-Ω- |
λῦτο δ᾽ ἀγών, λαοὶ δὲ θοὰς ἐπὶ νῆας ἕκαστοι
ἐσκίδναντ᾽ ἰέναι. τοὶ μὲν δόρποιο μέδοντο
ὕπνου τε γλυκεροῦ ταρπήμεναι· αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
κλαῖε φίλου ἑτάρου μεμνημένος, οὐδέ μιν ὕπνος |
Λύθηκε η σύναξη· στα γρήγορα καράβια του τ᾿ ασκέρι
πίσω γυρνάει σκορπώντας, κι όλοι τους το δείπνο να χαρούνε
και το γλυκό τον ύπνο εγνοιάζουνταν. Μόνο ο Αχιλλέας θρηνούσε
το σύντροφο του αναθυμάμενος, κι ουδέ καθόλου ο γύπνος
ο παντοδαμαστής τον έπιανε, μον᾿ γύρναε δώθε κείθε,
αναθιβάνοντας του Πάτροκλου την αντριγιά, τη νιότη,
τα όσα κι οι δυο μαζί αντραγάθησαν, τα όσα μαζί ετραβήξαν
μέσα σε τόσα αντροπαλέματα και κύματα αγριεμένα.
Τούτα στο νου του εκλωθογύριζε κι αστέρευτα θρηνούσε, |
5 |
ᾕρει πανδαμάτωρ, ἀλλ᾽ ἐστρέφετ᾽ ἔνθα καὶ ἔνθα
Πατρόκλου ποθέων ἀνδροτῆτά τε καὶ μένος ἠΰ,
ἠδ᾽ ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ καὶ πάθεν ἄλγεα
ἀνδρῶν τε πτολέμους ἀλεγεινά τε κύματα πείρων·
τῶν μιμνησκόμενος θαλερὸν κατὰ δάκρυον εἶβεν, |
10 |
ἄλλοτ᾽ ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος, ἄλλοτε δ᾽ αὖτε
ὕπτιος, ἄλλοτε δὲ πρηνής· τοτὲ δ᾽ ὀρθὸς ἀναστὰς
δινεύεσκ᾽ ἀλύων παρὰ θῖν᾽ ἁλός· οὐδέ μιν ἠὼς
φαινομένη λήθεσκεν ὑπεὶρ ἅλα τ᾽ ἠϊόνας τε.
ἀλλ᾽ ὅ γ᾽ ἐπεὶ ζεύξειεν ὑφ᾽ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους, |
πα στο πλευρό τη μια κοιτάμενος, τ᾿ ανάσκελα
την άλλη,
την άλλη απίστομα᾿ καί κάποτε πετιόταν ξάφνου ολόρθος
και στο γιαλό τρογύρναε ξέφρενος. Κι η κάθε αυγή, το κύμα
και το ακρογιάλι γύρα ως φώτιζε, τον έβρισκε στο πόδι.
Τότε μεμιάς στο αμάξι του έζευε τα γρήγορα άλογα του
τον Έχτορα ξοπίσω δένοντας, στη γη να βωλοσούρνει.
Και τρεις φορές το γύρο ως του 'κανε στου Πάτροκλου το μνήμα,
γύριζε πίσω στο καλύβι του᾿ κι αυτόν τον παρατούσε
στον κουρνιαχτό απλωτό τ᾿ απίστομα. Μα το κορμί του βλάβος
δεν άφηνε κανένα ο Απόλλωνας να πάθει᾿ τον πονούσε, |
15 |
Ἕκτορα δ᾽ ἕλκεσθαι δησάσκετο δίφρου ὄπισθεν,
τρὶς δ᾽ ἐρύσας περὶ σῆμα Μενοιτιάδαο θανόντος
αὖτις ἐνὶ κλισίῃ παυέσκετο, τὸν δέ τ᾽ ἔασκεν
ἐν κόνι ἐκτανύσας προπρηνέα· τοῖο δ᾽ Ἀπόλλων
πᾶσαν ἀεικείην ἄπεχε χροῒ φῶτ᾽ ἐλεαίρων |
20 |
καὶ τεθνηότα περ· περὶ δ᾽ αἰγίδι πάντα κάλυπτε
χρυσείῃ, ἵνα μή μιν ἀποδρύφοι ἑλκυστάζων.
ὣς ὃ μὲν Ἕκτορα δῖον ἀείκιζεν μενεαίνων·
τὸν δ᾽ ἐλεαίρεσκον μάκαρες θεοὶ εἰσορόωντες,
κλέψαι δ᾽ ὀτρύνεσκον ἐΰσκοπον ἀργεϊφόντην.
|
νεκρός κι ας ήταν. Με τ᾿ ολόχρυσο σκουτάρι του τρογύρα
τον σκέπαζε όλο, ως τον βωλόσουρνε μην ξεγδαρθεί στο χώμα.
Έτσι ο Αχιλλέας με λύσσα εντρόπιαζε τον Έχτορα το θείο'
όμως θωρώντας τον οι αθάνατοι θεοί τον σπλαχνιζόνταν,
και τον Αργοφονιά τον άγρυπνο να του τον κλέψει έσπρωχναν.
Οι άλλοι θεοί το θέλαν όλοι τους, μονάχα ο Ποσειδώνας
κι η Ήρα μαζί τους αντιμάχουνταν κι η γλαυκομάτα κόρη,
που αποξαρχής ως τώρα αδιάκοπα την άγια Τροία μισούσαν
και το λαό της και το ρήγα της, απ᾿ αφορμή του Πάρη,
τις δυο θεές που καταφρόνεσε, σαν ήρθαν στο μαντρί του,
|
25 |
ἔνθ᾽ ἄλλοις μὲν πᾶσιν ἑήνδανεν, οὐδέ ποθ᾽ Ἥρῃ
οὐδὲ Ποσειδάων᾽ οὐδὲ γλαυκώπιδι κούρῃ,
ἀλλ᾽ ἔχον ὥς σφιν πρῶτον ἀπήχθετο Ἴλιος ἱρὴ
καὶ Πρίαμος καὶ λαὸς Ἀλεξάνδρου ἕνεκ᾽ ἄτης,
ὃς νείκεσσε θεὰς ὅτε οἱ μέσσαυλον ἵκοντο, |
30 |
τὴν δ᾽ ᾔνησ᾽ ἥ οἱ πόρε μαχλοσύνην ἀλεγεινήν.
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἐκ τοῖο δυωδεκάτη γένετ᾽ ἠώς,
καὶ τότ᾽ ἄρ᾽ ἀθανάτοισι μετηύδα Φοῖβος Ἀπόλλων·
σχέτλιοί ἐστε θεοί, δηλήμονες· οὔ νύ ποθ᾽ ὑμῖν
Ἕκτωρ μηρί᾽ ἔκηε βοῶν αἰγῶν τε τελείων; |
κι εκείνη ετίμησε που του άναψε λαχτάρα φαρμακούσα.
Μα όταν περνώντας μέρες έντεκα ξημέρωσε και πάλε,
μίλησε τότε στους αθάνατους ο Απόλλωνας ο Φοίβος:
«Θεοί κακόπραγοι κι ανέσπλαχνοι! ποτέ μεριά βοδίσια
στη χάρη σας δεν έκαψε ο Έχτορας, ποτέ μεριά από γίδια;
και τώρα πια νεκρός που κοίτεται δε βάσταξε η καρδιά σας
να τον γλιτώσετε, η γυναίκα του να τόνε ιδεί κι ο γιος του
κι ο γέρο Πρίαμος κι η μητέρα του κι οι Τρώες, που θα τον καίγαν
στις φλόγες πάνω και θα του 'καναν και τιμημένο ξόδι.
Το 'χετε κάλλιο να συντρέχετε τον άσπλαχνο Αχιλλέα,
|
35 |
τὸν νῦν οὐκ ἔτλητε νέκυν περ ἐόντα σαῶσαι
ᾗ τ᾽ ἀλόχῳ ἰδέειν καὶ μητέρι καὶ τέκεϊ ᾧ
καὶ πατέρι Πριάμῳ λαοῖσί τε, τοί κέ μιν ὦκα
ἐν πυρὶ κήαιεν καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερίσαιεν.
ἀλλ᾽ ὀλοῷ Ἀχιλῆϊ θεοὶ βούλεσθ᾽ ἐπαρήγειν,
ᾧ |
40 |
οὔτ᾽ ἂρ φρένες εἰσὶν ἐναίσιμοι οὔτε νόημα
γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι, λέων δ᾽ ὣς ἄγρια οἶδεν,
ὅς τ᾽ ἐπεὶ ἂρ μεγάλῃ τε βίῃ καὶ ἀγήνορι θυμῷ
εἴξας εἶσ᾽ ἐπὶ μῆλα βροτῶν ἵνα δαῖτα λάβῃσιν·
ὣς Ἀχιλεὺς ἔλεον μὲν ἀπώλεσεν, οὐδέ οἱ αἰδὼς |
που είναι η καρδιά του πάντα αμέρωτη στα στήθη,
κι είναι ο νους του
γεμάτος αδικία, κι η γνώμη του σκληρή, καθώς του λιόντα,
που η γαύρη του τον σπρώχνει δύναμη κι η πέρφανη καρδιά του
στου κόσμου τα κοπάδια πέφτοντας να φάει και να χορτάσει'
παρόμοια κι ο Αχιλλέας συμπόνεση καμιά δεν έχει, μήτε
ντροπή, που αλί στον που την έχασε, χαρά στον που την έχει!
Θαρρώ να χάσει κι άλλος έτυχε και πιο ακριβό δικό του,
για απ᾿ την κοιλιά την ίδια αδέρφι του για και παιδί του ακόμα᾿
μ᾿ αφού τον έκλαψε και δάρθηκε, σωπαίνει και μερώνει,
τι οι Μοίρες την καρδιά στον άνθρωπο βασταγερή τη δώσαν. |
45 |
γίγνεται, ἥ τ᾽ ἄνδρας μέγα σίνεται ἠδ᾽ ὀνίνησι.
μέλλει μέν πού τις καὶ φίλτερον ἄλλον ὀλέσσαι
ἠὲ κασίγνητον ὁμογάστριον ἠὲ καὶ υἱόν·
ἀλλ᾽ ἤτοι κλαύσας καὶ ὀδυράμενος μεθέηκε·
τλητὸν γὰρ Μοῖραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν. |
50 |
αὐτὰρ ὅ γ᾽ Ἕκτορα δῖον, ἐπεὶ φίλον ἦτορ ἀπηύρα,
ἵππων ἐξάπτων περὶ σῆμ᾽ ἑτάροιο φίλοιο
ἕλκει· οὐ μήν οἱ τό γε κάλλιον οὐδέ τ᾽ ἄμεινον.
μὴ ἀγαθῷ περ ἐόντι νεμεσσηθέωμέν οἱ ἡμεῖς·
κωφὴν γὰρ δὴ γαῖαν ἀεικίζει μενεαίνων. |
Όμως αυτός το θείο τον Έχτορα, σαν πήρε τη ζωή του,
δεμένο πίσω από το αμάξι του. στού ακράνη του το μνήμα
τον βωλοσούρνει᾿ τέτοιο φέρσιμο δε θα 'βγει σε καλό του.
Μην πέσει στη δικιά μας όργητα, με όσην αντρεία κι αν έχει·
τι ό,τι ντροπιάζει αυτός μανιάζοντας ανέψυχο είναι χώμα.»
Θυμό γιομάτη η χιονοβράχιονη του μίλησε Ήρα τότε:
«Τι λόγια αυτά είναι, Ασημοδόξαρε! μιλάς με τα σωστά σου;
το ίδιο τιμάτε με τον Έχτορα τον Αχιλλέα, κι ας ήταν
θνητός ο πρώτος, κι ας εβύζαξε θνητής γυναίκας γάλα;
Όμως θεά είναι αυτή που γέννησε τον Αχιλλέα, κι ατή μου
|
55 |
τὸν δὲ χολωσαμένη προσέφη λευκώλενος Ἥρη·
εἴη κεν καὶ τοῦτο τεὸν ἔπος ἀργυρότοξε
εἰ δὴ ὁμὴν Ἀχιλῆϊ καὶ Ἕκτορι θήσετε τιμήν.
Ἕκτωρ μὲν θνητός τε γυναῖκά τε θήσατο μαζόν·
αὐτὰρ Ἀχιλλεύς ἐστι θεᾶς γόνος, ἣν ἐγὼ αὐτὴ |
60 |
θρέψά τε καὶ ἀτίτηλα καὶ ἀνδρὶ πόρον παράκοιτιν
Πηλέϊ, ὃς περὶ κῆρι φίλος γένετ᾽ ἀθανάτοισι.
πάντες δ᾽ ἀντιάασθε θεοὶ γάμου· ἐν δὲ σὺ τοῖσι
δαίνυ᾽ ἔχων φόρμιγγα κακῶν ἕταρ᾽, αἰὲν ἄπιστε.
τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς· |
μ᾿ έγνοια μεγάλη την ανάστησα, και σε θνητό τη δίνω
γυναίκα, τον Πηλέα, που αγάπησαν όλοι οι θεοί περίσσια.
Κι όλοι ήστε εκεί οι θεοί στο γάμο του, και συ μαζί γλεντούσες
με την κιθάρα, πάντα σου άπιστε και των κακών ακράνη!»
Γυρνώντας τότε ο Δίας της μίλησεν ο νεφελοστοιβάχτης:
« Ήρα, δε θέλω τους αθάνατους καθόλου ν᾿ αποπαίρνεις.
Ίδια τιμή στους δυο δε δίνουμε᾿ μα κι ο Έχτορας απ᾿ όλους
στην Τροία που ζούνε την αγάπη μας την πιο τρανή είχε πάντα,
και τη δικιά μου πάντα έγνοιάζουνταν να μου προσφέρει δώρα'
τι απ᾿ το βωμό μου τα χαρίσματα ποτέ τους δεν έλειπαν,
|
65 |
Ἥρη μὴ δὴ πάμπαν ἀποσκύδμαινε θεοῖσιν·
οὐ μὲν γὰρ τιμή γε μί᾽ ἔσσεται· ἀλλὰ καὶ Ἕκτωρ
φίλτατος ἔσκε θεοῖσι βροτῶν οἳ ἐν Ἰλίῳ εἰσίν·
ὣς γὰρ ἔμοιγ᾽, ἐπεὶ οὔ τι φίλων ἡμάρτανε δώρων.
οὐ γάρ μοί ποτε βωμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης |
70 |
λοιβῆς τε κνίσης τε· τὸ γὰρ λάχομεν γέρας ἡμεῖς.
ἀλλ᾽ ἤτοι κλέψαι μὲν ἐάσομεν, οὐδέ πῃ ἔστι,
λάθρῃ Ἀχιλλῆος θρασὺν Ἕκτορα· ἦ γάρ οἱ αἰεὶ
μήτηρ παρμέμβλωκεν ὁμῶς νύκτάς τε καὶ ἦμαρ.
ἀλλ᾽ εἴ τις καλέσειε θεῶν Θέτιν ἆσσον ἐμεῖο, |
η κνίσα κι οι σπονδές᾿ τι οι αθάνατοι δε λάχαμε άλλη χάρη
Μ᾿ αλήθεια, την κλεψιά ας αφήσουμε, τι βολετό δεν είναι
κρυφά απ᾿ τον Αχιλλέα ν᾿ αρπάξουμε τον Έχτορα το γαύρο'
τι παραστέκει η μάνα του άγρυπνη μέρα και νύχτα πάντα.
Μόνο θεός κανείς να φώναζε τη Θέτη εδώ να μου 'ρθει,
για να της πω ένα λόγο φρόνιμο, κι έτσι ο Αχιλλέας να πάρει
δώρα απ᾿ τον Πρίαμο, και τον Έχτορα να τον γυρίσει πίσω.»
Αυτά είπε, κι η ανεμόποδη Ίριδα χιμάει μαντατοφόρα,
κι ευτύς στη Σαμοθράκη ανάμεσα και στην απόγκρεμη Ίμπρο
πηδάει στο πέλαο, κι αντιλάλησε το μαύρο κύμα γύρα'
|
75 |
ὄφρά τί οἱ εἴπω πυκινὸν ἔπος, ὥς κεν Ἀχιλλεὺς
δώρων ἐκ Πριάμοιο λάχῃ ἀπό θ᾽ Ἕκτορα λύσῃ.
ὣς ἔφατ᾽, ὦρτο δὲ Ἶρις ἀελλόπος ἀγγελέουσα,
μεσσηγὺς δὲ Σάμου τε καὶ Ἴμβρου παιπαλοέσσης
ἔνθορε μείλανι πόντῳ· ἐπεστονάχησε δὲ λίμνη. |
80 |
δὲ μολυβδαίνῃ ἰκέλη ἐς βυσσὸν ὄρουσεν,
ἥ τε κατ᾽ ἀγραύλοιο βοὸς κέρας ἐμβεβαυῖα
ἔρχεται ὠμηστῇσιν ἐπ᾽ ἰχθύσι κῆρα φέρουσα.
εὗρε δ᾽ ἐνὶ σπῆϊ γλαφυρῷ Θέτιν, ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ ἄλλαι
εἵαθ᾽ ὁμηγερέες ἅλιαι θεαί· ἣ δ᾽ ἐνὶ μέσσῃς |
και στο βυθό μεμιάς εβούτηξε, σαν αγκιστριού βαρίδι,
που περασμένο από το κέρατο βοδιού καλοθρεμμένου
κάτω βουτάει, να φέρει θάνατο στα λιμασμένα ψάρια.
Μες στο βαθύ το σπήλιο αντάμωσε τη Θέτη, και τρογύρα
οι άλλες θεές του πέλαου κάθουνταν κι εκείνη αναμεσό τους
θρηνούσε για το γιο τον άψεγο, που η Μοίρα να πεθάνει
στην Τροία τη χωματούσα του 'γραφε, μακριά από την πατρίδα.
Κι η Ίριδα εστάθη η γοργοπόδαρη κοντά της και της είπε:
« Για σήκω, Θέτη, ο Δίας σε φώναξε, που 'ναι οι βουλές του αιώνιες.»
Και τότε η Θέτη η χιοναστράγαλη γυρνάει κι απηλογιέται:
|
85 |
κλαῖε μόρον οὗ παιδὸς ἀμύμονος, ὅς οἱ ἔμελλε
φθίσεσθ᾽ ἐν Τροίῃ ἐριβώλακι τηλόθι πάτρης.
ἀγχοῦ δ᾽ ἱσταμένη προσέφη πόδας ὠκέα Ἶρις·
ὄρσο Θέτι· καλέει Ζεὺς ἄφθιτα μήδεα εἰδώς.
τὴν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα θεὰ Θέτις ἀργυρόπεζα· |
90 |
τίπτέ με κεῖνος ἄνωγε μέγας θεός; αἰδέομαι δὲ
μίσγεσθ᾽ ἀθανάτοισιν, ἔχω δ᾽ ἄχε᾽ ἄκριτα θυμῷ.
εἶμι μέν, οὐδ᾽ ἅλιον ἔπος ἔσσεται ὅττί κεν εἴπῃ.
ὣς ἄρα φωνήσασα κάλυμμ᾽ ἕλε δῖα θεάων
κυάνεον, τοῦ δ᾽ οὔ τι μελάντερον ἔπλετο ἔσθος. |
«Σαν τι με θέλει ο τρανοδύναμος θεός; Εγώ δειλιάζω
με άλλους να σμίγω τώρα αθάνατους· ανείπωτη έχω πίκρα.
Ωστόσο λέω να πάω, κι ο λόγος του θα γένει, όποιος και να 'ναι.»
Ως είπε αυτά η θεά η πανέμνοστη, παίρνει φοράει μια σκέπη
μαύρη᾿ σκουτί πιο σκοτεινόχρωμο στον κόσμο δεν εστάθη.
Και παίρνει δρόμο, κι η ανεμόποδη, γοργή τραβούσεν Ίρη
μπροστά, κι ολόγυρα τους άνοιγε της θάλασσας το κύμα.
Κι ως στο γιαλό ανέβηκαν, τράβηξαν ψηλά κατά τα ουράνια,
κι εκεί αντάμωσαν το βροντόλαλο του Κρόνου υγιό, και γύρα
τους αναιώνιους, τρισμακάριστους θεούς συγκαθισμένους.
|
95 |
βῆ δ᾽ ἰέναι, πρόσθεν δὲ ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις
ἡγεῖτ᾽· ἀμφὶ δ᾽ ἄρα σφι λιάζετο κῦμα θαλάσσης.
ἀκτὴν δ᾽ ἐξαναβᾶσαι ἐς οὐρανὸν ἀϊχθήτην,
εὗρον δ᾽ εὐρύοπα Κρονίδην, περὶ δ᾽ ἄλλοι ἅπαντες
εἵαθ᾽ ὁμηγερέες μάκαρες θεοὶ αἰὲν ἐόντες. |
100 |
ἣ δ᾽ ἄρα πὰρ Διὶ πατρὶ καθέζετο, εἶξε δ᾽ Ἀθήνη.
Ἥρη δὲ χρύσεον καλὸν δέπας ἐν χερὶ θῆκε
καί ῥ᾽ εὔφρην᾽ ἐπέεσσι· Θέτις δ᾽ ὤρεξε πιοῦσα.
τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε·
ἤλυθες Οὔλυμπον δὲ θεὰ Θέτι κηδομένη περ, |
Κι εκείνη, ως η Αθηνά τραβήχτηκε, στο πλάι του
Δία καθίζει,
κι η Ήρα χρυσό, πανώριο απίθωσε στο χέρι της ποτήρι
με λόγια πρόσχαρα, κι η Θέτιδα το δίνει πίσω, ως ήπιε.
Και τότε ο κύρης των αθάνατων και των θνητών της κάνει:
« Ήρθες λοιπόν, θεά, στον Όλυμπο, κι ας σε συμπνίγει ο πόνος,
βαθιά κι ας νιώθεις πίκρα αβάσταχτη" καλά κι εγώ το ξέρω.
Μα κι έτσι θα σου πω τι μ᾿ έκανε να σε φωνάξω να 'ρθεις:
Εννιά παν μέρες τώρα που 'στησαν για το κορμί του Εχτόρου
και για το γιο σου αμάχη οι αθάνατοι τον καστροπολεμίτη,
και τον Αργοφονιά τον άγρυπνο να του τον κλέψει σπρώχνουν. |
105 |
πένθος ἄλαστον ἔχουσα μετὰ φρεσίν· οἶδα καὶ αὐτός·
ἀλλὰ καὶ ὧς ἐρέω τοῦ σ᾽ εἵνεκα δεῦρο κάλεσσα.
ἐννῆμαρ δὴ νεῖκος ἐν ἀθανάτοισιν ὄρωρεν
Ἕκτορος ἀμφὶ νέκυι καὶ Ἀχιλλῆϊ πτολιπόρθῳ·
κλέψαι δ᾽ ὀτρύνουσιν ἐΰσκοπον ἀργεϊφόντην· |
110 |
αὐτὰρ ἐγὼ τόδε κῦδος Ἀχιλλῆϊ προτιάπτω
αἰδῶ καὶ φιλότητα τεὴν μετόπισθε φυλάσσων.
αἶψα μάλ᾽ ἐς στρατὸν ἐλθὲ καὶ υἱέϊ σῷ ἐπίτειλον·
σκύζεσθαί οἱ εἰπὲ θεούς, ἐμὲ δ᾽ ἔξοχα πάντων
ἀθανάτων κεχολῶσθαι, ὅτι φρεσὶ μαινομένῃσιν |
Μα εγώ τη δόξα τούτη εκράτησα να μείνει του Αχιλλέα,
τι την αγάπη και το σέβας σου για πάντα θέλω να 'χω.
Δράμε λοιπόν στο ασκέρι γρήγορα και μήνυσε του γιου σου,
πες του, οι θεοί μαζί του εθύμωσαν, κι εγώ βαριά χολιάζω
περίσσια απ᾿ όλους τους αθάνατους, τι απά στη μάνητα του
κρατάει τον Έχτορα μπρος στ᾿ άρμενα και δεν τον δίνει πίσω.
Μπορεί να με ντραπεί, τον Έχτορα να πει να λευτερώσει.
Κι εγώ στον Πρίαμο τον αντρόκαρδο την Ίριδα θα στείλω,
των Αχαιών να δράμει τ᾿ άρμενα και του Αχιλλέα με δώρα
Τι ρίσσια την ψυχή μερώνοντας το γιο του να λυτρώσει.» |
115 |
Ἕκτορ᾽ ἔχει παρὰ νηυσὶ κορωνίσιν οὐδ᾽ ἀπέλυσεν,
αἴ κέν πως ἐμέ τε δείσῃ ἀπό θ᾽ Ἕκτορα λύσῃ.
αὐτὰρ ἐγὼ Πριάμῳ μεγαλήτορι Ἶριν ἐφήσω
λύσασθαι φίλον υἱὸν ἰόντ᾽ ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν,
δῶρα δ᾽ Ἀχιλλῆϊ φερέμεν, τά κε θυμὸν ἰήνῃ. |
120 |
ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε θεὰ Θέτις ἀργυρόπεζα,
βῆ δὲ κατ᾽ Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα,
ἷξεν δ᾽ ἐς κλισίην οὗ υἱέος· ἔνθ᾽ ἄρα τόν γε
εὗρ᾽ ἁδινὰ στενάχοντα· φίλοι δ᾽ ἀμφ᾽ αὐτὸν ἑταῖροι
ἐσσυμένως ἐπένοντο καὶ ἐντύνοντο ἄριστον· |
Είπε, κι η Θέτη η χιοναστράγαλη γρικάει την προσταγή
του,
και τις κορφές του Ολύμπου αφήνοντας να κατεβαίνει επήρε,
και στο καλύβι φτάνει γρήγορα του γιου της, και τον βρίσκει
βαριά που στέναζε, και γύρα του με βιάση οι συντρόφοι του
πηγαινορχόνταν ετοιμάζοντας πουρνό πουρνό να φάνε'
και στο καλύβι είχαν παχιόμαλλο, τρανό κριάρι σφάξει.
Κι η σεβαστή του η μάνα εκάθισε κοντά του, στο πλευρό του,
το χέρι απλώνει και τον χάιδεψε κι αυτά του λέει τα λόγια:
«Ως πότε, γιε μου, θα πικραίνεσαι και θα χτυπιέσαι; ως πότε
τα σωθικά σου θα σπαράζουνται; κι ουδέ ψωμιού θυμάσαι |
125 |
τοῖσι δ᾽ ὄϊς λάσιος μέγας ἐν κλισίῃ ἱέρευτο.
ἣ δὲ μάλ᾽ ἄγχ᾽ αὐτοῖο καθέζετο πότνια μήτηρ,
χειρί τέ μιν κατέρεξεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
τέκνον ἐμὸν τέο μέχρις ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων
σὴν ἔδεαι κραδίην μεμνημένος οὔτέ τι σίτου |
130 |
οὔτ᾽ εὐνῆς; ἀγαθὸν δὲ γυναικί περ ἐν φιλότητι
μίσγεσθ᾽· οὐ γάρ μοι δηρὸν βέῃ, ἀλλά τοι ἤδη
ἄγχι παρέστηκεν θάνατος καὶ μοῖρα κραταιή.
ἀλλ᾽ ἐμέθεν ξύνες ὦκα, Διὸς δέ τοι ἄγγελός εἰμι·
σκύζεσθαι σοί φησι θεούς, ἑὲ δ᾽ ἔξοχα πάντων |
κι ουδέ φίλιου; Γλυκό το αγκάλιασμα, να σμίξεις με γυναίκα᾿
γιατί καιρός πολύς δε σου 'μεινε πια να μου ζήσεις᾿ κιόλα
δίπλα σου η Μοίρα η τρανοδύναμη κι ο Χάρος παραστέκουν.
Μον᾿ άκουσέ με τώρα, μήνυμα σου φέρνω από το Δία'
μαζί σου λέει οι θεοί πως θύμωσαν, κι αυτός βαριά χολιάζει
περίσσια απ᾿ όλους τους αθάνατους, τι πα στη μάνητα σου
κρατάς τον Έχτορα μπρος στ᾿ άρμενα και δεν τον δίνεις πίσω.
Δωσ᾿ τον λοιπόν, και το ξαγόρασμα προσδέξου του κορμιού του.»
Τότε ο Αχιλλέας ο γοργοπόδαρος γυρνάει κι απηλογιέται:
« Καλά! Την ξαγορά ας μου φέρουνε και το νεκρό ας τον πάρουν,
|
135 |
ἀθανάτων κεχολῶσθαι, ὅτι φρεσὶ μαινομένῃσιν
Ἕκτορ᾽ ἔχεις παρὰ νηυσὶ κορωνίσιν οὐδ᾽ ἀπέλυσας.
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ λῦσον, νεκροῖο δὲ δέξαι ἄποινα.
τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
τῇδ᾽ εἴη· ὃς ἄποινα φέροι καὶ νεκρὸν ἄγοιτο, |
140 |
εἰ δὴ πρόφρονι θυμῷ Ὀλύμπιος αὐτὸς ἀνώγει.
ὣς οἵ γ᾽ ἐν νηῶν ἀγύρει μήτηρ τε καὶ υἱὸς
πολλὰ πρὸς ἀλλήλους ἔπεα πτερόεντ᾽ ἀγόρευον.
Ἶριν δ᾽ ὄτρυνε Κρονίδης εἰς Ἴλιον ἱρήν·
βάσκ᾽ ἴθι Ἶρι ταχεῖα λιποῦσ᾽ ἕδος Οὐλύμποιο |
μια κι έτσι ορίζει ο ρήγας του Ολύμπου, που το καλό μου θέλει.»
Αυτά κουβέντιαζαν μπρος στ᾿ άρμενα τα συναγμένα οι δυο τους,
γιος και μητέρα, κι ανεμάρπαστα περίσσια λόγια άλλαζαν.
Την Ίρη ωστόσο ο Δίας επρόσταξε να πάει στην Τροία την άγια:
«Ίριδα, Ομπρός, μη στέκεις, του Ολύμπου παράτα το παλάτι,
και στον τρανό τον Πρίαμο μήνυσε μέσα στης Τροίας το κάστρο,
στων Αχαιών να δράμει τ᾿ άρμενα και του Αχιλλέα με δώρα
περίσσια την ψυχή μερώνοντας το γιο του να λυτρώσει—
αυτός μονάχος, δίχως σύντροφο κανένα Τρώα, και μόνο
έναν διαλάλη ας πάρει γέροντα, να κυβερνάει τις μούλες
|
145 |
ἄγγειλον Πριάμῳ μεγαλήτορι Ἴλιον εἴσω
λύσασθαι φίλον υἱὸν ἰόντ᾽ ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν,
δῶρα δ᾽ Ἀχιλλῆϊ φερέμεν τά κε θυμὸν ἰήνῃ
οἶον, μὴ δέ τις ἄλλος ἅμα Τρώων ἴτω ἀνήρ.
κῆρύξ τίς οἱ ἕποιτο γεραίτερος, ὅς κ᾽ ἰθύνοι |
150 |
ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἐΰτροχον, ἠδὲ καὶ αὖτις
νεκρὸν ἄγοι προτὶ ἄστυ, τὸν ἔκτανε δῖος Ἀχιλλεύς.
μὴ δέ τί οἱ θάνατος μελέτω φρεσὶ μὴ δέ τι τάρβος·
τοῖον γάρ οἱ πομπὸν ὀπάσσομεν ἀργεϊφόντην,
ὃς ἄξει εἷός κεν ἄγων Ἀχιλῆϊ πελάσσῃ. |
και το καρότσι το καλότροχο, και το νεκρό να φέρει
που σκότωσε ο Αχιλλέας ο αντρόψυχος στο κάστρο πίσω πάλε.
Μηδέ να βάλει ο νους του θάνατο, να μη σκιαχτεί καθόλου'
τι, πες του, τον Ερμή θα στείλουμε για να 'χει συνεβγάλτη,
που θα τον πάει, το δρόμο δείχνοντας, ως του Αχιλλέα την πόρτα.
Και σύντας στου Αχιλλέα του αντρόκαρδου τον μπάσει το καλύβι,
μήτε κι ατός του με τα χέρια του θα τον σκοτώσει, μήτε
κι άλλον θ᾿ αφήσεί᾿ τι ούτε αστόχαστος ούτε άμυαλος λογιέται,
άνομος ούτε᾿ τον ικέτη του θα σεβαστεί περίσσια.»
Αυτά είπε, κι η ανεμόποδη Ίριδα χιμάει μαντατοφόρα,
|
155 |
αὐτὰρ ἐπὴν ἀγάγῃσιν ἔσω κλισίην Ἀχιλῆος,
οὔτ᾽ αὐτὸς κτενέει ἀπό τ᾽ ἄλλους πάντας ἐρύξει·
οὔτε γάρ ἐστ᾽ ἄφρων οὔτ᾽ ἄσκοπος οὔτ᾽ ἀλιτήμων,
ἀλλὰ μάλ᾽ ἐνδυκέως ἱκέτεω πεφιδήσεται ἀνδρός.
ὣς ἔφατ᾽, ὦρτο δὲ Ἶρις ἀελλόπος ἀγγελέουσα. |
160 |
ἷξεν δ᾽ ἐς Πριάμοιο, κίχεν δ᾽ ἐνοπήν τε γόον τε.
παῖδες μὲν πατέρ᾽ ἀμφὶ καθήμενοι ἔνδοθεν αὐλῆς
δάκρυσιν εἵματ᾽ ἔφυρον, ὃ δ᾽ ἐν μέσσοισι γεραιὸς
ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος· ἀμφὶ δὲ πολλὴ
κόπρος ἔην κεφαλῇ τε καὶ αὐχένι τοῖο γέροντος |
κι ως έφτασε στου Πρίαμου, γρίκησε φωνές και
μοιρολόγια·
οι γιοι κάθονταν στον αυλόγυρο, στον κύρη τους τρογύρα,
με τα σκουτιά απ᾿ τα δάκρυα μούσκεμα, κι ο γέροντας στη μέση
κουκουλωμένος μες στην κάπα του σφιχτά, κι απάνωθέ του
λάσπη πολλή χυμένην έβλεπες στην κεφαλή, στο σβέρκο,
που ατός του ο γέροντας εσώριασε, μες στην αυλή ως κυλιούνταν.
Στις κάμαρες τρογύρα οι κόρες του κι οι νύφες του εθρηνούσαν,
όλους εκείνους μνημονεύοντας, περίσσιοι κι αντρειωμένοι
που πέσαν από χέρια Αργίτικα και τη ζωή τους χάσαν.
Κι εκείνη με του Δία το μήνυμα στον Πρίαμο δίπλα εστάθη |
165 |
τήν ῥα κυλινδόμενος καταμήσατο χερσὶν ἑῇσι.
θυγατέρες δ᾽ ἀνὰ δώματ᾽ ἰδὲ νυοὶ ὠδύροντο
τῶν μιμνησκόμεναι οἳ δὴ πολέες τε καὶ ἐσθλοὶ
χερσὶν ὑπ᾽ Ἀργείων κέατο ψυχὰς ὀλέσαντες.
στῆ δὲ παρὰ Πρίαμον Διὸς ἄγγελος, ἠδὲ προσηύδα |
170 |
τυτθὸν φθεγξαμένη· τὸν δὲ τρόμος ἔλλαβε γυῖα·
θάρσει Δαρδανίδη Πρίαμε φρεσί, μὴ δέ τι τάρβει·
οὐ μὲν γάρ τοι ἐγὼ κακὸν ὀσσομένη τόδ᾽ ἱκάνω
ἀλλ᾽ ἀγαθὰ φρονέουσα· Διὸς δέ τοι ἄγγελός εἰμι,
ὅς σευ ἄνευθεν ἐὼν μέγα κήδεται ἠδ᾽ ἐλεαίρει. |
μιλώντας του σιγά, και σύγκορμος να τρέμει αυτός
αρχίζει:
« Μη σκιάζεσαι, σπορά του Δάρδανου! Κουράγιο, Πρίαμε, κάμε᾿
Κακό κανένα δε στοχάζομαι για σένα εδώ που φτάνω,
μον᾿ θέλω το καλό σου· μήνυμα τώρα απ᾿ το Δία σου φέρνω,
που ας είναι αλάργα, όμως σε γνοιάζεται και σε ψυχοπονιέται.
Ο ρήγας του Ολύμπου τον Έχτορα μηνά σου να λυτρώσεις,
με δώρα του Αχιλλέα μερώνοντας τα μανιασμένα σπλάχνα—
εσύ μονάχος, δίχως σύντροφο κανένα Τρώα, και μόνο
έναν διαλάλη πάρε γέροντα, να κυβερνάει τις μούλες
και το καρότσι το καλότροχο, και το νεκρό να φέρει |
175 |
λύσασθαί σ᾽ ἐκέλευσεν Ὀλύμπιος Ἕκτορα δῖον,
δῶρα δ᾽ Ἀχιλλῆϊ φερέμεν τά κε θυμὸν ἰήνῃ
οἶον, μὴ δέ τις ἄλλος ἅμα Τρώων ἴτω ἀνήρ.
κῆρύξ τίς τοι ἕποιτο γεραίτερος, ὅς κ᾽ ἰθύνοι
ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἐΰτροχον, ἠδὲ καὶ αὖτις |
180 |
νεκρὸν ἄγοι προτὶ ἄστυ, τὸν ἔκτανε δῖος Ἀχιλλεύς.
μὴ δέ τί τοι θάνατος μελέτω φρεσὶ μηδέ τι τάρβος·
τοῖος γάρ τοι πομπὸς ἅμ᾽ ἕψεται ἀργεϊφόντης,
ὅς σ᾽ ἄξει εἷός κεν ἄγων Ἀχιλῆϊ πελάσσῃ.
αὐτὰρ ἐπὴν ἀγάγῃσιν ἔσω κλισίην Ἀχιλῆος, |
που σκότωσε ο Αχιλλέας ο αντρόψυχος στο κάστρο πίσω πάλε.
Μηδέ να βάλει ο νους σου θάνατο, να μη σκιαχτείς καθόλου'
τι, ως μου 'πε, τον Ερμή θα στείλουμε για να 'χεις συνεβγάλτη,
που θα σε πάει, το δρόμο δείχνοντας, ως στου Αχιλλέα την πόρτα.
Και σύντας στου Αχιλλέα του αντρόκαρδου σε μπάσει το καλύβι,
μήτε κι ατός του με τα χέρια του θα σε σκοτώσει, μήτε
κι άλλον θ᾿ αφήσει᾿ τι ούτε αστόχαστος ούτε άμυαλος λογιέται,
άνομος ούτε᾿ τον ικέτη του θα σεβαστεί περίσσια.»
Σαν είπε αυτά η γοργόποδη Ίριδα, μισεύει πίσω πάλι,
κι αυτός στους γιους του το καλότροχο καρότσι με τις μούλες
|
185 |
οὔτ᾽ αὐτὸς κτενέει ἀπό τ᾽ ἄλλους πάντας ἐρύξει·
οὔτε γάρ ἔστ᾽ ἄφρων οὔτ᾽ ἄσκοπος οὔτ᾽ ἀλιτήμων,
ἀλλὰ μάλ᾽ ἐνδυκέως ἱκέτεω πεφιδήσεται ἀνδρός.
ἣ μὲν ἄρ᾽ ὣς εἰποῦσ᾽ ἀπέβη πόδας ὠκέα Ἶρις,
αὐτὰρ ὅ γ᾽ υἷας ἄμαξαν ἐΰτροχον ἡμιονείην |
190 |
ὁπλίσαι ἠνώγει, πείρινθα δὲ δῆσαι ἐπ᾽ αὐτῆς.
αὐτὸς δ᾽ ἐς θάλαμον κατεβήσετο κηώεντα
κέδρινον ὑψόροφον, ὃς γλήνεα πολλὰ κεχάνδει·
ἐς δ᾽ ἄλοχον Ἑκάβην ἐκαλέσσατο φώνησέν τε·
δαιμονίη Διόθεν μοι Ὀλύμπιος ἄγγελος ἦλθε |
να του ετοιμάσουν λέει, κι απάνω του να δέσουν
το κασόνι᾿
κι εκείνος στο κελάρι ετράβηξε το μοσχομυρισμένο,
το κέδρινο, το αψηλοτάβανο, με τα περίσσια πλούτη,
και στην Εκάβη, τη γυναίκα του, μιλάει φωνάζοντας τη:
«Μαντατοφόρος απ᾿ τον Όλυμπο μου 'ρθε απ᾿ το Δία, καλή μου,
στων Αχαιών να δράμω τ᾿ άρμενα, και του Αχιλλέα με δώρα
περίσσια την ψυχή μερώνοντας το γιο μας να λυτρώσω.
Μον᾿ έλα τώρα, πες τη γνώμη σου, σαν πώς το βλέπει ο νους σου;
τι εμέ τον ίδιο αλήθεια ακράτητα καρδιά καί νους με σπρώχνουν
εκεί να δράμω στα λημέρια τους, στ᾿ Αργίτικα καράβια.» |
195 |
λύσασθαι φίλον υἱὸν ἰόντ᾽ ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν,
δῶρα δ᾽ Ἀχιλλῆϊ φερέμεν τά κε θυμὸν ἰήνῃ.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ τί τοι φρεσὶν εἴδεται εἶναι;
αἰνῶς γάρ μ᾽ αὐτόν γε μένος καὶ θυμὸς ἄνωγε
κεῖσ᾽ ἰέναι ἐπὶ νῆας ἔσω στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν. |
200 |
ὣς φάτο, κώκυσεν δὲ γυνὴ καὶ ἀμείβετο μύθῳ·
ὤ μοι πῇ δή τοι φρένες οἴχονθ᾽, ᾗς τὸ πάρος περ
ἔκλε᾽ ἐπ᾽ ἀνθρώπους ξείνους ἠδ᾽ οἷσιν ἀνάσσεις;
πῶς ἐθέλεις ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν ἐλθέμεν οἶος
ἀνδρὸς ἐς ὀφθαλμοὺς ὅς τοι πολέας τε καὶ ἐσθλοὺς |
Αυτά είπε, όμως εκείνη ξέσπασε σε θρήνο κι αποκρίθη:
«Ωχού μου, η γνώση σου τι να 'γινε, γι᾿ αυτή που πριν περίσσια
κι όσοι από σένα εδώ αφεντεύουνται κι οι ξένοι σε δόξαζαν;
Πώς το μπορείς να πας μονάχος σου στ᾿ Αργίτικα καράβια,
τον άντρα ν᾿ αντικρίσεις, που άμετρους και ψυχωμένους γιους σου
Σου χάλασε; Καρδιά από σίδερο στα στήθια αλήθεια κλείνεις!
τι αν πέσεις τώρα εσύ στα χέρια του και σε αντικρίσει ομπρός του
ο άπιστος τούτος και σκληρόψυχος, μηδέ σπλαχνιά θα νιώσει
μηδέ ντροπή για σε. Καλύτερα καθούμενοι στο σπίτι
μακριάθε να τον κλαίμε. Του 'κλωσε τέτοια η σκληρή του η Μοίρα |
205 |
υἱέας ἐξενάριξε· σιδήρειόν νύ τοι ἦτορ.
εἰ γάρ σ᾽ αἱρήσει καὶ ἐσόψεται ὀφθαλμοῖσιν
ὠμηστὴς καὶ ἄπιστος ἀνὴρ ὅ γε οὔ σ᾽ ἐλεήσει,
οὐδέ τί σ᾽ αἰδέσεται. νῦν δὲ κλαίωμεν ἄνευθεν
ἥμενοι ἐν μεγάρῳ· τῷ δ᾽ ὥς ποθι Μοῖρα κραταιὴ |
210 |
γιγνομένῳ ἐπένησε λίνῳ, ὅτε μιν τέκον αὐτή,
ἀργίποδας κύνας ἆσαι ἑῶν ἀπάνευθε τοκήων
ἀνδρὶ πάρα κρατερῷ, τοῦ ἐγὼ μέσον ἧπαρ ἔχοιμι
ἐσθέμεναι προσφῦσα· τότ᾽ ἄντιτα ἔργα γένοιτο
παιδὸς ἐμοῦ, ἐπεὶ οὔ ἑ κακιζόμενόν γε κατέκτα, |
από τη μέρα που τον γέννησα, σαν πρόβαλε στον κόσμο,
να τόνε φαν σκυλιά γοργόποδα, μακριά από τους γονιούς του,
όξω απ᾿ την πόρτα αντρός ανέσπλαχνου—το σκώτι του που να 'χα,
με δαγκωνιές βαθιές να το 'τρωγα, να πάρω το αίμα πίσω
του γιου μου καν! τι δεν εδείλιασε την ώρα του χαμού του,
μον᾿ στάθη ομπρός του διαφεντεύοντας τους Τρώες και τις Τρωάδες
τις λυγερές, και μήτε που 'βαλε φευγιό και φόβο ο νους του.»
Κι ο θεοπρόσωπος ο γέροντας απηλογήθη τότε:
« Μη με αμποδάς να φύγω, ως θέλω το, και μη μου γίνεσαι όρνιο
μέσα στο σπίτι κακοσήμαδο᾿ τη γνώμη δε μου αλλάζεις'
|
215 |
ἀλλὰ πρὸ Τρώων καὶ Τρωϊάδων βαθυκόλπων
ἑσταότ᾽ οὔτε φόβου μεμνημένον οὔτ᾽ ἀλεωρῆς.
τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε γέρων Πρίαμος θεοειδής·
μή μ᾽ ἐθέλοντ᾽ ἰέναι κατερύκανε, μὴ δέ μοι αὐτὴ
ὄρνις ἐνὶ μεγάροισι κακὸς πέλευ· οὐδέ με πείσεις. |
220 |
εἰ μὲν γάρ τίς μ᾽ ἄλλος ἐπιχθονίων ἐκέλευεν,
ἢ οἳ μάντιές εἰσι θυοσκόοι ἢ ἱερῆες,
ψεῦδός κεν φαῖμεν καὶ νοσφιζοίμεθα μᾶλλον·
νῦν δ᾽, αὐτὸς γὰρ ἄκουσα θεοῦ καὶ ἐσέδρακον ἄντην,
εἶμι καὶ οὐχ ἅλιον ἔπος ἔσσεται. εἰ δέ μοι αἶσα |
τι αν άλλος μου 'φερνε το μήνυμα, θνητός κανείς, απ᾿ όσους
με τα θυμιάματα μαντεύουνται για με τα ζώα που σφάζουν,
πως είναι ψέματα θα το 'λεγα και θα τραβούσα χέρι.
Μα τώρα ήταν θεός που αγρίκησα κι αντίκρισα μπροστά μου.
θα πάω λοιπόν, του ανέμου ο λόγος μου δε θα χαθεί. Κι αν ίσως
στων Δαναών τα πλοία μου μέλλεται να σκοτωθώ, μακάρι!
Στην αγκαλιά μονάχα να 'παιρνα το γιο μου, κι ο Αχιλλέας
την ίδια τη στιγμή ας με σκότωνε, σαν πια χορτάσω θρήνο!»
Είπε, κι απ᾿ τις κασέλες σήκωσε τα ωριόπλουμα καπάκια,
και βγάζει πρώτα εκείθε δώδεκα πεντάμορφα κιλίμια,
|
225 |
τεθνάμεναι παρὰ νηυσὶν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων
βούλομαι· αὐτίκα γάρ με κατακτείνειεν Ἀχιλλεὺς
ἀγκὰς ἑλόντ᾽ ἐμὸν υἱόν, ἐπὴν γόου ἐξ ἔρον εἵην.
ἦ καὶ φωριαμῶν ἐπιθήματα κάλ᾽ ἀνέῳγεν·
ἔνθεν δώδεκα μὲν περικαλλέας ἔξελε πέπλους, |
230 |
δώδεκα δ᾽ ἁπλοΐδας χλαίνας, τόσσους δὲ τάπητας,
τόσσα δὲ φάρεα λευκά, τόσους δ᾽ ἐπὶ τοῖσι χιτῶνας.
χρυσοῦ δὲ στήσας ἔφερεν δέκα πάντα τάλαντα,
ἐκ δὲ δύ᾽ αἴθωνας τρίποδας, πίσυρας δὲ λέβητας,
ἐκ δὲ δέπας περικαλλές, ὅ οἱ Θρῇκες πόρον ἄνδρες |
κάπες μονές διαλέγει δώδεκα, σκεπάσματα άλλα
τόσα,
και δώδεκα φλοκάτες όμορφες, χιτώνες άλλους τόσους·
μετά χρυσάφι δέκα τάλαντα ζυγιάζει, και χωρίζει
και δυο τριπόδια που στραφτάλιζαν και τέσσερα λεβέτια'
στερνά μιαν ώρια κούπα εδιάλεξε, που του 'χαν οι Θρακιώτες
χαρίσει—βιος τρανό—στη χώρα τους σαν πήγε αποκρισάρης'
μηδέ κι αυτή ελυπήθη ο γέροντας στο αρχοντικό του μέσα,
το γιο του να λυτρώσει θέλοντας. Κι απ᾿ την αυλή του διώχνει
όλους μετά τους Τρώες και με άσκημα τους αποπαίρνει λόγια:
«Όξω, κορμιά χαμένα, αδιάντροποι! Δεν έχετε να κλαίτε |
235 |
ἐξεσίην ἐλθόντι μέγα κτέρας· οὐδέ νυ τοῦ περ
φείσατ᾽ ἐνὶ μεγάροις ὃ γέρων, περὶ δ᾽ ἤθελε θυμῷ
λύσασθαι φίλον υἱόν. ὃ δὲ Τρῶας μὲν ἅπαντας
αἰθούσης ἀπέεργεν ἔπεσσ᾽ αἰσχροῖσιν ἐνίσσων·
ἔρρετε λωβητῆρες ἐλεγχέες· οὔ νυ καὶ ὑμῖν |
240 |
οἴκοι ἔνεστι γόος, ὅτι μ᾽ ἤλθετε κηδήσοντες;
ἦ ὀνόσασθ᾽ ὅτι μοι Κρονίδης Ζεὺς ἄλγε᾽ ἔδωκε
παῖδ᾽ ὀλέσαι τὸν ἄριστον; ἀτὰρ γνώσεσθε καὶ ὔμμες·
ῥηΐτεροι γὰρ μᾶλλον Ἀχαιοῖσιν δὴ ἔσεσθε
κείνου τεθνηῶτος ἐναιρέμεν. αὐτὰρ ἔγωγε |
και σεις στα σπίτια σας, μον᾿ μου 'ρθατε για να με φαρμακώστε;
Λέτε δε φτάνουνε τα βάσανα που μου 'χει ο Δίας σταλμένα,
το γιο να χάσω τον καλύτερο; Μα ωστόσο θα το νιώστε
και σεις· τι οι Αργίτες, τώρα που 'λειψεν εκείνος, δίχως άλλο
θα σας σκοτώνουν πιο ανεμπόδιστα. Μα εγώ, ας γινόταν, θέ μου,
πριν αντικρίσω μπρος στα μάτια μου το κάστρο να πατιέται
κι απ᾿ άκρη ως άκρη να κουρσεύεται, να βρίσκομαι στον Άδη!»
Είπε, και με ραβδί διασκόρπιζε τον κόσμο· εκείνοι έφυγαν
μπροστά στο γέροντα που εβιάζουνταν κι αυτός τους γιους του τότε
φωνάζει αράθυμος, τον Έλενο, το βροντερό Πολίτη,
|
245 |
πρὶν ἀλαπαζομένην τε πόλιν κεραϊζομένην τε
ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν βαίην δόμον Ἄϊδος εἴσω.
ἦ καὶ σκηπανίῳ δίεπ᾽ ἀνέρας· οἳ δ᾽ ἴσαν ἔξω
σπερχομένοιο γέροντος· ὃ δ᾽ υἱάσιν οἷσιν ὁμόκλα
νεικείων Ἕλενόν τε Πάριν τ᾽ Ἀγάθωνά τε δῖον |
250 |
Πάμμονά τ᾽ Ἀντίφονόν τε βοὴν ἀγαθόν τε Πολίτην
Δηΐφοβόν τε καὶ Ἱππόθοον καὶ δῖον Ἀγαυόν·
ἐννέα τοῖς ὃ γεραιὸς ὁμοκλήσας ἐκέλευε·
σπεύσατέ μοι κακὰ τέκνα κατηφόνες· αἴθ᾽ ἅμα πάντες
Ἕκτορος ὠφέλετ᾽ ἀντὶ θοῇς ἐπὶ νηυσὶ πεφάσθαι. |
τον Πάμμονα και τον Αντίφονο, το Δήφοβο, τον
Πάρη,
και τον Ιππόθοο, τον Αγάθωνα, το Δίο τον αντρειωμένο'
και τους εννιά του γιους ο γέροντας μαλώνοντας προστάζει:
« Παιδιά χαμένα κι αφιλότιμα, βοηθάτε τώρα! Αχ να 'ταν
μπρος στα καράβια αντίς τον Έχτορα να 'χαν εσάς σκοτώσει!
Ωχού μου εμένα του βαριόμοιρου! Τους πιο αντρειωμένους είχα
γεννήσει γιους στους Τρώες ανάμεσα, και δε μου απόμεινε ένας!
Σκοτώθηκε κι ο ισόθεος Μήστορας κι ο αντρόκαρδος Τρωίλος,
κι ο μέγας Έχτορας, που φάνταζε θεός στους άντρες μέσα,
κι έμοιαζε ενός θεού το γέννημα, κι όχι θνητού πως ήταν. |
255 |
ὤ μοι ἐγὼ πανάποτμος, ἐπεὶ τέκον υἷας ἀρίστους
Τροίῃ ἐν εὐρείῃ, τῶν δ᾽ οὔ τινά φημι λελεῖφθαι,
Μήστορά τ᾽ ἀντίθεον καὶ Τρωΐλον ἱππιοχάρμην
Ἕκτορά θ᾽, ὃς θεὸς ἔσκε μετ᾽ ἀνδράσιν, οὐδὲ ἐῴκει
ἀνδρός γε θνητοῦ πάϊς ἔμμεναι ἀλλὰ θεοῖο. |
260 |
τοὺς μὲν ἀπώλεσ᾽ Ἄρης, τὰ δ᾽ ἐλέγχεα πάντα λέλειπται
ψεῦσταί τ᾽ ὀρχησταί τε χοροιτυπίῃσιν ἄριστοι
ἀρνῶν ἠδ᾽ ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες.
οὐκ ἂν δή μοι ἄμαξαν ἐφοπλίσσαιτε τάχιστα,
ταῦτά τε πάντ᾽ ἐπιθεῖτε, ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῖο; |
Τούτοι χαλάστηκαν στον πόλεμο, κι έμειναν οι χαμένοι,
χορευταράδες, ψεύτες όλοι τους, στους χοροπήδους πρώτοι,
άξιοι μονάχα τ᾿ αρνοκάτσικα των άλλων Τρωών ν᾿ αρπάζουν.
Τι στέκεστε έτσι και δεν πιάνετε το κάρο να ετοιμάστε,
κι απάνω τούτα να φορτώσετε, να μπούμε πια στο δρόμο;»
Έτσι μιλάει, κι αυτοί τον κύρη τους που εφώναζε σκιάχτηκαν,
κι όξω τράβηξαν το καλότροχο, πεντάμορφο, καινούργιο
καρότσι για τις μούλες, κι έδεσαν απάνω το κασόνι'
τον πυξαρένιο ευτύς κατέβασαν αφαλωτό ζυγό τους,
που στο καρφί ψηλά ανακρέμουνταν, με τα καλά κρικέλια'
|
265 |
ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ἄρα πατρὸς ὑποδείσαντες ὁμοκλὴν
ἐκ μὲν ἄμαξαν ἄειραν ἐΰτροχον ἡμιονείην
καλὴν πρωτοπαγέα, πείρινθα δὲ δῆσαν ἐπ᾽ αὐτῆς,
κὰδ δ᾽ ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον ἡμιόνειον
πύξινον ὀμφαλόεν εὖ οἰήκεσσιν ἀρηρός· |
270 |
ἐκ δ᾽ ἔφερον ζυγόδεσμον ἅμα ζυγῷ ἐννεάπηχυ.
καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκαν ἐϋξέστῳ ἐπὶ ῥυμῷ
πέζῃ ἔπι πρώτῃ, ἐπὶ δὲ κρίκον ἕστορι βάλλον,
τρὶς δ᾽ ἑκάτερθεν ἔδησαν ἐπ᾽ ὀμφαλόν, αὐτὰρ ἔπειτα
ἑξείης κατέδησαν, ὑπὸ γλωχῖνα δ᾽ ἔκαμψαν. |
βγάζουν μαζί και τα ζύγόλουρα, πήχες εννιά το
μάκρος·
και το ζυγό στο καλοκάμωτο τιμόνι έβαλαν πάνω,
στην άκραν άκρα ομπρός, και πέρασαν τον κρίκο απά στη σφήνα,
και δέσαν τα λουριά δεξόζερβα πα στο κλειδί τρεις γύρους·
κι αφού ως την άκρα τα σφιχτόδεσαν, τα σφίξαν στο γλωσσίδι.
Μετά το βιος έβγαλαν το άμετρο, την ξαγορά του Εχτόρου,
απ᾿ το κελάρι, και το στοίβαξαν στο τορνευτό καρότσι,
και τις γερές, τις ατσαλόνυχες με βιάση έζευαν μούλες,
δώρο ακριβό, οι Μυσοί που κάποτε στον Πρίαμο το χάρισαν.
Και δέσαν στο ζυγό και τ᾿ άλογα, που ο γέροντας ατός του |
275 |
ἐκ θαλάμου δὲ φέροντες ἐϋξέστης ἐπ᾽ ἀπήνης
νήεον Ἑκτορέης κεφαλῆς ἀπερείσι᾽ ἄποινα,
ζεῦξαν δ᾽ ἡμιόνους κρατερώνυχας ἐντεσιεργούς,
τούς ῥά ποτε Πριάμῳ Μυσοὶ δόσαν ἀγλαὰ δῶρα.
ἵππους δὲ Πριάμῳ ὕπαγον ζυγόν, οὓς ὃ γεραιὸς |
280 |
αὐτὸς ἔχων ἀτίταλλεν ἐϋξέστῃ ἐπὶ φάτνῃ.
τὼ μὲν ζευγνύσθην ἐν δώμασιν ὑψηλοῖσι
κῆρυξ καὶ Πρίαμος πυκινὰ φρεσὶ μήδε᾽ ἔχοντες·
ἀγχίμολον δέ σφ᾽ ἦλθ᾽ Ἑκάβη τετιηότι θυμῷ
οἶνον ἔχουσ᾽ ἐν χειρὶ μελίφρονα δεξιτερῆφι |
στο τορνευτό παχνί τα τάγιζε, βιος ακριβό δικό του.
Έτσι γνοιάζονταν για το ζέψιμο μες στο αψηλό παλάτι
ο γέρο Πρίαμος κι ο διαλάλης του, κι οι δυο τους μυαλωμένοι.
Κι η Εκάβη τότε εκεί τους ζύγωσε με μαραμένα σπλάχνα,
κρατώντας στο δεξί το χέρι της μαλαματένια κούπα,
σπονδές να κάνουν με γλυκόπιοτο κρασί, πριχού κινήσουν.
Στάθη λοιπόν ομπρός στ᾿ αλόγατα κι αυτά μιλάει και κρένει:
« Στο Δία πατέρα πάρε πρόσφερε σπονδή, κι ευκήσου να 'ρθεις
γερός απ᾿ τους οχτρούς στο σπίτι σου, μια κι η καρδιά σου τόσο
στων Δαναών σε σπρώχνει τ᾿ άρμενα, χωρίς εγώ να θέλω.
|
285 |
χρυσέῳ ἐν δέπαϊ, ὄφρα λείψαντε κιοίτην·
στῆ δ᾽ ἵππων προπάροιθεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
τῆ σπεῖσον Διὶ πατρί, καὶ εὔχεο οἴκαδ᾽ ἱκέσθαι
ἂψ ἐκ δυσμενέων ἀνδρῶν, ἐπεὶ ἂρ σέ γε θυμὸς
ὀτρύνει ἐπὶ νῆας ἐμεῖο μὲν οὐκ ἐθελούσης. |
290 |
ἀλλ᾽ εὔχεο σύ γ᾽ ἔπειτα κελαινεφέϊ Κρονίωνι
Ἰδαίῳ, ὅς τε Τροίην κατὰ πᾶσαν ὁρᾶται,
αἴτει δ᾽ οἰωνὸν ταχὺν ἄγγελον, ὅς τέ οἱ αὐτῷ
φίλτατος οἰωνῶν, καί εὑ κράτος ἐστὶ μέγιστον,
δεξιόν, ὄφρά μιν αὐτὸς ἐν ὀφθαλμοῖσι νοήσας |
Ευκήσου καν στο μαυροσύγνεφο το Δία, που απά στην Ίδα
θρονιάζει κι αγναντεύει αλάκερη την ξακουσμένη Τροία,
και για σημάδι ζήτα γρήγορο μαντάτορά του, τ᾿ όρνιο
το πιο ακριβό του, με τη δύναμη την πιο τρανή, να σου 'ρθει
δεξιά μεριά, που ως πια τα μάτια σου το ιδούν, για τα καράβια
των Δαναών να φύγεις ξέθαρρος των γοργαλογατάδων.
Ο Δίας αν όμως ο βροντόλαλος δικό του αποκρισάρη
δεν πει να στείλει, εγώ θα σου 'λεγα ν᾿ αλλάξεις γνώμη τώρα
και να μην πας στα πλοία τ᾿ Αργίτικα, κι ας λαχταρά η καρδιά σου.»
Και τότε ο Πρίαμος ο θεόμορφος γυρνάει κι απηλογιέται:
|
295 |
τῷ πίσυνος ἐπὶ νῆας ἴῃς Δαναῶν ταχυπώλων.
εἰ δέ τοι οὐ δώσει ἑὸν ἄγγελον εὐρύοπα Ζεύς,
οὐκ ἂν ἔγωγέ σ᾽ ἔπειτα ἐποτρύνουσα κελοίμην
νῆας ἐπ᾽ Ἀργείων ἰέναι μάλα περ μεμαῶτα.
τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη Πρίαμος θεοειδής· |
300 |
ὦ γύναι οὐ μέν τοι τόδ᾽ ἐφιεμένῃ ἀπιθήσω.
ἐσθλὸν γὰρ Διὶ χεῖρας ἀνασχέμεν αἴ κ᾽ ἐλεήσῃ.
ἦ ῥα καὶ ἀμφίπολον ταμίην ὄτρυν᾽ ὃ γεραιὸς
χερσὶν ὕδωρ ἐπιχεῦαι ἀκήρατον· ἣ δὲ παρέστη
χέρνιβον ἀμφίπολος πρόχοόν θ᾽ ἅμα χερσὶν ἔχουσα. |
« Θα την ακούσω την αρμήνια σου, καλή μου, τι ταιριάζει
στο Δία ν᾿ ασκώνουμε τα χέρια μας, μπας και μας συμπονέσει.»
Ως είπε τούτα, την κελάρισσα νερό γοργά προστάζει
στα χέρια να του χύσει γάργαρο᾿ κι εκείνη τρέχει δίπλα
στο γέροντα, σταμνί στα χέρια της κρατώντας και λεγένι.
Κι όπως ενίφτη, απ᾿ τη γυναίκα του την κούπα παίρνει, κι όρθιος
στη μέση της αυλής προσεύκουνταν, και στάλαζε στο χώμα,
στον ουρανό τα μάτια ασκώνοντας, κι έτσι μιλάει και κράζει:
« Πατέρα Δία, τρανέ κι ασύγκριτε, που κυβερνάς την Ίδα,
σαν έρθω στου Αχιλλέα, συμπόνεση κι αγάπη να 'βρω δωσ᾿ μου'
|
305 |
νιψάμενος δὲ κύπελλον ἐδέξατο ἧς ἀλόχοιο·
εὔχετ᾽ ἔπειτα στὰς μέσῳ ἕρκεϊ, λεῖβε δὲ οἶνον
οὐρανὸν εἰσανιδών, καὶ φωνήσας ἔπος ηὔδα·
Ζεῦ πάτερ Ἴδηθεν μεδέων κύδιστε μέγιστε
δός μ᾽ ἐς Ἀχιλλῆος φίλον ἐλθεῖν ἠδ᾽ ἐλεεινόν, |
310 |
πέμψον δ᾽ οἰωνὸν ταχὺν ἄγγελον, ὅς τε σοὶ αὐτῷ
φίλτατος οἰωνῶν, καί εὑ κράτος ἐστὶ μέγιστον,
δεξιόν, ὄφρά μιν αὐτὸς ἐν ὀφθαλμοῖσι νοήσας
τῷ πίσυνος ἐπὶ νῆας ἴω Δαναῶν ταχυπώλων.
ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, τοῦ δ᾽ ἔκλυε μητίετα Ζεὺς |
και για σημάδι στείλε γρήγορο μαντάτορά σου, τ᾿ όρνιο.
το πιο ακριβό σου, με τη δύναμη την πιο τρανή, να μου 'ρθει
δεξιά μεριά, που ως πια τα ματιά μου το ιδούν, για τα καράβια
των Δαναών να φύγω ξέθαρρος των γοργαλογατάδων.»
Είπε, κι ο Δίας ο βαθυστόχαστος τον άκουσε που ευκήθη,
κι αϊτό του στέλνει, απ᾿ τα πετούμενα το πιο που φανερώνει
το θέλημα του, μαύρο κι άρπαγο—το λένε και μαυρόρνιο—
κι όσο φαρδιά είναι τα πορτόφυλλα, τα στεριά, τα δεμένα,
σε σπίτι μέσα αψηλοτάβανο βαρβάτου νοικοκύρη,
τόσο απλώνονταν κι οι φτερούγες του᾿ κι από το κάστρο απάνω
|
315 |
αὐτίκα δ᾽ αἰετὸν ἧκε τελειότατον πετεηνῶν
μόρφνον θηρητῆρ᾽ ὃν καὶ περκνὸν καλέουσιν.
ὅσση δ᾽ ὑψορόφοιο θύρη θαλάμοιο τέτυκται
ἀνέρος ἀφνειοῖο ἐῢ κληῖσ᾽ ἀραρυῖα,
τόσσ᾽ ἄρα τοῦ ἑκάτερθεν ἔσαν πτερά· εἴσατο δέ σφι |
320 |
δεξιὸς ἀΐξας διὰ ἄστεος· οἳ δὲ ἰδόντες
γήθησαν, καὶ πᾶσιν ἐνὶ φρεσὶ θυμὸς ἰάνθη.
σπερχόμενος δ᾽ ὃ γεραιὸς ἑοῦ ἐπεβήσετο δίφρου,
ἐκ δ᾽ ἔλασε προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου.
πρόσθε μὲν ἡμίονοι ἕλκον τετράκυκλον ἀπήνην, |
δεξιά μεριά χιμώντας φάνηκε᾿ κι εκείνοι, σαν τον είδαν,
πήραν χαρά τρανή, κι εγλύκαναν μέσα ολονώ τα σπλάχνα.
Με βιάση ανέβη τότε ο γέροντας στο αμάξι του, και βγήκε
περνώντας μέσα απ᾿ την αυλόπορτα και το βουερό χαγιάτι'
ομπρός τραβούσε ο πολυκάτεχος Ιδαίος, και τα μουλάρια
που σέρναν το καρότσι εκέντριζε᾿ και τ᾿ άλογα ξοπίσω,
κυβερνημένα από το γέροντα, που εκράτα το μαστίγι,
γοργά μεσ᾿ απ᾿ το κάστρο εδρόμιζαν. Κι όλοι οι εδικοί με θρήνους
τον ακλουθούσαν, λες και πήγαινε το Χάρο ν᾿ ανταμώσει.
Μ᾿ από την πόλη ως κατηφόρισαν και πιάσαν πια τον κάμπο,
|
325 |
τὰς Ἰδαῖος ἔλαυνε δαΐφρων· αὐτὰρ ὄπισθεν
ἵπποι, τοὺς ὃ γέρων ἐφέπων μάστιγι κέλευε
καρπαλίμως κατὰ ἄστυ· φίλοι δ᾽ ἅμα πάντες ἕποντο
πόλλ᾽ ὀλοφυρόμενοι ὡς εἰ θάνατον δὲ κιόντα.
οἳ δ᾽ ἐπεὶ οὖν πόλιος κατέβαν, πεδίον δ᾽ ἀφίκοντο, |
330 |
οἳ μὲν ἄρ᾽ ἄψορροι προτὶ Ἴλιον ἀπονέοντο
παῖδες καὶ γαμβροί, τὼ δ᾽ οὐ λάθον εὐρύοπα Ζῆν
ἐς πεδίον προφανέντε· ἰδὼν δ᾽ ἐλέησε γέροντα,
αἶψα δ᾽ ἄρ᾽ Ἑρμείαν υἱὸν φίλον ἀντίον ηὔδα·
Ἑρμεία, σοὶ γάρ τε μάλιστά γε φίλτατόν ἐστιν |
οι άλλοι, γαμπροί και γιοί, πισώστρεψαν και διάγυραν στο κάστρο.
Ωστόσο εκείνοι οι δυο σαν πρόβαλαν στον κάμπο, ο μακροβίγλης
ο Δίας τους είδε και συμπόνεσε το γέροντα θωρώντας,
και στον Ερμή γυρνώντας μίλησε, τον ακριβό το γιο του:
« Ερμή, πολυαγαπάς και χαίρεσαι θνητούς να συντροφεύεις,
κι όποιον σού αρέσει ακούς, στη γνώμη του μετά χαράς συγκλίνεις.
Στα βαθουλά τα πλοία τ᾿ Αργίτικα τον Πρίαμο τρέχα τώρα
συνέβγαλέ τον, έτσι που άλλος τους να μην τον νιώσει Αργίτης,
και μήτε να τον δει στη στράτα του, πριν φτάσει στου Αχιλλέα.»
Είπε, κι ο Αργοφονιάς τον άκουσεν ευτύς ο ψυχολάτης,
|
335 |
ἀνδρὶ ἑταιρίσσαι, καί τ᾽ ἔκλυες ᾧ κ᾽ ἐθέλῃσθα,
βάσκ᾽ ἴθι καὶ Πρίαμον κοίλας ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν
ὣς ἄγαγ᾽, ὡς μήτ᾽ ἄρ τις ἴδῃ μήτ᾽ ἄρ τε νοήσῃ
τῶν ἄλλων Δαναῶν, πρὶν Πηλεΐωνα δ᾽ ἱκέσθαι.
ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε διάκτορος ἀργεϊφόντης. |
340 |
αὐτίκ᾽ ἔπειθ᾽ ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα
ἀμβρόσια χρύσεια, τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ᾽ ὑγρὴν
ἠδ᾽ ἐπ᾽ ἀπείρονα γαῖαν ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο·
εἵλετο δὲ ῥάβδον, τῇ τ᾽ ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει
ὧν ἐθέλει, τοὺς δ᾽ αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει· |
και δίχως άργητα στα πόδια του χρυσά περνάει σαντάλια,
πανώρια, αθάνατα, που ανάλαφρα, σαν την πνοή του ανέμου,
τον φέρναν πάνω απ᾿ τις απέραντες στεριές και τα πελάγη,
και πήρε το ραβδί στο χέρι του, που των θνητών τα μάτια
γητεύει σε όσους θέλει κλειώντας τα, κι άλλους ξυπνά απ᾿ τον ύπνο'
με αυτό και τότε ο τρανοδύναμος Αργοφονιάς πετούσε,
κι ομπρός στην Τροία και στον Ελλήσποντο σε λίγην ώρα φτάνει.
Και κίνησε με αρχόντου μοιάζοντας υγιό, τα μαγουλά του
μόλις που χνούδισαν, κι η νιότη του στην πιο γλυκιά της ώρα.
Εκείνοι ωστόσο απ᾿ του Ίλου ως πέρασαν το μέγα μνήμα δίπλα,
|
345 |
τὴν μετὰ χερσὶν ἔχων πέτετο κρατὺς ἀργεϊφόντης.
αἶψα δ᾽ ἄρα Τροίην τε καὶ Ἑλλήσποντον ἵκανε,
βῆ δ᾽ ἰέναι κούρῳ αἰσυμνητῆρι ἐοικὼς
πρῶτον ὑπηνήτῃ, τοῦ περ χαριεστάτη ἥβη.
οἳ δ᾽ ἐπεὶ οὖν μέγα σῆμα παρὲξ Ἴλοιο ἔλασσαν, |
350 |
στῆσαν ἄρ᾽ ἡμιόνους τε καὶ ἵππους ὄφρα πίοιεν
ἐν ποταμῷ· δὴ γὰρ καὶ ἐπὶ κνέφας ἤλυθε γαῖαν.
τὸν δ᾽ ἐξ ἀγχιμόλοιο ἰδὼν ἐφράσσατο κῆρυξ
Ἑρμείαν, ποτὶ δὲ Πρίαμον φάτο φώνησέν τε·
φράζεο Δαρδανίδη· φραδέος νόου ἔργα τέτυκται. |
τ᾿ αλόγατά τους και τις μούλες τους σταμάτησαν να πιούνε -
στον ποταμό, τι πια περίσσευε στους κάμπους το σκοτάδι.
Και ξαφνικά θωρεί που εσίμωνε και ξεχωρίζει ο κράχτης
τον νέον Ερμή, κι ευτύς γυρίζοντας στον Πρίαμο συντυχαίνει:
« Έχε το νου, σπορά του Δάρδανου, φρόνεση τώρα θέλει'
κάποιον θωρώ, και λέω πως γρήγορα κομμάτια θα μας κάνει.
Μον᾿ έλα βιάσου, κι ας του δίνουμε πα στ᾿ άτια, για τα γόνα
παρακαλώντας ας του πιάσουμε, μπας και μας συμπονέσει.»
Είπε, κι ο νους του γέρου εσάστισε, τον έπιασε τρομάρα,
κι ορθές οι τρίχες του σηκώθηκαν πα στο σκεβρό κορμί του,
|
355 |
ἄνδρ᾽ ὁρόω, τάχα δ᾽ ἄμμε διαρραίσεσθαι ὀΐω.
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ φεύγωμεν ἐφ᾽ ἵππων, ἤ μιν ἔπειτα
γούνων ἁψάμενοι λιτανεύσομεν αἴ κ᾽ ἐλεήσῃ.
ὣς φάτο, σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο, δείδιε δ᾽ αἰνῶς,
ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι, |
360 |
στῆ δὲ ταφών· αὐτὸς δ᾽ ἐριούνιος ἐγγύθεν ἐλθὼν
χεῖρα γέροντος ἑλὼν ἐξείρετο καὶ προσέειπε·
πῇ πάτερ ὧδ᾽ ἵππους τε καὶ ἡμιόνους ἰθύνεις
νύκτα δι᾽ ἀμβροσίην, ὅτε θ᾽ εὕδουσι βροτοὶ ἄλλοι;
οὐδὲ σύ γ᾽ ἔδεισας μένεα πνείοντας Ἀχαιούς, |
και στάθη σα χαμένος. Ζύγωσεν ο Πρωτοκλέφτης
τότε,
στο γέροντα έδωσε το χέρι του, τον ρώτησε και του 'πε:
« Για που, πατέρα, με τις μούλες σου τραβάς και τ᾿ άλογα σου
μέσα στη νύχτα την αθάνατη, που όλοι οι θνητοί κοιμούνται;
κι ουδέ καθόλου τους ανήμερους φοβήθηκες Αργίτες,
που οχτροί σου φοβεροί κι αντίμαχοι γυρνούν στα μέρη ετούτα;
Αν απ᾿ αυτούς κανένας σ᾿ έβλεπε με τόσο βιος που σέρνεις
μες στη γοργή νυχτιά την άφωτη, πώς θα σου ερχόταν τότε;
Πια νιος δεν είσαι συ, και γέροντας ο σύντροφός σου ετούτος,
και δε γλιτώνετε, μανιάζοντας αν σας ριχτεί κανένας. |
365 |
οἵ τοι δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι ἐγγὺς ἔασι;
τῶν εἴ τίς σε ἴδοιτο θοὴν διὰ νύκτα μέλαιναν
τοσσάδ᾽ ὀνείατ᾽ ἄγοντα, τίς ἂν δή τοι νόος εἴη;
οὔτ᾽ αὐτὸς νέος ἐσσί, γέρων δέ τοι οὗτος ὀπηδεῖ,
ἄνδρ᾽ ἀπαμύνασθαι, ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ. |
370 |
ἀλλ᾽ ἐγὼ οὐδέν σε ῥέξω κακά, καὶ δέ κεν ἄλλον
σεῦ ἀπαλεξήσαιμι· φίλῳ δέ σε πατρὶ ἐΐσκω.
τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα γέρων Πρίαμος θεοειδής·
οὕτω πῃ τάδε γ᾽ ἐστὶ φίλον τέκος ὡς ἀγορεύεις.
ἀλλ᾽ ἔτι τις καὶ ἐμεῖο θεῶν ὑπερέσχεθε χεῖρα, |
Όμως κακό από εμέ μη σκιάζεσαι, μον᾿ θα σε διαφεντέψω,
κι αν άλλος σου ριχτεί᾿ τον κύρη μου πολύ μου τον θυμίζεις.»
Κι ο θεοπρόσωπος ο γέροντας του απηλογήθη τότε:
« Έτσι είναι αλήθεια αυτά, καλόπαιδο, καθώς τ᾿ αναθιβάνεις'
μα ένας θεός το χέρι του άπλωσε και τώρα πάνωθέ μου,
που τέτοιο συνεβγάλτη μου 'πεψε να βγει μπροστά μου τώρα,
στην ώρα πάνω, μ᾿ έτοιο ανάριμμα, μ᾿ έτοιο αρχοντίσιο διώμα'
κι ακόμα γνωστικά τα λόγια σου᾿ καλότυχοι οι γονιοί σου!»
Κι ο Αργοφονιάς του απηλογήθηκεν ο ψυχολάτης τότε:
« Τα που 'πες, δίχως άλλο, γέροντα, σωστά και δίκια ειν᾿ όλα,
|
375 |
ὅς μοι τοιόνδ᾽ ἧκεν ὁδοιπόρον ἀντιβολῆσαι
αἴσιον, οἷος δὴ σὺ δέμας καὶ εἶδος ἀγητός,
πέπνυσαί τε νόῳ, μακάρων δ᾽ ἔξεσσι τοκήων.
τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε διάκτορος ἀργεϊφόντης·
ναὶ δὴ ταῦτά γε πάντα γέρον κατὰ μοῖραν ἔειπες. |
380 |
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,
ἠέ πῃ ἐκπέμπεις κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλὰ
ἄνδρας ἐς ἀλλοδαποὺς ἵνα περ τάδε τοι σόα μίμνῃ,
ἦ ἤδη πάντες καταλείπετε Ἴλιον ἱρὴν
δειδιότες· τοῖος γὰρ ἀνὴρ ὤριστος ὄλωλε |
μον᾿ έλα τώρα, δωσ᾿ μου απόκριση και πες την πάσα αλήθεια:
Το διαλεχτό σου βιος, το αρίφνητο, στα ξένα φευγατίζεις,
σε ανθρώπους μακρινούς, στον πόλεμο να μην τα χάσεις όλα;
για παρατάτε κιόλας σύψυχοι της άγιας Τροίας το κάστρο,
πάνω στο φόβο σας, που εχάσατε τον πιο αντρειωμένο τώρα,
το γιο σου, που στη μάχη ουτ᾿ ένας μας δεν τον περνούσε Αργίτης;»
Κι ο θεοπρόσωπος ο γέροντας του απηλογήθη τότε:
« Ποιος να 'σαι τάχα εσύ, αρχοντόπουλο, και ποιοί οι γονιοί σου εσένα,
που έτσι καλά του γιου μου του άμοιρου τη μοίρα αναστορίζεις;»
Κι ο Αργοφονιάς του απηλογήθηκεν ο ψυχολάτης τότε:
|
385 |
σὸς πάϊς· οὐ μὲν γάρ τι μάχης ἐπιδεύετ᾽ Ἀχαιῶν.
τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα γέρων Πρίαμος θεοειδής·
τίς δὲ σύ ἐσσι φέριστε τέων δ᾽ ἔξεσσι τοκήων;
ὥς μοι καλὰ τὸν οἶτον ἀπότμου παιδὸς ἔνισπες.
τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε διάκτορος ἀργεϊφόντης· |
390 |
πειρᾷ ἐμεῖο γεραιὲ καὶ εἴρεαι Ἕκτορα δῖον.
τὸν μὲν ἐγὼ μάλα πολλὰ μάχῃ ἔνι κυδιανείρῃ
ὀφθαλμοῖσιν ὄπωπα, καὶ εὖτ᾽ ἐπὶ νηυσὶν ἐλάσσας
Ἀργείους κτείνεσκε δαΐζων ὀξέϊ χαλκῷ·
ἡμεῖς δ᾽ ἑσταότες θαυμάζομεν· οὐ γὰρ Ἀχιλλεὺς |
«Σε δοκιμή με βάζεις, γέροντα, ρωτώντας για το
γιο σου,
το θείο τον Έχτορα᾿ τα μάτια μου στη δοξαντρούσα μάχη
συχνά τον είδαν, κι όταν στρίμωχνε χαλνώντας τους Αργίτες
στα πλοία σιμά και τους μακέλευε με μυτερό κοντάρι·
και μεις σαστίζαμε και στέκαμε᾿ τι να 'βγούμε στη μάχη
δεν άφηνε ο Αχιλλέας, χολιάζοντας με τον υγιό του Ατρέα'
τι ένα καράβι εδώ μας έφερε, κι είμαι δικός του ακράνης,
των Μυρμιδόνων φύτρα ο κύρης μου—Πολύχτορα τον λένε—
έχει περίσσιο βιος, μα εγέρασε πια τώρα σαν κι εσένα·
κι εγέννησε έξι γιους κι ολόστερνον εμένα, και τον κλήρο |
395 |
εἴα μάρνασθαι κεχολωμένος Ἀτρεΐωνι.
τοῦ γὰρ ἐγὼ θεράπων, μία δ᾽ ἤγαγε νηῦς εὐεργής·
Μυρμιδόνων δ᾽ ἔξειμι, πατὴρ δέ μοί ἐστι Πολύκτωρ.
ἀφνειὸς μὲν ὅ γ᾽ ἐστί, γέρων δὲ δὴ ὡς σύ περ ὧδε,
ἓξ δέ οἱ υἷες ἔασιν, ἐγὼ δέ οἱ ἕβδομός εἰμι· |
400 |
τῶν μέτα παλλόμενος κλήρῳ λάχον ἐνθάδ᾽ ἕπεσθαι.
νῦν δ᾽ ἦλθον πεδίον δ᾽ ἀπὸ νηῶν· ἠῶθεν γὰρ
θήσονται περὶ ἄστυ μάχην ἑλίκωπες Ἀχαιοί.
ἀσχαλόωσι γὰρ οἵδε καθήμενοι, οὐδὲ δύνανται
ἴσχειν ἐσσυμένους πολέμου βασιλῆες Ἀχαιῶν. |
σα ρίξαμε όλοι, εγώ είμαι που 'λαχε να 'ρθώ με τα φουσάτα.
Και τώρα απ᾿ τα καράβια εκίνησα στον κάμπο, τι άμα φέξει
οι Δαναοί θ᾿ ανοίξουν πόλεμο στο κάστρο σας τρογύρα'
τι πια βαρέθηκαν να κάθουνται, κι ως λαχταρούν άπάλε,
πια δεν μπορούν οι βασιλιάδες μας να τους ανακρατήσουν.»
Κι ο θεοπρόσωπος ο γέροντας του απηλογήθη τότε:
«Αν του Αχιλλέα του αρχοντογέννητου λογιέσαι, ως λες, ακράνης,
τη χάρη κάνε μου κι ιστόρα μου σωστά την πάσα αλήθεια:
Ο γιος μου ακόμα τάχα κοίτεται μπρος στα καράβια, η κιόλα
τον πέταξε ο Αχιλλέας στους σκύλους του, κοψίδια κάνοντας τον;»
|
405 |
τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα γέρων Πρίαμος θεοειδής·
εἰ μὲν δὴ θεράπων Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
εἴς, ἄγε δή μοι πᾶσαν ἀληθείην κατάλεξον,
ἢ ἔτι πὰρ νήεσσιν ἐμὸς πάϊς, ἦέ μιν ἤδη
ᾗσι κυσὶν μελεϊστὶ ταμὼν προύθηκεν Ἀχιλλεύς. |
410 |
τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε διάκτορος ἀργεϊφόντης·
ὦ γέρον οὔ πω τόν γε κύνες φάγον οὐδ᾽ οἰωνοί,
ἀλλ᾽ ἔτι κεῖνος κεῖται Ἀχιλλῆος παρὰ νηῒ
αὔτως ἐν κλισίῃσι· δυωδεκάτη δέ οἱ ἠὼς
κειμένῳ, οὐδέ τί οἱ χρὼς σήπεται, οὐδέ μιν εὐλαὶ |
Κι ο Αργοφονιάς του απηλογήθηκεν ο ψυχολάτης
τότε:
« Δεν τον έφαγαν, όχι, γέροντα, τα όρνια κι οι σκύλοι ακόμα'
πλάι στου Αχιλλέα την πρύμνα ανέβλαβος κοίτεται ο γιος σου πάντα,
μες στο καλύβι. Μέρες δώδεκα που κοίτεται πέρασαν,
και το κορμί του δεν εσάπισε, κι-ουδέ και τα σκουλήκια
τον έχουν φάει, που όσους σκοτώνουνται στον πόλεμο τους τρώνε.
Απ᾿ του ακριβού του ακράνη ολόγυρα το μνήμα δίχως σπλάχνος
τον σούρνει αλήθεια κάθε χάραμα, σύντας η αυγή προβάλει'
κακό κανένα όμως δεν του 'κανε᾿ πηγαίνοντας κι ατός σου
θα το θαμάξεις, που 'ναι ολόδροσος, και γύρα του έχουν φύγει |
415 |
ἔσθουσ᾽, αἵ ῥά τε φῶτας ἀρηϊφάτους κατέδουσιν.
ἦ μέν μιν περὶ σῆμα ἑοῦ ἑτάροιο φίλοιο
ἕλκει ἀκηδέστως ἠὼς ὅτε δῖα φανήῃ,
οὐδέ μιν αἰσχύνει· θηοῖό κεν αὐτὸς ἐπελθὼν
οἷον ἐερσήεις κεῖται, περὶ δ᾽ αἷμα νένιπται, |
420 |
οὐδέ ποθι μιαρός· σὺν δ᾽ ἕλκεα πάντα μέμυκεν
ὅσσ᾽ ἐτύπη· πολέες γὰρ ἐν αὐτῷ χαλκὸν ἔλασσαν.
ὥς τοι κήδονται μάκαρες θεοὶ υἷος ἑῆος
καὶ νέκυός περ ἐόντος, ἐπεί σφι φίλος περὶ κῆρι.
ὣς φάτο, γήθησεν δ᾽ ὃ γέρων, καὶ ἀμείβετο μύθῳ· |
τα γαίματα, και μένει αμάλαγος, και κλείσαν κι οι πληγές του,
που τόσες στο κορμί του ρίχνοντας με το χαλκό του άνοιξαν.
Έτσι γνοιάζονται οι τρισμακάριστοι θεοί για τον υγιό σου,
ας είναι και νεκρός· κατάκαρδα μαθές τον αγάπησαν.»
Είπε, κι ο γέρος αναγάλλιασε κι απηλογιά του δίνει:
« Παιδί μου, δώρα στους αθάνατους καλό 'ναι να χαρίζεις
παράξια· τους θεούς δεν ξέχασε, στον Όλυμπο που ζούνε,
κι ο γιος μου—γιο ποτέ αν αξιώθηκα!—στο αρχοντικό του μέσα.
Και τώρα αυτοί του το θυμήθηκαν, κι ας είναι πεθαμένος.
Μον᾿ έλα, τούτη την πανέμορφη δέξου από μένα κούπα,
|
425 |
τέκος, ἦ ῥ᾽ ἀγαθὸν καὶ ἐναίσιμα δῶρα διδοῦναι
ἀθανάτοις, ἐπεὶ οὔ ποτ᾽ ἐμὸς πάϊς, εἴ ποτ᾽ ἔην γε,
λήθετ᾽ ἐνὶ μεγάροισι θεῶν οἳ Ὄλυμπον ἔχουσι·
τώ οἱ ἀπεμνήσαντο καὶ ἐν θανάτοιό περ αἴσῃ.
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ τόδε δέξαι ἐμεῦ πάρα καλὸν ἄλεισον, |
430 |
αὐτόν τε ῥῦσαι, πέμψον δέ με σύν γε θεοῖσιν,
ὄφρά κεν ἐς κλισίην Πηληϊάδεω ἀφίκωμαι.
τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε διάκτορος ἀργεϊφόντης·
πειρᾷ ἐμεῖο γεραιὲ νεωτέρου, οὐδέ με πείσεις,
ὅς με κέλῃ σέο δῶρα παρὲξ Ἀχιλῆα δέχεσθαι. |
και γίνε μου σκεπός κι οδήγα με με των θεών τη χάρη, -
ως στου Αχιλλέα να φτάσω απείραχτος και να 'μπω το καλύβι.»
Κι ο Αργοφονιάς του απηλογήθηκεν ο ψυχολάτης τότε:
« Σε πειρασμό με βάζεις, γέροντα, τον νιον εμένα᾿ ωστόσο
του κάκου πολεμάς καί σπρώχνεις με τα δώρα σου να πάρω
κρυφά απ᾿ τον Αχιλλέα· τον ντρέπουμαι περίσσια, και φοβούμαι
να πάρω από δικά του, γρήγορα μην έβγει σε κακό μου.
Ωστόσο εγώ θα σε συντρόφευα κι ως το ακουσμένο το Άργος
με την καρδιά μου, σε πλεούμενο για και πεζός μαζί σου,
και θα 'βλεπε τι αξίζω, αν του 'ρχονταν να σου ριχτεί κανένας.»
|
435 |
τὸν μὲν ἐγὼ δείδοικα καὶ αἰδέομαι περὶ κῆρι
συλεύειν, μή μοί τι κακὸν μετόπισθε γένηται.
σοὶ δ᾽ ἂν ἐγὼ πομπὸς καί κε κλυτὸν Ἄργος ἱκοίμην,
ἐνδυκέως ἐν νηῒ θοῇ ἢ πεζὸς ὁμαρτέων·
οὐκ ἄν τίς τοι πομπὸν ὀνοσσάμενος μαχέσαιτο. |
440 |
καὶ ἀναΐξας ἐριούνιος ἅρμα καὶ ἵππους
καρπαλίμως μάστιγα καὶ ἡνία λάζετο χερσίν,
ἐν δ᾽ ἔπνευσ᾽ ἵπποισι καὶ ἡμιόνοις μένος ἠΰ.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ πύργους τε νεῶν καὶ τάφρον ἵκοντο,
οἳ δὲ νέον περὶ δόρπα φυλακτῆρες πονέοντο, |
Αυτά είπε ο Ερμής, κι αμέσως πήδηξε πα στο ζεμένο
αμάξι,
και δίχως άργητα τα νιόλουρα και το μαστίγι αρπάζει,
και τα μουλάρια και τ᾿ αλόγατα πέρφανη ορμή γιομίζει.
Μα σύντας πια στους πύργους έφτασαν των πλοίων και στο χαντάκι,
στην ώρα πάνω που οι βαρδιάτορες το δείπνο τους συντάζαν,
σε όλων τα μάτια πάνω εστάλαξεν ο Ψυχολάτης ύπνο'
κι όπως ανοίγει τις καστρόπορτες, τα μάνταλα τραβώντας,
μπάζει τον Πρίαμο ευτύς, και πίσω του το αμάξι με τα δώρο
Καί σύντας στου Αχιλλέα τ᾿ ορθόψηλο καλύβι ομπρός έφτασαν,
που οι Μυρμιδόνες για το ρήγα τους από κορμούς κομμένους |
445 |
τοῖσι δ᾽ ἐφ᾽ ὕπνον ἔχευε διάκτορος ἀργεϊφόντης
πᾶσιν, ἄφαρ δ᾽ ὤϊξε πύλας καὶ ἀπῶσεν ὀχῆας,
ἐς δ᾽ ἄγαγε Πρίαμόν τε καὶ ἀγλαὰ δῶρ᾽ ἐπ᾽ ἀπήνης.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ κλισίην Πηληϊάδεω ἀφίκοντο
ὑψηλήν, τὴν Μυρμιδόνες ποίησαν ἄνακτι |
450 |
δοῦρ᾽ ἐλάτης κέρσαντες· ἀτὰρ καθύπερθεν ἔρεψαν
λαχνήεντ᾽ ὄροφον λειμωνόθεν ἀμήσαντες·
ἀμφὶ δέ οἱ μεγάλην αὐλὴν ποίησαν ἄνακτι
σταυροῖσιν πυκινοῖσι· θύρην δ᾽ ἔχε μοῦνος ἐπιβλὴς
εἰλάτινος, τὸν τρεῖς μὲν ἐπιρρήσσεσκον Ἀχαιοί, |
ελάτου είχαν στελιώσει, κι έριξαν και στέγαση
από πάνω,
τριφύλλια φουντωτά σωριάζοντας, κομμένα από λιβάδι'
και γύρα έφτιασαν για το ρήγα τους με σταυρωτά παλούκια
μεγάλη αύλή᾿ κι εσφάλνα η πόρτα του μ᾿ έναν μονάχα σύρτη
ελάτινο, που τρεις παιδεύουνταν Αργίτες να τον σπρώξουν,
και τρεις ξανά το μέγα μάνταλο ν᾿ ανοίξουνε της πόρτας·
μόνο ο Αχιλλέας και δίχως βόηθηση τον έσπρωχνε μονάχος·
όμως ο Ερμής στο γέροντα άνοιξεν ο πρωτοκλέφτης τότε·
κι ως του γοργού Αχιλλέα συνέμπασε τα πλούσια δώρα μέσα,
στο χώμα από το αμάξι επήδηξε κι αυτά του συντυχαίνει: |
455 |
τρεῖς δ᾽ ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῖδα θυράων
τῶν ἄλλων· Ἀχιλεὺς δ᾽ ἄρ᾽ ἐπιρρήσσεσκε καὶ οἶος·
δή ῥα τόθ᾽ Ἑρμείας ἐριούνιος ᾦξε γέροντι,
ἐς δ᾽ ἄγαγε κλυτὰ δῶρα ποδώκεϊ Πηλεΐωνι,
ἐξ ἵππων δ᾽ ἀπέβαινεν ἐπὶ χθόνα φώνησέν τε· |
460 |
ὦ γέρον ἤτοι ἐγὼ θεὸς ἄμβροτος εἰλήλουθα
Ἑρμείας· σοὶ γάρ με πατὴρ ἅμα πομπὸν ὄπασσεν.
ἀλλ᾽ ἤτοι μὲν ἐγὼ πάλιν εἴσομαι, οὐδ᾽ Ἀχιλῆος
ὀφθαλμοὺς εἴσειμι· νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη
ἀθάνατον θεὸν ὧδε βροτοὺς ἀγαπαζέμεν ἄντην· |
«Αθάνατος λογιέμαι, γέροντα, θεός, μαζί σου που 'ρθα,
ο Ερμής σταλμένο μ᾿ έχει ο κύρης μου να σου σταθώ στη στράτα.
Ωστόσο φεύγω έγώ᾿ δε θα 'θελα ν᾿ αντικριστώ στα μάτια
με του Πηλέα το γιο, τι αθάνατος θεός πρεπό δεν είναι
έτσι να δείχνει πια ολοφάνερα σ᾿ έναν θνητόν αγάπη.
Μα εσύ, σα μπεις, από τα γόνατα τον Αχιλλέα να πιάσεις,
και στον πατέρα και στη μάνα του την ομορφομαλλούσα
να τον ξορκίσεις, και στο τέκνο του, να μαλακώσει η οργή του.»
Αυτά είπε ο Ερμής, κι ευτύς στον Όλυμπο τον αψηλό μισεύει'
κι ο Πρίαμος τότε από το αμάξι του πηδάει στο χώμα κάτω,
|
465 |
τύνη δ᾽ εἰσελθὼν λαβὲ γούνατα Πηλεΐωνος,
καί μιν ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος ἠϋκόμοιο
λίσσεο καὶ τέκεος, ἵνα οἱ σὺν θυμὸν ὀρίνῃς.
ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ὄλυμπον
Ἑρμείας· Πρίαμος δ᾽ ἐξ ἵππων ἆλτο χαμᾶζε, |
470 |
Ἰδαῖον δὲ κατ᾽ αὖθι λίπεν· ὃ δὲ μίμνεν ἐρύκων
ἵππους ἡμιόνους τε· γέρων δ᾽ ἰθὺς κίεν οἴκου,
τῇ ῥ᾽ Ἀχιλεὺς ἵζεσκε Διῒ φίλος· ἐν δέ μιν αὐτὸν
εὗρ᾽, ἕταροι δ᾽ ἀπάνευθε καθήατο· τὼ δὲ δύ᾽ οἴω
ἥρως Αὐτομέδων τε καὶ Ἄλκιμος ὄζος Ἄρηος |
κι έμεινε ο Ιδαίος εκεί προσμένοντας, κι είχε
το νου μη φύγουν
τ᾿ άτια κι οι μούλες τους. Κι ο γέροντας γραμμή τραβάει στο σπίτι,
κει που ο Αχιλλέας ο αρχοντογέννητος βρισκόταν, και τον βλέπει
μπροστά του. Οι συντρόφοι του απόμακρα καθόνταν δυο μονάχα
τρογύρα τον γνοιάζονταν, ο Άλκιμος, ο γαύρος πολέμαρχος,
κι ο ψυχωμένος Αυτομέδοντας᾿ τι ότι είχε ξετελέψει.
που 'τρωγε κι έπινε, και στέκουνταν πλάι το τραπέζι ακόμα.
Και μπαίνει ο μέγας Πρίαμος άνιωστος, τον Αχιλλέα ζυγώνει,
τα δυο του πιάνει αμέσως γόνατα, και τ᾿ αντροφόνα χέρια,
τα φοβερά, φιλεί, που του 'χανε πολλούς υγιούς σκοτώσει. |
475 |
ποίπνυον παρεόντε· νέον δ᾽ ἀπέληγεν ἐδωδῆς
ἔσθων καὶ πίνων· ἔτι καὶ παρέκειτο τράπεζα.
τοὺς δ᾽ ἔλαθ᾽ εἰσελθὼν Πρίαμος μέγας, ἄγχι δ᾽ ἄρα στὰς
χερσὶν Ἀχιλλῆος λάβε γούνατα καὶ κύσε χεῖρας
δεινὰς ἀνδροφόνους, αἵ οἱ πολέας κτάνον υἷας. |
480 |
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἄνδρ᾽ ἄτη πυκινὴ λάβῃ, ὅς τ᾽ ἐνὶ πάτρῃ
φῶτα κατακτείνας ἄλλων ἐξίκετο δῆμον
ἀνδρὸς ἐς ἀφνειοῦ, θάμβος δ᾽ ἔχει εἰσορόωντας,
ὣς Ἀχιλεὺς θάμβησεν ἰδὼν Πρίαμον θεοειδέα·
θάμβησαν δὲ καὶ ἄλλοι, ἐς ἀλλήλους δὲ ἴδοντο. |
Σε συφορά βαριά πώς έπεσε κανείς, ποτ τύχει κάποιον
να 'χει σκοτώσει μες στον τόπο του, και σε άλλες χώρες φτάνει,
σε πλούσιου αρχόντου σπίτι, κι όλοι τους σαστίζουν που τον βλέπουν
παρόμοια κι ο Αχιλλέας εσάστισε να ιδεί τον Πρίαμο ομπρός του.
Σαστίσαν γύρα του κι οι σύντροφοι, κι ο ένας τον άλλο εθώρουν.
Κι ο Πρίαμος τότε τέτοια αρχίνησε να λέει παρακαλώντας:
« Βάλε στο νου, Αχιλλέα θεόμορφε, τον κύρη το δικό σου'
ενός καιρού 'μαστε, στην τελείωση των γερατιών των έρμων.
Μπορεί κι αυτός απ᾿ τους γειτόνους του να τυραννιέται γύρα,
κι ούτε ένα απ᾿ το κακό κι απ᾿ το άδικο διαφεντευτή δεν έχει. |
485 |
τὸν καὶ λισσόμενος Πρίαμος πρὸς μῦθον ἔειπε·
μνῆσαι πατρὸς σοῖο θεοῖς ἐπιείκελ᾽ Ἀχιλλεῦ,
τηλίκου ὥς περ ἐγών, ὀλοῷ ἐπὶ γήραος οὐδῷ·
καὶ μέν που κεῖνον περιναιέται ἀμφὶς ἐόντες
τείρουσ᾽, οὐδέ τίς ἐστιν ἀρὴν καὶ λοιγὸν ἀμῦναι. |
490 |
ἀλλ᾽ ἤτοι κεῖνός γε σέθεν ζώοντος ἀκούων
χαίρει τ᾽ ἐν θυμῷ, ἐπί τ᾽ ἔλπεται ἤματα πάντα
ὄψεσθαι φίλον υἱὸν ἀπὸ Τροίηθεν ἰόντα·
αὐτὰρ ἐγὼ πανάποτμος, ἐπεὶ τέκον υἷας ἀρίστους
Τροίῃ ἐν εὐρείῃ, τῶν δ᾽ οὔ τινά φημι λελεῖφθαι. |
Μα εκείνος, ζωντανός ακούγοντας πως είσαι, αναγαλλιάζει
βαθιά στα φρένα, και νυχτόημερα τον δυναμώνει η ελπίδα,
τον ακριβό του υγιό πως κάποτε θα ιδεί απ την Τροία να γέρνει.
Μα εγώ ο τρισάμοιρος, που αξιώθηκα τους γιους τους πιο αντρειωμένους
στην Τροία να κάνω την απλόχωρη, καί δε μου απόμεινε ένας!
Είχα πενήντα γιους, σαν έφτασαν οι Αργίτες εδώ πέρα'
οι δεκαεννιά απ᾿ την ίδια εβγήκανε κοιλιά, τους άλλους όλους
μες στο παλάτι μου τους γέννησαν άλλες γυναίκες που 'χα.
Οι πιο πολλοί απ᾿ τον Άρη εχάθηκαν τον άγριο, και τον έναν,
ξεχωριστό, που μου παράστεκε την Τροία και μας τους ίδιους, |
495 |
πεντήκοντά μοι ἦσαν ὅτ᾽ ἤλυθον υἷες Ἀχαιῶν·
ἐννεακαίδεκα μέν μοι ἰῆς ἐκ νηδύος ἦσαν,
τοὺς δ᾽ ἄλλους μοι ἔτικτον ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκες.
τῶν μὲν πολλῶν θοῦρος Ἄρης ὑπὸ γούνατ᾽ ἔλυσεν·
ὃς δέ μοι οἶος ἔην, εἴρυτο δὲ ἄστυ καὶ αὐτούς, |
500 |
τὸν σὺ πρῴην κτεῖνας ἀμυνόμενον περὶ πάτρης
Ἕκτορα· τοῦ νῦν εἵνεχ᾽ ἱκάνω νῆας Ἀχαιῶν
λυσόμενος παρὰ σεῖο, φέρω δ᾽ ἀπερείσι᾽ ἄποινα.
ἀλλ᾽ αἰδεῖο θεοὺς Ἀχιλεῦ, αὐτόν τ᾽ ἐλέησον
μνησάμενος σοῦ πατρός· ἐγὼ δ᾽ ἐλεεινότερός περ, |
την πατρική του γη ως διαφέντευε, τον σκότωσες πριν λίγες
μέρες, τον Έχτορα. Για χάρη του στα πλοία σας φτάνω τώρα,
να τον λυτρώσω με την άμετρη την ξαγορά που φέρνω.
Έλα, σεβάσου τους αθάνατους, συμπόνεσε και μένα,
τον κύρη σου, Αχιλλέα, θυμάμενος᾿ πιο αξίζω εγώ συμπόνια'
τι εβάστηξα ό,τι δεν εβάστηξε κανείς θνητός στον κόσμο,
του αντρούς πού τους υγιούς μου εσκότωσε το χέρι να φιλήσω!»
Είπε, και τον καημό του εφούντωσε για το δικό του κύρη,
κι έσπρωξε ανάλαφρα το γέροντα, το χέρι πιάνοντας του.
Μαζί τους έπνιξαν οι θύμησες, τον έναν του αντρειωμένου
|
505 |
ἔτλην δ᾽ οἷ᾽ οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος,
ἀνδρὸς παιδοφόνοιο ποτὶ στόμα χεῖρ᾽ ὀρέγεσθαι.
ὣς φάτο, τῷ δ᾽ ἄρα πατρὸς ὑφ᾽ ἵμερον ὦρσε γόοιο·
ἁψάμενος δ᾽ ἄρα χειρὸς ἀπώσατο ἦκα γέροντα.
τὼ δὲ μνησαμένω ὃ μὲν Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο |
510 |
κλαῖ᾽ ἁδινὰ προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλυσθείς,
αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς κλαῖεν ἑὸν πατέρ᾽, ἄλλοτε δ᾽ αὖτε
Πάτροκλον· τῶν δὲ στοναχὴ κατὰ δώματ᾽ ὀρώρει.
αὐτὰρ ἐπεί ῥα γόοιο τετάρπετο δῖος Ἀχιλλεύς,
καί οἱ ἀπὸ πραπίδων ἦλθ᾽ ἵμερος ἠδ᾽ ἀπὸ γυίων, |
του Εχτόρου, κι έκλαιγεν, ως σούρνονταν μπρος
στου Αχιλλέα τα πόδια'
θρηνούσε κι ο Αχιλλέας, τον κύρη του θυμάμενος, και πότε
τον Πάτροκλο, κι ως πέρα οι θρήνοι τους γιόμιζαν το καλύβι.
Μα σύντας ο Αχιλλέας εχόρτασεν ο αρχοντικός το κλάμα,
κι ο πόθος απ᾿ τα σπλάχνα του έφυγε κι από τα γόνατα του,
πετάχτη απ᾿ το θρονί κι ανάσκωσε το γέροντα απ᾿ το χέρι,
ψυχοπονώντας τον για το άσπρο του κεφάλι, τ᾿ άσπρα γένια,
και κράζοντας τον με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
« Άμοιρε εσύ και που ποτίστηκες πικρά φαρμάκια τόσα!
Μονάχος να 'ρθεις πώς το βάσταξες στ᾿ Αργίτικα καράβια, |
515 |
αὐτίκ᾽ ἀπὸ θρόνου ὦρτο, γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη
οἰκτίρων πολιόν τε κάρη πολιόν τε γένειον,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
ἆ δείλ᾽, ἦ δὴ πολλὰ κάκ᾽ ἄνσχεο σὸν κατὰ θυμόν.
πῶς ἔτλης ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν ἐλθέμεν οἶος |
520 |
ἀνδρὸς ἐς ὀφθαλμοὺς ὅς τοι πολέας τε καὶ ἐσθλοὺς
υἱέας ἐξενάριξα; σιδήρειόν νύ τοι ἦτορ.
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζευ ἐπὶ θρόνου, ἄλγεα δ᾽ ἔμπης
ἐν θυμῷ κατακεῖσθαι ἐάσομεν ἀχνύμενοί περ·
οὐ γάρ τις πρῆξις πέλεται κρυεροῖο γόοιο· |
τον άντρα ν᾿ αντικρίσεις, που άμετρους και ψυχωμένους
γιους σου
σου χάλασα; Καρδιά από σίδερο στα στήθια αλήθεια κλείνεις!
Μον᾿ έλα, στο θρονί για κάθισε, και τους καημούς μας όλους
να γαληνέψουν ας αφήσουμε, κι ας καίγεται η καρδιά μας·
όχι, δε βγαίνει τίποτα όφελος απ᾿ το φριχτό το κλάμα.
Τέτοια οι θεοί μαθές στους άμοιρους θνητούς έκλωσαν μοίρα,
να ζουν με πίκρες και με βάσανα, κι αυτοί περνούν ανέγνοιοι.
Μπροστά στου Δία την πόρτα βρίσκουνται στημένα δυο πιθάρια,
να 'χει να δίνει, το 'να βάσανα, το άλλο αγαθά γεμάτο.
Κι αν δώσει ο Δίας ο κεραυνόχαρος μαζί απ᾿ τα δυο σε κάποιον, |
525 |
ὡς γὰρ ἐπεκλώσαντο θεοὶ δειλοῖσι βροτοῖσι
ζώειν ἀχνυμένοις· αὐτοὶ δέ τ᾽ ἀκηδέες εἰσί.
δοιοὶ γάρ τε πίθοι κατακείαται ἐν Διὸς οὔδει
δώρων οἷα δίδωσι κακῶν, ἕτερος δὲ ἑάων·
ᾧ μέν κ᾽ ἀμμίξας δώῃ Ζεὺς τερπικέραυνος, |
530 |
ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε δ᾽ ἐσθλῷ·
ᾧ δέ κε τῶν λυγρῶν δώῃ, λωβητὸν ἔθηκε,
καί ἑ κακὴ βούβρωστις ἐπὶ χθόνα δῖαν ἐλαύνει,
φοιτᾷ δ᾽ οὔτε θεοῖσι τετιμένος οὔτε βροτοῖσιν.
ὣς μὲν καὶ Πηλῆϊ θεοὶ δόσαν ἀγλαὰ δῶρα |
πότε λαχαίνει τούτος βάσανα, πότε χαρές μεγάλες.
Μ᾿ απ᾿ τα κακά μονάχα αν του 'δωσε, τον πνίγει η καταφρόνια,
τον κυνηγάει λιμάγρα αβάσταχτη στην άγια γης απάνω,
και τριγυρνάει κι απ᾿ τους αθάνατους κι απ᾿ τους θνητούς διωγμένος.
Έτσι οι θεοί απ᾿ τα γεννητάτα του και στον Πηλέα χαρίσαν
δώρα μεγάλα, και ξεχώριζε μες στους ανθρώπους όλους
σε πλούτη κι αγαθά, κι αφέντευε στους Μυρμιδόνες μέσα,
και μια θεά για να 'χει του 'δωκαν, θνητός κι ας ήταν, ταίρι.
Όμως ο Δίας με δίχως βάσανα δεν άφησε και τούτον
γιους στο παλάτι του δε γέννησε, του θρόνου κληρονόμους· |
535 |
ἐκ γενετῆς· πάντας γὰρ ἐπ᾽ ἀνθρώπους ἐκέκαστο
ὄλβῳ τε πλούτῳ τε, ἄνασσε δὲ Μυρμιδόνεσσι,
καί οἱ θνητῷ ἐόντι θεὰν ποίησαν ἄκοιτιν.
ἀλλ᾽ ἐπὶ καὶ τῷ θῆκε θεὸς κακόν, ὅττί οἱ οὔ τι
παίδων ἐν μεγάροισι γονὴ γένετο κρειόντων, |
540 |
ἀλλ᾽ ἕνα παῖδα τέκεν παναώριον· οὐδέ νυ τόν γε
γηράσκοντα κομίζω, ἐπεὶ μάλα τηλόθι πάτρης
ἧμαι ἐνὶ Τροίῃ, σέ τε κήδων ἠδὲ σὰ τέκνα.
καὶ σὲ γέρον τὸ πρὶν μὲν ἀκούομεν ὄλβιον εἶναι·
ὅσσον Λέσβος ἄνω Μάκαρος ἕδος ἐντὸς ἐέργει |
έναν υγιό μονάχα αξιώθηκε λιγόχρονο, που μήτε
καν τώρα που γερνά τον γνοιάζομαι, τι απ᾿ την πατρίδα αλάργα
κάθουμαι εδώ στην Τροία, τα τέκνα σου να τυραννώ και σένα!
Και συ πιο πριν, ακούμε, γέροντα, χαιράμενος περνούσες'
τι απ᾿ όσους ζουν στη Λέσβο ανάμεσα, στου Μάκαρα τη χώρα,
και στη Φρυγία και στον απέραντον Ελλήσποντο από πάνω,
δε σε νικούσε ουτ᾿ ένας, γέροντα, σε υγιούς και πλούτη, λένε.
Μ᾿ απ᾿ τη στιγμή οι θεοί που σ᾿ έριξαν σ᾿ έτοιο κακό, μιαν ώρα
γύρω απ᾿ το κάστρο δε σου απόλειψαν οι σκοτωμοί κι οι μάχες.
Υπομονέψου ωστόσο, αδιάκοπα μη δέρνεσαι του κάκου' |
545 |
καὶ Φρυγίη καθύπερθε καὶ Ἑλλήσποντος ἀπείρων,
τῶν σε γέρον πλούτῳ τε καὶ υἱάσι φασὶ κεκάσθαι.
αὐτὰρ ἐπεί τοι πῆμα τόδ᾽ ἤγαγον Οὐρανίωνες
αἰεί τοι περὶ ἄστυ μάχαι τ᾽ ἀνδροκτασίαι τε.
ἄνσχεο, μὴ δ᾽ ἀλίαστον ὀδύρεο σὸν κατὰ θυμόν· |
550 |
οὐ γάρ τι πρήξεις ἀκαχήμενος υἷος ἑῆος,
οὐδέ μιν ἀνστήσεις, πρὶν καὶ κακὸν ἄλλο πάθῃσθα.
τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα γέρων Πρίαμος θεοειδής·
μή πω μ᾽ ἐς θρόνον ἵζε διοτρεφὲς ὄφρά κεν Ἕκτωρ
κεῖται ἐνὶ κλισίῃσιν ἀκηδής, ἀλλὰ τάχιστα |
δε βγαίνει από τη λύπη τίποτα· το γιο σου δε γυρίζεις
πίσω ξανά· πιο πριν απάντεχε κι άλλο κακό να σ᾿ έβρει!»
Κι ο θεοπρόσωπος ο γέροντας απηλογήθη τότε:
« Μη μου ζητάς, αρχοντογέννητε, να κάτσω· ακόμα ο γιος μου
παραριγμένος κάπου κοίτεται μες στο καλύβι· αχ έλα,
για λύτρωσε τον, με τα μάτια μου να τον ιδώ, και δέξου
την πλούσια ξαγορά που φέρνουμε᾿ γεια και χαρά σου, παρ᾿ τη!
Κι έτσι να γύρεις στην πατρίδα σου γερός, αφού με αφήκες
και μένα ζωντανό, να χαίρουμαι του ήλιου το φως ακόμα.»
Τότε ο Αχιλλέας ο γοργοπόδαρος ταυροκοιτώντας του 'πε:
|
555 |
λῦσον ἵν᾽ ὀφθαλμοῖσιν ἴδω· σὺ δὲ δέξαι ἄποινα
πολλά, τά τοι φέρομεν· σὺ δὲ τῶνδ᾽ ἀπόναιο, καὶ ἔλθοις
σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν, ἐπεί με πρῶτον ἔασας
αὐτόν τε ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο.
τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς· |
560 |
μηκέτι νῦν μ᾽ ἐρέθιζε γέρον· νοέω δὲ καὶ αὐτὸς
Ἕκτορά τοι λῦσαι, Διόθεν δέ μοι ἄγγελος ἦλθε
μήτηρ, ἥ μ᾽ ἔτεκεν, θυγάτηρ ἁλίοιο γέροντος.
καὶ δέ σε γιγνώσκω Πρίαμε φρεσίν, οὐδέ με λήθεις,
ὅττι θεῶν τίς σ᾽ ἦγε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν. |
«Μη με φουρκίζεις τώρα, γέροντα! το 'χω κι εγώ
στο νου μου
να σου λυτρώσω πια τον Έχτορα᾿ τι ήρθε απ᾿ το Δία μηνύτρα
η ίδια η μητέρα μου, του γέροντα της θάλασσας η κόρη.
Κι εγώ το νιώθω, Πρίαμε, σίγουρα, το νου μου δεν ξεφεύγει,
κάποιος θεός εδώ πως σ᾿ έφερε στ᾿ Αργίτικα καράβια'
τι άλλος κανείς ως τα λημέρια μας δε θα βαστούσε να 'ρθει,
κι ας ήταν νιος· οι φυλάκτορες θα τόνε βλέπαν κι ούτε
το σύρτη από την πόρτα μου εύκολα μπορούσε να κουνήσει.
Γι᾿ αυτό τα φρένα μες στον πόνο μου μη μου ταράζεις τώρα,
και σένα απ᾿ το καλύβι, γέροντα, τον ίδιο μην πετάξω, |
565 |
οὐ γάρ κε τλαίη βροτὸς ἐλθέμεν, οὐδὲ μάλ᾽ ἡβῶν,
ἐς στρατόν· οὐδὲ γὰρ ἂν φυλάκους λάθοι, οὐδέ κ᾽ ὀχῆα
ῥεῖα μετοχλίσσειε θυράων ἡμετεράων.
τὼ νῦν μή μοι μᾶλλον ἐν ἄλγεσι θυμὸν ὀρίνῃς,
μή σε γέρον οὐδ᾽ αὐτὸν ἐνὶ κλισίῃσιν ἐάσω |
570 |
καὶ ἱκέτην περ ἐόντα, Διὸς δ᾽ ἀλίτωμαι ἐφετμάς.
ὣς ἔφατ᾽, ἔδεισεν δ᾽ ὃ γέρων καὶ ἐπείθετο μύθῳ.
Πηλεΐδης δ᾽ οἴκοιο λέων ὣς ἆλτο θύραζε
οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γε δύω θεράποντες ἕποντο
ἥρως Αὐτομέδων ἠδ᾽ Ἄλκιμος, οὕς ῥα μάλιστα |
κι ας είσαι ικέτης μου᾿ το θέλημα του Δία πατώντας έτσι.»
Είπε, κι ο γέροντας φοβήθηκε κι υπάκουσε στο λόγο.
Τότε ο Αχιλλέας σα λιόντας πήδηξε κι όξω απ᾿ την πόρτα εβγήκε,
όχι μονάχος του᾿ τον Άλκιμο πήρε μαζί του ακόμα
και τον αντρόκαρδο Αυτομέδοντα, τους δυο πιστούς συντρόφους,
που απ᾿ τον καιρό που έχάθη ο Πάτροκλος πιο απ᾿ όλους αγαπούσε.
Και πιάνουν τότε οι τρεις και τ᾿ άλογα ξεζεύουν και τις μούλες,
κι ως φέραν μέσα το βροντόφωνο του γέροντα διαλάλη,
να κάτσει σε σκαμνί τον έβαλαν κι από το στέριο κάρο
το βιος ξεφόρτωσαν το αρίφνητο, την ξαγορά του Εχτόρου'
|
575 |
τῖ᾽ Ἀχιλεὺς ἑτάρων μετὰ Πάτροκλόν γε θανόντα,
οἳ τόθ᾽ ὑπὸ ζυγόφιν λύον ἵππους ἡμιόνους τε,
ἐς δ᾽ ἄγαγον κήρυκα καλήτορα τοῖο γέροντος,
κὰδ δ᾽ ἐπὶ δίφρου εἷσαν· ἐϋξέστου δ᾽ ἀπ᾽ ἀπήνης
ᾕρεον Ἑκτορέης κεφαλῆς ἀπερείσι᾽ ἄποινα. |
580 |
κὰδ δ᾽ ἔλιπον δύο φάρε᾽ ἐΰννητόν τε χιτῶνα,
ὄφρα νέκυν πυκάσας δοίη οἶκον δὲ φέρεσθαι.
δμῳὰς δ᾽ ἐκκαλέσας λοῦσαι κέλετ᾽ ἀμφί τ᾽ ἀλεῖψαι
νόσφιν ἀειράσας, ὡς μὴ Πρίαμος ἴδοι υἱόν,
μὴ ὃ μὲν ἀχνυμένῃ κραδίῃ χόλον οὐκ ἐρύσαιτο |
κι αφήκαν μόνο ένα καλόφαντο πανί και δυο κιλίμια,
να 'ναι ο νεκρός, ως θα τον έπαιρναν να φύγουν, σκεπασμένος.
Μετά τις σκλάβες όξω εφώναξε και λέει να τον ασκώσουν
πέρα μακριά, κι αφού τον λούσουνε, να τον αλείψουν μύρα·
τι αλλιώς, το γιο του ο Πρίαμος βλέποντας, μπορούσε στον καημό του
ν᾿ αφήσει να ξεσπάσει η πίκρα του᾿ κι αν θύμωνε ο Αχιλλέας,
θα τον εσκότωνε, το θέλημα του Δία πατώντας έτσι.
Κι ως οι γυναίκες τον απόλουσαν και τον άλειψαν μύρα
και γύρα το χιτώνα του 'βαλαν και τ᾿ όμορφο κιλίμι,
πήρε ο Αχιλλέας και τον απίθωσε στο στρώμα πάνω ατός του, |
585 |
παῖδα ἰδών, Ἀχιλῆϊ δ᾽ ὀρινθείη φίλον ἦτορ,
καί ἑ κατακτείνειε, Διὸς δ᾽ ἀλίτηται ἐφετμάς.
τὸν δ᾽ ἐπεὶ οὖν δμῳαὶ λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ,
ἀμφὶ δέ μιν φᾶρος καλὸν βάλον ἠδὲ χιτῶνα,
αὐτὸς τόν γ᾽ Ἀχιλεὺς λεχέων ἐπέθηκεν ἀείρας, |
590 |
σὺν δ᾽ ἕταροι ἤειραν ἐϋξέστην ἐπ᾽ ἀπήνην.
ᾤμωξέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα, φίλον δ᾽ ὀνόμηνεν ἑταῖρον·
μή μοι Πάτροκλε σκυδμαινέμεν, αἴ κε πύθηαι
εἰν Ἄϊδός περ ἐὼν ὅτι Ἕκτορα δῖον ἔλυσα
πατρὶ φίλῳ, ἐπεὶ οὔ μοι ἀεικέα δῶκεν ἄποινα. |
κι οι σύντροφοι του τον εσήκωσαν στο τορνευτό καρότσι.
Τότε ο Αχιλλέας θρηνώντας έκραξε το σύντροφο του κι είπε:
« Μη μου χολιάζεις, όχι, Πάτροκλε, σα μάθεις και στον Άδη
το θείο τον Έχτορα πως λύτρωσα και δίνω πίσω᾿ τι όσα
μου 'δωσε ο κύρης του γι᾿ αντίμεμα του πεταμού δεν είναι.
Και συ απ᾿ αυτά θα πάρεις, έννοια σου, το μερτικό που πρέπει.»
Είπε ο Αχιλλέας ο αρχοντογέννητος, και στο καλύβι πίσω
μπαίνοντας κάθισε στ᾿ ωριόπλουμο θρονί, που πριν καθόταν,
στον τοίχο αντίκρα, κι έτσι εμίλησε στο γέροντα γυρνώντας:
«Ο γιος σου, Πρίαμε, πια λυτρώθηκε, το θέλημα σου εγίνη,
|
595 |
σοὶ δ᾽ αὖ ἐγὼ καὶ τῶνδ᾽ ἀποδάσσομαι ὅσσ᾽ ἐπέοικεν.
ἦ ῥα, καὶ ἐς κλισίην πάλιν ἤϊε δῖος Ἀχιλλεύς,
ἕζετο δ᾽ ἐν κλισμῷ πολυδαιδάλῳ ἔνθεν ἀνέστη
τοίχου τοῦ ἑτέρου, ποτὶ δὲ Πρίαμον φάτο μῦθον·
υἱὸς μὲν δή τοι λέλυται γέρον ὡς ἐκέλευες, |
600 |
κεῖται δ᾽ ἐν λεχέεσσ᾽· ἅμα δ᾽ ἠοῖ φαινομένηφιν
ὄψεαι αὐτὸς ἄγων· νῦν δὲ μνησώμεθα δόρπου.
καὶ γάρ τ᾽ ἠΰκομος Νιόβη ἐμνήσατο σίτου,
τῇ περ δώδεκα παῖδες ἐνὶ μεγάροισιν ὄλοντο
ἓξ μὲν θυγατέρες, ἓξ δ᾽ υἱέες ἡβώοντες. |
κι απά στο στρώμα τώρα κοίτεται᾿ θα τόνε ιδείς
κι ατός σου
ευτύς ως φέξει, κουβαλώντας τον᾿ καιρός για δείπνο τώρα.
Κι η Νιόβη ακόμα η καλοπλέξουδη στερνά να φάει θυμήθη,
που δώδεκα παιδιά της έχασε στο αρχοντικό της μέσα,
γιους έξι στον ανθό της νιότης τους και θυγατέρες έξι·
τους γιους ο Απόλλωνας τους σκότωσε με το αργυρό δοξάρι
θυμώνοντας της Νιόβης, κι η Άρτεμη τις κόρες η δοξεύτρα,
με τη Λητώ τη ροδομάγουλη καθώς συνεριζόταν,
τάχα παιδιά πολλά πως γέννησε, και δυο η Λητώ μονάχα'
όμως εκείνοι, δυο κι ας ήτανε, της τα σκότωσαν όλα. |
605 |
τοὺς μὲν Ἀπόλλων πέφνεν ἀπ᾽ ἀργυρέοιο βιοῖο
χωόμενος Νιόβῃ, τὰς δ᾽ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα,
οὕνεκ᾽ ἄρα Λητοῖ ἰσάσκετο καλλιπαρῄῳ·
φῆ δοιὼ τεκέειν, ἣ δ᾽ αὐτὴ γείνατο πολλούς·
τὼ δ᾽ ἄρα καὶ δοιώ περ ἐόντ᾽ ἀπὸ πάντας ὄλεσσαν. |
610 |
οἳ μὲν ἄρ᾽ ἐννῆμαρ κέατ᾽ ἐν φόνῳ, οὐδέ τις ἦεν
κατθάψαι, λαοὺς δὲ λίθους ποίησε Κρονίων·
τοὺς δ᾽ ἄρα τῇ δεκάτῃ θάψαν θεοὶ Οὐρανίωνες.
ἣ δ᾽ ἄρα σίτου μνήσατ᾽, ἐπεὶ κάμε δάκρυ χέουσα.
νῦν δέ που ἐν πέτρῃσιν ἐν οὔρεσιν οἰοπόλοισιν |
Μέρες εννιά κοιτόνταν στο αίμα τους, κι ουτ᾿
ένας δε βρισκόταν
για να τα θάψει᾿ τι είχε γύρω τους τον κόσμο ο Δίας πετρώσει.
Τέλος, στις δέκα απάνω, τα 'θαψαν οι αθάνατοι του Ολύμπου'
κι αύτη να κλαίει σαν πια κουράστηκε, στερνά να φάει θυμήθη.
Τώρα σε βράχια κάπου, ανάμεσα σε απάτητα φαράγγια,
στη Σίπυλο, που λεν πως διάλεξαν οι αθάνατες νεράιδες
να 'χουν λημέρι, και χορεύουνε στον Αχελώο τρογύρα,
κλωσάει τους πόνους τους θεόσταλτους, κι ας έχει γίνει πέτρα.
Ομπρός λοιπόν, σεβάσμιε γέροντα, κι εμείς να φάμε τώρα,
κι έχεις καιρό να κλάψεις έπειτα τον ακριβό το γιο σου, |
615 |
ἐν Σιπύλῳ, ὅθι φασὶ θεάων ἔμμεναι εὐνὰς
νυμφάων, αἵ τ᾽ ἀμφ᾽ Ἀχελώϊον ἐρρώσαντο,
ἔνθα λίθος περ ἐοῦσα θεῶν ἐκ κήδεα πέσσει.
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ καὶ νῶϊ μεδώμεθα δῖε γεραιὲ
σίτου· ἔπειτά κεν αὖτε φίλον παῖδα κλαίοισθα |
620 |
Ἴλιον εἰσαγαγών· πολυδάκρυτος δέ τοι ἔσται.
ἦ καὶ ἀναΐξας ὄϊν ἄργυφον ὠκὺς Ἀχιλλεὺς
σφάξ᾽· ἕταροι δ᾽ ἔδερόν τε καὶ ἄμφεπον εὖ κατὰ κόσμον,
μίστυλλόν τ᾽ ἄρ᾽ ἐπισταμένως πεῖράν τ᾽ ὀβελοῖσιν,
ὄπτησάν τε περιφραδέως, ἐρύσαντό τε πάντα. |
στο κάστρο ως θα τον μπάσεις᾿ κλάματα —αλλά στ᾿ αλήθεια αξίζει!»
Είπε ο Αχιλλέας, και σβέλτος πήδηξε, κι αρνί κάτασπρο σφάζει·
κι οι σύντροφοί του, ευτύς που το 'γδαραν, το γνοιάστηκαν ως πρέπει,
το λιάνισαν μετά και πέρασαν στις σούβλες τα κομμάτια,
κι ως στη φωτιά με τέχνη τα 'ψησαν, τ᾿ αποτραβήξαν όλα.
Τότε ο Αυτομέδοντας μες σε όμορφα πανέρια στο τραπέζι
ψωμί μοιράζει, κι ο πανέμνοστος γιος του Πηλέα το κρέας.
Κι έτσι πια εκείνοι ομπρός τους στα έτοιμα φαγιά τα χέρια άπλωσαν
και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
να καμαρώνει ο Πρίαμος άρχισε τον Αχιλλέα, θωρώντας
|
625 |
Αὐτομέδων δ᾽ ἄρα σῖτον ἑλὼν ἐπένειμε τραπέζῃ
καλοῖς ἐν κανέοισιν· ἀτὰρ κρέα νεῖμεν Ἀχιλλεύς.
οἳ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
ἤτοι Δαρδανίδης Πρίαμος θαύμαζ᾽ Ἀχιλῆα |
630 |
ὅσσος ἔην οἷός τε· θεοῖσι γὰρ ἄντα ἐῴκει·
αὐτὰρ ὃ Δαρδανίδην Πρίαμον θαύμαζεν Ἀχιλλεὺς
εἰσορόων ὄψίν τ᾽ ἀγαθὴν καὶ μῦθον ἀκούων.
αὐτὰρ ἐπεὶ τάρπησαν ἐς ἀλλήλους ὁρόωντες,
τὸν πρότερος προσέειπε γέρων Πρίαμος θεοειδής· |
πόσο τρανός φαινόταν κι όμορφος, με τους θεούς
παρόμοιος.
Ωστόσο κι ο Αχιλλέας καμάρωνε το γέροντα αντικρύ του,
το αρχοντικό του θώρι βλέποντας, το λόγο του γρικώντας.
Μα πια σα χόρτασαν θαμάζοντας ο ένας τον άλλο, πρώτος
Ο Πρίαμος πήρε ο θεοπρόσωπος κι αρχίνησε να λέει:
« Βάλε με τώρα, αρχοντογέννητε, να γείρω σε κλινάρι,
καιρό μη χάνεις, τον ολόγλυκο τον ύπνο να χαρούμε᾿
τι μάτι ακόμα εγώ δε σφάλιξα στα βλέφαρα από κάτω
από την ώρα που τα χέρια σου νεκρό το γιο μου έριξαν,
μον᾿ όλο κλαίω και τα φαρμάκια μου τα μύρια αναχαράζω, |
635 |
λέξον νῦν με τάχιστα διοτρεφές, ὄφρα καὶ ἤδη
ὕπνῳ ὕπο γλυκερῷ ταρπώμεθα κοιμηθέντες·
οὐ γάρ πω μύσαν ὄσσε ὑπὸ βλεφάροισιν ἐμοῖσιν
ἐξ οὗ σῇς ὑπὸ χερσὶν ἐμὸς πάϊς ὤλεσε θυμόν,
ἀλλ᾽ αἰεὶ στενάχω καὶ κήδεα μυρία πέσσω |
640 |
αὐλῆς ἐν χόρτοισι κυλινδόμενος κατὰ κόπρον.
νῦν δὴ καὶ σίτου πασάμην καὶ αἴθοπα οἶνον
λαυκανίης καθέηκα· πάρος γε μὲν οὔ τι πεπάσμην.
ἦ ῥ᾽, Ἀχιλεὺς δ᾽ ἑτάροισιν ἰδὲ δμῳῇσι κέλευσε
δέμνι᾽ ὑπ᾽ αἰθούσῃ θέμεναι καὶ ῥήγεα καλὰ |
μες στη φραγμένη αυλή μου ως κοίτουμαι, στη λάσπη κυλισμένος.
Μα τώρα και κρασί κατέβασα φλογάτο απ᾿ το λαιμό μου
και ψωμί γεύτηκα᾿ πρωτύτερα θροφή δεν είχα αγγίξει.»
Αυτά είπε, κι ο Αχιλλέας τους συντρόφους προστάζει και τις δούλες
στο σκεπαστό να στρώσουν γρήγορα, και βυσσινιά να βάλουν
ώρια στρωσίδια, κι από πάνω τους ν᾿ απλώσουν αντρομίδες,
κι ακόμα και σγουρές για σκέπασμα φλοκάτες από πάνω.
Κι εκείνες βγήκαν απ᾿ την κάμαρα με τα δαδιά στα χέρια,
και γρήγορα, με βιάση ως δούλευαν, τους στρώσαν δυο κλινάρια.
Τότε ο Αχιλλέας ο γοργοπόδαρος πειράζοντας τον είπε:
|
645 |
πορφύρε᾽ ἐμβαλέειν, στορέσαι τ᾽ ἐφύπερθε τάπητας,
χλαίνας τ᾽ ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι.
αἳ δ᾽ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι,
αἶψα δ᾽ ἄρα στόρεσαν δοιὼ λέχε᾽ ἐγκονέουσαι.
τὸν δ᾽ ἐπικερτομέων προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς· |
650 |
ἐκτὸς μὲν δὴ λέξο γέρον φίλε, μή τις Ἀχαιῶν
ἐνθάδ᾽ ἐπέλθῃσιν βουληφόρος, οἵ τέ μοι αἰεὶ
βουλὰς βουλεύουσι παρήμενοι, ἣ θέμις ἐστί·
τῶν εἴ τίς σε ἴδοιτο θοὴν διὰ νύκτα μέλαιναν,
αὐτίκ᾽ ἂν ἐξείποι Ἀγαμέμνονι ποιμένι λαῶν, |
«Γέροντα, απόξω τώρα πλάγιασε, κανείς τυχόν Αργίτης
μη φτάσει εδώ από τους πρωτόγερους, που κάθε τόσο έρχονται
μαζί να βουλευτούμε θέλοντας, σε αρχόντους ως ταιριάζει.
Κανείς τους αν σε ιδεί στην άφωτη, γοργή νυχτιά, να τρέξει
μπορεί, του ρήγα του Αγαμέμνονα μεμιάς να το προκάνει,
κι έτσι το γιο σου ως να λυτρώσουμε πολύς καιρός περάσει.
Μον᾿ έλα τώρα, δωσ᾿ μου απόκριση και πες την πάσα αλήθεια:
Σαν πόσες μέρες θες για του Έχτορα του αρχοντικού το ξόδι,
για να μην μπω κι εγώ στον πόλεμο και να κρατώ τ᾿ ασκέρι;»
Κι ο θεοπρόσωπος ο γέροντας του απηλογήθη τότε:
|
655 |
καί κεν ἀνάβλησις λύσιος νεκροῖο γένηται.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,
ποσσῆμαρ μέμονας κτερεϊζέμεν Ἕκτορα δῖον,
ὄφρα τέως αὐτός τε μένω καὶ λαὸν ἐρύκω.
τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα γέρων Πρίαμος θεοειδής· |
660 |
εἰ μὲν δή μ᾽ ἐθέλεις τελέσαι τάφον Ἕκτορι δίῳ,
ὧδέ κέ μοι ῥέζων Ἀχιλεῦ κεχαρισμένα θείης.
οἶσθα γὰρ ὡς κατὰ ἄστυ ἐέλμεθα, τηλόθι δ᾽ ὕλη
ἀξέμεν ἐξ ὄρεος, μάλα δὲ Τρῶες δεδίασιν.
ἐννῆμαρ μέν κ᾽ αὐτὸν ἐνὶ μεγάροις γοάοιμεν, |
«Αν να με αφήσεις θες τον Έχτορα τον αντρειανό να θάψω,
αυτό, Αχιλλέα, να κάνεις, κι άμετρη θα σου χρωστούσα χάρη:
Κλεισμένοι στο καστρί βρισκόμαστε, το ξέρεις, κι είναι αλάργα
τα ξύλα απ᾿ το βουνό ως να φέρουμε, κι οί Τρώες δειλιούν περίσσια.
Μέρες εννιά μες στο παλάτι μου θα τον μοιρολογούμε,
στις δέκα πάνω θα τον θάψουμε κι η μακαριά θα γένει,
μετά, στις έντεκα, από πάνω του θ᾿ ασκώσουμε μνημούρι,
και πια στις δώδεκα στον πόλεμο θα μπούμε, αν είναι ανάγκη.»
Και τότε ο αρχοντικός, γοργόποδος του μίλησε Αχιλλέας:
«Και τούτα θα σου γίνουν, γέροντα, καθώς τα θέλεις τώρα'
|
665 |
τῇ δεκάτῃ δέ κε θάπτοιμεν δαινῦτό τε λαός,
ἑνδεκάτῃ δέ κε τύμβον ἐπ᾽ αὐτῷ ποιήσαιμεν,
τῇ δὲ δυωδεκάτῃ πολεμίξομεν εἴ περ ἀνάγκη.
τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς·
ἔσται τοι καὶ ταῦτα γέρον Πρίαμ᾽ ὡς σὺ κελεύεις· |
670 |
σχήσω γὰρ πόλεμον τόσσον χρόνον ὅσσον ἄνωγας.
ὣς ἄρα φωνήσας ἐπὶ καρπῷ χεῖρα γέροντος
ἔλλαβε δεξιτερήν, μή πως δείσει᾽ ἐνὶ θυμῷ.
οἳ μὲν ἄρ᾽ ἐν προδόμῳ δόμου αὐτόθι κοιμήσαντο
κῆρυξ καὶ Πρίαμος πυκινὰ φρεσὶ μήδε᾽ ἔχοντες, |
θα ορίσω να σκολάσει ο πόλεμος όσον καιρό γυρεύεις.»
Αυτά είπε, κι έπιασε το γέροντα στο χέρι το δεξιό του,
πα στον αρμό, καμιά στα σπλάχνα του μην έχει πια τρομάρα.·
Έτσι σε λίγο στον αυλόγυρο κοιμόντουσαν εκείνοι,
ο γέρο Πρίαμος κι ο διαλάλης του, κι οι δυο τους μυαλωμένοι.
Κοιμόταν κι ο Αχιλλέας στο στέριο του μέσα βαθιά καλύβι,
και δίπλα του είχε η ροδομάγουλη ξαπλώσει Βρισοπούλα.
Οι άλλοι, θνητοί καστροπολέμαρχοι κι αθάνατοι, εκοιμόνταν
ολονυχτίς, απ᾿ τον ολόγλυκο τον ύπνο δαμασμένοι'
μονάχα τον Ερμή δεν έπιανε τον πρωτοκλέφτη ο γύπνος,
|
675 |
αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς εὗδε μυχῷ κλισίης ἐϋπήκτου·
τῷ δὲ Βρισηῒς παρελέξατο καλλιπάρῃος.
ἄλλοι μέν ῥα θεοί τε καὶ ἀνέρες ἱπποκορυσταὶ
εὗδον παννύχιοι μαλακῷ δεδμημένοι ὕπνῳ·
ἀλλ᾽ οὐχ Ἑρμείαν ἐριούνιον ὕπνος ἔμαρπτεν |
680 |
ὁρμαίνοντ᾽ ἀνὰ θυμὸν ὅπως Πρίαμον βασιλῆα
νηῶν ἐκπέμψειε λαθὼν ἱεροὺς πυλαωρούς.
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ὑπὲρ κεφαλῆς καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν·
ὦ γέρον οὔ νύ τι σοί γε μέλει κακόν, οἷον ἔθ᾽ εὕδεις
ἀνδράσιν ἐν δηΐοισιν, ἐπεί σ᾽ εἴασεν Ἀχιλλεύς. |
τι μες στο νου του στριφογύριζε το πως θα ξεμακρύνει
το βασιλιά τον Πρίαμο απ᾿ τ᾿ άρμενα, κρυφά απ᾿ τους θυροκράτες'
τρέχει και στέκεται από πάνω του κι αυτά του λέει τα λόγια:
« Κακό δε βάζει ο νους σου, γέροντα, κι έτσι κοιμάσαι ανέγνοιος
μες στους αντίμαχους, απείραχτο μια κι ο Αχιλλέας σ᾿ αφήκε.
Το γιο σου τώρα κι αν ελύτρωσες με τα πολλά σου δώρα,
όμως οι γιοι σου λέω που απόμειναν για τη ζωή σου εσένα
τριπλά θα δώσουν, ο Αγαμέμνονας, ο γιος του Ατρέα, σα μάθει
εδώ πως βρίσκεσαι, κι αντάμα του το μάθουν κι οι άλλοι Αργίτες.»
Είπε, κι ο γέροντας ετρόμαξε, και ξύπνησε τον κράχτη,
|
685 |
καὶ νῦν μὲν φίλον υἱὸν ἐλύσαο, πολλὰ δ᾽ ἔδωκας·
σεῖο δέ κε ζωοῦ καὶ τρὶς τόσα δοῖεν ἄποινα
παῖδες τοὶ μετόπισθε λελειμμένοι, αἴ κ᾽ Ἀγαμέμνων
γνώῃ σ᾽ Ἀτρεΐδης, γνώωσι δὲ πάντες Ἀχαιοί.
ὣς ἔφατ᾽, ἔδεισεν δ᾽ ὃ γέρων, κήρυκα δ᾽ ἀνίστη. |
690 |
τοῖσιν δ᾽ Ἑρμείας ζεῦξ᾽ ἵππους ἡμιόνους τε,
ῥίμφα δ᾽ ἄρ᾽ αὐτὸς ἔλαυνε κατὰ στρατόν, οὐδέ τις ἔγνω.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ πόρον ἷξον ἐϋρρεῖος ποταμοῖο
Ξάνθου δινήεντος, ὃν ἀθάνατος τέκετο Ζεύς,
Ἑρμείας μὲν ἔπειτ᾽ ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ὄλυμπον, |
κι ο Ερμής τις μούλες και τ᾿ αλόγατα τους ζεύει, και με βιάση ·
μέσα απ᾿ τ᾿ ασκέρι τους διαπέρασε, κι ουδέ ψυχή τους είδε.
Μα σύντας φτάσαν στου ωριορέματου του ποταμού το διάβα,
στου πολυστρόβιλου του Σκάμαντρου, που είχε γεννήσει ο Δίας,
ο Ερμής για τον τρανό τον Όλυμπο ξανακινάει και φεύγει.
Κι ως φάνη απά στη γης απλώνοντας η Αυγή η κροκομαντούσα,
εκείνοι προς το κάστρο τ᾿ άλογα με στεναγμούς και θρήνους
κεντούσαν το νεκρό τον έσερναν οι μούλες, και κανένας
πριν άλλος άντρας για ομορφόζωνη γυναίκα δεν τους είδε
εξόν απ᾿ τη Κασσάντρα, που έμοιαζε με τη χρυσή Αφροδίτη·
|
695 |
Ἠὼς δὲ κροκόπεπλος ἐκίδνατο πᾶσαν ἐπ᾽ αἶαν,
οἳ δ᾽ εἰς ἄστυ ἔλων οἰμωγῇ τε στοναχῇ τε
ἵππους, ἡμίονοι δὲ νέκυν φέρον. οὐδέ τις ἄλλος
ἔγνω πρόσθ᾽ ἀνδρῶν καλλιζώνων τε γυναικῶν,
ἀλλ᾽ ἄρα Κασσάνδρη ἰκέλη χρυσῇ Ἀφροδίτῃ |
700 |
Πέργαμον εἰσαναβᾶσα φίλον πατέρ᾽ εἰσενόησεν
ἑσταότ᾽ ἐν δίφρῳ, κήρυκά τε ἀστυβοώτην·
τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ἐφ᾽ ἡμιόνων ἴδε κείμενον ἐν λεχέεσσι·
κώκυσέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα γέγωνέ τε πᾶν κατὰ ἄστυ·
ὄψεσθε Τρῶες καὶ Τρῳάδες Ἕκτορ᾽ ἰόντες, |
τι ως είχε ανέβει απά στα Πέργαμα, στο αμάξι; ορθό να στέκει
τον ακριβό της κύρη εξέκρινε, μαζί και το διαλάλη.
Κι ως είδε το νεκρό να κοίτεται στο κάρο με τις μούλες,
σέρνει τρανή φωνή σκληρίζοντας σε όλο το κάστρο γύρα:
« Ελάτε, Τρώες και Τρωαδίτισσες, τον Έχτορα να ιδείτε,
που άλλες φορές αναγαλλιάζατε, σα γύριζε απ᾿ τη μάχη
γερός, τι αλήθεια κι ήταν σε όλους μας η πιο τρανή αναγάλλια!»
Αυτά είπε, και κανείς δεν έμεινε μήτε άντρας μες στο κάστρο
μήτε γυναίκα, τι ανεβάσταχτος τους έπνιγε όλους πόνος.
Στις πόρτες έσμιξαν το γέροντα, με το νεκρό που ερχόταν
|
705 |
εἴ ποτε καὶ ζώοντι μάχης ἐκνοστήσαντι
χαίρετ᾽, ἐπεὶ μέγα χάρμα πόλει τ᾽ ἦν παντί τε δήμῳ.
ὣς ἔφατ᾽, οὐδέ τις αὐτόθ᾽ ἐνὶ πτόλεϊ λίπετ᾽ ἀνὴρ
οὐδὲ γυνή· πάντας γὰρ ἀάσχετον ἵκετο πένθος·
ἀγχοῦ δὲ ξύμβληντο πυλάων νεκρὸν ἄγοντι. |
710 |
πρῶται τόν γ᾽ ἄλοχός τε φίλη καὶ πότνια μήτηρ
τιλλέσθην ἐπ᾽ ἄμαξαν ἐΰτροχον ἀΐξασαι
ἁπτόμεναι κεφαλῆς· κλαίων δ᾽ ἀμφίσταθ᾽ ὅμιλος.
καί νύ κε δὴ πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
Ἕκτορα δάκρυ χέοντες ὀδύροντο πρὸ πυλάων, |
κι απ᾿ όλους πρώτες η γυναίκα του κι η σεβαστή του η μάνα
συρομαδιούνταν στο καλότροχο χιμίζοντας καρότσι,
κι ανακρατούσαν το κεφάλι του, κι όλοι εθρηνούσαν γύρω.
Κι όλη τη μέρα αυτή θα δέρνουνταν, ως να βουτήξει ό γήλιος,
χύνοντας δάκρυα για τον Έχτορα στο καστροπόρτι απόξω,
αν απ᾿ το αμάξι απάνω ο γέροντας δε φώναζε στον κόσμο:
« Στις μούλες να διαβούν ανοίξετε! Και σαν τον κουβαλήσω
στο σπίτι μέσα, να χορτάσετε μπορείτε τότε θρήνο.»
Είπε, κι εκείνοι επαραμέρισαν, για να διαβεί τ᾿ αμάξι.
Κι αφού τον μπάσαν μες στο σπίτι του το ξακουστό, τον βαλαν
|
715 |
εἰ μὴ ἄρ᾽ ἐκ δίφροιο γέρων λαοῖσι μετηύδα·
εἴξατέ μοι οὐρεῦσι διελθέμεν· αὐτὰρ ἔπειτα
ἄσεσθε κλαυθμοῖο, ἐπὴν ἀγάγωμι δόμον δέ.
ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δὲ διέστησαν καὶ εἶξαν ἀπήνῃ.
οἳ δ᾽ ἐπεὶ εἰσάγαγον κλυτὰ δώματα, τὸν μὲν ἔπειτα |
720 |
τρητοῖς ἐν λεχέεσσι θέσαν, παρὰ δ᾽ εἷσαν ἀοιδοὺς
θρήνων ἐξάρχους, οἵ τε στονόεσσαν ἀοιδὴν
οἳ μὲν ἄρ᾽ ἐθρήνεον, ἐπὶ δὲ στενάχοντο γυναῖκες.
τῇσιν δ᾽ Ἀνδρομάχη λευκώλενος ἦρχε γόοιο
Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο κάρη μετὰ χερσὶν ἔχουσα· |
πα σε κλινάρι, και του αράδισαν τραγουδιστάδες
δίπλα,
το μοιρολόι που πρώτοι αρχίνιζαν, και το θλιφτό σκοπό τους
μοιρολογούσαν, κι αποκρίνουνταν με κλάματα οι γυναίκες.
Πρώτη η Αντρομάχη η χιονοβράχιονη κινάει το μοιρολόγι,
κρατώντας το κεφάλι του Έχτορα του αντροφονιά στα χέρια:
« Άντρα μου, εχάθης πα στα νιάτα σου, κι εμένα αφήνεις χήρα
στο σπίτι μέσα, κι είναι ανήλικο, μικρό παιδάκι ο γιος μας,
που οι δόλιοι, εσύ κι εγώ, γεννήσαμε, κι ουδέ που θα προφτάσει
να μας τρανέψει λέω᾿ πρωτύτερα συθέμελο το κάστρο
θα πατηθεί, τι αλήθεια εχάθηκες εσύ ο διαφεντευτής του, |
725 |
ἆνερ ἀπ᾽ αἰῶνος νέος ὤλεο, κὰδ δέ με χήρην
λείπεις ἐν μεγάροισι· πάϊς δ᾽ ἔτι νήπιος αὔτως
ὃν τέκομεν σύ τ᾽ ἐγώ τε δυσάμμοροι, οὐδέ μιν οἴω
ἥβην ἵξεσθαι· πρὶν γὰρ πόλις ἥδε κατ᾽ ἄκρης
πέρσεται· ἦ γὰρ ὄλωλας ἐπίσκοπος, ὅς τέ μιν αὐτὴν |
730 |
ῥύσκευ, ἔχες δ᾽ ἀλόχους κεδνὰς καὶ νήπια τέκνα,
αἳ δή τοι τάχα νηυσὶν ὀχήσονται γλαφυρῇσι,
καὶ μὲν ἐγὼ μετὰ τῇσι· σὺ δ᾽ αὖ τέκος ἢ ἐμοὶ αὐτῇ
ἕψεαι, ἔνθά κεν ἔργα ἀεικέα ἐργάζοιο
ἀθλεύων πρὸ ἄνακτος ἀμειλίχου, ἤ τις Ἀχαιῶν |
που τις σεμνές γυναίκες γλίτωνες και τα μωρά
παιδιά τους.
Σε λίγο τούτες μέσα στ᾿ άρμενα τα βαθουλά μισεύουν,
το ίδιο κι έγώ᾿ κι εσύ για αντάμα μου θα ταξιδέψεις, γιε μου,
κι εκεί να κάνεις θα σε βάζουνε δουλειές αταίριαστες σου,
μοχτώντας μπρος σε αφέντη ανήμερο, για θα σε αρπάξει κάποιος
απ᾿ τους Αργίτες, κι απ᾿ τους πύργους μας θα σε γκρεμίσει, αλί μου,
όλο θυμό, που ο μέγας Έχτορας του σκότωσε για αδέρφι·
για γιο για κύρη᾿ τι την άμετρη τη γη περίσσιοι Αργίτες
έχουν δαγκάσει κάτω απ᾿ του Έχτορα τα χέρια αλήθεια ως τώρα.
Δεν ήταν μαλακός ο κύρης σου στην άγρια μέσα μάχη· |
735 |
ῥίψει χειρὸς ἑλὼν ἀπὸ πύργου λυγρὸν ὄλεθρον
χωόμενος, ᾧ δή που ἀδελφεὸν ἔκτανεν Ἕκτωρ
ἢ πατέρ᾽ ἠὲ καὶ υἱόν, ἐπεὶ μάλα πολλοὶ Ἀχαιῶν
Ἕκτορος ἐν παλάμῃσιν ὀδὰξ ἕλον ἄσπετον οὖδας.
οὐ γὰρ μείλιχος ἔσκε πατὴρ τεὸς ἐν δαῒ λυγρῇ· |
740 |
τὼ καί μιν λαοὶ μὲν ὀδύρονται κατὰ ἄστυ,
ἀρητὸν δὲ τοκεῦσι γόον καὶ πένθος ἔθηκας
Ἕκτορ· ἐμοὶ δὲ μάλιστα λελείψεται ἄλγεα λυγρά.
οὐ γάρ μοι θνῄσκων λεχέων ἐκ χεῖρας ὄρεξας,
οὐδέ τί μοι εἶπες πυκινὸν ἔπος, οὗ τέ κεν αἰεὶ |
γι᾿ αυτό χτυπιέται ο κόσμος σύψυχος στο κάστρο τώρα ολούθε'
και στους γονιούς σου πένθος, Έχτορα, και κλάματα χαρίζεις,
όμως εμένα απ᾿ όλους πότισες το πιο πικρό φαρμάκι'
τι από το στρώμα σου πεθαίνοντας δε μου άπλωσες τα χέρια,,
κι ούτε καμιά απ᾿ το στόμα σου άκουσα παρηγοριάς κουβέντα,
μέρα και νύχτα εγώ στους θρήνους μου να την κρατώ στο νου μου!»
Τέτοια θρηνώντας έλεε, κι έκλαιγαν μαζί της κι οι γυναίκες.
Κι η Εκάβη αναμεσό τους κίνησε πικρό το μοιρολόγι:
« Έχτορα εσύ, που απ᾿ όλους πιότερο τους γιους μου σε αγαπούσα,
όσο μου εζούσες πριν, οι αθάνατοι σου 'χαν περίσσια αγάπη,
|
745 |
μεμνῄμην νύκτάς τε καὶ ἤματα δάκρυ χέουσα.
ὣς ἔφατο κλαίουσ᾽, ἐπὶ δὲ στενάχοντο γυναῖκες.
τῇσιν δ᾽ αὖθ᾽ Ἑκάβη ἁδινοῦ ἐξῆρχε γόοιο·
Ἕκτορ ἐμῷ θυμῷ πάντων πολὺ φίλτατε παίδων,
ἦ μέν μοι ζωός περ ἐὼν φίλος ἦσθα θεοῖσιν· |
750 |
οἳ δ᾽ ἄρα σεῦ κήδοντο καὶ ἐν θανάτοιό περ αἴσῃ.
ἄλλους μὲν γὰρ παῖδας ἐμοὺς πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεὺς
πέρνασχ᾽ ὅν τιν᾽ ἕλεσκε πέρην ἁλὸς ἀτρυγέτοιο,
ἐς Σάμον ἔς τ᾽ Ἴμβρον καὶ Λῆμνον ἀμιχθαλόεσσαν·
σεῦ δ᾽ ἐπεὶ ἐξέλετο ψυχὴν ταναήκεϊ χαλκῷ, |
όμως και τώρα λέω σε γνοιάστηκαν, κι ας είσαι
σκοτωμένος.
Τους άλλους ο Αχιλλέας ο γρήγορος σαν έπιανε τους γιους μου,
πέρα απ᾿ τη θάλασσα την άκαρπη στην Ίμπρο τους πουλούσε,
στη Σαμοθράκη, στην ολόισκιωτη, καταχνιασμένη Λήμνο.
Όμως εσένα σε θανάτωσε με το μακρύ κοντάρι,
κι όλο στο μνήμα γύρω σ᾿ έσουρνε του ακράνη του, που του 'χες
σκοτώσει εσύ᾿ μα κι έτσι ο Πάτροκλος δεν αναστήθηκε, όχι!
Και τώρα ολόδροσος στο σπίτι σου μου κοίτεσαι, πριν λίγο
σα να σκοτώθης, λες κι ο Απόλλωνας ο Ασημοδοξαράτος
με τις απόνετες σαγίτες του σ᾿ έχει απαλά σκοτώσει.» |
755 |
πολλὰ ῥυστάζεσκεν ἑοῦ περὶ σῆμ᾽ ἑτάροιο
Πατρόκλου, τὸν ἔπεφνες· ἀνέστησεν δέ μιν οὐδ᾽ ὧς.
νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ πρόσφατος ἐν μεγάροισι
κεῖσαι, τῷ ἴκελος ὅν τ᾽ ἀργυρότοξος Ἀπόλλων
οἷς ἀγανοῖσι βέλεσσιν ἐποιχόμενος κατέπεφνεν. |
760 |
ὣς ἔφατο κλαίουσα, γόον δ᾽ ἀλίαστον ὄρινε.
τῇσι δ᾽ ἔπειθ᾽ Ἑλένη τριτάτη ἐξῆρχε γόοιο·
Ἕκτορ ἐμῷ θυμῷ δαέρων πολὺ φίλτατε πάντων,
ἦ μέν μοι πόσις ἐστὶν Ἀλέξανδρος θεοειδής,
ὅς μ᾽ ἄγαγε Τροίηνδ᾽· ὡς πρὶν ὤφελλον ὀλέσθαι. |
Έτσι τον έκλαιε, κι όλοι γύρα της αλάγιαστα εθρηνούσαν.
Κι η Ελένη αναμεσό τους κίνησε στερνή το μοιρολόγι:
« Έχτορα εσύ, που απ᾿ τ᾿ αντραδέρφια μου πιο απ᾿ όλους αγαπούσα,
άντρας μου ο Πάρης ο πεντάμορφος λογιέται, που εδώ πέρα
μ᾿ έχει φερμένη—αχ και να πέθαινα πριν γίνουν όλα ετούτα!
Είκοσι χρόνια κιόλα εδιάβηκαν από τη μαύρη μέρα
που έφυγα εκείθε και παράτησα τη γη την πατρική μου,
κι όμως πικρό σου εγώ δεν άκουσα μήτε άσκημο σου λόγο·
κι άλλος τυχόν μαζί μου αν τα 'βαζε στο σπίτι—για κουνιάδα
για αντράδερφος για συννυφάδα μου μαθές ωριομαντούσα |
765 |
ἤδη γὰρ νῦν μοι τόδε εἰκοστὸν ἔτος ἐστὶν
ἐξ οὗ κεῖθεν ἔβην καὶ ἐμῆς ἀπελήλυθα πάτρης·
ἀλλ᾽ οὔ πω σεῦ ἄκουσα κακὸν ἔπος οὐδ᾽ ἀσύφηλον·
ἀλλ᾽ εἴ τίς με καὶ ἄλλος ἐνὶ μεγάροισιν ἐνίπτοι
δαέρων ἢ γαλόων ἢ εἰνατέρων εὐπέπλων, |
770 |
ἢ ἑκυρή, ἑκυρὸς δὲ πατὴρ ὣς ἤπιος αἰεί,
ἀλλὰ σὺ τὸν ἐπέεσσι παραιφάμενος κατέρυκες
σῇ τ᾽ ἀγανοφροσύνῃ καὶ σοῖς ἀγανοῖς ἐπέεσσι.
τὼ σέ θ᾽ ἅμα κλαίω καὶ ἔμ᾽ ἄμμορον ἀχνυμένη κῆρ·
οὐ γάρ τίς μοι ἔτ᾽ ἄλλος ἐνὶ Τροίῃ εὐρείῃ |
για η πεθερά (τι σαν πατέρας μου γλυκός ο πεθερός μου),
εσύ μιλώντας τον αμπόδιζες, του γύριζες τη γνώμη
με την περίσσια καλοσύνη σου, με τα γλυκά σου λόγια.
Γι᾿ αυτό και σένα τώρα αλάρωτα και μένα κλαίω την έρμη·
τι πια στην Τροία κανείς δεν έμεινε να θέλει το καλό μου,
μήτε να δείχνει μου συμπόνεση᾿ με σιχάθηκαν όλοι!»
Τέτοια θρηνώντας έλεε, κι έκλαιγε κι ο κόσμος όλος γύρα.
Και τότε ο γέρο Πρίαμος μίλησε γυρνώντας στο λαό του:
«Όμπρός οι Τρώες, να κουβαλήσετε στο κάστρο εδώ τα ξύλα,
και μη φοβάστε να σας στήσουνε κρυφό καρτέρι οι Αργίτες·
|
775 |
ἤπιος οὐδὲ φίλος, πάντες δέ με πεφρίκασιν.
ὣς ἔφατο κλαίουσ᾽, ἐπὶ δ᾽ ἔστενε δῆμος ἀπείρων.
λαοῖσιν δ᾽ ὃ γέρων Πρίαμος μετὰ μῦθον ἔειπεν·
ἄξετε νῦν Τρῶες ξύλα ἄστυ δέ, μὴ δέ τι θυμῷ
δείσητ᾽ Ἀργείων πυκινὸν λόχον· ἦ γὰρ Ἀχιλλεὺς |
780 |
πέμπων μ᾽ ὧδ᾽ ἐπέτελλε μελαινάων ἀπὸ νηῶν
μὴ πρὶν πημανέειν πρὶν δωδεκάτη μόλῃ ἠώς.
ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ὑπ᾽ ἀμάξῃσιν βόας ἡμιόνους τε
ζεύγνυσαν, αἶψα δ᾽ ἔπειτα πρὸ ἄστεος ἠγερέθοντο.
ἐννῆμαρ μὲν τοί γε ἀγίνεον ἄσπετον ὕλην· |
τι ως ο Αχιλλέας με ξεπροβόδιζεν από τα πλοία, μου το 'πε,
πριν ξημερώσουν μέρες δώδεκα πως δε θα μας χτυπήσουν.»
Είπε, κι εκείνοι ευτύς στα κάρα τους βόδια και μούλες ζεύουν,
και δίχως άργητα μαζεύουνται μετά μπροστά απ᾿ το κάστρο.
Μέρες εννιά περνούν, κι αρίφνητα φορτώματα σώριαζαν
κι όντας στις δέκα πάνω επρόβαλεν η Αυγή η λαμπροφωτούσα,
τον αντρειωμένο έβγαζαν Έχτορα με θρήνους, και στα ξύλα
ψηλά από πάνω τον απίθωσαν, κι ευτύς φωτιά του έβαλαν.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
τρογύρα απ᾿ την πυρά εμαζώχτηκαν του ξακουσμένου Εχτόρου
|
785 |
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ δεκάτη ἐφάνη φαεσίμβροτος ἠώς,
καὶ τότ᾽ ἄρ᾽ ἐξέφερον θρασὺν Ἕκτορα δάκρυ χέοντες,
ἐν δὲ πυρῇ ὑπάτῃ νεκρὸν θέσαν, ἐν δ᾽ ἔβαλον πῦρ.
ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
τῆμος ἄρ᾽ ἀμφὶ πυρὴν κλυτοῦ Ἕκτορος ἔγρετο λαός. |
790 |
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἤγερθεν ὁμηγερέες τ᾽ ἐγένοντο
πρῶτον μὲν κατὰ πυρκαϊὴν σβέσαν αἴθοπι οἴνῳ
πᾶσαν, ὁπόσσον ἐπέσχε πυρὸς μένος· αὐτὰρ ἔπειτα
ὀστέα λευκὰ λέγοντο κασίγνητοί θ᾽ ἕταροί τε
μυρόμενοι, θαλερὸν δὲ κατείβετο δάκρυ παρειῶν. |
ο κόσμος όλος· κι ως συνάχτηκαν κι όλοι μαζί
βρέθηκαν,
πήραν και σβήσαν με φλογόμαυρο κρασί τη θράκα πρώτα
από μιαν άκρη ως άλλη, ως που 'φτασε της πυρκαγιάς η λύσσα'
μετά μάζεψαν τ᾿ άσπρα κόκαλα τ᾿ άδέρφια κι οι συντρόφοι
θρηνώντας, κι έτρεχαν τα κλάματα στα μαγουλά τους βρύση.
Κι ως τα σύναξαν, σε κατάχρυση τα βαλαν μέσα θήκη,
με βυσσινί απαλό περίγυρα σκουτί σκεπάζοντας τα,
και σε ανοιγμένο λάκκο τα 'χωσαν με βιάση, κι από πάνω
με πέτρες κλειδωτές τον έστρωσαν μεγάλες πέρα ως πέρα'
και βιαστικά το χώμα εσώρωσαν, και γύρα έστησαν βάρδιες, |
795 |
καὶ τά γε χρυσείην ἐς λάρνακα θῆκαν ἑλόντες
πορφυρέοις πέπλοισι καλύψαντες μαλακοῖσιν.
αἶψα δ᾽ ἄρ᾽ ἐς κοίλην κάπετον θέσαν, αὐτὰρ ὕπερθε
πυκνοῖσιν λάεσσι κατεστόρεσαν μεγάλοισι·
ῥίμφα δὲ σῆμ᾽ ἔχεαν, περὶ δὲ σκοποὶ ἥατο πάντῃ, |
800 |
μὴ πρὶν ἐφορμηθεῖεν ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί.
χεύαντες δὲ τὸ σῆμα πάλιν κίον· αὐτὰρ ἔπειτα
εὖ συναγειρόμενοι δαίνυντ᾽ ἐρικυδέα δαῖτα
δώμασιν ἐν Πριάμοιο διοτρεφέος βασιλῆος.
ὣς οἵ γ᾽ ἀμφίεπον τάφον Ἕκτορος ἱπποδάμοιο. |
μην τύχει πριν και πέσουν πάνω τους οι Αργίτες οι αντρειωμένοι.
Κι ως πια ψηλά το χώμα εσώρωσαν, γυρνούν και φεύγουν πίσω'
μετά σε πλούσιες τάβλες έτρωγαν, με τάξη συναγμένοι,
μέσα στου Πριάμου, του τρισεύγενου ρηγάρχη, το παλάτι.
Έτσι τον έθαψαν τον Έχτορα, το γαύρο αλογομάχο.
|