ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -ε-


-5- ἦς δ᾿ ἐκ λεχέων παρ᾿ ἀγαυοῦ Τιθωνοῖο
ὤρνυθ᾿, ἵν᾿ ἀθανάτοισι φόως φέροι ἠδὲ βροτοῖσιν:
οἱ δὲ θεοὶ θῶκόνδε καθίζανον, ἐν δ᾿ ἄρα τοῖσι
Ζεὺς ὑψιβρεμέτης, οὗ τε κράτος ἐστὶ μέγιστον.
Μόλις ασκώθη απ᾿ του τρισεύγενου του Τιθωνού την κλίνη
η Αυγή, το φως της στους αθάνατους και στους θνητούς να φέρει,
κάθιζαν οι θεοί σε σύναξη, κι ο Δίας αναμεσό τους
o αψηλοβρόντης, που ακατάλυτη λογιέται η δύναμη του.
5 τοῖσι δ᾿ Ἀθηναίη λέγε κήδεα πόλλ᾿ Ὀδυσῆος
μνησαμένη: μέλε γάρ οἱ ἐὼν ἐν δώμασι νύμφης:
«Ζεῦ πάτερ ἠδ᾿ ἄλλοι μάκαρες θεοὶ αἰὲν ἐόντες,
μή τις ἔτι πρόφρων ἀγανὸς καὶ ἤπιος ἔστω
σκηπτοῦχος βασιλεύς, μηδὲ φρεσὶν αἴσιμα εἰδώς,
Εκεί η Παλλάδα, που τα βάσανα τα πλήθια του Οδυσσέα
στο σπίτι της ξωθιάς θυμήθηκε και τον γνοιαζόταν, είπε:
« Πατέρα Δία και σεις αθάνατι θεοί μακαρισμένοι,
γλυκός, αλήθεια, και καλόγνωμος να μη βρεθεί πια ρήγας
μηδέ και δίκιος, που στο χέρι του κρατά βασιλοράβδι,
10 ἀλλ᾿ αἰεὶ χαλεπός τ᾿ εἴη καὶ αἴσυλα ῥέζοι:
ὡς οὔ τις μέμνηται Ὀδυσσῆος θείοιο
λαῶν οἷσιν ἄνασσε, πατὴρ δ᾿ ὣς ἤπιος ἦεν.
ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἐν νήσῳ κεῖται κρατέρ᾿ ἄλγεα πάσχων
νύμφης ἐν μεγάροισι Καλυψοῦς, ἥ μιν ἀνάγκῃ
μόνο να δείχνει πάντα ανέσπλαχνος κι όλο ανομιές να κάνει,
την ώρα που όλοι τον λησμόνησαν απ᾿ το λαό το θείο
τον Οδυσσέα, που όντας αφέντευε, που ήταν γλυκός σαν κύρης.
Κι αυτός τραβάει καημούς αβάσταγους σ᾿ ένα νησί κλεισμένος·
η Καλυψώ η ξωθιά στο σπίτι της τόνε κρατεί δικό της
15 ἴσχει: ὁ δ᾿ οὐ δύναται ἣν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι:
οὐ γάρ οἱ πάρα νῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῖροι,
οἵ κέν μιν πέμποιεν ἐπ᾿ εὐρέα νῶτα θαλάσσης.
νῦν αὖ παῖδ᾿ ἀγαπητὸν ἀποκτεῖναι μεμάασιν
οἴκαδε νισόμενον: ὁ δ᾿ ἔβη μετὰ πατρὸς ἀκουὴν
αθέλητα του, και δε δύνεται να ιδεί ξανά πατρίδα᾿
δεν έχει πια μαθές πολύκουπα καράβια και συντρόφους,
στη ράχη την πλατιά της θάλασσας μαζί τους να τον πάρουν.
Τώρα γυρεύουν να σκοτώσουνε και τον άκριβογιό του,
πίσω ως διαγέρνει ταξιδεύτηκε μαθές στην άγια Πύλο
20 ἐς Πύλον ἠγαθέην ἠδ᾿ ἐς Λακεδαίμονα δῖαν.»
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς:
«τέκνον ἐμόν, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων.
οὐ γὰρ δὴ τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτή,
ὡς ἦ τοι κείνους Ὀδυσεὺς ἀποτίσεται ἐλθών;
και στη θεϊκιά τη Σπάρτη, ο κύρης του τι απόγινε να μάθει.»
Και τότε ο Δίας της αποκρίθηκεν ο νεφελοστιβάχτης:
«Ποιος λόγος, κόρη μου, σου ξέφυγε της οδοντωσιάς το φράχτη;
Δική σου αλήθεια τούτη η απόφαση δεν ήταν, ο Οδυσσέας
να πάρει απ᾿ τους μνηστήρες φτάνοντας το γδικιωμό του πίσω;
25 Τηλέμαχον δὲ σὺ πέμψον ἐπισταμένως, δύνασαι γάρ,
ὥς κε μάλ᾿ ἀσκηθὴς ἣν πατρίδα γαῖαν ἵκηται,
μνηστῆρες δ᾿ ἐν νηὶ: παλιμπετὲς ἀπονέωνται.»
ἦ ῥα καὶ Ἑρμείαν, υἱὸν φίλον, ἀντίον ηὔδα:
«Ἑρμεία, σὺ γὰρ αὖτε τά τ᾿ ἄλλα περ ἄγγελός ἐσσι,
Και τον Τηλέμαχο —στο χέρι σου— προβόδα τον, ως ξέρεις,
στη γη την πατρική του ανέβλαβος να φτάσει, κι οι μνηστήρες
πίσω να στρέψουν δίχως όφελος με πλεούμενό τους.»
Αυτά είπε, και γυρνώντας μίλησε στον ακριβό το γιο του:
«Για τρέχα, Ερμή— μαντατφόρο μας δεν έχουμε άλλο, ξέρεις—
30 νύμφῃ ἐυπλοκάμῳ εἰπεῖν νημερτέα βουλήν,
νόστον Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος, ὥς κε νέηται
οὔτε θεῶν πομπῇ οὔτε θνητῶν ἀνθρώπων:
ἀλλ᾿ ὅ γ᾿ ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου πήματα πάσχων
ἤματί κ᾿ εἰκοστῷ Σχερίην ἐρίβωλον ἵκοιτο,
τον ορισμό μας τον αλάθευτης ομορφομαλούσας
ξωθιάς να πεις, ο καρτερόψυχος να στρέψει πια Οδυσσέας
πίσω στο σπίτι του, ασυντρόφιαστος κι από θεούς κι ανθρώπους·
πάνω σε μια πλωτή ξυλόδετη, τραβώντας μύρια πάθη,
σε είκοσι μέρες στην παχιόβωλη να φτάσει τη Σχερία,
35 Φαιήκων ἐς γαῖαν, οἳ ἀγχίθεοι γεγάασιν,
οἵ κέν μιν περὶ κῆρι θεὸν ὣς τιμήσουσιν,
πέμψουσιν δ᾿ ἐν νηὶ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν,
χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσθῆτά τε δόντες,
πόλλ᾿, ὅσ᾿ ἂν οὐδέ ποτε Τροίης ἐξήρατ᾿ Ὀδυσσεύς,
στων Φαίακων το νησί, που η φύτρα τους με των θεών λογιέται.
Εκείνοι ολόκαρδα ως αθάνατο τον τιμήσουν όλοι
και θα τον στείλουν με καράβι τους στη γη την πατρική του,
με απλοχεριά χαλκό και μάλαμα και ρούχα δίνοντας του
πολλά· ποτέ απ᾿ την Τροία δε θά 'φερνε τόσα ο Οδυσσέας μαζί του,
40 εἴ περ ἀπήμων ἦλθε, λαχὼν ἀπὸ ληίδος αἶσαν.
ὣς γάρ οἱ μοῖρ᾿ ἐστὶ φίλους τ᾿ ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι
οἶκον ἐς ὑψόροφον καὶ ἑὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»
ὣς ἔφατ᾿, οὐδ᾿ ἀπίθησε διάκτορος ἀργεϊφόντης.
αὐτίκ᾿ ἔπειθ᾿ ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα,
κι ας γύριζε άβλαβος κι ας γλίτωνε τα κούρσα που του λάχαν᾿
γιατί του μέλλεται τους φίλους του να ιδεί και να διαγείρει
στο αψηλοτάβανο παλάτι του, στο πατρικό του χώμα.»
Είπε, κι ο Αργοφονιάς τον άκουσεν Ερμής, ο ψυχολάτης,
και δίχως άργητα στα πόδια του χρυσά περνάει σαντάλια,
45 ἀμβρόσια χρύσεια, τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ᾿ ὑγρὴν
ἠδ᾿ ἐπ᾿ ἀπείρονα γαῖαν ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο.
εἵλετο δὲ ῥάβδον, τῇ τ᾿ ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει,
ὧν ἐθέλει, τοὺς δ᾿ αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει.
τὴν μετὰ χερσὶν ἔχων πέτετο κρατὺς ἀργεϊφόντης.
πανώρια, αθάνατα, που ανάλαφρα, σαν τις πνοές του ανέμου,
τον φέρναν πάνω απ᾿ τις απέραντες στεριές και τα πελάγη.
Και πήρε το ραβδί στο χέρι του, που των θνητών τα μάτια γητεύει,
σε όσους θέλει κλειώντας τα, κι άλλους ξυπνά απ᾿ τον ύπνο'
με αυτό και τότε ο τρανοδύναμος Αργοφονιάς πετούσε.
50 Πιερίην δ᾿ ἐπιβὰς ἐξ αἰθέρος ἔμπεσε πόντῳ:
σεύατ᾿ ἔπειτ᾿ ἐπὶ κῦμα λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς,
ὅς τε κατὰ δεινοὺς κόλπους ἁλὸς ἀτρυγέτοιο
ἰχθῦς ἀγρώσσων πυκινὰ πτερὰ δεύεται ἅλμῃ:
τῷ ἴκελος πολέεσσιν ὀχήσατο κύμασιν Ἑρμῆς.
Περνώντας την Πιερία στη θάλασσα κατέβη απ᾿ τον αιθέρα
και πήρε πάνω από τα κύματα να τρέχει, ωσάν το γλάρο,
που ως ψάρια πιάνει στης ακάρπιστης της θάλασσας τα βάθη
τ᾿ άγρια, νοτίζει τις φτερούγες του στην άρμη της· παρόμοια
κι ο Ερμής την ώρα αυτή τα κύματα προσδιάβαινε τα πλήθια.
55 ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τὴν νῆσον ἀφίκετο τηλόθ᾿ ἐοῦσαν,
ἔνθ᾿ ἐκ πόντου βὰς ἰοειδέος ἤπειρόνδε
ἤιεν, ὄφρα μέγα σπέος ἵκετο, τῷ ἔνι νύμφη
ναῖεν ἐυπλόκαμος: τὴν δ᾿ ἔνδοθι τέτμεν ἐοῦσαν.
πῦρ μὲν ἐπ᾿ ἐσχαρόφιν μέγα καίετο, τηλόσε δ᾿ ὀδμὴ
Μα ως στο νησί πετώντας έφτασε το αλαργινό, πια αφήκε
το ανταριασμένο πέλαο πίσω του, και στη στεριά πατώντας
τράβηξε ομπρός, στο σπήλιο ως που 'φτασε το μέγα της νεράιδας
της ομορφόμαλλης᾿ να βρίσκεται την πέτυχε στο σπίτι'
φωτιά τρανή στο τζάκι ελάβριζε, και το νησί ένα γύρο
60 κέδρου τ᾿ εὐκεάτοιο θύου τ᾿ ἀνὰ νῆσον ὀδώδει
δαιομένων: ἡ δ᾿ ἔνδον ἀοιδιάουσ᾿ ὀπὶ καλῇ
ἱστὸν ἐποιχομένη χρυσείῃ κερκίδ᾿ ὕφαινεν.
ὕλη δὲ σπέος ἀμφὶ πεφύκει τηλεθόωσα,
κλήθρη τ᾿ αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος.
μοσκοβολούσε απ᾿ τον καλόσκιστο κέδρο και τη θούγια,
ως καίουνταν᾿ κι εκείνης η γάργαρη φωνή ακουγόταν μέσα,
καθώς στον αργαλειό της ύφαινε με ολόχρυση σαγίτα.
Το σπήλιο δάσο περίζωνε δροσάτο, φουντωμένο,
σκλήθρες και λεύκες και μοσκόβολα τρογύρα κυπαρίσσια.
65 ἔνθα δέ τ᾿ ὄρνιθες τανυσίπτεροι εὐνάζοντο,
σκῶπές τ᾿ ἴρηκές τε τανύγλωσσοί τε κορῶναι
εἰνάλιαι, τῇσίν τε θαλάσσια ἔργα μέμηλεν.
ἡ δ᾿ αὐτοῦ τετάνυστο περὶ σπείους γλαφυροῖο
ἡμερὶς ἡβώωσα, τεθήλει δὲ σταφυλῇσι.
Που πια κούρνιαζαν απλοφτέρουγα στα κλωνιά τους, γεράκια
και κουκουβάγιες και μακρόγλωσσες θαλασσινές κουρούνες,
που ολημερίς πετούν στα πέλαγα. Κι εκεί, κατάντικρά σου,
κληματαριά θωρούσες, που άπλωνε βλαστούς θρασομανώντας
στο βαθουλό το σπήλιο ολόγυρα, σταφύλια φορτωμένη.
70 κρῆναι δ᾿ ἑξείης πίσυρες ῥέον ὕδατι λευκῷ,
πλησίαι ἀλλήλων τετραμμέναι ἄλλυδις ἄλλη.
ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου
θήλεον. ἔνθα κ᾿ ἔπειτα καὶ ἀθάνατός περ ἐπελθὼν
θηήσαιτο ἰδὼν καὶ τερφθείη φρεσὶν ᾗσιν.
Κι ήταν αράδα βρύσες τέσσερεις, η μια στην άλλη δίπλα,
μα αλλούθε η καθεμιά τους ξέχυνε τα γάργαρα νερά της.
Από αγριοβιόλες κι αγριοσέλινα λιβάδια πρασίνιζαν
ζερβά δεξιά᾿ κι ένας αθάνατος στα μέρη αυτά να 'ρχόταν,
θα θάμαζε και θ᾿ αναγάλλιαζε, θωρώντας τα, στα φρένα.
75 ἔνθα στὰς θηεῖτο διάκτορος ἀργεϊφόντης.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα ἑῷ θηήσατο θυμῷ,
αὐτίκ᾿ ἄρ᾿ εἰς εὐρὺ σπέος ἤλυθεν. οὐδέ μιν ἄντην
ἠγνοίησεν ἰδοῦσα Καλυψώ, δῖα θεάων:
οὐ γάρ τ᾿ ἀγνῶτες θεοὶ ἀλλήλοισι πέλονται
Εκεί κι ο Αργοφονιάς θαμάζοντας εστάθη ο ψυχολάτης,
κι αφού τα θάμαξε ολα γύρω του, κινάει μετά και μπαίνει
στο σπήλιο το φαρδύ. Κι αντίκρυ της η Καλυψώ ως τον είδε,
η αρχόντισσα θεά, τον γνώρισε σε μια στιγμή ποιος ήταν
τι οι αθάνατοι θεοί γνωρίζουνται καλά συνάλληλα τους,
80 ἀθάνατοι, οὐδ᾿ εἴ τις ἀπόπροθι δώματα ναίει.
οὐδ᾿ ἄρ᾿ Ὀδυσσῆα μεγαλήτορα ἔνδον ἔτετμεν,
ἀλλ᾿ ὅ γ᾿ ἐπ᾿ ἀκτῆς κλαῖε καθήμενος, ἔνθα πάρος περ,
δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων.
πόντον ἐπ᾿ ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων.
ακόμα κι αν κανείς τους κάθεται σε μακρυσμένους τόπους.
Μέσα δε βρήκε τον αντρόκαρδο τον Οδυσσέα μονάχα'
τι εκείνος στο γιαλό καθούμενος, ως πάντα που, θρηνούσε,
με πίκρες, στεναγμούς και κλάματα σπαράζοντας τα στήθη,
την άκαρπη θωρώντας θάλασσα με βουρκωμένα μάτια.
85 Ἑρμείαν δ᾿ ἐρέεινε Καλυψώ, δῖα θεάων,
ἐν θρόνῳ ἱδρύσασα φαεινῷ σιγαλόεντι:
«τίπτε μοι, Ἑρμεία χρυσόρραπι, εἰλήλουθας
αἰδοῖός τε φίλος τε; πάρος γε μὲν οὔ τι θαμίζεις.
αὔδα ὅ τι φρονέεις: τελέσαι δέ με θυμὸς ἄνωγεν,
Κι η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, σ᾿ ένα θρονί αστροβόλο,
πανώριο, τον Ερμή καθίζοντας, του μίλησε ρωτώντας:
«Ερμή χρυσόραβδε, στο σπίτι μου τι σ᾿ έχει φέρει τάχα,
σεβάσμιε κι ακριβέ; Δεν έρχεσαι συχνά εδώ πέρα αλήθεια!
Τι έχεις στου νου σου πες, κι ολόκαρδα θα κάμω ό,τι θελήσεις,
90 εἰ δύναμαι τελέσαι γε καὶ εἰ τετελεσμένον ἐστίν.
ἀλλ᾿ ἕπεο προτέρω, ἵνα τοι πὰρ ξείνια θείω.»
ὥς ἄρα φωνήσασα θεὰ παρέθηκε τράπεζαν
ἀμβροσίης πλήσασα, κέρασσε δὲ νέκταρ ἐρυθρόν.
αὐτὰρ ὁ πῖνε καὶ ἦσθε διάκτορος ἀργεϊφόντης.
μονάχα να περνά απ᾿ το χέρι μου και να μπορεί να γένει.
Μον᾿ έλα, ας μπούμε μέσα, ακλούθα μου, να σε φιλέψω που 'ρθες.»
Είπε η θεά, και δίπλα του έστησε τραπέζι, φορτωμένο
με αθάνατη θροφή, κι αθάνατο κρασί του συγκερνούσε.
Κι ο Αργοφονιάς επήρε κι έτρωγε, κι ως η καρδιά του ευφράθη
95 αὐτὰρ ἐπεὶ δείπνησε καὶ ἤραρε θυμὸν ἐδωδῇ,
καὶ τότε δή μιν ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπεν:
«εἰρωτᾷς μ᾿ ἐλθόντα θεὰ θεόν: αὐτὰρ ἐγώ τοι
νημερτέως τὸν μῦθον ἐνισπήσω: κέλεαι γάρ.
Ζεὺς ἐμέ γ᾿ ἠνώγει δεῦρ᾿ ἐλθέμεν οὐκ ἐθέλοντα:
τρώγοντας, πίνοντας, και χόρτασε, γυρίζει ο ψυχολάτης
και τέτια απόκριση της έδωκε κι αυτά της συντυχαίνει:
«Εσύ η θεά ρωτάς πως έφτασα, θεός εγώ, εδώ πέρα'
ξεκάθαρος λοιπόν ο λόγος μου, καθώς το θέλεις, θα 'ναι:
Ο Δίας ατός του είναι που μ᾿ έστειλε για να 'ρθω, αθέλητα μου'
100 τίς δ᾿ ἂν ἑκὼν τοσσόνδε διαδράμοι ἁλμυρὸν ὕδωρ
ἄσπετον; οὐδέ τις ἄγχι βροτῶν πόλις, οἵ τε θεοῖσιν
ἱερά τε ῥέζουσι καὶ ἐξαίτους ἑκατόμβας.
ἀλλὰ μάλ᾿ οὔ πως ἔστι Διὸς νόον αἰγιόχοιο
οὔτε παρεξελθεῖν ἄλλον θεὸν οὔθ᾿ ἁλιῶσαι.
τόσο αλμυρό νερό ποιος θα 'σκιζε ποτέ απομονάχου του,
απέραντο μηδέ και βρίσκεται θνητών καστρί κανένα
εδώ κοντά, για να μας πρόσφερναν θυσίες τρανές και δώρα.
Μα τη βουλή του Δία δε γίνεται του βροντσκουταράτου
να την ξεφύγει άλλος αθάνατος μηδέ να τη χαλάσει.
105 φησί τοι ἄνδρα παρεῖναι ὀιζυρώτατον ἄλλων,
τῶν ἀνδρῶν, οἳ ἄστυ πέρι Πριάμοιο μάχοντο
εἰνάετες, δεκάτῳ δὲ πόλιν πέρσαντες ἔβησαν
οἴκαδ': ἀτὰρ ἐν νόστῳ Ἀθηναίην ἀλίτοντο,
ἥ σφιν ἐπῶρσ᾿ ἄνεμόν τε κακὸν καὶ κύματα μακρά.
Κοντά σου λέει τον πιο τρισάμοιρο κρατείς απ᾿ όλους άντρα,
όσοι πολέμησαν ολόγυρα στο κάστρο του Πριάμου
χρόνους εννιά᾿ κι όταν πάτησαν στους δέκα πάνω, πήραν
το δρόμο πίσω, όμως γυρίζοντας στην Αθηνά αμαρτήσαν
κι αυτή κακό τους σήκωσε άνεμο και κύματα μεγάλα.
110 ἔνθ᾿ ἄλλοι μὲν πάντες ἀπέφθιθεν ἐσθλοὶ ἑταῖροι,
τὸν δ᾿ ἄρα δεῦρ᾿ ἄνεμός τε φέρων καὶ κῦμα πέλασσε.
τὸν νῦν σ᾿ ἠνώγειν ἀποπεμπέμεν ὅττι τάχιστα:
οὐ γάρ οἱ τῇδ᾿ αἶσα φίλων ἀπονόσφιν ὀλέσθαι,
ἀλλ᾿ ἔτι οἱ μοῖρ᾿ ἐστὶ φίλους τ᾿ ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι
Οι επίλοιποι αντρειανοί συντρόφοι του χάθηκαν τούτον μόνο
τα κύματα κι οι ανέμοι σπρώχνοντας τον ρίξαν στο νησί σου.
Αυτόν ζητάει μιαν ώρα αρχύτερα να τον ξεπροβοδώσεις'
τι εδώ να σβήσει δεν του γράφεται, μακριά από τους δικούς του'
είναι της μοίρας του τους φίλους του να ξαναϊδεί, γυρνώντας
115 οἶκον ἐς ὑψόροφον καὶ ἑὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»
ὣς φάτο, ῥίγησεν δὲ Καλυψώ, δῖα θεάων,
καί μιν φωνήσασ᾿ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
«σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων,
οἵ τε θεαῖς ἀγάασθε παρ᾿ ἀνδράσιν εὐνάζεσθαι
στο αψηλοτάβανο παλάτι του, στη γη την πατρική του.»
Κι η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, στου Ερμή τα λόγια τούτα
επάγωσε, και με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Ζηλόφτονοι θεοί κι ανέσπλαχνοι, πιο πάνω εσείς απ᾿ όλους!
Με άντρα θνητό δε σας καλόρχεται θεά ποτέ να σμίξει,
120 ἀμφαδίην, ἤν τίς τε φίλον ποιήσετ᾿ ἀκοίτην.
ὣς μὲν ὅτ᾿ Ὠρίων᾿ ἕλετο ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
τόφρα οἱ ἠγάασθε θεοὶ ῥεῖα ζώοντες,
ἧος ἐν Ὀρτυγίῃ χρυσόθρονος Ἄρτεμις ἁγνὴ
οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχομένη κατέπεφνεν.
αν κάποιου θέλησε συγκόρμισσα στα φανερά να γένει.
Για την Αυγή τη ροδοδάχτυλη, που τον Ωρίωνα πήρε,
ζήλια τρανή οι θεοί οι τρισεύτυχοι δε νιώθατε, ως την ώρα
που πήγε η αγνή χρυσόθρονη Άρτεμη στης Ορτυγίας τα μέρη
και τόνε σκότωσε με απόνετες χτυπώντας τον σαγίτες;
125 ὣς δ᾿ ὁπότ᾿ Ἰασίωνι ἐυπλόκαμος Δημήτηρ,
ᾧ θυμῷ εἴξασα, μίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ
νειῷ ἔνι τριπόλῳ: οὐδὲ δὴν ἦεν ἄπυστος
Ζεύς, ὅς μιν κατέπεφνε βαλὼν ἀργῆτι κεραυνῷ.
ὥς δ᾿ αὖ νῦν μοι ἄγασθε, θεοί, βροτὸν ἄνδρα παρεῖναι.
Κι η Δήμητρα όμοια η καλοπλέξουδη νικήθηκε απ᾿ τον πόθο
και σε χωράφι τριπλογύριστο με τον Ιάσιο εχάρη
γλυκό φιλί κι αγκάλη᾿ γρήγορα το μήνυμα τους όμως
ήρθε στο Δία, που με αστροπέλεκο τον σκότωσε φλογάτο
Κι εμένα τώρα με ζηλεύετε που 'χω θνητό κοντά μου'
130 τὸν μὲν ἐγὼν ἐσάωσα περὶ τρόπιος βεβαῶτα
οἶον, ἐπεί οἱ νῆα θοὴν ἀργῆτι κεραυνῷ
Ζεὺς ἔλσας ἐκέασσε μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ.
ἔνθ᾿ ἄλλοι μὲν πάντες ἀπέφθιθεν ἐσθλοὶ ἑταῖροι,
τὸν δ᾿ ἄρα δεῦρ᾿ ἄνεμός τε φέρων καὶ κῦμα πέλασσε.
Όμως αυτόν εγώ τον γλίτωσα, σαν έφτασε καβάλα
σε μια καρένα, μόνος· τ᾿ άρμενο του το 'χε ο Δίας τσακίσει
μες στο κρασάτο πέλαο, ρίχνοντας φλογάτο αστροπελέκι'
οι επίλοιποι αντρειανοί συντρόφοι του χαθήκαν, μόνο ετούτον
τα κύματα κι οι ανέμοι σπρώχνοντας τον ρίξαν εδώ πέρα.
135 τὸν μὲν ἐγὼ φίλεόν τε καὶ ἔτρεφον, ἠδὲ ἔφασκον
θήσειν ἀθάνατον καὶ ἀγήραον ἤματα πάντα.
ἀλλ᾿ ἐπεὶ οὔ πως ἔστι Διὸς νόον αἰγιόχοιο
οὔτε παρεξελθεῖν ἄλλον θεὸν οὔθ᾿ ἁλιῶσαι,
ἐρρέτω, εἴ μιν κεῖνος ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει,
Κι εγώ τον γνοιαζόμουν, τον έθρεφα, και το 'χα στο μυαλό μου,
αν μείνει, να τον κάνω αθάνατο κι αγέραστο για πάντα.
Μα τη βουλή του Δία δε γίνεται του βροντοσκουταράτου
να την ξεφύγει άλλος αθάνατος μηδέ να τη χαλάσει.
Ας πάει λοιπόν, αφού το θέλησεν ο Δίας και το προστάζει,
140 πόντον ἐπ᾿ ἀτρύγετον: πέμψω δέ μιν οὔ πῃ ἐγώ γε:
οὐ γάρ μοι πάρα νῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῖροι,
οἵ κέν μιν πέμποιεν ἐπ᾿ εὐρέα νῶτα θαλάσσης.
αὐτάρ οἱ πρόφρων ὑποθήσομαι, οὐδ᾿ ἐπικεύσω,
ὥς κε μάλ᾿ ἀσκηθὴς ἣν πατρίδα γαῖαν ἵκηται.»
να παραδέρνει στ᾿ άγρια πέλαγα· μα συνοδεία δε δίνω᾿
δεν έχω εγώ μαθές πολύκουπα καράβια και συντρόφους,
στη ράχη την πλατιά της θάλασσας μαζί τους να τον πάρουν.
Μα θα του δώσω την ορμήνια μου και δε θα του την κρύψω,
για να γυρίσει πίσω ανέβλαβος στη γη την πατρική του.»
145 τὴν δ᾿ αὖτε προσέειπε διάκτορος ἀργεϊφόντης:
«οὕτω νῦν ἀπόπεμπε, Διὸς δ᾿ ἐποπίζεο μῆνιν,
μή πώς τοι μετόπισθε κοτεσσάμενος χαλεπήνῃ.»
ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη κρατὺς ἀργεϊφόντης:
ἡ δ᾿ ἐπ᾿ Ὀδυσσῆα μεγαλήτορα πότνια νύμφη
Κι ο Αργοφονιάς της αποκρίθηκεν ο ψυχολάτης τότε:
«Να φύγει, ως είπες, ας τον λεύτερο, κι απ᾿ την οργή φυλάξου
του Δία, να μην ξεσπάσει πάνω σου μια μέρα η μάνητα του.»
Τα λόγια αυτά σαν είπε, ο δυνατός Αργοφονιάς μισεύει'
κι η σεβαστή ξωθιά, υπακούγοντας στα που 'χε ο Δίας προστάξει,
150 ἤι᾿, ἐπεὶ δὴ Ζηνὸς ἐπέκλυεν ἀγγελιάων.
τὸν δ᾿ ἄρ᾿ ἐπ᾿ ἀκτῆς εὗρε καθήμενον: οὐδέ ποτ᾿ ὄσσε
δακρυόφιν τέρσοντο, κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰὼν
νόστον ὀδυρομένῳ, ἐπεὶ οὐκέτι ἥνδανε νύμφη.
ἀλλ᾿ ἦ τοι νύκτας μὲν ἰαύεσκεν καὶ ἀνάγκῃ
πήρε το δρόμο τον αντρόκαρδο τον Οδυσσέα να σμίξει.
Τον βρήκε στο γιαλό να κάθεται᾿ και μήτε που στεγνώναν
ποτέ τα μάτια του απ᾿ τα κλάματα, μον᾿ τη γλυκιά ζωή του
του γυρισμού ο καημός την έλιωνε᾿ καμιά χαρά πια τώρα
δεν του 'δινε η ξωθιά, και πλάγιαζε τις νύχτες μες στα σπήλια
155 ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι παρ᾿ οὐκ ἐθέλων ἐθελούσῃ:
ἤματα δ᾿ ἂμ πέτρῃσι καὶ ἠιόνεσσι καθίζων
δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων
πόντον ἐπ᾿ ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων.
ἀγχοῦ δ᾿ ἱσταμένη προσεφώνεε δῖα θεάων:
κοντά της απ᾿ ανάγκη — θέλοντας εκείνη, μα άθελα του.
Κι όλες τις μέρες στο ακροθάλασσο καθόταν και στα βράχια,
με πίκρες, στεναγμούς και κλάματα σπαράζοντας τα στήθη,
την άκαρπη θωρώντας θάλασσα με βουρκωμένα μάτια.
Κοντά του τότε εστάθη η αρχόντισσα θεά και του μιλούσε:
160 «κάμμορε, μή μοι ἔτ᾿ ἐνθάδ᾿ ὀδύρεο, μηδέ τοι αἰὼν
φθινέτω: ἤδη γάρ σε μάλα πρόφρασσ᾿ ἀποπέμψω.
ἀλλ᾿ ἄγε δούρατα μακρὰ ταμὼν ἁρμόζεο χαλκῷ
εὐρεῖαν σχεδίην: ἀτὰρ ἴκρια πῆξαι ἐπ᾿ αὐτῆς
ὑψοῦ, ὥς σε φέρῃσιν ἐπ᾿ ἠεροειδέα πόντον.
«Δε θέλω να μου κλαις, βαριόμοιρε, δε θέλω τη ζωή σου
να καταλυείς, τι πια ολοπρόθυμα θα σου σταθώ να φύγεις.
Μον᾿ πάρε και μακριά πελέκησε μαδέρια, και μεγάλη
φτιάσε πλωτή, κι απάνω κάρφωσε σανίδες μια άκρη ως άλλη,
ψηλά, στο πέλαο τ᾿ αχνογάλαζο για να σε ταξιδέψουν.
165 αὐτὰρ ἐγὼ σῖτον καὶ ὕδωρ καὶ οἶνον ἐρυθρὸν
ἐνθήσω μενοεικέ᾿, ἅ κέν τοι λιμὸν ἐρύκοι,
εἵματά τ᾿ ἀμφιέσω: πέμψω δέ τοι οὖρον ὄπισθεν,
ὥς κε μάλ᾿ ἀσκηθὴς σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκηαι,
αἴ κε θεοί γ᾿ ἐθέλωσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν,
Κι εγώ ψωμί, νερό και κόκκινο κρασί θα βάλω μέσα,
να 'χεις να τρως, να μη σου λείψουνε και σε δαμάσει η πείνα'
και ρούχα θα σε ντύσω, κι άνεμο θα στείλω πίσω πρίμο,
να φτάσεις άβλαβος ολότελα στη γη την πατρική σου —
αν οι θεοί το θέλουν, τ᾿ άσωστα που κυβερνούν ουράνια
170 οἵ μευ φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε.»
ὣς φάτο, ῥίγησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
«ἄλλο τι δὴ σύ, θεά, τόδε μήδεαι, οὐδέ τι πομπήν,
ἥ με κέλεαι σχεδίῃ περάαν μέγα λαῖτμα θαλάσσης,
κι είναι από μένα δυνατότεροι στη γνώση και στην πράξη.»
Αυτά σαν είπε, ο θείος πολύπαθος επάγωσε Οδυσσέας,
και κράζοντας την ανεμάρπαστα της συντυχαίνει λόγια:
«Θεά, κάτι άλλο κλώθεις σίγουρα! Το γυρισμό μου; αχ, όχι! —
που να διαβώ το μέγα πέλαγο σε μια πλωτή με σπρώχνεις,
175 δεινόν τ᾿ ἀργαλέον τε: τὸ δ᾿ οὐδ᾿ ἐπὶ νῆες ἐῖσαι
ὠκύποροι περόωσιν, ἀγαλλόμεναι Διὸς οὔρῳ.
οὐδ᾿ ἂν ἐγὼν ἀέκητι σέθεν σχεδίης ἐπιβαίην,
εἰ μή μοι τλαίης γε, θεά, μέγαν ὅρκον ὀμόσσαι
μή τί μοι αὐτῷ πῆμα κακὸν βουλευσέμεν ἄλλο.»
το φριχτό, τ᾿ άγριο, που ουδ᾿ ισόβαρα καράβια το διαβαίνουν,
γοργοπετάμενα, κι ας χαίρουνται του Δία το πρίμο αγέρι.
Δε βάζω σε πλωτή το πόδι μου, χωρίς και συ να θέλεις!
Εξόν, θεά, κι αν το αποφάσιζες τρανό ν᾿ αμώσεις όρκο,
πως δε θα βάλεις άλλο τίποτε κακό στο νου για μένα.»
180 ὣς φάτο, μείδησεν δὲ Καλυψὼ δῖα θεάων,
χειρί τέ μιν κατέρεξεν ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζεν:
«ἦ δὴ ἀλιτρός γ᾿ ἐσσὶ καὶ οὐκ ἀποφώλια εἰδώς,
οἷον δὴ τὸν μῦθον ἐπεφράσθης ἀγορεῦσαι.
ἴστω νῦν τόδε γαῖα καὶ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθε
Είπε ο Οδυσσέας, κι εκείνη, η αρχόντισσα θεά, με χαμογέλιο
το χέρι απλώνοντας τον χάιδεψε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
«Στην πονηριά δε βρίσκεται άλλος σου, κι ανέμυαλος δεν είσαι!
Κοίτα τι λόγια ανανογήθηκες να ξεστομίσεις τώρα!
Βάζω τη Γη, τα Ουράνια τ᾿ άσωστα, και τα νερά της Στύγας
185 καὶ τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ, ὅς τε μέγιστος
ὅρκος δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι θεοῖσι,
μή τί τοι αὐτῷ πῆμα κακὸν βουλευσέμεν ἄλλο.
ἀλλὰ τὰ μὲν νοέω καὶ φράσσομαι, ἅσσ᾿ ἂν ἐμοί περ
αὐτῇ μηδοίμην, ὅτε με χρειὼ τόσον ἵκοι:
μαρτύρους βάζω τα κρεμάμενα, που ο πιο μεγάλος όρκος
κι ο πιο φριχτός μες στους τρισεύτυχους θεούς λογιέται πάντα,
πως άλλο τίποτα δεν έβαλα στο νου κακό για σένα.
Καλολογιάζω και στοχάζουμαι μαθές αυτό μονάχα,
που και για μένα θ᾿ αποφάσιζα, σε τόση ανάγκη αν ήμουν
190 καὶ γὰρ ἐμοὶ νόος ἐστὶν ἐναίσιμος, οὐδέ μοι αὐτῇ
θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι σιδήρεος, ἀλλ᾿ ἐλεήμων.»
ὣς ἄρα φωνήσασ᾿ ἡγήσατο δῖα θεάων
καρπαλίμως: ὁ δ᾿ ἔπειτα μετ᾿ ἴχνια βαῖνε θεοῖο.
ἷξον δὲ σπεῖος γλαφυρὸν θεὸς ἠδὲ καὶ ἀνήρ,
δε θέλω εγώ ποτέ μου το άδικο, και νιώθει ψυχοπόνια
μέσα η καρδιά μου, τι από σίδερο δεν είναι καμωμένη.»
Αυτά είπεν η θεά η πανέμνοστη, και μπήκε ομπρός στο δρόμο
γοργά, κι αυτός ξοπίσω ακλούθηξε των θείων ποδιών τ᾿ αχνάρια.
Έτσι η θεά σε λίγο εγύρισε με το θνητό στο σπήλιο᾿
195 καί ῥ᾿ ὁ μὲν ἔνθα καθέζετ᾿ ἐπὶ θρόνου ἔνθεν ἀνέστη
Ἑρμείας, νύμφη δ᾿ ἐτίθει πάρα πᾶσαν ἐδωδήν,
ἔσθειν καὶ πίνειν, οἷα βροτοὶ ἄνδρες ἔδουσιν:
αὐτὴ δ᾿ ἀντίον ἷζεν Ὀδυσσῆος θείοιο,
τῇ δὲ παρ᾿ ἀμβροσίην δμῳαὶ καὶ νέκταρ ἔθηκαν.
εκείνος κάθισε στο κάθισμα, που 'χεν ο Ερμής πριν λίγο
αφήσει᾿ κι η ξωθιά του απίθωσε μπροστά τραπέζι πλούσιο,
με ό,τι έχουν οι θνητοί και θρέφονται, να φάει, να πιει μετά της·
κι ατή της απαντίκρυ κάθισε στο θεϊκό Οδυσσέα,
κι αθάνατη θροφή κι αθάνατο κρασί μπροστά της βάλαν
200 οἱ δ᾿ ἐπ᾿ ὀνείαθ᾿ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
αὐτὰρ ἐπεὶ τάρπησαν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος,
τοῖς ἄρα μύθων ἦρχε Καλυψώ, δῖα θεάων:
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ,
οὕτω δὴ οἶκόνδε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
οι δούλες᾿ τότε εκείνοι στα έτοιμα φαγιά τα χέρια απλώσαν
και σύντας τρώγοντας και πίνοντας ευφράθηκαν οι δυο τους,
κινούσε η Καλυψώ, η πανέμνοστη θεά, το λόγο πρώτη:
«Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
έτσι λοιπόν ξανά στο σπίτι σου, στη γη την πατρική σου
205 αὐτίκα νῦν ἐθέλεις ἰέναι; σὺ δὲ χαῖρε καὶ ἔμπης.
εἴ γε μὲν εἰδείης σῇσι φρεσὶν ὅσσα τοι αἶσα
κήδε᾿ ἀναπλῆσαι, πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι,
ἐνθάδε κ᾿ αὖθι μένων σὺν ἐμοὶ τόδε δῶμα φυλάσσοις
ἀθάνατός τ᾿ εἴης, ἱμειρόμενός περ ἰδέσθαι
τώρα γοργά να πας πεθύμησες; Ας είναι, γεια χαρά σου!
Μονάχα αν κάτεχες στα φρένα σου τα βάσανα που η μοίρα
να σύρεις γράφει, πριν τα χώματα τα πατρικά πατήσεις,
εδώ θ᾿ απόμενες, κοιτάζοντας το σπήλιο αυτό μαζί μου,
και θα 'σουν από πάνω αθάνατος, κι ας έχεις τόσο πόθο
210 σὴν ἄλοχον, τῆς τ᾿ αἰὲν ἐέλδεαι ἤματα πάντα.
οὐ μέν θην κείνης γε χερείων εὔχομαι εἶναι,
οὐ δέμας οὐδὲ φυήν, ἐπεὶ οὔ πως οὐδὲ ἔοικεν
θνητὰς ἀθανάτῃσι δέμας καὶ εἶδος ἐρίζειν.»
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς:
να ιδείς το ταίρι σου, που ατέλειωτα σε τυραννά ο καημός του.
Θαρρώ από κείνη εγώ χειρότερη στην ελικιά δεν είμαι
κι ουδέ στο ανάριμμα᾿ κι αταίριαστο να παραβγαίνουν θα 'ταν
έτσι κι αλλιώς θνητές με αθάνατες στην ελικιά, στην όψη.»
Γυρνώντας τότε ο πολυκάτεχος της μίλησε Οδυσσέας:
215 «πότνα θεά, μή μοι τόδε χώεο: οἶδα καὶ αὐτὸς
πάντα μάλ᾿, οὕνεκα σεῖο περίφρων Πηνελόπεια
εἶδος ἀκιδνοτέρη μέγεθός τ᾿ εἰσάντα ἰδέσθαι:
ἡ μὲν γὰρ βροτός ἐστι, σὺ δ᾿ ἀθάνατος καὶ ἀγήρως.
ἀλλὰ καὶ ὣς ἐθέλω καὶ ἐέλδομαι ἤματα πάντα
«Θεά σεβάσμια, μη μου οργίζεσαι᾿ κι εγώ καλά το ξέρω᾿
αλήθεια, η Πηνελόπη η φρόνιμη δε δύνεται ποτέ της
στην ομορφιά και στο παράστημα να παραβγεί μαζί σου᾿
τι είναι θνητή, μα εσύ κι αθάνατη κι αγέραστη λογιέσαι.
Μα κι έτσι θέλω κι ακατάπαυτα με δέρνει ο πόθος, πίσω
220 οἴκαδέ τ᾿ ἐλθέμεναι καὶ νόστιμον ἦμαρ ἰδέσθαι.
εἰ δ᾿ αὖ τις ῥαίῃσι θεῶν ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ,
τλήσομαι ἐν στήθεσσιν ἔχων ταλαπενθέα θυμόν:
ἤδη γὰρ μάλα πολλὰ πάθον καὶ πολλὰ μόγησα
κύμασι καὶ πολέμῳ: μετὰ καὶ τόδε τοῖσι γενέσθω.»
να στρέψω, την ημέρα κάποτε να ιδώ του γυρισμού μου.
Κι αν τύχει πάλε και με τσάκιζε θεός στο πέλαο μέσα,
βασταγερή καρδιά στα στήθια μου κρατώ και θα βαστάξω.
Πολλά έχω πάθει ως τώρα βάσανα κι έχω πολύ μοχτήσει
και σε πολέμους και σε θάλασσες· ας πάει κι αυτό με τ᾿ άλλα!»
225 ὣς ἔφατ᾿, ἠέλιος δ᾿ ἄρ᾿ ἔδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθεν:
ἐλθόντες δ᾿ ἄρα τώ γε μυχῷ σπείους γλαφυροῖο
τερπέσθην φιλότητι, παρ᾿ ἀλλήλοισι μένοντες.
ἡἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
αὐτίχ᾿ ὁ μὲν χλαῖνάν τε χιτῶνά τε ἕννυτ᾿ Ὀδυσσεύς,
Είπε, κι ωστόσο ο γήλιος έγειρε και πήραν τα σκοτάδια᾿
κι αυτοί στου σπήλιου αποτραβήχτηκαν τα βάθη, να χαρούνε
φιλί κι αγκάλη, και τη νύχτα τους μαζί να την περάσουν.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
πήρε ο Οδυσσέας γοργά και φόρεσε χλαμύδα και χιτώνα'
230 αὐτὴ δ᾿ ἀργύφεον φᾶρος μέγα ἕννυτο νύμφη,
λεπτὸν καὶ χαρίεν, περὶ δὲ ζώνην βάλετ᾿ ἰξυῖ
καλὴν χρυσείην, κεφαλῇ δ᾿ ἐφύπερθε καλύπτρην.
καὶ τότ᾿ Ὀδυσσῆι μεγαλήτορι μήδετο πομπήν:
δῶκέν οἱ πέλεκυν μέγαν, ἄρμενον ἐν παλάμῃσι,
μαντί μακρύ η ξωθιά, χιονόθωρο, φορούσε από την άλλη,
ψιλό, χαριτωμένο, κι έβαλε στη μέση της ζωνάρι,
ώριο, χρυσό, και στο κεφάλι της απάνω μια μαντίλα·
και τότε του Οδυσσέα του αντρόκαρδου συντάζει ταξίδι:
Τρανό πελέκι πρώτα του 'δωκε, που του 'ρχονταν στη φούχτα,
235 χάλκεον, ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένον: αὐτὰρ ἐν αὐτῷ
στειλειὸν περικαλλὲς ἐλάινον, εὖ ἐναρηρός:
δῶκε δ᾿ ἔπειτα σκέπαρνον ἐύξοον: ἦρχε δ᾿ ὁδοῖο
νήσου ἐπ᾿ ἐσχατιῆς, ὅθι δένδρεα μακρὰ πεφύκει,
κλήθρη τ᾿ αἴγειρός τ᾿, ἐλάτη τ᾿ ἦν οὐρανομήκης,
ακονισμένο, να 'ναι δίκοπο, χαλκό και στεριωμένο
σ᾿ ελήσιου στειλιαριού πανέμορφου καλά την άκρη απάνω.
Σκεπάρνι τορνεμένο του 'δωκε μετά, κι ευτύς κινουσε
μπροστά για του νησιου τ᾿ ακρόμερα᾿ ψηλά εκεί πέρα δέντρα᾿
φύτρωναν, σκλήθρες, λεύκες κι έλατοι, που ανέβαιναν στα ουράνια,
240 αὖα πάλαι, περίκηλα, τά οἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ δεῖξ᾿, ὅθι δένδρεα μακρὰ πεφύκει,
ἡ μὲν ἔβη πρὸς δῶμα Καλυψώ, δῖα θεάων,
αὐτὰρ ὁ τάμνετο δοῦρα: θοῶς δέ οἱ ᾔνυτο ἔργον.
εἴκοσι δ᾿ ἔκβαλε πάντα, πελέκκησεν δ᾿ ἄρα χαλκῷ,
από καιρούς στεγνά, κατάξερα, να πλέγουν απαλάφρου.
Κι ευτύς ως του 'δειξε που φύτρωναν τα θεριεμένα δέντρα,
η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, στο σπήλιο της γυρνούσε.
Κι αυτός τα δέντρα επήρε κι έκοβε᾿ σε λίγο είχε τελέψει.
Σαν έριξε είκοσι, πελέκησε με το χαλκό τους κλώνους,
245 ξέσσε δ᾿ ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν.
τόφρα δ᾿ ἔνεικε τέρετρα Καλυψώ, δῖα θεάων:
τέτρηνεν δ᾿ ἄρα πάντα καὶ ἥρμοσεν ἀλλήλοισιν,
γόμφοισιν δ᾿ ἄρα τήν γε καὶ ἁρμονίῃσιν ἄρασσεν.
ὅσσον τίς τ᾿ ἔδαφος νηὸς τορνώσεται ἀνὴρ
και τα 'ξυσε με το σκεπάρνι του, με στάφνη ισιώνοντας τα.
Ωστόσο η Καλυψώ η πανέμνοστη του πήγε τα τρυπάνια'
και σύντας σε ολα τρύπες άνοιξε και τα σοφίλιασε όλα,
με ξυλοκάρφια και δεντρόφλουδες σφιχτά σφιχτά τα δένει.
Όσο φαρδύ ένα γύρο χάραξε για φορτηγό καράβι
250 φορτίδος εὐρείης, ἐὺ εἰδὼς τεκτοσυνάων,
τόσσον ἔπ᾿ εὐρεῖαν σχεδίην ποιήσατ᾿ Ὀδυσσεύς.
ἴκρια δὲ στήσας, ἀραρὼν θαμέσι σταμίνεσσι,
ποίει: ἀτὰρ μακρῇσιν ἐπηγκενίδεσσι τελεύτα.
ἐν δ᾿ ἱστὸν ποίει καὶ ἐπίκριον ἄρμενον αὐτῷ:
τον πάτο μαραγκός, την τέχνη του που περισσά κατέχει,
τόσο φαρδιά να κάνει θέλησε κι εκείνος την πλωτή του.
Στήνει παγίδια, με στραβόξυλα πολλά στεριώνοντας τα,
και με μακριές σανίδες πάτωσε στο τέλος την κουβέρτα.
Και το κατάρτι μέσα εστήριξε με ταιριασμένη αντένα,
255 πρὸς δ᾿ ἄρα πηδάλιον ποιήσατο, ὄφρ᾿ ἰθύνοι.
φράξε δέ μιν ῥίπεσσι διαμπερὲς οἰσυί̈νῃσι
κύματος εἶλαρ ἔμεν: πολλὴν δ᾿ ἐπεχεύατο ὕλην.
τόφρα δὲ φάρε᾿ ἔνεικε Καλυψώ, δῖα θεάων,
ἱστία ποιήσασθαι: ὁ δ᾿ εὖ τεχνήσατο καὶ τά.
και το τιμόνι του μαστόρεψε, να κυβερνάει το σκάφος,
και με κλωνάρια ετιάς περίφραξε τρογύρα την πλωτή του,
να τον φυλάν από τα κύματα, και σώριασε και φύλλα.
Κι η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, λινό του κουβαλούσε
για τα πανιά᾿ κι αυτός περίτεχνα μαστόρεψε και τούτα'
260 ἐν δ᾿ ὑπέρας τε κάλους τε πόδας τ᾿ ἐνέδησεν ἐν αὐτῇ,
μοχλοῖσιν δ᾿ ἄρα τήν γε κατείρυσεν εἰς ἅλα δῖαν.
ὣτέτρατον ἦμαρ ἔην, καὶ τῷ τετέλεστο ἅπαντα:
τῷ δ᾿ ἄρα πέμπτῳ πέμπ᾿ ἀπὸ νήσου δῖα Καλυψώ,
εἵματά τ᾿ ἀμφιέσασα θυώδεα καὶ λούσασα.
ξάρτια κι απλές και σκότες έδεσε τελεύοντας, και τότε ᾿
με τα φαλάγγια στ᾿ άγια κύματα την έσπρωξε να πέσει.
Είχαν περάσει μέρες τέσσερεις, σα βρέθη τελειωμένος·
στις πέντε η Καλυψώ τον άφηνε πια απ᾿ το νησί να φύγει,
με ρούχα ευωδιαστά απ᾿ το χέρι της ντυμένο και λουσμένο.
265 ἐν δέ οἱ ἀσκὸν ἔθηκε θεὰ μέλανος οἴνοιο
τὸν ἕτερον, ἕτερον δ᾿ ὕδατος μέγαν, ἐν δὲ καὶ ᾖα
κωρύκῳ: ἐν δέ οἱ ὄψα τίθει μενοεικέα πολλά:
οὖρον δὲ προέηκεν ἀπήμονά τε λιαρόν τε.
γηθόσυνος δ᾿ οὔρῳ πέτασ᾿ ἱστία δῖος Ὀδυσσεύς.
Δυο ασκιά πιο πρώτα του κουβάλησε· μαύρο κρασί είχε το 'να,
το άλλο νερό — το μεγαλυτερο — κι ακόμα το δισάκι με τις θροφές,
και μέσα νόστιμα προσφάγια του 'χε βάλει᾿ τέλος αγέρα πρίμο,
απείραγο, γλυκόπνογο του στέλνει. Τότε ο Οδυσσέας ο θείος,
χαρουμενος από τον πρίμο αγέρα,
270 αὐτὰρ ὁ πηδαλίῳ ἰθύνετο τεχνηέντως
ἥμενος, οὐδέ οἱ ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν
Πληιάδας τ᾿ ἐσορῶντι καὶ ὀψὲ δύοντα Βοώτην
Ἄρκτον θ᾿, ἣν καὶ ἄμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν,
ἥ τ᾿ αὐτοῦ στρέφεται καί τ᾿ Ὠρίωνα δοκεύει,
σηκώνει τα πανιά, και κάθισε, με τέχνη το τιμόνι
να κυβερνά, κι ουδέ που βάραινε τα βλέφαρα του ο γύπνος,
την Πουλια, το Βουκόλο ως κοίταζε, που αργεί να βασιλέψει,
και το Χορό τον εφταπάρθενο, που τόνε λεν κι Αμάξι,
κι αυτού γυρνάει παραμονεύοντας το Αλετροπόδι πάντα,
275 οἴη δ᾿ ἄμμορός ἐστι λοετρῶν Ὠκεανοῖο:
τὴν γὰρ δή μιν ἄνωγε Καλυψώ, δῖα θεάων,
ποντοπορευέμεναι ἐπ᾿ ἀριστερὰ χειρὸς ἔχοντα.
ἑπτὰ δὲ καὶ δέκα μὲν πλέεν ἤματα ποντοπορεύων,
ὀκτωκαιδεκάτῃ δ᾿ ἐφάνη ὄρεα σκιόεντα
και μόνο αυτός λουτρό δε χαίρεται στον Ωκεανό ποτέ του·
τι η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, του το 'χε πει,
το Αμάξι να το 'χει, ως αρμενίζει, αδιάκοπα στο χέρι το ζερβί του.
Διάβηκαν δεκαεφτά μερόνυχτα που αρμένιζε ο Οδυσσέας·
στις δεκοχτώ τα βαθιογίσκιωτα βουνά πρόβαλαν τέλος,
280 γαίης Φαιήκων, ὅθι τ᾿ ἄγχιστον πέλεν αὐτῷ:
εἴσατο δ᾿ ὡς ὅτε ῥινὸν ἐν ἠεροειδέι πόντῳ.
τὸν δ᾿ ἐξ Αἰθιόπων ἀνιὼν κρείων ἐνοσίχθων
τηλόθεν ἐκ Σολύμων ὀρέων ἴδεν: εἴσατο γάρ οἱ
πόντον ἐπιπλώων. ὁ δ᾿ ἐχώσατο κηρόθι μᾶλλον,
απ᾿ τη μεριά που εκείνος βρίσκουνταν, της χώρας των Φαιάκων,
και του φάνταζαν στο αχνογάλαζο πέλαο σα σκουτάρι.
Ωστόσο απ᾿ τους Αιθίοπες διάγερνεν ο μέγας Κοσμοσείστης,
και ξάφνου απ᾿ τα βουνά των Σόλυμων μακριά τον είδε ομπρός του
που αρμένιζε, κι ευτύς εφούντωσε πιο ακόμα η μάνητα του,
285 κινήσας δὲ κάρη προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν:
«ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ μετεβούλευσαν θεοὶ ἄλλως
ἀμφ᾿ Ὀδυσῆι ἐμεῖο μετ᾿ Αἰθιόπεσσιν ἐόντος,
καὶ δὴ Φαιήκων γαίης σχεδόν, ἔνθα οἱ αἶσα
ἐκφυγέειν μέγα πεῖραρ ὀιζύος, ἥ μιν ἱκάνει.
και το κεφάλι σειώντας μίλησε μες στην καρδιά του κι είπε:
«Ωχού μου, δες, αλλαξογνώμησαν οι αθάνατοι οι άλλοι κι είπαν,
την ώρα στους Αιθίοπες που 'λειπα, να στρέψει πια ο Οδυσσέας!
Στη γη των Φαιάκων κιόλας ζύγωσε᾿ της συφοράς το δίχτυ τον
δαμάζει εκεί του γράφεται για πάντα να ξεφύγει.
290 ἀλλ᾿ ἔτι μέν μίν φημι ἅδην ἐλάαν κακότητος.»
ὣς εἰπὼν σύναγεν νεφέλας, ἐτάραξε δὲ πόντον
χερσὶ τρίαιναν ἑλών: πάσας δ᾿ ὀρόθυνεν ἀέλλας
παντοίων ἀνέμων, σὺν δὲ νεφέεσσι κάλυψε
γαῖαν ὁμοῦ καὶ πόντον: ὀρώρει δ᾿ οὐρανόθεν νύξ.
Μα εγώ πιο πρώτα κι άλλα βάσανα να τον χορτάσω θέλω!»
Σαν είπε αυτά, μαζώνει σύγνεφα, το πέλαο συνταράζει
κρατώντας το τρικράνι κι άσκωσε τρανό μπουρίνι, κι όλους
ολούθε αμόλησε τους ανέμους, και σκέπασε με νέφη
στεριές μαζί και πέλαα, κι άπλωσε θολή απ᾿ τα ουράνια νύχτα.
295 σὺν δ᾿ Εὖρός τε Νότος τ᾿ ἔπεσον Ζέφυρός τε δυσαὴς
καὶ Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῦμα κυλίνδων.
καὶ τότ᾿ Ὀδυσσῆος λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ,
ὀχθήσας δ᾿ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν:
«ὤ μοι ἐγὼ δειλός, τί νύ μοι μήκιστα γένηται;
Μαζί νοτιάς, λεβάντες χίμιξαν κι ανήμερος πονέντης,
μαζί βοριάς αιθερογέννητος, τρανό κυλώντας κύμα'
και τότε του Οδυσσέα τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά του,
και με βαρύ καημό στην πέρφανη γυρνάει και λέει ψυχή του:
«Αλί σε μένα τον τρισάμοιρο, τι θ᾿ απογίνω τώρα;
300 δείδω μὴ δὴ πάντα θεὰ νημερτέα εἶπεν,
ἥ μ᾿ ἔφατ᾿ ἐν πόντῳ, πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι,
ἄλγε᾿ ἀναπλήσειν: τὰ δὲ δὴ νῦν πάντα τελεῖται.
οἵοισιν νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν εὐρὺν
Ζεύς, ἐτάραξε δὲ πόντον, ἐπισπέρχουσι δ᾿ ἄελλαι
Τρέμω, η θεά τα που προφήτεψε μη βγουν σωστά ως την άκρη,
που μου 'λεγε πως πλήθος βάσανα θα σύρω στα πελάγη,
πριχού διαγείρω στην πατρίδα μου᾿ τώρα τελεύουν όλα.
Ο Δίας, για δες, με πόσα σύγνεφα τα ουράνια πλάτη ζώνει
και πως συντάραξε τη θάλασσα! Μανιάζει το μπουρίνι
305 παντοίων ἀνέμων. νῦν μοι σῶς αἰπὺς ὄλεθρος.
τρὶς μάκαρες Δαναοὶ καὶ τετράκις, οἳ τότ᾿ ὄλοντο
Τροίῃ ἐν εὐρείῃ χάριν Ἀτρεί̈δῃσι φέροντες.
ὡς δὴ ἐγώ γ᾿ ὄφελον θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν
ἤματι τῷ ὅτε μοι πλεῖστοι χαλκήρεα δοῦρα
κι ολούθε οι ανέμοι ξαμολήθηκαν πια γλιτωμό δεν έχω.
Μακαρισμένοι τρεις και τέσσερεις φορές οι Αργίτες, όσοι
στην Τροία χάθηκαν την απλόχωρη για τους υγιούς του Ατρέα
Να 'ταν και μένα να με σκότωναν, να μ᾿ είχε πάρει ο Χάρος
τη μέρα αρίφνητοι που μου 'ριχναν οι Τρώες, στον Αχιλλέα,
310 Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεί̈ωνι θανόντι.
τῷ κ᾿ ἔλαχον κτερέων, καί μευ κλέος ἦγον Ἀχαιοί:
νῦν δέ λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι.»
ὣς ἄρα μιν εἰπόντ᾿ ἔλασεν μέγα κῦμα κατ᾿ ἄκρης
δεινὸν ἐπεσσύμενον, περὶ δὲ σχεδίην ἐλέλιξε.
τον σκοτωμένο γύρα ως πάλευα, με τα χαλκά κοντάρια!
Καν τάφο θα 'χα και θα δόξαζαν οι Αργίτες τ᾿ όνομά μου'
μα τώρα με τρισάθλιο θάνατο να σβήσω μου μελλόταν!».᾿
Καθώς μιλούσε, πέφτει απάνω του χιμώντας άγριο κύμα,
γιγάντιο, κι η πλωτή τραντάχτηκε και στρουφογύρισε όλη'
315 τῆλε δ᾿ ἀπὸ σχεδίης αὐτὸς πέσε, πηδάλιον δὲ
ἐκ χειρῶν προέηκε: μέσον δέ οἱ ἱστὸν ἔαξεν
δεινὴ μισγομένων ἀνέμων ἐλθοῦσα θύελλα,
τηλοῦ δὲ σπεῖρον καὶ ἐπίκριον ἔμπεσε πόντῳ.
τὸν δ᾿ ἄρ᾿ ὑπόβρυχα θῆκε πολὺν χρόνον, οὐδ᾿ ἐδυνάσθη
κι ατός του απ᾿ την πλωτή τινάχτηκε μακριά, και το τιμόνι
του ξέφυγε απ᾿ τα χέρια᾿ τ᾿ άρμπουρο τσακίστηκε στη μέση
απ᾿ το μπουρίνι το άγριο που άσκωναν οι μπερδεμένοι ανέμοι,
κι αλάργα το πανί στη θάλασσα κι η αντένα εσφεντονίστη᾿
κι εκείνον στα βαθιά τον βούλιαξε νερά πολληώρα, κι ούτε
320 αἶψα μάλ᾿ ἀνσχεθέειν μεγάλου ὑπὸ κύματος ὁρμῆς:
εἵματα γάρ ῥ᾿ ἐβάρυνε, τά οἱ πόρε δῖα Καλυψώ.
ὀψὲ δὲ δή ῥ᾿ ἀνέδυ, στόματος δ᾿ ἐξέπτυσεν ἅλμην
πικρήν, ἥ οἱ πολλὴ ἀπὸ κρατὸς κελάρυζεν.
ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὣς σχεδίης ἐπελήθετο, τειρόμενός περ,
μπορούσε να ξαναβγεί απ᾿ την ορμή του φοβερού κυμάτου᾿
τα ρούχα η Καλυψώ που του 'δωκε πολύ μαθές βαραίναν.
Πρόβαλε τέλος έξω κι έφτυσε την άρμη από το στόμα,
που σαν ποτάμι απ᾿ το κεφάλι του πικρή χυνόταν κάτω.
Μα κι έτσι την πλωτή δεν ξέχασε, κι ας είχε πια αποκάμει,
325 ἀλλὰ μεθορμηθεὶς ἐνὶ κύμασιν ἐλλάβετ᾿ αὐτῆς,
ἐν μέσσῃ δὲ καθῖζε τέλος θανάτου ἀλεείνων.
τὴν δ᾿ ἐφόρει μέγα κῦμα κατὰ ῥόον ἔνθα καὶ ἔνθα.
ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ὀπωρινὸς Βορέης φορέῃσιν ἀκάνθας
ἂμ πεδίον, πυκιναὶ δὲ πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχονται,
μονάχα εχύθη μες στα κύματα κι απάνω της επιάστη,
και κάθισε στη μέση, θέλοντας του Χάρου να ξεφύγει.
Κι αυτήν την έσερνε θεόρατο το κύμα πέρα δώθε.
Πως ο βοριάς χινοπωριάτικα σαρώνει μες στον κάμπο
τ᾿ αγκάθια, κι όλα κουβαριάζουνται μαζί σφιχτά᾿ παρόμοια
330 ὣς τὴν ἂμ πέλαγος ἄνεμοι φέρον ἔνθα καὶ ἔνθα:
ἄλλοτε μέν τε Νότος Βορέῃ προβάλεσκε φέρεσθαι,
ἄλλοτε δ᾿ αὖτ᾿ Εὖρος Ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν.
τὸν δὲ ἴδεν Κάδμου θυγάτηρ, καλλίσφυρος Ἰνώ,
Λευκοθέη, ἣ πρὶν μὲν ἔην βροτὸς αὐδήεσσα,
κι αυτήν οι ανέμοι μες στο πέλαγο τη σέρναν δώθε κείθε᾿
μια στο βοριά ο νοτιάς την έριχνε, μαζί του να τη σύρει,
και μια ο λεβάντες την παράδινε να τη χτυπά ο πονέντης.
Ωστόσο η κόρη η λιγναστράγαλη του Κάδμου Ινώ τον είδε,
η Λευκοθέα, που ήταν πρωτύτερα θνητή ανθρωπολαλούσα,
335 νῦν δ᾿ ἁλὸς ἐν πελάγεσσι θεῶν ἒξ ἔμμορε τιμῆς.
ἥ ῥ᾿ Ὀδυσῆ᾿ ἐλέησεν ἀλώμενον, ἄλγε᾿ ἔχοντα,
αἰθυίῃ δ᾿ ἐικυῖα ποτῇ ἀνεδύσετο λίμνης,
ἷζε δ᾿ ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου εἶπέ τε μῦθον:
«κάμμορε, τίπτε τοι ὧδε Ποσειδάων ἐνοσίχθων
μα τώρα απ᾿ τους θεούς στα πέλαγα θεϊκές τιμές της λάχαν
κι όπως τον είδε που παράδερνε, τον πόνεσε η καρδιά της,
κι ως φτερωτό νεροχελίδονο ξεπρόβαλε απ᾿ το κύμα,
κι έκατσε απάνω στην ξυλόδετη πλωτή και του μιλουσε:
«Ο Ποσειδώνας, κακορίζικε, γιατί σου οχτρεύτη τόσο,
340 ὠδύσατ᾿ ἐκπάγλως, ὅτι τοι κακὰ πολλὰ φυτεύει;
οὐ μὲν δή σε καταφθίσει μάλα περ μενεαίνων.
ἀλλὰ μάλ᾿ ὧδ᾿ ἔρξαι, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν:
εἵματα ταῦτ᾿ ἀποδὺς σχεδίην ἀνέμοισι φέρεσθαι
κάλλιπ᾿, ἀτὰρ χείρεσσι νέων ἐπιμαίεο νόστου
ο κοσμοσείστης, και με βάσανα σε τυραννάει περίσσια;
Δε θα σου δώσει ωστόσο θάνατο, τρανή κι ας ειν᾿ η οργή του.
Μα ό,τι σου πω να κάνεις᾿ άμυαλος δε μοιάζεις να 'σαι αλήθεια'
γδύσου τα ρούχα αυτά, στους ανέμους παράτα την πλωτή σου
και κολυμπώντας με τα χέρια σου πολέμησε να φτάσεις
345 γαίης Φαιήκων, ὅθι τοι μοῖρ᾿ ἐστὶν ἀλύξαι.
τῆ δέ, τόδε κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τανύσσαι
ἄμβροτον: οὐδέ τί τοι παθέειν δέος οὐδ᾿ ἀπολέσθαι.
αὐτὰρ ἐπὴν χείρεσσιν ἐφάψεαι ἠπείροιο,
ἂψ ἀπολυσάμενος βαλέειν εἰς οἴνοπα πόντον
στη γη των Φαίακων, όπου σου 'γραψεν η μοίρα να γλιτώσεις.
Να, πάρε τώρα το μαγνάδι μου, κάτω απ᾿ τα στήθια ζωσ᾿ το,
κι είναι ακατάλυτο᾿ πια θάνατο δεν έχεις να φοβάσαι.
Μα σαν αγγίξεις με το χέρι σου στεριά, το λύνεις πάλε
απ᾿ το κορμί σου, και στο πέλαγο το ρίχνεις το κρασάτο
350 πολλὸν ἀπ᾿ ἠπείρου, αὐτὸς δ᾿ ἀπονόσφι τραπέσθαι.»
ὣς ἄρα φωνήσασα θεὰ κρήδεμνον ἔδωκεν,
αὐτὴ δ᾿ ἂψ ἐς πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα
αἰθυίῃ ἐικυῖα: μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν.
αὐτὰρ ὁ μερμήριξε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
μακριά από τη στεριά, τα μάτια σου γυρνώντας απ᾿ την άλλη.»
Είπε η θεά, και το μαγνάδι της ως του 'βαλε στο χέρι,
στην κυματούσα μέσα θάλασσα βουτάει ξανά, παρόμοια
νεροχελίδονο, και χώθηκε στο μαύρο κύμα μέσα.
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυβάσανος να συλλογιέται πήρε,
355 ὀχθήσας δ᾿ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν:
«ὤ μοι ἐγώ, μή τίς μοι ὑφαίνῃσιν δόλον αὖτε
ἀθανάτων, ὅ τέ με σχεδίης ἀποβῆναι ἀνώγει.
ἀλλὰ μάλ᾿ οὔ πω πείσομ᾿, ἐπεὶ ἑκὰς ὀφθαλμοῖσιν
γαῖαν ἐγὼν ἰδόμην, ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι.
και με βαριά καρδιά στην πέρφανη γυρνάει και λέει ψυχή του:
« Ωχού, κανείς απ᾿ τους αθάνατους καινούργιο δόλο τρέμω
μπας και μου πλέκει εδώ, ζητώντας μου ν᾿ άφήσω την πλωτή μου.
Μα δε θ᾿ ακούσω ευτύς· αγνάντεψαν τα μάτια μου τη χώρα
αλάργα ακόμα, εκεί που, ως έλεγε, θα βρω το γλιτωμό μου.
360 ἀλλὰ μάλ᾿ ὧδ᾿ ἔρξω, δοκέει δέ μοι εἶναι ἄριστον:
ὄφρ᾿ ἂν μέν κεν δούρατ᾿ ἐν ἁρμονίῃσιν ἀρήρῃ,
τόφρ᾿ αὐτοῦ μενέω καὶ τλήσομαι ἄλγεα πάσχων:
αὐτὰρ ἐπὴν δή μοι σχεδίην διὰ κῦμα τινάξῃ,
νήξομ᾿, ἐπεὶ οὐ μέν τι πάρα προνοῆσαι ἄμεινον.»
Αυτό θα κάνω, και μου εικάζεται το πιο καλο ως είναι:
όσο αρμοδένουν στα δεσίματα σφιγμένα τα μαδέρια,
εδώ θα κρατηθώ απαντέχοντας, βαριά κι ας τυραννιέμαι'
μονάχα αν την πλωτή τα κύματα χτυπώντας ξεστελιώσουν,
θα πέσω στο νερό᾿ καλύτερο να σοφιστώ δεν έχω.»
365 ἧος ὁ ταῦθ᾿ ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
ὦρσε δ᾿ ἐπὶ μέγα κῦμα Ποσειδάων ἐνοσίχθων,
δεινόν τ᾿ ἀργαλέον τε, κατηρεφές, ἤλασε δ᾿ αὐτόν.
ὡς δ᾿ ἄνεμος ζαὴς ἠί̈ων θημῶνα τινάξῃ
καρφαλέων: τὰ μὲν ἄρ τε διεσκέδασ᾿ ἄλλυδις ἄλλῃ:
Αυτά ως ανάδευε στα φρένα του βαθιά και στην καρδιά του,
ο Ποσειδώνας κύμα εσήκωσε γιγάντιο, ο κοσμοσείστης,
φριχτό, αγριεμένο, αψηλοθόλωτο, κι απάνω του το ρίχνει.
Πως δυνατός αγέρας τ᾿ άχερα της θημωνιάς τινάζει,
ξερά όπως είναι, διασκορπώντας τα μιαν άκρη ως άλλη ολούθε,
370 ὣς τῆς δούρατα μακρὰ διεσκέδασ'. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ἀμφ᾿ ἑνὶ δούρατι βαῖνε, κέληθ᾿ ὡς ἵππον ἐλαύνων,
εἵματα δ᾿ ἐξαπέδυνε, τά οἱ πόρε δῖα Καλυψώ.
αὐτίκα δὲ κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τάνυσσεν,
αὐτὸς δὲ πρηνὴς ἁλὶ κάππεσε, χεῖρε πετάσσας,
παρόμοια τα μακριά της σκόρπισε μαδέρια᾿ κι ο Οδυσσέας
ένα μαδέρι καβαλίκεψε, λες κι άλογο λαλούσε.
Βγάζει από πάνω του της έμνοστης της Καλυψώς τα ρούχα,
και κάτω από τα στήθια του άπλωσε το θείο κεφαλοπάνι,
κι ανοίγοντας τα χέρια, μπρούμυτα στο κύμα μέσα ερίχτη,
375 νηχέμεναι μεμαώς. ἴδε δὲ κρείων ἐνοσίχθων,
κινήσας δὲ κάρη προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν:
«οὕτω νῦν κακὰ πολλὰ παθὼν ἀλόω κατὰ πόντον,
εἰς ὅ κεν ἀνθρώποισι διοτρεφέεσσι μιγήῃς.
ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὥς σε ἔολπα ὀνόσσεσθαι κακότητος.»
να κολυμπήσει. Κι ως τον κοίταξεν ο μέγας Κοσμοσείστης,
την κεφαλή του σειώντας μίλησε μες στην καρδιά του κι είπε:
«Έτσι, τραβώντας πάθη αρίφνητα, μες στα πελάγη δέρνου,
η ώρα ως να 'ρθεί, που θεογέννητους ανθρώπους πια θα σμίξεις.
Μα κι έτσι λέω για τα τυράννια σου παράπονο δε θα 'χεις.»
380 ὣς ἄρα φωνήσας ἵμασεν καλλίτριχας ἵππους,
ἵκετο δ᾿ εἰς Αἰγάς, ὅθι οἱ κλυτὰ δώματ᾿ ἔασιν.
αὐτὰρ Ἀθηναίη κούρη Διὸς ἄλλ᾿ ἐνόησεν.
ἦ τοι τῶν ἄλλων ἀνέμων κατέδησε κελεύθους,
παύσασθαι δ᾿ ἐκέλευσε καὶ εὐνηθῆναι ἅπαντας:
Είπε, και τ᾿ άτια τα ωριοχήτικα χτυπάει με το μαστίγι,
και στις Αιγές, στο πολυξάκουστο παλάτι του διαγέρνει.
Ωστόσο κι η Αθηνά στοχάζουνταν άλλες δουλειές να κάνει'
τις στράτες των ανέμων έδεσε των άλλων, και να κόψουν
του γιου του Κρόνου η κόρη πρόσταξε και να πλαγιάσουν όλοι'
385 ὦρσε δ᾿ ἐπὶ κραιπνὸν Βορέην, πρὸ δὲ κύματ᾿ ἔαξεν,
ἧος ὃ Φαιήκεσσι φιληρέτμοισι μιγείη
διογενὴς Ὀδυσεὺς θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξας.
ἔνθα δύω νύκτας δύο τ᾿ ἤματα κύματι πηγῷ
πλάζετο, πολλὰ δέ οἱ κραδίη προτιόσσετ᾿ ὄλεθρον.
και το βοριά τρανό ξεσήκωσε, κι ομπρός το κύμα στρώνει,
ως που τους Φαίακες τους περίλαμπρους να σμίξει κουπολάτες
ο θείος Οδυσσέας, ξεφεύγοντας της μοίρας και του Χάρου.
Δυο νύχτες και δυο μέρες δέρνουνταν στο φουσκωμένο κύμα,
και το χαμό η καρδιά του αντίκριζε κάθε στιγμή μπροστά του'
390 ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τρίτον ἦμαρ ἐυπλόκαμος τέλεσ᾿ Ἠώς,
καὶ τότ᾿ ἔπειτ᾿ ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο ἠδὲ γαλήνη
ἔπλετο νηνεμίη: ὁ δ᾿ ἄρα σχεδὸν εἴσιδε γαῖαν
ὀξὺ μάλα προϊδών, μεγάλου ὑπὸ κύματος ἀρθείς.
ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ἂν ἀσπάσιος βίοτος παίδεσσι φανήῃ
μα η τρίτη ως ήρθε κι η ωριοπλέξουδη πια είχεν Αυγή προβάλει,
πήρε ο βοριάς και καταλάγιασε, και χύθηκε γαλήνη
απάνεμη· κι εκείνος ξέκρινε με κοφτερό το μάτι,
κύμα τρανό καθώς τον σήκωσε, στεριά πιο μπρος του λίγο.
Πόση χαρά τα τέκνα νιώθουνε τον κύρη τους θωρώντας,
395 πατρός, ὃς ἐν νούσῳ κεῖται κρατέρ᾿ ἄλγεα πάσχων,
δηρὸν τηκόμενος, στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων,
ἀσπάσιον δ᾿ ἄρα τόν γε θεοὶ κακότητος ἔλυσαν,
ὣς Ὀδυσεῖ ἀσπαστὸν ἐείσατο γαῖα καὶ ὕλη,
νῆχε δ᾿ ἐπειγόμενος ποσὶν ἠπείρου ἐπιβῆναι.
που σε βαριάν αρρώστια κοίτεται και λιώνει χρόνια τώρα
μέσα στους πόνους, τι τον χτύπησε κάποιος θεός που οργίστη,
και τέλος οι θεοί τον γλίτωσαν, κι είναι τρανή η χαρά τους —
παρόμοια κι ο Οδυσσέας εχάρηκε, τη γη, τα δάση ως είδε'
κι έπλεκε γρήγορα, τα πόδια του πια χώμα να πατήσουν.
400 ἀλλ᾿ ὅτε τόσσον ἀπῆν ὅσσον τε γέγωνε βοήσας,
καὶ δὴ δοῦπον ἄκουσε ποτὶ σπιλάδεσσι θαλάσσης:
ῥόχθει γὰρ μέγα κῦμα ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο
δεινὸν ἐρευγόμενον, εἴλυτο δὲ πάνθ᾿ ἁλὸς ἄχνῃ:
οὐ γὰρ ἔσαν λιμένες νηῶν ὄχοι, οὐδ᾿ ἐπιωγαί.
Μα σύντας τόσο κοντοζύγωσεν, όσο η φωνή γρικιέται,
το βρούχος άκουσε της θάλασσας βαρύ στα βράχια απάνω'
τρανό το κύμα εβόγγα πέφτοντας στις ξέρες και πηδούσε
ψηλά ξεσπάζοντας, και κρύβουνταν τα πάντα σε αλισάχνη:
Δεν είχε εκεί λιμάνια γι᾿ άρμενα κι ουδ᾿ είχε αραξοβόλια,
405 ἀλλ᾿ ἀκταὶ προβλῆτες ἔσαν σπιλάδες τε πάγοι τε:
καὶ τότ᾿ Ὀδυσσῆος λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ,
ὀχθήσας δ᾿ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν:
«ὤ μοι, ἐπεὶ δὴ γαῖαν ἀελπέα δῶκεν ἰδέσθαι
Ζεύς, καὶ δὴ τόδε λαῖτμα διατμήξας ἐπέρησα,
ήταν μονάχα κάβοι απόγκρεμοι, με ξέρες και με βράχια.
Και τότε και καρδιά και γόνατα λυθήκαν του Οδυσσέα,
κι αυτά βαρυγκομώντας μίλησε στην πέρφανη ψυχή του:
«Αλί μου, τώρα ο Δίας που μου 'δωκε στεριά να ιδώ μπροστά μου,
ανέλπιστα, και τόσο πέλαγο περνώντας έχω σκίσει,
410 ἔκβασις οὔ πῃ φαίνεθ᾿ ἁλὸς πολιοῖο θύραζε:
ἔκτοσθεν μὲν γὰρ πάγοι ὀξέες, ἀμφὶ δὲ κῦμα
βέβρυχεν ῥόθιον, λισσὴ δ᾿ ἀναδέδρομε πέτρη,
ἀγχιβαθὴς δὲ θάλασσα, καὶ οὔ πως ἔστι πόδεσσι
στήμεναι ἀμφοτέροισι καὶ ἐκφυγέειν κακότητα:
δε βλέπω τρόπο από τη θάλασσα να βγω την αφρισμένη·
τι απόξω στέκουν αγκυλόβραχοι, και γύρα τους το κύμα
μουγκρίζει βογγόντας, κι υψώνεται κοφτός του βράχου ο τοίχος,
κι είναι βαθιά από κάτω η θάλασσα᾿ στα δυο μου πόδια τόπος
ν᾿ ανέβω να σταθώ δε βρίσκεται, να λείψω απ᾿ τα τυράννια.
415 μή πώς μ᾿ ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι ποτὶ πέτρῃ
κῦμα μέγ᾿ ἁρπάξαν: μελέη δέ μοι ἔσσεται ὁρμή.
εἰ δέ κ᾿ ἔτι προτέρω παρανήξομαι, ἤν που ἐφεύρω
ἠιόνας τε παραπλῆγας λιμένας τε θαλάσσης,
δείδω μή μ᾿ ἐξαῦτις ἀναρπάξασα θύελλα
Μήπως, ως βγαίνω, κύμα αρπώντας με τρανό με ρίξει απάνω
στους στέριους βράχους, κι όλη η φόρα μου χαμένη πάει, φοβούμαι.
Αν πάλε πάω πιο πέρα, πλέκοντας γιαλό γιαλό, μην έβρω
κάπου γυρόγιαλα απαλόστρωτα και σίγουρα λιμάνια,
η ανεμοζάλη τρέμω αρπώντας με μπας και ξανά με ρίξει
420 πόντον ἐπ᾿ ἰχθυόεντα φέρῃ βαρέα στενάχοντα,
ἠέ τί μοι καὶ κῆτος ἐπισσεύῃ μέγα δαίμων
ἐξ ἁλός, οἷά τε πολλὰ τρέφει κλυτὸς Ἀμφιτρίτη:
οἶδα γάρ, ὥς μοι ὀδώδυσται κλυτὸς ἐννοσίγαιος.»
ἧος ὁ ταῦθ᾿ ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
στο ψαροθρόφο πίσω πέλαγο, στα βογγητά μου μέσα᾿
για και θεός τρανό θεριόψαρο να μου χιμίξει βγάλει;
απ᾿ τους βυθούς, απ᾿ όσα αρίφνητα θρέφει η τρανή Αμφιτρίτη.
Το ξέρω, ο Κοσμοσείστης μάνητα πόση κρατάει για μένα!»
Κι ως τούτα ανάδευε στα φρένα του βαθιά και στην καρδιά του,
425 τόφρα δέ μιν μέγα κῦμα φέρε τρηχεῖαν ἐπ᾿ ἀκτήν.
ἔνθα κ᾿ ἀπὸ ῥινοὺς δρύφθη, σὺν δ᾿ ὀστέ᾿ ἀράχθη,
εἰ μὴ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη:
ἀμφοτέρῃσι δὲ χερσὶν ἐπεσσύμενος λάβε πέτρης,
τῆς ἔχετο στενάχων, ἧος μέγα κῦμα παρῆλθε.
κύμα θεόρατο τον πέταξε στου ακρόγιαλου τα βράχια᾿
τα κόκαλα του τότε θα 'σπαζε, τις σάρκες θα ξεσκούσε,
αν η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, δε φώτιζε το νου του'
χιμώντας σ᾿ ένα βράχο επιάστηκε και με τα δυο του χέρια,
κι εκεί κρατήθηκε στενάζοντας, ως να διαβεί το κύμα.
430 καὶ τὸ μὲν ὣς ὑπάλυξε, παλιρρόθιον δέ μιν αὖτις
πλῆξεν ἐπεσσύμενον, τηλοῦ δέ μιν ἔμβαλε πόντῳ.
ὡς δ᾿ ὅτε πουλύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο
πρὸς κοτυληδονόφιν πυκιναὶ λάιγγες ἔχονται,
ὣς τοῦ πρὸς πέτρῃσι θρασειάων ἀπὸ χειρῶν
Έτσι το γλίτωσε᾿ ξανάστροφα γυρνώντας όμως τούτο,
τον χτύπησε και τον σφεντόνισε μακριά στο κύμα μέσα.
Πως όντας μεσ᾿ απ᾿ το θαλάμι του ξεσέρνουν το χταπόδι,
κι έχουν κολλήσει στις βεντούζες του λιθάριαν απάνω πλήθος —
παρόμοια απ᾿ τ᾿ αντρειωμένα χέρια του στο βράχο απάνω οι σάρκες.
435 ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν: τὸν δὲ μέγα κῦμα κάλυψεν.
ἔνθα κε δὴ δύστηνος ὑπὲρ μόρον ὤλετ᾿ Ὀδυσσεύς,
εἰ μὴ ἐπιφροσύνην δῶκε γλαυκῶπις Ἀθήνη.
κύματος ἐξαναδύς, τά τ᾿ ἐρεύγεται ἤπειρόνδε,
νῆχε παρέξ, ἐς γαῖαν ὁρώμενος, εἴ που ἐφεύροι
απόμειναν, κι αυτόν τον σκέπασε το τρισμεγάλο κύμα.
Τότε ο Οδυσσέας, κι ας του 'παν άγραφο, θα χάνουνταν ο δόλιος,
αν φώτιση η Αθηνά η γλαυκόματη δεν του 'δινε και πάλι'
καθώς επρόβαλε απ᾿ τα κύματα, που στη στεριά ξεσπούσαν,
γιαλό γιαλό να πλέκει αρχίνησε, κοιτάζοντας μην έβρει
440 ἠιόνας τε παραπλῆγας λιμένας τε θαλάσσης.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ ποταμοῖο κατὰ στόμα καλλιρόοιο
ἷξε νέων, τῇ δή οἱ ἐείσατο χῶρος ἄριστος,
λεῖος πετράων, καὶ ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο,
ἔγνω δὲ προρέοντα καὶ εὔξατο ὃν κατὰ θυμόν:
κάπου γυρόγιαλα απαλόστρωτα και σίγουρα λιμάνια.
Κι ως κολυμπώντας τέλος έφτασε σε ομορφορεματάρη
το στόμα ποταμού, του εικάστηκε πολυ καλός ο τόπος·
τι ήταν γυμνός από ξερόβραχα κι απάγγειαζε ένα γύρο.
Κι ως τον αντίκρισε να χύνεται, μες στην καρδιά του ευκήθη:
445 «κλῦθι, ἄναξ, ὅτις ἐσσί: πολύλλιστον δέ σ᾿ ἱκάνω,
φεύγων ἐκ πόντοιο Ποσειδάωνος ἐνιπάς.
αἰδοῖος μέν τ᾿ ἐστὶ καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσιν
ἀνδρῶν ὅς τις ἵκηται ἀλώμενος, ὡς καὶ ἐγὼ νῦν
σόν τε ῥόον σά τε γούναθ᾿ ἱκάνω πολλὰ μογήσας.
«Όποιος κι αν είσαι, ρήγα, επάκουσε᾿ χιλιοπαρακαλώντας
πέφτω στα πόδια σου, απ᾿ τη θάλασσα την έχτρα να ξεφύγω
του Ποσειδώνα᾿ τι κι οι αθάνατοι να σεβαστούν ταιριάζει
έναν θνητό, που αφού παράδειρε, ζητάει σπλαχνιά᾿ παρόμοια
κι εγώ πολύπαθος στο ρέμα σου, στα πόδια σου προσπέφτω.
450 ἀλλ᾿ ἐλέαιρε, ἄναξ: ἱκέτης δέ τοι εὔχομαι εἶναι.»
ὣς φάθ᾿, ὁ δ᾿ αὐτίκα παῦσεν ἑὸν ῥόον, ἔσχε δὲ κῦμα,
πρόσθε δέ οἱ ποίησε γαλήνην, τὸν δ᾿ ἐσάωσεν
ἐς ποταμοῦ προχοάς. ὁ δ᾿ ἄρ᾿ ἄμφω γούνατ᾿ ἔκαμψε
χεῖράς τε στιβαράς. ἁλὶ γὰρ δέδμητο φίλον κῆρ.
Όμως σπλαχνίσου, ρήγα, ικέτης σου λογιέμαι αλήθεια τώρα!»
Είπε, κι αυτός το ρέμα του έκοψε και κράτησε το κύμα
κι ομπρός του τα νερά γαλήνεψε, στου ποταμού το στόμα
να τον δεχτεί᾿ κι εκείνου ελύγισαν τα γόνα και τα χέρια
τα θρασεμένα, τι είχε η θάλασσα δαμάσει την καρδιά του.
455 ᾤδεε δὲ χρόα πάντα, θάλασσα δὲ κήκιε πολλὴ
ἂν στόμα τε ῥῖνάς θ': ὁ δ᾿ ἄρ᾿ ἄπνευστος καὶ ἄναυδος
κεῖτ᾿ ὀλιγηπελέων, κάματος δέ μιν αἰνὸς ἵκανεν.
ἀλλ᾿ ὅτε δή ῥ᾿ ἄμπνυτο καὶ ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη,
καὶ τότε δὴ κρήδεμνον ἀπὸ ἕο λῦσε θεοῖο.
Ήταν πρησμένος όλος, κι έβγαζαν και στόμα και ρουθούνια
μαζί κρουνό το θαλασσόνερο᾿ κι εκείνος ελιγώθη,
κι άλαλος, άπνογος εκοίτουνταν, του κόπου αφανισμένος.
Μα ως πήρε ανάσα και στον τόπο της ήρθε η καρδιά του πάλε,
επήρε κι έλυσε από πάνω του το θείο κεφαλοπάνι,
460 καὶ τὸ μὲν ἐς ποταμὸν ἁλιμυρήεντα μεθῆκεν,
ἂψ δ᾿ ἔφερεν μέγα κῦμα κατὰ ῥόον, αἶψα δ᾿ ἄρ᾿ Ἰνὼ
δέξατο χερσὶ φίλῃσιν: ὁ δ᾿ ἐκ ποταμοῖο λιασθεὶς
σχοίνῳ ὑπεκλίνθη, κύσε δὲ ζείδωρον ἄρουραν.
ὀχθήσας δ᾿ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν:
και στο ποτάμι που κατέβαινε στη θάλασσα το αφήκε᾿
κύμα τρανό μεμιάς στρέμα του το πήρε, και το δέχτη
η Ινώ στα χέρια. Εκείνος φεύγοντας απ᾿ το ποτάμι δίπλα
σε σκοίνο γέρνει, κι ανασπάστηκε τη γη την πολυθρόφα,
και με βαριά καρδιά στην πέρφανη γυρνάει και λέει ψυχή του:
465 «ὤ μοι ἐγώ, τί πάθω; τί νύ μοι μήκιστα γένηται;
εἰ μέν κ᾿ ἐν ποταμῷ δυσκηδέα νύκτα φυλάσσω,
μή μ᾿ ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση
ἐξ ὀλιγηπελίης δαμάσῃ κεκαφηότα θυμόν:
αὔρη δ᾿ ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει ἠῶθι πρό.
«Τι έχω να πάθω ακόμα, αλίμονο, τι θ᾿ απογίνω αλήθεια;
Αν στο ποτάμι εδώ τη νύχτα μου κακοπεράσω, τρέμω
την παγωνιά την κακορίζικη και τη δροσιά της πάχνης,
μη βγει η ψυχή μου, έτσι που ανάκαρα δεν έχω πια καθόλου'
τι απ᾿ το ποτάμι αγιάζι σύναυγα κατάκρυο κατεβαίνει.
470 εἰ δέ κεν ἐς κλιτὺν ἀναβὰς καὶ δάσκιον ὕλην
θάμνοις ἐν πυκινοῖσι καταδράθω, εἴ με μεθείη
ῥῖγος καὶ κάματος, γλυκερὸς δέ μοι ὕπνος ἐπέλθῃ,
δείδω, μὴ θήρεσσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γένωμαι.»
ὣς ἄρα οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι:
Αν πάλε στην πλαγιά ανηφόριζα και στον κατάσκιο λόγγο,
να πέσω σε πυκνά χαμόκλαδα να κοιμηθώ, αν μ᾿ αφήσουν
το κρύο κι ο κάματος, σε ολόγλυκο παραδομένος ύπνο,
φοβούμαι στα θεριά διαγούμισμα πως θα γενώ και κούρσος.»
Κι αυτό του εικάστη, ως διαλογίζουνταν, το πιο καλο πως είναι,
475 βῆ ῥ᾿ ἴμεν εἰς ὕλην: τὴν δὲ σχεδὸν ὕδατος εὗρεν
ἐν περιφαινομένῳ: δοιοὺς δ᾿ ἄρ᾿ ὑπήλυθε θάμνους,
ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτας: ὁ μὲν φυλίης, ὁ δ᾿ ἐλαίης.
τοὺς μὲν ἄρ᾿ οὔτ᾿ ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντων,
οὔτε ποτ᾿ ἠέλιος φαέθων ἀκτῖσιν ἔβαλλεν,
δάσο να πάει να βρεί᾿ το πέτυχε στον ποταμό αποδίπλα,
ψηλά σε ξάγναντο, και τρύπωσε σε δυο από κάτω θάμνα,
φελίκι το 'να, το άλλο λιόδεντρο, που φύτρωναν αντάμα.
Οι ανέμοι οι νοτεροί δεν έφταναν φυσώντας εκεί μέσα,
μηδέ ποτέ κι ο γήλιος τα 'βρισκε με τις λαμπρές του αχτίδες,
480 οὔτ᾿ ὄμβρος περάασκε διαμπερές: ὣς ἄρα πυκνοὶ
ἀλλήλοισιν ἔφυν ἐπαμοιβαδίς: οὓς ὑπ᾿ Ὀδυσσεὺς
δύσετ'. ἄφαρ δ᾿ εὐνὴν ἐπαμήσατο χερσὶ φίλῃσιν
εὐρεῖαν: φύλλων γὰρ ἔην χύσις ἤλιθα πολλή,
ὅσσον τ᾿ ἠὲ δύω ἠὲ τρεῖς ἄνδρας ἔρυσθαι
μηδέ η βροχή το χώμα ενότιζε περνώντας μέσα — τόσο
το 'να με τ᾿ άλλο σφιχτομπλέκουνταν. Εκεί από κάτω εχώθη
τότε ο Οδυσσέας, και με τα χέρια του γοργά σκαρώνει στρώμα
πλατύχωρο, απ᾿ τα φύλλα που 'τυχαν πολλά χυμένα γύρω.
Με τούτα δυο και τρεις θα δύνουνταν να σκεπαστούν ανθρώποι,
485 ὥρῃ χειμερίῃ, εἰ καὶ μάλα περ χαλεπαίνοι.
τὴν μὲν ἰδὼν γήθησε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
ἐν δ᾿ ἄρα μέσσῃ λέκτο, χύσιν δ᾿ ἐπεχεύατο φύλλων.
ὡς δ᾿ ὅτε τις δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃ
ἀγροῦ ἐπ᾿ ἐσχατιῆς, ᾧ μὴ πάρα γείτονες ἄλλοι,
και να 'ναι κι άγριο μεσοχείμωνο, κακοκαιριά μεγάλη.
Το στρώμα ως είδε ο πολυβάσανος θείος Οδυσσέας εχάρη,
και πέφτοντας στη μέση εσώρωσε πολλά από πάνω φύλλα.
Πως μες στη μαύρη αθάλη χώνουμε δαυλό μισαναμμένο,
σε χτήμα απόμερο, που γύρα του δε βρίσκουνται γειτόνοι,
490 σπέρμα πυρὸς σώζων, ἵνα μή ποθεν ἄλλοθεν αὔοι,
ὣς Ὀδυσεὺς φύλλοισι καλύψατο: τῷ δ᾿ ἄρ᾿ Ἀθήνη
ὕπνον ἐπ᾿ ὄμμασι χεῦ᾿, ἵνα μιν παύσειε τάχιστα
δυσπονέος καμάτοιο φίλα βλέφαρ᾿ ἀμφικαλύψας.
να μένει σπίθα για προσάναμμα, να μη ζητάμε αλλούθε —
παρόμοια κι ο Οδυσσέας σκεπάστηκε με φύλλα, κι η Παλλάδα
στα μάτια του ύπνο πήρε κι έχυσε, που να του ξαλαφρώσει,
στα βλέφαρα του απάνω απλώνοντας, τον κάματο τον πλήθιο.