-Ψ- | ὣς οἳ μὲν στενάχοντο κατὰ πτόλιν· αὐτὰρ Ἀχαιοὶ ἐπεὶ δὴ νῆάς τε καὶ Ἑλλήσποντον ἵκοντο, οἳ μὲν ἄρ᾽ ἐσκίδναντο ἑὴν ἐπὶ νῆα ἕκαστος, Μυρμιδόνας δ᾽ οὐκ εἴα ἀποσκίδνασθαι Ἀχιλλεύς, |
Έτσι στο κάστρο ετούτοι εμύρουνταν κι από την
άλλη οι Αργίτες, σύντας πια φτάσαν στον Ελλήσποντο και στα καράβια γύρω, οι άλλοι σκόρπισαν στα καράβια τους· οι Μυρμιδόνες μόνο δεν ήθελε ο Αχιλλέας ο αντρόκαρδος να σκορπιστούν ακόμα, κι έτσι μιλάει στους πολεμόχαρους συντρόφους του γυρνώντας: « Γοργαλογάδες Μυρμιδόνες μου, σύντροφοι μπιστεμένοι, κάτω απ᾿ τ᾿ αμάξια τα μονόνυχα να μην ξεζέψουμε άτια, μόνο ας θρηνήσουμε τον Πάτροκλο, με αλόγατα κι αμάξια ζυγώνοντας τον τι όσοι πέθαναν άλλη δε λάχαν χάρη. |
5 | ἀλλ᾽ ὅ γε οἷς ἑτάροισι φιλοπτολέμοισι μετηύδα· Μυρμιδόνες ταχύπωλοι ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι μὴ δή πω ὑπ᾽ ὄχεσφι λυώμεθα μώνυχας ἵππους, ἀλλ᾽ αὐτοῖς ἵπποισι καὶ ἅρμασιν ἆσσον ἰόντες Πάτροκλον κλαίωμεν· ὃ γὰρ γέρας ἐστὶ θανόντων. |
|
10 | αὐτὰρ ἐπεί κ᾽ ὀλοοῖο τεταρπώμεσθα γόοιο, ἵππους λυσάμενοι δορπήσομεν ἐνθάδε πάντες. ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ᾤμωξαν ἀολλέες, ἦρχε δ᾽ Ἀχιλλεύς. οἳ δὲ τρὶς περὶ νεκρὸν ἐΰτριχας ἤλασαν ἵππους μυρόμενοι· μετὰ δέ σφι Θέτις γόου ἵμερον ὦρσε. |
Και σύντας το πικρό το σύθρηνο θα 'χουμε πια χορτάσει, τ᾿ άτια θα λύσουμε, το δείπνο μας εδώ όλοι να γνοιαστούμε.» Είπε ο Αχιλλέας, και πρώτος κίνησε το θρήνο, κι οι άλλοι ακλούθουν, και τ᾿ άτια τρεις φορές κυκλόφεραν μπρος στο νεκρό με βόγγους, κι ήταν η Θέτη που συδαύλιζε του θρήνου τη λαχτάρα. Ή άμμο πλημμύριζε, πλημμύριζαν και των αντρών οι αρμάτες από τα δάκρυα, τι πολέμαρχο τέτοιο τρανό είχαν χάσει' και πρώτος ο Αχιλλέας εκίνησε πικρό το μοιρολόγι, τα χέρια τ᾿ αντροφόνα απλώνοντας στου ακράνη του τα στήθη: « Γεια και χαρά σου πάντα, Πάτροκλε, κι ας βρίσκεσαι στον Άδη! |
15 | δεύοντο ψάμαθοι, δεύοντο δὲ τεύχεα φωτῶν δάκρυσι· τοῖον γὰρ πόθεον μήστωρα φόβοιο. τοῖσι δὲ Πηλεΐδης ἁδινοῦ ἐξῆρχε γόοιο χεῖρας ἐπ᾽ ἀνδροφόνους θέμενος στήθεσσιν ἑταίρου· χαῖρέ μοι ὦ Πάτροκλε καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισι· ἦ |
|
20 | πάντα γὰρ ἤδη τοι τελέω τὰ πάροιθεν ὑπέστην Ἕκτορα δεῦρ᾽ ἐρύσας δώσειν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι, δώδεκα δὲ προπάροιθε πυρῆς ἀποδειροτομήσειν Τρώων ἀγλαὰ τέκνα σέθεν κταμένοιο χολωθείς. ἦ ῥα καὶ Ἕκτορα δῖον ἀεικέα μήδετο ἔργα |
Να που τελεύουν όσα σου 'ταξα πιο πριν, εδώ να σύρω, να ρίξω στα σκυλιά τον Έχτορα κι ωμό να τον σπαράξουν και δώδεκα τρανά αρχοντόπουλα μπροστά από την πυρά σου των Τρωών να σφάξω, τι μου εφρένιασε τα σπλάχνα ο σκοτωμός σου.» Αυτά είπε, και δουλειές αταίριαστες του Εχτόρου κάνει τότε' δίπλα στου Πάτροκλου τον ξάπλωσε την κλίνη, μες στη σκόνη, τ᾿ απίστομα. Κι εκείνοι ως τ᾿ άρματα τα χάλκινα γδύθηκαν, τ᾿ αστραποβόλα, λύνουν τ᾿ άλογα τα ψιλοχλιμιντρατα, και στου Αχιλλέα του φτεροπόδαρου πλάι το καράβι έκατσαν, αρίφνητοι᾿ κι αυτός τους έστρωνε τη μακαριά να φανέ. |
25 | πρηνέα πὰρ λεχέεσσι Μενοιτιάδαο τανύσσας ἐν κονίῃς· οἳ δ᾽ ἔντε᾽ ἀφωπλίζοντο ἕκαστος χάλκεα μαρμαίροντα, λύον δ᾽ ὑψηχέας ἵππους, κὰδ δ᾽ ἷζον παρὰ νηῒ ποδώκεος Αἰακίδαο μυρίοι· αὐτὰρ ὃ τοῖσι τάφον μενοεικέα δαίνυ. |
|
30 | πολλοὶ μὲν βόες ἀργοὶ ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι, πολλοὶ δ᾽ ὄϊες καὶ μηκάδες αἶγες· πολλοὶ δ᾽ ἀργιόδοντες ὕες θαλέθοντες ἀλοιφῇ εὑόμενοι τανύοντο διὰ φλογὸς Ἡφαίστοιο· πάντῃ δ᾽ ἀμφὶ νέκυν κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα. |
Πλήθος ταυριά τρογύρα εξάπλωναν, με το χαλκό σφαγμένα, στραφταλιστά, και πλήθος πρόβατα, πλήθος βελάστρες γίδες· πλήθος ακόμα χοίροι, που 'πλεχαν στο ξίγκι, ασπροδοντάτοι, καψαλίζονταν πάνω στου Ηφαίστου τη φλόγα τεντωμένοι· και γύρα απ᾿ το νεκρό ξεχύνουνταν σα βρυσικό το γαίμα. Κι ωστόσο τον τρανό, φτερόποδο γιο του Πηλέα μαζί τους παίρναν να παν στον Αγαμέμνονα των Αχαιών οι αρχόντοι, με πλήθιο κόπο, τι του ακράνη του τον επνιγεν ο πόνος. Κι ως στο καλύβι του Αγαμέμνονα φτάσαν μαζί, προστάζουν τους βροντερόφωνους διαλάληδες πα στη φωτιά να στήσουν |
35 | αὐτὰρ τόν γε ἄνακτα ποδώκεα Πηλεΐωνα εἰς Ἀγαμέμνονα δῖον ἄγον βασιλῆες Ἀχαιῶν σπουδῇ παρπεπιθόντες ἑταίρου χωόμενον κῆρ. οἳ δ᾽ ὅτε δὴ κλισίην Ἀγαμέμνονος ἷξον ἰόντες, αὐτίκα κηρύκεσσι λιγυφθόγγοισι κέλευσαν |
|
40 | ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν, εἰ πεπίθοιεν Πηλεΐδην λούσασθαι ἄπο βρότον αἱματόεντα. αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἠρνεῖτο στερεῶς, ἐπὶ δ᾽ ὅρκον ὄμοσσεν· οὐ μὰ Ζῆν᾽, ὅς τίς τε θεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος, οὐ θέμις ἐστὶ λοετρὰ καρήατος ἆσσον ἱκέσθαι |
ευτύς τρανό λεβέτι, τρίποδο, μπας κι ο Αχιλλέας
δεχόταν να λούσει το κορμί, ξεπλένοντας το ματωμένο λύθρο. Μ᾿ αυτός με πείσμα αρνιόταν, κι άμωσεν όρκο τρανόν ακόμα: «Μάρτυς μου ο Δίας, απ᾿ τους αθάνατους ο πιο τρανός κι ο κάλλιος, πρεπό δεν είναι το κεφάλι μου με το νερό να σμίξει, πριν βάλω στην πυρά τον Πάτροκλο και του σηκώσω μνήμα, και κόψω τα μαλλιά μου᾿ μέσα μου καημό σαν τούτον άλλο πια δε θα νιώσω, όσο θα χαίρομαι το φως του Απάνω Κόσμου. Μα τώρα ας κάτσουμε και το άχαρο τούτο ας γευτούμε δείπνο' και την αυγή ταχιά, Αγαμέμνονα ρηγάρχη, βγάλε διάτα |
45 | πρίν γ᾽ ἐνὶ Πάτροκλον θέμεναι πυρὶ σῆμά τε χεῦαι κείρασθαί τε κόμην, ἐπεὶ οὔ μ᾽ ἔτι δεύτερον ὧδε ἵξετ᾽ ἄχος κραδίην ὄφρα ζωοῖσι μετείω. ἀλλ᾽ ἤτοι νῦν μὲν στυγερῇ πειθώμεθα δαιτί· ἠῶθεν δ᾽ ὄτρυνον ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγάμεμνον |
|
50 | ὕλην τ᾽ ἀξέμεναι παρά τε σχεῖν ὅσσ᾽ ἐπιεικὲς νεκρὸν ἔχοντα νέεσθαι ὑπὸ ζόφον ἠερόεντα, ὄφρ᾽ ἤτοι τοῦτον μὲν ἐπιφλέγῃ ἀκάματον πῦρ θᾶσσον ἀπ᾽ ὀφθαλμῶν, λαοὶ δ᾽ ἐπὶ ἔργα τράπωνται. ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδὲ πίθοντο. |
να κουβαλήσουν ξύλα, δίνοντας κι ό,τι ταιριάζει ακόμα να 'χει ο νεκρός μαζί, στ᾿ ανήλιαγα σκοτάδια ως κατεβαίνει. Κι έτσι η φωτιά θα κάψει η αδάμαστη τούτον εδώ, απ᾿ τα μάτια να μας χαθεί, καί το άλλο ασκέρι μας θα σύρει στις δουλειές του.» Είπε, κι αυτοί, γρικώντας, πρόθυμα συνάκουσαν το λόγο, και κάθε συντροφιά σα σύνταξε γοργά το δείπνο, έκατσαν κι έτρωγαν, κι είχεν, ως εταίριαζε, καθείς το μερτικό του. Και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο, καθένας πήγε στο καλύβι του να στρώσει, να πλαγιάσει. Μόνο ο Αχιλλέας στης πολυφούρφουρης της θάλασσας την άκρα |
55 | ἐσσυμένως δ᾽ ἄρα δόρπον ἐφοπλίσσαντες ἕκαστοι δαίνυντ᾽, οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης. αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, οἳ μὲν κακκείοντες ἔβαν κλισίην δὲ ἕκαστος, Πηλεΐδης δ᾽ ἐπὶ θινὶ πολυφλοίσβοιο θαλάσσης |
|
60 | κεῖτο βαρὺ στενάχων πολέσιν μετὰ Μυρμιδόνεσσιν ἐν καθαρῷ, ὅθι κύματ᾽ ἐπ᾽ ἠϊόνος κλύζεσκον· εὖτε τὸν ὕπνος ἔμαρπτε λύων μελεδήματα θυμοῦ νήδυμος ἀμφιχυθείς· μάλα γὰρ κάμε φαίδιμα γυῖα Ἕκτορ᾽ ἐπαΐσσων προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν· |
στους πλήθιους μέσα Μυρμιδόνες του στενάζοντας
ξαπλώνει, σε πλάτωμα ανοιχτό, κει που 'σπαζε πα στο γιαλό το κύμα' κι ο ύπνος, γλυκός χυμένος γύρα του, τον πήρε, λύνοντας του τις έγνοιες της ψυχής, τι απόκαμε το σταλωτό κορμί του γύρω στην Τροία την ανεμόδαρτη στον Έχτορα χιμώντας. Κι ήρθε η ψυχή του δόλιου Πάτροκλου σιμά του, με τον ίδιο σε όλα του μοιάζοντας, στο ανάριμμα και στα πανώρια μάτια και στη φωνή, και φόραε πάνω της τα ρούχα τα δικά του' κι εστάθη πάνω απ᾿ το κεφάλι του κι αυτά του λέει τα λόγια: « Γιε του Πηλέα, κοιμάσαι ξέγνοιαστος, και μένα λησμονάς με! |
65 | ἦλθε δ᾽ ἐπὶ ψυχὴ Πατροκλῆος δειλοῖο πάντ᾽ αὐτῷ μέγεθός τε καὶ ὄμματα κάλ᾽ ἐϊκυῖα καὶ φωνήν, καὶ τοῖα περὶ χροῒ εἵματα ἕστο· στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ὑπὲρ κεφαλῆς καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν· εὕδεις, αὐτὰρ ἐμεῖο λελασμένος ἔπλευ Ἀχιλλεῦ. |
|
70 | οὐ μέν μευ ζώοντος ἀκήδεις, ἀλλὰ θανόντος· θάπτέ με ὅττι τάχιστα πύλας Ἀΐδαο περήσω. τῆλέ με εἴργουσι ψυχαὶ εἴδωλα καμόντων, οὐδέ μέ πω μίσγεσθαι ὑπὲρ ποταμοῖο ἐῶσιν, ἀλλ᾽ αὔτως ἀλάλημαι ἀν᾽ εὐρυπυλὲς Ἄϊδος δῶ. |
Όσο 'μουν ζωντανός, με φρόντιζες, νεκρό μ᾿ αφήνεις
τώρα. θαψ᾿ το κορμί μου δίχως άργητα, να μπω στον Κάτω Κόσμο' τα ψυχολόγια με αποδιώχνουνε, των πεθαμένων οι ίσκιοι' περνώντας το ποτάμι, αντάμα τους να σμίξω, δε μ᾿ αφήνουν, κι όξω απ᾿ τον Άδη τον πλατύπορτο του κάκου τριγυρίζω. Δωσ᾿ μου το χέρι τώρα, μ᾿ έπνιξεν ο θρήνος, τι απ᾿ τον Άδη πιά δε γυρνώ, σύντας θ᾿ ανάψετε φωτιά για να με κάφτε. Πια ζωντανοί μακριά απ᾿ τους συντρόφους τους ακριβούς οι δυο μας να βουλευτούμε δε θα κάτσουμε· τι εμένα με κατάπιε του Χάρου η μαύρη μοίρα, που 'λαχα την ώρα που γεννιόμουν. |
75 | καί μοι δὸς τὴν χεῖρ᾽· ὀλοφύρομαι, οὐ γὰρ ἔτ᾽ αὖτις νίσομαι ἐξ Ἀΐδαο, ἐπήν με πυρὸς λελάχητε. οὐ μὲν γὰρ ζωοί γε φίλων ἀπάνευθεν ἑταίρων βουλὰς ἑζόμενοι βουλεύσομεν, ἀλλ᾽ ἐμὲ μὲν κὴρ ἀμφέχανε στυγερή, ἥ περ λάχε γιγνόμενόν περ· |
|
80 | καὶ δὲ σοὶ αὐτῷ μοῖρα, θεοῖς ἐπιείκελ᾽ Ἀχιλλεῦ, τείχει ὕπο Τρώων εὐηφενέων ἀπολέσθαι. ἄλλο δέ τοι ἐρέω καὶ ἐφήσομαι αἴ κε πίθηαι· μὴ ἐμὰ σῶν ἀπάνευθε τιθήμεναι ὀστέ᾽ Ἀχιλλεῦ, ἀλλ᾽ ὁμοῦ ὡς ἐτράφημεν ἐν ὑμετέροισι δόμοισιν, |
Όμως και σένα η Μοίρα σου 'γραψε, θεόμοιαστε
Αχιλλέα, στων Τρωών το κάστρο των τρισεύγενων μπροστά να σ᾿ έβρει ο Χάρος. Μια πεθυμιά μου ακόμα θα 'λεγα, και κάνε τη, αν μ᾿ ακούσεις: Των δυο μας, Αχιλλέα, τα κόκαλα μη μας τα βάλουν χώρια· να μπουν μαζί, ως κι αναστηθήκαμε στο αρχοντικό σας μέσα, τότε ο Μενοίτιος που παιδόπουλο με πήρε απ᾿ την Οπούντα, μετά απ᾿ τον άγριο φόνο που 'καμα, και μ᾿ έφερε κοντά σας, τη μέρα εκείνη που, θυμώνοντας, το αγόρι του Αμφιδάμα αστόχαστα, άθελα μου εσκότωσα, σαν παίζαμε αστραγάλους. Έτσι με δέχτηκε ο αλογόχαρος Πηλέας στο αρχοντικό του, |
85 | εὖτέ με τυτθὸν ἐόντα Μενοίτιος ἐξ Ὀπόεντος ἤγαγεν ὑμέτερόνδ᾽ ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς, ἤματι τῷ ὅτε παῖδα κατέκτανον Ἀμφιδάμαντος νήπιος οὐκ ἐθέλων ἀμφ᾽ ἀστραγάλοισι χολωθείς· ἔνθά με δεξάμενος ἐν δώμασιν ἱππότα Πηλεὺς |
|
90 | ἔτραφέ τ᾽ ἐνδυκέως καὶ σὸν θεράποντ᾽ ὀνόμηνεν· ὣς δὲ καὶ ὀστέα νῶϊν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι χρύσεος ἀμφιφορεύς, τόν τοι πόρε πότνια μήτηρ. τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς· τίπτέ μοι ἠθείη κεφαλὴ δεῦρ᾽ εἰλήλουθας |
και σύντας γνοιαστικά με ανάστησε, με κάνει σύντροφο σου. Παρόμοια τώρα και τα κόκαλα των δυο μας ας σκεπάσει το ίδιο χρυσό σταμνί, που σου 'δωκεν η σεβαστή σου η μάνα.» Τότε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος του απηλογήθη κι είπε: « Φίλε ακριβέ, σαν τι να σ᾿ έσπρωξε κι ήρθες εδώ σε μένα, κι έτσι μιλάς και παραγγέλνεις μου το 'να και τ᾿ άλλο; Ωστόσο θα κάμω εγώ καθώς με αρμήνεψες και θα σε ακούσω σε όλα. Μα έλα κοντά μου, καν για μια στιγμή να σφιχταγκαλιαστούμε, κι αντάμα οι δυο μας τον ολόπικρο ν᾿ αποχαρούμε θρήνο!» Αυτά είπε, κι άπλωσε τα χέρια του, μα δεν τον έπιασε, όχι' |
95 | καί μοι ταῦτα ἕκαστ᾽ ἐπιτέλλεαι; αὐτὰρ ἐγώ τοι πάντα μάλ᾽ ἐκτελέω καὶ πείσομαι ὡς σὺ κελεύεις. ἀλλά μοι ἆσσον στῆθι· μίνυνθά περ ἀμφιβαλόντε ἀλλήλους ὀλοοῖο τεταρπώμεσθα γόοιο. ὣς ἄρα φωνήσας ὠρέξατο χερσὶ φίλῃσιν |
|
100 | οὐδ᾽ ἔλαβε· ψυχὴ δὲ κατὰ χθονὸς ἠΰτε καπνὸς ᾤχετο τετριγυῖα· ταφὼν δ᾽ ἀνόρουσεν Ἀχιλλεὺς χερσί τε συμπλατάγησεν, ἔπος δ᾽ ὀλοφυδνὸν ἔειπεν· ὢ πόποι ἦ ῥά τίς ἐστι καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισι ψυχὴ καὶ εἴδωλον, ἀτὰρ φρένες οὐκ ἔνι πάμπαν· |
τι κλαψουρίζοντας του εξέφυγε βαθιά η ψυχή στο χώμα, ίδια καπνός. Ορθός τινάχτηκε τότε ο Αχιλλέας χαμένος, τα χέρια εχτύπησε θαμάζοντας και τέτοια λέει θρηνώντας: «Ωχού μου, να λοιπόν που βρίσκεται και μες στον Άδη ακόμα ψυχή και διακαμός στον άνθρωπο, κι όμως ζωή καθόλου! τι όλη τη νύχτα αυτή του Πάτροκλου του δόλιου εδώ μπροστά μου στεκόταν η ψυχή και μύρουνταν πικρά θρηνολογώντας, και το 'να, τ᾿ άλλο μου παράγγελνε, και του 'μοιάζε περίσσια.» Αυτά μιλώντας σε όλους άσκωσε του θρήνου τη λαχτάρα· κλαίγαν ακόμα εκείνοι αλάρωτοι με το νεκρό στη μέση, |
105 | παννυχίη γάρ μοι Πατροκλῆος δειλοῖο ψυχὴ ἐφεστήκει γοόωσά τε μυρομένη τε, καί μοι ἕκαστ᾽ ἐπέτελλεν, ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ. ὣς φάτο, τοῖσι δὲ πᾶσιν ὑφ᾽ ἵμερον ὦρσε γόοιο· μυρομένοισι δὲ τοῖσι φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠὼς |
|
110 | ἀμφὶ νέκυν ἐλεεινόν. ἀτὰρ κρείων Ἀγαμέμνων οὐρῆάς τ᾽ ὄτρυνε καὶ ἀνέρας ἀξέμεν ὕλην πάντοθεν ἐκ κλισιῶν· ἐπὶ δ᾽ ἀνὴρ ἐσθλὸς ὀρώρει Μηριόνης θεράπων ἀγαπήνορος Ἰδομενῆος. οἳ δ᾽ ἴσαν ὑλοτόμους πελέκεας ἐν χερσὶν ἔχοντες |
η Αυγή σαν πήρε η ροδοδάχτυλη᾿ τότε προστάζει
ολούθε απ᾿ τις καλύβες ο Αγαμέμνονας ο ρήγας, μούλες κι άντρες να παν να φέρουν ξύλα᾿ κι έτρεχε κι ο αντρόκαρδος Μηριόνης, ο ακράνης ο πιστός του ατρόμητου του Ιδομενέα, μαζί τους. Κι αυτοί εκινούσαν, και καλόπλεχτα σκοινιά στα χέρια εκράτουν και κοφτερά τσεκούρια᾿ κι όδευαν μπροστά τους τα μουλάρια. Πήραν ανηφόρα, κατηφόρα κι ανάπλαγα και πλευρές, και σύντας φτάσαν στης πολύπηγης της Ίδας τα φαράγγια, με βιάση δρυς αψηλοφούντωτους αρχίνησαν να κόβουν με το χαλκό τον καλοτρόχιστο᾿ γκρεμίζουνταν τα δέντρα |
115 | σειράς τ᾽ εὐπλέκτους· πρὸ δ᾽ ἄρ᾽ οὐρῆες κίον αὐτῶν. πολλὰ δ᾽ ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ᾽ ἦλθον· ἀλλ᾽ ὅτε δὴ κνημοὺς προσέβαν πολυπίδακος Ἴδης, αὐτίκ᾽ ἄρα δρῦς ὑψικόμους ταναήκεϊ χαλκῷ τάμνον ἐπειγόμενοι· ταὶ δὲ μεγάλα κτυπέουσαι |
|
120 | πῖπτον· τὰς μὲν ἔπειτα διαπλήσσοντες Ἀχαιοὶ ἔκδεον ἡμιόνων· ταὶ δὲ χθόνα ποσσὶ δατεῦντο ἐλδόμεναι πεδίοιο διὰ ῥωπήϊα πυκνά. πάντες δ᾽ ὑλοτόμοι φιτροὺς φέρον· ὡς γὰρ ἀνώγει Μηριόνης θεράπων ἀγαπήνορος Ἰδομενῆος. |
με πάταχο τρανό· κι ως τα 'σκιζαν οι Αργίτες πελεκώντας, τα δέναν πίσω από τις μούλες τους· κι αυτές βαριά πατούσαν μες απ᾿ τα σύλλογγα διαβαίνοντας, να κατεβούν στον κάμπο. Κι όλοι οι λατόμοι εκράτουν κούτσουρα στους ώμους᾿ τέτοια διάτα είχε ο Μηριόνης βγάλει, ο σύντροφος του γαύρου Ιδομενέα. Και στο γιαλό αραδίς ξεφόρτωναν, κει που τρανό μνημούρι λογάριαζε ο Αχιλλέας του Πάτροκλου ν᾿ ασκώσει και δικό του. Και σύντας πια τρογύρα αρίφνητους κορμούς γραμμή αράδιασαν, κάθισαν όλοι τους προσμένοντας· τότε ο Αχιλλέας προστάζει δίχως ν᾿ αργούν οι πολεμόχαροι να ζέψουν Μυρμιδόνες |
125 | κὰδ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ ἀκτῆς βάλλον ἐπισχερώ, ἔνθ᾽ ἄρ᾽ Ἀχιλλεὺς φράσσατο Πατρόκλῳ μέγα ἠρίον ἠδὲ οἷ αὐτῷ. αὐτὰρ ἐπεὶ πάντῃ παρακάββαλον ἄσπετον ὕλην ἥατ᾽ ἄρ᾽ αὖθι μένοντες ἀολλέες. αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς αὐτίκα Μυρμιδόνεσσι φιλοπτολέμοισι κέλευσε |
|
130 | χαλκὸν ζώννυσθαι, ζεῦξαι δ᾽ ὑπ᾽ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους· οἳ δ᾽ ὄρνυντο καὶ ἐν τεύχεσσιν ἔδυνον, ἂν δ᾽ ἔβαν ἐν δίφροισι παραιβάται ἡνίοχοί τε, πρόσθε μὲν ἱππῆες, μετὰ δὲ νέφος εἵπετο πεζῶν μυρίοι· ἐν δὲ μέσοισι φέρον Πάτροκλον ἑταῖροι. |
τ᾿ άτια στ᾿ αμάξια, και τις χάλκινες αρμάτες να ζωστούνε. Κι αυτοί πετιούνται κι αρματώνουνται, μετά στ᾿ αμάξια πάνω με βιάση οι αμαξομάχοι επήδηξαν μαζί κι οι αμαξολάτες. Κινούν τ᾿ αμάξια ομπρός, και πίσω τους σα σύγνεφο η πεζούρα, χιλιάδες· και στη μέση οι σύντροφοι τον Πάτροκλο σήκωναν, με τα μαλλιά τους ολοσκέπαστο, που κόβαν και του ρίχναν. Κι αναβαστούσε το κεφάλι του πίσω ο Αχιλλέας θλιμμένος, τι για τον Άδη ξεπροβόδιζε τον άψεγό του ακράνη. Και σύντας πια στο μέρος έφτασαν που είπε ο Αχιλλέας, στο χώμα τον ακουμπούν, με βιάση αρχίζοντας τα ξύλα να στοιβάζουν. |
135 | θριξὶ δὲ πάντα νέκυν καταείνυσαν, ἃς ἐπέβαλλον κειρόμενοι· ὄπιθεν δὲ κάρη ἔχε δῖος Ἀχιλλεὺς ἀχνύμενος· ἕταρον γὰρ ἀμύμονα πέμπ᾽ Ἄϊδος δέ. οἳ δ᾽ ὅτε χῶρον ἵκανον ὅθί σφισι πέφραδ᾽ Ἀχιλλεὺς κάτθεσαν, αἶψα δέ οἱ μενοεικέα νήεον ὕλην. |
|
140 | ἔνθ᾽ αὖτ᾽ ἄλλ᾽ ἐνόησε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς· στὰς ἀπάνευθε πυρῆς ξανθὴν ἀπεκείρατο χαίτην, τήν ῥα Σπερχειῷ ποταμῷ τρέφε τηλεθόωσαν· ὀχθήσας δ᾽ ἄρα εἶπεν ἰδὼν ἐπὶ οἴνοπα πόντον· Σπερχεί᾽ ἄλλως σοί γε πατὴρ ἠρήσατο Πηλεὺς |
Τότε ο Αχιλλέας ο γοργοπόδαρος στοχάστηκε αλλά
πάλε· αλάργα απ᾿ την πυρά ετραβήχτηκε, και τα ξανθά του κόβει μαλλιά, που μακροπλόκαμα έθρεφε στου Σπερχειού τη χάρη, και με καημό μιλά αγναντεύοντας το πέλαο το κρασάτο: « Σπερχειέ, του κάκου αλήθεια σου 'ταξεν ο κύρης μου ο Πηλέας, στην ποθητή πατρίδα αν γύριζα κει πέρα, τα μαλλιά μου στη χάρη σου να κόψω, κάνοντας θυσία τρανή από πάνω: πενήντα κριάρια πλάι στους όχτους σου βαρβάτα να σου σφάξω, πα στις πηγές, οπού 'ναι το άλσος σου κι ο ευωδιαστός βωμός σου. Τέτοιαν ευκή είχε κάμει ο γέροντας, μα εσύ το ναι δεν το 'πες! |
145 | κεῖσέ με νοστήσαντα φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν σοί τε κόμην κερέειν ῥέξειν θ᾽ ἱερὴν ἑκατόμβην, πεντήκοντα δ᾽ ἔνορχα παρ᾽ αὐτόθι μῆλ᾽ ἱερεύσειν ἐς πηγάς, ὅθι τοι τέμενος βωμός τε θυήεις. ὣς ἠρᾶθ᾽ ὃ γέρων, σὺ δέ οἱ νόον οὐκ ἐτέλεσσας. |
|
150 | νῦν δ᾽ ἐπεὶ οὐ νέομαί γε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν Πατρόκλῳ ἥρωϊ κόμην ὀπάσαιμι φέρεσθαι. ὣς εἰπὼν ἐν χερσὶ κόμην ἑτάροιο φίλοιο θῆκεν, τοῖσι δὲ πᾶσιν ὑφ᾽ ἵμερον ὦρσε γόοιο. καί νύ κ᾽ ὀδυρομένοισιν ἔδυ φάος ἠελίοιο |
Τώρα που πίσω πια δεν έρχομαι στη γη την πατρική μου,, ας πάρει τα μαλλιά μου ο Πάτροκλος ο αντρόκαρδος μαζί του.» Είπε, και τα μαλλιά του απίθωσε μες στου ακριβού του ακράνη. τα χέρια, σε όλους ξεσηκώνοντας του θρήνου τη λαχτάρα. Κι εκεί μοιρολογώντας θα ΄μεναν ως να βουτήξει ο γήλιος, αν ο Αχιλλέας στον Αγαμέμνονα σιμάθε δέ μιλούσε: « Εσένα, γιε του Ατρέα, τι Αργίτικο το ασκέρι πάνω απ᾿ όλους πιο πρόθυμα γρικά᾿ το κλάμα τους καιρός να σταματήσει. Απ᾿ την πυρά να φύγουν πρόσταξε και να γνοιαστούν το γιόμα, καί τούτα εμείς θα τα φροντίσουμε, που το νεκρό αγαπούμε |
155 | εἰ μὴ Ἀχιλλεὺς αἶψ᾽ Ἀγαμέμνονι εἶπε παραστάς· Ἀτρεΐδη, σοὶ γάρ τε μάλιστά γε λαὸς Ἀχαιῶν πείσονται μύθοισι, γόοιο μὲν ἔστι καὶ ἆσαι, νῦν δ᾽ ἀπὸ πυρκαϊῆς σκέδασον καὶ δεῖπνον ἄνωχθι ὅπλεσθαι· τάδε δ᾽ ἀμφὶ πονησόμεθ᾽ οἷσι μάλιστα |
|
160 | κήδεός ἐστι νέκυς· παρὰ δ᾽ οἵ τ᾽ ἀγοὶ ἄμμι μενόντων. αὐτὰρ ἐπεὶ τό γ᾽ ἄκουσεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων, αὐτίκα λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας ἐΐσας, κηδεμόνες δὲ παρ᾽ αὖθι μένον καὶ νήεον ὕλην, ποίησαν δὲ πυρὴν ἑκατόμπεδον ἔνθα καὶ ἔνθα, |
πιότερο απ᾿ όλους μ᾿ ας καθίσουνε μαζί μας κι οι ρηγάδες.» Κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας, το λόγο του γρικώντας, γοργά σκορπάει στα καλοζύγιάστα. καράβια όλο τ᾿ ασκέρι. Κι όσοι είχανε την έγνοια απόμειναν και σώριαζαν τα ξύλα. Πυρά, μάκρος καί φάρδος, σήκωσαν ως εκατό ποδάρια· και βαλαν το νεκρό κατάκορφα με πικραμένα σπλάχνα. Στεφανοκέρατα, στριφτόζαλα πλήθος έγδερναν βόδια, κι αρνιά παχιά, κι ως τα συγύρισαν μπρος στην πυρά, τους παίρνει το πάχος ο Αχιλλέας ο αντρόψυχος, και το νεκρό σκεπάζει κεφάλι ως πόδια, και τρογύρα του στοιβάζει τα κορμιά τους. |
165 | ἐν δὲ πυρῇ ὑπάτῃ νεκρὸν θέσαν ἀχνύμενοι κῆρ. πολλὰ δὲ ἴφια μῆλα καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς πρόσθε πυρῆς ἔδερόν τε καὶ ἄμφεπον· ἐκ δ᾽ ἄρα πάντων δημὸν ἑλὼν ἐκάλυψε νέκυν μεγάθυμος Ἀχιλλεὺς ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, περὶ δὲ δρατὰ σώματα νήει. |
|
170 | ἐν δ᾽ ἐτίθει μέλιτος καὶ ἀλείφατος ἀμφιφορῆας πρὸς λέχεα κλίνων· πίσυρας δ᾽ ἐριαύχενας ἵππους ἐσσυμένως ἐνέβαλλε πυρῇ μεγάλα στεναχίζων. ἐννέα τῷ γε ἄνακτι τραπεζῆες κύνες ἦσαν, καὶ μὲν τῶν ἐνέβαλλε πυρῇ δύο δειροτομήσας, |
Σταμνιά γεμάτα μέλι κι άλειμμα στοιβάζει ακόμα
δίπλα στο νεκροκρέβατό του, κι έριξε μες στην πυρά με βιάση τέσσερα αλόγατα αψηλόλαιμα, βαριά θρηνολογώντας. Κι από τα εννιά σκυλιά που εθρέφουνταν στου ρήγα το τραπέζι παίρνει διαλέγει δυο, κι ως τα 'σφάξε, μες στην πυρά τα ρίχνει, μαζί τα δώδεκα αρχοντόπουλα των Τρωών των αντρειωμένων, σφαγμένα απ᾿ το χαλκό του, κι έβραζαν τα φρένα του απ᾿ το φόνο. Κι ως έβαλε φωτιά ακατάλυτη στα ξύλα να φουντώσουν, σέρνει φωνή κι ανακαλέστηκε τον γκαρδιακό του ακράνη: «Γεια και χαρά σου πάντα, Πάτροκλε, κι ας βρίσκεσαι στον Άδη! |
175 | δώδεκα δὲ Τρώων μεγαθύμων υἱέας ἐσθλοὺς χαλκῷ δηϊόων· κακὰ δὲ φρεσὶ μήδετο ἔργα· ἐν δὲ πυρὸς μένος ἧκε σιδήρεον ὄφρα νέμοιτο. ᾤμωξέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα, φίλον δ᾽ ὀνόμηνεν ἑταῖρον· χαῖρέ μοι ὦ Πάτροκλε καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισι· |
|
180 | πάντα γὰρ ἤδη τοι τελέω τὰ πάροιθεν ὑπέστην, δώδεκα μὲν Τρώων μεγαθύμων υἱέας ἐσθλοὺς τοὺς ἅμα σοὶ πάντας πῦρ ἐσθίει· Ἕκτορα δ᾽ οὔ τι δώσω Πριαμίδην πυρὶ δαπτέμεν, ἀλλὰ κύνεσσιν. ὣς φάτ᾽ ἀπειλήσας· τὸν δ᾽ οὐ κύνες ἀμφεπένοντο, |
Να που τελεύουν όσα σου 'ταξα πιο πριν των Τρωών των γαύρων δώδεκα γιοί, τρανά αρχοντόπουλα, σε συντροφεύουν τώρα, κι όλα τα τρώει η φωτιά· τον Έχτορα, το γιο του Πρίαμου, μόνο δε θα τον φάει η φωτιά· τον φύλαξα για να τον φαν οι σκύλοι!» Έτσι μιλούσε φοβερίζοντας· μα οι σκύλοι δε ζύγωναν, τι είχε την έγνοια και του απόδιωχνε τους σκύλους η Αφροδίτη μέρα και νύχτα, και με αθάνατο ροδόλαδο άλειφε τον, μην ξεγδαρθεί, ως θα τον βωλόσουρνε στο χώμα δώθε κείθε. Κι ο Απόλλωνας ο Φοίβος πάνω του κρεμάει ψηλά απ᾿ τα ουράνια στη γη βαθύ, γαλάζιο σύγνεφο, κι όλο τον τόπο ισκιώνει, |
185 | ἀλλὰ κύνας μὲν ἄλαλκε Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη ἤματα καὶ νύκτας, ῥοδόεντι δὲ χρῖεν ἐλαίῳ ἀμβροσίῳ, ἵνα μή μιν ἀποδρύφοι ἑλκυστάζων. τῷ δ᾽ ἐπὶ κυάνεον νέφος ἤγαγε Φοῖβος Ἀπόλλων οὐρανόθεν πεδίον δέ, κάλυψε δὲ χῶρον ἅπαντα |
|
190 | ὅσσον ἐπεῖχε νέκυς, μὴ πρὶν μένος ἠελίοιο σκήλει᾽ ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν. οὐδὲ πυρὴ Πατρόκλου ἐκαίετο τεθνηῶτος· ἔνθ᾽ αὖτ᾽ ἀλλ᾽ ἐνόησε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς· στὰς ἀπάνευθε πυρῆς δοιοῖς ἠρᾶτ᾽ ἀνέμοισι |
όσο ο νεκρός κρατούσε, η δύναμη του γήλιου μην προφτάξει γύρα απ᾿ τα νεύρα κι απ᾿ τις σάρκες του το δέρμα να ξεράνει. Ωστόσο του νεκρού του Πάτροκλου δε φούντωνεν η φλόγα. Τότε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος στοχάστηκε άλλα πάλε' πιο πέρα απ᾿ τη φωτιά τραβήχτηκε κι ευκιόταν στους Ανέμους, Βοριά και Ζέφυρο, περίτρανες θυσίες προσφέρνοντάς τους· κι απ᾿ τη χρυσή του κούπα κάνοντας πλήθιες σπονδές, να φτάσουν τους παρακάλαε να φυσήξουνε, τα ξύλα να κορώσουν, και τους νεκρούς να κάψουν γρήγορα. Κι η φτεροπόδαρη Ίρη τρέχει γρικώντας τον στους Άνεμους το μήνυμα να φέρει. |
195 | Βορέῃ καὶ Ζεφύρῳ, καὶ ὑπίσχετο ἱερὰ καλά· πολλὰ δὲ καὶ σπένδων χρυσέῳ δέπαϊ λιτάνευεν ἐλθέμεν, ὄφρα τάχιστα πυρὶ φλεγεθοίατο νεκροί, ὕλη τε σεύαιτο καήμεναι. ὦκα δὲ Ἶρις ἀράων ἀΐουσα μετάγγελος ἦλθ᾽ ἀνέμοισιν. |
|
200 | οἳ μὲν ἄρα Ζεφύροιο δυσαέος ἀθρόοι ἔνδον εἰλαπίνην δαίνυντο· θέουσα δὲ Ἶρις ἐπέστη βηλῷ ἔπι λιθέῳ· τοὶ δ᾽ ὡς ἴδον ὀφθαλμοῖσι πάντες ἀνήϊξαν, κάλεόν τέ μιν εἰς ἓ ἕκαστος· ἣ δ᾽ αὖθ᾽ ἕζεσθαι μὲν ἀνήνατο, εἶπε δὲ μῦθον· |
Κι αυτοί στου ανταριασμένου Ζέφυρου κάθονταν
το τραπέζι και ξεφάντωναν όλοι᾿ τρέχοντας η Ίριδα εστάθη τότε στο πέτρινο κατώφλι· κι οι Άνεμοι, μόλις την είδαν, όλοι πετιούνται απάνω, κι ο καθένας τους την έκραζε κοντά του. Μα να καθίσει αυτή δεν ήθελε, μον᾿ έτσι τους μιλούσε: « Δεν κάθουμαι᾿ να γύρω βιάζουμαι στου Ωκεανού το ρέμα, εκεί που οι Αιθίοπες στους αθάνατους τρανές θυσίες προσφέρνουν, να πάρω απ᾿ τα σφαχτά τ᾿ άγιάτικα κι εγώ το μερτικό μου. Μα το Βοριά και το στριγγόλαλο το Ζέφυρο ο Αχιλλέας παρακαλάει να 'ρθουν, κι ατίμητες, τρανές θυσίες σας τάζει, |
205 | οὐχ ἕδος· εἶμι γὰρ αὖτις ἐπ᾽ Ὠκεανοῖο ῥέεθρα Αἰθιόπων ἐς γαῖαν, ὅθι ῥέζουσ᾽ ἑκατόμβας ἀθανάτοις, ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν. ἀλλ᾽ Ἀχιλεὺς Βορέην ἠδὲ Ζέφυρον κελαδεινὸν ἐλθεῖν ἀρᾶται, καὶ ὑπίσχεται ἱερὰ καλά, |
|
210 | ὄφρα πυρὴν ὄρσητε καήμεναι, ᾗ ἔνι κεῖται Πάτροκλος, τὸν πάντες ἀναστενάχουσιν Ἀχαιοί. ἣ μὲν ἄρ᾽ ὣς εἰποῦσ᾽ ἀπεβήσετο, τοὶ δ᾽ ὀρέοντο ἠχῇ θεσπεσίῃ νέφεα κλονέοντε πάροιθεν. αἶψα δὲ πόντον ἵκανον ἀήμεναι, ὦρτο δὲ κῦμα |
τα ξύλα στην πυρά ν᾿ ανάψετε, που απάνω τους ξαπλώνει νεκρός ο Πάτροκλος, και μύρουνται γι᾿ αυτόν οι Αργίτες όλοι.» Ως είπε τούτα, φεύγει τρέχοντας· κι εκείνοι ετινάχτηκαν με άγριον αχό, κι ομπρός τους έδιωχναν κοπαδιαστά τα νέφη. Φυσώντας χύθηκαν στο πέλαγο, κι ασκώνουνταν το κύμα στο σουριχτό τους φυσομάνημα᾿ στην Τροία σα φτάσαν τέλος, χιμούν στα ξύλα, κι άγρια ασκώθηκε φωτιά τριζοκοπώντας. Τη φλόγα της πυράς λαμπάδιαζαν ολονυχτίς οι δυο τους φυσώντας με βουή᾿ διπλόγουβη κρατώντας κι ο Αχιλλέας μια κούπα ολονυχτίς ανάσερνεν από χρυσό κροντήρι |
215 | πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ· Τροίην δ᾽ ἐρίβωλον ἱκέσθην, ἐν δὲ πυρῇ πεσέτην, μέγα δ᾽ ἴαχε θεσπιδαὲς πῦρ. παννύχιοι δ᾽ ἄρα τοί γε πυρῆς ἄμυδις φλόγ᾽ ἔβαλλον φυσῶντες λιγέως· ὃ δὲ πάννυχος ὠκὺς Ἀχιλλεὺς χρυσέου ἐκ κρητῆρος ἑλὼν δέπας ἀμφικύπελλον |
|
220 | οἶνον ἀφυσσόμενος χαμάδις χέε, δεῦε δὲ γαῖαν ψυχὴν κικλήσκων Πατροκλῆος δειλοῖο. ὡς δὲ πατὴρ οὗ παιδὸς ὀδύρεται ὀστέα καίων νυμφίου, ὅς τε θανὼν δειλοὺς ἀκάχησε τοκῆας, ὣς Ἀχιλεὺς ἑτάροιο ὀδύρετο ὀστέα καίων, |
κρασί, κι απά στη γη το στάλαζε και μούσκευε το χώμα. κι όλο και την ψυχή του Πάτροκλου του δόλιου ανακαλιόταν. Πώς μύρεται πατέρας, καίγοντας τα κόκαλα του γιου του, που ως νιόγαμπρος πεθαίνει, εστιάραξε τους άμοιρους γονιούς του' όμοια ο Αχιλλέας βαριαστενάζοντας στις φλόγες πλάι σουρνόταν και του ακριβού του ακράνη καίγοντας τα κόκαλα εθρηνούσε. Το αστέρι της αυγής επρόβαινε το φως στη γη μηνώντας, και πίσω η χαραυγή η κροκόπεπλη στη θάλασσα απλωνόταν, και τότε, πια η φωτιά εμαράθηκε, χαμήλωσε κι η φλόγα, κι οι Ανέμοι πίσω στο παλάτι τους κίνησαν να διαγύρουν |
225 | ἑρπύζων παρὰ πυρκαϊὴν ἁδινὰ στεναχίζων. ἦμος δ᾽ ἑωσφόρος εἶσι φόως ἐρέων ἐπὶ γαῖαν, ὅν τε μέτα κροκόπεπλος ὑπεὶρ ἅλα κίδναται ἠώς, τῆμος πυρκαϊὴ ἐμαραίνετο, παύσατο δὲ φλόξ. οἳ δ᾽ ἄνεμοι πάλιν αὖτις ἔβαν οἶκον δὲ νέεσθαι |
|
230 | Θρηΐκιον κατὰ πόντον· ὃ δ᾽ ἔστενεν οἴδματι θύων. Πηλεΐδης δ᾽ ἀπὸ πυρκαϊῆς ἑτέρωσε λιασθεὶς κλίνθη κεκμηώς, ἐπὶ δὲ γλυκὺς ὕπνος ὄρουσεν· οἳ δ᾽ ἀμφ᾽ Ἀτρεΐωνα ἀολλέες ἠγερέθοντο· τῶν μιν ἐπερχομένων ὅμαδος καὶ δοῦπος ἔγειρεν, |
μέσα απ᾿ το πέλαο το θρακιώτικο, που θεριεύε
βογγώντας. Τότε ο Αχιλλέας μονάχα εμάκρυνεν απ᾿ την πυρά, και γέρνει αποσταμένος· κι ήρθε ολόγλυκος ο γύπνος και τον πήρε. Μα όπως μαζί οι ρηγάδες άρχισαν στο γιο του Ατρέα τρογύρα να φτάνουν, ξύπνησε απ᾿ το σούσουρο κι από το ποδοβόλι' πετάχτη απάνω κι ανακάθισε, κι αυτά τους λέει τα λόγια: « Υγιέ του Ατρέα και σεις οι επίλοιποι των Αχαιών αρχόντοι, πάρτε και σβηστέ με φλογόμαυρο κρασί τη θράκα πρώτα, από μιαν άκρη ως άλλη, ως που 'φτάσε της πυρκαγιάς η λύσσα' μετά ας μαζέψουμε τα κόκαλα, καλά διαλέγοντας τα, |
235 | ἕζετο δ᾽ ὀρθωθεὶς καί σφεας πρὸς μῦθον ἔειπεν· Ἀτρεΐδη τε καὶ ἄλλοι ἀριστῆες Παναχαιῶν, πρῶτον μὲν κατὰ πυρκαϊὴν σβέσατ᾽ αἴθοπι οἴνῳ πᾶσαν, ὁπόσσον ἐπέσχε πυρὸς μένος· αὐτὰρ ἔπειτα ὀστέα Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο λέγωμεν |
|
240 | εὖ διαγιγνώσκοντες· ἀριφραδέα δὲ τέτυκται· ἐν μέσσῃ γὰρ ἔκειτο πυρῇ, τοὶ δ᾽ ἄλλοι ἄνευθεν ἐσχατιῇ καίοντ᾽ ἐπιμὶξ ἵπποι τε καὶ ἄνδρες. καὶ τὰ μὲν ἐν χρυσέῃ φιάλῃ καὶ δίπλακι δημῷ θείομεν, εἰς ὅ κεν αὐτὸς ἐγὼν Ἄϊδι κεύθωμαι. |
του Πάτροκλου᾿ δεν είναι δύσκολο πολύ να ξεχωρίσουν' τι στης πυράς τη μέση εκοίτουνταν, κι οι άλλοι εκαιγόνταν χώρια, στις άκρες άκρες, αξεχώριστα, κι άλόγατα κι ανθρώποι. Κι ας του τα βάλουμε σε ολόχρυσο μετά σταμνί, σε ξίγκι μέσα διπλό, ως να 'ρθει κι η αράδα μου να κατεβώ στον Άδη. Όμως το μνήμα του δε θα 'λεγα πολύ τρανό να γένει, μονάχα τόσο όσο ταιριάζει του· κι έπειτα σεις οι Αργίτες φαρδύνετέ το κι αψηλώστε το σα λείψω εγώ, και πίσω θα 'χετε μείνει στα πολύκουπα καράβια εσείς τρογύρα.» Είπε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος, κι αυτοί του άκουσαν όλοι" |
245 | τύμβον δ᾽ οὐ μάλα πολλὸν ἐγὼ πονέεσθαι ἄνωγα, ἀλλ᾽ ἐπιεικέα τοῖον· ἔπειτα δὲ καὶ τὸν Ἀχαιοὶ εὐρύν θ᾽ ὑψηλόν τε τιθήμεναι, οἵ κεν ἐμεῖο δεύτεροι ἐν νήεσσι πολυκλήϊσι λίπησθε. ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ἐπίθοντο ποδώκεϊ Πηλεΐωνι. |
|
250 | πρῶτον μὲν κατὰ πυρκαϊὴν σβέσαν αἴθοπι οἴνῳ ὅσσον ἐπὶ φλὸξ ἦλθε, βαθεῖα δὲ κάππεσε τέφρη· κλαίοντες δ᾽ ἑτάροιο ἐνηέος ὀστέα λευκὰ ἄλλεγον ἐς χρυσέην φιάλην καὶ δίπλακα δημόν, ἐν κλισίῃσι δὲ θέντες ἑανῷ λιτὶ κάλυψαν· |
πήραν και σβήσαν με φλογόμαυρο κρασί τη θράκα
πρώτα, ως που 'χε φτάσει η φλόγα, κι έμενε πυκνή πεσμένη η στάχτη' και κλαίοντας μάζευαν σε ολόχρυσο μέσα σταμνί, σε ξίγκι διπλό χωμένα τ᾿ άσπρα κόκαλα του πρόσχαρου συντρόφου· · και με πανί αγανό ως τα τύλιξαν, τα κρύψαν στο καλύβι' μετά το μνήμα κυκλοχάραξαν και στησαν τα θεμέλια, τρογύρα απ᾿ την πυρά, και σώρωσαν το χώμα με βιασύνη' κι ως το σωρώσαν, πήραν κι έφευγαν. Τότε ο Αχιλλέας τ᾿ ασκέρι λέει να μη φύγει, μον᾿ καθίζοντας ν᾿ ανοίξει τόπο γύρα. Και στήνει αγώνες, κι από τ᾿ άρμενα για όσους νικήσουν βγάζει |
255 | τορνώσαντο δὲ σῆμα θεμείλιά τε προβάλοντο ἀμφὶ πυρήν· εἶθαρ δὲ χυτὴν ἐπὶ γαῖαν ἔχευαν, χεύαντες δὲ τὸ σῆμα πάλιν κίον. αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς αὐτοῦ λαὸν ἔρυκε καὶ ἵζανεν εὐρὺν ἀγῶνα, νηῶν δ᾽ ἔκφερ᾽ ἄεθλα λέβητάς τε τρίποδάς τε |
|
260 | ἵππους θ᾽ ἡμιόνους τε βοῶν τ᾽ ἴφθιμα κάρηνα, ἠδὲ γυναῖκας ἐϋζώνους πολιόν τε σίδηρον. ἱππεῦσιν μὲν πρῶτα ποδώκεσιν ἀγλά᾽ ἄεθλα θῆκε γυναῖκα ἄγεσθαι ἀμύμονα ἔργα ἰδυῖαν καὶ τρίποδ᾽ ὠτώεντα δυωκαιεικοσίμετρον |
λεβέτια και τριπόδια κι άλογα και βόδια και μουλάρια, και ακόμα σίδερο σταχτόμαυρο κι ωριοζωσμένες σκλάβες. Βάζει τρανά βραβεία στους γρήγορους αλογολάτες πρώτα, μια σκλάβα, τέχνες αψεγάδιαστες που κάτεχε, κι ακόμα τρανό λεβέτι εικοσιδυόλιτρο, με αρβάλια, να τα πάρει ο πρώτος· κι έβαζε στο δεύτερο να πάρει μια φοράδα άζευτη ακόμα, εξαχρονίτικη, μουλάρι γκαστρωμένη· και για τον τρίτο πάλε αγκίνιαστο λεβέτι βάζει κάτω, που έπαιρνε λίτρες μέσα τέσσερεις, στραφταλιστό, πανώριο' και για τον τέταρτο δυο τάλαντα χρυσάφι βάζει ατόφιο, |
265 | τῷ πρώτῳ· ἀτὰρ αὖ τῷ δευτέρῳ ἵππον ἔθηκεν ἑξέτε᾽ ἀδμήτην βρέφος ἡμίονον κυέουσαν· αὐτὰρ τῷ τριτάτῳ ἄπυρον κατέθηκε λέβητα καλὸν τέσσαρα μέτρα κεχανδότα λευκὸν ἔτ᾽ αὔτως· τῷ δὲ τετάρτῳ θῆκε δύω χρυσοῖο τάλαντα, |
|
270 | πέμπτῳ δ᾽ ἀμφίθετον φιάλην ἀπύρωτον ἔθηκε. στῆ δ᾽ ὀρθὸς καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν· Ἀτρεΐδη τε καὶ ἄλλοι ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοὶ ἱππῆας τάδ᾽ ἄεθλα δεδεγμένα κεῖτ᾽ ἐν ἀγῶνι. εἰ μὲν νῦν ἐπὶ ἄλλῳ ἀεθλεύοιμεν Ἀχαιοὶ |
και κούπα αγκίνιαστη, διπλόγουβη, στερνά του
πέμπτου βάζει. Όρθός στη μέση τότε στέκοντας φωνάζει στους Αργίτες: « Ύγιέ του Ατρέα και σεις οι επίλοιποι καλαντρειωμένοι Αργίτες, να τα βραβεία, τους αλογάρηδες που καρτερούν να τρέξουν. Αν τον αγώνα τώρα εστήναμε γι᾿ άλλου νεκρού τη μνήμη, σίγουρα εγώ το πρώτο θα 'παιρνα να φέρω στο καλύβι' τι ειν᾿ τα δικά μου, το κατέχετε, τα πιο γοργόποδα άτια, τι αθάνατα είναι, στον πατέρα μου του Ποσειδώνα δώρο, κι εκείνος πάλε εμένα τα 'δωκε, να τα κρατώ δικά μου. Μα τώρα εγώ με τα μονόνυχα φαριά μου δε θα τρέξω' |
275 | ἦ τ᾽ ἂν ἐγὼ τὰ πρῶτα λαβὼν κλισίην δὲ φεροίμην. ἴστε γὰρ ὅσσον ἐμοὶ ἀρετῇ περιβάλλετον ἵπποι· ἀθάνατοί τε γάρ εἰσι, Ποσειδάων δὲ πόρ᾽ αὐτοὺς πατρὶ ἐμῷ Πηλῆϊ, ὃ δ᾽ αὖτ᾽ ἐμοὶ ἐγγυάλιξεν. ἀλλ᾽ ἤτοι μὲν ἐγὼ μενέω καὶ μώνυχες ἵπποι· |
|
280 | τοίου γὰρ κλέος ἐσθλὸν ἀπώλεσαν ἡνιόχοιο ἠπίου, ὅς σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε λοέσσας ὕδατι λευκῷ. τὸν τώ γ᾽ ἑσταότες πενθείετον, οὔδεϊ δέ σφι χαῖται ἐρηρέδαται, τὼ δ᾽ ἕστατον ἀχνυμένω κῆρ. |
τι τέτοιο αμαξολάτη εχάσανε, στον κόσμο ξακουσμένο, που με νερό καθάριο ως τα 'λουζε, γεμάτος καλοσύνη με λάδι άκρατο τους περέχυνε κάθε φορά τις χήτες. Τώρα τον κλαίνε αμετασάλευτα, κι οι χήτες τους στο χώμα κάτω ακουμπούν και δε σαλεύουνε, τέτοιο καημό που νιώθουν. Μα οι άλλοι Αργίτες, όσοι πέτεστε γοργά πως έχετε άτια και στεριά αμάξια, μες στο στράτεμα σκωθείτε αλέστα τώρα!» Είπε ο Αχιλλέας, κι ευτύς μαζώχτηκαν οι αλογολάτες γύρα' τρανός ασκώθη ρήγας, ο Εύμηλος, ο ακριβογιός του Αδμήτου, πρώτος απ᾿ όλους, που το ταίρι του στ᾿ αλόγατα δεν είχε. |
285 | ἄλλοι δὲ στέλλεσθε κατὰ στρατόν, ὅς τις Ἀχαιῶν ἵπποισίν τε πέποιθε καὶ ἅρμασι κολλητοῖσιν. ὣς φάτο Πηλεΐδης, ταχέες δ᾽ ἱππῆες ἄγερθεν. ὦρτο πολὺ πρῶτος μὲν ἄναξ ἀνδρῶν Εὔμηλος Ἀδμήτου φίλος υἱός, ὃς ἱπποσύνῃ ἐκέκαστο· |
|
290 | τῷ δ᾽ ἐπὶ Τυδεΐδης ὦρτο κρατερὸς Διομήδης, ἵππους δὲ Τρῳοὺς ὕπαγε ζυγόν, οὕς ποτ᾽ ἀπηύρα Αἰνείαν, ἀτὰρ αὐτὸν ὑπεξεσάωσεν Ἀπόλλων. τῷ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ Ἀτρεΐδης ὦρτο ξανθὸς Μενέλαος διογενής, ὑπὸ δὲ ζυγὸν ἤγαγεν ὠκέας ἵππους |
Ξοπίσω του πετάχτη ο αντρόψυχος γιος του Τυδέα
Διομήδης, κι έζευε ευτύς του Τρώα τ᾿ αλόγατα, που μια φορά είχε αρπάξει του Αινεία, μα αυτόν τον ίδιο ο Απόλλωνας τον γλίτωσε με δόλο. Μετά ο ξανθός, αρχοντογέννητος Μενέλαος εσηκώθη, ο γιος του Ατρέα, τα φτεροπόδαρα φαριά του για να ζέψει, μαζί με το δικό του Πόδαργο, την Αίθη, μια φοράδα, που του Αγαμέμνονα την έδωκεν ο Εχέπωλος για δώρο, ο γιος του Αγχίση, τι δεν ήθελε στην Τροία να πάει μαζί του, μόνο να μένει εκεί να χαίρεται· τι του 'χε ο Δίας δοσμένο μεγάλο βιος, και στην απλόχωρη τη Σικυώνα εζούσε. |
295 | Αἴθην τὴν Ἀγαμεμνονέην τὸν ἑόν τε Πόδαργον· τὴν Ἀγαμέμνονι δῶκ᾽ Ἀγχισιάδης Ἐχέπωλος δῶρ᾽, ἵνα μή οἱ ἕποιθ᾽ ὑπὸ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν, ἀλλ᾽ αὐτοῦ τέρποιτο μένων· μέγα γάρ οἱ ἔδωκε Ζεὺς ἄφενος, ναῖεν δ᾽ ὅ γ᾽ ἐν εὐρυχόρῳ Σικυῶνι· |
|
300 | τὴν ὅ γ᾽ ὑπὸ ζυγὸν ἦγε μέγα δρόμου ἰσχανόωσαν. Ἀντίλοχος δὲ τέταρτος ἐΰτριχας ὁπλίσαθ᾽ ἵππους, Νέστορος ἀγλαὸς υἱὸς ὑπερθύμοιο ἄνακτος τοῦ Νηληϊάδαο· Πυλοιγενέες δέ οἱ ἵπποι ὠκύποδες φέρον ἅρμα· πατὴρ δέ οἱ ἄγχι παραστὰς |
Αυτή ήταν που 'ζεψε, τη φόρα της μεβιάς κοντοκρατώντας.
Τέταρτος έζεψεν ο Αντίλοχος τα ωριότριχα άλογα του, ο αρχοντικός υγιός του Νέστορα, του ρήγα του αντρειωμένου' κι ήταν της Πύλος τ᾿ άτια γέννημα, που του 'σερναν τ᾿ αμάξι γοργά. Κι ο κύρης του ζυγώνοντας για το καλό του τότε μιλούσε γνωστικά, κι ας ήτανε κι ο γιος του μυαλωμένος: « Κι αν είσαι ακόμα νιος, Αντίλοχε, μα ο Δίας κι ο Ποσειδώνας σε αγάπησαν, και τ᾿ άτια σου 'μαθαν να κυβερνάς με τέχνες λογής λογής· μπορούσαν να 'λειπαν λοιπόν οι συβουλές μου. Καλά κατέχεις πως το αμάξι σου να στρίψεις στα σημάδια· |
305 | μυθεῖτ᾽ εἰς ἀγαθὰ φρονέων νοέοντι καὶ αὐτῷ· Ἀντίλοχ᾽ ἤτοι μέν σε νέον περ ἐόντ᾽ ἐφίλησαν Ζεύς τε Ποσειδάων τε, καὶ ἱπποσύνας ἐδίδαξαν παντοίας· τὼ καί σε διδασκέμεν οὔ τι μάλα χρεώ· οἶσθα γὰρ εὖ περὶ τέρμαθ᾽ ἑλισσέμεν· ἀλλά τοι ἵπποι |
|
310 | βάρδιστοι θείειν· τώ τ᾽ οἴω λοίγι᾽ ἔσεσθαι. τῶν δ᾽ ἵπποι μὲν ἔασιν ἀφάρτεροι, οὐδὲ μὲν αὐτοὶ πλείονα ἴσασιν σέθεν αὐτοῦ μητίσασθαι. ἀλλ᾽ ἄγε δὴ σὺ φίλος μῆτιν ἐμβάλλεο θυμῷ παντοίην, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα. |
Όμως περίσσια οκνά είναι τ᾿ άτια σου, και λέω
πως θα την πάθεις. Των άλλων τ᾿ άλογα πιο γρήγορα, μ᾿ ατοί τους δεν κατέχουν να σοφιστούνε τέχνες πιότερες απ᾿ ό,τι εσύ στο νου τους. Μον᾿ έλα, γιε μου, και στα φρένα σου στοχάσου τέχνες τώρα λογής λογής, μέσα απ᾿ τα χέρια σου μην τα βραβεία ξεφύγουν. Ο νους τον κάνει, κι όχι η δύναμη, τον άξιο το λοτόμο᾿ ο νους τον καπετάνιο το άρμενο στο πέλαο το κρασάτο να κουμαντάρει, σύντας οι άνεμοι το δέρνουν πέρα δώθε᾿ ο νους και τον που τρέχει στ᾿ άλογα βοηθά και πρώτος φτάνει' τι ο που θαρρεύεται στα γρήγορα κι αμάξια και φαριά του |
315 | μήτι τοι δρυτόμος μέγ᾽ ἀμείνων ἠὲ βίηφι· μήτι δ᾽ αὖτε κυβερνήτης ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ νῆα θοὴν ἰθύνει ἐρεχθομένην ἀνέμοισι· μήτι δ᾽ ἡνίοχος περιγίγνεται ἡνιόχοιο. ἀλλ᾽ ὃς μέν θ᾽ ἵπποισι καὶ ἅρμασιν οἷσι πεποιθὼς |
|
320 | ἀφραδέως ἐπὶ πολλὸν ἑλίσσεται ἔνθα καὶ ἔνθα, ἵπποι δὲ πλανόωνται ἀνὰ δρόμον, οὐδὲ κατίσχει· ὃς δέ κε κέρδεα εἰδῇ ἐλαύνων ἥσσονας ἵππους, αἰεὶ τέρμ᾽ ὁρόων στρέφει ἐγγύθεν, οὐδέ ἑ λήθει ὅππως τὸ πρῶτον τανύσῃ βοέοισιν ἱμᾶσιν, |
και κάνει ανέγνοιαστος απόγυρους μεγάλους δώθε
κείθε, χάνουν τον ίσιο δρόμο τ᾿ άτια του και κρατημό δεν έχουν. Μα ο που λαλεί φαριά πιο μπόσικα και ξέρει πώς κερδίζουν, στήνει τα μάτια στο ακροσήμαδο, ξυστά το φέρνει βόλτα, κι ουδέ στιγμή ξεχνάει τα νιόλουρα με σιγουριά να σέρνει. κι όλο γραμμή τραβάει κοιτάζοντας τον μπροστινό του πάντα. Σου λέω και το σημάδι ξάστερα, που θα το ιδείς κι ατός σου: Ως μιαν οργιά απ᾿ το χώμα κούτσουρο ξερό ψηλά προβαίνει, καν δρυ καν πεύκου—τα βροχόνερα δεν το 'χουν σαπημένο᾿ δυο πέτρες το κρατούν ζερβόδεξα λευκές, εκεί που ο δρόμος |
325 | ἀλλ᾽ ἔχει ἀσφαλέως καὶ τὸν προὔχοντα δοκεύει. σῆμα δέ τοι ἐρέω μάλ᾽ ἀριφραδές, οὐδέ σε λήσει. ἕστηκε ξύλον αὖον ὅσον τ᾽ ὄργυι᾽ ὑπὲρ αἴης ἢ δρυὸς ἢ πεύκης· τὸ μὲν οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ, λᾶε δὲ τοῦ ἑκάτερθεν ἐρηρέδαται δύο λευκὼ |
|
330 | ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ, λεῖος δ᾽ ἱππόδρομος ἀμφὶς ἤ τευ σῆμα βροτοῖο πάλαι κατατεθνηῶτος, ἢ τό γε νύσσα τέτυκτο ἐπὶ προτέρων ἀνθρώπων, καὶ νῦν τέρματ᾽ ἔθηκε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς. τῷ σὺ μάλ᾽ ἐγχρίμψας ἐλάαν σχεδὸν ἅρμα καὶ ἵππους, |
γωνιάζει, κι όμως η αλογόστρατος παντού στρωτή
τρογύρα. Κάποιου το μνήμα θα 'ν᾿ που πέθανε σε χρόνια περασμένα, για κι ακροσήμαδο που το 'στησαν παλιών καιρών ανθρώποι' αυτό είναι το σημάδι που 'βαλε τώρα ο Αχιλλέας ο γαύρος. Κι εσύ τ᾿ αμάξια και τ᾿ αλόγατα ξυστά αποδίπλα πέρνα, και το κορμί σου στο καλόπλεχτο το αμάξι γέρνε μέσα, ζερβά σου λίγο, και νυμάτιζε και το δεξιό φαρί σου, και μπήξε του φωνή, λασκάροντας στα χέρια σου τα γκέμια. Μα το ζερβό σου βάλε το άλογο να στρίψει το σημάδι ξυστά, που να θαρρείς πως πάνω του το κεφαλάρι αγγίζει |
335 | αὐτὸς δὲ κλινθῆναι ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ ἦκ᾽ ἐπ᾽ ἀριστερὰ τοῖιν· ἀτὰρ τὸν δεξιὸν ἵππον κένσαι ὁμοκλήσας, εἶξαί τέ οἱ ἡνία χερσίν. ἐν νύσσῃ δέ τοι ἵππος ἀριστερὸς ἐγχριμφθήτω, ὡς ἄν τοι πλήμνη γε δοάσσεται ἄκρον ἱκέσθαι |
|
340 | κύκλου ποιητοῖο· λίθου δ᾽ ἀλέασθαι ἐπαυρεῖν, μή πως ἵππους τε τρώσῃς κατά θ᾽ ἅρματα ἄξῃς· χάρμα δὲ τοῖς ἄλλοισιν, ἐλεγχείη δὲ σοὶ αὐτῷ ἔσσεται· ἀλλὰ φίλος φρονέων πεφυλαγμένος εἶναι. εἰ γάρ κ᾽ ἐν νύσσῃ γε παρεξελάσῃσθα διώκων, |
της στέριας ρόδας σου· όμως πρόσεξε στην πέτρα μη χτυπήσεις, να μη λαβώσεις και τ᾿ αλόγατα και σπάσεις και τ᾿ αμάξι, τρανή στους άλλους αναγάλλιαση, ντροπή στον ίδιο εσένα. Έχε ανοιχτά λοιπόν τα μάτια σου, καλέ μου, και φυλάξου᾿ τι μια και στρίψεις το ακροσήμαδο λαλώντας τ᾿ αλογά σου, δε θα σε φτάσει ουτ᾿ ένας τρέχοντας, μηδέ θα σε περάσει, με τον Αρείονα ακόμα πίσω σου κι αν έτρεχε το γαύρο, το άτι του Αδράστου το φτερόποδο, που από θεούς κρατούσε, μηδέ με τ᾿ άτια του Λαομέδοντα, που εδώ στην Τροία θραφήκαν.» Σαν είπε τούτα ο γέρο Νέστορας κι αρμήνεψε του γιου του |
345 | οὐκ ἔσθ᾽ ὅς κέ σ᾽ ἕλῃσι μετάλμενος οὐδὲ παρέλθῃ, οὐδ᾽ εἴ κεν μετόπισθεν Ἀρίονα δῖον ἐλαύνοι Ἀδρήστου ταχὺν ἵππον, ὃς ἐκ θεόφιν γένος ἦεν, ἢ τοὺς Λαομέδοντος, οἳ ἐνθάδε γ᾽ ἔτραφεν ἐσθλοί. ὣς εἰπὼν Νέστωρ Νηλήϊος ἂψ ἐνὶ χώρῃ |
|
350 | ἕζετ᾽, ἐπεὶ ᾧ παιδὶ ἑκάστου πείρατ᾽ ἔειπε. Μηριόνης δ᾽ ἄρα πέμπτος ἐΰτριχας ὁπλίσαθ᾽ ἵππους. ἂν δ᾽ ἔβαν ἐς δίφρους, ἐν δὲ κλήρους ἐβάλοντο· πάλλ᾽ Ἀχιλεύς, ἐκ δὲ κλῆρος θόρε Νεστορίδαο Ἀντιλόχου· μετὰ τὸν δ᾽ ἔλαχε κρείων Εὔμηλος· |
το κάθε τι ως την άκρη, κάθισε στη θέση του γυρνώντας.
Και πέμπτος ο Μηριόνης έζεψε τα ωριότριχα άλογά του. Κι όλοι στ᾿ αμάξια τότε ανέβηκαν και ρίξανε τους κλήρους· κι ως ο Αχιλλέας τους ανατάραζε, πρώτος πετιέται ο κλήρος του Αντίλοχου, του γιου του Νέστορα, κι από κοντά του Ευμήλου᾿ μετά ο Μενέλαος βγαίνει, ο αντρόκαρδος υγιός του Ατρέα, στον κλήρο, μετά ο Μηριόνης βγαίνει τέταρτος να τρέξει, κι ο Διομήδης, περίσσια ο κάλλιος τους, στο αμάξι του στερνός να τρέξει βγαίνει. Κι ως πήραν θέση, το ακροσήμαδο τους έδειξε ο Αχιλλέας. πέρα μακριά στον κάμπο, κι έβαλε σιμά του εκεί να στέκει |
355 | τῷ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ Ἀτρεΐδης δουρὶ κλειτὸς Μενέλαος, τῷ δ᾽ ἐπὶ Μηριόνης λάχ᾽ ἐλαυνέμεν· ὕστατος αὖτε Τυδεΐδης ὄχ᾽ ἄριστος ἐὼν λάχ᾽ ἐλαυνέμεν ἵππους. στὰν δὲ μεταστοιχί, σήμηνε δὲ τέρματ᾽ Ἀχιλλεὺς τηλόθεν ἐν λείῳ πεδίῳ· παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν |
|
360 | ἀντίθεον Φοίνικα ὀπάονα πατρὸς ἑοῖο, ὡς μεμνέῳτο δρόμους καὶ ἀληθείην ἀποείποι. οἳ δ᾽ ἅμα πάντες ἐφ᾽ ἵπποιιν μάστιγας ἄειραν, πέπληγόν θ᾽ ἱμᾶσιν, ὁμόκλησάν τ᾽ ἐπέεσσιν ἐσσυμένως· οἳ δ᾽ ὦκα διέπρησσον πεδίοιο |
ο ισόθεος Φοίνικας βλεπάτορας, ο ακράνης του κυρού του, να 'χει την έγνοια του στο τρέξιμο, να πει την πάσα αλήθεια. Κι εκείνοι όλοι μαζί πα στ᾿ άτια τους σήκωσαν τα μαστίγια, και τα χτυπούσαν με τα νιόλουρα, και με φωνές τ᾿ αγγρίζαν, γιομάτοι ορμή᾿ κι αυτά δρασκέλιζαν φτερόποδα τον κάμπο, γοργά από τ᾿ άρμενα αλαργαίνοντας· κι ανέβαινε τ᾿ αψηλού κάτω απ᾿ τα στήθη τους σα σύγνεφο για ανεμοζάλη η σκόνη, κι οι πλούσιες χήτες τους κυμάτιζαν με την πνοή του ανέμου' και μια στη γη τ᾿ αμάξια εσούρνονταν την πολυθρόφα απάνω, και μια ψηλά πηδούσαν μέτωρα᾿ κι εντός οι αμαξολάτες |
365 | νόσφι νεῶν ταχέως· ὑπὸ δὲ στέρνοισι κονίη ἵστατ᾽ ἀειρομένη ὥς τε νέφος ἠὲ θύελλα, χαῖται δ᾽ ἐρρώοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο. ἅρματα δ᾽ ἄλλοτε μὲν χθονὶ πίλνατο πουλυβοτείρῃ, ἄλλοτε δ᾽ ἀΐξασκε μετήορα· τοὶ δ᾽ ἐλατῆρες |
|
370 | ἕστασαν ἐν δίφροισι, πάτασσε δὲ θυμὸς ἑκάστου νίκης ἱεμένων· κέκλοντο δὲ οἷσιν ἕκαστος ἵπποις, οἳ δ᾽ ἐπέτοντο κονίοντες πεδίοιο. ἀλλ᾽ ὅτε δὴ πύματον τέλεον δρόμον ὠκέες ἵπποι ἂψ ἐφ᾽ ἁλὸς πολιῆς, τότε δὴ ἀρετή γε ἑκάστου |
στέκαν ολόρθοι, και σπαρτάριζε βαθιά η καρδιά τους, όλοι τη νίκη ως λαχταρούσαν κι έσκουζε καθένας στ᾿ άλογα του να πιλαλούν, κι αυτά πετούσανε στον κάμπο μες στη σκόνη. Μα ως το στερνό το δρόμο τ᾿ άλογα κάναν γοργά, να γύρουν στο ψαρί πέλαο πίσω, φάνηκε του καθενούς η άξιότη. Πετούσαν τρέχοντας τ᾿ αλόγατα, κι άπ᾿ όλα πρώτες πρώτες του γιου του Αδμήτου οι γοργοπόδαρες ξεχύνουνταν φοράδες· ξοπίσω του του Τρώα τ᾿ αλόγατα χιμούσαν τα βαρβάτα, που 'χε ο Διομήδης, όχι αλάργα του, σιμά σιμά του, τόσο που να θαρρείς πως καβαλίκευαν κάθε στιγμή τ᾿ αμάξι᾿ |
375 | φαίνετ᾽, ἄφαρ δ᾽ ἵπποισι τάθη δρόμος· ὦκα δ᾽ ἔπειτα αἳ Φηρητιάδαο ποδώκεες ἔκφερον ἵπποι. τὰς δὲ μετ᾽ ἐξέφερον Διομήδεος ἄρσενες ἵπποι Τρώϊοι, οὐδέ τι πολλὸν ἄνευθ᾽ ἔσαν, ἀλλὰ μάλ᾽ ἐγγύς· αἰεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην, |
|
380 | πνοιῇ δ᾽ Εὐμήλοιο μετάφρενον εὐρέε τ᾽ ὤμω θέρμετ᾽· ἐπ᾽ αὐτῷ γὰρ κεφαλὰς καταθέντε πετέσθην. καί νύ κεν ἢ παρέλασσ᾽ ἢ ἀμφήριστον ἔθηκεν, εἰ μὴ Τυδέος υἷϊ κοτέσσατο Φοῖβος Ἀπόλλων, ὅς ῥά οἱ ἐκ χειρῶν ἔβαλεν μάστιγα φαεινήν. |
κι ο Εύμηλος πλάτη κι ώμους ένιωθε την καφτερή
πνοή τους, κι όπως πετούσαν, τα κεφάλια τους απάνω του ακουμπούσαν. Και θα τον πέρναε, για θα του 'παιρνε τη σιγουριά της νίκης, αν του Διομήδη ξάφνου ο Απόλλωνας το αστραφτερό μαστίγι᾿ μεσ᾿ απ᾿ τα χέρια του δεν τίναζε στη γη, θυμό γιομάτος. Κι εκείνον απ᾿ το πείσμα κλάματα τον πήραν, τις φοράδες ακόμα πιο γοργά ξανοίγοντας να ξεμακραίνουν μπρος του, και τα δικά του πίσω που 'μεναν, χωρίς μαστίγι ως τρέχαν. Ωστόσο η πονηριά του Απόλλωνα δεν ξέφυγε το μάτι της Αθηνάς, που εχύθη τρέχοντας, και το μαστίγι βάζει |
385 | τοῖο δ᾽ ἀπ᾽ ὀφθαλμῶν χύτο δάκρυα χωομένοιο, οὕνεκα τὰς μὲν ὅρα ἔτι καὶ πολὺ μᾶλλον ἰούσας, οἳ δέ οἱ ἐβλάφθησαν ἄνευ κέντροιο θέοντες. οὐδ᾽ ἄρ᾽ Ἀθηναίην ἐλεφηράμενος λάθ᾽ Ἀπόλλων Τυδεΐδην, μάλα δ᾽ ὦκα μετέσσυτο ποιμένα λαῶν, |
|
390 | δῶκε δέ οἱ μάστιγα, μένος δ᾽ ἵπποισιν ἐνῆκεν· ἣ δὲ μετ᾽ Ἀδμήτου υἱὸν κοτέουσ᾽ ἐβεβήκει, ἵππειον δέ οἱ ἦξε θεὰ ζυγόν· αἳ δέ οἱ ἵπποι ἀμφὶς ὁδοῦ δραμέτην, ῥυμὸς δ᾽ ἐπὶ γαῖαν ἐλύσθη. αὐτὸς δ᾽ ἐκ δίφροιο παρὰ τροχὸν ἐξεκυλίσθη, |
στο χέρι του Διομήδη, δίνοντας και στ᾿ άλογά
του φόρα. Μετά πεισματωμένη στου Αδμήτου το γιο με βιάση τρέχει, και σπάζει το ζυγό απ᾿ τ᾿ αμάξι του᾿ δεξιά ζερβά εχωρίσαν στη δημοσιά οι φοράδες τρέχοντας, και το τιμόνι πέφτει' κι αυτός γκρεμίστη από το αμάξι του κυλώντας πλάι στη ρόδα, κι αγκώνες γύρα ολούθε ξέγδαρε και στόμα και ρουθούνια, κι απά στα φρύδια του το μέτωπο τσακίστη, και γιομώσαν δάκρυα τα μάτια του, και πιάστηκεν η δυνατή φωνή του. Τότε ο Διομήδης, τα μονόνυχα λαξεύοντας φαριά του, πήρε να τρέχει, πίσω αφήνοντας τους άλλους· τι η Παλλάδα |
395 | ἀγκῶνάς τε περιδρύφθη στόμα τε ῥῖνάς τε, θρυλίχθη δὲ μέτωπον ἐπ᾽ ὀφρύσι· τὼ δέ οἱ ὄσσε δακρυόφι πλῆσθεν, θαλερὴ δέ οἱ ἔσχετο φωνή. Τυδεΐδης δὲ παρατρέψας ἔχε μώνυχας ἵππους, πολλὸν τῶν ἄλλων ἐξάλμενος· ἐν γὰρ Ἀθήνη |
|
400 | ἵπποις ἧκε μένος καὶ ἐπ᾽ αὐτῷ κῦδος ἔθηκε. τῷ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ Ἀτρεΐδης εἶχε ξανθὸς Μενέλαος. Ἀντίλοχος δ᾽ ἵπποισιν ἐκέκλετο πατρὸς ἑοῖο· ἔμβητον καὶ σφῶϊ· τιταίνετον ὅττι τάχιστα. ἤτοι μὲν κείνοισιν ἐριζέμεν οὔ τι κελεύω |
τ᾿ άτια του εφτέρωνε, χαρίζοντας τρανή στον ίδιο
δόξα. Πίσω ο ξανθός Μενέλαος έρχουνταν, ο γιος του Ατρέα, τρεχάτος· και τότε ο Αντίλοχος εφώναξε στα γονικά φαριά του: «Ομπρός και σεις, βιαστείτε! Γρήγορα τραβάτε όσο μπορείτε! Να παραβγείτε δε σας γύρεψα μαθές εγώ μ᾿ εκείνα, του αντρόκαρδου Διομήδη τ᾿ άλογα, που τώρα γρηγοράδα τους έδωκε η Αθηνά, χαρίζοντας τρανή στον ίδιο δόξα' καν όμως του Μενέλαου τ᾿ άλογα προφτάστε χέρι χέρι, πίσω μη μένετε, κι απάνω σας της Αίθης —μιας φοράδας!— πέσει η ντροπή. Τι μου αργοσούρνεστε, τέτοια φαριά αντρειωμένα; |
405 | Τυδεΐδεω ἵπποισι δαΐφρονος, οἷσιν Ἀθήνη νῦν ὤρεξε τάχος καὶ ἐπ᾽ αὐτῷ κῦδος ἔθηκεν· ἵππους δ᾽ Ἀτρεΐδαο κιχάνετε, μὴ δὲ λίπησθον, καρπαλίμως, μὴ σφῶϊν ἐλεγχείην καταχεύῃ Αἴθη θῆλυς ἐοῦσα· τί ἢ λείπεσθε φέριστοι; |
|
410 | ὧδε γὰρ ἐξερέω, καὶ μὴν τετελεσμένον ἔσται· οὐ σφῶϊν κομιδὴ παρὰ Νέστορι ποιμένι λαῶν ἔσσεται, αὐτίκα δ᾽ ὔμμε κατακτενεῖ ὀξέϊ χαλκῷ, αἴ κ᾽ ἀποκηδήσαντε φερώμεθα χεῖρον ἄεθλον. ἀλλ᾽ ἐφομαρτεῖτον καὶ σπεύδετον ὅττι τάχιστα· |
Ακούστε τώρα κάποιο λόγο μου, που σίγουρα θα γένει: Δεν έχει πια ακριβοταγίσματα να ιδείτε από το ρήγα το Νέστορα· τι ευτύς σας έσφαξε με κοφτερό μαχαίρι, βραβείο πιο δεύτερο αν κερδίσουμε με την οκνιά μας τώρα. Τρέχτε λοιπόν και κυνηγάτε τα, τα δυνατά σας βάλτε ! Τ᾿ άλλα τα γνοιάζομαι μονάχος μου, θα βρω μαθές τον τρόπο, στη στενωσιά του δρόμου μπαίνοντας· δεν το ξεχνώ καθόλου!» Είπε, και τ᾿ ατια, που φοβήθηκαν του ρήγα τις φοβέρες, πήραν με ορμή να τρέχουν πιότερη, και γρήγορα μπροστά του τη στενωσιά ξεκρίνει ο Αντίλοχος του βουλιαγμένου δρόμου' |
415 | ταῦτα δ᾽ ἐγὼν αὐτὸς τεχνήσομαι ἠδὲ νοήσω στεινωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι, οὐδέ με λήσει. ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δὲ ἄνακτος ὑποδείσαντες ὁμοκλὴν μᾶλλον ἐπιδραμέτην ὀλίγον χρόνον· αἶψα δ᾽ ἔπειτα στεῖνος ὁδοῦ κοίλης ἴδεν Ἀντίλοχος μενεχάρμης. |
|
420 | ῥωχμὸς ἔην γαίης, ᾗ χειμέριον ἀλὲν ὕδωρ ἐξέρρηξεν ὁδοῖο, βάθυνε δὲ χῶρον ἅπαντα· τῇ ῥ᾽ εἶχεν Μενέλαος ἁματροχιὰς ἀλεείνων. Ἀντίλοχος δὲ παρατρέψας ἔχε μώνυχας ἵππους ἐκτὸς ὁδοῦ, ὀλίγον δὲ παρακλίνας ἐδίωκεν. |
τι απ᾿ τα βροχόνερα, που ελίμναζαν η γης είχε καθίσει, κι όλο τον τόπο γύρω εγούβωσαν και χάλασαν το δρόμο. Στη μέση εκεί ο Μενέλαος έτρεχε, τ᾿ αμάξια μην σκουντρήξουν' όμως ο Αντίλοχος λαξεύοντας όξω απ᾿ το δρόμο βγάζει τους μαύρους του, και πήρε γρήγορα ξοπίσω του να τρέχει. Και τότε ο γιος του Ατρέα του Αντίλοχου φωνάζει φοβισμένος: «Δίχως μυαλό τραβάς, Αντίλοχε! Τ᾿ αλόγατά σου βαστά, τι είναι στενός ο δρόμος. Πέρνα με, σα θα πλατύνει πάλε' ζημιά, αν σκουντρήξεις με το αμάξι σου, θα κάνεις και στους δυο μας!» Αυτά είπε, ωστόσο ο γιος του Νέστορα με πιο μεγάλη ακόμη |
425 | Ἀτρεΐδης δ᾽ ἔδεισε καὶ Ἀντιλόχῳ ἐγεγώνει· Ἀντίλοχ᾽ ἀφραδέως ἱππάζεαι, ἀλλ᾽ ἄνεχ᾽ ἵππους· στεινωπὸς γὰρ ὁδός, τάχα δ᾽ εὐρυτέρη παρελάσσαι· μή πως ἀμφοτέρους δηλήσεαι ἅρματι κύρσας. ὣς ἔφατ᾽, Ἀντίλοχος δ᾽ ἔτι καὶ πολὺ μᾶλλον ἔλαυνε |
|
430 | κέντρῳ ἐπισπέρχων ὡς οὐκ ἀΐοντι ἐοικώς. ὅσσα δὲ δίσκου οὖρα κατωμαδίοιο πέλονται, ὅν τ᾽ αἰζηὸς ἀφῆκεν ἀνὴρ πειρώμενος ἥβης, τόσσον ἐπιδραμέτην· αἳ δ᾽ ἠρώησαν ὀπίσσω Ἀτρεΐδεω· αὐτὸς γὰρ ἑκὼν μεθέηκεν ἐλαύνειν |
κεντούσε ορμή να τρέχουν τ᾿ άλογα μπροστά, κουφός λες κι ήταν. Όσο ένας δίσκος φτάνει, που έριξε, τινάζοντας τα χέρια, κάποιος λεβέντης, που τη νιότη του ζητάει να δοκιμάσει, τόσο και τ᾿ άτια του προσπέρασαν, και τ᾿ άλλα έμειναν πίσω, του γιου του Ατρέα᾿ τι ατός του θέλησε τη φόρα τους να κόψει, μπας και σκουντρήξουν τα μονόνυχα φαριά τους μες στο δρόμο, και 'ρθουν τα στεριά αμάξια ανάποδα, και κυλιστούν κι ατοί τους στον κουρνιαχτό, από τη λαχτάρα τους τη νίκη να κερδέψουν. Τότε ο ξανθός Μενέλαος χόλιασε μαζί του και φωνάζει: «Αντίλοχε, όσο εσύ κακότροπος κανείς δε βρίσκεται άλλος! |
435 | μή πως συγκύρσειαν ὁδῷ ἔνι μώνυχες ἵπποι, δίφρους τ᾽ ἀνστρέψειαν ἐϋπλεκέας, κατὰ δ᾽ αὐτοὶ ἐν κονίῃσι πέσοιεν ἐπειγόμενοι περὶ νίκης. τὸν καὶ νεικείων προσέφη ξανθὸς Μενέλαος· Ἀντίλοχ᾽ οὔ τις σεῖο βροτῶν ὀλοώτερος ἄλλος· |
|
440 | ἔρρ᾽, ἐπεὶ οὔ σ᾽ ἔτυμόν γε φάμεν πεπνῦσθαι Ἀχαιοί. ἀλλ᾽ οὐ μὰν οὐδ᾽ ὧς ἄτερ ὅρκου οἴσῃ ἄεθλον. ὣς εἰπὼν ἵπποισιν ἐκέκλετο φώνησέν τε· μή μοι ἐρύκεσθον μὴ δ᾽ ἕστατον ἀχνυμένω κῆρ. φθήσονται τούτοισι πόδες καὶ γοῦνα καμόντα |
Αϊ να χαθείς! και σε περνούσαμε για γνωστικόν οι Αργίτες! Μα κι έτσι το βραβείο δε γίνεται να πάρεις δίχως όρκο!» Είπε᾿ μετά φωνή στ᾿ αλόγατα να τα γκαρδιώσει σέρνει: «Μη σταματάτε, μην οκνεύετε, κι ας είστε πικραμένα' πιο πρώτα τα δικά τους γόνατα και πόδια θ᾿ αποστάσουν παρ᾿ ό,τι εσάς· τι εκείνα τ᾿ άφησεν η νιότη και τα δυο τους.» Είπε, και τ᾿ άτια, που φοβήθηκαν του ρήγα τους τα λόγια, πήραν με ορμή να τρέχουν πιότερη, και τά 'φτασαν σε λίγο. Κι ωστόσο μαζωμένοι εκάθουνταν οι Αργίτες και θωρούσαν τ᾿ αλόγατα· κι αυτά πετούσανε στον κάμπο, μες στη σκόνη. |
445 | ἢ ὑμῖν· ἄμφω γὰρ ἀτέμβονται νεότητος. ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δὲ ἄνακτος ὑποδείσαντες ὁμοκλὴν μᾶλλον ἐπιδραμέτην, τάχα δέ σφισιν ἄγχι γένοντο. Ἀργεῖοι δ᾽ ἐν ἀγῶνι καθήμενοι εἰσορόωντο ἵππους· τοὶ δὲ πέτοντο κονίοντες πεδίοιο. |
|
450 | πρῶτος δ᾽ Ἰδομενεὺς Κρητῶν ἀγὸς ἐφράσαθ᾽ ἵππους· ἧστο γὰρ ἐκτὸς ἀγῶνος ὑπέρτατος ἐν περιωπῇ· τοῖο δ᾽ ἄνευθεν ἐόντος ὁμοκλητῆρος ἀκούσας ἔγνω, φράσσατο δ᾽ ἵππον ἀριπρεπέα προὔχοντα, ὃς τὸ μὲν ἄλλο τόσον φοῖνιξ ἦν, ἐν δὲ μετώπῳ |
Πρώτος ο Ιδομενέας τα ξέκρινε, των Κρητικών ο
ρήγας· τι όξω απ᾿ τη μάζωξη, σε ξέφαντο, πολύ ψηλά εκαθόταν και τον αμαξολάτη αγρίκησε, που φώναζε από πέρα, κι απείκασε ποιος ήταν γνώρισε και το άλογο απ᾿ το χρώμα, που 'τρεχε ομπρός απ᾿ όλα᾿ στο άλλο του κορμί ήταν ρούσο, μόνο που 'χε άσπρη, στρογγυλή στο μέτωπο σαν το φεγγάρι βούλα. Ορθός πετάχτη τότε, στάθηκε, και κράζει στους Αργίτες: « Φίλοι μου εσείς, Αργίτες άρχοντες και πρωτοκεφαλάδες, θωράτε πέρα εκεί τ᾿ αλόγατα και σεις, για εγώ μονάχα; Σαν άλλα τ᾿ άλογα μου φαίνουνται που τρέχουν τώρα πρώτα, |
455 | λευκὸν σῆμα τέτυκτο περίτροχον ἠΰτε μήνη. στῆ δ᾽ ὀρθὸς καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν· ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες οἶος ἐγὼν ἵππους αὐγάζομαι ἦε καὶ ὑμεῖς; ἄλλοι μοι δοκέουσι παροίτεροι ἔμμεναι ἵπποι, |
|
460 | ἄλλος δ᾽ ἡνίοχος ἰνδάλλεται· αἳ δέ που αὐτοῦ ἔβλαβεν ἐν πεδίῳ, αἳ κεῖσέ γε φέρτεραι ἦσαν· ἤτοι γὰρ τὰς πρῶτα ἴδον περὶ τέρμα βαλούσας, νῦν δ᾽ οὔ πῃ δύναμαι ἰδέειν· πάντῃ δέ μοι ὄσσε Τρωϊκὸν ἂμ πεδίον παπταίνετον εἰσορόωντι· |
σαν άλλος δείχνει ο αμαξολάτης τους· κάποια ζημιά
οι φοράδες στον κάμπο θα 'παθαν, κει που 'τρεχαν ομπρός απ᾿ όλα τ᾿ άλλα. Κι όμως τις είδα πρώτες τρέχοντας να στρίβουν το σημάδι, μα τώρα πουθενά δε φαίνουνται· κλωθογυρίζω ολούθε τα μάτια, να τις βρω γυρεύοντας στης Τροίας τον κάμπο μέσα. Του άμαξολάτη τάχα εξέφυγαν τα γκέμια, και δεν είχε πια πώς να κυβερνήσει τ᾿ άτια του, και λάθεψε ως γυρνούσε; Θαρρώ κει κάτω πως γκρεμίστηκε και τσάκισε τ᾿ αμάξι, και ξεστράτισαν κι οι φοράδες του στη φόρα τους απάνω. Όμως σκωθείτε και κοιτάχτε τον και σεις᾿ τι τα δικά μου· |
465 | ἦε τὸν ἡνίοχον φύγον ἡνία, οὐδὲ δυνάσθη εὖ σχεθέειν περὶ τέρμα καὶ οὐκ ἐτύχησεν ἑλίξας· ἔνθά μιν ἐκπεσέειν ὀΐω σύν θ᾽ ἅρματα ἆξαι, αἳ δ᾽ ἐξηρώησαν, ἐπεὶ μένος ἔλλαβε θυμόν. ἀλλὰ ἴδεσθε καὶ ὔμμες ἀνασταδόν· οὐ γὰρ ἔγωγε |
|
470 | εὖ διαγιγνώσκω· δοκέει δέ μοι ἔμμεναι ἀνὴρ Αἰτωλὸς γενεήν, μετὰ δ᾽ Ἀργείοισιν ἀνάσσει Τυδέος ἱπποδάμου υἱὸς κρατερὸς Διομήδης. τὸν δ᾽ αἰσχρῶς ἐνένιπεν Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας· Ἰδομενεῦ τί πάρος λαβρεύεαι; αἳ δέ τ᾽ ἄνευθεν |
δεν καλοβλέπουν μάτια· θα 'λεγα γι᾿ αυτόν πως είναι ωστόσο της Αιτωλίας η φύτρα, ο κύβερνος μες στους Αργίτες τώρα, που ο αλογατάς Τυδέας τον γέννησεν—είναι ο τρανός Διομήδης!» Μα ο γοργοπόδης Αίαντας τα 'βαλε μαζί του, ο γιος του Οιλέα: «Ιδομενέα, πολλά τα λόγια σου, πριν καλοϊδείς᾿ τι αλάργα τ᾿ αναεροκυκλοπόδικα άλογα στον κάμπο ακόμα τρέχουν. Μήτε και μου είσαι ο παρανιότερος θαρρώ μες στους Αργίτες, μήτε τα μάτια σου καλύτερα ξεκρίνουν απ᾿ των άλλων, μον᾿ είσαι πάντα σου μωρόλογος᾿ κι ουδέ σου πρέπει αλήθεια πολλά να λες, τι έχει καλύτερους εδώ από σένα κι άλλους. |
475 | ἵπποι ἀερσίποδες πολέος πεδίοιο δίενται. οὔτε νεώτατός ἐσσι μετ᾽ Ἀργείοισι τοσοῦτον, οὔτέ τοι ὀξύτατον κεφαλῆς ἐκδέρκεται ὄσσε· ἀλλ᾽ αἰεὶ μύθοις λαβρεύεαι· οὐδέ τί σε χρὴ λαβραγόρην ἔμεναι· πάρα γὰρ καὶ ἀμείνονες ἄλλοι. |
|
480 | ἵπποι δ᾽ αὐταὶ ἔασι παροίτεραι, αἳ τὸ πάρος περ, Εὐμήλου, ἐν δ᾽ αὐτὸς ἔχων εὔληρα βέβηκε. τὸν δὲ χολωσάμενος Κρητῶν ἀγὸς ἀντίον ηὔδα· Αἶαν νεῖκος ἄριστε κακοφραδὲς ἄλλά τε πάντα δεύεαι Ἀργείων, ὅτι τοι νόος ἐστὶν ἀπηνής. |
Οι ίδιες φοράδες τώρα τρέχουνε μπροστά, καθώς και πρώτα, του Εύμηλου λέω, που στέκει απάνω τους με τα λουριά στο χέρι.» Όλο θυμό του απηλογήθηκε των Κρητικών ο ρήγας: «Αίαντα κακόγνωμε, ο καλύτερος στους τσακωμούς, και στ᾿ άλλα μες στους Αργίτες ο χειρότερος· τόσο άτσαλη η ψυχή σου! Ομπρός, ας βάλουμε και στοίχημα, τριπόδι για λεβέτι, κι ας μπει κριτής μας ο Αγαμέμνονας, ο γιος του Ατρέα, να ιδούμε, ποια τα φαριά που πρωτοφτάνουνε, πλερώνοντας να μάθεις!» Είπε, κι ο γιος του Οιλέα πετάχτηκε μεμιάς ο γοργοπόδης, θυμό γιομάτος, λόγια θέλοντας βαριά να του πετάξει' |
485 | δεῦρό νυν ἢ τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος, ἴστορα δ᾽ Ἀτρεΐδην Ἀγαμέμνονα θείομεν ἄμφω, ὁππότεραι πρόσθ᾽ ἵπποι, ἵνα γνώῃς ἀποτίνων. ὣς ἔφατ᾽, ὄρνυτο δ᾽ αὐτίκ᾽ Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας χωόμενος χαλεποῖσιν ἀμείψασθαι ἐπέεσσι· |
|
490 | καί νύ κε δὴ προτέρω ἔτ᾽ ἔρις γένετ᾽ ἀμφοτέροισιν, εἰ μὴ Ἀχιλλεὺς αὐτὸς ἀνίστατο καὶ φάτο μῦθον· μηκέτι νῦν χαλεποῖσιν ἀμείβεσθον ἐπέεσσιν Αἶαν Ἰδομενεῦ τε κακοῖς, ἐπεὶ οὐδὲ ἔοικε. καὶ δ᾽ ἄλλῳ νεμεσᾶτον ὅτις τοιαῦτά γε ῥέζοι. |
και τότε πια ο καβγάς τους θα 'παιρνε ν᾿ ανάψει κι άλλο ακόμα, αν ο Αχιλλέας ευτύς δε σκώνουνταν να τους μιλήσει ατός του: « Αφήστε τώρα τα μαλώματα πια, Ιδομενέα, στην άκρη, Αίαντα, και συ, και τα πικρόλογα᾿ δε σας ταιριάζουν, όχι' Εσείς καί με άλλον θα τα βάζατε, παρόμοια αν έφερνόταν. Όμπρός, καθίστε εδώ στη μάζωξη και τ᾿ άλογα θωράτε' τι εκείνοι να κερδέψουν βιάζουνται τη νίκη, κι όπου να 'ναι φτάνουν εδώ, και τότε τ᾿ άλογα τ᾿ Αργίτικα ο καθείς σας θα καλοϊδεί, ποια πίσω απόμειναν και ποια δρομοΰνε πρώτα.» Είπε, και να ο Διομήδης τρέχοντας που σίμωνε από πέρα, |
495 | ἀλλ᾽ ὑμεῖς ἐν ἀγῶνι καθήμενοι εἰσοράασθε ἵππους· οἳ δὲ τάχ᾽ αὐτοὶ ἐπειγόμενοι περὶ νίκης ἐνθάδ᾽ ἐλεύσονται· τότε δὲ γνώσεσθε ἕκαστος ἵππους Ἀργείων, οἳ δεύτεροι οἵ τε πάροιθεν. ὣς φάτο, Τυδεΐδης δὲ μάλα σχεδὸν ἦλθε διώκων, |
|
500 | μάστι δ᾽ αἰὲν ἔλαυνε κατωμαδόν· οἳ δέ οἱ ἵπποι ὑψόσ᾽ ἀειρέσθην ῥίμφα πρήσσοντε κέλευθον. αἰεὶ δ᾽ ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον, ἅρματα δὲ χρυσῷ πεπυκασμένα κασσιτέρῳ τε ἵπποις ὠκυπόδεσσιν ἐπέτρεχον· οὐδέ τι πολλὴ |
κι όλο χτυπούσε απά στις πλάτες τους με το μαστίγι
τ᾿ άτια, κι αυτά, ψηλά πηδώντας, βιάζουνταν το δρόμο να τελέψουν. Κι ο άμαξολάτης πάνω εχάνουνταν στον κουρνιαχτό που ασκώναν και πίσω απ᾿ τ᾿ άτια τα γοργόποδα το αμάξι ερχόταν, που 'χε πλουμιά κι από καλάι και μάλαμα· και μόλις που εχαράζαν στη σκόνη τη βαθιά τ᾿ αχνάρια τους της ρόδας τα στεφάνια ξοπίσω᾿ και τα δυο τ᾿ αλόγατα σαν αστραπή πετούσαν. Κι εστάθη αναμεσός στη σύναξη, και σπειρωτός ιδρώτας στη γης απ᾿ των αλόγων στάλαζε το σβέρκο και τα στήθη. Κι ατός του επήδηξε απ᾿ τ᾿ ολόφωτο το αμάξι απά στο χώμα, |
505 | γίγνετ᾽ ἐπισσώτρων ἁρματροχιὴ κατόπισθεν ἐν λεπτῇ κονίῃ· τὼ δὲ σπεύδοντε πετέσθην. στῆ δὲ μέσῳ ἐν ἀγῶνι, πολὺς δ᾽ ἀνεκήκιεν ἱδρὼς ἵππων ἔκ τε λόφων καὶ ἀπὸ στέρνοιο χαμᾶζε. αὐτὸς δ᾽ ἐκ δίφροιο χαμαὶ θόρε παμφανόωντος, |
|
510 | κλῖνε δ᾽ ἄρα μάστιγα ποτὶ ζυγόν· οὐδὲ μάτησεν ἴφθιμος Σθένελος, ἀλλ᾽ ἐσσυμένως λάβ᾽ ἄεθλον, δῶκε δ᾽ ἄγειν ἑτάροισιν ὑπερθύμοισι γυναῖκα καὶ τρίποδ᾽ ὠτώεντα φέρειν· ὃ δ᾽ ἔλυεν ὑφ᾽ ἵππους. τῷ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ Ἀντίλοχος Νηλήϊος ἤλασεν ἵππους |
γερτό ακουμπώντας το μαστίγι του πα στο ζυγό. Δε χάνει τότε καιρό κι ο γαύρος Σθένελος, μον᾿ το βραβείο τρεχάτος παίρνει και δίνει στους συντρόφους του, το αρβαλωτό λεβέτι και τη γυναίκα᾿ και τ᾿ αλόγατα γοργά ξεζεύει ατός του. Ξοπίσω του έφτασεν ο Αντίλοχος κεντρίζοντας τους μαύρους, που το Μενέλαο πριν προσπέρασε με δόλο, κι όχι αξιότη' μα κι έτσι εκείνος τον εζύγωνε με τα γοργά του τ᾿ άτια. Όσο σιμά είναι η ρόδα στο άλογο, το βασιλιά που σέρνει μέσα στο αμάξι του, και χύνεται στον κάμπο δρασκελώντας, κι οι τρίχες της ουράς του αγγίζουνε της ρόδας άκρην άκρη |
515 | κέρδεσιν, οὔ τι τάχει γε, παραφθάμενος Μενέλαον· ἀλλὰ καὶ ὧς Μενέλαος ἔχ᾽ ἐγγύθεν ὠκέας ἵππους. ὅσσον δὲ τροχοῦ ἵππος ἀφίσταται, ὅς ῥα ἄνακτα ἕλκῃσιν πεδίοιο τιταινόμενος σὺν ὄχεσφι· τοῦ μέν τε ψαύουσιν ἐπισσώτρου τρίχες ἄκραι |
|
520 | οὐραῖαι· ὃ δέ τ᾽ ἄγχι μάλα τρέχει, οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγὺς πολέος πεδίοιο θέοντος· τόσσον δὴ Μενέλαος ἀμύμονος Ἀντιλόχοιο λείπετ᾽· ἀτὰρ τὰ πρῶτα καὶ ἐς δίσκουρα λέλειπτο, ἀλλά μιν αἶψα κίχανεν· ὀφέλλετο γὰρ μένος ἠῢ |
το γύρο, ως κυκλοφέρνει τρέχοντας σιμά τους,
μήτε ο τόπος πολύς αναμεσό τους, το άλογο σαν τρέχει μες στον κάμπο· τόσο είχε μόνο απ᾿ τον Αντίλοχο πίσω ο Μενέλαος μείνει, κι όμως πιο πριν ξοπίσω του έρχουνταν ως ένα δισκοπέτι. Ωστόσο γρήγορα τον έφτασε, τι όλο και πιο με φόρα η Αίθη, η φοράδα του Αγαμέμνονα, χιμούσε η ομορφοτρίχα. Κι αν είχαν κι άλλο δρόμο να 'τρεχαν ακόμα οι δυο τους τότε, θα τον περνούσε, αξεσυνέριστα τη νίκη παίρνοντας του. Μετά ο Μηριόνης φτάνει, ο σύντροφος του Ιδομενέα του γαύρου, απ᾿ το Μενέλαο τον περίλαμπρο μια κονταριά πιο πίσω· |
525 | ἵππου τῆς Ἀγαμεμνονέης καλλίτριχος Αἴθης· εἰ δέ κ᾽ ἔτι προτέρω γένετο δρόμος ἀμφοτέροισι, τώ κέν μιν παρέλασσ᾽ οὐδ᾽ ἀμφήριστον ἔθηκεν. αὐτὰρ Μηριόνης θεράπων ἐῢς Ἰδομενῆος λείπετ᾽ ἀγακλῆος Μενελάου δουρὸς ἐρωήν· |
|
530 | βάρδιστοι μὲν γάρ οἱ ἔσαν καλλίτριχες ἵπποι, ἤκιστος δ᾽ ἦν αὐτὸς ἐλαυνέμεν ἅρμ᾽ ἐν ἀγῶνι. υἱὸς δ᾽ Ἀδμήτοιο πανύστατος ἤλυθεν ἄλλων ἕλκων ἅρματα καλὰ ἐλαύνων πρόσσοθεν ἵππους. τὸν δὲ ἰδὼν ᾤκτειρε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς, |
τι απ᾿ όλα έλαχαν πιο αργοσάλευτα τα ωριότριχα άλογα του, κι ατός του πιο αχαμνός άλόγατα να κυβερνά σε αγώνες. Στερνός ο γιος ερχόταν του Αδμήτου, κι έσερνε πίσω ατός του τ᾿ όμορφο αμάξι του, τ᾿ αλόγατα μπροστά του πιλαλώντας. Κι όπως τον είδε, ο φτεροπόδαρος τον πόνεσε Αχιλλέας, κι έτσι μιλούσε με ανεμάρπαστα μες στους Αργίτες λόγια: «Να ο πιο τρανός που φτάνει ολόστερνος λαλώντας τ᾿ άλογα του! Ομπρός, ελατέ να του δώσουμε βραβείο, καθώς ταιριάζει, το δεύτερο· το πρώτο θα 'λεγα να πάρει ο Διομήδης.» Αυτά είπε, κι όλοι τους χαρούμενοι στη γνώμη του συγκλίναν' |
535 | στὰς δ᾽ ἄρ᾽ ἐν Ἀργείοις ἔπεα πτερόεντ᾽ ἀγόρευε· λοῖσθος ἀνὴρ ὤριστος ἐλαύνει μώνυχας ἵππους· ἀλλ᾽ ἄγε δή οἱ δῶμεν ἀέθλιον ὡς ἐπιεικὲς δεύτερ᾽· ἀτὰρ τὰ πρῶτα φερέσθω Τυδέος υἱός. ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπῄνεον ὡς ἐκέλευε. |
|
540 | καί νύ κέ οἱ πόρεν ἵππον, ἐπῄνησαν γὰρ Ἀχαιοί, εἰ μὴ ἄρ᾽ Ἀντίλοχος μεγαθύμου Νέστορος υἱὸς Πηλεΐδην Ἀχιλῆα δίκῃ ἠμείψατ᾽ ἀναστάς· ὦ Ἀχιλεῦ μάλα τοι κεχολώσομαι αἴ κε τελέσσῃς τοῦτο ἔπος· μέλλεις γὰρ ἀφαιρήσεσθαι ἄεθλον |
και τη φοράδα θα του χάριζε, τι οι Δαναοί το
θέλαν, ο Αντίλοχος, ο γιος του αντρόκαρδου Νεστόρου, αν δε σκωνόταν, στον αντρειανό Αχιλλέα το δίκιο του να πει και να φωνάξει: «Αν Αχιλλέα, το λόγο που 'βγαλες τον κάνεις πράξη τώρα, πολύ μαζί σου εγώ θα θύμωνα᾿ τι το βραβείο μου παίρνεις, τάχα πως έσπασε το αμάξι του, σκόρπισαν τ᾿ άλογα του, κι ατός του, όσο καλός, γκρεμίστηκε᾿ μ᾿ αν στους θεούς ευκιόταν, ως πρέπει, ολόστερνος δε θα 'ρχουνταν, πιο πίσω από τους άλλους. Μ᾿ αν τον λυπάσαι και στα σπλάχνα σου γι᾿ αυτόν αγάπη νιώθεις, έχεις χαλκό, κι έχεις και μάλαμα περίσσιο στο καλύβι, |
545 | τὰ φρονέων ὅτι οἱ βλάβεν ἅρματα καὶ ταχέ᾽ ἵππω αὐτός τ᾽ ἐσθλὸς ἐών· ἀλλ᾽ ὤφελεν ἀθανάτοισιν εὔχεσθαι· τό κεν οὔ τι πανύστατος ἦλθε διώκων. εἰ δέ μιν οἰκτίρεις καί τοι φίλος ἔπλετο θυμῷ ἔστί τοι ἐν κλισίῃ χρυσὸς πολύς, ἔστι δὲ χαλκὸς |
|
550 | καὶ πρόβατ᾽, εἰσὶ δέ τοι δμῳαὶ καὶ μώνυχες ἵπποι· τῶν οἱ ἔπειτ᾽ ἀνελὼν δόμεναι καὶ μεῖζον ἄεθλον ἠὲ καὶ αὐτίκα νῦν, ἵνα σ᾽ αἰνήσωσιν Ἀχαιοί. τὴν δ᾽ ἐγὼ οὐ δώσω· περὶ δ᾽ αὐτῆς πειρηθήτω ἀνδρῶν ὅς κ᾽ ἐθέλῃσιν ἐμοὶ χείρεσσι μάχεσθαι. |
κι έχεις και σκλάβες και μονόνυχα φαριά κι αρνιά και γίδες· πάρε απ᾿ αυτά μετά και δώσε του πιο πλούσιο ακόμα δώρο, για τώρα ευτύς εδώ, χαρούμενοι κι οι Αργίτες να συγκλίνουν. Μα εγώ δε δίνω τη φοράδα μου, κι ομπρός, ας δοκιμάσει όποιου βολεί να 'ρθεΐ για χάρη της μαζί μου να παλέψει!» Έτσι μιλούσε, κι αχνογέλασε στον ακριβό του ακράνη τότε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος, χαρούμενος μαζί του, και κράζοντας τον με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια: «Αυτό που εζήτησες, Αντίλοχε, θα σου το κάνω τώρα, κι ένα άλλο δώρο απ᾿ το καλύβι μου στον Εύμηλο θα δώσω. |
555 | ὣς φάτο, μείδησεν δὲ ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεὺς χαίρων Ἀντιλόχῳ, ὅτι οἱ φίλος ἦεν ἑταῖρος· καί μιν ἀμειβόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· Ἀντίλοχ᾽, εἰ μὲν δή με κελεύεις οἴκοθεν ἄλλο Εὐμήλῳ ἐπιδοῦναι, ἐγὼ δέ κε καὶ τὸ τελέσσω. |
|
560 | δώσω οἱ θώρηκα, τὸν Ἀστεροπαῖον ἀπηύρων χάλκεον, ᾧ πέρι χεῦμα φαεινοῦ κασσιτέροιο ἀμφιδεδίνηται· πολέος δέ οἱ ἄξιος ἔσται. ἦ ῥα, καὶ Αὐτομέδοντι φίλῳ ἐκέλευσεν ἑταίρῳ οἰσέμεναι κλισίηθεν· ὃ δ᾽ ᾤχετο καί οἱ ἔνεικεν, |
Θα του χαρίσω εγώ το θώρακα, του Αστεροπαίου που επήρα, το χάλκινο, χυτό που ζώνει τον καλάι τρογύρα ολούθε, κι αστράφτει μες στο φως αλάκερος᾿ μεγάλο βιος αξίζει.» Είπε, κι ευτύς τον Αυτομέδοντα, το σύντροφο του, κράζει να του τον φέρει απ᾿ το καλύβι του᾿ κι εκείνος πάει, τον φέρνει, και βάζει τον στα χέρια του Εύμηλου, που όλο χαρά τον δέχτη. Μα τότε κι ο Μενέλαος βράζοντας σηκώθη αναμεσό τους, με τον Αντίλοχο ακατάπαυτα θυμώνοντας· κι ο κράχτης το σκήπτρο βάζει μες στα χέρια του, και να σωπάσουν όλοι · προστάζει οί Αργίτες· τότε μίλησεν ο ισόθεος άντρας κι είπε: |
565 | Εὐμήλῳ δ᾽ ἐν χερσὶ τίθει· ὃ δὲ δέξατο χαίρων. τοῖσι δὲ καὶ Μενέλαος ἀνίστατο θυμὸν ἀχεύων Ἀντιλόχῳ ἄμοτον κεχολωμένος· ἐν δ᾽ ἄρα κῆρυξ χειρὶ σκῆπτρον ἔθηκε, σιωπῆσαί τε κέλευσεν Ἀργείους· ὃ δ᾽ ἔπειτα μετηύδα ἰσόθεος φώς· |
|
570 | Ἀντίλοχε πρόσθεν πεπνυμένε ποῖον ἔρεξας. ᾔσχυνας μὲν ἐμὴν ἀρετήν, βλάψας δέ μοι ἵππους τοὺς σοὺς πρόσθε βαλών, οἵ τοι πολὺ χείρονες ἦσαν. ἀλλ᾽ ἄγετ᾽ Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες ἐς μέσον ἀμφοτέροισι δικάσσατε, μὴ δ᾽ ἐπ᾽ ἀρωγῇ, |
«Εσύ ήσουν γνωστικός, Αντίλοχε, μα τι 'ναι αυτά
που κάνεις; Και την αξία μου τώρα εντρόπιασες και τ᾿ άτια αντίσκοψές μου, μπροστά τους τα δικά σου βάζοντας, που πιο αχαμνά πολύ 'ναι. Και τώρα ομπρός, Αργίτες άρχοντες και πρωτοκεφαλάδες, ακριβοδίκια εδώ δικάστε μας· δε θέλω εγώ κανένας να πει από τους Αργίτες κάποτε τους χαλκοθωρακάτους: ,,Τότε ο Μενέλαος τον Αντίλοχο ζορίζοντας του πήρε με δόλο τη φοράδα᾿ τ᾿ άτια του περίσσια πιο αχαμνά 'ταν, μα πιο τρανό το βασιλίκι του, πιο πλήθια η δύναμη του." Όμως θα κρίνω εγώ μονάχος μου, κι ούτε Αχαιός κανένας |
575 | μή ποτέ τις εἴπῃσιν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων· Ἀντίλοχον ψεύδεσσι βιησάμενος Μενέλαος οἴχεται ἵππον ἄγων, ὅτι οἱ πολὺ χείρονες ἦσαν ἵπποι, αὐτὸς δὲ κρείσσων ἀρετῇ τε βίῃ τε. εἰ δ᾽ ἄγ᾽ ἐγὼν αὐτὸς δικάσω, καί μ᾽ οὔ τινά φημι |
|
580 | ἄλλον ἐπιπλήξειν Δαναῶν· ἰθεῖα γὰρ ἔσται. Ἀντίλοχ᾽ εἰ δ᾽ ἄγε δεῦρο διοτρεφές, ἣ θέμις ἐστί, στὰς ἵππων προπάροιθε καὶ ἅρματος, αὐτὰρ ἱμάσθλην χερσὶν ἔχε ῥαδινήν, ᾗ περ τὸ πρόσθεν ἔλαυνες, ἵππων ἁψάμενος γαιήοχον ἐννοσίγαιον |
θα 'χει μαζί μου λέω παράπονο᾿ τι θα 'ναι δίκια η κρίση: Αντίλοχε αντρειανέ, για ζύγωσε, κι όπως ορίζει η τάξη, στάσου στο αμάξι ομπρός και στ᾿ άτια σου, και κράτα και στο χέρι το λυγερό μαστίγι, τ᾿ άλογα που πριν με αυτό λαλούσες· και στ᾿ άτια το δεξί σου βάζοντας, στον Ποσειδώνα ορκίσου πως δεν αμπόδισες ξεπίτηδες το αμάξι μου με δόλο.» Και τότε ο γνωστικός Αντίλοχος απηλογιά του δίνει: « Τρανέ Μενέλαε, μη συχύζεσαι, τι εγώ μπροστά σου στέκω πολύ πιο νιος, και συ στη δύναμη περνάς με και στα χρόνια. Του άγουρου τ᾿ άπρεπα καμώματα τα ξέρεις δίχως άλλο' |
585 | ὄμνυθι μὴ μὲν ἑκὼν τὸ ἐμὸν δόλῳ ἅρμα πεδῆσαι. τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἀντίλοχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα· ἄνσχεο νῦν· πολλὸν γὰρ ἔγωγε νεώτερός εἰμι σεῖο ἄναξ Μενέλαε, σὺ δὲ πρότερος καὶ ἀρείων. οἶσθ᾽ οἷαι νέου ἀνδρὸς ὑπερβασίαι τελέθουσι· |
|
590 | κραιπνότερος μὲν γάρ τε νόος, λεπτὴ δέ τε μῆτις. τώ τοι ἐπιτλήτω κραδίη· ἵππον δέ τοι αὐτὸς δώσω, τὴν ἀρόμην. εἰ καί νύ κεν οἴκοθεν ἄλλο μεῖζον ἐπαιτήσειας, ἄφαρ κέ τοι αὐτίκα δοῦναι βουλοίμην ἢ σοί γε διοτρεφὲς ἤματα πάντα |
τι ο νους του παίρνει αγέρα γρήγορα, κι είναι αχαμνή η βουλή του. Γι᾿ αυτό και τώρα υπομονέψου το, και τη φοράδα ατός μου θα σου τη δώσω, αυτή που εκέρδισα᾿ κι ακόμα από δικού μου τίποτα αν ήταν άλλο που 'θελες, ευτύς θα το 'χα κάλλιο να σου το δώσω, αρχοντογέννητε, παρά να με μισήσουν όλοι οι θεοί, και την αγάπη σου να χάσω εγώ για πάντα.» Είπε, και παίρνει ο γιος του αντρόκαρδου Νεστόρου τη φοράδα, και στο Μενέλαο παραδίνει τη· κι εκείνου ευτύς το σπλάχνο γλύκανε εντός του. Πώς ολόγυρα πέφτει η δροσιά στα στάχυα, σαν πήραν τα σπαρτά και ψώμωσαν, κι οι κάμποι τρικυμίζουν |
595 | ἐκ θυμοῦ πεσέειν καὶ δαίμοσιν εἶναι ἀλιτρός. ἦ ῥα καὶ ἵππον ἄγων μεγαθύμου Νέστορος υἱὸς ἐν χείρεσσι τίθει Μενελάου· τοῖο δὲ θυμὸς ἰάνθη ὡς εἴ τε περὶ σταχύεσσιν ἐέρση ληΐου ἀλδήσκοντος, ὅτε φρίσσουσιν ἄρουραι· |
|
600 | ὣς ἄρα σοὶ Μενέλαε μετὰ φρεσὶ θυμὸς ἰάνθη. καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· Ἀντίλοχε νῦν μέν τοι ἐγὼν ὑποείξομαι αὐτὸς χωόμενος, ἐπεὶ οὔ τι παρήορος οὐδ᾽ ἀεσίφρων ἦσθα πάρος· νῦν αὖτε νόον νίκησε νεοίη. |
όμοια και σε, Μενέλαε, γλύκανε το σπλάχνο τότε
εντός σου· και κράζοντας τον με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια: «Για τώρα ατός μου θέλω, Αντίλοχε, ν᾿ αφήσω το θυμό μου' τι εσύ δεν ήσουν ασυλλόγιστος μηδέ άμυαλος ποτέ σου' κι ήταν η νιότη που σου γύρισε το νου για λίγο τώρα. Μα άλλη φορά να παίζεις άσκημα μη θες με πιο τρανούς σου' τι άλλος Αργίτης δε θα μου άλλαζε τόσο εύκολα τη γνώμη. Μα ωστόσο εσύ για μένα εμόχτησες πολύ, πολλά έχεις πάθει, μαζί κι ο αντρόκαρδος ο κύρης σου και το τρανό σου αδέρφι. Γι᾿ αυτό σου κάνω, αφού μου πρόσπεσες, τη χάρη᾿ τη φοράδα, |
605 | δεύτερον αὖτ᾽ ἀλέασθαι ἀμείνονας ἠπεροπεύειν. οὐ γάρ κέν με τάχ᾽ ἄλλος ἀνὴρ παρέπεισεν Ἀχαιῶν. ἀλλὰ σὺ γὰρ δὴ πολλὰ πάθες καὶ πολλὰ μόγησας σός τε πατὴρ ἀγαθὸς καὶ ἀδελφεὸς εἵνεκ᾽ ἐμεῖο· τώ τοι λισσομένῳ ἐπιπείσομαι, ἠδὲ καὶ ἵππον |
|
610 | δώσω ἐμήν περ ἐοῦσαν, ἵνα γνώωσι καὶ οἵδε ὡς ἐμὸς οὔ ποτε θυμὸς ὑπερφίαλος καὶ ἀπηνής. ἦ ῥα, καὶ Ἀντιλόχοιο Νοήμονι δῶκεν ἑταίρῳ ἵππον ἄγειν· ὃ δ᾽ ἔπειτα λέβηθ᾽ ἕλε παμφανόωντα. Μηριόνης δ᾽ ἀνάειρε δύω χρυσοῖο τάλαντα |
κι ας είναι και δικιά μου, πάρε τη, να μάθουν κι όλοι ετούτοι πως άσπλαχνη καρδιά κι αμέρωτη δεν είχα εγώ ποτέ μου.» Είπε, καί δίνει στο Νοήμονα, του Αντίλοχου το φίλο, το άλογο ευτύς, κι ατός του εκράτησε το αστραφτερό λεβέτι. Και το χρυσάφι, τα δυο τάλαντα, πήρε μετά ο Μηριόνης, σαν που 'ρθε τέταρτος· κι ως έμενε πια το βραβείο το πέμπτο, η κούπα η δίγουβη, του Νέστορα τη χάρισε ο Αχιλλέας. Κι ως ήρθε ομπρός του μες στη σύναξη βαστώντας τη, του λέει: « Δέξου και συ την κούπα, γέροντα, και φύλαχ'τη, απ᾿ το ξόδι να 'χεις μια θύμηση του Πάτροκλου᾿ τι πια μες στους Αργίτες |
615 | τέτρατος, ὡς ἔλασεν. πέμπτον δ᾽ ὑπελείπετ᾽ ἄεθλον, ἀμφίθετος φιάλη· τὴν Νέστορι δῶκεν Ἀχιλλεὺς Ἀργείων ἀν᾽ ἀγῶνα φέρων, καὶ ἔειπε παραστάς· τῆ νῦν, καὶ σοὶ τοῦτο γέρον κειμήλιον ἔστω Πατρόκλοιο τάφου μνῆμ᾽ ἔμμεναι· οὐ γὰρ ἔτ᾽ αὐτὸν |
|
620 | ὄψῃ ἐν Ἀργείοισι· δίδωμι δέ τοι τόδ᾽ ἄεθλον αὔτως· οὐ γὰρ πύξ γε μαχήσεαι, οὐδὲ παλαίσεις, οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἀκοντιστὺν ἐσδύσεαι, οὐδὲ πόδεσσι θεύσεαι· ἤδη γὰρ χαλεπὸν κατὰ γῆρας ἐπείγει. ὣς εἰπὼν ἐν χερσὶ τίθει· ὃ δ᾽ ἐδέξατο χαίρων, |
δε θα τον δεις ποτέ σου· χάρισμα σου δίνω αυτό να το 'χεις᾿ τι μήτε στης πυγμής το αγώνισμα θα πάρεις μέρος τώρα, κι ουδέ και στο κονταροχτύπημα, κι ουδέ στην πάλη, κι ούτε θα βγεις να τρέξεις· τα γεράματα σ᾿ έχουν πλακώσει τα έρμα!» Έτσι μιλώντας του την έδωκε, κι αυτός την αποδέχτη όλο χαρά, και με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια: « Γιε μου, όλα τούτα που μου μίλησες σωστά καί δίκια αλήθεια' τι δε με ακούν, καλέ, τα γόνατα πια τώρα, ουδέ τα χέρια σαλεύουν σαν και πριν ανάλαφρα δεξόζερβα στους ώμους. Αχ, νιος και να 'μουν, αξεθύμαστη τη δύναμη μου να 'χα, |
625 | καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· ναὶ δὴ ταῦτά γε πάντα τέκος κατὰ μοῖραν ἔειπες· οὐ γὰρ ἔτ᾽ ἔμπεδα γυῖα φίλος πόδες, οὐδέ τι χεῖρες ὤμων ἀμφοτέρωθεν ἐπαΐσσονται ἐλαφραί. εἴθ᾽ ὣς ἡβώοιμι βίη τέ μοι ἔμπεδος εἴη |
|
630 | ὡς ὁπότε κρείοντ᾽ Ἀμαρυγκέα θάπτον Ἐπειοὶ Βουπρασίῳ, παῖδες δ᾽ ἔθεσαν βασιλῆος ἄεθλα· ἔνθ᾽ οὔ τίς μοι ὁμοῖος ἀνὴρ γένετ᾽, οὔτ᾽ ἄρ᾽ Ἐπειῶν οὔτ᾽ αὐτῶν Πυλίων οὔτ᾽ Αἰτωλῶν μεγαθύμων. πὺξ μὲν ἐνίκησα Κλυτομήδεα Ἤνοπος υἱόν, |
σαν τότε, στο Βουπράσιο που 'γινε του Αμαρυγκέα
το ξόδι, · στων Επειών το κάστρο, κι έστησαν οι γιοί του ρήγα αγώνες· τι εκεί δε στάθηκε παρόμοιος μου μήτε Επειός κανένας μήτε Αιτωλός αλήθεια αντρόψυχος, και μήτε καν Πυλιώτης. Στην πυγμαχία του Ηνόπου ενίκησα το γιο, τον Κλυτομήδη, στην πάλη τον Αγκαίο, που αντίμαχος μου εστάθη, απ᾿ την Πλευρώνα· τον Ίφικλο στο δρόμο επέρασα, κι ας ήταν φτεροπόδης, και στο κοντάρι τον Πολύδωρο και το Φυλέα κερδίζω. Στ᾿ άλογα μόνο με προσπέρασαν οι γιοι του Αχτόρου τότε, που ήτανε δυο και πίσω με άφησαν, τη νίκη λαχταρώντας· |
635 | Ἀγκαῖον δὲ πάλῃ Πλευρώνιον, ὅς μοι ἀνέστη· Ἴφικλον δὲ πόδεσσι παρέδραμον ἐσθλὸν ἐόντα, δουρὶ δ᾽ ὑπειρέβαλον Φυλῆά τε καὶ Πολύδωρον. οἴοισίν μ᾽ ἵπποισι παρήλασαν Ἀκτορίωνε πλήθει πρόσθε βαλόντες ἀγασσάμενοι περὶ νίκης, |
|
640 | οὕνεκα δὴ τὰ μέγιστα παρ᾽ αὐτόθι λείπετ᾽ ἄεθλα. οἳ δ᾽ ἄρ᾽ ἔσαν δίδυμοι· ὃ μὲν ἔμπεδον ἡνιόχευεν, ἔμπεδον ἡνιόχευ᾽, ὃ δ᾽ ἄρα μάστιγι κέλευεν. ὥς ποτ᾽ ἔον· νῦν αὖτε νεώτεροι ἀντιοώντων ἔργων τοιούτων· ἐμὲ δὲ χρὴ γήραϊ λυγρῷ |
τι εδώ τα πιο τρανά μας πρόσμεναν βραβεία μες
σ᾿ όλα τ᾿ άλλα᾿ κι ήταν αδέρφια διδυμάρικα᾿ τα γκέμια εκράτα ο πρώτος, τα γκέμια εκράτα αυτός, κι ο δεύτερος μαστίγωνε τους μαύρους. Τέτοιος εστάθηκα᾿ μ᾿ ας γνοιάζουνται πια τώρα οι νιότεροί μου σ᾿ έτοιες δουλειές. Κι εγώ, που τ᾿ άραχλα γεράματα με ζώσαν, αναμερίζω, κι ας ξεχώριζα στους αντρειωμένους τότε. Μα τώρα σύρε, για το σύντροφο ξακλούθα τους αγώνες, κι αυτό το παίρνω εγώ χαρούμενος, και φραίνεται η καρδιά μου που δεν ξεχνάς με (τι σε αγάπησα κι εγώ) και το θυμάσαι να με τιμάς, σαν που ταιριάζει μου μες στους Αργίτες όλους. |
645 | πείθεσθαι, τότε δ᾽ αὖτε μετέπρεπον ἡρώεσσιν. ἀλλ᾽ ἴθι καὶ σὸν ἑταῖρον ἀέθλοισι κτερέϊζε. τοῦτο δ᾽ ἐγὼ πρόφρων δέχομαι, χαίρει δέ μοι ἦτορ, ὥς μευ ἀεὶ μέμνησαι ἐνηέος, οὐδέ σε λήθω, τιμῆς ἧς τέ μ᾽ ἔοικε τετιμῆσθαι μετ᾽ Ἀχαιοῖς. |
|
650 | σοὶ δὲ θεοὶ τῶνδ᾽ ἀντὶ χάριν μενοεικέα δοῖεν. ὣς φάτο, Πηλεΐδης δὲ πολὺν καθ᾽ ὅμιλον Ἀχαιῶν ᾤχετ᾽, ἐπεὶ πάντ᾽ αἶνον ἐπέκλυε Νηλεΐδαο. αὐτὰρ ὃ πυγμαχίης ἀλεγεινῆς θῆκεν ἄεθλα· ἡμίονον ταλαεργὸν ἄγων κατέδησ᾽ ἐν ἀγῶνι |
Οι αθάνατοι γι᾿ αυτά ας σου δώσουνε τ᾿ ό,τι ποθεί η καρδιά σου!» Αυτά είπε, κι ο Αχιλλέας ξανάγυρε μες στο πολύ τ᾿ ασκέρι, τα λόγια τα καλά του Νέστορα σαν άκουσε ως την άκρη. Και τότε τα βραβεία της άσπλαχνης της πυγμαχίας πιθώνει᾿ φέρνει και δένει μπρος στη σύναξη γομάρικο μουλάρι, εξάχρονο, άστρωτο, που ζόρικο πολύ'ναι να το στρώσεις. Κι ακόμα βάζει κούπα δίγουβη να πάρει ο νικημένος. Ορθός στη μέση τότε στέκοντας στους Αχαιούς φωνάζει: « Υγιέ του Ατρέα και σεις επίλοιποι καλαντρειωμένοι Αργίτες, άντρες για τοϋτα δυο ας φωνάξουμε, τους πιο τρανούς, ολόρθοι |
655 | ἑξέτε᾽ ἀδμήτην, ἥ τ᾽ ἀλγίστη δαμάσασθαι· τῷ δ᾽ ἄρα νικηθέντι τίθει δέπας ἀμφικύπελλον. στῆ δ᾽ ὀρθὸς καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν· Ἀτρεΐδη τε καὶ ἄλλοι ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοὶ ἄνδρε δύω περὶ τῶνδε κελεύομεν, ὥ περ ἀρίστω, |
|
660 | πὺξ μάλ᾽ ἀνασχομένω πεπληγέμεν· ᾧ δέ κ᾽ Ἀπόλλων δώῃ καμμονίην, γνώωσι δὲ πάντες Ἀχαιοί, ἡμίονον ταλαεργὸν ἄγων κλισίην δὲ νεέσθω· αὐτὰρ ὃ νικηθεὶς δέπας οἴσεται ἀμφικύπελλον. ὣς ἔφατ᾽, ὄρνυτο δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀνὴρ ἠΰς τε μέγας τε |
να χτυπηθούνε με τους γρόθους τους᾿ και σ᾿ όποιον απ᾿ τους δυο τους
μπρος σε όλονών εδώ τα μάτια μας τη νίκη δώσει ο Φοίβος, τη μούλα ας πάρει τη γομάρικη να γύρει στο καλύβι" κι ο νικημένος τη διπλόγουβη την κούπα θα κερδέψει.» Αυτά είπε, κι ο Επειός, ο αντρόκαρδος υγιός του Πανοπέα, πετάχτη ευτύς, ο αρχοντοκάμωτος της πυγμαχίας τεχνίτης· βάζει το χέρι στη γομάρικη τη μούλα και φωνάζει: «Άς βγει μπροστά μου ο που τη δίγουβη την κούπα θα κερδέψει' Αργίτης άλλος λέω δε δύνεται τη μούλα να μου πάρει, νικώντας στις γροθιές· καλύτερος δε βρίσκεται από μένα. |
665 | εἰδὼς πυγμαχίης υἱὸς Πανοπῆος Ἐπειός, ἅψατο δ᾽ ἡμιόνου ταλαεργοῦ φώνησέν τε· ἆσσον ἴτω ὅς τις δέπας οἴσεται ἀμφικύπελλον· ἡμίονον δ᾽ οὔ φημί τιν᾽ ἀξέμεν ἄλλον Ἀχαιῶν πυγμῇ νικήσαντ᾽, ἐπεὶ εὔχομαι εἶναι ἄριστος. |
|
670 | οὐχ ἅλις ὅττι μάχης ἐπιδεύομαι; οὐδ᾽ ἄρα πως ἦν ἐν πάντεσσ᾽ ἔργοισι δαήμονα φῶτα γενέσθαι. ὧδε γὰρ ἐξερέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται· ἀντικρὺ χρόα τε ῥήξω σύν τ᾽ ὀστέ᾽ ἀράξω. κηδεμόνες δέ οἱ ἐνθάδ᾽ ἀολλέες αὖθι μενόντων, |
Δε φτάνει τάχα που στον πόλεμο μου λείπει η αξία; τι αλήθεια όλα μαζί κανείς δε γίνεται να τα κατέχει πλέρια. Μ᾿ ακούστε τώρα κάποιο λόγο μου, που σίγουρα θα γένει: Θα του τσακίσω εγώ τα κόκαλα, θα σκίσω το κορμί του πέρα για πέρα᾿ ας μείνουν δίπλα του τώρα οι δικοί του μόνο, σα θα 'χει σκοτωθεί απ᾿ τα χέρια μου, για να τον κουβαλήσουν!» Αυτά είπε, κι όλοι γύρω απόμειναν και δεν έβγαναν άχνα' ένας μονάχα ασκώθη, ο Ευρύπυλος ο ισόθεος, αντικρύ του, του Ταλαού τ᾿ αγγόνι, του άρχοντα του Μηκιστέα βλαστάρι, που πήγε κάποτε στου Οιδίποδα, σαν πέθανε, το ξόδι, |
675 | οἵ κέ μιν ἐξοίσουσιν ἐμῇς ὑπὸ χερσὶ δαμέντα. ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ. Εὐρύαλος δέ οἱ οἶος ἀνίστατο ἰσόθεος φὼς Μηκιστῆος υἱὸς Ταλαϊονίδαο ἄνακτος, ὅς ποτε Θήβας δ᾽ ἦλθε δεδουπότος Οἰδιπόδαο |
|
680 | ἐς τάφον· ἔνθα δὲ πάντας ἐνίκα Καδμείωνας. τὸν μὲν Τυδεΐδης δουρὶ κλυτὸς ἀμφεπονεῖτο θαρσύνων ἔπεσιν, μέγα δ᾽ αὐτῷ βούλετο νίκην. ζῶμα δέ οἱ πρῶτον παρακάββαλεν, αὐτὰρ ἔπειτα δῶκεν ἱμάντας ἐϋτμήτους βοὸς ἀγραύλοιο. |
στη Θήβα, κι όλους τους απόγονους του Κάδμου
ενίκησέ τους. Κι ο ξακουστός Διομήδης έτρεξε να τον γνοιαστεί, με λόγια γκαρδιώνοντάς τον τι λαχτάριζε τη νίκη αυτός να πάρει. Ζωνάρι γύρα από τη μέση του σφιχτό του βάζει πρώτα, μετά καλοκομμένα του 'δωσε γερά λουριά ταυρίσια. Κι ως ζώστηκαν κι οι δυο, προχώρεσαν στη μέση από τ᾿ αλώνι, κι αντίκρα ασκώνοντας τα χέρια τους τα σταλωμένα οι δυο τους ο ένας στον άλλο απάνω εχίμιξε κι ήρθαν μεμιάς στα χέρια' και τρίζαν άγρια τα σαγόνια τους, κι ολούθε το κορμί τους στάλαζε ιδρώτα᾿ κι ο αρχοντόγεννος Επειός χιμάει, κι ως ο άλλος |
685 | τὼ δὲ ζωσαμένω βήτην ἐς μέσσον ἀγῶνα, ἄντα δ᾽ ἀνασχομένω χερσὶ στιβαρῇσιν ἅμ᾽ ἄμφω σύν ῥ᾽ ἔπεσον, σὺν δέ σφι βαρεῖαι χεῖρες ἔμιχθεν. δεινὸς δὲ χρόμαδος γενύων γένετ᾽, ἔρρεε δ᾽ ἱδρὼς πάντοθεν ἐκ μελέων· ἐπὶ δ᾽ ὄρνυτο δῖος Ἐπειός, |
|
690 | κόψε δὲ παπτήναντα παρήϊον· οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτι δὴν ἑστήκειν· αὐτοῦ γὰρ ὑπήριπε φαίδιμα γυῖα. ὡς δ᾽ ὅθ᾽ ὑπὸ φρικὸς Βορέω ἀναπάλλεται ἰχθὺς θίν᾽ ἐν φυκιόεντι, μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν, ὣς πληγεὶς ἀνέπαλτ᾽· αὐτὰρ μεγάθυμος Ἐπειὸς |
που να του δώσει ολούθε κοίταζε, στο μάγουλο
χτυπά τον, κι αυτός πολληώρα ορθός δεν κράτησε· μεμιάς στη γη σωριάστη. Πώς στου Βοριά το πρώτο φύσημα, σαν ο γιαλός σγουραίνει φυκόσπαρτος, ψηλά τινάζουνται τα ψάρια, και στο κύμα ξανά βουτούν όμοια ετινάχτηκε κι εκείνος χτυπημένος. Τότε ο Επειός ορθό τον άσκωσε, και γύρα του οι σύντροφοι τον παίρναν όξω από τη σύναξη· τα πόδια του σουρνόνταν, κι αίμα πηχτό ξερνούσε, κι έγερνε στο πλάι την κεφαλή του. Κι ως λιγωμένο πια τον έβαλαν να κάτσει αναμεσό τους, τρέξαν εκείνοι και τη δίγουβη την κούπα εκουβαλήσαν. |
695 | χερσὶ λαβὼν ὤρθωσε· φίλοι δ᾽ ἀμφέσταν ἑταῖροι, οἵ μιν ἄγον δι᾽ ἀγῶνος ἐφελκομένοισι πόδεσσιν αἷμα παχὺ πτύοντα κάρη βάλλονθ᾽ ἑτέρωσε· κὰδ δ᾽ ἀλλοφρονέοντα μετὰ σφίσιν εἷσαν ἄγοντες, αὐτοὶ δ᾽ οἰχόμενοι κόμισαν δέπας ἀμφικύπελλον. |
|
700 | Πηλεΐδης δ᾽ αἶψ᾽ ἄλλα κατὰ τρίτα θῆκεν ἄεθλα δεικνύμενος Δαναοῖσι παλαισμοσύνης ἀλεγεινῆς, τῷ μὲν νικήσαντι μέγαν τρίποδ᾽ ἐμπυριβήτην, τὸν δὲ δυωδεκάβοιον ἐνὶ σφίσι τῖον Ἀχαιοί· ἀνδρὶ δὲ νικηθέντι γυναῖκ᾽ ἐς μέσσον ἔθηκε, |
Τότε ο Αχιλλέας προστάζει γρήγορα και φέρνουν άλλα πάλε βραβεία για το άσπλαχνο το πάλεμα, μπρος στους Αργίτες όλους: τρανό τριπόδι σ᾿ όποιον κέρδιζε, για τη φωτιά φτιαγμένο, που οι Δαναοί, όπως το 'δαν, δώδεκα το ξετιμήσαν βόδια· κι ακόμα μια γυναίκα σκλάβα του, να πάρει ο νικημένος, πολυτεχνίτρα, που όλοι τέσσερα την ξετιμούσαν βόδια. Ορθός στη μέση τότε στέκοντας φωνάζει στους Αργίτες: « Σκωθείτε οι δυο που θα παλέψετε και τον αγώνα ετούτον!» Είπε, κι ο μέγας Αίας πετάχτηκεν, ο γιος του Τελαμώνα, κι ασκώθη κι ο Οδυσσέας, που κάτεχε τέχνες πολλές καί δόλους. |
705 | πολλὰ δ᾽ ἐπίστατο ἔργα, τίον δέ ἑ τεσσαράβοιον. στῆ δ᾽ ὀρθὸς καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν· ὄρνυσθ᾽ οἳ καὶ τούτου ἀέθλου πειρήσεσθον. ὣς ἔφατ᾽, ὦρτο δ᾽ ἔπειτα μέγας Τελαμώνιος Αἴας, ἂν δ᾽ Ὀδυσεὺς πολύμητις ἀνίστατο κέρδεα εἰδώς. |
|
710 | ζωσαμένω δ᾽ ἄρα τώ γε βάτην ἐς μέσσον ἀγῶνα, ἀγκὰς δ᾽ ἀλλήλων λαβέτην χερσὶ στιβαρῇσιν ὡς ὅτ᾽ ἀμείβοντες, τούς τε κλυτὸς ἤραρε τέκτων δώματος ὑψηλοῖο βίας ἀνέμων ἀλεείνων. τετρίγει δ᾽ ἄρα νῶτα θρασειάων ἀπὸ χειρῶν |
Κι ως ζώστηκαν κι οι δυο, προχώρεσαν στη μέση
από τ᾿ αλώνι, κι αγκαλιαστά στο απάλε επιάστηκαν με τα γερά τους χέρια, σαν τις ψαλίδες, που άξιος μάστορας πα στη σκεπή καρφώνει σπιτιού αψηλού, να στέκει ακλόνητο, σύντας φυσούν οι ανέμοι. Στα θρασεμένα μέσα χέρια τους, καθώς μεβιάς τραβούσαν, τρίζαν οι ράχες τους, κι εχύνουνταν ο ιδρώτας τους ποτάμι, και τα πλευρά τους κι οι ώμοι εγέμισαν με μελανιές ολούθε, ματοκομμένες, μαυροκόκκινες᾿ μ᾿ αυτοί τη νίκη πάντα λαχτάριζαν, το καλοδούλευτο τριπόδι ποιος θα πάρει. Μα ούτε ο Οδυσσέας μπορούσε σπρώχνοντας στη γη να τον ξαπλώσει, |
715 | ἑλκόμενα στερεῶς· κατὰ δὲ νότιος ῥέεν ἱδρώς, πυκναὶ δὲ σμώδιγγες ἀνὰ πλευράς τε καὶ ὤμους αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον· οἳ δὲ μάλ᾽ αἰεὶ νίκης ἱέσθην τρίποδος πέρι ποιητοῖο· οὔτ᾽ Ὀδυσεὺς δύνατο σφῆλαι οὔδει τε πελάσσαι, |
|
720 | οὔτ᾽ Αἴας δύνατο, κρατερὴ δ᾽ ἔχεν ἲς Ὀδυσῆος. ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἀνίαζον ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς, δὴ τότε μιν προσέειπε μέγας Τελαμώνιος Αἴας· διογενὲς Λαερτιάδη πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ ἤ μ᾽ ἀνάειρ᾽, ἢ ἐγὼ σέ· τὰ δ᾽ αὖ Διὶ πάντα μελήσει. |
ούτε κι ο μέγας Αίας, τι ατράνταχτα βαστούσε κι ο Οδυσσέας. Όμως οι Αργίτες πια οι πολέμαρχοι σαν πήραν να βαριούνται, ο μέγας Αίαντας έτσι εμίλησεν, ο γιος του Τελαμώνα: «Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα, όποιος τον άλλο ασκώσει, κι έπειτα το θέλει ο Δίας ας γένει!» Αυτά είπε, κι αψηλά τον άσκωσε᾿ μα κι ο Οδυσσέας το δόλο δεν τον ξεχνούσε, μον᾿ τον κλώτσησε στο γόνατο άπο πίσω' και κείνου ελύθη η ορμή, κι ανάσκελα ξαπλώθη'κι ο Οδυσσέας έπεσε απάνω του, και σάστισε θωρώντας τους τ᾿ άσκέρι. Πήρε ο Οδυσσέας μετά ο πολύπαθος να τον ασκώσει απάνω, |
725 | ὣς εἰπὼν ἀνάειρε· δόλου δ᾽ οὐ λήθετ᾽ Ὀδυσσεύς· κόψ᾽ ὄπιθεν κώληπα τυχών, ὑπέλυσε δὲ γυῖα, κὰδ δ᾽ ἔβαλ᾽ ἐξοπίσω· ἐπὶ δὲ στήθεσσιν Ὀδυσσεὺς κάππεσε· λαοὶ δ᾽ αὖ θηεῦντό τε θάμβησάν τε. δεύτερος αὖτ᾽ ἀνάειρε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς, |
|
730 | κίνησεν δ᾽ ἄρα τυτθὸν ἀπὸ χθονός, οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἄειρεν, ἐν δὲ γόνυ γνάμψεν· ἐπὶ δὲ χθονὶ κάππεσον ἄμφω πλησίοι ἀλλήλοισι, μιάνθησαν δὲ κονίῃ. καί νύ κε τὸ τρίτον αὖτις ἀναΐξαντ᾽ ἐπάλαιον, εἰ μὴ Ἀχιλλεὺς αὐτὸς ἀνίστατο καὶ κατέρυκε· |
και λίγο από τη γη τον σάλεψε, μα που να τον ασκώσει! Τρικλοποδιά του βάζει, κι έπεσαν στη γη μαζί κι οι δυο τους, και μες στον κουρνιαχτό κυλίστηκαν ο ένας στον άλλο πλάι. Τρίτη φορά ξανά θα ρίχνουνταν για να πιαστούν στο απάλε, αν ο Αχιλλέας γοργά δε σκώνουνταν να τους κρατήσει ατός του: «Αφήστε τώρα πια το πάλεμα και μην καταπονάστε' κι οι δυο νικάτε, κι έτσι παίρνοντας το ίδιο βραβείο καθένας παραμερίστε, κι άλλοι να 'ρθούνε ν᾿ αγωνιστούν Αργίτες.» Είπε, κι αυτοί δέχτηκαν πρόθυμα, χωρίς να παρακούσουν, κι απ᾿ το κορμί τη σκόνη εσφούγγιξαν και βαλαν τους χιτώνες. |
735 | μηκέτ᾽ ἐρείδεσθον, μὴ δὲ τρίβεσθε κακοῖσι· νίκη δ᾽ ἀμφοτέροισιν· ἀέθλια δ᾽ ἶσ᾽ ἀνελόντες ἔρχεσθ᾽, ὄφρα καὶ ἄλλοι ἀεθλεύωσιν Ἀχαιοί. ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδὲ πίθοντο, καί ῥ᾽ ἀπομορξαμένω κονίην δύσαντο χιτῶνας. |
|
740 | Πηλεΐδης δ᾽ αἶψ᾽ ἄλλα τίθει ταχυτῆτος ἄεθλα ἀργύρεον κρητῆρα τετυγμένον· ἓξ δ᾽ ἄρα μέτρα χάνδανεν, αὐτὰρ κάλλει ἐνίκα πᾶσαν ἐπ᾽ αἶαν πολλόν, ἐπεὶ Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν, Φοίνικες δ᾽ ἄγον ἄνδρες ἐπ᾽ ἠεροειδέα πόντον, |
Βραβεία καινούργια για το τρέξιμο τότε ο Αχιλλέας
πιθώνει, καλόφτιαστο κροντήρι ολάργυρο, που εχώραε λίτρες έξι, κι άλλο, στη γης ακέρια αν έψαχνες, τη χάρη του δεν είχε. Μαστόροι ξακουστοί το δούλεψαν με τέχνη, απ᾿ τη Σιδώνα, και Φοίνικες το φέραν σκίζοντας το ανταριασμένο κύμα, κι ως στο λιμάνι άραξαν φτάνοντας, στο Θόαντα το χάρισαν. Κι ήταν αυτό που ο γαύρος Πάτροκλος είχε απ᾿ τον Εύνηο πάρει για του Λυκάονα το ξαγόρασμα, του γιου του Πρίαμου, τότε. Τώρα ο Αχιλλέας βραβείο στου ακράνη του το απίθωνε το ξόδι, για να το πάρει ο πιο αλαφρόποδος απ᾿ όλους στον αγώνα. |
745 | στῆσαν δ᾽ ἐν λιμένεσσι, Θόαντι δὲ δῶρον ἔδωκαν· υἷος δὲ Πριάμοιο Λυκάονος ὦνον ἔδωκε Πατρόκλῳ ἥρωϊ Ἰησονίδης Εὔνηος. καὶ τὸν Ἀχιλλεὺς θῆκεν ἄεθλον οὗ ἑτάροιο, ὅς τις ἐλαφρότατος ποσσὶ κραιπνοῖσι πέλοιτο· |
|
750 | δευτέρῳ αὖ βοῦν θῆκε μέγαν καὶ πίονα δημῷ, ἡμιτάλαντον δὲ χρυσοῦ λοισθήϊ᾽ ἔθηκε. στῆ δ᾽ ὀρθὸς καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν· ὄρνυσθ᾽ οἳ καὶ τούτου ἀέθλου πειρήσεσθε. ὣς ἔφατ᾽, ὄρνυτο δ᾽ αὐτίκ᾽ Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας, |
Και βάζει βόδι για το δεύτερο, τρανό, καλοθρεμμένο, κι ακόμα για τον τρίτο τάλαντο μισό χρυσάφι βάζει. Ορθός στη μέση τότε στέκοντας φωνάζει στους Αργίτες: « Σκωθεΐτε εσείς που θα παλέψετε και τον αγώνα ετούτον!» Είπε, κι ο γιος του Οιλέα πετάχτηκε μεμιάς ο γοργοπόδης, μετά ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος, κι ο Αντίλοχος ξοπίσω, ο γιος του Νέστορα, απ᾿ τους νιότερους ο πιο γερός στα πόδια. Κι ως πήραν θέση, το ακροσήμαδο τους έδειξε ο Αχιλλέας. Κι απ᾿ το σημάδι όπως ξεκίνησαν, ο γιος του Οιλέα σε λίγο τραβούσε πρώτος, και ξοπίσω του χιμούσεν ο Οδυσσέας |
755 | ἂν δ᾽ Ὀδυσεὺς πολύμητις, ἔπειτα δὲ Νέστορος υἱὸς Ἀντίλοχος· ὃ γὰρ αὖτε νέους ποσὶ πάντας ἐνίκα. στὰν δὲ μεταστοιχί· σήμηνε δὲ τέρματ᾽ Ἀχιλλεύς. τοῖσι δ᾽ ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος· ὦκα δ᾽ ἔπειτα ἔκφερ᾽ Ὀϊλιάδης· ἐπὶ δ᾽ ὄρνυτο δῖος Ὀδυσσεὺς |
|
760 | ἄγχι μάλ᾽, ὡς ὅτε τίς τε γυναικὸς ἐϋζώνοιο στήθεός ἐστι κανών, ὅν τ᾽ εὖ μάλα χερσὶ τανύσσῃ πηνίον ἐξέλκουσα παρὲκ μίτον, ἀγχόθι δ᾽ ἴσχει στήθεος· ὣς Ὀδυσεὺς θέεν ἐγγύθεν, αὐτὰρ ὄπισθεν ἴχνια τύπτε πόδεσσι πάρος κόνιν ἀμφιχυθῆναι· |
κοντά κοντά του. Πώς στης όμορφης το στήθος ανυφάντρας
κοντοζυγώνει το ξυλόχτενο, καθώς το κρούει, με βιάση, το υφάδι απ᾿ το στημόνι ανάμεσα περνώντας, κι ως το στήθος το φέρνει· τόσο λίγο πίσω του δρομούσε κι ο Οδυσσέας στ᾿ άχνάρια του πατώντας, γύρα τους πριν κατακάτσει η σκόνη, χύνοντας πίσω την ανάσα του στην κεφαλή του απάνω, γοργά δρομώντας πάντα" κι έσερναν φωνές οι Αργίτες όλοι. Και τον γκαρδιώναν, όπως έτρεχε τη νίκη λαχταρώντας. Ξάφνου ο Οδυσσέας, εκεί που εδρόμιζαν κι ήταν κοντά να φτάσουν, τη γλαυκομάτα ανακαλέστηκε την Αθηνά στο νου του: |
765 | κὰδ δ᾽ ἄρα οἱ κεφαλῆς χέ᾽ ἀϋτμένα δῖος Ὀδυσσεὺς αἰεὶ ῥίμφα θέων· ἴαχον δ᾽ ἐπὶ πάντες Ἀχαιοὶ νίκης ἱεμένῳ, μάλα δὲ σπεύδοντι κέλευον. ἀλλ᾽ ὅτε δὴ πύματον τέλεον δρόμον, αὐτίκ᾽ Ὀδυσσεὺς εὔχετ᾽ Ἀθηναίῃ γλαυκώπιδι ὃν κατὰ θυμόν· |
|
770 | κλῦθι θεά, ἀγαθή μοι ἐπίρροθος ἐλθὲ ποδοῖιν. ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος· τοῦ δ᾽ ἔκλυε Παλλὰς Ἀθήνη, γυῖα δ᾽ ἔθηκεν ἐλαφρά, πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν. ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τάχ᾽ ἔμελλον ἐπαΐξασθαι ἄεθλον, ἔνθ᾽ Αἴας μὲν ὄλισθε θέων, βλάψεν γὰρ Ἀθήνη, |
«Άκου, θεά, και δράμε, δύναμη στα πόδια να μου δώσεις!» Αυτά είπε, κι η Αθηνά του επάκουσε την προσευκή η Παλλάδα, και το κορμί του κάνει ανάλαφρο, χέρια ψηλά και πόδια· και σύντας λίγο πια τους έλειπε πα στο βραβείο να πέσουν, ο γαύρος Αίας δρομώντας γλίστρησε —τον ζάβωσε η Παλλάδα— κει που η σβουνιά απ᾿ τα βόδια απλώνουνταν τα βαριομουγκαλάτα, που 'χε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος στον Πάτροκλο σφαγμένα, και γιόμωσαν σβουνιές το στόμα του και τα ρουθούνια ολούθε. Τότε ο Οδυσσέας ο πολυβάσανος ασκώνει το κροντήρι, πρώτος ως έφτασε᾿ πήρε έπειτα κι ο γαύρος Αίας το βόδι, |
775 | τῇ ῥα βοῶν κέχυτ᾽ ὄνθος ἀποκταμένων ἐριμύκων, οὓς ἐπὶ Πατρόκλῳ πέφνεν πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς· ἐν δ᾽ ὄνθου βοέου πλῆτο στόμα τε ῥῖνάς τε· κρητῆρ᾽ αὖτ᾽ ἀνάειρε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς, ὡς ἦλθε φθάμενος· ὃ δὲ βοῦν ἕλε φαίδιμος Αἴας. |
|
780 | στῆ δὲ κέρας μετὰ χερσὶν ἔχων βοὸς ἀγραύλοιο ὄνθον ἀποπτύων, μετὰ δ᾽ Ἀργείοισιν ἔειπεν· ὢ πόποι ἦ μ᾽ ἔβλαψε θεὰ πόδας, ἣ τὸ πάρος περ μήτηρ ὣς Ὀδυσῆϊ παρίσταται ἠδ᾽ ἐπαρήγει. ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπ᾽ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν. |
στάθη το βόδι από τα κέρατα κρατώντας το θρεμμένο, και τις σβουνιές με βιάση φτύνοντας φωνάζει στους Αργίτες: «Ώχού, η θεά και πώς μου μπέρδεψε τα πόδια, αυτή που πάντα ίδια μητέρα παραστέκοντας τον Οδυσσέα συντρέχει!» Αυτά είπε, κι όλοι τότε γέλασαν καλόκαρδοι μαζί του. Και παίρνει ο Αντίλοχος τ᾿ ολόστερνο βραβείο μαθές στα χέρια χαμογελώντας, κι έτσι μίλησε μες στους Αργίτες κι είπε: «θα σας το πω, κι ας το κατέχετε κι ατοί σας όλοι, φίλοι' Τους γεροντότερους οι αθάνατοι τιμούν και τώρα ακόμα· τι αν είναι λίγο ο Αίας τρανότερος απ᾿ ό,τι εγώ, μα τούτος |
785 | Ἀντίλοχος δ᾽ ἄρα δὴ λοισθήϊον ἔκφερ᾽ ἄεθλον μειδιόων, καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν· εἰδόσιν ὔμμ᾽ ἐρέω πᾶσιν φίλοι, ὡς ἔτι καὶ νῦν ἀθάνατοι τιμῶσι παλαιοτέρους ἀνθρώπους. Αἴας μὲν γὰρ ἐμεῖ᾽ ὀλίγον προγενέστερός ἐστιν, |
|
790 | οὗτος δὲ προτέρης γενεῆς προτέρων τ᾽ ἀνθρώπων· ὠμογέροντα δέ μίν φασ᾽ ἔμμεναι· ἀργαλέον δὲ ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς, εἰ μὴ Ἀχιλλεῖ. ὣς φάτο, κύδηνεν δὲ ποδώκεα Πηλεΐωνα. τὸν δ᾽ Ἀχιλεὺς μύθοισιν ἀμειβόμενος προσέειπεν· |
λογιέται μιας γενιάς που πέρασε κι ανθρώπων που πέρασαν τον παίρνουν λένε τα γεράματα᾿ μα δεν μπορεί κανένας να παραβγεί μ᾿ αυτόν στο τρέξιμο, ξον ο Αχιλλέας μονάχα.» Τέτοια μιλούσε, το γοργόποδο γιο του Πηλέα τιμώντας. Τότε ο Αχιλλέας γυρνώντας μίλησε κι απηλογιά του δίνει: «Ο λόγος σου καλός, Αντίλοχε, δεν πάει χαμένος, όχι, τι εγώ μισό από πάνω τάλαντο χρυσάφι θα σου βάλω.» Είπε και το 'δωσε'χαρούμενος στα χέρια αυτός το δέχτη. Τότε ο Αχιλλέας ευτύς μακρόισκιωτο κοντάρι λέει και φέρνουν και το πιθώνει ομπρός στη σύναξη, και κράνος και σκουτάρι, |
795 | Ἀντίλοχ᾽ οὐ μέν τοι μέλεος εἰρήσεται αἶνος, ἀλλά τοι ἡμιτάλαντον ἐγὼ χρυσοῦ ἐπιθήσω. ὣς εἰπὼν ἐν χερσὶ τίθει, ὃ δ᾽ ἐδέξατο χαίρων. αὐτὰρ Πηλεΐδης κατὰ μὲν δολιχόσκιον ἔγχος θῆκ᾽ ἐς ἀγῶνα φέρων, κατὰ δ᾽ ἀσπίδα καὶ τρυφάλειαν |
|
800 | τεύχεα Σαρπήδοντος, ἅ μιν Πάτροκλος ἀπηύρα. στῆ δ᾽ ὀρθὸς καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν· ἄνδρε δύω περὶ τῶνδε κελεύομεν, ὥ περ ἀρίστω, τεύχεα ἑσσαμένω ταμεσίχροα χαλκὸν ἑλόντε ἀλλήλων προπάροιθεν ὁμίλου πειρηθῆναι. |
την ώρια αρμάτα που 'χε ο Πάτροκλος του Σαρπηδόνα
γδύσει. Ορθός στη μέση τότε στέκοντας φωνάζει στους Αργίτες: «Άντρες για τούτα δυο ας φωνάξουμε, τους πιο παλικαράδες, ν᾿ αρματωθούν, χαλκό στα χέρια τους ν᾿ αδράξουν σαρκοκόφτη, κι εδώ να βγουν μπροστά στη σύναξη, να χτυπηθούν οι δυο τους. Κι όποιος αγγίξει πρώτος τ᾿ όμορφο του άλλου κορμί και φτάσει κάπως πιο μέσα, την αρμάτα του περνώντας και το δέρμα, θα 'χει από μένα το θρακιώτικο, το ασημοκαρφωμένο, πανώριο αυτό ξιφάρι χάρισμα, του Αστεροπαίου που επήρα. Τ᾿ άρματα πάλε ας τα μοιράσουνε μισά μισά ο καθένας, |
805 | ὁππότερός κε φθῇσιν ὀρεξάμενος χρόα καλόν, ψαύσῃ δ᾽ ἐνδίνων διά τ᾽ ἔντεα καὶ μέλαν αἷμα, τῷ μὲν ἐγὼ δώσω τόδε φάσγανον ἀργυρόηλον καλὸν Θρηΐκιον, τὸ μὲν Ἀστεροπαῖον ἀπηύρων· τεύχεα δ᾽ ἀμφότεροι ξυνήϊα ταῦτα φερέσθων· |
|
810 | καί σφιν δαῖτ᾽ ἀγαθὴν παραθήσομεν ἐν κλισίῃσιν. ὣς ἔφατ᾽, ὦρτο δ᾽ ἔπειτα μέγας Τελαμώνιος Αἴας, ἂν δ᾽ ἄρα Τυδεΐδης ὦρτο, κρατερὸς Διομήδης. οἳ δ᾽ ἐπεὶ οὖν ἑκάτερθεν ὁμίλου θωρήχθησαν, ἐς μέσον ἀμφοτέρω συνίτην μεμαῶτε μάχεσθαι |
κι ακόμα δείπνο θα τους στρώσουμε μες στα καλύβια πλούσιο.» Είπε, κι ο μέγας Αίας πετάχτηκεν, ο γιος του Τελαμώνα, μαζί πετάχτή κι ο λιοντόκαρδος γιος του Τυδέα Διομήδης. Κι ως αρματώθηκαν, καθένας τους μες στους δικούς του, εβγήκαν εκεί στη μέση, και λαχτάριζαν κι οι δυο τους να παλέψουν αγριοκοιτάζοντας, και σάστιζαν θωρώντας όλοι οι Αργίτες. Κι όπως τρεχάτοι κοντοζύγωσαν ο ένας του άλλου χιμώντας, τρεις πήρανε φορές τ᾿ απίδρομο και τρεις ξανά εζυγώσαν. Τον βρήκε ο μέγας Αίας τ᾿ ολόκυκλο σκουτάρι τότε, ωστόσο δε φτάνει στο κορμί, τι ο θώρακας τον φύλαγε από μέσα. |
815 | δεινὸν δερκομένω· θάμβος δ᾽ ἔχε πάντας Ἀχαιούς. ἀλλ᾽ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἰόντες, τρὶς μὲν ἐπήϊξαν, τρὶς δὲ σχεδὸν ὁρμήθησαν. ἔνθ᾽ Αἴας μὲν ἔπειτα κατ᾽ ἀσπίδα πάντοσ᾽ ἐΐσην νύξ᾽, οὐδὲ χρό᾽ ἵκανεν· ἔρυτο γὰρ ἔνδοθι θώρηξ· |
|
820 | Τυδεΐδης δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα ὑπὲρ σάκεος μεγάλοιο αἰὲν ἐπ᾽ αὐχένι κῦρε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκῇ. καὶ τότε δή ῥ᾽ Αἴαντι περιδείσαντες Ἀχαιοὶ παυσαμένους ἐκέλευσαν ἀέθλια ἶσ᾽ ἀνελέσθαι. αὐτὰρ Τυδεΐδῃ δῶκεν μέγα φάσγανον ἥρως |
Κι ο άλλος ζητούσε με τ᾿ ολάστραφτο κοντάρι να του ρίξει, πιο πάνω απ᾿ το τρανό σκουτάρι του, πα στο λαιμό αν τον έβρει. Κι οι Αργίτες για τον Αίαντα τρόμαξαν, κι ευτύς να σταματήσουν φωνάζουν, το βραβείο᾿ να πάρουνε στα δυο χωρίζοντας το. Μα το σπαθί με το θηκάρι του και το καλοκομμένο λουρί του στου Τυδέα σιμώνοντας το γιο ο Αχιλλέας το δίνει. Δίσκο ο Αχιλλέας χυμένο, αδούλευτο μετά πιθώνει κάτω, που ο δυνατός Ηετίωνας άλλοτε τον έριχνε, όσο ζούσε' μα σύντας ο Αχιλλέας ο γρήγορος τον σκότωσε, του πήρε κι αυτό το δίσκο στα καράβια του μαζί με το άλλο βιος του. |
825 | σὺν κολεῷ τε φέρων καὶ ἐϋτμήτῳ τελαμῶνι. αὐτὰρ Πηλεΐδης θῆκεν σόλον αὐτοχόωνον ὃν πρὶν μὲν ῥίπτασκε μέγα σθένος Ἠετίωνος· ἀλλ᾽ ἤτοι τὸν ἔπεφνε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς, τὸν δ᾽ ἄγετ᾽ ἐν νήεσσι σὺν ἄλλοισι κτεάτεσσι. |
|
830 | στῆ δ᾽ ὀρθὸς καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν· ὄρνυσθ᾽ οἳ καὶ τούτου ἀέθλου πειρήσεσθε. εἴ οἱ καὶ μάλα πολλὸν ἀπόπροθι πίονες ἀγροί, ἕξει μιν καὶ πέντε περιπλομένους ἐνιαυτοὺς χρεώμενος· οὐ μὲν γάρ οἱ ἀτεμβόμενός γε σιδήρου |
Ορθός στη μέση τότε στέκοντας φωνάζει στους Αργίτες: « Σκωθεΐτε εσείς που θα παλέψετε και τον αγώνα ετούτον! τι όσο μακριά και να σου απλώνουνται τα καρπερά χωράφια, θα 'χεις να παίρνεις στην ανάγκη σου και πέντε χρόνια αράδα από το δίσκο αυτό᾿ το σίδερο βοσκάρης για ζευγάς σου ποτέ δε θα το πει πως του 'λειψε κι έχει να πάει στη χώρα.» Είπε, κι ευτύς απάνω ο αντρόψυχος πετάχτη Πολυποίτης, πετάχτη κι ο Λιοντέας ο ισόθεος με την άκρατη ορμή του, κι ο Επειός ο αρχοντογέννητος κι ο Αίας του Τελαμώνα. Κι ως στάθηκαν γραμμή, στα χέρια του παίρνει ο Επειός το δίσκο |
835 | ποιμὴν οὐδ᾽ ἀροτὴρ εἶσ᾽ ἐς πόλιν, ἀλλὰ παρέξει. ὣς ἔφατ᾽, ὦρτο δ᾽ ἔπειτα μενεπτόλεμος Πολυποίτης, ἂν δὲ Λεοντῆος κρατερὸν μένος ἀντιθέοιο, ἂν δ᾽ Αἴας Τελαμωνιάδης καὶ δῖος Ἐπειός. ἑξείης δ᾽ ἵσταντο, σόλον δ᾽ ἕλε δῖος Ἐπειός, |
|
840 | ἧκε δὲ δινήσας· γέλασαν δ᾽ ἐπὶ πάντες Ἀχαιοί. δεύτερος αὖτ᾽ ἀφέηκε Λεοντεὺς ὄζος Ἄρηος· τὸ τρίτον αὖτ᾽ ἔρριψε μέγας Τελαμώνιος Αἴας χειρὸς ἄπο στιβαρῆς, καὶ ὑπέρβαλε σήματα πάντων. ἀλλ᾽ ὅτε δὴ σόλον εἷλε μενεπτόλεμος Πολυποίτης, |
και τον πετάει με ορμή᾿ και ξέσπασαν οι Δαναοί
στα γέλια. Δεύτερος πάλε ο πολεμόχαρος τον έριξε Λιοντέας· τρίτος ο μέγας Αίας τον πέταξεν, ο γιος του Τελαμώνα, με χέρι δυνατό, και πέρασε των άλλων τα σημάδια. Όμως στερνός το δίσκο ο αντρόψυχος σαν πήρε Πολυποίτης, όσο ο βουκόλος την αγκλίτσα του την απολυταρίχνει, και μέσα αυτή πετάει σβουρίζοντας στα βόδια που βοσκούνε, τόσο το αλώνι ακέριο επέρασε που έριχναν, κι όλοι εσύραν φωνή. Κι οι σύντροφοι πετάχτηκαν του γαύρου Πολυποίτη κι έφεραν το βραβείο στου ρήγα τους τα βαθουλά καράβια. |
845 | ὅσσόν τίς τ᾽ ἔρριψε καλαύροπα βουκόλος ἀνήρ, ἣ δέ θ᾽ ἑλισσομένη πέτεται διὰ βοῦς ἀγελαίας, τόσσον παντὸς ἀγῶνος ὑπέρβαλε· τοὶ δὲ βόησαν. ἀνστάντες δ᾽ ἕταροι Πολυποίταο κρατεροῖο νῆας ἔπι γλαφυρὰς ἔφερον βασιλῆος ἄεθλον. |
|
850 | αὐτὰρ ὃ τοξευτῇσι τίθει ἰόεντα σίδηρον, κὰδ δ᾽ ἐτίθει δέκα μὲν πελέκεας, δέκα δ᾽ ἡμιπέλεκκα, ἱστὸν δ᾽ ἔστησεν νηὸς κυανοπρῴροιο τηλοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ἐκ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῇ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός, ἧς ἄρ᾽ ἀνώγει |
Σίδερο τότε βαθυγάλαζο για τους δοξαρομάχους πιθώνει, δέκα μονοπέλεκα, διπλά πελέκια δέκα, και γαλαζόπλωρου πλεούμενου στυλώνει το κατάρτι μακριά στον άμμο᾿ απάνω τρέμουλη μια περιστέρα δένει μ᾿ ένα ψιλό σκοινί απ᾿ το πόδι της, και βάζει τη σημάδι: «Όποιος σας τώρα εκεί την τρέμουλη χτυπήσει περιστέρα, όλα ας τα πάρει για το σπίτι του τα δίκοπα πελέκια. Μ᾿ αν το πουλί κανείς λαθεύοντας βρει το σκοινί μονάχα, θα πάρει αυτός τα μονοπέλεκα, τι δε φελά ως ο πρώτος.» Είπε, κι ο Τεύκρος ο λιοντόκαρδος ασκώθη ευτύς ο ρήγας, |
855 | τοξεύειν· ὃς μέν κε βάλῃ τρήρωνα πέλειαν, πάντας ἀειράμενος πελέκεας οἶκον δὲ φερέσθω· ὃς δέ κε μηρίνθοιο τύχῃ ὄρνιθος ἁμαρτών, ἥσσων γὰρ δὴ κεῖνος, ὃ δ᾽ οἴσεται ἡμιπέλεκκα. ὣς ἔφατ᾽, ὦρτο δ᾽ ἔπειτα βίη Τεύκροιο ἄνακτος, |
|
860 | ἂν δ᾽ ἄρα Μηριόνης θεράπων ἐῢς Ἰδομενῆος. κλήρους δ᾽ ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον ἑλόντες, Τεῦκρος δὲ πρῶτος κλήρῳ λάχεν· αὐτίκα δ᾽ ἰὸν ἧκεν ἐπικρατέως, οὐδ᾽ ἠπείλησεν ἄνακτι ἀρνῶν πρωτογόνων ῥέξειν κλειτὴν ἑκατόμβην. |
μετά κι ο αρχοντικός ο σύντροφος του Ιδομενέα
Μηριόνης. Ρίχνουν τους κλήρους, μες σε χάλκινο ταρακουνούν τους κράνος, κι όπως του Τεύκρου ο κλήρος έλαχε, σαϊτεύει εκείνος πρώτος γοργά με δύναμη, κι ουδ᾿ έταξε στο βασιλιά το Φοίβο αρνιά πολλά μονοχρονίτικα στη χάρη του να σφάξει· και το πουλί λαθεύει—ο Απόλλωνας του αρνήθη αύτη τη χάρη— και το σκοινί μονάχα επέτυχε, που του 'δενε το πόδι. Κι ως η πικρή σαγίτα το 'κοψε στα δυο, το περιστέρι στον ουρανό χιμίζει λεύτερο, και το σκοινί στο χώμα κρεμάει λασκάροντας, και χούγιαξαν ευτύς οι Αργίτες όλοι. |
865 | ὄρνιθος μὲν ἅμαρτε· μέγηρε γάρ οἱ τό γ᾽ Ἀπόλλων· αὐτὰρ ὃ μήρινθον βάλε πὰρ πόδα, τῇ δέδετ᾽ ὄρνις· ἀντικρὺ δ᾽ ἀπὸ μήρινθον τάμε πικρὸς ὀϊστός. ἣ μὲν ἔπειτ᾽ ἤϊξε πρὸς οὐρανόν, ἣ δὲ παρείθη μήρινθος ποτὶ γαῖαν· ἀτὰρ κελάδησαν Ἀχαιοί. |
|
870 | σπερχόμενος δ᾽ ἄρα Μηριόνης ἐξείρυσε χειρὸς τόξον· ἀτὰρ δὴ ὀϊστὸν ἔχεν πάλαι, ὡς ἴθυνεν. αὐτίκα δ᾽ ἠπείλησεν ἑκηβόλῳ Ἀπόλλωνι ἀρνῶν πρωτογόνων ῥέξειν κλειτὴν ἑκατόμβην. ὕψι δ᾽ ὑπὸ νεφέων εἶδε τρήρωνα πέλειαν· |
Γοργά ο Μηριόνης τότε του άρπαξε το τόξο από
τα χέρια, τι εκράταε κιόλα τη σαγίτα του, σαν έριχνεν εκείνος. Αμέσως κάνει στον Απόλλωνα το μακρορίχτη τάμα, αρνιά πολλά μονοχρονίτικα στη χάρη του να σφάξει. Θωράει ψηλά, κάτω άπ᾿ τα σύγνεφα, την τρέμια περιστέρα, κι ως γύρους έφερνε, τη χτύπησε στη φτερούγα από κάτω. Πέρα μεριά η σαγίτα εδιάβηκε, και πίσω στου Μηριόνη το πόδι ομπρός γυρνώντας μπήχτηκε στη γη᾿ κι η περιστέρα στου γαλαζόπλωρου πλεούμενου καθίζει το κατάρτι· με το λαιμό γερμένο αρχίνησε να σιγοφτερακίζει, |
875 | τῇ ῥ᾽ ὅ γε δινεύουσαν ὑπὸ πτέρυγος βάλε μέσσην, ἀντικρὺ δὲ διῆλθε βέλος· τὸ μὲν ἂψ ἐπὶ γαίῃ πρόσθεν Μηριόναο πάγη ποδός· αὐτὰρ ἣ ὄρνις ἱστῷ ἐφεζομένη νηὸς κυανοπρῴροιο αὐχέν᾽ ἀπεκρέμασεν, σὺν δὲ πτερὰ πυκνὰ λίασθεν. |
|
880 | ὠκὺς δ᾽ ἐκ μελέων θυμὸς πτάτο, τῆλε δ᾽ ἀπ᾽ αὐτοῦ κάππεσε· λαοὶ δ᾽ αὖ θηεῦντό τε θάμβησάν τε. ἂν δ᾽ ἄρα Μηριόνης πελέκεας δέκα πάντας ἄειρε, Τεῦκρος δ᾽ ἡμιπέλεκκα φέρεν κοίλας ἐπὶ νῆας. αὐτὰρ Πηλεΐδης κατὰ μὲν δολιχόσκιον ἔγχος, |
μα γρήγορα η ζωή της κόπηκε κι αλάργα πάει και πέφτει᾿ κι όλοι που εθώρουν τότε εθάμαξαν και μείναν σαστισμένοι. Μαζί τα δέκα διπλοπέλεκα παίρνει ο Μηριόνης τότε, κι ο Τεύκρος τα μονά, και στ᾿ άρμενα τα βαθουλά τα πάνε. Τότε ο Αχιλλέας ευτύς μακρόισκιωτο κοντάρι λέει και φέρνουν και πλουμιστό λεβέτι αγκίνιαστο, που θ᾿ αξιζε ένα βόδι, σε όλους μπροστά, κι ευτύς ασκώθηκαν τρανοί κονταρομάχοι, ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας, ο μέγας γιος του Ατρέα, μαζί του κι ο αντρειωμένος σύντροφος του Ιδομενέα Μηριόνης. Μα τότε ο αρχοντικός, γοργόποδος τους μίλησε Αχιλλέας: |
885 | κὰδ δὲ λέβητ᾽ ἄπυρον βοὸς ἄξιον ἀνθεμόεντα θῆκ᾽ ἐς ἀγῶνα φέρων· καί ῥ᾽ ἥμονες ἄνδρες ἀνέσταν· ἂν μὲν ἄρ᾽ Ἀτρεΐδης εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων, ἂν δ᾽ ἄρα Μηριόνης, θεράπων ἐῢς Ἰδομενῆος. τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς· |
|
890 | Ἀτρεΐδη· ἴδμεν γὰρ ὅσον προβέβηκας ἁπάντων ἠδ᾽ ὅσσον δυνάμει τε καὶ ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος· ἀλλὰ σὺ μὲν τόδ᾽ ἄεθλον ἔχων κοίλας ἐπὶ νῆας ἔρχευ, ἀτὰρ δόρυ Μηριόνῃ ἥρωϊ πόρωμεν, εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλοις· κέλομαι γὰρ ἔγωγε. |
« Υγιέ του Ατρέα, το ξέρουμε όλοι μας ο πιο τρανός πως είσαι, κι απ᾿ όλους πρώτος και στη δύναμη και στ᾿ άρματα λογιέσαι. Γι᾿ αυτό και το βραβείο μου παίρνοντας, στα βαθουλά καράβια πήγαινε τώρα, και θα δώσουμε, φτάνει να θέλεις—χάρη κι εγώ σου το ζητώ—το χάλκινο κοντάρι στο Μηριόνη.» Είπε, κι ο μέγας Αγαμέμνονας εσύγκλινε στο λόγο' πήρε ο Μηριόνης το μακρόισκιωτο κοντάρι, κι ο ρηγάρχης στον κράχτη του Ταλθύβιο τ᾿ όμορφο βραβείο που πήρε δίνει. |
895 | ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων· δῶκε δὲ Μηριόνῃ δόρυ χάλκεον· αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἥρως Ταλθυβίῳ κήρυκι δίδου περικαλλὲς ἄεθλον. |