ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ -Φ-


-Φ- ἀλλ᾽ ὅτε δὴ πόρον ἷξον ἐϋρρεῖος ποταμοῖο
Ξάνθου δινήεντος, ὃν ἀθάνατος τέκετο Ζεύς,
ἔνθα διατμήξας τοὺς μὲν πεδίον δὲ δίωκε
πρὸς πόλιν, ᾗ περ Ἀχαιοὶ ἀτυζόμενοι φοβέοντο
Μα σύντας φτάσαν στου ωριορέματου του ποταμού το διάβα,
στου Σκάμαντρου του πολυστρόβιλου, που είχεν ο Δίας γεννήσει,
στα δυο τους κόβει, κι άλλους έριχνε στον κάμπο, κυνηγώντας
κατά το κάστρο, εκεί που τρέμοντας οι Αργίτες χτες ακόμα
τρέχαν να φύγουν μπρος στον Έχτορα τον άψεγο που ελύσσα'
εκεί τρεχάτοι τώρα εχύνουνταν᾿ κι η Ήρα αντισκόβοντάς τους
πυκνή καταχνιά ομπρός τους άπλωνε᾿ κι οι άλλοι μισοί τους πάλε
στο ασημοστρόβιλο στριμώχνουνταν βαθιόρεμο ποτάμι.
Κει μέσα ρίχτηκαν με πάταχο, και βούιξε το άγριο ρέμα,
5 ἤματι τῷ προτέρῳ, ὅτε μαίνετο φαίδιμος Ἕκτωρ·
τῇ ῥ᾽ οἵ γε προχέοντο πεφυζότες, ἠέρα δ᾽ Ἥρη
πίτνα πρόσθε βαθεῖαν ἐρυκέμεν· ἡμίσεες δὲ
ἐς ποταμὸν εἰλεῦντο βαθύρροον ἀργυροδίνην,
ἐν δ᾽ ἔπεσον μεγάλῳ πατάγῳ, βράχε δ᾽ αἰπὰ ῥέεθρα,
10 ὄχθαι δ᾽ ἀμφὶ περὶ μεγάλ᾽ ἴαχον· οἳ δ᾽ ἀλαλητῷ
ἔννεον ἔνθα καὶ ἔνθα ἑλισσόμενοι περὶ δίνας.
ὡς δ᾽ ὅθ᾽ ὑπὸ ῥιπῆς πυρὸς ἀκρίδες ἠερέθονται
φευγέμεναι ποταμὸν δέ· τὸ δὲ φλέγει ἀκάματον πῦρ
ὄρμενον ἐξαίφνης, ταὶ δὲ πτώσσουσι καθ᾽ ὕδωρ·
κι αντιλάλησαν οι όχτοι ολόγυρα· κι εκείνοι εκολυμπούσαν
στα στρουφιχτά νερά, γυρίζοντας με βόγγους δώθε κείθε.
Πώς στο ποτάμι οι ακρίδες χύνουνται, τις φλόγες να γλιτώσουν
απ᾿ τη φωτιά που ξάφνου εφούντωσε κι αδάμαστη πετιέται
κορώνοντας, κι αυτές σωριάζουνται πα στα νερά σκιαγμένες'
όμοια σωρός στου βαθιοστρόβιλου του Ξάνθου τ᾿ άγριο ρέμα
άντρες κι αλόγατα στοιβάζουνταν μπρος στου Αχιλλέα τη λύσσα.
Αφήκε τότε ο αρχοντογέννητος στον όχτο εκεί γερμένο
πα στ᾿ αρμυρίκια το κοντάρι του, κι ίδια θεός εχύθη
μονάχα με σπαθί, λογιάζοντας φριχτές δουλειές να κάνει.
15 ὣς ὑπ᾽ Ἀχιλλῆος Ξάνθου βαθυδινήεντος
πλῆτο ῥόος κελάδων ἐπιμὶξ ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν.
αὐτὰρ ὃ διογενὴς δόρυ μὲν λίπεν αὐτοῦ ἐπ᾽ ὄχθῃ
κεκλιμένον μυρίκῃσιν, ὃ δ᾽ ἔσθορε δαίμονι ἶσος
φάσγανον οἶον ἔχων, κακὰ δὲ φρεσὶ μήδετο ἔργα,
20 τύπτε δ᾽ ἐπιστροφάδην· τῶν δὲ στόνος ὄρνυτ᾽ ἀεικὴς
ἄορι θεινομένων, ἐρυθαίνετο δ᾽ αἵματι ὕδωρ.
ὡς δ᾽ ὑπὸ δελφῖνος μεγακήτεος ἰχθύες ἄλλοι
φεύγοντες πιμπλᾶσι μυχοὺς λιμένος εὐόρμου
δειδιότες· μάλα γάρ τε κατεσθίει ὅν κε λάβῃσιν·
Δεξιά ζερβά εχτυπούσε, κι έσκουζαν εκείνοι, ως το σπαθί του
έπεφτε απάνω τους, κι εβάφουνταν στο γαίμα το ποτάμι.
Πώς τ᾿ άλλα ψάρια, σύντας δέλφινας τρανός τα κυνηγήσει,
σε κόρφο τρέχουν καλολίμανο και στις γωνιές σμαριάζουν
ολότρομα᾿ τι τρώει αχόρταγος όσα βρεθούν μπροστά του'
όμοια κι οι Τρώες μες στου άγριου Σκάμαντρου το ρέμα στριμώχνονταν,
κάτω απ᾿ τους όχτους. Κι ως απόκαμε σκοτώνοντας εκείνος,
απ᾿ όσους ζούσαν δώδεκα άγουρους διαλέγει στο ποτάμι,
για να τους σφάξει γι᾿ αντιπλέρωμα του Πάτροκλου που εχάθη·
και σαστισμένους ως λαφόπουλα τους τράβηξε στον όχτο,
25 ὣς Τρῶες ποταμοῖο κατὰ δεινοῖο ῥέεθρα
πτῶσσον ὑπὸ κρημνούς. ὃ δ᾽ ἐπεὶ κάμε χεῖρας ἐναίρων,
ζωοὺς ἐκ ποταμοῖο δυώδεκα λέξατο κούρους
ποινὴν Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο θανόντος·
τοὺς ἐξῆγε θύραζε τεθηπότας ἠΰτε νεβρούς,
30 δῆσε δ᾽ ὀπίσσω χεῖρας ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσι,
τοὺς αὐτοὶ φορέεσκον ἐπὶ στρεπτοῖσι χιτῶσι,
δῶκε δ᾽ ἑταίροισιν κατάγειν κοίλας ἐπὶ νῆας.
αὐτὰρ ὃ ἂψ ἐπόρουσε δαϊζέμεναι μενεαίνων.
ἔνθ᾽ υἷι Πριάμοιο συνήντετο Δαρδανίδαο
και πίσω με λουριά τα χέρια τους καλοκομμένα δένει,
του ατοί τους γύρα στους καλόπλεχτους φορούσαν θώρακες τους.
Τους δίνει να τους παν οι σύντροφοι στα βαθουλά καράβια,
κι αυτός ξανά στους Τρώες εχίμιξε, το φόνο λαχταρώντας.
Και ξάφνου εκεί μπροστά του ξέκρινε να φεύγει απ᾿ το ποτάμι
το γιο του Πρίαμου το Λυκάονα, που λίγο πριν τον είχε
απ᾿ το περβόλι του πατέρα του μεβιάς ατός του πιάσει,
βγαίνοντας νύχτα᾿ κι όπως έκοβε με κοφτερό πελέκι
αγριοσυκιας κλωνάρια νιόβγαλτα, να κάνει του αμαξιού του
τους γύρους, συφορά ανεπάτεχη μπρος του ο Αχιλλέας πετάχτη.
35 ἐκ ποταμοῦ φεύγοντι Λυκάονι, τόν ῥά ποτ᾽ αὐτὸς
ἦγε λαβὼν ἐκ πατρὸς ἀλωῆς οὐκ ἐθέλοντα
ἐννύχιος προμολών· ὃ δ᾽ ἐρινεὸν ὀξέϊ χαλκῷ
τάμνε νέους ὄρπηκας, ἵν᾽ ἅρματος ἄντυγες εἶεν·
τῷ δ᾽ ἄρ᾽ ἀνώϊστον κακὸν ἤλυθε δῖος Ἀχιλλεύς.
40 καὶ τότε μέν μιν Λῆμνον ἐϋκτιμένην ἐπέρασσε
νηυσὶν ἄγων, ἀτὰρ υἱὸς Ἰήσονος ὦνον ἔδωκε·
κεῖθεν δὲ ξεῖνός μιν ἐλύσατο πολλὰ δ᾽ ἔδωκεν
Ἴμβριος Ἠετίων, πέμψεν δ᾽ ἐς δῖαν Ἀρίσβην·
ἔνθεν ὑπεκπροφυγὼν πατρώϊον ἵκετο δῶμα.
Τότε στη Λήμνο την καλόχτιστη με τ᾿ άρμενα τον πήγε,
και τον πουλάει στον Εύνηο, που᾿ δωσε κι αγόρασε τον κείθε
βρήκε ένα φίλο και τον γλίτωσε με ξαγορά μεγάλη,
τον Ηετίωνα, που τον έστειλε μετά στην άγια Αρίσβη·
μα ξέφυγε κρυφά, κι ως έφτασε στο πατρικό του σπίτι,
έντεκα μέρες πια ξεφάντωνε με τους συντρόφους γύρα,
που ήρθε απ᾿ τη Λήμνο᾿ όμως στις δώδεκα να που ο θεός και πάλε
στα χέρια του Αχιλλέα τον έριξε, κι αυτός στον Άδη κάτω
ήρθε η στιγμή που θα τον έστελνε, κι ας ήταν στανικώς του.
Κι ως ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος γυμνό, με δίχως κράνος,
45 ἕνδεκα δ᾽ ἤματα θυμὸν ἐτέρπετο οἷσι φίλοισιν
ἐλθὼν ἐκ Λήμνοιο· δυωδεκάτῃ δέ μιν αὖτις
χερσὶν Ἀχιλλῆος θεὸς ἔμβαλεν, ὅς μιν ἔμελλε
πέμψειν εἰς Ἀΐδαο καὶ οὐκ ἐθέλοντα νέεσθαι.
τὸν δ᾽ ὡς οὖν ἐνόησε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεὺς
50 γυμνὸν ἄτερ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος, οὐδ᾽ ἔχεν ἔγχος,
ἀλλὰ τὰ μέν ῥ᾽ ἀπὸ πάντα χαμαὶ βάλε· τεῖρε γὰρ ἱδρὼς
φεύγοντ᾽ ἐκ ποταμοῦ, κάματος δ᾽ ὑπὸ γούνατ᾽ ἐδάμνα·
ὀχθήσας δ᾽ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν·
ὢ πόποι ἦ μέγα θαῦμα τόδ᾽ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶμαι·
δίχως σκουτάρι τον αντίκρισε, δίχως κοντάρι ακόμα,
τι τα 'χε ρίξει χάμω, ως έφευγε στον ποταμό, κι ο ιδρώτας
βαριά τον έπνιγε, κι ο κάματος του λύγιζε τα γόνα,
θύμωσε τότε καί στην πέρφανη γυρνάει και λέει καρδιά του:
«Ωχού, τι θάμα αυτό κι αντίθαμα τα μάτια μου που βλέπουν!
Το δίχως άλλο οι Τρώες οι αντρόκαρδοι, που 'χω σκοτώσει ως τώρα,
θ᾿ αναστηθούν, ξανά απ᾿ τον άραχλο να βγουν τον Κάτω Κόσμο,
αφού ήρθε πίσω αυτός που επούλησα στη Λήμνο, και του Χάρου
ξέφυγε, βλέπω· κι ουδέ η θάλασσα με το αφρισμένο κύμα
τον κράτησε, πολλών που αντίσκοψε το δρόμο αθέλητα τους.
55 ἦ μάλα δὴ Τρῶες μεγαλήτορες οὕς περ ἔπεφνον
αὖτις ἀναστήσονται ὑπὸ ζόφου ἠερόεντος,
οἷον δὴ καὶ ὅδ᾽ ἦλθε φυγὼν ὕπο νηλεὲς ἦμαρ
Λῆμνον ἐς ἠγαθέην πεπερημένος· οὐδέ μιν ἔσχε
πόντος ἁλὸς πολιῆς, ὃ πολέας ἀέκοντας ἐρύκει.
60 ἀλλ᾽ ἄγε δὴ καὶ δουρὸς ἀκωκῆς ἡμετέροιο
γεύσεται, ὄφρα ἴδωμαι ἐνὶ φρεσὶν ἠδὲ δαείω
ἢ ἄρ᾽ ὁμῶς καὶ κεῖθεν ἐλεύσεται, ἦ μιν ἐρύξει
γῆ φυσίζοος, ἥ τε κατὰ κρατερόν περ ἐρύκει.
ὣς ὅρμαινε μένων· ὃ δέ οἱ σχεδὸν ἦλθε τεθηπὼς
Μα να γευτεί και το κοντάρι μου ταιριάζει τώρα αλήθεια,
να ίδώ, να ξέρω μες στα φρένα μου, θα᾿ ρθει κι από κει κάτω,
για η ζωοδότρα γης στα σπλάχνα της μαθές θα τον κρατήσει,
που και τον πιο αντρειωμένο μέσα της κρατά και δεν αφήνει;»
Τέτοια λογιάζοντας τον πρόσμενε, κι εκείνος σαστισμένος
τα γόνα του να πιάσει εσίμωσε, ποθώντας πάνω απ᾿ όλα
το μαύρο να ξεφύγει θάνατο καί την παντέρμη Μοίρα.
Κι ως ο Αχιλλέας ο γαύρος άσκωνε τ᾿ ολόμακρο κοντάρι
να τον χτυπήσει, εκείνος έτρεξε κι αρπάει τα γόνατα του
σκυφτός· κι απάνω από τη ράχη του περνώντας το κοντάρι
65 γούνων ἅψασθαι μεμαώς, περὶ δ᾽ ἤθελε θυμῷ
ἐκφυγέειν θάνατόν τε κακὸν καὶ κῆρα μέλαιναν.
ἤτοι ὃ μὲν δόρυ μακρὸν ἀνέσχετο δῖος Ἀχιλλεὺς
οὐτάμεναι μεμαώς, ὃ δ᾽ ὑπέδραμε καὶ λάβε γούνων
κύψας· ἐγχείη δ᾽ ἄρ᾽ ὑπὲρ νώτου ἐνὶ γαίῃ
70 ἔστη ἱεμένη χροὸς ἄμεναι ἀνδρομέοιο.
αὐτὰρ ὃ τῇ ἑτέρῃ μὲν ἑλὼν ἐλλίσσετο γούνων,
τῇ δ᾽ ἑτέρῃ ἔχεν ἔγχος ἀκαχμένον οὐδὲ μεθίει·
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
γουνοῦμαι σ᾽ Ἀχιλεῦ· σὺ δέ μ᾽ αἴδεο καί μ᾽ ἐλέησον·
στη γη εκαρφώθη, κι ας λαχτάριζε με σάρκα να χορτάσει.
Κι αυτός με το 'να χέρι του 'πιασε παρακλητά τα γόνα,
με τ᾿ άλλο το κοντάρι του άρπαξε και δεν το παρατούσε,
και κράζοντας τον με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
« Σπλαχνίσου με, Αχιλλέα, σεβάσου με, στα γόνατα σου πέφτω·
σέβας μου πρέπει, αρχοντογέννητε, τι ικέτης σου λογιούμαι᾿
από το χέρι σου πρωτόφαγα ψωμί τη μέρα εκείνη
που ήρθες και μ᾿ άρπαξες απ᾿ τ᾿ όμορφο περβόλι μας, κι αλάργα
κι απ᾿ το γονιό κι απ᾿ τους συντρόφους μου με πούλησες στη Λήμνο
την άγια πέρα, κι είχες διάφορο βόδια εκατό από μένα'
75 ἀντί τοί εἰμ᾽ ἱκέταο διοτρεφὲς αἰδοίοιο·
πὰρ γὰρ σοὶ πρώτῳ πασάμην Δημήτερος ἀκτὴν
ἤματι τῷ ὅτε μ᾽ εἷλες ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ,
καί μ᾽ ἐπέρασσας ἄνευθεν ἄγων πατρός τε φίλων τε
Λῆμνον ἐς ἠγαθέην, ἑκατόμβοιον δέ τοι ἦλφον.
80 νῦν δὲ λύμην τρὶς τόσσα πορών· ἠὼς δέ μοί ἐστιν
ἥδε δυωδεκάτη, ὅτ᾽ ἐς Ἴλιον εἰλήλουθα
πολλὰ παθών· νῦν αὖ με τεῇς ἐν χερσὶν ἔθηκε
μοῖρ᾽ ὀλοή· μέλλω που ἀπεχθέσθαι Διὶ πατρί,
ὅς με σοὶ αὖτις δῶκε· μινυνθάδιον δέ με μήτηρ
κι έπειτα γλίτωσα πλερώνοντας τρίδιπλα τόσα, κι είναι
δώδεκα μέρες μόνο σήμερα που 'χω στην Τροία διαγύρει᾿
πολλά έχω πάθει, κι όμως μ᾿ έριξε στα χέρια σου και πάλε
η μαύρη Μοίρα· θα μ᾿ οχτρεύεται το δίχως άλλο ο Δίας,
για δεύτερη φορά που μ᾿ έκανε δικό σου᾿ η Λαοθόη
με γέννα, η μάνα μου, λιγόχρονο, του γέροντα Άλτη η κόρη,
του Άλτη που κυβερνάει τους Λέλεγες, τους άξιους πολεμάρχους,
στο Σατνιόεντα πλάι, την Πήδασο την αψηλή βαστώντας.
Την κόρη του είχε ο Πρίαμος ταίρι του, μα είχε και πλήθος άλλες.
Δυο γιοι της είμαστε, απ᾿ το χέρι σου κι οι δυο μας θα σφαγούμε'
85 γείνατο Λαοθόη θυγάτηρ Ἄλταο γέροντος
Ἄλτεω, ὃς Λελέγεσσι φιλοπτολέμοισιν ἀνάσσει
Πήδασον αἰπήεσσαν ἔχων ἐπὶ Σατνιόεντι.
τοῦ δ᾽ ἔχε θυγατέρα Πρίαμος, πολλὰς δὲ καὶ ἄλλας·
τῆς δὲ δύω γενόμεσθα, σὺ δ᾽ ἄμφω δειροτομήσεις,
90 ἤτοι τὸν πρώτοισι μετὰ πρυλέεσσι δάμασσας
ἀντίθεον Πολύδωρον, ἐπεὶ βάλες ὀξέϊ δουρί·
νῦν δὲ δὴ ἐνθάδ᾽ ἐμοὶ κακὸν ἔσσεται· οὐ γὰρ ὀΐω
σὰς χεῖρας φεύξεσθαι, ἐπεί ῥ᾽ ἐπέλασσέ γε δαίμων.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσι·
στους πεζολάτες μέσα σκότωσες πρώτη γραμμή τον έναν,
το θείο Πολύδωρο, χτυπώντας τον με σουβλερό κοντάρι.
Καί τώρα εδώ κι εμένα θάνατος θα βρει, τι δεν τ᾿ ολπίζω
μέσα απ᾿ τα χέρια σου, όπου μ᾿ έριξεν η Μοίρα, να γλιτώσω.
Κάτι άλλο τώρα εγώ θα σου 'λεγα, και συ στο νου σου βαλ᾿ το:
Μη με σκοτώνεις! Με τον Έχτορα δε βγήκα εγώ άπ᾿ την ίδια
κοιλιά, που τον τρανό, καλόκαρδο, σου 'χει σκοτώσει ακράνη.»
Έτσι του Πρίαμου ο γιος ο ασύγκριτος στον Αχιλλέα μιλούσε
παρακαλώντας, μα ανελέημονη φωνή γρικά στ᾿ αφτιά του:
« Για ξαγορές μην κρένεις, άμυαλε! Δε θέλω ούτε ν᾿ ακούσω!
95 μή με κτεῖν᾽, ἐπεὶ οὐχ ὁμογάστριος Ἕκτορός εἰμι,
ὅς τοι ἑταῖρον ἔπεφνεν ἐνηέα τε κρατερόν τε.
ὣς ἄρα μιν Πριάμοιο προσηύδα φαίδιμος υἱὸς
λισσόμενος ἐπέεσσιν, ἀμείλικτον δ᾽ ὄπ᾽ ἄκουσε·
νήπιε μή μοι ἄποινα πιφαύσκεο μηδ᾽ ἀγόρευε·
100 πρὶν μὲν γὰρ Πάτροκλον ἐπισπεῖν αἴσιμον ἦμαρ
τόφρά τί μοι πεφιδέσθαι ἐνὶ φρεσὶ φίλτερον ἦεν
Τρώων, καὶ πολλοὺς ζωοὺς ἕλον ἠδ᾽ ἐπέρασσα·
νῦν δ᾽ οὐκ ἔσθ᾽ ὅς τις θάνατον φύγῃ ὅν κε θεός γε
Ἰλίου προπάροιθεν ἐμῇς ἐν χερσὶ βάλῃσι
Άλλες φορές, παλιά, του Πάτροκλου πριν φτάσει η μαύρη μέρα,
κι εγώ το λόγιαζα καλύτερο τους Τρώες να μη σκοτώνω'
κι αλήθεια είναι πολλοί που σκλάβωσα και πούλησα στα ξένα.
Μα τώρα πια κανείς το θάνατο δε θα ξεφύγει, απ᾿ όσους
ρίξει ο θεός μπροστά απ᾿ το κάστρο σας μες στα δικά μου χέρια'
κανένας απ᾿ τους Τρώες, μα πιότερο του Πρίαμου γιος κανένας'
όμως και συ, καλέ μου, πέθανε! τι δέρνεσαι του κάκου;
Πέθανε τώρα λέω κι ο Πάτροκλος, περίσσια πιο αντρειωμένος.
Κι εγώ δε βλέπεις πόσο είμαι όμορφος και πόση αντρεία με ζώνει;
Έχω πατέρα ρήγα, αθάνατη μ᾿ έχει γεννήσει μάνα·
105 καὶ πάντων Τρώων, περὶ δ᾽ αὖ Πριάμοιό γε παίδων.
ἀλλὰ φίλος θάνε καὶ σύ· τί ἦ ὀλοφύρεαι οὕτως;
κάτθανε καὶ Πάτροκλος, ὅ περ σέο πολλὸν ἀμείνων.
οὐχ ὁράᾳς οἷος καὶ ἐγὼ καλός τε μέγας τε;
πατρὸς δ᾽ εἴμ᾽ ἀγαθοῖο, θεὰ δέ με γείνατο μήτηρ·
110 ἀλλ᾽ ἔπι τοι καὶ ἐμοὶ θάνατος καὶ μοῖρα κραταιή·
ἔσσεται ἢ ἠὼς ἢ δείλη ἢ μέσον ἦμαρ
ὁππότε τις καὶ ἐμεῖο Ἄρῃ ἐκ θυμὸν ἕληται
ἢ ὅ γε δουρὶ βαλὼν ἢ ἀπὸ νευρῆφιν ὀϊστῷ.
ὣς φάτο, τοῦ δ᾽ αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ·
κι όμως και μένα θα 'βρει ο θάνατος κι η ασβολωμένη Μοίρα!
θα φτάσει κάποια αυγή για σούρουπο για μεσημέρι, σύντας
και τη δικιά μου μες στον πόλεμο ζωή θα πάρει κάποιος
για με κοντάρι για απ᾿ την κόρδα του χτυπώντας με σαγίτα.»
Αυτά είπε, κι εκείνου τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά του,
και το κοντάρι ευτύς παράτησε, κι απλώνοντας τα χέρια
καθίζει᾿ κι ο Αχιλλέας γυμνώνοντας το κοφτερό σπαθί του
στο κλειδοκόκαλο τον χτύπησε, στο σβέρκο πλάι, κι εχώθη
το δίκοπο σπαθί όλο μέσα του᾿ κι αυτός στη γη ξαπλώθη
τα πίστομα, και το αίμα του 'τρεχε μουσκεύοντας το χώμα.
115 ἔγχος μέν ῥ᾽ ἀφέηκεν, ὃ δ᾽ ἕζετο χεῖρε πετάσσας
ἀμφοτέρας· Ἀχιλεὺς δὲ ἐρυσσάμενος ξίφος ὀξὺ
τύψε κατὰ κληῖδα παρ᾽ αὐχένα, πᾶν δέ οἱ εἴσω
δῦ ξίφος ἄμφηκες· ὃ δ᾽ ἄρα πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ
κεῖτο ταθείς, ἐκ δ᾽ αἷμα μέλαν ῥέε, δεῦε δὲ γαῖαν.
120 τὸν δ᾽ Ἀχιλεὺς ποταμὸν δὲ λαβὼν ποδὸς ἧκε φέρεσθαι,
καί οἱ ἐπευχόμενος ἔπεα πτερόεντ᾽ ἀγόρευεν·
ἐνταυθοῖ νῦν κεῖσο μετ᾽ ἰχθύσιν, οἵ σ᾽ ὠτειλὴν
αἷμ᾽ ἀπολιχμήσονται ἀκηδέες· οὐδέ σε μήτηρ
ἐνθεμένη λεχέεσσι γοήσεται, ἀλλὰ Σκάμανδρος
Τότε ο Αχιλλέας απ᾿ το ποδάρι του τον πιάνει και τον ρίχνει
στον ποταμό, λόγια ανεμάρπαστα με καυκησιά πετώντας:
« Καθου αυτού μέσα και συντρόφευε τα ψάρια, που θα γλείψουν
το γαίμα της πληγής σου ανέσπλαχνα! Κι ουδέ θα σε ξαπλώσει
σε στρώμα να σε κλάψει η μάνα σου᾿ του Σκάμαντρου το ρέμα
το στρουφιχτό βαθιά στης θάλασσας τον κόρφο θα σε σύρει.
Και κάποιο ψάρι, εκεί που η θάλασσα ψηλά σγουραίνει σκούρα,
να φάει θ᾿ ανέβει του Λυκάονά πηδώντας το άσπρο ξίγκι.
όλοι ας χαθείτε, ωσόπου πάρουμε της άγιας Τροίας το κάστρο,
φεύγοντας σεις μπροστά, και πίσω σας εγώ αφανίζοντας σας!
125 οἴσει δινήεις εἴσω ἁλὸς εὐρέα κόλπον·
θρῴσκων τις κατὰ κῦμα μέλαιναν φρῖχ᾽ ὑπαΐξει
ἰχθύς, ὅς κε φάγῃσι Λυκάονος ἀργέτα δημόν.
φθείρεσθ᾽ εἰς ὅ κεν ἄστυ κιχείομεν Ἰλίου ἱρῆς
ὑμεῖς μὲν φεύγοντες, ἐγὼ δ᾽ ὄπιθεν κεραΐζων.
130 οὐδ᾽ ὑμῖν ποταμός περ ἐΰρροος ἀργυροδίνης
ἀρκέσει, ᾧ δὴ δηθὰ πολέας ἱερεύετε ταύρους,
ζωοὺς δ᾽ ἐν δίνῃσι καθίετε μώνυχας ἵππους.
ἀλλὰ καὶ ὧς ὀλέεσθε κακὸν μόρον, εἰς ὅ κε πάντες
τίσετε Πατρόκλοιο φόνον καὶ λοιγὸν Ἀχαιῶν,
Κι ουδέ μπορεί κι ο ασημοστρόβιλος ο ποταμός καθόλου
να σας συντράμει, κι ας του σφάζετε παλιάθε πλήθιους ταύρους,
και ζωντανά ας του ρίχνετε άλογα στα στρουφιχτά νερά του
Μα κι έτσι δε γλιτώνει ουτ᾿ ένας σας, ως να πλερώσετε όλοι
βαριά του Πάτροκλου το θάνατο, των Αχαιών το θρήνο,
που ως είχα λείψει εγώ, σκοτώσατε μπρος στα γοργά καράβια.» ᾿
Αυτά είπε, κι ο θυμός πλημμύρισε πιο δυνατός τα στήθη
του ποταμού, κι ο νους του εδούλευε πώς του Αχιλλέα να κόψει
τη φόρα τώρα, και το θάνατο πώς απ᾿ τους Τρώες να διώξει.
Κι ωστόσο εκείνος, το μακρόισκιωτο κοντάρι του κρατώντας,
135 οὓς ἐπὶ νηυσὶ θοῇσιν ἐπέφνετε νόσφιν ἐμεῖο.
ὣς ἄρ᾽ ἔφη, ποταμὸς δὲ χολώσατο κηρόθι μᾶλλον,
ὅρμηνεν δ᾽ ἀνὰ θυμὸν ὅπως παύσειε πόνοιο
δῖον Ἀχιλλῆα, Τρώεσσι δὲ λοιγὸν ἀλάλκοι.
τόφρα δὲ Πηλέος υἱὸς ἔχων δολιχόσκιον ἔγχος
140 Ἀστεροπαίῳ ἐπᾶλτο κατακτάμεναι μενεαίνων
υἱέϊ Πηλεγόνος· τὸν δ᾽ Ἀξιὸς εὐρυρέεθρος
γείνατο καὶ Περίβοια Ἀκεσσαμενοῖο θυγατρῶν
πρεσβυτάτη· τῇ γάρ ῥα μίγη ποταμὸς βαθυδίνης.
τῷ ῥ᾽ Ἀχιλεὺς ἐπόρουσεν, ὃ δ᾽ ἀντίος ἐκ ποταμοῖο
του Αστεροπαίου χιμίζει, θέλοντας να πάρει τη ζωή του,
του γιου του Πηλεγόνα, που έκαμε στο φαρδιορεματάρη
βαθύν Άξιο η Περίβοια᾿ τι έσμιξεν ο ποταμός μαζί της,
κι αυτή του Ακεσσαμένου ακούγονταν η πιο μεγάλη κόρη.
Σ᾿ αυτόν χιμάει᾿ κι εκείνος βγαίνοντας απ᾿ το ποτάμι εστάθη
κρατώντας δυο κοντάρια· ο Σκάμαντρος του γκάρδιωνε τα φρένα,
θυμό γεμάτος για των άγουρων το χαλασμό, θωρώντας
τον Αχιλλέα να σφάζει αλύπητα μες στα νερά του ολούθε.
Κι όπως τρεχάτοι κοντοζύγωσαν ο ένας του άλλου χιμώντας,
πρώτος του μίλησε ο φτερόποδος, θείος Αχιλλέας και του 'πε:
145 ἔστη ἔχων δύο δοῦρε· μένος δέ οἱ ἐν φρεσὶ θῆκε
Ξάνθος, ἐπεὶ κεχόλωτο δαϊκταμένων αἰζηῶν,
τοὺς Ἀχιλεὺς ἐδάϊζε κατὰ ῥόον οὐδ᾽ ἐλέαιρεν.
οἳ δ᾽ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἰόντες,
τὸν πρότερος προσέειπε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς·
150 τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν ὅ μευ ἔτλης ἀντίος ἐλθεῖν;
δυστήνων δέ τε παῖδες ἐμῷ μένει ἀντιόωσι.
τὸν δ᾽ αὖ Πηλεγόνος προσεφώνεε φαίδιμος υἱός·
Πηλεΐδη μεγάθυμε τί ἦ γενεὴν ἐρεείνεις;
εἴμ᾽ ἐκ Παιονίης ἐριβώλου τηλόθ᾽ ἐούσης
« Ποιος είσαι εσύ και πούθε, αντίκρα μου που ξεθαρρεύτης να 'ρθεις;
Μονάχα τα παιδιά των άμοιρων τη λύσσα μου αντικρίζουν!»
Του απηλογήθη κι ο τρισεύγενος υγιός του Πηλεγόνα:
« Γιε του Πηλέά, γιατί, τρανόκαρδε, ρωτάς για τη γενιά μου;
Απ᾿ την απόμακρη, παχιόβωλη την Παιονία κρατιέμαι,
κι έντεκα μέρες έχω που 'φτασα στης Τροίας το κάστρο τώρα,
τους Παίονες κυβερνώντας, που 'φερα, τους μακροκονταράτους.
Απ᾿ τον Αξιό τον πλατιορέματο κρατάει η γενιά μου εμένα,
απ᾿ τον Αξιό, που τα ομορφότερα νερά στη γης σκορπίζει'
και γιος του ο Πηλεγόνας κράζουνταν ο ξακουστός, δικός μου
155 Παίονας ἄνδρας ἄγων δολιχεγχέας· ἥδε δέ μοι νῦν
ἠὼς ἑνδεκάτη ὅτε Ἴλιον εἰλήλουθα.
αὐτὰρ ἐμοὶ γενεὴ ἐξ Ἀξιοῦ εὐρὺ ῥέοντος
Ἀξιοῦ, ὃς κάλλιστον ὕδωρ ἐπὶ γαῖαν ἵησιν,
ὃς τέκε Πηλεγόνα κλυτὸν ἔγχεϊ· τὸν δ᾽ ἐμέ φασι
160 γείνασθαι· νῦν αὖτε μαχώμεθα φαίδιμ᾽ Ἀχιλλεῦ.
ὣς φάτ᾽ ἀπειλήσας, ὃ δ᾽ ἀνέσχετο δῖος Ἀχιλλεὺς
Πηλιάδα μελίην· ὃ δ᾽ ἁμαρτῇ δούρασιν ἀμφὶς
ἥρως Ἀστεροπαῖος, ἐπεὶ περιδέξιος ἦεν.
καί ῥ᾽ ἑτέρῳ μὲν δουρὶ σάκος βάλεν, οὐδὲ διὰ πρὸ
γονιός. Μα πια, Αχιλλέα τρανόδοξε, καιρός να χτυπηθούμε!»
Τέτοια μιλούσε φοβερίζοντας· τότε ο Αχιλλέας ασκώνει
το πηλιορίτικο το φράξο του, μα δυο μαζί κοντάρια
ο Αστεροπαίος ο γαύρος άσκωσε, ζερβόδεξος ως ήταν
με το 'να βρίσκει το σκουτάρι του, μα δεν το τρύπησε, όχι'
το δώρο του θεού, το μάλαμα, του αντίσκοψε τη φόρα'
και το άλλο ξώφαρσα του χάραξε το δεξιό χέρι, κι αίμα
πετάχτη μαύρο᾿ κι από πάνω του περνώντας το κοντάρι
στο χώμα εχώθη, κι ας λαχτάριζε με σάρκα να χορτάσει.
Δεύτερος έριξε το αλάθευτο κοντάρι του ο Αχιλλέας,
165 ῥῆξε σάκος· χρυσὸς γὰρ ἐρύκακε δῶρα θεοῖο·
τῷ δ᾽ ἑτέρῳ μιν πῆχυν ἐπιγράβδην βάλε χειρὸς
δεξιτερῆς, σύτο δ᾽ αἷμα κελαινεφές· ἣ δ᾽ ὑπὲρ αὐτοῦ
γαίῃ ἐνεστήρικτο λιλαιομένη χροὸς ἆσαι.
δεύτερος αὖτ᾽ Ἀχιλεὺς μελίην ἰθυπτίωνα
170 Ἀστεροπαίῳ ἐφῆκε κατακτάμεναι μενεαίνων.
καὶ τοῦ μέν ῥ᾽ ἀφάμαρτεν, ὃ δ᾽ ὑψηλὴν βάλεν ὄχθην,
μεσσοπαγὲς δ᾽ ἄρ᾽ ἔθηκε κατ᾽ ὄχθης μείλινον ἔγχος.
Πηλεΐδης δ᾽ ἄορ ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ
ἆλτ᾽ ἐπί οἱ μεμαώς· ὃ δ᾽ ἄρα μελίην Ἀχιλῆος
του Αστεροπαίου χιμώντας, θέλοντας να πάρει τη ζωή του.
Μα δεν τον χτύπησε, μον᾿ πέτυχε του ποταμού τον όχτο,
κι εχώθηκε ως τη μέση τρέμοντας το φράξινο κοντάρι.
Το κοφτερό σπαθί ανασέρνοντας πλάι στο μερί του εχύθη
του Αστεροπαίου᾿ κι αυτός επάλευε το φράξο του Αχιλλέα
με το βαρύ να σύρει χέρι του—του κάκου!—από τον όχτο'
και τρεις φορές το ταρακούνησε λυσσώντας, να το βγάλει,
και τρεις φορές του εκόπη η δύναμη· στην τέταρτη, ως ζητούσε
να σπάσει του Αχιλλέα, λυγώντας το, το φράξινο κοντάρι,
με το σπαθί του εκείνος ζύγωσε και τη ζωή του επήρε.
175 οὐ δύνατ᾽ ἐκ κρημνοῖο ἐρύσσαι χειρὶ παχείῃ.
τρὶς μέν μιν πελέμιξεν ἐρύσσασθαι μενεαίνων,
τρὶς δὲ μεθῆκε βίης· τὸ δὲ τέτρατον ἤθελε θυμῷ
ἆξαι ἐπιγνάμψας δόρυ μείλινον Αἰακίδαο,
ἀλλὰ πρὶν Ἀχιλεὺς σχεδὸν ἄορι θυμὸν ἀπηύρα.
180 γαστέρα γάρ μιν τύψε παρ᾽ ὀμφαλόν, ἐκ δ᾽ ἄρα πᾶσαι
χύντο χαμαὶ χολάδες· τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν
ἀσθμαίνοντ᾽· Ἀχιλεὺς δ᾽ ἄρ᾽ ἐνὶ στήθεσσιν ὀρούσας
τεύχεά τ᾽ ἐξενάριξε καὶ εὐχόμενος ἔπος ηὔδα·
κεῖσ᾽ οὕτως· χαλεπόν τοι ἐρισθενέος Κρονίωνος
Κι ως στην κοιλιά, κοντά στο αφάλι του, τον χτύπησε, χύθηκαν
τα σπλάχνα του στη γη, και σκέπασε τα μάτια του σκοτάδι,
ως ξεψυχούσε. απά στο στήθος του τότε ο Αχιλλέας πηδώντας
του παίρνει τ᾿ άρματα, και μ᾿ έπαρση τέτοια μιλάει και κρένει:
«Ξάπλωσε τώρα αυτού! Για φύτρα σου τον ποταμό κι αν έχεις,
με τους υγιούς του Δία του ανίκητου ποιος σου 'πε να τα βάζεις;
Τον ποταμό, είπες, έχεις πρόγονο το φαρδιορεματάρη,
μα εγώ γενιά πως είμαι πέτομαι του Δία του τρισμεγάλου.
Πατέρας μου ο Πηλέας, που αρίφνητους ορίζει Μυρμιδόνες,
γιος του Αιακού, και τούτος κράζουνταν του Δία βλαστάρι· κι όσο
185 παισὶν ἐριζέμεναι ποταμοῖό περ ἐκγεγαῶτι.
φῆσθα σὺ μὲν ποταμοῦ γένος ἔμμεναι εὐρὺ ῥέοντος,
αὐτὰρ ἐγὼ γενεὴν μεγάλου Διὸς εὔχομαι εἶναι.
τίκτέ μ᾽ ἀνὴρ πολλοῖσιν ἀνάσσων Μυρμιδόνεσσι
Πηλεὺς Αἰακίδης· ὃ δ᾽ ἄρ᾽ Αἰακὸς ἐκ Διὸς ἦεν.
190 τὼ κρείσσων μὲν Ζεὺς ποταμῶν ἁλιμυρηέντων,
κρείσσων αὖτε Διὸς γενεὴ ποταμοῖο τέτυκται.
καὶ γὰρ σοὶ ποταμός γε πάρα μέγας, εἰ δύναταί τι
χραισμεῖν· ἀλλ᾽ οὐκ ἔστι Διὶ Κρονίωνι μάχεσθαι,
τῷ οὐδὲ κρείων Ἀχελώϊος ἰσοφαρίζει,
λογιέται ο Δίας απ᾿ τους τρεχούμενους τους ποταμούς πιο πάνω,
μπροστά στων ποταμών κι η φύτρα του τόσο πιο απάνω στέκει.
Ο ποταμός που τρέχει δίπλα σου τρανός δεν είναι; Κι όμως
χέρι δε δίνει. Ποιος θα τα 'βαζε με τον υγιό του Κρόνου;
Μήτε ο Αχελώος ο ρήγας δύνεται να παραβγεί μαζί του,
μήτε ο Ωκεανός ο τρανοδύναμος, ο βαθιορεματάρης,
όθε αναβρύζει κάθε θάλασσα, κάθε ποτάμι, κάθε
πηγή και κάθε κεφαλόβρυσο, κάθε βαθύ πηγάδι'
κι αυτός το αστροπελέκι σκιάζεται του Δία του τρισμεγάλου
και της τρανής βροντής το μούγκρισμα, που ακούγεται ουρανόθε.»
195 οὐδὲ βαθυρρείταο μέγα σθένος Ὠκεανοῖο,
ἐξ οὗ περ πάντες ποταμοὶ καὶ πᾶσα θάλασσα
καὶ πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν·
ἀλλὰ καὶ ὃς δείδοικε Διὸς μεγάλοιο κεραυνὸν
δεινήν τε βροντήν, ὅτ᾽ ἀπ᾽ οὐρανόθεν σμαραγήσῃ.
200 ἦ ῥα, καὶ ἐκ κρημνοῖο ἐρύσσατο χάλκεον ἔγχος,
τὸν δὲ κατ᾽ αὐτόθι λεῖπεν, ἐπεὶ φίλον ἦτορ ἀπηύρα,
κείμενον ἐν ψαμάθοισι, δίαινε δέ μιν μέλαν ὕδωρ.
τὸν μὲν ἄρ᾽ ἐγχέλυές τε καὶ ἰχθύες ἀμφεπένοντο
δημὸν ἐρεπτόμενοι ἐπινεφρίδιον κείροντες·
Είπε, και τράβηξε το χάλκινο κοντάρι του απ᾿ τον όχτο,
κι αυτόν κει πέρα τον παράτησε, σαν πήρε τη ζωή του,
απ᾿ το βαθύ νερό να βρέχεται, στον άμμο ξαπλωμένος.
Χέλια και ψάρια τον κυκλόφερναν ολούθε, και πάλευαν
το ξίγκι στα νεφρά του ολόγυρα δαγκώνοντας να φάνε.
Κι εκείνος χύθη στους αντρόκαρδους τους Παίονες πάνω τότε,
καθώς αυτοί να φύγουν πάλευαν πλάι στο αφριστό ποτάμι,
τον πιο αντρειωμένο τους ως ξέκριναν στην άγρια μάχη μέσα
απ᾿ του Αχιλλέα τα χέρια τ᾿ άσπλαχνα και το σπαθί να πέφτει.
Σκότωσε τότε το θερσίλοχο, το Μύδωνα, το Μνήσο,
205 αὐτὰρ ὃ βῆ ῥ᾽ ἰέναι μετὰ Παίονας ἱπποκορυστάς,
οἵ ῥ᾽ ἔτι πὰρ ποταμὸν πεφοβήατο δινήεντα,
ὡς εἶδον τὸν ἄριστον ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ
χέρσ᾽ ὕπο Πηλεΐδαο καὶ ἄορι ἶφι δαμέντα.
ἔνθ᾽ ἕλε Θερσίλοχόν τε Μύδωνά τε Ἀστύπυλόν τε
210 Μνῆσόν τε Θρασίον τε καὶ Αἴνιον ἠδ᾽ Ὀφελέστην·
καί νύ κ᾽ ἔτι πλέονας κτάνε Παίονας ὠκὺς Ἀχιλλεύς,
εἰ μὴ χωσάμενος προσέφη ποταμὸς βαθυδίνης
ἀνέρι εἰσάμενος, βαθέης δ᾽ ἐκ φθέγξατο δίνης·
ὦ Ἀχιλεῦ, περὶ μὲν κρατέεις, περὶ δ᾽ αἴσυλα ῥέζεις
τον Οφελέστη, τον Αστύπυλο, το Θράσιο και τον Αίνιο.
Μα κι άλλους Παίονες ο γοργόποδος θα σκότωνε Αχιλλέας,
απ᾿ τις στροβίλες του αν δεν πρόβαινε να κράξει θυμωμένος
ο ποταμός ο βαθιοστρόβιλος, ίδια θνητός στο διώμα:
« Περνάς εσύ, Αχιλλέα, στη δύναμη, περνάς και στην αγριάδα
κάθε άλλον άνθρωπο, τι οι αθάνατοι σε παραστέκουν πάντα.
Τους Τρώες ο γιος του Κρόνου αν σου 'δωκε να τους χαλάσεις όλους,
στον κάμπο καν μακριά μου δίωξε τους και σκότωνε όσους θέλεις'
τι με κουφάρια το πανέμορφο μου ξεχειλίζει ρέμα,
κι ουδέ μπορώ στην άγια θάλασσα να χύσω τα νερά μου᾿
215 ἀνδρῶν· αἰεὶ γάρ τοι ἀμύνουσιν θεοὶ αὐτοί.
εἴ τοι Τρῶας ἔδωκε Κρόνου παῖς πάντας ὀλέσσαι,
ἐξ ἐμέθεν γ᾽ ἐλάσας πεδίον κάτα μέρμερα ῥέζε·
πλήθει γὰρ δή μοι νεκύων ἐρατεινὰ ῥέεθρα,
οὐδέ τί πῃ δύναμαι προχέειν ῥόον εἰς ἅλα δῖαν
220 στεινόμενος νεκύεσσι, σὺ δὲ κτείνεις ἀϊδήλως.
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ καὶ ἔασον· ἄγη μ᾽ ἔχει ὄρχαμε λαῶν.
τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
ἔσται ταῦτα Σκάμανδρε διοτρεφές, ὡς σὺ κελεύεις.
Τρῶας δ᾽ οὐ πρὶν λήξω ὑπερφιάλους ἐναρίζων,
με φράζουν οι νεκροί᾿ μα ανήμερος εσύ σκοτώνεις πάντα.
Σταμάτα πια, τρανέ πολέμαρχε, και τα 'χω πια σαστίσει!»
Τότε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος του απηλογήθη κι είπε:
« Όλα θα γίνουν τούτα, Σκάμαντρε θεϊκέ, καθώς ορίζεις·
όμως τους Τρώες τους καυκησιάρηδες να σφάζω δε θα πάψω,
πριν τους στριμώξω μες στο κάστρο τους, κι ακόμα χτυπηθούμε
στήθος με στήθος με τον Έχτορα, κι όποιονε πάρει ο Χάρος!»
Αυτά είπε, και στους Τρώες αλύπητος, ίδια θεός, χιμίζει'
κι ο ποταμός ο βαθιοστρόβιλος του Φοίβου τότε κράζει:
« Του Δία βλαστάρι, Ασημοδόξαρε, που την αρμήνια, αλί μου,
225 πρὶν ἔλσαι κατὰ ἄστυ καὶ Ἕκτορι πειρηθῆναι
ἀντιβίην, ἤ κέν με δαμάσσεται, ἦ κεν ἐγὼ τόν.
ὣς εἰπὼν Τρώεσσιν ἐπέσσυτο δαίμονι ἶσος·
καὶ τότ᾽ Ἀπόλλωνα προσέφη ποταμὸς βαθυδίνης·
ὢ πόποι ἀργυρότοξε Διὸς τέκος οὐ σύ γε βουλὰς
230 εἰρύσαο Κρονίωνος, ὅ τοι μάλα πόλλ᾽ ἐπέτελλε
Τρωσὶ παρεστάμεναι καὶ ἀμύνειν, εἰς ὅ κεν ἔλθῃ
δείελος ὀψὲ δύων, σκιάσῃ δ᾽ ἐρίβωλον ἄρουραν.
ἦ καὶ Ἀχιλλεὺς μὲν δουρικλυτὸς ἔνθορε μέσσῳ
κρημνοῦ ἀπαΐξας· ὃ δ᾽ ἐπέσσυτο οἴδματι θύων,
του γιου του Κρόνου δε συνάκουσες! Πόσες φορές σου το 'πε
να διαφεντέψεις παραστέκοντας τους Τρώες, ώσόπου να 'ρθει
το δειλινό, τη γης ισκιώνοντας την παχιοχωματούσα.»
Αυτά είπε, κι ο Αχιλλέας ο αντρόκαρδος στον ποταμό απ᾿ τον όχτο
μέσα πηδά᾿ κι αυτός του εχίμιξε με λύσσα, τα νερά του
απ᾿ άκρη ως άκρη αναταράζοντας, και τους νεκρούς αμπώθει,
που 'χε ο Αχιλλέας σκοτώσει, κι άμετροι στοιβάζουνταν στο ρέμα'
όξω τους έβγαζε στους όχτους του, μουγκρίζοντας σαν ταύρος,
κι αυτούς που ζούσαν, στα πανέμορφα τους γλίτωνε νερά του,
μες στις μεγάλες του και τρίσβαθες στροβίλες κρύβοντας τους.
235 πάντα δ᾽ ὄρινε ῥέεθρα κυκώμενος, ὦσε δὲ νεκροὺς
πολλούς, οἵ ῥα κατ᾽ αὐτὸν ἅλις ἔσαν, οὓς κτάν᾽ Ἀχιλλεύς
τοὺς ἔκβαλλε θύραζε μεμυκὼς ἠΰτε ταῦρος
χέρσον δέ· ζωοὺς δὲ σάω κατὰ καλὰ ῥέεθρα,
κρύπτων ἐν δίνῃσι βαθείῃσιν μεγάλῃσι.
240 δεινὸν δ᾽ ἀμφ᾽ Ἀχιλῆα κυκώμενον ἵστατο κῦμα,
ὤθει δ᾽ ἐν σάκεϊ πίπτων ῥόος· οὐδὲ πόδεσσιν
εἶχε στηρίξασθαι· ὃ δὲ πτελέην ἕλε χερσὶν
εὐφυέα μεγάλην· ἣ δ᾽ ἐκ ῥιζῶν ἐριποῦσα
κρημνὸν ἅπαντα διῶσεν, ἐπέσχε δὲ καλὰ ῥέεθρα
Φριχτό το κύμα, πολυτάραχο, τον Αχιλλέα κυκλώνει,
και στο σκουτάρι απάνω πέφτοντας τον σπρώχνει, κι ουδέ βρίσκαν
τα πόδια του αντιστύλι κάτωθε. Μια λυγερή φουχτώνει
τρανή φτελιά, μα αυτή ξεκόρμισε και με τις ρίζες πέφτει,
τον όχτον όλο συνεπαίρνοντας· και τα νερά στάθηκαν
απ᾿ τα πυκνά κλαριά της, κι έγινε γιοφύρι, ως έπεσε όλη
στον ποταμό· κι αυτός τινάχτηκε μεμιάς απ᾿ τη στροβίλα,
και με γοργά ποδάρια εκίνησε στον κάμπο τρομαγμένος
να τρέχει᾿ μα ο θεός απάνω του ξανά ο τρανός χιμίζει
κορφομελανιασμένος, θέλοντας τη φόρα του Αχιλλέα
245 ὄζοισιν πυκινοῖσι, γεφύρωσεν δέ μιν αὐτὸν
εἴσω πᾶσ᾽ ἐριποῦσ᾽· ὃ δ᾽ ἄρ᾽ ἐκ δίνης ἀνορούσας
ἤϊξεν πεδίοιο ποσὶ κραιπνοῖσι πέτεσθαι
δείσας· οὐδέ τ᾽ ἔληγε θεὸς μέγας, ὦρτο δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ
ἀκροκελαινιόων, ἵνα μιν παύσειε πόνοιο
250 δῖον Ἀχιλλῆα, Τρώεσσι δὲ λοιγὸν ἀλάλκοι.
Πηλεΐδης δ᾽ ἀπόρουσεν ὅσον τ᾽ ἐπὶ δουρὸς ἐρωή,
αἰετοῦ οἴματ᾽ ἔχων μέλανος τοῦ θηρητῆρος,
ὅς θ᾽ ἅμα κάρτιστός τε καὶ ὤκιστος πετεηνῶν·
τῷ ἐϊκὼς ἤϊξεν, ἐπὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς
του θείου να κόψει, και το θάνατο να διώξει από τους Τρώες.
Κι αυτός πετάχτη πέρα τρέχοντας, όσο του μακρού φτάνει
μια κονταριά, κι η ορμή του θύμιζε το μαύρο, κυνηγάρη
αϊτό, το πιο τρανό και γρήγορο πουλί μες σε όλα τ᾿ άλλα᾿
όμοια εχιμούσε, και στα στήθη του πάνω ο χαλκός βροντούσε
τρομαχτικά, κι εκείνος έτρεχε ζητώντας να ξεφύγει᾿
μα ο Σκάμαντρος ξοπίσω του έρχουνταν με άγριον αχό κυλώντας.
Πώς νεροκράτης, που ξεκόβοντας πηγή μαυρονερούσα
να τρέξουν τα νερά της άφησε σε δέντρα, σε περβόλια,
με το τσαπί στα χέρια, αδειάζοντας τα χώματα απ᾿ τ᾿ αυλάκι'
255 σμερδαλέον κονάβιζεν· ὕπαιθα δὲ τοῖο λιασθεὶς
φεῦγ᾽, ὃ δ᾽ ὄπισθε ῥέων ἕπετο μεγάλῳ ὀρυμαγδῷ.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀνὴρ ὀχετηγὸς ἀπὸ κρήνης μελανύδρου
ἂμ φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ
χερσὶ μάκελλαν ἔχων, ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων·
260 τοῦ μέν τε προρέοντος ὑπὸ ψηφῖδες ἅπασαι
ὀχλεῦνται· τὸ δέ τ᾽ ὦκα κατειβόμενον κελαρύζει
χώρῳ ἔνι προαλεῖ, φθάνει δέ τε καὶ τὸν ἄγοντα·
ὣς αἰεὶ Ἀχιλῆα κιχήσατο κῦμα ῥόοιο
καὶ λαιψηρὸν ἐόντα· θεοὶ δέ τε φέρτεροι ἀνδρῶν.
και τρέχει εκείνο συνεπαίρνοντας μπροστά του τα χαλίκια,
και κελαρύζει, ως τον κατήφορο κυλάει γοργά, κι αφήνει
το νεροκράτη ακόμα πίσω του, που όλο του ανοίγει δρόμο'
όμοια, γοργός κι ας ήταν, πρόφταινε τον Αχιλλέα το κύμα
του πόταμου, τι ένας αθάνατος έναν θνητό νικά τον.
Και κάθε που 'λεγε ο φτερόποδος, θείος Αχιλλέας να στρέψει,
κι ενάντια να σταθεί στο ρέμα του, να ιδεί αν τον κυνηγούνε
οι αθάνατοι όλοι, που το διάπλατο τον ουρανό αφεντεύουν,
του ποταμού του ουρανογέννητου το γιγαντένιο κύμα
ως το λαιμό ψηλά του ανέβαινε· πηδούσε τρομαγμένος
265 ὁσσάκι δ᾽ ὁρμήσειε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεὺς
στῆναι ἐναντίβιον καὶ γνώμεναι εἴ μιν ἅπαντες
ἀθάνατοι φοβέουσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι,
τοσσάκι μιν μέγα κῦμα διιπετέος ποταμοῖο
πλάζ᾽ ὤμους καθύπερθεν· ὃ δ᾽ ὑψόσε ποσσὶν ἐπήδα
270 θυμῷ ἀνιάζων· ποταμὸς δ᾽ ὑπὸ γούνατ᾽ ἐδάμνα
λάβρος ὕπαιθα ῥέων, κονίην δ᾽ ὑπέρεπτε ποδοῖιν.
Πηλεΐδης δ᾽ ᾤμωξεν ἰδὼν εἰς οὐρανὸν εὐρύν·
Ζεῦ πάτερ ὡς οὔ τίς με θεῶν ἐλεεινὸν ὑπέστη
ἐκ ποταμοῖο σαῶσαι· ἔπειτα δὲ καί τι πάθοιμι.
αυτός, κι ο ποταμός του λύγιζε τα γόνατα, ως εκύλα
με ορμή από κάτω, κι απ᾿ τα πόδια του το χώμα αποτραβούσε.
Τότε ο Αχιλλέας βογγώντας φώναξε, τον ουρανό κοιτώντας:
« Πατέρα Δία, θεός δε βρίσκεται κανείς να με γλιτώσει
απ᾿ το ποτάμι εδώ, τον άμοιρο; Στερνά ό,τι πάθω ας πάθω!
Μ᾿ απ᾿ τους θεούς που ζουν στον Όλυμπο δε φταίει κανένας τόσο,
μονάχα η μάνα μου, με ψέματα που με πλανούσε, τάχα
κάτω απ᾿ των Τρωών τα τείχη θα 'πεφτα των θωρακοζωσμένων
απ᾿ τις γοργόφτερες του Απόλλωνα σαγίτες χτυπημένος.
Να 'πεφτα καν από τον Έχτορα, στους Τρώες τον πιο αντρειωμένο!
275 ἄλλος δ᾽ οὔ τις μοι τόσον αἴτιος Οὐρανιώνων,
ἀλλὰ φίλη μήτηρ, ἥ με ψεύδεσσιν ἔθελγεν·
ἥ μ᾽ ἔφατο Τρώων ὑπὸ τείχεϊ θωρηκτάων
λαιψηροῖς ὀλέεσθαι Ἀπόλλωνος βελέεσσιν.
ὥς μ᾽ ὄφελ᾽ Ἕκτωρ κτεῖναι ὃς ἐνθάδε γ᾽ ἔτραφ᾽ ἄριστος·
280 τώ κ᾽ ἀγαθὸς μὲν ἔπεφν᾽, ἀγαθὸν δέ κεν ἐξενάριξε·
νῦν δέ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι
ἐρχθέντ᾽ ἐν μεγάλῳ ποταμῷ ὡς παῖδα συφορβόν,
ὅν ῥά τ᾽ ἔναυλος ἀποέρσῃ χειμῶνι περῶντα.
ὣς φάτο, τῷ δὲ μάλ᾽ ὦκα Ποσειδάων καὶ Ἀθήνη
Τρανός καν έτσι ο που θα σκότωνε, τρανός κι ο σκοτωμένος.
Μα τώρα είναι γραφτό μου θάνατο φριχτό να βρω, ζωσμένος
από τρανό ποτάμι, ως άπλερο χοιροβοσκούδι, που άγρια
κατεβασιά το μεσοχείμωνο το πνίγει μες στο ρέμα!»
Έτσι μιλούσε· δίχως άργητα τρέχει η Αθηνά κοντά του,
μαζί κι ο Ποσειδώνας, παίρνοντας θνητού κι οι δυο το θώρι᾿
το χέρι του 'σφιξαν στα χέρια τους και του 'δωσαν κουράγιο.
Κι ο Ποσειδώνας πρώτος μίλησε και του 'πε ο κοσμοσείστης:
« Γιε του Πηλέα, μην τόσο σκιάζεσαι και μη σε παίρνει ο φόβος·
τι τώρα δυο σου παραστέκουμε τρανοί θεοί, η Παλλάδα
285 στήτην ἐγγὺς ἰόντε, δέμας δ᾽ ἄνδρεσσιν ἐΐκτην,
χειρὶ δὲ χεῖρα λαβόντες ἐπιστώσαντ᾽ ἐπέεσσι.
τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε Ποσειδάων ἐνοσίχθων·
Πηλεΐδη μήτ᾽ ἄρ τι λίην τρέε μήτέ τι τάρβει·
τοίω γάρ τοι νῶϊ θεῶν ἐπιταρρόθω εἰμὲν
290 Ζηνὸς ἐπαινήσαντος ἐγὼ καὶ Παλλὰς Ἀθήνη·
ὡς οὔ τοι ποταμῷ γε δαμήμεναι αἴσιμόν ἐστιν,
ἀλλ᾽ ὅδε μὲν τάχα λωφήσει, σὺ δὲ εἴσεαι αὐτός·
αὐτάρ τοι πυκινῶς ὑποθησόμεθ᾽ αἴ κε πίθηαι·
μὴ πρὶν παύειν χεῖρας ὁμοιΐου πολέμοιο
κι εγώ μαζί της, με το θέλημα του Δία του τρισμεγάλου.
Από ποτάμι δε σου το 'γραψεν η Μοίρα να πεθάνεις·
θα γαληνέψει τώρα γρήγορα, και θα το ιδείς κι ατός σου.
Μ᾿ άκουσε τώρα την αρμήνια μας τη γνωστικιά, αν σ᾿ αρέσει:
Μην πάψουν να χτυπούν τα χέρια σου στην άγρια μέσα μάχη,
πριν να κλειστούν στο πολυδόξαστο το κάστρο όσοι γλιτώσουν
από τους Τρώες· μα εσύ τον Έχτορα νεκρό σα ρίξεις κάτω,
γύρνα στα πλοία ξανά᾿ σου δίνουμε τρανή να πάρεις δόξα.»
Είπαν, και φεύγουν στους αθάνατους να παν κοντά τους άλλους'
κι εκείνος, απ᾿ τα θεία τα λόγια τους κουράγιο πλημμυρώντας
295 πρὶν κατὰ Ἰλιόφι κλυτὰ τείχεα λαὸν ἐέλσαι
Τρωϊκόν, ὅς κε φύγῃσι· σὺ δ᾽ Ἕκτορι θυμὸν ἀπούρας
ἂψ ἐπὶ νῆας ἴμεν· δίδομεν δέ τοι εὖχος ἀρέσθαι.
τὼ μὲν ἄρ᾽ ὣς εἰπόντε μετ᾽ ἀθανάτους ἀπεβήτην·
αὐτὰρ ὃ βῆ, μέγα γάρ ῥα θεῶν ὄτρυνεν ἐφετμή,
300 ἐς πεδίον· τὸ δὲ πᾶν πλῆθ᾽ ὕδατος ἐκχυμένοιο,
πολλὰ δὲ τεύχεα καλὰ δαὶ κταμένων αἰζηῶν
πλῶον καὶ νέκυες· τοῦ δ᾽ ὑψόσε γούνατ᾽ ἐπήδα
πρὸς ῥόον ἀΐσσοντος ἀν᾽ ἰθύν, οὐδέ μιν ἴσχεν
εὐρὺ ῥέων ποταμός· μέγα γὰρ σθένος ἔμβαλ᾽ Ἀθήνη.
χιμάει στον κάμπο, που ξεχείλιζε νερό τρογύρα ολούθε.
Κι απ᾿ τους νεκρούς που έπεσαν άρματα πολλά πανώρια επλέχαν,
πολλά κουφάρια· μα τα γόνατα κείνου ψηλά επηδούσαν,
γραμμή στο ρέμα ενάντια ως χίμιζε, κι ουδέ που τον κρατούσε
πια ο ποταμός, τι πλήθια η δύναμη που του 'βαζε η Παλλάδα.
Όμως κι ο Σκάμαντρος τη λύσσα του δεν έκοβε᾿ ο θυμός του
όλο και πλήθαινε᾿ κι ανάσκωνε ψηλά τα κύματα του
θεριεύοντας, και στο Σιμόεντα σέρνει φωνή και κράζει:
«Έλα, αδερφέ, μαζί να κόψουμε του αντρός αυτού τη λύσσα!
τι έτσι πού οι Τρώες δε θα κρατήσουνε πια μες στη μάχη τώρα,
305 οὐδὲ Σκάμανδρος ἔληγε τὸ ὃν μένος, ἀλλ᾽ ἔτι μᾶλλον
χώετο Πηλεΐωνι, κόρυσσε δὲ κῦμα ῥόοιο
ὑψόσ᾽ ἀειρόμενος, Σιμόεντι δὲ κέκλετ᾽ ἀΰσας·
φίλε κασίγνητε σθένος ἀνέρος ἀμφότεροί περ
σχῶμεν, ἐπεὶ τάχα ἄστυ μέγα Πριάμοιο ἄνακτος
310 ἐκπέρσει, Τρῶες δὲ κατὰ μόθον οὐ μενέουσιν.
ἀλλ᾽ ἐπάμυνε τάχιστα, καὶ ἐμπίπληθι ῥέεθρα
ὕδατος ἐκ πηγέων, πάντας δ᾽ ὀρόθυνον ἐναύλους,
ἵστη δὲ μέγα κῦμα, πολὺν δ᾽ ὀρυμαγδὸν ὄρινε
φιτρῶν καὶ λάων, ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα
θα πάρει αυτός του Πρίαμου γρήγορα το ξακουσμένο κάστρο.
Μον᾿ έλα, βόηθα δίχως άργητα· τα ξεροπόταμά σου
ξεσήκωσε όλα, και το ρέμα σου νερό ξεχείλισε το
απ᾿ τις πηγές, και κύμα στύλωσε τρανό, κι αχό απ᾿ τα ξύλα
κι απ᾿ τα λιθάρια πλήθιον άσκωσε, να κόψουμε το δρόμο
στον άγριον άντρα αυτόν που λύσσαξε κι ίδια θεός χιμίζει.
Μήτε τα κάλλη, μήτε η δύναμη μηδέ και τα πανώρια
θαρρώ θα τον γλιτώσουν άρματα, που κάτω απ᾿ τα νερά μου
λέω θα βρεθούν βαθιά να κοίτουνται, χωμένα μες στη λάσπη.
Και θα τυλίξω μες στον άμμο μου τον ίδιο αυτόν, χαλίκια
315 ὃς δὴ νῦν κρατέει, μέμονεν δ᾽ ὅ γε ἶσα θεοῖσι.
φημὶ γὰρ οὔτε βίην χραισμησέμεν οὔτέ τι εἶδος
οὔτε τὰ τεύχεα καλά, τά που μάλα νειόθι λίμνης
κείσεθ᾽ ὑπ᾽ ἰλύος κεκαλυμμένα· κὰδ δέ μιν αὐτὸν
εἰλύσω ψαμάθοισιν ἅλις χέραδος περιχεύας
320 μυρίον, οὐδέ οἱ ὀστέ᾽ ἐπιστήσονται Ἀχαιοὶ
ἀλλέξαι· τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω.
αὐτοῦ οἱ καὶ σῆμα τετεύξεται, οὐδέ τί μιν χρεὼ
ἔσται τυμβοχόης, ὅτε μιν θάπτωσιν Ἀχαιοί.
καὶ ἐπῶρτ᾽ Ἀχιλῆϊ κυκώμενος ὑψόσε θύων
πάνω του αρίφνητα στοιβάζοντας, κι ουδέ τα κόκαλα του
θα βρουν οι Αργίτες να μαζέψουνε᾿ τόση από πάνω λάσπη
θα ρίξω. Αυτού και το μνημούρι του θα γένει᾿ απ᾿ άλλο χώμα
δε θά'χει ανάγκη πια, τον τάφο του σα θα γνοιαστούν οι Αργίτες!»
Είπε, και φούσκωσε χιμίζοντας στον Αχιλλέα με λύσσα,
και χοχλακούσε ξεχειλίζοντας αφρούς, νεκρούς και γαίμα.
Στυλώθη ορθό του ουρανογέννητου του ποταμού το κύμα
μπρος στου Πηλέα το γιο, κατάμαυρο, να τον ξαπλώσει χάμω'
κι η Ήρα τρανή φωνή άπ᾿ το φόβο της έσυρε τότε, ο μέγας
τρίσβαθος Σκάμαντρος πως θα 'πνιγε τον Αχιλλέα θαρρώντας'
325 μορμύρων ἀφρῷ τε καὶ αἵματι καὶ νεκύεσσι.
πορφύρεον δ᾽ ἄρα κῦμα διιπετέος ποταμοῖο
ἵστατ᾽ ἀειρόμενον, κατὰ δ᾽ ᾕρεε Πηλεΐωνα·
Ἥρη δὲ μέγ᾽ ἄϋσε περιδείσασ᾽ Ἀχιλῆϊ
μή μιν ἀποέρσειε μέγας ποταμὸς βαθυδίνης,
330 αὐτίκα δ᾽ Ἥφαιστον προσεφώνεεν ὃν φίλον υἱόν·
ὄρσεο κυλλοπόδιον ἐμὸν τέκος· ἄντα σέθεν γὰρ
Ξάνθον δινήεντα μάχῃ ἠΐσκομεν εἶναι·
ἀλλ᾽ ἐπάμυνε τάχιστα, πιφαύσκεο δὲ φλόγα πολλήν.
αὐτὰρ ἐγὼ Ζεφύροιο καὶ ἀργεστᾶο Νότοιο
και στον υγιό της λέει τον Ήφαιστο γυρνώντας τέτοια λόγια:
« Για σήκω, γιε μου Κουτσοπόδαρε, κι ήρθε η σειρά σου τώρα'
τι ο γοργοστρόβιλος ο Σκάμαντρος δικός σου οχτρός λογιέται.
Μα βόηθα, μην αργείς, απάνω του ξέχυσε άκρατη φλόγα!
Το Νότο εγώ τον άσπροσύγνεφο, το Ζέφυρο θα βάλω
να ξεσηκώσουν απ᾿ τη θάλασσα φριχτήν ανεμοζάλη,
που το άγριο να φουντώσει σύφλογο, τους Τρώες και τ᾿ άρματα τους
να κάψει πέρα ως πέρα. Κόρωσε καί συ τα δέντρα γύρα
στους όχτους, καί τον ίδιο τύλιξε τον Ξάνθο μες στις φλόγες᾿
μηδέ οι φοβέρες για τα πλάνα του να σε αντισκόψουν λόγια.
335 εἴσομαι ἐξ ἁλόθεν χαλεπὴν ὄρσουσα θύελλαν,
ἥ κεν ἀπὸ Τρώων κεφαλὰς καὶ τεύχεα κήαι
φλέγμα κακὸν φορέουσα· σὺ δὲ Ξάνθοιο παρ᾽ ὄχθας
δένδρεα καῖ᾽, ἐν δ᾽ αὐτὸν ἵει πυρί· μὴ δέ σε πάμπαν
μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω καὶ ἀρειῇ·
340 μὴ δὲ πρὶν ἀπόπαυε τεὸν μένος, ἀλλ᾽ ὁπότ᾽ ἂν δὴ
φθέγξομ᾽ ἐγὼν ἰάχουσα, τότε σχεῖν ἀκάματον πῦρ.
ὣς ἔφαθ᾽, Ἥφαιστος δὲ τιτύσκετο θεσπιδαὲς πῦρ.
πρῶτα μὲν ἐν πεδίῳ πῦρ δαίετο, καῖε δὲ νεκροὺς
πολλούς, οἵ ῥα κατ᾽ αὐτὸν ἅλις ἔσαν, οὓς κτάν᾽ Ἀχιλλεύς·
Μη σταματάς, μον᾿ καίγε αδιάκοπα" μονάχα σα γρικήξεις
να σου φωνάζω, την αδάμαστη φωτιά σου σβήσε τότε.»
Αυτά είπε, κι ο Ήφαιστος ετοίμασε φωτιά θεριακωμένη'
πρώτα η φωτιά στον κάμπο εφούντωσε, κι οι Τρώες καίγονταν όλοι,
που 'χε ο Αχιλλέας σκοτώσει κι άμετροι σωριάζουνταν κει πέρα.
Κι όλος ο κάμπος γύρα εστέγνωξε, και τα νερά εστάθηκαν.
Πως ο Βοριάς χινοπωριάτικα νιοπότιστο περβόλι
ξεραίνει ευτύς, κι ο που το γνοιάζεται χαρά νογάει μεγάλη'
όμοια κι ο κάμπος όλος στέγνωξε, και καίουνταν τα κουφάρια.
Μετά στον ποταμό τη φλόγα του γυρνάει τη λαμπαδούσα'
345 πᾶν δ᾽ ἐξηράνθη πεδίον, σχέτο δ᾽ ἀγλαὸν ὕδωρ.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ὀπωρινὸς Βορέης νεοαρδέ᾽ ἀλωὴν
αἶψ᾽ ἀγξηράνῃ· χαίρει δέ μιν ὅς τις ἐθείρῃ·
ὣς ἐξηράνθη πεδίον πᾶν, κὰδ δ᾽ ἄρα νεκροὺς
κῆεν· ὃ δ᾽ ἐς ποταμὸν τρέψε φλόγα παμφανόωσαν.
350 καίοντο πτελέαι τε καὶ ἰτέαι ἠδὲ μυρῖκαι,
καίετο δὲ λωτός τε ἰδὲ θρύον ἠδὲ κύπειρον,
τὰ περὶ καλὰ ῥέεθρα ἅλις ποταμοῖο πεφύκει·
τείροντ᾽ ἐγχέλυές τε καὶ ἰχθύες οἳ κατὰ δίνας,
οἳ κατὰ καλὰ ῥέεθρα κυβίστων ἔνθα καὶ ἔνθα
στους όχτους οι φτελιές εκόρωσαν κι οι ιτιές και τ᾿ αρμυρίκια,
κόρωσαν και τα βούρλα, η κύπερη και το τριφύλλι γύρα,
στου πόταμου πυκνά που εφύτρωναν τη ρεματιά την ώρια.
Τυραννισμένα, από τα τρίσβαθα νερά του δώθε κείθε
χέλια καί ψάρια ξεπετάγουνταν μες στο πανώριο ρέμα,
απ'του πολυτεχνίτη του Ήφαίστου πλαντώντας την ανάσα.
Και τότε ο ποταμός που εκαίγουνταν γυρνώντας του φωνάζει:
«Ήφαιστε, ποιος αποδυνάζεται να μετρηθεί μαζί σου
θεός; Μήτε κι εγώ τη φλόγα σου βαστώ να πολεμήσω.
Δεν πάει να διώξει από το κάστρο τους τούτη ο Αχιλλέας την ώρα
355 πνοιῇ τειρόμενοι πολυμήτιος Ἡφαίστοιο.
καίετο δ᾽ ἲς ποταμοῖο ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν·
Ἥφαιστ᾽, οὔ τις σοί γε θεῶν δύνατ᾽ ἀντιφερίζειν,
οὐδ᾽ ἂν ἐγὼ σοί γ᾽ ὧδε πυρὶ φλεγέθοντι μαχοίμην.
λῆγ᾽ ἔριδος, Τρῶας δὲ καὶ αὐτίκα δῖος Ἀχιλλεὺς
360 ἄστεος ἐξελάσειε· τί μοι ἔριδος καὶ ἀρωγῆς;
φῆ πυρὶ καιόμενος, ἀνὰ δ᾽ ἔφλυε καλὰ ῥέεθρα.
ὡς δὲ λέβης ζεῖ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ
κνίσην μελδόμενος ἁπαλοτρεφέος σιάλοιο
πάντοθεν ἀμβολάδην, ὑπὸ δὲ ξύλα κάγκανα κεῖται,
τους Τρώες! Σταμάτα! Εγώ απ᾿ τη βόηθηση και τις μαλιές τι βγάζω;»
Αυτά είπε, ως καίγουνταν, και τα όμορφα νερά του εχοχλακούσαν.
Πως λιώνει σε λεβέτι, που 'στησαν πα σε φωτιά μεγάλη,
χοίρος θρεφτός, κι από το πάχος του πετάγουνται φουσκάλες
ολούθε, ως ψήνεται, και κούτσουρα ξερά από κάτω ανάβουν'
όμοια καιγόταν τ᾿ ώριο ρέμα του και τα νερά του έβραζαν.
Πια δεν κυλούσε ομπρός, σταμάτησε᾿ τι η ανάσα τον πλαντούσε
φριχτά του πολυκάτεχου Ηφαίστου᾿ θερμά την Ήρα τότε
παρακαλώντας ανεμάρπαστα της συντυχαίνει λόγια:
«Ήρα, γιατί ζητάει το ρέμα μου να βασανίζει ο γιος σου,
365 ὣς τοῦ καλὰ ῥέεθρα πυρὶ φλέγετο, ζέε δ᾽ ὕδωρ·
οὐδ᾽ ἔθελε προρέειν, ἀλλ᾽ ἴσχετο· τεῖρε δ᾽ ἀϋτμὴ
Ἡφαίστοιο βίηφι πολύφρονος. αὐτὰρ ὅ γ᾽ Ἥρην
πολλὰ λισσόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
Ἥρη τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε κήδειν
370 ἐξ ἄλλων; οὐ μέν τοι ἐγὼ τόσον αἴτιός εἰμι
ὅσσον οἱ ἄλλοι πάντες, ὅσοι Τρώεσσιν ἀρωγοί.
ἀλλ᾽ ἤτοι μὲν ἐγὼν ἀποπαύσομαι εἰ σὺ κελεύεις,
παυέσθω δὲ καὶ οὗτος· ἐγὼ δ᾽ ἐπὶ καὶ τόδ᾽ ὀμοῦμαι,
μή ποτ᾽ ἐπὶ Τρώεσσιν ἀλεξήσειν κακὸν ἦμαρ,
κι όχι τους άλλους; Τι κι αν έφταιξα; δεν έχω φταίξει τόσο,
όσο οι θεοί μαθές οι επίλοιποι, στους Τρώες πού δίνουν χέρι.
Την παύω τώρα εγώ την πλημμύρα, τη διάτα σου γρικώντας·
όμως κι αυτός να πάψει πρόσταξε, κι όρκο τρανό σου αμώνω
κανένα Τρώα ποτέ απ᾿ το θάνατο να μη γλιτώσω, μήτε
κι όταν θα καίει την Τροίαν αδάμαστη φωτιά, κι απ᾿ άκρη ως άκρη
θα καίγεται, απ᾿ τους πολεμόχαρους Αργίτες αναμμένη.»
Το λόγο τούτο ευτύς ως άκουσεν η κρουσταλλόχερη Ήρα,
γυρνώντας φώναξε στον Ήφαιστο, τον ακριβό το γιο της:
« Ήφαιστε, γιε μου κοσμοξάκουστε, σταμάτα᾿ δεν ταιριάζει
375 μὴ δ᾽ ὁπότ᾽ ἂν Τροίη μαλερῷ πυρὶ πᾶσα δάηται
καιομένη, καίωσι δ᾽ ἀρήϊοι υἷες Ἀχαιῶν.
αὐτὰρ ἐπεὶ τό γ᾽ ἄκουσε θεὰ λευκώλενος Ἥρη,
αὐτίκ᾽ ἄρ᾽ Ἥφαιστον προσεφώνεεν ὃν φίλον υἱόν·
Ἥφαιστε σχέο τέκνον ἀγακλεές· οὐ γὰρ ἔοικεν
380 ἀθάνατον θεὸν ὧδε βροτῶν ἕνεκα στυφελίζειν.
ὣς ἔφαθ᾽, Ἥφαιστος δὲ κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῦρ,
ἄψορρον δ᾽ ἄρα κῦμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα.
αὐτὰρ ἐπεὶ Ξάνθοιο δάμη μένος, οἳ μὲν ἔπειτα
παυσάσθην, Ἥρη γὰρ ἐρύκακε χωομένη περ·
για χάρη των θνητών αθάνατο θεό να βασανίζεις.»
Είπε, κι αυτός αμέσως έσβησε τη δυνατή φωτιά του,
και τότε τα νερά πισώστρεψαν μες στο πανώριο ρέμα.
Εκείνοι οι δυο, του Ξάνθου ως κόπηκεν η φόρα, εσταματησάν
η Ήρα μαθές τους ανακράτησε, κι ας ήταν θυμωμένη'
μα στους θεούς τους άλλους άναψε μεγάλη αμάχη τότε,
βαριά, κι αντίγνωμη τους τάραζε βουλή στα φρένα μέσα'
κι ήρθαν στα χέρια με άγριο πάταχο᾿ βόγγηξε η γης ακέρια,
κι ο μέγας ουρανός εβρόντηξε᾿ κι ο Δίας ακούγοντας τους
ψηλά απ᾿ τον Όλυμπο που εκάθουνταν γελούσε απ᾿ τη χαρά του,
385 ἐν δ᾽ ἄλλοισι θεοῖσιν ἔρις πέσε βεβριθυῖα
ἀργαλέη, δίχα δέ σφιν ἐνὶ φρεσὶ θυμὸς ἄητο·
σὺν δ᾽ ἔπεσον μεγάλῳ πατάγῳ, βράχε δ᾽ εὐρεῖα χθών,
ἀμφὶ δὲ σάλπιγξεν μέγας οὐρανός. ἄϊε δὲ Ζεὺς
ἥμενος Οὐλύμπῳ· ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἦτορ
390 γηθοσύνῃ, ὅθ᾽ ὁρᾶτο θεοὺς ἔριδι ξυνιόντας.
ἔνθ᾽ οἵ γ᾽ οὐκέτι δηρὸν ἀφέστασαν· ἦρχε γὰρ Ἄρης
ῥινοτόρος, καὶ πρῶτος Ἀθηναίῃ ἐπόρουσε
χάλκεον ἔγχος ἔχων, καὶ ὀνείδειον φάτο μῦθον·
τίπτ᾽ αὖτ᾽ ὦ κυνάμυια θεοὺς ἔριδι ξυνελαύνεις
θωρώντας τους θεούς που εχίμιζαν, για να πιαστούν στα χέρια.
Πολληώρα να πιαστούν δεν πέρασε᾿ μπροστά ο σκουταροκρούστης
ο Άρης κινάει, και πρώτος χύθηκε στην Αθηνά, κρατώντας
το χάλκινο κοντάρι, κι άσκημα της συντυχαίνει λόγια:
«Τι πάλε τους θεούς, σκυλόμυγα, να χτυπηθούν ξαγγρίζεις
με τόση αποκοτιά, απ᾿ την άγρια σου τη λύσσα κεντημένη;
Για δε θυμάσαι που ξεσήκωσες τον αντρειανό Διομήδη .
να με λαβώσει, κι η ίδια αρπάζοντας το αστραφτερό κοντάρι
το 'σπρωξες πάνω μου και ξέσκισες την όμορφη μου σάρκα;
Μα ήρθε η στιγμή που τα όσα μου 'καμες θαρρώ θα ξεπλερώσεις!»
395 θάρσος ἄητον ἔχουσα, μέγας δέ σε θυμὸς ἀνῆκεν;
ἦ οὐ μέμνῃ ὅτε Τυδεΐδην Διομήδε᾽ ἀνῆκας
οὐτάμεναι, αὐτὴ δὲ πανόψιον ἔγχος ἑλοῦσα
ἰθὺς ἐμεῦ ὦσας, διὰ δὲ χρόα καλὸν ἔδαψας;
τώ σ᾽ αὖ νῦν ὀΐω ἀποτισέμεν ὅσσα ἔοργας.
400 ὣς εἰπὼν οὔτησε κατ᾽ αἰγίδα θυσσανόεσσαν
σμερδαλέην, ἣν οὐδὲ Διὸς δάμνησι κεραυνός·
τῇ μιν Ἄρης οὔτησε μιαιφόνος ἔγχεϊ μακρῷ.
ἣ δ᾽ ἀναχασσαμένη λίθον εἵλετο χειρὶ παχείῃ
κείμενον ἐν πεδίῳ μέλανα τρηχύν τε μέγαν τε,
Είπε, κι απά στο βροντοσκούταρο το τρομερό της ρίχνει,
αυτό που μήτε το αστροπέλεκο το διαπερνάει του Δία.
Εκεί τη βρήκε ο αιματοστάλαχτος με το κοντάρι του Άρης.
Κι αυτή, πισωδρομώντας, άρπαξε με το βαρύ της χέρι
μια πέτρα από τη γη, θεόρατη κι αγκαθωτή και μαύρη,
που σύνορο οι παλιοί την είχανε στα χτήματα τους στήσει.
Μ᾿ αυτήν τον χτύπησε κατάσβερκα και του 'λυσε τα γόνα.
Κι έπιασε ο γαύρος Άρης πέφτοντας στρέμματα εφτά, και σκόνη
γιομίζει στα μαλλιά, και βρόντηξαν τρογύρα τ᾿ άρματά του.
Γελώντας η Αθηνά του φώναξε κι όλο καμάρι του 'πε:
405 τόν ῥ᾽ ἄνδρες πρότεροι θέσαν ἔμμεναι οὖρον ἀρούρης·
τῷ βάλε θοῦρον Ἄρηα κατ᾽ αὐχένα, λῦσε δὲ γυῖα.
ἑπτὰ δ᾽ ἐπέσχε πέλεθρα πεσών, ἐκόνισε δὲ χαίτας,
τεύχεά τ᾽ ἀμφαράβησε· γέλασσε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη,
καί οἱ ἐπευχομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
410 νηπύτι᾽ οὐδέ νύ πώ περ ἐπεφράσω ὅσσον ἀρείων
εὔχομ᾽ ἐγὼν ἔμεναι, ὅτι μοι μένος ἰσοφαρίζεις.
οὕτω κεν τῆς μητρὸς ἐρινύας ἐξαποτίνοις,
ἥ τοι χωομένη κακὰ μήδεται οὕνεκ᾽ Ἀχαιοὺς
κάλλιπες, αὐτὰρ Τρωσὶν ὑπερφιάλοισιν ἀμύνεις.
«Άμυαλε εσύ, που δεν κατάλαβες ακόμα πόσο εγώ είμαι
πιο δυνατή σου, μόνο γύρεψες να μετρηθείς μαζί μου!
Έτσι πλερώνεις τ᾿ αναθέματα της μάνας σου, που τώρα
χολιάει μαζί σου και σ᾿ οχτρεύεται, τι αφήκες τους Αργίτες,
καί χέρι για να δώσεις έτρεξες στους Τρώες τους φαντασμένους.»
Ως μίλησε έτσι, την ολάστραφτη γυρίζει αλλού ματιά της'
κι εκείνον η Αφροδίτη η πάγκαλη τον πήρε από το χέρι,
βαριά που βόγγιζε και πάσκιζε μεβιας να πάρει ανάσα.
Κι η Ήρα ως τους είδε, η κρουσταλλόχερη θεά, γυρνάει με βιάση
στην Αθηνά και με ανεμάρπαστα της συντυχαίνει λόγια:
415 ὣς ἄρα φωνήσασα πάλιν τρέπεν ὄσσε φαεινώ·
τὸν δ᾽ ἄγε χειρὸς ἑλοῦσα Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη
πυκνὰ μάλα στενάχοντα· μόγις δ᾽ ἐσαγείρετο θυμόν.
τὴν δ᾽ ὡς οὖν ἐνόησε θεὰ λευκώλενος Ἥρη,
αὐτίκ᾽ Ἀθηναίην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
420 ὢ πόποι αἰγιόχοιο Διὸς τέκος Ἀτρυτώνη
καὶ δ᾽ αὖθ᾽ ἡ κυνάμυια ἄγει βροτολοιγὸν Ἄρηα
δηΐου ἐκ πολέμοιο κατὰ κλόνον· ἀλλὰ μέτελθε.
ὣς φάτ᾽, Ἀθηναίη δὲ μετέσσυτο, χαῖρε δὲ θυμῷ,
καί ῥ᾽ ἐπιεισαμένη πρὸς στήθεα χειρὶ παχείῃ
«Ωχού μου, θυγατέρα αδάμαστη του Βροντοσκουταράτου!
Για κοίτα πάλε τη σκυλόμυγα, που το φονιά τον Άρη
όξω τον βγάνει από τον πόλεμο" μον᾿ τρέξε πίσωθέ της!»
Αυτά είπε, κι η Αθηνά της χύθηκε, χαρά βαθιά νογώντας,
και φτάνοντας τη πα στο στήθος της με το βαρύ της χέρι
χτυπά την, κι εκείνης τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά της.
Αντάμα εκείνοι οι δυο τους κοίτουνταν στη γη την πολυθρόφα,
κι όλο καμάρι αυτή ανεμάρπαστα πετά από πάνω λόγια:
« Μακάρι τέτοιοι να 'ταν όλοι τους, όσοι τους Τρώες βοηθάνε,
κάθε φορά τους χαλκοθώρακους που πολεμούν Αργίτες—
425 ἤλασε· τῆς δ᾽ αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ.
τὼ μὲν ἄρ᾽ ἄμφω κεῖντο ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ,
ἣ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπευχομένη ἔπεα πτερόεντ᾽ ἀγόρευε·
τοιοῦτοι νῦν πάντες ὅσοι Τρώεσσιν ἀρωγοὶ
εἶεν, ὅτ᾽ Ἀργείοισι μαχοίατο θωρηκτῇσιν,
430 ὧδέ τε θαρσαλέοι καὶ τλήμονες, ὡς Ἀφροδίτη
ἦλθεν Ἄρῃ ἐπίκουρος ἐμῷ μένει ἀντιόωσα·
τώ κεν δὴ πάλαι ἄμμες ἐπαυσάμεθα πτολέμοιο
Ἰλίου ἐκπέρσαντες ἐϋκτίμενον πτολίεθρον.
ὣς φάτο, μείδησεν δὲ θεὰ λευκώλενος Ἥρη.
τόσο αντρειωμένοι, τόσο ανάθαρροι, καθώς την Αφροδίτη,
που ήρθε στον Άρη παραστάτισσα, τη λύσσα μου αψηφώντας!
Αν ήταν έτσι, εμείς στον πόλεμο θα 'χαμε βάλει τέλος
τώρα καιρό, τ᾿ ομορφοτείχιστο της Τροίας πατώντας κάστρο.»
Αυτά είπε, κι η Ήρα, η κρουσταλλόχερη θεά, χαμογελούσε.
Τότε γυρνώντας στον Απόλλωνα φωνάζει ο Κοσμοσείστης:
«Αλάργα, Φοίβε,· εμείς τι στέκουμε; κι ουδέ ταιριάζει αλήθεια,
μια κι οι άλλοι άρχισαν. Απολέμιστοι θα 'ταν ντροπή να πάμε
στον Όλυμπο, στο χαλκοκάτωφλο του Δία παλάτι, πίσω.
Μον᾿ κάμε αρχή, τι εσύ 'σαι νιότερος᾿ δε μου ταιριάζει εμένα,
435 αὐτὰρ Ἀπόλλωνα προσέφη κρείων ἐνοσίχθων·
Φοῖβε τί ἢ δὴ νῶϊ διέσταμεν; οὐδὲ ἔοικεν
ἀρξάντων ἑτέρων· τὸ μὲν αἴσχιον αἴ κ᾽ ἀμαχητὶ
ἴομεν Οὔλυμπον δὲ Διὸς ποτὶ χαλκοβατὲς δῶ.
ἄρχε· σὺ γὰρ γενεῆφι νεώτερος· οὐ γὰρ ἔμοιγε
440 καλόν, ἐπεὶ πρότερος γενόμην καὶ πλείονα οἶδα.
νηπύτι᾽ ὡς ἄνοον κραδίην ἔχες· οὐδέ νυ τῶν περ
μέμνηαι ὅσα δὴ πάθομεν κακὰ Ἴλιον ἀμφὶ
μοῦνοι νῶϊ θεῶν, ὅτ᾽ ἀγήνορι Λαομέδοντι
πὰρ Διὸς ἐλθόντες θητεύσαμεν εἰς ἐνιαυτὸν
που 'μαι στα χρόνια μεγαλύτερος και πιο πολλά κατέχω.
Τον έχασες το νου σου, ανέμυαλε! Δε βάζεις στο μυαλό σου
τις πλήθιες συφορές που επάθαμε στης Τροίας το κάστρο οι δυο μας,
εμείς μονάχα απ᾿ τους αθάνατους, σαν ήρθαμε σταλμένοι
από το Δία και ρογιαστήκαμε για μια χρονιά στον άγριο
το Λαομέδοντα, που αφέντης μας εγίνη κι όριζε μας.
Και τότε εγώ καστρότειχο έχτισα στων Τρωών την πόλη γύρα,
πλατύ, γερό πολύ, το κάστρο τους απάτητο να μένει!
Φοίβε, και συ τα στριφτοζάλικα βουκόλευές του βόδια
μες στις πλαγιές της πολυφάραγγης και δασωμένης Ίδας.
445 μισθῷ ἔπι ῥητῷ· ὃ δὲ σημαίνων ἐπέτελλεν.
ἤτοι ἐγὼ Τρώεσσι πόλιν πέρι τεῖχος ἔδειμα
εὐρύ τε καὶ μάλα καλόν, ἵν᾽ ἄρρηκτος πόλις εἴη·
Φοῖβε σὺ δ᾽ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς βουκολέεσκες
Ἴδης ἐν κνημοῖσι πολυπτύχου ὑληέσσης.
450 ἀλλ᾽ ὅτε δὴ μισθοῖο τέλος πολυγηθέες ὧραι
ἐξέφερον, τότε νῶϊ βιήσατο μισθὸν ἅπαντα
Λαομέδων ἔκπαγλος, ἀπειλήσας δ᾽ ἀπέπεμπε.
σὺν μὲν ὅ γ᾽ ἠπείλησε πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθε
δήσειν, καὶ περάαν νήσων ἔπι τηλεδαπάων·
Μα σύντας οι εποχές ολόχαρες την ώρα έφεραν τέλος
της πλερωμής, ο Λαομέδοντας αλάκερη τη ρόγα
μας κράτησε, και μας απόδιωξε με άγριες φοβέρες πίσω'
πως θα μας δέσει χεροπόδαρα φοβέριζε, και πέρα
πως θα μας έστελνε στ᾿ απόμακρα νησιά να μας πουλήσει,
κι ακόμα των δυονώ μας θα 'κοβε τ᾿ αφτιά με το μαχαίρι.
Κι εμείς του γυρισμού τραβούσαμε το δρόμο θυμωμένοι
για το μιστό που δε μας πλέρωσε, κι ας μας τον είχε τάξει.
Και τώρα εσύ βοηθάς το γένος του κι ουδέ μαζί μας στέκεις,
να ιδούμε πώς θα ξεκληρίσουμε τους Τρώες τους φαντασμένους
455 στεῦτο δ᾽ ὅ γ᾽ ἀμφοτέρων ἀπολεψέμεν οὔατα χαλκῷ.
νῶϊ δὲ ἄψορροι κίομεν κεκοτηότι θυμῷ
μισθοῦ χωόμενοι, τὸν ὑποστὰς οὐκ ἐτέλεσσε.
τοῦ δὴ νῦν λαοῖσι φέρεις χάριν, οὐδὲ μεθ᾽ ἡμέων
πειρᾷ ὥς κε Τρῶες ὑπερφίαλοι ἀπόλωνται
460 πρόχνυ κακῶς σὺν παισὶ καὶ αἰδοίῃς ἀλόχοισι
τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπεν ἄναξ ἑκάεργος Ἀπόλλων·
ἐννοσίγαι᾽ οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο
ἔμμεναι, εἰ δὴ σοί γε βροτῶν ἕνεκα πτολεμίξω
δειλῶν, οἳ φύλλοισιν ἐοικότες ἄλλοτε μέν τε
πέρα για πέρα, με τα τέκνα τους και τ᾿ ακριβά τους ταίρια.»
Κι ο μακροδόξαρος Απόλλωνας του απηλογήθη τότε:
« Αλήθεια, Κοσμοσείστη, θα 'λεγες πως τα 'χω πια χαμένα,
αν σου κινούσα τώρα πόλεμο για των θνητών τη χάρη,
των άμοιρων, που μια τρανεύουνε σαν των δέντρων τα φύλλα,
όλο ζωή και φλόγα, τρώγοντας απ᾿ τον καρπό της γης τους,
και μια πεθαίνουν κι αφανίζουνται. Μα εμείς γοργά απ᾿ τη μάχη
χέρι ας τραβήξουμε᾿ μονάχοι τους αυτοί ας χτυπιούνται τώρα.»
Αυτά είπε, και γυρνώντας έφυγε᾿ τι να πιαστεί στα χέρια
να χτυπηθεί με του πατέρα του τον αδερφό ντρεπόταν.
465 ζαφλεγέες τελέθουσιν ἀρούρης καρπὸν ἔδοντες,
ἄλλοτε δὲ φθινύθουσιν ἀκήριοι. ἀλλὰ τάχιστα
παυώμεσθα μάχης· οἳ δ᾽ αὐτοὶ δηριαάσθων.
ὣς ἄρα φωνήσας πάλιν ἐτράπετ᾽· αἴδετο γάρ ῥα
πατροκασιγνήτοιο μιγήμεναι ἐν παλάμῃσι.
470 τὸν δὲ κασιγνήτη μάλα νείκεσε πότνια θηρῶν
Ἄρτεμις ἀγροτέρη, καὶ ὀνείδειον φάτο μῦθον·
φεύγεις δὴ ἑκάεργε, Ποσειδάωνι δὲ νίκην
πᾶσαν ἐπέτρεψας, μέλεον δέ οἱ εὖχος ἔδωκας·
νηπύτιε τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως;
Τότες η Αρτέμιδα, η ξωτάρισσα και των θεριών η αφέντρα,
στον αδερφό της λέει μαλώνοντας με αγκιδωμένα λόγια:
«Φεύγεις αλήθεια, Μακροδόξαρε, κι όλη τη νίκη αφήνεις
στον Ποσειδώνα τώρα, κι άδικα του δίνεις να καυκιέται.
Τι το κρατάς λοιπόν, ανέμυαλε, του κάκου το δοξάρι;
Πια στο παλάτι του πατέρα μας να μη σε ξανακούσω
να μου καυκιέσαι στους αθάνατους μπροστά θεούς, πως τάχα
να χτυπηθείς βαστάς στον πόλεμο και με τον Ποσειδώνα.»
Αυτά είπε, ωστόσο ο μακροδόξαρος δεν αποκρίθη Φοίβος.
Θυμό γεμάτη η πολυσέβαστη του Δία γυναίκα τότε
475 μή σευ νῦν ἔτι πατρὸς ἐνὶ μεγάροισιν ἀκούσω
εὐχομένου, ὡς τὸ πρὶν ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσιν,
ἄντα Ποσειδάωνος ἐναντίβιον πολεμίζειν.
ὣς φάτο, τὴν δ᾽ οὔ τι προσέφη ἑκάεργος Ἀπόλλων,
ἀλλὰ χολωσαμένη Διὸς αἰδοίη παράκοιτις
480 νείκεσεν ἰοχέαιραν ὀνειδείοις ἐπέεσσι·
πῶς δὲ σὺ νῦν μέμονας κύον ἀδεὲς ἀντί᾽ ἐμεῖο
στήσεσθαι; χαλεπή τοι ἐγὼ μένος ἀντιφέρεσθαι
τοξοφόρῳ περ ἐούσῃ, ἐπεὶ σὲ λέοντα γυναιξὶ
Ζεὺς θῆκεν, καὶ ἔδωκε κατακτάμεν ἥν κ᾽ ἐθέλῃσθα.
γυρνάει στη Σαϊτορίχτρα με άσκημα μαλώνοντας τη λόγια:
« Πώς ξεθαρρεύτης, σκύλα αδιάντροπη, κι αντίκρα μου ήρθες τώρα
ν᾿ ασκώσεις κεφαλή; Σα δύσκολο μαζί μου να τα βάλεις,
κι ας είσαι με δοξάρι· λιόντισσα για τις θνητές μονάχα
λέω σ᾿ έχει κάμει ο Δίας, και σου 'δωκε να ρίχνεις όποια θέλεις.
Πιο κέρδος θα 'χες λέω να σκότωνες αγρίμια στα ρουμάνια
κι άγρια ζαρκάδια, αντί να μάχεσαι με πιο τρανούς σου τώρα.
Μ᾿ αν θες να δοκιμάσεις πόλεμο, να μάθεις πόσο εγώ είμαι
τρανότερη, που αποδυνάστηκες να μετρηθείς μαζί μου...»
Αυτά είπε, και τα δυο της άρπαξε τα χέρια στο ζερβί της,
485 ἤτοι βέλτερόν ἐστι κατ᾽ οὔρεα θῆρας ἐναίρειν
ἀγροτέρας τ᾽ ἐλάφους ἢ κρείσσοσιν ἶφι μάχεσθαι.
εἰ δ᾽ ἐθέλεις πολέμοιο δαήμεναι, ὄφρ᾽ ἐῢ εἰδῇς
ὅσσον φερτέρη εἴμ᾽, ὅτι μοι μένος ἀντιφερίζεις.
ἦ ῥα, καὶ ἀμφοτέρας ἐπὶ καρπῷ χεῖρας ἔμαρπτε
490 σκαιῇ, δεξιτερῇ δ᾽ ἄρ᾽ ἀπ᾽ ὤμων αἴνυτο τόξα,
αὐτοῖσιν δ᾽ ἄρ᾽ ἔθεινε παρ᾽ οὔατα μειδιόωσα
ἐντροπαλιζομένην· ταχέες δ᾽ ἔκπιπτον ὀϊστοί.
δακρυόεσσα δ᾽ ὕπαιθα θεὰ φύγεν ὥς τε πέλεια,
ἥ ῥά θ᾽ ὑπ᾽ ἴρηκος κοίλην εἰσέπτατο πέτρην
με το άλλο επήρε από τους ώμους της σαγίτες και δοξάρι,
κι όπως εκείνη εστριφογύριζε, στ᾿ αφτιά με τούτα αρχίζει
γελώντας να τη δέρνει᾿ κι έπεφταν κάτω οι γοργές σαγίτες.
Με θρήνους ξέφυγε απ᾿ τα χέρια της, σαν άγριο περιστέρι,
που σε βαθιά του βράχου χώνεται σκισμάδα, ως το γεράκι
το κυνηγάει, μα δεν του μέλλεται στα νύχια του να πέσει᾿
όμοια κι αυτή θρηνώντας έφυγε, κι αφήκε αυτού τα τόξα᾿
και της Λητώς ο αποκρισάτορας Αργοφονιάς φωνάζει:
« Λητώ, με σένα εγώ δε μάχομαι᾿ τι με του Δία τα ταίρια
του νεφελοστοιβάχτη δύσκολο να χτυπηθεί κανένας.
495 χηραμόν· οὐδ᾽ ἄρα τῇ γε ἁλώμεναι αἴσιμον ἦεν·
ὣς ἣ δακρυόεσσα φύγεν, λίπε δ᾽ αὐτόθι τόξα.
Λητὼ δὲ προσέειπε διάκτορος ἀργεϊφόντης·
Λητοῖ ἐγὼ δέ τοι οὔ τι μαχήσομαι· ἀργαλέον δὲ
πληκτίζεσθ᾽ ἀλόχοισι Διὸς νεφεληγερέταο·
500 ἀλλὰ μάλα πρόφρασσα μετ᾽ ἀθανάτοισι θεοῖσιν
εὔχεσθαι ἐμὲ νικῆσαι κρατερῆφι βίηφιν.
ὣς ἄρ᾽ ἔφη, Λητὼ δὲ συναίνυτο καμπύλα τόξα
πεπτεῶτ᾽ ἄλλυδις ἄλλα μετὰ στροφάλιγγι κονίης.
ἣ μὲν τόξα λαβοῦσα πάλιν κίε θυγατέρος ἧς·
Μον᾿ τράβα τώρα στους αθάνατους, να καυκηθείς μπροστά τους
με τα σωστά σου, πώς με νίκησες παλεύοντας μαζί μου!»
Αυτά είπε, κι η Λητώ συμμάζεψε το γυριστό δοξάρι
και τις σαγίτες που σκορπίστηκαν στη στροβιλούσα σκόνη.
Κι ως τ᾿ άρματα άσκωσε της κόρης της, φεύγει γοργά. Κι εκείνη
στον Όλυμπο, στο χαλκοκάτωφλο του Δία παλάτι φτάνει,
και κλαίγοντας στου κύρη εκάθισε τα γόνατα, και γύρα
το αθάνατο μαντί της έτρεμε. Κι ο Δίας στην αγκαλιά του
μέσα την πήρε και τη ρώτησε γλυκά χαμογελώντας:
« Παιδί μου, ποιος απ᾿ τους αθάνατους σου τα 'χει κάνει ετούτα,
505 ἣ δ᾽ ἄρ᾽ Ὄλυμπον ἵκανε Διὸς ποτὶ χαλκοβατὲς δῶ,
δακρυόεσσα δὲ πατρὸς ἐφέζετο γούνασι κούρη,
ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ ἀμβρόσιος ἑανὸς τρέμε· τὴν δὲ προτὶ οἷ
εἷλε πατὴρ Κρονίδης, καὶ ἀνείρετο ἡδὺ γελάσσας·
τίς νύ σε τοιάδ᾽ ἔρεξε φίλον τέκος Οὐρανιώνων
510 μαψιδίως, ὡς εἴ τι κακὸν ῥέζουσαν ἐνωπῇ;
τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπεν ἐϋστέφανος κελαδεινή·
σή μ᾽ ἄλοχος στυφέλιξε πάτερ λευκώλενος Ἥρη,
ἐξ ἧς ἀθανάτοισιν ἔρις καὶ νεῖκος ἐφῆπται.
ὣς οἳ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον·
άδικα, λες κακό πως έκανες σε όλο μπροστά τον κόσμο;»
Και του αποκρίθη η Κυνηγάρισσα κι ομορφοστεφανούσα:
« Αχ, η γυναίκα σου με χτύπησεν, η κρουσταλλόχερη Ήρα,
αυτή που σπέρνει στους αθάνατους μαλώματα κι αμάχες!»
Τέτοια μιλούσαν συναλλήλως τους εκείνοι οι δυο κι έλεγαν
κι ο Απόλλωνας ο Φοίβος χώθηκε στην Τροία την άγια μέσα,
τι είχε την έγνοια, το καλόχτιστο της πόλης καστροτείχι
κι ενάντια στο γραφτό μην πάρουνε τη μέρα εκείνη οι Αργίτες.
Κι οι επίλοιποι θεοί στον Όλυμπο γυρνούσαν οι αναιώνιοι,
άλλοι περίσσια καμαρώνοντας, κι άλλοι θυμό γεμάτοι'
515 αὐτὰρ Ἀπόλλων Φοῖβος ἐδύσετο Ἴλιον ἱρήν·
μέμβλετο γάρ οἱ τεῖχος ἐϋδμήτοιο πόληος
μὴ Δαναοὶ πέρσειαν ὑπὲρ μόρον ἤματι κείνῳ.
οἳ δ᾽ ἄλλοι πρὸς Ὄλυμπον ἴσαν θεοὶ αἰὲν ἐόντες,
οἳ μὲν χωόμενοι, οἳ δὲ μέγα κυδιόωντες·
520 κὰδ δ᾽ ἷζον παρὰ πατρὶ κελαινεφεῖ· αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
Τρῶας ὁμῶς αὐτούς τ᾽ ὄλεκεν καὶ μώνυχας ἵππους.
ὡς δ᾽ ὅτε καπνὸς ἰὼν εἰς οὐρανὸν εὐρὺν ἵκηται
ἄστεος αἰθομένοιο, θεῶν δέ ἑ μῆνις ἀνῆκε,
πᾶσι δ᾽ ἔθηκε πόνον, πολλοῖσι δὲ κήδε᾽ ἐφῆκεν,
κι ήρθαν στο Δία το μαυροσύγνεφο και κάτσαν πλάι. Κι ωστόσο
τα χέρια του Αχιλλέα κι αλόγατα και Τρώες σώριαζαν χάμω.
Πως ο καπνός ψηλά πετάγεται στα ουράνια, σύντας βάζουν
φωτιά οι θεοί σε κάστρο κι άναψε, τι θύμωσαν μαζί του,
κι όλους σε μόχτο πλήθιο βάζουνε, πολλούς σε πίκρες μαύρες·
παρόμοια κι ο Αχιλλέας εστοίβαζε στους Τρώες καημούς και πίκρες.
Κι ο γέρο Πρίαμος στο θεόχτιστο ψηλά ως στεκόταν πύργο,
τον Αχιλλέα το σαραντάπηχο θωράει᾿ κυνηγημένοι
μπροστά του οι Τρώες έφευγαν γρήγορα—και ποιος να τους γλιτώσει;
Ευτύς από τον πύργο σκούζοντας κατέβη, και φωνάζει
525 ὣς Ἀχιλεὺς Τρώεσσι πόνον καὶ κήδε᾽ ἔθηκεν.
ἑστήκει δ᾽ ὃ γέρων Πρίαμος θείου ἐπὶ πύργου,
ἐς δ᾽ ἐνόησ᾽ Ἀχιλῆα πελώριον· αὐτὰρ ὑπ᾽ αὐτοῦ
Τρῶες ἄφαρ κλονέοντο πεφυζότες, οὐδέ τις ἀλκὴ
γίγνεθ᾽· ὃ δ᾽ οἰμώξας ἀπὸ πύργου βαῖνε χαμᾶζε
530 ὀτρύνων παρὰ τεῖχος ἀγακλειτοὺς πυλαωρούς·
πεπταμένας ἐν χερσὶ πύλας ἔχετ᾽ εἰς ὅ κε λαοὶ
ἔλθωσι προτὶ ἄστυ πεφυζότες· ἦ γὰρ Ἀχιλλεὺς
ἐγγὺς ὅδε κλονέων· νῦν οἴω λοίγι᾽ ἔσεσθαι.
αὐτὰρ ἐπεί κ᾽ ἐς τεῖχος ἀναπνεύσωσιν ἀλέντες,
στους θυροκράτες τους αντρόκαρδους, πλάι στο τειχί που έστεκαν:
«Τις πόρτες ανοιχτές κρατάτε τις στα χέρια, για να μπούνε
τ᾿ ασκέρια μες στο κάστρο, ως φεύγουνε᾿ τι να τος ο Αχιλλέας
που φτάνει κυνηγώντας· σίμωσε θαρρώ η στερνή μας ώρα!
Μα σαν τρυπώσουν πια στο κάστρο μας και πάρουν λίγη ανάσα,
σφαλίχτε πάλι τα θυρόφυλλα τα σφιχταρμοδεμένα'
μες στο τειχί μας ο κατάρατος μπας και πηδήξει τρέμω!»
Είπε, κι άνοιξαν τις καστρόπορτες και τράβηξαν τους σύρτες,
κι είδανε φως οι Τρώες, ως άνοιξαν. Ο Απόλλωνας ωστόσο
χύθηκε αντίκρα, από το θάνατο τους Τρώες για να γλιτώσει.
535 αὖτις ἐπανθέμεναι σανίδας πυκινῶς ἀραρυίας·
δείδια γὰρ μὴ οὖλος ἀνὴρ ἐς τεῖχος ἅληται.
ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ἄνεσάν τε πύλας καὶ ἀπῶσαν ὀχῆας·
αἳ δὲ πετασθεῖσαι τεῦξαν φάος· αὐτὰρ Ἀπόλλων
ἀντίος ἐξέθορε Τρώων ἵνα λοιγὸν ἀλάλκοι.
540 οἳ δ᾽ ἰθὺς πόλιος καὶ τείχεος ὑψηλοῖο
δίψῃ καρχαλέοι κεκονιμένοι ἐκ πεδίοιο
φεῦγον· ὃ δὲ σφεδανὸν ἔφεπ᾽ ἔγχεϊ, λύσσα δέ οἱ κῆρ
αἰὲν ἔχε κρατερή, μενέαινε δὲ κῦδος ἀρέσθαι.
ἔνθά κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον υἷες Ἀχαιῶν,
Τούτοι απ᾿ τον κάμπο, με κατάξερο λαιμό, κουρνιαχτισμένοι,
προς το καστρί και το αψηλόχτιστο τειχί γραμμή ετραβούσαν᾿
μ᾿ αυτός με το κοντάρι εχύνουνταν ξοπίσω τους, καί λύσσα
μες στην καρδιά τρανή τον έπνιγε, και λαχταρούσε δόξα.
Οι Αργίτες τότε το αψηλόπορτο της Τροίας θα παίρναν κάστρο,
αν τον Αγήνορα δεν έλεγεν ο Απόλλωνας ο Φοίβος,
τον αντρειωμένο γιο, τον άψεγο, του Αντήνορα, να σπρώξει,
κουράγιο στην καρδιά του βάζοντας· καί στάθη στο πλευρό του,
τη Μοίρα τη βαριά από πάνω του να διώξει του θανάτου,
γερμένος πα στο δρύ᾿ και σύμπυκνη τον έζωνεν αντάρα.
545 εἰ μὴ Ἀπόλλων Φοῖβος Ἀγήνορα δῖον ἀνῆκε
φῶτ᾽ Ἀντήνορος υἱὸν ἀμύμονά τε κρατερόν τε.
ἐν μέν οἱ κραδίῃ θάρσος βάλε, πὰρ δέ οἱ αὐτὸς
ἔστη, ὅπως θανάτοιο βαρείας χεῖρας ἀλάλκοι
φηγῷ κεκλιμένος· κεκάλυπτο δ᾽ ἄρ᾽ ἠέρι πολλῇ.
550 αὐτὰρ ὅ γ᾽ ὡς ἐνόησεν Ἀχιλλῆα πτολίπορθον
ἔστη, πολλὰ δέ οἱ κραδίη πόρφυρε μένοντι·
ὀχθήσας δ᾽ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν·
ὤ μοι ἐγών· εἰ μέν κεν ὑπὸ κρατεροῦ Ἀχιλῆος
φεύγω, τῇ περ οἱ ἄλλοι ἀτυζόμενοι κλονέονται,
Κι αυτός τον Αχιλλέα ξεκρίνοντας τον καστροκαταλύτη
στάθη, και χίλιες έγνοιες έδερναν το νου του, ως καρτερούσε.
Βόγγηξε τότε και στην πέρφανη γυρνάει καί λέει ψυχή του:
«Ωχού μου, αν μπρος στον αντροδύναμο τον Αχιλλέα γυρέψω
να φύγω τώρα, κει που οι επίλοιποι σκορπούν αλαλιασμένοι,
με φτάνει κι έτσι, και ξαρμάτωτο θα με ξαπλώσει χάμω.
Αν πάλε αυτούς εδώ τους άφηνα να φεύγουν δώθε κείθε
μπρος στου Πηλέα το γιο, και τρέχοντας μακριά απ᾿ το κάστρο, πέρα
κατά της Τροίας τον κάμπο αλάργευα, να φτάσω ως τα φαράγγια
της Ίδας, να χωθώ σε σύλλογγο βαθύ, και σα βραδιάσει
555 αἱρήσει με καὶ ὧς, καὶ ἀνάλκιδα δειροτομήσει.
εἰ δ᾽ ἂν ἐγὼ τούτους μὲν ὑποκλονέεσθαι ἐάσω
Πηλεΐδῃ Ἀχιλῆϊ, ποσὶν δ᾽ ἀπὸ τείχεος ἄλλῃ
φεύγω πρὸς πεδίον Ἰλήϊον, ὄφρ᾽ ἂν ἵκωμαι
Ἴδης τε κνημοὺς κατά τε ῥωπήϊα δύω·
560 ἑσπέριος δ᾽ ἂν ἔπειτα λοεσσάμενος ποταμοῖο
ἱδρῶ ἀποψυχθεὶς προτὶ Ἴλιον ἀπονεοίμην·
ἀλλὰ τί ἤ μοι ταῦτα φίλος διελέξατο θυμός;
μή μ᾽ ἀπαειρόμενον πόλιος πεδίον δὲ νοήσῃ
καί με μεταΐξας μάρψῃ ταχέεσσι πόδεσσιν.
να πέσω να λουστώ στα ρέματα του ποταμού, να βγάλω
τον ίδρο απ᾿ το κορμί μου, κι έπειτα στην Τροία διαγύρω πίσω.
Όμως γιατί η καρδιά μου κάθεται και τ᾿ αναδεύει ετούτα;
Μπας και με ιδεί, ως το κάστρο αφήνοντας δρομώ κατά τον κάμπο,
και με τα γρήγορα ποδάρια του με φτάσει κυνηγώντας·
και τότε σίγουρα απ᾿ το θάνατο κι απ᾿ του χαμού τη μοίρα
πια δε γλιτώνω᾿ τι στη δύναμη το ταίρι του δεν έχει.
Αν πάλε ομπρός στο κάστρο αντίκρα του τραβήξω—τι και τούτος
έχει κορμί, που θα λαβώνεται με σουβλερό κοντάρι,
και μια ψυχή κι αυτός στα στήθια του᾿ θνητός κι αυτός λογαται'
565 οὐκέτ᾽ ἔπειτ᾽ ἔσται θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξαι·
λίην γὰρ κρατερὸς περὶ πάντων ἔστ᾽ ἀνθρώπων.
εἰ δέ κέ οἱ προπάροιθε πόλεος κατεναντίον ἔλθω·
καὶ γάρ θην τούτῳ τρωτὸς χρὼς ὀξέϊ χαλκῷ,
ἐν δὲ ἴα ψυχή, θνητὸν δέ ἕ φασ᾽ ἄνθρωποι
570 ἔμμεναι· αὐτάρ οἱ Κρονίδης Ζεὺς κῦδος ὀπάζει.
ὣς εἰπὼν Ἀχιλῆα ἀλεὶς μένεν, ἐν δέ οἱ ἦτορ
ἄλκιμον ὁρμᾶτο πτολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι.
ἠΰτε πάρδαλις εἶσι βαθείης ἐκ ξυλόχοιο
ἀνδρὸς θηρητῆρος ἐναντίον, οὐδέ τι θυμῷ
μόνο που τώρα ο Δίας βουλήθηκε τιμή να του χαρίσει.»
Είπε, και ζάρωσε προσμένοντας τον Αχιλλέα, κι εντός του
η ατρόμητη καρδιά για πόλεμο και για σφαγή εχτυπούσε.
Πώς μέσα από λογγάρι η λιόπαρδη προβαίνει φουντωμένο
σε κυνηγό μπροστά, και μέσα της μηδέ τρομάρα νιώθει
μηδέ φευγιού λαχτάρα, ακούγοντας το σλίχτισμα των σκύλων
τι κι αν από κοντά προφταίνοντας της ρίξει για απ᾿ αλάργα
και την τρυπήσει το κοντάρι του, και πάλε αυτή δε χάνει
την αντριγιά, πριν πέσει απάνω του για πριν να ξεψυχήσει,
όμοια ο αρχοντόγεννος Αγήνορας, του Αντήνορα το σπέρμα,
575 ταρβεῖ οὐδὲ φοβεῖται, ἐπεί κεν ὑλαγμὸν ἀκούσῃ·
εἴ περ γὰρ φθάμενός μιν ἢ οὐτάσῃ ἠὲ βάλῃσιν,
ἀλλά τε καὶ περὶ δουρὶ πεπαρμένη οὐκ ἀπολήγει
ἀλκῆς, πρίν γ᾽ ἠὲ ξυμβλήμεναι ἠὲ δαμῆναι·
ὣς Ἀντήνορος υἱὸς ἀγαυοῦ δῖος Ἀγήνωρ
580 οὐκ ἔθελεν φεύγειν, πρὶν πειρήσαιτ᾽ Ἀχιλῆος.
ἀλλ᾽ ὅ γ᾽ ἄρ᾽ ἀσπίδα μὲν πρόσθ᾽ ἔσχετο πάντοσ᾽ ἐΐσην,
ἐγχείῃ δ᾽ αὐτοῖο τιτύσκετο, καὶ μέγ᾽ ἀΰτει·
ἦ δή που μάλ᾽ ἔολπας ἐνὶ φρεσὶ φαίδιμ᾽ Ἀχιλλεῦ
ἤματι τῷδε πόλιν πέρσειν Τρώων ἀγερώχων
στον Αχιλλέα μπροστά δεν έλεγε να φύγει, πριν του ρίξει.
Κι ασκώνοντας το ολούθε ισόκυκλο σκουτάρι ομπρός του τότε
με το κοντάρι τον σημάδεψε και δυνατά φωνάζει:
« Περίτρανε Αχιλλέα, το πίστεψες θαρρώ στ᾿ αλήθεια τώρα
πως σήμερα των Τρωών των πέρφανων το κάστρο θα πατήσεις.
Ανέμυαλε! έχει ακόμα γύρα του πολύ ν᾿ ασκώσει θρήνο!
Τα παλικάρια λέω δεν του 'λειψαν, περίσσια κι αντρειωμένα,
που τους γονιούς μας διαφεντεύοντας, τα ταίρια και τους γιους μας
στης Τροίας το κάστρο ομπρός στεκόμαστε᾿ μα εσύ δω πέρα τώρα
θα σκοτωθείς, κι ας είσαι ανήμερος και μέγας πολέμαρχος!»
585 νηπύτι᾽· ἦ τ᾽ ἔτι πολλὰ τετεύξεται ἄλγε᾽ ἐπ᾽ αὐτῇ.
ἐν γάρ οἱ πολέες τε καὶ ἄλκιμοι ἀνέρες εἰμέν,
οἳ καὶ πρόσθε φίλων τοκέων ἀλόχων τε καὶ υἱῶν
Ἴλιον εἰρυόμεσθα· σὺ δ᾽ ἐνθάδε πότμον ἐφέψεις
ὧδ᾽ ἔκπαγλος ἐὼν καὶ θαρσαλέος πολεμιστής.
590 ἦ ῥα, καὶ ὀξὺν ἄκοντα βαρείης χειρὸς ἀφῆκε,
καί ῥ᾽ ἔβαλε κνήμην ὑπὸ γούνατος οὐδ᾽ ἀφάμαρτεν.
ἀμφὶ δέ οἱ κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο
σμερδαλέον κονάβησε· πάλιν δ᾽ ἀπὸ χαλκὸς ὄρουσε
βλημένου, οὐδ᾽ ἐπέρησε, θεοῦ δ᾽ ἠρύκακε δῶρα.
Αυτά είπε, κι απ᾿ το χέρι του έφυγε το σουβλερό κοντάρι
και στο καλάμι τον επέτυχε, στο γόνατο πιο κάτω·
και γύρα του η κνημίδα εβρόντηξε φριχτά, φτιαγμένη ως ήταν
καινούργια από καλάι᾿ καί πήδηξε πίσω ο χαλκός χτυπώντας,
τι του θεού τα δώρα αμπόδισαν, και δεν την τρύπησε, όχι.
Τότε ο Αχιλλέας πα στον Αγήνορα τον αντρειωμένο εχύθη
δεύτερος· όμως δεν τον άφησε να πάρει δόξα ο Φοίβος,
μον᾿ του τον άρπαξε· με σύμπυκνη τον σκέπασε καταχνιά,
κι ανάνιωστα έξω από τον πόλεμο τον έβγαλε να φύγει,
καί του Πηλέα το γιο ξεμάκρυνε με δόλο από τ᾿ ασκέρια'
595 Πηλεΐδης δ᾽ ὁρμήσατ᾽ Ἀγήνορος ἀντιθέοιο
δεύτερος· οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἔασεν Ἀπόλλων κῦδος ἀρέσθαι,
ἀλλά μιν ἐξήρπαξε, κάλυψε δ᾽ ἄρ᾽ ἠέρι πολλῇ,
ἡσύχιον δ᾽ ἄρα μιν πολέμου ἔκπεμπε νέεσθαι.
αὐτὰρ ὃ Πηλεΐωνα δόλῳ ἀποέργαθε λαοῦ·
600 αὐτῷ γὰρ ἑκάεργος Ἀγήνορι πάντα ἐοικὼς
ἔστη πρόσθε ποδῶν, ὃ δ᾽ ἐπέσσυτο ποσσὶ διώκειν·
εἷος ὃ τὸν πεδίοιο διώκετο πυροφόροιο
τρέψας πὰρ ποταμὸν βαθυδινήεντα Σκάμανδρον
τυτθὸν ὑπεκπροθέοντα· δόλῳ δ᾽ ἄρ᾽ ἔθελγεν Ἀπόλλων
τι ο Μακρορίχτης, σε όλα μοιάζοντας του Αγήνορα, κοντά του
πήγε κι εστάθη. Ευτύς του χύθηκεν εκείνος κυνηγώντας,
και πίσω του να τρέχει αρχίνησε μες στο σπαρμένο κάμπο,
στον ποταμό, το βαθιοστρόβιλο το Σκάμαντρο αποδίπλα.
Κι ο Φοίβος όλο και του ξέφευγε, λίγο πιο μπρος, με δόλο
πλανώντας τον, να λέει τον έφτασε κάθε στιγμή, ως δρομούσε.
Σωρός ωστόσο οι Τρώες οι επίλοιποι στο κάστρο απ᾿ τη φευγάλα
χαρούμενοι έφταναν, και γιόμωσε το κάστρο στοιβαγμένους.
Κι ούτε βαστούσαν στο καστρότειχο να περιμένουν όξω
ο ένας τον άλλο, ποιος εγλίτωσε να μάθουν, ποιος εχάθη
605 ὡς αἰεὶ ἔλποιτο κιχήσεσθαι ποσὶν οἷσι·
τόφρ᾽ ἄλλοι Τρῶες πεφοβημένοι ἦλθον ὁμίλῳ
ἀσπάσιοι προτὶ ἄστυ, πόλις δ᾽ ἔμπλητο ἀλέντων.
οὐδ᾽ ἄρα τοί γ᾽ ἔτλαν πόλιος καὶ τείχεος ἐκτὸς
μεῖναι ἔτ᾽ ἀλλήλους, καὶ γνώμεναι ὅς τε πεφεύγοι
610 ὅς τ᾽ ἔθαν᾽ ἐν πολέμῳ· ἀλλ᾽ ἐσσυμένως ἐσέχυντο
ἐς πόλιν, ὅν τινα τῶν γε πόδες καὶ γοῦνα σαώσαι.
στον πόλεμο· μονάχα εχύνουνταν με βιάση μες στο κάστρο
όσους εγλίτωναν τα γόνατα και τα γοργά τους πόδια.