ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -δ-


-4- ἦοἱ δ᾿ ἷξον κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν,
πρὸς δ᾿ ἄρα δώματ᾿ ἔλων Μενελάου κυδαλίμοιο.
τὸν δ᾿ εὗρον δαινύντα γάμον πολλοῖσιν ἔτῃσιν
υἱέος ἠδὲ θυγατρὸς ἀμύμονος ᾧ ἐνὶ οἴκῳ.
Κι εκείνοι οι δυο στην πολυφάραγγη, τη βαθουλή φτασμένοι
τη Λακεδαίμονα, στου πέρφανου Μενέλαου το παλάτι
τραβούσαν, πάνω αυτός που γιόρταζε της άψεγης του κόρης
το γάμο και του γιου του, κι έκανε τραπέζι στους δικούς του.
5 τὴν μὲν Ἀχιλλῆος ῥηξήνορος υἱέι πέμπεν:
ἐν Τροίῃ γὰρ πρῶτον ὑπέσχετο καὶ κατένευσε
δωσέμεναι, τοῖσιν δὲ θεοὶ γάμον ἐξετέλειον.
τὴν ἄρ᾿ ὅ γ᾿ ἔνθ᾿ ἵπποισι καὶ ἅρμασι πέμπε νέεσθαι
Μυρμιδόνων προτὶ ἄστυ περικλυτόν, οἷσιν ἄνασσεν.
Την κόρη στον υγιό την έστελνε του φοβερού Αχιλλέα·
απ᾿ τον καιρό στην Τροία που βρίσκουνταν ακόμα το 'χε τάξει
να του τη δώσει· τώρα ετέλευαν οι αθάνατοι το γάμο.
Την έστελνε λοιπόν με αλόγατα κι αμάξια για το κάστρο
των Μυρμιδόνων το περίλαμπρο, που αφέντευε ο γαμπρός του.
10 υἱέι δὲ Σπάρτηθεν Ἀλέκτορος ἤγετο κούρην,
ὅς οἱ τηλύγετος γένετο κρατερὸς Μεγαπένθης
ἐκ δούλης: Ἑλένῃ δὲ θεοὶ γόνον οὐκέτ᾿ ἔφαινον,
ἐπεὶ δὴ τὸ πρῶτον ἐγείνατο παῖδ᾿ ἐρατεινήν,
Ἑρμιόνην, ἣ εἶδος ἔχε χρυσέης Ἀφροδίτης.
Το γιο στη Σπάρτη με του Aλέχτορα τον πάντρευε την κόρη,
το Μεγαπένθη τον αντρόκαρδο᾿ τον είχε στερνοπαίδι
από μια σκλάβα, τι δε χάριζαν πια στην Ελένη τέκνα
οι αθάνατοι, από μιας και γέννησε μια κόρη ζηλεμένη,
την Ερμιόνη, που παράβγαινε με τη χρυσή Αφροδίτη.
15 ὣς οἱ μὲν δαίνυντο καθ᾿ ὑψερεφὲς μέγα δῶμα
γείτονες ἠδὲ ἔται Μενελάου κυδαλίμοιο,
τερπόμενοι: μετὰ δέ σφιν ἐμέλπετο θεῖος ἀοιδὸς
φορμίζων, δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ᾿ αὐτούς,
μολπῆς ἐξάρχοντος, ἐδίνευον κατὰ μέσσους.
Έτσι στo μέγα, αψηλοτάβανο παλάτι οι συμπεθέροι
κι οι γείτονες του πολυδόξαστου Μενέλαου ξεφαντώναν
κι αγάλλουνταν μαζί τους κάθουνταν βαρώντας την κιθάρα
ο θείος τραγουδιστής, κι ως άνοιγε το στόμα του να ψάλει,
στριφογυρνώντας μες στη μάζωξη χόρευαν δυο ακροβάτες.
20 τὼ δ᾿ αὖτ᾿ ἐν προθύροισι δόμων αὐτώ τε καὶ ἵππω,
Τηλέμαχός θ᾿ ἥρως καὶ Νέστορος ἀγλαὸς υἱός,
στῆσαν: ὁ δὲ προμολὼν ἴδετο κρείων Ἐτεωνεύς,
ὀτρηρὸς θεράπων Μενελάου κυδαλίμοιο,
βῆ δ᾿ ἴμεν ἀγγελέων διὰ δώματα ποιμένι λαῶν,
Την ίδιαν ώρα ομπρός στην ξώπορτα κι αυτοί και τ᾿ άλογά τους,
ο γιος του Νέστορα κι ο αντρόκαρδος Τηλέμαχος, στάθηκαν.
Κι ο Ετεωνέας, που ο πολυξάκουστος Μενέλαος σύντροφο του
τον είχε μπιστεμένο, βγαίνοντας, μόλις τους είδε, τρέχει
στο βασιλιά να πάει το μήνυμα, περνώντας το παλάτι'
25 ἀγχοῦ δ᾿ ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
«ξείνω δή τινε τώδε, διοτρεφὲς ὦ Μενέλαε,
ἄνδρε δύω, γενεῇ δὲ Διὸς μεγάλοιο ἔικτον.
ἀλλ᾿ εἴπ᾿, ἤ σφωιν καταλύσομεν ὠκέας ἵππους,
ἦ ἄλλον πέμπωμεν ἱκανέμεν, ὅς κε φιλήσῃ.»
κι ως στάθη πλάι του με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Άκου, Μενέλαε θεογέννητε, μας ήρθαν κάποιοι ξένοι,
δυο νιοί, και μοιάζει να 'ναι η φύτρα τους από το Δία το μέγα.
Μον᾿ πες μου, τ᾿ άτια να ξεζέψουμε τα γρήγορα, για σε άλλου
σπίτι να πούμε να τραβήξουνε, να φιλοκονευτούνε;»
30 τὸν δὲ μέγ᾿ ὀχθήσας προσέφη ξανθὸς Μενέλαος:
«οὐ μὲν νήπιος ἦσθα, Βοηθοί̈δη Ἐτεωνεῦ,
τὸ πρίν: ἀτὰρ μὲν νῦν γε πάϊς ὣς νήπια βάζεις.
ἦ μὲν δὴ νῶι ξεινήια πολλὰ φαγόντε
ἄλλων ἀνθρώπων δεῦρ᾿ ἱκόμεθ᾿, αἴ κέ ποθι Ζεὺς
Τότε ο ξανθός Μενέλαος θύμωσε κι απηλογιά του δίνει:
«Του Βόηθου γιε, πιο πριν ανέμυαλος, Ετεωνέα, δεν ήσουν,
μα τώρα ανέμυαλα μου μίλησες, μικρό παιδί σαν να 'σουν.
Και μας συχνά μας φιλοκόνεψαν άνθρωποι ξένοι ως τώρα,
πριχού διαγείρουμε, κι ελπίζαμε στο Δία να μας γλιτώσει
35 ἐξοπίσω περ παύσῃ ὀιζύος. ἀλλὰ λύ᾿ ἵππους
ξείνων, ἐς δ᾿ αὐτοὺς προτέρω ἄγε θοινηθῆναι.»
ὣς φάθ᾿, ὁ δὲ μεγάροιο διέσσυτο, κέκλετο δ᾿ ἄλλους
ὀτρηροὺς θεράποντας ἅμα σπέσθαι ἑοῖ αὐτῷ.
οἱ δ᾿ ἵππους μὲν λῦσαν ὑπὸ ζυγοῦ ἱδρώοντας,
μια μέρα από τα τόσα βάσανα. Μον᾿ έλα, λύσε τ᾿ άτια
των ξένων και πιο μέσα μπάσε τους, να φαν, να πιουν μετά μας.»
Είπε, κι αυτός αφήκε τρέχοντας τον αντρωνίτη, κι άλλα
παιδόπουλα να τρέξουν γρήγορα φωνάζοντας, κι εκείνα
απ᾿ το ζυγό τους λύσαν τ᾿ άλογα λουσμένα στον ίδρωτα,
40 καὶ τοὺς μὲν κατέδησαν ἐφ᾿ ἱππείῃσι κάπῃσι,
πὰρ δ᾿ ἔβαλον ζειάς, ἀνὰ δὲ κρῖ λευκὸν ἔμιξαν,
ἅρματα δ᾿ ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα,
αὐτοὺς δ᾿ εἰσῆγον θεῖον δόμον. οἱ δὲ ἰδόντες
θαύμαζον κατὰ δῶμα διοτρεφέος βασιλῆος:
και στα παχνιά τους τ᾿ αλογάρικα τα δέσαν, και κριθάρι
μπροστά τους βάζαν άσπρο, ανάκατο με βίκο, και το αμάξι
γερμένο απαντικρύ το στήριξαν στο λιόφωτο τον τοίχο.
Τους νιους μετά στο θείο συνέμπασαν παλάτι, και σάστιζαν,
τούτοι το σπίτι του αρχοντόγεννου θαμάζοντας ρηγάρχη·
45 ὥς τε γὰρ ἠελίου αἴγλη πέλεν ἠὲ σελήνης
δῶμα καθ᾿ ὑψερεφὲς Μενελάου κυδαλίμοιο.
αὐτὰρ ἐπεὶ τάρπησαν ὁρώμενοι ὀφθαλμοῖσιν,
ἔς ῥ᾿ ἀσαμίνθους βάντες ἐυξέστας λούσαντο.
τοὺς δ᾿ ἐπεὶ οὖν δμῳαὶ λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ,
τι ολούθε φως στου πολυξάκουστου Μενέλαου το παλάτι
το αψηλοτάβανο ξεχύνουνταν — σα φεγγαριού, σαν ήλιου.
Και σα φραθήκαν πια τα μάτια τους θωρώντας ένα γύρο,
σε καλοσκαλισμένους κάθισαν για να λουστούν λουτήρες.
Κι αφού τους λούσαν και τους άλειψαν με μύρο οι παρακόρες
50 ἀμφὶ δ᾿ ἄρα χλαίνας οὔλας βάλον ἠδὲ χιτῶνας,
ἔς ῥα θρόνους ἕζοντο παρ᾿ Ἀτρεί̈δην Μενέλαον.
χέρνιβα δ᾿ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα
καλῇ χρυσείῃ ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος,
νίψασθαι: παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν.
και στο κορμί σγουρές τους φόρεσαν χλαμύδες και χιτώνες,
τους πήγαν σε θρονιά και κάθισαν κοντά στο γιο του Ατρέα.
Μια παρακόρη τότε τρέχοντας νερό σε στάμνα φέρνει,
χρυσή, πανώρια, κι από κάτω της ένα αργυρό λεγένι,
για να πλυθούν, κι ομπρός τους άπλωσε στραφταλιστό τραπέζι
55 σῖτον δ᾿ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα,
εἴδατα πόλλ᾿ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων.
δαιτρὸς δὲ κρειῶν πίνακας παρέθηκεν ἀείρας
παντοίων, παρὰ δέ σφι τίθει χρύσεια κύπελλα.
τὼ καὶ δεικνύμενος προσέφη ξανθὸς Μενέλαος:
Ψωμί κι η σεβαστή κελάρισσα τους κουβαλεί και πλήθος
φαγιά απιθώνει, απ᾿ ό,τι βρέθηκε καλό φιλεύοντάς τους.
Απλάδες κρέατα πήρε κι έφερε κι ο τραπεζάρης μπρος τους
λογής λογής, και πλάι τους έβαλε μαλαματένιες κούπες.
Τότε ο ξανθός Μενέλαος μίλησε καλωσορίζοντας τους:
60 «σίτου θ᾿ ἅπτεσθον καὶ χαίρετον. αὐτὰρ ἔπειτα
δείπνου πασσαμένω εἰρησόμεθ᾿, οἵ τινές ἐστον
ἀνδρῶν: οὐ γὰρ σφῷν γε γένος ἀπόλωλε τοκήων,
ἀλλ᾿ ἀνδρῶν γένος ἐστὲ διοτρεφέων βασιλήων
σκηπτούχων, ἐπεὶ οὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν.»
«Πιάστε ψωμί! Καλώς μας ήρθατε! Και σύντας πια αποφάτε,
θα 'ρθεί η στιγμή να σας ρωτήσουμε ποιοί τάχα να 'στε ανθρώποι.
Καθόλου αλήθεια δεν την κρύβετε τη φύτρα των γονιών σας'
το δίχως άλλο από αρχοντόγεννους κρατάτε βασιλιάδες
με ρηγικό ραβδί᾿ αχαμνόσογοι τέτοιους υγιούς δεν κάνουν.»
65 ὣς φάτο, καί σφιν νῶτα βοὸς παρὰ πίονα θῆκεν
ὄπτ᾿ ἐν χερσὶν ἑλών, τά ῥά οἱ γέρα πάρθεσαν αὐτῷ.
οἱ δ᾿ ἐπ᾿ ὀνείαθ᾿ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
δὴ τότε Τηλέμαχος προσεφώνεε Νέστορος υἱόν,
Είπε, και πήρε με τα χέρια του παχιά βοδίσια πλάτη,
ψητή, τα αρχοντομοίρι που 'δωκαν σ᾿ αυτόν, και τους τη δίνει.
Κι αυτοί στα ετοιμασμένα αντίκρυ τους φαγιά τα χέρια απλώσαν.
Και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
πρώτα ο Τηλέμαχος στου Νέστορα το γιο τα λόγια εκίνα,
70 ἄγχι σχὼν κεφαλήν, ἵνα μὴ πευθοίαθ᾿ οἱ ἄλλοι:
«φράζεο, Νεστορίδη, τῷ ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ,
χαλκοῦ τε στεροπὴν κὰδ δώματα ἠχήεντα
χρυσοῦ τ᾿ ἠλέκτρου τε καὶ ἀργύρου ἠδ᾿ ἐλέφαντος.
Ζηνός που τοιήδε γ᾿ Ὀλυμπίου ἔνδοθεν αὐλή,
κοντά κρατώντας το κεφάλι του, να μην ακούσουν άλλοι:
«Για ιδές αλήθεια, υγιέ του Νέστορα, πιο αγαπημένε απ᾿ όλους,
πως μες στα σπίτια αυτά τ᾿ αχόλαλα ξαστράφτει ολούθε ο μπρούντζος,
το κεχριμπάρι και το μάλαμα, το φίλντισι, το ασήμι!
Όμοιο του Δία, θαρρώ, στον Όλυμπο θα δείχνει το παλάτι,
75 ὅσσα τάδ᾿ ἄσπετα πολλά: σέβας μ᾿ ἔχει εἰσορόωντα.»
τοῦ δ᾿ ἀγορεύοντος ξύνετο ξανθὸς Μενέλαος,
καί σφεας φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
«τέκνα φίλ᾿, ἦ τοι Ζηνὶ βροτῶν οὐκ ἄν τις ἐρίζοι:
ἀθάνατοι γὰρ τοῦ γε δόμοι καὶ κτήματ᾿ ἔασιν:
τόσο πολλά είναι εδώ, αλογάριαστα᾿ σαστίζω που τα βλέπω.»
Όμως το αφτί τον πήρε του ξανθού Μενέλαου που μιλούσε
κι έτσι, γυρνώντας ανεμάρπαστα τους συντυχαίνει λόγια:
«Παιδιά μου, με το Δία δε γίνεται να παραβγεί κανείς μας,
τι εκείνος έχει βιος αθάνατο κι αθάνατα παλάτια·
80 ἀνδρῶν δ᾿ ἤ κέν τίς μοι ἐρίσσεται, ἠὲ καὶ οὐκί,
κτήμασιν. ἦ γὰρ πολλὰ παθὼν καὶ πόλλ᾿ ἐπαληθεὶς
ἠγαγόμην ἐν νηυσὶ καὶ ὀγδοάτῳ ἔτει ἦλθον,
Κύπρον Φοινίκην τε καὶ Αἰγυπτίους ἐπαληθείς,
Αἰθίοπάς θ᾿ ἱκόμην καὶ Σιδονίους καὶ Ἐρεμβοὺς
όμως με μένα θα παράβγαινε κι ένας θνητός στα πλούτη —
για κι όχι᾿ τι που παράδειρα, χρόνους οχτώ, στα ξένα,
ως να τα φέρω εδώ μες στ᾿ άρμενα με χίλια δυο τυράννια.
Παράδειρα μαθές στην Αίγυπτο, στην Κύπρο, στη Φοινίκη·
και στους Αιθίοπες κάποτε έφτασα, στων Σιδονίων τη χώρα,
85 καὶ Λιβύην, ἵνα τ᾿ ἄρνες ἄφαρ κεραοὶ τελέθουσι.
τρὶς γὰρ τίκτει μῆλα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν.
ἔνθα μὲν οὔτε ἄναξ ἐπιδευὴς οὔτε τι ποιμὴν
τυροῦ καὶ κρειῶν οὐδὲ γλυκεροῖο γάλακτος,
ἀλλ᾿ αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι.
στους Ερεμβούς, κι εκεί που κέρατα στ᾿ αρνιά μεμιάς φυτρώνουν,
στους Λίβυες- τρεις φορές τα πρόβατα γεννούν εδώ το χρόνο.
Απ᾿ το βοσκό ποτέ δεν έλειψαν μηδέ κι απ᾿ τον αφέντη.
τα κρέατα, το τυρί, δεν έλειψε και το γλυκό το γάλα,
μόνο τους δίνουν γάλα αδιάκοπα ν᾿ αρμέγουν και να πίνουν.
90 ἧος ἐγὼ περὶ κεῖνα πολὺν βίοτον συναγείρων
ἠλώμην, τῆός μοι ἀδελφεὸν ἄλλος ἔπεφνεν
λάθρῃ, ἀνωιστί, δόλῳ οὐλομένης ἀλόχοιο:
ὣς οὔ τοι χαίρων τοῖσδε κτεάτεσσιν ἀνάσσω.
καὶ πατέρων τάδε μέλλετ᾿ ἀκουέμεν, οἵ τινες ὑμῖν
Μα όσον εγώ καιρό παράδερνα στα ξένα εκεί και πλούτη
μάζευα πλήθος, άλλος σκότωνε τον αδερφό μου εμένα
κρυφά, ανεπάντεχα, απ᾿ της άνομης γυναίκας του το δόλο.
Γι᾿ αυτό καθόλου δεν το χαίρουμαι που τόσο βιος ορίζω.
Όμως αυτά θα τα 'χετε ακουστά κι απ᾿ τους γονιούς σας,
95 εἰσίν, ἐπεὶ μάλα πολλὰ πάθον, καὶ ἀπώλεσα οἶκον
εὖ μάλα ναιετάοντα, κεχανδότα πολλὰ καὶ ἐσθλά.
ὧν ὄφελον τριτάτην περ ἔχων ἐν δώμασι μοῖραν
ναίειν, οἱ δ᾿ ἄνδρες σόοι ἔμμεναι, οἳ τότ᾿ ὄλοντο
Τροίῃ ἐν εὐρείῃ ἑκὰς Ἄργεος ἱπποβότοιο.
και να 'ναι, τι έχω σύρει βάσανα πολλά᾿ μου το ρήμαξαν
το σπιτικό το καλοκάμωτο, με βιος βαρύ και πλήθιο.
Μα άμποτε να 'χα το 'να τρίτο του και να περνώ με τούτο,
και να᾿ ταν ζωντανοί οι συντρόφοι μου, που τη ζωή τους χάσαν
μακριά από το Άργός τ᾿ αλογόθροφο, στης Τροίας τους κάμπους πέρα.
100 ἀλλ᾿ ἔμπης πάντας μὲν ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων
πολλάκις ἐν μεγάροισι καθήμενος ἡμετέροισιν
ἄλλοτε μέν τε γόῳ φρένα τέρπομαι, ἄλλοτε δ᾿ αὖτε
παύομαι: αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο.
τῶν πάντων οὐ τόσσον ὀδύρομαι, ἀχνύμενός περ,
Για όλους αυτούς αλήθεια μύρουμαι και βαριαναστενάζω
στο αρχοντικό μου εδώ καθούμενος, συχνά στο νου ως τους φέρνω,
και πότε κλαίγοντας ξανάσαση να βρω ζητώ και πότε
σκολάζω᾿ γρήγορα χορταίνουμε μαθές τον κρύο το θρήνο.
Ομως γι'αυτους βαριά κι αν θλίβουμαι, δε μου κοστίζει τόσο
105 ὡς ἑνός, ὅς τέ μοι ὕπνον ἀπεχθαίρει καὶ ἐδωδὴν
μνωομένῳ, ἐπεὶ οὔ τις Ἀχαιῶν τόσσ᾿ ἐμόγησεν,
ὅσσ᾿ Ὀδυσεὺς ἐμόγησε καὶ ἤρατο. τῷ δ᾿ ἄρ᾿ ἔμελλεν
αὐτῷ κήδε᾿ ἔσεσθαι, ἐμοὶ δ᾿ ἄχος αἰὲν ἄλαστον
κείνου, ὅπως δὴ δηρὸν ἀποίχεται, οὐδέ τι ἴδμεν,
ως για τον έναν, που όταν μου 'ρχεται στο λογισμό, μηδ᾿ ύπνο
μηδέ φαγί πια τότε χαίρουμαι· γιατί κανείς Αργίτης
δεν τράβηξε ποτέ όσα τράβηξε και μόχτησε ο Οδυσσέας.
Του 'γραψε εκείνου η μοίρα βάσανα, και μένα τον καημό του
αλάγιαστο, κι ουδέ κατέχουμε, τόσον καιρό που λείπει,
110 ζώει ὅ γ᾿ ἦ τέθνηκεν. ὀδύρονταί νύ που αὐτὸν
Λαέρτης θ᾿ ὁ γέρων καὶ ἐχέφρων Πηνελόπεια
Τηλέμαχός θ᾿, ὃν ἔλειπε νέον γεγαῶτ᾿ ἐνὶ οἴκῳ.»
ὣς φάτο, τῷ δ᾿ ἄρα πατρὸς ὑφ᾿ ἵμερον ὦρσε γόοιο.
δάκρυ δ᾿ ἀπὸ βλεφάρων χαμάδις βάλε πατρὸς ἀκούσας,
αν είναι στη ζωή για αν πέθανε· τον κλαιν για πεθαμένο
ακούω κι η Πηνελόπη η φρόνιμη κι ο γιος, που τον αφήκε
μωρό νιογέννητο, ο Τηλέμαχος, κι ο γέροντας Λαέρτης.»
Είπε, και τον καημό του φούντωσε στα στήθη για τον κύρη,
κι ακούοντας τ᾿ όνομά του ανάσκωσε το πορφυρό μαντί του
115 χλαῖναν πορφυρέην ἄντ᾿ ὀφθαλμοῖιν ἀνασχὼν
ἀμφοτέρῃσιν χερσί. νόησε δέ μιν Μενέλαος,
μερμήριξε δ᾿ ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
ἠέ μιν αὐτὸν πατρὸς ἐάσειε μνησθῆναι
ἦ πρῶτ᾿ ἐξερέοιτο ἕκαστά τε πειρήσαιτο.
μπροστά στα μάτια με τα χέρια του, κι αφήκε να κυλήσουν
τα δάκρυα κάτω᾿ κι ως τον ένιωσε ξάφνου ο Μενέλαος, πήρε
κι αναρωτιόταν μες στα φρένα του βαθιά και στην καρδιά του —
να τον προσμένει τον πατέρα του να μαρτυρήσει μόνος,
για αυτός να κάνει αρχή ρωτώντας τον και δοκιμάζοντας τον;
120 ἧος ὁ ταῦθ᾿ ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
ἐκ δ᾿ Ἑλένη θαλάμοιο θυώδεος ὑψορόφοιο
ἤλυθεν Ἀρτέμιδι χρυσηλακάτῳ ἐικυῖα.
τῇ δ᾿ ἄρ᾿ ἅμ᾿ Ἀδρήστη κλισίην εὔτυκτον ἔθηκεν,
Ἀλκίππη δὲ τάπητα φέρεν μαλακοῦ ἐρίοιο,
Κι ως τούτα ανάδευε στα φρένα του και στην καρδιά του, βγήκε
η Ελένη απ᾿ τον αψηλοτάβανο, το μοσκοβολισμένο
γυναικωνίτη, όμοια στην Άρτεμη τη χρυσοδοξαρούσα.
Θρονί μπροστά της καλοκάμωτο της βάζει η Αδρήστη η βάγια,
κι η Αλκίππη ένα κιλίμι μάλλινο, στα μαλακά να κάτσει'
125 Φυλὼ δ᾿ ἀργύρεον τάλαρον φέρε, τόν οἱ ἔθηκεν
Ἀλκάνδρη, Πολύβοιο δάμαρ, ὃς ἔναι᾿ ἐνὶ Θήβῃς
Αἰγυπτίῃς, ὅθι πλεῖστα δόμοις ἐν κτήματα κεῖται:
ὃς Μενελάῳ δῶκε δύ᾿ ἀργυρέας ἀσαμίνθους,
δοιοὺς δὲ τρίποδας, δέκα δὲ χρυσοῖο τάλαντα.
μετά η Φυλώ ένα ασημοπάνερο της φέρνει, απ᾿ του Πόλυβου
το ταίρι, την Αλκάντρα, χάρισμα, που στην αιγύπτια ζούσε
τη Θήβα, εκεί όπου βιος αρίφνητο το κάθε σπίτι κρύβει.
δυο του Μενέλαου κείνος χάρισε λουτήρες ασημένιους,
τριπόδια δυο και δέκα τάλαντα χρυσάφι· χώρια πάλε
130 χωρὶς δ᾿ αὖθ᾿ Ἑλένῃ ἄλοχος πόρε κάλλιμα δῶρα:
χρυσέην τ᾿ ἠλακάτην τάλαρόν θ᾿ ὑπόκυκλον ὄπασσεν
ἀργύρεον, χρυσῷ δ᾿ ἐπὶ χείλεα κεκράαντο.
τόν ῥά οἱ ἀμφίπολος Φυλὼ παρέθηκε φέρουσα
νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον: αὐτὰρ ἐπ᾿ αὐτῷ
η Ελένη δώρα απ᾿ τη γυναίκα του πανώρια δέχτηκε άλλα:
χρυσή αλακάτη της εχάρισε κι ένα αργυρό πανέρι
με ρόδες, που το ακροσειράδωναν μαλαματένια χείλια.
Αυτό ήταν που η Φυλώ της έφερεν η παρακόρη τότε,
γεμάτο από κλωσμένα γνέματα, και στην κορφή θωρούσες
135 ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχουσα.
ἕζετο δ᾿ ἐν κλισμῷ, ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν.
αὐτίκα δ᾿ ἥ γ᾿ ἐπέεσσι πόσιν ἐρέεινεν ἕκαστα:
«ἴδμεν δή, Μενέλαε διοτρεφές, οἵ τινες οἵδε
ἀνδρῶν εὐχετόωνται ἱκανέμεν ἡμέτερον δῶ;
την αλακάτη που 'χε πάνω της μαλλί μενεξεδένιο.
Μόλις εκάθισε κι ακούμπησε τα πόδια στο προσκάμνι,
η Ελένη γύρισε στον άντρα της και τον ψιλορωτούσε:
«Αλήθεια, ξέρουμε, αρχοντόγεννε Μενέλαε, τούτοι οι δυο τους,
που φτάσαν τώρα στο παλάτι μας, ποιοι πέτουνται πως είναι'
140 ψεύσομαι ἦ ἔτυμον ἐρέω; κέλεται δέ με θυμός.
οὐ γάρ πώ τινά φημι ἐοικότα ὧδε ἰδέσθαι
οὔτ᾿ ἄνδρ᾿ οὔτε γυναῖκα, σέβας μ᾿ ἔχει εἰσορόωσαν,
ὡς ὅδ᾿ Ὀδυσσῆος μεγαλήτορος υἷι ἔοικε,
Τηλεμάχῳ, τὸν ἔλειπε νέον γεγαῶτ᾿ ἐνὶ οἴκῳ
Σωστά μιλώ για μη γελάστηκα; μα να μιλήσω θέλω:
Ποτέ μήτε άντρα εγώ δε γνώρισα μήτε γυναίκα ως τώρα
να μοιάζει τόσο με άλλον άνθρωπο — σαστίζω που τον βλέπω'—
καθώς αυτός με τον Τηλέμαχο, το γιο του ψυχωμένου
μοιάζει Οδυσσέα, που εκείνος αφήκε μωρό παιδί στο σπίτι,
145 κεῖνος ἀνήρ, ὅτ᾿ ἐμεῖο κυνώπιδος εἵνεκ᾿ Ἀχαιοὶ
ἤλθεθ᾿ ὑπὸ Τροίην πόλεμον θρασὺν ὁρμαίνοντες.»
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη ξανθὸς Μενέλαος:
«οὕτω νῦν καὶ ἐγὼ νοέω, γύναι, ὡς σὺ ἐίσκεις:
κείνου γὰρ τοιοίδε πόδες τοιαίδε τε χεῖρες
σύντας οι Αργίτες ξεκινούσατε γι᾿ άγρια σφαγή πολέμου
κάτω απ᾿ την Τροία για της αδιάντροπης εμένα το χατίρι.»
Τότε ο ξανθός Μενέλαος γύρισε κι απηλογιά της δίνει:
«Τώρα που πρώτη τον απείκασες, κι εγώ νογώ ποιος είναι,
γυναίκα᾿ τέτοια ήταν τα πόδια του, τέτοια τα χέρια εκείνου,
150 ὀφθαλμῶν τε βολαὶ κεφαλή τ᾿ ἐφύπερθέ τε χαῖται.
καὶ νῦν ἦ τοι ἐγὼ μεμνημένος ἀμφ᾿ Ὀδυσῆι
μυθεόμην, ὅσα κεῖνος ὀιζύσας ἐμόγησεν
ἀμφ᾿ ἐμοί, αὐτὰρ ὁ πικρὸν ὑπ᾿ ὀφρύσι δάκρυον εἶβε,
χλαῖναν πορφυρέην ἄντ᾿ ὀφθαλμοῖιν ἀνασχών.»
και των ματιών του τ᾿ αστραπόφεγγο κι η κεφαλή κι η κόμη.
Κι όταν λίγη ώρα πριν θυμήθηκα τον Οδυσσέα και πήρα
ν᾿ αναθιβάνω πόσα ετράβηξε για μένα πάθη εκείνος,
μπροστά στα μάτια τούτος σήκωσε το πορφυρό μαντί του
κι αφήκε κάτω από τα βλέφαρα πυκνά να τρέξουν δάκρυα.»
155 τὸν δ᾿ αὖ Νεστορίδης Πεισίστρατος ἀντίον ηὔδα:
«Ἀτρεί̈δη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν,
κείνου μέν τοι ὅδ᾿ υἱὸς ἐτήτυμον, ὡς ἀγορεύεις:
ἀλλὰ σαόφρων ἐστί, νεμεσσᾶται δ᾿ ἐνὶ θυμῷ
ὧδ᾿ ἐλθὼν τὸ πρῶτον ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν
Κι ο γιος του Νέστορα, ο Πεισίστρατος, του απηλογήθη κι είπε:
«Μενέλαε, γιε του Ατρέα τρισεύγενε, ρηγάρχη τιμημένε,
τούτος εδώ είναι, ως τον μελέτησες, ο γιος εκείνου αλήθεια·
μα δεν του λείπει η γνώση κι άπρεπο του εικάζεται, πως είναι,
πρώτη φορά εδώ πέρα που 'φτασε, χοντρές να λέει κουβέντες
160 ἄντα σέθεν, τοῦ νῶι θεοῦ ὣς τερπόμεθ᾿ αὐδῇ.
αὐτὰρ ἐμὲ προέηκε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ
τῷ ἅμα πομπὸν ἕπεσθαι: ἐέλδετο γάρ σε ἰδέσθαι,
ὄφρα οἱ ἤ τι ἔπος ὑποθήσεαι ἠέ τι ἔργον.
πολλὰ γὰρ ἄλγε᾿ ἔχει πατρὸς πάϊς οἰχομένοιο
μπροστά σου, που ως θεού χαιρόμαστε κι οι δυο μας τη λαλιά σου.
Και μένα μ᾿ έστειλεν ο Νέστορας ο αλογατάς μαζί του,
να μ᾿ έχει σύντροφο στο δρόμο του τι να σε δει ποθούσε,
με λόγια για με πράξη αν ήθελες μαθές να τον συντρέξεις.
Ο γιος περίσσια σέρνει βάσανα, μακριά σα λείπει ο κύρης
165 ἐν μεγάροις, ᾧ μὴ ἄλλοι ἀοσσητῆρες ἔωσιν,
ὡς νῦν Τηλεμάχῳ ὁ μὲν οἴχεται, οὐδέ οἱ ἄλλοι
εἴσ᾿ οἵ κεν κατὰ δῆμον ἀλάλκοιεν κακότητα.»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη ξανθὸς Μενέλαος:
«ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ φίλου ἀνέρος υἱὸς ἐμὸν δῶ
από το σπίτι και δε βρίσκουνται να μεταπιάσουν άλλοι.
Έτσι και τώρα του Τηλέμαχου του 'χει ο πατέρας φύγει,
κι άλλους δεν έχει σ᾿ ό,τι του 'τυχε κακό να του σταθούνε.»
Τότε ο ξανθός Μενέλαος γύρισε κι απηλογήθη κι είπε:
«Για ιδές! Ο γιος στο σπίτι μου έφτασε πολύ ακριβού συντρόφου
170 ἵκεθ᾿, ὃς εἵνεκ᾿ ἐμεῖο πολέας ἐμόγησεν ἀέθλους:
καί μιν ἔφην ἐλθόντα φιλησέμεν ἔξοχον ἄλλων
Ἀργείων, εἰ νῶιν ὑπεὶρ ἅλα νόστον ἔδωκε
νηυσὶ θοῇσι γενέσθαι Ὀλύμπιος εὐρύοπα Ζεύς.
καί κέ οἱ Ἄργεϊ νάσσα πόλιν καὶ δώματ᾿ ἔτευξα,
που μύριους μόχτους πήρε πάνω του για το χατίρι εμένα.
Για να του δείξω την αγάπη μου πιο απ᾿ όλους τους Αργίτες,
λογάριαζα, αν στους δυο μας έδινεν ο Δίας ο μακροβίγλης
πάνω απ᾿ τα πέλαα να διαγείρουμε με τα γοργά καράβια,
απ᾿ την Ιθάκη με τα πλούτη του, το γιο του, το λαό του
175 ἐξ Ἰθάκης ἀγαγὼν σὺν κτήμασι καὶ τέκεϊ ᾧ
καὶ πᾶσιν λαοῖσι, μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας,
αἳ περιναιετάουσιν, ἀνάσσονται δ᾿ ἐμοὶ αὐτῷ.
καί κε θάμ᾿ ἐνθάδ᾿ ἐόντες ἐμισγόμεθ': οὐδέ κεν ἡμέας
ἄλλο διέκρινεν φιλέοντέ τε τερπομένω τε,
να τον ξεσήκωνα, σε αργίτικη πια πολιτεία να μένει,
κι ένα παλάτι, εκεί να του 'χτιζα᾿ τι απ᾿ όσες αφεντεύω
εδώ ένα γύρο, κάποια θα 'βρισκα ν᾿ αδειάσω, να του δώσω.
Έτσι στη Σπάρτη εδώ ανταμώνοντας πολλές φορές οι δυο μας
σε αγάπη και φιλιά αξεχώριστα θα ζούσαμε, ως να φτάσει
180 πρίν γ᾿ ὅτε δὴ θανάτοιο μέλαν νέφος ἀμφεκάλυψεν.
ἀλλὰ τὰ μέν που μέλλεν ἀγάσσεσθαι θεὸς αὐτός,
ὃς κεῖνον δύστηνον ἀνόστιμον οἶον ἔθηκεν.»
ὣς φάτο, τοῖσι δὲ πᾶσιν ὑφ᾿ ἵμερον ὦρσε γόοιο.
κλαῖε μὲν Ἀργείη Ἑλένη, Διὸς ἐκγεγαυῖα,
το μαύρο του θανάτου σύγνεφο να μας σκεπάσει γύρα.
Μα αυτά δε γίναν λέω θα ζήλεψε κάποιος θεός μαζί μας
κι είπε μονάχα εκείνος ο άμοιρος ποτέ να μη διαγείρει!»
Με τέτοια λόγια σε όλους άναψε του θρήνου τη λαχτάρα'
πήρε να κλαίγει η Ελένη η αργίτισσα, του γιου του Κρόνου η κόρη,
185 κλαῖε δὲ Τηλέμαχός τε καὶ Ἀτρεί̈δης Μενέλαος,
οὐδ᾿ ἄρα Νέστορος υἱὸς ἀδακρύτω ἔχεν ὄσσε:
μνήσατο γὰρ κατὰ θυμὸν ἀμύμονος Ἀντιλόχοιο,
τόν ῥ᾿ Ἠοῦς ἔκτεινε φαεινῆς ἀγλαὸς υἱός:
τοῦ ὅ γ᾿ ἐπιμνησθεὶς ἔπεα πτερόεντ᾿ ἀγόρευεν:
πήρε να κλαίει μαζί ο Τηλέμαχος, μαζί κι ο γιος του Ατρέα.
Και του Νεστόρου ο γιος αδάκρυτα τα μάτια δεν κρατούσε,
τι τον Αντίλοχο τον άψεγο ξανάφερνε στο νου του,
που 'χε σκοτώσει ο γιος της διάφωτης Αυγής ο φουμισμένος.
Τούτον θυμόταν κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια τώρα:
190 «Ἀτρεί̈δη, περὶ μέν σε βροτῶν πεπνυμένον εἶναι
Νέστωρ φάσχ᾿ ὁ γέρων, ὅτ᾿ ἐπιμνησαίμεθα σεῖο
οἷσιν ἐνὶ μεγάροισι, καὶ ἀλλήλους ἐρέοιμεν.
καὶ νῦν, εἴ τί που ἔστι, πίθοιό μοι: οὐ γὰρ ἐγώ γε
τέρπομ᾿ ὀδυρόμενος μεταδόρπιος, ἀλλὰ καὶ ἠὼς
«γιέ του Ατρέα, συχνά μας έλεγε πως ξεπερνάς στη γνώση
τους άλλους τους θνητούς ο Νέστορας, κάθε φορά που ερχόταν
για σένα ο λόγος και ρωτούσαμε στο αρχοντικό μας μέσα.
Και τώρα, αν κάπως γίνεται, άκου με, τι δε μου αρέσει εμένα
τα κλάματα να βάζω απόδειπνα. Γιατί δεν καρτερούμε
195 ἔσσεται ἠριγένεια: νεμεσσῶμαί γε μὲν οὐδὲν
κλαίειν ὅς κε θάνῃσι βροτῶν καὶ πότμον ἐπίσπῃ.
τοῦτό νυ καὶ γέρας οἶον ὀιζυροῖσι βροτοῖσιν,
κείρασθαί τε κόμην βαλέειν τ᾿ ἀπὸ δάκρυ παρειῶν.
καὶ γὰρ ἐμὸς τέθνηκεν ἀδελφεός, οὔ τι κάκιστος
η Αυγή να φτάσει η πουρνογέννητη; Κακό κι εγώ δεν το 'χω
να κλαίμε εκείνον που μας πέθανε και πάει στον Κάτω Κόσμο.
Ποια άλλη τιμή χαίρονται οι δύστυχοι θνητοί στον Άδη κάτω,
εξόν απ᾿ των μαλλιών το κόψιμο και τ᾿ ανακαλητά μας;
Και μένα πέθανε το αδέρφι μου, που ο πιο αχαμνός δεν ήταν
200 Ἀργείων: μέλλεις δὲ σὺ ἴδμεναι: οὐ γὰρ ἐγώ γε
ἤντησ᾿ οὐδὲ ἴδον: περὶ δ᾿ ἄλλων φασὶ γενέσθαι
Ἀντίλοχον, πέρι μὲν θείειν ταχὺν ἠδὲ μαχητήν.»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη ξανθὸς Μενέλαος:
«ὦ φίλ᾿, ἐπεὶ τόσα εἶπες, ὅσ᾿ ἂν πεπνυμένος ἀνὴρ
απ᾿ τους Αργίτες᾿ συ είσαι μάρτυρας, τι αλήθεια δεν τον είδα
ποτέ μου εγώ κι ουδέ τον έσμιξα᾿ μα λεν πως ξεπερνούσε
ο Αντίλοχος που στο τρέξιμο και στην αντρεία τους άλλους.»
Τότε ο ξανθός Μενέλαος γύρισε κι απηλογια του δίνει:
«Είπες, καλέ μου, αυτά που θα 'λεγε και θα 'κανε ένας άντρας,
205 εἴποι καὶ ῥέξειε, καὶ ὃς προγενέστερος εἴη:
τοίου γὰρ καὶ πατρός, ὃ καὶ πεπνυμένα βάζεις,
ῥεῖα δ᾿ ἀρίγνωτος γόνος ἀνέρος ᾧ τε Κρονίων
ὄλβον ἐπικλώσῃ γαμέοντί τε γεινομένῳ τε,
ὡς νῦν Νέστορι δῶκε διαμπερὲς ἤματα πάντα
που να 'ναι πιο πολλά τα χρόνια του και να δουλεύει ο νους του.
Μα έχεις πατέρα τέτοιο, ο λόγος σου γι᾿ αυτό είναι μυαλωμένος.
Η φύτρα ξεχωρίζει ανέκοπα του αντρός, που ο γιος του Κρόνου
μοίρα στο γάμο και στη γέννα του του κλώσει ευτυχισμένη.
Να που'χει δώσει και στο Νέστορα παντοτινά, κι ατός του
210 αὐτὸν μὲν λιπαρῶς γηρασκέμεν ἐν μεγάροισιν,
υἱέας αὖ πινυτούς τε καὶ ἔγχεσιν εἶναι ἀρίστους.
ἡμεῖς δὲ κλαυθμὸν μὲν ἐάσομεν, ὃς πρὶν ἐτύχθη,
δόρπου δ᾿ ἐξαῦτις μνησώμεθα, χερσὶ δ᾿ ἐφ᾿ ὕδωρ
χευάντων. μῦθοι δὲ καὶ ἠῶθέν περ ἔσονται
να χαίρεται εύτυχα γεράματα στο αρχοντικό του μέσα
και να 'χει γιους περίσσια φρόνιμους και πρώτους στο κοντάρι!
Λοιπόν το θρήνο πια ας σχολάσουμε που 'χαμε στήσει ως τώρα,
κι ας μην ξεχνάμε πως δειπνούσαμε. Να 'ρθοϋν και να μας χύσουν
νερό στα χέρια! Κι όσες έχουμε κουβέντες μεταξύ μας
215 Τηλεμάχῳ καὶ ἐμοὶ διαειπέμεν ἀλλήλοισιν.»
ὣς ἔφατ᾿, Ἀσφαλίων δ᾿ ἄρ ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευεν,
ὀτρηρὸς θεράπων Μενελάου κυδαλίμοιο.
οἱ δ᾿ ἐπ᾿ ὀνείαθ᾿ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
ἔνθ᾿ αὖτ᾿ ἄλλ᾿ ἐνόησ᾿ Ἑλένη Διὸς ἐκγεγαυῖα:
εγώ να πούμε κι ο Τηλέμαχος, τις λέμε και σα φέξει.»
Αυτά είπε, κι ο Ασφαλίωνας έχυνε, τα χέρια τους να πλύνουν,
του ξακουστού Μενέλαου πρόθυμο παιδόπουλο᾿ κι εκείνοι
στα που 'χαν ετοιμάσει αντίκρυ τους φαγιά τα χέρια απλώσαν.
Και τότε η Ελένη άλλα στοχάστηκε, του γιου του Κρόνου η κόρη·
220 αὐτίκ᾿ ἄρ᾿ εἰς οἶνον βάλε φάρμακον, ἔνθεν ἔπινον,
νηπενθές τ᾿ ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον ἁπάντων.
ὃς τὸ καταβρόξειεν, ἐπὴν κρητῆρι μιγείη,
οὔ κεν ἐφημέριός γε βάλοι κατὰ δάκρυ παρειῶν,
οὐδ᾿ εἴ οἱ κατατεθναίη μήτηρ τε πατήρ τε,
κάποιο βοτάνι επήρε κι έριξε μες στο κρασί που επίναν,
ξαρρωστικό του πόνου, ανέχολο, λησμονικό της πίκρας·
μες στο κροντήρι σαν το σύσμιγαν και το 'πινε κανένας,
απ᾿ την αυγή ως το βράδυ θα 'μενε με αδάκρυτα τα μάτια,
ακόμα κι αν τυχόν του πέθαιναν μητέρα και πατέρας,
225 οὐδ᾿ εἴ οἱ προπάροιθεν ἀδελφεὸν ἢ φίλον υἱὸν
χαλκῷ δηιόῳεν, ὁ δ᾿ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῷτο.
τοῖα Διὸς θυγάτηρ ἔχε φάρμακα μητιόεντα,
ἐσθλά, τά οἱ Πολύδαμνα πόρεν, Θῶνος παράκοιτις
Αἰγυπτίη, τῇ πλεῖστα φέρει ζείδωρος ἄρουρα
το γιο του ακόμα για το αδέρφι του μπροστά του εκεί αν σκότωναν
με το χαλκό, και με τα μάτια του τα ίδια θωρούσε εκείνος.
Τέτοιας λογής βοτάνια φύλαγε θαματουργά η Ελένη,
ξαρρωστικά᾿ τα 'χε απ᾿ την Αίγυπτο, της Πολυδάμνας δώρο,
της γυναικός του Θώνα᾿ αρίφνητα φυτρώνει η γης κει πέρα,
230 φάρμακα, πολλὰ μὲν ἐσθλὰ μεμιγμένα πολλὰ δὲ λυγρά:
ἰητρὸς δὲ ἕκαστος ἐπιστάμενος περὶ πάντων
ἀνθρώπων: ἦ γὰρ Παιήονός εἰσι γενέθλης.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἐνέηκε κέλευσέ τε οἰνοχοῆσαι,
ἐξαῦτις μύθοισιν ἀμειβομένη προσέειπεν:
μισά ξαρρωστικά, αξεδιάλεχτα, μισά φαρμακωμένα.
Εκεί γιατρός είναι καθένας τους, και τους ανθρώπους όλους
περνούν στην τέχνη αυτή, τι η φύτρα τους απ᾿ τον Παιήονα σέρνει.
Κι ως τότε το 'ριξε και πρόσταξε κρασί να τους κεράσουν,
ξαναδευτέρωσε τα λόγια της κι αυτά τους συντυχαίνει:
235 «Ἀτρεί̈δη Μενέλαε διοτρεφὲς ἠδὲ καὶ οἵδε
ἀνδρῶν ἐσθλῶν παῖδες: ἀτὰρ θεὸς ἄλλοτε ἄλλῳ
Ζεὺς ἀγαθόν τε κακόν τε διδοῖ: δύναται γὰρ ἅπαντα:
ἦ τοι νῦν δαίνυσθε καθήμενοι ἐν μεγάροισι
καὶ μύθοις τέρπεσθε: ἐοικότα γὰρ καταλέξω.
«Μενέλαε, γιε του Ατρέα τρισεύγενε, και σεις από αντρειωμένους
γονιούς παιδιά, ο θεός στον άνθρωπο τη μια αγαθά μοιράζει,
ο Δίας, την άλλη πάλι βάσανα, τι δύνεται τα πάντα.
Μα τώρα τρώτε και καθούμενοι φραθείτε την κουβέντα
μες στο παλάτι μας· πρεπούμενο να πω λογιάζω κάτι:
240 πάντα μὲν οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ᾿ ὀνομήνω,
ὅσσοι Ὀδυσσῆος ταλασίφρονός εἰσιν ἄεθλοι:
ἀλλ᾿ οἷον τόδ᾿ ἔρεξε καὶ ἔτλη καρτερὸς ἀνὴρ
δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅθι πάσχετε πήματ᾿ Ἀχαιοί.
αὐτόν μιν πληγῇσιν ἀεικελίῃσι δαμάσσας,
Όλα γραμμή τ᾿ αντραγαθήματα που τέλεψε ο Οδυσσέας
ο καρτερόψυχος δε γίνεται να πω και ν᾿ αραδιάσω᾿
ένα μονάχα που κατόρθωσε και τόλμησε ο αντρειωμένος
στων Τρωών τη χώρα, εκεί που σέρνατε βαριούς οι Αργίτες μόχτους:
Ατός του πήρε και κακούργησε μια μέρα το κορμί του,
245 σπεῖρα κάκ᾿ ἀμφ᾿ ὤμοισι βαλών, οἰκῆι ἐοικώς,
ἀνδρῶν δυσμενέων κατέδυ πόλιν εὐρυάγυιαν:
ἄλλῳ δ᾿ αὐτὸν φωτὶ κατακρύπτων ἤισκε,
δέκτῃ, ὃς οὐδὲν τοῖος ἔην ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιῶν.
τῷ ἴκελος κατέδυ Τρώων πόλιν, οἱ δ᾿ ἀβάκησαν
τους ώμους με κουρέλια τύλιξε, να δείχνει δούλος, κι έτσι
στο κάστρο εχώθη των αντίμαχων με τις φαρδιές τις ρούγες.
Καθώς παράλλαξε την όψη του, ζητιάνος έλεες είναι,
τέτοιον καθόλου κι ας μη θύμιζε στ᾿ αργίτικα καράβια.
Έτσι στων Τρωών το κάστρο εχώθηκε και γέλασε τους άλλους·
250 πάντες: ἐγὼ δέ μιν οἴη ἀνέγνων τοῖον ἐόντα,
καί μιν ἀνηρώτων: ὁ δὲ κερδοσύνῃ ἀλέεινεν.
ἀλλ᾿ ὅτε δή μιν ἐγὼ λόεον καὶ χρῖον ἐλαίῳ,
ἀμφὶ δὲ εἵματα ἕσσα καὶ ὤμοσα καρτερὸν ὅρκον
μὴ μὲν πρὶν Ὀδυσῆα μετὰ Τρώεσσ᾿ ἀναφῆναι,
εγώ μονάχα τον κατάλαβα, κι ας ήταν αλλαγμένος,
όμως με τέχνη εκείνος ξέφευγε στ᾿ ανερωτήματά μου.
Μόνο σαν πήρα και τον έλουσα, τον μύρωσα με λάδι
και ρούχα καθαρά του εφόρεσα κι όρκο τρανόν επήρα,
στους Τρώες εγώ πως δε θα πρόδινα τον Οδυσσέα ποιος ήταν,
255 πρίν γε τὸν ἐς νῆάς τε θοὰς κλισίας τ᾿ ἀφικέσθαι,
καὶ τότε δή μοι πάντα νόον κατέλεξεν Ἀχαιῶν.
πολλοὺς δὲ Τρώων κτείνας ταναήκεϊ χαλκῷ
ἦλθε μετ᾿ Ἀργείους, κατὰ δὲ φρόνιν ἤγαγε πολλήν.
ἔνθ᾿ ἄλλαι Τρῳαὶ λίγ᾿ ἐκώκυον: αὐτὰρ ἐμὸν κῆρ
πριν πίσω στα γοργά πλεούμενα και στα καλύβια φτάσει,
τότε μονάχα μου φανέρωσε τι λόγιαζαν οι Αργίτες.
Κι αφού απ᾿ τους Τρώες πολλούς εσκότωσε το κοφτερό σπαθί του,
γυρνούσε πλέρια πια κατέχοντας και τόπους κι όλα τ᾿ άλλα.
Σκληρίζαν οι άλλες Τρωαδίτισσες᾿ μόνο η καρδιά η δική μου
260 χαῖρ᾿, ἐπεὶ ἤδη μοι κραδίη τέτραπτο νέεσθαι
ἂψ οἶκόνδ᾿, ἄτην δὲ μετέστενον, ἣν Ἀφροδίτη
δῶχ᾿, ὅτε μ᾿ ἤγαγε κεῖσε φίλης ἀπὸ πατρίδος αἴης,
παῖδά τ᾿ ἐμὴν νοσφισσαμένην θάλαμόν τε πόσιν τε
οὔ τευ δευόμενον, οὔτ᾿ ἂρ φρένας οὔτε τι εἶδος.»
χαιρόταν, τι είχε αλλάξει κι ήθελα στο σπίτι μου να στρέψω,
και για την τύφλα μου μετάνιωνα, που μου 'χεν η Αφροδίτη
δώσει, την ώρα που απ᾿ τη χώρα μου την πατρική με πήρε,
τη θυγατέρα και το σπίτι μου ν᾿ αφήσω — κι έναν άντρα,
που άλλος κανείς δεν του παράβγαινε στη γνώση και στα κάλλη.»
265 ἡτὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη ξανθὸς Μενέλαος:
«ναὶ δὴ ταῦτά γε πάντα, γύναι, κατὰ μοῖραν ἔειπες.
ἤδη μὲν πολέων ἐδάην βουλήν τε νόον τε
ἀνδρῶν ἡρώων, πολλὴν δ᾿ ἐπελήλυθα γαῖαν:
ἀλλ᾿ οὔ πω τοιοῦτον ἐγὼν ἴδον ὀφθαλμοῖσιν,
Τότε ο ξανθός Μενέλαος γύρισε κι απηλογιά της δίνει:
«Γυναίκα, αλήθεια όσα μολόγησες σωστά και δίκια είναι όλα'
χώρες πολλές εγώ τριγύρισα, κι εκεί στα ξένα μέρη
περίσσιους αντρειωμένους γνώρισα, που 'χαν μυαλό και γνώση·
όμως δεν έχουν δει τα μάτια μου κανέναν ως τα τώρα
270 οἷν Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἔσκε φίλον κῆρ.
οἷον καὶ τόδ᾿ ἔρεξε καὶ ἔτλη καρτερὸς ἀνὴρ
ἵππῳ ἔνι ξεστῷ, ἵν᾿ ἐνήμεθα πάντες ἄριστοι
Ἀργείων Τρώεσσι φόνον καὶ κῆρα φέροντες.
ἦλθες ἔπειτα σὺ κεῖσε: κελευσέμεναι δέ σ᾿ ἔμελλε
που του Οδυσσέα του καρτερόψυχου την εξυπνάδα να 'χει.
Καθώς και τούτου που κατόρθωσε και τόλμησε ο αντρειωμένος,
την ώρα που στο ξύλινο άλογο καθόμασταν οι Αργίτες
οι πιο αντρειανοί, σφαγή να φέρουμε και χαλασμό στους Τρώες.
Και συ ήρθες τότε εκεί᾿ φαντάζουμαι, θα σ᾿ είχε σπρώξει κάποιος
275 δαίμων, ὃς Τρώεσσιν ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι:
καί τοι Δηί̈φοβος θεοείκελος ἕσπετ᾿ ἰούσῃ.
τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον ἀμφαφόωσα,
ἐκ δ᾿ ὀνομακλήδην Δαναῶν ὀνόμαζες ἀρίστους,
πάντων Ἀργείων φωνὴν ἴσκουσ᾿ ἀλόχοισιν.
απ᾿ τους θεούς, των Τρωών που εγύρευε τη δόξα ν᾿ αβγατίσει.
Κι ως ήρθες, σ᾿ ακλουθούσε ο Δήφοβος ο θεοδιωματάρης·
τρεις γύρους πήρες πασπατεύοντας τον κουφιο μας κρυψώνα,
κι απ᾿ τους Αργίτες ονομάτιζες με τ᾿ όνομά τους όλους
τους πιο αντρειανούς, την ίδια παίρνοντας φωνή των γυναικών τους.
280 αὐτὰρ ἐγὼ καὶ Τυδεί̈δης καὶ δῖος Ὀδυσσεὺς
ἥμενοι ἐν μέσσοισιν ἀκούσαμεν ὡς ἐβόησας.
νῶι μὲν ἀμφοτέρω μενεήναμεν ὁρμηθέντε
ἢ ἐξελθέμεναι, ἢ ἔνδοθεν αἶψ᾿ ὑπακοῦσαι:
ἀλλ᾿ Ὀδυσεὺς κατέρυκε καὶ ἔσχεθεν ἱεμένω περ.
Εγώ με το Διομήδη εκάθουμουν και το θεϊκό Οδυσσέα
στη μέση, κι άξαφνα σε ακούσαμε να μας φωνάζεις όλους.
Οι δυο μεμιάς ξεπεταχτήκαμε, μας έπιασε λαχτάρα
όξω να βγούμε για κι απόκριση να δώσουμε από μέσα,
και μοναχά ο Οδυσσέας μας κράτησε, τη φόρα κόβοντας μας.
285 ἔνθ᾿ ἄλλοι μὲν πάντες ἀκὴν ἔσαν υἷες Ἀχαιῶν,
Ἄντικλος δὲ σέ γ᾿ οἶος ἀμείψασθαι ἐπέεσσιν
ἤθελεν. ἀλλ᾿ Ὀδυσεὺς ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν
νωλεμέως κρατερῇσι, σάωσε δὲ πάντας Ἀχαιούς:
τόφρα δ᾿ ἔχ᾿, ὄφρα σε νόσφιν ἀπήγαγε Παλλὰς Ἀθήνη.»
Οι γιοι των Αχαιών οι επίλοιποι βουβοί εκαθόνταν όλοι,
ο Άντικλος μόνο απόκριση ήθελε να δώσει δίχως άλλο·
και βρέθηκε ο Οδυσσέας, που επίμονα σφαλνώντας του το στόμα
με τα δυο χέρια του τον έκοψε και μας εγλίτωσε όλους·
κι ουδέ τον άφησε, ώσπου σ᾿ έσυρε μακριά από κει η Παλλάδα.»
290 τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
«Ἀτρεί̈δη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν,
ἄλγιον: οὐ γάρ οἵ τι τάδ᾿ ἤρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον,
οὐδ᾿ εἴ οἱ κραδίη γε σιδηρέη ἔνδοθεν ἦεν.
ἀλλ᾿ ἄγετ᾿ εἰς εὐνὴν τράπεθ᾿ ἡμέας, ὄφρα καὶ ἤδη
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
«Μενέλαε, γιε του Ατρέα τρισεύγενε, ρηγάρχη τιμημένε,
τα μου 'πες τον καημό μου ετράνεψαν᾿ τι αυτά δεν τον γλιτώσαν
απ᾿ το φριχτό χαμό, από σίδερο κι αν ήταν η καρδιά του.
Όμως θαρρώ είναι αργά, οδηγάτε μας να πέσουμε στο στρώμα,
295 ὕπνῳ ὕπο γλυκερῷ ταρπώμεθα κοιμηθέντες.»
ὣς ἔφατ᾿, Ἀργείη δ᾿ Ἑλένη δμῳῇσι κέλευσεν
δέμνι᾿ ὑπ᾿ αἰθούσῃ θέμεναι καὶ ῥήγεα καλὰ
πορφύρε᾿ ἐμβαλέειν στορέσαι τ᾿ ἐφύπερθε τάπητας,
χλαίνας τ᾿ ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι.
για να φραθούμε, στον ολόγλυκο παραδομένοι γύπνο.»
Είπε, κι ευτύς η Ελένη η αργίτισσα στο σκεπαστό προστάζει
να στήσουν δυο κλινάρια οι δούλες της, και πορφυρά να βάλουν
πανέμορφα στρωσίδια, πάνω τους ν᾿ απλώσουν αντρομίδες,
κι ολόσγουρες φλοκάτες έπειτα, να τυλιχτούνε μέσα.
300 αἱ δ᾿ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι,
δέμνια δὲ στόρεσαν: ἐκ δὲ ξείνους ἄγε κῆρυξ.
οἱ μὲν ἄρ᾿ ἐν προδόμῳ δόμου αὐτόθι κοιμήσαντο,
Τηλέμαχός θ᾿ ἥρως καὶ Νέστορος ἀγλαὸς υἱός:
Ἀτρεί̈δης δὲ καθεῦδε μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο,
Κι εκείνες βγήκαν απ᾿ την κάμαρα με τα δαδιά στα χέρια᾿
κι ως τα κλινάρια εστρώσαν, έφτασε κι ο κράχτης με τους ξένους.
Σε λίγο μπρος στο σπίτι, στης αυλής το σκεπαστό κοιμόνταν
ο γιος του Νέστορα κι ο αντρόκαρδος Τηλέμαχος· ωστόσο
κι ο γιος του Ατρέα στη μέσα κάμαρα του παλατιού κοιμόταν,
305 πὰρ δ᾿ Ἑλένη τανύπεπλος ἐλέξατο, δῖα γυναικῶν.
ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
ὤρνυτ᾿ ἄρ᾿ ἐξ εὐνῆφι βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος
εἵματα ἑσσάμενος, περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ᾿ ὤμῳ,
ποσσὶ δ᾿ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα,
κι η ωριομαντούσα Ελένη δίπλα του, των γυναικών το θάμα.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
ο βροντερόφωνος πετάχτηκε Μενέλαος απ᾿ την κλίνη,
κι ως ντύθηκε, στον ώμο εκρέμασε το κοφτερό σπαθί του
και με σαντάλια πόδεσε όμορφα τ᾿ αστραφτερά του πόδια'
310 βῆ δ᾿ ἴμεν ἐκ θαλάμοιο θεῷ ἐναλίγκιος ἄντην,
Τηλεμάχῳ δὲ παρῖζεν, ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζεν:
«τίπτε δέ σε χρειὼ δεῦρ᾿ ἤγαγε, Τηλέμαχ᾿ ἥρως,
ἐς Λακεδαίμονα δῖαν, ἐπ᾿ εὐρέα νῶτα θαλάσσης;
δήμιον ἦ ἴδιον; τόδε μοι νημερτὲς ἐνίσπες.»
μετά κινούσε από την κάμαρα, θεός θαρρείς στην όψη,
κι έκατσε δίπλα στον Τηλέμαχο κι αυτά τα λόγια του 'πε:
«Τηλέμαχε αντρειανέ, ποια σ᾿ έφερεν ανάγκη εδώ, στη θεία
τη Λακεδαίμονα, στης θάλασσας την πλατιά ράχη απάνω;
Δικό σου η του λαού σου θέλημα; την πάσα αλήθεια πες μου!»
315 ὣτὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
«Ἀτρεί̈δη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν,
ἤλυθον, εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρὸς ἐνίσποις.
ἐσθίεταί μοι οἶκος, ὄλωλε δὲ πίονα ἔργα,
δυσμενέων δ᾿ ἀνδρῶν πλεῖος δόμος, οἵ τέ μοι αἰεὶ
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
«Μενέλαε, γιε του Ατρέα τρισεύγενε, ρηγάρχη τιμημένε,
ήρθα να μάθω για τον κύρη μου μην έχεις κάτι ακούσει·
μου τρώνε τις σοδειές, μου ρήμαξαν τα καρπερά χωράφια,
το σπίτι μας οχτρούς εγέμισε, που αδιάκοπα μου σφάζουν
320 μῆλ᾿ ἁδινὰ σφάζουσι καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς,
μητρὸς ἐμῆς μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες.
τοὔνεκα νῦν τὰ σὰ γούναθ᾿ ἱκάνομαι, αἴ κ᾿ ἐθέλῃσθα
κείνου λυγρὸν ὄλεθρον ἐνισπεῖν, εἴ που ὄπωπας
ὀφθαλμοῖσι τεοῖσιν ἢ ἄλλου μῦθον ἄκουσας
τα πρόβατα και τα στριφτόκερα, στριφτόζαλά μου βόδια —
όλοι τους άνομοι, ξαδιάντροποι, της μάνας μου οι μνηστήρες.
Γι αυτό και φτάνω εδώ, στα γόνατα να σου προσπέσω, αν θέλεις
το μαύρο του χαμό να μου 'λεγες, με τα δικά σου μάτια
αν τον αντίκρισες, για αν άκουσες λόγο αλλουνού, που κόσμο
325 πλαζομένου: περὶ γάρ μιν ὀιζυρὸν τέκε μήτηρ.
μηδέ τί μ᾿ αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ᾿ ἐλεαίρων,
ἀλλ᾿ εὖ μοι κατάλεξον ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς.
λίσσομαι, εἴ ποτέ τοί τι πατὴρ ἐμός, ἐσθλὸς Ὀδυσσεὺς
ἢ ἔπος ἠέ τι ἔργον ὑποστὰς ἐξετέλεσσε
είχε γυρίσει, τι η μητέρα του τρισάμοιρο τον γέννα.
Μα από συμπόνεση στα πάθη μου τα λόγια μη γλυκάνεις,
μόνο όπως τα 'δες με τα μάτια σου, σωστά μολόγα μου τα.
Ο κύρης μου, ο Οδυσσέας ο αντρόκαρδος, αν σου 'χε τάξει κάτι
στων Τρωών τη χώρα, εκεί που βάσανα τραβήξατε περίσσια
330 δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅθι πάσχετε πήματ᾿ Ἀχαιοί,
τῶν νῦν μοι μνῆσαι, καί μοι νημερτὲς ἐνίσπες.»
τὸν δὲ μέγ᾿ ὀχθήσας προσέθη ξανθὸς Μενέλαος:
«ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ κρατερόφρονος ἀνδρὸς ἐν εὐνῇ
ἤθελον εὐνηθῆναι ἀνάλκιδες αὐτοὶ ἐόντες.
οι Αργίτες όλοι, και σ'το τέλεψε με λόγια για με πράξη,
αυτά, παρακαλώ, θυμήσου τα και την αλήθεια πες μου.»
Τότε ο ξανθός Μενέλαος θύμωσε βαριά κι απηλογήθη:
«Πω πω, σε τίνος λιονταρόκαρδου την κλίνη αντρός αλήθεια
θέλησαν να πλαγιάσουν άνθρωποι δειλοί και τιποτένιοι!
335 ὡς δ᾿ ὁπότ᾿ ἐν ξυλόχῳ ἔλαφος κρατεροῖο λέοντος
νεβροὺς κοιμήσασα νεηγενέας γαλαθηνοὺς
κνημοὺς ἐξερέῃσι καὶ ἄγκεα ποιήεντα
βοσκομένη, ὁ δ᾿ ἔπειτα ἑὴν εἰσήλυθεν εὐνήν,
ἀμφοτέροισι δὲ τοῖσιν ἀεικέα πότμον ἐφῆκεν,
Πως μια αλαφίνα λιόντα ανήμερου πατάει τα δασοτόπια,
τα νιόγεννά της βυζανιάρικα λαφάκια να κοιμίσει,
και ξεκινάει μετά γυρεύοντας τροφή στα καταράχια
και στα χλωρά φαράγγια᾿ κι άξαφνα στην κοίτη του γυρνώντας
άσκημο ο λιόντας δίνει θάνατο σ᾿ αυτήν και στα παιδιά της'
340 ὣς Ὀδυσεὺς κείνοισιν ἀεικέα πότμον ἐφήσει.
αἲ γάρ, Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον,
τοῖος ἐών, οἷός ποτ᾿ ἐυκτιμένῃ ἐνὶ Λέσβῳ
ἐξ ἔριδος Φιλομηλεί̈δῃ ἐπάλαισεν ἀναστάς,
κὰδ δ᾿ ἔβαλε κρατερῶς, κεχάροντο δὲ πάντες Ἀχαιοί,
όμοια άσκημο θα δώσει θάνατο σε κείνους ο Οδυσσέας.
Να 'ταν, πατέρα Δία κι Απόλλωνα και συ Αθηνά, και τώρα
καθώς και τότε στην καλόχτιστη τη Λέσβο, εκεί που μόλις
τον αντροκάλεσαν επάλεψε με το Φιλομηλείδη
και καταγής μεβιάς τον έστρωσε, κι όλοι οι Αχαιοί χαρήκαν!
345 τοῖος ἐὼν μνηστῆρσιν ὁμιλήσειεν Ὀδυσσεύς:
πάντες κ᾿ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε.
ταῦτα δ᾿ ἅ μ᾿ εἰρωτᾷς καὶ λίσσεαι, οὐκ ἂν ἐγώ γε
ἄλλα παρὲξ εἴποιμι παρακλιδόν, οὐδ᾿ ἀπατήσω,
ἀλλὰ τὰ μέν μοι ἔειπε γέρων ἅλιος νημερτής,
Τέτοιος και τώρα εκεί να γύριζε, να σμίξει τους μνηστήρες,
πικρός ο γάμος θα τους έβγαινε, γοργός ο θάνατος τους!
Για τούτα τώρα που με ρώτησες και με παρακαλιέσαι,
ψευτιές εγώ δε λέω ξεφεύγοντας μηδέ θα σε αναμπαίξω᾿
τα λόγια του θαλασσογέροντα του αλάθευτου, όσα μου 'πε,
350 τῶν οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω ἔπος οὐδ᾿ ἐπικεύσω.
«Αἰγύπτῳ μ᾿ ἔτι δεῦρο θεοὶ μεμαῶτα νέεσθαι
ἔσχον, ἐπεὶ οὔ σφιν ἔρεξα τεληέσσας ἑκατόμβας.
οἱ δ᾿ αἰεὶ βούλοντο θεοὶ μεμνῆσθαι ἐφετμέων.
νῆσος ἔπειτά τις ἔστι πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ
θ᾿ ακούσεις᾿ δε θα κρύψω τίποτα μηδέ θ᾿ αποσκεπάσω:
Στην Αίγυπτο οι θεοί με κράτησαν, τη γη την πατρική μου
κι ας λαχταρούσα, τι αψεγάδιαστες δεν πρόσφερα θυσίες'
δε θέλαν οι θεοί ό,τι γύρεψαν να το 'χω αλησμονήσει.
Ένα νησί εκεί πέρα βρίσκεται, Φάρο το λένε, μέσα
355 Αἰγύπτου προπάροιθε, Φάρον δέ ἑ κικλήσκουσι,
τόσσον ἄνευθ᾿ ὅσσον τε πανημερίη γλαφυρὴ νηῦς
ἤνυσεν, ᾗ λιγὺς οὖρος ἐπιπνείῃσιν ὄπισθεν:
ἐν δὲ λιμὴν ἐύορμος, ὅθεν τ᾿ ἀπὸ νῆας ἐίσας
ἐς πόντον βάλλουσιν, ἀφυσσάμενοι μέλαν ὕδωρ.
στην πολυκυματούσα θάλασσα, στην Αίγυπτο απαντίκρυ,
τόσο μακριά, όσο δρόμο θα 'κοβε σε μιαν ήμερα μέσα
ένα καράβι, πρίμος άνεμος ξοπίσω του αν φυσούσε.
Από το απάγγειο το λιμάνι του τα ισόβαρα καράβια
νερό από βρυσομάνα σκοτεινή, πριν μπουν στο κύμα, παίρνουν.
360 ἔνθα μ᾿ ἐείκοσιν ἤματ᾿ ἔχον θεοί, οὐδέ ποτ᾿ οὖροι
πνείοντες φαίνονθ᾿ ἁλιαέες, οἵ ῥά τε νηῶν
πομπῆες γίγνονται ἐπ᾿ εὐρέα νῶτα θαλάσσης.
καί νύ κεν ἤια πάντα κατέφθιτο καὶ μένε᾿ ἀνδρῶν,
εἰ μή τίς με θεῶν ὀλοφύρατο καί μ᾿ ἐσάωσε,
Εκεί οι θεοί με κλείσαν είκοσι, μερόνυχτα· χάθηκαν
οι ανέμοι οι στεριανοί, που τ᾿ άρμενα φυσώντας πελαγίζουν,
στη ράχη την πλατιά της θάλασσας γοργά να ταξιδέψουν.
Πια τότε κι οι θροφές θα σώνουνταν κι η ανάκαρα ολονών μας,
αν μια θεά δε με σπλαχνίζουνταν στερνά, να με γλιτώσει,
365 Πρωτέος ἰφθίμου θυγάτηρ ἁλίοιο γέροντος,
Εἰδοθέη: τῇ γάρ ῥα μάλιστά γε θυμὸν ὄρινα.
ἥ μ᾿ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο νόσφιν ἑταίρων:
αἰεὶ γὰρ περὶ νῆσον ἀλώμενοι ἰχθυάασκον
γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν, ἔτειρε δὲ γαστέρα λιμός.
η κόρη του θαλασσογέροντα, του αδάμαστου Πρωτέα᾿
τη λέγαν Ειδοθέα᾿ τον πόνο μου θωρώντας με σπλαχνίστη
κι ήρθε μπροστά μου, όπως παράδερνα χωρίς συντρόφους, μόνος·
εκείνοι τους γιαλούς τριγύριζαν κι αδιάκοπα ψάρευαν
με αγκίστρια γαντζωτά, τι εθέριζε τα σπλάχνα τους η πείνα.
370 ἡ δέ μευ ἄγχι στᾶσα ἔπος φάτο φώνησέν τε:
«‘νήπιός εἰς, ὦ ξεῖνε, λίην τόσον ἠδὲ χαλίφρων,
ἦε ἑκὼν μεθίεις καὶ τέρπεαι ἄλγεα πάσχων;
ὡς δὴ δήθ᾿ ἐνὶ νήσῳ ἐρύκεαι, οὐδέ τι τέκμωρ
εὑρέμεναι δύνασαι, μινύθει δέ τοι ἦτορ ἑταίρων.’»
Κι ήρθε κι εστάθη αντίκρυ, μ᾿ έκραξε κι αυτά τα λόγια μου 'πε:
,, Αλήθεια, ξένε, τόσο ανέμυαλος και κοιμισμένος είσαι;
για θες κι οκνεύεις και το χαίρεσαι που τυραννιέσαι τόσο;
Παν μέρες στο νησί που κλείστηκες και πως θα ξεγλιτώσεις
δεν ξέρεις· το κουράγιο χάνεται των συντρόφων σου ωστόσο."
375 «ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον:
‘ἐκ μέν τοι ἐρέω, ἥ τις σύ πέρ ἐσσι θεάων,
ὡς ἐγὼ οὔ τι ἑκὼν κατερύκομαι, ἀλλά νυ μέλλω
ἀθανάτους ἀλιτέσθαι, οἳ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν.
ἀλλὰ σύ πέρ μοι εἰπέ, θεοὶ δέ τε πάντα ἴσασιν,
Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά της δίνω:
,, Όποια κι αν είσαι απ᾿ τις αθάνατες, σου ανοίγω την καρδιά μου'
με θέλημα μου εδώ δεν κλείστηκα· να 'χω αμαρτήσει πρέπει
στους αθανάτους, που τα διάπλατα ψηλά κρατούν ουράνια.
Μα εσύ, μολόγα μου - τι οι αθάνατοι θεοί τα ξέρουν όλα —
380 ὅς τίς μ᾿ ἀθανάτων πεδάᾳ καὶ ἔδησε κελεύθου,
νόστον θ᾿, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσομαι ἰχθυόεντα.’
«ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμείβετο δῖα θεάων:
‘τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ᾿ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
πωλεῖταί τις δεῦρο γέρων ἅλιος νημερτὴς
ποιος αναιώνιος τώρα μ᾿ έδεσε και μου 'κλεισε το δρόμο;
και πως την ψαροθρόφα θάλασσα περνώντας θα γυρίσω;
Είπα, κι ευτύς η πολυσέβαστη θεά μου απηλογήθη:
,, Την πάσα αλήθεια εγώ μιλώντας σου θα μολογήσω, ξένε:
Κάποιος εδώ θαλασσογέροντας συχνόρχεται, ο Πρωτέας
385 ἀθάνατος Πρωτεὺς Αἰγύπτιος, ὅς τε θαλάσσης
πάσης βένθεα οἶδε, Ποσειδάωνος ὑποδμώς:
τὸν δέ τ᾿ ἐμόν φασιν πατέρ᾿ ἔμμεναι ἠδὲ τεκέσθαι.
τόν γ᾿ εἴ πως σὺ δύναιο λοχησάμενος λελαβέσθαι,
ὅς κέν τοι εἴπῃσιν ὁδὸν καὶ μέτρα κελεύθου
ο αιγύπτιος, άσφαλτος, αθάνατος, που τους βυθούς κατέχει
του κάθε πέλαου και στη δούλεψη του Ποσειδώνα στέκει·
και λένε πως αυτός με γέννησε κι είναι δικός μου κύρης.
Αν μπόρειες τώρα εσύ να του 'στηνες καρτέρι, να τον πιάσεις'
το δρόμο λέω θα σου φανέρωνε, της στράτας σου το μάκρος,
390 νόστον θ᾿, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσεαι ἰχθυόεντα.
καὶ δέ κέ τοι εἴπῃσι, διοτρεφές, αἴ κ᾿ ἐθέλῃσθα,
ὅττι τοι ἐν μεγάροισι κακόν τ᾿ ἀγαθόν τε τέτυκται
οἰχομένοιο σέθεν δολιχὴν ὁδὸν ἀργαλέην τε.’
«ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον:
και πως θα διάγερνες στη θάλασσα την ψαροθρόφα απάνω.
Ο ίδιος ακόμα, αρχοντογέννητε, θα σου 'λεγε, αν το θέλεις,
ό,τι έχει γίνει μες στο σπίτι σου, καλό - κακό, από τότε
που εσύ για το μακρύ και δύσκολο ξεκίνησες ταξίδι."
Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά της δίνω:
395 ‘αὐτὴ νῦν φράζευ σὺ λόχον θείοιο γέροντος,
μή πώς με προϊδὼν ἠὲ προδαεὶς ἀλέηται:
ἀργαλέος γάρ τ᾿ ἐστὶ θεὸς βροτῷ ἀνδρὶ δαμῆναι.’
«ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμείβετο δῖα θεάων:
‘τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ᾿ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
,, Δείξε μου εσύ του θείου του γέροντα πως θα 'ναι το καρτέρι'
μπορεί νογώντας με ή θωρώντας με πιο πριν να μου ξεφύγει"
θεός από θνητού είναι δύσκολο να δαμαστεί τα χέρια."
Είπα, κι ευτύς η πολυσέβαστη θεά μου απηλογήθη:
,, Την πάσα αλήθεια εγώ μιλώντας σου θα μολογήσω, ξένε᾿
400 ἦμος δ᾿ ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκῃ,
τῆμος ἄρ᾿ ἐξ ἁλὸς εἶσι γέρων ἅλιος νημερτὴς
πνοιῇ ὕπο Ζεφύροιο μελαίνῃ φρικὶ καλυφθείς,
ἐκ δ᾿ ἐλθὼν κοιμᾶται ὑπὸ σπέσσι γλαφυροῖσιν:
ἀμφὶ δέ μιν φῶκαι νέποδες καλῆς ἁλοσύδνης
κάθε φορά που τα μεσούρανα πατήσει ο γήλιος, βγαίνει
ο αλάθευτος θαλασσογέροντας απ᾿ το γιαλό, κρυμμένος,
στο μαύρο ανώτριχο της θάλασσας, που ο Ζέφυρος σηκώνει,
και σε βαθιές κοιμάται βγαίνοντας σπηλιές· και πλήθος φώκιες,
οι θυγατέρες της πεντάμορφης Θαλασσοκόρης, βγαίνουν
405 ἁθρόαι εὕδουσιν, πολιῆς ἁλὸς ἐξαναδῦσαι,
πικρὸν ἀποπνείουσαι ἁλὸς πολυβενθέος ὀδμήν.
ἔνθα σ᾿ ἐγὼν ἀγαγοῦσα ἅμ᾿ ἠοῖ φαινομένηφιν
εὐνάσω ἑξείης: σὺ δ᾿ ἐὺ κρίνασθαι ἑταίρους
τρεῖς, οἵ τοι παρὰ νηυσὶν ἐυσσέλμοισιν ἄριστοι.
απ᾿ το ψαρί γιαλό και γύρα του κοιμούνται αραδιασμένες,
και μυρωδιά από τον πολύβαθο γιαλό πικρή αναδίνουν.
Εκεί λοιπόν εγώ οδηγώντας σε, μόλις χαράξει, δίπλα
θα σε πλαγιάσω᾿ καλοδιάλεξε και συ τους συντρόφους σου,
μονάχα τρεις, στα καλοκούβερτα τα πλοία τους πιο αντρειωμένους.
410 πάντα δέ τοι ἐρέω ὀλοφώια τοῖο γέροντος.
φώκας μέν τοι πρῶτον ἀριθμήσει καὶ ἔπεισιν:
αὐτὰρ ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται ἠδὲ ἴδηται,
λέξεται ἐν μέσσῃσι νομεὺς ὣς πώεσι μήλων.
τὸν μὲν ἐπὴν δὴ πρῶτα κατευνηθέντα ἴδησθε,
Και τώρα θα σου πω του γέροντα τις πονηράδες όλες:
Σα βγει απ᾿ τα κύματα, τις φώκιες του θα τις μετρήσει πρώτα,
και σαν τις δεί και λογαριάζοντας τις βρει σωστές, θα γείρει,
σαν το βοσκό με τα κοπάδια του, να πέσει αναμεσό τους.
Κι όταν τον δείτε πια πως πλάγιασε κι ύπνος βαθύς τον πήρε,
415 καὶ τότ᾿ ἔπειθ᾿ ὑμῖν μελέτω κάρτος τε βίη τε,
αὖθι δ᾿ ἔχειν μεμαῶτα καὶ ἐσσύμενόν περ ἀλύξαι.
πάντα δὲ γιγνόμενος πειρήσεται, ὅσσ᾿ ἐπὶ γαῖαν
ἑρπετὰ γίγνονται, καὶ ὕδωρ καὶ θεσπιδαὲς πῦρ:
ὑμεῖς δ᾿ ἀστεμφέως ἐχέμεν μᾶλλόν τε πιέζειν.
χιμώντας με καρδιά και δύναμη κρατάτε τον μη φύγει,
όσο κι αν δέρνεται, όσο πάλεμα κι αν κάνει να γλιτώσει.
Είδη θ᾿ άλλάξει δοκιμάζοντας κάθε λογής απ᾿ ό,τι
σέρπει στη γης, θα γένει αδάμαστη φωτιά, νερό θα γένει᾿
όμως εσείς κρατάτε ακούραστα και πιο στριμώχνετε τον.
420 ἀλλ᾿ ὅτε κεν δή σ᾿ αὐτὸς ἀνείρηται ἐπέεσσι,
τοῖος ἐὼν οἷόν κε κατευνηθέντα ἴδησθε,
καὶ τότε δὴ σχέσθαι τε βίης λῦσαί τε γέροντα,
ἥρως, εἴρεσθαι δέ, θεῶν ὅς τίς σε χαλέπτει,
νόστον θ᾿, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσεαι ἰχθυόεντα.’
Μονάχα την παλιά την όψη του ξανά σαν πάρει, κι είναι
καθώς τον είδατε που πλάγιαζε, και σας ρωτάει, σταθείτε
και λευτερώστε πια το γέροντα και μην τον τυραννάτε.
Και τότε ρώτα τον ποιος θύμωσε θεός μαζί σου, ρήγα,
και πως την ψαροθρόφα θάλασσα περνώντας θα γυρίσεις.
425 «ὣς εἰποῦσ᾿ ὑπὸ πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα.
αὐτὰρ ἐγὼν ἐπὶ νῆας, ὅθ᾿ ἕστασαν ἐν ψαμάθοισιν,
ἤια: πολλὰ δέ μοι κραδίη πόρφυρε κιόντι.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἐπὶ νῆα κατήλυθον ἠδὲ θάλασσαν,
δόρπον θ᾿ ὁπλισάμεσθ᾿, ἐπί τ᾿ ἤλυθεν ἀμβροσίη νύξ:
Είπε, και βούτηξε στη θάλασσα την πολυκυματούσα'
κι εγώ για τα καράβια τράβηξα που στέκουνταν στον άμμο
και χίλιες μύριες έγνοιες έδερναν, ως όδευα, το νου μου.
Και σαν κατέβηκα στη θάλασσα και το καράβι βρήκα,
η νύχτα πριν πλακώσει η αθάνατη, στρωθήκαμε στο δείπνο·
430 δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης.
ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
καὶ τότε δὴ παρὰ θῖνα θαλάσσης εὐρυπόροιο
ἤια πολλὰ θεοὺς γουνούμενος: αὐτὰρ ἑταίρους
τρεῖς ἄγον, οἷσι μάλιστα πεποίθεα πᾶσαν ἐπ᾿ ἰθύν.
μετά πλαγιάσαμε στο άκρόγιαλο της θάλασσας απάνω.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
πλάι στην πλατύδρομη τη θάλασσα τον άμμον άμμο πήρα
και δεόμουν στους θεούς ολόκαρδα, κι είχα και τρεις συντρόφους
μαζί μου, που τους μπιστεύομουν σε όποια δουλειά κι αν ήταν.
435 «τόφρα δ᾿ ἄρ᾿ ἥ γ᾿ ὑποδῦσα θαλάσσης εὐρέα κόλπον
τέσσαρα φωκάων ἐκ πόντου δέρματ᾿ ἔνεικε:
πάντα δ᾿ ἔσαν νεόδαρτα: δόλον δ᾿ ἐπεμήδετο πατρί.
εὐνὰς δ᾿ ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ᾿ ἁλίῃσιν
ἧστο μένουσ': ἡμεῖς δὲ μάλα σχεδὸν ἤλθομεν αὐτῆς:
Εκείνη ωστόσο είχε στης θάλασσας την άγκα πια βουτήξει
και τέσσερα από φώκιες δέρματα μαζί απ᾿ τα βάθη φέρει,
όλα τους νιόγδαρτα, τον κύρη της ζητώντας να πλανέψει·
και κοιμηθιές καθώς μας έσκαψε στης θάλασσας τον άμμο,
ως τη στιγμή που τη σιμώσαμε καθόταν καρτερώντας.
440 ἑξείης δ᾿ εὔνησε, βάλεν δ᾿ ἐπὶ δέρμα ἑκάστῳ.
ἔνθα κεν αἰνότατος λόχος ἔπλετο: τεῖρε γὰρ αἰνῶς
φωκάων ἁλιοτρεφέων ὀλοώτατος ὀδμή:
τίς γάρ κ᾿ εἰναλίῳ παρὰ κήτεϊ κοιμηθείη;
ἀλλ᾿ αὐτὴ ἐσάωσε καὶ ἐφράσατο μέγ᾿ ὄνειαρ:
Γραμμή μας πλάγιασε και σκέπασε με δέρμα τον καθένα·
άλλο καρτέρι δε θα γίνουνταν χειρότερο — απ᾿ τις φώκιες
τις θαλασσόθρεφτες, που η βρώμα τους βαριά μας τυραννούσε.
Ποιος να πλαγιάσει με τα τέρατα βαστά τα πελαγίσια;
Μα εκείνη πάλι μας εγλίτωσε, τρανό θαράπιο βρήκε:
445 ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῖνα ἑκάστῳ θῆκε φέρουσα
ἡδὺ μάλα πνείουσαν, ὄλεσσε δὲ κήτεος ὀδμήν.
πᾶσαν δ᾿ ἠοίην μένομεν τετληότι θυμῷ:
φῶκαι δ᾿ ἐξ ἁλὸς ἦλθον ἀολλέες. αἱ μὲν ἔπειτα
ἑξῆς εὐνάζοντο παρὰ ῥηγμῖνι θαλάσσης:
Τρέχοντας μόσκο στα ρουθούνια μας αθάνατο σταλάζει,
που ευώδιαζε γλυκά κι απόδιωχνε τη μυρωδιά της φώκιας.
Με υπόμονη καρδιά προσμέναμε να 'ρθει το μεσημέρι'
και ξάφνου οι φώκιες απ᾿ το πέλαγο κοπαδιαστές πρόβαλαν
κι αράδα επλάγιασαν στο ακρόγιαλο της θάλασσας επάνω.
450 ἔνδιος δ᾿ ὁ γέρων ἦλθ᾿ ἐξ ἁλός, εὗρε δὲ φώκας
ζατρεφέας, πάσας δ᾿ ἄρ᾿ ἐπῴχετο, λέκτο δ᾿ ἀριθμόν:
ἐν δ᾿ ἡμέας πρώτους λέγε κήτεσιν, οὐδέ τι θυμῷ
ὠί̈σθη δόλον εἶναι: ἔπειτα δὲ λέκτο καὶ αὐτός.
ἡμεῖς δὲ ἰάχοντες ἐπεσσύμεθ᾿, ἀμφὶ δὲ χεῖρας
Καταμεσήμερα κι ο γέροντας από το κύμα εβγήκε
και πηγαινόρχοντας λογάριασε τις θροφαντές του φώκιες·
πρώτους εμάς μετρούσε ανάμεσα στις φώκιες, τι το δόλο
δεν είχε βάλει ο νους του, κι έπειτα ξαπλώθηκε κι ατός του.
Κι εμείς με χουγιαχτά χιμίζοντας τον πιάσαμε στα χέρια'
455 βάλλομεν: οὐδ᾿ ὁ γέρων δολίης ἐπελήθετο τέχνης,
ἀλλ᾿ ἦ τοι πρώτιστα λέων γένετ᾿ ἠυγένειος,
αὐτὰρ ἔπειτα δράκων καὶ πάρδαλις ἠδὲ μέγας σῦς:
γίγνετο δ᾿ ὑγρὸν ὕδωρ καὶ δένδρεον ὑψιπέτηλον:
ἡμεῖς δ᾿ ἀστεμφέως ἔχομεν τετληότι θυμῷ.
μα ουδέ κι ο γέροντας λησμόνησε τις δολερές του τέχνες,
μον᾿ πρώτα λιόντας μακροχήτικος στα χέρια μας εγίνη,
φίδι μετά, κατόπι λιόπαρδη και θρασεμένος κάπρος,
κι εγίνη και νερό τρεχάμενο και φουντωμένο δέντρο.
Εμείς ωστόσο τον κρατούσαμε γερά, χωρίς ξανάσα.
460 ἀλλ᾿ ὅτε δή ῥ᾿ ἀνίαζ᾿ ὁ γέρων ὀλοφώια εἰδώς,
καὶ τότε δή μ᾿ ἐπέεσσιν ἀνειρόμενος προσέειπε:
«‘τίς νύ τοι, Ἀτρέος υἱέ, θεῶν συμφράσσατο βουλάς,
ὄφρα μ᾿ ἕλοις ἀέκοντα λοχησάμενος; τέο σε χρή;’
«ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον:
Σαν πια βαρέθηκεν ο γέροντας τις δολερές του τέχνες,
γυρνώντας μίλησε, με ρώτησε κι αυτά τα λόγια μου 'πε:
,, Υγιέ του Ατρέα, ποιος τάχα αθάνατος τα ταίριαξε μαζί σου'
και στήνοντας καρτέρι μ᾿ έπιασες με το στανιό; τι θέλεις;
Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά του δίνω:
465 ‘οἶσθα, γέρον, τί με ταῦτα παρατροπέων ἐρεείνεις;
ὡς δὴ δήθ᾿ ἐνὶ νήσῳ ἐρύκομαι, οὐδέ τι τέκμωρ
εὑρέμεναι δύναμαι, μινύθει δέ μοι ἔνδοθεν ἦτορ.
ἀλλὰ σύ πέρ μοι εἰπέ, θεοὶ δέ τε πάντα ἴσασιν,
ὅς τίς μ᾿ ἀθανάτων πεδάᾳ καὶ ἔδησε κελεύθου,
,, Τι με ρωτάς; το ξέρεις, γέροντα! Τι θες και με πλανεύεις;
Παν μέρες στο νησί που κλείστηκα και πως θα ξεγλιτώσω
δεν ξέρω᾿ την καρδιά στα στήθη μου να σιγολιώνει νιώθω.
Μα εσύ μολόγα μου, τι οι αθάνατοι θεοί τα ξέρουν όλα,
ποιος αναιώνιος τάχα μ᾿ έδεσε και μου 'κλεισε το δρόμο;
470 νόστον θ᾿, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσομαι ἰχθυόεντα.’
«ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμειβόμενος προσέειπεν:
‘ἀλλὰ μάλ᾿ ὤφελλες Διί τ᾿ ἄλλοισίν τε θεοῖσι
ῥέξας ἱερὰ κάλ᾿ ἀναβαινέμεν, ὄφρα τάχιστα
σὴν ἐς πατρίδ᾿ ἵκοιο πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον.
και πως την ψαροθρόφα θάλασσα περνώντας θα γυρίσω;
Είπα, κι αυτός γυρνώντας μίλησε κι απηλογιά μου δίνει:
Όμως στο Δία και στους επίλοιπους θεούς τρανές χρωστούσες
θυσίες να κάνεις, όταν γύριζες, πριν σκίσεις το κρασάτο'
το πέλαο, για να φτάσεις γρήγορα στη γη την πατρική σου·
475 οὐ γάρ τοι πρὶν μοῖρα φίλους τ᾿ ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι
οἶκον ἐυκτίμενον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν,
πρίν γ᾿ ὅτ᾿ ἂν Αἰγύπτοιο, διιπετέος ποταμοῖο,
αὖτις ὕδωρ ἔλθῃς ῥέξῃς θ᾿ ἱερὰς ἑκατόμβας
ἀθανάτοισι θεοῖσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι:
τι τους δικούς σου δε σου μέλλεται να ιδείς και να διαγείρεις
στο αρχοντικό σου το καλόχτιστο, στο πατρικό σου χώμα,
πριχού στον ουρανοκατέβατο τον ποταμό και πάλε,
στου Αιγύπτου τα νερά, διαγέρνοντας θυσίες τρανές προσφέρεις
τιμώντας τους θεούς, που αθάνατοι τα ουράνια πλάτη ορίζουν.
480 καὶ τότε τοι δώσουσιν ὁδὸν θεοί, ἣν σὺ μενοινᾷς.’
«ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐμοί γε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ,
οὕνεκά μ᾿ αὖτις ἄνωγεν ἐπ᾿ ἠεροειδέα πόντον
Αἴγυπτόνδ᾿ ἰέναι, δολιχὴν ὁδὸν ἀργαλέην τε.
ἀλλὰ καὶ ὣς μύθοισιν ἀμειβόμενος προσέειπον:
Αλλιώς οι αθάνατοι δε δίνουνε τη στράτα που γυρεύεις."
Στα λόγια τούτα εμένα ράγισε βαθιά η καρδιά στα στήθη,
που απά στο πέλαο το αχνογάλαζο να κάνω με κινούσε
της Αίγυπτος ξανά το δύσκολο και μακρινό ταξίδι.
Ωστόσο κι έτσι του αποκρίθηκα κι αυτά του συντυχαίνω:
485 «‘ταῦτα μὲν οὕτω δὴ τελέω, γέρον, ὡς σὺ κελεύεις.
ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,
ἢ πάντες σὺν νηυσὶν ἀπήμονες ἦλθον Ἀχαιοί,
οὓς Νέστωρ καὶ ἐγὼ λίπομεν Τροίηθεν ἰόντες,
ἦέ τις ὤλετ᾿ ὀλέθρῳ ἀδευκέι ἧς ἐπὶ νηὸς
,, Όλα όσα μου 'πες τώρα, γέροντα, Θα γίνουν, ως προστάζεις·
μον᾿ έλα, ακόμα αυτό μολόγα μου, την πάσα αλήθεια πες μου,
αν όλοι οι Αργίτες, όσοι ο Νέστορας κι εγώ απ᾿ την Τροία κινώντας
αφήκαμε εκεί πέρα, απείραχτοι με τ᾿ άρμενα γύρισαν
για μπας κι ως τέλεψε τον πόλεμο, κανείς στο πλοίο του εχάθη
490 ἠὲ φίλων ἐν χερσίν, ἐπεὶ πόλεμον τολύπευσεν’.
«ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμειβόμενος προσέειπεν:
Ἀτρεί̈δη, τί με ταῦτα διείρεαι; οὐδέ τί σε χρὴ
ἴδμεναι, οὐδὲ δαῆναι ἐμὸν νόον: οὐδέ σέ φημι
δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι, ἐπὴν ἐὺ πάντα πύθηαι.
για και τον βρήκε ο πικροθάνατος στα χέρια των δικών του;»
Είπα, κι αυτός γυρνώντας μίλησε κι απηλογιά μου δίνει:
,, Υγιέ του Ατρέα, γιατί με ρώτησες για τούτα; ποιος ο λόγος
να τα κατέχεις, κι ό,τι μέσα μου κρυφό φυλάω να μάθεις;
Ακούγοντας πολληώρα αδάκρυτος σου λέω πως δε θα μείνεις!
495 πολλοὶ μὲν γὰρ τῶν γε δάμεν, πολλοὶ δὲ λίποντο:
ἀρχοὶ δ᾿ αὖ δύο μοῦνοι Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων
ἐν νόστῳ ἀπόλοντο: μάχῃ δέ τε καὶ σὺ παρῆσθα.
εἷς δ᾿ ἔτι που ζωὸς κατερύκεται εὐρέι πόντῳ.
«Αἴας μὲν μετὰ νηυσὶ δάμη δολιχηρέτμοισι.
Πολλοί σκοτώθηκαν, κι απόμειναν πολλοί· μα απ᾿ τους προλάτες
των Αχαιών των χαλκοθώρακων στου γυρισμού το δρόμο
δυο μόνο χάθηκαν (στον πόλεμο και συ μπροστά βρισκόσουν)·
ζει κι ένας, μα κλεισμένος βρίσκεται στα πλατιά πέλαα κάπου.
Ο λοκρός Αίαντας στα μακρόκουπα καράβια μέσα εχάθη'
500 Γυρῇσίν μιν πρῶτα Ποσειδάων ἐπέλασσεν
πέτρῃσιν μεγάλῃσι καὶ ἐξεσάωσε θαλάσσης:
καί νύ κεν ἔκφυγε κῆρα καὶ ἐχθόμενός περ Ἀθήνῃ,
εἰ μὴ ὑπερφίαλον ἔπος ἔκβαλε καὶ μέγ᾿ ἀάσθη:
φῆ ῥ᾿ ἀέκητι θεῶν φυγέειν μέγα λαῖτμα θαλάσσης.
τον είχε στης Γυρής τα τρίψηλα ριγμένο επάνω βράχια
ο Ποσειδώνας κι απ᾿ τα κύματα γλιτώσει και του Χάρου
θα ξέφευγε, η Παλλάδα μάνητα βαριά κι ας του κρατούσε,
λόγο μεγάλο αν δεν ξεστόμιζε, κακό της κεφαλής του:
καυκίστη δυνατά πως ξέφυγε της θάλασσας τα πλάτη
505 τοῦ δὲ Ποσειδάων μεγάλ᾿ ἔκλυεν αὐδήσαντος:
αὐτίκ᾿ ἔπειτα τρίαιναν ἑλὼν χερσὶ στιβαρῇσιν
ἤλασε Γυραίην πέτρην, ἀπὸ δ᾿ ἔσχισεν αὐτήν:
καὶ τὸ μὲν αὐτόθι μεῖνε, τὸ δὲ τρύφος ἔμπεσε πόντῳ,
τῷ ῥ᾿ Αἴας τὸ πρῶτον ἐφεζόμενος μέγ᾿ ἀάσθη:
στο πείσμα των θεών κι ως άκουσε το λόγο ο Ποσειδώνας,
μεμιάς αρπάζει το τρικράνι του στα δυνατά του χέρια
και της Γυρής το βράχο εχτύπησε, στα δυο χωρίζοντάς τον'
κι έμεινε εκεί ο μισός το απόκομμα, που πάνω του καθόταν,
ο Αίας την ώρα που καυκίστηκε, στο πέλαο μέσα πέφτει,
510 τὸν δ᾿ ἐφόρει κατὰ πόντον ἀπείρονα κυμαίνοντα.
ὣς ὁ μὲν ἔνθ᾿ ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ.
«‘σὸς δέ που ἔκφυγε κῆρας ἀδελφεὸς ἠδ᾿ ὑπάλυξεν
ἐν νηυσὶ γλαφυρῇσι: σάωσε δὲ πότνια Ἥρη.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τάχ᾿ ἔμελλε Μαλειάων ὄρος αἰπὺ
στ᾿ απέραντα αγριεμένα κύματα μαζί του σέρνοντας τον.
Έτσι αφανίστη, με το στόμα του πλημμυρισμένο αρμύρα.
Τον αδερφό σου τον διαφέντεψε στα βαθουλά καράβια
η Ήρα η σεβάσμια, κι έτσι ξέφυγε του Χάρου αλήθεια τότε.
Μα σύντας στου Μαλιά το απόγκρεμο βουνό κοντά είχε φτάσει,
515 ἵξεσθαι, τότε δή μιν ἀναρπάξασα θύελλα
πόντον ἐπ᾿ ἰχθυόεντα φέρεν βαρέα στενάχοντα,
ἀγροῦ ἐπ᾿ ἐσχατιήν, ὅθι δώματα ναῖε Θυέστης
τὸ πρίν, ἀτὰρ τότ᾿ ἔναιε Θυεστιάδης Αἴγισθος.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ καὶ κεῖθεν ἐφαίνετο νόστος ἀπήμων,
ξάφνου ένας δρόλαπας τον άρπαξε στα βογγητά του μέσα·
κι ως το στερνό της χώρας σύνορο του σέρνει τα καράβια
στο ψαροθρόφο επάνω πέλαγο. Στα μέρη εκείνα ζούσε
παλιά ο Θυέστης, όμως ο Αίγιστος, ο γιος του, εζούσε τώρα.
Και κείθε ο γυρισμός τους φάνηκε να 'ναι εύκολος, κι ως πρίμο
520 ἂψ δὲ θεοὶ οὖρον στρέψαν, καὶ οἴκαδ᾿ ἵκοντο,
ἦ τοι ὁ μὲν χαίρων ἐπεβήσετο πατρίδος αἴης
καὶ κύνει ἁπτόμενος ἣν πατρίδα: πολλὰ δ᾿ ἀπ᾿ αὐτοῦ
δάκρυα θερμὰ χέοντ᾿, ἐπεὶ ἀσπασίως ἴδε γαῖαν.
τὸν δ᾿ ἄρ᾿ ἀπὸ σκοπιῆς εἶδε σκοπός, ὅν ῥα καθεῖσεν
γύρισαν οι θεοί τον άνεμο, διαγείραν στην πατρίδα.
Κι αυτός ολόχαρος τα χώματα τα γονικά πατώντας
τα φίλειε σκύβοντας, τα χάιδευε, και του 'τρεχαν ποτάμι
ζεστά τα δάκρυα, που το αξιώθηκε να ξαναϊδεί πατρίδα.
Μα από τη βίγλα ένας βιγλάτορας τον ξέκρινε, βαλμένος
525 Αἴγισθος δολόμητις ἄγων, ὑπὸ δ᾿ ἔσχετο μισθὸν
χρυσοῦ δοιὰ τάλαντα: φύλασσε δ᾿ ὅ γ᾿ εἰς ἐνιαυτόν,
μή ἑ λάθοι παριών, μνήσαιτο δὲ θούριδος ἀλκῆς.
βῆ δ᾿ ἴμεν ἀγγελέων πρὸς δώματα ποιμένι λαῶν.
αὐτίκα δ᾿ Αἴγισθος δολίην ἐφράσσατο τέχνην:
απ᾿ τον παμπόνηρο τον Αίγιστο᾿ του 'χε χρυσάφι τάξει
δυο τάλαντα, και παραμόνευε σωστό ένα χρόνο, ο ρήγας
μη φτάσει ανένιωστος και στ᾿ άρματα ριχτεί να τον χτυπήσει.
Κι αμέσως κίνησε, το μήνυμα να πάει στο βασιλιά του᾿
κι ο Αίγιστος τότε ακούοντας πίβουλες εμηχανεύτη τέχνες:
530 κρινάμενος κατὰ δῆμον ἐείκοσι φῶτας ἀρίστους
εἷσε λόχον, ἑτέρωθι δ᾿ ἀνώγει δαῖτα πένεσθαι.
αὐτὰρ ὁ βῆ καλέων Ἀγαμέμνονα, ποιμένα λαῶν
ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν, ἀεικέα μερμηρίζων.
τὸν δ᾿ οὐκ εἰδότ᾿ ὄλεθρον ἀνήγαγε καὶ κατέπεφνεν
Είκοσι διάλεξε απ᾿ τη χώρα του, τους πιο αντρειανούς, να στήσει
καρτέρι, κι απ᾿ την άλλη επρόσταζε τις τάβλες να του στρώσουν.
Μετά κινάει, τον Αγαμέμνονα το ρήγα να καλέσει
με αμάξια κι άτια, πράξες άνομες στα φρένα μελετώντας,
Κι ως δέχτη εκείνος, δίχως θάνατο να κακοβάνει ο νους του,
535 δειπνίσσας, ὥς τίς τε κατέκτανε βοῦν ἐπὶ φάτνῃ.
οὐδέ τις Ἀτρεί̈δεω ἑτάρων λίπεθ᾿ οἵ οἱ ἕποντο,
οὐδέ τις Αἰγίσθου, ἀλλ᾿ ἔκταθεν ἐν μεγάροισιν’.
«ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐμοί γε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ,
κλαῖον δ᾿ ἐν ψαμάθοισι καθήμενος, οὐδέ νύ μοι κῆρ
τον σφάζει στο τραπέζι, ως σφάζουνε το βόδι στο παχνί του.
Κι ουδέ απ᾿ του γιου του Ατρέα τους συντρόφους απόμεινε κανένας,
ουδέ κι απ᾿ του Αίγιστου σκοτώθηκαν κι εκείνοι στο παλάτι.
Ως είπε τούτα, εμένα ράγισε βαθιά η καρδιά στα στήθη,
κι απά στην αμμουδιά καθούμενος θρηνούσα· πια η καρδιά μου
540 ἤθελ᾿ ἔτι ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο.
αὐτὰρ ἐπεὶ κλαίων τε κυλινδόμενός τε κορέσθην,
δὴ τότε με προσέειπε γέρων ἅλιος νημερτής:
«‘μηκέτι, Ἀτρέος υἱέ, πολὺν χρόνον ἀσκελὲς οὕτω
κλαῖ᾿, ἐπεὶ οὐκ ἄνυσίν τινα δήομεν: ἀλλὰ τάχιστα
δεν ήθελε να ζεί, να χαίρεται το φως του ήλιου στον κόσμο.
Κι αφού πια απόκαμα να μύρουμαι κυλούμενος στον άμμο,
ο αλάθευτος θαλασσογέροντας αυτά τα λόγια μου 'πε:
,, Υγιέ του Ατρέα, μην κλαις αδιάκοπα και δίχως τέλος έτσι'
δε βγαίνει από το θρήνο τίποτα, μον᾿ κοίτα να γυρίσεις
545 πείρα ὅπως κεν δὴ σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκηαι.
ἢ γάρ μιν ζωόν γε κιχήσεαι, ἤ κεν Ὀρέστης
κτεῖνεν ὑποφθάμενος, σὺ δέ κεν τάφου ἀντιβολήσαις.’
«ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐμοὶ κραδίη καὶ θυμὸς ἀγήνωρ
αὖτις ἐνὶ στήθεσσι καὶ ἀχνυμένῳ περ ἰάνθη,
πίσω και συ μιαν ώρα αρχύτερα στη γη την πατρική σου᾿
για ζωντανό θα βρεις τον Αίγιστο για έχει προλάβει ο Ορέστης
να τον σκοτώσει· λέω το ξόδι του μπορείς να το προφτάσεις.»
Στα λόγια αυτά η καρδιά στα στήθη μου κι η πέρφανη ψυχή μου
πήραν και γλύκαναν, κι ας ένιωθα βαθιά μου τόση πίκρα,
550 καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων:
«‘τούτους μὲν δὴ οἶδα: σὺ δὲ τρίτον ἄνδρ᾿ ὀνόμαζε,
ὅς τις ἔτι ζωὸς κατερύκεται εὐρέι πόντῳ
ἠὲ θανών: ἐθέλω δὲ καὶ ἀχνύμενός περ ἀκοῦσαι’.
«ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμειβόμενος προσέειπεν:
και κράζοντας τον ανεμάρπαστα του συντυχαίνω λόγια:
,, Γι᾿ αυτους πια ξέρω᾿ τώρα λέγε μου τον τρίτο πως τον λένε;
ποιος είναι ο ζωντανός στ᾿ απέραντα πελάγη που κρατιέται,
για κι ο νεκρός; ν᾿ ακουσω θα 'θελα, κι ας νιώθω πίκρα τόση.»
Είπα, κι αυτός γυρνώντας μίλησε κι απηλογιά μου δίνει:
555 ‘υἱὸς Λαέρτεω, Ἰθάκῃ ἔνι οἰκία ναίων:
τὸν δ᾿ ἴδον ἐν νήσῳ θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντα,
νύμφης ἐν μεγάροισι Καλυψοῦς, ἥ μιν ἀνάγκῃ
ἴσχει: ὁ δ᾿ οὐ δύναται ἣν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι:
οὐ γάρ οἱ πάρα νῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῖροι,
,, Του Λαέρτη ο γιος είναι, που κάθεται στο κάστρο της Ιθάκης᾿
σ᾿ ενα νησί τον είδα, αδιάκοπα να κλαίει και να θρηνάται'
η Καλυψώ η ξωθιά στο σπίτι της τόνε κρατεί δικό της
αθέλητα του, κι ουδέ δύνεται να ιδεί ξανά πατρίδα'
δεν έχει πια μαθές πολύκουπα καράβια και συντρόφους,
560 οἵ κέν μιν πέμποιεν ἐπ᾿ εὐρέα νῶτα θαλάσσης.
σοι δ᾿ οὐ θέσφατόν ἐστι, διοτρεφὲς ὦ Μενέλαε,
Ἄργει ἐν ἱπποβότῳ θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν,
ἀλλά σ᾿ ἐς Ἠλύσιον πεδίον καὶ πείρατα γαίης
ἀθάνατοι πέμψουσιν, ὅθι ξανθὸς Ῥαδάμανθυς,
στη ράχη την πλατιά της θάλασσας μαζί τους να τον πάρουν.
Μα εσένα η μοίρα, αρχοντογέννητε Μενέλαε, δε σου γράφει
στο αλογοθρόφο το Άργός κλείνοντας τα μάτια να πεθάνεις·
στην τέλειωση της γης οι αθάνατοι και στους Ηλύσιους κάμπους,
που κυβερνά ο ξανθός Ραδάμανθης, λογιάζουν να σε στείλουν,
565 τῇ περ ῥηίστη βιοτὴ πέλει ἀνθρώποισιν:
οὐ νιφετός, οὔτ᾿ ἂρ χειμὼν πολὺς οὔτε ποτ᾿ ὄμβρος,
ἀλλ᾿ αἰεὶ Ζεφύροιο λιγὺ πνείοντος ἀήτας
Ὠκεανὸς ἀνίησιν ἀναψύχειν ἀνθρώπους:
οὕνεκ᾿ ἔχεις Ἑλένην καί σφιν γαμβρὸς Διός ἐσσι’.
όπου περνούν οι ανθρώποι ξέγνοιαστη ζωή, μακάρια, δίχως
μηδέ βροχές μηδέ χιονόκαιρα μηδέ βαριούς χειμώνες.
Ο Ωκεανός εκεί του Ζέφυρου πνοές γλυκές, καθάριες
αφήνει να φυσούν, να χαίρουντοα δροσιές οι ανθρώποι πάντα᾿
τι αφού έχεις την Ελένη ταίρι σου, του Δία γαμπρός λογιέσαι."
570 «ὣς εἰπὼν ὑπὸ πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα.
αὐτὰρ ἐγὼν ἐπὶ νῆας ἅμ᾿ ἀντιθέοις ἑτάροισιν
ἤια, πολλὰ δέ μοι κραδίη πόρφυρε κιόντι.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἐπὶ νῆα κατήλθομεν ἠδὲ θάλασσαν,
δόρπον θ᾿ ὁπλισάμεσθ᾿, ἐπί τ᾿ ἤλυθεν ἀμβροσίη νύξ,
Είπε, και βούτηξε στη θάλασσα την πολυκυματούσα᾿
κι εγώ με τους ισόθεους τράβηξα συντρόφους στα καράβια,
και χίλιες μύριες έγνοιες έδερναν, ως όδευα, το νου μου.
Κι ως κατεβήκαμε στη θάλασσα και στο πλεούμενο μας,
η νύχτα πριν πλακώσει η αθάνατη, στρωθήκαμε στο δείπνο'
575 δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης.
ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
νῆας μὲν πάμπρωτον ἐρύσσαμεν εἰς ἅλα δῖαν,
ἐν δ᾿ ἱστοὺς τιθέμεσθα καὶ ἱστία νηυσὶν ἐίσῃς,
ἂν δὲ καὶ αὐτοὶ βάντες ἐπὶ κληῖσι καθῖζον:
μετά πλαγιάσαμε στο ακρόγιαλο της θάλασσας επάνω.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
σύραμε πρώτα τα καράβια μας στο θείο το κύμα μέσα
και στήσαμε κατάρτια κι άρμενα στα ζυγιαστά καράβια·
μετά κι οι σύντροφοί μου ανέβηκαν, και στα ζυγά ως καθίσαν
580 ἑξῆς δ᾿ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς.
ἂψ δ᾿ εἰς Αἰγύπτοιο διιπετέος ποταμοῖο
στῆσα νέας, καὶ ἔρεξα τεληέσσας ἑκατόμβας.
αὐτὰρ ἐπεὶ κατέπαυσα θεῶν χόλον αἰὲν ἐόντων,
χεῦ᾿ Ἀγαμέμνονι τύμβον, ἵν᾿ ἄσβεστον κλέος εἴη.
γραμμή, την αφρισμένη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν
και πίσω στο ουρανοκατέβατο της Αίγυπτος ποτάμι
φτάνω κι αράζω, κι αψεγάδιαστες τρανές θυσίες προσφέρνω.
Κι ως τους αθάνατους μαλάκωσα θεούς, ασκώνω μνήμα
στον Αγαμέμνονα, αλησμόνητο να μείνει τ᾿ όνομά του.
585 ταῦτα τελευτήσας νεόμην, ἔδοσαν δέ μοι οὖρον
ἀθάνατοι, τοί μ᾿ ὦκα φίλην ἐς πατρίδ᾿ ἔπεμψαν.
ἀλλ᾿ ἄγε νῦν ἐπίμεινον ἐνὶ μεγάροισιν ἐμοῖσιν,
ὄφρα κεν ἑνδεκάτη τε δυωδεκάτη τε γένηται:
καὶ τότε σ᾿ εὖ πέμψω, δώσω δέ τοι ἀγλαὰ δῶρα,
Κι αυτά σαν τέλεψα, ξεκίνησα, κι οι αθάνατοι μου στείλαν
πρίμον αγέρα, προβοδώντας με στη γη την πατρική μου.
Μον᾿ έλα τώρα, στο παλάτι μου να μείνεις θέλω ακόμα,
κι άμα διαβούνε δέκα δώδεκα μερόνυχτα, σε στέλνω
με το καλό πια τότε σπίτι σου᾿ και δώρα θα σου δώσω,
590 τρεῖς ἵππους καὶ δίφρον ἐύξοον: αὐτὰρ ἔπειτα
δώσω καλὸν ἄλεισον, ἵνα σπένδῃσθα θεοῖσιν
ἀθανάτοις ἐμέθεν μεμνημένος ἤματα πάντα.»
τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
«Ἀτρεί̈δη, μὴ δή με πολὺν χρόνον ἐνθάδ᾿ ἔρυκε.
αμάξι τορνευτό, να χαίρεσαι, κι άλογα τρία, κι ακόμα
θα 'χεις πανώρια κούπα χάρισμα, στο νου σου να με φέρνεις,
κάθε φορά που στους αθάνατους θεους σπονδές σταλάζεις.»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
«Υγιέ του Ατρέα, καιρό περσσότερο μη μου ζητάς να μείνω!
595 καὶ γάρ κ᾿ εἰς ἐνιαυτὸν ἐγὼ παρὰ σοί γ᾿ ἀνεχοίμην
ἥμενος, οὐδέ κέ μ᾿ οἴκου ἕλοι πόθος οὐδὲ τοκήων:
αἰνῶς γὰρ μύθοισιν ἔπεσσί τε σοῖσιν ἀκούων
τέρπομαι. ἀλλ᾿ ἤδη μοι ἀνιάζουσιν ἑταῖροι
ἐν Πύλῳ ἠγαθέῃ: σὺ δέ με χρόνον ἐνθάδ᾿ ἐρύκεις.
Ακέριο χρόνο εγώ θα το 'θελα να κάθουμαι κοντά σου,
χωρίς ν᾿ αποζητώ το σπίτι μου μηδέ και τους γονιούς μου᾿
τόσου ν᾿ ακούω τα λόγια σου και τις κουβέντες σου όλες
μου αρέσει᾿ ωστόσο κι οι σύντροφοί μου στην άγια Πύλο θα 'χουν
πια βαρεθεί, που εσύ δε μ᾿ αφήκες νωρίτερα να φύγω.
600 δῶρον δ᾿ ὅττι κέ μοι δοίης, κειμήλιον ἔστω:
ἵππους δ᾿ εἰς Ἰθάκην οὐκ ἄξομαι, ἀλλὰ σοὶ αὐτῷ
ἐνθάδε λείψω ἄγαλμα: σὺ γὰρ πεδίοιο ἀνάσσεις
εὐρέος, ᾧ ἔνι μὲν λωτὸς πολύς, ἐν δὲ κύπειρον
πυροί τε ζειαί τε ἰδ᾿ εὐρυφυὲς κρῖ λευκόν.
Κι ό,τι μου δώκεις, να φυλάγεται θα το 'θελα στο σπίτι.
Μαζί μου στην Ιθάκη αλόγατα δεν παίρνω· θα τ᾿ αφήσω
στον ίδιο εσένα να τα χαίρεσαι. τι εσύ εδώ πέρα ορίζεις
διάπλατο κάμπο, όπου και κύπερη φυτρώνει και τριφύλλι
και βίκο κι άσπρο, αδερφοκλώνιαστο κριθάρι και σιτάρι.
605 ἐν δ᾿ Ἰθάκῃ οὔτ᾿ ἂρ δρόμοι εὐρέες οὔτε τι λειμών:
αἰγίβοτος, καὶ μᾶλλον ἐπήρατος ἱπποβότοιο.
οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ᾿ ἐυλείμων,
αἵ θ᾿ ἁλὶ κεκλίαται: Ἰθάκη δέ τε καὶ περὶ πασέων.»
ὣς φάτο, μείδησεν δὲ βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος,
Ρούγες φαρδιές εμείς δεν έχουμε μηδέ λιβάδια, μόνο
γιδοβοσκές, μα κι οι αλογότοποι τέτοια ομορφιά δεν έχουν.
Κανένα απ᾿ τα νησιά της θάλασσας δεν είναι με λιβάδια,
κι ουδέ μπορουν να θρέφουν άλογα — κι η Ιθάκη πάνω απ᾿ όλα.»
Έτσι μιλουσε, κι ο βροντόφωνος Μενέλαος με το χέρι
610 χειρί τέ μιν κατέρεξεν ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζεν:
«αἵματός εἰς ἀγαθοῖο, φίλον τέκος, οἷ᾿ ἀγορεύεις:
τοιγὰρ ἐγώ τοι ταῦτα μεταστήσω: δύναμαι γάρ.
δώρων δ᾿ ὅσσ᾿ ἐν ἐμῷ οἴκῳ κειμήλια κεῖται,
δώσω ὃ κάλλιστον καὶ τιμηέστατόν ἐστιν:
τον χάιδεψε, του χαμογέλασε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
«Αρχοντικιά είναι, γιε μου, η φύτρα σου, τα λόγια σου το δείχνουν,
γι᾿ αυτό σου μεταλλάζω τ᾿ άλογα, τι μου περνά απ᾿ το χέρι·
Απ᾿ τ᾿ αγαθά που στο παλάτι μου βρίσκονται φυλαγμένα
εγώ το πιο ακριβό, το πιο όμορφο θα σου χαρίσω τώρα:
615 δώσω τοι κρητῆρα τετυγμένον: ἀργύρεος δὲ
ἔστιν ἅπας, χρυσῷ δ᾿ χείλεα κεκράανται,
ἔργον δ᾿ Ἡφαίστοιο. πόρεν δέ ἑ Φαίδιμος ἥρως,
Σιδονίων βασιλεύς, ὅθ᾿ ἑὸς δόμος ἀμφεκάλυψε
κεῖσέ με νοστήσαντα: τεὶ̈ν δ᾿ ἐθέλω τόδ᾿ ὀπάσσαι.»
Ένα κροντήρι καλοδουλευτο σου δίνω, ακέριο ασήμι,
που 'ναι τα χείλια του με μάλαμα ψηλά μαργελωμένα,
δουλειά του Ηφαίστου· μου το χάρισε των Σιδονίων ο ρήγας;
ο τρανός Φαίδιμος, σα βρέθηκα, στου γυρισμού το δρόμο,
κει πέρα και με δέχτη σπίτι του᾿ τώρα το δίνω εσένα.»
620 ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
δαιτυμόνες δ᾿ ἐς δώματ᾿ ἴσαν θείου βασιλῆος.
οἱ δ᾿ ἦγον μὲν μῆλα, φέρον δ᾿ ἐυήνορα οἶνον:
σῖτον δέ σφ᾿ ἄλοχοι καλλικρήδεμνοι ἔπεμπον.
ὣς οἱ μὲν περὶ δεῖπνον ἐνὶ μεγάροισι πένοντο.
Έτσι. μιλούσαν συναλλήλως τους εκείνοι οι δυο, κι ωστόσο
του θείου του βασιλιά οι συντράπεζοι τραβούσαν στο παλάτι,
κι αρνιά να φάνε σέρναν, κι έφερναν κρασί αντρειανό να πιούνε·
ψωμί τους στέλναν οι γυναίκες τους οι ομορφομαντιλούσες.
Μες στο παλάτι ετούτοι σύνταζαν το γιόμα· κι οι μνηστήρες
625 μνηστῆρες δὲ πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο
δίσκοισιν τέρποντο καὶ αἰγανέῃσιν ἱέντες
ἐν τυκτῷ δαπέδῳ, ὅθι περ πάρος, ὕβριν ἔχοντες.
Ἀντίνοος δὲ καθῆστο καὶ Εὐρύμαχος θεοειδής,
ἀρχοὶ μνηστήρων, ἀρετῇ δ᾿ ἔσαν ἔξοχ᾿ ἄριστοι.
την ώρα τους περνούσαν παίζοντας, και ρίχναν στο σημάδι
μπρος στου Οδυσσέα το αρχοντοπάλατο, με δίσκους, με κοντάρια,
στο πατημένο σιάδι, όπου 'παιζαν οι αδιάντροποι και πρώτα.
Εκεί κι ο Αντίνοος κι ο θεόμορφος Ευρύμαχος καθόνταν,
οι πρώτοι απ᾿ τους μνηστήρες, άρχοντες όλο αντριγιά κι αξιότη.
630 τοῖς δ᾿ υἱὸς Φρονίοιο Νοήμων ἐγγύθεν ἐλθὼν
Ἀντίνοον μύθοισιν ἀνειρόμενος προσέειπεν:
«Ἀντίνο᾿, ἦ ῥά τι ἴδμεν ἐνὶ φρεσίν, ἦε καὶ οὐκί,
ὁππότε Τηλέμαχος νεῖτ᾿ ἐκ Πύλου ἠμαθόεντος;
νῆά μοι οἴχετ᾿ ἄγων: ἐμὲ δὲ χρεὼ γίγνεται αὐτῆς
Ξάφνου ο Νοήμονας τους ζύγωσε με βιάση, ο γιος του Φρόνιου,
και στον Αντίνοο πήρε κι έλεγε και τέτοια τον ρωτούσε:
«Αντίνοε, τάχα το κατέχουμε για κι όχι, πότε θα᾿ ρθει,
από την Πύλο πια ο Τηλέμαχος την αμμουδάτη πίσω;
Μου πήρε το καράβι κι έφυγε, και τώρα το 'χω ανάγκη,
635 Ἤλιδ᾿ ἐς εὐρύχορον διαβήμεναι, ἔνθα μοι ἵπποι
δώδεκα θήλειαι, ὑπὸ δ᾿ ἡμίονοι ταλαεργοὶ
ἀδμῆτες: τῶν κέν τιν᾿ ἐλασσάμενος δαμασαίμην.»
ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἀνὰ θυμὸν ἐθάμβεον: οὐ γὰρ ἔφαντο
ἐς Πύλον οἴχεσθαι Νηλήιον, ἀλλά που αὐτοῦ
στους κάμπους να διαβώ της Ήλιδας· έχω μαθές φοράδες,
δώδεκα εκεί και μου βυζαίνουνε βασταγερά μουλάρια,
άζευτα ακόμα — κάποιο να 'παιρνα, πια στο ζυγό να στρώσω.»
Είπε, κι εκείνοι ακούοντας σάστισαν δεν το 'χε βάλει ο νους τους
πως στου Νηλέα την Πύλο εδιάβηκε, μον᾿ κάπου εκεί πως θα 'ταν
640 ἀγρῶν ἢ μήλοισι παρέμμεναι ἠὲ συβώτη.
τὸν δ᾿ αὖτ᾿ Ἀντίνοος προσέφη Εὐπείθεος υἱός:
«νημερτές μοι ἔνισπε, πότ᾿ ᾤχετο καὶ τίνες αὐτῷ
κοῦροι ἕποντ'; Ἰθάκης ἐξαίρετοι, ἦ ἑοὶ αὐτοῦ
θῆτές τε δμῶές τε; δύναιτό κε καὶ τὸ τελέσσαι.
στην εξοχή, για στα κοπάδια του για στου χοιροβοσκου του.
Κι ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος, γύρισε και τέτοια του μιλούσε:
«Πες την αλήθεια, πότε κίνησε και ποιους να παν μαζί του
απ᾿ την Ιθάκη νιους εδιάλεξε; μην πήρε δούλους τάχα
και ρογιαστούς δικους του; Δύνουνταν κι αυτό μαθές να κάνει.
645 καί μοι τοῦτ᾿ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾿ ἐὺ εἰδῶ,
ἤ σε βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρα νῆα μέλαιναν,
ἦε ἑκών οἱ δῶκας, ἐπεὶ προσπτύξατο μύθῳ.»
τὸν δ᾿ υἱὸς Φρονίοιο Νοήμων ἀντίον ηὔδα:
«αὐτὸς ἑκών οἱ δῶκα: τί κεν ῥέξειε καὶ ἄλλος,
Κι ακόμα αυτό σωστά μολόγα μου, καλά να καταλάβω:
Το μελανό καράβι σου άρπαξε μεβιάς, αθέλητα σου,
για παρακάλεσε, και σύγκλινες και συ να του το δώσεις;»
Κι απηλογήθηκε ο Νοήμονας, του Φρόνιου ο γιος, και του 'πε:
«Ατός μου, θέλοντας του το 'δωκα. Τι θα 'κανε όποιος άλλος,
650 ὁππότ᾿ ἀνὴρ τοιοῦτος ἔχων μελεδήματα θυμῷ
αἰτίζῃ; χαλεπόν κεν ἀνήνασθαι δόσιν εἴη.
κοῦροι δ᾿, οἳ κατὰ δῆμον ἀριστεύουσι μεθ᾿ ἡμέας,
οἵ οἱ ἕποντ': ἐν δ᾿ ἀρχὸν ἐγὼ βαίνοντ᾿ ἐνόησα
Μέντορα, ἠὲ θεόν, τῷ δ᾿ αὐτῷ πάντα ἐῴκει.
αν ένας τέτοιος άντρας, που 'τυχε περίσσιες έγνοιες να 'χει,
του το ζητούσε; Θα 'ταν δύσκολο να του αρνηστεί τη χάρη.
Τον συντροφεύουν τώρα νιούτσικοι, μετά από μας οι πρώτοι
της χώρας· κι είδα και το Μέντορα στο πλοίο μου πρώτος πρώτος
να μπαίνει — για κι έναν αθάνατου του 'μοιαζε περίσσια.
655 ἀλλὰ τὸ θαυμάζω: ἴδον ἐνθάδε Μέντορα δῖον
χθιζὸν ὑπηοῖον, τότε δ᾿ ἔμβη νηὶ Πύλονδε.»
ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη πρὸς δώματα πατρός,
τοῖσιν δ᾿ ἀμφοτέροισιν ἀγάσσατο θυμὸς ἀγήνωρ.
μνηστῆρας δ᾿ ἄμυδις κάθισαν καὶ παῦσαν ἀέθλων.
Μα έχω σαστίσει: χτες το Μέντορα τον είδα εδώ πρι φέξει,
την ώρα που 'πρεπε να βρίσκεται στο πλοίο μου για την Πύλο!»
Ως είπε τούτα, στου πατέρα του κινάει και πάει το σπίτι
μα εκείνοι, οι δυο βαριά χολόσκασαν και πάψαν τους μνηστήρες
απ᾿ τα παιχνίδια και τους έβαλαν όλους μαζί να κάτσουν.
660 τοῖσιν δ᾿ Ἀντίνοος μετέφη Εὐπείθεος υἱός,
ἀχνύμενος: μένεος δὲ μέγα φρένες ἀμφιμέλαιναι
πίμπλαντ᾿, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐίκτην:
«ὢ πόποι, ἦ μέγα ἔργον ὑπερφιάλως ἐτελέσθη
Τηλεμάχῳ ὁδὸς ἥδε: φάμεν δέ οἱ οὐ τελέεσθαι.
Κι ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος, μίλησε κι αναμεσό τους είπε,
χολή γεμάτος, και ξεχείλιζαν τα σκοτεινά του σπλάχνα
από το πάθος, και τα μάτια του σαν τη φωτιά ξαστράφταν:
«Ωχού, τρανή δουλειά ο Τηλέμαχος με τούτο το ταξίδι
σκάρωσε απόκοτα, κι ας λέγαμε πως δε θα το τελέψει!
665 ἐκ τοσσῶνδ᾿ ἀέκητι νέος πάϊς οἴχεται αὔτως
νῆα ἐρυσσάμενος, κρίνας τ᾿ ἀνὰ δῆμον ἀρίστους.
ἄρξει καὶ προτέρω κακὸν ἔμμεναι: ἀλλά οἱ αὐτῷ
Ζεὺς ὀλέσειε βίην, πρὶν ἥβης μέτρον ἱκέσθαι.
ἀλλ᾿ ἄγε μοι δότε νῆα θοὴν καὶ εἴκοσ᾿ ἑταίρους,
Ένα παιδί στο πείσμα τόσων μας αρμάτωσε καράβι,
τους κάλλιους διάλεξε του τόπου μας και τώρα είναι φευγάτος.
Κι αυτά είναι ακόμα αρχή· χειρότερα θα κάμει — ο Δίας μονάχα
να τον αφάνιζε, το σύνορο πριχού διαβεί της νιότης.
Μα ομπρός, γοργό καράβι κι είκοσι για δώστε μου συντρόφους,
670 ὄφρα μιν αὐτὸν ἰόντα λοχήσομαι ἠδὲ φυλάξω
ἐν πορθμῷ Ἰθάκης τε Σάμοιό τε παιπαλοέσσης,
ὡς ἂν ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται εἵνεκα πατρός.»
«ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἐπῄνεον ἠδ᾿ ἐκέλευον.
αὐτίκ᾿ ἔπειτ᾿ ἀνστάντες ἔβαν δόμον εἰς Ὀδυσῆος.
καρτέρι να του στήσω, ως θα 'ρχεται, να τον παραφυλάξω
μπρος στο στενό, που η Σάμη η απόγκρεμη με την Ιθάκη κάνει,
-να του 'βγει σε κακό που κίνησε ζητώντας το γονιό του.»
Έτσι μιλούσε, κι όλοι εσύγκλιναν και του 'διναν κουράγιο,
μετά σηκώθηκαν και τράβηξαν για του Οδυσσέα το σπίτι.
675 οὐδ᾿ ἄρα Πηνελόπεια πολὺν χρόνον ἦεν ἄπυστος
μύθων, οὓς μνηστῆρες ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον:
κῆρυξ γάρ οἱ ἔειπε Μέδων, ὃς ἐπεύθετο βουλὰς
αὐλῆς ἐκτὸς ἐών: οἱ δ᾿ ἔνδοθι μῆτιν ὕφαινον.
βῆ δ᾿ ἴμεν ἀγγελέων διὰ δώματα Πηνελοπείῃ:
Πολληώρα ωστόσο δε χρειάστηκε να μάθει η Πηνελόπη᾿
τα όσα οι μνηστήρες μηχανεύουνταν της τα μαρτύρησε όλα
ο Μέδοντας ο κράχτης, που άκουσε το τι βουλές υφαίναν,
απόξω απ᾿ την αυλή ως τριγύριζε, κι αυτοί ήταν από μέσα.
Κι έτρεξε μέσα από τις κάμαρες να πάει της Πηνελόπης
680 τὸν δὲ κατ᾿ οὐδοῦ βάντα προσηύδα Πηνελόπεια:
«κῆρυξ, τίπτε δέ σε πρόεσαν μνηστῆρες ἀγαυοί;
ἦ εἰπέμεναι δμῳῇσιν Ὀδυσσῆος θείοιο
ἔργων παύσασθαι, σφίσι δ᾿ αὐτοῖς δαῖτα πένεσθαι;
μὴ μνηστεύσαντες μηδ᾿ ἄλλοθ᾿ ὁμιλήσαντες
το μήνυμα᾿ μα αυτή του φώναξε, σα φάνη στο κατώφλι:
« Κράχτη, για μίλα μου, τι σ᾿ έστειλαν εδώ οι τρανοί μνηστήρες;
Τάχα να πεις στις σκλάβες έρχεσαι του θεϊκού Οδυσσέα,
τις άλλες τους δουλειές αφήνοντας, να τους γνοιαστούν το γιόμα;
Θε μου, να μη μονοσυνάζουνταν, να μη με θέλαν ταίρι,
685 ὕστατα καὶ πύματα νῦν ἐνθάδε δειπνήσειαν:
οἳ θάμ᾿ ἀγειρόμενοι βίοτον κατακείρετε πολλόν,
κτῆσιν Τηλεμάχοιο δαί̈φρονος: οὐδέ τι πατρῶν
ὑμετέρων τὸ πρόσθεν ἀκούετε, παῖδες ἐόντες,
οἷος Ὀδυσσεὺς ἔσκε μεθ᾿ ὑμετέροισι τοκεῦσιν,
και να 'ταν η στερνή κι ολόστερνη φορά που εδώ δειπνούνε! —
που κάθε λίγο μαζευόσαστε κι ό,τι έχουμε μας τρώτε,
το βιος του γνωστικού Τηλέμαχου. Σε χρόνια περασμένα᾿
απ᾿ τους γονιούς σας δεν ακούσατε, παιδιά σαν ήστε ακόμα,
με πόση αγάπη στους πατέρες σας φερνόταν ο Οδυσσέας;
690 οὔτε τινὰ ῥέξας ἐξαίσιον οὔτε τι εἰπὼν
ἐν δήμῳ, ἥ τ᾿ ἐστὶ δίκη θείων βασιλήων:
ἄλλον κ᾿ ἐχθαίρῃσι βροτῶν, ἄλλον κε φιλοίη.
κεῖνος δ᾿ οὔ ποτε πάμπαν ἀτάσθαλον ἄνδρα ἐώργει.
ἀλλ᾿ ὁ μὲν ὑμέτερος θυμὸς καὶ ἀεικέα ἔργα
Ποτέ κανέναν δεν αδίκησε με λόγο για με πράξη,
καθώς το συνηθίζουν όλοι τους οι ισόθεοι βασιλιάδες,
που άλλον μισούν απ᾿ τους ανθρώπους τους και σ᾿ άλλο αγάπη δείχνουν.
Εκείνος ανομιά δεν έπραξε ποτέ του σε κανέναν.
Μα εσάς τα φυσικό και τ᾿ άπρεπα ξεσκεπάστηκαν έργα!
695 φαίνεται, οὐδέ τίς ἐστι χάρις μετόπισθ᾿ ἐυεργέων.»
τὴν δ᾿ αὖτε προσέειπε Μέδων πεπνυμένα εἰδώς:
«αἲ γὰρ δή, βασίλεια, τόδε πλεῖστον κακὸν εἴη.
ἀλλὰ πολὺ μεῖζόν τε καὶ ἀργαλεώτερον ἄλλο
μνηστῆρες φράζονται, ὃ μὴ τελέσειε Κρονίων:
Κάνεις καλό — και πότε αργότερα σου το χρωστούνε χάρη;»
Της αποκρίθη τότε ο Μέδοντας, - που 'χε περίσσια γνώση:
«Να 'ταν αυτό που λες, βασίλισσα, το πιο κακό, μακάρι!
Κάτι άλλο, ακόμα μεγαλύτερο και πιο φριχτό οι μνηστήρες
τώρα μελέτησαν στα φρένα τους, που ο Δίας να μην το στρέξει:
700 Τηλέμαχον μεμάασι κατακτάμεν ὀξέι χαλκῷ
οἴκαδε νισόμενον: ὁ δ᾿ ἔβη μετὰ πατρὸς ἀκουὴν
ἐς Πύλον ἠγαθέην ἠδ᾿ ἐς Λακεδαίμονα δῖαν.»
ὣς φάτο, τῆς δ᾿ αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ,
δὴν δέ μιν ἀμφασίη ἐπέων λάβε: τὼ δέ οἱ ὄσσε
Ως πίσω θα γυρνά ο Τηλέμαχος, να τον σκοτώσουν θέλουν
με κοφτερό χαλκό· τι εκίνησε να πάει στην άγια Πύλο
και στη θεϊκιά τη Σπάρτη, ο κύρης του τι απόγινε να μάθει.»
Αυτά είπε, κι εκείνης τα γόνατα λυθήκαν κι η καρδιά της,
κι έτσι πολληώρα απόμεινε άλαλη, και πλημμύρισαν δάκρυα
705 δακρυόφι πλῆσθεν, θαλερὴ δέ οἱ ἔσχετο φωνή.
ὀψὲ δὲ δή μιν ἔπεσσιν ἀμειβομένη προσέειπε:
«κῆρυξ, τίπτε δέ μοι πάϊς οἴχεται; οὐδέ τί μιν χρεὼ
νηῶν ὠκυπόρων ἐπιβαινέμεν, αἵ θ᾿ ἁλὸς ἵπποι
ἀνδράσι γίγνονται, περόωσι δὲ πουλὺν ἐφ᾿ ὑγρήν.
τα δυο τα μάτια της, και πιάστηκεν η γάργαρη φωνή της.
Αργά στο τέλος του αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
«Ποιος λόγος, κράχτη, ο γιος μου που 'φυγε; Ποια ανάγκη τον κρατούσε
να μπει στα πλοία τα γοργοτάξιδα, που τα 'χουν οι άντρες γι άτια
μέσα στα κύματα, της θάλασσας τις στράτες σα διαβαίνουν;
710 ἦ ἵνα μηδ᾿ ὄνομ᾿ αὐτοῦ ἐν ἀνθρώποισι λίπηται;»
τὴν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα Μέδων πεπνυμένα εἰδώς:
«οὐκ οἶδ᾿ ἤ τίς μιν θεὸς ὤρορεν, ἦε καὶ αὐτοῦ
θυμὸς ἐφωρμήθη ἴμεν ἐς Πύλον, ὄφρα πύθηται
πατρὸς ἑοῦ ἢ νόστον ἢ ὅν τινα πότμον ἐπέσπεν.»
Για να χαθεί απ᾿ τον κόσμο ανέγνωρο και τ᾿ όνομά του ακόμα;»
Της αποκρίθη τότε ο Μέδοντας, που 'χε περίσσια γνώση:
«Θεός κανένας αν τον έσπρωξε δεν ξέρω, για αν μονάχος,
να πάει στην Πύλο πέρα γύρεψε, να μάθει για τον κύρη,
αν είναι να γυρίσει σπίτι του για ποιος χαμός τον βρήκε.»
715 ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη κατὰ δῶμ᾿ Ὀδυσῆος.
τὴν δ᾿ ἄχος ἀμφεχύθη θυμοφθόρον, οὐδ᾿ ἄρ᾿ ἔτ᾿ ἔτλη
δίφρῳ ἐφέζεσθαι πολλῶν κατὰ οἶκον ἐόντων,
ἀλλ᾿ ἄρ᾿ ἐπ᾿ οὐδοῦ ἷζε πολυκμήτου θαλάμοιο
οἴκτρ᾿ ὀλοφυρομένη: περὶ δὲ δμῳαὶ μινύριζον
Είπε, και διάβηκε τις κάμαρες του παλατιού, να φύγει.
Κι εκείνην ο καημός την έζωσε, να την ψυχομαράνει·
να κάτσει σε σκαμνί δεν πρόφτασε, κι ας ήταν τόσα μέσα,
μον᾿ στο κατώφλι κοντοκάθισε του στέριου γυναικίτη
με σπαραγμό θρηνώντας· γύρω της σιγόκλαιγαν κι οι σκλάβες,
720 πᾶσαι, ὅσαι κατὰ δώματ᾿ ἔσαν νέαι ἠδὲ παλαιαί.
τῇς δ᾿ ἁδινὸν γοόωσα μετηύδα Πηνελόπεια:
«κλῦτε, φίλαι: πέρι γάρ μοι Ὀλύμπιος ἄλγε᾿ ἔδωκεν
ἐκ πασέων, ὅσσαι μοι ὁμοῦ τράφεν ἠδ᾿ ἐγένοντο:
ἣ πρὶν μὲν πόσιν ἐσθλὸν ἀπώλεσα θυμολέοντα,
νιές και γερόντισσες, που βρέθηκαν την ώρα αυτή στο σπίτι.
Κι η Πηνελόπη πήρε κι έλεγε στα κλάματα της μέσα:
«Καλές μου, ακούστε! Ο ρήγας του Ολύμπου μ᾿ έχει ποτίσει πίκρες
απ᾿ όλες πιο τις συνανάθροφες και συνομήλικες μου.
Χαμένο το αντρειωμένο ταίρι μου, με την καρδιά του λιόντα,
725 παντοίῃς ἀρετῇσι κεκασμένον ἐν Δαναοῖσιν,
ἐσθλόν, τοῦ κλέος εὐρὺ καθ᾿ Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος.
νῦν αὖ παῖδ᾿ ἀγαπητὸν ἀνηρείψαντο θύελλαι
ἀκλέα ἐκ μεγάρων, οὐδ᾿ ὁρμηθέντος ἄκουσα.
σχέτλιαι, οὐδ᾿ ὑμεῖς περ ἐνὶ φρεσὶ θέσθε ἑκάστη
που μες στους Δαναούς ξεχώριζε σε όλα παράξιος, κι είναι
στο Άργος βαθιά απλωμένη η δόξα του και στην Ελλάδα πάσα.
Τώρα το γιο απ᾿ το σπίτι μου άρπαξαν οι Ανεμικές, να σβήσει ανέγνωρος,
κι ουδέ τον άκουσα την ώρα που κινούσε.
Πως απ᾿ το νου καμιάς σας, άσπλαχνες, δεν πέρασε, απ᾿ τον ύπνο
730 ἐκ λεχέων μ᾿ ἀνεγεῖραι, ἐπιστάμεναι σάφα θυμῷ,
ὁππότ᾿ ἐκεῖνος ἔβη κοίλην ἐπὶ νῆα μέλαιναν.
εἰ γὰρ ἐγὼ πυθόμην ταύτην ὁδὸν ὁρμαίνοντα,
τῷ κε μάλ᾿ ἤ κεν ἔμεινε καὶ ἐσσύμενός περ ὁδοῖο,
ἤ κέ με τεθνηκυῖαν ἐνὶ μεγάροισιν ἔλειπεν.
να με σηκώσει; Κι όμως όλες σας την ξέρατε την ώρα
που εκείνος στο καράβι ανέβηκε το μαύρο να μισέψει.
Τέτοιο ταξίδι εγώ αν εμάθαινα πως λογαριάζει ο γιος μου,
το δίχως άλλο εδώ θ᾿ απόμενε, κι ας βιάζουνταν να φύγει,
για πρώτα αποθαμένη θ᾿ άφηνε τη μάνα του στο σπίτι.
735 ἀλλά τις ὀτρηρῶς Δολίον καλέσειε γέροντα,
δμῶ᾿ ἐμόν, ὅν μοι δῶκε πατὴρ ἔτι δεῦρο κιούσῃ,
καί μοι κῆπον ἔχει πολυδένδρεον, ὄφρα τάχιστα
Λαέρτῃ τάδε πάντα παρεζόμενος καταλέξῃ,
εἰ δή πού τινα κεῖνος ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν ὑφήνας
Μα ας κράξει κάποια δίχως άργητα το γέρο το Δολίο,
το δούλο μου, που ο κύρης μου 'δωκε, για εδώ παλιά ως κινούσα,
και το πολύδεντρο μου γνοιάζεται περβόλι, στο Λαέρτη
να τρέξει κι όλα αυτά πως έγιναν να του ιστορήσει, δίπλα
καθούμενος· βουλή στα φρένα του μπορεί να κλώσει εκείνος,
740 ἐξελθὼν λαοῖσιν ὀδύρεται, οἳ μεμάασιν
ὃν καὶ Ὀδυσσῆος φθῖσαι γόνον ἀντιθέοιο.»
τὴν δ᾿ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια:
«νύμφα φίλη, σὺ μὲν ἄρ με κατάκτανε νηλέι χαλκῷ
ἢ ἔα ἐν μεγάρῳ: μῦθον δέ τοι οὐκ ἐπικεύσω.
να βγεί να προσκλαφτεί στη μάζωξη σ᾿ αυτούς που το δικό του
και του Οδυσσέα του ισόθεου θέλησαν το σπέρμα ν᾿ αφανίσουν.»
Κι η Ευρύκλεια τότε η βάγια μίλησε κι απηλογιά της δίνει:
«Θες, σκότωσε με, θυγατέρα μου, με ανέσπλαχνο μαχαίρι,
θες, άσε με να ζω στο σπίτι σου᾿ δε θα σου κρύψω λέξη·
745 ᾔδε᾿ ἐγὼ τάδε πάντα, πόρον δέ οἱ ὅσσ᾿ ἐκέλευε,
σῖτον καὶ μέθυ ἡδύ: ἐμεῦ δ᾿ ἕλετο μέγαν ὅρκον
μὴ πρὶν σοὶ ἐρέειν, πρὶν δωδεκάτην γε γενέσθαι
ἢ σ᾿ αὐτὴν ποθέσαι καὶ ἀφορμηθέντος ἀκοῦσαι,
ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτῃς.
τα᾿ ξερα τούτα κι ό,τι γύρεψε του το 'δωκα μαζί του,
ψωμί, κρασί γλυκό, μα μ᾿ έβαλε κι όρκο τρανό του αμώνω
να μη σου πω μια λέξη, δώδεκα πριχού διαβούνε μέρες,
ξον αν το μάθαινες πως έφυγε κι ατή σου τον ζητούσες·
τα κάλλη σου μαθές δεν ήθελε με θρήνους ν᾿ αφανίζεις.
750 ἀλλ᾿ ὑδρηναμένη, καθαρὰ χροὶ̈ εἵμαθ᾿ ἑλοῦσα,
εἰς ὑπερῷ᾿ ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶν
εὔχε᾿ Ἀθηναίῃ κούρῃ Διὸς αἰγιόχοιο:
ἡ γάρ κέν μιν ἔπειτα καὶ ἐκ θανάτοιο σαώσαι.
μηδὲ γέροντα κάκου κεκακωμένον: οὐ γὰρ ὀίω
Μα τώρα πάρε πλύσου κι άλλαξε σκουτιά καθάρια πρώτα,
κι ανέβα με τις βάγιες έπειτα στο ανώι και προσευχήσου ᾿
στην Αθηνά, του βροντοσκούταρου του Δία τη θυγατέρα·
κι εκείνη τότε κι απ᾿ το θάνατο μπορεί να τον γλιτώσει.
Και μην παιδεύεις πια το γέροντα τον παιδεμένο᾿ τόσο
755 πάγχυ θεοῖς μακάρεσσι γονὴν Ἀρκεισιάδαο
ἔχθεσθ᾿, ἀλλ᾿ ἔτι πού τις ἐπέσσεται ὅς κεν ἔχῃσι
δώματά θ᾿ ὑψερεφέα καὶ ἀπόπροθι πίονας ἀγρούς.»
ὣς φάτο, τῆς δ᾿ εὔνησε γόον, σχέθε δ᾿ ὄσσε γόοιο.
ἡ δ᾿ ὑδρηναμένη, καθαρὰ χροὶ̈ εἵμαθ᾿ ἑλοῦσα
δεν τ᾿ οχτρεύτηκαν οι τρισεύτυχοι θεοί θαρρώ το γένος
του γιου του Αρκείσιου᾿ πάντα κάποιος τους θα μείνει ν᾿ αφεντεύει
τ᾿ αρχοντικά τ᾿ αψηλοτάβανα και τα παχιά χωράφια.»
Είπε, και γλύκανε το θρήνο της, της στέγνωξε τα δάκρυα
στα μάτια᾿ κι έτσι επλύθη κι άλλαξε σκουτιά καθάρια πρώτα,
760 εἰς ὑπερῷ᾿ ἀνέβαινε σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξίν,
ἐν δ᾿ ἔθετ᾿ οὐλοχύτας κανέῳ, ἠρᾶτο δ᾿ Ἀθήνῃ:
«κλῦθί μευ, αἰγιόχοιο Διὸς τέκος, Ἀτρυτώνη,
εἴ ποτέ τοι πολύμητις ἐνὶ μεγάροισιν Ὀδυσσεὺς
ἢ βοὸς ἢ ὄϊος κατὰ πίονα μηρί᾿ ἔκηε,
κι ανέβη με τις βάγιες έπειτα στο ανώι, και σε πανέρι
τ᾿ αγιοκριθάρια πήρε κι έβαλε, και στην Παλλάδα ευκήθη:
«Επάκουσέ με, κόρη αδάμαστη του Βροντοσκουταράτου!
Αν ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος στο αρχοντικό του μέσα
αρνίσια για ταυρίσια σου 'καψε παχιά μεριά ποτέ του,
765 τῶν νῦν μοι μνῆσαι, καί μοι φίλον υἷα σάωσον,
μνηστῆρας δ᾿ ἀπάλαλκε κακῶς ὑπερηνορέοντας.»
ὣς εἰποῦσ᾿ ὀλόλυξε, θεὰ δέ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς.
μνηστῆρες δ᾿ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα:
ὧδε δέ τις εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων:
τώρα θυμήσου τα και γλίτωσε τον ακριβό το γιο μας!
Διαφέντεψε τον απ᾿ τους άνομους, αδιάντροπους μνηστήρες!»
Είπε, και σκλήριξε, κι ο λόγος της απ᾿ τη θεά επακούστη.
Ωστόσο κι οι μνηστήρες φώναζαν στον ισκιερό αντρωνίτη,
και τούτα έλεγαν απ᾿ τους νιούτσικους τους φαντασμένους κάποιοι:
770 «ἦ μάλα δὴ γάμον ἄμμι πολυμνήστη βασίλεια
ἀρτύει, οὐδέ τι οἶδεν ὅ οἱ φόνος υἷι τέτυκται.»
«ὣς ἄρα τις εἴπεσκε, τὰ δ᾿ οὐκ ἴσαν ὡς ἐτέτυκτο.
τοῖσιν δ᾿ Ἀντίνοος ἀγορήσατο καὶ μετέειπε:
«δαιμόνιοι, μύθους μὲν ὑπερφιάλους ἀλέασθε
«Η πολυγύρευτη βασίλισσα μας ετοιμάζει, γάμο,
κι ουδέ στοχάζεται το θάνατο που καρτερεί το γιο της!»
Αυτά αναθίβαναν δεν κάτεχαν μαθές το τι είχε γένει·
και τότε ο Αντίνοος τέτοια μίλησε κι αναμεσό τους είπε:
«Για παρατάτε τώρα, ανέμυαλοι, τα φουσκωμένα λόγια
775 πάντας ὁμῶς, μή πού τις ἀπαγγείλῃσι καὶ εἴσω.
ἀλλ᾿ ἄγε σιγῇ τοῖον ἀναστάντες τελέωμεν
μῦθον, ὃ δὴ καὶ πᾶσιν ἐνὶ φρεσὶν ἤραρεν ἡμῖν.»
ὣς εἰπὼν ἐκρίνατ᾿ ἐείκοσι φῶτας ἀρίστους,
βὰν δ᾿ ἰέναι ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης.
μια και καλή, μην τύχει και τα πει κανείς και πάρα μέσα!
Ας σηκωθούμε ωστόσο αμίλητοι, να βάλουμε σε πράξη
αυτά που λέγαμε και σε όλους μας πρεπούμενα φανήκαν.»
Είπε και διάλεξε άντρες είκοσι, τους πιο αντρειανούς του τόπου,
και στο γοργό καράβι εκίνησαν να παν και στο ακρογιάλι.
780 νῆα μὲν οὖν πάμπρωτον ἁλὸς βένθοσδε ἔρυσσαν,
ἐν δ᾿ ἱστόν τ᾿ ἐτίθεντο καὶ ἱστία νηὶ μελαίνῃ,
ἠρτύναντο δ᾿ ἐρετμὰ τροποῖς ἐν δερματίνοισιν,
πάντα κατὰ μοῖραν, ἀνά θ᾿ ἱστία λευκὰ πέτασσαν:
τεύχεα δέ σφ᾿ ἤνεικαν ὑπέρθυμοι θεράποντες.
Πρώτα το πλοίο τους μες στη θάλασσα βαθιά να πέσει εσύραν,
στήσαν μετά κατάρτια κι άρμενα στα μελανό καράβι
και τα κουπιά από τις δερμάτινες πέρασαν τροπωτήρες,
όλα ως εταίριαζε· τελειώνοντας τ᾿ άσπρα πανιά σηκώσαν
και τα παιδόπουλα τα πέρφανα τους φέρναν τ᾿ άρματά τους.
785 ὑψοῦ δ᾿ ἐν νοτίῳ τήν γ᾿ ὥρμισαν, ἐκ δ᾿ ἔβαν αὐτοί:
ἔνθα δὲ δόρπον ἕλοντο, μένον δ᾿ ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν.
ἡ δ᾿ ὑπερωίῳ αὖθι περίφρων Πηνελόπεια
κεῖτ᾿ ἄρ᾿ ἄσιτος, ἄπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος,
ὁρμαίνουσ᾿ ἤ οἱ θάνατον φύγοι υἱὸς ἀμύμων,
Και στα ρηχά νερά σαν το άραξαν κι ατοί τους όξω βγήκαν,
σπεροδειπνούσαν απαντέχοντας το βράδυ πότε θα 'ρθει.
Ωστόσο η Πηνελόπη η φρόνιμη στο ανώι της είχε ανέβει,
και νηστική κοιτόταν, άφαγη, χωρίς να τρώει, να πίνει,
έγνοιες γεμάτη — ο γιος της ο άψεγος θα γλίτωνε του Χάρου,
790 ἦ ὅ γ᾿ ὑπὸ μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισι δαμείη.
ὅσσα δὲ μερμήριξε λέων ἀνδρῶν ἐν ὁμίλῳ
δείσας, ὁππότε μιν δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσι,
τόσσα μιν ὁρμαίνουσαν ἐπήλυθε νήδυμος ὕπνος:
εὗδε δ᾿ ἀνακλινθεῖσα, λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα.
για από τα χέρια των αδιάντροπων μνηστήρων θα χανόταν;
Πόσα λογιάζει ο λιόντας, που 'τυχε παγάνα να τον ζώσει,
κι έχει δειλιάσει, τι τον στένεψαν με πονηριά τρογύρα,
τόσα κι ο νους εκείνης έβαζε᾿ κι ήρθε ο γλυκός ο γύπνος,
κι έγειρε πίσω και κοιμήθηκε κι οι αρμοί της ελυθήκαν.
795 ἔνθ᾿ αὖτ᾿ ἄλλ᾿ ἐνόησε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη:
εἴδωλον ποίησε, δέμας δ᾿ ἤικτο γυναικί,
Ἰφθίμῃ, κούρῃ μεγαλήτορος Ἰκαρίοιο,
τὴν Εὔμηλος ὄπυιε Φερῇς ἔνι οἰκία ναίων.
πέμπε δέ μιν πρὸς δώματ᾿ Ὀδυσσῆος θείοιο,
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στοχάστηκε άλλα πάλι᾿
πήρε έναν ίσκιο και τον έπλασε, κορμί γυναίκας να 'χει,
παρόμοιας με την κόρη του άτρομου του Ικάριου, την Ιφθίμη,
που ταίρι του την είχεν ο Εύμηλος και στις Φερές εζούσαν
μετά στο αρχοντικό τον έστειλε του θεϊκού Οδυσσέα,
800 ἧος Πηνελόπειαν ὀδυρομένην γοόωσαν
παύσειε κλαυθμοῖο γόοιό τε δακρυόεντος.
ἐς θάλαμον δ᾿ εἰσῆλθε παρὰ κληῖδος ἱμάντα,
στῆ δ᾿ ἄρ ὑπὲρ κεφαλῆς, καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν:
«εὕδεις, Πηνελόπεια, φίλον τετιημένη ἦτορ;
για να μερώσει, τον αλάρωτο της Πηνελόπης θρήνο,
να πάψει πια να κλαίει, να γόζεται και να μοιρολογιέται.
Κι εκείνος απ᾿ του σύρτη επέρασε πλάι το λουρί, κι ως βρέθη
στο γυναικίτη, στο κεφάλι της εστάθη και της είπε:
«Με πικραμένα αποκοιμήθηκες τα στήθη, Πηνελόπη!
805 οὐ μέν σ᾿ οὐδὲ ἐῶσι θεοὶ ῥεῖα ζώοντες
κλαίειν οὐδ᾿ ἀκάχησθαι, ἐπεί ῥ᾿ ἔτι νόστιμός ἐστι
σὸς παῖς: οὐ μὲν γάρ τι θεοῖς ἀλιτήμενός ἐστι.»
τὴν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα περίφρων Πηνελόπεια,
ἡδὺ μάλα κνώσσουσ᾿ ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν:
Μα ουδέ κι αφήνουν οι τρισεύτυχοι θεοί να ζεις με θρήνους
και παιδεμούς χωρίς ξανάσαση᾿ θα στρέψει δίχως άλλο
ο γιος σου, τι δεν έχει φταίξιμο μπρος στους θεούς κανένα.»
Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνάει κι απηλογιέται,
γλυκά απ᾿ τον ύπνο μπρος στων όνειρων τις πόρτες δαμασμένη:
810 «τίπτε, κασιγνήτη, δεῦρ᾿ ἤλυθες; οὔ τι πάρος γε
πωλέ᾿, ἐπεὶ μάλα πολλὸν ἀπόπροθι δώματα ναίεις:
καί με κέλεαι παύσασθαι ὀιζύος ἠδ᾿ ὀδυνάων
πολλέων, αἵ μ᾿ ἐρέθουσι κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
ἣ πρὶν μὲν πόσιν ἐσθλὸν ἀπώλεσα θυμολέοντα,
«Τι θες εδώ, αδερφή; Στα μέρη μας πιο πρώτα δεν ερχόσουν
συχνά, κι αλάργα είναι το σπίτι σου πολυ. Τι μου γυρεύεις
να πάψω τώρα εγώ τα κλάματα, τις πίκρες να ξεχάσω,
που αρίφνητες βαθιά σπαράζουνε το νου και την καρδιά μου;
Χαμένο το αντρειωμένο ταίρι μου, με την καρδιά του λιόντα,
815 παντοίῃς ἀρετῇσι κεκασμένον ἐν Δαναοῖσιν,
ἐσθλόν, τοῦ κλέος εὐρὺ καθ᾿ Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος:
νῦν αὖ παῖς ἀγαπητὸς ἔβη κοίλης ἐπὶ νηός,
νήπιος, οὔτε πόνων ἐὺ εἰδὼς οὔτ᾿ ἀγοράων.
τοῦ δὴ ἐγὼ καὶ μᾶλλον ὀδύρομαι ἤ περ ἐκείνου:
που μες στους Αχαιούς ξεχώριζε σε όλα παράξιος, κι είναι
στο Άργός βαθιά απλωμένη η δόξα του και στην Ελλάδα πάσα.
Κι ο ακριβογιός μου τώρα ανέβηκε σε βαθουλό καράβι,
παιδί μικρό, σε κόπους άπραγος κι ακάτεχος σε λόγια.
Για τούτον πια εγώ τώρα μύρουμαι μαθές παρά για κείνον
820 τοῦ δ᾿ ἀμφιτρομέω καὶ δείδια, μή τι πάθῃσιν,
ἢ ὅ γε τῶν ἐνὶ δήμῳ, ἵν᾿ οἴχεται, ἢ ἐνὶ πόντῳ:
δυσμενέες γὰρ πολλοὶ ἐπ᾿ αὐτῷ μηχανόωνται,
ἱέμενοι κτεῖναι πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι.»
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενον προσέφη εἴδωλον ἀμαυρόν:
για τούτον τρέμω εγώ και σκιάζουμαι, μην τύχει και μου πάθει
για εκεί στους ξένους τόπους που 'φυγε, για στα βαθιά πελάγη·
τι έχει πολλούς ο γιος μου αντίδικους, που το κακό του κλώθουν,
να τον σκοτώσουν, πριν στα χώματα τα πατρικά διαγείρει.»
Κι ο ανάερος ίσκιος τότε γύρισε κι απηλογιά της δίνει:
825 «θάρσει, μηδέ τι πάγχυ μετὰ φρεσὶ δείδιθι λίην:
τοίη γάρ οἱ πομπὸς ἅμ᾿ ἔρχεται, ἥν τε καὶ ἄλλοι
ἀνέρες ἠρήσαντο παρεστάμεναι, δύναται γάρ,
Παλλὰς Ἀθηναίη: σὲ δ᾿ ὀδυρομένην ἐλεαίρει:
ἣ νῦν με προέηκε τεὶ̈ν τάδε μυθήσασθαι.»
«Κάμε κουράγιο και στα φρένα σου μην κακοβάνεις τόσο·
τι τέτοιο συνεβγάλτη αξιώθηκε να 'χει μαζί, που κι άλλοι
να τους παράστεκε θα γύρευαν — τόση είναι η μπόρεση του! —
την Αθηνά Παλλάδα, που 'νιωσε στους θρήνους σου συμπόνια,
γι᾿ αυτό κοντά σου τώρα μ᾿ έστειλε, τα λόγια μου ν᾿ ακούσεις.»
830 τὴν δ᾿ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια:
«εἰ μὲν δὴ θεός ἐσσι θεοῖό τε ἔκλυες αὐδῆς,
εἰ δ᾿ ἄγε μοι καὶ κεῖνον ὀιζυρὸν κατάλεξον,
ἤ που ἔτι ζώει καὶ ὁρᾷ φάος ἠελίοιο,
ἦ ἤδη τέθνηκε καὶ εἰν Ἀίδαο δόμοισι.»
Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνάει κι απηλογιέται:
«Θεός αλήθεια αν είσαι κι άκουσες ενός θεού τα λόγια,
αχ, και για κείνον τον τρισάμοιρο για μίλησε μου τώρα,
αν είναι στη ζωή και χαίρεται του ήλιου το φως ακόμα,
για αν τον εβρήκε κιόλα ο θάνατος κι έχει διαβεί στον Άδη.»
835 τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενον προσέφη εἴδωλον ἀμαυρόν:
«οὐ μέν τοι κεῖνόν γε διηνεκέως ἀγορεύσω,
ζώει ὅ γ᾿ ἦ τέθνηκε: κακὸν δ᾿ ἀνεμώλια βάζειν.»
ὣς εἰπὸν σταθμοῖο παρὰ κληῖδα λιάσθη
ἐς πνοιὰς ἀνέμων. ἡ δ᾿ ἐξ ὕπνου ἀνόρουσε
Κι ο ανάερος ίσκιος τότε γύρισε κι απηλογιά της δίνει:
«Μην περιμένεις απ᾿ το στόμα μου να βγει για κείνον λέξη,
αν ζει για αν πέθανε· είναι αταίριαστο να λέω του ανέμου λόγια.»
Αυτά είπε, κι απ᾿ του σύρτη εδιάβηκε πλάι το λουρί, κι εχάθη
στου ανέμου τις πνοές. Πετάχτηκε κι εκείνη από τον ύπνο,
840 κούρη Ἰκαρίοιο: φίλον δέ οἱ ἦτορ ἰάνθη,
ὥς οἱ ἐναργὲς ὄνειρον ἐπέσσυτο νυκτὸς ἀμολγῷ.
μνηστῆρες δ᾿ ἀναβάντες ἐπέπλεον ὑγρὰ κέλευθα
Τηλεμάχῳ φόνον αἰπὺν ἐνὶ φρεσὶν ὁρμαίνοντες.
ἔστι δέ τις νῆσος μέσσῃ ἁλὶ πετρήεσσα,
του Ικάριου η κόρη, και στα στήθη της είχε η καρδιά γλυκάνει,
που τόσο φανερό είδε τ᾿ όνειρο μες στην καρδιά της νύχτας.
Στις στράτες του πελάγου αρμένιζαν την ώρα αυτή οι μνηστήρες,
τον άγριο φόνο του Τηλέμαχου στα φρένα μελετώντας.
Κάποιο ξερόνησο στης θάλασσας τη μέση — εδώθε η Ιθάκη
845 μεσσηγὺς Ἰθάκης τε Σάμοιό τε παιπαλοέσσης,
Ἀστερίς, οὐ μεγάλη: λιμένες δ᾿ ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ
ἀμφίδυμοι: τῇ τόν γε μένον λοχόωντες Ἀχαιοί.
κι εκείθε η Σάμη στέκει η απόγκρεμη — θωρείς, την Αστερίδα,
όχι τρανή, με καλολίμανους, χώρια μεριά καθέναν,
κόρφους διπλούς᾿ εκεί τον πρόσμεναν οι Αργίτες στο καρτέρι.