα δυο μοιράζω, και τους έβαλα και δυο αρχηγούς, σε τούτους
205 τῶν μὲν ἐγὼν ἦρχον, τῶν δ᾿ Εὐρύλοχος θεοειδής.
κλήρους δ᾿ ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλομεν ὦκα:
ἐκ δ᾿ ἔθορε κλῆρος μεγαλήτορος Εὐρυλόχοιο.
βῆ δ᾿ ἰέναι, ἅμα τῷ γε δύω καὶ εἴκοσ᾿ ἑταῖροι
κλαίοντες: κατὰ δ᾿ ἄμμε λίπον γοόωντας ὄπισθεν.
εγώ να ορίζω, κι ο θεόμορφος Ευρύλοχος στους άλλους.
Σε κράνος χάλκινο ταράζουμε με βιάση τους λαχνούς μας,
κι όπως του Ευρύλοχου του αντρόκαρδου πετάχτηκε όξω ο κλήρος,
κινούσε᾿ είκοσι δυο ξοπίσω του σύντροφοι ακολουθούσαν
με κλάματα, και μας αφήνοντας σε βόγγους και σε θρήνους.
210 εὗρον δ᾿ ἐν βήσσῃσι τετυγμένα δώματα Κίρκης
ξεστοῖσιν λάεσσι, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ:
ἀμφὶ δέ μιν λύκοι ἦσαν ὀρέστεροι ἠδὲ λέοντες,
τοὺς αὐτὴ κατέθελξεν, ἐπεὶ κακὰ φάρμακ᾿ ἔδωκεν.
οὐδ᾿ οἵ γ᾿ ὡρμήθησαν ἐπ᾿ ἀνδράσιν, ἀλλ᾿ ἄρα τοί γε
Και βρήκαν σε βαθύ συλλάγκαδο της Κίρκης το παλάτι,
πετροπελεκητό, καλόφτιαστο, σε ξάγναντο χτισμένο.
Λύκοι βουνίσιοι το τριγύριζαν και λιόντες, που 'χε ατή της
γητέψει, δίνοντας τους βότανα φαρμακερά να φάνε.
Κι ουδέ που χίμιξαν απάνω τους, καθώς τους είδαν ξένους,
215 οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες ἀνέσταν.
ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ἂν ἀμφὶ ἄνακτα κύνες δαίτηθεν ἰόντα
σαίνωσ᾿, αἰεὶ γάρ τε φέρει μειλίγματα θυμοῦ,
ὣς τοὺς ἀμφὶ λύκοι κρατερώνυχες ἠδὲ λέοντες
σαῖνον: τοὶ δ᾿ ἔδεισαν, ἐπεὶ ἴδον αἰνὰ πέλωρα.
μον᾿ τις μακριές ουρές χαρούμενα κουνώντας σηκώθηκαν.
Πως κάνουν γύρα στον αφέντη τους τρανές χαρές οι σκύλοι,
από τραπέζι ως φτάνει, ξέροντας καλούδια πως τους φέρνει,
όμοια κι οι λιόντες κι οι ατσαλόνυχοι τους κάναν λύκοι τότε'
τρανές χαρές, μα εκείνοι τρόμαξαν, τέτοια θεριά να ιδούνε.
220 ἔσταν δ᾿ ἐν προθύροισι θεᾶς καλλιπλοκάμοιο,
Κίρκης δ᾿ ἔνδον ἄκουον ἀειδούσης ὀπὶ καλῇ,
ἱστὸν ἐποιχομένης μέγαν ἄμβροτον, οἷα θεάων
λεπτά τε καὶ χαρίεντα καὶ ἀγλαὰ ἔργα πέλονται.
τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε Πολίτης ὄρχαμος ἀνδρῶν,
Στην ξώπορτα της ωριοπλέξουδης θεάς ομπρός σταθήκαν,
της Κίρκης, κι άκουαν που με γάργαρη φωνή τραγούδαε μέσα,
μεγάλο ως ύφαινε κι αθάνατο πανί — και μη δεν είναι
όλα οι θεές που υφαίνουν όμορφα, ψιλά, χαριτωμένα;
Τότε ο τρανός Πολίτης κίνησε τα λόγια αναμεσό τους,
225 ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων ἦν κεδνότατός τε:
«ὦ φίλοι, ἔνδον γάρ τις ἐποιχομένη μέγαν ἱστὸν
καλὸν ἀοιδιάει, δάπεδον δ᾿ ἅπαν ἀμφιμέμυκεν,
ἢ θεὸς ἠὲ γυνή: ἀλλὰ φθεγγώμεθα θᾶσσον.’
«ὣς ἄρ᾿ ἐφώνησεν, τοὶ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες.
ο πιο μου μπιστεμένος σύντροφος κι ο πιο που του 'χα αγάπη:
,, Κάποια γυναίκα πηγαινόρχεται στον αργαλειό της, φίλοι,
το μέγα, τραγουδώντας όμορφα, κι αντιδονεί το σπίτι —
θνητή, θεά, δεν ξέρω᾿ γρήγορα μαζί ας φωνάξουμε όλοι!"
Σαν είπε τούτα, εκείνοι εφώναξαν με δύναμη, κι η Κίρκη
230 ἡ δ᾿ αἶψ᾿ ἐξελθοῦσα θύρας ὤιξε φαεινὰς
καὶ κάλει: οἱ δ᾿ ἅμα πάντες ἀιδρείῃσιν ἕποντο:
Εὐρύλοχος δ᾿ ὑπέμεινεν, ὀισάμενος δόλον εἶναι.
εἷσεν δ᾿ εἰσαγαγοῦσα κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε,
ἐν δέ σφιν τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν
τις θύρες άνοιξε τις λιόφωτες με βιάση, κι όπως βγήκε,
τους κάλεσε να μπουν ανήξεροι της ακλουθήξαν όλοι,
και μόνο ο Ευρύλοχος απόμεινε, τι οσμίστη κάποιο δόλο.
Κι ως τους συνέμπασε, τους έδωκε σκαμνιά, θρονιά να κάτσουν,
και σε κρασί απ᾿ την Πράμνη ανάδευε μαζί τυρί ξυσμένο,
235 οἴνῳ Πραμνείῳ ἐκύκα: ἀνέμισγε δὲ σίτῳ
φάρμακα λύγρ᾿, ἵνα πάγχυ λαθοίατο πατρίδος αἴης.
αὐτὰρ ἐπεὶ δῶκέν τε καὶ ἔκπιον, αὐτίκ᾿ ἔπειτα
ῥάβδῳ πεπληγυῖα κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ.
οἱ δὲ συῶν μὲν ἔχον κεφαλὰς φωνήν τε τρίχας τε
μέλι ξανθό και κριθαράλευρο, και μέσα εκεί τους ρίχνει
κακά βοτάνια, την πατρίδα τους για πάντα να ξεχάσουν.
Κι ως τους το κέρασε και το άδειασαν, σε μια στιγμή τους δίνει
με το ραβδί της, και τους έκλεισε στα χοιρομάντρια μέσα.
Χοίρου κορμί απόχτησαν όλοι τους, φωνή, κεφάλι, τρίχες,
240 καὶ δέμας, αὐτὰρ νοῦς ἦν ἔμπεδος, ὡς τὸ πάρος περ.
ὣς οἱ μὲν κλαίοντες ἐέρχατο, τοῖσι δὲ Κίρκη
πάρ ῥ᾿ ἄκυλον βάλανόν τε βάλεν καρπόν τε κρανείης
ἔδμεναι, οἷα σύες χαμαιευνάδες αἰὲν ἔδουσιν.
«Εὐρύλοχος δ᾿ αἶψ᾿ ἦλθε θοὴν ἐπὶ νῆα μέλαιναν
μόνο που κράτησαν αθόλωτο το νου τους, ως και πρώτα.
Κι εκεί που μαντρισμένοι εμύρουνταν, η Κίρκη, για να φάνε,
έριξε κράνα, πρινοβέλανα μπροστά τους και βαλάνια,
τι άλλη θροφή οι χαμοκοιτάμενοι δε συνηθούνε χοίροι.
Κι ο Ευρύλοχος τρεχάτος έφτασε στο μελανό καράβι,
245 ἀγγελίην ἑτάρων ἐρέων καὶ ἀδευκέα πότμον.
οὐδέ τι ἐκφάσθαι δύνατο ἔπος ἱέμενός περ,
κῆρ ἄχεϊ μεγάλῳ βεβολημένος: ἐν δέ οἱ ὄσσε
δακρυόφιν πίμπλαντο, γόον δ᾿ ὠίετο θυμός.
ἀλλ᾿ ὅτε δή μιν πάντες ἀγασσάμεθ᾿ ἐξερέοντες,
να πει τι απόγιναν οι σύντροφοι, το τι κακό τους βρήκε.
Βαρύς καημός καθώς τον έπνιγε, μια λέξη καν να βγάλει
του κάκου πάλευε απ᾿ το στόμα του᾿ τα δάκρυα πλημμυρούσαν
τα δυο του μάτια, κι όλο του 'ρχονταν σε θρήνο να ξεσπάσει.
Μα όπως ριχτήκαμε όλοι πάνω του ρωτώντας σαστισμένοι,
250 καὶ τότε τῶν ἄλλων ἑτάρων κατέλεξεν ὄλεθρον:
«‘ἤιομεν, ὡς ἐκέλευες, ἀνὰ δρυμά, φαίδιμ᾿ Ὀδυσσεῦ:
εὕρομεν ἐν βήσσῃσι τετυγμένα δώματα καλὰ
ξεστοῖσιν λάεσσι, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ.
ἔνθα δέ τις μέγαν ἱστὸν ἐποιχομένη λίγ᾿ ἄειδεν,
Εκείνος το χαμό ανιστόρησε των άλλων μας συντρόφων:
,, Τρανέ Οδυσσέα, καθώς μας πρόσταξες, διαβήκαμε το δάσο,
και σε λαγκάδι αρχοντοπάλατο ξεκρίναμε μεγάλο,
πετροπελεκητό, καλόφτιαστο, σε ξάγναντο χτισμένο.
Εκεί στον αργαλειό της άκουσαν που ψιλοτραγουδούσε
255 ἢ θεὸς ἠὲ γυνή: τοὶ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες.
ἡ δ᾿ αἶψ᾿ ἐξελθοῦσα θύρας ὤιξε φαεινὰς
καὶ κάλει: οἱ δ᾿ ἅμα πάντες ἀιδρείῃσιν ἕποντο:
αὐτὰρ ἐγὼν ὑπέμεινα, ὀισάμενος δόλον εἶναι.
οἱ δ᾿ ἅμ᾿ ἀιστώθησαν ἀολλέες, οὐδέ τις αὐτῶν
κάποια θεά ή θνητή, και φώναξαν με δύναμη, κι εκείνη
τις θύρες άνοιξε τις λιόφωτες με βιάση, κι όπως βγήκε,
τους κάλεσε να μπουν ανήξεροι της ακλουθήξαν όλοι,
και μόνο εγώ, που δόλο οσμίζομουν, απόμεινα ξοπίσω.
Κι όλοι μαζί γένηκαν άφαντοι, δε βγήκε πια κανένας,
260 ἐξεφάνη: δηρὸν δὲ καθήμενος ἐσκοπίαζον.’
«ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγὼ περὶ μὲν ξίφος ἀργυρόηλον
ὤμοιιν βαλόμην, μέγα χάλκεον, ἀμφὶ δὲ τόξα:
τὸν δ᾿ ἂψ ἠνώγεα αὐτὴν ὁδὸν ἡγήσασθαι.
αὐτὰρ ὅ γ᾿ ἀμφοτέρῃσι λαβὼν ἐλλίσσετο γούνων
κι εγώ καθόμουν και τους πρόσμενα πολληώρα να φανούνε.
Είπε, κι εγώ το ασημοκάρφωτο σπαθί στους ώμους πάνω,
το χάλκινο, το μέγα, επέρασα, και γύρα το δοξάρι,
κι είπα του Ευρύλοχου να πάρουμε μαζί την ίδια στράτα.
Μα εκείνος μου 'πιασε τα γόνατα και με παρακαλιόταν
265 καί μ᾿ ὀλοφυρόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
«‘μή μ᾿ ἄγε κεῖσ᾿ ἀέκοντα, διοτρεφές, ἀλλὰ λίπ᾿ αὐτοῦ.
οἶδα γάρ, ὡς οὔτ᾿ αὐτὸς ἐλεύσεαι οὔτε τιν᾿ ἄλλον
ἄξεις σῶν ἑτάρων. ἀλλὰ ξὺν τοίσδεσι θᾶσσον
φεύγωμεν: ἔτι γάρ κεν ἀλύξαιμεν κακὸν ἦμαρ.’
και λόγια μου 'λεγε ανεμάρπαστα στα κλάματα του μέσα:
,, Εδώ παράτα με, αρχοντόθρεφτε, κει πέρα μη με σέρνεις
αθέλητα μου᾿ ουτ᾿ ένα σύντροφο πια δε γυρίζεις πίσω,
κι ατός σου δε γυρνάς· μα ας φύγουμε καν με τους άλλους τούτους
το γρηγορότερο᾿ γλιτώνουμε την κακιάν ώρα ακόμα!"
270 «ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον:
Εὐρύλοχ᾿, ἦ τοι μὲν σὺ μέν᾿ αὐτοῦ τῷδ᾿ ἐνὶ χώρῳ
ἔσθων καὶ πίνων κοίλῃ παρὰ νηὶ μελαίνῃ:
αὐτὰρ ἐγὼν εἶμι, κρατερὴ δέ μοι ἔπλετ᾿ ἀνάγκη.’
«ὣς εἰπὼν παρὰ νηὸς ἀνήιον ἠδὲ θαλάσσης.
Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά του δίνω:
,, Εσύ να μείνεις τώρα, Ευρύλοχε, σε τούτο το ακρογιάλι
τρώγοντας, πίνοντας, στο μαύρο μας βαθύ καράβι δίπλα'
όμως εγώ θα πάω, δε γίνεται· βαριά με σφίγγει ανάγκη.
Είπα, κι αφήκα πλοίο κι ακρόγιαλο και πήρα ν᾿ ανεβαίνω'
275 ἀλλ᾿ ὅτε δὴ ἄρ᾿ ἔμελλον ἰὼν ἱερὰς ἀνὰ βήσσας
Κίρκης ἵξεσθαι πολυφαρμάκου ἐς μέγα δῶμα,
ἔνθα μοι Ἑρμείας χρυσόρραπις ἀντεβόλησεν
ἐρχομένῳ πρὸς δῶμα, νεηνίῃ ἀνδρὶ ἐοικώς,
πρῶτον ὑπηνήτῃ, τοῦ περ χαριεστάτη ἥβη:
μα ως το λαγκάδι το άγιο εδιάβηκα και κόντευα να φτάσω
στης Κίρκης πια το αρχοντοπάλατο της πολυφαρμακούσας,
εκεί μου απάντηξε ο χρυσόραβδος Ερμής, καθώς στο σπίτι
σίμωνα πια, κι έμοιαζε νιούτσικο θνητό, τα μαγουλά του
μόλις που χνούδισαν, κι η νιότη του στην πιο γλυκιά της ώρα.
280 ἔν τ᾿ ἄρα μοι φῦ χειρί, ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζε:
«‘πῇ δὴ αὖτ᾿, ὦ δύστηνε, δι᾿ ἄκριας ἔρχεαι οἶος,
χώρου ἄιδρις ἐών; ἕταροι δέ τοι οἵδ᾿ ἐνὶ Κίρκης
ἔρχαται ὥς τε σύες πυκινοὺς κευθμῶνας ἔχοντες.
ἦ τοὺς λυσόμενος δεῦρ᾿ ἔρχεαι; οὐδέ σέ φημι
Το χέρι μου 'σφιξε, μου μίλησε κι αυτά τα λόγια μου 'πε:
,, Για που τραβάς ξανά, βαριόμοιρε, στ᾿ ακρόβουνα μονάχος,
του τόπου ακάτεχος; Οι επίλοιποι σύντροφοι σου στης Κίρκης
ως χοίροι κλειδωμένοι βρίσκουνται σε στεριές μάντρες μέσα.
Να τους γλιτώσεις μήπως έρχεσαι; Κι ατός σου δε διαγέρνεις
285 αὐτὸν νοστήσειν, μενέεις δὲ σύ γ᾿, ἔνθα περ ἄλλοι.
ἀλλ᾿ ἄγε δή σε κακῶν ἐκλύσομαι ἠδὲ σαώσω.
τῆ, τόδε φάρμακον ἐσθλὸν ἔχων ἐς δώματα Κίρκης
ἔρχευ, ὅ κέν τοι κρατὸς ἀλάλκῃσιν κακὸν ἦμαρ.
πάντα δέ τοι ἐρέω ὀλοφώια δήνεα Κίρκης.
ξοπίσω λέω᾿ σε λίγο συντροφιά θα κάνεις με τους άλλους!
Ωστόσο θέλω από τα βάσανα να σε γλιτώσω τούτα.
Να πάρε αυτό το καλοβότανο και κράτα το, στης Κίρκης
σα μπεις, να σκέπει το κεφάλι σου, κακηώρα να μη σε 'βρει.
Τις πονηριές της Κίρκης άκουσε μιαν άκρη ως άλλη τώρα:
290 τεύξει τοι κυκεῶ, βαλέει δ᾿ ἐν φάρμακα σίτῳ.
ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὣς θέλξαι σε δυνήσεται: οὐ γὰρ ἐάσει
φάρμακον ἐσθλόν, ὅ τοι δώσω, ἐρέω δὲ ἕκαστα.
ὁππότε κεν Κίρκη σ᾿ ἐλάσῃ περιμήκεϊ ῥάβδῳ,
δὴ τότε σὺ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ
Πιοτό θα σου ετοιμάσει, βάζοντας κακά βοτάνια μέσα,
μα κι έτσι εσένα δε θα πιάσουνε τα μάγια, δε θ᾿ αφήσει
το καλοβότανο που σου 'δωκα᾿ να σου τα πω όμως όλα:
Μόλις η Κίρκη πάρει το μακρύ ραβδί της και σε κρούσει,
γοργά το κοφτερό ξεγύμνωσε σπαθί από το μερί σου
295 Κίρκῃ ἐπαῖξαι, ὥς τε κτάμεναι μενεαίνων.
ἡ δέ σ᾿ ὑποδείσασα κελήσεται εὐνηθῆναι:
ἔνθα σὺ μηκέτ᾿ ἔπειτ᾿ ἀπανήνασθαι θεοῦ εὐνήν,
ὄφρα κέ τοι λύσῃ θ᾿ ἑτάρους αὐτόν τε κομίσσῃ:
ἀλλὰ κέλεσθαί μιν μακάρων μέγαν ὅρκον ὀμόσσαι,
κι απά στην Κίρκη χίμα, ως να 'θελες να πάρεις τη ζωή της.
Κι αυτή θα φοβηθεί᾿ σαν έπειτα σου πει να κοιμηθείτε,
πια της θεάς εσύ τον έρωτα μην τον αρνιέσαι, αν θέλεις
να λευτερώσει τους συντρόφους σου και να γνοιαστεί και σένα.
Μα τον τρανό των τρισμακάριστων ν᾿ αμώσει πες της όρκο,
300 μή τί τοι αὐτῷ πῆμα κακὸν βουλευσέμεν ἄλλο,
μή σ᾿ ἀπογυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θήῃ.’
ἡ«ὣς ἄρα φωνήσας πόρε φάρμακον ἀργεϊφόντης
ἐκ γαίης ἐρύσας, καί μοι φύσιν αὐτοῦ ἔδειξε.
ῥίζῃ μὲν μέλαν ἔσκε, γάλακτι δὲ εἴκελον ἄνθος:
πως δε θα βάλει πια άλλο τίποτε κακό για σε στο νου της,
να μη σου πάρει αντρεία και δύναμη, σα γυμνωθείς ομπρός της.»
Αυτά είπε ο Αργοφονιάς᾿ το βότανο μετά ανασπά απ᾿ το χώμα,
κι όπως μου το 'δωκε, μου ξήγησε και ποια τα φυσικά του:
η ρίζα μελανιά, μα κάτασπρος ο ανθός του, σαν το γάλα'
305 μῶλυ δέ μιν καλέουσι θεοί: χαλεπὸν δέ τ᾿ ὀρύσσειν
ἀνδράσι γε θνητοῖσι, θεοὶ δέ τε πάντα δύνανται.
Ἑρμείας μὲν ἔπειτ᾿ ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ὄλυμπον
νῆσον ἀν᾿ ὑλήεσσαν, ἐγὼ δ᾿ ἐς δώματα Κίρκης
ἤια, πολλὰ δέ μοι κραδίη πόρφυρε κιόντι.
μώλυ οι θεοί το λένε᾿ δύσκολο θνητός να το ανασπάσει
από τη γης, μονάχα αθάνατοι, τι αυτοί μπορούν τα πάντα.
Μετά για τον τρανό τον Όλυμπο κινούσε ο Ερμής να φύγει,
το δασωτό νησί διαβαίνοντας᾿ κι εγώ τραβώ στης Κίρκης,
και χίλιες μύριες έγνοιες έδερναν, ως όδευα, το νου μου.
310 ἔστην δ᾿ εἰνὶ θύρῃσι θεᾶς καλλιπλοκάμοιο:
ἔνθα στὰς ἐβόησα, θεὰ δέ μευ ἔκλυεν αὐδῆς.
ἡ δ᾿ αἶψ᾿ ἐξελθοῦσα θύρας ὤιξε φαεινὰς
καὶ κάλει: αὐτὰρ ἐγὼν ἑπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ.
εἷσε δέ μ᾿ εἰσαγαγοῦσα ἐπὶ θρόνου ἀργυροήλου
Και στάθηκα στης ωριοπλέξουδης θεάς ομπρός τη θύρα,
και φώναξα᾿ κι ευτύς, ακούγοντας εκείνη τη φωνή μου,
τις θύρες άνοιξε τις λιόφωτες με βιάση κι όξω βγήκε
να με καλέσει᾿ της ακλούθηξα κι εγώ βαριά θλιμμένος'
και μ᾿ έβαλε σε ασημοκάρφωτο θρονί για να καθίσω,
315 καλοῦ δαιδαλέου: ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν:
τεῦχε δέ μοι κυκεῶ χρυσέῳ δέπαι, ὄφρα πίοιμι,
ἐν δέ τε φάρμακον ἧκε, κακὰ φρονέουσ᾿ ἐνὶ θυμῷ.
αὐτὰρ ἐπεὶ δῶκέν τε καὶ ἔκπιον, οὐδέ μ᾿ ἔθελξε,
ῥάβδῳ πεπληγυῖα ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζεν:
πανώριο, ξομπλιαστό, με κάτωθε προσκάμνι για τα πόδια.
Σε κούπα το πιοτό μου ετοίμασε να πιώ μαλαματένια,
και το βοτάνι μέσα μου 'ριξε, κακά στο νου λογιώντας.
Και σα μου το 'δωκε και το άδειασα, χωρίς να με μαγέψει,
με κρούει με το ραβδί της κι έκραξε κι αυτά τα λόγια μου 'πε:
320 ‘ἔρχεο νῦν συφεόνδε, μετ᾿ ἄλλων λέξο ἑταίρων.’
«ὣς φάτ᾿, ἐγὼ δ᾿ ἄορ ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ
Κίρκῃ ἐπήιξα ὥς τε κτάμεναι μενεαίνων.
ἡ δὲ μέγα ἰάχουσα ὑπέδραμε καὶ λάβε γούνων,
καί μ᾿ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
,, Τράβα και συ με τους συντρόφους σου να κυλιστείς στη μάντρα!»
Είπε, κι εγώ απ᾿ τη μέση σέρνοντας το κοφτερό σπαθί μου,
στην Κίρκη εχίμιξα, σα να 'θελα να πάρω τη ζωή της.
Κι αυτή ξεφώνισε, και τρέχοντας τα γόνατα μου πιάνει
και λόγια μου 'λεγε ανεμάρπαστα στα κλάματα της μέσα:
325 «‘τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν; πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες;
θαῦμά μ᾿ ἔχει ὡς οὔ τι πιὼν τάδε φάρμακ᾿ ἐθέλχθης:
οὐδὲ γὰρ οὐδέ τις ἄλλος ἀνὴρ τάδε φάρμακ᾿ ἀνέτλη,
ὅς κε πίῃ καὶ πρῶτον ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων.
σοὶ δέ τις ἐν στήθεσσιν ἀκήλητος νόος ἐστίν.
,,Ποιος είσαι; πούθε; Που η πατρίδα σου και που οι γονιοί σου εσένα;
Σαστίζω! Βότανα σε πότισα κακά και δε μαγεύτης!
Άλλος κανείς, κανείς δε γλίτωσε θνητός, τα βότανα μου
σαν ήπιε τούτα και του πέρασαν της δοντωσιάς το φράχτη·
όμως εσύ κρατάς αγήτευτη ψυχή στα στήθια μέσα.
330 ἦ σύ γ᾿ Ὀδυσσεύς ἐσσι πολύτροπος, ὅν τέ μοι αἰεὶ
φάσκεν ἐλεύσεσθαι χρυσόρραπις ἀργεϊφόντης,
ἐκ Τροίης ἀνιόντα θοῇ σὺν νηὶ μελαίνῃ.
ἀλλ᾿ ἄγε δὴ κολεῷ μὲν ἄορ θέο, νῶι δ᾿ ἔπειτα
εὐνῆς ἡμετέρης ἐπιβείομεν, ὄφρα μιγέντε
θα 'σαι ο Οδυσσέας ο πολυτάξιδος, το ξέρω! Ο χρυσοράβδης
Αργοφονιάς συχνά μου το 'λεγε πως απ᾿ την Τροία γυρνώντας
σε μελανό, γοργό πλεούμενο θα 'ρθείς εδώ μια μέρα.
Μον᾿ έλα, το σπαθί στη θήκη του για ξαναχώσε τώρα
κι ας ανεβούμε στο κλινάρι μου τον πόθο να χαρούμε,
335 εὐνῇ καὶ φιλότητι πεποίθομεν ἀλλήλοισιν.’
«ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον:
‘ὦ Κίρκη, πῶς γάρ με κέλεαι σοὶ ἤπιον εἶναι,
ἥ μοι σῦς μὲν ἔθηκας ἐνὶ μεγάροισιν ἑταίρους,
αὐτὸν δ᾿ ἐνθάδ᾿ ἔχουσα δολοφρονέουσα κελεύεις
ο ένας του άλλου για να κερδίσουμε την πάσα εμπιστοσύνη.
Σαν είπε τούτα, εγώ γυρίζοντας απηλογιά της δίνω:
,, Κίρκη, πως θέλεις καλοπρόθετος εγώ μαζί σου να 'μαι,
που τους συντρόφους μου κατάντησες γουρούνια στην αυλή σου,
και μένα με κρατάς και κλώθοντας κακά στο νου σου θέλεις
340 ἐς θάλαμόν τ᾿ ἰέναι καὶ σῆς ἐπιβήμεναι εὐνῆς,
ὄφρα με γυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θήῃς.
οὐδ᾿ ἂν ἐγώ γ᾿ ἐθέλοιμι τεῆς ἐπιβήμεναι εὐνῆς,
εἰ μή μοι τλαίης γε, θεά, μέγαν ὅρκον ὀμόσσαι
μή τί μοι αὐτῷ πῆμα κακὸν βουλευσέμεν ἄλλο.’
ν᾿ ανέβω τώρα στο κλινάρι σου, στην κάμαρα σου να 'μπω,
κι ως γυμνωθώ, κι αντρεία και δύναμη να χάσω απ᾿ τις γητειές σου;
Μα εγώ δε θ᾿ ανεβώ στην κλίνη σου ποτέ με θέλημα μου'
εξόν, θεά, κι αν το αποφάσιζες τρανό ν᾿ αμώσεις όρκο,
πως δε θα βάλεις άλλο τίποτε στο νου κακό για μένα."
345 ὣ«ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾿ αὐτίκ᾿ ἀπώμνυεν, ὡς ἐκέλευον.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ὄμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον,
καὶ τότ᾿ ἐγὼ Κίρκης ἐπέβην περικαλλέος εὐνῆς.
«ἀμφίπολοι δ᾿ ἄρα τέως μὲν ἐνὶ μεγάροισι πένοντο
τέσσαρες, αἵ οἱ δῶμα κάτα δρήστειραι ἔασι:
Είπα, κι αυτή, καθώς της γύρευα, μεμιάς τον όρκο δίνει·
κι εγώ πια τότε, ως είδα κι άμωσε και τέλεψε τον όρκο,
στο πάγκαλο κλινάρι ανέβηκα της Κίρκης δίχως φόβο.
Την ώρα τούτη βάγιες τέσσερεις συγύριζαν το σπίτι'
τις είχε η Κίρκη στο παλάτι της να κάνουν τις δουλειές της,
350 γίγνονται δ᾿ ἄρα ταί γ᾿ ἔκ τε κρηνέων ἀπό τ᾿ ἀλσέων
ἔκ θ᾿ ἱερῶν ποταμῶν, οἵ τ᾿ εἰς ἅλαδε προρέουσι.
τάων ἡ μὲν ἔβαλλε θρόνοις ἔνι ῥήγεα καλὰ
πορφύρεα καθύπερθ᾿, ὑπένερθε δὲ λῖθ᾿ ὑπέβαλλεν:
ἡ δ᾿ ἑτέρη προπάροιθε θρόνων ἐτίταινε τραπέζας
όλες ξανθιές, από ανεβάλλουσες και δάση γεννημένες
κι από ποτάμια αγνά, στις θάλασσες που τρέχουν τα νερά τους.
Και πήρε η μια τους τώρα κι έστρωνε πα στα θρονιά φλοκάτες,
πανώριες, πορφυρές και κάτωθε λινόφαντα σεντόνια'
τις τάβλες γνοιάζουνταν η δεύτερη μπρος στα θρονιά να στήσει,
355 ἀργυρέας, ἐπὶ δέ σφι τίθει χρύσεια κάνεια:
ἡ δὲ τρίτη κρητῆρι μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα
ἡδὺν ἐν ἀργυρέῳ, νέμε δὲ χρύσεια κύπελλα:
ἡ δὲ τετάρτη ὕδωρ ἐφόρει καὶ πῦρ ἀνέκαιε
πολλὸν ὑπὸ τρίποδι μεγάλῳ: ἰαίνετο δ᾿ ὕδωρ.
από καθάριο ασήμι, κι έβαζε χρυσά κανίστρια πάνω᾿
η τρίτη τους κρασί μελόγλυκο συγκέρναε σε ασημένιο
κροντήρι, και ποτήρια μοίραζε μαλαματένια γύρω'
η τέταρτη νερό κουβάλησε, και κάτω από τριπόδι
τρανό φωτιά μεγάλη εκόρωσε. Σε λίγην ώρα επήρε
360 αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ,
ἔς ῥ᾿ ἀσάμινθον ἕσασα λό᾿ ἐκ τρίποδος μεγάλοιο,
θυμῆρες κεράσασα, κατὰ κρατός τε καὶ ὤμων,
ὄφρα μοι ἐκ κάματον θυμοφθόρον εἵλετο γυίων.
αὐτὰρ ἐπεὶ λοῦσέν τε καὶ ἔχρισεν λίπ᾿ ἐλαίῳ,
να χλιαίνει το νερό᾿ σαν έβρασε στο αστραφτερό μπακίρι,
με κρύο γλυκά μου το συγκέρασε και στο λουτρό με βάζει·
κι απ᾿ το τρανό τριπόδι παίρνοντας, από κεφάλι κι ώμους
με περεχούσεν, ως που ο κάματος αφήκε το κορμί μου.
Κι ως πια με απόλουσε και με άλειψε με μυρωμένο λάδι,
365 ἀμφὶ δέ με χλαῖναν καλὴν βάλεν ἠδὲ χιτῶνα,
εἷσε δέ μ᾿ εἰσαγαγοῦσα ἐπὶ θρόνου ἀργυροήλου
καλοῦ δαιδαλέου, ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν:
χέρνιβα δ᾿ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα
καλῇ χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος,
όμορφη πέρασε στους ώμους μου χλαμύδα και χιτώνα
και μ᾿ έφερε σε ασημοκάρφωτο θρονί για να καθίσω,
πανώριο, ξομπλιαστό, με κάτωθε προσκάμνι για τα πόδια.
Μια παρακόρη τότε τρέχοντας νερό σε στάμνα φέρνει,
χρυσή, πανώρια, κι από κάτω της ένα αργυρό λεγένι,
370 νίψασθαι: παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν.
σῖτον δ᾿ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα,
εἴδατα πόλλ᾿ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων.
ἐσθέμεναι δ᾿ ἐκέλευεν: ἐμῷ δ᾿ οὐχ ἥνδανε θυμῷ,
ἀλλ᾿ ἥμην ἀλλοφρονέων, κακὰ δ᾿ ὄσσετο θυμός.
για να πλυθώ, κι ομπρός μας έστησε στραφταλιστό τραπέζι.
Ψωμί κι η σεβαστή κελάρισσα μας κουβαλάει, και πλήθος
φαγιά απιθώνει, απ᾿ ό,τι βρέθηκε καλό να μας φιλέψει.
Τελειώνοντας, να φάω με κάλεσε, μα εγώ καρδιά δεν είχα᾿
με άλλου το νου καθόμουν κι έτρεμα κακό μην έρθει κι άλλο.
375 «Κίρκη δ᾿ ὡς ἐνόησεν ἔμ᾿ ἥμενον οὐδ᾿ ἐπὶ σίτῳ
χεῖρας ἰάλλοντα, κρατερὸν δέ με πένθος ἔχοντα,
ἄγχι παρισταμένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
« ‘τίφθ᾿ οὕτως, Ὀδυσεῦ, κατ᾿ ἄρ᾿ ἕζεαι ἶσος ἀναύδῳ,
θυμὸν ἔδων, βρώμης δ᾿ οὐχ ἅπτεαι οὐδὲ ποτῆτος;
Κι η Κίρκη, ως μ᾿ ένιωσε να κάθουμαι χωρίς ν᾿ απλώνω χέρι
στα φαγητά, μονάχα ασήκωτη να με πλακώνει θλίψη,
ήρθε κοντά μου κι άνεμάρπαστα μου συντυχαίνει λόγια:
,, Πες μου, Οδυσσέα, πως έτσι κάθεσαι, μουγγός λες κι είσαι; κάτι
σου τρώει τα σωθικά᾿ δεν άγγιξες φαγί, κρασί καθόλου.
380 ἦ τινά που δόλον ἄλλον ὀίεαι: οὐδέ τί σε χρὴ
δειδίμεν: ἤδη γάρ τοι ἀπώμοσα καρτερὸν ὅρκον.’
«ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον:
‘ὦ Κίρκη, τίς γάρ κεν ἀνήρ, ὃς ἐναίσιμος εἴη,
πρὶν τλαίη πάσσασθαι ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος,
Μην κάποιον άλλο δόλο σκιάζεσαι; Πια τώρα δεν ταιριάζει
να 'χεις το φόβο μου, τι αμάλαγο πιο πριν μου πήρες όρκο.
Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά της δίνω:
,, Κίρκη, για πες, ποιανού που ακούγεται σωστός και δίκιος άντρας
του λέει ποτέ η καρδιά στο στόμα του φαγί, κρασί να βάλει,
385 πρὶν λύσασθ᾿ ἑτάρους καὶ ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἰδέσθαι;
ἀλλ᾿ εἰ δὴ πρόφρασσα πιεῖν φαγέμεν τε κελεύεις,
λῦσον, ἵν᾿ ὀφθαλμοῖσιν ἴδω ἐρίηρας ἑταίρους.’
«ὣς ἐφάμην, Κίρκη δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει
ῥάβδον ἔχουσ᾿ ἐν χειρί, θύρας δ᾿ ἀνέῳξε συφειοῦ,
πριχού λυτρώσει τους συντρόφους του και τους ιδεί μπροστά του;
Όμως αν τώρα αλήθεια από καρδιάς να πιώ, να φάω με σπρώχνεις,
για λύτρωσε τους, με τα μάτια μου να ιδώ τους συντρόφους μου.»
Σαν είπα τούτα, η Κίρκη εκίνησε, περνώντας το παλάτι,
με το ραβδί στο χέρι, κι άνοιξε τη χοιρομάντρα, κι όξω
390 ἐκ δ᾿ ἔλασεν σιάλοισιν ἐοικότας ἐννεώροισιν.
οἱ μὲν ἔπειτ᾿ ἔστησαν ἐναντίοι, ἡ δὲ δι᾿ αὐτῶν
ἐρχομένη προσάλειφεν ἑκάστῳ φάρμακον ἄλλο.
τῶν δ᾿ ἐκ μὲν μελέων τρίχες ἔρρεον, ἃς πρὶν ἔφυσε
φάρμακον οὐλόμενον, τό σφιν πόρε πότνια Κίρκη:
τους έβγαζε, και μοιάζαν όλοι τους μ᾿ εννιά χρονώ θρεφτάρια.
Κι αντικριστά καθώς εστάθηκαν, εκείνη, αναμεσό τους
περνώντας, τον καθέναν άλειβε με μπάλσαμο καινούργιο'
κι οι τρίχες πέφταν από πάνω τους, που απ᾿ το καταραμένο
της τρανής Κίρκης μαγιοβότανο τους είχαν ξεφυτρώσει.
395 ἄνδρες δ᾿ ἂψ ἐγένοντο νεώτεροι ἢ πάρος ἦσαν,
καὶ πολὺ καλλίονες καὶ μείζονες εἰσοράασθαι.
ἔγνωσαν δέ μ᾿ ἐκεῖνοι ἔφυν τ᾿ ἐν χερσὶν ἕκαστος.
πᾶσιν δ᾿ ἱμερόεις ὑπέδυ γόος, ἀμφὶ δὲ δῶμα
σμερδαλέον κονάβιζε: θεὰ δ᾿ ἐλέαιρε καὶ αὐτή.
Και πήραν όψη πάλι ανθρώπινη κι ομπρός σου τους θωρούσες
πιο νιους και πιο τρανούς και πιο όμορφους που, παρ᾿ ό,τι πρώτα.
Κι ευτύς με γνώρισαν και μου 'σφιγγαν το χέρι, κι ως του θρήνου
μας έπνιξε ο καημός, ολόγυρα το σπίτι αντιλαλούσε
βαριά απ᾿ τους βόγγους, τόσο, που 'νιωσε κι η ίδια η θεά συμπόνια.
400 «ἡ δέ μευ ἄγχι στᾶσα προσηύδα δῖα θεάων:
‘διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ,
ἔρχεο νῦν ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης.
νῆα μὲν ἂρ πάμπρωτον ἐρύσσατε ἤπειρόνδε,
κτήματα δ᾿ ἐν σπήεσσι πελάσσατε ὅπλα τε πάντα:
Κι ήρθε η θεά η τρανή και στάθηκε κοντά μου τότε κι είπε:
,, Γιέ του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
τρέχα στο γρήγορο πλεούμενο και στο ακρογιάλι τώρα,
και πρώτα απ᾿ όλα το καράβι σας όξω να βγει τραβάτε,
μετά το βιος και τ᾿ άλλα σύνεργα σε σπήλια χωστέ μέσα,
405 αὐτὸς δ᾿ ἂψ ἰέναι καὶ ἄγειν ἐρίηρας ἑταίρους.’
«ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐμοί γ᾿ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ,
βῆν δ᾿ ἰέναι ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης.
εὗρον ἔπειτ᾿ ἐπὶ νηὶ θοῇ ἐρίηρας ἑταίρους
οἴκτρ᾿ ὀλοφυρομένους, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντας.
κι έτσι γοργά με τους συντρόφους σου τους μπιστεμένους γύρνα.»
Είπε, και σύγκλινε στα λόγια της η πέρφανη καρδιά μου'
και στο γοργό μας πλοίο σαν έφτασα και στο ακρογιάλι κάτω,
βρήκα στο γρήγορο καράβι μας τους γκαρδιακούς συντρόφους
να 'χουν για μας στημένο σύθρηνο, να πλημμυρούν στο κλάμα.
410 ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ἂν ἄγραυλοι πόριες περὶ βοῦς ἀγελαίας,
ἐλθούσας ἐς κόπρον, ἐπὴν βοτάνης κορέσωνται,
πᾶσαι ἅμα σκαίρουσιν ἐναντίαι: οὐδ᾿ ἔτι σηκοὶ
ἴσχουσ᾿, ἀλλ᾿ ἁδινὸν μυκώμεναι ἀμφιθέουσι:
μητέρας: ὣς ἔμ᾿ ἐκεῖνοι ἐπεὶ ἴδον ὀφθαλμοῖσι,
Απ᾿ τη βοσκή ως γυρνούν στη μάντρα τους κοπαδιαστά οι γελάδες
χορτάτες, πως χιμούν ολόγυρα, να τις καλωσορίσουν
χοροπηδώντας τα μοσκάρια τους, και μέσα δεν κρατιούνται
στο βοϊδομάντρι, μόνο αδιάκοπα μουγκρίζουν τριγυρνώντας
τις μάνες τους· παρόμοια βλέποντας και μένα εκείνοι ομπρός τους,
415 δακρυόεντες ἔχυντο: δόκησε δ᾿ ἄρα σφίσι θυμὸς
ὣς ἔμεν, ὡς εἰ πατρίδ᾿ ἱκοίατο καὶ πόλιν αὐτὴν
τρηχείης Ἰθάκης, ἵνα τ᾿ ἔτραφεν ἠδ᾿ ἐγένοντο.
καί μ᾿ ὀλοφυρόμενοι ἔπεα πτερόεντα προσηύδων:
« ‘σοὶ μὲν νοστήσαντι, διοτρεφές, ὣς ἐχάρημεν,
χύθηκαν πάνω μου με κλάματα, και τους φαινόταν ίδιο
στην πατρική τους γη ως να γύρισαν και στης τραχιάς Ιθάκης
το κάστρο, εκεί που πρωταντίκρισαν το φως κι αναστηθήκαν
και τέτοια κλαίοντας ανεμάρπαστα μου συντυχαίναν λόγια:
,, Τόσο χαρήκαμε, αρχοντόγεννε, το γυρισμό σου, ως να 'ταν
420 ὡς εἴ τ᾿ εἰς Ἰθάκην ἀφικοίμεθα πατρίδα γαῖαν:
ἀλλ᾿ ἄγε, τῶν ἄλλων ἑτάρων κατάλεξον ὄλεθρον.’
«ὣς ἔφαν, αὐτὰρ ἐγὼ προσέφην μαλακοῖς ἐπέεσσι:
‘νῆα μὲν ἂρ πάμπρωτον ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε,
κτήματα δ᾿ ἐν σπήεσσι πελάσσομεν ὅπλα τε πάντα:
πια στην Ιθάκη να διαγέρναμε, στη γη την πατρική μας.
Μον᾿ έλα, ιστόρα μας, πως χάθηκαν οι επίλοιποι σύντροφοι;»
Είπαν, κι εγώ γλυκά τους μίλησα κι απηλογιά τους δίνω:
,, Πιό πρώτα απ᾿ όλα το καράβι μας να σύρουμε όξω να 'βγει,
μετά το βιος και τ᾿ άλλα σύνεργα να κρύψουμε σε σπήλια'
425 αὐτοὶ δ᾿ ὀτρύνεσθε ἐμοὶ ἅμα πάντες ἕπεσθαι,
ὄφρα ἴδηθ᾿ ἑτάρους ἱεροῖς ἐν δώμασι Κίρκης
πίνοντας καὶ ἔδοντας: ἐπηετανὸν γὰρ ἔχουσιν.’
«ὣς ἐφάμην, οἱ δ᾿ ὦκα ἐμοῖς ἐπέεσσι πίθοντο.
Εὐρύλοχος δέ μοι οἶος ἐρύκανε πάντας ἑταίρους:
κι ατοί σας ακλουθάτε γρήγορα τ᾿ αχνάρια μου, να δείτε
στης Κίρκης το παλάτι οι σύντροφοι πως πίνουν και πως τρώνε,
κι έχουν μπροστά τους όσα θα 'φταναν να τρώνε ακέριο χρόνο.»
Είπα, κι ευτύς εκείνοι σύγκλιναν᾿ ο Ευρύλοχος μονάχα
ν᾿ ανακρατήσει πίσω επάλευε τους συντρόφους μας όλους,
430 καί σφεας φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
«‘ἆ δειλοί, πόσ᾿ ἴμεν; τί κακῶν ἱμείρετε τούτων;
Κίρκης ἐς μέγαρον καταβήμεναι, ἥ κεν ἅπαντας
ἢ σῦς ἠὲ λύκους ποιήσεται ἠὲ λέοντας,
οἵ κέν οἱ μέγα δῶμα φυλάσσοιμεν καὶ ἀνάγκῃ,
και κράζοντας τους ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός τους:
,, Για που τραβούμε τώρα, δύστυχοι; Τον ίδιο το χαμό σας
ζητάτε; — στο παλάτι να 'ρθουμε της Κίρκης, που για χοίρους
για λύκους, για και λιόντες όλους μας θα κάνει δίχως άλλο,
θέμε, δε θέμε το παλάτι της το μέγα να φυλάμε.
435 ὥς περ Κύκλωψ ἔρξ᾿, ὅτε οἱ μέσσαυλον ἵκοντο
ἡμέτεροι ἕταροι, σὺν δ᾿ ὁ θρασὺς εἵπετ᾿ Ὀδυσσεύς:
τούτου γὰρ καὶ κεῖνοι ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο.’
«ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ γε μετὰ φρεσὶ μερμήριξα,
σπασσάμενος τανύηκες ἄορ παχέος παρὰ μηροῦ,
Τα ίδια μας έκανε κι ο Κύκλωπας, σαν ήρθαν στο μαντρί του
οι άλλοι συντρόφοι μας κι ο απότορμος μαζί τους Οδυσσέας.
Της αμυαλιάς του είναι το φταίξιμο που χάθηκαν κι εκείνοι!»
Στα λόγια ετούτα εγώ στοχάστηκα για μια στιγμή στα φρένα
να σύρω το σπαθί τ᾿ ολόμακρο πλάι στο παχύ μερί μου
440 τῷ οἱ ἀποπλήξας κεφαλὴν οὖδάσδε πελάσσαι,
καὶ πηῷ περ ἐόντι μάλα σχεδόν: ἀλλά μ᾿ ἑταῖροι
μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἐρήτυον ἄλλοθεν ἄλλος:
«‘διογενές, τοῦτον μὲν ἐάσομεν, εἰ σὺ κελεύεις,
αὐτοῦ πὰρ νηί τε μένειν καὶ νῆα ἔρυσθαι:
και να τον κρούσω, το κεφάλι του να κυλιστεί στο χώμα,
που δικός μου ας ήταν άνθρωπος᾿ ωστόσο με κυκλώσαν
άλλος αλλούθε γύρα οι σύντροφοι πραγά αντισκόφτοντάς με:
,, Ας τον αφήσουμε, αρχοντόγεννε, κι εσύ να θέλεις μόνο,
εδώ να μένει στό πλεούμενο, να του 'χει και την έγνοια·
445 ἡμῖν δ᾿ ἡγεμόνευ᾿ ἱερὰ πρὸς δώματα Κίρκης.’
«ὣς φάμενοι παρὰ νηὸς ἀνήιον ἠδὲ θαλάσσης.
οὐδὲ μὲν Εὐρύλοχος κοίλῃ παρὰ νηὶ λέλειπτο,
ἀλλ᾿ ἕπετ': ἔδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐνιπήν.
«τόφρα δὲ τοὺς ἄλλους ἑτάρους ἐν δώμασι Κίρκη
κι έμπα μπροστά, στο αρχοντοπάλατο να πάμε εμείς της Κίρκης.»
Είπαν, κι αφήκαν πλοίο κι ακρόγιαλο και πήραν ν᾿ ανεβαίνουν.
Μα δεν απόμεινε κι ο Ευρύλοχος στο βαθουλό καράβι,
μον᾿ μας ακλούθηξε, τι ετρόμαξε τις άγριες μου φοβέρες.
Ωστόσο η Κίρκη στο παλάτι της τους άλλους μας συντρόφους
450 ἐνδυκέως λοῦσέν τε καὶ ἔχρισεν λίπ᾿ ἐλαίῳ,
ἀμφὶ δ᾿ ἄρα χλαίνας οὔλας βάλεν ἠδὲ χιτῶνας:
δαινυμένους δ᾿ ἐὺ πάντας ἐφεύρομεν ἐν μεγάροισιν.
οἱ δ᾿ ἐπεὶ ἀλλήλους εἶδον φράσσαντό τ᾿ ἐσάντα,
κλαῖον ὀδυρόμενοι, περὶ δὲ στεναχίζετο δῶμα.
καλά τους έλουσε, τους άλειψε με μυρωμένο λάδι
και στο κορμί σγουρές τους φόρεσε χλαμύδες και χιτώνες.
Στο αρχονταρίκι τους πετύχαμε σε πλούσιο ομπρός τραπέζι'
κι ως ανταμώθηκαν κι αντίκρισαν ο ένας τον άλλο, αρχίσαν
θρήνους και γόσματα᾿ κι ολόγυρα το σπίτι αντιδονούσε.
455 ἡ δέ μευ ἄγχι στᾶσα προσηύδα δῖα θεάων:
«‘μηκέτι νῦν θαλερὸν γόον ὄρνυτε: οἶδα καὶ αὐτὴ
ἠμὲν ὅσ᾿ ἐν πόντῳ πάθετ᾿ ἄλγεα ἰχθυόεντι,
ἠδ᾿ ὅσ᾿ ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ᾿ ἐπὶ χέρσου.
Κι ήρθε η τρανή θεά και στάθηκε κοντά μου τότε κι είπε:
,, Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
τους θρήνους τώρα παρατάτε τους· ατή μου το κατέχω
το πόσα εσύρατε στα πέλαγα τα ψαροθρόφα μέσα,
και πόσα στις στεριές οι αντίμαχοι σας έκαμαν τυράαννια.
460 ἀλλ᾿ ἄγετ᾿ ἐσθίετε βρώμην καὶ πίνετε οἶνον,
εἰς ὅ κεν αὖτις θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι λάβητε,
οἷον ὅτε πρώτιστον ἐλείπετε πατρίδα γαῖαν
τρηχείης Ἰθάκης. νῦν δ᾿ ἀσκελέες καὶ ἄθυμοι,
αἰὲν ἄλης χαλεπῆς μεμνημένοι, οὐδέ ποθ᾿ ὕμιν
Μα ελάτε, στο τραπέζι κάτσετε, ψωμί, κρασί χαρείτε,
ν᾿ αντριγιωθεί η καρδιά στα στήθη σας και να σταθείτε ως πρώτα'
σαν τη στιγμή που πρωταφήνατε τη γη σας, την Ιθάκη
την κακοτράχαλη. Βαριόθυμοι, σκελετωμένοι τώρα
τους φοβερούς θυμάστε αδιάκοπα παραδαρμούς σας, μήτε
465 θυμὸς ἐν εὐφροσύνῃ, ἐπεὶ ἦ μάλα πολλὰ πέποσθε.’
«ὣς ἔφαθ᾿, ἡμῖν δ᾿ αὖτ᾿ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.
ἔνθα μὲν ἤματα πάντα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτὸν
ἥμεθα δαινύμενοι κρέα τ᾿ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ:
ἀλλ᾿ ὅτε δή ῥ᾿ ἐνιαυτὸς ἔην, περὶ δ᾿ ἔτραπον ὧραι
χαρά η καρδιά σας νιώθει, τι έχετε πολλά τραβήξει αλήθεια!»
Έτσι μας μίλησε, κι η πέρφανη καρδιά μας τ᾿ αποδέχτη.
Εκεί ευφραινόμαστε, ως που τέλεψεν ακέριος ένας χρόνος,
με πλήθος κρέατα και με ολόγλυκο κρασί την πάσα μέρα.
Μα απά στο γύρισμα, σαν κύλησαν πάλι οι εποχές του χρόνου,
470 μηνῶν φθινόντων, περὶ δ᾿ ἤματα μακρὰ τελέσθη,
καὶ τότε μ᾿ ἐκκαλέσαντες ἔφαν ἐρίηρες ἑταῖροι:
«‘δαιμόνι᾿, ἤδη νῦν μιμνήσκεο πατρίδος αἴης,
εἴ τοι θέσφατόν ἐστι σαωθῆναι καὶ ἱκέσθαι
οἶκον ἐς ὑψόροφον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.’
κι οι μήνες έτρεχαν και διάβαιναν μια μια οι περίσσιες μέρες,
όξω με φώναξαν και μου 'λεγαν οι γκαρδιακοί συντρόφοι:
,, Καιρός να θυμηθείς, ανέμυαλε, τη γη την πατρική σου,
αν να γλιτώσεις γράφει η μοίρα σου και να διαγείρεις πίσω
στο αψηλοτάβανο παλάτι σου, στο πατρικό σου χώμα."
475 «ὣς ἔφαν, αὐτὰρ ἐμοί γ᾿ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.
ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
ἥμεθα, δαινύμενοι κρέα τ᾿ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ:
ἦμος δ᾿ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθεν,
οἱ μὲν κοιμήσαντο κατὰ μέγαρα σκιόεντα.
Έτσι μου μίλησαν, κι η πέρφανη καρδιά μου τ᾿ αποδέχτη.
Έτσι ως του ήλιου τα βασιλέματα καθούμενοι όλη μέρα
με πλήθος κρέατα και με ολόγλυκο κρασί φραινόμαστε όλοι'
μα όντας ο γήλιος πια βασίλεψε και πήραν τα σκοτάδια,
οι άλλοι πλάγιασαν και κοιμήθηκαν στον ισκιερό αντρωνίτη,
480 αὐτὰρ ἐγὼ Κίρκης ἐπιβὰς περικαλλέος εὐνῆς
γούνων ἐλλιτάνευσα, θεὰ δέ μευ ἔκλυεν αὐδῆς:
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων:
«‘ὢ Κίρκη, τέλεσόν μοι ὑπόσχεσιν ἥν περ ὑπέστης,
οἴκαδε πεμψέμεναι: θυμὸς δέ μοι ἔσσυται ἤδη,
κι εγώ στης Κίρκης ανεβαίνοντας το πάγκαλο κλινάρι
πέφτω στα πόδια της, κι ως άκουγε, τα παρακάλια αρχίζω,
και κράζοντας την ανεμάρπαστα κινούσα λόγια ομπρός της:
,, Κίρκη, το λόγο τώρα τέλεψε, παλιά που μου 'χες τάξει,
πως στην πατρίδα θα μας έστελνες· το λαχταρώ κι ατός μου,
485 ἠδ᾿ ἄλλων ἑτάρων, οἵ μευ φθινύθουσι φίλον κῆρ
ἀμφ᾿ ἔμ᾿ ὀδυρόμενοι, ὅτε που σύ γε νόσφι γένηαι.’
«ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμείβετο δῖα θεάων:
‘διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ,
μηκέτι νῦν ἀέκοντες ἐμῷ ἐνὶ μίμνετε οἴκῳ.
το λαχταρούν κι οι άλλοι μου σύντροφοι᾿ την ώρα εσύ που λείπεις
με τριγυρίζουν όλοι κλαίγοντας και τρων τα σωθικά μου.»
Είπε, κι εκείνη ευτύς, η αρχόντισσα θεά, μου απηλογήθη:
,, Γιέ του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
κανένας λόγος πια να μένετε στο σπίτι μου άθελα σας·
490 ἀλλ᾿ ἄλλην χρὴ πρῶτον ὁδὸν τελέσαι καὶ ἱκέσθαι
εἰς Ἀίδαο δόμους καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης,
ψυχῇ χρησομένους Θηβαίου Τειρεσίαο,
μάντηος ἀλαοῦ, τοῦ τε φρένες ἔμπεδοί εἰσι:
τῷ καὶ τεθνηῶτι νόον πόρε Περσεφόνεια,
ανάγκη ωστόσο να τελέψετε μιαν άλλη στράτα πρώτα,
στης Περσεφόνης της ανήμερης και στου Άδη τα παλάτια,
χρησμό από την ψυχή να πάρετε του Τειρεσία, που μάντης
στη Θήβα ήταν τυφλός, μα η δύναμη κρατάει του νου του ακόμα'
τι η Περσεφόνη, και που πέθανε, τη γνώση δεν του πήρε,
495 οἴῳ πεπνῦσθαι, τοὶ δὲ σκιαὶ ἀίσσουσιν.’
«ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐμοί γε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ:
κλαῖον δ᾿ ἐν λεχέεσσι καθήμενος, οὐδέ νύ μοι κῆρ
ἤθελ᾿ ἔτι ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο.
αὐτὰρ ἐπεὶ κλαίων τε κυλινδόμενος τ᾿ ἐκορέσθην,
μονάχα αυτός να νιώθει᾿ οι επίλοιποι διανεύουν σαν τους ίσκιους.»
Στα λόγια της θεάς μου εράγισε βαθιά η καρδιά στα στήθη,
και στο κλινάρι της καθούμενος θρηνούσα· πια η ψυχή μου
δεν ήθελε να ζει, να χαίρεται το φως του ήλιου στόν κόσμο.
Μα σαν πια απόκαμα να μύρουμαι και να στρουφοκυλιούμαι,
500 καὶ τότε δή μιν ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπον:
«‘ὢ Κίρκη, τίς γὰρ ταύτην ὁδὸν ἡγεμονεύσει;
εἰς Ἄϊδος δ᾿ οὔ πώ τις ἀφίκετο νηὶ μελαίνῃ.’
«ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμείβετο δῖα θεάων:
‘διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ,
γυρνώντας στη θεά, την έκραξα κι αυτά της συντυχαίνω:
,, Κίρκη, και ποιος θ᾿ ανέβει στο άρμενο, το δρόμο να μου δείξει;
Με το καράβι του δεν έφτασε κανείς στον Άδη ακόμα!»
Είπα, κι εκείνη ευτύς, η αρχόντισσα θεά, μου απηλογήθη:
,, Γιέ του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
505 μή τί τοι ἡγεμόνος γε ποθὴ παρὰ νηὶ μελέσθω,
ἱστὸν δὲ στήσας, ἀνά θ᾿ ἱστία λευκὰ πετάσσας
ἧσθαι: τὴν δέ κέ τοι πνοιὴ Βορέαο φέρῃσιν.
ἀλλ᾿ ὁπότ᾿ ἂν δὴ νηὶ δι᾿ Ὠκεανοῖο περήσῃς,
ἔνθ᾿ ἀκτή τε λάχεια καὶ ἄλσεα Περσεφονείης,
μην το γνοιαστείς αν στο πλεούμενο σου λείψει ο κυβερνήτης!
Μον᾿ στήσε το κατάρτι κι άπλωσε τ᾿ άσπρα πανιά και κάθου,
κι εκείνο απ᾿ του Βοριά το φύσημα μονάχο θ᾿ αρμενίζει.
Μα σύντας πια με το καράβι σου τον Ωκεανό περάσεις,
στη χέρσα ακρογιαλιά το πάναγνο της Περσεφόνης δάσο
510 μακραί τ᾿ αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι,
νῆα μὲν αὐτοῦ κέλσαι ἐπ᾿ Ὠκεανῷ βαθυδίνῃ,
αὐτὸς δ᾿ εἰς Ἀίδεω ἰέναι δόμον εὐρώεντα.
ἔνθα μὲν εἰς Ἀχέροντα Πυριφλεγέθων τε ῥέουσιν
Κώκυτός θ᾿, ὃς δὴ Στυγὸς ὕδατός ἐστιν ἀπορρώξ,
θα βρεις, γεμάτο λεύκες τρίψηλες κι ιτιές καρπορημάχτρες.
Και σαν αράξεις το καράβι σου στο βαθιορεματάρη
τον Ωκεανό, στόν Άδη κίνησε να πας το μουχλιασμένο.
Χύνουνται εκεί ο Πυριφλεγέθοντας κι ο Κωκυτός, που βγαίνει
από τη Στύγα, στον Αχέροντα᾿ τα δυο ποτάμια σμίγουν
515 πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμῶν ἐριδούπων:
ἔνθα δ᾿ ἔπειθ᾿, ἥρως, χριμφθεὶς πέλας, ὥς σε κελεύω,
βόθρον ὀρύξαι, ὅσον τε πυγούσιον ἔνθα καὶ ἔνθα,
ἀμφ᾿ αὐτῷ δὲ χοὴν χεῖσθαι πᾶσιν νεκύεσσιν,
πρῶτα μελικρήτῳ, μετέπειτα δὲ ἡδέι οἴνῳ,
λίγο πιο πάνω τα βροντόλαλα᾿ στη μέση κι ένας βράχος.
Κει πέρα φτάνοντας, αντρόκαρδε, καθώς σου ορίζω τώρα,
λάκκο ως μια πήχη πάρε κι άνοιξε του μάκρους και του φάρδους,
και πρόσφερε χοές στα χείλη του στους πεθαμένους όλους'
πρώτα μελόγαλα και δεύτερα κρασί γλυκό να χύσεις,
520 τὸ τρίτον αὖθ᾿ ὕδατι: ἐπὶ δ᾿ ἄλφιτα λευκὰ παλύνειν.
πολλὰ δὲ γουνοῦσθαι νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα,
ἐλθὼν εἰς Ἰθάκην στεῖραν βοῦν, ἥ τις ἀρίστη,
ῥέξειν ἐν μεγάροισι πυρήν τ᾿ ἐμπλησέμεν ἐσθλῶν,
Τειρεσίῃ δ᾿ ἀπάνευθεν ὄιν ἱερευσέμεν οἴῳ
νερό στο τέλος, και πασπάλισε κριθάλευρο από πάνω.
Και κάνε στων νεκρών παράκληση τ᾿ ανέψυχα κεφάλια,
και τάξε, στην Ιθάκη φτάνοντας την πιο τρανή σου στέρφα
γελάδα να τους σφάξεις, καιγοντας μαζί περίσσια δώρα.
Του Τειρεσία να τάξεις ξέχωρα κριγιό, γι᾿ αυτόν μονάχα,
525 παμμέλαν᾿, ὃς μήλοισι μεταπρέπει ὑμετέροισιν.
αὐτὰρ ἐπὴν εὐχῇσι λίσῃ κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν,
ἔνθ᾿ ὄιν ἀρνειὸν ῥέζειν θῆλύν τε μέλαιναν
εἰς Ἔρεβος στρέψας, αὐτὸς δ᾿ ἀπονόσφι τραπέσθαι
ἱέμενος ποταμοῖο ῥοάων: ἔνθα δὲ πολλαὶ
μαύρο, κατάμαυρο, το πιο όμορφο στα ζωντανά σου μέσα.
Κι ως στων νεκρών των πολυδόξαστων δεηθείς τα πλήθη πρώτα,
μια προβατίνα σφάξε ολόμαυρη κι έναν κριγιό, στα σκότη
γυρνώντας τα᾿ μα εσύ τα μάτια σου πέρα μεριά να στρέψεις,
στου ποταμού μαθές τα ρέματα· σε λίγο θ᾿ αντικρίσεις
530 ψυχαὶ ἐλεύσονται νεκύων κατατεθνηώτων.
δὴ τότ᾿ ἔπειθ᾿ ἑτάροισιν ἐποτρῦναι καὶ ἀνῶξαι
μῆλα, τὰ δὴ κατάκειτ᾿ ἐσφαγμένα νηλέι χαλκῷ,
δείραντας κατακῆαι, ἐπεύξασθαι δὲ θεοῖσιν,
ἰφθίμῳ τ᾿ Ἀίδῃ καὶ ἐπαινῇ Περσεφονείῃ:
πλήθος ψυχές νεκρών που εχάθηκαν να φτάνουν μαζεμένες.
Πρόσταξε τότε τους συντρόφους σου να γδάρουν τα σφαγάρια,
που θα κοιτώνται απ᾿ τον ανέσπλαχνο χαλκό θανατωμένα,
και να τα κάψουν, και παράκληση στους δυο θεούς να υψώσουν,
στην Περσεφόνη την ανήμερη και στον τρανό τον Άδη.
535 αὐτὸς δὲ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ
ἧσθαι, μηδὲ ἐᾶν νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα
αἵματος ἆσσον ἴμεν, πρὶν Τειρεσίαο πυθέσθαι.
ἔνθα τοι αὐτίκα μάντις ἐλεύσεται, ὄρχαμε λαῶν,
ὅς κέν τοι εἴπῃσιν ὁδὸν καὶ μέτρα κελεύθου
Και συ καθούμενος ανάσυρε το κοφτερό απ᾿ τη μέση
σπαθί, και των νεκρών τ᾿ ανέψυχα κεφάλια μην αφήνεις᾿
κοντά στο γαίμα, πριν απόκριση σου δώσει ο Τειρεσίας.
Σε μια στιγμή το μάντη να 'ρχεται, ρηγάρχη, θ᾿ αντικρίσεις,
που θα σου πει ποιος θα 'ναι ο δρόμος σου, της στράτας σου το μάκρος,
540 νόστον θ᾿, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσεαι ἰχθυόεντα.’
«ὣς ἔφατ᾿, αὐτίκα δὲ χρυσόθρονος ἤλυθεν Ἠώς.
ἀμφὶ δέ με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν:
αὐτὴ δ᾿ ἀργύφεον φᾶρος μέγα ἕννυτο νύμφη,
λεπτὸν καὶ χαρίεν, περὶ δὲ ζώνην βάλετ᾿ ἰξυῖ
και πως τα ψαροθρόφα πέλαγα περνώντας θα διαγείρεις.»
Τέτοια τη νύχτα εκείνη μου 'λεγε, κι ως πρόβαλε σε λίγο
η Αυγή η χρυσόθρονη, μου φόρεσε χλαμύδα και χιτώνα,
κι ατή της η ξωθιά χιονόθωρο μακρύ μαντί φορούσε,
ψιλό, χαριτωμένο, κι έβαλε στη μέση της ζωνάρι
545 καλὴν χρυσείην, κεφαλῇ δ᾿ ἐπέθηκε καλύπτρην.
αὐτὰρ ἐγὼ διὰ δώματ᾿ ἰὼν ὤτρυνον ἑταίρους
μειλιχίοις ἐπέεσσι παρασταδὸν ἄνδρα ἕκαστον:
«‘μηκέτι νῦν εὕδοντες ἀωτεῖτε γλυκὺν ὕπνον,
ἀλλ᾿ ἴομεν: δὴ γάρ μοι ἐπέφραδε πότνια Κίρκη.’
ώριο, χρυσό, και στο κεφάλι της απάνω μια μαντίλα.
Κι εγώ τις κάμαρες διαβαίνοντας τους συντρόφους μου σμίγω,
και με γλυκόλογα τους γκάρδιωνα μιλώντας σ᾿ έναν έναν:
,, πια μην κοιμάστε στον ολόγλυκο παραδομένοι γύπνο,
κι η σεβαστή θεά μου αρμήνεψε το δρόμο — μόνο πάμε!"
550 «ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δ᾿ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.
οὐδὲ μὲν οὐδ᾿ ἔνθεν περ ἀπήμονας ἦγον ἑταίρους.
Ἐλπήνωρ δέ τις ἔσκε νεώτατος, οὔτε τι λίην
ἄλκιμος ἐν πολέμῳ οὔτε φρεσὶν ᾗσιν ἀρηρώς:
ὅς μοι ἄνευθ᾿ ἑτάρων ἱεροῖς ἐν δώμασι Κίρκης,
Έτσι τους μίλησα κι η πέρφανη καρδιά τους τ᾿ αποδέχτη.
Μήτε και δώθε πήρα ανέβλαβους τους συντρόφους μου ωστόσο'
κάποιος Ελπήνορας, πιο νιούτσικος απ᾿ όλους, που μεγάλη
δεν είχε δείξει αντρεία στον πόλεμο κι ουδ έκοβεν ο νους του,
τούτος δροσιά ζητώντας, τράβηξε, βαρύς απ᾿ το μεθύσι,
555 ψύχεος ἱμείρων, κατελέξατο οἰνοβαρείων.
κινυμένων δ᾿ ἑτάρων ὅμαδον καὶ δοῦπον ἀκούσας
ἐξαπίνης ἀνόρουσε καὶ ἐκλάθετο φρεσὶν ᾗσιν
ἄψορρον καταβῆναι ἰὼν ἐς κλίμακα μακρήν,
ἀλλὰ καταντικρὺ τέγεος πέσεν: ἐκ δέ οἱ αὐχὴν
να ξαπλωθεί μακριά απ᾿ τους συντρόφους ψηλά στο ανώι της Κίρκης.
Ξάφνου, ως έφευγαν οι άλλοι, αγρίκησε φωνές και ποδολάτι,
κι ορθός πετάχτη᾿ μα λησμόνησε στου νου την παραζάλη
την αψηλήν οπούθε ανέβηκε να κατεβεί τη σκάλα,
κι απ᾿ τη σκεπή γραμμή γκρεμίστηκε, κι ως βγήκε απ᾿ τα σφοντύλια
560 ἀστραγάλων ἐάγη, ψυχὴ δ᾿ Ἄϊδόσδε κατῆλθεν.
«ἐρχομένοισι δὲ τοῖσιν ἐγὼ μετὰ μῦθον ἔειπον:
‘φάσθε νύ που οἶκόνδε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
ἔρχεσθ': ἄλλην δ᾿ ἧμιν ὁδὸν τεκμήρατο Κίρκη,
εἰς Ἀίδαο δόμους καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης
κι έσπασε ο σβέρκος του, κατέβηκε στον Άδη κι η ψυχή του.
Κι ως μαζεύτηκαν οι άλλοι, εκίνησα τα λόγια και τους είπα:
,, θα λέτε τώρα για τα σπίτια μας, τη γη την πατρική μας
κινάμε᾿ ωστόσο μας αρμήνεψε μιαν άλλη στράτα η Κίρκη,
στης Περσεφόνης της ανήμερης και στου Άδη τα παλάτια,
565 ψυχῇ χρησομένους Θηβαίου Τειρεσίαο.’
«ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δὲ κατεκλάσθη φίλον ἦτορ,
ἑζόμενοι δὲ κατ᾿ αὖθι γόων τίλλοντό τε χαίτας:
ἀλλ᾿ οὐ γάρ τις πρῆξις ἐγίγνετο μυρομένοισιν.
«ἀλλ᾿ ὅτε δή ῥ᾿ ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης
χρησμό από την ψυχή να πάρουμε του Τειρεσία του μάντη.»
Αυτά είπα, κι εκείνων εράγισε βαθιά η καρδιά στα στήθη,
και κάθισαν στη γη και γόζουνταν, τραβώντας τα μαλλιά τους,
μα δίχως όφελος — τι κέρδιζαν αλήθεια από τους θρήνους;
Κι ως για το ακρόγιαλο κινούσαμε και το γοργό καράβι
570 ᾔομεν ἀχνύμενοι θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες,
τόφρα δ᾿ ἄρ᾿ οἰχομένη Κίρκη παρὰ νηὶ μελαίνῃ
ἀρνειὸν κατέδησεν ὄιν θῆλύν τε μέλαιναν,
ῥεῖα παρεξελθοῦσα: τίς ἂν θεὸν οὐκ ἐθέλοντα
ὀφθαλμοῖσιν ἴδοιτ᾿ ἢ ἔνθ᾿ ἢ ἔνθα κιόντα;
βαριά θλιμμένοι, και τα μάτια μας πλημμύριζαν στο κλάμα,
έτρεξε η Κίρκη προσπερνώντας μας, και δίπλα στο άρμενο μας
έδεσε, δίχως να τη νιώσουμε, τη μαύρη προβατίνα
και τον κριγιό. Θνητός ποιος δύνεται να ιδεί θεό να φτάνει,
για και να φεύγει, με τα μάτια του, χωρίς να θέλει εκείνος;