ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ -Π-


-Π- ὣς οἳ μὲν περὶ νηὸς ἐϋσσέλμοιο μάχοντο·
Πάτροκλος δ᾽ Ἀχιλῆϊ παρίστατο ποιμένι λαῶν
δάκρυα θερμὰ χέων ὥς τε κρήνη μελάνυδρος,
ἥ τε κατ᾽ αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ.
Έτσι χτυπιούνταν στ᾿ ωριοκούβερτο καράβι γύρα ετούτοι,
κι ωστόσο ο Πάτροκλος εσίμωσε τον Αχιλλέα κι εστάθη,
δάκρυα ζεστά απ᾿ τα μάτια χύνοντας, σα μαύρη νερομάνα,
που απ᾿ αψηλό γκρεμό ξεχύνουνται τα σκοτεινά νερά της.
Κι όπως τον είδε, ο φτεροπόδαρος τον πόνεσε Αχιλλέας,
και κράζοντας τον με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
« Γιατί είσαι δακρυσμένος, Πάτροκλε, σαν άπλερη παιδούλα,
που τρέχει δίπλα από τη μάνα της και της γυρεύει αγκάλη,
και πίσω την τραβάει, κι ας βιάζεται, κρατώντας τη απ᾿ το ρούχο,
5 τὸν δὲ ἰδὼν ᾤκτιρε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
τίπτε δεδάκρυσαι Πατρόκλεες, ἠΰτε κούρη
νηπίη, ἥ θ᾽ ἅμα μητρὶ θέουσ᾽ ἀνελέσθαι ἀνώγει
εἱανοῦ ἁπτομένη, καί τ᾽ ἐσσυμένην κατερύκει,
10 δακρυόεσσα δέ μιν ποτιδέρκεται, ὄφρ᾽ ἀνέληται·
τῇ ἴκελος Πάτροκλε τέρεν κατὰ δάκρυον εἴβεις.
ἠέ τι Μυρμιδόνεσσι πιφαύσκεαι, ἢ ἐμοὶ αὐτῷ,
ἦέ τιν᾽ ἀγγελίην Φθίης ἐξέκλυες οἶος;
ζώειν μὰν ἔτι φασὶ Μενοίτιον Ἄκτορος υἱόν,
και την κοιτάει στα μάτια κλαίγοντας, στα χέρια ως να την πάρει;
Με τούτη μοιάζεις τώρα, Πάτροκλε, στο κλάμα βουτηγμένος.
Στους Μυρμιδόνες έχεις τίποτα να πεις, σε μένα μήπως;
Για κι απ᾿ τη Φθία μας ήρθε μήνυμα, που εσύ το ξέρεις μόνο;
Ωστόσο λένε ζει ο Μενοίτιος, του Αχτόρου ο γιος, ακόμα,
ζει του Αιακού κι ο γιος, ο κύρης μου, στους Μυρμιδόνες μέσα,
και για τους δυο που θα λυπούμασταν πολύ βαριά, αν πέθαιναν.
Για μήπως τους Αργίτες κάθεσαι και κλαις, που ρημάζονται .
από δικό τους τώρα φταίξιμο στα βαθουλά καράβια;
Μίλα ανοιχτά, κι οι δυο να ξέρουμε, μην το κρατάς κρυμμένο.»
15 ζώει δ᾽ Αἰακίδης Πηλεὺς μετὰ Μυρμιδόνεσσι;
τῶν κε μάλ᾽ ἀμφοτέρων ἀκαχοίμεθα τεθνηώτων.
ἦε σύ γ᾽ Ἀργείων ὀλοφύρεαι, ὡς ὀλέκονται
νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ὑπερβασίης ἕνεκα σφῆς;
ἐξαύδα, μὴ κεῦθε νόῳ, ἵνα εἴδομεν ἄμφω.
20 τὸν δὲ βαρὺ στενάχων προσέφης Πατρόκλεες ἱππεῦ·
ὦ Ἀχιλεῦ Πηλῆος υἱὲ μέγα φέρτατ᾽ Ἀχαιῶν
μὴ νεμέσα· τοῖον γὰρ ἄχος βεβίηκεν Ἀχαιούς.
οἳ μὲν γὰρ δὴ πάντες, ὅσοι πάρος ἦσαν ἄριστοι,
ἐν νηυσὶν κέαται βεβλημένοι οὐτάμενοί τε.
Και τότε εσύ, αλογάρη Πάτροκλε, βαριά βογγώντας είπες:
« Γιε του Πηλέα, που ο πιο λιοντόκαρδος στους Αχαιούς λογιέσαι,
συμπάθα με, κακό ανεβάσταχτο τους Αχαιούς πλακώνει'
τι κιόλας όλοι που ξεχώριζαν στην αντριγιά ως τα τώρα,
από κοντά η μακριά χτυπήθηκαν και στ᾿ άρμενα πλαγιάζουν.
Από σαϊτιά ο Διομήδης, ο άτρομος γιος του Τυδέα, λαβώθη,
από κοντάρι κι ο Αγαμέμνονας κι ο γαύρος Οδυσσέας,
από σαγίτα ακόμα ο Ευρύπυλος πα στο δεξιό μερί του.
Τώρα οι γιατροί με τα βοτάνια τους τ᾿ αρίφνητα γνοιάζονται
Να γιάνουν τις πληγές· αμέρωτος εσύ μονάχα μένεις.
25 βέβληται μὲν ὃ Τυδεΐδης κρατερὸς Διομήδης,
οὔτασται δ᾽ Ὀδυσεὺς δουρικλυτὸς ἠδ᾽ Ἀγαμέμνων,
βέβληται δὲ καὶ Εὐρύπυλος κατὰ μηρὸν ὀϊστῷ.
τοὺς μέν τ᾽ ἰητροὶ πολυφάρμακοι ἀμφιπένονται
ἕλκε᾽ ἀκειόμενοι· σὺ δ᾽ ἀμήχανος ἔπλευ Ἀχιλλεῦ.
30 μὴ ἐμέ γ᾽ οὖν οὗτός γε λάβοι χόλος, ὃν σὺ φυλάσσεις
αἰναρέτη· τί σευ ἄλλος ὀνήσεται ὀψίγονός περ
αἴ κε μὴ Ἀργείοισιν ἀεικέα λοιγὸν ἀμύνῃς;
νηλεές, οὐκ ἄρα σοί γε πατὴρ ἦν ἱππότα Πηλεύς,
οὐδὲ Θέτις μήτηρ· γλαυκὴ δέ σε τίκτε θάλασσα
θεός μη δώσει τέτοιο χόλιασμα κι εμέ ποτέ να λάχει!
Κακέ αντρειωμένε! Ποιος κι αργότερα θα ιδεί καλό από σένα,
αν τώρα απ᾿ το χαμό τον άδικο δε σώσεις τους Αργίτες;
Άσπλαχνε εσύ, τον αλογόχαρο Πηλέα δεν είχες, κύρη
κι ουδέ τη Θέτη μάνα᾿ η θάλασσα σ᾿ έχει γεννήσει εσένα
η αστραφτερή κι οι βράχοι οι απόγκρεμοι᾿ τόσο σκληρή η ψυχή σου!
Μ᾿ αν των θεών κανένα μήνυμα θες να ξεφύγεις τώρα,
που η σεβαστή σου το φανέρωσε μητέρα από το Δία,
καν στείλε εμένα τότε γρήγορα, μαζί και το άλλο ασκέρι
των Μυρμιδόνων φως θ᾿ αντίκριζαν οι Αργίτες έτσι κάπως.
35 πέτραι τ᾽ ἠλίβατοι, ὅτι τοι νόος ἐστὶν ἀπηνής.
εἰ δέ τινα φρεσὶ σῇσι θεοπροπίην ἀλεείνεις
καί τινά τοι πὰρ Ζηνὸς ἐπέφραδε πότνια μήτηρ,
ἀλλ᾽ ἐμέ περ πρόες ὦχ᾽, ἃμα δ᾽ ἄλλον λαὸν ὄπασσον
Μυρμιδόνων, ἤν πού τι φόως Δαναοῖσι γένωμαι.
40 δὸς δέ μοι ὤμοιιν τὰ σὰ τεύχεα θωρηχθῆναι,
αἴ κ᾽ ἐμὲ σοὶ ἴσκοντες ἀπόσχωνται πολέμοιο
Τρῶες, ἀναπνεύσωσι δ᾽ Ἀρήϊοι υἷες Ἀχαιῶν
τειρόμενοι· ὀλίγη δέ τ᾽ ἀνάπνευσις πολέμοιο.
ῥεῖα δέ κ᾽ ἀκμῆτες κεκμηότας ἄνδρας ἀϋτῇ
Και τη δικιά σου αρμάτα δώσε μου να βάλω άπα στους ώμους·
μπορεί, για σένα αν θα με πάρουνε, τον πόλεμο ν᾿ αφήσουν
οι Τρώες, κι οι Αργίτες οι πολέμαρχοι μια στάλα ν᾿ ανασάνουν,
που απόστασαν καλή στον πόλεμο κι η λίγη ανάσα ακόμα.
Κι εύκολα πέφτοντας ξεκούραστοι σε κουρασμένους πάνω,
απ᾿ τα καλύβια θα τους διώχναμε κι απ᾿ τ᾿ άρμενα στο κάστρο.»
Τέτοια μιλάει παρακαλώντας τον, ο ανέμυαλος! Τον ίδιο
πικρό χαμό του και το θάνατο να βρει παρακαλούσε!
Τότε ο Αχιλλέας ο γοργοπόδαρος βαρυγκομώντας είπε:
«Ωχού, τρισεύγενε μου Πάτροκλε, τι λόγια αυτά που κρένεις;
45 ὤσαιμεν προτὶ ἄστυ νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων.
ὣς φάτο λισσόμενος μέγα νήπιος· ἦ γὰρ ἔμελλεν
οἷ αὐτῷ θάνατόν τε κακὸν καὶ κῆρα λιτέσθαι.
τὸν δὲ μέγ᾽ ὀχθήσας προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
ὤ μοι διογενὲς Πατρόκλεες οἷον ἔειπες·
50 οὔτε θεοπροπίης ἐμπάζομαι ἥν τινα οἶδα,
οὔτέ τί μοι πὰρ Ζηνὸς ἐπέφραδε πότνια μήτηρ·
ἀλλὰ τόδ᾽ αἰνὸν ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἱκάνει,
ὁππότε δὴ τὸν ὁμοῖον ἀνὴρ ἐθέλῃσιν ἀμέρσαι
καὶ γέρας ἂψ ἀφελέσθαι, ὅ τε κράτεϊ προβεβήκῃ·
Μηδέ για τα γραμμένα νοιάζουμαι, που τάχα εγώ κατέχω,
μηδέ κι η μάνα μου φανέρωσε λόγο απ᾿ το Δία κανένα'
μα την καρδιά μου και τα φρένα μου βαρύς θυμός πλακώνει,
όντας ζητάει κανείς τον ίσο του να κλέψει, και να πάρει
πίσω ξανά το αρχοντομοίρι του, τι πιο είναι δυνατός του.
Αυτός ο πόνος τρώει τα σπλάχνα μου, τι έχω πολλά τραβήξει.
Την κόρη, οι γιοί που μου ξεδιάλεξαν των Αχαιών να πάρω,
κι εγώ με το σπαθί την κούρσεψα, τρανό πατώντας κάστρο,
μέσα απ᾿ τα χέρια μου ο Αγαμέμνονας την πήρε πίσω ο γαύρος,
ο γιος του Ατρέα, θαρρείς κι αψήφιστος πως ήμουν ξωμερίτης.
55 αἰνὸν ἄχος τό μοί ἐστιν, ἐπεὶ πάθον ἄλγεα θυμῷ.
κούρην ἣν ἄρα μοι γέρας ἔξελον υἷες Ἀχαιῶν,
δουρὶ δ᾽ ἐμῷ κτεάτισσα πόλιν εὐτείχεα πέρσας,
τὴν ἂψ ἐκ χειρῶν ἕλετο κρείων Ἀγαμέμνων
Ἀτρεΐδης ὡς εἴ τιν᾽ ἀτίμητον μετανάστην.
60 ἀλλὰ τὰ μὲν προτετύχθαι ἐάσομεν· οὐδ᾽ ἄρα πως ἦν
ἀσπερχὲς κεχολῶσθαι ἐνὶ φρεσίν· ἤτοι ἔφην γε
οὐ πρὶν μηνιθμὸν καταπαυσέμεν, ἀλλ᾽ ὁπότ᾽ ἂν δὴ
νῆας ἐμὰς ἀφίκηται ἀϋτή τε πτόλεμός τε.
τύνη δ᾽ ὤμοιιν μὲν ἐμὰ κλυτὰ τεύχεα δῦθι,
Μα ό,τι έγινε έγινε, ας τ᾿ αφήσουμε, τι αιώνια να κρατήσει
στα στήθη μου ο θυμός δε γίνεται, κι ας το 'χα τάξει αλήθεια
πως δε θα πάψω εγώ τη μάνητα, παρ'όντας πια θ᾿ ακούσω
να φτάνει η χλαλοή κι ο πόλεμος ως τ᾿ άρμενα μου ετούτα.
Μα τώρα εσύ τα πολυδόξαστα για φόρεσε άρματά μου,
κι έμπα στη μάχη, στους πολέμαρχους τους Μυρμιδόνες πρώτος,
αφού των Τρωών το μαύρο σύγνεφο μας ζώνει τα καράβια
με δύναμη μεγάλη ολόγυρα᾿ κι αυτοί στο ακροθαλάσσι,
οι Αργίτες, στριμωγμένοι εκόλλησαν σε λίγο στενοτόπι'
κι από την άλλη οι Τρώες εθάρρεψαν και ζύγωσαν κοντά μας'
65 ἄρχε δὲ Μυρμιδόνεσσι φιλοπτολέμοισι μάχεσθαι,
εἰ δὴ κυάνεον Τρώων νέφος ἀμφιβέβηκε
νηυσὶν ἐπικρατέως, οἳ δὲ ῥηγμῖνι θαλάσσης
κεκλίαται, χώρης ὀλίγην ἔτι μοῖραν ἔχοντες
Ἀργεῖοι, Τρώων δὲ πόλις ἐπὶ πᾶσα βέβηκε
70 θάρσυνος· οὐ γὰρ ἐμῆς κόρυθος λεύσσουσι μέτωπον
ἐγγύθι λαμπομένης· τάχα κεν φεύγοντες ἐναύλους
πλήσειαν νεκύων, εἴ μοι κρείων Ἀγαμέμνων
ἤπια εἰδείη· νῦν δὲ στρατὸν ἀμφιμάχονται.
οὐ γὰρ Τυδεΐδεω Διομήδεος ἐν παλάμῃσι
τι πια του κράνους μου το μέτωπο να στραφταλίζει ομπρός τους
δεν το θωρούν λέω θα ξεχείλιζαν αμέσως τα χαντάκια
απ᾿ τους νεκρούς τους, όπως θα 'φευγαν, ο γιος του Ατρέα μ᾿ αγάπη
αν μου φερνόταν τώρα, κοίταξε, χτυπιούνται ομπρός στίς πρύμνες·
τι στου Διομήδη πια σταμάτησε τις φούχτες το κοντάρι
να ξεφρενιάζει, και το θάνατο να διώχνει απ᾿ τους Αργίτες·
κι ουδέ η φωνή του Ατρείδη ακούγεται να βγαίνει απ᾿ τ᾿ οχτρεμένο
το στόμα του· μοναχά του Έχτορα του αντροφονιά τρογύρα,
τους Τρώες καθώς προστάζει, ο αντίλαλος᾿ κι αυτοί κρατούν τον κάμπο
δικό τους όλο, και χουγιάζοντας τσακίζουν τους Αργίτες.
75 μαίνεται ἐγχείη Δαναῶν ἀπὸ λοιγὸν ἀμῦναι·
οὐδέ πω Ἀτρεΐδεω ὀπὸς ἔκλυον αὐδήσαντος
ἐχθρῆς ἐκ κεφαλῆς· ἀλλ᾽ Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο
Τρωσὶ κελεύοντος περιάγνυται, οἳ δ᾽ ἀλαλητῷ
πᾶν πεδίον κατέχουσι μάχῃ νικῶντες Ἀχαιούς.
80 ἀλλὰ καὶ ὧς Πάτροκλε νεῶν ἄπο λοιγὸν ἀμύνων
ἔμπεσ᾽ ἐπικρατέως, μὴ δὴ πυρὸς αἰθομένοιο
νῆας ἐνιπρήσωσι, φίλον δ᾽ ἀπὸ νόστον ἕλωνται.
πείθεο δ᾽ ὥς τοι ἐγὼ μύθου τέλος ἐν φρεσὶ θείω,
ὡς ἄν μοι τιμὴν μεγάλην καὶ κῦδος ἄρηαι
Μα κι έτσι, απ᾿ τα καράβια διώχνοντας το χαλασμό, με λύσσα
χύσου στη μάχη μέσα, Πάτροκλε, μην κάψουν τα καράβια
με φάουσα φλόγα, και μας κόψουνε του γυρισμού τη στράτα.
Μα ό,τι θα πω, ως την άκρα βάλε το στο νου κι απάκουσέ μου·
τι δόξα και τιμή περίτρανη να μου χαρίσεις θέλω
μπρος στους Αργίτες, την πανέμορφη να μου γυρίσουν κόρη,
κι άλλα πολλά από πάνω ατίμητα να μου χαρίσουν δώρα.
Μόλις τους διώξεις από τ᾿ άρμενα, γύρνα τα πίσω, κι άλλη
ο άντρας της Ήρας ο βαρύβροντος αν σου χαρίζει δόξα,
μη θες τους Τρώες τους πολεμόχαρους να πολεμάς μονάχος,
85 πρὸς πάντων Δαναῶν, ἀτὰρ οἳ περικαλλέα κούρην
ἂψ ἀπονάσσωσιν, ποτὶ δ᾽ ἀγλαὰ δῶρα πόρωσιν.
ἐκ νηῶν ἐλάσας ἰέναι πάλιν· εἰ δέ κεν αὖ τοι
δώῃ κῦδος ἀρέσθαι ἐρίγδουπος πόσις Ἥρης,
μὴ σύ γ᾽ ἄνευθεν ἐμεῖο λιλαίεσθαι πολεμίζειν
90 Τρωσὶ φιλοπτολέμοισιν· ἀτιμότερον δέ με θήσεις·
μὴ δ᾽ ἐπαγαλλόμενος πολέμῳ καὶ δηϊοτῆτι
Τρῶας ἐναιρόμενος προτὶ Ἴλιον ἡγεμονεύειν,
μή τις ἀπ᾽ Οὐλύμποιο θεῶν αἰειγενετάων
ἐμβήῃ· μάλα τούς γε φιλεῖ ἑκάεργος Ἀπόλλων·
δίχως εμένα᾿ τι τη δόξα μου θα λιγοστέψεις έτσι.
Και μη μεθύσεις απ᾿ τον πόλεμο κι απ᾿ τη σφαγή, κι ανοίξεις
δρόμο μπροστά, τους Τρώες σκοτώνοντας, κατά της Τροίας το κάστρο,
μην τύχει και κανείς αθάνατος, απ᾿ τους θεούς του Ολύμπου,
στη μέση μπει᾿ τι αυτούς ο Απόλλωνας τους έχει στην καρδιά του.
Μόλις γλιτώσεις τα πλεούμενα, μεμιάς να γύρεις πίσω,
και μοναχούς τους άλλους άφησε να πολεμούν στον κάμπο.
Ε, λέει και να 'ταν, Δία πατέρα μου και Φοίβε κι Αθηνά μου,
μήτε ένας απ᾿ τους Τρώες να ξέφευγε του Χάρου, όσοι και να 'ναι,
μήτε κι Αργίτης, να γλιτώσουμε μονάχα εμείς οι δυο μας,
95 ἀλλὰ πάλιν τρωπᾶσθαι, ἐπὴν φάος ἐν νήεσσι
θήῃς, τοὺς δ᾽ ἔτ᾽ ἐᾶν πεδίον κάτα δηριάασθαι.
αἲ γὰρ Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον
μήτέ τις οὖν Τρώων θάνατον φύγοι ὅσσοι ἔασι,
μήτέ τις Ἀργείων, νῶϊν δ᾽ ἐκδῦμεν ὄλεθρον,
100 ὄφρ᾽ οἶοι Τροίης ἱερὰ κρήδεμνα λύωμεν.
ὣς οἳ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
Αἴας δ᾽ οὐκ ἔτ᾽ ἔμιμνε· βιάζετο γὰρ βελέεσσι·
δάμνα μιν Ζηνός τε νόος καὶ Τρῶες ἀγαυοὶ
βάλλοντες· δεινὴν δὲ περὶ κροτάφοισι φαεινὴ
εμείς και να ξεκεφαλίσουμε της άγιας Τροίας το κάστρο!»
Σαν τέτοια λόγια συναλλήλως τους κουβέντιαζαν εκείνοι'
κι ο Αίαντας, που οι ριξιές τον ζόριζαν, πια δεν κρατήθηκε άλλο'
μαζί η βουλή του Δία τον δάμαζε κι οι γαύροι Τρώες που έριχναν.
Κι ολοτρογύρα απ᾿ τα μελίγγια του το στραφτερό του κράνος
απ᾿ τις χτυπιές φριχτά αντιδόνιζε, τι αλάγιαστα του έριχναν
πάνω στ᾿ αφάλια τα καλόφτιαστα᾿ κι είχε κοπεί ο ζερβός του
ο νώμος, το πολύπλουμο άπαυτα ν᾿ ανεβαστάει σκουτάρι.
Μα μ᾿ όλες τις ριξιές τρογύρα του βαστούσε εκείνος πάντα'
βαρύ λαχάνιασμα τον έπνιγε, κι απ᾿ όλο το κορμί του
105 πήληξ βαλλομένη καναχὴν ἔχε, βάλλετο δ᾽ αἰεὶ
κὰπ φάλαρ᾽ εὐποίηθ᾽· ὃ δ᾽ ἀριστερὸν ὦμον ἔκαμνεν
ἔμπεδον αἰὲν ἔχων σάκος αἰόλον· οὐδὲ δύναντο
ἀμφ᾽ αὐτῷ πελεμίξαι ἐρείδοντες βελέεσσιν.
αἰεὶ δ᾽ ἀργαλέῳ ἔχετ᾽ ἄσθματι, κὰδ δέ οἱ ἱδρὼς
110 πάντοθεν ἐκ μελέων πολὺς ἔρρεεν, οὐδέ πῃ εἶχεν
ἀμπνεῦσαι· πάντῃ δὲ κακὸν κακῷ ἐστήρικτο.
ἔσπετε νῦν μοι Μοῦσαι Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχουσαι,
ὅππως δὴ πρῶτον πῦρ ἔμπεσε νηυσὶν Ἀχαιῶν.
Ἕκτωρ Αἴαντος δόρυ μείλινον ἄγχι παραστὰς
κρουνός ο ιδρώτας κάτω εχύνουνταν, κι ανασασμό δεν είχε'
κακό μονάχα ολούθε επλάκωνε σε άλλο κακό από πάνω.
Πέστε μου τώρα, Μούσες, που έχετε τον Όλυμπο παλάτι,
πώς πήρε η φλόγα και πρωτόπεσε στ᾿ Αργίτικα καράβια;
Ο μέγας Έχτορας ζυγώνοντας με το μακρύ σπαθί του·
του Αίαντα χτύπησε το φράξινο κοντάρι, απά στη δέση,
και πέρα ως πέρα του το θέρισε. Κι ο γιος του Τελαμώνα
το κολοβό κοντάρι απόμεινε να παίζει μες στο χέρι'
κι ο χάλκινος χαλός βουίζοντας στη γη τινάχτη πέρα.
Και τότε ο Αίας, ανατριχιάζοντας στην άψεγη καρδιά του,
115 πλῆξ᾽ ἄορι μεγάλῳ αἰχμῆς παρὰ καυλὸν ὄπισθεν,
ἀντικρὺ δ᾽ ἀπάραξε· τὸ μὲν Τελαμώνιος Αἴας
πῆλ᾽ αὔτως ἐν χειρὶ κόλον δόρυ, τῆλε δ᾽ ἀπ᾽ αὐτοῦ
αἰχμὴ χαλκείη χαμάδις βόμβησε πεσοῦσα.
γνῶ δ᾽ Αἴας κατὰ θυμὸν ἀμύμονα ῥίγησέν τε
120 ἔργα θεῶν, ὅ ῥα πάγχυ μάχης ἐπὶ μήδεα κεῖρε
Ζεὺς ὑψιβρεμέτης, Τρώεσσι δὲ βούλετο νίκην·
χάζετο δ᾽ ἐκ βελέων. τοὶ δ᾽ ἔμβαλον ἀκάματον πῦρ
νηῒ θοῇ· τῆς δ᾽ αἶψα κατ᾽ ἀσβέστη κέχυτο φλόξ.
ὣς τὴν μὲν πρυμνὴν πῦρ ἄμφεπεν· αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
από θεού πως ήταν το 'νιωσε, κι ο Δίας ο αψηλοβρόντης
τους Τρώες πως βόηθαγε, και ζάβωνε κάθε βουλή δικιά του.
Απ᾿ τις ριξιές λοιπόν ξεμάκρυνε· κι αυτοί στο πλοίο τινάζουν
φωτιάν αχόρταγη· φλόγα άσβηστη μεμιάς το περιζώνει.
Έτσι έτρωγε η φωτιά την πρύμνα του· τότε ο Αχιλλέας με βιάση
χτυπώντας τα μεριά του εφώναξε στον Πάτροκλο και του 'πε:
«Ομπρός, αλογοδρόμε Πάτροκλε, τρισεύγενε, ξεκρίνω
της φάουσας της φωτιάς το σφύριγμα πλάι στα καράβια τώρα'
μην πάει και πάρουν τα καράβια μας και σίγουρα χαθούμε.
Τ᾿ άρματα φόρα εσύ, το ασκέρι μας εγώ θα πάω να μάσω.»
125 μηρὼ πληξάμενος Πατροκλῆα προσέειπεν·
ὄρσεο διογενὲς Πατρόκλεες ἱπποκέλευθε·
λεύσσω δὴ παρὰ νηυσὶ πυρὸς δηΐοιο ἰωήν·
μὴ δὴ νῆας ἕλωσι καὶ οὐκέτι φυκτὰ πέλωνται·
δύσεο τεύχεα θᾶσσον, ἐγὼ δέ κε λαὸν ἀγείρω.
130 ὣς φάτο, Πάτροκλος δὲ κορύσσετο νώροπι χαλκῷ.
κνημῖδας μὲν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε
καλάς, ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας·
δεύτερον αὖ θώρηκα περὶ στήθεσσιν ἔδυνε
ποικίλον ἀστερόεντα ποδώκεος Αἰακίδαο.
Είπε, και κείνος πήρε κι έβαζε τη στραφτερή του αρμάτα"
και πρώτα γύρα στ᾿ αντικνήμια του στεριώνει τις κνημίδες,
τις όμορφες, που τις σφιχτόδεναν πανώσφυρα ασημένια'
δεύτερα πέρασε στο στήθος του τρογύρα του Αχιλλέα
του φτεροπόδαρου το θώρακα τον αστροπλουμισμένο'
μετά το ασημοκαρφοπλούμιστο σπαθί περνά στους ώμους,
το χάλκινο, και το κατάβαρο, θεόρατο σκουτάρι'
στο δυνατό κεφάλι του έβαλε καλοφτιαγμένο κράνος, :
κι άγρια ψηλά από πάνω ανέμιζεν η φούντα του η αλογίσια'
και δυο γερά κοντάρια εφούχτωσε, που του 'ρχονταν στο χέρι.
135 ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ ὤμοισιν βάλετο ξίφος ἀργυρόηλον
χάλκεον, αὐτὰρ ἔπειτα σάκος μέγα τε στιβαρόν τε·
κρατὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἰφθίμῳ κυνέην εὔτυκτον ἔθηκεν
ἵππουριν· δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν.
εἵλετο δ᾽ ἄλκιμα δοῦρε, τά οἱ παλάμηφιν ἀρήρει.
140 ἔγχος δ᾽ οὐχ ἕλετ᾽ οἶον ἀμύμονος Αἰακίδαο
βριθὺ μέγα στιβαρόν· τὸ μὲν οὐ δύνατ᾽ ἄλλος Ἀχαιῶν
πάλλειν, ἀλλά μιν οἶος ἐπίστατο πῆλαι Ἀχιλλεὺς
Πηλιάδα μελίην, τὴν πατρὶ φίλῳ πόρε Χείρων
Πηλίου ἐκ κορυφῆς, φόνον ἔμμεναι ἡρώεσσιν.
Μον᾿ το βαρύ, μεγάλο, ασήκωτο κοντάρι του Αχιλλέα
δεν πήρε του άψεγου᾿ δε δύνουνταν κανένας να το παίζει
Αργίτης άλλος μες στα χέρια του᾿ μόνο ο Αχιλλέας μπορούσε—
το φράξινο κοντάρι, ο Χείρωνας που απ᾿ τις κορφές του Πηλίου
για να σκοτώνει ηρώους αντρόκαρδους στον κύρη του είχε δώσει.
Κράζει μετά τον Αυτομέδοντα για να του ζέψει τ᾿ άτια'
μετά απ᾿ τον Αχιλλέα τον άτρομο τιμούσε απ᾿ όλους τούτον,
τί κάτεχε πως έστεκε άσειστος στης μάχης τη φοβέρα.
Και τ᾿ άτια αμέσως ο Αυτομέδοντας τα γρήγορα, τον Ξάνθο
και το Βαλίο, που σαν τον άνεμο γοργοπετούσαν, ζεύει.
145 ἵππους δ᾽ Αὐτομέδοντα θοῶς ζευγνῦμεν ἄνωγε,
τὸν μετ᾽ Ἀχιλλῆα ῥηξήνορα τῖε μάλιστα,
πιστότατος δέ οἱ ἔσκε μάχῃ ἔνι μεῖναι ὁμοκλήν.
τῷ δὲ καὶ Αὐτομέδων ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους
Ξάνθον καὶ Βαλίον, τὼ ἅμα πνοιῇσι πετέσθην,
150 τοὺς ἔτεκε Ζεφύρῳ ἀνέμῳ Ἅρπυια Ποδάργη
βοσκομένη λειμῶνι παρὰ ῥόον Ὠκεανοῖο.
ἐν δὲ παρηορίῃσιν ἀμύμονα Πήδασον ἵει,
τόν ῥά ποτ᾽ Ἠετίωνος ἑλὼν πόλιν ἤγαγ᾽ Ἀχιλλεύς,
ὃς καὶ θνητὸς ἐὼν ἕπεθ᾽ ἵπποις ἀθανάτοισι.
Τα 'χε γεννήσει με το Ζέφυρο μιαν Άρπια, η Φτεροπόδα,
μια μέρα σε λιβάδι ως έβοσκε, στου Ωκεανού τους όχτους.
Και τον ασύγκριτο τον Πήδασο στ᾿ άλλα αποδίπλα ζεύει'
κουρσό τον είχε απ᾿ του Ηετίωνα φέρει ο Αχιλλέας το κάστρο,
κι αν και θνητός, μα με τ᾿ αθάνατα παράβγαινε άλογά του.
Κι ωστόσο στα καλύβια τρέχοντας τους Μυρμιδόνες όλους
αρμάτωνε ο Αχιλλέας· και φρένιαζαν αυτοί, σα σαρκοφάγοι
λύκοι, που δύναμη ακατάλυτη τους σπρώχνει, κι ως σπαράζουν
τρανή αλαφίνα διπλοκέρατη μες στα βουνά, την τρώνε
αρπαχτικά᾿ κι ως τα μουσούδια τους βάφηκαν μ᾿ αίμα άκρατο,
155 Μυρμιδόνας δ᾽ ἄρ᾽ ἐποιχόμενος θώρηξεν Ἀχιλλεὺς
πάντας ἀνὰ κλισίας σὺν τεύχεσιν· οἳ δὲ λύκοι ὣς
ὠμοφάγοι, τοῖσίν τε περὶ φρεσὶν ἄσπετος ἀλκή,
οἵ τ᾽ ἔλαφον κεραὸν μέγαν οὔρεσι δῃώσαντες
δάπτουσιν· πᾶσιν δὲ παρήϊον αἵματι φοινόν·
160 καί τ᾽ ἀγεληδὸν ἴασιν ἀπὸ κρήνης μελανύδρου
λάψοντες γλώσσῃσιν ἀραιῇσιν μέλαν ὕδωρ
ἄκρον ἐρευγόμενοι φόνον αἵματος· ἐν δέ τε θυμὸς
στήθεσιν ἄτρομός ἐστι, περιστένεται δέ τε γαστήρ·
τοῖοι Μυρμιδόνων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες
κοπαδιαστά να πιουν ξεκίνησαν σε μαύρη νερομάνα'
και το βαθύ νερό απανάλαφρα με τις λιγνές τους γλώσσες
λάφτουν, κι αναξερνούν τα γαίματα᾿ μα ατρόμητη στα στήθια
βαστάει η ψυχή τους, κι ας εβάρυνε τόσο πολύ η κοιλιά τους·
όμοια οι προλάτες κι οι πολέμαρχοι των Μυρμιδόνων τρέχαν
στον ψυχωμένο γύρα σύντροφο του φτερωτού Αχιλλέα
να μαζευτούν κι ο πολεμόχαρος γιος του Πηλέα σιμά τους
τους σκουταράτους άντρες έσπρωχνε και τ᾿ άτια να κινήσουν.
Είχε ο Αχιλλέας πενήντα γρήγορα καράβια που κυβέρνα,
ο λατρευτός του Δία, σαν έφτασε στην Τροία, και στο καθένα
165 ἀμφ᾽ ἀγαθὸν θεράποντα ποδώκεος Αἰακίδαο
ῥώοντ᾽· ἐν δ᾽ ἄρα τοῖσιν ἀρήϊος ἵστατ᾽ Ἀχιλλεύς,
ὀτρύνων ἵππους τε καὶ ἀνέρας ἀσπιδιώτας.
πεντήκοντ᾽ ἦσαν νῆες θοαί, ᾗσιν Ἀχιλλεὺς
ἐς Τροίην ἡγεῖτο Διῒ φίλος· ἐν δὲ ἑκάστῃ
170 πεντήκοντ᾽ ἔσαν ἄνδρες ἐπὶ κληῖσιν ἑταῖροι·
πέντε δ᾽ ἄρ᾽ ἡγεμόνας ποιήσατο τοῖς ἐπεποίθει
σημαίνειν· αὐτὸς δὲ μέγα κρατέων ἤνασσε.
τῆς μὲν ἰῆς στιχὸς ἦρχε Μενέσθιος αἰολοθώρηξ
υἱὸς Σπερχειοῖο διιπετέος ποταμοῖο·
πενήντα παλικάρια εκάθουνταν πα στο κουπί συντρόφοι'
και πέντε κεφαλή τους έβαλε ρηγάρχες μπιστεμένους
να κυβερνούν, κι αυτός βασίλευε περίσσια πάνω απ᾿ όλους.
Στον πρώτο λόχο ο λαμπροθώρακος Μενέσθιος κυβερνούσε,
του Σπερχειού, του ουρανογέννητου του ποταμού, βλαστάρι·
μια κόρη του Πηλέα τον γέννησε πανώρια, η Πολύδωρα,
θνητή, που με θεό κοιμήθηκε, το Σπερχειό το γαύρο,
μα γιος του Βώρου νοματίζουνταν κι αγγόνι του Περήρη'
τι αυτός την πήρε απ᾿ τον πατέρα της με μυριοπλούσια δώρα.
Στόν άλλο λόχο ο γαύρος Εύδωρος αφέντευε, μιας κόρης,
175 ὃν τέκε Πηλῆος θυγάτηρ καλὴ Πολυδώρη
Σπερχειῷ ἀκάμαντι γυνὴ θεῷ εὐνηθεῖσα,
αὐτὰρ ἐπίκλησιν Βώρῳ Περιήρεος υἷι,
ὅς ῥ᾽ ἀναφανδὸν ὄπυιε πορὼν ἀπερείσια ἕδνα.
τῆς δ᾽ ἑτέρης Εὔδωρος ἀρήϊος ἡγεμόνευε
180 παρθένιος, τὸν ἔτικτε χορῷ καλὴ Πολυμήλη
Φύλαντος θυγάτηρ· τῆς δὲ κρατὺς ἀργεϊφόντης
ἠράσατ᾽, ὀφθαλμοῖσιν ἰδὼν μετὰ μελπομένῃσιν
ἐν χορῷ Ἀρτέμιδος χρυσηλακάτου κελαδεινῆς.
αὐτίκα δ᾽ εἰς ὑπερῷ᾽ ἀναβὰς παρελέξατο λάθρῃ
της Πολυμήλας, κλεφτογέννημα, που στο χορό ήταν πρώτη,
του Φύλα η θυγατέρα· τι άρεσε του Αργοφονιά, ως την είδε
που στο χορό ετραγούδα κάποτε με άλλες μαζί κοπέλες
στη χάρη της χουγιάχτρας Άρτεμης της χρυσοδοξαρούσας.
Ευτύς στο ανώγι άνέβη κι έσμιξε κρυφά μαζί της τότε
ο πονηρός Ερμής, τρισεύγενον υγιό χαρίζοντας της,
τον Εύδωρο, καλό στο τρέξιμο, καλό και στο κοντάρι.
Κι η θεά Λεχούσα αφού η βαρύπονη της έβγαλε το γιο της
όξω στο φως, και του ήλιου αντίκρισε την άγια λάμψη, εκείνην
ο γαύρος Εχεκλής, ο ατρόμητος του Αχτόρου ύγιός, την πήρε
185 Ἑρμείας ἀκάκητα, πόρεν δέ οἱ ἀγλαὸν υἱὸν
Εὔδωρον πέρι μὲν θείειν ταχὺν ἠδὲ μαχητήν.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τόν γε μογοστόκος Εἰλείθυια
ἐξάγαγε πρὸ φόως δὲ καὶ ἠελίου ἴδεν αὐγάς,
τὴν μὲν Ἐχεκλῆος κρατερὸν μένος Ἀκτορίδαο
190 ἠγάγετο πρὸς δώματ᾽, ἐπεὶ πόρε μυρία ἕδνα,
τὸν δ᾽ ὃ γέρων Φύλας εὖ ἔτρεφεν ἠδ᾽ ἀτίταλλεν
ἀμφαγαπαζόμενος ὡς εἴ θ᾽ ἑὸν υἱὸν ἐόντα.
τῆς δὲ τρίτης Πείσανδρος ἀρήϊος ἡγεμόνευε
Μαιμαλίδης, ὃς πᾶσι μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν
γυναίκα, μύρια δώρα δίνοντας, στο αρχοντικό του μέσα.
Και το μωρό το χαϊδανάσταινε με αγάπη ο γέρο Φύλας,
,.και πάντα γνοιαστικά το φρόντιζε, σαν να 'ταν γιος δικός του.
Στον τρίτο λόχο ο γιος του Μαίμαλου μπήκε αρχηγός, ο γαύρος
ο Πείσαντρος, που στο κοντάρεμα ξεχώριζε απ᾿ τους άλλους,
μετά από του Αχιλλέα το σύντροφο, στους Μυρμιδόνες μέσα.
Κι ο γέρο αλογολάτης Φοίνικας τον τέταρτο οδηγούσε,
κι ο ψυχωμένος Αλκιμέδοντας, του Λαέρκη ο γιος, τον πέμπτο.
Κι ως όλους ο Αχιλλέας τους χώρισε, και πήραν θέση δίπλα
-στους αρχηγούς, γυρνώντας μίλησε παλικαρίσια λόγια:
195 ἔγχεϊ μάρνασθαι μετὰ Πηλεΐωνος ἑταῖρον.
τῆς δὲ τετάρτης ἦρχε γέρων ἱππηλάτα Φοῖνιξ,
πέμπτης δ᾽ Ἀλκιμέδων Λαέρκεος υἱὸς ἀμύμων.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντας ἅμ᾽ ἡγεμόνεσσιν Ἀχιλλεὺς
στῆσεν ἐῢ κρίνας, κρατερὸν δ᾽ ἐπὶ μῦθον ἔτελλε·
200 Μυρμιδόνες μή τίς μοι ἀπειλάων λελαθέσθω,
ἃς ἐπὶ νηυσὶ θοῇσιν ἀπειλεῖτε Τρώεσσι
πάνθ᾽ ὑπὸ μηνιθμόν, καί μ᾽ ᾐτιάασθε ἕκαστος·
σχέτλιε Πηλέος υἱὲ χόλῳ ἄρα σ᾽ ἔτρεφε μήτηρ,
νηλεές, ὃς παρὰ νηυσὶν ἔχεις ἀέκοντας ἑταίρους·
«Μη λησμονήσει τις φοβέρες του κανένας, Μυρμιδόνες,
που για τους Τρώες εδώ πετούσατε πλάι στα γοργά καράβια,
όσο ο θυμός μου εκράτα, κι όλοι σας τα βάζατε μαζί μου:
,,Γιε του Πηλέα σκληρέ, η μητέρα σου σε είχε χολή βυζάξει;
Άσπλαχνε εσύ, που τους συντρόφους σου στ᾿ άρμενα εδώ κρατάς μας
με το στανιό. Στα πελαγόδρομα λοιπόν καράβια ας μπούμε,
πίσω να πάμε, μια και σου 'πνίξε μαύρος θυμός τα σπλάχνα."
Τέτοια όλοι σας μαζί μου λέγατε συχνά, και τώρα να το
της μάχης πριν που λαχταρούσατε το έργο το μέγα ομπρός σας.
Ο που 'χει τώρα στήθος ατρομο στους Τρώες ας πέσει απάνω!»
205 οἴκαδέ περ σὺν νηυσὶ νεώμεθα ποντοπόροισιν
αὖτις, ἐπεί ῥά τοι ὧδε κακὸς χόλος ἔμπεσε θυμῷ.
ταῦτά μ᾽ ἀγειρόμενοι θάμ᾽ ἐβάζετε· νῦν δὲ πέφανται
φυλόπιδος μέγα ἔργον, ἕης τὸ πρίν γ᾽ ἐράασθε.
ἔνθά τις ἄλκιμον ἦτορ ἔχων Τρώεσσι μαχέσθω.
210 ὣς εἰπὼν ὄτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου.
μᾶλλον δὲ στίχες ἄρθεν, ἐπεὶ βασιλῆος ἄκουσαν.
ὡς δ᾽ ὅτε τοῖχον ἀνὴρ ἀράρῃ πυκινοῖσι λίθοισι
δώματος ὑψηλοῖο βίας ἀνέμων ἀλεείνων,
ὣς ἄραρον κόρυθές τε καὶ ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι.
Αυτά είπε, κι όλοι επήραν δύναμη και στύλωσε η καρδιά τους,
κι ακόμα πιο τους λόχους έσφιξαν το βασιλιά γρικώντας.
Πώς αρμοδένει τοίχο ο μάστορας με αδρές σφιγμένες πέτρες
σπιτιού αψηλού, να το αφεντεύουνε, σύντας φυσούν οι άνεμοι·
όμοια σφιχτά τα κράνη αρμόδεναν κι οι αφαλωτές ασπίδες.
Σκούδο στο σκούδο σφιχτοσμίγουνταν, κράνος στο κράνος, άντρας
στον άντρα᾿ κι ως έσκυβαν, άγγιζαν στ᾿ αλογουρίσια κράνη
ψηλά τα κέρατα τα ολόλαμπρα᾿ τόσο πυκνά αρμόδεναν.
Κι ομπρός απ᾿ όλους ο Αυτομέδοντας κι ο Πάτροκλος, ντυμένοι
μες στ᾿ άρματα τους, πηγαινόρχουνταν, με μια καρδιά κι οι δυο τους,
215 ἀσπὶς ἄρ᾽ ἀσπίδ᾽ ἔρειδε, κόρυς κόρυν, ἀνέρα δ᾽ ἀνήρ·
ψαῦον δ᾽ ἱππόκομοι κόρυθες λαμπροῖσι φάλοισι
νευόντων, ὡς πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισι.
πάντων δὲ προπάροιθε δύ᾽ ἀνέρε θωρήσσοντο
Πάτροκλός τε καὶ Αὐτομέδων ἕνα θυμὸν ἔχοντες
220 πρόσθεν Μυρμιδόνων πολεμιζέμεν. αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
βῆ ῥ᾽ ἴμεν ἐς κλισίην, χηλοῦ δ᾽ ἀπὸ πῶμ᾽ ἀνέῳγε
καλῆς δαιδαλέης, τήν οἱ Θέτις ἀργυρόπεζα
θῆκ᾽ ἐπὶ νηὸς ἄγεσθαι ἐῢ πλήσασα χιτώνων
χλαινάων τ᾽ ἀνεμοσκεπέων οὔλων τε ταπήτων.
μπροστά απ᾿ τους Μυρμιδόνες στέκοντας να πολεμούν. Κι ωστόσο
μπήκε ο Αχιλλέας μες στο καλύβι του, κι ανοίγει μια κασέλα
ωριόξομπλη, που η χιοναστράγαλη του 'χε απιθώσει Θέτη,
μαζί του να την πάρει, στο άρμενο, ξεχειλιστή χιτώνες
και κάπες, να 'χει να ζεσταίνεται, κι ολόσγουρα κιλίμια.
Μαστορεμένη κούπα εφύλαγεν εκεί᾿ με τούτην άλλος
άντρας κρασί ποτέ δεν έπινε φλογόμαυρο, και μήτε
σε άλλο θεό σπονδές επρόσφερνε, μόνο στο Δία πατέρα.
Την πήρε τότε απ᾿ την κασέλα του, την πάστρεψε με θειάφι,
με λαγαρό νερό τρεχούμενο την ξέπλυνε κατόπι,
225 ἔνθα δέ οἱ δέπας ἔσκε τετυγμένον, οὐδέ τις ἄλλος
οὔτ᾽ ἀνδρῶν πίνεσκεν ἀπ᾽ αὐτοῦ αἴθοπα οἶνον,
οὔτέ τεῳ σπένδεσκε θεῶν, ὅτε μὴ Διὶ πατρί.
τό ῥα τότ᾽ ἐκ χηλοῖο λαβὼν ἐκάθηρε θεείῳ
πρῶτον, ἔπειτα δ᾽ ἔνιψ᾽ ὕδατος καλῇσι ῥοῇσι,
230 νίψατο δ᾽ αὐτὸς χεῖρας, ἀφύσσατο δ᾽ αἴθοπα οἶνον.
εὔχετ᾽ ἔπειτα στὰς μέσῳ ἕρκεϊ, λεῖβε δὲ οἶνον
οὐρανὸν εἰσανιδών· Δία δ᾽ οὐ λάθε τερπικέραυνον·
Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε Πελασγικὲ τηλόθι ναίων
Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου, ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ
κι ατός του ως νίφτηκε, φλογόμαυρο κρασί ανασέρνει, κι έτσι
μες στην αυλή του επήρε κι έσταζε κρασί, ψηλά θωρώντας,
κι έκαμε ευκή, κι ο κεραυνόχαρος τα λόγια του άκουε Δίας:
« Δία της Δωδώνης, πρωτοκύβερνε, πελασγικέ, που μένεις
μακριά, την παγερή αφεντεύοντας Δωδώνη, και τρογύρα
χαμοκοιτάμενοι, ανιφτόποδοι, ζουν οι Σελλοί, οι δικοί σου
προφήτες· κι άλλοτε συνάκουσες την προσευκή μου εμένα
και μου 'δωσες τιμή, παιδεύοντας ανήλεα τους Αργίτες·
όμοια και τώρα αυτό το θέλημα μη μου το αρνιέσαι πάλε:
ατός μου εγώ στων πλοίων τη σύναξη θα μείνω τώρα πίσω,
235 σοὶ ναίουσ᾽ ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι,
ἠμὲν δή ποτ᾽ ἐμὸν ἔπος ἔκλυες εὐξαμένοιο,
τίμησας μὲν ἐμέ, μέγα δ᾽ ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν,
ἠδ᾽ ἔτι καὶ νῦν μοι τόδ᾽ ἐπικρήηνον ἐέλδωρ·
αὐτὸς μὲν γὰρ ἐγὼ μενέω νηῶν ἐν ἀγῶνι,
240 ἀλλ᾽ ἕταρον πέμπω πολέσιν μετὰ Μυρμιδόνεσσι
μάρνασθαι· τῷ κῦδος ἅμα πρόες εὐρύοπα Ζεῦ,
θάρσυνον δέ οἱ ἦτορ ἐνὶ φρεσίν, ὄφρα καὶ Ἕκτωρ
εἴσεται ἤ ῥα καὶ οἶος ἐπίστηται πολεμίζειν
ἡμέτερος θεράπων, ἦ οἱ τότε χεῖρες ἄαπτοι
μα τον πιστό τους στέλνω ακράνη μου με πλήθος Μυρμιδόνες
να πολεμήσει. Δία βροντόλαλε, δωσ᾿ του τιμή και δόξα,
και μέσα την καρδιά του στύλωσε, που κι ο Έχτορας να μάθει,
αν τάχα ο σύντροφος μου δύνεται και μόνος μες στη μάχη
να χτυπηθεί, για αν τότε ανίκητα τα χέρια του μονάχα
λυσσομανούν, σύντας στον πόλεμο κι εγώ χιμώ μαζί του
Μ᾿ απ᾿ τα καράβια πια τον πόλεμο και το κακό σα διώξει,
ας μου γυρίσει πίσω ανέβλαβος στα γρήγορα καράβια
με τους αντρόμαχους συντρόφους του και μ᾿ όλα τ᾿ άρματά του.»
Είπε, κι ο Δίας ο βαθυστόχαστος ακούει την προσευχή του,
245 μαίνονθ᾽, ὁππότ᾽ ἐγώ περ ἴω μετὰ μῶλον Ἄρηος.
αὐτὰρ ἐπεί κ᾽ ἀπὸ ναῦφι μάχην ἐνοπήν τε δίηται,
ἀσκηθής μοι ἔπειτα θοὰς ἐπὶ νῆας ἵκοιτο
τεύχεσί τε ξὺν πᾶσι καὶ ἀγχεμάχοις ἑτάροισιν.
ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, τοῦ δ᾽ ἔκλυε μητίετα Ζεύς.
250 τῷ δ᾽ ἕτερον μὲν ἔδωκε πατήρ, ἕτερον δ᾽ ἀνένευσε·
νηῶν μέν οἱ ἀπώσασθαι πόλεμόν τε μάχην τε
δῶκε, σόον δ᾽ ἀνένευσε μάχης ἐξαπονέεσθαι.
ἤτοι ὃ μὲν σπείσας τε καὶ εὐξάμενος Διὶ πατρὶ
ἂψ κλισίην εἰσῆλθε, δέπας δ᾽ ἀπέθηκ᾽ ἐνὶ χηλῷ,
κι ένα απ᾿ τα δυο ο πατέρας του 'δωκε, και το άλλο του το αρνήθη
να διώξει απ᾿ τα καραβιά του 'δωκε και πόλεμο και μάχη,
μα να 'ρθει ζωντανός του αρνήθηκεν από τη μάχη πίσω.
Κι αφού έκαμε σπονδή κι ευκήθηκε στο Δία πατέρα εκείνος,
γυρνώντας στο καλύβι απίθωσε την κούπα στην κασέλα,
και στο καλύβι ομπρός εστάθηκε, τι λαχταρούσε πάντα
να βλέπει μες στον άγριο πόλεμο τους Τρώες και τους Αργίτες.
Κι αυτοί μαζί με τον αντρόκαρδο τον Πάτροκλο κινούνε
όλο καρδιά, ως που πια συνάρματοι στους Τρώες απάνω επέσαν
και χύθηκαν, σα σφήκες θα 'λεγες, στη στράτα που φωλιάζουν,
255 στῆ δὲ πάροιθ᾽ ἐλθὼν κλισίης, ἔτι δ᾽ ἤθελε θυμῷ
εἰσιδέειν Τρώων καὶ Ἀχαιῶν φύλοπιν αἰνήν.
οἳ δ᾽ ἅμα Πατρόκλῳ μεγαλήτορι θωρηχθέντες
ἔστιχον, ὄφρ᾽ ἐν Τρωσὶ μέγα φρονέοντες ὄρουσαν.
αὐτίκα δὲ σφήκεσσιν ἐοικότες ἐξεχέοντο
260 εἰνοδίοις, οὓς παῖδες ἐριδμαίνωσιν ἔθοντες
αἰεὶ κερτομέοντες ὁδῷ ἔπι οἰκί᾽ ἔχοντας
νηπίαχοι· ξυνὸν δὲ κακὸν πολέεσσι τιθεῖσι.
τοὺς δ᾽ εἴ περ παρά τίς τε κιὼν ἄνθρωπος ὁδίτης
κινήσῃ ἀέκων, οἳ δ᾽ ἄλκιμον ἦτορ ἔχοντες
και τα μικρά παιδιά το πήρανε να τις κεντούν συνήθιο
αγγρίζοντάς τις, έτσι που 'χτισαν στο δρόμο τα κελιά τους,
τ᾿ ανέμυαλα! τι κι άλλους έκαναν κακό να βρουν μεγάλο·
κι αν να περάσει κάποιος έτυχε διαβάτης κι άθελα του
τις πείραξε, μεμιάς εχίμιξαν όλες μαζί πετώντας
όλο κουράγιο κατά πάνω του, το γόνο τους να σώσουν'
με ίδιο κουράγιο, με ίδια ανάκαρα κι οι Μυρμιδόνες πέρα
απ᾿ τ᾿ άρμενα χιμούσαν, κι άσβηστος ο αλαλητός σκωνόταν.
Και τότε ο Πάτροκλος χουγιάζοντας γκαρδιώνει τους συντρόφους:
« Πιστοί μου Μυρμιδόνες, σύντροφοι του ξακουστού Αχιλλέα,
265 πρόσσω πᾶς πέτεται καὶ ἀμύνει οἷσι τέκεσσι.
τῶν τότε Μυρμιδόνες κραδίην καὶ θυμὸν ἔχοντες
ἐκ νηῶν ἐχέοντο· βοὴ δ᾽ ἄσβεστος ὀρώρει.
Πάτροκλος δ᾽ ἑτάροισιν ἐκέκλετο μακρὸν ἀΰσας·
Μυρμιδόνες ἕταροι Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
270 ἀνέρες ἔστε φίλοι, μνήσασθε δὲ θούριδος ἀλκῆς,
ὡς ἂν Πηλεΐδην τιμήσομεν, ὃς μέγ᾽ ἄριστος
Ἀργείων παρὰ νηυσὶ καὶ ἀγχέμαχοι θεράποντες,
γνῷ δὲ καὶ Ἀτρεΐδης εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων
ἣν ἄτην, ὅ τ᾽ ἄριστον Ἀχαιῶν οὐδὲν ἔτισεν.
άντρες φανείτε, ορθή κρατάτε τη της αντριγιάς τη φλόγα,
το βασιλιά μας να τιμήσουμε, που στα καράβια πρώτος
μες στους Αργίτες, κι οι σύντροφοι του στο άγριο το απάλε πρώτοι·
κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας να νιώσει, ο γιος του Ατρέα,
την τύφλα του, που παραψήφησε των Αχαιών τον πρώτο.»
Αυτά είπε, κι όλοι επήραν δύναμη και στύλωσε η καρδιά τους,
κι απανωτοί στους Τρώες εχίμιξαν, καί τ᾿ άρμενα τρογύρα
αντιλάλησαν άγρια, ως φώναξαν οί ψυχωμένοι Αργίτες.
Κι οι Τρώες, ως ξέκριναν τον Πάτροκλο τον αντρειωμένο ομπρός τους,
αυτόν και τον αμαξολάτη του, να λάμπουν στ᾿ άρματα τους,
275 ὣς εἰπὼν ὄτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου,
ἐν δ᾽ ἔπεσον Τρώεσσιν ἀολλέες· ἀμφὶ δὲ νῆες
σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ᾽ Ἀχαιῶν.
Τρῶες δ᾽ ὡς εἴδοντο Μενοιτίου ἄλκιμον υἱὸν
αὐτὸν καὶ θεράποντα σὺν ἔντεσι μαρμαίροντας,
280 πᾶσιν ὀρίνθη θυμός, ἐκίνηθεν δὲ φάλαγγες
ἐλπόμενοι παρὰ ναῦφι ποδώκεα Πηλεΐωνα
μηνιθμὸν μὲν ἀπορρῖψαι, φιλότητα δ᾽ ἑλέσθαι·
πάπτηνεν δὲ ἕκαστος ὅπῃ φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον.
Πάτροκλος δὲ πρῶτος ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ
όλοι τρομάρα εντός τους ένιωσαν, ξεστέλιωσαν οι λόχοι,
τι ο γαύρος Αχιλλέας φοβήθηκαν πως δίπλα στα καράβια
την όχτρητα έδιωξε από πάνω του κι έκαμε αγάπη πάλε'
κι όλοι τα μάτια κλωθογύριζαν, του Χάρου πώς να φύγουν.
Πρώτος ο Πάτροκλος σφεντόνισε το αστραφτερό κοντάρι
μπροστά του, μες στη μέση, όπου άρχιζαν οι πιο πολλοί να σπάζουν,
στου Πρωτεσίλαου του τρανόψυχου τρογύρα το καράβι'
και τον τρανό Πυραίχμη επέτυχε, που 'χε τους Παίονας φέρει
απ᾿ τον Αξιό το φαρδιορέματο μακριά, απ᾿ την Αμυδώνα᾿
Στον ώμο το δεξιό τον χτύπησε, κι ανάσκελα βογγώντας
285 ἀντικρὺ κατὰ μέσσον, ὅθι πλεῖστοι κλονέοντο,
νηῒ πάρα πρυμνῇ μεγαθύμου Πρωτεσιλάου,
καὶ βάλε Πυραίχμην, ὃς Παίονας ἱπποκορυστὰς
ἤγαγεν ἐξ Ἀμυδῶνος ἀπ᾽ Ἀξιοῦ εὐρὺ ῥέοντος·
τὸν βάλε δεξιὸν ὦμον· ὃ δ᾽ ὕπτιος ἐν κονίῃσι
290 κάππεσεν οἰμώξας, ἕταροι δέ μιν ἀμφεφόβηθεν
Παίονες· ἐν γὰρ Πάτροκλος φόβον ἧκεν ἅπασιν
ἡγεμόνα κτείνας, ὃς ἀριστεύεσκε μάχεσθαι.
ἐκ νηῶν δ᾽ ἔλασεν, κατὰ δ᾽ ἔσβεσεν αἰθόμενον πῦρ.
ἡμιδαὴς δ᾽ ἄρα νηῦς λίπετ᾽ αὐτόθι· τοὶ δὲ φόβηθεν
κυλίστη κατά γης, κι οι σύντροφοι τρογύρα του σκόρπισαν,
οι Παίονες᾿ τί όλοι ομπρός στον Πάτροκλο το ρίξαν στη φευγάλα,
τον αρχηγό τους μόλις σκότωσε, που ήταν στη μάχη ο πρώτος.
Κι ως τούτοι πίσω έκαμαν, έσβησε τη λαμπαδούσα φλόγα,
κι απόμεινε εκεί πέρα το άρμενο μισόκαφτο᾿ κι εκείνοι,
οι Τρώες, σκόρπισαν με άγριο τάραχο᾿ κι οι Δαναοί χύθηκαν
στα βαθουλά καράβια, κι άσωστος αλαλητός ασκώθη.
Από βουνού μεγάλου κάποτε ψηλή κορφή πώς σπρώχνει
ο Δίας ο αστραπορίχτης σύγνεφο πυκνό και φεύγει αλάργα,
και γύρα οι βίγλες όλες φαίνουνται, τ᾿ ακρόκορφα, οι λαγκάδες,
295 Τρῶες θεσπεσίῳ ὁμάδῳ· Δαναοὶ δ᾽ ἐπέχυντο
νῆας ἀνὰ γλαφυράς· ὅμαδος δ᾽ ἀλίαστος ἐτύχθη.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀφ᾽ ὑψηλῆς κορυφῆς ὄρεος μεγάλοιο
κινήσῃ πυκινὴν νεφέλην στεροπηγερέτα Ζεύς,
ἔκ τ᾽ ἔφανεν πᾶσαι σκοπιαὶ καὶ πρώονες ἄκροι
300 καὶ νάπαι, οὐρανόθεν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπερράγη ἄσπετος αἰθήρ,
ὣς Δαναοὶ νηῶν μὲν ἀπωσάμενοι δήϊον πῦρ
τυτθὸν ἀνέπνευσαν, πολέμου δ᾽ οὐ γίγνετ᾽ ἐρωή·
οὐ γάρ πώ τι Τρῶες ἀρηϊφίλων ὑπ᾽ Ἀχαιῶν
προτροπάδην φοβέοντο μελαινάων ἀπὸ νηῶν,
κι από τα ουράνια κάτω απέραντος ανοίγει ξάφνου ο αίθέρας᾿
όμοια κι οι Αργίτες, από τ᾿ άρμενα την άγρια φλόγα ως διώξαν,
μια στάλα ανάσαναν, μα ο πόλεμος δε σκόλαζε καθόλου·
τι οι Τρώες μπροστά στους πολεμόχαρους τους Αχαιούς ακόμα
δε γύριζαν την πλάτη στ᾿ άρμενα τα μαύρα για να φύγουν,
μον᾿ στανικώς πισωδρομίζοντας αντιστέκονταν πάντα.
Κι ως οι γραμμές της μάχης σκόρπισαν, σκοτώνει από 'ναν άντρα
κάθε αρχηγός· κι απ᾿ όλους ο άτρομος γιος του Μενοίτιου πρώτος
στο μερί πάνω τον Αρήλυκο χτυπάει, τη ράχη ως γύρνα,
με μυτερό κοντάρι χάλκινο, και βγήκε από την άλλη·
305 ἀλλ᾽ ἔτ᾽ ἄρ᾽ ἀνθίσταντο, νεῶν δ᾽ ὑπόεικον ἀνάγκῃ.
ἔνθα δ᾽ ἀνὴρ ἕλεν ἄνδρα κεδασθείσης ὑσμίνης
ἡγεμόνων. πρῶτος δὲ Μενοιτίου ἄλκιμος υἱὸς
αὐτίκ᾽ ἄρα στρεφθέντος Ἀρηϊλύκου βάλε μηρὸν
ἔγχεϊ ὀξυόεντι, διὰ πρὸ δὲ χαλκὸν ἔλασσε·
310 ῥῆξεν δ᾽ ὀστέον ἔγχος, ὃ δὲ πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ
κάππεσ᾽· ἀτὰρ Μενέλαος ἀρήϊος οὖτα Θόαντα
στέρνον γυμνωθέντα παρ᾽ ἀσπίδα, λῦσε δὲ γυῖα.
Φυλεΐδης δ᾽ Ἄμφικλον ἐφορμηθέντα δοκεύσας
ἔφθη ὀρεξάμενος πρυμνὸν σκέλος, ἔνθα πάχιστος
του σπάει το κόκαλο, κι απίστομα στο χώμα πέφτει εκείνος.
Μετά ο Μενέλαος ο πολέμαρχος το Θόα στο στήθος βρίσκει,
γυμνός πλάι στο σκουτάρι ως έμεινε, και την ορμή του κόβει.
Τον Άμφικλο, με φόρα ως χύνουνταν, παραμονεύει ο Μέγης,
και προλαβαίνοντας τον πέτυχε πα στο μερί, κει που 'ναι
κανείς πιο σαρκωμένος᾿ κι έκοψε τα νεύρα γύρω η μύτη
του κονταριού, κι ευτύς εσκέπασε τα μάτια του σκοτάδι.
Κι ο πρώτος απ᾿ τους γιους του Νέστορα βαρίσκει τον Ατύμνιο,
ο Αντίλοχος, και τα λαγγόνια του περνά τα απ᾿ άκρη ως άκρη,
και πέφτει ομπρός του᾿ τότε σίμωσε με το κοντάρι ο Μάρης,
315 μυὼν ἀνθρώπου πέλεται· περὶ δ᾽ ἔγχεος αἰχμῇ
νεῦρα διεσχίσθη· τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψε.
Νεστορίδαι δ᾽ ὃ μὲν οὔτασ᾽ Ἀτύμνιον ὀξέϊ δουρὶ
Ἀντίλοχος, λαπάρης δὲ διήλασε χάλκεον ἔγχος·
ἤριπε δὲ προπάροιθε. Μάρις δ᾽ αὐτοσχεδὰ δουρὶ
320 Ἀντιλόχῳ ἐπόρουσε κασιγνήτοιο χολωθεὶς
στὰς πρόσθεν νέκυος· τοῦ δ᾽ ἀντίθεος Θρασυμήδης
ἔφθη ὀρεξάμενος πρὶν οὐτάσαι, οὐδ᾽ ἀφάμαρτεν,
ὦμον ἄφαρ· πρυμνὸν δὲ βραχίονα δουρὸς ἀκωκὴ
δρύψ᾽ ἀπὸ μυώνων, ἀπὸ δ᾽ ὀστέον ἄχρις ἄραξε·
θυμό γιομάτος για τ᾿ αδέρφι του᾿ μπρος στο κουφάρι εστάθη,
και χύθη απάνω στον Αντίλοχο᾿ μα πριν προφτάσει, ρίχνει
ο Θρασυμήδης, και τον πέτυχε στον ώμο ευτύς απάνω.
Του κονταριού ο χαλός διαχώρισε τ᾿ απανωβράχιονό του
από το κρέας τρογύρα, κι έσπασε το κόκαλο του ως πέρα.
Πέφτει βροντώντας, και του σκέπασε τα μάτια το σκοτάδι.
Έτσι από δυο αδερφούς σκοτώθηκαν κι ομάδι εκατεβήκαν
οι δυο του Σαρπηδόνα αντρόκαρδοι σύντροφοι μες στον Άδη,
του Αμισωδάρου οι γιοι οι πολέμαρχοι, που την αδάμαστη είχε
τη Χίμαιρα αναθρέψει, ανείπωτη ζημιά σε πλήθος κόσμο.
325 δούπησεν δὲ πεσών, κατὰ δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν.
ὣς τὼ μὲν δοιοῖσι κασιγνήτοισι δαμέντε
βήτην εἰς Ἔρεβος Σαρπηδόνος ἐσθλοὶ ἑταῖροι
υἷες ἀκοντισταὶ Ἀμισωδάρου, ὅς ῥα Χίμαιραν
θρέψεν ἀμαιμακέτην πολέσιν κακὸν ἀνθρώποισιν.
330 Αἴας δὲ Κλεόβουλον Ὀϊλιάδης ἐπορούσας
ζωὸν ἕλε βλαφθέντα κατὰ κλόνον· ἀλλά οἱ αὖθι
λῦσε μένος πλήξας ξίφει αὐχένα κωπήεντι.
πᾶν δ᾽ ὑπεθερμάνθη ξίφος αἵματι· τὸν δὲ κατ᾽ ὄσσε
ἔλλαβε πορφύρεος θάνατος καὶ μοῖρα κραταιή.
Κι ο Αίας, του Οϊλέα ο γιος, χιμίζοντας προφταίνει, ως πιστομιόταν
μες στην αντάρα, τον Κλεόβουλο και του 'κοψε τη φόρα,
με το σπαθί του τ᾿ ωριομάνικο χτυπώντας τον στο σβέρκο"
απ᾿ το αίμα το σπαθί του επύρωσε, και κείνου τα δυο μάτια
σφάλιξε η Μοίρα η τρανοδύναμη κι ο κόκκινος ο Χάρος.
Τότε ο Πηνέλαος με το Λύκωνα τρέχουν κοντά, γιατί είχαν
ο ένας του άλλου λαθέψει κι έριξαν του κάκου τα κοντάρια'
με τα σπαθιά τους τότε σίμωσαν, κι ο Λύκωνας του δίνει
στου κράνους του αψηλά το κέρατο, μα του σπαθιού το χέρι
του σπάει᾿ τότε ο Πηνέλαος του 'δωκε κάτω απ᾿ τ᾿ αφτί, στο σβέρκο,
335 Πηνέλεως δὲ Λύκων τε συνέδραμον· ἔγχεσι μὲν γὰρ
ἤμβροτον ἀλλήλων, μέλεον δ᾽ ἠκόντισαν ἄμφω·
τὼ δ᾽ αὖτις ξιφέεσσι συνέδραμον. ἔνθα Λύκων μὲν
ἱπποκόμου κόρυθος φάλον ἤλασεν, ἀμφὶ δὲ καυλὸν
φάσγανον ἐρραίσθη· ὃ δ᾽ ὑπ᾽ οὔατος αὐχένα θεῖνε
340 Πηνέλεως, πᾶν δ᾽ εἴσω ἔδυ ξίφος, ἔσχεθε δ᾽ οἶον
δέρμα, παρηέρθη δὲ κάρη, ὑπέλυντο δὲ γυῖα.
Μηριόνης δ᾽ Ἀκάμαντα κιχεὶς ποσὶ καρπαλίμοισι
νύξ᾽ ἵππων ἐπιβησόμενον κατὰ δεξιὸν ὦμον·
ἤριπε δ᾽ ἐξ ὀχέων, κατὰ δ᾽ ὀφθαλμῶν κέχυτ᾽ ἀχλύς.
και το σπαθί του εχώθη αλάκερο, κι ως μοναχά το δέρμα ·
κρατούσε, το κεφάλι εκρέμασε κι ελύθη η δύναμη του.
Τρεχάτος κι ο Μηριόνης πρόφτασε και κονταρεύει απάνω
στο δεξιόν ώμο τον Ακάμαντα, στο αμάξι του ως πηδούσε,
και πέφτει καταγής, και χύθηκε στα μάτια του σκοτάδι.
Κι ο Ιδομενέας χτυπάει με ανέσπλαχνο κοντάρι τον Ερύμα
στο στόμα, κι ο χαλός ο χάλκινος βγήκε αντικρύ περνώντας
στη ρίζα του μυαλού, και σύντριψε τα κόκαλα του τ᾿ άσπρα᾿
πετάχτηκαν τα δόντια, κι αίματα τα μάτια του γιομώσαν
τα δυο, κι απ᾿ τ᾿ ανοιχτό το στόμα του κι απ᾿ τα ρουθούνια το αίμα
345 Ἰδομενεὺς δ᾽ Ἐρύμαντα κατὰ στόμα νηλέϊ χαλκῷ
νύξε· τὸ δ᾽ ἀντικρὺ δόρυ χάλκεον ἐξεπέρησε
νέρθεν ὑπ᾽ ἐγκεφάλοιο, κέασσε δ᾽ ἄρ᾽ ὀστέα λευκά·
ἐκ δ᾽ ἐτίναχθεν ὀδόντες, ἐνέπλησθεν δέ οἱ ἄμφω
αἵματος ὀφθαλμοί· τὸ δ᾽ ἀνὰ στόμα καὶ κατὰ ῥῖνας
350 πρῆσε χανών· θανάτου δὲ μέλαν νέφος ἀμφεκάλυψεν.
οὗτοι ἄρ᾽ ἡγεμόνες Δαναῶν ἕλον ἄνδρα ἕκαστος.
ὡς δὲ λύκοι ἄρνεσσιν ἐπέχραον ἢ ἐρίφοισι
σίνται ὑπ᾽ ἐκ μήλων αἱρεύμενοι, αἵ τ᾽ ἐν ὄρεσσι
ποιμένος ἀφραδίῃσι διέτμαγεν· οἳ δὲ ἰδόντες
ξερνούσε, και το μαύρο σύγνεφο τον έζωσε του Χάρου.
Σκοτώσαν έτσι οι Αργίτες κύβερνοι καθείς κι από 'ναν άντρα.
Πώς λύκοι ξαγριεμένοι ρίχνουνται σε αρνιά, σε ρίφια απάνω,
αρπάζοντας τα απ᾿ τα κοπάδια τους, που ανέμελος τσοπάνος
τ᾿ αφήκε στα βουνά και σκόρπισαν, κι εκείνοι βλέποντας τα
χιμούν με βιάση στ᾿ αρνοκάτσικα με την καρδιά την τρέμια'
όμοια στους Τρώες κι οι Αργίτες χίμιξαν, κι αυτοί μεμιάς το ρίχνουν
με τρόμο στο φευγιό σκληρίζοντας, πάσα αντριγιά ξεχνώντας.
Κι ο μέγας Αίας να ρίξει εγύρευε στο χαλκοκράνη πάντα
τον Έχτορα, μ᾿ αυτός, κατέχοντας την τέχνη του πολέμου,
355 αἶψα διαρπάζουσιν ἀνάλκιδα θυμὸν ἐχούσας·
ὣς Δαναοὶ Τρώεσσιν ἐπέχραον· οἳ δὲ φόβοιο
δυσκελάδου μνήσαντο, λάθοντο δὲ θούριδος ἀλκῆς.
Αἴας δ᾽ ὃ μέγας αἰὲν ἐφ᾽ Ἕκτορι χαλκοκορυστῇ
ἵετ᾽ ἀκοντίσσαι· ὃ δὲ ἰδρείῃ πολέμοιο
360 ἀσπίδι ταυρείῃ κεκαλυμμένος εὐρέας ὤμους
σκέπτετ᾽ ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῦπον ἀκόντων.
ἦ μὲν δὴ γίγνωσκε μάχης ἑτεραλκέα νίκην·
ἀλλὰ καὶ ὧς ἀνέμιμνε, σάω δ᾽ ἐρίηρας ἑταίρους.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀπ᾽ Οὐλύμπου νέφος ἔρχεται οὐρανὸν εἴσω
τους ώμους τους φαρδιούς εσκέπαζε με ταύρινο σκουτάρι,
και τις σαϊτιές που βούιζαν ξέφευγε, τις κονταριές που εβρόντουν,
τι το 'νιωθε καλά πως έγερνε τώρα απ᾿ την άλλη η νίκη·
μα κι έτσι έμενε εκεί, παλεύοντας να σώσει τους συντρόφους.
Πώς απ᾿ τον Όλυμπο ένα σύγνεφο προς τ᾿ ουρανού τα βάθη
τα ξάστερα πλαταίνει, ο δρόλαπας καθώς του Δία ξεσπάζει'
όμοια κι εκείνοι έσκουζαν κι έφευγαν απ᾿ τα καράβια τότε,
καί δίχως τάξη πίσω εδιάβαιναν και τ᾿ άτια ξεμακραίναν
γοργά τον Έχτορα συνάρματο, τους άλλους παρατώντας
τους Τρώες, που το ανοιχτό τους μπόδιζε χαντάκι αθέλητα τους.
365 αἰθέρος ἐκ δίης, ὅτε τε Ζεὺς λαίλαπα τείνῃ,
ὣς τῶν ἐκ νηῶν γένετο ἰαχή τε φόβος τε,
οὐδὲ κατὰ μοῖραν πέραον πάλιν. Ἕκτορα δ᾽ ἵπποι
ἔκφερον ὠκύποδες σὺν τεύχεσι, λεῖπε δὲ λαὸν
Τρωϊκόν, οὓς ἀέκοντας ὀρυκτὴ τάφρος ἔρυκε.
370 πολλοὶ δ᾽ ἐν τάφρῳ ἐρυσάρματες ὠκέες ἵπποι
ἄξαντ᾽ ἐν πρώτῳ ῥυμῷ λίπον ἅρματ᾽ ἀνάκτων,
Πάτροκλος δ᾽ ἕπετο σφεδανὸν Δαναοῖσι κελεύων
Τρωσὶ κακὰ φρονέων· οἳ δὲ ἰαχῇ τε φόβῳ τε
πάσας πλῆσαν ὁδούς, ἐπεὶ ἂρ τμάγεν· ὕψι δ᾽ ἀέλλη
Πολλά φαριά, τ᾿ αμάξια σέρνοντας γοργά, μες στο χαντάκι,
του τιμονιού την άκρια ως έσπαζαν, τ᾿ αρχονταμάξια άφηναν.
Ξοπίσω ο Πάτροκλος, γκαρδιώνοντας τους Αχαιούς, τραβούσε
το χαλασμό των Τρωών γυρεύοντας· κι αυτοί γέμιζαν όλες
τις στράτες σκόρπιοι με συντάραχο και χλαλοή, κι η σκόνη
ψηλά κάτω απ᾿ τα νέφη απλώνουνταν, και πιλαλούσαν τ᾿ άτια
μακριά από τα καλύβια κι άρμενα, να πάν στο κάστρο πίσω.
Κι ο Πάτροκλος εκεί που πιότερους θωρούσε ανταριασμένους
χυνόταν με φοβέρες, κι έπεφταν κάτω απ᾿ τ᾿ αξόνια εκείνοι
με το κεφάλι, και τ᾿ αμάξια τους αναποδογύριζαν.
375 σκίδναθ᾽ ὑπὸ νεφέων, τανύοντο δὲ μώνυχες ἵπποι
ἄψορρον προτὶ ἄστυ νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων.
Πάτροκλος δ᾽ ᾗ πλεῖστον ὀρινόμενον ἴδε λαόν,
τῇ ῥ᾽ ἔχ᾽ ὁμοκλήσας· ὑπὸ δ᾽ ἄξοσι φῶτες ἔπιπτον
πρηνέες ἐξ ὀχέων, δίφροι δ᾽ ἀνακυμβαλίαζον.
380 ἀντικρὺ δ᾽ ἄρα τάφρον ὑπέρθορον ὠκέες ἵπποι
ἄμβροτοι, οὓς Πηλῆϊ θεοὶ δόσαν ἀγλαὰ δῶρα,
πρόσσω ἱέμενοι, ἐπὶ δ᾽ Ἕκτορι κέκλετο θυμός·
ἵετο γὰρ βαλέειν· τὸν δ᾽ ἔκφερον ὠκέες ἵπποι.
ὡς δ᾽ ὑπὸ λαίλαπι πᾶσα κελαινὴ βέβριθε χθὼν
Και το χαντάκι αντίκρα επήδηξαν τα γρήγορα άλογα του,
τ᾿ αθάνατα, οι θεοί που κάποτε χάρισαν στον Πηλέα,
μπροστά χιμώντας, τι στον Έχτορα να ρίξει ελαχταρούσε᾿
όμως εκείνον τον ξεμακραίναν τα γρήγορα άλογά του.
Πώς όντας πιάσει μπόρα, αλάκερη πλαντάζει η γης η μαύρη,
κάποιαν ημέρα του χινόπωρου, νεροποντή σα στέλνει
ο Δίας, καθώς τον πήρε η μάνητα κι η οργή για τους ανθρώπους,
στην αγορά που κρίνουν άνομα, στραβά κρισολογώντας,
και λαχταρούν το δίκιο αψήφιστα κι ουδέ θεούς λογιάζουν
τους ποταμούς τους όλους ξέχειλους θωρούν να τρέχουν τότε,
385 ἤματ᾽ ὀπωρινῷ, ὅτε λαβρότατον χέει ὕδωρ
Ζεύς, ὅτε δή ῥ᾽ ἄνδρεσσι κοτεσσάμενος χαλεπήνῃ,
οἳ βίῃ εἰν ἀγορῇ σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας,
ἐκ δὲ δίκην ἐλάσωσι θεῶν ὄπιν οὐκ ἀλέγοντες·
τῶν δέ τε πάντες μὲν ποταμοὶ πλήθουσι ῥέοντες,
390 πολλὰς δὲ κλιτῦς τότ᾽ ἀποτμήγουσι χαράδραι,
ἐς δ᾽ ἅλα πορφυρέην μεγάλα στενάχουσι ῥέουσαι
ἐξ ὀρέων ἐπικάρ, μινύθει δέ τε ἔργ᾽ ἀνθρώπων·
ὣς ἵπποι Τρῳαὶ μεγάλα στενάχοντο θέουσαι.
Πάτροκλος δ᾽ ἐπεὶ οὖν πρώτας ἐπέκερσε φάλαγγας,
και τις πλαγιές τα ξερορέματα να κόβουν πλημμυρώντας,
που απ᾿ το βουνό με ορμή στη θάλασσα τη σκοτεινή ως κυλούνε,
μουγκρίζουν δυνατά, ρημάζοντας τους μόχτους των ανθρώπων
όμοια βαριά εμουγκρίζαν τρέχοντας κι οι τρωικές φοράδες.
Και σύντας άριεψεν ο Πάτροκλος τις φάλαγγες τις πρώτες,
πίσω ξανά στα πλοία τις έσπρωξε᾿ κι ουδέ στο κάστρο μέσα
να μπουν τους άφηνε, κι ας το 'θελαν, μον᾿ έσφαζε χιμώντας
ολούθε, στο ποτάμι ανάμεσα και στο αψηλό το τείχος
και στα καράβια, πίσω παίρνοντας το αίμα πολλών που έπεσαν.
Τον Πρόνοο πρώτο τότε εχτύπησε με το λαμπρό κοντάρι,
395 ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε παλιμπετές, οὐδὲ πόληος
εἴα ἱεμένους ἐπιβαινέμεν, ἀλλὰ μεσηγὺ
νηῶν καὶ ποταμοῦ καὶ τείχεος ὑψηλοῖο
κτεῖνε μεταΐσσων, πολέων δ᾽ ἀπετίνυτο ποινήν.
ἔνθ᾽ ἤτοι Πρόνοον πρῶτον βάλε δουρὶ φαεινῷ
400 στέρνον γυμνωθέντα παρ᾽ ἀσπίδα, λῦσε δὲ γυῖα·
δούπησεν δὲ πεσών· ὃ δὲ Θέστορα Ἤνοπος υἱὸν
δεύτερον ὁρμηθείς· ὃ μὲν εὐξέστῳ ἐνὶ δίφρῳ
ἧστο ἀλείς· ἐκ γὰρ πλήγη φρένας, ἐκ δ᾽ ἄρα χειρῶν
ἡνία ἠΐχθησαν· ὃ δ᾽ ἔγχεϊ νύξε παραστὰς
γυμνός πλάι στο σκουτάρι ως έμεινε, και την ορμή του κόβει.
Βρόντηξε πέφτοντας᾿ κι ο Πάτροκλος στο Θέστορα, του Ηνόπου
το γιο. χιμώντας πάνω—κάθουνταν στ᾿ ώριο του αμάξι ετούτος
κουβαριαστός, τι ο νους του εσάστισε, και τα λουριά απ᾿ τα χέρια
του ξέφυγαν κι εκείνος σίμωσε και στη δεξιά μασέλα
τον κονταρεύει, και του πέρασε τα δόντια ως πέρα, κι έτσι
με το κοντάρι τον ανάσυρεν απ᾿ του αμαξιού το γύρο,
σε κάβο όπως ψαράς που κάθεται και σέρνει με τ᾿ αγκίστρι
και με το λιναρένιο αρμίδι του τρανό απ᾿ το κύμα ψάρι'
όμοια τον έσερνε απ᾿ τ᾿ αμάξι του με ορθάνοιχτο το στόμα,
405 γναθμὸν δεξιτερόν, διὰ δ᾽ αὐτοῦ πεῖρεν ὀδόντων,
ἕλκε δὲ δουρὸς ἑλὼν ὑπὲρ ἄντυγος, ὡς ὅτε τις φὼς
πέτρῃ ἔπι προβλῆτι καθήμενος ἱερὸν ἰχθὺν
ἐκ πόντοιο θύραζε λίνῳ καὶ ἤνοπι χαλκῷ·
ὣς ἕλκ᾽ ἐκ δίφροιο κεχηνότα δουρὶ φαεινῷ,
410 κὰδ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπὶ στόμ᾽ ἔωσε· πεσόντα δέ μιν λίπε θυμός.
αὐτὰρ ἔπειτ᾽ Ἐρύλαον ἐπεσσύμενον βάλε πέτρῳ
μέσσην κὰκ κεφαλήν· ἣ δ᾽ ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη
ἐν κόρυθι βριαρῇ· ὃ δ᾽ ἄρα πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ
κάππεσεν, ἀμφὶ δέ μιν θάνατος χύτο θυμοραϊστής.
κι όπως τον έσπρωξε τ᾿ απίστομα, ξεψύχησε πεσμένος.
Μετά, ως χιμούσε ο Ερύλαος πάνω του, στην κεφαλή του ρίχνει
καταμεσός κοτρόνι, κι έσκισε στη μέση εκείνη ακέρια
στο στέριο μέσα κράνος· κι έπεσε τα μπρούμυτα στο χώμα,
και γύραθε του εχύθη ο θάνατος ο ψυχοκαταλύτης.
Μετά στον Πυρή, στον Ερύμαντα χιμίζει και στου Αργέου
το γιο Πολύμηλο, στον Εύιππο, στον αντρειωμένο Επάλτη,
και στον Εχίο και στον Τληπόλεμο και στον Ιφέα το γαϋρο,
κι όλους απανωτά τους σώριασε στη γη την πολυθρόφα.
Κι ο Σαρπηδόνας τους ξεζώνατους τους συντρόφους του ως είδε
415 αὐτὰρ ἔπειτ᾽ Ἐρύμαντα καὶ Ἀμφοτερὸν καὶ Ἐπάλτην
Τληπόλεμόν τε Δαμαστορίδην Ἐχίον τε Πύριν τε
Ἰφέα τ᾽ Εὔιππόν τε καὶ Ἀργεάδην Πολύμηλον
πάντας ἐπασσυτέρους πέλασε χθονὶ πουλυβοτείρῃ.
Σαρπηδὼν δ᾽ ὡς οὖν ἴδ᾽ ἀμιτροχίτωνας ἑταίρους
420 χέρσ᾽ ὕπο Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο δαμέντας,
κέκλετ᾽ ἄρ᾽ ἀντιθέοισι καθαπτόμενος Λυκίοισιν·
αἰδὼς ὦ Λύκιοι· πόσε φεύγετε; νῦν θοοὶ ἔστε.
ἀντήσω γὰρ ἐγὼ τοῦδ᾽ ἀνέρος, ὄφρα δαείω
ὅς τις ὅδε κρατέει καὶ δὴ κακὰ πολλὰ ἔοργε
να πέφτουν κάτω από του Πάτροκλου τα μανιασμένα χέρια,
με οργή φωνάζει τους ισόθεους προστάζοντας Λυκιώτες:
« Ντροπή, Λυκιώτες! Που μου φεύγετε; Γοργοποδαριαστείτε'
τι εγώ με τούτον τον πολέμαρχο θ᾿ αντικριστώ, να μάθω,
ποιος να 'ναι τάχα μ᾿ έτοια δύναμη, και τόση θράψη κάνει
στους Τρώες· πολλών αλήθεια αντρόκαρδων τα γόνατα έχει λύσει.»
Είπε, κι από το αμάξι επήδηξε συνάρματος στο χώμα'
κι ως να τον δει, πετάχτη ο Πάτροκλος, κι αυτός από τ᾿ αμάξι.
Κι όπως δυο αγιούπες γαντζομύτηδες και νυχοποδαράτοι
παλεύουν δυνατά στρηνιάζοντας σε ολόρθο βράχο απάνω'
425 Τρῶας, ἐπεὶ πολλῶν τε καὶ ἐσθλῶν γούνατ᾽ ἔλυσεν.
ἦ ῥα, καὶ ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χαμᾶζε.
Πάτροκλος δ᾽ ἑτέρωθεν ἐπεὶ ἴδεν ἔκθορε δίφρου.
οἳ δ᾽ ὥς τ᾽ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες ἀγκυλοχεῖλαι
πέτρῃ ἐφ᾽ ὑψηλῇ μεγάλα κλάζοντε μάχωνται,
430 ὣς οἳ κεκλήγοντες ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ὄρουσαν.
τοὺς δὲ ἰδὼν ἐλέησε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω,
Ἥρην δὲ προσέειπε κασιγνήτην ἄλοχόν τε·
ὤ μοι ἐγών, ὅ τέ μοι Σαρπηδόνα φίλτατον ἀνδρῶν
μοῖρ᾽ ὑπὸ Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο δαμῆναι.
όμοια και τούτοι οι δυο σκληρίζοντας ο ένας του άλλου χιμίξαν.
Κι όπως τους είδε, τους σπλαχνίστηκε βαθιά του ο γιος του Κρόνου,
κι είπε στην Ήρα, που καί ταίρι του μαζί ήταν κι᾿ αδερφή του:
«Ωχού μου εμένα, ο πιο που αγάπησα θνητός, ο Σαρπηδόνας,
γραφτό 'ναι τώρα από τον Πάτροκλο να κατεβεί στον Άδη.
Και μέσα μου η καρδιά διχόγνωμη σαλεύει, ως διαλογούμαι,
να τον αρπάξω απ᾿ την πολύδακρη τη μάχη και στης πλούσιας
Λυκίας τα μέρη, πριν ο θάνατος τον έβρει, να τον φέρω,
για και ν᾿ αφήσω τώρα ο Πάτροκλος να πάρει τη ζωή του;»
Και τότε η σεβαστή του απάντησε βοϊδομάτη Ήρα κι είπε:
435 διχθὰ δέ μοι κραδίη μέμονε φρεσὶν ὁρμαίνοντι,
ἤ μιν ζωὸν ἐόντα μάχης ἄπο δακρυοέσσης
θείω ἀναρπάξας Λυκίης ἐν πίονι δήμῳ,
ἦ ἤδη ὑπὸ χερσὶ Μενοιτιάδαο δαμάσσω.
τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα βοῶπις πότνια Ἥρη·
440 αἰνότατε Κρονίδη ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες.
ἄνδρα θνητὸν ἐόντα πάλαι πεπρωμένον αἴσῃ
ἂψ ἐθέλεις θανάτοιο δυσηχέος ἐξαναλῦσαι;
ἔρδ᾽· ἀτὰρ οὔ τοι πάντες ἐπαινέομεν θεοὶ ἄλλοι.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν·
«Υγιέ του Κρόνου τρομερότατε, τι λόγια αυτά που κρένεις;
Έναν θνητό πώς θες, που θάνατο του 'χει γραμμένα η Μοίρα,
τώρα ξανά απ᾿ τον πολυστέναχτο να τον γλιτώσεις Χάρο;
Κάμε ό,τι θες, μα κι όλοι οι αθάνατοι δεν έχουμε ίδια γνώμη.
Άκου, ένα λόγο τώρα θα 'λεγα, και συ στο νου σου βαλ᾿ τον:
Αν στείλεις ζωντανό στο σπίτι του το Σαρπηδόνα πίσω,
κι άλλος θεός, στοχάσου, αργότερα θα θέλει σαν και σένα
τον ακριβό του γιο απ᾿ τον πόλεμο τον άγριο να γλιτώσει'
γιατί πολλοί στου Πρίαμου μάχουνται το μέγα κάστρο γύρα
θεών υγιοί, και συ θα θύμωνες περίσσια τους γονιούς τους.
445 αἴ κε ζὼν πέμψῃς Σαρπηδόνα ὃν δὲ δόμον δέ,
φράζεο μή τις ἔπειτα θεῶν ἐθέλῃσι καὶ ἄλλος
πέμπειν ὃν φίλον υἱὸν ἀπὸ κρατερῆς ὑσμίνης·
πολλοὶ γὰρ περὶ ἄστυ μέγα Πριάμοιο μάχονται
υἱέες ἀθανάτων, τοῖσιν κότον αἰνὸν ἐνήσεις.
450 ἀλλ᾽ εἴ τοι φίλος ἐστί, τεὸν δ᾽ ὀλοφύρεται ἦτορ,
ἤτοι μέν μιν ἔασον ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ
χέρσ᾽ ὕπο Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο δαμῆναι·
αὐτὰρ ἐπὴν δὴ τόν γε λίπῃ ψυχή τε καὶ αἰών,
πέμπειν μιν θάνατόν τε φέρειν καὶ νήδυμον ὕπνον
Αν όμως είναι τόση η αγάπη σου και σκίζεται η καρδιά σου,
τώρα άφησε τον μες στον πόλεμο να σκοτωθεί τον άγριο,
κάτω απ᾿ του Πάτροκλου τ᾿ ανίκητα τα χέρια δαμασμένος·
κι έπειτα, σαν τον έβρει ο Χάροντας και ξεψυχήσει, στείλε
το γλυκόν Ύπνο και το Θάνατο, στα χέρια να τον πάρουν
και να τον πάνε στης απλόχωρης Λυκίας τα μέρη πέρα.
Μνημούρι εκεί οι δικοί κι οι φίλοι του με μια κολόνα απάνω
θα του σηκώσουν τι όσοι πέθαναν άλλη δε λάχαν χάρη.»
Είπε, κι ο κύρης των αθάνατων και των θνητών το δέχτη,
και ματερές ψιχάλες έριξε στο χώμα, να τιμήσει
455 εἰς ὅ κε δὴ Λυκίης εὐρείης δῆμον ἵκωνται,
ἔνθά ἑ ταρχύσουσι κασίγνητοί τε ἔται τε
τύμβῳ τε στήλῃ τε· τὸ γὰρ γέρας ἐστὶ θανόντων.
ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε·
αἱματοέσσας δὲ ψιάδας κατέχευεν ἔραζε
460 παῖδα φίλον τιμῶν, τόν οἱ Πάτροκλος ἔμελλε
φθίσειν ἐν Τροίῃ ἐριβώλακι τηλόθι πάτρης.
οἳ δ᾽ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἰόντες,
ἔνθ᾽ ἤτοι Πάτροκλος ἀγακλειτὸν Θρασύμηλον,
ὅς ῥ᾽ ἠῢς θεράπων Σαρπηδόνος ἦεν ἄνακτος,
τον ακριβό το γιο του θέλοντας, που του 'μελλε στην πλούσια
την Τροία να τον σκοτώσει ο Πάτροκλος απ᾿ την πατρίδα αλάργα.
Κι όπως τρεχάτοι κοντοζύγωσαν χιμώντας ο ένας του άλλου,
χτυπάει τον ξακουστόν ο Πάτροκλος Θρασύμηλο χιμώντας,
που αμαξολάτης ήταν έμνοστος του ρήγα Σαρπηδόνα'
στο κατωκοίλι τον εχτύπησε και την ορμή του κόβει.
Κι ο Σαρπηδόνας χύθη δεύτερος, μα το λαμπρό κοντάρι
του λάθεψε, και μόνο το άλογο, τον Πήδασο, στην πλάτη
βρίσκει δεξιά᾿ και κείνο εμούγκρισε, και ξεψυχώντας κάτω
στον κουρνιαχτό βογγώντας έπεσε, και πέταξε η ψυχή του.
465 τὸν βάλε νείαιραν κατὰ γαστέρα, λῦσε δὲ γυῖα.
Σαρπηδὼν δ᾽ αὐτοῦ μὲν ἀπήμβροτε δουρὶ φαεινῷ
δεύτερον ὁρμηθείς, ὃ δὲ Πήδασον οὔτασεν ἵππον
ἔγχεϊ δεξιὸν ὦμον· ὃ δ᾽ ἔβραχε θυμὸν ἀΐσθων,
κὰδ δ᾽ ἔπεσ᾽ ἐν κονίῃσι μακών, ἀπὸ δ᾽ ἔπτατο θυμός.
470 τὼ δὲ διαστήτην, κρίκε δὲ ζυγόν, ἡνία δέ σφι
σύγχυτ᾽, ἐπεὶ δὴ κεῖτο παρήορος ἐν κονίῃσι.
τοῖο μὲν Αὐτομέδων δουρικλυτὸς εὕρετο τέκμωρ·
σπασσάμενος τανύηκες ἄορ παχέος παρὰ μηροῦ
ἀΐξας ἀπέκοψε παρήορον οὐδ᾽ ἐμάτησε·
Χωρίζουν τ᾿ άλλα δυο τ᾿ αλόγατα, τριζοκοπα ο ζυγός τους,
και μπλέκουν τα λουριά, το τρίζυγο σαν έπεσε άτι κάτω.
Μα ο ψυχωμένος Αυτομέδοντας ευτύς θαράπιο βρίσκει:
Το ολόμακρο σπαθί του ετράβηξε πλάι στο παχύ μερί του,
και κόβει τα λουριά του τρίζυγου, δίχως στιγμή να χάνει.
Και πήραν ίσιο δρόμο τ᾿ άλογα και στα λουριά στρώθηκαν.
Κι εκείνοι οι δυο τους ξανασίμωσαν με λυσσασμένη αμάχη·
μα πάλε ο Σαρπηδόνας λάθεψε με το λαμπρό κοντάρι,
και πέρασε ο χαλός στου Πάτροκλου τον ζερβόν ώμο απάνω,
δίχως ν᾿ αγγίξει᾿ τότε ο Πάτροκλος χιμάει με τη σειρά του,
475 τὼ δ᾽ ἰθυνθήτην, ἐν δὲ ῥυτῆρσι τάνυσθεν·
τὼ δ᾽ αὖτις συνίτην ἔριδος πέρι θυμοβόροιο.
ἔνθ᾽ αὖ Σαρπηδὼν μὲν ἀπήμβροτε δουρὶ φαεινῷ,
Πατρόκλου δ᾽ ὑπὲρ ὦμον ἀριστερὸν ἤλυθ᾽ ἀκωκὴ
ἔγχεος, οὐδ᾽ ἔβαλ᾽ αὐτόν· ὃ δ᾽ ὕστερος ὄρνυτο χαλκῷ
480 Πάτροκλος· τοῦ δ᾽ οὐχ ἅλιον βέλος ἔκφυγε χειρός,
ἀλλ᾽ ἔβαλ᾽ ἔνθ᾽ ἄρα τε φρένες ἔρχαται ἀμφ᾽ ἁδινὸν κῆρ.
ἤριπε δ᾽ ὡς ὅτε τις δρῦς ἤριπεν ἢ ἀχερωῒς
ἠὲ πίτυς βλωθρή, τήν τ᾽ οὔρεσι τέκτονες ἄνδρες
ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι νήϊον εἶναι·
και το κοντάρι από το χέρι του δεν έφυγε του κάκου,
μον᾿ πέτυχε η καρδιά όπου βρίσκεται ζωσμένη απ᾿ τ᾿ άλλα σπλάχνα'
κι αυτός σωριάστη, όπως σωριάζεται για δρυς για λεύκα χάμω
για πεύκο τρισμεγάλο, που 'κοψαν πα στα βουνά οι μαστόροι
με τα νιοτρόχιστα τσεκούρια τους, καρένα να το κάνουν
όμοια κι αυτός ομπρός στο αμάξι του και στ᾿ άλογα ξαπλώθη
βρουχιώντας, με τα νύχια ξύνοντας τη ματωμένη σκόνη.
Πώς σε κοπάδι ταύρο, δύναμη κι ορμή γιομάτο, λιόντας
χιμάει και τρώει, μες στα στριφτόζαλα τα βόδια τ᾿ άλλα ως βόσκει,
και κλείνει αυτός τα μάτια βόγγοντας στου λιόντα τα σαγόνια'
485 ὣς ὃ πρόσθ᾽ ἵππων καὶ δίφρου κεῖτο τανυσθεὶς
βεβρυχὼς κόνιος δεδραγμένος αἱματοέσσης.
ἠΰτε ταῦρον ἔπεφνε λέων ἀγέληφι μετελθὼν
αἴθωνα μεγάθυμον ἐν εἰλιπόδεσσι βόεσσι,
ὤλετό τε στενάχων ὑπὸ γαμφηλῇσι λέοντος,
490 ὣς ὑπὸ Πατρόκλῳ Λυκίων ἀγὸς ἀσπιστάων
κτεινόμενος μενέαινε, φίλον δ᾽ ὀνόμηνεν ἑταῖρον·
Γλαῦκε πέπον πολεμιστὰ μετ᾽ ἀνδράσι νῦν σε μάλα χρὴ
αἰχμητήν τ᾽ ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστήν·
νῦν τοι ἐελδέσθω πόλεμος κακός, εἰ θοός ἐσσι.
όμοια απ᾿ τον Πάτροκλο πεθαίνοντας των Λυκιωτών των γαύρων
ο πρωτολάτης δεν εδείλιασε, μον᾿ λέει στο σύντροφό του:
«Γλαύκε μου εσύ, τρανέ πολέμαρχε, καιρός να δείξεις τώρα
κονταρομάχος και πολέμαρχος πως είσαι ψυχωμένος·
πια άλλο απ᾿ τον πόλεμο μη γνοιάζεσαι, γοργόποδος αν είσαι.
Και πρώτα πρώτα ολούθε τρέχοντας των Λυκιωτών τους πρώτους
να 'ρθουν να πολεμήσουν άσκωσε στο Σαρπηδόνα γύρα,
κι έλα μετά και συ και πάλεψε τρογύρα απ᾿ το κορμί μου'
τι θα σου γίνω εγώ κι αργότερα, μέρα και νύχτα πάντα,
ντροπή και καταφρόνια, αν τ᾿ άρματα μπορέσουν και μου γδύσουν
495 πρῶτα μὲν ὄτρυνον Λυκίων ἡγήτορας ἄνδρας
πάντῃ ἐποιχόμενος Σαρπηδόνος ἀμφιμάχεσθαι·
αὐτὰρ ἔπειτα καὶ αὐτὸς ἐμεῦ πέρι μάρναο χαλκῷ.
σοὶ γὰρ ἐγὼ καὶ ἔπειτα κατηφείη καὶ ὄνειδος
ἔσσομαι ἤματα πάντα διαμπερές, εἴ κέ μ᾽ Ἀχαιοὶ
500 τεύχεα συλήσωσι νεῶν ἐν ἀγῶνι πεσόντα.
ἀλλ᾽ ἔχεο κρατερῶς, ὄτρυνε δὲ λαὸν ἅπαντα.
ὣς ἄρα μιν εἰπόντα τέλος θανάτοιο κάλυψεν
ὀφθαλμοὺς ῥῖνάς θ᾽· ὃ δὲ λὰξ ἐν στήθεσι βαίνων
ἐκ χροὸς ἕλκε δόρυ, προτὶ δὲ φρένες αὐτῷ ἕποντο·
οι Αργίτες τώρα, καθώς έπεσα στων καραβιών τις πρύμνες.
Καρδιά λοιπόν, ομπρός, ξεσήκωσε και τους δικούς μας όλους!»
Είπε, κι ο θάνατος του σκέπασε και μάτια και ρουθούνια.
Κι εκείνος τότε, απά στο στήθος του πατώντας, το κοντάρι
απ᾿ το κορμί τραβάει, κι ομάδι του ξεχύθηκαν τα σπλάχνα,
και την ψυχή εκείνου εξερίζωσε μαζί με το χαλό του.
Κι οι Μυρμιδόνες τ᾿ άτια εκράτησαν, που λαχάνιαζαν, κι όλο
να φύγουν γύρευαν, ως έμεινε το αρχονταμάξι ολάδειο.
Πίκρα βαριά το Γλαύκο επλάκωσε, τα λόγια του ν᾿ ακούσει,
κι οργή τον πήρε που δε δύνουνταν να τόνε διαφεντέψει'
505 τοῖο δ᾽ ἅμα ψυχήν τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ᾽ αἰχμήν.
Μυρμιδόνες δ᾽ αὐτοῦ σχέθον ἵππους φυσιόωντας
ἱεμένους φοβέεσθαι, ἐπεὶ λίπον ἅρματ᾽ ἀνάκτων.
Γλαύκῳ δ᾽ αἰνὸν ἄχος γένετο φθογγῆς ἀΐοντι·
ὠρίνθη δέ οἱ ἦτορ ὅ τ᾽ οὐ δύνατο προσαμῦναι.
510 χειρὶ δ᾽ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα· τεῖρε γὰρ αὐτὸν
ἕλκος, ὃ δή μιν Τεῦκρος ἐπεσσύμενον βάλεν ἰῷ
τείχεος ὑψηλοῖο, ἀρὴν ἑτάροισιν ἀμύνων.
εὐχόμενος δ᾽ ἄρα εἶπεν ἑκηβόλῳ Ἀπόλλωνι·
κλῦθι ἄναξ ὅς που Λυκίης ἐν πίονι δήμῳ
μον᾿ μες στο χέρι εκράταε σφίγγοντας το μπράτσο, πού πονούσε
απ᾿ την πληγή, του Τεύκρου πού άνοιξεν η σαγιτιά, στο τείχος
το μέγα ως χίμα, απ᾿ τους συντρόφους του τη συφορά να διώξει. .
Κι ευκήθη τότε στον Απόλλωνα το μακροσαγιτάρη:
« Άκουσε, αφέντη, εσύ που βρίσκεσαι μες στη Λυκία την πλούσια
για καί στην Τροίαν εδώ, τι δύνεσαι να συνακούς ολούθε
όποιον τον ζώνει ανάγκη᾿ μ᾿ έζωσε και μένα ανάγκη τώρα'
φριχτά με τυραννάει το λάβωμα᾿ το μπράτσο μου σουβλίζουν
πόνοι δριμιοί, κι ουδέ ξεραίνεται, να σταματήσει το αίμα.
Νιώθω τον ώμο από το χτύπημα βαρύ, και το κοντάρι
515 εἲς ἢ ἐνὶ Τροίῃ· δύνασαι δὲ σὺ πάντοσ᾽ ἀκούειν
ἀνέρι κηδομένῳ, ὡς νῦν ἐμὲ κῆδος ἱκάνει.
ἕλκος μὲν γὰρ ἔχω τόδε καρτερόν, ἀμφὶ δέ μοι χεὶρ
ὀξείῃς ὀδύνῃσιν ἐλήλαται, οὐδέ μοι αἷμα
τερσῆναι δύναται, βαρύθει δέ μοι ὦμος ὑπ᾽ αὐτοῦ·
520 ἔγχος δ᾽ οὐ δύναμαι σχεῖν ἔμπεδον, οὐδὲ μάχεσθαι
ἐλθὼν δυσμενέεσσιν. ἀνὴρ δ᾽ ὤριστος ὄλωλε
Σαρπηδὼν Διὸς υἱός· ὃ δ᾽ οὐ οὗ παιδὸς ἀμύνει.
ἀλλὰ σύ πέρ μοι ἄναξ τόδε καρτερὸν ἕλκος ἄκεσσαι,
κοίμησον δ᾽ ὀδύνας, δὸς δὲ κράτος, ὄφρ᾽ ἑτάροισι
δε στέκει στέριο μες στη φούχτα μου, για να ριχτώ στη μάχη
πα στους οχτρούς· κι ο πιο αντρειωμένος μας εχάθη, ο Σαρπηδόνας,
ο γιος του Δία, που δε διαφέντεψε μηδέ και το παιδί του.
Μα καν, αφέντη εσύ, την άσκημη λαβωματιά μου γιάνε,
τους πόνους κοίμισε, και δύναμη δώσ'μου ξανά, να βάλω
κουράγιο στους Λυκιώτες συντρόφους, στον πόλεμο να μπούνε,
κι ατός μου να παλέψω απ᾿ το κορμί του σκοτωμένου γύρα.»
Είπε, και την ευκή του επάκουσεν ο Απόλλωνας ο Φοίβος·
μεμιάς τους πόνους του σταμάτησε, ξεραίνει απ᾿ την πληγή του
το μαύρο γαίμα, και το στήθος του με άγριαν ορμή γιομίζει.
525 κεκλόμενος Λυκίοισιν ἐποτρύνω πολεμίζειν,
αὐτός τ᾽ ἀμφὶ νέκυι κατατεθνηῶτι μάχωμαι.
ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, τοῦ δ᾽ ἔκλυε Φοῖβος Ἀπόλλων.
αὐτίκα παῦσ᾽ ὀδύνας ἀπὸ δ᾽ ἕλκεος ἀργαλέοιο
αἷμα μέλαν τέρσηνε, μένος δέ οἱ ἔμβαλε θυμῷ.
530 Γλαῦκος δ᾽ ἔγνω ᾗσιν ἐνὶ φρεσὶ γήθησέν τε
ὅττί οἱ ὦκ᾽ ἤκουσε μέγας θεὸς εὐξαμένοιο.
πρῶτα μὲν ὄτρυνεν Λυκίων ἡγήτορας ἄνδρας
πάντῃ ἐποιχόμενος Σαρπηδόνος ἀμφιμάχεσθαι·
αὐτὰρ ἔπειτα μετὰ Τρῶας κίε μακρὰ βιβάσθων
Κι ο Γλαύκος το 'νιώσε στα φρένα του και χάρηκε η καρδιά του,
που έτσι τρανός θεός συνάκουσε μεμιάς την προσευκή του.
Και πρώτα πρώτα ολούθε τρέχοντας των Λυκιωτών τους κάλλιους
να 'ρθουν να πολεμούν ξεσήκωσε στο Σαρπηδόνα γύρα'
μετά στους Τρώες μακροσκελίζοντας κινούσε, κει που έστεκαν
ο γιος του Πάνθου ο Πολυδάμαντας κι ο Αγήνορας ο θείος,
κι ήταν κι ο Αινείας μαζί τους κι ο Έχτορας ο χαλκοκρανωμένος.
Στάθη κοντά τους, κι ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
« Έχτορα, τώρα πια αποξέχασες τους σύμμαχους σου αλήθεια,
που εδώ μακριά από την πατρίδα τους και τους δικούς για σένα
535 Πουλυδάμαντ᾽ ἔπι Πανθοΐδην καὶ Ἀγήνορα δῖον,
βῆ δὲ μετ᾽ Αἰνείαν τε καὶ Ἕκτορα χαλκοκορυστήν,
ἀγχοῦ δ᾽ ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
Ἕκτορ νῦν δὴ πάγχυ λελασμένος εἰς ἐπικούρων,
οἳ σέθεν εἵνεκα τῆλε φίλων καὶ πατρίδος αἴης
540 θυμὸν ἀποφθινύθουσι· σὺ δ᾽ οὐκ ἐθέλεις ἐπαμύνειν.
κεῖται Σαρπηδὼν Λυκίων ἀγὸς ἀσπιστάων,
ὃς Λυκίην εἴρυτο δίκῃσί τε καὶ σθένεϊ ᾧ·
τὸν δ᾽ ὑπὸ Πατρόκλῳ δάμασ᾽ ἔγχεϊ χάλκεος Ἄρης.
ἀλλὰ φίλοι πάρστητε, νεμεσσήθητε δὲ θυμῷ,
σκοτώνουνται, μα εσύ δε γνοιάζεσαι βοήθεια να τους δώσεις.
Των Λυκιωτών ο πρώτος κοίτεται νεκρός, ο Σαρπηδόνας,
που πάντα τη Λυκία διαφέντευε, κριτής και πολέμαρχος·
ο Άρης ο χάλκινος τον σκότωσε στου Πάτροκλου τα χέρια.
Όμως σταθείτε, φίλοι, δίπλα του, κι ας μη δεχτεί η καρδιά σας
το σκοτωμένο να ντροπιάσουνε, να πάρουν τ᾿ άρματά του
οι Μυρμιδόνες, για όσους χάθηκαν Αργίτες μανιασμένοι,
που τα κοντάρια μας τους σκότωσαν μπρος στα γοργά καράβια.»
Έτσι είπε αυτός, και κατακέφαλα περίζωσε τους Τρώες
καημός αβάσταχτος, αγιάτρευτος᾿ τι στο καστρί τους πύργο,
545 μὴ ἀπὸ τεύχε᾽ ἕλωνται, ἀεικίσσωσι δὲ νεκρὸν
Μυρμιδόνες, Δαναῶν κεχολωμένοι ὅσσοι ὄλοντο,
τοὺς ἐπὶ νηυσὶ θοῇσιν ἐπέφνομεν ἐγχείῃσιν.
ὣς ἔφατο, Τρῶας δὲ κατὰ κρῆθεν λάβε πένθος
ἄσχετον, οὐκ ἐπιεικτόν, ἐπεί σφισιν ἕρμα πόληος
550 ἔσκε καὶ ἀλλοδαπός περ ἐών· πολέες γὰρ ἅμ᾽ αὐτῷ
λαοὶ ἕποντ᾽, ἐν δ᾽ αὐτὸς ἀριστεύεσκε μάχεσθαι·
βὰν δ᾽ ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι· ἦρχε δ᾽ ἄρά σφιν
Ἕκτωρ χωόμενος Σαρπηδόνος. αὐτὰρ Ἀχαιοὺς
ὦρσε Μενοιτιάδεω Πατροκλῆος λάσιον κῆρ·
ξένος κι ας ήταν, τον λογάριαζαν, κι έσερνε πλήθιο ασκέρι
κοντά, κι ατός του μες στον πόλεμο ξεχώριζε απ᾿ τους πρώτους.
Με λύσσα στους Αργίτες έπεσαν λοιπόν θυμό γιομάτος,
-που εχάθη ο Σαρπηδόνας, ο Έχτορας τραβούσε ομπρός. Ωστόσο
η αντρίστικη καρδιά του Πάτροκλου ξεσήκωνε τους άλλους·
στους δυο τους Αίαντες πρώτα εμίλησε, που φρένιαζαν κι ατοί τους:
« Αίαντες, τώρα να βοηθήσετε καιρός με την καρδιά σας,
την ίδια αντρεία όπως πάντα δείχνοντας και πιο μεγάλη ακόμα.
Κοίτεται ο πρώτος στο καστρότειχο των Αχαιών που εμπήκε,
ο Σαρπηδόνας· να τον παίρναμε, και την αρματωσιά του
555 Αἴαντε πρώτω προσέφη μεμαῶτε καὶ αὐτώ·
Αἴαντε νῦν σφῶϊν ἀμύνεσθαι φίλον ἔστω,
οἷοί περ πάρος ἦτε μετ᾽ ἀνδράσιν ἢ καὶ ἀρείους.
κεῖται ἀνὴρ ὃς πρῶτος ἐσήλατο τεῖχος Ἀχαιῶν
Σαρπηδών· ἀλλ᾽ εἴ μιν ἀεικισσαίμεθ᾽ ἑλόντες,
560 τεύχεά τ᾽ ὤμοιιν ἀφελοίμεθα, καί τιν᾽ ἑταίρων
αὐτοῦ ἀμυνομένων δαμασαίμεθα νηλέϊ χαλκῷ.
ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δὲ καὶ αὐτοὶ ἀλέξασθαι μενέαινον.
οἳ δ᾽ ἐπεὶ ἀμφοτέρωθεν ἐκαρτύναντο φάλαγγας
Τρῶες καὶ Λύκιοι καὶ Μυρμιδόνες καὶ Ἀχαιοί,
να γδύναμε, να τον ντροπιάζαμε᾿ και να σκοτώναμε όλους
με άνέσπλαχνο χαλκό, που θα 'τρεχαν να τόνε διαφεντέψουν.»
Είπε, μ᾿ αυτοί κι ατοί τους λόγιαζαν να κρατηθούν αντρίκεια'
κι ως απ᾿ τις δυο μεριές τους λόχους τους στέριωσαν ο καθένας,
Λυκιώτες, Τρώες, Αργίτες έσμιξαν και Μυρμιδόνες—όλοι,
και πιάστηκαν τρογύρα απ᾿ τ᾿ άψυχο κορμί του σκοτωμένου,
φριχτά χουγιάζοντας, κι οι αρμάτες τους αλάγιαστα βροντούσαν
κι ο Δίας με νύχτα μαύρη ετύλιξε τ᾿ αντροπαλέματά τους,
για να ξεσπάσει ανήλεος πόλεμος τρογύρα απ᾿ τον υγιό του.
Οι Αργίτες πρώτοι πισωδρόμισαν οι στραφτομάτες τότε'
565 σύμβαλον ἀμφὶ νέκυι κατατεθνηῶτι μάχεσθαι
δεινὸν ἀΰσαντες· μέγα δ᾽ ἔβραχε τεύχεα φωτῶν.
Ζεὺς δ᾽ ἐπὶ νύκτ᾽ ὀλοὴν τάνυσε κρατερῇ ὑσμίνῃ,
ὄφρα φίλῳ περὶ παιδὶ μάχης ὀλοὸς πόνος εἴη.
ὦσαν δὲ πρότεροι Τρῶες ἑλίκωπας Ἀχαιούς·
570 βλῆτο γὰρ οὔ τι κάκιστος ἀνὴρ μετὰ Μυρμιδόνεσσιν
υἱὸς Ἀγακλῆος μεγαθύμου δῖος Ἐπειγεύς,
ὅς ῥ᾽ ἐν Βουδείῳ εὖ ναιομένῳ ἤνασσε
τὸ πρίν· ἀτὰρ τότε γ᾽ ἐσθλὸν ἀνεψιὸν ἐξεναρίξας
ἐς Πηλῆ᾽ ἱκέτευσε καὶ ἐς Θέτιν ἀργυρόπεζαν·
τι όχι απ᾿ τους πιο αχαμνούς χτυπήθηκε στους Μυρμιδόνες κάποιος,
ο Επειγέας, ο αρχοντογέννητος γιος του Αγακλή του γαύρου,
που στο Βουδείο την αρχοντόχωρα βασίλευε σε χρόνια
παλιά, μα ως σκότωσε έναν ξάδερφο τρανό, στη Θέτη επήγε
τη χιοναστράγαλη προσπέφτοντας και στον Πηλέα το ρήγα'
κι αυτοί μαζί με τον πολέμαρχο τον Αχιλλέα τον στείλαν
πέρα στην Τροία την καλοφόραδη, τους Τρώες να πολεμήσει.
Μα στο νεκρό όπως τώρα ζύγωνε, τον βρίσκει με λιθάρι
στην κεφαλή του ο μέγας Έχτορας, κι αυτή στα δυο εχωρίστη
στο στέριο μέσα κράνος, κι έπεσε τ᾿ απίστομα στο χώμα,
575 οἳ δ᾽ ἅμ᾽ Ἀχιλλῆϊ ῥηξήνορι πέμπον ἕπεσθαι
Ἴλιον εἰς εὔπωλον, ἵνα Τρώεσσι μάχοιτο.
τόν ῥα τόθ᾽ ἁπτόμενον νέκυος βάλε φαίδιμος Ἕκτωρ
χερμαδίῳ κεφαλήν· ἣ δ᾽ ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη
ἐν κόρυθι βριαρῇ· ὃ δ᾽ ἄρα πρηνὴς ἐπὶ νεκρῷ
580 κάππεσεν, ἀμφὶ δέ μιν θάνατος χύτο θυμοραϊστής.
Πατρόκλῳ δ᾽ ἄρ᾽ ἄχος γένετο φθιμένου ἑτάροιο,
ἴθυσεν δὲ διὰ προμάχων ἴρηκι ἐοικὼς
ὠκέϊ, ὅς τ᾽ ἐφόβησε κολοιούς τε ψῆράς τε·
ὣς ἰθὺς Λυκίων Πατρόκλεες ἱπποκέλευθε
και γύραθέ του εχύθη ο θάνατος ο ψυχοκαταλύτης.
Πικράθη ο Πάτροκλος το σύντροφο νεκρό να ιδεί να πέφτει,
καί χύθη ομπρός μέσα απ᾿ τους πρόμαχους, ίδια γοργό γεράκι,
που οι καλιακούδες όλες φεύγουνε και τα ψαρόνια ομπρός του᾿
ίδιος, αλογοδρόμε Πάτροκλε, στους Τρώες απάνω εχύθης
και στους Λυκιώτες, για το σύντροφο που εχάθη μανιασμένος·
και το Σθενέλαο, το πανάκριβο βλαστάρι του Ιθαιμένη,
με πέτρα απά στο σβέρκο επέτυχε, και του 'κοψε τα νεύρα᾿
πισωδρομίζει ο γαύρος Έχτορας, μαζί κι οι μπροστομάχοι.
Όσο του μακρού πάει ψιλόλιγνο κοντάρι, που το ρίχνει
585 ἔσσυο καὶ Τρώων, κεχόλωσο δὲ κῆρ ἑτάροιο.
καί ῥ᾽ ἔβαλε Σθενέλαον Ἰθαιμένεος φίλον υἱὸν
αὐχένα χερμαδίῳ, ῥῆξεν δ᾽ ἀπὸ τοῖο τένοντας.
χώρησαν δ᾽ ὑπό τε πρόμαχοι καὶ φαίδιμος Ἕκτωρ.
ὅσση δ᾽ αἰγανέης ῥιπὴ ταναοῖο τέτυκται,
590 ἥν ῥά τ᾽ ἀνὴρ ἀφέῃ πειρώμενος ἢ ἐν ἀέθλῳ
ἠὲ καὶ ἐν πολέμῳ δηΐων ὕπο θυμοραϊστέων,
τόσσον ἐχώρησαν Τρῶες, ὤσαντο δ᾽ Ἀχαιοί.
Γλαῦκος δὲ πρῶτος Λυκίων ἀγὸς ἀσπιστάων
ἐτράπετ᾽, ἔκτεινεν δὲ Βαθυκλῆα μεγάθυμον
τη δύναμη του δοκιμάζοντας για στους αγώνες κάποιος,
για και στη μάχη, οχτροί σαν πλάκωσαν να σφάξουν και να ράνουν
τόσο κι οι Τρώες επισωδρόμισαν, σπρωγμένοι απ᾿ τους Αργίτες.
Πρώτος ο Γλαύκος, των πολέμαρχων των Λυκιωτών ο ρήγας,
πίσω γυρνάει, και τον σντρόκαρδο το Βαθυκλή σκοτώνει,
το γιο τον ακριβό του Χάλκωνα, που ζούσε στην Ελλάδα,
πρώτος σε βιος και πλούτη ανάμεσα στους Μυρμιδόνες όλους.
Ετούτον χτύπησε κατάστηθα με το κοντάρι ο Γλαύκος
γυρνώντας ξάφνου, όπως τον έφτανε πα στο κυνήγι εκείνος·
κι ως έπεσε με βρόντο, ανείπωτα τον πόνεσαν οι Αργίτες,
595 Χάλκωνος φίλον υἱόν, ὃς Ἑλλάδι οἰκία ναίων
ὄλβῳ τε πλούτῳ τε μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσι.
τὸν μὲν ἄρα Γλαῦκος στῆθος μέσον οὔτασε δουρὶ
στρεφθεὶς ἐξαπίνης, ὅτε μιν κατέμαρπτε διώκων·
δούπησεν δὲ πεσών· πυκινὸν δ᾽ ἄχος ἔλλαβ᾽ Ἀχαιούς,
600 ὡς ἔπεσ᾽ ἐσθλὸς ἀνήρ· μέγα δὲ Τρῶες κεχάροντο,
στὰν δ᾽ ἀμφ᾽ αὐτὸν ἰόντες ἀολλέες· οὐδ᾽ ἄρ᾽ Ἀχαιοὶ
ἀλκῆς ἐξελάθοντο, μένος δ᾽ ἰθὺς φέρον αὐτῶν.
ἔνθ᾽ αὖ Μηριόνης Τρώων ἕλεν ἄνδρα κορυστὴν
Λαόγονον θρασὺν υἱὸν Ὀνήτορος, ὃς Διὸς ἱρεὺς
τέτοιο αντρειωμένο, κι αναγάλλιασαν οι Τρώες από την άλλη.
Κι ήρθαν τρογυρα του καί στάθηκαν πολλοί᾿ κι οι Αργίτες όμως
της αντριγιάς αναθυμήθηκαν κι απάνω τους χύθηκαν.
Τότε ο Μηριόνης κάποιον σκότωσε ρηγάρχη από τους Τρώες,
το Λαογόνο, γιο του Ονήτορα τρανό, του Δία της Ίδας
ιερέας που εστάθη και τον σέβουνταν σαν τους θεούς ο κόσμος·
κάτω απ᾿ τ᾿ αφτί κι απ᾿ το σαγόνι του τον βρήκε, κι η ψυχή του
απ᾿ το κορμί με βιάση ως έφυγε, τον πήρε το σκοτάδι.
Κι ο Αινείας το χάλκινο κοντάρι του τινάζει στο Μηριόνη·
τί ως πίσω απ᾿ το σκουτάρι επήγαινε, πώς θα τον βρει λογιούσε'
605 Ἰδαίου ἐτέτυκτο, θεὸς δ᾽ ὣς τίετο δήμῳ.
τὸν βάλ᾽ ὑπὸ γναθμοῖο καὶ οὔατος· ὦκα δὲ θυμὸς
ᾤχετ᾽ ἀπὸ μελέων, στυγερὸς δ᾽ ἄρα μιν σκότος εἷλεν.
Αἰνείας δ᾽ ἐπὶ Μηριόνῃ δόρυ χάλκεον ἧκεν·
ἔλπετο γὰρ τεύξεσθαι ὑπασπίδια προβιβῶντος.
610 ἀλλ᾽ ὃ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος·
πρόσσω γὰρ κατέκυψε, τὸ δ᾽ ἐξόπιθεν δόρυ μακρὸν
οὔδει ἐνισκίμφθη, ἐπὶ δ᾽ οὐρίαχος πελεμίχθη
ἔγχεος· ἔνθα δ᾽ ἔπειτ᾽ ἀφίει μένος ὄβριμος Ἄρης.
αἰχμὴ δ᾽ Αἰνείαο κραδαινομένη κατὰ γαίης
μα είδε απαντίκρα αυτός το χάλκινο κοντάρι και ξεφεύγει·
τι έσκυψε ομπρός, και πίσω εχώθηκε στο χώμα το κοντάρι,
πέρα μακριά, κι η ουρά του απόμεινε σεινάμενη να τρέμει,
ωσόπου η ορμή του καταλάγιασε κι η δύναμη του εχάθη. :
Έτσι έμεινε ο χαλός σφαράζοντας του Αινεία στο χώμα μέσα
μπηγμένος άδικα, ξεφεύγοντας απ᾿ το γερό του χέρι.
Κι ο Αινείας όλο θυμό και μάνητα φωνή μεγάλη σέρνει:
« Χορευταράς κι αν είσαι, σίγουρα, Μηριόνη, το κοντάρι
να σ᾿ έβρισκε μονάχα, σου 'κοβε τη φόρα μια για πάντα!»
Τότε ο Μηριόνης του αποκρίθηκε, του κονταριού ο τεχνίτης:
615 ᾤχετ᾽, ἐπεί ῥ᾽ ἅλιον στιβαρῆς ἀπὸ χειρὸς ὄρουσεν.
Αἰνείας δ᾽ ἄρα θυμὸν ἐχώσατο φώνησέν τε·
Μηριόνη τάχα κέν σε καὶ ὀρχηστήν περ ἐόντα
ἔγχος ἐμὸν κατέπαυσε διαμπερές, εἴ σ᾽ ἔβαλόν περ.
τὸν δ᾽ αὖ Μηριόνης δουρικλυτὸς ἀντίον ηὔδα·
620 Αἰνεία χαλεπόν σε καὶ ἴφθιμόν περ ἐόντα
πάντων ἀνθρώπων σβέσσαι μένος, ὅς κέ σευ ἄντα
ἔλθῃ ἀμυνόμενος· θνητὸς δέ νυ καὶ σὺ τέτυξαι.
εἰ καὶ ἐγώ σε βάλοιμι τυχὼν μέσον ὀξέϊ χαλκῷ,
αἶψά κε καὶ κρατερός περ ἐὼν καὶ χερσὶ πεποιθὼς
«Αινεία, τρανή κι αν έχεις δύναμη, σα δύσκολο να κόψεις
τη φόρα σπ᾿ όλους που σου χύνουνται και λαχταρούν μαζί σου
να πολεμούν θνητός γεννήθηκες και συ μαθές, στοχάσου.
Ο κοφτερός χαλκός μου αν έβρισκε κατάκορμα και σένα,
θα 'δινες λέω, κι ας έχεις δύναμη κι αντρεία, σε μένα τότε
δόξα τρανή, στον καλοφόραδο τον Άδη τη ζωή σου.»
Αυτά είπε, κι ο αντρειωμένος Πάτροκλος μιλάει μαλώνοντας τον:
«Μηριόνη, τώρα αυτά τι τα 'θελες, και παλικάρι που 'σαι;
Με λόγια και βρισιές, καλότυχε, δε θα τραβήξουν χέρι
οι Τρώες απ᾿ το νεκρό· πρωτύτερα θα φάει το χώμα κι άλλους.
625 εὖχος ἐμοὶ δοίης, ψυχὴν δ᾽ Ἄϊδι κλυτοπώλῳ.
ὣς φάτο, τὸν δ᾽ ἐνένιπε Μενοιτίου ἄλκιμος υἱός·
Μηριόνη τί σὺ ταῦτα καὶ ἐσθλὸς ἐὼν ἀγορεύεις;
ὦ πέπον οὔ τοι Τρῶες ὀνειδείοις ἐπέεσσι
νεκροῦ χωρήσουσι· πάρος τινὰ γαῖα καθέξει.
630 ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ᾽ ἐνὶ βουλῇ·
τὼ οὔ τι χρὴ μῦθον ὀφέλλειν, ἀλλὰ μάχεσθαι.
ὣς εἰπὼν ὃ μὲν ἦρχ᾽, ὃ δ᾽ ἅμ᾽ ἕσπετο ἰσόθεος φώς.
τῶν δ᾽ ὥς τε δρυτόμων ἀνδρῶν ὀρυμαγδὸς ὀρώρει
οὔρεος ἐν βήσσῃς, ἕκαθεν δέ τε γίγνετ᾽ ἀκουή,
Τα λόγια κυβερνούν στη σύναξη, στον πόλεμο τα μπράτσα"
τα λόγια το λοιπόν παράτησε και πιάσε το κοντάρι!».
Είπε, και μπήκε ομπρός, κι ο ισόθεος τον ακολούθησε άντρας.
Από βουνού φαράγγι σύχλωρο ψηλά πως ανεβαίνουν
απ᾿ τους λατόμους τα χτυπήματα και από μακριά γρικιούνται'
όμοια κι αυτών οι βρόντοι ανέβαιναν ψηλά απ᾿ της γης τα πλάτη
απ᾿ το χαλκό κι απ᾿ τα καλόφτιαστα, βοϊδόπετσα σκουτάρια,
τα δίκοπα κοντάρια ως πάνω τους και τα σπαθιά κρουγόνταν.
Κι ουδέ ποτέ κανένας που 'ξερε το θείο το Σαρπηδόνα
θα τον ξεχώριζε· τι γαίματα και σκόνες και κοντάρια
635 ὣς τῶν ὄρνυτο δοῦπος ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης
χαλκοῦ τε ῥινοῦ τε βοῶν τ᾽ εὐποιητάων,
νυσσομένων ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισιν.
οὐδ᾽ ἂν ἔτι φράδμων περ ἀνὴρ Σαρπηδόνα δῖον
ἔγνω, ἐπεὶ βελέεσσι καὶ αἵματι καὶ κονίῃσιν
640 ἐκ κεφαλῆς εἴλυτο διαμπερὲς ἐς πόδας ἄκρους.
οἳ δ᾽ αἰεὶ περὶ νεκρὸν ὁμίλεον, ὡς ὅτε μυῖαι
σταθμῷ ἔνι βρομέωσι περιγλαγέας κατὰ πέλλας
ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ, ὅτε τε γλάγος ἄγγεα δεύει·
ὣς ἄρα τοὶ περὶ νεκρὸν ὁμίλεον, οὐδέ ποτε Ζεὺς
αποκορφής τον αποσκέπαζαν ως με τ᾿ ακρόποδά του.
Κι όλο πύκνωναν στο κουφάρι του τρογυρα, σαν τις μύγες
που ζουζουνούν στη μάντρα, ολόγυρα στις γαλατοκαρδάρες,
την άνοιξη, καθώς ξεχείλισε στους άρμεγούς το γάλα'
όμοια κι εκείνοι στο κουφάρι του μαζεύουνταν τρογυρα.
Κι ο Δίας στιγμή απ᾿ τον άγριο πόλεμο δε σήκωνε τα μάτια
τ᾿ αστραφτερά, μον᾿ θώρειε αδιάκοπα, κι εντός του εστοχαζόταν
πολλά για το χαμό του Πάτροκλου, κι αναρωτιόταν, τάχα
να τον σκοτώσει δίχως άργητα μες στη σφαγή την άγρια
με το κοντάρι ο γαύρος Έχτορας στου ισόθεου Σαρπηδόνα
645 τρέψεν ἀπὸ κρατερῆς ὑσμίνης ὄσσε φαεινώ,
ἀλλὰ κατ᾽ αὐτοὺς αἰὲν ὅρα καὶ φράζετο θυμῷ,
πολλὰ μάλ᾽ ἀμφὶ φόνῳ Πατρόκλου μερμηρίζων,
ἢ ἤδη καὶ κεῖνον ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ
αὐτοῦ ἐπ᾽ ἀντιθέῳ Σαρπηδόνι φαίδιμος Ἕκτωρ
650 χαλκῷ δῃώσῃ, ἀπό τ᾽ ὤμων τεύχε᾽ ἕληται,
ἦ ἔτι καὶ πλεόνεσσιν ὀφέλλειεν πόνον αἰπύν.
ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι
ὄφρ᾽ ἠῢς θεράπων Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
ἐξαῦτις Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα χαλκοκορυστὴν
το κορμί πάνω, κι απ᾿ τους ώμους του να πάρει τ᾿ άρματά του,
για και σε πιο πολλούς τον παιδεμό τον άγριο να πληθύνει;
Κι αυτό του είκάστη, ως διαλογίζουνταν, το πιο καλό πως είναι:
Μια φορά ακόμα πάλε ο σύντροφος του ξακουστού Αχιλλέα
τους Τρώες ομάδι και τον Έχτορα το χαλκοκράνη πίσω
να ρίξει στο καστρί, και θάνατο σε Τρώες πολλούς να δώσει.
Απ᾿ 'ολους πριν στο στήθος του Έχτορα περίσσια δείλια βάνει'
πηδάει στο αμάξι του, και φεύγοντας φωνάζει και στους άλλους
τους Τρώες να φύγουν, τι τη γνώρισε τη ζυγαριά του Δία.
Κι ουδέ οι τρανοί Λυκιώτες βάσταξαν, μον᾿ διασκορπίσαν όλοι,
655 ὤσαιτο προτὶ ἄστυ, πολέων δ᾽ ἀπὸ θυμὸν ἕλοιτο.
Ἕκτορι δὲ πρωτίστῳ ἀνάλκιδα θυμὸν ἐνῆκεν·
ἐς δίφρον δ᾽ ἀναβὰς φύγαδ᾽ ἔτραπε, κέκλετο δ᾽ ἄλλους
Τρῶας φευγέμεναι· γνῶ γὰρ Διὸς ἱρὰ τάλαντα.
ἔνθ᾽ οὐδ᾽ ἴφθιμοι Λύκιοι μένον, ἀλλὰ φόβηθεν
660 πάντες, ἐπεὶ βασιλῆα ἴδον βεβλαμμένον ἦτορ
κείμενον ἐν νεκύων ἀγύρει· πολέες γὰρ ἐπ᾽ αὐτῷ
κάππεσον, εὖτ᾽ ἔριδα κρατερὴν ἐτάνυσσε Κρονίων.
οἳ δ᾽ ἄρ᾽ ἀπ᾽ ὤμοιιν Σαρπηδόνος ἔντε᾽ ἕλοντο
χάλκεα μαρμαίροντα, τὰ μὲν κοίλας ἐπὶ νῆας
το ρήγα τους θωρώντας άψυχο μες στους νεκρούς τους άλλους
να κοίτεται᾿ τι πλήθος πάνω του σωριάζουνταν, του Κρόνου
ο γιος το σκοτωμό ως ξεσήκωνε τον άγριο αναμεσό τους.
Κι από τους ώμους τότε τ᾿ άρματά του Σαρπηδόνα γδύνουν,
που άστραφταν χάλκινα, κι ο αντρόκαρδος γιος του Μενοίτιου τότε
τα δίνει να τα παν οι σύντροφοι στα βαθουλά καράβια.
Κι ο Δίας στο Φοίβο εστράφη κι έλεγεν ο νεφελοστοιβάχτης:
« Απ᾿ τις ριξιές, ομπρός, Απόλλωνα, το Σαρπηδόνα βγάλε'
τα μελανά του σφούγγιξε αίματα, μετά κουβάλησε τον
μακριά πολύ, στο ρέμα λούσε τον του ποταμού, με λάδι
665 δῶκε φέρειν ἑτάροισι Μενοιτίου ἄλκιμος υἱός.
καὶ τότ᾽ Ἀπόλλωνα προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
εἰ δ᾽ ἄγε νῦν φίλε Φοῖβε, κελαινεφὲς αἷμα κάθηρον
ἐλθὼν ἐκ βελέων Σαρπηδόνα, καί μιν ἔπειτα
πολλὸν ἀπὸ πρὸ φέρων λοῦσον ποταμοῖο ῥοῇσι
670 χρῖσόν τ᾽ ἀμβροσίῃ, περὶ δ᾽ ἄμβροτα εἵματα ἕσσον·
πέμπε δέ μιν πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσθαι
ὕπνῳ καὶ θανάτῳ διδυμάοσιν, οἵ ῥά μιν ὦκα
θήσουσ᾽ ἐν Λυκίης εὐρείης πίονι δήμῳ,
ἔνθά ἑ ταρχύσουσι κασίγνητοί τε ἔται τε
αθάνατο άλειψε τον, φόρα του θεϊκό χιτώνα γύρω,
και στους γοργούς περαματάρηδες, τα διδυμάρια αδέρφια,
δωσ᾿ τον, στον Ύπνο και στο Θάνατο, για να τον κουβαλήσουν
πέρα στης καρπερής κι απλόχωρης Λυκίας τα καμποτόπια.
Μνημούρι εκεί οι δικοί κι οι σύντροφοι με μια κολόνα απάνω
θα του σηκώσουν τι όσοι πέθαναν άλλη δε λάχαν χάρη.»
Είπε, κι ο Φοίβος δεν παράκουσε το λόγο του κυρού του᾿
απ᾿ τα βουνά της Ίδας έτρεξε στην άγρια μέσα μάχη,
κι απ᾿ τις ριξιές γοργά ανασήκωσε το θείο το Σαρπηδόνα
μακριά· στου ποταμού τον έλουσε το ρέμα, τον αλείφει
675 τύμβῳ τε στήλῃ τε· τὸ γὰρ γέρας ἐστὶ θανόντων.
ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἄρα πατρὸς ἀνηκούστησεν Ἀπόλλων.
βῆ δὲ κατ᾽ Ἰδαίων ὀρέων ἐς φύλοπιν αἰνήν,
αὐτίκα δ᾽ ἐκ βελέων Σαρπηδόνα δῖον ἀείρας
πολλὸν ἀπὸ πρὸ φέρων λοῦσεν ποταμοῖο ῥοῇσι
680 χρῖσέν τ᾽ ἀμβροσίῃ, περὶ δ᾽ ἄμβροτα εἵματα ἕσσε·
πέμπε δέ μιν πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσθαι,
ὕπνῳ καὶ θανάτῳ διδυμάοσιν, οἵ ῥά μιν ὦκα
κάτθεσαν ἐν Λυκίης εὐρείης πίονι δήμῳ.
Πάτροκλος δ᾽ ἵπποισι καὶ Αὐτομέδοντι κελεύσας
με λάδι αθάνατο, του φόρεσε θεϊκό χιτώνα γύρω,
και στους γοργούς περαματάρηδες, τον δίνει να τον πάρουν,
μαζί στον Ύπνο και στο Θάνατο, τα διδυμάρια αδέρφια,
που ευτύς στην καρπερή κι απλόχωρη Λυκία τον απίθωσαν.
Κι ο Πάτροκλος τον Αυτομέδοντα και τ᾿ άτια του προστάζει,
και στο κυνήγι επήρε κι έστρωσε τους Τρώες και τους Λυκιώτες
—κακό της κεφαλής του, ο ανέμυαλος! τι του Αχιλλέα το λόγο
αν άκουε, την κακιά θα ξέφευγε του μαύρου Χάρου μοίρα.
Μ᾿ απ᾿ των θνητών πιο πάνω στέκουνται πάντα οι βουλές του Δία᾿
τι αυτός κι απ᾿ του αντρειωμένου ακόπιαστα τα χέρια αρπάει τη νίκη
685 Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε, καὶ μέγ᾽ ἀάσθη
νήπιος· εἰ δὲ ἔπος Πηληϊάδαο φύλαξεν
ἦ τ᾽ ἂν ὑπέκφυγε κῆρα κακὴν μέλανος θανάτοιο.
ἀλλ᾽ αἰεί τε Διὸς κρείσσων νόος ἠέ περ ἀνδρῶν·
ὅς τε καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῖ καὶ ἀφείλετο νίκην
690 ῥηϊδίως, ὅτε δ᾽ αὐτὸς ἐποτρύνῃσι μάχεσθαι·
ὅς οἱ καὶ τότε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἀνῆκεν.
ἔνθα τίνα πρῶτον τίνα δ᾽ ὕστατον ἐξενάριξας
Πατρόκλεις, ὅτε δή σε θεοὶ θάνατον δὲ κάλεσσαν;
Ἄδρηστον μὲν πρῶτα καὶ Αὐτόνοον καὶ Ἔχεκλον
και στο φευγιό τον ρίχνει, κι άλλοτε να χτυπηθεί τον σπρώχνει.
Και τότε ήταν ο Δίας τον Πάτροκλο που γέμισε κουράγιο.
Πάτροκλε, ο πρώτος ποιος που σκότωσες, ποιος ο στερνός αλήθεια,
την ώρα αυτή, οι θεοί στο θάνατο που σ᾿ είχαν πια καλέσει;
Τον Άδραστο καί τον Επίστορα και τον Αυτόνοο πρώτα,
του Μέγα τον υγιό τον Πέριμο, τον Έλασο, το Μούλιο,
τον Έχεκλο και το Μελάνιππο μετά και τον Πυλάρτη.
Κι οι άλλοι, ως τον είδαν που τους σκότωνε, το ρίξαν στη φευγάλα.
Οι Αργίτες τότε το αψηλόπορτο της Τροίας θα παίρναν κάστρο,
ως χίμα ο Πάτροκλος, τι φρένιαζε γύρω μπροστά χτυπώντας,
695 καὶ Πέριμον Μεγάδην καὶ Ἐπίστορα καὶ Μελάνιππον,
αὐτὰρ ἔπειτ᾽ Ἔλασον καὶ Μούλιον ἠδὲ Πυλάρτην·
τοὺς ἕλεν· οἳ δ᾽ ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος.
ἔνθά κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον υἷες Ἀχαιῶν
Πατρόκλου ὑπὸ χερσί, περὶ πρὸ γὰρ ἔγχεϊ θῦεν,
700 εἰ μὴ Ἀπόλλων Φοῖβος ἐϋδμήτου ἐπὶ πύργου
ἔστη τῷ ὀλοὰ φρονέων, Τρώεσσι δ᾽ ἀρήγων.
τρὶς μὲν ἐπ᾽ ἀγκῶνος βῆ τείχεος ὑψηλοῖο
Πάτροκλος, τρὶς δ᾽ αὐτὸν ἀπεστυφέλιξεν Ἀπόλλων
χείρεσσ᾽ ἀθανάτῃσι φαεινὴν ἀσπίδα νύσσων.
αν δε στεκόταν στον καλόχτιστο τον πύργο απάνω ο Φοίβος,
τους Τρώες βοηθώντας και λογιάζοντας πολλά κακά για κείνον.
Τρεις πάτησε φορές ο Πάτροκλος στ᾿ ολόρθο καστροτείχι,
πα στη γωνιά, και τρεις ο Απόλλωνας του σπρώχνει το σκουτάρι
με τα δυο χέρια του τ᾿ αθάνατα, και τον τινάζει πίσω.
Μα σύντας χίμιξε και τέταρτην, ίδια θεός, ο Φοίβος
ο μακρορίχτης φοβερίζοντας άγρια φωνή του σέρνει:
« Πάτροκλε, πίσω, αρχοντογέννητε! Με το κοντάρι σου, όχι,
των Τρωών των πέρφανων δε γράφτηκε να πατηθεί το κάστρο,
μηδέ με του Αχιλλέα, που ασύγκριτα πιο αντρόκαρδος λογιέται.»
705 ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τὸ τέταρτον ἐπέσσυτο δαίμονι ἶσος,
δεινὰ δ᾽ ὁμοκλήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
χάζεο διογενὲς Πατρόκλεες· οὔ νύ τοι αἶσα
σῷ ὑπὸ δουρὶ πόλιν πέρθαι Τρώων ἀγερώχων,
οὐδ᾽ ὑπ᾽ Ἀχιλλῆος, ὅς περ σέο πολλὸν ἀμείνων.
710 ὣς φάτο, Πάτροκλος δ᾽ ἀνεχάζετο πολλὸν ὀπίσσω
μῆνιν ἀλευάμενος ἑκατηβόλου Ἀπόλλωνος.
Ἕκτωρ δ᾽ ἐν Σκαιῇσι πύλῃς ἔχε μώνυχας ἵππους·
δίζε γὰρ ἠὲ μάχοιτο κατὰ κλόνον αὖτις ἐλάσσας,
ἦ λαοὺς ἐς τεῖχος ὁμοκλήσειεν ἀλῆναι.
Ετσι του μίλησε, κι ο Πάτροκλος πίσω πολύ ετραβήχτη,
του μακροσαγιτάρη Απόλλωνα τη μάνητα να φύγει.
Κι ο Έχτορας τ᾿ άτια τα μονόνυχα κρατάει στο Ζερβοπόρτι,
κι αναρωτιόταν, να τα γύριζε, να μπει ξανά στη μάχη,
για να προστάξει, στο καστρότειχο να σφαλιχτεί ο στρατός του.
Κι ως τούτα ανάδευεν, ο Απόλλωνας πρόβαλε ομπρός του ο Φοίβος,
μ᾿ έναν θνητό αντρειωμένο μοιάζοντας και δυνατό, τον Άσιο'
θείος του αλογάρη Εχτόρου εκράζουνταν από μητέρα ετούτος·
τι ήταν υγιός μαθές του Δύμαντα κι αδέρφι της Εκάβης,
και στου Σαγγάριου πλάι τα ρέματα, μες στη Φρυγίαν εζούσε.
715 ταῦτ᾽ ἄρα οἱ φρονέοντι παρίστατο Φοῖβος Ἀπόλλων
ἀνέρι εἰσάμενος αἰζηῷ τε κρατερῷ τε
Ἀσίῳ, ὃς μήτρως ἦν Ἕκτορος ἱπποδάμοιο
αὐτοκασίγνητος Ἑκάβης, υἱὸς δὲ Δύμαντος,
ὃς Φρυγίῃ ναίεσκε ῥοῇς ἔπι Σαγγαρίοιο·
720 τῷ μιν ἐεισάμενος προσέφη Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων·
Ἕκτορ τίπτε μάχης ἀποπαύεαι; οὐδέ τί σε χρή.
αἴθ᾽ ὅσον ἥσσων εἰμί, τόσον σέο φέρτερος εἴην·
τώ κε τάχα στυγερῶς πολέμου ἀπερωήσειας.
ἀλλ᾽ ἄγε Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους,
Με τούτον μοιάζοντας ο Απόλλωνας, ο γιος του Δία, του κάνει:
« Απ᾿ τη σφαγή τι φεύγεις, Έχτορα; Δε σου ταιριάζει εσένα!
Αχ, να 'μουν τόσο πιο λιοντόκαρδος όσο 'μαι πιο αχαμνός σου,
κι άσκημα τότε θα το πλήρωνες να φεύγεις απ᾿ τη μάχη!
Ομπρός, με τ᾿ ατσαλόνυχα άτια σου τον Πάτροκλο κυνήγα,
μπας τον σκοτώσεις, και περίτρανη σου δώσει ο Φοίβος δόξα.»
Ως είπε αυτά ο θεός, στο αντρίστικο γυρνά ξανά τ᾿ απάλε'
κι ο μέγας Έχτορας του αντρόκαρδου Κεβριόνη ευτύς φωνάζει
να του κεντήσει πίσω τ᾿ άλογα για τη σφαγή· κι ο Φοίβος
στ'ασκέρια ωστόσο έχώθη τρέχοντας, καί στους Αργίτες άγρια
725 αἴ κέν πώς μιν ἕλῃς, δώῃ δέ τοι εὖχος Ἀπόλλων.
ὣς εἰπὼν ὃ μὲν αὖτις ἔβη θεὸς ἂμ πόνον ἀνδρῶν,
Κεβριόνῃ δ᾽ ἐκέλευσε δαΐφρονι φαίδιμος Ἕκτωρ
ἵππους ἐς πόλεμον πεπληγέμεν. αὐτὰρ Ἀπόλλων
δύσεθ᾽ ὅμιλον ἰών, ἐν δὲ κλόνον Ἀργείοισιν
730 ἧκε κακόν, Τρωσὶν δὲ καὶ Ἕκτορι κῦδος ὄπαζεν.
Ἕκτωρ δ᾽ ἄλλους μὲν Δαναοὺς ἔα οὐδ᾽ ἐνάριζεν·
αὐτὰρ ὃ Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους.
Πάτροκλος δ᾽ ἑτέρωθεν ἀφ᾽ ἵππων ἆλτο χαμᾶζε
σκαιῇ ἔγχος ἔχων· ἑτέρηφι δὲ λάζετο πέτρον
σκορπίζει ταραχή, τον Έχτορα τιμώντας και τους Τρώες.
Κι ο Έχτορας άφηνε, δε σκότωνε τους Δαναούς τους άλλους·
με τ᾿ ατσαλόνυχα άτια εγύρευε τον Πάτροκλο μονάχα.
Κι ο Πάτροκλος πηδά απ᾿ τ᾿ αμάξι του τότε στη γη, κι εκράτα
στο ζερβί χέρι το κοντάρι του, με τ᾿ άλλο αρπάει μια πέτρα
τραχιά, γυαλιστερή, που ολάκερο του γέμιζε το χέρι.
Κι όπως σιμά του ήρθε και στάθηκε, τη ρίχνει αντιπατώντας·
κι ήταν καλή η ριξιά, τη δέχτηκε του Εχτόρου ο αμαξολάτης,
ο Κεβριόνης, γιος κλεφτόσπαρτος του ξακουστού Πριάμου,
που εκράταε τα λουριά, στο μέτωπο᾿ κι η σουβλερή κοτρόνα
735 μάρμαρον ὀκριόεντα τόν οἱ περὶ χεὶρ ἐκάλυψεν,
ἧκε δ᾽ ἐρεισάμενος, οὐδὲ δὴν χάζετο φωτός,
οὐδ᾽ ἁλίωσε βέλος, βάλε δ᾽ Ἕκτορος ἡνιοχῆα
Κεβριόνην νόθον υἱὸν ἀγακλῆος Πριάμοιο
ἵππων ἡνί᾽ ἔχοντα μετώπιον ὀξέϊ λᾶϊ.
740 ἀμφοτέρας δ᾽ ὀφρῦς σύνελεν λίθος, οὐδέ οἱ ἔσχεν
ὀστέον, ὀφθαλμοὶ δὲ χαμαὶ πέσον ἐν κονίῃσιν
αὐτοῦ πρόσθε ποδῶν· ὃ δ᾽ ἄρ᾽ ἀρνευτῆρι ἐοικὼς
κάππεσ᾽ ἀπ᾽ εὐεργέος δίφρου, λίπε δ᾽ ὀστέα θυμός.
τὸν δ᾽ ἐπικερτομέων προσέφης Πατρόκλεες ἱππεῦ·
τα δυο τα φρύδια του θρουβάλιασε, κι ουδέ τα κόκαλα του
δεν άντεξαν, μον᾿ χάμω εκύλησαν τα μάτια του στη σκόνη,
στα πόδια του μπροστά᾿ και κύλησε σα βουτηχτής στο χώμα
απ᾿ τ᾿ ώριο αμάξι, κι απ᾿ τα κόκαλα ξεχύθηκε η ψυχή του.
Και του 'πες τότε αναγελώντας τον, Πάτροκλε εσύ αλογάρη:
«Πωπώ, σβελτάδα που 'χει! Ανάλαφρες για ιδές βουτιές που παίρνει!
Να θε βρισκόταν και στη θάλασσα την ψαροθρόφα ετούτος,
κόσμο πολύ μαθές θα χόρταινε ψαρεύοντας για στρείδια,
απ᾿ το καράβι πάνω αν έπεφτε, κι ας ήταν και φουρτούνα,
σβέλτα αφού τόσο από το αμάξι του βουτάει στον κάμπο τώρα.
745 ὢ πόποι ἦ μάλ᾽ ἐλαφρὸς ἀνήρ, ὡς ῥεῖα κυβιστᾷ.
εἰ δή που καὶ πόντῳ ἐν ἰχθυόεντι γένοιτο,
πολλοὺς ἂν κορέσειεν ἀνὴρ ὅδε τήθεα διφῶν
νηὸς ἀποθρῴσκων, εἰ καὶ δυσπέμφελος εἴη,
ὡς νῦν ἐν πεδίῳ ἐξ ἵππων ῥεῖα κυβιστᾷ.
750 ἦ ῥα καὶ ἐν Τρώεσσι κυβιστητῆρες ἔασιν.
ὣς εἰπὼν ἐπὶ Κεβριόνῃ ἥρωϊ βεβήκει
οἶμα λέοντος ἔχων, ὅς τε σταθμοὺς κεραΐζων
ἔβλητο πρὸς στῆθος, ἑή τέ μιν ὤλεσεν ἀλκή·
ὣς ἐπὶ Κεβριόνῃ Πατρόκλεες ἆλσο μεμαώς.
Αλήθεια, έχουν κι οι Τρώες στο κάστρο τους πιδέξιους βουτηχτάδες!»
Είπε, και στο κορμί του αντρόκαρδου Κεβριόνη απάνω εχύθη
με ορμή, σα λιόντας, που ρημάζοντας μαντριά χτυπιέται ξάφνου
στο στήθος, κι είναι το κουράγιο του στερνά που τον σκοτώνει'
παρόμοιος στον Κεβριόνη εχίμιξες, Πάτροκλε εσύ, λυσσώντας.
Πηδάει στο χώμα τότε κι ο Έχτορας από το αμάξι απάνω,
και στον Κεβριόνη γύρα επιάστηκαν να χτυπηθούν, σα λιόντες
που απά σε κορφοβούνια, ολόγυρα σε σκοτωμένο αλάφι,
κι οι δυο πεινώντας, όλο μάνητα, παλεύουν θρασεμένοι'
όμοια κι αυτοί, τρανοί πολέμαρχοι, στον Κεβριόνη γύρα,
755 Ἕκτωρ δ᾽ αὖθ᾽ ἑτέρωθεν ἀφ᾽ ἵππων ἆλτο χαμᾶζε.
τὼ περὶ Κεβριόναο λέονθ᾽ ὣς δηρινθήτην,
ὥ τ᾽ ὄρεος κορυφῇσι περὶ κταμένης ἐλάφοιο
ἄμφω πεινάοντε μέγα φρονέοντε μάχεσθον·
ὣς περὶ Κεβριόναο δύω μήστωρες ἀϋτῆς
760 Πάτροκλός τε Μενοιτιάδης καὶ φαίδιμος Ἕκτωρ
ἵεντ᾽ ἀλλήλων ταμέειν χρόα νηλέϊ χαλκῷ.
Ἕκτωρ μὲν κεφαλῆφιν ἐπεὶ λάβεν οὐχὶ μεθίει·
Πάτροκλος δ᾽ ἑτέρωθεν ἔχεν ποδός· οἳ δὲ δὴ ἄλλοι
Τρῶες καὶ Δαναοὶ σύναγον κρατερὴν ὑσμίνην.
τη μια μεριά ο πανώριος Έχτορας, κι ο Πάτροκλος την άλλη,
με ανέσπλαχνο χαλκό τις σάρκες τους ποθούσαν να σπαράξουν.
Κι ως το κεφάλι του 'πιασε ο Έχτορας, δεν τ᾿ άφηνε απ᾿ τα χέρια,
και πάλε ο Πάτροκλος το πόδι του κρατούσε, κι οι άλλοι γύρα
και Τρώες κι Αργίτες—όλοι πόλεμο πεισματωμένο άνοιξαν.
Σιρόκος και Νοτιάς πως μάχουνται, ποιος πιο πολύ φυσώντας,
σ᾿ ενός βουνού το ποροφάραγγο, το θρασεμένο δάσο
—βαλανιδιές, μελιές, λιγνόφλουδες κρανιές— θ᾿ αναταράξει,
και τα μακριά κλωνάρια δέρνουνται χτυπώντας ένα τ᾿ άλλο
με άγριον αχό, κι ως σπάνε, ο σάλαγος αντιλαλεί τρογύρα'
765 ὡς δ᾽ Εὖρός τε Νότος τ᾽ ἐριδαίνετον ἀλλήλοιιν
οὔρεος ἐν βήσσῃς βαθέην πελεμιζέμεν ὕλην
φηγόν τε μελίην τε τανύφλοιόν τε κράνειαν,
αἵ τε πρὸς ἀλλήλας ἔβαλον τανυήκεας ὄζους
ἠχῇ θεσπεσίῃ, πάταγος δέ τε ἀγνυμενάων,
770 ὣς Τρῶες καὶ Ἀχαιοὶ ἐπ᾽ ἀλλήλοισι θορόντες
δῄουν, οὐδ᾽ ἕτεροι μνώοντ᾽ ὀλοοῖο φόβοιο.
πολλὰ δὲ Κεβριόνην ἀμφ᾽ ὀξέα δοῦρα πεπήγει
ἰοί τε πτερόεντες ἀπὸ νευρῆφι θορόντες,
πολλὰ δὲ χερμάδια μεγάλ᾽ ἀσπίδας ἐστυφέλιξαν
παρόμοια Τρώες κι Αργίτες χίμιξαν κι ο ένας τον άλλο έσφαζαν,
και την πικρή στο νου κανένας τους δεν έβαζε φευγάλα.
Τρογύρα στον Κεβριόνη αρίφνητα και κοφτερά κοντάρια
και φτερωτές σαγίτες μπήγουνταν πηδώντας απ'τις κόρδες·
αρίφνητες κι οι πέτρες που έκρουγαν με βρόντο τα σκουτάρια,
γύρα του ως μάχουνταν και κοίτουνταν μακρύς φαρδύς εκείνος
στη στροβιλούσα σκόνη, ανέγνοιαστος από άτια πια και μάχες.
Όσο κρατιόταν αρμενίζοντας στο μεσουράνι ο γήλιος,
κι από τους δυο στρατούς σωριάζουνταν περίσσιοι απ᾿ τις ριξιές τους'
μα ως τέλος ο ήλιος πήρε κι έγερνεν, η ώρα που λύουν τα βόδια,
775 μαρναμένων ἀμφ᾽ αὐτόν· ὃ δ᾽ ἐν στροφάλιγγι κονίης
κεῖτο μέγας μεγαλωστί, λελασμένος ἱπποσυνάων.
ὄφρα μὲν Ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει,
τόφρα μάλ᾽ ἀμφοτέρων βέλε᾽ ἥπτετο, πῖπτε δὲ λαός·
ἦμος δ᾽ Ἠέλιος μετενίσετο βουλυτὸν δέ,
780 καὶ τότε δή ῥ᾽ ὑπὲρ αἶσαν Ἀχαιοὶ φέρτεροι ἦσαν.
ἐκ μὲν Κεβριόνην βελέων ἥρωα ἔρυσσαν
Τρώων ἐξ ἐνοπῆς, καὶ ἀπ᾽ ὤμων τεύχε᾽ ἕλοντο,
Πάτροκλος δὲ Τρωσὶ κακὰ φρονέων ἐνόρουσε.
τρὶς μὲν ἔπειτ᾽ ἐπόρουσε θοῷ ἀτάλαντος Ἄρηϊ
οι Αργίτες πώς νικούσαν έδειξαν, κι ενάντια στα γραμμένα,
κι έξω απ᾿ των Τρωών τον άγριο τάραχο του αντρόψυχου Κεβριόνη
τράβηξαν το νεκρό, και τ᾿ άρματα του πήραν απ᾿ τους ώμους.
Απά στους Τρώες χιμίζει ο Πάτροκλος λυσσομανώντας τότε·
τρεις πάνω του φορές εχίμιξε, σαν τον γοργό τον Άρη,
και τρεις εννιά αντρειωμένους σκότωσε χουγιάζοντας με λύσσα.
Μα σύντας χίμιξε και τέταρτη, θεός λες κι ήταν, τότε
σήμανε πια ο καιρός σου, Πάτροκλε, να κατεβείς στον Άδη·
τι ο Φοίβος ήρθε καταπάνω σου στην άγρια μέσα μάχη
τρομαχτικός. Και δεν τον ένιωσε στην ταραχή την τόση,
785 σμερδαλέα ἰάχων, τρὶς δ᾽ ἐννέα φῶτας ἔπεφνεν.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τὸ τέταρτον ἐπέσσυτο δαίμονι ἶσος,
ἔνθ᾽ ἄρα τοι Πάτροκλε φάνη βιότοιο τελευτή·
ἤντετο γάρ τοι Φοῖβος ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ
δεινός· ὃ μὲν τὸν ἰόντα κατὰ κλόνον οὐκ ἐνόησεν,
790 ἠέρι γὰρ πολλῇ κεκαλυμμένος ἀντεβόλησε·
στῆ δ᾽ ὄπιθεν, πλῆξεν δὲ μετάφρενον εὐρέε τ᾽ ὤμω
χειρὶ καταπρηνεῖ, στρεφεδίνηθεν δέ οἱ ὄσσε.
τοῦ δ᾽ ἀπὸ μὲν κρατὸς κυνέην βάλε Φοῖβος Ἀπόλλων·
ἣ δὲ κυλινδομένη καναχὴν ἔχε ποσσὶν ὑφ᾽ ἵππων
κλεφτάτα όπως ερχόταν πάνω του μες σε πυκνήν αντάρα.
Πίσω του εστάθη, και του χτύπησε κι ώμους φαρδιούς και πλάτες
με την παλάμη του, και σβούριξαν τα μάτια του απ᾿ τη ζάλη.
Κι ο Φοίβος τότε απ᾿ το κεφάλι του πετάει το κράνος χάμω,
που κουδουνίζοντας ανάμεσα στα πόδια των αλόγων
κατρακυλούσε, και μολεύουνταν η φούντα του στη σκόνη
και στο αίμα μέσα· κι όμως άλλοτε το φουντωμένο ετούτο
το κράνος οι θεοί δεν άφηναν να κυλιστεί στη σκόνη,
μόνο το μέτωπο διαφέντευε τ᾿ ωραίο και το κεφάλι
του ισόθεου του Αχιλλέα᾿ μα του Έχτορα το 'δινε τότε ο Δίας
795 αὐλῶπις τρυφάλεια, μιάνθησαν δὲ ἔθειραι
αἵματι καὶ κονίῃσι· πάρος γε μὲν οὐ θέμις ἦεν
ἱππόκομον πήληκα μιαίνεσθαι κονίῃσιν,
ἀλλ᾽ ἀνδρὸς θείοιο κάρη χαρίεν τε μέτωπον
ῥύετ᾽ Ἀχιλλῆος· τότε δὲ Ζεὺς Ἕκτορι δῶκεν
800 ᾗ κεφαλῇ φορέειν, σχεδόθεν δέ οἱ ἦεν ὄλεθρος.
πᾶν δέ οἱ ἐν χείρεσσιν ἄγη δολιχόσκιον ἔγχος
βριθὺ μέγα στιβαρὸν κεκορυθμένον· αὐτὰρ ἀπ᾽ ὤμων
ἀσπὶς σὺν τελαμῶνι χαμαὶ πέσε τερμιόεσσα.
λῦσε δέ οἱ θώρηκα ἄναξ Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων.
να το φορέσει στο κεφάλι του—σιμά ήταν κι ο χαμός του.
Και το βαρύ, τρανό, το ασήκωτο, το χαλκαρματωμένο
μακρόισκιωτο κοντάρι του 'σπάσε χίλιες μεριές στα χέρια'
πέφτει κι η ασπίδα από τους ώμους του με τα λουριά της χάμω'
την ίδιαν ώρα λύνει ο Απόλλωνας το θώρακα του ο ρήγας·
αντράλα επλάκωσε τα φρένα του, του λύθηκαν τα γόνα,
κι εστάθη σαστισμένος· πίσω του με το κοντάρι τότε
του ρίχνει από κοντά ένας Δάρδανος αναμεσός στους ώμους,
ο Εύυφορβος, γιος του Πάνθου, στ᾿ άλογα και στα γοργά ποδάρια
και στο κοντάρι τους ομήλικους που ξεπερνούσεν όλους·
805 τὸν δ᾽ ἄτη φρένας εἷλε, λύθεν δ᾽ ὑπὸ φαίδιμα γυῖα,
στῆ δὲ ταφών· ὄπιθεν δὲ μετάφρενον ὀξέϊ δουρὶ
ὤμων μεσσηγὺς σχεδόθεν βάλε Δάρδανος ἀνὴρ
Πανθοΐδης Εὔφορβος, ὃς ἡλικίην ἐκέκαστο
ἔγχεΐ θ᾽ ἱπποσύνῃ τε πόδεσσί τε καρπαλίμοισι·
810 καὶ γὰρ δὴ τότε φῶτας ἐείκοσι βῆσεν ἀφ᾽ ἵππων
πρῶτ᾽ ἐλθὼν σὺν ὄχεσφι διδασκόμενος πολέμοιο·
ὅς τοι πρῶτος ἐφῆκε βέλος Πατρόκλεες ἱππεῦ
οὐδὲ δάμασσ᾽· ὃ μὲν αὖτις ἀνέδραμε, μίκτο δ᾽ ὁμίλῳ,
ἐκ χροὸς ἁρπάξας δόρυ μείλινον, οὐδ᾽ ὑπέμεινε
κι είχε από τ᾿ άλογά τους είκοσι γκρεμίσει ως τώρα κάτω,
ως πρωτοβγήκε απά στο αμάξι του, πώς πολεμούν να μάθει.
Και πέτυχε, αλογάρη Πάτροκλε, πρώτος αυτός να σ᾿ έβρει᾿
όμως δε σ᾿ εριξε, μον᾿ γρήγορα, τραβώντας το κοντάρι
απ᾿ το κορμί σου, μέσα έχώθηκε στο πλήθος, και δεν είπε
αγνάντια να σταθεί στον Πάτροκλο, γυμνός αυτός κι ας ήταν.
Βαριά βλαμμένος τότε ο Πάτροκλος κι απ᾿ του θεού το χτύπο
κι απ᾿ το κοντάρι, πισωπόδισε, του Χάρου να ξεφύγει.
Κι ως είδεν ο Έχτορας τον Πάτροκλο τον αντρειωμένο τότε
να κάνει πίσω, από το χάλκινο κοντάρι λαβωμένος,
815 Πάτροκλον γυμνόν περ ἐόντ᾽ ἐν δηϊοτῆτι.
Πάτροκλος δὲ θεοῦ πληγῇ καὶ δουρὶ δαμασθεὶς
ἂψ ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχάζετο κῆρ᾽ ἀλεείνων.
Ἕκτωρ δ᾽ ὡς εἶδεν Πατροκλῆα μεγάθυμον
ἂψ ἀναχαζόμενον βεβλημένον ὀξέϊ χαλκῷ,
820 ἀγχίμολόν ῥά οἱ ἦλθε κατὰ στίχας, οὖτα δὲ δουρὶ
νείατον ἐς κενεῶνα, διὰ πρὸ δὲ χαλκὸν ἔλασσε·
δούπησεν δὲ πεσών, μέγα δ᾽ ἤκαχε λαὸν Ἀχαιῶν·
ὡς δ᾽ ὅτε σῦν ἀκάμαντα λέων ἐβιήσατο χάρμῃ,
ὥ τ᾽ ὄρεος κορυφῇσι μέγα φρονέοντε μάχεσθον
ζυγώνοντας τον τον κοντάρεψε, κι απά στο κατωκοίλι
τον βρήκε, το χαλκό του χώνοντας βαθιά στα σπλάχνα μέσα.
Βροντώντας πέφτει αυτός, ανείπωτος καημός για τους Αργίτες.
Πώς κάπρο ακούραστο παλεύοντας τον βάζει λιόντας κάτω,
που θρασεμένο έστησαν πόλεμο στα κορφοβούνια απάνω,
πλάι σε νερό που τρέχει απόλιγο και θεν να πιουν κι οι δυο τους,
ωσόπου ο κάπρος πια σωριάζεται στη γης αγκομαχώντας·
όμοια τον Πάτροκλο τον άτρομο, που 'χε πολλούς σκοτώσει,
από κοντά χτυπώντας ο Έχτορας τον έστειλε στον Άδη᾿
κι όλο καμάρι πια ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
825 πίδακος ἀμφ᾽ ὀλίγης· ἐθέλουσι δὲ πιέμεν ἄμφω·
πολλὰ δέ τ᾽ ἀσθμαίνοντα λέων ἐδάμασσε βίηφιν·
ὣς πολέας πεφνόντα Μενοιτίου ἄλκιμον υἱὸν
Ἕκτωρ Πριαμίδης σχεδὸν ἔγχεϊ θυμὸν ἀπηύρα,
καί οἱ ἐπευχόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
830 Πάτροκλ᾽ ἦ που ἔφησθα πόλιν κεραϊξέμεν ἁμήν,
Τρωϊάδας δὲ γυναῖκας ἐλεύθερον ἦμαρ ἀπούρας
ἄξειν ἐν νήεσσι φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
νήπιε· τάων δὲ πρόσθ᾽ Ἕκτορος ὠκέες ἵπποι
ποσσὶν ὀρωρέχαται πολεμίζειν· ἔγχεϊ δ᾽ αὐτὸς
«Έλεγες, Πάτροκλε, το κάστρο μας να το ρημάξεις τώρα,
και τις Τρωαδίτισσες, αρπάζοντας το φως της λευτεριάς τους,
να τις φορτώσεις στα καράβια σου, να γύρεις στην πατρίδα.
Άμυαλε εσύ! Τα γρήγορα άλογα του Εχτόρου στέκουν μπρος τους
και λαχταρούνε πάντα πόλεμο· κι ατός μου, στο κοντάρι
πρώτος, τους Τρώες τους πολεμόχαρους απ᾿ τη σκλαβιά γλιτώνω.
Μα εσένα το κορμί σου σίγουρα θα φανέ εδώ οι αγιούπες.
Τον Αχιλλέα δεν είδα να 'ρχεται να σε συντρέξει, δόλιε,
τρανός κι ας είναι· πίσω απόμεινε, κι ως έφευγες θα σου 'πε:
,,Στα βαθουλά καράβια κοίταξε, Πάτροκλε εσύ αλογαρη,
835 Τρωσὶ φιλοπτολέμοισι μεταπρέπω, ὅ σφιν ἀμύνω
ἦμαρ ἀναγκαῖον· σὲ δέ τ᾽ ἐνθάδε γῦπες ἔδονται.
ἆ δείλ᾽, οὐδέ τοι ἐσθλὸς ἐὼν χραίσμησεν Ἀχιλλεύς,
ὅς πού τοι μάλα πολλὰ μένων ἐπετέλλετ᾽ ἰόντι·
μή μοι πρὶν ἰέναι Πατρόκλεες ἱπποκέλευθε
840 νῆας ἔπι γλαφυρὰς πρὶν Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο
αἱματόεντα χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι.
ὥς πού σε προσέφη, σοὶ δὲ φρένας ἄφρονι πεῖθε.
τὸν δ᾽ ὀλιγοδρανέων προσέφης Πατρόκλεες ἱππεῦ·
ἤδη νῦν Ἕκτορ μεγάλ᾽ εὔχεο· σοὶ γὰρ ἔδωκε
μην ξαναγύρεις πίσω, του Έχτορα του αντροφονια πριν σκίσεις
ματώνοντας του το πουκάμισο στα στήθια του τρογύρα."
Σαν τέτοια λέω θα σου 'πε, ανέμυαλε, και γύρισε το νου σου!»
Και του αποκρίθης τότε ξέπνογος, Πάτροκλε εσύ αλογάρη:
«Τώρα όσο θες καμάρωνε, Έχτορα, τι σου 'δωκεν ο Δίας,
του Κρόνου ο γιος, μαζί κι ο Απόλλωνας τη νίκη· αυτοί με ρίξαν
με δίχως κόπο, αυτοί και τ᾿ άρματα μου πήραν απ᾿ τους ώμους"
τι τέτοιοι σαν και σένα κι είκοσι να πρόβελναν μπροστά μου,
όλοι νεκροί από το κοντάρι μου θα πέφταν εδώ πέρα.
Ναι, της Λητώς ο γιος με σκότωσε και η μαύρη Μοίρα εμένα,
845 νίκην Ζεὺς Κρονίδης καὶ Ἀπόλλων, οἵ με δάμασσαν
ῥηιδίως· αὐτοὶ γὰρ ἀπ᾽ ὤμων τεύχε᾽ ἕλοντο.
τοιοῦτοι δ᾽ εἴ πέρ μοι ἐείκοσιν ἀντεβόλησαν,
πάντές κ᾽ αὐτόθ᾽ ὄλοντο ἐμῷ ὑπὸ δουρὶ δαμέντες.
ἀλλά με μοῖρ᾽ ὀλοὴ καὶ Λητοῦς ἔκτανεν υἱός,
850 ἀνδρῶν δ᾽ Εὔφορβος· σὺ δέ με τρίτος ἐξεναρίζεις.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν·
οὔ θην οὐδ᾽ αὐτὸς δηρὸν βέῃ, ἀλλά τοι ἤδη
ἄγχι παρέστηκεν θάνατος καὶ μοῖρα κραταιὴ
χερσὶ δαμέντ᾽ Ἀχιλῆος ἀμύμονος Αἰακίδαο.
κι απ᾿ τους θνητούς όχι άλλος, ο Εύφορβος᾿ τρίτος εσύ με γδύνεις.
Κάποιο άλλο λόγο τώρα θα 'λεγα, και συ στο νου σου βαλτ᾿ τον:
Πολύ και σένα δεν απόμεινε να ζήσεις λέω, τι κιόλα
δίπλα σου η Μοίρα η τρανοδύναμη·κι ο Χάρος παραστέκουν
απ᾿ του Αχιλλέα τα χέρια του άψεγου να σκοτωθείς γραφτό 'ναι.»
Ως είπε τούτα, ευτύς ο θάνατος του σκέπασε τα μάτια,
κι απ᾿ το κορμί η ψυχή του επέταξε να κατεβεί στον Άδη,
θρηνολογώντας για τη μοίρα της, που αφήκε αντρεία και νιότη.
Κι ο μέγας Έχτορας του μίλησε, νεκρός κι ας ήταν, κι είπε:
« Το μαύρο χαλασμό μου, Πάτροκλε, τι προφητεύεις τώρα;
855 ὣς ἄρα μιν εἰπόντα τέλος θανάτοιο κάλυψε·
ψυχὴ δ᾽ ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδος δὲ βεβήκει
ὃν πότμον γοόωσα λιποῦσ᾽ ἀνδροτῆτα καὶ ἥβην.
τὸν καὶ τεθνηῶτα προσηύδα φαίδιμος Ἕκτωρ·
Πατρόκλεις τί νύ μοι μαντεύεαι αἰπὺν ὄλεθρον;
860 τίς δ᾽ οἶδ᾽ εἴ κ᾽ Ἀχιλεὺς Θέτιδος πάϊς ἠϋκόμοιο
φθήῃ ἐμῷ ὑπὸ δουρὶ τυπεὶς ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσαι;
ὣς ἄρα φωνήσας δόρυ χάλκεον ἐξ ὠτειλῆς
εἴρυσε λὰξ προσβάς, τὸν δ᾽ ὕπτιον ὦσ᾽ ἀπὸ δουρός.
αὐτίκα δὲ ξὺν δουρὶ μετ᾽ Αὐτομέδοντα βεβήκει
Ποιος ξέρει, ο γιος της καλοπλέξουδης της Θέτης, ο Αχιλλέας,
αν πιο μπροστά από το κοντάρι μου δε χτυπηθεί και πέσει!»
Είπε, και τράβηξε το χάλκινο κοντάρι απ᾿ την πληγή του,
πατώντας το κορμί, κι ανάσκελα τον σπρώχνει απ᾿ το κοντάρι"
κι ευτύς χιμάει με το κοντάρι του στο θείον αμαξολάτη
που 'χε ο Αχιλλέας, στον Αυτομέδοντα, ποθώντας να του ρίξει.
Όμως εκείνον τα γοργόποδα τον ξεμακραίναν άτια,
τ᾿ αθάνατα, οι θεοί που κάποτε χάρισαν στον Πηλέα.
865 ἀντίθεον θεράποντα ποδώκεος Αἰακίδαο·
ἵετο γὰρ βαλέειν· τὸν δ᾽ ἔκφερον ὠκέες ἵπποι
ἄμβροτοι, οὓς Πηλῆϊ θεοὶ δόσαν ἀγλαὰ δῶρα.