-Ν- | Ζεὺς δ᾽ ἐπεὶ οὖν Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα νηυσὶ πέλασσε, τοὺς μὲν ἔα παρὰ τῇσι πόνον τ᾽ ἐχέμεν καὶ ὀϊζὺν νωλεμέως, αὐτὸς δὲ πάλιν τρέπεν ὄσσε φαεινὼ νόσφιν ἐφ᾽ ἱπποπόλων Θρῃκῶν καθορώμενος αἶαν |
Τους Τρώες ωστόσο και τον Έχτορα σα σίμωσε στα
πλοία πια ο Δίας, εκεί τους απαράτησε, να 'χουν καημούς και μόχτους δίχως σωμό, κι αυτός τα μάτια του τ᾿ αστραφτερά γυρίζει πέρα μακριά, στις χώρες που έμεναν οι αλογοθρόφοι Θράκες κι οι Φοραδαρμεχτάδες, οι άψεγοι γαλατοφάγοι, κι οι Άβιοι, που απ᾿ όλους πιο το δίκιο αγάπησαν, κι οι ατρόμητοι Μυσιώτες. Στην Τροία καθόλου πια δε γύριζε τ᾿ αστραφτερά του μάτια, τι δε φαντάζουνταν, αθάνατος κανείς ν᾿ αποκοτήσει να 'ρθει και στους Αργίτες βόηθηση για και στους Τρώες να δώσει. |
5 | Μυσῶν τ᾽ ἀγχεμάχων καὶ ἀγαυῶν ἱππημολγῶν γλακτοφάγων Ἀβίων τε δικαιοτάτων ἀνθρώπων. ἐς Τροίην δ᾽ οὐ πάμπαν ἔτι τρέπεν ὄσσε φαεινώ· οὐ γὰρ ὅ γ᾽ ἀθανάτων τινα ἔλπετο ὃν κατὰ θυμὸν ἐλθόντ᾽ ἢ Τρώεσσιν ἀρηξέμεν ἢ Δαναοῖσιν. |
|
10 | οὐδ᾽ ἀλαοσκοπιὴν εἶχε κρείων ἐνοσίχθων· καὶ γὰρ ὃ θαυμάζων ἧστο πτόλεμόν τε μάχην τε ὑψοῦ ἐπ᾽ ἀκροτάτης κορυφῆς Σάμου ὑληέσσης Θρηϊκίης· ἔνθεν γὰρ ἐφαίνετο πᾶσα μὲν Ἴδη, φαίνετο δὲ Πριάμοιο πόλις καὶ νῆες Ἀχαιῶν. |
Μα ο κοσμοσείστης ρήγας άδικα δε βίγλιζε από πάνω᾿ στης Σαμοθράκης της πολύδεντρης την πιο ακρινή εκαθόταν κορφή, κι εθάμαζε τον πόλεμο θωρώντας και τη μάχη. Απ᾿ άκρη ως άκρη εκείθε αγνάντευε την Ίδα, και το κάστρο του Πρίαμου αγνάντευε και τ᾿ άρμενα των Αχαιών μπροστά του. Εδώ εκαθόταν απ᾿ τη θάλασσα φτασμένος, και πονούσε τους Αχαιούς που οι Τρώες αφάνιζαν, και χόλιαζε του Δία. Και ξάφνου απ᾿ το βουνό το απόγκρεμο ροβόλησε κινώντας με πόδι γρήγορο᾿ τα τρίψηλα βουνά και τα ρουμάνια σείστηκαν κάτω απ᾿ τα ποδάρια του τ᾿ αθάνατα, ως δρομούσε. |
15 | ἔνθ᾽ ἄρ᾽ ὅ γ᾽ ἐξ ἁλὸς ἕζετ᾽ ἰών, ἐλέαιρε δ᾽ Ἀχαιοὺς Τρωσὶν δαμναμένους, Διὶ δὲ κρατερῶς ἐνεμέσσα. αὐτίκα δ᾽ ἐξ ὄρεος κατεβήσετο παιπαλόεντος κραιπνὰ ποσὶ προβιβάς· τρέμε δ᾽ οὔρεα μακρὰ καὶ ὕλη ποσσὶν ὑπ᾽ ἀθανάτοισι Ποσειδάωνος ἰόντος. |
|
20 | τρὶς μὲν ὀρέξατ᾽ ἰών, τὸ δὲ τέτρατον ἵκετο τέκμωρ Αἰγάς, ἔνθα δέ οἱ κλυτὰ δώματα βένθεσι λίμνης χρύσεα μαρμαίροντα τετεύχαται ἄφθιτα αἰεί. ἔνθ᾽ ἐλθὼν ὑπ᾽ ὄχεσφι τιτύσκετο χαλκόποδ᾽ ἵππω ὠκυπέτα χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε, |
Τρεις δρασκελιές δρομώντας έκαμε, στην άλλη εβρέθη
κιόλα μπρος στις Αίγες· εκεί περίλαμπρο μες στου πελάου τα βάθη, στραφταλιστό, χρυσό, ακατάλυτο παλάτι του 'χαν χτίσει. Φτάνοντας έζεψε στο αμάξι του δυο χαλκοπόδαρα άτια, γοργόφτερα, με χήτες που 'πεφταν χρυσές από το σβέρκο. Χρυσά μετά κι ατός του εφόρεσε, και πήρε ένα μαστίγι χρυσό, καλοφτιαγμένο, κι έπειτα στο αμάξι του πηδώντας πήρε να τρέχει απά στα κύματα, κι απ᾿ τους βυθούς ολούθε οι δελφίνοι, ως εφάνη, εσκίρτησαν, τον κύρη τους νογώντας. Κι άνοιγε η θάλασσα χαρούμενη, και τ᾿ άλογα πετούσαν |
25 | χρυσὸν δ᾽ αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ, γέντο δ᾽ ἱμάσθλην χρυσείην εὔτυκτον, ἑοῦ δ᾽ ἐπεβήσετο δίφρου, βῆ δ᾽ ἐλάαν ἐπὶ κύματ᾽· ἄταλλε δὲ κήτε᾽ ὑπ᾽ αὐτοῦ πάντοθεν ἐκ κευθμῶν, οὐδ᾽ ἠγνοίησεν ἄνακτα· γηθοσύνῃ δὲ θάλασσα διίστατο· τοὶ δὲ πέτοντο |
|
30 | ῥίμφα μάλ᾽, οὐδ᾽ ὑπένερθε διαίνετο χάλκεος ἄξων· τὸν δ᾽ ἐς Ἀχαιῶν νῆας ἐΰσκαρθμοι φέρον ἵπποι. ἔστι δέ τι σπέος εὐρὺ βαθείης βένθεσι λίμνης μεσσηγὺς Τενέδοιο καὶ Ἴμβρου παιπαλοέσσης· ἔνθ᾽ ἵππους ἔστησε Ποσειδάων ἐνοσίχθων |
γοργά, κι ουδέ από κάτω εμούσκευε το χάλκινο τ᾿ αξόνι᾿ τόσο γοργά τον φέρναν τ᾿ άλογα στ᾿ Αργίτικα καράβια. Είναι ένα σπήλιο μες στης θάλασσας της άπατης τα βάθη φαρδύ, καταμεσός στην Τένεδο και στην απόγκρεμη Ίμπρο" κει πέρα ο Κοσμοσείστης τ᾿ άλογα τραβάει να σταματήσουν, κι αθάνατη ταγή τους έβαλε να φαν ξεζεύοντάς τα, και πέρασε έπειτα στα πόδια τους ολόχρυσα πεδούκλια, ασύντριφτα, άλυτα, να στέκουνται, προσμένοντας να γύρει ο αφέντης τους᾿ κι αυτός έτράβηξε στων Αχαιών τ᾿ ασκέρι. Κι οι Τρώες σα φλόγα για σα δρόλαπας σφιχταραδίς ακλούθουν |
35 | λύσας ἐξ ὀχέων, παρὰ δ᾽ ἀμβρόσιον βάλεν εἶδαρ ἔδμεναι· ἀμφὶ δὲ ποσσὶ πέδας ἔβαλε χρυσείας ἀρρήκτους ἀλύτους, ὄφρ᾽ ἔμπεδον αὖθι μένοιεν νοστήσαντα ἄνακτα· ὃ δ᾽ ἐς στρατὸν ᾤχετ᾽ Ἀχαιῶν. Τρῶες δὲ φλογὶ ἶσοι ἀολλέες ἠὲ θυέλλῃ |
|
40 | Ἕκτορι Πριαμίδῃ ἄμοτον μεμαῶτες ἕποντο ἄβρομοι αὐΐαχοι· ἔλποντο δὲ νῆας Ἀχαιῶν αἱρήσειν, κτενέειν δὲ παρ᾽ αὐτόθι πάντας ἀρίστους. ἀλλὰ Ποσειδάων γαιήοχος ἐννοσίγαιος Ἀργείους ὄτρυνε βαθείης ἐξ ἁλὸς ἐλθὼν |
με λύσσα αδάμαστη τον Έχτορα, το γιο του Πρίαμου,
πάντα, όλο βουή κι αντάρα, κι έλεγαν τ᾿ Αργίτικα καράβια πως θα πατήσουν, κι όλους δίπλα τους τους πιο άντρειανούς θα σφάξουν. Μα ο κοσμοσείστης, κοσμοκράτορας ως φάνη Ποσειδώνας απ᾿ τη βαθιά φτασμένος θάλασσα, γκαρδιώνει τους Αργίτες, του Κάλχαντα το διώμα παίρνοντας και την τρανή φωνή του. Στους Αίαντες πρώτα εστράφη κι έλεγε, που φρένιαζαν κι ατοί τους: « Αίαντες, εσείς οι δυο τ᾿ Αργίτικα καράβια θα γλιτώστε. Σ᾿ έργα αντρειανά το νου σας να 'χετε κι όχι στην κρύα φευγάλα. Σε άλλες μεριές την ακατάλυτη των Τρωών ορμή, που πλήθος |
45 | εἰσάμενος Κάλχαντι δέμας καὶ ἀτειρέα φωνήν· Αἴαντε πρώτω προσέφη μεμαῶτε καὶ αὐτώ· Αἴαντε σφὼ μέν τε σαώσετε λαὸν Ἀχαιῶν ἀλκῆς μνησαμένω, μὴ δὲ κρυεροῖο φόβοιο. ἄλλῃ μὲν γὰρ ἔγωγ᾽ οὐ δείδια χεῖρας ἀάπτους |
|
50 | Τρώων, οἳ μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ· ἕξουσιν γὰρ πάντας ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί· τῇ δὲ δὴ αἰνότατον περιδείδια μή τι πάθωμεν, ᾗ ῥ᾽ ὅ γ᾽ ὁ λυσσώδης φλογὶ εἴκελος ἡγεμονεύει Ἕκτωρ, ὃς Διὸς εὔχετ᾽ ἐρισθενέος πάϊς εἶναι. |
το μέγα καστροτείχι επήδηξαν, δεν τη φοβάμαι αλήθεια βαστούν οι Αργίτες οι αντροδύναμοι να τους κρατήσουν όλους· μονάχα εκεί κακό μην πάθουμε μ᾿ έχει τρομάρα κόψει, όπου χιμά ο λυσσάρης Έχτορας προλάτης, ίδια φλόγα, θαρρώντας γιος του πολυδύναμου του Δία πως είναι τάχα. Να 'ταν Θεός κανείς στα φρένα σας τη γνώμη αυτή να βάλει, κι ατοί σας να σταθείτε ατράνταχτοι και να γκαρδιώνετε άλλους, τότε, κι ας λύσσαε, θα τον διώχνατε μακριά από τ᾿ άρμενά μας τα γρήγορα, κι ακόμα αν του Ολύμπου τον ξεσηκώνει ο κύρης.» Κι ο κοσμοσείστης Κοσμοκράτορας, σαν είπε αυτά, τους δίνει |
55 | σφῶϊν δ᾽ ὧδε θεῶν τις ἐνὶ φρεσὶ ποιήσειεν αὐτώ θ᾽ ἑστάμεναι κρατερῶς καὶ ἀνωγέμεν ἄλλους· τώ κε καὶ ἐσσύμενόν περ ἐρωήσαιτ᾽ ἀπὸ νηῶν ὠκυπόρων, εἰ καί μιν Ὀλύμπιος αὐτὸς ἐγείρει. ἦ καὶ σκηπανίῳ γαιήοχος ἐννοσίγαιος |
|
60 | ἀμφοτέρω κεκόπων πλῆσεν μένεος κρατεροῖο, γυῖα δ᾽ ἔθηκεν ἐλαφρὰ πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν. αὐτὸς δ᾽ ὥς τ᾽ ἴρηξ ὠκύπτερος ὦρτο πέτεσθαι, ὅς ῥά τ᾽ ἀπ᾽ αἰγίλιπος πέτρης περιμήκεος ἀρθεὶς ὁρμήσῃ πεδίοιο διώκειν ὄρνεον ἄλλο, |
με το ραβδί του, και τους γέμισε τρανή αντριγιά
τα στήθη, και το κορμί τους κάνει ανάλαφρο, χέρια ψηλά και πόδια' κι αυτός, ως γέρακας γοργόφτερος το πέταμα του παίρνει, που από τρανό πολύ κι απόγκρεμο ψηλά πετιέται βράχο και σ᾿ άλλο κυνηγώντας χύνεται πουλί στον κάμπο μέσα' τόσο γοργά μακριά τους πέταξε κι ο Ποσειδώνας τότε. Ο γοργοπόδης Αίας τον ένιωσεν, ο γιος του Οϊλέα, πιο πρώτος, κι ευτύς στον Αία τον άλλο εμίλησε, το γιο του Τελαμώνα: «Θεός μια κι ήρθε από τον Όλυμπο με την είδη του μάντη και μας ζητάει να πολεμήσουμε πλάι στα καράβια οι δυο μας— |
65 | ὣς ἀπὸ τῶν ἤϊξε Ποσειδάων ἐνοσίχθων. τοῖιν δ᾽ ἔγνω πρόσθεν Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας, αἶψα δ᾽ ἄρ᾽ Αἴαντα προσέφη Τελαμώνιον υἱόν· Αἶαν ἐπεί τις νῶϊ θεῶν οἳ Ὄλυμπον ἔχουσι μάντεϊ εἰδόμενος κέλεται παρὰ νηυσὶ μάχεσθαι, |
|
70 | οὐδ᾽ ὅ γε Κάλχας ἐστὶ θεοπρόπος οἰωνιστής· ἴχνια γὰρ μετόπισθε ποδῶν ἠδὲ κνημάων ῥεῖ᾽ ἔγνων ἀπιόντος· ἀρίγνωτοι δὲ θεοί περ· καὶ δ᾽ ἐμοὶ αὐτῷ θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισι μᾶλλον ἐφορμᾶται πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι, |
δεν ήταν ο ορνιομάντης Κάλχαντας που των θεών κατέχει τους λογισμούς· τι εγώ τον ένιωσα πως σάλευε, ως δρομούσε, Πόδια και γόνα᾿ τον αθάνατο μεμιάς τον ξεχωρίζεις. Μα να, και μένα μες στα στήθια μου λαχτάρισε η καρδιά μου Στη μάχη να χυθώ, τον πόλεμο και τη σφαγή ν᾿ ανάψω. Με τρώνε κάτω τα ποδάρια μου και πιο ψηλά τα χέρια!» Κι ο μέγας Αίαντας του αποκρίθηκεν, ο γιος του Τελαμώνα: «Και μένα, στο κοντάρι ολόγυρα τ᾿ ανίκητα μου χέρια με τρώνε, κι η αντριγιά μου εθέριεψε᾿ τα δυο μου πόδια κάτω πετούν φωτιές, και με τον Έχτορα, το γιο του Πρίαμου, θέλω |
75 | μαιμώωσι δ᾽ ἔνερθε πόδες καὶ χεῖρες ὕπερθε. τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη Τελαμώνιος Αἴας· οὕτω νῦν καὶ ἐμοὶ περὶ δούρατι χεῖρες ἄαπτοι μαιμῶσιν, καί μοι μένος ὤρορε, νέρθε δὲ ποσσὶν ἔσσυμαι ἀμφοτέροισι· μενοινώω δὲ καὶ οἶος |
|
80 | Ἕκτορι Πριαμίδῃ ἄμοτον μεμαῶτι μάχεσθαι. ὣς οἳ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον χάρμῃ γηθόσυνοι, τήν σφιν θεὸς ἔμβαλε θυμῷ· τόφρα δὲ τοὺς ὄπιθεν γαιήοχος ὦρσεν Ἀχαιούς, οἳ παρὰ νηυσὶ θοῇσιν ἀνέψυχον φίλον ἦτορ. |
να στήσω πόλεμο και μόνος μου, με όσην αντρεία κι αν έχει!» Τέτοια εμιλούσαν συναλλήλως τους αυτοί, χαρά γιομάτοι απ᾿ την ορμή, ο θεός που φύσηξε στα στήθια τους γι᾿ απάλε. Κι ωστόσο ο Κοσμοσείστης σήκωνε πιο πέρα τους Αργίτες, που ήταν πιο πίσω και ξαπόσταιναν πλάι στα γοργά καράβια. Αρμοκομμένοι από τον κάματο το φοβερό εστεκόνταν, κι εσπάραζε ο καημός τα σπλάχνα τους, τους Τρώες καθώς έβλεπαν που 'χαν πηδήξει πλήθος άμετρο τα τρίψηλα τειχιά τους· και τρέχαν κάτω από τα φρύδια τους τα δάκρυα, ως τους θωρούσαν. Θαράπιο του κακού δεν έβλεπαν μα τότε ο Κοσμοσείστης, |
85 | τῶν ῥ᾽ ἅμα τ᾽ ἀργαλέῳ καμάτῳ φίλα γυῖα λέλυντο, καί σφιν ἄχος κατὰ θυμὸν ἐγίγνετο δερκομένοισι Τρῶας, τοὶ μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ. τοὺς οἵ γ᾽ εἰσορόωντες ὑπ᾽ ὀφρύσι δάκρυα λεῖβον· οὐ γὰρ ἔφαν φεύξεσθαι ὑπ᾽ ἐκ κακοῦ· ἀλλ᾽ ἐνοσίχθων |
|
90 | ῥεῖα μετεισάμενος κρατερὰς ὄτρυνε φάλαγγας. Τεῦκρον ἔπι πρῶτον καὶ Λήϊτον ἦλθε κελεύων Πηνέλεών θ᾽ ἥρωα Θόαντά τε Δηΐπυρόν τε Μηριόνην τε καὶ Ἀντίλοχον μήστωρας ἀϋτῆς· τοὺς ὅ γ᾽ ἐποτρύνων ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· |
γοργά ζυγώνοντας τους, ψύχωσε τα δυνατά φουσάτα.
Τον Τεύκρο και το Λήιτο ολόπρωτα κινάει ν᾿ αναγκαρδιώσει, και τον Πηνέλαο τον τρανόψυχο, το Θόα και το Μηριόνη, το Δήπυρο και τον Αντίλοχο, τους γαύρους πολεμάρχους' όλους τους γκάρδιωνε, ανεμάρπαστα φωνάζοντας τους λόγια: « Ντροπής, Αργίτες, σείς οι νιότεροι! Τα θάρρητά μου τα 'χω σε σας! Αν πείτε να παλέψετε, γλιτώνουν τα καράβια. Αν όμως στον ανήλεο πόλεμο δε θέλετε να μπείτε, το δίχως άλλο η μέρα εσίμωσε που οι Τρώες θα μας χαλάσουν. Ωχού, τι θάμα αυτό κι αντίθαμα τα μάτια μου που βλέπουν, |
95 | αἰδὼς Ἀργεῖοι, κοῦροι νέοι· ὔμμιν ἔγωγε μαρναμένοισι πέποιθα σαωσέμεναι νέας ἁμάς· εἰ δ᾽ ὑμεῖς πολέμοιο μεθήσετε λευγαλέοιο, νῦν δὴ εἴδεται ἦμαρ ὑπὸ Τρώεσσι δαμῆναι. ὢ πόποι ἦ μέγα θαῦμα τόδ᾽ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶμαι |
|
100 | δεινόν, ὃ οὔ ποτ᾽ ἔγωγε τελευτήσεσθαι ἔφασκον, Τρῶας ἐφ᾽ ἡμετέρας ἰέναι νέας, οἳ τὸ πάρος περ φυζακινῇς ἐλάφοισιν ἐοίκεσαν, αἵ τε καθ᾽ ὕλην θώων παρδαλίων τε λύκων τ᾽ ἤϊα πέλονται αὔτως ἠλάσκουσαι ἀνάλκιδες, οὐδ᾽ ἔπι χάρμη· |
τρομαχτικό, που δε λογάριαζα πως θα γενεί ποτέ
μου, τους Τρώες φτασμένους στα καράβια μας, αυτούς που ως τώρα πάντα δειλιάρες αλαφίνες έμοιαζαν, που στα ρουμάνια θρέφουν λύκους και τσάκαλους και λιόπαρδους, ως τρέχουν δώθε κείθε, όπου τους λάχει, δίχως δύναμη κι ουδέ αντριγιά στα στήθη' όμοια κι οι Τρώες πιο πριν δεν ήθελαν, κι ουδέ για λίγο μόνο μπρος στην ορμή μας και στα χέρια μας να κρατηθούν αντρίκεια. Τώρα μακριά απ᾿ το κάστρο, στ᾿ άρμενα τα βαθουλά χτυπιούνται, από του ρήγα μας την ξέπαρση, το αναμελιό των άλλων, που ως μάλωσαν μαζί του, εθύμωσαν, και πια να διαφεντέψουν |
105 | ὣς Τρῶες τὸ πρίν γε μένος καὶ χεῖρας Ἀχαιῶν μίμνειν οὐκ ἐθέλεσκον ἐναντίον, οὐδ᾽ ἠβαιόν· νῦν δὲ ἑκὰς πόλιος κοίλῃς ἐπὶ νηυσὶ μάχονται ἡγεμόνος κακότητι μεθημοσύνῃσί τε λαῶν, οἳ κείνῳ ἐρίσαντες ἀμυνέμεν οὐκ ἐθέλουσι |
|
110 | νηῶν ὠκυπόρων, ἀλλὰ κτείνονται ἀν᾽ αὐτάς. ἀλλ᾽ εἰ δὴ καὶ πάμπαν ἐτήτυμον αἴτιός ἐστιν ἥρως Ἀτρεΐδης εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων οὕνεκ᾽ ἀπητίμησε ποδώκεα Πηλεΐωνα, ἡμέας γ᾽ οὔ πως ἔστι μεθιέμεναι πολέμοιο. |
τα γρήγορα δε θέλουν άρμενα, μόνο χαλνιούνται
ομπρός τους. Όμως αλήθεια, κι αν το φταίξιμο πέρα για πέρα πέφτει στο γιο του Ατρέα, τον Αγαμέμνονα, το ρήγα πρωταφέντη, που δε σεβάστη το γοργόποδο γιο του Πηλέα καθόλου, πάλε δεν πρέπει εμείς τον πόλεμο ν᾿ αφήσουμε στη μέση, μον᾿ ό,τι εγίνη ας το βολέψουμε, τι όσοι έχουν νου βολεύουν. Πρεπό δεν είναι εσείς να σβήνετε τη φλόγα της αντρείας σας, τι είστε κι οι πιο αντρειωμένοι ανάμεσα στους άλλους᾿ δεν τα βάζω μ᾿ έναν δειλιάρη εγώ, τον πόλεμο που παρατάει και φεύγει᾿ όμως με σας πολύ συχύζουμαι, με όσο κανέναν άλλον. |
115 | ἀλλ᾽ ἀκεώμεθα θᾶσσον· ἀκεσταί τοι φρένες ἐσθλῶν. ὑμεῖς δ᾽ οὐκ ἔτι καλὰ μεθίετε θούριδος ἀλκῆς πάντες ἄριστοι ἐόντες ἀνὰ στρατόν. οὐδ᾽ ἂν ἔγωγε ἀνδρὶ μαχεσσαίμην ὅς τις πολέμοιο μεθείη λυγρὸς ἐών· ὑμῖν δὲ νεμεσσῶμαι περὶ κῆρι. |
|
120 | ὦ πέπονες τάχα δή τι κακὸν ποιήσετε μεῖζον τῇδε μεθημοσύνῃ· ἀλλ᾽ ἐν φρεσὶ θέσθε ἕκαστος αἰδῶ καὶ νέμεσιν· δὴ γὰρ μέγα νεῖκος ὄρωρεν. Ἕκτωρ δὴ παρὰ νηυσὶ βοὴν ἀγαθὸς πολεμίζει καρτερός, ἔρρηξεν δὲ πύλας καὶ μακρὸν ὀχῆα. |
Κιοτήδες! Πιο τρανό θα κάνετε με την αναμελιά σας αύτη κακό! Μα ομπρός, στα στήθια του βαθιά να βάλει θέλω ντροπή ο καθένας και φιλότιμο᾿ τρανός μας ζώνει αγώνας. Ο Έχτορας στέκει ο βροντερόφωνος μπροστά από τ᾿ άρμενά μας κι ανέφοβος την πόρτα εσύντριψε και τη μεγάλη αμπάρα !» Τέτοια προστάζοντας ξεσήκωσε τ᾿ ασκέρια ο Κοσμοσείστης. Γύρω απ᾿ τους δυο τους Αίαντες στάθηκαν μεμιάς οι Αργίτες τότε, τόσο γεροί, που κι ο Άρης να 'ρχουνταν δε θα 'βρισκε ψεγάδι, μηδέ ή Παλλάδα η στρατολάτισσα᾿ τι διαλεχτοί αντρειωμένοι τους Τρώες πρόσμεναν και τον Έχτορα᾿ και κλείσαν τις γραμμές τους |
125 | ὥς ῥα κελευτιόων γαιήοχος ὦρσεν Ἀχαιούς. ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ Αἴαντας δοιοὺς ἵσταντο φάλαγγες καρτεραί, ἃς οὔτ᾽ ἄν κεν Ἄρης ὀνόσαιτο μετελθὼν οὔτε κ᾽ Ἀθηναίη λαοσσόος· οἳ γὰρ ἄριστοι κρινθέντες Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα δῖον ἔμιμνον, |
|
130 | φράξαντες δόρυ δουρί, σάκος σάκεϊ προθελύμνῳ· ἀσπὶς ἄρ᾽ ἀσπίδ᾽ ἔρειδε, κόρυς κόρυν, ἀνέρα δ᾽ ἀνήρ· ψαῦον δ᾽ ἱππόκομοι κόρυθες λαμπροῖσι φάλοισι νευόντων, ὡς πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν· ἔγχεα δ᾽ ἐπτύσσοντο θρασειάων ἀπὸ χειρῶν |
σκουτάρι με σκουτάρι αγγίζοντας, κοντάρι με κοντάρι᾿ σκούδο στο σκούδο σφιχτοσμίγουνταν, κράνος στο κράνος, άντρας στον άντρα᾿ κι ως έσκυβαν, άγγιζαν στ᾿ αλογουρίσια κράνη ψηλά τα κέρατα τα λιόλαμπρα᾿ τόσο πυκνά αρμοδέναν. και τα κοντάρια, ως σειούνταν, μπλέκουνταν στα θρασεμένα χέρια' κι αυτοί μπροστά μονάχα εκοίταζαν κι απάλε ελαχταρίζαν. Κι οι Τρώες απανωτοί ξεχύθηκαν, κι ολομπροστά τραβούσε ο γαύρος Έχτορας. Πώς κύλησε στρογγυλεμένος βράχος, πού ξάφνου από γκρεμού το ακρόχειλο νεροποντή τον σπρώχνει, το χώμα που τον δένει ως έσπασε με το νερό το πλήθιο᾿ |
135 | σειόμεν᾽· οἳ δ᾽ ἰθὺς φρόνεον, μέμασαν δὲ μάχεσθαι. Τρῶες δὲ προὔτυψαν ἀολλέες, ἦρχε δ᾽ ἄρ᾽ Ἕκτωρ ἀντικρὺ μεμαώς, ὀλοοίτροχος ὣς ἀπὸ πέτρης, ὅν τε κατὰ στεφάνης ποταμὸς χειμάρροος ὤσῃ ῥήξας ἀσπέτῳ ὄμβρῳ ἀναιδέος ἔχματα πέτρης· |
|
140 | ὕψι δ᾽ ἀναθρῴσκων πέτεται, κτυπέει δέ θ᾽ ὑπ᾽ αὐτοῦ ὕλη· ὃ δ᾽ ἀσφαλέως θέει ἔμπεδον, εἷος ἵκηται ἰσόπεδον, τότε δ᾽ οὔ τι κυλίνδεται ἐσσύμενός περ· ὣς Ἕκτωρ εἷος μὲν ἀπείλει μέχρι θαλάσσης ῥέα διελεύσεσθαι κλισίας καὶ νῆας Ἀχαιῶν |
κι αυτός ψηλά πηδώντας πέτεται, κι αντιβογγάει
το δάσο, και τρέχει σίγουρα, ασταμάτητα, στον κάμπο ως που να φτάσει, και τότε πια σταμάτησε άθελα, με όση κι αν είχε φόρα᾿ όμοια είχε φοβερίσει κι ο Έχτορας ως το γιαλό να φτάσει περνώντας εύκολα τ᾿ Αργίτικα καλύβια και καράβια σκοτώνοντας᾿ μα σύντας σκόνταψε πα στα πυκνά φουσάτα, πέφτοντας πάνω τους εστάθηκε. Κι οι Αργίτες αντικρύ του με τα σπαθιά και με τα δίκοπα κεντώντας τον κοντάρια πίσω τον έσπρωξαν τρεκλίζοντας αναγυρίζει εκείνος, και φώναξε στους Τρώες με δύναμη, να τον ακούσουν όλοι: |
145 | κτείνων· ἀλλ᾽ ὅτε δὴ πυκινῇς ἐνέκυρσε φάλαγξι στῆ ῥα μάλ᾽ ἐγχριμφθείς· οἳ δ᾽ ἀντίοι υἷες Ἀχαιῶν νύσσοντες ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισιν ὦσαν ἀπὸ σφείων· ὃ δὲ χασσάμενος πελεμίχθη. ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον Τρώεσσι γεγωνώς· |
|
150 | Τρῶες καὶ Λύκιοι καὶ Δάρδανοι ἀγχιμαχηταὶ παρμένετ᾽· οὔ τοι δηρὸν ἐμὲ σχήσουσιν Ἀχαιοὶ καὶ μάλα πυργηδὸν σφέας αὐτοὺς ἀρτύναντες, ἀλλ᾽ ὀΐω χάσσονται ὑπ᾽ ἔγχεος, εἰ ἐτεόν με ὦρσε θεῶν ὤριστος, ἐρίγδουπος πόσις Ἥρης. |
«Λυκιώτες και Δαρδάνοι αντρόψυχοι και Τρώες, κοντά μου ελάτε, κι ώρα πολλή μπροστά μου σίγουρα δε θα σταθούν οι Αργίτες, κι ας μαζωχτηκαν, κι ας συντάχτηκαν, κι ας σφιχταραδιαστηκαν! Θα φύγουν λέω μπρος στο κοντάρι μου, στ᾿ αλήθεια αν με γκαρδιώνει ο άντρας της Ήρας, ο βαρύβροντος ο Δίας ο τρισμεγάλος.» Αυτά είπε, κι όλοι επήραν δύναμη και στύλωσε η καρδιά τους᾿ κι ευτύς ο γιος του Πρίαμου, ο Δήφοβος, κινάει ξεθαρρεμένος το στρογγυλό μπροστά σκουτάρι του κρατώντας με το χέρι, κι ετράβα ομπρός με πόδι ανάλαφρο, ξοπίσω απ᾿ το σκουτάρι. Με το λαμπρό κοντάρι απάνω του ρίχνει ο Μηριόνης τότε, |
155 | ὣς εἰπὼν ὄτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου. Δηΐφοβος δ᾽ ἐν τοῖσι μέγα φρονέων ἐβεβήκει Πριαμίδης, πρόσθεν δ᾽ ἔχεν ἀσπίδα πάντοσ᾽ ἐΐσην κοῦφα ποσὶ προβιβὰς καὶ ὑπασπίδια προποδίζων. Μηριόνης δ᾽ αὐτοῖο τιτύσκετο δουρὶ φαεινῷ |
|
160 | καὶ βάλεν, οὐδ᾽ ἀφάμαρτε, κατ᾽ ἀσπίδα πάντοσ᾽ ἐΐσην ταυρείην· τῆς δ᾽ οὔ τι διήλασεν, ἀλλὰ πολὺ πρὶν ἐν καυλῷ ἐάγη δολιχὸν δόρυ· Δηΐφοβος δὲ ἀσπίδα ταυρείην σχέθ᾽ ἀπὸ ἕο, δεῖσε δὲ θυμῷ ἔγχος Μηριόναο δαΐφρονος· αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἥρως |
και δεν ξαστόχησε᾿ τον πέτυχε στο στρογγυλό σκουτάρι το ταυροτόμαρο᾿ όμως πάνω του, πριν το περάσει, σπάζει στη δέση το μακρύ κοντάρι του᾿ κι ο Δήφοβος μακριά του το ταυροσκούταρό του εκράτησε, τι τρόμαξε η ψυχή του τον αντρειανό Μηριόνη, ως του 'ριξε᾿ κι ωστόσο εστράφη ετούτος και πίσω εχώθη στους συντρόφους του, κι είχε φριχτά πεισμώσει και για τα δυο, τη νίκη που 'χασε και τ᾿ όπλο που εσυντρίφτη. και πήρε δρόμο για τ᾿ Αργίτικα καλύβια και καράβια, το άλλο μακρύ κοντάρι πού άφησε να βρει μες στο καλύβι. Χτυπιόνταν οι άλλοι ωστόσο, κι άσβηστος ο αλαλητός σκωνόταν. |
165 | ἂψ ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχάζετο, χώσατο δ᾽ αἰνῶς ἀμφότερον, νίκης τε καὶ ἔγχεος ὃ ξυνέαξε. βῆ δ᾽ ἰέναι παρά τε κλισίας καὶ νῆας Ἀχαιῶν οἰσόμενος δόρυ μακρόν, ὅ οἱ κλισίηφι λέλειπτο. οἳ δ᾽ ἄλλοι μάρναντο, βοὴ δ᾽ ἄσβεστος ὀρώρει. |
|
170 | Τεῦκρος δὲ πρῶτος Τελαμώνιος ἄνδρα κατέκτα Ἴμβριον αἰχμητὴν πολυΐππου Μέντορος υἱόν· ναῖε δὲ Πήδαιον πρὶν ἐλθεῖν υἷας Ἀχαιῶν, κούρην δὲ Πριάμοιο νόθην ἔχε, Μηδεσικάστην· αὐτὰρ ἐπεὶ Δαναῶν νέες ἤλυθον ἀμφιέλισσαι, |
Πρώτος τον Ίμπριο ο Τεύκρος σκότωσεν, ο γιος
του Τελαμώνα, τον αντρειωμένο γιο του Μέντορα του πολυφοραδάτου' στο Πήδαιο, πριν οι Αργίτες φτάσουνε, με τη Μηδεσικάστη, που 'χεν ο Πρίαμος κάνει απ᾿ άλλη του γυναίκα, εζούσε πρώτα' σα φτάσαν όμως τα διπλόγυρτα των Αχαιών καράβια, στην Τροία ξανάρθε, και ξεχώριζε μέσα στους Τρώες τους άλλους. Τον είχε ο Πρίαμος στο παλάτι του και τον τιμούσε ως γιο του. και τώρα ο Τεύκρος τον εχτύπησε με το μακρύ κοντάρι κάτω απ᾿ τ᾿ αφτί, και το κοντάρι του τραβάει. Σα φράξος πέφτει, που σε κορφή βουνού, περίφαντου μακριάθε, το πελέκι |
175 | ἂψ ἐς Ἴλιον ἦλθε, μετέπρεπε δὲ Τρώεσσι, ναῖε δὲ πὰρ Πριάμῳ· ὃ δέ μιν τίεν ἶσα τέκεσσι. τόν ῥ᾽ υἱὸς Τελαμῶνος ὑπ᾽ οὔατος ἔγχεϊ μακρῷ νύξ᾽, ἐκ δ᾽ ἔσπασεν ἔγχος· ὃ δ᾽ αὖτ᾽ ἔπεσεν μελίη ὣς ἥ τ᾽ ὄρεος κορυφῇ ἕκαθεν περιφαινομένοιο |
|
180 | χαλκῷ ταμνομένη τέρενα χθονὶ φύλλα πελάσσῃ· ὣς πέσεν, ἀμφὶ δέ οἱ βράχε τεύχεα ποικίλα χαλκῷ. Τεῦκρος δ᾽ ὁρμήθη μεμαὼς ἀπὸ τεύχεα δῦσαι· Ἕκτωρ δ᾽ ὁρμηθέντος ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ. ἀλλ᾽ ὃ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος |
τον κόβει, και στο χώμα ξάπλωσε τα τρυφερά του
φύλλα᾿ Έτσι έπεσε, και γύρα εβρόντηξεν η πλουμιστή του αρμάτα. Κι ευτύς εχύθη ο Τεύκρος θέλοντας να γδύσει τ᾿ άρματά του' κι όπως χιμούσε, ο μέγας Έχτορας το αστραφτερό του ρίχνει χαλκό κοντάρι, μα το ξέφυγεν, ως το 'δε ομπρός του, ο Τεύκρος, μια τρίχα μόνο. Τον Αμφίμαχο πέτυχε εκείνος τότε, το γιο του Χτέατου, πα στο στήθος του, στη μάχη όπως γυρνούσε. Βαρύς σωριάστη, κι από πάνω του βρόντηξαν τ᾿ άρματά του. Κι ο Έχτορας χύθηκε, του αντρόκαρδου του Αμφίμαχου το κράνος, το αρμοδεμένο στα μελίγγια του, ν᾿ αρπάξει απ᾿ το κεφάλι. |
185 | τυτθόν· ὃ δ᾽ Ἀμφίμαχον Κτεάτου υἷ᾽ Ἀκτορίωνος νισόμενον πόλεμον δὲ κατὰ στῆθος βάλε δουρί· δούπησεν δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ. Ἕκτωρ δ᾽ ὁρμήθη κόρυθα κροτάφοις ἀραρυῖαν κρατὸς ἀφαρπάξαι μεγαλήτορος Ἀμφιμάχοιο· |
|
190 | Αἴας δ᾽ ὁρμηθέντος ὀρέξατο δουρὶ φαεινῷ Ἕκτορος· ἀλλ᾽ οὔ πῃ χροὸς εἴσατο, πᾶς δ᾽ ἄρα χαλκῷ σμερδαλέῳ κεκάλυφθ᾽· ὃ δ᾽ ἄρ᾽ ἀσπίδος ὀμφαλὸν οὖτα, ὦσε δέ μιν σθένεϊ μεγάλῳ· ὃ δὲ χάσσατ᾽ ὀπίσσω νεκρῶν ἀμφοτέρων, τοὺς δ᾽ ἐξείρυσσαν Ἀχαιοί. |
Μα όπως χυνόταν, ρίχνει απάνω του με το λαμπρό
κοντάρι ο μέγας Αίαντας᾿ μα ως τη σάρκα του δε φτάνει, τι ήταν όλη ντυμένη στο χαλκό, μον᾿ χτύπησε στου σκουταριού τ᾿ αφάλι, και δυνατά τον ίδιον έσπρωξε. Γυρίζει εκείνος πίσω, κι αφήνει τους νεκρούς, που ετράβηξαν οι Δαναοί κοντά τους. Τον έναν τότε, τον Αμφίμαχο, στο ασκέρι ο Στίχιος πίσω κι ο γαύρος Μενεσθέας κουβάλησαν, των Αθηναίων οι πρώτοι' τον Ίμπριο πάλε ασκώσαν οι Αίαντες, αντρεία κι ορμή γιομάτοι. Πώς από σκύλους σουβλερόδοντους ξεφεύγοντας δυο λιόντες μια γίδα αρπάζουν και τη φέρνουνε μες στα πυκνά τα θάμνα, |
195 | Ἀμφίμαχον μὲν ἄρα Στιχίος δῖός τε Μενεσθεὺς ἀρχοὶ Ἀθηναίων κόμισαν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν· Ἴμβριον αὖτ᾽ Αἴαντε μεμαότε θούριδος ἀλκῆς ὥς τε δύ᾽ αἶγα λέοντε κυνῶν ὕπο καρχαροδόντων ἁρπάξαντε φέρητον ἀνὰ ῥωπήϊα πυκνὰ |
|
200 | ὑψοῦ ὑπὲρ γαίης μετὰ γαμφηλῇσιν ἔχοντε, ὥς ῥα τὸν ὑψοῦ ἔχοντε δύω Αἴαντε κορυστὰ τεύχεα συλήτην· κεφαλὴν δ᾽ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀϊλιάδης κεχολωμένος Ἀμφιμάχοιο, ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος δι᾽ ὁμίλου· |
και την κρατούν με τις μασέλες τους ψηλά απ᾿ τη γη᾿ παρόμοια κι οι δυο αντρειανοί ψηλά κρατώντας τον απ᾿ τ᾿ άρματά τον γδύσαν. Κι ο γιος του Οϊλέα, για τον Αμφίμαχο χολιώντας, τον σπαθίζει τον απαλό λαιμό χωρίζοντας απ᾿ το κεφάλι, κι έτσι στριφογυρνώντας το σφεντόνισε κατά το ασκέρι, ως σφαίρα, κι ομπρός στου Εχτόρου επήγε κι έπεσε τα πόδια, μες στη σκόνη. Μα τότε ο Ποσειδώνας ένιωσε θυμό βαρύ στα σπλάχνα, τον εγγονό θωρώντας που 'πεσε στην άγρια μέσα μάχη' και κίνησε να πάει στ᾿ Αργίτικα καλύβια και καράβια στους Δαναούς κουράγιο δίνοντας, στους Τρώες καημούς μεγάλους. |
205 | Ἕκτορι δὲ προπάροιθε ποδῶν πέσεν ἐν κονίῃσι. καὶ τότε δὴ περὶ κῆρι Ποσειδάων ἐχολώθη υἱωνοῖο πεσόντος ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι, βῆ δ᾽ ἰέναι παρά τε κλισίας καὶ νῆας Ἀχαιῶν ὀτρυνέων Δαναούς, Τρώεσσι δὲ κήδεα τεῦχεν. |
|
210 | Ἰδομενεὺς δ᾽ ἄρα οἱ δουρικλυτὸς ἀντεβόλησεν ἐρχόμενος παρ᾽ ἑταίρου, ὅ οἱ νέον ἐκ πολέμοιο ἦλθε κατ᾽ ἰγνύην βεβλημένος ὀξέϊ χαλκῷ. τὸν μὲν ἑταῖροι ἔνεικαν, ὃ δ᾽ ἰητροῖς ἐπιτείλας ἤϊεν ἐς κλισίην· ἔτι γὰρ πολέμοιο μενοίνα |
Κι ο Ιδομενέας ο κονταρόχαρος τον πέτυχε αντικρύ
του, ως έφτανε από κάποιο σύντροφο, που ότι είχε βγει απ᾿ τη μάχη, με μυτερό χαλκό στο γόνατο ξοπίσω λαβωμένος' τον είχαν κουβαλήσει οι σύντροφοι, κι ο Ιδομενέας να τρέξουν είπε οι γιατροί᾿ μα ως στο καλύβι του γυρνούσε, λαχταρώντας να πολεμήσει ακόμα, του 'κραξεν ο μέγας Κοσμοσείστης, το λάλο παίρνοντας του Αντραίμονα, του γιου του Θόα, που ολούθε τους Αιτωλούς, και στην απόγκρεμη κυβέρνα Καλυδώνα και στην Πλευρώνα, και τον δόξαζαν, θεός λες κι ήταν, όλοι: «Των Κρητικών ρηγάρχη, λέγε μου, που πήγαν οι φοβέρες, |
215 | ἀντιάαν· τὸν δὲ προσέφη κρείων ἐνοσίχθων εἰσάμενος φθογγὴν Ἀνδραίμονος υἷϊ Θόαντι ὃς πάσῃ Πλευρῶνι καὶ αἰπεινῇ Καλυδῶνι Αἰτωλοῖσιν ἄνασσε, θεὸς δ᾽ ὣς τίετο δήμῳ· Ἰδομενεῦ Κρητῶν βουληφόρε ποῦ τοι ἀπειλαὶ |
|
220 | οἴχονται, τὰς Τρωσὶν ἀπείλεον υἷες Ἀχαιῶν; τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἰδομενεὺς Κρητῶν ἀγὸς ἀντίον ηὔδα· ὦ Θόαν οὔ τις ἀνὴρ νῦν γ᾽ αἴτιος, ὅσσον ἔγωγε γιγνώσκω· πάντες γὰρ ἐπιστάμεθα πτολεμίζειν. οὔτέ τινα δέος ἴσχει ἀκήριον οὔτέ τις ὄκνῳ |
που οι γιοι των Αχαιών φοβέριζαν, τους Τρώες πως θα χαλάσουν;» Κι ο Ιδομενέας του απηλογήθηκε, των Κρητικών ο ρήγας: « Όσο κατέχω εγώ, κανένας μας δεν είναι, Θόαντα, φταίχτης· τι όλοι μας ξέρουμε από πόλεμο, κι ουδέ κανείς μας είναι που τον κρατάει τρομάρα ξέψυχη, κανείς που από αναμελιά τον άγριο πόλεμο παράτησε, να φύγει᾿ λέω μονάχα πως έτσι θέλει ο τρανοδύναμος ύγιός του Κρόνου τώρα, εδώ μακριά από το Άργος άχναρα ν᾿ αφανιστούν οι Αργίτες. Μα εσύ και πριν καλά στον πόλεμο βαστούσες, Θόαντα, πάντα κι έσπρωχνες κι άλλον, αν τον έβλεπες στη μάχη να δειλιάζει. |
225 | εἴκων ἀνδύεται πόλεμον κακόν· ἀλλά που οὕτω μέλλει δὴ φίλον εἶναι ὑπερμενέϊ Κρονίωνι νωνύμνους ἀπολέσθαι ἀπ᾽ Ἄργεος ἐνθάδ᾽ Ἀχαιούς. ἀλλὰ Θόαν, καὶ γὰρ τὸ πάρος μενεδήϊος ἦσθα, ὀτρύνεις δὲ καὶ ἄλλον ὅθι μεθιέντα ἴδηαι· |
|
230 | τὼ νῦν μήτ᾽ ἀπόληγε κέλευέ τε φωτὶ ἑκάστῳ. τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Ποσειδάων ἐνοσίχθων· Ἰδομενεῦ μὴ κεῖνος ἀνὴρ ἔτι νοστήσειεν ἐκ Τροίης, ἀλλ᾽ αὖθι κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο, ὅς τις ἐπ᾽ ἤματι τῷδε ἑκὼν μεθίῃσι μάχεσθαι. |
Μη σταματάς λοιπόν, ξεσήκωνε τον έναν και τον άλλον.» Κι ο Ποσειδώνας του αποκρίθηκεν ο κοσμοσείστης τότε: « Ποτέ του, Ιδομενέα, στον τόπο του να μη διαγύρει εκείνος, μόνο να γίνει τραβολόγήμα μέσα στην Τροία των σκύλων, όποιος χωρίς κουράγιο σήμερα θα βγει να πολεμήσει. Μον᾿ έλα τώρα, πάρε τ᾿ άρματα κι ομπρός, τι σφίγγει η ανάγκη, κάτι καλό να ιδούμε αν θα 'βγαινε κι από τους δυο μας μόνο᾿ κι οι πιο αχαμνοί, σαν πουν να σμίξουνε, κάτι θα κάνουν πάντα᾿ κι εμείς να χτυπηθούμε ξέρουμε, θαρρώ, και μ᾿ αντρειωμένους!» Ως είπε αυτά ο θεός, στο αντρίστικο γύρνα ξανά το απάλε' |
235 | ἀλλ᾽ ἄγε τεύχεα δεῦρο λαβὼν ἴθι· ταῦτα δ᾽ ἅμα χρὴ σπεύδειν, αἴ κ᾽ ὄφελός τι γενώμεθα καὶ δύ᾽ ἐόντε. συμφερτὴ δ᾽ ἀρετὴ πέλει ἀνδρῶν καὶ μάλα λυγρῶν, νῶϊ δὲ καί κ᾽ ἀγαθοῖσιν ἐπισταίμεσθα μάχεσθαι. ὣς εἰπὼν ὃ μὲν αὖτις ἔβη θεὸς ἂμ πόνον ἀνδρῶν· |
|
240 | Ἰδομενεὺς δ᾽ ὅτε δὴ κλισίην εὔτυκτον ἵκανε δύσετο τεύχεα καλὰ περὶ χροΐ, γέντο δὲ δοῦρε, βῆ δ᾽ ἴμεν ἀστεροπῇ ἐναλίγκιος, ἥν τε Κρονίων χειρὶ λαβὼν ἐτίναξεν ἀπ᾽ αἰγλήεντος Ὀλύμπου δεικνὺς σῆμα βροτοῖσιν· ἀρίζηλοι δέ οἱ αὐγαί· |
κι ο Ιδομενέας, ως στο καλόφτιαστο καλύβι του
ήρθε, πήρε κι εντύθη τα πανώρια του άρματα, κι αρπώντας δυο κοντάρια κινάει και φεύγει, ως αστροπέλεκο, που ο γιος του Κρόνου παίρνει στο χέρι και απ᾿ το διάφεγγο Όλυμπο στη γη τινάζει κάτω —σημάδι στους θνητούς—κι ή λάμψη του ξαστράφτει πέρα ως πέρα᾿ όμοια έφεγγε ο χαλκός στα στήθη του τρογύρα, ως εδρομούσε. Εκεί ο τρανός αμαξολάτης του τον έσμιξε Μηριόνης, πλάι στο καλύβι ακόμα᾿ επήγαινε για χάλκινο κοντάρι. Και τότε ο Ιδομενέας ο αντρόκαρδος του μίλησε και του 'πε: «Του Μόλου υγιέ, Μηριόνη, γρήγορε και γκαρδιακέ μου ακράνη, |
245 | ὣς τοῦ χαλκὸς ἔλαμπε περὶ στήθεσσι θέοντος. Μηριόνης δ᾽ ἄρα οἱ θεράπων ἐῢς ἀντεβόλησεν ἐγγὺς ἔτι κλισίης· μετὰ γὰρ δόρυ χάλκεον ᾔει οἰσόμενος· τὸν δὲ προσέφη σθένος Ἰδομενῆος· Μηριόνη Μόλου υἱὲ πόδας ταχὺ φίλταθ᾽ ἑταίρων |
|
250 | τίπτ᾽ ἦλθες πόλεμόν τε λιπὼν καὶ δηϊοτῆτα; ἠέ τι βέβληαι, βέλεος δέ σε τείρει ἀκωκή, ἦέ τευ ἀγγελίης μετ᾽ ἔμ᾽ ἤλυθες; οὐδέ τοι αὐτὸς ἧσθαι ἐνὶ κλισίῃσι λιλαίομαι, ἀλλὰ μάχεσθαι. τὸν δ᾽ αὖ Μηριόνης πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα· |
τι ήρθες εδώ, σφαγή και πόλεμο στη μέση απαρατώντας; Από σαγίτα μη λαβώθηκες και σε σουβλίζει ο πόνος; Μήπως μαντάτο κάποιο φέρνεις μου; Μήτε κι εγώ το θέλω να κάθουμαι έτσι στο καλύβι μου, μόνο να μπω στη μάχη.» Κι ο μυαλωμένος του αποκρίθηκε Μηριόνης τότε κι είπε: « Ιδομενέα, των χαλκοθώρακων των Κρητικών ρηγάρχη, ήρθα, κοντάρι ακόμα αν έμεινε κανένα στα καλύβια, να πάρω να κρατώ᾿ τι το 'σπασα το που 'χα πριν στο χέρι, του τρανοκαυκησιάρη Δήφοβου βαρώντας το σκουτάρι.» Κι ο Ιδομενέας του απηλογήθηκε, των Κρητικών ο ρήγας: |
255 | Ἰδομενεῦ, Κρητῶν βουληφόρε χαλκοχιτώνων, ἔρχομαι εἴ τί τοι ἔγχος ἐνὶ κλισίῃσι λέλειπται οἰσόμενος· τό νυ γὰρ κατεάξαμεν ὃ πρὶν ἔχεσκον ἀσπίδα Δηϊφόβοιο βαλὼν ὑπερηνορέοντος. τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἰδομενεὺς Κρητῶν ἀγὸς ἀντίον ηὔδα· |
|
260 | δούρατα δ᾽ αἴ κ᾽ ἐθέλῃσθα καὶ ἓν καὶ εἴκοσι δήεις ἑσταότ᾽ ἐν κλισίῃ πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα Τρώϊα, τὰ κταμένων ἀποαίνυμαι· οὐ γὰρ ὀΐω ἀνδρῶν δυσμενέων ἑκὰς ἱστάμενος πολεμίζειν. τώ μοι δούρατά τ᾽ ἔστι καὶ ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι |
«Κοντάρια αν θέλεις, κι ένα κι είκοσι μες στο καλύβι θα 'βρεις, ορθά να στέκουνται, κατάντικρα στο στραφτερό τον τοίχο, τρωαδίτικα, που άπ᾿ όσους σκότωσα τα κούρσεψα᾿ τι αλάργα απ᾿ τους οχτρούς εγώ δε στέκομαι, θαρρώ, καθώς χτυπιέμαι' γι᾿ αυτό και αφαλωτά μου βρίσκουνται σκουτάρια και κοντάρια, κι έχω και κράνη, έχω και θώρακες στραφταλιστούς, που λάμπουν.» Κι ο μυαλωμένος του αποκρίθηκε Μηριόνης τότε κι είπε: «Έχω κι εγώ στο μαύρο μου άρμενο και στο καλύβι κούρσα πολλά απ᾿ τους Τρώες, όμως δε βρίσκουνται κοντά για να τα πάρω' τι ούτε κι εγώ, θαρρώ, την ξέχασα ποτέ την αντριγιά μου. |
265 | καὶ κόρυθες καὶ θώρηκες λαμπρὸν γανόωντες. τὸν δ᾽ αὖ Μηριόνης πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα· καί τοι ἐμοὶ παρά τε κλισίῃ καὶ νηῒ μελαίνῃ πόλλ᾽ ἔναρα Τρώων· ἀλλ᾽ οὐ σχεδόν ἐστιν ἑλέσθαι. οὐδὲ γὰρ οὐδ᾽ ἐμέ φημι λελασμένον ἔμμεναι ἀλκῆς, |
|
270 | ἀλλὰ μετὰ πρώτοισι μάχην ἀνὰ κυδιάνειραν ἵσταμαι, ὁππότε νεῖκος ὀρώρηται πολέμοιο. ἄλλόν πού τινα μᾶλλον Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων λήθω μαρνάμενος, σὲ δὲ ἴδμεναι αὐτὸν ὀΐω. τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἰδομενεὺς Κρητῶν ἀγὸς ἀντίον ηὔδα· |
Μέσα στους πρώτους πρώτους στέκομαι στη δοξαντρούσα μάχη, κάθε φορά που ανοίξει ο πόλεμος κι η χλαλοή του ανάψει. Άλλος μπορεί από τους χαλκάρματους Αργίτες να μην είδε πως πολεμώ, μα εσύ, απεικάζομαι, το ξέρεις μοναχός σου.» Κι ο Ιδομενέας του απηλογήθηκε, των Κρητικών ο ρήγας: «Την ξέρω την αντρεία σου᾿ ανώφελα τι μου την κουβεντιάζεις; Στα πλοία μιαν ώρα αν ξεχωρίζαμε να πάμε σε καρτέρι οι πιο αντρειωμένοι—εδώ που δείχνεται του ανθρώπου το κουράγιο, και ποιος είναι αντρειανός ανέσφαλτα και ποιος κιοτής ξεκρίνεις' τι του κιοτή θωρείς το πρόσωπο που όλο κι αλλάζει χρώμα, |
275 | οἶδ᾽ ἀρετὴν οἷός ἐσσι· τί σε χρὴ ταῦτα λέγεσθαι; εἰ γὰρ νῦν παρὰ νηυσὶ λεγοίμεθα πάντες ἄριστοι ἐς λόχον, ἔνθα μάλιστ᾽ ἀρετὴ διαείδεται ἀνδρῶν, ἔνθ᾽ ὅ τε δειλὸς ἀνὴρ ὅς τ᾽ ἄλκιμος ἐξεφαάνθη· τοῦ μὲν γάρ τε κακοῦ τρέπεται χρὼς ἄλλυδις ἄλλῃ, |
|
280 | οὐδέ οἱ ἀτρέμας ἧσθαι ἐρητύετ᾽ ἐν φρεσὶ θυμός, ἀλλὰ μετοκλάζει καὶ ἐπ᾽ ἀμφοτέρους πόδας ἵζει, ἐν δέ τέ οἱ κραδίη μεγάλα στέρνοισι πατάσσει κῆρας ὀϊομένῳ, πάταγος δέ τε γίγνετ᾽ ὀδόντων· τοῦ δ᾽ ἀγαθοῦ οὔτ᾽ ἂρ τρέπεται χρὼς οὔτέ τι λίην |
κι ουδ᾿ έχει στην ψυχή του ανάκαρα να κάτσει
σ᾿ έναν τόπο, μον᾿ όλο μεταλλάζει, ως κάθεται, στο 'να και στ᾿ άλλο πόδι, και μες στα στήθη του με δύναμη κλωτσάει η καρδιά, το Χάρο το μαύρο ως βλέπει μπρος στα μάτια του, και του χτυπούν τα δόντια' μα του αντρειανού μηδέ το πρόσωπο χλωμιαίνει, ουδέ και τόσο φοβάται, μια και βρει τη θέση του και κάτσει στο καρτέρι, μον᾿ λαχταράει μιαν ώρα αρχύτερα πότε θα᾿ ρθουν στα χέρια— εκεί και ποιος δε θα καμάρωνε την αντριγιά σου τάχα; Κι αν σε κοντάριζαν, κι αν σου 'ριχναν από κοντά στη μάχη, ποτέ η ριξιά τους δε θα σ᾿ έβρισκε στο σβέρκο ουδέ στην πλάτη' |
285 | ταρβεῖ, ἐπειδὰν πρῶτον ἐσίζηται λόχον ἀνδρῶν, ἀρᾶται δὲ τάχιστα μιγήμεναι ἐν δαῒ λυγρῇ· οὐδέ κεν ἔνθα τεόν γε μένος καὶ χεῖρας ὄνοιτο. εἴ περ γάρ κε βλεῖο πονεύμενος ἠὲ τυπείης οὐκ ἂν ἐν αὐχέν᾽ ὄπισθε πέσοι βέλος οὐδ᾽ ἐνὶ νώτῳ, |
|
290 | ἀλλά κεν ἢ στέρνων ἢ νηδύος ἀντιάσειε πρόσσω ἱεμένοιο μετὰ προμάχων ὀαριστύν. ἀλλ᾽ ἄγε μηκέτι ταῦτα λεγώμεθα νηπύτιοι ὣς ἑσταότες, μή πού τις ὑπερφιάλως νεμεσήσῃ· ἀλλὰ σύ γε κλισίην δὲ κιὼν ἕλευ ὄβριμον ἔγχος. |
μπρος στην κοιλιά θα σε πετύχαινε για και στα στήθια, σύντας χιμάς εκεί που οι πρόμαχοι έστησαν γλυκό κουβεντολόγι. Μον᾿ έλα τώρα, ας μη στεκόμαστε και σαν παιδιά μιλούμε, μη μας ακούσουν και θυμώνοντας τα βάλουνε μαζί μας᾿ έμπα μονάχα στο καλύβι μου και διάλεξε κοντάρι.» Αυτά είπε, κι ο Μηριόνης γρήγορα, σαν το γοργό τον Άρη, με βιάση απ᾿ το καλύβι χάλκινο κοντάρι αρπάζει, κι έτσι στου Ιδομενέα τ᾿ αχνάρια έτράβηξε, κι είχε στο νου το απάλε. Πώς ο Άρης τρέχει ο αιματοστάλαχτος στον πόλεμο, κι ο Τρόμος, ο γιος του ο αντρόκαρδος κι αφόβητος, τον ακλουθάει ξοπίσω, |
295 | ὣς φάτο, Μηριόνης δὲ θοῷ ἀτάλαντος Ἄρηϊ καρπαλίμως κλισίηθεν ἀνείλετο χάλκεον ἔγχος, βῆ δὲ μετ᾽ Ἰδομενῆα μέγα πτολέμοιο μεμηλώς. οἷος δὲ βροτολοιγὸς Ἄρης πόλεμον δὲ μέτεισι, τῷ δὲ Φόβος φίλος υἱὸς ἅμα κρατερὸς καὶ ἀταρβὴς |
|
300 | ἕσπετο, ὅς τ᾽ ἐφόβησε ταλάφρονά περ πολεμιστήν· τὼ μὲν ἄρ᾽ ἐκ Θρῄκης Ἐφύρους μέτα θωρήσσεσθον, ἠὲ μετὰ Φλεγύας μεγαλήτορας· οὐδ᾽ ἄρα τώ γε ἔκλυον ἀμφοτέρων, ἑτέροισι δὲ κῦδος ἔδωκαν· τοῖοι Μηριόνης τε καὶ Ἰδομενεὺς ἀγοὶ ἀνδρῶν |
που και τον πιο αντρειανό πολέμαρχο τον ρίχνει
στη φευγάλα, από τη Θράκη ως παν στους Έφυρους αρματωμένοι οι δυο τους, και στους τρανούς Φλεγύες, κι ουδ᾿ άκουσαν μαζί τα παρακάλια και των δυονώ, μον᾿ σ᾿ εναν χάρισαν από τους δυο τη νίκη' παρόμοια οι δυο αρχηγοί στον πόλεμο τραβούσαν, ο Μηριόνης κι ο Ιδομενέας, ζωσμένοι στ᾿ άρματα, που ξάστραφτε ο χαλκός τους. και πρώτος ο Μηριόνης μίλησε και λέει στο σύντροφο του: « Του Δευκαλίωνα γιε, που θα 'θελες να μπεις στη μάχη τώρα; Τάχα δεξιά μεριά απ᾿ τ᾿ ασκέρι μας για και στη μέση μήπως, για και ζερβά; τι άλλου από πόλεμο δεν έχουν τόση ανάγκη |
305 | ἤϊσαν ἐς πόλεμον κεκορυθμένοι αἴθοπι χαλκῷ. τὸν καὶ Μηριόνης πρότερος πρὸς μῦθον ἔειπε· Δευκαλίδη πῇ τὰρ μέμονας καταδῦναι ὅμιλον; ἢ ἐπὶ δεξιόφιν παντὸς στρατοῦ, ἦ ἀνὰ μέσσους, ἦ ἐπ᾽ ἀριστερόφιν; ἐπεὶ οὔ ποθι ἔλπομαι οὕτω |
|
310 | δεύεσθαι πολέμοιο κάρη κομόωντας Ἀχαιούς. τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἰδομενεὺς Κρητῶν ἀγὸς ἀντίον ηὔδα· νηυσὶ μὲν ἐν μέσσῃσιν ἀμύνειν εἰσὶ καὶ ἄλλοι Αἴαντές τε δύω Τεῦκρός θ᾽, ὃς ἄριστος Ἀχαιῶν τοξοσύνῃ, ἀγαθὸς δὲ καὶ ἐν σταδίῃ ὑσμίνῃ· |
οι Αργίτες πουθενά οι μακρομάλλοί; καθώς εκεί, λογιάζω.» Κι ο Ιδομενέας του απηλογήθηκε, των Κρητικών ο ρήγας: « Τα μεσιακά καράβια βρίσκουνται να διαφεντέψουν κι άλλοι, οι Αίαντες οί δυο, κι ο Τεύκρος δίπλα τους, μες στους Αργίτες πρώτος στις δοξαριές, και στο αντροπάλεμα με τους στερνούς δε στέκει. Αυτοί θα τον χορτάσουν πόλεμο τον Έχτορα, κι ας είναι όσο το θέλει λιονταρόκαρδος κι όσο αν γυρεύει απάλε. Πολύ θα του 'ρθει αλήθεια δύσκολο, σφαγή κι ας λαχταρίζει, τη λύσσα ετούτων και τ᾿ ανίκητα να παραλύσει χέρια, κι έτσι να κάψει τα καράβια μας, εξόν ο γιος του Κρόνου |
315 | οἵ μιν ἅδην ἐλόωσι καὶ ἐσσύμενον πολέμοιο Ἕκτορα Πριαμίδην, καὶ εἰ μάλα καρτερός ἐστιν. αἰπύ οἱ ἐσσεῖται μάλα περ μεμαῶτι μάχεσθαι κείνων νικήσαντι μένος καὶ χεῖρας ἀάπτους νῆας ἐνιπρῆσαι, ὅτε μὴ αὐτός γε Κρονίων |
|
320 | ἐμβάλοι αἰθόμενον δαλὸν νήεσσι θοῇσιν. ἀνδρὶ δέ κ᾽ οὐκ εἴξειε μέγας Τελαμώνιος Αἴας, ὃς θνητός τ᾽ εἴη καὶ ἔδοι Δημήτερος ἀκτὴν χαλκῷ τε ῥηκτὸς μεγάλοισί τε χερμαδίοισιν. οὐδ᾽ ἂν Ἀχιλλῆϊ ῥηξήνορι χωρήσειεν |
δαυλό αναμμένο απά στα γρήγορα καράβια αν ρίξει ατός του᾿ τι ο τελαμώνιος Αίας δε γίνεται σ᾿ άλλον μπροστά να φύγει, να 'ναι μαθές θνητός, να γεύεται της Δήμητρας το στάρι, και να λαβώνεται από τ᾿ άρματα και τα τρανά κοτρόνια. Κι ουδέ στο ρημαχτή θα δείλιαζε μπροστά Αχιλλέα, μαζί του ν᾿ αντροπαλέψει᾿ μον᾿ στο τρέξιμο θα τον περνούσε εκείνος. Όσο για μας τους δυο, για τράβηξε ζερβά απ᾿ τ᾿ ασκέρι, κάποιον ευτύς να ιδοϋμε αν θα δοξάσουμε, για αν κάποιος μας δοξάσει.» Αυτά είπε, κι ο Μηριόνης κίνησε, σαν τον γοργό τον Άρη, κι ο άλλος μαζί, στο ασκέρι ως που 'φτασαν, κει που ζητούσε ο πρώτος. |
325 | ἔν γ᾽ αὐτοσταδίῃ· ποσὶ δ᾽ οὔ πως ἔστιν ἐρίζειν. νῶϊν δ᾽ ὧδ᾽ ἐπ᾽ ἀριστέρ᾽ ἔχε στρατοῦ, ὄφρα τάχιστα εἴδομεν ἠέ τῳ εὖχος ὀρέξομεν, ἦέ τις ἡμῖν. ὣς φάτο, Μηριόνης δὲ θοῷ ἀτάλαντος Ἄρηϊ ἦρχ᾽ ἴμεν, ὄφρ᾽ ἀφίκοντο κατὰ στρατὸν ᾗ μιν ἀνώγει, |
|
330 | οἳ δ᾽ ὡς Ἰδομενῆα ἴδον φλογὶ εἴκελον ἀλκὴν αὐτὸν καὶ θεράποντα σὺν ἔντεσι δαιδαλέοισι, κεκλόμενοι καθ᾽ ὅμιλον ἐπ᾽ αὐτῷ πάντες ἔβησαν· τῶν δ᾽ ὁμὸν ἵστατο νεῖκος ἐπὶ πρυμνῇσι νέεσσιν. ὡς δ᾽ ὅθ᾽ ὑπὸ λιγέων ἀνέμων σπέρχωσιν ἄελλαι |
Κι οι Τρώες το Δομενέα σαν ένιωσαν, της αντριγιάς
τη φλόγα, τον ίδιο αυτόν και τον ακράνη του, με πλουμιστές αρμάτες, ο ένας του άλλου κουράγιο δίνοντας απάνω του όλοι έπεσαν κι άνοιξαν τα φουσάτα πόλεμο στων καραβιών τις άκρες. Όπως βαρύν οι άνεμοι δρόλαπα σφυρίζοντας ασκώνουν, τη μέρα ο κουρνιαχτός που πλήθυνε στις στράτες μέσα ολούθε, κι όλοι μαζί φυσώντας ασκώσαν πυκνή τη σκόνη ως νέφος' όμοια κι εκείνοι τότε ανάκατα μες στο σωρό χτυπιόνταν, με κοφτερό χαλκό γυρεύοντας να σφάξει ο ένας τον άλλο. Κι η φάουσα μάχη όρθανατρίχιασεν απ᾿ τα μακριά κοντάρια, |
335 | ἤματι τῷ ὅτε τε πλείστη κόνις ἀμφὶ κελεύθους, οἵ τ᾽ ἄμυδις κονίης μεγάλην ἱστᾶσιν ὀμίχλην, ὣς ἄρα τῶν ὁμόσ᾽ ἦλθε μάχη, μέμασαν δ᾽ ἐνὶ θυμῷ ἀλλήλους καθ᾽ ὅμιλον ἐναιρέμεν ὀξέϊ χαλκῷ. ἔφριξεν δὲ μάχη φθισίμβροτος ἐγχείῃσι |
|
340 | μακρῇς, ἃς εἶχον ταμεσίχροας· ὄσσε δ᾽ ἄμερδεν αὐγὴ χαλκείη κορύθων ἄπο λαμπομενάων θωρήκων τε νεοσμήκτων σακέων τε φαεινῶν ἐρχομένων ἄμυδις· μάλα κεν θρασυκάρδιος εἴη ὃς τότε γηθήσειεν ἰδὼν πόνον οὐδ᾽ ἀκάχοιτο. |
που εκράτουν και θέριζαν γύρα τους᾿ και θάμπωναν τα μάτια απ᾿ τη χαλκένια φλόγα που 'βγαζαν τ᾿ αστραποβόλα κράνη κι οι φρεσκογυαλισμένοι θώρακες και τα λαμπρά σκουτάρια, όλοι μαζί ως τραβούσαν σίδερο θα 'χε καρδιά ο που το 'δε τέτοιο κακό κι εχάρη μέσα του, χωρίς να καρδιοσώσει. Οι δυο του Κρόνου γιοι οι τρανόκαρδοι, με άλλη βουλή ο καθένας, στ᾿ ασκέρια τ᾿ αντρειωμένα εσύγκλωθαν τρανούς καημούς ωστόσο' στους Τρώες ζητούσε και στον Έχτορα τη νίκη ο Δίας να δώσει, τον Αχιλλέα το γοργοπόδαρο τιμώντας᾿ ούτε κι όμως στην Τροία μπροστά λογάριαζε άχναροι ν᾿ αφανιστούν οι Αργίτες' |
345 | τὼ δ᾽ ἀμφὶς φρονέοντε δύω Κρόνου υἷε κραταιὼ ἀνδράσιν ἡρώεσσιν ἐτεύχετον ἄλγεα λυγρά. Ζεὺς μέν ῥα Τρώεσσι καὶ Ἕκτορι βούλετο νίκην κυδαίνων Ἀχιλῆα πόδας ταχύν· οὐδέ τι πάμπαν ἤθελε λαὸν ὀλέσθαι Ἀχαιϊκὸν Ἰλιόθι πρό, |
|
350 | ἀλλὰ Θέτιν κύδαινε καὶ υἱέα καρτερόθυμον. Ἀργείους δὲ Ποσειδάων ὀρόθυνε μετελθὼν λάθρῃ ὑπεξαναδὺς πολιῆς ἁλός· ἤχθετο γάρ ῥα Τρωσὶν δαμναμένους, Διὶ δὲ κρατερῶς ἐνεμέσσα. ἦ μὰν ἀμφοτέροισιν ὁμὸν γένος ἠδ᾽ ἴα πάτρη, |
τη Θέτιδα μονάχα εδόξαζε και τον τρανό το γιο
της. Κι ο Ποσειδώνας πάλε ζύγωνε ν᾿ ασκώσει τους Αργίτες, κρυφά από το ψαρί προβαίνοντας το κύμα, τι πονούσε να τους θωρεί απ᾿ τους Τρώες να χάνουνται, και χόλιαζε του Δία. Κι οι δυο από μια γενιά κρατιόντουσαν, τον ίδιο είχαν πατέρα, μα ο Δίας στη γνώση πρώτος έρχουνταν, τι πιο μπροστά εγεννήθη. Γι᾿ αυτό και φανερά δεν ήθελε να δώσει χέρι, μόνο κρυφά αναγκάρδιωνε ακατάπαυτα, με όψη θνητού, τ᾿ ασκέρι. Έτσι του πόλεμου του ανέσπλαχνου και της σφαγής της άγριας τέντωσαν το σκοινί από πάνω τους, για να τους κλείσουν μέσα, |
355 | ἀλλὰ Ζεὺς πρότερος γεγόνει καὶ πλείονα ᾔδη. τώ ῥα καὶ ἀμφαδίην μὲν ἀλεξέμεναι ἀλέεινε, λάθρῃ δ᾽ αἰὲν ἔγειρε κατὰ στρατὸν ἀνδρὶ ἐοικώς. τοὶ δ᾽ ἔριδος κρατερῆς καὶ ὁμοιΐου πτολέμοιο πεῖραρ ἐπαλλάξαντες ἐπ᾽ ἀμφοτέροισι τάνυσσαν |
|
360 | ἄρρηκτόν τ᾽ ἄλυτόν τε, τὸ πολλῶν γούνατ᾽ ἔλυσεν. ἔνθα μεσαιπόλιός περ ἐὼν Δαναοῖσι κελεύσας Ἰδομενεὺς Τρώεσσι μετάλμενος ἐν φόβον ὦρσε. πέφνε γὰρ Ὀθρυονῆα Καβησόθεν ἔνδον ἐόντα, ὅς ῥα νέον πολέμοιο μετὰ κλέος εἰληλούθει, |
ασύντριφτο, άλυτο, μα που 'λυσε πολλών τα γόνα τότε. Εκεί τους Δαναούς εγκάρδιωσε, κι ομπρός χιμώντας ξάφνου ο Ιδομενέας τους Τρώες ετσάκισε, κι ας ήταν ψαρομάλλης· τι τον τρανό Οθρυονέα κοντάρεψε, που μπήκε μες στο κάστρο φτασμένος μόλις απ᾿ την Κάβησο, τον πόλεμο γρικώντας. Την κόρη εζήτησε την πιο όμορφη του Πρίαμου, την Κασσάντρα, με δίχως ξαγορά, και του 'ταξε τρανό πως θα 'κανε έργο, τους γιους των Αχαιών πως θα 'διωχνε μεβιας από την Τροία. και δέχτη ο γέρο Πρίαμος κι έταξε να του τη δώσει ταίρι, κι εκείνος πια, τα θάρρη του έχοντας στο λόγο αυτό, επολέμα. |
365 | ᾔτεε δὲ Πριάμοιο θυγατρῶν εἶδος ἀρίστην Κασσάνδρην ἀνάεδνον, ὑπέσχετο δὲ μέγα ἔργον, ἐκ Τροίης ἀέκοντας ἀπωσέμεν υἷας Ἀχαιῶν. τῷ δ᾽ ὁ γέρων Πρίαμος ὑπό τ᾽ ἔσχετο καὶ κατένευσε δωσέμεναι· ὃ δὲ μάρναθ᾽ ὑποσχεσίῃσι πιθήσας. |
|
370 | Ἰδομενεὺς δ᾽ αὐτοῖο τιτύσκετο δουρὶ φαεινῷ, καὶ βάλεν ὕψι βιβάντα τυχών· οὐδ᾽ ἤρκεσε θώρηξ χάλκεος, ὃν φορέεσκε, μέσῃ δ᾽ ἐν γαστέρι πῆξε. δούπησεν δὲ πεσών· ὃ δ᾽ ἐπεύξατο φώνησέν τε· Ὀθρυονεῦ περὶ δή σε βροτῶν αἰνίζομ᾽ ἁπάντων |
Κι ο Ιδομενέας τον εσημάδεψε με αστραφτερό κοντάρι,
κι αυτό τον βρήκε, ως καμαρώνοντας τραβούσε· ο θώρακας του που εφόρα ο χάλκινος δεν άντεξε, μον᾿ στην κοιλιά του εμπήχτη. Πέφτει με βρόντο᾿ καμαρώνοντας ο Ιδομενέας του κράζει: «Οθρυονέα, σχαρίκια αξίζουνε σε σένα πάνω απ᾿ όλους, όλα αν τελέψεις που καυκήθηκες στον Πρίαμο, του Δαρδάνου τη φύτρα, που 'ταξε την κόρη του γυναίκα να σου δώσει. Κι εμείς αλήθεια αν σου το τάζαμε, θα το'χαμέ τελέψει᾿ την πιο πανώρια θα σου δίναμε του Άτρείδη θυγατέρα, απ᾿ το Άργος νύφη φέρνοντας σου την, αν ήθελες μονάχα |
375 | εἰ ἐτεὸν δὴ πάντα τελευτήσεις ὅσ᾽ ὑπέστης Δαρδανίδῃ Πριάμῳ· ὃ δ᾽ ὑπέσχετο θυγατέρα ἥν. καί κέ τοι ἡμεῖς ταῦτά γ᾽ ὑποσχόμενοι τελέσαιμεν, δοῖμεν δ᾽ Ἀτρεΐδαο θυγατρῶν εἶδος ἀρίστην Ἄργεος ἐξαγαγόντες ὀπυιέμεν, εἴ κε σὺν ἄμμιν |
|
380 | Ἰλίου ἐκπέρσῃς εὖ ναιόμενον πτολίεθρον. ἀλλ᾽ ἕπε᾽, ὄφρ᾽ ἐπὶ νηυσὶ συνώμεθα ποντοπόροισιν ἀμφὶ γάμῳ, ἐπεὶ οὔ τοι ἐεδνωταὶ κακοί εἰμεν. ὣς εἰπὼν ποδὸς ἕλκε κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην ἥρως Ἰδομενεύς· τῷ δ᾽ Ἄσιος ἦλθ᾽ ἐπαμύντωρ |
της Τροίας το κάστρο το πεντάμορφο μαζί μας να πατήσεις. Τώρα στα πλοία τα πελαγόδρομα για έλα μαζί, το γάμο για να ταιριάξουμε᾿ κακόθελους δε θά'βρεις συμπεθέρους!» Αυτά είπε ο Ιδομενέας ο αντρόκαρδος, και μες στην άγρια μάχη τον έσουρνε απ᾿ το πόδι. Πρόβαλε ξεγδικιωτής του τότε ο Άσιος, πεζός μπροστά από τ᾿ άτια του᾿ κι αυτά φρούμαζαν πίσω στους ώμους του, κι ο αμαξολάτης τους τ᾿ αντίσκοφτε, και κείνος του Ιδομενέα να ρίξει εγύρευε᾿ μ᾿ αυτός τον βρίσκει πρώτος κάτω απ᾿ τα γένια, στο καρύδι του, και τον καρφώνει ως πέρα. Κι αυτός σωριάστη, όπως σωριάζεται για δρυς για λεύκα χάμω |
385 | πεζὸς πρόσθ᾽ ἵππων· τὼ δὲ πνείοντε κατ᾽ ὤμων αἰὲν ἔχ᾽ ἡνίοχος θεράπων· ὃ δὲ ἵετο θυμῷ Ἰδομενῆα βαλεῖν· ὃ δέ μιν φθάμενος βάλε δουρὶ λαιμὸν ὑπ᾽ ἀνθερεῶνα, διὰ πρὸ δὲ χαλκὸν ἔλασσεν. ἤριπε δ᾽ ὡς ὅτε τις δρῦς ἤριπεν ἢ ἀχερωῒς |
|
390 | ἠὲ πίτυς βλωθρή, τήν τ᾽ οὔρεσι τέκτονες ἄνδρες ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι νήϊον εἶναι· ὣς ὃ πρόσθ᾽ ἵππων καὶ δίφρου κεῖτο τανυσθεὶς βεβρυχὼς κόνιος δεδραγμένος αἱματοέσσης. ἐκ δέ οἱ ἡνίοχος πλήγη φρένας ἃς πάρος εἶχεν, |
για πεύκο τρισμεγάλο, που 'κοψαν πα στα βουνά
οι μαστόροι - με τα νιοτρόχιστα τσεκούρια τους, καρένα να το κάνουν όμοια κι αυτός ομπρός στο αμάξι του και στ᾿ άλογα ξαπλώθη βρουχιώντας, με τα νύχια ξύνοντας τη ματωμένη σκόνη. Κι ο αμαξολάτης τότε σάστισε και το μυαλό του φεύγει' δεν τόλμησε να στρέψει τ᾿ άλογα κι απ᾿ των οχτρών τα χέρια να τα, γλιτώσει, κι έτσι ο Αντίλοχος τον βρήκε ο ψυχωμένος καταμεσός με το κοντάρι του᾿ κι ουδέ κι ο θώρακας του που εφόρα ο χάλκινος τον φύλαξε, μον᾿ στην κοιλιά του εμπήχτη, κι αγκομαχώντας από τ᾿ όμορφο κατρακυλίστη αμάξι. |
395 | οὐδ᾽ ὅ γ᾽ ἐτόλμησεν δηΐων ὑπὸ χεῖρας ἀλύξας ἂψ ἵππους στρέψαι, τὸν δ᾽ Ἀντίλοχος μενεχάρμης δουρὶ μέσον περόνησε τυχών· οὐδ᾽ ἤρκεσε θώρηξ χάλκεος ὃν φορέεσκε, μέσῃ δ᾽ ἐν γαστέρι πῆξεν. αὐτὰρ ὃ ἀσθμαίνων εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου, |
|
400 | ἵππους δ᾽ Ἀντίλοχος μεγαθύμου Νέστορος υἱὸς ἐξέλασε Τρώων μετ᾽ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς. Δηΐφοβος δὲ μάλα σχεδὸν ἤλυθεν Ἰδομενῆος Ἀσίου ἀχνύμενος, καὶ ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ. ἀλλ᾽ ὃ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος |
Κι ο Αντίλοχος, ο γιος του αντρόψυχου Νεστόρου, τ᾿ άλογα του από τους Τρώες στους λιονταρόκαρδους Αργίτες τα δρομούσε. Και τότε ο Δηφόβος λυπήθηκε τον Άσιο, και ζυγώνει του Ιδομενέα να ρίξει απόκοντα στραφταλιστό κοντάρι. Μα εκείνος ξέφυγε, το χάλκινο κοντάρι ως είδε αντίκρα, ο Ιδομενέας, τι στ᾿ ολοστρόγγυλο σκουτάρι πίσω εκρύφτη, που βοΐδοτόμαρα και λιόφωτος χαλκός το ανακουφώναν καμαρωτά, και το αντιστύλωναν δυο πήχες από μέσα. Πίσω απ᾿ αυτό-εστριμώχτη ολόκορμος, και το χαλκό κοντάρι περνά από πάνω του κι ακράγγιξε του σκουταριού το γύρο, |
405 | Ἰδομενεύς· κρύφθη γὰρ ὑπ᾽ ἀσπίδι πάντοσ᾽ ἐΐσῃ, τὴν ἄρ᾽ ὅ γε ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτὴν φορέεσκε, δύω κανόνεσσ᾽ ἀραρυῖαν· τῇ ὕπο πᾶς ἐάλη, τὸ δ᾽ ὑπέρπτατο χάλκεον ἔγχος, καρφαλέον δέ οἱ ἀσπὶς ἐπιθρέξαντος ἄϋσεν |
|
410 | ἔγχεος· οὐδ᾽ ἅλιόν ῥα βαρείης χειρὸς ἀφῆκεν, ἀλλ᾽ ἔβαλ᾽ Ἱππασίδην Ὑψήνορα ποιμένα λαῶν ἧπαρ ὑπὸ πραπίδων, εἶθαρ δ᾽ ὑπὸ γούνατ᾽ ἔλυσε. Δηΐφοβος δ᾽ ἔκπαγλον ἐπεύξατο μακρὸν ἀΰσας· οὐ μὰν αὖτ᾽ ἄτιτος κεῖτ᾽ Ἄσιος, ἀλλά ἕ φημι |
κι αυτός κουδούνισε᾿ όμως άδικα του δυνατού χεριού του δεν έφυγε η ριξιά, μον 'πέτυχε μες στην κοιλιά, στο σκώτι, το γιο του Ιππάσου, τον Υψήνορα, και του 'λυσε τα γόνα. Με περισσό καμάρι ο Δήφοβος φωνή μεγάλη σέρνει: « Όχι, δεν κοίτεται ανεγδίκιωτος ο Άσιος θαρρώ πια τώρα᾿ μ᾿ αν στον τρανό τον Άδη εδιάβηκε τον κλειδαμπαρωμένο, βαθιά θ᾿ αναγαλλιάσει, σύντροφο μαζί που του χαρίζω!» Είπε, κι οι Αργίτες βαριοκάρδισαν το λόγο του ν᾿ ακούσουν, και πιο πολύ η καρδιά του Αντίλοχου του αντρόψυχου εταράχτη᾿ μα δεν παράτησε το σύντροφο, κι ας ήταν πικραμένος, |
415 | εἰς Ἄϊδός περ ἰόντα πυλάρταο κρατεροῖο γηθήσειν κατὰ θυμόν, ἐπεί ῥά οἱ ὤπασα πομπόν. ὣς ἔφατ᾽, Ἀργείοισι δ᾽ ἄχος γένετ᾽ εὐξαμένοιο, Ἀντιλόχῳ δὲ μάλιστα δαΐφρονι θυμὸν ὄρινεν· ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἀχνύμενός περ ἑοῦ ἀμέλησεν ἑταίρου, |
|
420 | ἀλλὰ θέων περίβη καί οἱ σάκος ἀμφεκάλυψε. τὸν μὲν ἔπειθ᾽ ὑποδύντε δύω ἐρίηρες ἑταῖροι Μηκιστεὺς Ἐχίοιο πάϊς καὶ δῖος Ἀλάστωρ, νῆας ἔπι γλαφυρὰς φερέτην βαρέα στενάχοντα. Ἰδομενεὺς δ᾽ οὐ λῆγε μένος μέγα, ἵετο δ᾽ αἰεὶ |
μον᾿ τρέχει ομπρός του και τον σκέπασε με το σκουτάρι ολούθε᾿ και τότε έσκυψαν και τον σήκωσαν δυο γκαρδιακοί συντρόφοι, ο αρχοντογέννητος Αλάστορας κι ο Μηκιστέας, του Εχίου ο γιος, και τον πήγαιναν στ᾿ άρμενα, στα βογγητά του μέσα. Η ορμή του Ιδομενέα δεν έσβηνεν ωστόσο᾿ στο σκοτάδι το μαύρο ελαχταρούσε αδιάκοπα κάποιο απ᾿ τους Τρώες να στείλει, για, τους Αργίτες διαφεντεύοντας, νεκρός να πέσει ατός του. Εκεί το γιο του αρχοντογέννητου του Αισήτη, τον Αλκάθο, τον αντρειανό, τον πολεμόχαρο, που ήταν γαμπρός του Αγχίση— την πιο μεγάλη είχε απ᾿ τις κόρες του, την Ιπποδάμεια, πάρει, |
425 | ἠέ τινα Τρώων ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι ἢ αὐτὸς δουπῆσαι ἀμύνων λοιγὸν Ἀχαιοῖς. ἔνθ᾽ Αἰσυήταο διοτρεφέος φίλον υἱὸν ἥρω᾽ Ἀλκάθοον, γαμβρὸς δ᾽ ἦν Ἀγχίσαο, πρεσβυτάτην δ᾽ ὤπυιε θυγατρῶν Ἱπποδάμειαν |
|
430 | τὴν περὶ κῆρι φίλησε πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ ἐν μεγάρῳ· πᾶσαν γὰρ ὁμηλικίην ἐκέκαστο κάλλεϊ καὶ ἔργοισιν ἰδὲ φρεσί· τοὔνεκα καί μιν γῆμεν ἀνὴρ ὤριστος ἐνὶ Τροίῃ εὐρείῃ· τὸν τόθ᾽ ὑπ᾽ Ἰδομενῆϊ Ποσειδάων ἐδάμασσε |
που περισσά στο σπίτι ο κύρης της κι η σεβαστή
της μάνα την αγαπούσαν, τι ξεχώριζε στη γνώση και στα κάλλη και στις δουλειές στις συνομήλικες ανάμεσα᾿ για τούτο την πήρε ο πιο τρανός πολέμαρχος μες στην πλατιά την Τροία. Αυτόν ο Ποσειδώνας δάμασε κάτω απ᾿ το χέρι τότε του Ιδομενέα᾿ τα γόνα του 'δεσε, του γήτεψε τα μάτια τ᾿ αστραφτερά, και πια δε δύνουνταν να φύγει, να γλιτώσει. Κι όπως στεκόταν έτσι ασάλευτος, ίδια κολόνα ή δέντρο αψηλοφούντωτο, κατάστηθα τον βρήκε το κοντάρι του Ιδομενέα του πολεμόχαρου, κι ο θώρακας συντρίφτη |
435 | θέλξας ὄσσε φαεινά, πέδησε δὲ φαίδιμα γυῖα· οὔτε γὰρ ἐξοπίσω φυγέειν δύνατ᾽ οὔτ᾽ ἀλέασθαι, ἀλλ᾽ ὥς τε στήλην ἢ δένδρεον ὑψιπέτηλον ἀτρέμας ἑσταότα στῆθος μέσον οὔτασε δουρὶ ἥρως Ἰδομενεύς, ῥῆξεν δέ οἱ ἀμφὶ χιτῶνα |
|
440 | χάλκεον, ὅς οἱ πρόσθεν ἀπὸ χροὸς ἤρκει ὄλεθρον· δὴ τότε γ᾽ αὖον ἄϋσεν ἐρεικόμενος περὶ δουρί. δούπησεν δὲ πεσών, δόρυ δ᾽ ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει, ἥ ῥά οἱ ἀσπαίρουσα καὶ οὐρίαχον πελέμιζεν ἔγχεος· ἔνθα δ᾽ ἔπειτ᾽ ἀφίει μένος ὄβριμος Ἄρης· |
ο χάλκινος, που τον διαφέντευεν από το Χάρο ως
τότε. Τώρα όμως βούιξε κούφια, ως έσπαζε στου κονταριού το χτύπο. Πέφτει με πάταχο, και βρέθηκε μπηγμένο το κοντάρι μες στην καρδιά του, που ως σπαρτάριζε, του κονταριού την άκρη σιγοκουνούσε, ωσόπου επάγωσε, και τ᾿ άγριο τ᾿ όπλο εστάθη. Και τότε ο Ιδομενέας εφώναξε με περισσό καμάρι: « Λογαριασμοί σαν τούτον, Δήφοβε, πολύ θαρρώ ν᾿ αξίζουν σεις έναν, τρεις εμείς σκοτώσαμε᾿ του κάκου οι καυκησιές σου! Άμυαλε! Αν θες, ατός σου πρόβαλε, ν᾿ αντικριστείς μαζί μου, σαν ποιο ήρθε εδώ του Δία δισέγγονο να ιδείς και μοναχός σου. |
445 | Ἰδομενεὺς δ᾽ ἔκπαγλον ἐπεύξατο μακρὸν ἀΰσας Δηΐφοβ᾽ ἦ ἄρα δή τι ἐΐσκομεν ἄξιον εἶναι τρεῖς ἑνὸς ἀντὶ πεφάσθαι; ἐπεὶ σύ περ εὔχεαι οὕτω. δαιμόνι᾽ ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἐναντίον ἵστασ᾽ ἐμεῖο, ὄφρα ἴδῃ οἷος Ζηνὸς γόνος ἐνθάδ᾽ ἱκάνω, |
|
450 | ὃς πρῶτον Μίνωα τέκε Κρήτῃ ἐπίουρον· Μίνως δ᾽ αὖ τέκεθ᾽ υἱὸν ἀμύμονα Δευκαλίωνα, Δευκαλίων δ᾽ ἐμὲ τίκτε πολέσσ᾽ ἄνδρεσσιν ἄνακτα Κρήτῃ ἐν εὐρείῃ· νῦν δ᾽ ἐνθάδε νῆες ἔνεικαν σοί τε κακὸν καὶ πατρὶ καὶ ἄλλοισι Τρώεσσιν. |
Ο Δίας το Μίνωα πρώτα εγέννησε, που αφέντεψε την Κρήτη, κι ο Μίνωας πάλε εστάθη του άψεγου του Δευκαλίωνα ο κύρης, και τούτος πάλε εμένα γέννησε, μες στην πλατιά την Κρήτη ρήγα τρανό᾿ και τώρα μ᾿ έφεραν δω πέρα τ᾿ άρμενα μου κακό για σένα και τον κύρη σου και για τους Τρώες τους άλλους.» Είπε, κι ο Δήφοβος διχόγνωμος αναρωτήθη τότε, πίσω να στρέψει, στους άντρόκαρδους τους Τρώες, να βρει κανένα μαζί του να τον πάρει σύντροφο, για να χυθεί μονάχος. Κι αυτό του εικάστη, ως διαλογίζουνταν, το πιο καλό πως είναι, να τρέξει στον Αινεία᾿ τον πέτυχε να στέκει από τους άλλους |
455 | ὣς φάτο, Δηΐφοβος δὲ διάνδιχα μερμήριξεν ἤ τινά που Τρώων ἑταρίσσαιτο μεγαθύμων ἂψ ἀναχωρήσας, ἦ πειρήσαιτο καὶ οἶος. ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι βῆναι ἐπ᾽ Αἰνείαν· τὸν δ᾽ ὕστατον εὗρεν ὁμίλου |
|
460 | ἑσταότ᾽· αἰεὶ γὰρ Πριάμῳ ἐπεμήνιε δίῳ οὕνεκ᾽ ἄρ᾽ ἐσθλὸν ἐόντα μετ᾽ ἀνδράσιν οὔ τι τίεσκεν. ἀγχοῦ δ᾽ ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· Αἰνεία Τρώων βουληφόρε νῦν σε μάλα χρὴ γαμβρῷ ἀμυνέμεναι, εἴ πέρ τί σε κῆδος ἱκάνει. |
μακριά, στερνός, τι ο αρχοντογέννητος ο Πρίαμος την αντρεία του δεν την τιμούσε όπως της άξιζε, και χόλιαζε μαζί του. Κι ως ήρθε ομπρός του, με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια: « Αίνεία, των Τρωών ρηγάρχη, πρόφτασε να τώρα το γαμπρό σου να διαφεντέψεις; αν σου κόστισε στ᾿ αλήθεια ο σκοτωμός του. Έλα μαζί να διαφεντέψουμε του Αλκάθοου το κουφάρι' σ᾿ είχε κουνιάδο και σε ανάστησε, μικρό παιδί σαν ήσουν, και τώρα ο Ιδομενέας τον σκότωσε, τρανός κονταρομάχος.» Είπε, και την καρδιά συντάραξε μέσα στου Αινεία τα στήθη, κι ευτύς κινάει διψώντας πόλεμο, το Δομενέα να σμίξει' |
465 | ἀλλ᾽ ἕπευ Ἀλκαθόῳ ἐπαμύνομεν, ὅς σε πάρος γε γαμβρὸς ἐὼν ἔθρεψε δόμοις ἔνι τυτθὸν ἐόντα· τὸν δέ τοι Ἰδομενεὺς δουρικλυτὸς ἐξενάριξεν. ὣς φάτο, τῷ δ᾽ ἄρα θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινε, βῆ δὲ μετ᾽ Ἰδομενῆα μέγα πτολέμοιο μεμηλώς. |
|
470 | ἀλλ᾽ οὐκ Ἰδομενῆα φόβος λάβε τηλύγετον ὥς, ἀλλ᾽ ἔμεν᾽ ὡς ὅτε τις σῦς οὔρεσιν ἀλκὶ πεποιθώς, ὅς τε μένει κολοσυρτὸν ἐπερχόμενον πολὺν ἀνδρῶν χώρῳ ἐν οἰοπόλῳ, φρίσσει δέ τε νῶτον ὕπερθεν· ὀφθαλμὼ δ᾽ ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον· αὐτὰρ ὀδόντας |
μ᾿ αυτός, καθώς παιδάκι ανήλικο δεν το 'βαλε
στα πόδια, μόνο στεκόταν και τον πρόσμενε, καθώς βουνίσιος κάπρος, που πλήθος κυνηγοί χουγιάζοντας σ᾿ ερημοτόπι ζώνουν, κι αυτός δε χάνει το κουράγιο του, μον᾿ στέκεται᾿ κι η ράχη του αναχεντρώνεται, τα μάτια του πετούν φωτιές, και τρίζει τα δόντια του, να διώξει θέλοντας κι αγριμολόους και σκύλους' παρόμοια ο Ιδομενέας ο αντρόκαρδος δεν έκανε να φύγει μπρος στον Αινεία που ερχόταν τρέχοντας, μον᾿ κράζει τους συντρόφους, τον Αφαρέα και τον Ασκάλαφο και το Μηριόνη ως είδε, το Δήπυρο και τον Αντίλοχο, τους γαύρους πολεμάρχους: |
475 | θήγει, ἀλέξασθαι μεμαὼς κύνας ἠδὲ καὶ ἄνδρας· ὣς μένεν Ἰδομενεὺς δουρικλυτός, οὐδ᾽ ὑπεχώρει, Αἰνείαν ἐπιόντα βοηθόον· αὖε δ᾽ ἑταίρους Ἀσκάλαφόν τ᾽ ἐσορῶν Ἀφαρῆά τε Δηΐπυρόν τε Μηριόνην τε καὶ Ἀντίλοχον μήστωρας ἀϋτῆς· |
|
480 | τοὺς ὅ γ᾽ ἐποτρύνων ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· δεῦτε φίλοι, καί μ᾽ οἴῳ ἀμύνετε· δείδια δ᾽ αἰνῶς Αἰνείαν ἐπιόντα πόδας ταχύν, ὅς μοι ἔπεισιν, ὃς μάλα καρτερός ἐστι μάχῃ ἔνι φῶτας ἐναίρειν· καὶ δ᾽ ἔχει ἥβης ἄνθος, ὅ τε κράτος ἐστὶ μέγιστον. |
και λόγια μίλησε ανεμάρπαστα, κουράγιο δίνοντας τους: «Μονάχος είμαι, χέρι δώστε μου, σύντροφοι, τι φοβούμαι μπρος στον Αινεία το γοργοπόδαρο, που απάνω μου χιμίζει. Με την αντρεία του πλήθος δύνεται στη μάχη να σκοτώσει' πα στον ανθό της είναι η νιότη του και πλήθια η δύναμη της. Τα ίδια τα χρόνια ας ήταν να 'χαμε, με την καρδιά την ίδια, και ποιος το ξέρει ποιος θα κέρδιζε, για αυτός για εγώ, τη νίκη!» Αυτά είπε, κι όλοι αυτοί ως τον άκουσαν, με μια καρδιά στα στήθη, δίπλα του παν και στέκουν, γέρνοντας στους ώμους τα σκουτάρια. Κι από την άλλη ο Αινείας εφώναξε τους συντρόφους κοντά του, |
485 | εἰ γὰρ ὁμηλικίη γε γενοίμεθα τῷδ᾽ ἐπὶ θυμῷ αἶψά κεν ἠὲ φέροιτο μέγα κράτος, ἠὲ φεροίμην. ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ἄρα πάντες ἕνα φρεσὶ θυμὸν ἔχοντες πλησίοι ἔστησαν, σάκε᾽ ὤμοισι κλίναντες. Αἰνείας δ᾽ ἑτέρωθεν ἐκέκλετο οἷς ἑτάροισι |
|
490 | Δηΐφοβόν τε Πάριν τ᾽ ἐσορῶν καὶ Ἀγήνορα δῖον, οἵ οἱ ἅμ᾽ ἡγεμόνες Τρώων ἔσαν· αὐτὰρ ἔπειτα λαοὶ ἕπονθ᾽, ὡς εἴ τε μετὰ κτίλον ἕσπετο μῆλα πιόμεν᾽ ἐκ βοτάνης· γάνυται δ᾽ ἄρα τε φρένα ποιμήν· ὣς Αἰνείᾳ θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι γεγήθει |
το Δήφοβο και τον Αντήνορα θωρώντας και τον Πάρη᾿ το όμοια κι αυτοί τους Τρώες ρηγάδευαν, και πίσω τους φουσάτα τους ακλουθούσαν, ως τα πρόβατα ξοπίσω απ᾿ τον προλάτη, απ᾿ τη βοσκή ως τραβούν για πότισμα, και χαίρεται ο τσοπάνης· παρόμοια κι η καρδιά αναγάλλιασε μέσα στου Αινεία τα στήθη, ' πλήθος φουσάτα ως είδε πίσω του να ξεκινούν μαζί του. Και τότε στον Αλκάθο ολόγυρα ζυγώνοντας χυθήκαν κρατώντας τα μακριά κοντάρια τους, κι άγρια ο χαλκός αχούσε γύρω στα στήθη, όπως σημάδευαν ο ένας του άλλου στο πλήθος. Μα δυο πολέμαρχοι ξεχώριζαν με την περίσσια αντρεία τους, |
495 | ὡς ἴδε λαῶν ἔθνος ἐπισπόμενον ἑοῖ αὐτῷ. οἳ δ᾽ ἀμφ᾽ Ἀλκαθόῳ αὐτοσχεδὸν ὁρμήθησαν μακροῖσι ξυστοῖσι· περὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς σμερδαλέον κονάβιζε τιτυσκομένων καθ᾽ ὅμιλον ἀλλήλων· δύο δ᾽ ἄνδρες ἀρήϊοι ἔξοχον ἄλλων |
|
500 | Αἰνείας τε καὶ Ἰδομενεὺς ἀτάλαντοι Ἄρηϊ ἵεντ᾽ ἀλλήλων ταμέειν χρόα νηλέϊ χαλκῷ. Αἰνείας δὲ πρῶτος ἀκόντισεν Ἰδομενῆος· ἀλλ᾽ ὃ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος, αἰχμὴ δ᾽ Αἰνείαο κραδαινομένη κατὰ γαίης |
ο Αινείας κι ο Ιδομενέας, και γύρευαν, παρόμοιοι
με τον Άρη, ο ένας τον άλλο με το ανέσπλαχνο κοντάρι να λαβώσει. Πρόφτασε ο Αινείας και πρώτος έριξε του Ιδομενέα, μα εκείνος το χάλκινο κοντάρι έξέφυγε θωρώντας το απαντίκρυ· κι εκείνο προσπερνώντας χώθηκε σεινάμενο στο χώμα, του κάκου από του Αίνεία τ᾿ αδάμαστα ξετιναγμένο χέρια. Ωστόσο τον Οινόμαο πέτυχεν ο Ιδομενέας στ᾿ αφάλι, κι ως έσπασε ο χαλκός το θώρακα, μες στ᾿ άντερα του εχώθη, κι αυτός στη γη σωριάστη σφίγγοντας το χώμα στις παλάμες. Κι ο Ιδομενέας το μακρογίσκιωτο κοντάρι ανατραβούσε |
505 | ᾤχετ᾽, ἐπεί ῥ᾽ ἅλιον στιβαρῆς ἀπὸ χειρὸς ὄρουσεν. Ἰδομενεὺς δ᾽ ἄρα Οἰνόμαον βάλε γαστέρα μέσσην, ῥῆξε δὲ θώρηκος γύαλον, διὰ δ᾽ ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ᾽· ὃ δ᾽ ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ. Ἰδομενεὺς δ᾽ ἐκ μὲν νέκυος δολιχόσκιον ἔγχος |
|
510 | ἐσπάσατ᾽, οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτ᾽ ἄλλα δυνήσατο τεύχεα καλὰ ὤμοιιν ἀφελέσθαι· ἐπείγετο γὰρ βελέεσσιν. οὐ γὰρ ἔτ᾽ ἔμπεδα γυῖα ποδῶν ἦν ὁρμηθέντι, οὔτ᾽ ἄρ᾽ ἐπαΐξαι μεθ᾽ ἑόν· βέλος οὔτ᾽ ἀλέασθαι. τώ ῥα καὶ ἐν σταδίῃ μὲν ἀμύνετο νηλεὲς ἦμαρ, |
απ᾿ το νεκρό, μ᾿ από τους ώμους του δεν μπόρεσε
να βγάλει την ώρια αρματωσιά, τι του 'ριχναν ολούθε γύρα οι Τρώες· τι στεριά τώρα πια δεν τα 'νιωθε τα πόδια για γιουρούσι, για να χυθεί μπροστά ως κοντάρεψε, για κι άλλον να ξεφύγει' στήθος με στήθος κι αν εμάχουνταν και γλίτωνε του Χάρου, μα δεν τον φέρναν πια τα πόδια του γοργά απ᾿ τη μάχη αλάργα. και βήμα βήμα ως πισωπόδιζε, με αστραφτερό του ρίχνει κοντάρι ο Δήφοβος· τι ασίγαστο θυμό του εκράτειε πάντα. Μ᾿ αντί για τούτον, τον Ασκάλαφο, του Άρη το γιο, καρφώνει, και το βαρύ κοντάρι επρόβαλε πίσω μεριά απ᾿ τον ώμο, |
515 | τρέσσαι δ᾽ οὐκ ἔτι ῥίμφα πόδες φέρον ἐκ πολέμοιο. τοῦ δὲ βάδην ἀπιόντος ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ Δηΐφοβος· δὴ γάρ οἱ ἔχεν κότον ἐμμενὲς αἰεί. ἀλλ᾽ ὅ γε καὶ τόθ᾽ ἅμαρτεν, ὃ δ᾽ Ἀσκάλαφον βάλε δουρὶ υἱὸν Ἐνυαλίοιο· δι᾽ ὤμου δ᾽ ὄβριμον ἔγχος |
|
520 | ἔσχεν· ὃ δ᾽ ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ. οὐδ᾽ ἄρα πώ τι πέπυστο βριήπυος ὄβριμος Ἄρης υἷος ἑοῖο πεσόντος ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ, ἀλλ᾽ ὅ γ᾽ ἄρ᾽ ἄκρῳ Ὀλύμπῳ ὑπὸ χρυσέοισι νέφεσσιν ἧστο Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος, ἔνθά περ ἄλλοι |
κι αυτός στη γη σωριάστη σφίγγοντας το χώμα στις παλάμες. Μ᾿ ακόμα ο δυνατός, βροντόλαλος δε θα το μάθαινε Άρης, νεκρός στο ανήμερο αντροπάλεμα πως έπεσεν ο γιος του' στον Όλυμπο, κάτω από σύγνεφα χρυσομαργελωμένα καθόταν, απ᾿ του Δία το θέλημα δεμένος, όπου κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί απ᾿ τον πόλεμο μακριά κλεισμένοι έμεναν. Κι αυτοί τρογύρα απ᾿ τον Ασκάλαφο ζυγώνοντας χυθήκαν, κι άρπαξε ο Δήφοβος του Ασκάλαφου το αστραφτερό το κράνος' μ᾿ αμέσως ο Μηριόνης χύθηκε, σαν το γοργό τον Άρη, και του καρφώνει το κοντάρι του στο μπράτσο, κι απ᾿ το χέρι |
525 | ἀθάνατοι θεοὶ ἦσαν ἐεργόμενοι πολέμοιο. οἳ δ᾽ ἀμφ᾽ Ἀσκαλάφῳ αὐτοσχεδὸν ὁρμήθησαν· Δηΐφοβος μὲν ἀπ᾽ Ἀσκαλάφου πήληκα φαεινὴν ἥρπασε, Μηριόνης δὲ θοῷ ἀτάλαντος Ἄρηϊ δουρὶ βραχίονα τύψεν ἐπάλμενος, ἐκ δ᾽ ἄρα χειρὸς |
|
530 | αὐλῶπις τρυφάλεια χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα. Μηριόνης δ᾽ ἐξ αὖτις ἐπάλμενος αἰγυπιὸς ὣς ἐξέρυσε πρυμνοῖο βραχίονος ὄβριμον ἔγχος, ἂψ δ᾽ ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχάζετο. τὸν δὲ Πολίτης αὐτοκασίγνητος περὶ μέσσῳ χεῖρε τιτήνας |
βουίζοντας το στενοπρόσωπο κύλησε κάτω κράνος.
Ξανά ο Μηριόνης τότε απάνω του πηδάει, καθώς αγιούπας, και τράβηξε ψηλά απ᾿ το μπράτσο του το δυνατό κοντάρι, και πίσω εχώθη στους συντρόφους του᾿ και τότες ο Πολίτης στον αδερφό τα χέρια του άπλωσε, τον πήρε από τη μέση, κι απ᾿ το φριχτό τον βγάζει πόλεμο, στα γρήγορα ως που φτάσαν αλόγατά του, που στεκόντουσαν απ᾿ τη σφαγήν αλάργα, μπροστά στο αμάξι τους τ᾿ ολόπλουμο, κι ό άμαξολάτης δίπλα. Κι όπως στο κάστρο πίσω εδιάγερναν, βαριά βογγούσε εκείνος, τι απ᾿ τη νωπή πληγή του εστάλαζε το γαίμα, και πονούσε. |
535 | ἐξῆγεν πολέμοιο δυσηχέος, ὄφρ᾽ ἵκεθ᾽ ἵππους ὠκέας, οἵ οἱ ὄπισθε μάχης ἠδὲ πτολέμοιο ἕστασαν ἡνίοχόν τε καὶ ἅρματα ποικίλ᾽ ἔχοντες· οἳ τόν γε προτὶ ἄστυ φέρον βαρέα στενάχοντα τειρόμενον· κατὰ δ᾽ αἷμα νεουτάτου ἔρρεε χειρός. |
|
540 | οἳ δ᾽ ἄλλοι μάρναντο, βοὴ δ᾽ ἄσβεστος ὀρώρει. ἔνθ᾽ Αἰνέας Ἀφαρῆα Καλητορίδην ἐπορούσας λαιμὸν τύψ᾽ ἐπὶ οἷ τετραμμένον ὀξέϊ δουρί· ἐκλίνθη δ᾽ ἑτέρωσε κάρη, ἐπὶ δ᾽ ἀσπὶς ἑάφθη καὶ κόρυς, ἀμφὶ δέ οἱ θάνατος χύτο θυμοραϊστής. |
Χτυπιόνταν οι άλλοι ωστόσο, κι άσβηστος ο αλαλητός
σκωνόταν. Κι ο Αινείας χιμώντας του Καλήτορα το γιο με το κοντάρι, τον Αφαρέα, που ορμούσε απάνω του, πα στο λαιμό βαρίσκει' γέρνει απ᾿ την άλλη το κεφάλι του, του πέφτουν και σκουτάρι και κράνος, και τον ζώνει ο Χάροντας ο ψυχοκαταλύτης. Κι ο Αντίλοχος στο Θόωνα, ως στράφηκε, καιροφυλάει και ρίχνει χιμώντας πάνω του, και του 'κοψε τη φλέβα πέρα ως πέρα, που, τρέχοντας στην πλάτη αλάκερη, ψηλά ως το σβέρκο φτάνει' κι όπως την έκοψε, τ᾿ ανάσκελα στη σκόνη αυτός εστρώθη, του κάκου απλώνοντας τα χέρια του στους ακριβούς συντρόφους. |
545 | Ἀντίλοχος δὲ Θόωνα μεταστρεφθέντα δοκεύσας οὔτασ᾽ ἐπαΐξας, ἀπὸ δὲ φλέβα πᾶσαν ἔκερσεν, ἥ τ᾽ ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερὲς αὐχέν᾽ ἱκάνει· τὴν ἀπὸ πᾶσαν ἔκερσεν· ὃ δ᾽ ὕπτιος ἐν κονίῃσι κάππεσεν, ἄμφω χεῖρε φίλοις ἑτάροισι πετάσσας. |
|
550 | Ἀντίλοχος δ᾽ ἐπόρουσε, καὶ αἴνυτο τεύχε᾽ ἀπ᾽ ὤμων παπταίνων· Τρῶες δὲ περισταδὸν ἄλλοθεν ἄλλος οὔταζον σάκος εὐρὺ παναίολον, οὐδὲ δύναντο εἴσω ἐπιγράψαι τέρενα χρόα νηλέϊ χαλκῷ Ἀντιλόχου· πέρι γάρ ῥα Ποσειδάων ἐνοσίχθων |
Κι ο Αντίλοχος χιμώντας τ᾿ άρματα του παίρνει
από τους ώμους, θωρώντας γύρω᾿ κι αν τον έζωσαν ολούθε οι Τρώες και 'ρίχναν στ᾿ ολόπλουμο, βαρύ σκουτάρι του, δεν μπορούν να χαράξουν με το χαλκό τους τον ανέσπλαχνο την τρυφερή τη σάρκα του Αντίλοχου, τι τον παράστεκεν ο Ποσειδώνας πάντα, το γιο του Νέστορα, κι ας του 'ριχναν πλήθος οι Τρώες κοντάρια' αλάργα απ᾿ τους οχτρούς δεν έμενε ποτέ, μον᾿ τριγυρνούσε αναμεσό τους᾿ το κοντάρι του δε σκόλαζε, μον᾿ σειόταν όλη την ώρα τρεμοπαίζοντας, και λαχταρούσε πάντα για από κοντά να πέφτει απάνω τους για από μακριά να ρίχνει. |
555 | Νέστορος υἱὸν ἔρυτο καὶ ἐν πολλοῖσι βέλεσσιν. οὐ μὲν γάρ ποτ᾽ ἄνευ δηΐων ἦν, ἀλλὰ κατ᾽ αὐτοὺς στρωφᾶτ᾽· οὐδέ οἱ ἔγχος ἔχ᾽ ἀτρέμας, ἀλλὰ μάλ᾽ αἰεὶ σειόμενον ἐλέλικτο· τιτύσκετο δὲ φρεσὶν ᾗσιν ἤ τευ ἀκοντίσσαι, ἠὲ σχεδὸν ὁρμηθῆναι. |
|
560 | ἀλλ᾽ οὐ λῆθ᾽ Ἀδάμαντα τιτυσκόμενος καθ᾽ ὅμιλον Ἀσιάδην, ὅ οἱ οὖτα μέσον σάκος ὀξέϊ χαλκῷ ἐγγύθεν ὁρμηθείς· ἀμενήνωσεν δέ οἱ αἰχμὴν κυανοχαῖτα Ποσειδάων βιότοιο μεγήρας. καὶ τὸ μὲν αὐτοῦ μεῖν᾽ ὥς τε σκῶλος πυρίκαυστος |
Κι ο γιος τον είδε του Άσιου που 'ριχνε μέσα
στων Τρωών το πλήθος, ο Αδάμαντας, και του κοντάρεψε στη μέση το σκουτάρι από κοντά. Μα ο γαλαζόχαιτος ο Ποσειδώνας κόβει τη φόρα του χαλού, κι αρνήθη του να πάρει τη ζωή του. και το μισό κοντάρι απόμεινε, καμένο λες παλούκι, πα στο σκουτάρι, το άλλο εβρέθηκε κοιτάμενο στο χώμα. Εχώθη τότε στους συντρόφους του, του Χάρου να ξεφύγει. Μα ως έφευγε, ο Μηριόνης του 'ριξε, ξοπίσω παίρνοντας τον, και βρήκε τον στο αφάλι ανάμεσα και στ᾿ αχαμνά, κει πέρα που πιότερο πονάει το λάβωμα στους άμοιρους ανθρώπους. |
565 | ἐν σάκει Ἀντιλόχοιο, τὸ δ᾽ ἥμισυ κεῖτ᾽ ἐπὶ γαίης· ἂψ δ᾽ ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχάζετο κῆρ᾽ ἀλεείνων· Μηριόνης δ᾽ ἀπιόντα μετασπόμενος βάλε δουρὶ αἰδοίων τε μεσηγὺ καὶ ὀμφαλοῦ, ἔνθα μάλιστα γίγνετ᾽ Ἄρης ἀλεγεινὸς ὀϊζυροῖσι βροτοῖσιν. |
|
570 | ἔνθά οἱ ἔγχος ἔπηξεν· ὃ δ᾽ ἑσπόμενος περὶ δουρὶ ἤσπαιρ᾽ ὡς ὅτε βοῦς τόν τ᾽ οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσιν οὐκ ἐθέλοντα βίῃ δήσαντες ἄγουσιν· ὣς ὃ τυπεὶς ἤσπαιρε μίνυνθά περ, οὔ τι μάλα δήν, ὄφρά οἱ ἐκ χροὸς ἔγχος ἀνεσπάσατ᾽ ἐγγύθεν ἐλθὼν |
Κει μέσα το κοντάρι του 'μπηξε᾿ κι αυτός απ᾿ το κοντάρι ξοπίσω γύρα του σπαρτάριζε, σα βόδι που το δέσαν βουκόλοι με σκοινιά και σέρνουν το μεβιας, αθέλητα του' όμοια κρουσμένος εσπαρτάριζε κι αυτός για λίγην ώρα, ως που ο τρανός Μηριόνης ζύγωσε και το κοντάρι βγάζει απ᾿ το κορμί, κι η νύχτα εσκέπασε του Αδάμαντα τα μάτια. Κι ο Ελενος χτύπησε το Δήπυρο με το μακρύ σπαθί του, που 'χε απ᾿ τη Θράκη, στο μελίγγι του, και του πετάει το κράνος, κι εκείνο εσφεντονίστη κι έπεσε στη γη᾿ κι Αργίτης κάποιος απ᾿ όσους μάχουνταν το σήκωσε, στα πόδια του ως εκύλα. |
575 | ἥρως Μηριόνης· τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψε. Δηΐπυρον δ᾽ Ἕλενος ξίφεϊ σχεδὸν ἤλασε κόρσην Θρηϊκίῳ μεγάλῳ, ἀπὸ δὲ τρυφάλειαν ἄραξεν. ἣ μὲν ἀποπλαγχθεῖσα χαμαὶ πέσε, καί τις Ἀχαιῶν μαρναμένων μετὰ ποσσὶ κυλινδομένην ἐκόμισσε· |
|
580 | τὸν δὲ κατ᾽ ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν. Ἀτρεΐδην δ᾽ ἄχος εἷλε βοὴν ἀγαθὸν Μενέλαον· βῆ δ᾽ ἐπαπειλήσας Ἑλένῳ ἥρωϊ ἄνακτι ὀξὺ δόρυ κραδάων· ὃ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκε. τὼ δ᾽ ἄρ᾽ ὁμαρτήδην ὃ μὲν ἔγχεϊ ὀξυόεντι |
Νύχτα ολοσκότεινη του Δήπυρου τα μάτια ευτύς σκεπάζει. Τότε ο Μενέλαος, ο βροντόφωνος υγιός του Ατρέα, πικράθη, και φοβερίζοντας στον Έλενο τον αντρειωμένο εχύθη κουνώντας το μακρύ κοντάρι του, κι αυτός το τόξο αρπάζει. Όμοια κι οι δυο τους ελαχτάριζαν ο ένας του άλλου να ρίξει, τούτος σαγίτα από την κόρδα του, μακρύ κοντάρι εκείνος. Κι ο γιος του Πρίαμου ευτΰς κατάστηθα στου θώρακα τη γούβα τον δόξεψε, όμως πέρα πέταξε μακριά η πικρή σαγίτα. Από δικράνι πως απλόχωρο μες στο φαρδύ τ᾿ αλώνι ψηλά πηδούνε τα μαυρόφλουδα κουκιά και τα ροβίθια |
585 | ἵετ᾽ ἀκοντίσσαι, ὃ δ᾽ ἀπὸ νευρῆφιν ὀϊστῷ. Πριαμίδης μὲν ἔπειτα κατὰ στῆθος βάλεν ἰῷ θώρηκος γύαλον, ἀπὸ δ᾽ ἔπτατο πικρὸς ὀϊστός. ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀπὸ πλατέος πτυόφιν μεγάλην κατ᾽ ἀλωὴν θρῴσκωσιν κύαμοι μελανόχροες ἢ ἐρέβινθοι |
|
590 | πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ καὶ λικμητῆρος ἐρωῇ, ὣς ἀπὸ θώρηκος Μενελάου κυδαλίμοιο πολλὸν ἀποπλαγχθεὶς ἑκὰς ἔπτατο πικρὸς ὀϊστός. Ἀτρεΐδης δ᾽ ἄρα χεῖρα βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος τὴν βάλεν ᾗ ῥ᾽ ἔχε τόξον ἐΰξοον· ἐν δ᾽ ἄρα τόξῳ |
στο σουριχτό του ανέμου φύσημα, στου λιχνιστη
τη φόρα' όμοια απ᾿ το θώρακα του ασύγκριτου Μενέλαου ξετινάχτη κι αντιπηδώντας πέρα επέταξε μακριά η πικρή σαγίτα. Τότε ο Μενέλαος, ο βροντόφωνος υγιός του Ατρέα, χιμώντας στο χέρι, το δοξάρι που 'σφίγγε το τορνευτό, χτυπά τον κι εχώθηκε ο χαλκός, το χέρι του περνώντας, στο δοξάρι. Γυρίζει τότε στους συντρόφους του, του Χάρου να ξεφύγει, κι ως κρέμασε το χέρι, εσούρνονταν το φράξινο κοντάρι. Κι ο ψυχωμένος τότε Αγήνορας του το τραβάει, και δένει το χέρι του σφιχτά με μάλλινη καλόστριφτη λουρίδα, |
595 | ἀντικρὺ διὰ χειρὸς ἐλήλατο χάλκεον ἔγχος. ἂψ δ᾽ ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχάζετο κῆρ᾽ ἀλεείνων χεῖρα παρακρεμάσας· τὸ δ᾽ ἐφέλκετο μείλινον ἔγχος. καὶ τὸ μὲν ἐκ χειρὸς ἔρυσεν μεγάθυμος Ἀγήνωρ, αὐτὴν δὲ ξυνέδησεν ἐϋστρεφεῖ οἰὸς ἀώτῳ |
|
600 | σφενδόνῃ, ἣν ἄρα οἱ θεράπων ἔχε ποιμένι λαῶν. Πείσανδρος δ᾽ ἰθὺς Μενελάου κυδαλίμοιο ἤϊε· τὸν δ᾽ ἄγε μοῖρα κακὴ θανάτοιο τέλος δὲ σοὶ Μενέλαε δαμῆναι ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι. οἳ δ᾽ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἰόντες |
που 'χε μαζί του πάντα, ως σύντροφος του ρήγα, αν λαβωνόταν. Στον ξακουστό Μενέλαο ο Πείσαντρος χιμίζει απάνω τότε, κι η μαύρη Μοίρα του τον έσπρωχνε να βρει το θάνατο του, Μενέλαε, να χαθεί απ᾿ το χέρι σου στην άγρια μέσα μάχη. Κι όπως τρεχάτοι κοντοζύγωσαν ο ένας του άλλου χιμώντας, ο γιος του Ατρέα λαθεύει, κι έφυγε πέρα η ριξιά, του ανέμου' και τότε ο Πείσαντρος του ασύγκριτου Μενέλαου το σκουτάρι χτυπάει᾿ μα το χαλκό δεν μπόρεσε να τον τρυπήσει ως πέρα, τι το φαρδύ σκουτάρι εβάστηξε· και το κοντάρι σπάζει στη δέση του, κι αυτός αγάλλουνταν, πως νίκησε θαρρώντας. |
605 | Ἀτρεΐδης μὲν ἅμαρτε, παραὶ δέ οἱ ἐτράπετ᾽ ἔγχος, Πείσανδρος δὲ σάκος Μενελάου κυδαλίμοιο οὔτασεν, οὐδὲ διὰ πρὸ δυνήσατο χαλκὸν ἐλάσσαι· ἔσχεθε γὰρ σάκος εὐρύ, κατεκλάσθη δ᾽ ἐνὶ καυλῷ ἔγχος· ὃ δὲ φρεσὶν ᾗσι χάρη καὶ ἐέλπετο νίκην. |
|
610 | Ἀτρεΐδης δὲ ἐρυσσάμενος ξίφος ἀργυρόηλον ἆλτ᾽ ἐπὶ Πεισάνδρῳ· ὃ δ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος εἵλετο καλὴν ἀξίνην εὔχαλκον ἐλαΐνῳ ἀμφὶ πελέκκῳ μακρῷ ἐϋξέστῳ· ἅμα δ᾽ ἀλλήλων ἐφίκοντο. ἤτοι ὃ μὲν κόρυθος φάλον ἤλασεν ἱπποδασείης |
Το ασημοκαρφοπλούμιστο έσυρε σπαθί ο Μενέλαος
τότε κι απάνω του πηδάει᾿ μα ο Πείσαντρος απ᾿ το σκουτάρι κάτω όμορφη αξίνα βγάζει χάλκινη, σε τορνεμένο γύρω μακρύ στειλιάρι ελιάς, και βρέθηκαν ο ένας στον άλλο αντίκρα. Τούτος στο κέρατο τον πέτυχε του αλογουρίσιου κράνους κάτω απ᾿ τη φούντα᾿ μα όπως χύνουνταν, στο μέτωπο, στη ρίζα της μύτης ο Μενέλαος του 'δωσε· τα κόκαλα του σπάζει, κι όλο αίμα χύθηκαν τα μάτια του μέσα στη σκόνη, ομπρός του. Κι ως έπεσε στη γη λυγίζοντας, πατώντας τον στο στήθος παίρνει ο Μενέλαος την αρμάτα του και μ᾿ έπαρση φωνάζει: |
615 | ἄκρον ὑπὸ λόφον αὐτόν, ὃ δὲ προσιόντα μέτωπον ῥινὸς ὕπερ πυμάτης· λάκε δ᾽ ὀστέα, τὼ δέ οἱ ὄσσε πὰρ ποσὶν αἱματόεντα χαμαὶ πέσον ἐν κονίῃσιν, ἰδνώθη δὲ πεσών· ὃ δὲ λὰξ ἐν στήθεσι βαίνων τεύχεά τ᾽ ἐξενάριξε καὶ εὐχόμενος ἔπος ηὔδα· |
|
620 | λείψετέ θην οὕτω γε νέας Δαναῶν ταχυπώλων Τρῶες ὑπερφίαλοι δεινῆς ἀκόρητοι ἀϋτῆς, ἄλλης μὲν λώβης τε καὶ αἴσχεος οὐκ ἐπιδευεῖς ἣν ἐμὲ λωβήσασθε κακαὶ κύνες, οὐδέ τι θυμῷ Ζηνὸς ἐριβρεμέτεω χαλεπὴν ἐδείσατε μῆνιν |
«Να πώς τα πλοία των αλογάρηδων των Δαναών θ᾿
αφήστε, Τρώες φαντασμένοι, πάντα αχόρταγοι γι᾿ ανήμερους πολέμους! Ούτε οι άλλες οι ντροπές σας έλειψαν μήτε οι αδικίες, που εμένα μου 'χετε κάνει, εσείς παλιόσκυλα! κι ουδέ το Δία φοβάστε, που σκέπει τη φίλια ο βαρύβροντος, και στον τρανό θυμό του μια μέρα το αψηλό σας σίγουρα θα ξεπατώσει κάστρο᾿ που εσείς μου πήρατε και φύγατε την ίδια μου γυναίκα, και αυτή, που σας εφιλοκόνεψε, και βιος περίσσιο ακόμα. Τώρα ξανά στα πελαγόδρομα τα πλοία φωτιά να βάλτε φάουσα λυσσάτε, τους αντρόκαρδους σκοτώνοντας Αργίτες. |
625 | ξεινίου, ὅς τέ ποτ᾽ ὔμμι διαφθέρσει πόλιν αἰπήν· οἵ μευ κουριδίην ἄλοχον καὶ κτήματα πολλὰ μὰψ οἴχεσθ᾽ ἀνάγοντες, ἐπεὶ φιλέεσθε παρ᾽ αὐτῇ· νῦν αὖτ᾽ ἐν νηυσὶν μενεαίνετε ποντοπόροισι πῦρ ὀλοὸν βαλέειν, κτεῖναι δ᾽ ἥρωας Ἀχαιούς. |
|
630 | ἀλλά ποθι σχήσεσθε καὶ ἐσσύμενοί περ Ἄρηος. Ζεῦ πάτερ ἦ τέ σέ φασι περὶ φρένας ἔμμεναι ἄλλων ἀνδρῶν ἠδὲ θεῶν· σέο δ᾽ ἐκ τάδε πάντα πέλονται· οἷον δὴ ἄνδρεσσι χαρίζεαι ὑβριστῇσι Τρωσίν, τῶν μένος αἰὲν ἀτάσθαλον, οὐδὲ δύνανται |
Μα θα κοπεί στη μάχη κάποτε, τρανή κι ας είναι,
η ορμή σας. Πατέρα Δία, στη γνώση ακούγεσαι πως ξεπερνάς τους άλλους, Θεούς κι ανθρώπους, κι όμως γίνουνται τούτα από σένα τώρα Μα πώς σε ανθρώπους θέλεις άνομους να κάνεις το χατίρι, στους Τρώες, που ο πόθος τους πάντα άσεβος, κι ουδέ μπορούν τον άγριο του φοβερού πολέμου τάραχο ποτέ τους να χορτάσουν; Όλα στο τέλος τα μπουχτίζουμε, τον ύπνο, την αγκάλη, και το χορό μαθές τον όμορφο, και το γλυκό τραγούδι᾿ κι όμως αυτά είναι που ο καθένας μας να τα χαρεί γυρεύει, κι όχι τον πόλεμο᾿ ανεχόρταγοι για μάχες μόνο οι Τρώες!» |
635 | φυλόπιδος κορέσασθαι ὁμοιΐου πτολέμοιο. πάντων μὲν κόρος ἐστὶ καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο, τῶν πέρ τις καὶ μᾶλλον ἐέλδεται ἐξ ἔρον εἷναι ἢ πολέμου· Τρῶες δὲ μάχης ἀκόρητοι ἔασιν. |
|
640 | ὣς εἰπὼν τὰ μὲν ἔντε᾽ ἀπὸ χροὸς αἱματόεντα συλήσας ἑτάροισι δίδου Μενέλαος ἀμύμων, αὐτὸς δ᾽ αὖτ᾽ ἐξ αὖτις ἰὼν προμάχοισιν ἐμίχθη. ἔνθά οἱ υἱὸς ἐπᾶλτο Πυλαιμένεος βασιλῆος Ἁρπαλίων, ὅ ῥα πατρὶ φίλῳ ἕπετο πτολεμίξων |
Είπε, και το νεκρό από τ᾿ άρματα τα αιματωμένα
γδύνει, κι ως ο άψεγος Μενέλαος τα 'δωκε στους συντρόφους του πίσω, γυρνάει ξανά και δίχως άργητα τους μπροστομάχους σμίγει. Και τότε απάνω του ο Αρπαλίωνας, του ρήγα Πυλαιμένη ο γιος, χιμάει᾿ στην Τροία τον κύρη του, κι αυτός να πολεμήσει, είχε ακλουθήξει, μα δε γύρισε στη γη την πατρική του. Αυτός το γιο του Ατρέα σιμώνοντας στη μέση το σκουτάρι του κονταρεύει, μα δεν μπόρεσε να το τρυπήσει ως πέρα᾿ κι είπε να γύρει στους συντρόφους του, του Χάρου να ξεφύγει, κλωθογυρίζοντας τα μάτια του, κανείς μην τον λαβώσει. |
645 | ἐς τροίην, οὐδ᾽ αὖτις ἀφίκετο πατρίδα γαῖαν· ὅς ῥα τότ᾽ Ἀτρεΐδαο μέσον σάκος οὔτασε δουρὶ ἐγγύθεν, οὐδὲ διὰ πρὸ δυνήσατο χαλκὸν ἐλάσσαι ἂψ δ᾽ ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχάζετο κῆρ᾽ ἀλεείνων πάντοσε παπταίνων μή τις χρόα χαλκῷ ἐπαύρῃ. |
|
650 | Μηριόνης δ᾽ ἀπιόντος ἵει χαλκήρε᾽ ὀϊστόν, καί ῥ᾽ ἔβαλε γλουτὸν κάτα δεξιόν· αὐτὰρ ὀϊστὸς ἀντικρὺ κατὰ κύστιν ὑπ᾽ ὀστέον ἐξεπέρησεν. ἑζόμενος δὲ κατ᾽ αὖθι φίλων ἐν χερσὶν ἑταίρων θυμὸν ἀποπνείων, ὥς τε σκώληξ ἐπὶ γαίῃ |
Μα ως έφευγε, ο Μηριόνης πάνω του χαλκή σαγίτα
ρίχνει, και στο δεξιό γλουτό τον πέτυχε, και πρόβαλε απαντίκρυ κάτω απ᾿ το κόκαλο, τη φούσκα του τρυπώντας, η σαγίτα. Κι όπως σωριάστη εκεί, εξεψύχησε, στων ακριβών συντρόφων τα χέρια μέσα᾿ κι έτσι εκοίτουνταν στη γη, καθώς σκουλήκι, φαρδύς πλατύς, και το αίμα του έτρεχε μουσκεύοντας το χώμα. Κι οι Παφλαγόνες οι αντροδύναμοι τον γνοιάστηκαν, κι απάνω στο αμάξι βάζοντας τον τράβηξαν κατά την Τροία την άγια, θλιμμένοι᾿ κι ακλουθούσε ο κύρης του στο κλάμα βουτημένος, κι ουδέ του γιου του που σκοτώθηκε το γαίμα επήρε πίσω. |
655 | κεῖτο ταθείς· ἐκ δ᾽ αἷμα μέλαν ῥέε, δεῦε δὲ γαῖαν. τὸν μὲν Παφλαγόνες μεγαλήτορες ἀμφεπένοντο, ἐς δίφρον δ᾽ ἀνέσαντες ἄγον προτὶ Ἴλιον ἱρὴν ἀχνύμενοι· μετὰ δέ σφι πατὴρ κίε δάκρυα λείβων, ποινὴ δ᾽ οὔ τις παιδὸς ἐγίγνετο τεθνηῶτος. |
|
660 | τοῦ δὲ Πάρις μάλα θυμὸν ἀποκταμένοιο χολώθη· ξεῖνος γάρ οἱ ἔην πολέσιν μετὰ Παφλαγόνεσσι· τοῦ ὅ γε χωόμενος προΐει χαλκήρε᾽ ὀϊστόν. ἦν δέ τις Εὐχήνωρ Πολυΐδου μάντιος υἱὸς ἀφνειός τ᾽ ἀγαθός τε Κορινθόθι οἰκία ναίων, |
Κι ο Πάρης, ως τον είδε που 'πεσε, θυμός βαρύς τον παίρνει, τι αυτός παλιά τον καλοσκάμνιζε στους Παφλαγόνες μέσα' κι έτσι θυμώνοντας ξαπόστειλε μεμιάς χαλκή σαγίτα. Ήτανε κάποιος που τον έλεγαν Ευχήνορα, του μάντη γιος του Πολύιδου, πλούσιος, άτρομος, στην Κόρινθο που ζούσε᾿ κι ως μες στα πλοία κινούσε, κάτεχε το μαύρο ριζικό του. Συχνά απ᾿ το μυαλωμένο γέροντα Πολύιδο το 'χε ακούσει: για από κακιάν αρρώστια θα᾿ σβήνε στο αρχοντικό του μέσα, για θα τον σκότωναν στ᾿ Αργίτικα σιμά καράβια οι Τρώες. Μα έτσι μηδέ ξαντίμεμα έδινε στους Δαναούς καθόλου, |
665 | ὅς ῥ᾽ εὖ εἰδὼς κῆρ᾽ ὀλοὴν ἐπὶ νηὸς ἔβαινε· πολλάκι γάρ οἱ ἔειπε γέρων ἀγαθὸς Πολύϊδος νούσῳ ὑπ᾽ ἀργαλέῃ φθίσθαι οἷς ἐν μεγάροισιν, ἢ μετ᾽ Ἀχαιῶν νηυσὶν ὑπὸ Τρώεσσι δαμῆναι· τώ ῥ᾽ ἅμα τ᾽ ἀργαλέην θωὴν ἀλέεινεν Ἀχαιῶν |
|
670 | νοῦσόν τε στυγερήν, ἵνα μὴ πάθοι ἄλγεα θυμῷ. τὸν βάλ᾽ ὑπὸ γναθμοῖο. καὶ οὔατος· ὦκα δὲ θυμὸς ᾤχετ᾽ ἀπὸ μελέων, στυγερὸς δ᾽ ἄρα μιν σκότος εἷλεν. ὣς οἳ μὲν μάρναντο δέμας πυρὸς αἰθομένοιο· Ἕκτωρ δ᾽ οὐκ ἐπέπυστο Διῒ φίλος, οὐδέ τι ᾔδη |
κι απ᾿ τη φριχτήν αρρώστια γλίτωνε, που θα τον τυραννούσε. Κάτω απ᾿ τ'αφτί και το σαγόνι του τον βρήκε, κι η ψυχή του απ᾿ το κορμί με βιάση ως έφευγε, τον πήρε το σκοτάδι. Έτσι κει πέρα ετούτοι εμάχουνταν σα φλόγα λαμπαδούσα, μα ο μέγας Έχτορας δεν το 'ξερε, κι ουδ᾿ είχε μάθει ακόμα ζερβά απ᾿ τα πλοία πως του ξεκλήριζαν οι Αργίτες τους δικούς του. Οι Αργίτες τότε αλήθεια γρήγορα θα κέρδιζαν τη νίκη, τι ο κοσμοσείστης Κοσμοκράτορας κουράγιο στους Αργίτες τρανό είχε δώσει, κι ολοδύναμα τους σύντρεχε κι ατός του. Στο τείχος και στις πόρτες έστεκεν, όπου 'χε πριν πηδήξει |
675 | ὅττί ῥά οἱ νηῶν ἐπ᾽ ἀριστερὰ δηϊόωντο λαοὶ ὑπ᾽ Ἀργείων. τάχα δ᾽ ἂν καὶ κῦδος Ἀχαιῶν ἔπλετο· τοῖος γὰρ γαιήοχος ἐννοσίγαιος ὄτρυν᾽ Ἀργείους, πρὸς δὲ σθένει αὐτὸς ἄμυνεν· ἀλλ᾽ ἔχεν ᾗ τὰ πρῶτα πύλας καὶ τεῖχος ἐσᾶλτο |
|
680 | ῥηξάμενος Δαναῶν πυκινὰς στίχας ἀσπιστάων, ἔνθ᾽ ἔσαν Αἴαντός τε νέες καὶ Πρωτεσιλάου θῖν᾽ ἔφ᾽ ἁλὸς πολιῆς εἰρυμέναι· αὐτὰρ ὕπερθε τεῖχος ἐδέδμητο χθαμαλώτατον, ἔνθα μάλιστα ζαχρηεῖς γίγνοντο μάχῃ αὐτοί τε καὶ ἵπποι. |
το σκουταρόφραχτο τσακίζοντας των Αχαιών ασκέρι, του Πρωτεσίλαου κει που βρίσκουνταν και του Αίαντα τα καράβια, στης ψαριάς θάλασσας το ακρόγιαλο ψηλά σερμένα, κι ήταν χτισμένο το τειχί από πάνω τους, όχι αψηλό᾿ κει πέρα με ορμή χιμούσαν τώρα αλάγιαστη κι οι Τρώες και τ᾿ άλογα τους. Κει πέρα κι Ίωνες μακροχίτωνες και Βοιωτοί βρίσκονταν και Φθιώτες κι Επειοί περίλαμπροι, Λοκροί μαζί, και μόχτουν να τον κρατήσουν, όπως χύνουνταν στα πλοία τους᾿ μα δεν μπορούν τον Έχτορα που φλογομάνιζε να διώξουν από μπρος τους. και διαλεχτοί Αθηναίοι προμάχουνταν εκεί, κι ο Μενεσθέας, |
685 | ἔνθα δὲ Βοιωτοὶ καὶ Ἰάονες ἑλκεχίτωνες Λοκροὶ καὶ Φθῖοι καὶ φαιδιμόεντες Ἐπειοὶ σπουδῇ ἐπαΐσσοντα νεῶν ἔχον, οὐδὲ δύναντο ὦσαι ἀπὸ σφείων φλογὶ εἴκελον Ἕκτορα δῖον οἳ μὲν Ἀθηναίων προλελεγμένοι· ἐν δ᾽ ἄρα τοῖσιν |
|
690 | ἦρχ᾽ υἱὸς Πετεῶο Μενεσθεύς, οἳ δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο Φείδας τε Στιχίος τε Βίας τ᾽ ἐΰς· αὐτὰρ Ἐπειῶν Φυλεΐδης τε Μέγης Ἀμφίων τε Δρακίος τε, πρὸ Φθίων δὲ Μέδων τε μενεπτόλεμός τε Ποδάρκης. ἤτοι ὃ μὲν νόθος υἱὸς Ὀϊλῆος θείοιο |
ο γιος του Πετεού, ρηγάδευε μαζί με το Στιχίο,
το Φείδα και το Βία τον άτρομο. Στους Επειούς ο Μέγης, γιος του Φυλέα, προλάτης έστεκε, κι ο Αμφίονας κι ο Δρακίος. Στους Φθιώτες πάλε ομπρός ο Μέδοντας κι ο αντρόκαρδος Ποδάρκης· κι ήταν ο Μέδοντας κλεφτόγεννος υγιός του θείου του Οϊλέα κι αδέρφι του Αίαντα, κι όμως άφησε τη γη την πατρική του και ζούσε στη Φυλακή, τι έτυχε να 'χει σκοτώσει κάποιον δικό της μητρυγιας του Εριώπιδας, που 'χεν ο Οϊλέας γυναίκα. Κι ο άλλος του Ιφίκλου γιος ακούγονταν κι αγγόνι του Φυλάκου. Τούτοι μπροστά από τους αντρόκαρδους τους Φθιώτες τα καράβια |
695 | ἔσκε Μέδων Αἴαντος ἀδελφεός· αὐτὰρ ἔναιεν ἐν Φυλάκῃ γαίης ἄπο πατρίδος ἄνδρα κατακτὰς γνωτὸν μητρυιῆς Ἐριώπιδος, ἣν ἔχ᾽ Ὀϊλεύς· αὐτὰρ ὃ Ἰφίκλοιο πάϊς τοῦ Φυλακίδαο. οἳ μὲν πρὸ Φθίων μεγαθύμων θωρηχθέντες |
|
700 | ναῦφιν ἀμυνόμενοι μετὰ Βοιωτῶν ἐμάχοντο· Αἴας δ᾽ οὐκέτι πάμπαν Ὀϊλῆος ταχὺς υἱὸς ἵστατ᾽ ἀπ᾽ Αἴαντος Τελαμωνίου οὐδ᾽ ἠβαιόν, ἀλλ᾽ ὥς τ᾽ ἐν νειῷ βόε οἴνοπε πηκτὸν ἄροτρον ἶσον θυμὸν ἔχοντε τιταίνετον· ἀμφὶ δ᾽ ἄρά σφι |
με τους Βοιωτούς μαζί διαφέντευαν με τ᾿ άρματα στο χέρι. Ο Αίας ωστόσο, ο γιος ο γρήγορος του Οϊλέα, μακριά καθόλου από τον Αίαντα δεν ξαλάργευε, το γιο του Τελαμώνα. Πώς στέριο αλέτρι σε πρωτόργωτο χωράφι αδερφωμένα ζευγάρι βόδια κρασοκόκκινα τραβούνε, κι ο ιδρώτας τους γύρω βαθιά στα ριζοκέρατα περίσσιος αναβρύζει, και μόνο ο γυαλιστός ανάμεσα ζυγός τα διαχωρίζει, στο αυλάκι όπως τραβούν, και σκίζεται το χώμα ομπρός στ᾿ αλέτρι᾿ όμοια σμιχτά και τούτοι εστέκουνταν ο ένας στον άλλο δίπλα· Το γιο του Τελαμώνα σύντροφοι πολλοί και ψυχωμένοι |
705 | πρυμνοῖσιν κεράεσσι πολὺς ἀνακηκίει ἱδρώς· τὼ μέν τε ζυγὸν οἶον ἐΰξοον ἀμφὶς ἐέργει ἱεμένω κατὰ ὦλκα· τέμει δέ τε τέλσον ἀρούρης· ὣς τὼ παρβεβαῶτε μάλ᾽ ἕστασαν ἀλλήλοιιν. ἀλλ᾽ ἤτοι Τελαμωνιάδῃ πολλοί τε καὶ ἐσθλοὶ |
|
710 | λαοὶ ἕπονθ᾽ ἕταροι, οἵ οἱ σάκος ἐξεδέχοντο ὁππότε μιν κάματός τε καὶ ἱδρὼς γούναθ᾽ ἵκοιτο. οὐδ᾽ ἄρ᾽ Ὀϊλιάδῃ μεγαλήτορι Λοκροὶ ἕποντο· οὐ γάρ σφι σταδίῃ ὑσμίνῃ μίμνε φίλον κῆρ· οὐ γὰρ ἔχον κόρυθας χαλκήρεας ἱπποδασείας, |
ωστόσο ακλούθουν κι ανεβάσταζαν το μέγα του σκουτάρι,
κάθε που ο ιδρώτας πια κι ο κάματος στα γόνατα του εφτάναν Όμως το γιο του Οϊλέα τον άτρομο τα Λοκρικά φουσάτα δεν ακλουθούσαν δε θαρρεύουνταν να πολεμούν σιμάθε᾿ δεν είχαν τούτοι κράνη χάλκινα με φούντες αλογίσιες, κι ουδ᾿ είχαν και κοντάρια φράξινα και στρογγυλά σκουτάρια» μον᾿ στα δοξάρια και στις κόρδες τους, με αρνόμαλλο στριμμένες είχαν τα θάρρη τους κι ακλούθηξαν μαζί στην Τροία και τούτοι κι όλο μ᾿ αυτά χτυπούσαν κι έσπαζαν τις φάλαγγες των Τρωών Έτσι άλλοι ομπρός, ντυμένοι στ᾿ άρματα τα πλουμιστά, παλεύαν |
715 | οὐδ᾽ ἔχον ἀσπίδας εὐκύκλους καὶ μείλινα δοῦρα, ἀλλ᾽ ἄρα τόξοισιν καὶ ἐϋστρεφεῖ οἶος ἀώτῳ Ἴλιον εἰς ἅμ᾽ ἕποντο πεποιθότες, οἷσιν ἔπειτα ταρφέα βάλλοντες Τρώων ῥήγνυντο φάλαγγας· δή ῥα τόθ᾽ οἳ μὲν πρόσθε σὺν ἔντεσι δαιδαλέοισι |
|
720 | μάρναντο Τρωσίν τε καὶ Ἕκτορι χαλκοκορυστῇ, οἳ δ᾽ ὄπιθεν βάλλοντες ἐλάνθανον· οὐδέ τι χάρμης Τρῶες μιμνήσκοντο· συνεκλόνεον γὰρ ὀϊστοί. ἔνθά κε λευγαλέως νηῶν ἄπο καὶ κλισιάων Τρῶες ἐχώρησαν προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν, |
τους Τρώες χτυπώντας και τον Έχτορα το χαλκαρματωμένο κι άλλοι με τόξα πίσω αθώρητοι᾿ κι οι Τρώες την αντριγιά τους ξεχνούσαν πια, γιατί τους ρήμαζαν οι σαγιτιές ολούθε. Και τότε ντροπιασμένοι απ᾿ τ᾿ άρμενα και τα καλύβια οι Τρωες θα φεύγαν πίσω, στο ανεμόδαρτο καστρί τους να διαγύρουν, ο Πολυδάμας αν δε ζύγωνε του Εχτόρου να μιλήσει: «Έχτορα εσύ, κεφάλι αγύριστο, που δεν ακούς ορμήνιες! Μια κι ο θεός αντρεία σου εχάρισε στον πόλεμο περίσσια, γι᾿ αυτό και στο μυαλό φαντάζεσαι πως ξεπερνάς τους άλλους Μα ένας εσύ, μαζί δε γίνεται τις χάρες να 'χεις όλες. |
725 | εἰ μὴ Πουλυδάμας θρασὺν Ἕκτορα εἶπε παραστάς· Ἕκτορ ἀμήχανός ἐσσι παραρρητοῖσι πιθέσθαι. οὕνεκά τοι περὶ δῶκε θεὸς πολεμήϊα ἔργα τοὔνεκα καὶ βουλῇ ἐθέλεις περιίδμεναι ἄλλων· ἀλλ᾽ οὔ πως ἅμα πάντα δυνήσεαι αὐτὸς ἑλέσθαι. |
|
730 | ἄλλῳ μὲν γὰρ ἔδωκε θεὸς πολεμήϊα ἔργα, ἄλλῳ δ᾽ ὀρχηστύν, ἑτέρῳ κίθαριν καὶ ἀοιδήν, ἄλλῳ δ᾽ ἐν στήθεσσι τιθεῖ νόον εὐρύοπα Ζεὺς ἐσθλόν, τοῦ δέ τε πολλοὶ ἐπαυρίσκοντ᾽ ἄνθρωποι, καί τε πολέας ἐσάωσε, μάλιστα δὲ καὐτὸς ἀνέγνω. |
Στον έναν ο θεός εχάρισε παλικαριά περίσσια,
κιθάρα και φωνή στο δεύτερο, χορό στον άλλο δίνει, και πάλε σ᾿ άλλον ο βροντόλαλος ο Δίας φυτεύει γνώμη σωστή, και πλήθος κόσμος βρίσκεται μαζί του κερδεμένος' πολλούς γλιτώνει, όμως καλύτερα τι κάνει αυτός το ξέρει. Ωστόσο εγώ θα πω τη γνώμη μου, την πιο σωστή που ξέρω' τι σ᾿ έχει η φλόγα ολούθε ολόγυρα ζωσμένα του πολέμου, κι οι Τρώες οι αντρόψυχοι, αφού πάτησαν το καστροτείχι, τώρα με τ᾿ άρματά τους άλλοι εστάθηκαν κι άλλοι χτυπιούνται άκόμα σκορπώντας δώθε κείθε στ᾿ άρμενα, με πιο πολλούς πιο λίγοι' |
735 | αὐτὰρ ἐγὼν ἐρέω ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα· πάντῃ γάρ σε περὶ στέφανος πολέμοιο δέδηε· Τρῶες δὲ μεγάθυμοι ἐπεὶ κατὰ τεῖχος ἔβησαν οἳ μὲν ἀφεστᾶσιν σὺν τεύχεσιν, οἳ δὲ μάχονται παυρότεροι πλεόνεσσι κεδασθέντες κατὰ νῆας. |
|
740 | ἀλλ᾽ ἀναχασσάμενος κάλει ἐνθάδε πάντας ἀρίστους· ἔνθεν δ᾽ ἂν μάλα πᾶσαν ἐπιφρασσαίμεθα βουλὴν ἤ κεν ἐνὶ νήεσσι πολυκλήϊσι πέσωμεν αἴ κ᾽ ἐθέλῃσι θεὸς δόμεναι κράτος, ἦ κεν ἔπειτα πὰρ νηῶν ἔλθωμεν ἀπήμονες. ἦ γὰρ ἔγωγε |
Μον᾿ έλα, γύρνα πίσω, κάλεσε να 'ρθουν εδώ οι
προλάτες, κι έτσι μαζί να μελετήσουμε καλά την κάθε γνώμη, αν θα ριχτούμε στα πολύκουπα καράβια τώρα απάνω τη νίκη αν ο θεός μας χάριζε, για μήπως πρέπει τάχα δίχως ζημιά απ᾿ τα πλοία να φύγουμε᾿ τι εγώ φοβούμαι μήπως ό,τι από χτες οι Αργίτες χρώσταγαν μας το πλερώσουν τώρα' τι κάποιος, της σφαγής ανέμπληστος, προσμένει στα καράβια, και δε θα κρατηθεί άπ᾿ τον πόλεμο μακριά θαρρώ καθόλου.» Αυτά είπε, κι άρεσαν στον Έχτορα τα γνωστικά του λόγια, κι ευτύς πετιέται από το αμάξι του συνάρματος στο χώμα, |
745 | δείδω μὴ τὸ χθιζὸν ἀποστήσωνται Ἀχαιοὶ χρεῖος, ἐπεὶ παρὰ νηυσὶν ἀνὴρ ἆτος πολέμοιο μίμνει, ὃν οὐκέτι πάγχυ μάχης σχήσεσθαι ὀΐω. ὣς φάτο Πουλυδάμας, ἅδε δ᾽ Ἕκτορι μῦθος ἀπήμων, αὐτίκα δ᾽ ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χαμᾶζε |
|
750 | καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· Πουλυδάμα σὺ μὲν αὐτοῦ ἐρύκακε πάντας ἀρίστους, αὐτὰρ ἐγὼ κεῖσ᾽ εἶμι καὶ ἀντιόω πολέμοιο· αἶψα δ᾽ ἐλεύσομαι αὖτις ἐπὴν εὖ τοῖς ἐπιτείλω. ἦ ῥα, καὶ ὁρμήθη ὄρεϊ νιφόεντι ἐοικὼς |
και κράζοντας τον με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια: «Εσύ εδώ πέρα, Πολυδάμαντα, για κράτα τους προλάτες, κι εγώ θα τρέξω εκεί, στον πόλεμο να μπω, και πίσω πάλε γοργά θα γύρω, το κουμάντο μου σα θα 'χω πια τελέψει.» Είπε, και σα βουνό ξεχύθηκε που χιόνια το πλακώνουν, με φωνές άγριες, από σύμμαχους και Τρώες περνώντας μέσα. Όλοι δρομούνε στον καλόγνωμο τον Πολυδάμα γύρα, το γιο του Πάνθου, ευτύς ως του Έχτορα την προσταγή γρικήξαν. Κι αυτός τριγύριζε τους πρόμαχους, μήπως και βρει τον Άσιο, το γιο του Υρτάκου, και τον Έλενο, τον αντρειωμένο ρήγα, |
755 | κεκλήγων, διὰ δὲ Τρώων πέτετ᾽ ἠδ᾽ ἐπικούρων. οἳ δ᾽ ἐς Πανθοΐδην ἀγαπήνορα Πουλυδάμαντα πάντες ἐπεσσεύοντ᾽, ἐπεὶ Ἕκτορος ἔκλυον αὐδήν. αὐτὰρ ὃ Δηΐφοβόν τε βίην θ᾽ Ἑλένοιο ἄνακτος Ἀσιάδην τ᾽ Ἀδάμαντα καὶ Ἄσιον Ὑρτάκου υἱὸν |
|
760 | φοίτα ἀνὰ προμάχους διζήμενος, εἴ που ἐφεύροι. τοὺς δ᾽ εὗρ᾽ οὐκέτι πάμπαν ἀπήμονας οὐδ᾽ ἀνολέθρους· ἀλλ᾽ οἳ μὲν δὴ νηυσὶν ἔπι πρυμνῇσιν Ἀχαιῶν χερσὶν ὑπ᾽ Ἀργείων κέατο ψυχὰς ὀλέσαντες, οἳ δ᾽ ἐν τείχει ἔσαν βεβλημένοι οὐτάμενοί τε. |
το Δήφοβο και τον Αδάμαντα, του Άσιου το γιο
τον άξιο. Μα δεν τους βρήκε ολότελα άβλαβους κι αχάλαστους πια τώρα' τι άλλοι νεκροί, από χέρια Αργίτικα θανατωμένοι, αντίκρυ στων καραβιών τις πρύμνες κοίτουνταν, κι άλλοι κρουσμένοι πάλε από σαϊτιά για από κοντάρεμα στο κάστρο είχαν διαγύρει. Όμως ζερβά μες στον πολύδακρο τον πόλεμο τον Πάρη, το θείο τον άντρα της ωριόμαλλης Ελένης, ανταμώνει, καρδιά να δίνει στους συντρόφους του, στη μάχη σπρώχνοντας τους· κι όπως κοντά του εστάθη, με άσκημα τον αποπήρε λόγια: « Πάρη κακόπαρη, πανέμορφε και γυναικά και πλάνε, |
765 | τὸν δὲ τάχ᾽ εὗρε μάχης ἐπ᾽ ἀριστερὰ δακρυοέσσης δῖον Ἀλέξανδρον Ἑλένης πόσιν ἠϋκόμοιο θαρσύνονθ᾽ ἑτάρους καὶ ἐποτρύνοντα μάχεσθαι, ἀγχοῦ δ᾽ ἱστάμενος προσέφη αἰσχροῖς ἐπέεσσι· Δύσπαρι εἶδος ἄριστε γυναιμανὲς ἠπεροπευτὰ |
|
770 | ποῦ τοι Δηΐφοβός τε βίη θ᾽ Ἑλένοιο ἄνακτος Ἀσιάδης τ᾽ Ἀδάμας ἠδ᾽ Ἄσιος Ὑρτάκου υἱός; ποῦ δέ τοι Ὀθρυονεύς; νῦν ὤλετο πᾶσα κατ᾽ ἄκρης Ἴλιος αἰπεινή· νῦν τοι σῶς αἰπὺς ὄλεθρος. τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπεν Ἀλέξανδρος θεοειδής· |
που βρίσκεται ο αντρειωμένος Έλενος κι ο Δήφοβος και του Άσιου ο γιος ο Αδάμαντας; τι απόγινε κι ο Άσιος, ο γιος του Υρτάκου; που να 'ναι ο Οθρυονέας; Συθέμελα πια τώρα η Τροία χαμένη η απόγκρεμη᾿ και συ καρτέρα τον σε λίγο το χαμό σου!» Και τότε ο θεόμορφος Αλέξαντρος απηλογιά του δίνει: « Στο πάθος σου, Έχτορα, τον άφταιγο τον βγάζεις τώρα φταίχτη· άλλες φορές μπορεί τον πόλεμο να θέλω να ξεφύγω, όμως κιοτή και μένα η μάνα μου δε μ᾿ έκανε και τόσο᾿ τι αφόντας τους συντρόφους έσπρωξες τον πόλεμο ν᾿ ανοίξουν δίπλα στα πλοία, χτυπούμε αλάγιαστα τους Δαναούς δω πέρα. |
775 | Ἕκτορ ἐπεί τοι θυμὸς ἀναίτιον αἰτιάασθαι, ἄλλοτε δή ποτε μᾶλλον ἐρωῆσαι πολέμοιο μέλλω, ἐπεὶ οὐδ᾽ ἐμὲ πάμπαν ἀνάλκιδα γείνατο μήτηρ· ἐξ οὗ γὰρ παρὰ νηυσὶ μάχην ἤγειρας ἑταίρων, ἐκ τοῦ δ᾽ ἐνθάδ᾽ ἐόντες ὁμιλέομεν Δαναοῖσι |
|
780 | νωλεμέως· ἕταροι δὲ κατέκταθεν οὓς σὺ μεταλλᾷς. οἴω Δηΐφοβός τε βίη θ᾽ Ἑλένοιο ἄνακτος οἴχεσθον, μακρῇσι τετυμμένω ἐγχείῃσιν ἀμφοτέρω κατὰ χεῖρα· φόνον δ᾽ ἤμυνε Κρονίων. νῦν δ᾽ ἄρχ᾽ ὅππῃ σε κραδίη θυμός τε κελεύει· |
Ωστόσο οι σύντροφοι σκοτώθηκαν που τώρα εσύ γυρεύεις᾿ ο Δήφοβος μονάχα κι ο Έλενος, ο ρήγας ο αντρειωμένος, έχουνε φύγει, τι λαβώθηκαν με τα μακριά κοντάρια κι οι δυο στο χέρι᾿ κι ουδέ γλίτωναν, αν δε βοηθούσε ο Δίας. Τώρα η καρδιά και το κουράγιο σου κει που σε πάνε τράβα, και ψυχωμένοι εμείς αντάμα σου θα᾿ ρθούμε᾿ δε θα λείψω, με όση κι αν έχω ακόμα δύναμη, κι εγώ να πολεμήσω᾿ τι αλήθεια, πάνω απ᾿ ό,τι δύνεσαι δεν πολεμάς, κι ας θέλεις.» Είπε ο αντρειανός, και μεταστρέφοντας τη γνώμη του αδερφού του κινούν εκεί, η σφαγή κι ο πόλεμος που άναβαν, στον Ορθαίο, |
785 | ἡμεῖς δ᾽ ἐμμεμαῶτες ἅμ᾽ ἑψόμεθ᾽, οὐδέ τί φημι ἀλκῆς δευήσεσθαι, ὅση δύναμίς γε πάρεστι. πὰρ δύναμιν δ᾽ οὐκ ἔστι καὶ ἐσσύμενον πολεμίζειν. ὣς εἰπὼν παρέπεισεν ἀδελφειοῦ φρένας ἥρως· βὰν δ᾽ ἴμεν ἔνθα μάλιστα μάχη καὶ φύλοπις ἦεν |
|
790 | ἀμφί τε Κεβριόνην καὶ ἀμύμονα Πουλυδάμαντα Φάλκην Ὀρθαῖόν τε καὶ ἀντίθεον Πολυφήτην Πάλμύν τ᾽ Ἀσκάνιόν τε Μόρυν θ᾽ υἷ᾽ Ἱπποτίωνος, οἵ ῥ᾽ ἐξ Ἀσκανίης ἐριβώλακος ἦλθον ἀμοιβοὶ ἠοῖ τῇ προτέρῃ· τότε δὲ Ζεὺς ὦρσε μάχεσθαι. |
στον άψεγο τον Πολυδάμαντα, στον Κεβριόνη γύρα,
στον Πολυφήτη τον ισόθεο, στο Φάλκη, στον Ασκάνιο, στον Πάλμη γύρα, στου Ιπποτίωνα στερνά το γιο το Μόρη, που απ᾿ την παχιά Ασκανία ξεκούραστοι χαράματα είχαν φτάσει μια μέρα πριν, και τώρα εμάχουνταν σπρωγμένοι από το Δία. Κι οι Τρώες μπροστά ετραβούσαν, πέφτοντας σαν άγρια ανεμοζάλη, που ο Δίας πατέρας μπουμπουνίζοντας στον κάμπο ξεσηκώνει, και με τρανό βουητό ξεχύνεται στο πέλαο, και θεριεύουν της πολυτάραχης της θάλασσας τα κύματα βογγώντας, δοξαρωτά, αφρισμένα, ατέλειωτα, μπρος το 'να, πίσω τ᾿ άλλο' |
795 | οἳ δ᾽ ἴσαν ἀργαλέων ἀνέμων ἀτάλαντοι ἀέλλῃ, ἥ ῥά θ᾽ ὑπὸ βροντῆς πατρὸς Διὸς εἶσι πέδον δέ, θεσπεσίῳ δ᾽ ὁμάδῳ ἁλὶ μίσγεται, ἐν δέ τε πολλὰ κύματα παφλάζοντα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης κυρτὰ φαληριόωντα, πρὸ μέν τ᾽ ἄλλ᾽, αὐτὰρ ἐπ᾽ ἄλλα· |
|
800 | ὣς Τρῶες πρὸ μὲν ἄλλοι ἀρηρότες, αὐτὰρ ἐπ᾽ ἄλλοι, χαλκῷ μαρμαίροντες ἅμ᾽ ἡγεμόνεσσιν ἕποντο. Ἕκτωρ δ᾽ ἡγεῖτο βροτολοιγῷ ἶσος Ἄρηϊ Πριαμίδης· πρόσθεν δ᾽ ἔχεν ἀσπίδα πάντοσ᾽ ἐΐσην ῥινοῖσιν πυκινήν, πολλὸς δ᾽ ἐπελήλατο χαλκός· |
όμοια κι οι Τρώες τους βασιλιάδες τους απανωτοί
ακλουθούσαν ο ένας στον άλλο πίσω, κι άστραφταν μες στις χαλκές αρμάτες. Κι άνοιγε δρόμο ο μέγας Έχτορας, σαν Άρης ξαγριεμένος, ο γιος του Πρίαμου, τ᾿ ολοστρόγγυλο σκουτάρι ομπρός κρατώντας, πού έξω χαλκός χοντρός το σκέπαζε, πυκνά δερμάτια μέσα. Κι άστραφτε γύρα στα μελίγγια του σεινάμενο το κράνος᾿ κι ολούθε στις γραμμές δοκίμαζε, μια δω, μια κει τραβώντας, μπας και τσακίσουν μπρος του, ως πήγαινε κρυμμένος στο σκουτάρι. Όμως οι Αργίτες το κουράγιο τους δεν το 'χασαν, και πρώτος με δρασκελιές ο Αίας τον σίμωσε και τον αντροκαλιέται: |
805 | ἀμφὶ δέ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο πήληξ. πάντῃ δ᾽ ἀμφὶ φάλαγγας ἐπειρᾶτο προποδίζων, εἴ πώς οἱ εἴξειαν ὑπασπίδια προβιβῶντι· ἀλλ᾽ οὐ σύγχει θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν. Αἴας δὲ πρῶτος προκαλέσσατο μακρὰ βιβάσθων· |
|
810 | δαιμόνιε σχεδὸν ἐλθέ· τί ἢ δειδίσσεαι αὔτως Ἀργείους; οὔ τοί τι μάχης ἀδαήμονές εἰμεν, ἀλλὰ Διὸς μάστιγι κακῇ ἐδάμημεν Ἀχαιοί. ἦ θήν πού τοι θυμὸς ἐέλπεται ἐξαλαπάξειν νῆας· ἄφαρ δέ τε χεῖρες ἀμύνειν εἰσὶ καὶ ἡμῖν. |
«Άμυαλε εσύ, για κοντοζύγωσε! Τι φοβερίζεις έτσι
τους Δαναούς; Δεν είμαστε άμαθοι κι εμείς από πολέμους· μονάχα το κακό μας δάμασε του Δία μαστίγι τώρα. Αλήθεια, ελπίζεις τα καράβια μας πατώντας να τα κάψεις; Μα χεριά λέω κι εμείς πως έχουμε να τα διαφεντευτούμε. Πολύ πιο πριν μπορεί το κάστρο σας το αρχοντικό, το πλούσιο, έτσι να πέσει μες στα χέρια μας, στην άκρη του σπαθιού μας. Και λέω, για σε τον ίδιο επλάκωσε πια η μέρα που ως θα φεύγεις, το Δία μαζί και τους επίλοιπους θεούς θ᾿ ανακαλιέσαι να ξεπερνούν τα ωριότριχα άτια σου και τα γεράκια ακόμα, |
815 | ἦ κε πολὺ φθαίη εὖ ναιομένη πόλις ὑμὴ χερσὶν ὑφ᾽ ἡμετέρῃσιν ἁλοῦσά τε περθομένη τε. σοὶ δ᾽ αὐτῷ φημὶ σχεδὸν ἔμμεναι ὁππότε φεύγων ἀρήσῃ Διὶ πατρὶ καὶ ἄλλοις ἀθανάτοισι θάσσονας ἰρήκων ἔμεναι καλλίτριχας ἵππους, |
|
820 | οἵ σε πόλιν δ᾽ οἴσουσι κονίοντες πεδίοιο. ὣς ἄρα οἱ εἰπόντι ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις αἰετὸς ὑψιπέτης· ἐπὶ δ᾽ ἴαχε λαὸς Ἀχαιῶν θάρσυνος οἰωνῷ· ὃ δ᾽ ἀμείβετο φαίδιμος Ἕκτωρ· Αἶαν ἁμαρτοεπὲς βουγάϊε ποῖον ἔειπες· |
κατά το κάστρο ως θα σε φέρνουνε στον κάμπο,
μες στη σκόνη!» Ως είπε αυτά τα λόγια, επρόβαλεν αϊτός αψηλοπέτης, δεξιά μεριά, κι οι Αργίτες όλοι τους για το καλό σημάδι σέρνουν φωνή· μα ο γαύρος Έχτορας γυρνάει κι απηλογιέται: «Αίαντα μωρόλογε κι αστόχαστε, τι λόγια αυτά που κρένεις; Υγιός του Δία του βροντοσκούταρου να 'μουν εγώ μακάρι παντοτινά, κι απ᾿ την αρχόντισσα την Ήρα γεννημένος, να με τιμούν, ως τον Απόλλωνα τιμούν και την Παλλάδα, όσο είναι αλήθεια, η μέρα σήμερα πως φέρνει στους Αργίτες όλους κακό᾿ κι εσύ το θάνατο θα βρεις, αν σου βαστάξει |
825 | εἰ γὰρ ἐγὼν οὕτω γε Διὸς πάϊς αἰγιόχοιο εἴην ἤματα πάντα, τέκοι δέ με πότνια Ἥρη, τιοίμην δ᾽ ὡς τίετ᾽ Ἀθηναίη καὶ Ἀπόλλων, ὡς νῦν ἡμέρη ἥδε κακὸν φέρει Ἀργείοισι πᾶσι μάλ᾽, ἐν δὲ σὺ τοῖσι πεφήσεαι, αἴ κε ταλάσσῃς |
|
830 | μεῖναι ἐμὸν δόρυ μακρόν, ὅ τοι χρόα λειριόεντα δάψει· ἀτὰρ Τρώων κορέεις κύνας ἠδ᾽ οἰωνοὺς δημῷ καὶ σάρκεσσι πεσὼν ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιῶν. ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο· τοὶ δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο ἠχῇ θεσπεσίῃ, ἐπὶ δ᾽ ἴαχε λαὸς ὄπισθεν. |
να μείνεις στο μακρύ κοντάρι μου μπροστά, που θα σου σκίσει το τρυφερό κορμί, και πέφτοντας στ᾿ Αργίτικα καράβια με ξίγκια και ψαχνά τους σκύλους μας και τα όρνια θα χορτάσεις.» Ως είπε τούτα, ομπρός εκίνησε, κι οι επίλοιποι ακλουθούσαν με άγριο συντάραχο, και χούγιαξε το ασκέρι πίσωθέ τους. Κι από την άλλη οι Αργίτες χούγιαξαν, κι ουδέ την αντριγιά τους ξεχνούσαν, μόνο στέκαν άσειστοι μπροστά απ᾿ τους Τρώες που εχίμουν κι ο αχός των δυο στα αιθέρια ασκώνουνταν, στου Δία τα λάμπη απάνω. |
835 | Ἀργεῖοι δ᾽ ἑτέρωθεν ἐπίαχον, οὐδὲ λάθοντο ἀλκῆς, ἀλλ᾽ ἔμενον Τρώων ἐπιόντας ἀρίστους. ἠχὴ δ᾽ ἀμφοτέρων ἵκετ᾽ αἰθέρα καὶ Διὸς αὐγάς. |