ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ -Ρ-


-Ρ- οὐδ᾽ ἔλαθ᾽ Ἀτρέος υἱὸν ἀρηΐφιλον Μενέλαον
Πάτροκλος Τρώεσσι δαμεὶς ἐν δηϊοτῆτι.
βῆ δὲ διὰ προμάχων κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ,
ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ αὐτῷ βαῖν᾽ ὥς τις περὶ πόρτακι μήτηρ
Ωστόσο τη ματιά δεν ξέφυγε του γαύρου γιου του Ατρέα
Μενέλαου, πως οι Τρώες τον Πάτροκλο στον πόλεμο σκότωσαν.
Γοργά περνάει μεσ᾿ απ᾿ τους πρόμαχους με αστραποβόλο κράνος,
κι εστάθη πλάι του, στο μοσκάρι της πρωτόγεννη όπως μάνα
στέκεται δίπλα μουκανίζοντας, πριν άμαθη από γέννα'
όμοια ο ξανθός Μενέλαος στάθηκε στον Πάτροκλο αποδίπλα'
μπροστά τ᾿ ολόκυκλο σκουτάρι του και το κοντάρι εκράτα,
λύσσα γεμάτος, όποιον θα 'βγαινε μπροστά του να σκοτώσει.
Μα ουδέ κι ο κονταράς παράτησε του Πάνθου υγιός να φύγει
5 πρωτοτόκος κινυρὴ οὐ πρὶν εἰδυῖα τόκοιο·
ὣς περὶ Πατρόκλῳ βαῖνε ξανθὸς Μενέλαος.
πρόσθε δέ οἱ δόρυ τ᾽ ἔσχε καὶ ἀσπίδα πάντοσ᾽ ἐΐσην,
τὸν κτάμεναι μεμαὼς ὅς τις τοῦ γ᾽ ἀντίος ἔλθοι.
οὐδ᾽ ἄρα Πάνθου υἱὸς ἐϋμμελίης ἀμέλησε
10 Πατρόκλοιο πεσόντος ἀμύμονος· ἄγχι δ᾽ ἄρ᾽ αὐτοῦ
ἔστη, καὶ προσέειπεν ἀρηΐφιλον Μενέλαον·
Ἀτρεΐδη Μενέλαε διοτρεφὲς ὄρχαμε λαῶν
χάζεο, λεῖπε δὲ νεκρόν, ἔα δ᾽ ἔναρα βροτόεντα·
οὐ γάρ τις πρότερος Τρώων κλειτῶν τ᾽ ἐπικούρων
τον αψεγάδιαστο τον Πάτροκλο που εκοίτουνταν, μον᾿ τρέχει
και πλάι του στέκει, και του αντρόκαρδου Μενέλαου τέτοια κράζει:
« Μενέλαε, γιε του Ατρέα τρισεύγενε, τρανέ μπροστάρη, πίσω!
Τραβήξου απ᾿ το νεκρό, παράτησε τα ματωμένα κούρσα'
τι από τους Τρώες κι από τους σύμμαχους πρώτα από εμέ κανένας,
στην άγρια μάχη δεν κοντάρεψε τον Πάτροκλο᾿ άσε τώρα
κι εγώ να πάρω δόξα ατίμητη μέσα στους Τρώες τους άλλους,
μη τη ζωή σου πάρω, ρίχνοντας, τη γλυκομελιτούσα!»
Τότε ο ξανθός Μενέλαος θύμωσε βαριά κι απηλογήθη:
« Η καυκησιά η πολλή στον άνθρωπο και πώς δε στέκει, θέ μου!
15 Πάτροκλον βάλε δουρὶ κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην·
τώ με ἔα κλέος ἐσθλὸν ἐνὶ Τρώεσσιν ἀρέσθαι,
μή σε βάλω, ἀπὸ δὲ μελιηδέα θυμὸν ἕλωμαι.
τὸν δὲ μέγ᾽ ὀχθήσας προσέφη ξανθὸς Μενέλαος·
Ζεῦ πάτερ οὐ μὲν καλὸν ὑπέρβιον εὐχετάασθαι.
20 οὔτ᾽ οὖν παρδάλιος τόσσον μένος οὔτε λέοντος
οὔτε συὸς κάπρου ὀλοόφρονος, οὗ τε μέγιστος
θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι περὶ σθένεϊ βλεμεαίνει,
ὅσσον Πάνθου υἷες ἐϋμμελίαι φρονέουσιν.
οὐδὲ μὲν οὐδὲ βίη Ὑπερήνορος ἱπποδάμοιο
Τόση δεν έχει μήτε η λιόπαρδη και μήτε ο λιόντας λύσσα,
μηδέ κι ο κάπρος ο ανημέρωτος, που απ᾿ όλους πιο μανιάζει
στα στήθια του η καρδιά, απ᾿ την πλήθια της τη δύναμη μεθώντας,
όσην αγριότη κλείνουν μέσα τους οι γιοι του Πάνθου οι γαύροι.
Μα κι ο αλογάρης Υπερήνορας, και μ᾿ όλη την αντρεία του,
δεν την εχάρηκε τη νιότη του, που ο πιο αχαμνός θαρρώντας
πως είμαι Αργίτης κι αψηφώντας με δεν έφυγε από μπρος μου'
κι ούτε στο σπίτι λέω να γύρισε με τα δικά του πόδια,
να φράνει τη γλυκιά γυναίκα του, τους σεβαστούς γονιούς του.
Και σένα τώρα εγώ τα γόνατα θα λύσω, μπρος μου αν μείνεις.
25 ἧς ἥβης ἀπόνηθ᾽, ὅτε μ᾽ ὤνατο καί μ᾽ ὑπέμεινε
καί μ᾽ ἔφατ᾽ ἐν Δαναοῖσιν ἐλέγχιστον πολεμιστὴν
ἔμμεναι· οὐδέ ἕ φημι πόδεσσί γε οἷσι κιόντα
εὐφρῆναι ἄλοχόν τε φίλην κεδνούς τε τοκῆας.
ὥς θην καὶ σὸν ἐγὼ λύσω μένος εἴ κέ μευ ἄντα
30 στήῃς· ἀλλά σ᾽ ἔγωγ᾽ ἀναχωρήσαντα κελεύω
ἐς πληθὺν ἰέναι, μηδ᾽ ἀντίος ἵστασ᾽ ἐμεῖο
πρίν τι κακὸν παθέειν· ῥεχθὲν δέ τε νήπιος ἔγνω.
ὣς φάτο, τὸν δ᾽ οὐ πεῖθεν· ἀμειβόμενος δὲ προσηύδα·
νῦν μὲν δὴ Μενέλαε διοτρεφὲς ἦ μάλα τείσεις
Άκουσε ωστόσο και τη γνώμη μου᾿ μέσα στ᾿ ασκέρι πάλε
γυρνώντας τρέχα, και μη στέκεσαι μπροστά μου, μη σου τύχει
κακό κανένα᾿ τι κι ο ανέμυαλος σαν πάθει φρονιμεύει.»
Είπε, μα εκείνος δεν τον άκουσε κι απηλογιά του δίνει:
« Την ώρα αυτή βαριά, τρισεύγενε Μενέλαε, θα πλερώσεις
τον αδερφό μου που θανάτωσες και το παινιέσαι κιόλα'
και στη γωνιά τη χήρα του έκλεισες του νιου σπιτιού τους μέσα,
και στους γονιούς του πένθος χάρισες ανείπωτο και θρήνους.
Μπορεί των έρημων τα κλάματα να σταματούσα, αν ήταν
παίρνοντας τώρα το κεφάλι σου και την αρμάτα σου όλη
35 γνωτὸν ἐμὸν τὸν ἔπεφνες, ἐπευχόμενος δ᾽ ἀγορεύεις,
χήρωσας δὲ γυναῖκα μυχῷ θαλάμοιο νέοιο,
ἀρητὸν δὲ τοκεῦσι γόον καὶ πένθος ἔθηκας.
ἦ κέ σφιν δειλοῖσι γόου κατάπαυμα γενοίμην
εἴ κεν ἐγὼ κεφαλήν τε τεὴν καὶ τεύχε᾽ ἐνείκας
40 Πάνθῳ ἐν χείρεσσι βάλω καὶ Φρόντιδι δίῃ.
ἀλλ᾽ οὐ μὰν ἔτι δηρὸν ἀπείρητος πόνος ἔσται
οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἀδήριτος ἤτ᾽ ἀλκῆς ἤτε φόβοιο.
ὣς εἰπὼν οὔτησε κατ᾽ ἀσπίδα πάντοσ᾽ ἐΐσην·
οὐδ᾽ ἔρρηξεν χαλκός, ἀνεγνάμφθη δέ οἱ αἰχμὴ
στου Πάνθου και στης άξιας Φροντίδας τα χέρια να τα ρίξω.
Όμπρός λοιπόν, ας δοκιμάσουμε κι ας κονταροκρουστούμε᾿
γιατί να χάνουμε την ώρα μας; Για νίκη για φευγάλα!»·
Είπε, κι ευτύς πα στ᾿ ολοστρόγγυλο τον χτύπησε σκουτάρι'
μα δεν το τρύπησε, τι στράβωσε του κονταριού του η μύτη
πα στο γερό σκουτάρι᾿ δεύτερος ο γιος του Ατρέα χιμίζει
με το κοντάρι, μα πρωτύτερα στο Δία πατέρα ευκήθη.
Κι όπως εκείνος πισωπόδιζε, στου λαρυγγιού τη ρίζα
τον βρίσκει, κι έβαλε και δύναμη με το βαρύ του χέρι,
κι απαντικρύ ο χαλός επρόβαλε στον τρυφερό λαιμό του.
45 ἀσπίδ᾽ ἐνὶ κρατερῇ· ὃ δὲ δεύτερος ὄρνυτο χαλκῷ
Ἀτρεΐδης Μενέλαος ἐπευξάμενος Διὶ πατρί·
ἂψ δ᾽ ἀναχαζομένοιο κατὰ στομάχοιο θέμεθλα
νύξ᾽, ἐπὶ δ᾽ αὐτὸς ἔρεισε βαρείῃ χειρὶ πιθήσας·
ἀντικρὺ δ᾽ ἁπαλοῖο δι᾽ αὐχένος ἤλυθ᾽ ἀκωκή,
50 δούπησεν δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ.
αἵματί οἱ δεύοντο κόμαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι
πλοχμοί θ᾽, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο.
οἷον δὲ τρέφει ἔρνος ἀνὴρ ἐριθηλὲς ἐλαίης
χώρῳ ἐν οἰοπόλῳ, ὅθ᾽ ἅλις ἀναβέβροχεν ὕδωρ,
Πέφτει με βρόντο, κι από πάνω του βρόντηξαν τ᾿ άρματα του,
και μ᾿ αίμα τα μαλλιά του εμούσκεψαν, που τα 'χε σαν τις Χάρες,
και τα σγουρά του, που αναπλέκουνταν με μάλαμα κι ασήμι.
Πώς ανασταίνει μ᾿ έγνοια ολόδροσο φιντάνι ελιά ο ξωμάχος
σε τόπο απόμερο, που γύρα του νερά βρυσίζουν πλήθια,
πανώριο, τρυφερό, κι οι αγέρηδες κάθε λογής φυσώντας
το ακρολυγούν, και στέκει κάτασπρο μέσα στον πλήθιο ανθό του'
όμως αγέρας ξάφνου ασκώνεται και δυνατό δρολάπι
κι από το λάκκο του ανασπώντας το στο χώμα το ξαπλώνει'
του Πάνθου τον υγιό, τον Εύφορβο τον κονταρά, παρόμοια
55 καλὸν τηλεθάον· τὸ δέ τε πνοιαὶ δονέουσι
παντοίων ἀνέμων, καί τε βρύει ἄνθεϊ λευκῷ·
ἐλθὼν δ᾽ ἐξαπίνης ἄνεμος σὺν λαίλαπι πολλῇ
βόθρου τ᾽ ἐξέστρεψε καὶ ἐξετάνυσσ᾽ ἐπὶ γαίῃ·
τοῖον Πάνθου υἱὸν ἐϋμμελίην Εὔφορβον
60 Ἀτρεΐδης Μενέλαος ἐπεὶ κτάνε τεύχε᾽ ἐσύλα.
ὡς δ᾽ ὅτε τίς τε λέων ὀρεσίτροφος ἀλκὶ πεποιθὼς
βοσκομένης ἀγέλης βοῦν ἁρπάσῃ ἥ τις ἀρίστη·
τῆς δ᾽ ἐξ αὐχέν᾽ ἔαξε λαβὼν κρατεροῖσιν ὀδοῦσι
πρῶτον, ἔπειτα δέ θ᾽ αἷμα καὶ ἔγκατα πάντα λαφύσσει
σκότωσε ο γιος του Ατρέα, κι απ᾿ τ᾿ άρματα να τόνε γδύνει επήρε.
Κι όπως βουνίσιος λιόντας, έχοντας τα θάρρη στην αντρεία του,
την πιο καλή γελάδα, που 'βοσκε με το κοπάδι, αρπάζει,
κι ως στα γερά την πάρει δόντια του και της τσακίσει πρώτα
το σβέρκο, αναρουφάει το γαίμα της και τρώει τα σωθικά της
σπαράζοντας την᾿ ολοτρόγυρα σκυλιά και βοϊδολάτες
μακριάθε του χουγιάζουν άπαυτα, καρδιά δεν έχουν όμως
να πέσουν πάνω του, τι ολόχλωμος τους περεχύνει φόβος·
όμοια και τότε μες στα στήθια του κανείς καρδιά δεν είχε
μπροστά να βγει, τον πολυδόξαστο Μενέλαο ν᾿ αντικρίσει.
65 δῃῶν· ἀμφὶ δὲ τόν γε κύνες τ᾽ ἄνδρές τε νομῆες
πολλὰ μάλ᾽ ἰύζουσιν ἀπόπροθεν οὐδ᾽ ἐθέλουσιν
ἀντίον ἐλθέμεναι· μάλα γὰρ χλωρὸν δέος αἱρεῖ·
ὣς τῶν οὔ τινι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἐτόλμα
ἀντίον ἐλθέμεναι Μενελάου κυδαλίμοιο.
70 ἔνθά κε ῥεῖα φέροι κλυτὰ τεύχεα Πανθοΐδαο
Ἀτρεΐδης, εἰ μή οἱ ἀγάσσατο Φοῖβος Ἀπόλλων,
ὅς ῥά οἱ Ἕκτορ᾽ ἐπῶρσε θοῷ ἀτάλαντον Ἄρηϊ
ἀνέρι εἰσάμενος Κικόνων ἡγήτορι Μέντῃ·
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
Έτσι ο Μενέλαος θα 'παίρνε εύκολα του Ευφόρβου την αρμάτα,
αν δεν τον έκοβε ζηλόφτονος ο Απόλλωνας ο Φοίβος
κι έσπρωχνε απάνω του τον Έχτορα, που σαν τον Άρη εχίμα,
του Μέντη μοιάζοντας, που αφέντευε στους Κίκονες ρηγάρχης'
και κράζοντας τον με ανεμάρπαστα τον αποπήρε λόγια:
« Εχτορα εσύ, του κάκου τ᾿ άπιαστα να πιάσεις τρέχεις τώρα,
του αντρόκαρδου Αχιλλέα τ᾿ αλόγατα, που ζόρικο πολύ 'ναι
θνητοί να τα μερώσουν άνθρωποι και να τα κυβερνήσουν
μόνο ο Αχιλλέας μπορεί, τι αθάνατη τον έχει κάνει μάνα.
Μα να ο Μενέλαος ο πολέμαρχος, ο γιος του Ατρέα, που εστάθη
75 Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων
ἵππους Αἰακίδαο δαΐφρονος· οἳ δ᾽ ἀλεγεινοὶ
ἀνδράσι γε θνητοῖσι δαμήμεναι ἠδ᾽ ὀχέεσθαι
ἄλλῳ γ᾽ ἢ Ἀχιλῆϊ, τὸν ἀθανάτη τέκε μήτηρ.
τόφρα δέ τοι Μενέλαος ἀρήϊος Ἀτρέος υἱὸς
80 Πατρόκλῳ περιβὰς Τρώων τὸν ἄριστον ἔπεφνε
Πανθοΐδην Εὔφορβον, ἔπαυσε δὲ θούριδος ἀλκῆς.
ὣς εἰπὼν ὃ μὲν αὖτις ἔβη θεὸς ἂμ πόνον ἀνδρῶν,
Ἕκτορα δ᾽ αἰνὸν ἄχος πύκασε φρένας ἀμφὶ μελαίνας·
πάπτηνεν δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα κατὰ στίχας, αὐτίκα δ᾽ ἔγνω
δίπλα στον Πάτροκλο και σκότωσε τον πιο αντρειανό απ᾿ τους Τρώες,
του Πάνθου τον υγιό τον Εύφορβο, και του 'κοψε τη φόρα.»
Ως είπε αυτά ο θεός, στο αντρίστικο γυρνά ξανά το απάλε.
Πίκρα βαριά μεμιάς επλάκωσε τα σωθικά του Εχτόρου'
και στις γραμμές τα μάτια ως έριξε τρογύρα, ευτύς ξεκρίνει
τον ένα να κουρσεύει τ᾿ άρματα τα ξακουστά, τον άλλο
στη γη να κοίτεται, και το αίμα του να τρέχει απ᾿ την πληγή του.
Κινάει, περνάει μεσ᾿ απ᾿ τους πρόμαχους με αστραποβόλο κράνος
σκληρίζοντας, παρόμοιος με άσβηστη που καίει του Ηφαίστου φλόγα.
Μα όπως εφώναζε, τον άκουσεν ο γιος του Ατρέα που ερχόταν,
85 τὸν μὲν ἀπαινύμενον κλυτὰ τεύχεα, τὸν δ᾽ ἐπὶ γαίῃ
κείμενον· ἔρρει δ᾽ αἷμα κατ᾽ οὐταμένην ὠτειλήν.
βῆ δὲ διὰ προμάχων κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ
ὀξέα κεκλήγων φλογὶ εἴκελος Ἡφαίστοιο
ἀσβέστῳ· οὐδ᾽ υἱὸν λάθεν Ἀτρέος ὀξὺ βοήσας·
90 ὀχθήσας δ᾽ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν·
ὤ μοι ἐγὼν εἰ μέν κε λίπω κάτα τεύχεα καλὰ
Πάτροκλόν θ᾽, ὃς κεῖται ἐμῆς ἕνεκ᾽ ἐνθάδε τιμῆς,
μή τίς μοι Δαναῶν νεμεσήσεται ὅς κεν ἴδηται.
εἰ δέ κεν Ἕκτορι μοῦνος ἐὼν καὶ Τρωσὶ μάχωμαι
και με βαριά καρδιά στην πέρφανη γυρνάει και λέει ψυχή του:
« Ωχού μου, απ᾿ τα πανώρια τ᾿ άρματα τώρα αν τραβήξω πίσω
κι από τον Πάτροκλο, που κοίτεται για την τιμή μου εμένα,
μπας και θυμώσει λέω θωρώντας με κανείς απ᾿ τους Αργίτες·
μονάχος πάλε αν με τον Έχτορα και με τους Τρώες τα βάλω
από ντροπή, μη εκείνοι πιότεροι τον ένα εμένα ζώσουν
τι τώρα ο κρανοσείστης Έχτορας με όλους τους Τρώες πλακώνει.
Όμως γιατί η καρδιά μου κάθεται και τ᾿ αναδεύει ετούτα;
Ενάντια στου θεού το θέλημα να πολεμάς με κάποιον
που 'χει θεό προστάτη, γρήγορα κακό τρανό θα σ᾿ έβρει.
95 αἰδεσθείς, μή πώς με περιστήωσ᾽ ἕνα πολλοί·
Τρῶας δ᾽ ἐνθάδε πάντας ἄγει κορυθαίολος Ἕκτωρ.
ἀλλὰ τί ἤ μοι ταῦτα φίλος διελέξατο θυμός;
ὁππότ᾽ ἀνὴρ ἐθέλῃ πρὸς δαίμονα φωτὶ μάχεσθαι
ὅν κε θεὸς τιμᾷ, τάχα οἱ μέγα πῆμα κυλίσθη.
100 τώ μ᾽ οὔ τις Δαναῶν νεμεσήσεται ὅς κεν ἴδηται
Ἕκτορι χωρήσαντ᾽, ἐπεὶ ἐκ θεόφιν πολεμίζει.
εἰ δέ που Αἴαντός γε βοὴν ἀγαθοῖο πυθοίμην,
ἄμφω κ᾽ αὖτις ἰόντες ἐπιμνησαίμεθα χάρμης
καὶ πρὸς δαίμονά περ, εἴ πως ἐρυσαίμεθα νεκρὸν
Ποιος Δαναός λοιπόν θα θύμωνε θωρώντας με να φεύγω
στον Έχτορα μπροστά, που μάχεται κι είναι οι θεοί μαζί του;
Ν᾿ άκουγα μόνο το βροντόφωνο τον Αίαντα κάπου τώρα!
Μαζί χιμώντας θα θυμούμασταν ξανά την αντριγιά μας,
κι ενάντια στο θεό᾿ να σέρναμε καν το κουφάρι πίσω
για χάρη του Αχιλλέα᾿ καλύτερο στα πάθη μας δε βρίσκω.»
Κι ως τούτα ανάδευε στα φρένα του βαθιά και στην καρδιά του,
των Τρωών το ασκέρι με τον Έχτορα προλάτη τον σίμωσαν'
κι εκείνος το κουφάρι αφήνοντας γυρνάει γοργά τις πλάτες,
κάθε στιγμή θωρώντας πίσω του, σα λιόντας μακροχήτης'
105 Πηλεΐδῃ Ἀχιλῆϊ· κακῶν δέ κε φέρτατον εἴη.
εἷος ὁ ταῦθ᾽ ὅρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν
τόφρα δ᾽ ἐπὶ Τρώων στίχες ἤλυθον· ἦρχε δ᾽ ἄρ᾽ Ἕκτωρ.
αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἐξοπίσω ἀνεχάζετο, λεῖπε δὲ νεκρὸν
ἐντροπαλιζόμενος ὥς τε λὶς ἠϋγένειος,
110 ὅν ῥα κύνες τε καὶ ἄνδρες ἀπὸ σταθμοῖο δίωνται
ἔγχεσι καὶ φωνῇ· τοῦ δ᾽ ἐν φρεσὶν ἄλκιμον ἦτορ
παχνοῦται, ἀέκων δέ τ᾽ ἔβη ἀπὸ μεσσαύλοιο·
ὣς ἀπὸ Πατρόκλοιο κίε ξανθὸς Μενέλαος.
στῆ δὲ μεταστρεφθεὶς ἐπεὶ ἵκετο ἔθνος ἑταίρων
που κυνηγούν μακριά απ᾿ τη στάνη τους βοσκοί μαζί και σκύλοι
με κονταριές και με χουγιάσματα᾿ και του θεριού παγώνει
η ατρόμητη καρδιά, κι αθέλητα μακραίνει απ᾿ το μαντρί τους'
όμοια παράτησε τον Πάτροκλο τότε ο Μενέλαος πίσω,
και μόνο στους δικούς του ως έφτασε, μεταγυρνάει και στέκει,
τον Αία το μέγα ολούθε ψάχνοντας, το γιο του Τελαμώνα'
μεμιάς τον ξέκρινε που έστέκουνταν ζερβιά μεριά απ᾿ τη μάχη,
και τους συντρόφους του όλους γκάρδιωνε, στη μάχη σπρώχνοντας τους·
τι φούντωνε άγριο φόβο ο Απόλλωνας εντός τους για φευγάλα.
Πήρε λοιπόν να τρέχει, κι έφτασε γοργά σιμά του κι είπε:
115 παπταίνων Αἴαντα μέγαν Τελαμώνιον υἱόν.
τὸν δὲ μάλ᾽ αἶψ᾽ ἐνόησε μάχης ἐπ᾽ ἀριστερὰ πάσης
θαρσύνονθ᾽ ἑτάρους καὶ ἐποτρύνοντα μάχεσθαι·
θεσπέσιον γάρ σφιν φόβον ἔμβαλε Φοῖβος Ἀπόλλων·
βῆ δὲ θέειν, εἶθαρ δὲ παριστάμενος ἔπος ηὔδα.
120 Αἶαν δεῦρο πέπον, περὶ Πατρόκλοιο θανόντος
σπεύσομεν, αἴ κε νέκυν περ Ἀχιλλῆϊ προφέρωμεν
γυμνόν· ἀτὰρ τά γε τεύχε᾽ ἔχει κορυθαίολος Ἕκτωρ.
ὣς ἔφατ᾽, Αἴαντι δὲ δαΐφρονι θυμὸν ὄρινε·
βῆ δὲ διὰ προμάχων, ἅμα δὲ ξανθὸς Μενέλαος.
«Αίαντα, ομπρός, καλέ μου, ας δράμουμε, τον Πάτροκλο σκότωσαν'
Καν το κουφάρι ας δοκιμάσουμε στον Αχιλλέα να πάμε
γυμνό᾿ τι τον ξαρμάτωσε ο Έχτορας ο λαμπροκρανοσείστης.»
Είπε, κι ο γαύρος Αίας τινάχτηκε, σπαρτάρησε η καρδιά του,
κι ευτύς περνάει μεσ᾿ απ᾿ τους πρόμαχους με το Μενέλαο δίπλα.
Ο Έχτορας έσερνε τον Πάτροκλο, σαν πήρε τ᾿ άρματά του,
με κοφτερό χαλκό απ᾿ τους ώμους του την κεφαλή να κόψει
και να πετάξει το κουφάρι του θροφή στης Τροίας τους σκύλους.
Μα σίμωσε ο Αίας με το σκουτάρι του, που φάνταζε σαν πύργος,
κι ο Έχτορας πίσω στους συντρόφους του γυρνάει τους μαζωμένους,
125 Ἕκτωρ μὲν Πάτροκλον ἐπεὶ κλυτὰ τεύχε᾽ ἀπηύρα,
ἕλχ᾽ ἵν᾽ ἀπ᾽ ὤμοιιν κεφαλὴν τάμοι ὀξέϊ χαλκῷ,
τὸν δὲ νέκυν Τρῳῇσιν ἐρυσσάμενος κυσὶ δοίη.
Αἴας δ᾽ ἐγγύθεν ἦλθε φέρων σάκος ἠΰτε πύργον·
Ἕκτωρ δ᾽ ἂψ ἐς ὅμιλον ἰὼν ἀνεχάζεθ᾽ ἑταίρων,
130 ἐς δίφρον δ᾽ ἀνόρουσε· δίδου δ᾽ ὅ γε τεύχεα καλὰ
Τρωσὶ φέρειν προτὶ ἄστυ, μέγα κλέος ἔμμεναι αὐτῷ.
Αἴας δ᾽ ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ σάκος εὐρὺ καλύψας
ἑστήκει ὥς τίς τε λέων περὶ οἷσι τέκεσσιν,
ᾧ ῥά τε νήπι᾽ ἄγοντι συναντήσωνται ἐν ὕλῃ
κι απά στο αμάξι ανέβη᾿ τ᾿ άρματά τα ώρια στους Τρώες τ᾿ αφήνει,
στο κάστρο να τα πάν, ασύγκριτη να του χαρίζουν δόξα.
Κι ο Αίας με το φαρδύ σκουτάρι του τον Πάτροκλο σκεπάζει
κι εστάθη ομπρός, ως στέκει λιόντισσα στα λιονταρόπουλά της,
που αγριμολόοι στο δάσος πέτυχαν, καθώς τα σεργιανίζει,
κι αυτή, μεθώντας απ᾿ την πλήθια της τη λύσσα, ρίχνει κάτω
αλάκερό της τ᾿ απανώφρυδο, σκεπάζοντας τα μάτια·
όμοια στεκόταν ο Αϊας στον Πάτροκλο μπροστά τον αντρειωμένο,
κι ο γιος του Ατρέα του παραστέκουνταν από την άλλη, ο γαύρος
Μενέλαος, και βαθύς ανέβαινε στα σωθικά του ο πόνος.
135 ἄνδρες ἐπακτῆρες· ὃ δέ τε σθένεϊ βλεμεαίνει,
πᾶν δέ τ᾽ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται ὄσσε καλύπτων·
ὣς Αἴας περὶ Πατρόκλῳ ἥρωϊ βεβήκει.
Ἀτρεΐδης δ᾽ ἑτέρωθεν ἀρηΐφιλος Μενέλαος
ἑστήκει, μέγα πένθος ἐνὶ στήθεσσιν ἀέξων.
140 Γλαῦκος δ᾽ Ἱππολόχοιο πάϊς Λυκίων ἀγὸς ἀνδρῶν
Ἕκτορ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ·
Ἕκτορ εἶδος ἄριστε μάχης ἄρα πολλὸν ἐδεύεο.
ἦ σ᾽ αὔτως κλέος ἐσθλὸν ἔχει φύξηλιν ἐόντα.
φράζεο νῦν ὅππως κε πόλιν καὶ ἄστυ σαώσῃς
Κι ο Γλαύκος τότε, ο γιος του Ιππόλοχου, των Λυκιωτών ο ρήγας,
λόγια βαριά πετάει στον Έχτορα ταυροκοιτάζοντάς τον:
« Έχτορα εσύ πανώριε, ως φαίνεται, καρδιά σταλιά δεν έχεις!
Τέτοιο όνομα τρανό δεν τ᾿ άξιζες, αφού κιοτεύεις τώρα.
Κοίτα από δω κι ομπρός το κάστρο σας του Χάρου να γλιτώσεις
μονάχος, με όσες εγεννήθηκαν ψυχές στο κάστρο μέσα.
Κανένας λέω Λυκιώτης πόλεμο πια δε θ'άνοίξει αλήθεια
με τους Αργίτες για το κάστρο σας. Και ποια μαθές η χάρη
μέρα και νύχτα που παλεύουμε με τους οχτρούς δω πέρα;
Και πώς κανέναν αχαμνότερο ξοπίσω θα γλιτώσεις,
145 οἶος σὺν λαοῖς τοὶ Ἰλίῳ ἐγγεγάασιν·
οὐ γάρ τις Λυκίων γε μαχησόμενος Δαναοῖσιν
εἶσι περὶ πτόλιος, ἐπεὶ οὐκ ἄρα τις χάρις ἦεν
μάρνασθαι δηΐοισιν ἐπ᾽ ἀνδράσι νωλεμὲς αἰεί.
πῶς κε σὺ χείρονα φῶτα σαώσειας μεθ᾽ ὅμιλον
150 σχέτλι᾽, ἐπεὶ Σαρπηδόν᾽ ἅμα ξεῖνον καὶ ἑταῖρον
κάλλιπες Ἀργείοισιν ἕλωρ καὶ κύρμα γενέσθαι,
ὅς τοι πόλλ᾽ ὄφελος γένετο πτόλεΐ τε καὶ αὐτῷ
ζωὸς ἐών· νῦν δ᾽ οὔ οἱ ἀλαλκέμεναι κύνας ἔτλης.
τὼ νῦν εἴ τις ἐμοὶ Λυκίων ἐπιπείσεται ἀνδρῶν
αφού το Σαρπηδόνα, ανέσπλαχνε, το φίλο, τον ακράνη,
τον απαράτησες διαγούμισμα και κουρσός στους Αργίτες,
που ζώντας τόσο επαραστάθηκε το κάστρο σου και σένα;
και τώρα τα σκυλιά από πάνω του δε σου βαστάει να διώξεις.
Γι᾿ αυτό οι Λυκιώτες, αν μ᾿ ακούσουνε, θα γύρουν στην πατρίδα
μπρος πίσω πια, και τότε χάθηκε μεμιάς της Τροίας το κάστρο·
τι οι Τρώες αν κρύβαν τώρα ολόθαρρη καρδιά στα στήθια μέσα,
ατρόμητη, όπως έχουν όλοι τους που απ᾿ τους οχτρούς παλεύουν
να διαφεντέψουν την πατρίδα τους και πολεμούν γεμάτα,
γρήγορα θα 'χαμε τον Πάτροκλο μέσα στην Τροία τραβήξει.
155 οἴκαδ᾽ ἴμεν, Τροίῃ δὲ πεφήσεται αἰπὺς ὄλεθρος.
εἰ γὰρ νῦν Τρώεσσι μένος πολυθαρσὲς ἐνείη
ἄτρομον, οἷόν τ᾽ ἄνδρας ἐσέρχεται οἳ περὶ πάτρης
ἀνδράσι δυσμενέεσσι πόνον καὶ δῆριν ἔθεντο,
αἶψά κε Πάτροκλον ἐρυσαίμεθα Ἴλιον εἴσω.
160 εἰ δ᾽ οὗτος προτὶ ἄστυ μέγα Πριάμοιο ἄνακτος
ἔλθοι τεθνηὼς καί μιν ἐρυσαίμεθα χάρμης,
αἶψά κεν Ἀργεῖοι Σαρπηδόνος ἔντεα καλὰ
λύσειαν, καί κ᾽ αὐτὸν ἀγοίμεθα Ἴλιον εἴσω·
τοίου γὰρ θεράπων πέφατ᾽ ἀνέρος, ὃς μέγ᾽ ἄριστος
Κι αν στο τρανό καστρί τον φέρναμε του Πρίαμου του ρηγάρχη,
νεκρό, απ᾿ τη μάχη μέσα αρπώντας τον, το δίχως άλλο τότε
του Σαρπηδόνα τα ώρια τ᾿ άρματα θα μας γύριζαν πίσω
οι Αργίτες, και στην Τροία θα φέρναμε και το νεκρό τον ίδιο·
τι τέτοιου αντρούς σκοτώθη ο σύντροφος, που στα καράβια πρώτος
μες στους Αργίτες, κι οι σύντροφοι του στο άγριο τ᾿ απάλε πρώτοι.
Μα εσύ στον Αίαντα τον αντρόκαρδο μες στων οχτρών τη ζάλη
αντίκρα να σταθείς δε βάσταξες και να τον δεις στα μάτια,
κι ουδέ να χτυπηθείς κατάστηθα, τι σε περνάει στο απάλε!»
Ταυροκοιτάζοντάς τον ο Έχτορας ο κρανοσείστης του 'πε:
165 Ἀργείων παρὰ νηυσὶ καὶ ἀγχέμαχοι θεράποντες.
ἀλλὰ σύ γ᾽ Αἴαντος μεγαλήτορος οὐκ ἐτάλασσας
στήμεναι ἄντα κατ᾽ ὄσσε ἰδὼν δηΐων ἐν ἀϋτῇ,
οὐδ᾽ ἰθὺς μαχέσασθαι, ἐπεὶ σέο φέρτερός ἐστι.
τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ·
170 Γλαῦκε τί ἢ δὲ σὺ τοῖος ἐὼν ὑπέροπλον ἔειπες;
ὢ πόποι ἦ τ᾽ ἐφάμην σὲ περὶ φρένας ἔμμεναι ἄλλων
τῶν ὅσσοι Λυκίην ἐριβώλακα ναιετάουσι·
νῦν δέ σευ ὠνοσάμην πάγχυ φρένας οἷον ἔειπες,
ὅς τέ με φῂς Αἴαντα πελώριον οὐχ ὑπομεῖναι.
«Γλαύκο, και πώς εσύ ο λιοντόκαρδος σα φαντασμένος κρένεις;
Ωχού μου, πώς περνάς λογάριαζα στο νου τους άλλους όλους
Λυκιώτες, όσοι ζουν στη χώρα σας την παχιοχώματούσα'
μα τέτοια τώρα που ξεστόμισες θα πω μυαλό δεν έχεις,
που λες ομπρός στο σαραντάπηχο δε βάσταξα τον Αία.
Μήτε η σφαγή και μήτε ο σάλαγος με σκιάζει των αλόγων,
όμως του Δία του βροντοσκούταρου πάντα η βουλή πιο πάνω'
τι αυτός απ᾿ του αντρειωμένου ακόπιαστα τα χέρια αρπάει τη νίκη
και στο φευγιό τον ρίχνει, κι άλλοτε να χτυπηθεί τον σπρώχνει.
Έλα, καλέ, και στάσου δίπλα μου και θώραε τι θα κάμω,
175 οὔ τοι ἐγὼν ἔρριγα μάχην οὐδὲ κτύπον ἵππων·
ἀλλ᾽ αἰεί τε Διὸς κρείσσων νόος αἰγιόχοιο,
ὅς τε καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῖ καὶ ἀφείλετο νίκην
ῥηϊδίως, ὁτὲ δ᾽ αὐτὸς ἐποτρύνει μαχέσασθαι.
ἀλλ᾽ ἄγε δεῦρο πέπον, παρ᾽ ἔμ᾽ ἵστασο καὶ ἴδε ἔργον,
180 ἠὲ πανημέριος κακὸς ἔσσομαι, ὡς ἀγορεύεις,
ἦ τινα καὶ Δαναῶν ἀλκῆς μάλα περ μεμαῶτα
σχήσω ἀμυνέμεναι περὶ Πατρόκλοιο θανόντος.
ὣς εἰπὼν Τρώεσσιν ἐκέκλετο μακρὸν ἀΰσας·
Τρῶες καὶ Λύκιοι καὶ Δάρδανοι ἀγχιμαχηταί,
αν θα 'μαι εγώ, καθώς μου το χτυπάς, ολημερίς δειλιάρης,
για κι αν Αργίτη κάποιου, με όλη του τη λύσσα κι αν παλεύει
τρογύρα στο νεκρό του Πάτροκλου, μεμιάς τη φόρα κόψω.»
Είπε, κι ευτύς τους Τρώες γκαρδιώνοντας φωνή μεγάλη σέρνει:
« Τρώες και Λυκιώτες κι όλοι οι Δάρδανοι, τρανοί κονταρομάχοι,
άντρες σταθείτε, ορθή κρατάτε τη της αντριγιάς τη φλόγα,
ωσόπου εγώ φορέσω τ᾿ άρματά του ασύγκριτου Αχιλλέα,
τα ώρια, πού κούρσεψα τον Πάτροκλο σκοτώνοντας το γαύρο.»
Είπε και φεύγει ο μέγας Έχτορας ο λαμπροκρανοσείστης
απ᾿ τη φριχτή σφαγή, και τρέχοντας προφταίνει τους συντρόφους
185 ἀνέρες ἔστε φίλοι, μνήσασθε δὲ θούριδος ἀλκῆς,
ὄφρ᾽ ἂν ἐγὼν Ἀχιλῆος ἀμύμονος ἔντεα δύω
καλά, τὰ Πατρόκλοιο βίην ἐνάριξα κατακτάς.
ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη κορυθαίολος Ἕκτωρ
δηΐου ἐκ πολέμοιο· θέων δ᾽ ἐκίχανεν ἑταίρους
190 ὦκα μάλ᾽ οὔ πω τῆλε ποσὶ κραιπνοῖσι μετασπών,
οἳ προτὶ ἄστυ φέρον κλυτὰ τεύχεα Πηλεΐωνος.
στὰς δ᾽ ἀπάνευθε μάχης πολυδακρύου ἔντε᾽ ἄμειβεν·
ἤτοι ὃ μὲν τὰ ἃ δῶκε φέρειν προτὶ Ἴλιον ἱρὴν
Τρωσὶ φιλοπτολέμοισιν, ὃ δ᾽ ἄμβροτα τεύχεα δῦνε
—μακριά δεν ήταν—κυνηγώντας τους με γρήγορα ποδάρια,
που του Αχιλλέα πήγαιναν τ᾿ άρματά τα ξακουστά στο κάστρο.
Στέκει μακριά από τον πολύδακρο τον πόλεμο κι αλλάζει'
δίνει στους Τρώες τους πολεμόχαρους στην Τροία την άγια πίσω
να πάνε τα δικά του τ᾿ άρματά, κι εκείνος του Αχιλλέα
φοράει τ᾿ αθάνατα, στον κύρη του παλιά δοσμένο δώρο
άπ᾿ τους θεούς, κι αυτός σα γέρασε τα χάρισε στο γιο του'
μα στου γονιού του εκείνος τ᾿ άρματά δεν ήταν να γεράσει.
Ωστόσο ο Δίας ως τον αγνάντεψεν ο νεφελοστοιβάχτης,
να βάζει εκεί στην άκρη τ᾿ άρματά του αρχοντικού Αχιλλέα,
195 Πηλεΐδεω Ἀχιλῆος ἅ οἱ θεοὶ Οὐρανίωνες
πατρὶ φίλῳ ἔπορον· ὃ δ᾽ ἄρα ᾧ παιδὶ ὄπασσε
γηράς· ἀλλ᾽ οὐχ υἱὸς ἐν ἔντεσι πατρὸς ἐγήρα.
τὸν δ᾽ ὡς οὖν ἀπάνευθεν ἴδεν νεφεληγερέτα Ζεὺς
τεύχεσι Πηλεΐδαο κορυσσόμενον θείοιο,
200 κινήσας ῥα κάρη προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν·
ἆ δείλ᾽ οὐδέ τί τοι θάνατος καταθύμιός ἐστιν
ὃς δή τοι σχεδὸν εἶσι· σὺ δ᾽ ἄμβροτα τεύχεα δύνεις
ἀνδρὸς ἀριστῆος, τόν τε τρομέουσι καὶ ἄλλοι·
τοῦ δὴ ἑταῖρον ἔπεφνες ἐνηέα τε κρατερόν τε,
την κεφαλή κουνώντας μίλησε μες στην καρδιά του κι είπε:
«Βαριόμοιρε! Δεν πάει στο θάνατο καθόλου ο νους σου εσένα,
που πια σε ζύγωσε, μον᾿ άρπαξες τρανού αντρειωμένου τώρα
τ᾿ αθάνατα άρματα και ντύνεσαι, που τόνε τρέμουν κι άλλοι.
Το γλυκομίλητο του σκότωσες και ψυχωμένο ακράνη,
κι από κεφάλι κι ώμους άπρεπα του πήρες την αρμάτα.
Μα τώρα δόξα εγώ περίλαμπρη να σου χαρίσω θέλω'
τι δε θα σε δεχτεί γυρίζοντας ποτέ της η Αντρομάχη,
τα ξακουστά από πάνω σου άρματα να βγάλει του Αχιλλέα.»
Είπε, και γνέφει με τα φρύδια του τα μαύρα ο γιος του Κρόνου,
205 τεύχεα δ᾽ οὐ κατὰ κόσμον ἀπὸ κρατός τε καὶ ὤμων
εἵλευ· ἀτάρ τοι νῦν γε μέγα κράτος ἐγγυαλίξω,
τῶν ποινὴν ὅ τοι οὔ τι μάχης ἐκνοστήσαντι
δέξεται Ἀνδρομάχη κλυτὰ τεύχεα Πηλεΐωνος.
ἦ καὶ κυανέῃσιν ἐπ᾽ ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων.
210 Ἕκτορι δ᾽ ἥρμοσε τεύχε᾽ ἐπὶ χροΐ, δῦ δέ μιν Ἄρης
δεινὸς ἐνυάλιος, πλῆσθεν δ᾽ ἄρα οἱ μέλε᾽ ἐντὸς
ἀλκῆς καὶ σθένεος· μετὰ δὲ κλειτοὺς ἐπικούρους
βῆ ῥα μέγα ἰάχων· ἰνδάλλετο δέ σφισι πᾶσι
τεύχεσι λαμπόμενος μεγαθύμου Πηλεΐωνος.
κι απάνω του ταιριάζει τ᾿ άρματα, κι ευτύς τον πλημμυρίζει
ο Άρης φριχτός, λυσσάρης᾿ δύναμη κι αντρεία του ξεχειλούνε
χέρια και πόδια, κι έτσι εκίνησε στους ξακουστούς συμμάχους
με δυνατές φωνές χουγιάζοντας, και φάνταζε μπροστά τους,
μες στην άρματα του όπως άστραφτε, σαν τον τρανό Αχιλλέα.
Και πήγε σ᾿ έναν έναν κι έδινε μιλώντας του κουράγιο,
στο Μέδοντα και στο Θερσίλοχο, στο Μέσθλη και στο Γλαύκο,
και στον Αστεροπαίο, στον Έννομο τον ορνιομαντολόγο,
και στον Ιππόθοο, στο Δεισήνορα, στο Φόρκη, στο Χρομίο'
κι έτσι τους γκάρδιωνε ανεμάρπαστα φωνάζοντας τους λόγια:
215 ὄτρυνεν δὲ ἕκαστον ἐποιχόμενος ἐπέεσσι
Μέσθλην τε Γλαῦκόν τε Μέδοντά τε Θερσίλοχόν τε
Ἀστεροπαῖόν τε Δεισήνορά θ᾽ Ἱππόθοόν τε
Φόρκυν τε Χρομίον τε καὶ Ἔννομον οἰωνιστήν·
τοὺς ὅ γ᾽ ἐποτρύνων ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
220 κέκλυτε μυρία φῦλα περικτιόνων ἐπικούρων·
οὐ γὰρ ἐγὼ πληθὺν διζήμενος οὐδὲ χατίζων
ἐνθάδ᾽ ἀφ᾽ ὑμετέρων πολίων ἤγειρα ἕκαστον,
ἀλλ᾽ ἵνα μοι Τρώων ἀλόχους καὶ νήπια τέκνα
προφρονέως ῥύοισθε φιλοπτολέμων ὑπ᾽ Ἀχαιῶν.
«Λογής λογής φυλές, ακούστε με, γειτόνοι σύμμαχοι μας,
πλήθος λαούς εγώ δε γύρεψα κι ουδέ τους είχα ανάγκη,
σύντας σας κάλεσα απ᾿ τα κάστρα σας κι ήρθατε εδώ ένας ένας·
μόνο των Τρωών να διαφεντέψετε σας ήθελα τα ταίρια
και τα παιδιά απ᾿ τους πολεμόχαρους, όσο βαστάτε, Αργίτες.
Γι᾿ αυτό και γδύνω τους ανθρώπους μου τραπέζια να σας κάνω
και δώρα, κι όλονών τη δύναμη περίσσια σας αυξαίνω.
Ίσια μπροστά ας γυρνά καθένας σας λοιπόν, και για ας γλιτώσει
για ας σκοτωθεί· τέτοιο έχει ο πόλεμος γλυκοκουβεντολόγι!
Κι όποιος τραβήξει εδώ τον Πάτροκλο, και σκοτωμένος πού 'ναι,
225 τὰ φρονέων δώροισι κατατρύχω καὶ ἐδωδῇ
λαούς, ὑμέτερον δὲ ἑκάστου θυμὸν ἀέξω.
τώ τις νῦν ἰθὺς τετραμμένος ἢ ἀπολέσθω
ἠὲ σαωθήτω· ἣ γὰρ πολέμου ὀαριστύς.
ὃς δέ κε Πάτροκλον καὶ τεθνηῶτά περ ἔμπης
230 Τρῶας ἐς ἱπποδάμους ἐρύσῃ, εἴξῃ δέ οἱ Αἴας,
ἥμισυ τῷ ἐνάρων ἀποδάσσομαι, ἥμισυ δ᾽ αὐτὸς
ἕξω ἐγώ· τὸ δέ οἱ κλέος ἔσσεται ὅσσον ἐμοί περ.
ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ἰθὺς Δαναῶν βρίσαντες ἔβησαν
δούρατ᾽ ἀνασχόμενοι· μάλα δέ σφισιν ἔλπετο θυμὸς
στους Τρώες τους αλογάδες, διώχνοντας τον Αίαντα πίσω πάλε,
θα πάρει τα μισά απ᾿ τα κούρσα του᾿ τ᾿ άλλα μισά θα πάρω
ατός μου εγώ, και θα 'ναι η δόξα του σαν τη δικιά μου πάντα.»
Είπε, κι αυτοί γραμμή ξεχύθηκαν στους Δαναούς με λύσσα
ψηλά κρατώντας τα κοντάρια τους, και το νεκρό λογιάζαν
από τον Αίαντα πως θ᾿ αρπάξουνε, το γιο του Τελαμώνα,
οι ανέμυαλοι! τι αυτός εσώριασε πολλούς πα στο κουφάρι.
Κι ο Αίας γυρνάει στο βροντερόφωνο και λέει Μενέλαο τότε:
« Αρχοντικέ Μενέλαε, φίλε μου, πια δέν τ᾿ ολπίζω τώρα
μήτε κι εμείς οι δυο να γύρουμε γεροί ξανά απ᾿ τη μάχη'
235 νεκρὸν ὑπ᾽ Αἴαντος ἐρύειν Τελαμωνιάδαο
νήπιοι· ἦ τε πολέσσιν ἐπ᾽ αὐτῷ θυμὸν ἀπηύρα.
καὶ τότ᾽ ἄρ᾽ Αἴας εἶπε βοὴν ἀγαθὸν Μενέλαον·
ὦ πέπον ὦ Μενέλαε διοτρεφὲς οὐκέτι νῶϊ
ἔλπομαι αὐτώ περ νοστησέμεν ἐκ πολέμοιο.
240 οὔ τι τόσον νέκυος περιδείδια Πατρόκλοιο,
ὅς κε τάχα Τρώων κορέει κύνας ἠδ᾽ οἰωνούς,
ὅσσον ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια μή τι πάθῃσι,
καὶ σῇ, ἐπεὶ πολέμοιο νέφος περὶ πάντα καλύπτει
Ἕκτωρ, ἡμῖν δ᾽ αὖτ᾽ ἀναφαίνεται αἰπὺς ὄλεθρος.
για το κουφάρι εγώ του Πάτροκλου δεν τρέμω τόσο τώρα,
που θα χορτάσει τα όρνια γρήγορα και τα σκυλιά της Τροίας,
όσο μαθές για το κεφάλι μου μήπως και πάθει τρέμω,
και το δικό σου᾿ τι όλα γύρω μας, καθώς πολέμου γνέφος,
τα 'χει σκεπάσει ο μέγας Έχτορας, κι εμάς ζωή δε μένει.
Μον᾿ έλα, κράξε εδώ τους κάλλιους μας, μπας και κανείς ακούσει.»
Τότε ο Μενέλαος ο βροντόφωνος στα λόγια του συγκλίνει,
και πήρε δυνατά και φώναζε, ν᾿ ακούσουν όλοι οι Αργίτες:
« Φίλοι μου εσείς, προλάτες κι άρχοντες μες στους Αργίτες, όσοι
στους γιους του Ατρέα, τον Αγαμέμνονα και το Μενέλαο, δίπλα
245 ἀλλ᾽ ἄγ᾽ ἀριστῆας Δαναῶν κάλει, ἤν τις ἀκούσῃ.
ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος,
ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον Δαναοῖσι γεγωνώς·
ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες
οἵ τε παρ᾽ Ἀτρεΐδῃς Ἀγαμέμνονι καὶ Μενελάῳ
250 δήμια πίνουσιν καὶ σημαίνουσιν ἕκαστος
λαοῖς· ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ κῦδος ὀπηδεῖ.
ἀργαλέον δέ μοί ἐστι διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον
ἡγεμόνων· τόσση γὰρ ἔρις πολέμοιο δέδηεν·
ἀλλά τις αὐτὸς ἴτω, νεμεσιζέσθω δ᾽ ἐνὶ θυμῷ
πίνουν κρασί όσο θεν ανέξοδα, και κυβερνάει καθένας
το ασκέρι του κι αντάμα χαίρεται τιμή απ᾿ το Δία και δόξα·
να ξεχωρίσω πέφτει δύσκολο τους άρχους έναν έναν,
τόσο πολύ πια τώρα εκόρωσεν η αντάρα του πολέμου.
Καθείς λοιπόν ας έρθει μόνος του, μην το δεχτεί η καρδιά του
ξεφάντωμα να γίνει ο Πάτροκλος στης Τροίας τους σκύλους τώρα.»
Είπε, κι ο γιος του Οϊλέα τον άκουσεν, ο γοργοπόδης Αίας,
και πρώτος απαντίκρυ επρόφτασε μες στη σφαγή τρεχάτος·
μετά κι ο Ιδομενέας του ακλούθηξε, μαζί του κι ο Μηριόνης,
ο σύντροφος του, που σοζύγιαζε τον αντροφόνον Άρη.
255 Πάτροκλον Τρῳῇσι κυσὶν μέλπηθρα γενέσθαι.
ὣς ἔφατ᾽, ὀξὺ δ᾽ ἄκουσεν Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας·
πρῶτος δ᾽ ἀντίος ἦλθε θέων ἀνὰ δηϊοτῆτα,
τὸν δὲ μετ᾽ Ἰδομενεὺς καὶ ὀπάων Ἰδομενῆος
Μηριόνης ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ.
260 τῶν δ᾽ ἄλλων τίς κεν ᾗσι φρεσὶν οὐνόματ᾽ εἴποι,
ὅσσοι δὴ μετόπισθε μάχην ἤγειραν Ἀχαιῶν;
Τρῶες δὲ προὔτυψαν ἀολλέες· ἦρχε δ᾽ ἄρ᾽ Ἕκτωρ.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο
βέβρυχεν μέγα κῦμα ποτὶ ῥόον, ἀμφὶ δέ τ᾽ ἄκραι
Όμως τους άλλους όλους που 'φτασαν και ποιος ν᾿ αναθιβάλει,
απ᾿ τους Αργίτες, όσοι πίσω τους κορώσανε τη μάχη;
Σύψυχοι οι Τρώες χιμίζουν, κι ο Έχτορας ολομπροστά τραβούσε.
Σε ποταμού ουρανοκατέβατου το στόμα πώς το κύμα
τρανό, στο ρέμα ενάντια·, χύνεται και βόγγει, και τα βράχια
γύρα βρουχιούνται, όπως η θάλασσα με ορμή πετάγεται οξω'
με τόσο βρουχητό ξεχύνουνταν κι οι Τρώες· όμως κι οι Αργίτες
στον Πάτροκλο τρογύρα ασάλευτοι με μια καρδιά εστεκόνταν,
κρυμμένοι πίσω από τα χάλκινα σκουτάρια τους᾿ και γύρα
στ᾿ αστραφτερά τους κράνη εσκόρπιζε του Κρόνου ο γιος αντάρα
265 ἠϊόνες βοόωσιν ἐρευγομένης ἁλὸς ἔξω,
τόσσῃ ἄρα Τρῶες ἰαχῇ ἴσαν. αὐτὰρ Ἀχαιοὶ
ἕστασαν ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ ἕνα θυμὸν ἔχοντες
φραχθέντες σάκεσιν χαλκήρεσιν· ἀμφὶ δ᾽ ἄρά σφι
λαμπρῇσιν κορύθεσσι Κρονίων ἠέρα πολλὴν
270 χεῦ᾽, ἐπεὶ οὐδὲ Μενοιτιάδην ἔχθαιρε πάρος γε,
ὄφρα ζωὸς ἐὼν θεράπων ἦν Αἰακίδαο·
μίσησεν δ᾽ ἄρα μιν δηΐων κυσὶ κύρμα γενέσθαι
Τρῳῇσιν· τὼ καί οἱ ἀμυνέμεν ὦρσεν ἑταίρους.
ὦσαν δὲ πρότεροι Τρῶες ἑλίκωπας Ἀχαιούς·
πολλή· τι διόλου δεν οχτρεύουνταν τον Πάτροκλο από πρώτα,
που του Αιακού πιστά τον εγγονό συντρόφευε, όσο ζούσε'
κι οι σκύλοι των οχτρών δεν έστρεγε στην Τροία να τον σπαράξουν
γι᾿ αυτό και γκάρδιωνε τους φίλους του, για να τον διαφεντέψουν.
Οι Αργίτες πρώτοι επισωδρόμισαν οι στραφτομάτες τότε,
κι άφήκαν το νεκρό και το 'βαλαν στα πόδια, όμως κανέναν
δε σκότωσαν οι Τρώες οι αντρόκαρδοι, και μ᾿ όλη τους τη λύσσα,
μονάχα το νεκρό τραβούσανε᾿ μα κι οι Αχαιοί μακριά του
πολληώρα δε στάθηκαν γρήγορα τους μεταστρέφει πάλε
ο μέγας Αίαντας, που ξεχώριζε σ᾿ αντρειά και κάλλη απ᾿ όλους
275 νεκρὸν δὲ προλιπόντες ὑπέτρεσαν, οὐδέ τιν᾽ αὐτῶν
Τρῶες ὑπέρθυμοι ἕλον ἔγχεσιν ἱέμενοί περ,
ἀλλὰ νέκυν ἐρύοντο· μίνυνθα δὲ καὶ τοῦ Ἀχαιοὶ
μέλλον ἀπέσσεσθαι· μάλα γάρ σφεας ὦκ᾽ ἐλέλιξεν
Αἴας, ὃς περὶ μὲν εἶδος, περὶ δ᾽ ἔργα τέτυκτο
280 τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ᾽ ἀμύμονα Πηλεΐωνα.
ἴθυσεν δὲ διὰ προμάχων συῒ εἴκελος ἀλκὴν
καπρίῳ, ὅς τ᾽ ἐν ὄρεσσι κύνας θαλερούς τ᾽ αἰζηοὺς
ῥηϊδίως ἐκέδασσεν, ἑλιξάμενος διὰ βήσσας·
ὣς υἱὸς Τελαμῶνος ἀγαυοῦ φαίδιμος Αἴας
τους Αχαιούς, εξόν τον άψεγο γιο του Πηλέα μονάχα.
Μέσα απ᾿ τους πρόμαχους ξεχύθηκε, στη δύναμη ίδια κάπρος,
που στα βουνά και σκύλους άκοπα και νιους αγριμολόγους
μες στα φαράγγια ξάφνου απάνω τους γυρνώντας διασκορπίζει'
όμοια κι ο Αίας, ο γιος ο αντρόκαρδος του γαύρου Τελαμώνα,
των Τρωών τις φάλαγγες διασκόρπισε, χιμώντας, δίχως κόπο,
που τριγυρίζανε τον Πάτροκλο και λαχταρούσαν πάντα
να τον τραβήξουν μες στο κάστρο τους, να δοξαστούν περίσσια.
Την ώρα εκείνη ο γιος ο αντρόκαρδος του πελασγού του Λήθου,
ο Ιππόθοος, μες στον άγριο σάλαγο τον έσερνε απ᾿ το πόδι,
285 ῥεῖα μετεισάμενος Τρώων ἐκέδασσε φάλαγγας
οἳ περὶ Πατρόκλῳ βέβασαν, φρόνεον δὲ μάλιστα
ἄστυ πότι σφέτερον ἐρύειν καὶ κῦδος ἀρέσθαι.
ἤτοι τὸν Λήθοιο Πελασγοῦ φαίδιμος υἱὸς
Ἱππόθοος ποδὸς ἕλκε κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην
290 δησάμενος τελαμῶνι παρὰ σφυρὸν ἀμφὶ τένοντας
Ἕκτορι καὶ Τρώεσσι χαριζόμενος· τάχα δ᾽ αὐτῷ
ἦλθε κακόν, τό οἱ οὔ τις ἐρύκακεν ἱεμένων περ.
τὸν δ᾽ υἱὸς Τελαμῶνος ἐπαΐξας δι᾽ ὁμίλου
πλῆξ᾽ αὐτοσχεδίην κυνέης διὰ χαλκοπαρῄου·
με το λουρί τα νεύρα δένοντας, στους αστραγάλους γύρα,
στους Τρώες για χάρη και στον Έχτορα᾿ μα το κακό τον βρήκε
μεμιάς, κι ουδέ κανείς τον γλίτωσε, κι ας το λαχταρούν τόσο᾿
τι ο γιος του Τελαμώνα εχίμιξε μπροστά και τον βαρίσκει
από κοντά, μεσ᾿ απ᾿ το κράνος του το χαλκομαγουλάτο.
Το κράνος σπάει το αλογοφούντωτο με του χαλού το χτύπο,
απ᾿ το τρανό κοντάρι ως κρούστηκε και το βαρύ το χέρι'
στου κονταριού ψηλά πετάχτηκαν τη δέση τα μυαλά του
απ᾿ την πληγή, όλο γαίμα᾿ η δύναμη του λύνεται, κι αμέσως
του φεύγει του αντρειωμένου Πάτροκλου το πόδι από τα χέρια
295 ἤρικε δ᾽ ἱπποδάσεια κόρυς περὶ δουρὸς ἀκωκῇ
πληγεῖσ᾽ ἔγχεΐ τε μεγάλῳ καὶ χειρὶ παχείῃ,
ἐγκέφαλος δὲ παρ᾽ αὐλὸν ἀνέδραμεν ἐξ ὠτειλῆς
αἱματόεις· τοῦ δ᾽ αὖθι λύθη μένος, ἐκ δ᾽ ἄρα χειρῶν
Πατρόκλοιο πόδα μεγαλήτορος ἧκε χαμᾶζε
300 κεῖσθαι· ὃ δ᾽ ἄγχ᾽ αὐτοῖο πέσε πρηνὴς ἐπὶ νεκρῷ
τῆλ᾽ ἀπὸ Λαρίσης ἐριβώλακος, οὐδὲ τοκεῦσι
θρέπτρα φίλοις ἀπέδωκε, μινυνθάδιος δέ οἱ αἰὼν
ἔπλεθ᾽ ὑπ᾽ Αἴαντος μεγαθύμου δουρὶ δαμέντι.
Ἕκτωρ δ᾽ αὖτ᾽ Αἴαντος ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ·
στη γή᾿ κι αυτός σιμά τ᾿ απίστομα πα στο νεκρό εσωριάστη,
μακριά πολύ απ᾿ την παχιοχώματη τη Λάρισα᾿ γραφτό του
δεν ήταν τους γονιούς στα γέρα τους να ιδεί κι αυτός,
μον 'στάθη λιγόχρονος, κι ο Αίας τον σκότωσε με το κοντάρι τότε.
Στον Αίαντα ρίχνει αμέσως ο Έχτορας με αστραφτερό κοντάρι·
μ᾿ αυτός, ως το 'δε ομπρός του που 'ρχονταν, το ξέφυγε από τρίχα'
κι έτσι το γιο του αντρόκαρδου Ίφιτου, το Σχέδιο, στους Φωκιώτες
πρώτος απ᾿ όλους που λογιάζουνταν στην αντριγιά, και ζούσε
στον Πανοπέα τον κοσμοξάκουστο, περίσσιους κυβερνώντας—
αυτόν χτυπάει στο κλειδοκόκαλο᾿ και πρόβαλε απ᾿ την άλλη
305 ἀλλ᾽ ὃ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος
τυτθόν· ὃ δὲ Σχεδίον μεγαθύμου Ἰφίτου υἱὸν
Φωκήων ὄχ᾽ ἄριστον, ὃς ἐν κλειτῷ Πανοπῆϊ
οἰκία ναιετάασκε πολέσσ᾽ ἄνδρεσσιν ἀνάσσων,
τὸν βάλ᾽ ὑπὸ κληῖδα μέσην· διὰ δ᾽ ἀμπερὲς ἄκρη
310 αἰχμὴ χαλκείη παρὰ νείατον ὦμον ἀνέσχε·
δούπησεν δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ.
Αἴας δ᾽ αὖ Φόρκυνα δαΐφρονα Φαίνοπος υἱὸν
Ἱπποθόῳ περιβάντα μέσην κατὰ γαστέρα τύψε·
ῥῆξε δὲ θώρηκος γύαλον, διὰ δ᾽ ἔντερα χαλκὸς
στο ριζοπλάτι πίσω η χάλκινη του κονταριού του μύτη.
Βαρύς σωριάστη, κι από πάνω του βρόντηξαν τ᾿ άρματά του.
Και πάλι ο Αίας το γιο του Φαίνοπα, τον πολέμαρχο Φόρκη,
που ομπρός απ᾿ τον Ιππόθοο στάθηκε, πα στην κοιλιά βαρίσκει᾿
κι ως έσπασε ο χαλκός το θώρακα, μες στ᾿ άντερά του εχώθη,
κι αυτός στη γη σωριάστη σφίγγοντας το χώμα στις παλάμες.
Πισωδρομίζει ο γαύρος Έχτορας κι οι μπροστομάχοι τότε,
κι οι Αργίτες τους νεκρούς, χουγιάζοντας, όξω τραβούν, το Φόρκη
και τον Ιππόθοο, κι απ᾿ τους ώμους τους έγδυναν τις αρμάτες.
Και τότε οι Δαναοί οι πολέμαρχοι τους Τρώες στο κάστρο απάνω
315 ἤφυσ᾽· ὃ δ᾽ ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ.
χώρησαν δ᾽ ὑπό τε πρόμαχοι καὶ φαίδιμος Ἕκτωρ·
Ἀργεῖοι δὲ μέγα ἴαχον, ἐρύσαντο δὲ νεκροὺς
Φόρκυν θ᾽ Ἱππόθοόν τε, λύοντο δὲ τεύχε᾽ ἀπ᾽ ὤμων.
ἔνθά κεν αὖτε Τρῶες ἀρηϊφίλων ὑπ᾽ Ἀχαιῶν
320 Ἴλιον εἰσανέβησαν ἀναλκείῃσι δαμέντες,
Ἀργεῖοι δέ κε κῦδος ἕλον καὶ ὑπὲρ Διὸς αἶσαν
κάρτεϊ καὶ σθένεϊ σφετέρῳ· ἀλλ᾽ αὐτὸς Ἀπόλλων
Αἰνείαν ὄτρυνε δέμας Περίφαντι ἐοικὼς
κήρυκι Ἠπυτίδῃ, ὅς οἱ παρὰ πατρὶ γέροντι
δίχως ψυχή καμιά κι ανάκαρα θα κυνηγούσαν πίσω,
κι αυτοί, αντρειωμένοι και λιοντόκαρδοι, δόξα τρανή κι ενάντια
στου Δία το θέλημα θα κέρδιζαν, αν τον Αινεία με βιάση
δεν άσκωνεν ο Φοίβος, μοιάζοντας στην όψη τον Περίφα,
το γιο του Ηπύτη το μαντάτορα, που πλάι στου Αινεία τον κύρη,
γέρος κι αυτός, εζούσε με άδολη μες στην καρδιά του αγάπη·
όμοιος μ᾿ αυτόν ο Φοίβος του 'κραξεν, ο γιος του Δία, και του 'πε:
« Αινεία, την Τροία και πώς θα σώζατε την αψηλή, και δίχως
να θέλουν οι θεοί; Πολέμαρχους είδα πολλούς ως τώρα
που άλλο δεν είχαν απ᾿ την τόλμη τους και την παλικαριά τους
325 κηρύσσων γήρασκε φίλα φρεσὶ μήδεα εἰδώς·
τῷ μιν ἐεισάμενος προσέφη Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων·
Αἰνεία πῶς ἂν καὶ ὑπὲρ θεὸν εἰρύσσαισθε
Ἴλιον αἰπεινήν; ὡς δὴ ἴδον ἀνέρας ἄλλους
κάρτεΐ τε σθένεΐ τε πεποιθότας ἠνορέῃ τε
330 πλήθεΐ τε σφετέρῳ καὶ ὑπερδέα δῆμον ἔχοντας·
ἡμῖν δὲ Ζεὺς μὲν πολὺ βούλεται ἢ Δαναοῖσι
νίκην· ἀλλ᾽ αὐτοὶ τρεῖτ᾽ ἄσπετον οὐδὲ μάχεσθε.
ὣς ἔφατ᾽, Αἰνείας δ᾽ ἑκατηβόλον Ἀπόλλωνα
ἔγνω ἐς ἄντα ἰδών, μέγα δ᾽ Ἕκτορα εἶπε βοήσας·
και την αντρεία και τα φουσάτα τους, κι ας ήταν λίγοι ωστόσο.
Και τώρα ο Δίας εμείς να πάρουμε τη νίκη, κι όχι οι Αργίτες,
ποθεί, μα εσείς μονάχα τρέμετε κι ουδέ που πολεμάτε!»
Έτσι μιλάει, κι ο Αινείας τον γνώρισε, στα μάτια όπως τον είδε
το μακρορίχτη Φοίβο, κι έκραξε φωνάζοντας του Εχτόρου:
«Έχτορα εσύ κι οι επίλοιποι άρχοντες των Τρωών και των συμμάχων,
ντροπή μας απ᾿ τους πολεμόχαρους κυνηγημένοι Αργίτες
δίχως ψυχή καμιά κι ανάκαρα στο κάστρο ν᾿ ανεβούμε.
Να, τώρα ακόμα εστάθη δίπλα μου κάποιος θεός, και μου 'πε
διαφεντευτή το Δία πως έχουμε, τον κύβερνο του κόσμου.
335 Ἕκτόρ τ᾽ ἠδ᾽ ἄλλοι Τρώων ἀγοὶ ἠδ᾽ ἐπικούρων
αἰδὼς μὲν νῦν ἥδε γ᾽ ἀρηϊφίλων ὑπ᾽ Ἀχαιῶν
Ἴλιον εἰσαναβῆναι ἀναλκείῃσι δαμέντας.
ἀλλ᾽ ἔτι γάρ τίς φησι θεῶν ἐμοὶ ἄγχι παραστὰς
Ζῆν᾽ ὕπατον μήστωρα μάχης ἐπιτάρροθον εἶναι·
340 τώ ῥ᾽ ἰθὺς Δαναῶν ἴομεν, μηδ᾽ οἵ γε ἕκηλοι
Πάτροκλον νηυσὶν πελασαίατο τεθνηῶτα.
ὣς φάτο, καί ῥα πολὺ προμάχων ἐξάλμενος ἔστη·
οἳ δ᾽ ἐλελίχθησαν καὶ ἐναντίοι ἔσταν Ἀχαιῶν.
ἔνθ᾽ αὖτ᾽ Αἰνείας Λειώκριτον οὔτασε δουρὶ
Στους Δαναούς λοιπόν ας πέσουμε γραμμή, να μη μας πάρουν
το νεκρό Πάτροκλο ανεμπόδιστα ξοπίσω στ᾿ άρμενά τους.»
Αυτά είπε, και πηδώντας στάθηκε μπροστά πολύ απ᾿ τους πρώτους·
κάνουν κι αυτοί στροφή και στάθηκαν αντίκρα στους Αργίτες.
Και τότε χτύπησε το Λειώκριτο με το κοντάρι ο Αινείας,
του Αρίσβα τον υγιό, τον άφοβο του Λυκομήδη ακράνη.
Μα ο Λυκομήδης τον συμπόνεσε θωρώντας τον να πέφτει,
κι ήρθε, κοντά του έστάθη, κι έριξε το αστραφτερό κοντάρι,
και βρήκε τον τρανό Απισάονα, το γιο του Ιππάσου, απάνω
στο σκώτι, χαμηλά, και του 'λυσε μεμιάς τα γόνα κάτω.
345 υἱὸν Ἀρίσβαντος Λυκομήδεος ἐσθλὸν ἑταῖρον.
τὸν δὲ πεσόντ᾽ ἐλέησεν ἀρηΐφιλος Λυκομήδης,
στῆ δὲ μάλ᾽ ἐγγὺς ἰών, καὶ ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ,
καὶ βάλεν Ἱππασίδην Ἀπισάονα ποιμένα λαῶν
ἧπαρ ὑπὸ πραπίδων, εἶθαρ δ᾽ ὑπὸ γούνατ᾽ ἔλυσεν,
350 ὅς ῥ᾽ ἐκ Παιονίης ἐριβώλακος εἰληλούθει,
καὶ δὲ μετ᾽ Ἀστεροπαῖον ἀριστεύεσκε μάχεσθαι.
τὸν δὲ πεσόντ᾽ ἐλέησεν ἀρήϊος Ἀστεροπαῖος,
ἴθυσεν δὲ καὶ ὃ πρόφρων Δαναοῖσι μάχεσθαι·
ἀλλ᾽ οὔ πως ἔτι εἶχε· σάκεσσι γὰρ ἔρχατο πάντῃ
Είχεν έρθει απ᾿ την παχιοχώματη την Παιονία, και πρώτος
λογιόταν στην αντρεία · τον πέρναγεν ο Αστεροπαίος μονάχα
Μα ως έπεσε νεκρός, τον πόνεσεν ο Αστεροπαίος ο γαύρος,
κι έτσι κι αυτός γραμμή ξεχύθηκε στους Δαναούς με λύσσα·
του κάκου! Αυτοί με τα σκουτάρια τους ταμπουρωμένοι ολούθε,
γύρα απ᾿ τον Πάτροκλο όρθιοι, επρόβελναν μπροστά τους τα κοντάρια.
Κι ο Αίας πηγαινορχόταν κι έδινε πολλές αρμήνιες σ᾿ όλους,
πιο πίσω απ᾿ το νεκρό κανένας τους μήτε να φεύγει τώρα,
μήτε μπροστά απ᾿ τους άλλους πόλεμο να στήνει τους Αργίτες,
μον᾿ να σταθούν σιμά τρογύρα του, κι από κοντά να ρίχνουν.
355 ἑσταότες περὶ Πατρόκλῳ, πρὸ δὲ δούρατ᾽ ἔχοντο.
Αἴας γὰρ μάλα πάντας ἐπῴχετο πολλὰ κελεύων·
οὔτέ τιν᾽ ἐξοπίσω νεκροῦ χάζεσθαι ἀνώγει
οὔτέ τινα προμάχεσθαι Ἀχαιῶν ἔξοχον ἄλλων,
ἀλλὰ μάλ᾽ ἀμφ᾽ αὐτῷ βεβάμεν, σχεδόθεν δὲ μάχεσθαι.
360 ὣς Αἴας ἐπέτελλε πελώριος, αἵματι δὲ χθὼν
δεύετο πορφυρέῳ, τοὶ δ᾽ ἀγχιστῖνοι ἔπιπτον
νεκροὶ ὁμοῦ Τρώων καὶ ὑπερμενέων ἐπικούρων
καὶ Δαναῶν· οὐδ᾽ οἳ γὰρ ἀναιμωτί γε μάχοντο,
παυρότεροι δὲ πολὺ φθίνυθον· μέμνηντο γὰρ αἰεὶ
Τέτοιες ο Αίας ο σαραντάπηχος έδινε διάτες, κι όλη
με κόκκινο αίμα η γης μουσκεύουνταν, και πέφταν σωριασμένοι
κι από τους Τρώες νεκροί αξεχώριστα κι απ᾿ τους τρανούς συμμάχους
κι απ᾿ τους Αργίτες᾿ τι αναιμάτωτα δε μάχουνταν και τούτοι"
όμως πολύ λιγότεροι έπεφταν, τι είχαν στο νου τους πάντα
ο ένας του άλλου να παραστέκεται μες στη σφαγή την άγρια.
Έτσι σα φλόγα τούτοι εμάχουνταν, κι ουδέ να πεις μπορούσες
ο ήλιος αχάλαστος αν έμενε και το φεγγάρι ακόμα'
τι μες στον κάμπο αντάρα εσκέπαζε τους αντρειωμένους όλους,
γύρω όσοι απ᾿ του Μενοίτιου στέκανε το γιο το σκοτωμένο.
365 ἀλλήλοις ἀν᾽ ὅμιλον ἀλεξέμεναι φόνον αἰπύν.
ὣς οἳ μὲν μάρναντο δέμας πυρός, οὐδέ κε φαίης
οὔτέ ποτ᾽ ἠέλιον σῶν ἔμμεναι οὔτε σελήνην·
ἠέρι γὰρ κατέχοντο μάχης ἐπί θ᾽ ὅσσον ἄριστοι
ἕστασαν ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ κατατεθνηῶτι.
370 οἳ δ᾽ ἄλλοι Τρῶες καὶ ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοὶ
εὔκηλοι πολέμιζον ὑπ᾽ αἰθέρι, πέπτατο δ᾽ αὐγὴ
ἠελίου ὀξεῖα, νέφος δ᾽ οὐ φαίνετο πάσης
γαίης οὐδ᾽ ὀρέων· μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο
ἀλλήλων ἀλεείνοντες βέλεα στονόεντα
Ωστόσο πέρα οι Τρώες οι επίλοιποι κι οι ξακουσμένοι Αργίτες
χτυπιούνταν μες στο φως ανέμποδα, κι απλώνουνταν η λάμψη
του γήλιου καφτερή᾿ δεν έβλεπες—βουνό και κάμπο ολούθε—
νέφος κανένα· συναλλάζοντας κι αυτοί χτυπιούνταν, μόνο
πώς τις πικρές ριξιές θα ξέφευγαν ο ένας του άλλου πρόσεχαν
τι ήταν αλάργα᾿ μα όσοι βρέθηκαν στη μέση εμαρτυρούσαν
απ᾿ την αντάρα κι απ᾿ τον πόλεμο, κι απ᾿ το χαλκό κόβονταν
οι πιο αντρειωμένοι τον ανέσπλαχνο. Δυο μόνο, ο Θρασυμήδης
κι ο Αντίλοχος, τρανοί πολέμαρχοι, δεν είχαν μάθει ακόμα
πως χάθηκε ο άψεγος ο Πάτροκλος· για ζωντανό τον είχαν
375 πολλὸν ἀφεσταότες. τοὶ δ᾽ ἐν μέσῳ ἄλγε᾽ ἔπασχον
ἠέρι καὶ πολέμῳ, τείροντο δὲ νηλέϊ χαλκῷ
ὅσσοι ἄριστοι ἔσαν· δύο δ᾽ οὔ πω φῶτε πεπύσθην
ἀνέρε κυδαλίμω Θρασυμήδης Ἀντίλοχός τε
Πατρόκλοιο θανόντος ἀμύμονος, ἀλλ᾽ ἔτ᾽ ἔφαντο
380 ζωὸν ἐνὶ πρώτῳ ὁμάδῳ Τρώεσσι μάχεσθαι.
τὼ δ᾽ ἐπιοσσομένω θάνατον καὶ φύζαν ἑταίρων
νόσφιν ἐμαρνάσθην, ἐπεὶ ὣς ἐπετέλλετο Νέστωρ
ὀτρύνων πόλεμον δὲ μελαινάων ἀπὸ νηῶν.
τοῖς δὲ πανημερίοις ἔριδος μέγα νεῖκος ὀρώρει
και με τους Τρώες να στήνει πόλεμο στους μπροστομάχους μέσα.
Μονάχα τους δικούς τους γνοιάζουνταν, μη σκοτωθούν για φύγουν,
και πολεμούσαν χώρια, ο Νέστορας ως είχε παραγγείλει,
καθώς από τα μαύρα τ᾿ άρμενα τους έσπρωχνε στη μάχη.
Όμως στους άλλους μέσα ασκώνουνταν φριχτού πολέμου απάλε
τρανό ολημέρα, κι απ᾿ τον κάματο και τον ιδρώτα σ᾿ όλους
και πόδια κάτω αλάγιαστα, άπαυτα, και γόνα κι αντικνήμια
και χέρια κι όψες έμολεύουνταν, ως μάχουνταν τρογύρα
στου εγγονού του Αιακού του γρήγορου τον αντρειωμένο ακράνη.
Πώς όντας πει να δώσει ο μάστορας τρανού βοδιού τομάρι
385 ἀργαλέης· καμάτῳ δὲ καὶ ἱδρῷ νωλεμὲς αἰεὶ
γούνατά τε κνῆμαί τε πόδες θ᾽ ὑπένερθεν ἑκάστου
χεῖρές τ᾽ ὀφθαλμοί τε παλάσσετο μαρναμένοιιν
ἀμφ᾽ ἀγαθὸν θεράποντα ποδώκεος Αἰακίδαο.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀνὴρ ταύροιο βοὸς μεγάλοιο βοείην
390 λαοῖσιν δώῃ τανύειν μεθύουσαν ἀλοιφῇ·
δεξάμενοι δ᾽ ἄρα τοί γε διαστάντες τανύουσι
κυκλόσ᾽, ἄφαρ δέ τε ἰκμὰς ἔβη, δύνει δέ τ᾽ ἀλοιφὴ
πολλῶν ἑλκόντων, τάνυται δέ τε πᾶσα διὰ πρό·
ὣς οἵ γ᾽ ἔνθα καὶ ἔνθα νέκυν ὀλίγῃ ἐνὶ χώρῃ
να το τεντώσουν οι καλφάδες του, με ξίγκι ποτισμένο'
κι αυτοί το παίρνουν και, μακραίνοντας, ολούθε το τεντώνουν,
και πίνει το τομάρι το άλειμμα και το νερό του φεύγει,
πολλοί ως τραβούν κι αυτό τεντώνεται του μάκρους πέρα ως πέρα'
παρόμοια το νεκρό του Πάτροκλου μες σε στενόν αλώνι
τραβούσαν πέρα δώθε᾿ κι έλπιζαν βαθιά μες στην καρδιά τους
οι Τρώες πως θα τον παν στο κάστρο τους, κι οι Αργίτες στα καράβια
τα βαθουλά, και ξέσπαε γύρα του τρομαχτικός αγώνας.
Ο Άρης μαθές ο πολεμόχαρος παράπονο δε θα 'χε
μήτε η Αθηνά θωρώντας, άμετρος κι ας ήταν ο θυμός της·
395 εἵλκεον ἀμφότεροι· μάλα δέ σφισιν ἔλπετο θυμὸς
Τρωσὶν μὲν ἐρύειν προτὶ Ἴλιον, αὐτὰρ Ἀχαιοῖς
νῆας ἔπι γλαφυράς· περὶ δ᾽ αὐτοῦ μῶλος ὀρώρει
ἄγριος· οὐδέ κ᾽ Ἄρης λαοσσόος οὐδέ κ᾽ Ἀθήνη
τόν γε ἰδοῦσ᾽ ὀνόσαιτ᾽, οὐδ᾽ εἰ μάλα μιν χόλος ἵκοι·
400 τοῖον Ζεὺς ἐπὶ Πατρόκλῳ ἀνδρῶν τε καὶ ἵππων
ἤματι τῷ ἐτάνυσσε κακὸν πόνον· οὐδ᾽ ἄρα πώ τι
ᾔδεε Πάτροκλον τεθνηότα δῖος Ἀχιλλεύς·
πολλὸν γὰρ ῥ᾽ ἀπάνευθε νεῶν μάρναντο θοάων
τείχει ὕπο Τρώων· τό μιν οὔ ποτε ἔλπετο θυμῷ
τόσο τρανόν αγώνα ξάναψε σε ανθρώπους μέσα κι άτια
τη μέρα εκείνη ο Δίας ολόγυρα στον Πάτροκλο. Κι ωστόσο
δεν ήξερε ο Αχιλλέας ο άντρόκαρδος το θάνατο του ακόμα·
πολύ μακριά μαθές απ᾿ τ᾿ άρμενα τα γρήγορα χτυπιούνταν,
κάτω απ᾿ της Τροίας το κάστρο" ουδ᾿ έβαζε στο νου του αυτός ποτέ του
πως Θα τον σκότωναν, μον᾿ έλεγε, στο καστροπόρτι ως φτάσει,
ξοπίσω ζωντανός θα γύριζε᾿ δεν το 'λπιζε ποτέ του
το κάστρο να πατήσει δίχως του, κι ουδέ μαζί του ακόμα'
τι έτσι συχνά απ᾿ τη μάνα του άκουγε, κρυφά σαν του μιλούσε,
και του ξεδιάλυνε το θέλημα του Δία του τρισμεγάλου'
405 τεθνάμεν, ἀλλὰ ζωὸν ἐνιχριμφθέντα πύλῃσιν
ἂψ ἀπονοστήσειν, ἐπεὶ οὐδὲ τὸ ἔλπετο πάμπαν
ἐκπέρσειν πτολίεθρον ἄνευ ἕθεν, οὐδὲ σὺν αὐτῷ·
πολλάκι γὰρ τό γε μητρὸς ἐπεύθετο νόσφιν ἀκούων,
ἥ οἱ ἀπαγγέλλεσκε Διὸς μεγάλοιο νόημα.
410 δὴ τότε γ᾽ οὔ οἱ ἔειπε κακὸν τόσον ὅσσον ἐτύχθη
μήτηρ, ὅττί ῥά οἱ πολὺ φίλτατος ὤλεθ᾽ ἑταῖρος.
οἳ δ᾽ αἰεὶ περὶ νεκρὸν ἀκαχμένα δούρατ᾽ ἔχοντες
νωλεμὲς ἐγχρίμπτοντο καὶ ἀλλήλους ἐνάριζον·
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων·
για τέτοιο όμως κακό η μητέρα του δεν του 'χε μιλημένα,
το που 'χε γίνει τώρα, που 'χασε τον γκαρδιακό του ακράνη.
Κι εκείνοι στο κουφάρι ολόγυρα, τα σουβλερά κοντάρια
κρατώντας, άπαυτα χτυπιόντουσαν, κι ο ένας τον άλλο έριχναν
κι ο κάθε απ᾿ τους Αργίτες έλεγε τους χαλκοθωρακάτους:
« Συντρόφοι, πίσω να γυρίσουμε θα 'ναι ντροπή μεγάλη
στα βαθουλά καράβια· ας άνοιγε πιο πρώτα η γης η μαύρη
κι όλους εδώ να μας κατάπινε, χίλιες φορές μακάρι,
παρά μαθές να τον αφήσουμε στους Τρώες τους αλογάδες
να τον τραβήξουν μες στο κάστρο τους, να δοξαστούν περίσσια.»
415 ὦ φίλοι οὐ μὰν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι
νῆας ἔπι γλαφυράς, ἀλλ᾽ αὐτοῦ γαῖα μέλαινα
πᾶσι χάνοι· τό κεν ἧμιν ἄφαρ πολὺ κέρδιον εἴη
εἰ τοῦτον Τρώεσσι μεθήσομεν ἱπποδάμοισιν
ἄστυ πότι σφέτερον ἐρύσαι καὶ κῦδος ἀρέσθαι.
420 ὣς δέ τις αὖ Τρώων μεγαθύμων αὐδήσασκεν·
ὦ φίλοι, εἰ καὶ μοῖρα παρ᾽ ἀνέρι τῷδε δαμῆναι
πάντας ὁμῶς, μή πώ τις ἐρωείτω πολέμοιο.
ὣς ἄρα τις εἴπεσκε, μένος δ᾽ ὄρσασκεν ἑκάστου.
ὣς οἳ μὲν μάρναντο, σιδήρειος δ᾽ ὀρυμαγδὸς
Και πάλε οι Τρώες οι λιονταρόκαρδοι φωνοκοπούσαν έτσι:
« Γραφτό κι αν είναι ακόμα, σύντροφοι, να πέσουμε όλοι αντάμα
κοντά στον άντρα αυτόν, κανένας μας μη φύγει από τη μάχη!»
Έτσι μιλούσαν και συδαύλιζαν ο ένας του άλλοϋ τη λύσσα.
Κι ως τούτοι εμάχουνταν κι ο σάλαγος ο σιδερένιος πάνω ᾿
στα χάλκινα τα ουράνια ανέβαινε μέσα απ᾿ τον άδειο αιθέρα,
του εγγονού του Αιακού τ᾿ αλόγατα παράμερα απ᾿ τη μάχη
θρηνούσαν, απ᾿ την ώρα που 'νιωσαν στον κουρνιαχτό να πέφτει
ο αμαξολάτης τους απ᾿ του Έχτορα του αντροφονια το χέρι.
Του κάκου ο γαύρος Αυτομέδοντας, του Διώρη ο γιος, τα χτύπα
425 χάλκεον οὐρανὸν ἷκε δι᾽ αἰθέρος ἀτρυγέτοιο·
ἵπποι δ᾽ Αἰακίδαο μάχης ἀπάνευθεν ἐόντες
κλαῖον, ἐπεὶ δὴ πρῶτα πυθέσθην ἡνιόχοιο
ἐν κονίῃσι πεσόντος ὑφ᾽ Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο.
ἦ μὰν Αὐτομέδων Διώρεος ἄλκιμος υἱὸς
430 πολλὰ μὲν ἂρ μάστιγι θοῇ ἐπεμαίετο θείνων,
πολλὰ δὲ μειλιχίοισι προσηύδα, πολλὰ δ᾽ ἀρειῇ·
τὼ δ᾽ οὔτ᾽ ἂψ ἐπὶ νῆας ἐπὶ πλατὺν Ἑλλήσποντον
ἠθελέτην ἰέναι οὔτ᾽ ἐς πόλεμον μετ᾽ Ἀχαιούς,
ἀλλ᾽ ὥς τε στήλη μένει ἔμπεδον, ἥ τ᾽ ἐπὶ τύμβῳ
συχνά πυκνά με το μαστίγι του το λυγερό να φύγουν,
και πότε αρχίναε τα γλυκόλογα και πότε τις φοβέρες.
Εκείνα μήτε στον Ελλήσποντο μαθές να γύρουν θέλαν
πίσω στα πλοία, μήτε στον πόλεμο με τους Αργίτες πάλε"
μον᾿ όπως η κολόνα ασάλευτη κρατιέται, που τη στησαν
ορθή, στον τάφο ενούς που πέθανε για και γυναίκας πάνω,
όμοια έμεναν κι εκείνα ασάλευτα, ζεμένα στ᾿ ώριο αμάξι,
στη γη κολλώντας τα κεφάλια τους᾿ κι από τα βλέφαρα τους
ζεστά τα δάκρυα κάτω ετρέχανε στο χώμα, και θρηνούσαν
ποθώντας τον αμαξολάτη τους· κι οι πλούσιες τους οι χήτες
435 ἀνέρος ἑστήκῃ τεθνηότος ἠὲ γυναικός,
ὣς μένον ἀσφαλέως περικαλλέα δίφρον ἔχοντες
οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα· δάκρυα δέ σφι
θερμὰ κατὰ βλεφάρων χαμάδις ῥέε μυρομένοισιν
ἡνιόχοιο πόθῳ· θαλερὴ δ᾽ ἐμιαίνετο χαίτη
440 ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγὸν ἀμφοτέρωθεν.
μυρομένω δ᾽ ἄρα τώ γε ἰδὼν ἐλέησε Κρονίων,
κινήσας δὲ κάρη προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν·
ἆ δειλώ, τί σφῶϊ δόμεν Πηλῆϊ ἄνακτι
θνητῷ, ὑμεῖς δ᾽ ἐστὸν ἀγήρω τ᾽ ἀθανάτω τε;
στα πλάγια του ζυγού σκονίζουνταν, ξεφεύγοντας τη ζεύλα.
Κι ο γιος του Κρόνου, ως τα 'δε που 'κλαιγαν, εψυχοπόνεσέ τα,
και το κεφάλι σειώντας μίλησε μες στην καρδιά του κι είπε:
«Δυστυχισμένα! τι σας χάρισα στο βασιλιά Πηλέα,
που 'ναι θνητός, μα εσείς αγέραστα κι αθάνατα λογιέστε;
τάχα και σεις για να παιδεύεστε με τους θνητούς τους έρμους;
Πλάσμα κανένα από τον άνθρωπο πιο δύστυχο δεν είναι
άλλο στη γης, απ᾿ όσα πάνω της σαλεύουν κι ανασαίνουν.
Του Πρίαμου τον υγιό τον Έχτορα δε θα τον δείτε ωστόσο
ν᾿ ανέβει στο πλουμάτο αμάξι σας, τι δε θα τον αφήσω.
445 ἦ ἵνα δυστήνοισι μετ᾽ ἀνδράσιν ἄλγε᾽ ἔχητον;
οὐ μὲν γάρ τί πού ἐστιν ὀϊζυρώτερον ἀνδρὸς
πάντων, ὅσσά τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει.
ἀλλ᾽ οὐ μὰν ὑμῖν γε καὶ ἅρμασι δαιδαλέοισιν
Ἕκτωρ Πριαμίδης ἐποχήσεται· οὐ γὰρ ἐάσω.
450 ἦ οὐχ ἅλις ὡς καὶ τεύχε᾽ ἔχει καὶ ἐπεύχεται αὔτως;
σφῶϊν δ᾽ ἐν γούνεσσι βαλῶ μένος ἠδ᾽ ἐνὶ θυμῷ,
ὄφρα καὶ Αὐτομέδοντα σαώσετον ἐκ πολέμοιο
νῆας ἔπι γλαφυράς· ἔτι γάρ σφισι κῦδος ὀρέξω
κτείνειν, εἰς ὅ κε νῆας ἐϋσσέλμους ἀφίκωνται
Δε φτάνει που κρατάει και τ᾿ άρματα και ψευτοκαμαρώνει;
Στα γόνατα σας τώρα δύναμη και στην καρδιά σας βάζω,
τον Αυτομέδοντα απ᾿ τον πόλεμο στα βαθουλά καράβια
για να γλιτώστε᾿ τι τρανότερη στους Τρώες θα δώσω δόξα
να σφάζουν, ως στα καλοκούβερτα καράβια πια να φτάσουν
και πέσει ο γήλιος βασιλεύοντας και το άγιο απλώσει σκότος.»
Αυτά είπε, και τα δυο τ᾿ αλόγατα περίσσια ορμή γιομίζει·
στη γη τινάζουν απ᾿ τις χήτες τους τη σκόνη, καί με βιάση
το αμάξι έσερναν το γοργόφτερο σε Τρώες κι Αργίτες μέσα.
Μ᾿ αυτούς χτυπιόταν ο Αυτομέδοντας, κι ας έκλαιγε το φίλο,
455 δύῃ τ᾽ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθῃ·
ὣς εἰπὼν ἵπποισιν ἐνέπνευσεν μένος ἠΰ.
τὼ δ᾽ ἀπὸ χαιτάων κονίην οὖδας δὲ βαλόντε
ῥίμφα φέρον θοὸν ἅρμα μετὰ Τρῶας καὶ Ἀχαιούς.
τοῖσι δ᾽ ἐπ᾽ Αὐτομέδων μάχετ᾽ ἀχνύμενός περ ἑταίρου
460 ἵπποις ἀΐσσων ὥς τ᾽ αἰγυπιὸς μετὰ χῆνας·
ῥέα μὲν γὰρ φεύγεσκεν ὑπ᾽ ἐκ Τρώων ὀρυμαγδοῦ,
ῥεῖα δ᾽ ἐπαΐξασκε πολὺν καθ᾽ ὅμιλον ὀπάζων.
ἀλλ᾽ οὐχ ᾕρει φῶτας ὅτε σεύαιτο διώκειν·
οὐ γάρ πως ἦν οἶον ἐόνθ᾽ ἱερῷ ἐνὶ δίφρῳ
χιμώντας πάνω τους με τ᾿ άλογα, καθώς αϊτός σε χήνες.
Εύκολα ξέφευγε απ᾿ το σάλαγο των Τρωών μακριά τρεχάτος,
κι εύκολα εχίμιζε, τα ασκέρι τους το πλήθιο κυνηγώντας.
Μα όσες φορές κι αν χύθη απάνω τους, δε σκότωσε κανένα'
τι δεν μπορούσε, μόνος που 'μεινε στο στέριο μέσα αμάξι,
μαζί κοντάρι κι άτια γρήγορα μαθές να κυβερνήσει.
Μα πια τον είδεν ο Αλκιμέδοντας, του Λαέρκη ο γιος, τ᾿ αγγόνι
του Αιμόνου, μπιστεμένος σύντροφος, και πίσω από τ᾿ αμάξι
στάθη, κι ευτύς τον Αυτομέδοντα φωνάζοντας του κράζει:
«Σαν ποιος να σου 'βαλε, Αυτομέδοντα, θεός στα στήθια μέσα
465 ἔγχει ἐφορμᾶσθαι καὶ ἐπίσχειν ὠκέας ἵππους.
ὀψὲ δὲ δή μιν ἑταῖρος ἀνὴρ ἴδεν ὀφθαλμοῖσιν
Ἀλκιμέδων υἱὸς Λαέρκεος Αἱμονίδαο·
στῆ δ᾽ ὄπιθεν δίφροιο καὶ Αὐτομέδοντα προσηύδα·
Αὐτόμεδον, τίς τοί νυ θεῶν νηκερδέα βουλὴν
470 ἐν στήθεσσιν ἔθηκε, καὶ ἐξέλετο φρένας ἐσθλάς;
οἷον πρὸς Τρῶας μάχεαι πρώτῳ ἐν ὁμίλῳ
μοῦνος· ἀτάρ τοι ἑταῖρος ἀπέκτατο, τεύχεα δ᾽ Ἕκτωρ
αὐτὸς ἔχων ὤμοισιν ἀγάλλεται Αἰακίδαο.
τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Αὐτομέδων προσέφη Διώρεος υἱός·
τέτοια στραβή βουλή και σάλεψε τα γνωστικά σου φρένα;
τι πολεμάς τους Τρώες μονάχος σου στους μπροστομάχους μέσα!
Μα ο σύντροφος σου εχάθη, κι ο Έχτορας ατός του την αρμάτα
του εγγονού του Αιακού στους ώμους του φοράει και καμαρώνει.»
Και του αποκρίθηκε ο Αυτομέδοντας, του Δίωρη ο γιος, και του 'πε:
«Άλλος Αργίτης, Αλκιμέδοντα, ποιος παραβγαίνει εσένα,
να κυβερνάει τ᾿ αθάνατα άλογα, να κόβει την ορμή τους,
εξόν ο Πάτροκλος, στη φρόνεση που ίδια θεός λογιόταν,
σα ζούσε; τώρα όμως ο θάνατος κι η Μοίρα τον κρατούνε.
Τ᾿ αστραφτερά εσύ τώρα νιόλουρα καί το μαστίγι πάρε,
475 Ἀλκίμεδον τίς γάρ τοι Ἀχαιῶν ἄλλος ὁμοῖος
ἵππων ἀθανάτων ἐχέμεν δμῆσίν τε μένος τε,
εἰ μὴ Πάτροκλος θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος
ζωὸς ἐών; νῦν αὖ θάνατος καὶ μοῖρα κιχάνει.
ἀλλὰ σὺ μὲν μάστιγα καὶ ἡνία σιγαλόεντα
480 δέξαι, ἐγὼ δ᾽ ἵππων ἀποβήσομαι, ὄφρα μάχωμαι.
ὣς ἔφατ᾽, Ἀλκιμέδων δὲ βοηθόον ἅρμ᾽ ἐπορούσας
καρπαλίμως μάστιγα καὶ ἡνία λάζετο χερσίν,
Αὐτομέδων δ᾽ ἀπόρουσε· νόησε δὲ φαίδιμος Ἕκτωρ,
αὐτίκα δ᾽ Αἰνείαν προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα·
κι εγώ θα κατεβώ απ᾿ τ᾿ αμάξι μου, πεζός να πολεμήσω.»
Έτσι μιλούσε, κι ο Αλκιμέδοντας πηδά στο αμάξι απάνω,
γοργά στα χέρια του τα νιόλουρα και το μαστίγι αρπώντας,
κι όξω πετάχτηκε ο Αυτομέδοντας· όμως τον είδε αντίκρα
ο γαύρος Έχτορας, κι ως έστεκε σιμά του ο Αινείας, του κράζει:
«Αινεία, των Τρωών δημογέροντα των χαλκοθωρακάτων,
του γρήγορου Αχιλλέα τ᾿ αλόγατα θωρώ με αμαξολάτες
αδύναμους εκεί, που επρόβαλαν και μες στο απάλε μπαίνουν.
Έτσι θαρρώ πω θα τα παίρναμε, φτάνει και συ να θέλεις
με την καρδιά σου᾿ τι αν απάνω τους χυθούμε οι δυο μας τώρα,
485 Αἰνεία Τρώων βουληφόρε χαλκοχιτώνων
ἵππω τώδ᾽ ἐνόησα ποδώκεος Αἰακίδαο
ἐς πόλεμον προφανέντε σὺν ἡνιόχοισι κακοῖσι·
τώ κεν ἐελποίμην αἱρησέμεν, εἰ σύ γε θυμῷ
σῷ ἐθέλεις, ἐπεὶ οὐκ ἂν ἐφορμηθέντε γε νῶϊ
490 τλαῖεν ἐναντίβιον στάντες μαχέσασθαι Ἄρηϊ.
ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησεν ἐῢς πάϊς Ἀγχίσαο.
τὼ δ᾽ ἰθὺς βήτην βοέῃς εἰλυμένω ὤμους
αὔῃσι στερεῇσι· πολὺς δ᾽ ἐπελήλατο χαλκός.
τοῖσι δ᾽ ἅμα Χρομίος τε καὶ Ἄρητος θεοειδὴς
δε θα βαστούσαν, μπρος μας στέκοντας, να χτυπηθούν μαζί μας.»
Είπε, κι ο γιος ο αρχοντογέννητος τον άκουσε του Αγχίση.
Ίσια τραβούν με βοϊδοσκούταρα σκεπάζοντας τους ώμους,
στεριά, στεγνά, κι ήταν απάνω τους παχύς χαλκός στρωμένος.
Κι ο Άρητος τράβηξε ο θεόμορφος μαζί τους κι ο Χρομίος
συντροφεμένοι, τι λογάριαζαν και κείνους να σκοτώσουν
και τα δυο τ᾿ άλογα τα ορθόλαιμα να κάνουνε δικά τους,
οι ανέμυαλοι! Τον Αυτομέδοντα πριχού ξεφύγουν, μ᾿ αίμα
το πλέρωσαν. Κι εκείνος κάνοντας ευκή στο Δία πατέρα
αντρεία τα μαύρα σπλάχνα του ένιωσε και δύναμη γεμάτα.
495 ἤϊσαν ἀμφότεροι· μάλα δέ σφισιν ἔλπετο θυμὸς
αὐτώ τε κτενέειν ἐλάαν τ᾽ ἐριαύχενας ἵππους
νήπιοι, οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔμελλον ἀναιμωτί γε νέεσθαι
αὖτις ἀπ᾽ Αὐτομέδοντος. ὃ δ᾽ εὐξάμενος Διὶ πατρὶ
ἀλκῆς καὶ σθένεος πλῆτο φρένας ἀμφὶ μελαίνας·
500 αὐτίκα δ᾽ Ἀλκιμέδοντα προσηύδα πιστὸν ἑταῖρον·
Ἀλκίμεδον μὴ δή μοι ἀπόπροθεν ἰσχέμεν ἵππους,
ἀλλὰ μάλ᾽ ἐμπνείοντε μεταφρένῳ· οὐ γὰρ ἔγωγε
Ἕκτορα Πριαμίδην μένεος σχήσεσθαι ὀΐω,
πρίν γ᾽ ἐπ᾽ Ἀχιλλῆος καλλίτριχε βήμεναι ἵππω
Ευτύς φωνάζει του Αλκιμέδοντα, του γκαρδιακού του ακράνη:
«Τ᾿ άλογα τώρα πια, Αλκιμέδοντα, μην τα κρατάς μακριά μου᾿
θέλω στις πλάτες την ανάσα τους να νιώθω, τι καθόλου
δε θα κοπεί λογιάζω του Έχτορα, του γιου του Πρίαμου, η φόρα,
ως να σκοτώσει εμάς και στ᾿ άλογα ν᾿ ανέβει του Αχιλλέα
τα ωριότριχα, ξοπίσώ διώχνοντας τ᾿ Αργίτικα φουσάτα,
για και να πέσει ατός του ανάμεσα στους πρώτους σκοτωμένος.»
Αυτά είπε, και στους Αίαντες φώναξε και στο Μενέλαο τότε:
«Των Δαναών ρηγάρχες. Αίαντες και συ Μενέλαε, τώρα
αφήστε το νεκρό του Πάτροκλου στους άλλους αντρειωμένους,
505 νῶϊ κατακτείναντα, φοβῆσαί τε στίχας ἀνδρῶν
Ἀργείων, ἤ κ᾽ αὐτὸς ἐνὶ πρώτοισιν ἁλοίη.
ὣς εἰπὼν Αἴαντε καλέσσατο καὶ Μενέλαον·
Αἴαντ᾽ Ἀργείων ἡγήτορε καὶ Μενέλαε
ἤτοι μὲν τὸν νεκρὸν ἐπιτράπεθ᾽ οἵ περ ἄριστοι
510 ἀμφ᾽ αὐτῷ βεβάμεν καὶ ἀμύνεσθαι στίχας ἀνδρῶν,
νῶϊν δὲ ζωοῖσιν ἀμύνετε νηλεὲς ἦμαρ·
τῇδε γὰρ ἔβρισαν πόλεμον κάτα δακρυόεντα
Ἕκτωρ Αἰνείας θ᾽, οἳ Τρώων εἰσὶν ἄριστοι.
ἀλλ᾽ ἤτοι μὲν ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται·
να στέκουν και να διώχνουν γύρα του των Τρωών τ᾿ ασκέρια πίσω,
και μας τους ζωντανούς γλιτώστε μας απ᾿ τον ανήλεο Χάρο'
τι μες στη μάχη την πολύδακρη χιμίζουν κατά δώθε
ο Αινείας κι ο Έχτορας, ανάμεσα στους Τρώες οι πιο αντρειωμένοι.
Όμως στα χέρια των αθάνατων είναι όλα κρεμασμένα'
κι εγώ θα ρίξω᾿ τ᾿ αποδέλοιπα θα κυβερνήσει ο Δίας.»
Είπε, καί το μακρόισκιωτο έριξε κοντάρι του με φόρα,
και πέτυχε μπροστά του του Άρητου τ᾿ ολόκυκλο σκουτάρι"
κι αυτό στο χτύπημα δεν άντεξε᾿ μέσα ο χαλκός εδιάβη,
και σκίζοντας τη ζώνη εχώθηκε βαθιά στο κατωκοίλι.
515 ἥσω γὰρ καὶ ἐγώ, τὰ δέ κεν Διὶ πάντα μελήσει.
ἦ ῥα, καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος,
καὶ βάλεν Ἀρήτοιο κατ᾽ ἀσπίδα πάντοσ᾽ ἐΐσην·
ἣ δ᾽ οὐκ ἔγχος ἔρυτο, διὰ πρὸ δὲ εἴσατο χαλκός,
νειαίρῃ δ᾽ ἐν γαστρὶ διὰ ζωστῆρος ἔλασσεν.
520 ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ὀξὺν ἔχων πέλεκυν αἰζήϊος ἀνὴρ
κόψας ἐξόπιθεν κεράων βοὸς ἀγραύλοιο
ἶνα τάμῃ διὰ πᾶσαν, ὃ δὲ προθορὼν ἐρίπῃσιν,
ὣς ἄρ᾽ ὅ γε προθορὼν πέσεν ὕπτιος· ἐν δέ οἱ ἔγχος
νηδυίοισι μάλ᾽ ὀξὺ κραδαινόμενον λύε γυῖα.
Πώς ένας άντρας χεροδύναμος με κοφτερό πελέκι
ταύρο τρανό πίσω απ᾿ τα κέρατα χτυπάει, και κόβει του όλο
το νεύρο, και το ζω σωριάζεται στο χώμα, ομπρός πηδώντας'
όμοια κι αυτός πηδώντας κύλησε τ᾿ ανάσκελα, τι του 'χε,
τα σπλάχνα το κοντάρι σκίζοντας, θερίσει την ορμή του.
Κι ο Έχτορας ρίχνει του Αυτομέδοντα με αστραφτερό κοντάρι·
μα είδε απαντίκρυ αυτός το χάλκινο κοντάρι και ξεφεύγει'
τι έσκυψε ομπρός, και πίσω εχώθηκε στο χώμα το κοντάρι,
πέρα μακριά, κι η ουρά του απόμεινε σεινάμενη να τρέμει,
ωσόπου η ορμή του εκαταλάγιασε κι η δύναμη του εχάθη.
525 Ἕκτωρ δ᾽ Αὐτομέδοντος ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ·
ἀλλ᾽ ὃ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος·
πρόσσω γὰρ κατέκυψε, τὸ δ᾽ ἐξόπιθεν δόρυ μακρὸν
οὔδει ἐνισκίμφθη, ἐπὶ δ᾽ οὐρίαχος πελεμίχθη
ἔγχεος· ἔνθα δ᾽ ἔπειτ᾽ ἀφίει μένος ὄβριμος Ἄρης.
530 καί νύ κε δὴ ξιφέεσσ᾽ αὐτοσχεδὸν ὁρμηθήτην
εἰ μή σφω᾽ Αἴαντε διέκριναν μεμαῶτε,
οἵ ῥ᾽ ἦλθον καθ᾽ ὅμιλον ἑταίρου κικλήσκοντος·
τοὺς ὑποταρβήσαντες ἐχώρησαν πάλιν αὖτις
Ἕκτωρ Αἰνείας τ᾽ ἠδὲ Χρομίος θεοειδής,
Και τότε τα σπαθιά τους θα 'βγαζαν να χτυπηθούν οι δυο τους,
οι Αίαντες αν δεν τους ξεχώριζαν, και μ᾿ όλη τους τη λύσσα·
τι αυτοί, όπως άκουσαν το σύντροφο, μέσα στο ασκέρι έτρεξαν
κι ως τους αντίκρισαν, φοβήθηκαν και κάναν πίσω πάλε
ο μέγας Έχτορας κι ο θεόμορφος Χρομίος κι ο γιος του Αγχίση'
εκεί τον Άρητο παράτησαν με σπαραγμένα σπλάχνα
χάμω στη γη. Τότε ο Αυτομέδοντας σαν τον γοργό τον Άρη
τον γδύνει και του παίρνει τ᾿ άρματα και μ᾿ έπαρση φωνάζει:
«Ε, κάπως η καρδιά μου αλάφρωσε που ο Πάτροκλος σκοτώθη,
κι ας έριξα μαθές κι ας σκότωσα πολύ αχαμνότερο του!»
535 Ἄρητον δὲ κατ᾽ αὖθι λίπον δεδαϊγμένον ἦτορ
κείμενον· Αὐτομέδων δὲ θοῷ ἀτάλαντος Ἄρηϊ
τεύχεά τ᾽ ἐξενάριξε καὶ εὐχόμενος ἔπος ηὔδα·
ἦ δὴ μὰν ὀλίγον γε Μενοιτιάδαο θανόντος
κῆρ ἄχεος μεθέηκα χερείονά περ καταπέφνων.
540 ὣς εἰπὼν ἐς δίφρον ἑλὼν ἔναρα βροτόεντα
θῆκ᾽, ἂν δ᾽ αὐτὸς ἔβαινε πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν
αἱματόεις ὥς τίς τε λέων κατὰ ταῦρον ἐδηδώς.
ἂψ δ᾽ ἐπὶ Πατρόκλῳ τέτατο κρατερὴ ὑσμίνη
ἀργαλέη πολύδακρυς, ἔγειρε δὲ νεῖκος Ἀθήνη
Τέτοια μιλούσε, και στο αμάξι του τα αιματωμένα κούρσα
βάζει, κι ατός του ανέβηκε έπειτα, χέρια ψηλά και πόδια
αίμα γιομάτος, λιόντας θα 'λεγες, που ταύρο έχει σπαράξει.
Και πάλε απλώθη απά στον Πάτροκλο βαρύς αγώνας, άγριος,
πολύδακρος᾿ τη μάνητα άναβε φτασμένη από τα ουράνια
ατή της η Αθηνά᾿ ο βροντόλαλος την είχε Δίας σταλμένα,
στους Δαναούς να δώσει δύναμη᾿ τι η γνώμη του είχε αλλάξει.
Πως το φλογάτο ουρανοδόξαρο πα στους θνητούς τανίζει
ο γιος του Κρόνου απ᾿ τα μεσούρανα, σημάδι για πολέμου
για και βαριού χειμώνα αβάσταγου, που των ξωμάχων κόβει
545 οὐρανόθεν καταβᾶσα· προῆκε γὰρ εὐρύοπα Ζεὺς
ὀρνύμεναι Δαναούς· δὴ γὰρ νόος ἐτράπετ᾽ αὐτοῦ.
ἠΰτε πορφυρέην ἶριν θνητοῖσι τανύσσῃ
Ζεὺς ἐξ οὐρανόθεν τέρας ἔμμεναι ἢ πολέμοιο
ἢ καὶ χειμῶνος δυσθαλπέος, ὅς ῥά τε ἔργων
550 ἀνθρώπους ἀνέπαυσεν ἐπὶ χθονί, μῆλα δὲ κήδει,
ὣς ἣ πορφυρέῃ νεφέλῃ πυκάσασα ἓ αὐτὴν
δύσετ᾽ Ἀχαιῶν ἔθνος, ἔγειρε δὲ φῶτα ἕκαστον.
πρῶτον δ᾽ Ἀτρέος υἱὸν ἐποτρύνουσα προσηύδα
ἴφθιμον Μενέλαον· ὃ γάρ ῥά οἱ ἐγγύθεν ἦεν·
κάθε δουλειά, και τ᾿ αρνοκάτσικα στα χειμαδιά στριμώχνει'
σ᾿ έτοιο κι αυτή φλογάτο σύγνεφο τυλίχτηκε, κι εχύθη
μες στους Αργίτες, συδαυλίζοντας τον κάθε πολέμαρχο.
Και πρώτα τρέχει και συμπαίνοντας μιλάει στο γιο του Ατρέα,
τον πέρφανο Μενέλαο, που 'τυχε να βρίσκεται σιμά της,
του Φοίνικα το διώμα παίρνοντας καί την τρανή φωνή του:
«Μενέλαε, θα σε πνίξει ολόγυρα ντροπή και καταφρόνια,
αν τον πιστόν αφήσεις σύντροφο του αρχοντικού Αχιλλέα
να σύρουν τα σκυλιά τα γρήγορα κάτω απ᾿ των Τρωών το κάστρο.
Καρδιά λοιπόν, ομπρός, ξεσήκωσε και τους δικούς μας όλους!»
555 εἰσαμένη Φοίνικι δέμας καὶ ἀτειρέα φωνήν·
σοὶ μὲν δὴ Μενέλαε κατηφείη καὶ ὄνειδος
ἔσσεται εἴ κ᾽ Ἀχιλῆος ἀγαυοῦ πιστὸν ἑταῖρον
τείχει ὕπο Τρώων ταχέες κύνες ἑλκήσουσιν.
ἀλλ᾽ ἔχεο κρατερῶς, ὄτρυνε δὲ λαὸν ἅπαντα.
560 τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος·
Φοῖνιξ ἄττα γεραιὲ παλαιγενές, εἰ γὰρ Ἀθήνη
δοίη κάρτος ἐμοί, βελέων δ᾽ ἀπερύκοι ἐρωήν·
τώ κεν ἔγωγ᾽ ἐθέλοιμι παρεστάμεναι καὶ ἀμύνειν
Πατρόκλῳ· μάλα γάρ με θανὼν ἐσεμάσσατο θυμόν.
Τότε ο Μενέλαος ο βροντόφωνος γυρνάει κι απηλογιέται:
«Φοίνικα εσύ, καλέ μου γέροντα, πολύχρονε, αχ κουράγιο
να μου 'δινε η Αθηνά καί να 'διωχνε κάθε ριξιά απ᾿ ομπρός μου,
με την καρδιά μου θα παράστεκα να διαφεντέψω τότε
τον Πάτροκλο, πού τόσο μου 'καψε τα σπλάχνα ο χαλασμός του.
Μα ίδια φωτιά χιμίζει ο Έχτορας, κι αλάγιαστα σκοτώνει
με το χαλκό᾿ τι εκείνου εχάρισε τώρα τη νίκη ο Δίας.»
Είπε, κι η γλαυκομάτα εχάρηκε θεά Αθηνά βαθιά της,
που απ᾿ όλους τους θεούς ευκήθηκε σε κείνη πρώτη πρώτη'
και δύναμη στους ώμους του έβαλε, στα γόνατα του κάτω,
565 ἀλλ᾽ Ἕκτωρ πυρὸς αἰνὸν ἔχει μένος, οὐδ᾽ ἀπολήγει
χαλκῷ δηϊόων· τῷ γὰρ Ζεὺς κῦδος ὀπάζει.
ὣς φάτο, γήθησεν δὲ θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη,
ὅττί ῥά οἱ πάμπρωτα θεῶν ἠρήσατο πάντων.
ἐν δὲ βίην ὤμοισι καὶ ἐν γούνεσσιν ἔθηκε,
570 καί οἱ μυίης θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν,
ἥ τε καὶ ἐργομένη μάλα περ χροὸς ἀνδρομέοιο
ἰσχανάᾳ δακέειν, λαρόν τέ οἱ αἷμ᾽ ἀνθρώπου·
τοίου μιν θάρσευς πλῆσε φρένας ἀμφὶ μελαίνας,
βῆ δ᾽ ἐπὶ Πατρόκλῳ, καὶ ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ.
και σφήνωσε βαθιά στα στήθια του της μύγας το γινάτι,
που όσο τη διώχνεις, τόσο ρίχνεται με πόθο στο κορμί σου
να σ᾿ το δαγκάσει, τι γλυκόπιοτο γι᾿ αυτήν του ανθρώπου το αίμα'
μ᾿ έτοιο η θεά γινάτι έγιόμωσε τα μαύρα σωθικά του,
και στάθη πάνω από τον Πάτροκλο και το κοντάρι ρίχνει.
Κάποιος Ποδής στους Τρώες ανάμεσα, γιος του Ηετίωνα, ζούσε,
πλούσιος, ωραίος, κι απ᾿ όλους ο Έχτορας περίσσια τον τιμούσε
μες στο λαό του, τι συντράπεζος και γκαρδιακός του ακράνης'
και τώρα αυτόν, να φύγει ως έτρεχε, χτυπά ο Μενέλαος πάνω
στη ζώνη του, κι ως μες στα σπλάχνα του καρφώνει το χαλκό του.
575 ἔσκε δ᾽ ἐνὶ Τρώεσσι Ποδῆς υἱὸς Ἠετίωνος
ἀφνειός τ᾽ ἀγαθός τε· μάλιστα δέ μιν τίεν Ἕκτωρ
δήμου, ἐπεί οἱ ἑταῖρος ἔην φίλος εἰλαπιναστής·
τόν ῥα κατὰ ζωστῆρα βάλε ξανθὸς Μενέλαος
ἀΐξαντα φόβον δέ, διὰ πρὸ δὲ χαλκὸν ἔλασσε·
580 δούπησεν δὲ πεσών· ἀτὰρ Ἀτρεΐδης Μενέλαος
νεκρὸν ὑπ᾽ ἐκ Τρώων ἔρυσεν μετὰ ἔθνος ἑταίρων.
Ἕκτορα δ᾽ ἐγγύθεν ἱστάμενος ὄτρυνεν Ἀπόλλων
Φαίνοπι Ἀσιάδῃ ἐναλίγκιος, ὅς οἱ ἁπάντων
ξείνων φίλτατος ἔσκεν Ἀβυδόθι οἰκία ναίων·
Πέφτει βροντώντας᾿ τότε σκύβοντας ο γιος του Ατρέα, τον σέρνει
όξω απ᾿ τους Τρώες, και το κουφάρι του τραβά μες στους δικούς του.
Ευτύς ο Απόλλωνας σιμώνοντας τον Έχτορα γκαρδιώνει'
του Άσιου το γιο το Φαίνοπα έμοιαζε, στην Άβυδο που ζούσε
και του 'χε αγάπη εκείνος πιότερη μέσα στους φίλους του όλους.
Με τέτοια είδη ο θεός του εμίλησεν ο μακροσαϊτορίχτης:
«Πια απ᾿ τους Αργίτες άλλος, Έχτορα, και ποιος θα σε φοβόταν,
μπρος στο Μενέλαο τώρα που 'φυγες; Ποτέ του δεν εστάθη
τρανός πολέμαρχος, και να τόνε που φεύγει, αφού σας πήρε
μονάχος το κουφάρι! Εσκότωσε πιστό δικό σου ακράνη,
585 τῷ μιν ἐεισάμενος προσέφη ἑκάεργος Ἀπόλλων·
Ἕκτορ τίς κέ σ᾽ ἔτ᾽ ἄλλος Ἀχαιῶν ταρβήσειεν;
οἷον δὴ Μενέλαον ὑπέτρεσας, ὃς τὸ πάρος γε
μαλθακὸς αἰχμητής· νῦν δ᾽ οἴχεται οἶος ἀείρας
νεκρὸν ὑπ᾽ ἐκ Τρώων, σὸν δ᾽ ἔκτανε πιστὸν ἑταῖρον
590 ἐσθλὸν ἐνὶ προμάχοισι Ποδῆν υἱὸν Ἠετίωνος.
ὣς φάτο, τὸν δ᾽ ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε μέλαινα,
βῆ δὲ διὰ προμάχων κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ.
καὶ τότ᾽ ἄρα Κρονίδης ἕλετ᾽ αἰγίδα θυσσανόεσσαν
μαρμαρέην, Ἴδην δὲ κατὰ νεφέεσσι κάλυψεν,
τον αντρειανό Ποδή, που εμάχουνταν στους μπροστομάχους μέσα.»
Είπε, κι αυτόν σα μαύρο σύγνεφο τον περιζώνει ο πόνος,
κι ευτύς περνάει μεσ᾿ απ᾿ τους πρόμαχους με αστραποβόλο κράνος.
Και τότε ο Δίας το βροντοσκούταρο το κροσσωτό φουχτώνει,
που φεγγοβόλαε, και με σύγνεφα την Ίδα αποσκεπάζει,
κι αστράφτοντας βροντάει με δύναμη, τραντάζοντας τη ακέρια,
οι Αργίτες να τσακίσουν θέλοντας, τη νίκη οι Τρώες να πάρουν.
Και πρώτος ο Πηνέλαος γύρισεν ο βοιωτός να φύγει'
τι ως ήταν μπρος στραμμένος πάντα του, λαβώθη με κοντάρι
στον ώμο ξώδερμα, και χάραξε το κόκαλο του ως πέρα
595 ἀστράψας δὲ μάλα μεγάλ᾽ ἔκτυπε, τὴν δὲ τίναξε,
νίκην δὲ Τρώεσσι δίδου, ἐφόβησε δ᾽ Ἀχαιούς.
πρῶτος Πηνέλεως Βοιώτιος ἦρχε φόβοιο.
βλῆτο γὰρ ὦμον δουρὶ πρόσω τετραμμένος αἰεὶ
ἄκρον ἐπιλίγδην· γράψεν δέ οἱ ὀστέον ἄχρις
600 αἰχμὴ Πουλυδάμαντος· ὃ γάρ ῥ᾽ ἔβαλε σχεδὸν ἐλθών.
Λήϊτον αὖθ᾽ Ἕκτωρ σχεδὸν οὔτασε χεῖρ᾽ ἐπὶ καρπῷ
υἱὸν Ἀλεκτρυόνος μεγαθύμου, παῦσε δὲ χάρμης·
τρέσσε δὲ παπτήνας, ἐπεὶ οὐκέτι ἔλπετο θυμῷ
ἔγχος ἔχων ἐν χειρὶ μαχήσεσθαι Τρώεσσιν.
απ᾿ το χαλό του Πολυδάμαντα, που από κοντά είχε ρίξει.
Σιμάθε κι ο Έχτορας εχτύπησε στο χεραρμό το Λήτο,
το γιο του αντρόψυχου Αλεχτρύονα, και την ορμή του κόβει.
Φεύγει κοιτάζοντας τρογύρα του και πια δεν είχε ελπίδα
στο χέρι το κοντάρι σφίγγοντας τους Τρώες να πολεμήσει.
Καί τότε ο Ιδομενέας τον Έχτορα, που είχε χυθεί του Λήτου,
πλάι στο βυζί χτυπάει κατάστηθα, στο θώρακα του απάνω.
Μα το μακρύ στη δέση του έσπασε κοντάρι᾿ σέρνουν τότε
οι Τρώες φωνή᾿ κι αυτός κοντάρεψε του Ιδομενέα, που απάνω
στο αμάξι εστέκουνταν᾿ μα ξέσφαλε μια τρίχα το κοντάρι,
605 Ἕκτορα δ᾽ Ἰδομενεὺς μετὰ Λήϊτον ὁρμηθέντα
βεβλήκει θώρηκα κατὰ στῆθος παρὰ μαζόν·
ἐν καυλῷ δ᾽ ἐάγη δολιχὸν δόρυ, τοὶ δὲ βόησαν
Τρῶες· ὃ δ᾽ Ἰδομενῆος ἀκόντισε Δευκαλίδαο
δίφρῳ ἐφεσταότος· τοῦ μέν ῥ᾽ ἀπὸ τυτθὸν ἅμαρτεν·
610 αὐτὰρ ὃ Μηριόναο ὀπάονά θ᾽ ἡνίοχόν τε
Κοίρανον, ὅς ῥ᾽ ἐκ Λύκτου ἐϋκτιμένης ἕπετ᾽ αὐτῷ·
πεζὸς γὰρ τὰ πρῶτα λιπὼν νέας ἀμφιελίσσας
ἤλυθε, καί κε Τρωσὶ μέγα κράτος ἐγγυάλιξεν,
εἰ μὴ Κοίρανος ὦκα ποδώκεας ἤλασεν ἵππους·
και στου Μηριόνη απά το σύντροφο κι αμαξολάτη πέφτει,
τον Κοίρανο, που απ᾿ την καλόχτιστη τον ακλουθούσε Λύχτο.
Πεζός πουρνό απ᾿ τα δρεπανόγυρτα καράβια του είχε φτάσει
ο Ιδομενέας, και τότε θα 'δινε στους Τρώες μεγάλη δόξα,
τα φτεροπόδαρα άτια ο Κοίρανος με βιάση αν δε χτυπούσε.
Εκείνον έτσι τον εγλίτωσε, τη μαύρη του 'διωξε ώρα,
όμως σκοτώθη αυτός απ᾿ του Έχτορα του αντροφονια το χέρι'
κάτω απ᾿ τ᾿ αφτί κι απ᾿ το σαγόνι του τον βρήκε, και τα δόντια
όξω πετά ο χαλός, και του 'κοψε καταμεσός τη γλώσσα'
κι ως έπεσε απ᾿ τ᾿ αμάξι, εκύλησαν στη γη τα χαλινάρια.
615 καὶ τῷ μὲν φάος ἦλθεν, ἄμυνε δὲ νηλεὲς ἦμαρ,
αὐτὸς δ᾽ ὤλεσε θυμὸν ὑφ᾽ Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο·
τὸν βάλ᾽ ὑπὸ γναθμοῖο καὶ οὔατος, ἐκ δ᾽ ἄρ᾽ ὀδόντας
ὦσε δόρυ πρυμνόν, διὰ δὲ γλῶσσαν τάμε μέσσην.
ἤριπε δ᾽ ἐξ ὀχέων, κατὰ δ᾽ ἡνία χεῦεν ἔραζε.
620 καὶ τά γε Μηριόνης ἔλαβεν χείρεσσι φίλῃσι
κύψας ἐκ πεδίοιο, καὶ Ἰδομενῆα προσηύδα·
μάστιε νῦν εἷός κε θοὰς ἐπὶ νῆας ἵκηαι·
γιγνώσκεις δὲ καὶ αὐτὸς ὅ τ᾽ οὐκέτι κάρτος Ἀχαιῶν.
ὣς ἔφατ᾽, Ἰδομενεὺς δ᾽ ἵμασεν καλλίτριχας ἵππους
Τότε ο Μηριόνης με τα χέρια του τα μάζωξε απ᾿ το χώμα,
σκύβοντας κάτω, κι έτσι μίλησε του Ιδομενέα και του 'πε:
«Για βάρα τ᾿ άλογα, στα γρήγορα καράβια μας να φτάσεις·
κι ατός σου το νογας, χαθήκαμε πια τώρα εμείς οι Αργίτες!»
Είπε, κι εκείνος τα ωριοχήτικα βιτσίζει αλόγατά του,
στα βαθουλά να τρέξουν άρμενα, τι είχε κι αυτός τρομάξει.
Μα κι ο Μενέλαος το κατάλαβε κι ο Αίας ο ψυχωμένος,
πως έδινε τη νίκη αλάκερη στους Τρώες πια τώρα ο Δίας.
Κι ο μέγας Αίαντας πρωτομίλησεν, ο γιος του Τελαμώνα:
«Ωχού μου, τώρα πια θα το 'νιωθε κι ένα μωρό παιδάκι,
625 νῆας ἔπι γλαφυράς· δὴ γὰρ δέος ἔμπεσε θυμῷ.
οὐδ᾽ ἔλαθ᾽ Αἴαντα μεγαλήτορα καὶ Μενέλαον
Ζεύς, ὅτε δὴ Τρώεσσι δίδου ἑτεραλκέα νίκην.
τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε μέγας Τελαμώνιος Αἴας·
ὢ πόποι ἤδη μέν κε καὶ ὃς μάλα νήπιός ἐστι
630 γνοίη ὅτι Τρώεσσι πατὴρ Ζεὺς αὐτὸς ἀρήγει.
τῶν μὲν γὰρ πάντων βέλε᾽ ἅπτεται ὅς τις ἀφήῃ
ἢ κακὸς ἢ ἀγαθός· Ζεὺς δ᾽ ἔμπης πάντ᾽ ἰθύνει·
ἡμῖν δ᾽ αὔτως πᾶσιν ἐτώσια πίπτει ἔραζε.
ἀλλ᾽ ἄγετ᾽ αὐτοί περ φραζώμεθα μῆτιν ἀρίστην,
ο κύρης Δίας πως παραστέκεται βοηθός στους Τρώες ατός του'
τι πέφτουν οι ριξιές τους άσφαλτες, απ᾿ όποιο ας φεύγουν χέρι,
γερό, αχαμνό· καλοδρομίζει τις όλες μαθές ο Δίας·
μα εμάς του ανέμου φεύγουν όλες τους και πέφτουνε στο χώμα.
Όμως την πιο καλή και μόνοι μας βουλή να βρούμε ελάτε,
το πως και το νεκρό θα σύρουμε, κι ατοί μας πίσω πάλε
χαρά γυρνώντας στους συντρόφους μας θα δώσουμε, που τώρα
με αγκούσα κατά μας κοιτάζουνε και λεν πως πια του Εχτόρου
του άντροφονια δε θα κρατήσουμε τη φόρα και τα χέρια
τ᾿ ανίκητα, μον᾿ πίσω στ᾿ άρμενα τα μαύρα θα ριχτούμε.
635 ἠμὲν ὅπως τὸν νεκρὸν ἐρύσσομεν, ἠδὲ καὶ αὐτοὶ
χάρμα φίλοις ἑτάροισι γενώμεθα νοστήσαντες,
οἵ που δεῦρ᾽ ὁρόωντες ἀκηχέδατ᾽, οὐδ᾽ ἔτι φασὶν
Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο μένος καὶ χεῖρας ἀάπτους
σχήσεσθ᾽, ἀλλ᾽ ἐν νηυσὶ μελαίνῃσιν πεσέεσθαι.
640 εἴη δ᾽ ὅς τις ἑταῖρος ἀπαγγείλειε τάχιστα
Πηλεΐδῃ, ἐπεὶ οὔ μιν ὀΐομαι οὐδὲ πεπύσθαι
λυγρῆς ἀγγελίης, ὅτι οἱ φίλος ὤλεθ᾽ ἑταῖρος.
ἀλλ᾽ οὔ πῃ δύναμαι ἰδέειν τοιοῦτον Ἀχαιῶν·
ἠέρι γὰρ κατέχονται ὁμῶς αὐτοί τε καὶ ἵπποι.
Να᾿ ταν κανείς δω πέρα σύντροφος, που στου Πηλέα να δράμει
το γιο, να του τα πει᾿ μου εικάζεται, μητ᾿ έχει μάθει ακόμα
το μαύρο μήνυμα, πως έχασε τον γκαρδιακό του ακράνη.
Μα τέτοιο Αργίτη μου 'ναι αβόλετο να ξεχωρίσω᾿ τόσο
βαθιά μες στην αντάρα εβούλιαξαν μαζί κι άνθρωποι κι άτια.
Πατέρα Δία, μα εσύ για βόηθα μας απ᾿ την πυκνήν αντάρα
των Αχαιών τους γιους, ξαστέρωσε, δώσε να ιδούν τα μάτια,
και μες στο φως πια τότε χάλα μας, αφού το θέλεις τόσο!»
Είπε, κι ο κύρης τον σπλαχνίστηκε, τόσο πικρά που εθρήνει,
και την αντάρα ευτύς διασκόρπισε και πήρε την καταχνιά,
645 Ζεῦ πάτερ ἀλλὰ σὺ ῥῦσαι ὑπ᾽ ἠέρος υἷας Ἀχαιῶν,
ποίησον δ᾽ αἴθρην, δὸς δ᾽ ὀφθαλμοῖσιν ἰδέσθαι·
ἐν δὲ φάει καὶ ὄλεσσον, ἐπεί νύ τοι εὔαδεν οὕτως.
ὣς φάτο, τὸν δὲ πατὴρ ὀλοφύρατο δάκρυ χέοντα·
αὐτίκα δ᾽ ἠέρα μὲν σκέδασεν καὶ ἀπῶσεν ὀμίχλην,
650 ἠέλιος δ᾽ ἐπέλαμψε, μάχη δ᾽ ἐπὶ πᾶσα φαάνθη·
καὶ τότ᾽ ἄρ᾽ Αἴας εἶπε βοὴν ἀγαθὸν Μενέλαον·
σκέπτεο νῦν Μενέλαε διοτρεφὲς αἴ κεν ἴδηαι
ζωὸν ἔτ᾽ Ἀντίλοχον μεγαθύμου Νέστορος υἱόν,
ὄτρυνον δ᾽ Ἀχιλῆϊ δαΐφρονι θᾶσσον ἰόντα
κι έλαμψε ο γήλιος και φωτίστηκε τρογύρα η μάχη ακέρια.
Κι ο Αίας γυρνάει στο βροντερόφωνο Μενέλαο και του κάνει:
«Αρχοντικέ Μενέλαε, κοίταξε, κι αν δε σκοτώθη ακόμα
ο Αντίλοχος, ο γιος του αντρόκαρδου του Νέστορα, για βρες τον,
και στείλε τον να τρέξει γρήγορα στον αντρειανό Αχιλλέα,
να του μηνύσει πως εχάθηκεν ο πιο ακριβός του ακράνης.»
Είπε, κι αμέσως ο βροντόφωνος Μενέλαος τον ακούει'
κινάει και φεύγει, λιόντας θα 'λεγες, που απ᾿ την αυλή της μάντρας,
αφού εκουράστη αναστατώνοντας και σκύλους καί τσοπάνους,
που όλη τη νύχτα ορθοί την πέρασαν, χωρίς να τον αφήσουν
655 εἰπεῖν ὅττι ῥά οἱ πολὺ φίλτατος ὤλεθ᾽ ἑταῖρος.
ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος,
βῆ δ᾽ ἰέναι ὥς τίς τε λέων ἀπὸ μεσσαύλοιο,
ὅς τ᾽ ἐπεὶ ἄρ κε κάμῃσι κύνας τ᾽ ἄνδρας τ᾽ ἐρεθίζων,
οἵ τέ μιν οὐκ εἰῶσι βοῶν ἐκ πῖαρ ἑλέσθαι
660 πάννυχοι ἐγρήσσοντες· ὃ δὲ κρειῶν ἐρατίζων
ἰθύει, ἀλλ᾽ οὔ τι πρήσσει· θαμέες γὰρ ἄκοντες
ἀντίον ἀΐσσουσι θρασειάων ἀπὸ χειρῶν,
καιόμεναί τε δεταί, τάς τε τρεῖ ἐσσύμενός περ·
ἠῶθεν δ᾽ ἀπονόσφιν ἔβη τετιηότι θυμῷ·
το πιο παχύ ν᾿ αρπάξει βόδι τους· κι εκείνος κρέας ζητώντας
να φάει, χιμάει, μα δίχως όφελος· πλήθος μαθές κοντάρια
πέφτουν απάνω του ξεφεύγοντας απ᾿ αντρειωμένα χέρια,
πλήθος δαδιά που καιν και σκιάζεται, με όση κι αν έχει λύσσα'
και μόνο ως φέξει, παίρνει απόφαση και φεύγει πικραμένος'
όμοια απ᾿ τον Πάτροκλο ο βροντόφωνος Μενέλαος στανικώς του
κινούσε για να φύγει, τι έτρεμε στα πόδια μην το βάλουν
οι Αργίτες, κι έτσι στους αντίμαχους για κουρσό τον αφήσουν.
Πολλές λοιπόν στους Αίντες έδινε και στο Μηριόνη διάτες:
« Μηριόνη κι Αίαντες, αγρικήστε με, των Αχαιών ρηγάρχες'
665 ὣς ἀπὸ Πατρόκλοιο βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος
ἤϊε πόλλ᾽ ἀέκων· περὶ γὰρ δίε μή μιν Ἀχαιοὶ
ἀργαλέου πρὸ φόβοιο ἕλωρ δηΐοισι λίποιεν.
πολλὰ δὲ Μηριόνῃ τε καὶ Αἰάντεσσ᾽ ἐπέτελλεν·
Αἴαντ᾽ Ἀργείων ἡγήτορε Μηριόνη τε
670 νῦν τις ἐνηείης Πατροκλῆος δειλοῖο
μνησάσθω· πᾶσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι
ζωὸς ἐών· νῦν αὖ θάνατος καὶ μοῖρα κιχάνει.
ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη ξανθὸς Μενέλαος,
πάντοσε παπταίνων ὥς τ᾽ αἰετός, ὅν ῥά τέ φασιν
την καλοσύνη του έρμου Πάτροκλου τώρα ας κρατά ο καθένας
στο νου, τι αλήθεια γλυκομίλητος, όσο πού εζούσε, σε όλους
κάτεχε να 'ναι᾿ τώρα ο θάνατος κι η Μοίρα τον κρατούνε.»
Είπε ο ξανθός Μενέλαος κι έφυγε, και κόχευε τα μάτια
γύρα τρογύρα ολούθε ψάχνοντας, καθώς αϊτός, που λένε
πως έχει απ᾿ όλα τα πετούμενα πιο κοφτερό το μάτι'
που και ψηλάθε ο γοργοπόδαρος λαγός, βαθιά χωμένος
μες σε πυκνόφυλλα χαμόκλαδα, ποτέ δεν του ξεφεύγει;
μον᾿ στη στιγμή χιμάει κι αδράχνει τον και τη ζωή του παίρνει'
όμοια και σένα, αρχοντογέννητε Μενέλαε, τριγύριζαν
675 ὀξύτατον δέρκεσθαι ὑπουρανίων πετεηνῶν,
ὅν τε καὶ ὑψόθ᾽ ἐόντα πόδας ταχὺς οὐκ ἔλαθε πτὼξ
θάμνῳ ὑπ᾽ ἀμφικόμῳ κατακείμενος, ἀλλά τ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ
ἔσσυτο, καί τέ μιν ὦκα λαβὼν ἐξείλετο θυμόν.
ὣς τότε σοὶ Μενέλαε διοτρεφὲς ὄσσε φαεινὼ
680 πάντοσε δινείσθην πολέων κατὰ ἔθνος ἑταίρων,
εἴ που Νέστορος υἱὸν ἔτι ζώοντα ἴδοιτο.
τὸν δὲ μάλ᾽ αἶψ᾽ ἐνόησε μάχης ἐπ᾽ ἀριστερὰ πάσης
θαρσύνονθ᾽ ἑτάρους καὶ ἐποτρύνοντα μάχεσθαι,
ἀγχοῦ δ᾽ ἱστάμενος προσέφη ξανθὸς Μενέλαος·
παντού τα δυο τα μάτια αστράφτοντας, να ίδείς στο πλήθιο ασκέρι
αν κάπου ζωντανός του Νέστορα βρίσκεται ο γιος ακόμα'
και γρήγορα τον είδε που 'στεκε ζερβιά μεριά απ᾿ τη μάχη,
και τους συντρόφους του όλους γκάρδιωνε, στη μάχη σπρώχοντάς τους.
Κι ήρθε ο ξανθός Μενέλαος δίπλα του κι αυτά του λέει τα λόγια:
«Έλα, του Δία βλαστάρι, Αντίλοχε, το μαύρο το μαντάτο
τώρα ν᾿ ακούσεις᾿ αχ, τι θα 'δινα, ποτέ να μη είχε γίνει!
Θωρώντας γύρα θα κατάλαβες θαρρώ και μοναχός σου
πως τώρα πια ο θεός το χαλασμό των Αχαιών γυρεύει,
κι η νίκη είναι των Τρωών. Σκοτώθηκεν ο πιο τρανός Αργίτης,
685 Ἀντίλοχ᾽ εἰ δ᾽ ἄγε δεῦρο διοτρεφὲς ὄφρα πύθηαι
λυγρῆς ἀγγελίης, ἣ μὴ ὤφελλε γενέσθαι.
ἤδη μὲν σὲ καὶ αὐτὸν ὀΐομαι εἰσορόωντα
γιγνώσκειν ὅτι πῆμα θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει,
νίκη δὲ Τρώων· πέφαται δ᾽ ὤριστος Ἀχαιῶν
690 Πάτροκλος, μεγάλη δὲ ποθὴ Δαναοῖσι τέτυκται.
ἀλλὰ σύ γ᾽ αἶψ᾽ Ἀχιλῆϊ θέων ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν
εἰπεῖν, αἴ κε τάχιστα νέκυν ἐπὶ νῆα σαώσῃ
γυμνόν· ἀτὰρ τά γε τεύχε᾽ ἔχει κορυθαίολος Ἕκτωρ.
ὣς ἔφατ᾽, Ἀντίλοχος δὲ κατέστυγε μῦθον ἀκούσας·
ο Πάτροκλος, κι οι Αργίτες ένιωσαν καημό βαρύ που εχάθη!
Μον᾿ τρέχα εσύ γοργά στ᾿ Αργίτικα καράβια, του Αχιλλέα
να πεις να δράμει, μπας και στ᾿ άρμενα γλιτώσει το κουφάρι,
γυμνό᾿ τι τον ξαρμάτωσε ο Έχτορας ο λαμπροκρανοσείστης.»
Είπε, κι ο Αντίλοχος επάγωσε το λόγο αυτό ν᾿ ακούσει,
κι έτσι πολληώρα απόμεινε άλαλος, και του γιομώσαν δάκρυα
τα μάτια, κι η φωνή του επιάστηκεν η δυνατή᾿ μα κι έτσι
του γιου του Ατρέα δεν την ξαστόχησε την προσταγή, μον᾿ φεύγει,
και τ᾿ άρματά του τα παράτησε στον άψεγό του ακράνη
Λαόδοκο, που τα μονόνυχα κοντά του εγύριζε άτια.
695 δὴν δέ μιν ἀμφασίη ἐπέων λάβε, τὼ δέ οἱ ὄσσε
δακρυόφι πλῆσθεν, θαλερὴ δέ οἱ ἔσχετο φωνή.
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὧς Μενελάου ἐφημοσύνης ἀμέλησε,
βῆ δὲ θέειν, τὰ δὲ τεύχε᾽ ἀμύμονι δῶκεν ἑταίρῳ
Λαοδόκῳ, ὅς οἱ σχεδὸν ἔστρεφε μώνυχας ἵππους.
700 τὸν μὲν δάκρυ χέοντα πόδες φέρον ἐκ πολέμοιο
Πηλεΐδῃ Ἀχιλῆϊ κακὸν ἔπος ἀγγελέοντα.
οὐδ᾽ ἄρα σοὶ Μενέλαε διοτρεφὲς ἤθελε θυμὸς
τειρομένοις ἑτάροισιν ἀμυνέμεν, ἔνθεν ἀπῆλθεν
Ἀντίλοχος, μεγάλη δὲ ποθὴ Πυλίοισιν ἐτύχθη·
Θρηνώντας τούτος απ᾿ τον πόλεμο κινούσε, στου Πηλέα
το γιο τον Αχιλλέα το μήνυμα το θλιβερό να φέρει.
Και συ, Μενέλαε, δεν το θέλησες, αρχοντικέ, να μείνεις
και να συντρέξεις στην ανάγκη τους τους συντρόφους, που αφήκε
ο Αντίλοχος κι απόμεινε έρημο των Πυλιωτών τ᾿ ασκέρι.
Γκαρδιώνει τον αρχοντογέννητο μονάχα Θρασυμήδη.
κ᾿ αυτός στον αντρειωμένο Πάτροκλο κινάει να φτάσει πίσω,
κι εστάθη μπρος στους Αίαντες τρέχοντας και βιαστικά τους είπε:
« Κείνον τον έστειλα στα γρήγορα καράβια μας να τρέξει
στον Αχιλλέα το γοργοπόδαρο· μα τούτος για την ώρα
705 ἀλλ᾽ ὅ γε τοῖσιν μὲν Θρασυμήδεα δῖον ἀνῆκεν,
αὐτὸς δ᾽ αὖτ᾽ ἐπὶ Πατρόκλῳ ἥρωϊ βεβήκει,
στῆ δὲ παρ᾽ Αἰάντεσσι θέων, εἶθαρ δὲ προσηύδα·
κεῖνον μὲν δὴ νηυσὶν ἐπιπροέηκα θοῇσιν
ἐλθεῖν εἰς Ἀχιλῆα πόδας ταχύν· οὐδέ μιν οἴω
710 νῦν ἰέναι μάλα περ κεχολωμένον Ἕκτορι δίῳ·
οὐ γάρ πως ἂν γυμνὸς ἐὼν Τρώεσσι μάχοιτο.
ἡμεῖς δ᾽ αὐτοί περ φραζώμεθα μῆτιν ἀρίστην,
ἠμὲν ὅπως τὸν νεκρὸν ἐρύσσομεν, ἠδὲ καὶ αὐτοὶ
Τρώων ἐξ ἐνοπῆς θάνατον καὶ κῆρα φύγωμεν.
λέω δε θα 'ρθει, το θείο τον Έχτορα κι ας μάχεται περίσσια·
τι δεν μπορεί με δίχως άρματα τους Τρώες να πολεμήσει.
Όμως την πιο καλή και μόνοι μας βουλή να βρούμε ελάτε,
το πως και το νεκρό θα σύρουμε, κι ατοί μας απ᾿ των Τρωών
μακριά τη ζάλη θα γλιτώσουμε το Χάρο και τη Μοίρα.»
Και τότε ο μέγας Αίας του απάντησεν, ο γιος του Τελαμώνα:
«Καλός ο λόγος σου και φρόνιμος, Μενέλαε παινεμένε·
συ κι ο Μηριόνης κάτω γρήγορα χωθείτε απ᾿ το κουφάρι,
κι όξω απ᾿ τη μάχη κουβαλήστε το, ψηλά᾿ κι ωστόσο οι δυο μας
τους Τρώες ξοπίσω και τον Έχτορα το θείο θα πολεμούμε
715 τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα μέγας Τελαμώνιος Αἴας·
πάντα κατ᾽ αἶσαν ἔειπες ἀγακλεὲς ὦ Μενέλαε·
ἀλλὰ σὺ μὲν καὶ Μηριόνης ὑποδύντε μάλ᾽ ὦκα
νεκρὸν ἀείραντες φέρετ᾽ ἐκ πόνου· αὐτὰρ ὄπισθε
νῶϊ μαχησόμεθα Τρωσίν τε καὶ Ἕκτορι δίῳ
720 ἶσον θυμὸν ἔχοντες ὁμώνυμοι, οἳ τὸ πάρος περ
μίμνομεν ὀξὺν Ἄρηα παρ᾽ ἀλλήλοισι μένοντες.
ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ἄρα νεκρὸν ἀπὸ χθονὸς ἀγκάζοντο
ὕψι μάλα μεγάλως· ἐπὶ δ᾽ ἴαχε λαὸς ὄπισθε
Τρωϊκός, ὡς εἴδοντο νέκυν αἴροντας Ἀχαιούς.
με ίδια καρδιά όπως κι ίδιο τ᾿ όνομα᾿ τι ο ένας στον άλλο δίπλα
πάντα σταθήκαμε, τον τάραχο βαστώντας του πολέμου.»
Είπε, κι αυτοί απ᾿ το χώμα ασκώνοντας άρπαξαν το κουφάρι
ψηλά πολύ᾿ κι ευτύς ξοπίσω τους των Τρωών το πλήθιο ασκέρι
χουγιάξαν, το νεκρό ως αντίκρισαν οι Αργίτες να σηκώνουν
κι ομπρός χιμίξαν, σκύλοι θα 'λεγες που ρίχνουνται πηδώντας
πάνω σε κάπρο που λαβώθηκε, μπροστά απ᾿ τους κυνηγάρους,
και τρέχουν τρέχουν στη λαχτάρα τους να τον κατασπαράξουν
μα κάθε που γυρίσει νιώθοντας τρανή τη δύναμη του,
ευτύς πισωδρομώντας σκόρπισαν με τρόμο δώθε κείθε'
725 ἴθυσαν δὲ κύνεσσιν ἐοικότες, οἵ τ᾽ ἐπὶ κάπρῳ
βλημένῳ ἀΐξωσι πρὸ κούρων θηρητήρων·
ἕως μὲν γάρ τε θέουσι διαρραῖσαι μεμαῶτες,
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἐν τοῖσιν ἑλίξεται ἀλκὶ πεποιθώς,
ἄψ τ᾽ ἀνεχώρησαν διά τ᾽ ἔτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος.
730 ὣς Τρῶες εἷος μὲν ὁμιλαδὸν αἰὲν ἕποντο
νύσσοντες ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισιν·
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ Αἴαντε μεταστρεφθέντε κατ᾽ αὐτοὺς
σταίησαν, τῶν δὲ τράπετο χρώς, οὐδέ τις ἔτλη
πρόσσω ἀΐξας περὶ νεκροῦ δηριάασθαι.
όμοια σωρός κι οι Τρώες αδιάκοπα τους παίρναν από πίσω
με τα σπαθιά και με τα δίκοπα κεντώντας τους κοντάρια'
μα κάθε που γυρνούσαν οι Αίαντες και στέκαν αντικρύ τους,
άλλαζαν χρώμα οι Τρώες, κι ουδ᾿ ένιωθε κανένας το κουράγιο
να πεταχτεί μπροστά και πόλεμο για το νεκρό ν᾿ ανοίξει.
Έτσι έφερναν αυτοί απ᾿ τον πόλεμο με κόπο το κουφάρι,
στα βαθουλά τραβώντας άρμενα᾿ κι ο πόλεμος ξεσπούσε
πάνω τους άγριος, ίδιος σύφλογο σε πολιτεία, που ξάφνου
ψηλά πετάγεται φουντώνοντας, σωριάζουνται τα σπίτια
με αναλαμπή τρανή, κι απάνω της σφυρίζει η ορμή του ανέμου·
735 ὣς οἵ γ᾽ ἐμμεμαῶτε νέκυν φέρον ἐκ πολέμοιο
νῆας ἔπι γλαφυράς· ἐπὶ δὲ πτόλεμος τέτατό σφιν
ἄγριος ἠΰτε πῦρ, τό τ᾽ ἐπεσσύμενον πόλιν ἀνδρῶν
ὄρμενον ἐξαίφνης φλεγέθει, μινύθουσι δὲ οἶκοι
ἐν σέλαϊ μεγάλῳ· τὸ δ᾽ ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο.
740 ὣς μὲν τοῖς ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν αἰχμητάων
ἀζηχὴς ὀρυμαγδὸς ἐπήϊεν ἐρχομένοισιν·
οἳ δ᾽ ὥς θ᾽ ἡμίονοι κρατερὸν μένος ἀμφιβαλόντες
ἕλκωσ᾽ ἐξ ὄρεος κατὰ παιπαλόεσσαν ἀταρπὸν
ἢ δοκὸν ἠὲ δόρυ μέγα νήϊον· ἐν δέ τε θυμὸς
όμοια και κείνους, όπως μάκραιναν, τους έπαιρνε από πίσω
αλάγιαστη η βουή απ᾿ τ᾿ αλόγατα κι από των Τρωών τ᾿ ασκέρι.
Μ᾿ αυτοί, ως μουλάρια που αρματώθηκαν με αλύγιστο κουράγιο
κι άπ᾿ τό βουνό δοκάρι ή γι᾿ άρμενο μαδέρι κατεβάζουν
σε μονοπάτι κακοτράχαλο, και κόβεται η καρδιά τους
απ᾿ τον ιδρώτα κι απ᾿ τον κάματο, καθώς τραβούν με βιάση·
όμοια κι αυτοί μοχτώντας σήκωναν στους ώμους το κουφάρι,
κι οι δυο κρατούσαν Αίαντες πίσω τους. Πως του νερού τη φόρα
κρατάει δασοπλαγιά που απλώνεται στον κάμπο πέρα ως πέρα,
κι ως και τρανά ποτάμια φράζοντας το δρόμο τους αλλάζει,
745 τείρεθ᾽ ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἱδρῷ σπευδόντεσσιν·
ὣς οἵ γ᾽ ἐμμεμαῶτε νέκυν φέρον. αὐτὰρ ὄπισθεν
Αἴαντ᾽ ἰσχανέτην, ὥς τε πρὼν ἰσχάνει ὕδωρ
ὑλήεις πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς,
ὅς τε καὶ ἰφθίμων ποταμῶν ἀλεγεινὰ ῥέεθρα
750 ἴσχει, ἄφαρ δέ τε πᾶσι ῥόον πεδίον δὲ τίθησι
πλάζων· οὐδέ τί μιν σθένεϊ ῥηγνῦσι ῥέοντες·
ὣς αἰεὶ Αἴαντε μάχην ἀνέεργον ὀπίσσω
Τρώων· οἳ δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο, δύω δ᾽ ἐν τοῖσι μάλιστα
Αἰνείας τ᾽ Ἀγχισιάδης καὶ φαίδιμος Ἕκτωρ.
και ρίχνει τ᾿ άγρια, πολυσάλευτα νερά τους μες στον κάμπο,
κι ουδέ μπορούν, με φόρα ως χύνουνται, καθόλου να τη σπάσουν
όμοια κι οι δυο αντισκόβαν Αίαντες των Τρωών τη φόρα πάντα.
Μα τούτοι τρέχαν από πίσω τους, και δυο περίσσια απ᾿ όλους,
ο μέγας φουμισμένος Έχτορας κι ο γιος του Αγχίση Αινείας.
Κι αυτοί, καθώς ψαρόνια σύγνεφο πετούν για καλιακούδες,
κι όλα μαζί στρηνιάζουν βλέποντας από μακριά να φτάνει
κάποιο γεράκι, που το θάνατο στα μικροπούλια φέρνει"
όμοια κι οι Αργίτες μπρος στον Έχτορα και στον Αινεία σκορπούσαν
στρηνιάζοντας, και πια είχαν όλοι τους τον πόλεμο ξεχάσει.
755 τῶν δ᾽ ὥς τε ψαρῶν νέφος ἔρχεται ἠὲ κολοιῶν
οὖλον κεκλήγοντες, ὅτε προΐδωσιν ἰόντα
κίρκον, ὅ τε σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσιν,
ὣς ἄρ᾽ ὑπ᾽ Αἰνείᾳ τε καὶ Ἕκτορι κοῦροι Ἀχαιῶν
οὖλον κεκλήγοντες ἴσαν, λήθοντο δὲ χάρμης.
760 πολλὰ δὲ τεύχεα καλὰ πέσον περί τ᾽ ἀμφί τε τάφρον
φευγόντων Δαναῶν· πολέμου δ᾽ οὐ γίγνετ᾽ ἐρωή.
Κι ως έφευγαν οι Αργίτες, άρματα πολλά πανώρια έπεσαν
τρογύρα στο χαντάκι· ο πόλεμος δεν εσκολνούσε ωστόσο.