ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -η-


-7- Άὧς ὁ μὲν ἔνθ᾿ ἠρᾶτο πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
κούρην δὲ προτὶ ἄστυ φέρεν μένος ἡμιόνοιιν.
ἡ δ᾿ ὅτε δὴ οὗ πατρὸς ἀγακλυτὰ δώμαθ᾿ ἵκανε,
στῆσεν ἄρ᾿ ἐν προθύροισι, κασίγνητοι δέ μιν ἀμφὶς
Έτσι ο θεϊκός εκεί πολύπαθος ευχόταν Οδυσσέας.
Την κόρη ωστόσο οι μούλες γρήγορα κατά το κάστρο έσερναν
κι αυτή, σαν έφτασε στου κύρη της τα ξακουστά παλάτια,
μπρος στην αυλόπορτα σταμάτησε, και γύρα της σταθήκαν
5 ἵσταντ᾿ ἀθανάτοις ἐναλίγκιοι, οἵ ῥ᾿ ὑπ᾿ ἀπήνης
ἡμιόνους ἔλυον ἐσθῆτά τε ἔσφερον εἴσω.
αὐτὴ δ᾿ ἐς θάλαμον ἑὸν ἤιε: δαῖε δέ οἱ πῦρ
γρῆυς Ἀπειραίη, θαλαμηπόλος Εὐρυμέδουσα,
τήν ποτ᾿ Ἀπείρηθεν νέες ἤγαγον ἀμφιέλισσαι:
όμοιοι με αθάνατους τ᾿ αδέρφια της, και κάτω από τ᾿ αμάξι
τις μούλες λύσαν και κουβάλησαν τα ρούχα μες στο σπίτι.
Κι αυτή στην κάμαρα της τράβηξε· φωτιά κει μέσα βρήκε,
που η γριά απειρώτισσα Ευρυμέδουσα της είχε ανάψει, η βάγια.
Την είχαν δρεπανόγυρτα άρμενα φερμένη απ᾿ την Απείρη
10 Ἀλκινόῳ δ᾿ αὐτὴν γέρας ἔξελον, οὕνεκα πᾶσιν
Φαιήκεσσιν ἄνασσε, θεοῦ δ᾿ ὣς δῆμος ἄκουεν:
ἣ τρέφε Ναυσικάαν λευκώλενον ἐν μεγάροισιν.
ἥ οἱ πῦρ ἀνέκαιε καὶ εἴσω δόρπον ἐκόσμει.
καὶ τότ᾿ Ὀδυσσεὺς ὦρτο πόλινδ᾿ ἴμεν: ἀμφὶ δ᾿ Ἀθήνη
παλιά, και του Αλκινόου τη διάλεξαν γι᾿ αρχοντομοίρι, που ήταν
σε όλους τους Φαίακες ρήγας, κι ως θεό τον άκουγεν ο κόσμος.
Αυτή τη Ναυσικά μεγάλωσε τη χιονοβραχιονάτη·
τώρα φωτιά στη στια της άναβε και σύνταζε το δείπνο.
Τότε ο Οδυσσέας να πάει σηκώθηκε στην πόλη· κι η Παλλάδα,
15 πολλὴν ἠέρα χεῦε φίλα φρονέουσ᾿ Ὀδυσῆι,
μή τις Φαιήκων μεγαθύμων ἀντιβολήσας
κερτομέοι τ᾿ ἐπέεσσι καὶ ἐξερέοιθ᾿ ὅτις εἴη.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ ἄρ᾿ ἔμελλε πόλιν δύσεσθαι ἐραννήν,
ἔνθα οἱ ἀντεβόλησε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη,
που 'χε την έγνοια του, τρογύρα του πυκνή σκορπούσε αντάρα,
μήπως κανένας απ᾿ τους πέρφανους τους Φαίακες τον συντύχει
και τον αγγίξει με τα λόγια του ρωτώντας τον ποιος είναι.
Κι ως πια να μπει στην πόλη εκόντευε την έμνοστη, αντικρύ του
πρόβαλε ξάφνου η γαλανόματη θεά Αθηνά, το θώρι
20 παρθενικῇ ἐικυῖα νεήνιδι, κάλπιν ἐχούσῃ.
στῆ δὲ πρόσθ᾿ αὐτοῦ, ὁ δ᾿ ἀνείρετο δῖος Ὀδυσσεύς:
«ὦ τέκος, οὐκ ἄν μοι δόμον ἀνέρος ἡγήσαιο
Ἀλκινόου, ὃς τοῖσδε μετ᾿ ἀνθρώποισι ἀνάσσει;
καὶ γὰρ ἐγὼ ξεῖνος ταλαπείριος ἐνθάδ᾿ ἱκάνω
κοπέλας παίρνοντας απάρθενης, μ᾿ ένα σταμνί στο χέρι·
μπροστά του εστάθη, κι ο αρχοντόγεννος τη ρώτησε Οδυσσέας:
«Το σπίτι κάποιου τώρα θα 'θελες, παιδί μου, να μου δείξεις,
του Αλκίνοου, βασιλιάς που ακούγεται στη χώρα αυτή πως είναι;
Τυραγνισμένος ξένος έφτασα μαθές σ᾿ αυτά τα μέρη,
25 τηλόθεν ἐξ ἀπίης γαίης: τῷ οὔ τινα οἶδα
ἀνθρώπων, οἳ τήνδε πόλιν καὶ γαῖαν ἔχουσιν.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη:
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε πάτερ, δόμον, ὅν με κελεύεις,
δείξω, ἐπεί μοι πατρὸς ἀμύμονος ἐγγύθι ναίει.
μακριά, από τόπο αλαργοτάξιδο᾿ δεν ξέρω απ᾿ τους ανθρώπους,
που ζουν στην πολιτεία και χαίρουνται τη χώρα αυτή, κανέναν.»
Και του αποκρίθη η γαλανομάτη θεά Αθηνά και του 'πε:
« Μετά χαράς, πατέρα ξένε μου, το σπίτι που γυρεύεις
να σου το δείξω· τι με του άψεγου γονιού μου γειτονιάζει.
30 ἀλλ᾿ ἴθι σιγῇ τοῖον, ἐγὼ δ᾿ ὁδὸν ἡγεμονεύσω,
μηδέ τιν᾿ ἀνθρώπων προτιόσσεο μηδ᾿ ἐρέεινε.
οὐ γὰρ ξείνους οἵδε μάλ᾿ ἀνθρώπους ἀνέχονται,
οὐδ᾿ ἀγαπαζόμενοι φιλέουσ᾿ ὅς κ᾿ ἄλλοθεν ἔλθῃ.
νηυσὶ θοῇσιν τοί γε πεποιθότες ὠκείῃσι
Εγώ θα πάω μπροστά, κι ακλούθα μου χωρίς καμιά κουβέντα,
και μήτε ρώτα μήτε γύριζε κανένα να κοιτάξεις·
δεν τους αρέσει εδώ να βλέπουνε μαθές ανθρώπους ξένους,
κι ουδέ με αγάπη τον προσδέχουνται, κανείς αλλούθε αν έρθει.
Ο Κοσμοσείστης τους το χάρισε, της θάλασσας τα πλάτη
35 λαῖτμα μέγ᾿ ἐκπερόωσιν, ἐπεί σφισι δῶκ᾿ ἐνοσίχθων:
τῶν νέες ὠκεῖαι ὡς εἰ πτερὸν ἠὲ νόημα.»
ὣς ἄρα φωνήσασ᾿ ἡγήσατο Παλλὰς Ἀθήνη
καρπαλίμως: ὁ δ᾿ ἔπειτα μετ᾿ ἴχνια βαῖνε θεοῖο.
τὸν δ᾿ ἄρα Φαίηκες ναυσικλυτοὶ οὐκ ἐνόησαν
να σκίζουν έχοντας τα θάρρη τους στα γρήγορα καράβια,
που σαν πουλιών φτερούγες τρέχουνε, σα στοχασμός του ανθρώπου.»
Ετσι η Αθηνά Παλλάδα μίλησε, και μπήκε ομπρός με βιάση,
κι εκείνος της θεάς ακλούθηξε τα χνάρια, και κανένας
από τους Φαίακες, Οπως όδευε, τους θαλασσακουσμένους,
40 ἐρχόμενον κατὰ ἄστυ διὰ σφέας: οὐ γὰρ Ἀθήνη
εἴα ἐυπλόκαμος, δεινὴ θεός, ἥ ῥά οἱ ἀχλὺν
θεσπεσίην κατέχευε φίλα φρονέουσ᾿ ἐνὶ θυμῷ.
θαύμαζεν δ᾿ Ὀδυσεὺς λιμένας καὶ νῆας ἐίσας
αὐτῶν θ᾿ ἡρώων ἀγορὰς καὶ τείχεα μακρὰ
ανάμεσα τους δεν τον ξέκρινε᾿ δεν άφηνε η Παλλάδα
να τόνε δουν, η καλοπλέξουδη, τρανή θεά᾿ με αντάρα
θεϊκιά τον είχε ζώσει, ως γνοιάζουνταν γι᾿ αυτόν βαθιά στα φρένα.
Κι εκείνος τα λιμάνια έθάμαζε, τα ζυγιαστά καράβια,
τις αγορές, όπου συνάζουνταν οι ηρώοι, και τα ψηλά τους
45 ὑψηλά, σκολόπεσσιν ἀρηρότα, θαῦμα ἰδέσθαι.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ βασιλῆος ἀγακλυτὰ δώμαθ᾿ ἵκοντο,
τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη:
«οὗτος δή τοι, ξεῖνε πάτερ, δόμος, ὅν με κελεύεις
πεφραδέμεν: δήεις δὲ διοτρεφέας βασιλῆας
μακριά τειχιά, τα παλουκόφραχτα, που να σαστίζει ο νους σου.
Κι ως έφτασαν στο πολυδόξαστο του βασιλιά παλάτι,
πρώτη η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, το λόγο εκίνα κι είπε:
«Πατέρα ξένε, το που γύρεψες παλάτι να σου δείξω,
αυτό 'ναι! Εδώ τους αρχοντόγεννους ρηγάδες θα πετύχεις
50 δαίτην δαινυμένους: σὺ δ᾿ ἔσω κίε, μηδέ τι θυμῷ
τάρβει: θαρσαλέος γὰρ ἀνὴρ ἐν πᾶσιν ἀμείνων
ἔργοισιν τελέθει, εἰ καί ποθεν ἄλλοθεν ἔλθοι.
δέσποιναν μὲν πρῶτα κιχήσεαι ἐν μεγάροισιν:
Ἀρήτη δ᾿ ὄνομ᾿ ἐστὶν ἐπώνυμον, ἐκ δὲ τοκήων
να κάθουνται να τρων. Στα φρένα σου καθόλου μη δειλιάσεις,
μον᾿ μέσα πήγαινε᾿ καλύτερα τελεύει τις δουλειές του
ο άντρας ο απόκοτος, κι ας έφτασε μακριά απ᾿ τα ξένα κάπου.
Πιο πρώτα κοίτα τη βασίλισσα να σμίξεις στο παλάτι'
Αρήτη τήνε λεν με τ᾿ όνομα, κι από τους ίδιους σέρνει
55 τῶν αὐτῶν οἵ περ τέκον Ἀλκίνοον βασιλῆα.
Ναυσίθοον μὲν πρῶτα Ποσειδάων ἐνοσίχθων
γείνατο καὶ Περίβοια, γυναικῶν εἶδος ἀρίστη,
ὁπλοτάτη θυγάτηρ μεγαλήτορος Εὐρυμέδοντος,
ὅς ποθ᾿ ὑπερθύμοισι Γιγάντεσσιν βασίλευεν.
γονιούς, που τον Αλκίνοο γέννησαν, το βασιλιά της χώρας.
Πρώτα ο Ναυσίθοος εγεννήθηκεν από τον Ποσειδώνα
και την Περίβοια, που τα κάλλη της καμιά δεν έφτανε άλλη
γυναίκα, κι ήταν του Ευρυμέδοντα του ρήγα στερνοπαίδι'
αυτός στους Γίγαντες τους πέρφανους είχε αφεντέψει, ωστόσο
60 ἀλλ᾿ ὁ μὲν ὤλεσε λαὸν ἀτάσθαλον, ὤλετο δ᾿ αὐτός:
τῇ δὲ Ποσειδάων ἐμίγη καὶ ἐγείνατο παῖδα
Ναυσίθοον μεγάθυμον, ὃς ἐν Φαίηξιν ἄνασσε:
Ναυσίθοος δ᾿ ἔτεκεν Ῥηξήνορά τ᾿ Ἀλκίνοόν τε.
τὸν μὲν ἄκουρον ἐόντα βάλ᾿ ἀργυρότοξος Ἀπόλλων
τον άσεβο λαό του αφάνισε και χάθηκε κι ατός του.
Μ᾿ εκείνη ο Ποσειδώνας έσμιξε και γέννησε αντρειωμένο
γιο, το Ναυσίθοο, που ρηγάδεψε στους Φαίακες· κι ο Ναυσίθος
δυο γιους αξιώθη, το Ρηξήνορα και τον Αλκίνο᾿ μόνο
που ο ασημοδόξαρος Απόλλωνας του σκότωσε τον πρώτο,
65 νυμφίον ἐν μεγάρῳ, μίαν οἴην παῖδα λιπόντα
Ἀρήτην: τὴν δ᾿ Ἀλκίνοος ποιήσατ᾿ ἄκοιτιν,
καί μιν ἔτισ᾿, ὡς οὔ τις ἐπὶ χθονὶ τίεται ἄλλη,
ὅσσαι νῦν γε γυναῖκες ὑπ᾿ ἀνδράσιν οἶκον ἔχουσιν.
ὣς κείνη περὶ κῆρι τετίμηταί τε καὶ ἔστιν
νιόγαμπρο, δίχως γιό᾿ στο σπίτι του μια κόρη μόνο αφήκε,
αυτή που ο Αλκίνοος πήρε αργότερα γυναίκα, την Αρήτη᾿
την τίμησε, όσο δεν τιμήθηκε καμιά στον κόσμο, απ᾿ όσες
κυβερνημένες απ᾿ τους άντρες τους τα σπίτια τους κοιτάζουν.
Έτσι ετιμήθη εκείνη ολόκαρδα και μνίσκει τιμημένη
70 ἔκ τε φίλων παίδων ἔκ τ᾿ αὐτοῦ Ἀλκινόοιο
καὶ λαῶν, οἵ μίν ῥα θεὸν ὣς εἰσορόωντες
δειδέχαται μύθοισιν, ὅτε στείχῃσ᾿ ἀνὰ ἄστυ.
οὐ μὲν γάρ τι νόου γε καὶ αὐτὴ δεύεται ἐσθλοῦ:
ᾗσι τ᾿ ἐὺ φρονέῃσι καὶ ἀνδράσι νείκεα λύει.
κι απ᾿ τα παιδιά της κι απ᾿ τον άντρα της τον ίδιο, τον Αλκίνο,
κι απ᾿ το λαό, που την αγάπη του της δείχνει, σα διαβαίνει
μέσα απ᾿ το κάστρο, χαιρετώντας τη, και σα θεά τη βλέπει.
Μα έχει κι αυτή μυαλό τετράγωνο, και σε όσους έχει αγάπη
—κι άντρες ακόμα— τις αμάχες τους μπορεί και ξεδιαλύνει.
75 εἴ κέν τοι κείνη γε φίλα φρονέῃσ᾿ ἐνὶ θυμῷ,
ἐλπωρή τοι ἔπειτα φίλους τ᾿ ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι
οἶκον ἐς ὑψόροφον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»
ὣς ἄρα φωνήσασ᾿ ἀπέβη γλαυκῶπις Ἀθήνη
πόντον ἐπ᾿ ἀτρύγετον, λίπε δὲ Σχερίην ἐρατεινήν,
Αν η καρδιά της τώρα σ᾿ έπαιρνεν από συμπάθιο, θα 'χες
ελπίδα τους δικούς σου κάποτε να ιδείς και να διαγείρεις
στο αψηλοτάβανο το σπίτι σου, στη γη την πατρική σου.»
Αυτά είπεν η Αθηνά η γλαυκόματη κι αφήνει τη Σχερία
την έμνοστη, κι απάνω απ᾿ τ᾿ άκαρπα πετώντας τα πελάγη,
80 ἵκετο δ᾿ ἐς Μαραθῶνα καὶ εὐρυάγυιαν Ἀθήνην,
δῦνε δ᾿ Ἐρεχθῆος πυκινὸν δόμον. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
Ἀλκινόου πρὸς δώματ᾿ ἴε κλυτά: πολλὰ δέ οἱ κῆρ
ὥρμαιν᾿ ἱσταμένῳ, πρὶν χάλκεον οὐδὸν ἱκέσθαι.
ὥς τε γὰρ ἠελίου αἴγλη πέλεν ἠὲ σελήνης
στο Μαραθώνα, στην πλατύδρομην εκείθε Αθήνα φτάνει,
και στου Ερεχθέα το στέριο εχώθηκε παλάτι. Κι ο Οδυσσέας
στο αρχοντικό του Αλκίνοου κίνησε να πάει· μα πριν πατήσει
το χάλκινο κατώφλι, στάθηκε και δούλευεν ο νους του'
τι φως ολούθε απ᾿ του λιοντόκαρδου του Αλκίνοου το παλάτι
85 δῶμα καθ᾿ ὑψερεφὲς μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο.
χάλκεοι μὲν γὰρ τοῖχοι ἐληλέδατ᾿ ἔνθα καὶ ἔνθα,
ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῦ, περὶ δὲ θριγκὸς κυάνοιο:
χρύσειαι δὲ θύραι πυκινὸν δόμον ἐντὸς ἔεργον:
σταθμοὶ δ᾿ ἀργύρεοι ἐν χαλκέῳ ἕστασαν οὐδῷ,
το αψηλοτάβανο ξεχύνουνταν — σα φεγγαριού, σαν ήλιου.
Χάλκινοι οι τοίχοι του ζερβόδεξα, που απ᾿ το κατώφλι ως μέσα
τραβούσαν, και ψηλά τους έζωνε μια ζώνη από λαζούρι.
Μαλαματένιες πόρτες σφάλιζαν το σπίτι, κι ασημένιοι
πάνω στο χάλκινο στηρίζουνταν κατώφλι οι παραστάτες·
90 ἀργύρεον δ᾿ ἐφ᾿ ὑπερθύριον, χρυσέη δὲ κορώνη.
χρύσειοι δ᾿ ἑκάτερθε καὶ ἀργύρεοι κύνες ἦσαν,
οὓς Ἥφαιστος ἔτευξεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσι
δῶμα φυλασσέμεναι μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο,
ἀθανάτους ὄντας καὶ ἀγήρως ἤματα πάντα.
κι είχε κρικέλι ατόφιο μάλαμα κι ανώφλι ατόφιο ασήμι.
Κι ήταν και δυο σκυλιά ζερβόδεξα χρυσά, και δυο ασημένια,
μαστορεμένα από τον Ήφαιστο με τη σοφή του τέχνη,
του Αλκίνοου να φυλάν του αντρόκαρδου το σπίτι νύχτα μέρα,
κι ήταν αθάνατα κι αγέραστα. Και μες στο αρχονταρίκι
95 ἐν δὲ θρόνοι περὶ τοῖχον ἐρηρέδατ᾿ ἔνθα καὶ ἔνθα,
ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῖο διαμπερές, ἔνθ᾿ ἐνὶ πέπλοι
λεπτοὶ ἐύννητοι βεβλήατο, ἔργα γυναικῶν.
ἔνθα δὲ Φαιήκων ἡγήτορες ἑδριόωντο
πίνοντες καὶ ἔδοντες: ἐπηετανὸν γὰρ ἔχεσκον.
απ᾿ το κατώφλι ως μέσα αδιάκοπα γραμμή θρονιά ακουμπούσαν
στους τοίχους δώθε κείθε, κι έβλεπες απάνω τους ριγμένα
λεπτά, καλόφαντα σκεπάσματα, φασμένα από γυναίκες.
Εκεί συχνά των Φαίακων οι άρχοντες να φαν, να πιουν κάθονταν,
κι είχαν μπροστά τους όσα θα 'φταναν γι᾿ ακέριο χρόνο ακόμα.
100 χρύσειοι δ᾿ ἄρα κοῦροι ἐυδμήτων ἐπὶ βωμῶν
ἕστασαν αἰθομένας δαί̈δας μετὰ χερσὶν ἔχοντες,
φαίνοντες νύκτας κατὰ δώματα δαιτυμόνεσσι.
πεντήκοντα δέ οἱ δμωαὶ κατὰ δῶμα γυναῖκες
αἱ μὲν ἀλετρεύουσι μύλῃς ἔπι μήλοπα καρπόν,
Μαλαματένιοι πάνω νιούτσικοι σε στέριους στυλοβάτες
στέκαν κρατώντας μες στα χέρια τους δαυλιά φλογαναμμένα,
να 'χουν να φέγγουν στους συντράπεζους τις νύχτες στο παλάτι.
Πενήντα μέσα στο παλάτι του γυναίκες σκλάβες έχει'
άλλες αλέθουν στους χερόμυλους καρπό χρυσό σα μήλο,
105 αἱ δ᾿ ἱστοὺς ὑφόωσι καὶ ἠλάκατα στρωφῶσιν
ἥμεναι, οἷά τε φύλλα μακεδνῆς αἰγείροιο:
καιρουσσέων δ᾿ ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον.
ὅσσον Φαίηκες περὶ πάντων ἴδριες ἀνδρῶν
νῆα θοὴν ἐνὶ πόντῳ ἐλαυνέμεν, ὣς δὲ γυναῖκες
άλλες υφαίνουν για τη ρόκα τους γυρνούνε, καθισμένες,
καθώς της λεύκας της λιγνόκορμης τα φύλλα, δίπλα δίπλα,
κι απ᾿ τα καλόκρουστα υφασίδια τους το λάδι αποσταλάζει'
τι όσο τους άλλους άντρες ξεπερνούν οι Φαίακες, στα πελάγη
να κυβερνούν τα γρήγορα άρμενα, παρόμοια πρώτες είναι
110 ἱστῶν τεχνῆσσαι: πέρι γάρ σφισι δῶκεν Ἀθήνη
ἔργα τ᾿ ἐπίστασθαι περικαλλέα καὶ φρένας ἐσθλάς.
ἔκτοσθεν δ᾿ αὐλῆς μέγας ὄρχατος ἄγχι θυράων
τετράγυος: περὶ δ᾿ ἕρκος ἐλήλαται ἀμφοτέρωθεν.
ἔνθα δὲ δένδρεα μακρὰ πεφύκασι τηλεθόωντα,
στην τέχνη του αργαλειού οι γυναίκες τους· τις μοίρανε η Παλλάδα
και από δουλειές να νιώθουν όμορφες και μυαλωμένες να 'ναι.
Απόξω απ᾿ την αυλή του βρίσκεται χτήμα τρανό, εκεί δίπλα,
τέσσερα στρέμματα, που ζώνεται με φράχτη γύρω γύρω·
και μέσα εκεί ψηλά κι ολόχλωρα φυτρώνουν δέντρα πλήθος:
115 ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι
συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι.
τάων οὔ ποτε καρπὸς ἀπόλλυται οὐδ᾿ ἀπολείπει
χείματος οὐδὲ θέρευς, ἐπετήσιος: ἀλλὰ μάλ᾿ αἰεὶ
Ζεφυρίη πνείουσα τὰ μὲν φύει, ἄλλα δὲ πέσσει.
εκεί αχλαδιές, μηλιές χρυσόκαρπες, ρογδιές φυλλομανούνε,
εκεί συκιές γλυκές κι ολόχλωρες ελιές θωρείς ολούθε.
Καρπός δε χάνεται, μια που 'δεσε, κι ουδέ τους απολείπει
χειμώνα καλοκαιρι, αδιάκοπα· τι ασίγαστα φυσώντας
εδώ γεννάει καρπούς ο ζέφυρος κι άλλους εκεί γουρμάζει.
120 ὄγχνη ἐπ᾿ ὄγχνῃ γηράσκει, μῆλον δ᾿ ἐπὶ μήλῳ,
αὐτὰρ ἐπὶ σταφυλῇ σταφυλή, σῦκον δ᾿ ἐπὶ σύκῳ.
ἔνθα δέ οἱ πολύκαρπος ἀλωὴ ἐρρίζωται,
τῆς ἕτερον μὲν θειλόπεδον λευρῷ ἐνὶ χώρῳ
τέρσεται ἠελίῳ, ἑτέρας δ᾿ ἄρα τε τρυγόωσιν,
Απίδι απά στο απίδι ψήνεται, και μήλο απά στο μήλο,
σύκο στο σύκο απάνω, αδιάκοπα, σταφύλι στο σταφύλι.
Ακόμα αμπέλι εκεί πολύκαρπο του βασιλιά ριζώνει·
στο 'να του μέρος, για το στέγνωμα των σταφυλιών στον ήλιο,
εχει ένα αλώνι, κι άλλα είναι ώρα τους να τα τρυγήσουν, κι άλλα
125 ἄλλας δὲ τραπέουσι: πάροιθε δέ τ᾿ ὄμφακές εἰσιν
ἄνθος ἀφιεῖσαι, ἕτεραι δ᾿ ὑποπερκάζουσιν.
ἔνθα δὲ κοσμηταὶ πρασιαὶ παρὰ νείατον ὄρχον
παντοῖαι πεφύασιν, ἐπηετανὸν γανόωσαι:
ἐν δὲ δύω κρῆναι ἡ μέν τ᾿ ἀνὰ κῆπον ἅπαντα
να τα πατήσουν, κι άλλα είναι άγουρα πιο πέρα, τον αθό τους
μόλις που τίναξαν, και παίρνουνε να κοκκινίζουν άλλα.
Κει που τελεύουν πια τα κλήματα, λογής λογής, με τάξη
βαλμένες οι βραγιές κατάχλωρες ολοχρονίς φουντώνουν.
Είναι και βρύσες δυό· ποτίζεται τρογύρα το περβόλι
130 σκίδναται, ἡ δ᾿ ἑτέρωθεν ὑπ᾿ αὐλῆς οὐδὸν ἵησι
πρὸς δόμον ὑψηλόν, ὅθεν ὑδρεύοντο πολῖται.
τοῖ᾿ ἄρ᾿ ἐν Ἀλκινόοιο θεῶν ἔσαν ἀγλαὰ δῶρα.
ἔνθα στὰς θηεῖτο πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα ἑῷ θηήσατο θυμῷ,
από τη μια, και τρέχει η δεύτερη στο σπίτι, απ᾿ το κατώφλι
περνώντας κάτω της αυλόπορτας, νερό να παίρνει ο κόσμος.
Τέτοια οι θεοί μαθές εχάρισαν του Αλκίνου πλούσια δώρα.
Κει πέρα ο θεϊκός, πολύπαθος στεκόταν Οδυσσέας
και θάμαζε᾿ κι ως πια αποθάμαξε θωρώντας τα όλα γύρω,
135 καρπαλίμως ὑπὲρ οὐδὸν ἐβήσετο δώματος εἴσω.
εὗρε δὲ Φαιήκων ἡγήτορας ἠδὲ μέδοντας
σπένδοντας δεπάεσσιν ἐυσκόπῳ ἀργεϊφόντῃ,
ᾧ πυμάτῳ σπένδεσκον, ὅτε μνησαίατο κοίτου.
αὐτὰρ ὁ βῆ διὰ δῶμα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς
περνώντας το κατώφλι γρήγορα στο σπίτι μέσα μπήκε᾿
κι ήβρε των Φαιάκων τους πρωτόγερους και προεστούς την ώρα
σπονδή στον άγρυπνο που πρόσφερναν Αργοφονιά, τι θέλαν
να παν να κοιμηθούν, κι ολόστερνα σ᾿ αυτόν σπονδές εκάναν.
Κι ο αρχοντογέννητος, πολύπαθος εδιάβηκε Οδυσσέας
140 πολλὴν ἠέρ᾿ ἔων, ἥν οἱ περίχευεν Ἀθήνη,
ὄφρ᾿ ἵκετ᾿ Ἀρήτην τε καὶ Ἀλκίνοον βασιλῆα.
ἀμφὶ δ᾿ ἄρ᾿ Ἀρήτης βάλε γούνασι χεῖρας Ὀδυσσεύς,
καὶ τότε δή ῥ᾿ αὐτοῖο πάλιν χύτο θέσφατος ἀήρ.
οἱ δ᾿ ἄνεῳ ἐγένοντο, δόμον κάτα φῶτα ἰδόντες:
το σπίτι μες σε αντάρα ολόπυκνη, που του 'χυνε η Παλλάδα.
Όμως στο ρήγα Αλκίνο ως έφτασε και στην Αρήτη αντίκρυ,
τα χέρια του έριξε στα γόνατα τρογύρα της Αρήτης,
κι η θεϊκιά που τον περίζωνε μεμιάς σκορπίστη αντάρα.
Κι αυτοί τα χάσαν ξένον άνθρωπο θωρώντας μες στο σπίτι,
145 θαύμαζον δ᾿ ὁρόωντες. ὁ δὲ λιτάνευεν Ὀδυσσεύς:
«Ἀρήτη, θύγατερ Ῥηξήνορος ἀντιθέοιο,
σόν τε πόσιν σά τε γούναθ᾿ ἱκάνω πολλὰ μογήσας
τούσδε τε δαιτυμόνας: τοῖσιν θεοὶ ὄλβια δοῖεν
ζωέμεναι, καὶ παισὶν ἐπιτρέψειεν ἕκαστος
και μείναν άλαλοι᾿ και κίνησε τα παρακάλια εκείνος:
«Αρήτη, κόρη του Ρηξήνορα του ισόθεου, πλήθος έχω
τραβήξει βάσανα᾿ στον άντρα σου, στα πόδια σου προσπέφτω
και σε όλους τούτους τους συντράπεζους᾿ μόνο καλά, όσο ζείτε,
να δείτε απ᾿ τους θεούς, κι αργότερα το βιος στο αρχοντικό σας
150 κτήματ᾿ ἐνὶ μεγάροισι γέρας θ᾿ ὅ τι δῆμος ἔδωκεν:
αὐτὰρ ἐμοὶ πομπὴν ὀτρύνετε πατρίδ᾿ ἱκέσθαι
θᾶσσον, ἐπεὶ δὴ δηθὰ φίλων ἄπο πήματα πάσχω.»
ὣς εἰπὼν κατ᾿ ἄρ᾿ ἕζετ᾿ ἐπ᾿ ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσιν
πὰρ πυρί: οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ.
κι όποια τιμή ο λαός σας έδωκε να μείνουν στα παιδιά σας.
Όμως και μένα προβοδάτε με, να φτάσω στην πατρίδα
γρήγορα᾿ χρόνους βασανίζουμαι μακριά από τους δικούς μου.»
Αυτά είπε, και στο τζάκι εκάθισε, πλάι στη φωτιά, στις στάχτες,
κι οι άλλοι απόμειναν όλοι αμίλητοι και δεν έβγαζαν άχνα.
155 ὀψὲ δὲ δὴ μετέειπε γέρων ἥρως Ἐχένηος,
ὃς δὴ Φαιήκων ἀνδρῶν προγενέστερος ἦεν
καὶ μύθοισι κέκαστο, παλαιά τε πολλά τε εἰδώς:
ὅ σφιν ἐὺ φρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν:
«Ἀλκίνο᾿, οὐ μέν τοι τόδε κάλλιον, οὐδὲ ἔοικε,
Αργά το λόγο πήρε ο γέροντας, ο αρχοντικός Εχένηος,
που όλους τους Φαίακες τους αντρόψυχους στα χρόνια ξεπερνούσε,
κι ήταν στα λόγια πρώτος κι ήξερε πολλά και περασμένα.
Και τότε μίλησε καλόγνωμος αναμεσό τους κι είπε:
« Αλκίνοε, τούτο εδώ πολύ όμορφο δεν είναι, δεν ταιριάζει
160 ξεῖνον μὲν χαμαὶ ἧσθαι ἐπ᾿ ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσιν,
οἵδε δὲ σὸν μῦθον ποτιδέγμενοι ἰσχανόωνται.
ἄλλ᾿ ἄγε δὴ ξεῖνον μὲν ἐπὶ θρόνου ἀργυροήλου
εἷσον ἀναστήσας, σὺ δὲ κηρύκεσσι κέλευσον
οἶνον ἐπικρῆσαι, ἵνα καὶ Διὶ τερπικεραύνῳ
ο ξένος πλάι στη στια να κάθεται, κατάχαμα, στις στάχτες.
Οι άλλοι σωπαίνουν απαντέχοντας το λόγο το δικό σου.
Μα τώρα ομπρός, τον ξένο σήκωσε και σε θρονί να κάτσει
οδήγα τον ασημοκάρφωτο᾿ κρασί να συγκεράσουν
στους κράχτες πες μετά, να κάνουμε στον κεραυνόχαρο όλοι
165 σπείσομεν, ὅς θ᾿ ἱκέτῃσιν ἅμ᾿ αἰδοίοισιν ὀπηδεῖ:
δόρπον δὲ ξείνῳ ταμίη δότω ἔνδον ἐόντων.»
αὐτὰρ ἐπεὶ τό γ᾿ ἄκουσ᾿ ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο,
χειρὸς ἑλὼν Ὀδυσῆα δαί̈φρονα ποικιλομήτην
ὦρσεν ἀπ᾿ ἐσχαρόφιν καὶ ἐπὶ θρόνου εἷσε φαεινοῦ,
το Δία σπονδή, που παραστέκεται τους σεβαστούς ικέτες.
Και μέσα ό,τι βρεθεί η κελάρισσα να φάει στον ξένο ας δώκει.»
Μόλις το λόγο τούτο αγρίκησεν ο Αλκίνοος ο αντρειωμένος,
του πολεμάρχου, πολυμήχανου πήρε Οδυσσέα το χέρι,
τον σήκωσε απ᾿ τη στια και σε θρονί τον κάθισε αστροβόλο,
170 υἱὸν ἀναστήσας ἀγαπήνορα Λαοδάμαντα,
ὅς οἱ πλησίον ἷζε, μάλιστα δέ μιν φιλέεσκεν.
χέρνιβα δ᾿ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα
καλῇ χρυσείῃ ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος,
νίψασθαι: παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν.
αφού το γιο του εκείθε σήκωσε, που δίπλα του καθόταν,
το Λαοδάμα τον αντρόκαρδο, και του 'χε αγάπη πλήθια.
Μια παρακόρη τότε τρέχοντας νερό σε στάμνα φέρνει,
χρυσή, πανώρια, κι από κάτω της ένα αργυρό λεγένι,
για να πλυθεί, και δίπλα του άπλωσε στραφταλιστό τραπέζι.
175 σῖτον δ᾿ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα,
εἴδατα πόλλ᾿ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων.
αὐτὰρ ὁ πῖνε καὶ ἦσθε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς.
καὶ τότε κήρυκα προσέφη μένος Ἀλκινόοιο:
«Ποντόνοε, κρητῆρα κερασσάμενος μέθυ νεῖμον
Ψωμί κι η σεβαστή κελάρισσα του κουβαλάει και πλήθος,
φαγιά απιθώνει, απ᾿ ό,τι βρέθηκε καλό φιλεύοντάς τον.
Κι έτρωγε κι έπινε ο πολύπαθος ισόθεος Οδυσσέας.
Κι ο Αλκίνοος τότε ο καρτερόψυχος γυρνάει και λέει στον κράχτη:
«Ποντόνοε, το κρασί συγκέρασε, και μες στο αρχονταρίκι
180 πᾶσιν ἀνὰ μέγαρον, ἵνα καὶ Διὶ τερπικεραύνῳ
σπείσομεν, ὅς θ᾿ ἱκέτῃσιν ἅμ᾿ αἰδοίοισιν ὀπηδεῖ.»
ὣς φάτο, Ποντόνοος δὲ μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα,
νώμησεν δ᾿ ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενος δεπάεσσιν.
αὐτὰρ ἐπεὶ σπεῖσάν τ᾿ ἔπιόν θ᾿, ὅσον ἤθελε θυμός,
κέρνα γραμμή, για να προσφέρουμε στον κεραυνόχαρο όλοι
το Δία σπονδή, που παραστέκεται τους σεβαστούς ικέτες.»
Αυτά είπε, και κρασί μελόγλυκο συγκέρασε ο διαλάλης
και σε όλα τα ποτήρια εμοίραζεν, απ᾿ τις σπονδές ν᾿ αρχίσουν
Και σα στάλαξαν κι ήπιαν όλοι τους, όσο η καρδιά ποθούσε,
185 τοῖσιν δ᾿ Ἀλκίνοος ἀγορήσατο καὶ μετέειπε:
«κέκλυτε, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες
ὄφρ᾿ εἴπω τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει.
νῦν μὲν δαισάμενοι κατακείετε οἴκαδ᾿ ἰόντες:
ἠῶθεν δὲ γέροντας ἐπὶ πλέονας καλέσαντες
πρώτος το λόγο ο Αλκίνοος κίνησε κι αναμεσό τους είπε:
«Ακούστε, Φαίακες πρωτοστάτορες και πρωτοκεφαλάδες,
το τι η καρδιά στα στήθη μέσα μου με σπρώχνει να μιλήσω'
τώρα που φάγατε, στα σπίτια σας να κοιμηθείτε σύρτε,
και την αυγή γερόντοι πιότεροι να καλεστούν και να᾿ ρθουν,
190 ξεῖνον ἐνὶ μεγάροις ξεινίσσομεν ἠδὲ θεοῖσιν
ῥέξομεν ἱερὰ καλά, ἔπειτα δὲ καὶ περὶ πομπῆς
μνησόμεθ᾿, ὥς χ᾿ ὁ ξεῖνος ἄνευθε πόνου καὶ ἀνίης
πομπῇ ὑφ᾿ ἡμετέρῃ ἣν πατρίδα γαῖαν ἵκηται
χαίρων καρπαλίμως, εἰ καὶ μάλα τηλόθεν ἐστί,
τον ξένο να καλοσκαμνίσουμε δω μέσα, και θυσίες
πανώριες στους θεούς να κάμουμε, μετά να βουλευτούμε
το πως ο ξένος μας ανέκοπα και δίχως κακοπάθιες
θα στρέψει πίσω στην πατρίδα του, πολύ κι ας είναι αλάργα,
χαρούμενος, μιαν ώρα αρχύτερα, με συνοδεία δική μας.
195 μηδέ τι μεσσηγύς γε κακὸν καὶ πῆμα πάθῃσι,
πρίν γε τὸν ἧς γαίης ἐπιβήμεναι: ἔνθα δ᾿ ἔπειτα
πείσεται, ἅσσα οἱ αἶσα κατὰ κλῶθές τε βαρεῖαι
γιγνομένῳ νήσαντο λίνῳ, ὅτε μιν τέκε μήτηρ.
εἰ δέ τις ἀθανάτων γε κατ᾿ οὐρανοῦ εἰλήλουθεν,
Μηδέ και να τον βρουν μεσόστρατα κακά και βάσανα άλλα,
στα πατρικά του ως να 'βγει χώματα᾿ κι εκεί μετά θα πάθει
ό,τι ειν᾿ γραφτό του κι οι σκληρόκαρδες του 'χουν κλωσμένα Μοίρες,
σύντας γεννιόταν κι η μητέρα του τον έφερνε στον κόσμο.
Αν ήρθε πάλι απ᾿ τους αθάνατους των ουρανών κανένας,
200 ἄλλο τι δὴ τόδ᾿ ἔπειτα θεοὶ περιμηχανόωνται.
αἰεὶ γὰρ τὸ πάρος γε θεοὶ φαίνονται ἐναργεῖς
ἡμῖν, εὖτ᾿ ἔρδωμεν ἀγακλειτὰς ἑκατόμβας,
δαίνυνταί τε παρ᾿ ἄμμι καθήμενοι ἔνθα περ ἡμεῖς.
εἰ δ᾿ ἄρα τις καὶ μοῦνος ἰὼν ξύμβληται ὁδίτης,
τοτε οι θεοί κάτι άλλο σίγουρα μας μελετούν με τούτο
τι ως τώρα ως είναι ομπρός μας δείχνουνται, χωρίς είδη ν᾿ αλλάζουν,
κάθε φορά που τους προσφέρνουμε λαμπρές ιερές θυσίες·
και τρων μαζί με μας, καθούμενοι στίς τάβλες τις δικές μας.
Και μόνος αν οδεύει κάποιος μας και τους συντύχει ομπρός του,
205 οὔ τι κατακρύπτουσιν, ἐπεί σφισιν ἐγγύθεν εἰμέν,
ὥς περ Κύκλωπές τε καὶ ἄγρια φῦλα Γιγάντων.»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς:
«Ἀλκίνο᾿, ἄλλο τί τοι μελέτω φρεσίν: οὐ γὰρ ἐγώ γε
ἀθανάτοισιν ἔοικα, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν,
δεν του κρύβονται· συγγενεύουμε μαθές εμείς μαζί τους,
ως συγγενεύουνε κι οι Κύκλωπες κι οι ανήμεροι Γιγάντοι.»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
«Αλκίνοε, γνοιάσου γι᾿ άλλα πράματα! Δε μοιάζω εγώ καθόλου
με τους αθάνατους, που ορίζουνε ψηλά τα ουράνια πλάτη,
210 οὐ δέμας οὐδὲ φυήν, ἀλλὰ θνητοῖσι βροτοῖσιν.
οὕς τινας ὑμεῖς ἴστε μάλιστ᾿ ὀχέοντας ὀιζὺν
ἀνθρώπων, τοῖσίν κεν ἐν ἄλγεσιν ἰσωσαίμην.
καὶ δ᾿ ἔτι κεν καὶ μᾶλλον ἐγὼ κακὰ μυθησαίμην,
ὅσσα γε δὴ ξύμπαντα θεῶν ἰότητι μόγησα.
στην ελικιά, μηδέ στο ανάριμμα᾿ θνητούς θυμίζω μόνο.
Ξέρετε ανθρώπους που δυστύχησαν περίσσια στη ζωή τους:
Μόνο με τούτους θα παράβγαινα στα τόσα μου τυράννια!
Κι ακόμα πιο μεγάλα βάσανα θα σου ιστορούσα, αν ήταν
τα που οι θεοί θέλησαν κι έσυρα να πω μιαν άκρη ως άλλη.
215 ἀλλ᾿ ἐμὲ μὲν δορπῆσαι ἐάσατε κηδόμενόν περ:
οὐ γάρ τι στυγερῇ ἐπὶ γαστέρι κύντερον ἄλλο
ἔπλετο, ἥ τ᾿ ἐκέλευσεν ἕο μνήσασθαι ἀνάγκῃ
καὶ μάλα τειρόμενον καὶ ἐνὶ φρεσὶ πένθος ἔχοντα,
ὡς καὶ ἐγὼ πένθος μὲν ἔχω φρεσίν, ἡ δὲ μάλ᾿ αἰεὶ
Μα να δειπνήσω τώρα αφήστε με, κι ας νιώθω πίκρα τόση·
τι απ᾿ τη φριχτή κοιλιά πιο αδιάντροπο δε γίνεται στον κόσμο'
σε σπρώχνει, θες δε θες, κι ας βρίσκεσαι σε παιδεμούς μεγάλους,
κι ας καιγεται η καρδιά στα στήθη σου, να τη θυμάσαι πάντα.
Έτσι κι εγώ: η καρδιά μου καιγεται, κι αυτή να τρώω, να πίνω
220 ἐσθέμεναι κέλεται καὶ πινέμεν, ἐκ δέ με πάντων
ληθάνει ὅσσ᾿ ἔπαθον, καὶ ἐνιπλησθῆναι ἀνώγει.
ὑμεῖς δ᾿ ὀτρύνεσθαι ἅμ᾿ ἠοῖ φαινομένηφιν,
ὥς κ᾿ ἐμὲ τὸν δύστηνον ἐμῆς ἐπιβήσετε πάτρης
καί περ πολλὰ παθόντα: ἰδόντα με καὶ λίποι αἰὼν
με σπρώχνει αδιάκοπα, κι ως βιάζεται να φάει και να χορτάσει,
από το νου μου σβήνει ολότελα τα πάθη που 'χω σύρει.
Μα εσείς, σα φέξει, δίχως άργητα γνοιαστείτε στην πατρίδα
να με γυρίστε τον τρισάμοιρο᾿ μετά από τόσα πάθη,
να 'ταν και μια στιγμή ν᾿ αντίκριζα το αψηλοτάβανό μου
225 κτῆσιν ἐμήν, δμῶάς τε καὶ ὑψερεφὲς μέγα δῶμα.»
ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἐπῄνεον ἠδ᾿ ἐκέλευον
πεμπέμεναι τὸν ξεῖνον, ἐπεὶ κατὰ μοῖραν ἔειπεν.
αὐτὰρ ἐπεὶ σπεῖσάν τ᾿ ἔπιον θ᾿ ὅσον ἤθελε θυμός,
οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε ἕκαστος,
το αρχοντικό, το βιος, τους δούλους μου, κι ας πέθαινα στην ώρα!»
Έτσι μιλούσε, κι όλοι εσύγκλιναν, κι αναμεσό τους λέγαν,
του ξένου, έτσι σωστά που μίλησε, να του σταθούν στη στράτα.
Και σα στάλαξαν κι ήπιαν όλοι τους, όσο η καρδιά ποθούσε,
για το δικό του σπίτι κίνησε καθένας να πλαγιάσει.
230 αὐτὰρ ὁ ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο δῖος Ὀδυσσεύς,
πὰρ δέ οἱ Ἀρήτη τε καὶ Ἀλκίνοος θεοειδὴς
ἥσθην: ἀμφίπολοι δ᾿ ἀπεκόσμεον ἔντεα δαιτός.
τοῖσιν δ᾿ Ἀρήτη λευκώλενος ἤρχετο μύθων:
ἔγνω γὰρ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ᾿ ἰδοῦσα
Στο αρχονταρίκι ωστόσο απόμεινεν ο ισόθεος Οδυσσέας·
η Αρήτη πλάι του κι ο θεόμορφος Αλκίνοος εκαθόνταν,
κι ήταν ακόμα οι τραπεζάρισσες, που πάστρευαν τις τάβλες.
Η Αρήτη τότε η χιονοβράχιονη το λόγο επήρε πρώτη,
τι είδε τα ρούχα και τα γνώρισε — τη χλαίνα, το χιτώνα —
235 καλά, τά ῥ᾿ αὐτὴ τεῦξε σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξί:
καί μιν φωνήσασ᾿ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
«ξεῖνε, τὸ μέν σε πρῶτον ἐγὼν εἰρήσομαι αὐτή:
τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν; τίς τοι τάδε εἵματ᾿ ἔδωκεν;
οὐ δὴ φῆς ἐπὶ πόντον ἀλώμενος ἐνθάδ᾿ ἱκέσθαι;»
τα πάγκαλα, που τα 'χε μόνη της υφάνει με τις βάγιες·
και κράζοντας τον ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του:
«Ξένε, για τούτο πρώτα θα 'θελα να σε ρωτήσω ατή μου'
ποιος είσαι, πούθε; ποιος σου τα 'δωκε τα ρούχα αυτά; δεν είπες
αλήθεια πως θαλασσοδάρθηκες, πριν φτάσεις στο νησί μας;»
240 ἡτὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς:
«ἀργαλέον, βασίλεια, διηνεκέως ἀγορεῦσαι
κήδε᾿, ἐπεί μοι πολλὰ δόσαν θεοὶ Οὐρανίωνες:
τοῦτο δέ τοι ἐρέω ὅ μ᾿ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς.
Ὠγυγίη τις νῆσος ἀπόπροθεν εἰν ἁλὶ κεῖται:
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Οδυσσέας:
«Πολύ βαρύ μου πέφτει, αρχόντισσα, τα πάθη να ιστορήσω
Ολα, όσα μου 'δωκαν οι αθάνατοι, που κυβερνούν τα ουράνια.
Μα αυτό που με ρωτάς και θέλησες να μάθεις, άκουσε το:
Κάποιο νησί στο πέλαο βρίσκεται μακριά, Ωγυγία το λένε.
245 ἔνθα μὲν Ἄτλαντος θυγάτηρ, δολόεσσα Καλυψὼ
ναίει ἐυπλόκαμος, δεινὴ θεός: οὐδέ τις αὐτῇ
μίσγεται οὔτε θεῶν οὔτε θνητῶν ἀνθρώπων.
ἀλλ᾿ ἐμὲ τὸν δύστηνον ἐφέστιον ἤγαγε δαίμων
οἶον, ἐπεί μοι νῆα θοὴν ἀργῆτι κεραυνῷ
κι εκεί μια κόρη μένει του Άτλαντα τρανή, γεμάτη δόλους,
η Καλυψώ, η ομορφοπλέξουδη θεά· κανείς μαζί της
ποτέ δε σμίγει απ᾿ τους αθάνατους για απ᾿ τους θνητούς ανθρώπους,
Μα εμένα ένας θεός τον άμοιρο στο τζάκι της μονάχο
μ᾿ έφερε κάποτε, τι το άρμενο μου το 'χε ο Δίας τσακίσει
250 Ζεὺς ἔλσας ἐκέασσε μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ.
ἔνθ᾿ ἄλλοι μὲν πάντες ἀπέφθιθεν ἐσθλοὶ ἑταῖροι,
αὐτὰρ ἐγὼ τρόπιν ἀγκὰς ἑλὼν νεὸς ἀμφιελίσσης
ἐννῆμαρ φερόμην: δεκάτῃ δέ με νυκτὶ μελαίνῃ
νῆσον ἐς Ὠγυγίην πέλασαν θεοί, ἔνθα Καλυψὼ
μες στο κρασάτο πέλαο, ρίχνοντας φλογάτο αστροπελέκι.
Οι επίλοιποι αντρειανοί σύντροφοί μου χαθήκανε· μονάχος
εγώ απ᾿ του δρεπανόγυρτου άρμενου πιασμένος την καρένα
μέρες εννιά θαλασσοδέρνομουν᾿ στις δέκα, μες στη νύχτα
τη μαύρη, μ᾿ έριξαν οι αθάνατοι στην Ωγυγία, στο σπίτι
255 ναίει ἐυπλόκαμος, δεινὴ θεός, ἥ με λαβοῦσα
ἐνδυκέως ἐφίλει τε καὶ ἔτρεφεν ἠδὲ ἔφασκε
θήσειν ἀθάνατον καὶ ἀγήραον ἤματα πάντα:
ἀλλ᾿ ἐμὸν οὔ ποτε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθεν.
ἔνθα μὲν ἑπτάετες μένον ἔμπεδον, εἵματα δ᾿ αἰεὶ
της Καλυψώς, της ομορφόμαλλης τρανής θεάς· κι εκείνη
με καλοδέχτηκε και μ᾿ έτρεφε και το 'χε στο μυαλό της,
αν μείνω, να με κάνει αθάνατο κι αγέραστο για πάντα·
όμως ποτέ δε μου μετάστρεψε τη γνώμη μες στα στήθη.
Χρόνους εφτά εκεί πέρα αδιάκοπα καθόμουν, κι όσα ρούχα
260 δάκρυσι δεύεσκον, τά μοι ἄμβροτα δῶκε Καλυψώ:
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ ὀγδόατόν μοι ἐπιπλόμενον ἔτος ἦλθεν,
καὶ τότε δή μ᾿ ἐκέλευσεν ἐποτρύνουσα νέεσθαι
Ζηνὸς ὑπ᾿ ἀγγελίης, ἢ καὶ νόος ἐτράπετ᾿ αὐτῆς.
πέμπε δ᾿ ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου, πολλὰ δ᾿ ἔδωκε,
η Καλυψώ μου φόρειε αθάνατα, τα μούσκευα στο δάκρυ.
Μα στου καιρού το κυκλογύρισμα τα οχτώ σα φτάσαν χρόνια,
μου 'πε να φύγω πια και μ᾿ έσπρωξε να στρέψω στην πατρίδα
για ο Δίας το πρόσταξε για κι άλλαξε βουλή από μοναχού της.
Μέσα σε μια πλωτή ξυλόδετη με βάζει, μου φορτώνει
265 σῖτον καὶ μέθυ ἡδύ, καὶ ἄμβροτα εἵματα ἕσσεν,
οὖρον δὲ προέηκεν ἀπήμονά τε λιαρόν τε.
ἑπτὰ δὲ καὶ δέκα μὲν πλέον ἤματα ποντοπορεύων,
ὀκτωκαιδεκάτῃ δ᾿ ἐφάνη ὄρεα σκιόεντα
γαίης ὑμετέρης, γήθησε δέ μοι φίλον ἦτορ
ψωμί, κρασί γλυκό, κι αθάνατα φορέματα με ντύνει·
κι έπειτα αγέρα πρίμο, απείραγο, γλυκόπνογο μου στέλνει.
Διάβηκαν δεκαεφτά μερόνυχτα που αρμένιζα στο κύμα·
στις δεκοχτώ τα βαθιογίσκιωτα βουνά πρόβαλαν τέλος
της χώρας της δικιάς σας· κι ένιωσε χαρά η καρδιά μου τοτε
270 δυσμόρῳ: ἦ γὰρ ἔμελλον ἔτι ξυνέσεσθαι ὀιζυῖ
πολλῇ, τήν μοι ἐπῶρσε Ποσειδάων ἐνοσίχθων,
ὅς μοι ἐφορμήσας ἀνέμους κατέδησε κέλευθον,
ὤρινεν δὲ θάλασσαν ἀθέσφατον, οὐδέ τι κῦμα
εἴα ἐπὶ σχεδίης ἁδινὰ στενάχοντα φέρεσθαι.
του δύστυχου, τι πλήθος βάσανα με απάντεχαν ακόμα,
που ο Ποσειδώνας μου ξαπόστειλεν ο κοσμοσείστης ξάφνου·
τι μου ξεσήκωσε τους ανέμους και μου 'κλεισε τις στράτες,
και τόσο ετάραξε τη θάλασσα, που πάνω στην πλωτή μου
το κύμα να σταθώ δεν άφηνε, κι αβάσταχτα θρηνούσα.
275 τὴν μὲν ἔπειτα θύελλα διεσκέδασ': αὐτὰρ ἐγώ γε
νηχόμενος τόδε λαῖτμα διέτμαγον, ὄφρα με γαίῃ
ὑμετέρῃ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ.
ἔνθα κέ μ᾿ ἐκβαίνοντα βιήσατο κῦμ᾿ ἐπὶ χέρσου,
πέτρῃς πρὸς μεγάλῃσι βαλὸν καὶ ἀτερπέι χώρῳ:
Σε λίγο ένα μπουρίνι εσκόρπισε τα ξύλα της πλωτής μου·
και πήρα εγώ να σκίζω πλέκοντας της θάλασσας τα πλάτη,
ως που στη γη σας πια με ζύγωσαν τα ρέματα κι οι ανέμοι.
Εκεί το κύμα θα με σκότωνε, καθώς να βγω ζητούσα,
σε βράχους αψηλούς πετώντας με και σ᾿ άγρια περιγιάλια.
280 ἀλλ᾿ ἀναχασσάμενος νῆχον πάλιν, ἧος ἐπῆλθον
ἐς ποταμόν, τῇ δή μοι ἐείσατο χῶρος ἄριστος,
λεῖος πετράων, καὶ ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο.
ἐκ δ᾿ ἔπεσον θυμηγερέων, ἐπὶ δ᾿ ἀμβροσίη νὺξ
ἤλυθ'. ἐγὼ δ᾿ ἀπάνευθε διιπετέος ποταμοῖο
Μα έκανα πίσω και ξανάρχισα να πλέκω, ωσόπου φτάνω
στον ποταμό μπροστά᾿ μου εικάστηκε πολύ καλός ο τόπος,
απάγγειος και χωρίς ξερόβραχα. Με την ψυχή στα δόντια
πετάχτηκα όξω και σωριάστηκα, κι ως έφτασεν η νύχτα
η αθάνατη, απ᾿ το ουρανογέννητο ξεμάκρυνα ποτάμι
285 ἐκβὰς ἐν θάμνοισι κατέδραθον, ἀμφὶ δὲ φύλλα
ἠφυσάμην: ὕπνον δὲ θεὸς κατ᾿ ἀπείρονα χεῦεν.
ὣἔνθα μὲν ἐν φύλλοισι φίλον τετιημένος ἦτορ
εὗδον παννύχιος καὶ ἐπ᾿ ἠῶ καὶ μέσον ἦμαρ.
δείλετό τ᾿ ἠέλιος καί με γλυκὺς ὕπνος ἀνῆκεν.
κι έγειρα μέσα στα χαμόκλαδα, κι ολόγυρα μου φύλλα
μόλις εστοίβαξα, σε αξύπνητον ύπνο ο θεός με ρίχνει.
Χωμένος έτσι στα ξερόφυλλα με πικραμένα σπλάχνα
κοιμόμουν όλη νύχτα, κι έφεξε, κι ήρθε το μεσημέρι,
κι η μέρα τσάκιζε, σαν ξύπνησα πια απ᾿ το γλυκό τον ύπνο.
290 ἀμφιπόλους δ᾿ ἐπὶ θινὶ τεῆς ἐνόησα θυγατρὸς
παιζούσας, ἐν δ᾿ αὐτὴ ἔην ἐικυῖα θεῇσι:
τὴν ἱκέτευσ': ἡ δ᾿ οὔ τι νοήματος ἤμβροτεν ἐσθλοῦ,
ὡς οὐκ ἂν ἔλποιο νεώτερον ἀντιάσαντα
ἐρξέμεν: αἰεὶ γάρ τε νεώτεροι ἀφραδέουσιν.
Και ξάφνου ακούω της θυγατέρας σου τις βάγιες στο ακρογιάλι
που παίζαν, κι ήταν, όμοια αθάνατη θεά, μαζί κι εκείνη.
Της πρόσπεσα, κι αυτή μου φέρθηκε με τόση γνωστικάδα,
που αλήθεια δε θα την περίμενες από 'ναν νιο, που βγήκε
μπροστά σου ξάφνου· τι αλαφρόμυαλοι περίσσια οι νιούτσικοι είναι.
295 ἥ μοι σῖτον ἔδωκεν ἅλις ἠδ᾿ αἴθοπα οἶνον
καὶ λοῦσ᾿ ἐν ποταμῷ καί μοι τάδε εἵματ᾿ ἔδωκε.
ταῦτά τοι ἀχνύμενός περ ἀληθείην κατέλεξα.»
τὸν δ᾿ αὖτ᾿ Ἀλκίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε:
«ξεῖν᾿, ἦ τοι μὲν τοῦτο γ᾿ ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησε
Να φάω ψωμί όσο θέλω μου 'δωκε, κρασί να πιώ φλογάτο,
και στο ποτάμι είπε και λούστηκα, και τούτα εδώ τα ρούχα
μου χάρισε. Τρανή είναι η πίκρα μου, μα την αλήθεια σου 'πα!»
Και τότε ο Αλκίνοος του αποκρίθηκε κι αυτά του απηλογήθη:
« Ξένε, μονάχα τούτο η κόρη μου δε λόγιασε όπως πρέπει,
300 παῖς ἐμή, οὕνεκά σ᾿ οὔ τι μετ᾿ ἀμφιπόλοισι γυναιξὶν
ἦγεν ἐς ἡμέτερον, σὺ δ᾿ ἄρα πρώτην ἱκέτευσας.»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς:
«ἥρως, μή τοι τοὔνεκ᾿ ἀμύμονα νείκεε κούρην:
ἡ μὲν γάρ μ᾿ ἐκέλευε σὺν ἀμφιπόλοισιν ἕπεσθαι,
που δεν αφήκε με τις βάγιες της και συ στο αρχοντικό μου
μαζί να 'ρθεις᾿ κι ωστόσο πρόσπεσες στα γόνατα της πρώτα!»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
«Γι αυτό μην κατακρίνεις, ρήγα μου, την άψεγή σου κόρη·
τι αυτή μου το 'πε, με τις βάγιες της να πάω κι εγώ κοντά της·
305 ἀλλ᾿ ἐγὼ οὐκ ἔθελον δείσας αἰσχυνόμενός τε,
μή πως καὶ σοὶ θυμὸς ἐπισκύσσαιτο ἰδόντι:
δύσζηλοι γάρ τ᾿ εἰμὲν ἐπὶ χθονὶ φῦλ᾿ ἀνθρώπων.»
τὸν δ᾿ αὖτ᾿ Ἀλκίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε:
«ξεῖν᾿, οὔ μοι τοιοῦτον ἐνὶ στήθεσσι φίλον κῆρ
μα εγώ δεν το 'θελα, τι ντρεπόμουν κι είχα το φόβο ακόμα,
μήπως με δεις μαζί τους να 'ρχουμαι και μέσα σου θυμώσεις·
τι όλοι της γης οι άνθρωποι βάζουμε κακό στο νου μας πάντα.»
Και τότε ο Αλκίνοος του αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
« Ξένε, δεν έχω εγώ στα στήθη μου καρδιά που ανάβει αναίτια
310 μαψιδίως κεχολῶσθαι: ἀμείνω δ᾿ αἴσιμα πάντα.
αἲ γάρ, Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον,
τοῖος ἐὼν οἷός ἐσσι, τά τε φρονέων ἅ τ᾿ ἐγώ περ,
παῖδά τ᾿ ἐμὴν ἐχέμεν καὶ ἐμὸς γαμβρὸς καλέεσθαι
αὖθι μένων: οἶκον δέ κ᾿ ἐγὼ καὶ κτήματα δοίην,
από θυμό᾿ το 'χω καλύτερο να στέκουμαι στο μέτρο.
Να 'ταν, πατέρα Δία κι Απόλλωνα και συ Αθηνά, ένας άντρας
τέτοιος που δείχνεις και που η γνώμη του με τη δικιά μου είναι ίδια.
να 'μενε εδώ, τη θυγατέρα μου να πάρει, και γαμπρό μου
να τόνε πω! Και βιος θα σου 'δινα και σπίτι, φτάνει μόνο
315 εἴ κ᾿ ἐθέλων γε μένοις: ἀέκοντα δέ σ᾿ οὔ τις ἐρύξει
Φαιήκων: μὴ τοῦτο φίλον Διὶ πατρὶ γένοιτο.
πομπὴν δ᾿ ἐς τόδ᾿ ἐγὼ τεκμαίρομαι, ὄφρ᾿ ἐὺ εἰδῇς,
αὔριον ἔς: τῆμος δὲ σὺ μὲν δεδμημένος ὕπνῳ
λέξεαι, οἱ δ᾿ ἐλόωσι γαλήνην, ὄφρ᾿ ἂν ἵκηαι
να 'θελες να 'μενες· κανένας μας μεβιάς εδώ να μείνεις
δε σου ζητά· μη δώσεις άδικο να κάνω τέτοιο, θέ μου!
Άκου τη μέρα που αποφάσισα να σε ξεπροβοδίσω —
αύριο, να ξέρεις· κι ως θα βρίσκεσαι στον ύπνο βυθισμένος,
στα γαληνά πελάγη οι ναύτες μας θα λάμνουν, ως να φτάσεις
320 πατρίδα σὴν καὶ δῶμα, καὶ εἴ πού τοι φίλον ἐστίν,
εἴ περ καὶ μάλα πολλὸν ἑκαστέρω ἔστ᾿ Εὐβοίης,
τήν περ τηλοτάτω φάσ᾿ ἔμμεναι, οἵ μιν ἴδοντο
λαῶν ἡμετέρων, ὅτε τε ξανθὸν Ῥαδάμανθυν
ἦγον ἐποψόμενον Τιτυὸν Γαιήιον υἱόν.
στην πατρική σου γη, στο σπίτι σου, κι όπου ποθεί η καρδιά σου —
ακόμα κι αν πιο πέρα γύρευες από την Εύβοια, που 'ναι,
δικοί μας όπως λέγαν άνθρωποι, μακριά πολύ· την είδαν
τη μέρα που ο ξανθός Ραδάμανθης τον Τιτυό κινούσε,
της Γης το γιο, να ιδεί και σε άρμενο ταξίδεψε δικό μας.
325 καὶ μὲν οἱ ἔνθ᾿ ἦλθον καὶ ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν
ἤματι τῷ αὐτῷ καὶ ἀπήνυσαν οἴκαδ᾿ ὀπίσσω.
εἰδήσεις δὲ καὶ αὐτὸς ἐνὶ φρεσὶν ὅσσον ἄρισται
νῆες ἐμαὶ καὶ κοῦροι ἀναρρίπτειν ἅλα πηδῷ.»
ὣς φάτο, γήθησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
Κι οι Φαίακες το ταξίδι τέλεψαν, χωρίς να κουραστούνε,
μονημερίς, και πάλε διάγειραν την ίδια μέρα πίσω.
Τι αξίζουν τα δικά μου τ᾿ άρμενα και πως ψηλά το κύμα
με τα κουπιά πετούν οι νιούτσικοι, κι ατός σου θα το μάθεις.»
Στα λόγια τούτα ο θείος, πολύπαθος εχάρηκε Οδυσσέας,
330 εὐχόμενος δ᾿ ἄρα εἶπεν, ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζεν:
«Ζεῦ πάτερ, αἴθ᾿ ὅσα εἶπε τελευτήσειεν ἅπαντα
Ἀλκίνοος: τοῦ μέν κεν ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν
ἄσβεστον κλέος εἴη, ἐγὼ δέ κε πατρίδ᾿ ἱκοίμην.»
ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον:
κι ύψωσε ευτύς ευκή κι ανάκραξε και μίλησε έτσι κι είπε:
« Πατέρα Δία, τα που μου υπόσκεται και να τελέψει δώσε
ο Αλκίνοος! Έτσι θα 'μενε άσβηστη στη γη την καρποδότρα
η δόξα του, κι εγώ θα διάγερνα πια στο νησί μου πίσω.»
Τέτοια σταύρωναν συναλλήλως τους εκείνοι λόγια τότε·
335 κέκλετο δ᾿ Ἀρήτη λευκώλενος ἀμφιπόλοισιν
δέμνι᾿ ὑπ᾿ αἰθούσῃ θέμεναι καὶ ῥήγεα καλὰ
πορφύρε᾿ ἐμβαλέειν, στορέσαι τ᾿ ἐφύπερθε τάπητας
χλαίνας τ᾿ ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι.
αἱ δ᾿ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι:
η Αρήτη ωστόσο η χιονοβράχιονη τις βάγιες της προστάζει
στο σκεπαστό να στρώσουν γρήγορα, και πορφυρά να βάλουν
πανέμορφα στρωσίδια, κι έπειτα να στρώσουν αντρομίδες
κι ακόμα ολόσγουρες για σκέπασμα φλοκάτες από πάνω.
Κι εκείνες βγήκαν απ᾿ την κάμαρα με τα δαδιά στα χέρια'
340 αὐτὰρ ἐπεὶ στόρεσαν πυκινὸν λέχος ἐγκονέουσαι,
ὤτρυνον δ᾿ Ὀδυσῆα παριστάμεναι ἐπέεσσιν:
«ὄρσο κέων, ὦ ξεῖνε: πεποίηται δέ τοι εὐνή.»
ὣς φάν, τῷ δ᾿ ἀσπαστὸν ἐείσατο κοιμηθῆναι.
ὣς ὁ μὲν ἔνθα καθεῦδε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς
κι αφού τη στεριά κλίνη απόστρωσαν με προθυμιά μεγάλη,
τον Οδυσσέα σιμώσαν κι έλεγαν και τον παρακινούσαν:
«Σήκω να πας να πέσεις, έτοιμο το στρώμα σου είναι, ξένε!»
Αυτά είπαν, κι ό Οδυσσέας το χάρηκε που ήρθε ώρα να πλαγιάσει.
Έτσι κοιμόταν ο πολύπαθος, ισόθεος Οδυσσέας
345 τρητοῖς ἐν λεχέεσσιν ὑπ᾿ αἰθούσῃ ἐριδούπῳ:
Ἀλκίνοος δ᾿ ἄρα λέκτο μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο,
πὰρ δὲ γυνὴ δέσποινα λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν.
σε κλίνη τρυπητή στο αχόλαλο το σκεπαστό από κάτω.
Κι ο Αλκίνοος στου αψηλού εκοιμήθηκε του παλατιού το βάθος,
εκεί που του 'στρωνε το ταίρι του και πλάγιαζε μαζί του.