ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -ζ-


-6- Άὣς ὁ μὲν ἔνθα καθεῦδε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς
ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος: αὐτὰρ Ἀθήνη
βῆ ῥ᾿ ἐς Φαιήκων ἀνδρῶν δῆμόν τε πόλιν τε,
οἳ πρὶν μέν ποτ᾿ ἔναιον ἐν εὐρυχόρῳ Ὑπερείῃ,
Έτσι ο θεϊκός εκεί πολύπαθος κοιμόταν Οδυσσέας,
σκλάβος στον ύπνο και στον κάματο. Την ώρα αυτή η Παλλάδα
να πάει για των Φαιάκων κίνησε τη χώρα και το κάστρο.
Πριν την Υπέρεια την απλόχωρη πατρίδα οι Φαίακες είχαν
5 ἀγχοῦ Κυκλώπων ἀνδρῶν ὑπερηνορεόντων,
οἵ σφεας σινέσκοντο, βίηφι δὲ φέρτεροι ἦσαν.
ἔνθεν ἀναστήσας ἄγε Ναυσίθοος θεοειδής,
εἷσεν δὲ Σχερίῃ, ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων,
ἀμφὶ δὲ τεῖχος ἔλασσε πόλει, καὶ ἐδείματο οἴκους,
και με τους Κύκλωπες συνόρευαν, που νόμο δεν κρατούσαν,
μον᾿ τους ρήμαζαν, τι στη δύναμη τρανότεροι λογιούνταν.
Κείθε ο Ναυσίθοος ο θεόμορφος τους σήκωσε, κι αλάργα
απ᾿ τους θνητούς τους δουλευτάρηδες τους πήγε, στη Σχερία'
την πόλη με τειχιά περίζωσε, τους έχτισε και σπίτια,
10 καὶ νηοὺς ποίησε θεῶν, καὶ ἐδάσσατ᾿ ἀρούρας.
ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἤδη κηρὶ δαμεὶς Ἄϊδόσδε βεβήκει,
Ἀλκίνοος δὲ τότ᾿ ἦρχε, θεῶν ἄπο μήδεα εἰδώς.
τοῦ μὲν ἔβη πρὸς δῶμα θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη,
νόστον Ὀδυσσῆι μεγαλήτορι μητιόωσα.
και στους θεούς ναούς εσήκωσε, και μοίρασε χωράφια.
Τον είχε πάρει ωστόσο ο θάνατος κι ήταν στον Άδη᾿ τώρα
όριζε ο Αλκίνοος, κι είχε, χάρισμα θεϊκό, περίσσια γνώση.
Για το παλάτι του η γλαυκόματη τώρα Αθηνά κινούσε,
το γυρισμό στο νου της έχοντας του αντρόκαρδου Οδυσσέα.
15 βῆ δ᾿ ἴμεν ἐς θάλαμον πολυδαίδαλον, ᾧ ἔνι κούρη
κοιμᾶτ᾿ ἀθανάτῃσι φυὴν καὶ εἶδος ὁμοίη,
Ναυσικάα, θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο,
πὰρ δὲ δύ᾿ ἀμφίπολοι, Χαρίτων ἄπο κάλλος ἔχουσαι,
σταθμοῖιν ἑκάτερθε: θύραι δ᾿ ἐπέκειντο φαειναί.
Στη βαριοστολισμένη κάμαρα τρυπώνει, εκεί που η κόρη
κοιμόταν, κι έμοιαζε με αθάνατη στην ελικιά, στην όψη,
η Ναυσικά, του λιονταρόκαρδου του Αλκίνου η θυγατέρα,
και δυο κοντά της βάγιες, που έλαμπαν απ᾿ ομορφιά και χάρη,
στις παραστάδες δίπλα, κι άστραφταν οι σφαλισμένες πόρτες.
20 ἡ δ᾿ ἀνέμου ὡς πνοιὴ ἐπέσσυτο δέμνια κούρης,
στῆ δ᾿ ἄρ᾿ ὑπὲρ κεφαλῆς, καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν,
εἰδομένη κούρῃ ναυσικλειτοῖο Δύμαντος,
ἥ οἱ ὁμηλικίη μὲν ἔην, κεχάριστο δὲ θυμῷ.
τῇ μιν ἐεισαμένη προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη:
Κι αυτή ως πνοή του ανέμου εσίμωσε την κλίνη της παρθένας,
κι εστάθη πάνω απ᾿ το κεφάλι της, με την ειδή της κόρης
του ξακουστού στα πέλαα Δύμαντα, που συνομήλική 'ταν
της Ναυσικάς, γι᾿ αυτό και πιότερο την αγαπούσε εκείνη.
Με τούτην όμοια η γαλανομάτη της μίλησε Παλλάδα:
25 «Ναυσικάα, τί νύ σ᾿ ὧδε μεθήμονα γείνατο μήτηρ;
εἵματα μέν τοι κεῖται ἀκηδέα σιγαλόεντα,
σοὶ δὲ γάμος σχεδόν ἐστιν, ἵνα χρὴ καλὰ μὲν αὐτὴν
ἕννυσθαι, τὰ δὲ τοῖσι παρασχεῖν, οἵ κέ σ᾿ ἄγωνται.
ἐκ γάρ τοι τούτων φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει
«Πως έτσι, Ναυσικά, η μητέρα σου σε γέννησε ακαμάτρα
κι αφήνεις άπλυτα να κοίτουνται τα λιόφωτά σου ρούχα;
Ζυγώνει ο γάμος σου, και θα 'πρεπε να βάλεις τα καλά σου,
κι άλλα να δώσεις στους συμπέθερους που θα 'ρθουν να σε πάρουν
με αυτά μαθές θα βγάλεις όνομα καλό στον κόσμο γύρω,
30 ἐσθλή, χαίρουσιν δὲ πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ.
ἀλλ᾿ ἴομεν πλυνέουσαι ἅμ᾿ ἠοῖ φαινομένηφι:
καί τοι ἐγὼ συνέριθος ἅμ᾿ ἕψομαι, ὄφρα τάχιστα
ἐντύνεαι, ἐπεὶ οὔ τοι ἔτι δὴν παρθένος ἔσσεαι:
ἤδη γάρ σε μνῶνται ἀριστῆες κατὰ δῆμον
ν᾿ αναγαλλιάσουν ο πατέρας σου κι η σεβαστή σου η μάνα.
Πάμε λοιπόν με τα χαράματα να πλύνουμε᾿ το θέλω
να ετοιμαστείς μιαν ώρα αρχύτερα· γι᾿ αυτό μαζί σου θα 'ρθω
να μεταπιάσω᾿ δεν απόμεινε πολυς καιρός που θα 'σαι
παρθένα ακόμα· κιόλας άρχισαν από τους Φαίακες όλους
35 πάντων Φαιήκων, ὅθι τοι γένος ἐστὶ καὶ αὐτῇ.
ἀλλ᾿ ἄγ᾿ ἐπότρυνον πατέρα κλυτὸν ἠῶθι πρὸ
ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἐφοπλίσαι, ἥ κεν ἄγῃσι
ζῶστρά τε καὶ πέπλους καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα.
καὶ δὲ σοὶ ὧδ᾿ αὐτῇ πολὺ κάλλιον ἠὲ πόδεσσιν
οι πιο αντρειανοί να σε γυρεύουνε᾿ και συ από δω κρατιέσαι
Μον᾿ έλα, απ᾿ τον τρανό τον κύρη σου, μόλις χαράξει, ζήτα,
μούλες να πει να σου ετοιμάσουνε κι αμάξι, να φορτώσεις
τις αλλαξιές σου και τα λιόλαμπρα κιλίμια και τις ζώνες.
Έτσι και συ που καλύτερα παρά με τα ποδάρια
40 ἔρχεσθαι: πολλὸν γὰρ ἀπὸ πλυνοί εἰσι πόληος.»
ἡ μὲν ἄρ᾿ ὣς εἰποῦσ᾿ ἀπέβη γλαυκῶπις Ἀθήνη
Οὔλυμπόνδ᾿, ὅθι φασὶ θεῶν ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ
ἔμμεναι. οὔτ᾿ ἀνέμοισι τινάσσεται οὔτε ποτ᾿ ὄμβρῳ
δεύεται οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται, ἀλλὰ μάλ᾿ αἴθρη
θα πας᾿ τα πλυσταριά μας βρίσκουνται μαθές μακριά απ᾿ το κάστρο.
Είπε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, και φεύγει, να διαγείρει
στον Όλυμπο, όπου αμετασάλευτος των θεών κρατιέται ο θρόνος,
ως λεν οι μπόρες δεν τον βρέχουνε, δεν τον χτυπούν οι ανέμοι,
δεν τον πατούν τα χιόνια ασύγνεφη κει πάνω βασιλεύει
45 πέπταται ἀνέφελος, λευκὴ δ᾿ ἐπιδέδρομεν αἴγλη:
τῷ ἔνι τέρπονται μάκαρες θεοὶ ἤματα πάντα.
ἔνθ᾿ ἀπέβη γλαυκῶπις, ἐπεὶ διεπέφραδε κούρῃ.
αὐτίκα δ᾿ Ἠὼς ἦλθεν ἐύθρονος, ἥ μιν ἔγειρε
Ναυσικάαν ἐύπεπλον: ἄφαρ δ᾿ ἀπεθαύμασ᾿ ὄνειρον,
γαλήνη ατέλειωτη, κι ολόλευκη φεγγοβολή τον λούζει.
Έτσι οι θεοί οι πολυμακάριστοί τον χαίρουνται αναιώνια.
Εκεί η Γαλανομάτα εδιάγειρε, σα μίλησε στην κόρη.
Κι ήρθε μεμιάς η Αυγή η καλόθρονη, την ομορφομαντούσα
ξυπνώντας Ναυσικά᾿ και θάμαξε τ᾿ όνειρο αυτή, και πήρε
50 βῆ δ᾿ ἰέναι διὰ δώμαθ᾿, ἵν᾿ ἀγγείλειε τοκεῦσιν,
πατρὶ φίλῳ καὶ μητρί: κιχήσατο δ᾿ ἔνδον ἐόντας:
ἡ μὲν ἐπ᾿ ἐσχάρῃ ἧστο σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶν
ἠλάκατα στρωφῶσ᾿ ἁλιπόρφυρα: τῷ δὲ θύραζε
ἐρχομένῳ ξύμβλητο μετὰ κλειτοὺς βασιλῆας
να τρέχει μέσα από τις κάμαρες, να βρει τους δυο γονιούς της,
να τους μιλήσει᾿ τους απάντηξε στο αρχονταρίκι μέσα᾿ η μάνα
με τις βάγιες κάθουνταν στο τζάκι πλάι, κρατώντας
την αλακάτη, κι έγνεθε άλικο μαλλί᾿ τον κύρη πάλε
στην πόρτα πρόφτασε, ως επήγαινε στους ξακουστούς ρηγάδες,
55 ἐς βουλήν, ἵνα μιν κάλεον Φαίηκες ἀγαυοί.
ἡ δὲ μάλ᾿ ἄγχι στᾶσα φίλον πατέρα προσέειπε:
«πάππα φίλ᾿, οὐκ ἂν δή μοι ἐφοπλίσσειας ἀπήνην
ὑψηλὴν ἐύκυκλον, ἵνα κλυτὰ εἵματ᾿ ἄγωμαι
ἐς ποταμὸν πλυνέουσα, τά μοι ῥερυπωμένα κεῖται;
στη σύναξη, όπου οι Φαίακες οι άψεγοι του είχαν μηνύσει να 'ρθει.
Κι εκείνη εστάθη ομπρός στον κύρη της κοντά κοντά και του 'πε:
«Κύρη καλέ, να μου ετοιμάσουνε δε λες κανένα αμάξι,
ψηλό, καλότροχο, τα λιόφωτα να κουβαλήσω ρούχα,
που λερωμένα τώρα κοίτουνται, στον ποταμό να πλυνω;
60 καὶ δὲ σοὶ αὐτῷ ἔοικε μετὰ πρώτοισιν ἐόντα.
βουλὰς βουλεύειν καθαρὰ χροί̈ εἵματ᾿ ἔχοντα.
πέντε δέ τοι φίλοι υἷες ἐνὶ μεγάροις γεγάασιν,
οἱ δύ᾿ ὀπυίοντες, τρεῖς δ᾿ ἠίθεοι θαλέθοντες:
οἱ δ᾿ αἰεὶ ἐθέλουσι νεόπλυτα εἵματ᾿ ἔχοντες
Και συ, σαν πας με τους πρωτόγερους να βουλευτείς αντάμα.
ταιριάζει παστρικά τα ρούχα σου να τα φορείς· ακόμα
είναι κι οι πέντε γιοι που απόχτησες και στο παλάτι ζούνε,
δυο παντρεμένοι, τρεις ανύπαντροι πα στον ανθό της νιότης·
κι αυτοί γυρεύουν όλο νιόπλυτα σκουτιά, καθώς κινούνε
65 ἐς χορὸν ἔρχεσθαι: τὰ δ᾿ ἐμῇ φρενὶ πάντα μέμηλεν.»
ὣς ἔφατ': αἴδετο γὰρ θαλερὸν γάμον ἐξονομῆναι
πατρὶ φίλῳ. ὁ δὲ πάντα νόει καὶ ἀμείβετο μύθῳ:
«οὔτε τοι ἡμιόνων φθονέω, τέκος, οὔτε τευ ἄλλου.
ἔρχευ: ἀτάρ τοι δμῶες ἐφοπλίσσουσιν ἀπήνην
για το χορό᾿ κι εγώ τα νοιάζουμαι μιαν άκρη ως άλλη τούτα.»
Αυτά είπε᾿ να μιλήσει ντράπηκε για τις χαρές του γάμου
στον κύρη της᾿ μα αυτός κατάλαβε τα πάντα κι αποκρίθη:
« Μούλες κι ό,τι άλλο, θυγατέρα μου, μετά χαράς σου δίνω"
πήγαινε ως θες᾿ κι αμάξι οι δούλοι μας γοργά να σου αρματώσουν
70 ὑψηλὴν ἐύκυκλον, ὑπερτερίῃ ἀραρυῖαν.»
ὣς εἰπὼν δμώεσσιν ἐκέκλετο, τοὶ δ᾿ ἐπίθοντο.
οἱ μὲν ἄρ᾿ ἐκτὸς ἄμαξαν ἐύτροχον ἡμιονείην
ὥπλεον, ἡμιόνους θ᾿ ὕπαγον ζεῦξάν θ᾿ ὑπ᾿ ἀπήνῃ:
κούρη δ᾿ ἐκ θαλάμοιο φέρεν ἐσθῆτα φαεινήν.
ψηλό, καλότροχο, κι απάνω του να στήσουν και κοφίνι.»
Είπε, και φώναξε τους δούλους του, κι αυτοί μεμιάς γρικήξαν
όξω αρματώνουν το καλότροχο καρότσι για τις μούλες,
μετά τις μούλες τρέξαν κι έφεραν, στο αμάξι να τις ζέψουν.
Κι έφερε η κόρη από την κάμαρα τα λιόφωτά σκουτιά της
75 καὶ τὴν μὲν κατέθηκεν ἐυξέστῳ ἐπ᾿ ἀπήνῃ,
μήτηρ δ᾿ ἐν κίστῃ ἐτίθει μενοεικέ᾿ ἐδωδὴν
παντοίην, ἐν δ᾿ ὄψα τίθει, ἐν δ᾿ οἶνον ἔχευεν
ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ: κούρη δ᾿ ἐπεβήσετ᾿ ἀπήνης.
δῶκεν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον,
κι απά στην άμαξα τα στοίβαξε την καλοτορνεμένη᾿
κι η μάνα της φαγιά της έβαλε σ᾿ ένα πανέρι πλήθια,
λογής λογής ξαρέσια νόστιμα, και μες σε ασκί γιδίσιο
κρασί της βάνει, κι έτσι ανέβηκε στο αμάξι πάνω η κόρη.
Κι ένα ροϊ χρυσό της έδωκε γεμάτο λάδι, να 'χουν,
80 ἧος χυτλώσαιτο σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξίν.
ἡ δ᾿ ἔλαβεν μάστιγα καὶ ἡνία σιγαλόεντα,
μάστιξεν δ᾿ ἐλάαν: καναχὴ δ᾿ ἦν ἡμιόνοιιν.
αἱ δ᾿ ἄμοτον τανύοντο, φέρον δ᾿ ἐσθῆτα καὶ αὐτήν,
οὐκ οἴην, ἅμα τῇ γε καὶ ἀμφίπολοι κίον ἄλλαι.
καθώς λουστούν κι αυτή κι οι βάγιες της, ν᾿ αλείψουν το κορμί τους.
Κι εκείνη τα λουριά φουχτώνοντας και το μαστίγι, δίνει
βιτσιά να φύγουν, κι όπως κίνησαν με βρόντο τα μουλάρια,
τρέχαν ακούραστα, τα ρούχα της κι εκείνη κουβαλώντας,
όχι μονάχη· ήταν κι οι βάγιες της που έρχονταν με τα πόδια.
85 αἱ δ᾿ ὅτε δὴ ποταμοῖο ῥόον περικαλλέ᾿ ἵκοντο,
ἔνθ᾿ ἦ τοι πλυνοὶ ἦσαν ἐπηετανοί, πολὺ δ᾿ ὕδωρ
καλὸν ὑπεκπρόρεεν μάλα περ ῥυπόωντα καθῆραι,
ἔνθ᾿ αἵ γ᾿ ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης.
καὶ τὰς μὲν σεῦαν ποταμὸν πάρα δινήεντα
Και στο πανώριο ρέμα ως έφτασαν του ποταμού, κει που 'χαν
ολοχρονίς τις γούρνες κι έτρεχαν νερά από κάτω πλήθια,
καθάρια, και τα ρούχα ξάσπριζαν, όσο λερά κι αν ήταν,
οι βάγιες τα μουλάρια ξέζεψαν κάτω απ᾿ τ᾿ αμάξι, κι έτσι
στου ποταμού του πολυστρόβιλου τα ξαμολούν τους όχτους,
90 τρώγειν ἄγρωστιν μελιηδέα: ταὶ δ᾿ ἀπ᾿ ἀπήνης
εἵματα χερσὶν ἕλοντο καὶ ἐσφόρεον μέλαν ὕδωρ,
στεῖβον δ᾿ ἐν βόθροισι θοῶς ἔριδα προφέρουσαι.
αὐτὰρ ἐπεὶ πλῦνάν τε κάθηράν τε ῥύπα πάντα,
ἑξείης πέτασαν παρὰ θῖν᾿ ἁλός, ἧχι μάλιστα
να βόσκουν το γλυκό τον άγουστρο᾿ και κείνες απ᾿ τ᾿ αμάξι
πήραν τα ρούχα και τα βούτηξαν στα σκοτεινά της γούρνας
νερά και τα ζουλούσαν, πιάνοντας συνερισιά, ποια πρώτη
θα τέλευε᾿ κι ως πλύναν κι έβγαλαν τις λέρες απ᾿ τα ρούχα,
πήραν και δίπλα δίπλα τ᾿ άπλωναν στο ακρόγιαλο, κει πέρα
95 λάιγγας ποτὶ χέρσον ἀποπλύνεσκε θάλασσα.
αἱ δὲ λοεσσάμεναι καὶ χρισάμεναι λίπ᾿ ἐλαίῳ
δεῖπνον ἔπειθ᾿ εἵλοντο παρ᾿ ὄχθῃσιν ποταμοῖο,
εἵματα δ᾿ ἠελίοιο μένον τερσήμεναι αὐγῇ.
αὐτὰρ ἐπεὶ σίτου τάρφθεν δμῳαί τε καὶ αὐτή,
που στη στεριά το κύμα σπάζοντας τα βότσαλα ξεπλένει.
Κι αυτές, ως λούστηκαν κι αλείφτηκαν καλά με λάδι πρώτα,
στου ποταμού τους όχτους έστρωσαν και κάθισαν να φάνε,
στου ήλιου την πυρά περιμένοντας τα ρούχα να στεγνώξουν.
Κι αφού ψωμί φραθήκαν τρώγοντας, κι αυτή κι οι παρακόρες,
100 σφαίρῃ ταὶ δ᾿ ἄρ᾿ ἔπαιζον, ἀπὸ κρήδεμνα βαλοῦσαι:
τῇσι δὲ Ναυσικάα λευκώλενος ἤρχετο μολπῆς.
οἵη δ᾿ Ἄρτεμις εἶσι κατ᾿ οὔρεα ἰοχέαιρα,
ἢ κατὰ Τηύ̈γετον περιμήκετον ἢ Ἐρύμανθον,
τερπομένη κάπροισι καὶ ὠκείῃς ἐλάφοισι:
πέταξαν τις μαντίλες κι άρχισαν να παίζουνε τη σφαίρα,
κι η Ναυσικά η κρουσταλλοβράχιονη κινούσε το τραγουδι.
Η σαγιτεύτρα πως Αρτέμιδα του Ερύμανθου τις ράχες
για του ψηλού του Πενταδάχτυλου κατηφορίζει, κάπρους
σαϊτεύοντας κι αλάφια γρήγορα, και του Βουνού οι Κυράδες
105 τῇ δέ θ᾿ ἅμα νύμφαι, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο,
ἀγρονόμοι παίζουσι, γέγηθε δέ τε φρένα Λητώ:
πασάων δ᾿ ὑπὲρ ἥ γε κάρη ἔχει ἠδὲ μέτωπα,
ῥεῖά τ᾿ ἀριγνώτη πέλεται, καλαὶ δέ τε πᾶσαι:
ὣς ἥ γ᾿ ἀμφιπόλοισι μετέπρεπε παρθένος ἀδμής.
παίζουν αντάμα της ολόχαρες, του Βροντοσκουταράτου
οι θυγατέρες, κι αναγάλλιασε βαθιά η Λητώ στα φρένα'
τι αμέσως ξεχωρίζει η κόρη της, την κεφαλή ως υψώνει
πάνω απ᾿ τις άλλες, και το μέτωπο, κι είναι πανώριες όλες —
όμοια στα κάλλη η κόρη η απάρθενη ξεχώριζε απ᾿ τις βάγιες.
110 ἀλλ᾿ ὅτε δὴ ἄρ᾿ ἔμελλε πάλιν οἶκόνδε νέεσθαι
ζεύξασ᾿ ἡμιόνους πτύξασά τε εἵματα καλά,
ἔνθ᾿ αὖτ᾿ ἄλλ᾿ ἐνόησε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη,
ὡς Ὀδυσεὺς ἔγροιτο, ἴδοι τ᾿ ἐυώπιδα κούρην,
ἥ οἱ Φαιήκων ἀνδρῶν πόλιν ἡγήσαιτο.
Κι ήρθε η στιγμή τα πεντακάθαρα σκουτιά της να διπλώσει,
και ζεύοντας τις μούλες σπίτι της ξοπίσω να διαγείρει'
τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στο νου της άλλα βάνει:
να σηκωθεί ο Οδυσσέας, τη λιόγεννη παρθένα ν᾿ ανταμώσει,
κι αυτή να μπει μπροστά οδηγώντας τον στο κάστρο των Φαιάκων.
115 σφαῖραν ἔπειτ᾿ ἔρριψε μετ᾿ ἀμφίπολον βασίλεια:
ἀμφιπόλου μὲν ἅμαρτε, βαθείῃ δ᾿ ἔμβαλε δίνῃ:
αἱ δ᾿ ἐπὶ μακρὸν ἄυσαν: ὁ δ᾿ ἔγρετο δῖος Ὀδυσσεύς,
ἑζόμενος δ᾿ ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν:
«ὤ μοι ἐγώ, τέων αὖτε βροτῶν ἐς γαῖαν ἱκάνω;
Η ρηγοπούλα τότε πέταξε τη σφαίρα σε μια βάγια,
μα ξεστοχώντας τη σφεντόνισε μες στο βαθύ το ρέμα.
Σέρνουν τρανή φωνή — και ξύπνησαν το θείο τον Οδυσσέα'
κι ως ανακάθισε, στοχάζουνταν βαθιά στα φρένα μέσα:
« Αλί σε μένα, σε ποιών έφτασα θνητών ξανά τη χώρα;
120 ἦ ῥ᾿ οἵ γ᾿ ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι,
ἦε φιλόξεινοι καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής;
ὥς τέ με κουράων ἀμφήλυθε θῆλυς ἀυτή:
νυμφάων, αἳ ἔχουσ᾿ ὀρέων αἰπεινὰ κάρηνα
καὶ πηγὰς ποταμῶν καὶ πίσεα ποιήεντα.
Άνομοι τάχα να 'ναι, ανέσπλαχνοι, που δεν ψηφούν το δίκιο,
για έχουν ψυχή θεοφοβούμενη και συμπαθούν τον ξένο;
Σα θηλυκές φωνές να χτύπησαν τ᾿ αφτιά μου από κοπέλες —
από Νεράιδες, που στ᾿ απόγκρεμα γυρνούνε κορφοβούνια,
στων ποταμών τα κεφαλόβρυσα και στα χλωρά λιβάδια.
125 ἦ νύ που ἀνθρώπων εἰμὶ σχεδὸν αὐδηέντων;
ἀλλ᾿ ἄγ᾿ ἐγὼν αὐτὸς πειρήσομαι ἠδὲ ἴδωμαι.»
ὣς εἰπὼν θάμνων ὑπεδύσετο δῖος Ὀδυσσεύς,
ἐκ πυκινῆς δ᾿ ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ
φύλλων, ὡς ῥύσαιτο περὶ χροὶ̈ μήδεα φωτός.
Για σε θνητούς κοντά μη βρίσκουμαι, που ανθρωπινά μιλούνε;
Ομπρός, ας δοκιμάσω μόνος μου, να ιδώ, να καταλάβω.»
Είπε ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος και πρόβαλε απ᾿ τα θάμνα,
κι απ᾿ τον πυκνό το λόγγο ετσάκισε με το βαρύ του χέρι
κλωνάρι φουντωμένο, ολόγυρα να κρύψει την ντροπή του'
130 βῆ δ᾿ ἴμεν ὥς τε λέων ὀρεσίτροφος ἀλκὶ πεποιθώς,
ὅς τ᾿ εἶσ᾿ ὑόμενος καὶ ἀήμενος, ἐν δέ οἱ ὄσσε
δαίεται: αὐτὰρ ὁ βουσὶ μετέρχεται ἢ ὀίεσσιν
ἠὲ μετ᾿ ἀγροτέρας ἐλάφους: κέλεται δέ ἑ γαστὴρ
μήλων πειρήσοντα καὶ ἐς πυκινὸν δόμον ἐλθεῖν:
και βγήκε, λιόντας λες βουνόθρεφτος, αντρεία κι ορμή γεμάτος,
βροχοδαρμένος, ανεμόδαρτος, που κίνησε, και φλόγες
πετούν τα μάτια του, σε πρόβατα να πέσει για σε βόδια,
για και στου λόγγου τα λαφόπουλα᾿ τι η πείνα τον κεντρίζει
αρνίσιο κρέας να φάει, χιμίζοντας και στην πιο στεριά μάντρα.
135 ὣς Ὀδυσεὺς κούρῃσιν ἐυπλοκάμοισιν ἔμελλε
μίξεσθαι, γυμνός περ ἐών: χρειὼ γὰρ ἵκανε.
σμερδαλέος δ᾿ αὐτῇσι φάνη κεκακωμένος ἅλμῃ,
τρέσσαν δ᾿ ἄλλυδις ἄλλη ἐπ᾿ ἠιόνας προὐχούσας:
οἴη δ᾿ Ἀλκινόου θυγάτηρ μένε: τῇ γὰρ Ἀθήνη
Όμοια ο Οδυσσέας τις καλοπλέξουδες κοπέλες πήρε δρόμο -
να σμίξει, και γυμνός· τον έσφιγγε τρανή μαθές ανάγκη.
Τον είχε φάγει η αρμύρα κι έδειχνε φριχτός, για τούτο εκείνες
σκιαγμένες στου γιαλού διασκόρπισαν τις γλώσσες δώθε κείθε.
Μόνο του Αλκίνου η κόρη εστάθηκε᾿ τι στην καρδιά κουράγιο
140 θάρσος ἐνὶ φρεσὶ θῆκε καὶ ἐκ δέος εἵλετο γυίων.
στῆ δ᾿ ἄντα σχομένη: ὁ δὲ μερμήριξεν Ὀδυσσεύς,
ἢ γούνων λίσσοιτο λαβὼν ἐυώπιδα κούρην,
ἦ αὔτως ἐπέεσσιν ἀποσταδὰ μειλιχίοισι
λίσσοιτ᾿, εἰ δείξειε πόλιν καὶ εἵματα δοίη.
της έβαλε η Αθηνά κι απόδιωξε το φόβο απ᾿ το κορμί της᾿
και στάθη αντίκρυ αμετασάλευτη. Κι εκείνος στοχαζόταν,
τάχα την κόρη την πανέμορφη να πιάσει από τα γόνα,
για και μακριά θε με γλυκόλογα να την παρακαλέσει,
την πολιτεία που πέφτει αν του 'δειχνε και του 'δινε και ρούχα.
145 ὣς ἄρα οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι,
λίσσεσθαι ἐπέεσσιν ἀποσταδὰ μειλιχίοισι,
μή οἱ γοῦνα λαβόντι χολώσαιτο φρένα κούρη.
αὐτίκα μειλίχιον καὶ κερδαλέον φάτο μῦθον.
«γουνοῦμαί σε, ἄνασσα: θεός νύ τις, ἦ βροτός ἐσσι;
Κι αυτό του εικάστη, ως διαλογίζουνταν, το πιο καλό πως είναι:
Μακριάθε πρώτα με γλυκόλογα να την παρακαλέσει,
μήπως θυμώσει η κόρη, αν έπιανε τα γόνατα της ξάφνου.
Ευτύς λοιπόν γλυκά της μίλησε και καλοζυγιασμένα:
«Στα γόνατα σου πέφτω, αρχόντισσα! Θεός, θνητός, τι να 'σαι;
150 εἰ μέν τις θεός ἐσσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν,
Ἀρτέμιδί σε ἐγώ γε, Διὸς κούρῃ μεγάλοιο,
εἶδός τε μέγεθός τε φυήν τ᾿ ἄγχιστα ἐίσκω:
εἰ δέ τίς ἐσσι βροτῶν, τοὶ ἐπὶ χθονὶ ναιετάουσιν,
τρὶς μάκαρες μὲν σοί γε πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ,
Θεός αν είσαι, απ᾿ όσους τ᾿ άσωστα ψηλά κρατούν ουράνια,
εγώ πιο απ᾿ όλους με την Άρτεμη, του τρανού Δία την κόρη,
σε συνομοιάζω στο παράστημα, στην ελικιά, στην όψη.
Θνητών αν είσαι πάλε γέννημα, που ζουν στη γης απάνω,
χαρά στον κύρη και στη μάνα σου και τρεις φορές χαρά τους,
155 τρὶς μάκαρες δὲ κασίγνητοι: μάλα πού σφισι θυμὸς
αἰὲν ἐυφροσύνῃσιν ἰαίνεται εἵνεκα σεῖο,
λευσσόντων τοιόνδε θάλος χορὸν εἰσοιχνεῦσαν.
κεῖνος δ᾿ αὖ περὶ κῆρι μακάρτατος ἔξοχον ἄλλων,
ὅς κέ σ᾿ ἐέδνοισι βρίσας οἶκόνδ᾿ ἀγάγηται.
και τρεις φορές χαρά στ᾿ άδέρφια σου, που απ᾿ αφορμή δικιά σου
βαθιά αναγάλλιαση στα στήθη τους θα νιώθουν κάθε τόσο,
τέτοιο βλαστάρι καμαρώνοντας μες στο χορό να μπαίνει.
Μα ο πιο καλότυχος — χαρά στονε χίλιες φορές!— που δώρα
περίσσια δίνοντας στο σπίτι του γυναίκα θα σε πάρει.
160 οὐ γάρ πω τοιοῦτον ἴδον βροτὸν ὀφθαλμοῖσιν,
οὔτ᾿ ἄνδρ᾿ οὔτε γυναῖκα: σέβας μ᾿ ἔχει εἰσορόωντα.
Δήλῳ δή ποτε τοῖον Ἀπόλλωνος παρὰ βωμῷ
φοίνικος νέον ἔρνος ἀνερχόμενον ἐνόησα:
ἦλθον γὰρ καὶ κεῖσε, πολὺς δέ μοι ἕσπετο λαός,
Τέτοιο θνητό ποτέ τα μάτια μου δεν έχουν δει, μήτε άντρα
μήτε γυναίκα αλήθεια᾿ θάμπωσα θωρώντας σε μπροστά μου!
Μονάχα στο βωμό του Απόλλωνα, στη Δήλο, κάποια μέρα
μιας φοινικιάς βλαστάρι νιόβγαλτου ξεπετιόταν είδα᾿
τι κι απ᾿ τα μέρη εκείνα διάβηκα, κι ήταν πολλοί που ακλούθουν
165 τὴν ὁδὸν ᾗ δὴ μέλλεν ἐμοὶ κακὰ κήδε᾿ ἔσεσθαι.
ὣς δ᾿ αὔτως καὶ κεῖνο ἰδὼν ἐτεθήπεα θυμῷ
δήν, ἐπεὶ οὔ πω τοῖον ἀνήλυθεν ἐκ δόρυ γαίης,
ὡς σέ, γύναι, ἄγαμαί τε τέθηπά τε, δείδια δ᾿ αἰνῶς
γούνων ἅψασθαι: χαλεπὸν δέ με πένθος ἱκάνει.
στη στράτα αυτή, που η μοίρα μου 'γραφε βαριά να σύρω πάθη.
Όμοια κι εκείνο τότε βλέποντας στεκόμουν ώρα, κι είχα
θαμπώσει, τι στη γη δεν πρόβαλε τέτοιος βλαστός ως τώρα —
όπως και σένα καμαρώνοντας θαμπώνω, κόρη· τρέμω
τα γόνα να σου αγγίξω, αβάσταχτος καημός κι ας με βαραίνει.
170 χθιζὸς ἐεικοστῷ φύγον ἤματι οἴνοπα πόντον:
τόφρα δέ μ᾿ αἰεὶ κῦμ᾿ ἐφόρει κραιπναί τε θύελλαι
νήσου ἀπ᾿ Ὠγυγίης. νῦν δ᾿ ἐνθάδε κάββαλε δαίμων,
ὄφρ᾿ ἔτι που καὶ τῇδε πάθω κακόν: οὐ γὰρ ὀίω
παύσεσθ᾿, ἀλλ᾿ ἔτι πολλὰ θεοὶ τελέουσι πάροιθεν.
Χτες μόλις γλίτωσα, αφού πέρασα στο πέλαο το κρασάτο
είκοσι μέρες· τόσες μ᾿ έδερναν το κύμα κι οι άγριες μπόρες,
απ᾿ το νησί μακριά ως εκίνησα, την Ωγυγία᾿ και τώρα
με ρίχνει ο θεός εδώ, για βάσανα καινούργια λέω᾿ να πάψουν
δεν καρτερώ᾿ πιο πριν οι αθάνατοι μου 'χουν πολλά γραμμένα.
175 ἀλλά, ἄνασσ᾿, ἐλέαιρε: σὲ γὰρ κακὰ πολλὰ μογήσας
ἐς πρώτην ἱκόμην, τῶν δ᾿ ἄλλων οὔ τινα οἶδα
ἀνθρώπων, οἳ τήνδε πόλιν καὶ γαῖαν ἔχουσιν.
ἄστυ δέ μοι δεῖξον, δὸς δὲ ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι,
εἴ τί που εἴλυμα σπείρων ἔχες ἐνθάδ᾿ ἰοῦσα.
Όμως, αρχόντισσα, σπλαχνίσου με, σε σένα πρωτοφτάνω
μετά από χίλια μύρια βάσανα· κανένα από τους άλλους,
που ζουν στην πολιτεία και χαίρουνται τη γης εδώ, δεν ξέρω.
Το κάστρο δείξε μου, και δώσε μου να βάλω ένα κουρέλι,
αν πήρες, απ᾿ το σπίτι φεύγοντας, τα ρούχα να τυλίξεις'
180 σοὶ δὲ θεοὶ τόσα δοῖεν ὅσα φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς,
ἄνδρα τε καὶ οἶκον, καὶ ὁμοφροσύνην ὀπάσειαν
ἐσθλήν: οὐ μὲν γὰρ τοῦ γε κρεῖσσον καὶ ἄρειον,
ἢ ὅθ᾿ ὁμοφρονέοντε νοήμασιν οἶκον ἔχητον
ἀνὴρ ἠδὲ γυνή: πόλλ᾿ ἄλγεα δυσμενέεσσι,
και να χαρείς απ᾿ τους αθάνατους ό,τι ποθεί η καρδιά σου,
άντρα και σπίτι, και το μόνιασμα ποτέ να μη σας λείψει
το ζηλεμένο· τι δε βρίσκεται στον κόσμον άλλο τόσο
τρανό καλό, παρά το σπίτι του με μια μονάχα γνώμη
να κυβερνάει μαζί το αντρόγενο — τρανή χαρά στους φίλους,
185 χάρματα δ᾿ εὐμενέτῃσι, μάλιστα δέ τ᾿ ἔκλυον αὐτοί.»
τὸν δ᾿ αὖ Ναυσικάα λευκώλενος ἀντίον ηὔδα:
«ξεῖν᾿, ἐπεὶ οὔτε κακῷ οὔτ᾿ ἄφρονι φωτὶ ἔοικας:
Ζεὺς δ᾿ αὐτὸς νέμει ὄλβον Ὀλύμπιος ἀνθρώποισιν,
ἐσθλοῖς ἠδὲ κακοῖσιν, ὅπως ἐθέλῃσιν, ἑκάστῳ:
και στους οχτρούς καημός, μα πιότερο τι αξίζει ατοί τους νιώθουν!»
Κι η Ναυσικά η κρουσταλλοβράχιονη του απηλογήθη κι είπε:
«Από αχαμνή γενιά κι άνέμυαλος δε μοιάζει να 'σαι, ξένε'
μα ατός του τ᾿ αγαθά αξεχώριστα μοιράζει στους ανθρώπους,
σε ταπεινους μαθές και σε άρχοντες, ο ολύμπιος Δίας, ως θέλει.
190 καί που σοὶ τάδ᾿ ἔδωκε, σὲ δὲ χρὴ τετλάμεν ἔμπης.
νῦν δ᾿, ἐπεὶ ἡμετέρην τε πόλιν καὶ γαῖαν ἱκάνεις,
οὔτ᾿ οὖν ἐσθῆτος δευήσεαι οὔτε τευ ἄλλου,
ὧν ἐπέοιχ᾿ ἱκέτην ταλαπείριον ἀντιάσαντα.
ἄστυ δέ τοι δείξω, ἐρέω δέ τοι οὔνομα λαῶν.
Αυτά και σένα τώρα σου 'δωκεν υπομονέψου ωστόσο,
και μια και φτάνεις πια στο κάστρο μας και στα δικά μας μέρη,
μηδέ άλλαξιά μηδέ άλλο τίποτε θα σου απολείψει, απ᾿ όσα
θέλει ένας ξένος που κακόπαθε και φτάνει αναγκεμένος.
Και να σου δείξω, ως θες, το κάστρο μας, να πω και πως μας λένε:
195 Φαίηκες μὲν τήνδε πόλιν καὶ γαῖαν ἔχουσιν,
εἰμὶ δ᾿ ἐγὼ θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο,
τοῦ δ᾿ ἐκ Φαιήκων ἔχεται κάρτος τε βίη τε.»
ἦ ῥα καὶ ἀμφιπόλοισιν ἐυπλοκάμοισι κέλευσε:
«στῆτέ μοι, ἀμφίπολοι: πόσε φεύγετε φῶτα ἰδοῦσαι;
Την πόλη οι Φαίακες κι ολοτρόγυρα τη χώρα τουτη ορίζουν,
κι εγώ του Αλκίνοου του λιοντόκαρδου λογιέμαι θυγατέρα'
κι αυτός τους Φαίακες, ρήγας κι άρχοντας, ορίζει κι αφεντεύει.»
Ως είπε αυτά, στις καλοπλέξουδες φωνάζει παρακόρες:
«Βάγιες, σταθείτε! τι μακραίνετε τον άντρα αυτό θωρώντας;
200 ἦ μή πού τινα δυσμενέων φάσθ᾿ ἔμμεναι ἀνδρῶν;
οὐκ ἔσθ᾿ οὗτος ἀνὴρ διερὸς βροτὸς οὐδὲ γένηται,
ὅς κεν Φαιήκων ἀνδρῶν ἐς γαῖαν ἵκηται
δηιοτῆτα φέρων: μάλα γὰρ φίλοι ἀθανάτοισιν.
οἰκέομεν δ᾿ ἀπάνευθε πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ,
Πως είναι αντίμαχος φαντάζεστε και το κακό μας θέλει;
Θνητός που ζει στη γη δε βρίσκεται, δε θα βρεθεί ποτέ του
κανείς,που εδώ θα φτάσει φέρνοντας το χαλασμό στη χώρα
που ζουν οι Φαίακες! Των αθάνατων μας διαφεντεύει η αγάπη.
Κι αλάργα ζουμε εδώ, στης θάλασσας της πολυκυματούσας
205 ἔσχατοι, οὐδέ τις ἄμμι βροτῶν ἐπιμίσγεται ἄλλος.
ἀλλ᾿ ὅδε τις δύστηνος ἀλώμενος ἐνθάδ᾿ ἱκάνει,
τὸν νῦν χρὴ κομέειν: πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες
ξεῖνοί τε πτωχοί τε, δόσις δ᾿ ὀλίγη τε φίλη τε.
ἀλλὰ δότ᾿, ἀμφίπολοι, ξείνῳ βρῶσίν τε πόσιν τε,
την τέλειωση· ποιος άλλος άνθρωπος μπορεί με μας να σμίξει:
Μα αυτός ο δόλιος παραδέρνοντας έφτασε εδώ και πρέπει
να του σταθούμε τι όλοι, και φτωχοί και ξένοι, από το Δία
μας έρχονται, κι είναι καλόδεχτο το λίγο που θα δώσεις.
Ελάτε τώρα, δώστε, βάγιες μου, να φάει, να πιει στον ξένο,
210 λούσατέ τ᾿ ἐν ποταμῷ, ὅθ᾿ ἐπὶ σκέπας ἔστ᾿ ἀνέμοιο.»
ὣς ἔφαθ᾿, αἱ δ᾿ ἔσταν τε καὶ ἀλλήλῃσι κέλευσαν,
κὰδ δ᾿ ἄρ᾿ Ὀδυσσῆ᾿ εἷσαν ἐπὶ σκέπας, ὡς ἐκέλευσεν
Ναυσικάα θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο:
πὰρ δ᾿ ἄρα οἱ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ᾿ ἔθηκαν,
και στο ποτάμι μέσα λούστε τον, σε μιαν απάνεμη άκρη.»
Είπε, κι αυτές στάθηκαν κι έδιναν κουράγιο η μια στην άλλη.
Μετά τον Οδυσσέα σε απάνεμη καθίσαν άκρη, ως είπε
η Ναυσικά, του λιονταρόκαρδου του Αλκίνου η θυγατέρα·
για να ντυθεί μια χλαίνα του 'βαλαν κι ένα χιτώνα δίπλα,
215 δῶκαν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον,
ἤνωγον δ᾿ ἄρα μιν λοῦσθαι ποταμοῖο ῥοῇσιν.
δή ῥα τότ᾿ ἀμφιπόλοισι μετηύδα δῖος Ὀδυσσεύς:
«ἀμφίπολοι, στῆθ᾿ οὕτω ἀπόπροθεν, ὄφρ᾿ ἐγὼ αὐτὸς
ἅλμην ὤμοιιν ἀπολούσομαι, ἀμφὶ δ᾿ ἐλαίῳ
μετά του δώκαν ένα ολόχρυσο ροΐ γεμάτο λάδι,
και να 'μπεί να λουστεί τον έσπρωχναν στου ποταμού το ρέμα.
Στις βάγιες τότε ο θείος εστράφηκε και μίλησε Οδυσσέας:
«Βάγιες, σταθείτε λίγο ανάμερα, μονάχος να ξεπλυνω
την άρμη πάνω από τους ώμους μου, και να χριστώ με λάδι᾿
220 χρίσομαι: ἦ γὰρ δηρὸν ἀπὸ χροός ἐστιν ἀλοιφή.
ἄντην δ᾿ οὐκ ἂν ἐγώ γε λοέσσομαι: αἰδέομαι γὰρ
γυμνοῦσθαι κούρῃσιν ἐυπλοκάμοισι μετελθών.»
ὣς ἔφαθ᾿, αἱ δ᾿ ἀπάνευθεν ἴσαν, εἶπον δ᾿ ἄρα κούρῃ.
αὐτὰρ ὁ ἐκ ποταμοῦ χρόα νίζετο δῖος Ὀδυσσεὺς
τι πάει καιρός πολύς που απόλειψε το λάδι απ᾿ το κορμί μου.
Μα ομπρός σας, όχι, εγώ δε λούζομαι᾿ ντροπή για μένα θα 'ταν
να γυμνωθώ σε ομορφοπλέξουδες ανάμεσα παρθένες.»
Είπε, και μόλις κείνες μάκρυναν και το 'παν και στην κόρη,
πήρε ο Οδυσσέας ο θείος και ξέπλενε στον ποταμό την άρμη
225 ἅλμην, ἥ οἱ νῶτα καὶ εὐρέας ἄμπεχεν ὤμους,
ἐκ κεφαλῆς δ᾿ ἔσμηχεν ἁλὸς χνόον ἀτρυγέτοιο.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα λοέσσατο καὶ λίπ᾿ ἄλειψεν,
ἀμφὶ δὲ εἵματα ἕσσαθ᾿ ἅ οἱ πόρε παρθένος ἀδμής,
τὸν μὲν Ἀθηναίη θῆκεν Διὸς ἐκγεγαυῖα
που 'χε καθίσει απά στις πλάτες του και στους φαρδιούς τους ώμους᾿
και το κεφάλι από της θάλασσας της άκαρπης την άχνη
καθάριζε᾿ κι ως απολούστηκε και πλούσια λάδι αλείφτη,
τα ρούχα εφόρεσεν, η απάρθενη που του 'χε κόρη δώσει.
Να δείχνει κι η Αθηνά τον έκαμε, του γιου του Κρόνου η κόρη,
230 μείζονά τ᾿ εἰσιδέειν καὶ πάσσονα, κὰδ δὲ κάρητος
οὔλας ἧκε κόμας, ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας.
ὡς δ᾿ ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται ἀργύρῳ ἀνὴρ
ἴδρις, ὃν Ἥφαιστος δέδαεν καὶ Παλλὰς Ἀθήνη
τέχνην παντοίην, χαρίεντα δὲ ἔργα τελείει,
σαν πιο γεμάτος, πιο αψηλόκορμος, κι από την κεφαλή του
μαλλιά κρεμούσε σαν τα ολόσγουρα του ζουμπουλιού λουλούδια.
Πως χύνει απά στο ασήμι μάλαμα καλός τεχνίτης, που 'χει
απ᾿ την Παλλάδα και τον Ήφαιστο περίσσιες τέχνες μάθει,
κι είναι ό,τι φτιάξει μαστορεύοντας όλο ομορφιά και χάρη —
235 ὣς ἄρα τῷ κατέχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις.
ἕζετ᾿ ἔπειτ᾿ ἀπάνευθε κιὼν ἐπὶ θῖνα θαλάσσης,
κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων: θηεῖτο δὲ κούρη.
δή ῥα τότ᾿ ἀμφιπόλοισιν ἐυπλοκάμοισι μετηύδα:
«κλῦτέ μευ, ἀμφίπολοι λευκώλενοι, ὄφρα τι εἴπω.
όμοια κι εκείνη χάρη του 'χυνε στην κεφαλή, στους ώμους.
Έπειτα κίνησε και κάθισε στο ακροθαλάσσι αλάργα,
απ᾿ ομορφιά και χάρη λάμποντας, και θάμπωσε η παρθένα,
κι αυτά στις βάγιες πήρε κι έλεγε τις ομορφομαλλούσες:
«Ακουστέ, βάγιες χιονοβράχιονες, το λόγου σας κρένω᾿
240 οὐ πάντων ἀέκητι θεῶν, οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν,
Φαιήκεσσ᾿ ὅδ᾿ ἀνὴρ ἐπιμίσγεται ἀντιθέοισι:
πρόσθεν μὲν γὰρ δή μοι ἀεικέλιος δέατ᾿ εἶναι,
νῦν δὲ θεοῖσιν ἔοικε, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν.
αἲ γὰρ ἐμοὶ τοιόσδε πόσις κεκλημένος εἴη
όλοι μαζί οι θεοί, τον Ολυμπο ορίζουν, αν δε θέλαν,
πως τους ισόθεους Φαίακες θα 'ρχουνταν ο άντρας αυτός να σμίξει;
Αλήθεια, πριν μου φάνηκε άσκημος, μα τώρα που τον βλέπω
μοιάζει θεός, απ᾿ όσους τ᾿ άσωστα ψηλά κρατούν ουράνια.
Να 'μενε, θέ μου, εδώ και να 'στεργε στα μέρη μας να ζήσει
245 ἐνθάδε ναιετάων, καὶ οἱ ἅδοι αὐτόθι μίμνειν.
ἀλλὰ δότ᾿, ἀμφίπολοι, ξείνῳ βρῶσίν τε πόσιν τε.»
ὣς ἔφαθ᾿, αἱ δ᾿ ἄρα τῆς μάλα μὲν κλύον ἠδ᾿ ἐπίθοντο,
πὰρ δ᾿ ἄρ᾿ Ὀδυσσῆι ἔθεσαν βρῶσίν τε πόσιν τε.
ἦ τοι ὁ πῖνε καὶ ἦσθε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς
και να 'τανε γραφτό της μοίρας μου γυναίκα να με πάρει!
Μα ελάτε τώρα, δώστε, βάγιες μου, να φάει, να πιει στον ξένο.»
Είπε, κι αυτές άκουσαν πρόθυμα την προσταγή της κόρης'
πήραν φαγί, πιοτό, και τα 'βαλαν μπροστά στον Οδυσσέα
το θεϊκό, τον πολυβάσανο, που πήρε λιμασμένα
250 ἁρπαλέως: δηρὸν γὰρ ἐδητύος ἦεν ἄπαστος.
ἡαὐτὰρ Ναυσικάα λευκώλενος ἄλλ᾿ ἐνόησεν:
εἵματ᾿ ἄρα πτύξασα τίθει καλῆς ἐπ᾿ ἀπήνης,
ζεῦξεν δ᾿ ἡμιόνους κρατερώνυχας, ἂν δ᾿ ἔβη αὐτή,
ὤτρυνεν δ᾿ Ὀδυσῆα, ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζεν:
να τρώει, να πίνει, τι είχεν άφαγος πολύν καιρό απομείνει.
Κι η Ναυσικά η κρουσταλλοβράχιονη στοχάστηκε άλλα ωστόσο·
τα ρούχα ως δίπλωσε, τ᾿ απίθωσε στο αμάξι, και τις μούλες
ζεύει μετά τις ατσαλόνυχες, κι ανέβηκε κι ατή της'
στον Οδυσσέα γυρνώντας έπειτα του μίλησε και του 'πε:
255 «ὄρσεο δὴ νῦν, ξεῖνε, πόλινδ᾿ ἴμεν ὄφρα σε πέμψω
πατρὸς ἐμοῦ πρὸς δῶμα δαί̈φρονος, ἔνθα σέ φημι
πάντων Φαιήκων εἰδησέμεν ὅσσοι ἄριστοι.
ἀλλὰ μάλ᾿ ὧδ᾿ ἔρδειν, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν:
ὄφρ᾿ ἂν μέν κ᾿ ἀγροὺς ἴομεν καὶ ἔργ᾿ ἀνθρώπων,
«Ξένε μου, σήκω πια, στο κάστρο μας να πορευτείς· στο σπίτι
θα σε οδηγήσω εγώ του αντρόκαρδου πατέρα μου᾿ κει μέσα
σου λέω τους Φαίακες, όσοι είναι άρχοντες, θα τους γνωρίσεις όλους.
Κι ό,τι σου πω να κάνεις᾿ άμυαλος δε μοιάζει να 'σαι αλήθεια'
όση ώρα θα περνούμε ξώμερα και καλλουργιές κι αμπέλια,
260 τόφρα σὺν ἀμφιπόλοισι μεθ᾿ ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν
καρπαλίμως ἔρχεσθαι: ἐγὼ δ᾿ ὁδὸν ἡγεμονεύσω.
αὐτὰρ ἐπὴν πόλιος ἐπιβήομεν, ἣν πέρι πύργος
ὑψηλός, καλὸς δὲ λιμὴν ἑκάτερθε πόληος,
λεπτὴ δ᾿ εἰσίθμη: νῆες δ᾿ ὁδὸν ἀμφιέλισσαι
εσύ απ᾿ τις μούλες και την άμαξα πιο πίσω λίγο τρέχα
με βιάση, αντάμα με τις βάγιες μου᾿ τη στράτα εγώ θα δείχνω.
Στην πολιτεία σαν όμως φτάσουμε, που γύρα καστροτείχι
ψηλό τη ζώνει, και δεξόζερβα διπλό λιμάνι ανοίγει,
κι είναι στενή η μπασιά, και τ᾿ άρμενα τα γυριστά σερμένα
265 εἰρύαται: πᾶσιν γὰρ ἐπίστιόν ἐστιν ἑκάστῳ.
ἔνθα δέ τέ σφ᾿ ἀγορὴ καλὸν Ποσιδήιον ἀμφίς,
ῥυτοῖσιν λάεσσι κατωρυχέεσσ᾿ ἀραρυῖα.
ἔνθα δὲ νηῶν ὅπλα μελαινάων ἀλέγουσι,
πείσματα καὶ σπεῖρα, καὶ ἀποξύνουσιν ἐρετμά.
μιαν άκρη ως άλλη, τι καθένας τους κρατάει δικό του τόπο-
εκεί 'ναι κι η αγορά, στον όμορφο του Ποσειδώνα δίπλα
βωμό, και γύρω έχει να κάθουνται κουβαλημένες πέτρες,
στη γη χωστές᾿ εκεί για τ᾿ άρματα τα μελανά τα ξάρτια,
πανιά και παλαμάρια, φτιάνουνε και τα κουπιά τορνεύουν'
270 οὐ γὰρ Φαιήκεσσι μέλει βιὸς οὐδὲ φαρέτρη,
ἀλλ᾿ ἱστοὶ καὶ ἐρετμὰ νεῶν καὶ νῆες ἐῖσαι,
ᾗσιν ἀγαλλόμενοι πολιὴν περόωσι θάλασσαν.
τῶν ἀλεείνω φῆμιν ἀδευκέα, μή τις ὀπίσσω
μωμεύῃ: μάλα δ᾿ εἰσὶν ὑπερφίαλοι κατὰ δῆμον:
δεν τους τραβούν τους Φαίακες τ᾿ άρματα—δοξάρια, σαϊτολόγοι —
μον᾿ τα κουπιά των πλοίων και τ᾿ άρμπουρα, τα ζυγιαστά καράβια·
με τούτα τ᾿ αφρισμένα κύματα, χαρά γεμάτοι, σκίζουν.
Αυτών φοβουμαι τα πικρόλογα, ξοπίσω μη με πιάσει
κανείς στο στόμα του᾿ περήφανος μαθές εδώ είναι ο κόσμος.
275 καί νύ τις ὧδ᾿ εἴπῃσι κακώτερος ἀντιβολήσας:
‘τίς δ᾿ ὅδε Ναυσικάᾳ ἕπεται καλός τε μέγας τε
ξεῖνος; ποῦ δέ μιν εὗρε; πόσις νύ οἱ ἔσσεται αὐτῇ.
ἦ τινά που πλαγχθέντα κομίσσατο ἧς ἀπὸ νηὸς
ἀνδρῶν τηλεδαπῶν, ἐπεὶ οὔ τινες ἐγγύθεν εἰσίν:
Αν κάποιος μας ιδεί αχαμνότερος στο δρόμο, θα φωνάξει:
,, Ο όμορφος ξένος κι αψηλόκορμος, στη Ναυσικά ξοπίσω
που πάει, ποιος να 'ναι; που τον πέτυχε; θαρρώ τον θέλει γι᾿ άντρα!
Από καράβι, εδώ που ξέπεσε, μπας και τον πήρε, κι είναι
αλαργοτάξιδος; τι γύρω μας δεν έχουμε γειτόνους,
280 ἤ τίς οἱ εὐξαμένῃ πολυάρητος θεὸς ἦλθεν
οὐρανόθεν καταβάς, ἕξει δέ μιν ἤματα πάντα.
βέλτερον, εἰ καὐτή περ ἐποιχομένη πόσιν εὗρεν
ἄλλοθεν: ἦ γὰρ τούσδε γ᾿ ἀτιμάζει κατὰ δῆμον
Φαίηκας, τοί μιν μνῶνται πολέες τε καὶ ἐσθλοί.’
Μπορεί να θερμοπαρακάλεσε στις προσευκές της κι ήρθε
ψηλά απ᾿ τα ουράνια ένας αθάνατος, για να την κάνει ταίρι.
Έτσι καλύτερα, αν κυνήγησε και βρήκε μοναχή της
άντρα απ᾿ αλλού! Που καταδέχεται μαθές εμάς τους ντόπιους
τους Φαίακες, κι ας τη θέλουν ταίρι τους πολλά αρχοντόπουλα μας!"
285 ὣς ἐρέουσιν, ἐμοὶ δέ κ᾿ ὀνείδεα ταῦτα γένοιτο.
καὶ δ᾿ ἄλλῃ νεμεσῶ, ἥ τις τοιαῦτά γε ῥέζοι,
ἥ τ᾿ ἀέκητι φίλων πατρὸς καὶ μητρὸς ἐόντων,
ἀνδράσι μίσγηται, πρίν γ᾿ ἀμφάδιον γάμον ἐλθεῖν.
ὣξεῖνε, σὺ δ᾿ ὦκ᾿ ἐμέθεν ξυνίει ἔπος, ὄφρα τάχιστα
Αυτά θα πουν, κι εγώ απ᾿ τα λόγια τους πολλή ντροπή θα πάρω.
Εγώ και με άλλην λέω συχύζουμαι, που τέτοια πάει και κάνει,
κι ας ζουν ο κύρης της κι η μάνα της, κι αθέλητα τους τρέχει
και σμίγει με άντρες, πριν το γάμο της γιορτάσει μπρος στον κόσμο.
Άκουσε, ξένε, την ορμήνια μου, συντρόφους να σου δώσει
290 πομπῆς καὶ νόστοιο τύχῃς παρὰ πατρὸς ἐμοῖο.
δήεις ἀγλαὸν ἄλσος Ἀθήνης ἄγχι κελεύθου
αἰγείρων: ἐν δὲ κρήνη νάει, ἀμφὶ δὲ λειμών:
ἔνθα δὲ πατρὸς ἐμοῦ τέμενος τεθαλυῖά τ᾿ ἀλωή,
τόσσον ἀπὸ πτόλιος, ὅσσον τε γέγωνε βοήσας.
κι ο κύρης μου μιαν ώρα αρχύτερα και να διαγείρεις πίσω:
Θα βρεις, στο δρόμο πλάι, της Αθηνάς ιερό από λεύκες δάσο,
όλο ομορφιά, με μια ανεβάλλουσα, κι ολόγυρα λιβάδι.
Εκεί μετόχι έχει ο πατέρας μου κι ολόδροσο περβόλι,
στην πολιτεία κοντά· θα σε άκουγαν, αν φώναζες εκείθε.
295 ἔνθα καθεζόμενος μεῖναι χρόνον, εἰς ὅ κεν ἡμεῖς
ἄστυδε ἔλθωμεν καὶ ἱκώμεθα δώματα πατρός.
αὐτὰρ ἐπὴν ἡμέας ἔλπῃ ποτὶ δώματ᾿ ἀφῖχθαι,
καὶ τότε Φαιήκων ἴμεν ἐς πόλιν ἠδ᾿ ἐρέεσθαι
δώματα πατρὸς ἐμοῦ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο.
Κει πέρα κάθισε και πρόσμενε, στο κάστρο μέσα πρώτα
να πάμε εμείς και στου πατέρα μου να μπούμε το παλάτι.
Και σα λογιάσεις πια πως μπήκαμε, και συ για των Φαιάκων
την πολιτεία ξεκίνα᾿ φτάνοντας, το αρχοντικό που πέφτει
του Αλκίνου, του αντρειωμένου κύρη μου, για ρώτα να σου δείξουν.
300 ῥεῖα δ᾿ ἀρίγνωτ᾿ ἐστί, καὶ ἂν πάϊς ἡγήσαιτο
νήπιος: οὐ μὲν γάρ τι ἐοικότα τοῖσι τέτυκται
δώματα Φαιήκων, οἷος δόμος Ἀλκινόοιο
ἥρωος. ἀλλ᾿ ὁπότ᾿ ἄν σε δόμοι κεκύθωσι καὶ αὐλή,
ὦκα μάλα μεγάροιο διελθέμεν, ὄφρ᾿ ἂν ἵκηαι
Θα το 'βρεις εύκολα᾿ θα σου 'δειχνε κι ένα μωρό το δρόμο·
κανένα αρχοντικό δε βρίσκεται μέσα στους Φαίακες όλους,
που με του Αλκίνοου του λιοντόκαρδου να μοιάζει το παλάτι.
Μα σύντας πια σε κρύψει ο αυλόγυρος και μπεις στο σπίτι μέσα,
γοργά το αρχονταρίκι διάβαινε, στη μάνα μου ως να φτάσεις.
305 μητέρ᾿ ἐμήν: ἡ δ᾿ ἧσται ἐπ᾿ ἐσχάρῃ ἐν πυρὸς αὐγῇ,
ἠλάκατα στρωφῶσ᾿ ἁλιπόρφυρα, θαῦμα ἰδέσθαι,
κίονι κεκλιμένη: δμωαὶ δέ οἱ εἵατ᾿ ὄπισθεν.
ἔνθα δὲ πατρὸς ἐμοῖο θρόνος ποτικέκλιται αὐτῇ,
τῷ ὅ γε οἰνοποτάζει ἐφήμενος ἀθάνατος ὥς.
Κοντά στο τζάκι εκείνη κάθεται, στης στιας τη λάμψη δίπλα,
άλικο γνέθοντας στη ρόκα της μαλλί, που να θαμάξεις,
στο στύλο ακουμπισμένη· πίσω της οι σκλάβες καθισμένες.
Εκεί και το θρονί του ο κύρης μου στον ίδιο στύλο γέρνει,
κι απάνω κάθεται ως αθάνατος και το κρασί του πίνει.
310 τὸν παραμειψάμενος μητρὸς περὶ γούνασι χεῖρας
βάλλειν ἡμετέρης, ἵνα νόστιμον ἦμαρ ἴδηαι
χαίρων καρπαλίμως, εἰ καὶ μάλα τηλόθεν ἐσσί.
εἴ κέν τοι κείνη γε φίλα φρονέῃσ᾿ ἐνὶ θυμῷ,
ἐλπωρή τοι ἔπειτα φίλους τ᾿ ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι
Ρίξου στης μάνας μου τα γόνατα, τον κύρη προσπερνώντας,
κι αγκάλιασε τα, αν θες ολόχαρος να ιδείς του γυρισμού σου
τη μέρα γρήγορα, η πατρίδα σου που κι ας είναι αλάργα'
τι από κάπου αν εκείνη σ᾿ έπαιρνε κι από συμπάθιο, θα 'χες
ελπίδα τους δικούς σου κάποτε να δεις και να διαγείρεις
315 οἶκον ἐυκτίμενον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»
ὣς ἄρα φωνήσασ᾿ ἵμασεν μάστιγι φαεινῇ
ἡμιόνους: αἱ δ᾿ ὦκα λίπον ποταμοῖο ῥέεθρα.
αἱ δ᾿ ἐὺ μὲν τρώχων, ἐὺ δὲ πλίσσοντο πόδεσσιν:
ἡ δὲ μάλ᾿ ἡνιόχευεν, ὅπως ἅμ᾿ ἑποίατο πεζοὶ
στο αρχοντικό σου το καλόχτιστο, στη γη την πατρική σου.»
Ως είπε τούτα η κόρη, χτύπησε το αστραφτερό μαστίγι,
κι οι μούλες παράτησαν γρήγορα του ποταμού το ρέμα,
κι όδευαν πότε τριποδίζοντας και πότε περπατώντας·
κι εκράτα αυτή πραγά τα νιόλουρα, με μέτρο το μαστίγι
320 ἀμφίπολοί τ᾿ Ὀδυσεύς τε, νόῳ δ᾿ ἐπέβαλλεν ἱμάσθλην.
δύσετό τ᾿ ἠέλιος καὶ τοὶ κλυτὸν ἄλσος ἵκοντο
ἱρὸν Ἀθηναίης, ἵν᾿ ἄρ᾿ ἕζετο δῖος Ὀδυσσεύς.
αὐτίκ᾿ ἔπειτ᾿ ἠρᾶτο Διὸς κούρῃ μεγάλοιο:
«κλῦθί μευ, αἰγιόχοιο Διὸς τέκος, Ἀτρυτώνη:
δουλεύοντας, οι βάγιες να 'ρχουνται ξοπίσω κι ο Οδυσσέας.
Βουτούσε ο γήλιος, στο περίλαμπρο της Αθηνάς σα φτάσαν
το δάσο το ιερό, κι ως κάθισε μονάχος πια ο Οδυσσέας,
την Αθηνά παρακαλέστηκε, του τρανου Δία την κόρη:
« Στήσε το αφτί σου, κόρη αδάμαστη του Βροντοσκουταράτου!
325 νῦν δή πέρ μευ ἄκουσον, ἐπεὶ πάρος οὔ ποτ᾿ ἄκουσας
ῥαιομένου, ὅτε μ᾿ ἔρραιε κλυτὸς ἐννοσίγαιος.
δός μ᾿ ἐς Φαίηκας φίλον ἐλθεῖν ἠδ᾿ ἐλεεινόν.»
ὣς ἔφατ᾿ εὐχόμενος, τοῦ δ᾿ ἔκλυε Παλλὰς Ἀθήνη.
αὐτῷ δ᾿ οὔ πω φαίνετ᾿ ἐναντίη: αἴδετο γάρ ῥα
Καν τώρα επάκουσέ μου· τι άλλοτε που τσακιζόμουν, διόλου
δε μ᾿ άκουσες, καθώς με τσάκιζεν ο μέγας Κοσμοσείστης᾿
στους Φαίακες φτάνοντας συμπόνεση κι αγάπη να 'βρω δωσ᾿ μου!»
Αυτά είπε, κι η Αθηνά του επάκουσε την προσευχή η Παλλάδα,
μα ομπρός του ακόμα δεν ξεπρόβελνε᾿ τον αδερφό ντρεπόταν
330 πατροκασίγνητον: ὁ δ᾿ ἐπιζαφελῶς μενέαινεν
ἀντιθέῳ Ὀδυσῆι πάρος ἣν γαῖαν ἱκέσθαι.
μαθές του κύρη της, που αλάγιαστα του ισόθεου του Οδυσσέα
θυμό κρατούσε, στην πατρίδα του πριχού διαγείρει πίσω.