-Μ- | ὣς ὃ μὲν ἐν κλισίῃσι Μενοιτίου ἄλκιμος υἱὸς ἰᾶτ᾽ Εὐρύπυλον βεβλημένον· οἳ δὲ μάχοντο Ἀργεῖοι καὶ Τρῶες ὁμιλαδόν· οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔμελλε τάφρος ἔτι σχήσειν Δαναῶν καὶ τεῖχος ὕπερθεν |
Το λαβωμένον έτσι Ευρύπυλο γιατροκομούσε τότε μες στο καλύβι του ο αντροδύναμος γιος του Μενοίτιου᾿ ωστόσο Τρώες κι Αχαιοί σωρός εμάχουνταν, κι ελπίδα πια δεν ήταν να κρατηθεί πολύ το Αργίτικο χαντάκι κι από πάνω το μέγα καστροτείχι πού 'χτισαν για τα καράβια, γύρω χαντάκι ανοίγοντας᾿ τι ξέχασαν τρανές θυσίες να σφάξουν, για να φυλάξουν τα καράβια τους και τα πολλά τους κούρσα, που έκλεινε κείνο εντός του. Το 'χτισαν, μα δίχως να συγκλίνουν οι αθάνατοι, γι᾿ αυτό κι αγκρέμιστο καιρό πολύ δε στάθη. |
5 | εὐρύ, τὸ ποιήσαντο νεῶν ὕπερ, ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν· οὐδὲ θεοῖσι δόσαν κλειτὰς ἑκατόμβας· ὄφρά σφιν νῆάς τε θοὰς καὶ ληΐδα πολλὴν ἐντὸς ἔχον ῥύοιτο· θεῶν δ᾽ ἀέκητι τέτυκτο ἀθανάτων· τὸ καὶ οὔ τι πολὺν χρόνον ἔμπεδον ἦεν. |
|
10 | ὄφρα μὲν Ἕκτωρ ζωὸς ἔην καὶ μήνι᾽ Ἀχιλλεὺς καὶ Πριάμοιο ἄνακτος ἀπόρθητος πόλις ἔπλεν, τόφρα δὲ καὶ μέγα τεῖχος Ἀχαιῶν ἔμπεδον ἦεν. αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ μὲν Τρώων θάνον ὅσσοι ἄριστοι, πολλοὶ δ᾽ Ἀργείων οἳ μὲν δάμεν, οἳ δὲ λίποντο, |
Όσο ο Αχιλλέας βαστούσε μάνητα κι ο Έχτορας ζούσε
ακόμα, κι όσο το κάστρο εβάστα απάτητο του Πρίαμου του ρηγάρχη, τόσο κρατιόταν και το Αργίτικο το καστροτείχι ολόρθο. Μα σύντας απ᾿ τους Τρώες δεν έμεινε κανένας πια αντρειωμένος, κι απ᾿ τους Αργίτες πλήθος έπεσαν, κι οι επίλοιποι απόμειναν, και το καστρί του Πρίαμου πάρθηκε στα δέκα μέσα χρόνια, κι οι Αργίτες μπήκαν στα καράβια τους και γύραν στην πατρίδα, το καστροτείχι τότε ο Απόλλωνας κι ο Ποσειδώνας είπαν να ξεπατώσουν, τ᾿ άγρια πάνω του γυρίζοντας ποτάμια, που από τα Ιδαία βουνά αναβρύζοντας στη θάλασσα χύνονται, |
15 | πέρθετο δὲ Πριάμοιο πόλις δεκάτῳ ἐνιαυτῷ, Ἀργεῖοι δ᾽ ἐν νηυσὶ φίλην ἐς πατρίδ᾽ ἔβησαν, δὴ τότε μητιόωντο Ποσειδάων καὶ Ἀπόλλων τεῖχος ἀμαλδῦναι ποταμῶν μένος εἰσαγαγόντες. ὅσσοι ἀπ᾽ Ἰδαίων ὀρέων ἅλα δὲ προρέουσι, |
|
20 | Ῥῆσός θ᾽ Ἑπτάπορός τε Κάρησός τε Ῥοδίος τε Γρήνικός τε καὶ Αἴσηπος δῖός τε Σκάμανδρος καὶ Σιμόεις, ὅθι πολλὰ βοάγρια καὶ τρυφάλειαι κάππεσον ἐν κονίῃσι καὶ ἡμιθέων γένος ἀνδρῶν· τῶν πάντων ὁμόσε στόματ᾽ ἔτραπε Φοῖβος Ἀπόλλων, |
το Ρήσο, το Ροδίο, τον Κάρησο, το Γρανικό, κι
ακόμα τον Αίσηπο και τον Εφτάπορο, το Σκάμαντρο το θείο και το Σιμόη, που πλήθος δίπλα τους και κράνη και σκουτάρια στον κουρνιαχτό εκυλήσαν κι άμετρες ψυχές ηρώων αντρίκειες. Όλων αυτών τα στόματα έσμιξεν ο Απόλλωνας ο Φοίβος, κι απά στο καστροτείχι εχύνουνταν μέρες εννιά, κι ο Δίας έβρεχε ατέλειωτα, στη βιάση του να το θαλασσοπνίξει. Κι ατός του ο Κοσμοσείστης σφίγγοντας στα χέρια το τρικράνι έβαζε αρχή και ξεθεμέλιωνε, και γκρέμιζε στο κύμα πέτρες και κούτσουρα, που εμόχτησαν οι Αργίτες να τ᾿ αρμόσουν. |
25 | ἐννῆμαρ δ᾽ ἐς τεῖχος ἵει ῥόον· ὗε δ᾽ ἄρα Ζεὺς συνεχές, ὄφρά κε θᾶσσον ἁλίπλοα τείχεα θείη. αὐτὸς δ᾽ ἐννοσίγαιος ἔχων χείρεσσι τρίαιναν ἡγεῖτ᾽, ἐκ δ᾽ ἄρα πάντα θεμείλια κύμασι πέμπε φιτρῶν καὶ λάων, τὰ θέσαν μογέοντες Ἀχαιοί, |
|
30 | λεῖα δ᾽ ἐποίησεν παρ᾽ ἀγάρροον Ἑλλήσποντον, αὖτις δ᾽ ἠϊόνα μεγάλην ψαμάθοισι κάλυψε τεῖχος ἀμαλδύνας· ποταμοὺς δ᾽ ἔτρεψε νέεσθαι κὰρ ῥόον, ᾗ περ πρόσθεν ἵεν καλλίρροον ὕδωρ. ὣς ἄρ᾽ ἔμελλον ὄπισθε Ποσειδάων καὶ Ἀπόλλων |
Και πλάι στου Ελλήσποντου τα ρέματα το μέρος ίσιωσε όλο, και τον απλόχωρο αποσκέπασε γιαλό ξανά με αμμούδα' κι ως το καστρότειχο ξεπάτωσε, τους ποταμούς γυρίζει στην παλιά κοίτη, οπούθε ξέχυναν τα γάργαρα νερά τους. Ετούτα ο Ποσειδώνας μέλλουνταν κι ο Απόλλωνας να κάνουν μα τώρα γύρα στο καλόχτιστο το καστροτείχι άναβαν η μάχη κι οι φωνές, κι ως κρούγονταν, των πύργων τα δοκάρια βροντότρεμαν κι οι Αργίτες στ᾿ άρμενα τα βαθουλά σφιγμένοι στριμώχνουνταν, καθώς τους δάμαζεν ο Δίας με το μαστίγι, και τον ανήλεο τρέμαν Έχτορα και φεύγαν όλοι ομπρός του' |
35 | θησέμεναι· τότε δ᾽ ἀμφὶ μάχη ἐνοπή τε δεδήει τεῖχος ἐΰδμητον, κανάχιζε δὲ δούρατα πύργων βαλλόμεν᾽· Ἀργεῖοι δὲ Διὸς μάστιγι δαμέντες νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ἐελμένοι ἰσχανόωντο Ἕκτορα δειδιότες, κρατερὸν μήστωρα φόβοιο· |
|
40 | αὐτὰρ ὅ γ᾽ ὡς τὸ πρόσθεν ἐμάρνατο ἶσος ἀέλλῃ· ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἔν τε κύνεσσι καὶ ἀνδράσι θηρευτῇσι κάπριος ἠὲ λέων στρέφεται σθένεϊ βλεμεαίνων· οἳ δέ τε πυργηδὸν σφέας αὐτοὺς ἀρτύναντες ἀντίον ἵστανται καὶ ἀκοντίζουσι θαμειὰς |
τι ως πάντα του και τώρα εμάχουνταν σαν άγρια
μπόρα εκείνος. Κάπρος για λιόντας πώς ανάμεσα σε αγριμολόους και σκύλους στριφογυρίζει από την πλήθια του τη δύναμη μεθώντας, κι εκείνοι γύρα του συντάζουνται πυκνές σειρές και στέκουν αντίκρυ του, και τα κοντάρια τους αδιάκοπα του ρίχνουν μα του θεριού δεν τρέμει η πέρφανη καρδιά, κι ουδέ να φύγει λογιάζει, κι είναι το κουράγιο του στερνά που το σκοτώνει' κι όλο χιμάει γυρνώντας πάνω τους, μα όπου κι αν στρέψει, οι αράδες των κυνηγών πισωποδίζουνε και δεν του ανοίγουν δρόμο· παρόμοια κι ο Έχτορας, γυρίζοντας ολούθε, τους συντρόφους |
45 | αἰχμὰς ἐκ χειρῶν· τοῦ δ᾽ οὔ ποτε κυδάλιμον κῆρ ταρβεῖ οὐδὲ φοβεῖται, ἀγηνορίη δέ μιν ἔκτα· ταρφέα τε στρέφεται στίχας ἀνδρῶν πειρητίζων· ὅππῃ τ᾽ ἰθύσῃ τῇ εἴκουσι στίχες ἀνδρῶν· ὣς Ἕκτωρ ἀν᾽ ὅμιλον ἰὼν ἐλλίσσεθ᾽ ἑταίρους |
|
50 | τάφρον ἐποτρύνων διαβαινέμεν· οὐδέ οἱ ἵπποι τόλμων ὠκύποδες, μάλα δὲ χρεμέτιζον ἐπ᾽ ἄκρῳ χείλει ἐφεσταότες· ἀπὸ γὰρ δειδίσσετο τάφρος εὐρεῖ᾽, οὔτ᾽ ἄρ᾽ ὑπερθορέειν σχεδὸν οὔτε περῆσαι ῥηϊδίη· κρημνοὶ γὰρ ἐπηρεφέες περὶ πᾶσαν |
παρακινούσε να περάσουνε με θάρρος το χαντάκι.
Μα δεν τολμούσαν τα γοργόποδα φαριά, μον᾿ χλιμιντρούσαν στου όχτου τα χείλια᾿ τι τους φόβιζε το διάπλατο χαντάκι. Μηδέ να το πηδήξουν εύκολα μηδέ να το περάσουν μπορούσαν τι όχτοι γύρα ορθόγκρεμοι δεξιά ζερβά υψώνονταν απ᾿ άκρη ως άκρη· κι από πάνω τους οι Αργίτες είχαν στήσει παλούκια σουβλερά, θεόρατα, το 'να από δίπλα στ᾿ άλλο, πυκνά πολύ, γερή διαφέντεψη μπρος στους οχτρούς᾿ και τ᾿ άτια, τ᾿ αμάξια ως σέρναν τα καλότροχα, κιότευαν να διαβούνε, κι ακόμα κι οί πεζοί καρτέραγαν πώς θα τα βγάλουν πέρα. |
55 | ἕστασαν ἀμφοτέρωθεν, ὕπερθεν δὲ σκολόπεσσιν ὀξέσιν ἠρήρει, τοὺς ἵστασαν υἷες Ἀχαιῶν πυκνοὺς καὶ μεγάλους δηΐων ἀνδρῶν ἀλεωρήν. ἔνθ᾽ οὔ κεν ῥέα ἵππος ἐΰτροχον ἅρμα τιταίνων ἐσβαίη, πεζοὶ δὲ μενοίνεον εἰ τελέουσι. |
|
60 | δὴ τότε Πουλυδάμας θρασὺν Ἕκτορα εἶπε παραστάς· Ἕκτορ τ᾽ ἠδ᾽ ἄλλοι Τρώων ἀγοὶ ἠδ᾽ ἐπικούρων ἀφραδέως διὰ τάφρον ἐλαύνομεν ὠκέας ἵππους· ἣ δὲ μάλ᾽ ἀργαλέη περάαν· σκόλοπες γὰρ ἐν αὐτῇ ὀξέες ἑστᾶσιν, ποτὶ δ᾽ αὐτοὺς τεῖχος Ἀχαιῶν, |
Και τότε ο Πολυδάμας ζύγωσε τον Έχτορα και του
'πε: «Έχτορα εσύ κι επίλοιποι άρχοντες των Τρωών καί των συμμάχων, άμυαλα σπρώχνουμε τα γρήγορα φαριά μες στο χαντάκι᾿ δεν είναι να περάσουν εύκολα᾿ τι σουβλερά παλούκια έχει στα χείλια, και το Αργίτικο τειχί από πάνω στέκει. Να κατεβούν οι άμαξολάτες μας και πόλεμο ν᾿ ανοίξουν σ᾿ έτοια στενή ποριά δε γίνεται᾿ θα χαλαστούν, φοβούμαι᾿ τι αν το χαμό τους αποφάσισεν ο Δίας ο αψηλοβρόντης πέρα για πέρα, και βουλήθηκε στους Τρώες να δώσει χέρι, αυτό κι εγώ πολύ θα το 'θελα και τώρα ευτύς να γένει, |
65 | ἔνθ᾽ οὔ πως ἔστιν καταβήμεναι οὐδὲ μάχεσθαι ἱππεῦσι· στεῖνος γάρ, ὅθι τρώσεσθαι ὀΐω. εἰ μὲν γὰρ τοὺς πάγχυ κακὰ φρονέων ἀλαπάζει Ζεὺς ὑψιβρεμέτης, Τρώεσσι δὲ ἵετ᾽ ἀρήγειν, ἦ τ᾽ ἂν ἔγωγ᾽ ἐθέλοιμι καὶ αὐτίκα τοῦτο γενέσθαι, |
|
70 | νωνύμνους ἀπολέσθαι ἀπ᾽ Ἄργεος ἐνθάδ᾽ Ἀχαιούς· εἰ δέ χ᾽ ὑποστρέψωσι, παλίωξις δὲ γένηται ἐκ νηῶν καὶ τάφρῳ ἐνιπλήξωμεν ὀρυκτῇ, οὐκέτ᾽ ἔπειτ᾽ ὀΐω οὐδ᾽ ἄγγελον ἀπονέεσθαι ἄψορρον προτὶ ἄστυ ἑλιχθέντων ὑπ᾽ Ἀχαιῶν. |
εδώ μακριά από το Άργος άχναρα ν᾿ αφανιστούν
οι Αργίτες. Όμως αν πουν και πισωστρέψουνε, και κυνηγώντας πίσω μας διώξουν απ᾿ τα πλοία, και μπλέξουμε μες στο σκαφτό χαντάκι, τότε πια μήτε αποκρισάτορας θα μείνει λέω να γύρει στο κάστρο, τους Αργίτες φεύγοντας, απάνω μας αν στρέψουν. Μα τώρα ελάτε, ομπρός, το λόγο μου ν᾿ ακούσουμε όλοι θέλω: Μπρος στο χαντάκι οι άμαξολάτες μας ν᾿ ανακρατήσουν τ᾿ άτια, κι οι άλλοι, πεζοί, με τις αρμάτες μας τις λαμπερές ζωσμένοι, τον Έχτορα όλοι ν᾿ ακλουθήξουμε, και πια δε θα κρατήσουν οι Αργίτες, αν αλήθεια εζύγωσε του χαλασμού τους η ώρα.» |
75 | ἀλλ᾽ ἄγεθ᾽ ὡς ἂν ἐγὼ εἴπω πειθώμεθα πάντες· ἵππους μὲν θεράποντες ἐρυκόντων ἐπὶ τάφρῳ, αὐτοὶ δὲ πρυλέες σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες Ἕκτορι πάντες ἑπώμεθ᾽ ἀολλέες· αὐτὰρ Ἀχαιοὶ οὐ μενέουσ᾽ εἰ δή σφιν ὀλέθρου πείρατ᾽ ἐφῆπται. |
|
80 | ὣς φάτο Πουλυδάμας, ἅδε δ᾽ Ἕκτορι μῦθος ἀπήμων, αὐτίκα δ᾽ ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χαμᾶζε. οὐδὲ μὲν ἄλλοι Τρῶες ἐφ᾽ ἵππων ἠγερέθοντο, ἀλλ᾽ ἀπὸ πάντες ὄρουσαν, ἐπεὶ ἴδον Ἕκτορα δῖον. ἡνιόχῳ μὲν ἔπειτα ἑῷ ἐπέτελλεν ἕκαστος |
Αυτά είπε, κι άρεσαν στον Έχτορα τα γνωστικά του λόγια, κι ευτύς επήδηξε απ᾿ τ᾿ αμάξι του συνάρματος στο χώμα' κι οι Τρώες οι επίλοιποι δεν έμειναν κι αυτοί στ᾿ αμάξια πάνω, μόνο στη γη πήδηξαν όλοι τους, τον Έχτορα σαν είδαν. Κι ο καθανείς του αμαξολάτη του παράγγελνε, με τάξη να του κρατάει κει πέρα τ᾿ άλογα, μπροστά από το χαντάκι' κι ατοί τους ξεχώρισαν έπειτα, κολόνες πέντε έκαμαν, κι ως ορδινιάστηκαν, εκίνησαν ξοπίσω απ᾿ τους ρηγάρχες. Τον Έχτορα άλλοι και τον άψεγο τον Πολυδάμα ακλούθουν, οι πιο πολλοί κι οι πιο λιοντόκαρδοι, και λαχταρούσαν όλοι |
85 | ἵππους εὖ κατὰ κόσμον ἐρυκέμεν αὖθ᾽ ἐπὶ τάφρῳ· οἳ δὲ διαστάντες σφέας αὐτοὺς ἀρτύναντες πένταχα κοσμηθέντες ἅμ᾽ ἡγεμόνεσσιν ἕποντο. οἳ μὲν ἅμ᾽ Ἕκτορ᾽ ἴσαν καὶ ἀμύμονι Πουλυδάμαντι, οἳ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι ἔσαν, μέμασαν δὲ μάλιστα |
|
90 | τεῖχος ῥηξάμενοι κοίλῃς ἐπὶ νηυσὶ μάχεσθαι. καί σφιν Κεβριόνης τρίτος εἵπετο· πὰρ δ᾽ ἄρ᾽ ὄχεσφιν ἄλλον Κεβριόναο χερείονα κάλλιπεν Ἕκτωρ. τῶν δ᾽ ἑτέρων Πάρις ἦρχε καὶ Ἀλκάθοος καὶ Ἀγήνωρ, τῶν δὲ τρίτων Ἕλενος καὶ Δηΐφοβος θεοειδὴς |
να σπάσουν το τειχί, και πόλεμο μπρος στ᾿ άρμενα
ν᾿ ανοίξουν. Από σιμά ο Κεβριόνης έρχουνταν τι πιο αχαμνό είχε αφήσει απ᾿ τον Κεβριόνη ο μέγας Έχτορας να του φυλάει τ᾿ αμάξι. Σ᾿ άλλους ο Αλκάθοος μπήκε κύβερνος κι ο Αγήνορας κι ο Πάρης· στους τρίτους ο Έλενος κι ο Δήφοβος, ίδιος θεός στην όψη, οι δυο του Πρίαμου γιοί, κι ο άντρόκαρδος μαζί τους Άσιος τρίτος, ο γιος του Υρτάκου, που τον έφεραν φαριά από την Αρίσβη, τρανά, φλογάτα, απ᾿ του Σελλήεντα του ποταμού τους όχτους. Στους τέταρτους του Αγχίση αφέντευεν ο γιος ο ψυχωμένος, ο Αινείας· μαζί του και του Αντήνορα δυο γιοι μπροστά ετραβούσαν, |
95 | υἷε δύω Πριάμοιο· τρίτος δ᾽ ἦν Ἄσιος ἥρως Ἄσιος Ὑρτακίδης, ὃν Ἀρίσβηθεν φέρον ἵπποι αἴθωνες μεγάλοι ποταμοῦ ἄπο Σελλήεντος. τῶν δὲ τετάρτων ἦρχεν ἐῢς πάϊς Ἀγχίσαο Αἰνείας, ἅμα τῷ γε δύω Ἀντήνορος υἷε |
|
100 | Ἀρχέλοχός τ᾽ Ἀκάμας τε μάχης εὖ εἰδότε πάσης. Σαρπηδὼν δ᾽ ἡγήσατ᾽ ἀγακλειτῶν ἐπικούρων, πρὸς δ᾽ ἕλετο Γλαῦκον καὶ ἀρήϊον Ἀστεροπαῖον· οἳ γάρ οἱ εἴσαντο διακριδὸν εἶναι ἄριστοι τῶν ἄλλων μετά γ᾽ αὐτόν· ὃ δ᾽ ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων. |
ο Αρχέλοχος κι ο Ακάμας, που 'ξεραν πάσα πολέμου τέχνη. Κι ο Σαρπηδόνας μπήκε κύβερνος στους ξακουστούς συμμάχους, το Γλαύκο και τον άγριο παίρνοντας Αστεροπαίο μαζί του' τι εκείνοι στην αντρεία του φάνηκε πως ξεπερνούν τους άλλους μετά απ᾿ τον ίδιο, που ξεχώριζε μες στους δικούς του πρώτος. Κι αυτοί ως άρμοσαν τα καλόφτιαστα σκουτάρια δίπλα δίπλα, με λύσσα στους Αργίτες έπεσαν απάνω, κι ούτε έλεγαν πώς θα βαστάξουν, μόνο στ᾿ άρμενα τα μαϋρα θα ριχτούνε. Έτσι λοιπόν οι Τρώες οι επίλοιποι κι οι ξακουστοί συμμάχοι του Πολυδάμα του αψεγάδιαστου γρικήξαν την ορμήνια' |
105 | οἳ δ᾽ ἐπεὶ ἀλλήλους ἄραρον τυκτῇσι βόεσσι βάν ῥ᾽ ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι, οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἔφαντο σχήσεσθ᾽, ἀλλ᾽ ἐν νηυσὶ μελαίνῃσιν πεσέεσθαι. ἔνθ᾽ ἄλλοι Τρῶες τηλεκλειτοί τ᾽ ἐπίκουροι βουλῇ Πουλυδάμαντος ἀμωμήτοιο πίθοντο· |
|
110 | ἀλλ᾽ οὐχ Ὑρτακίδης ἔθελ᾽ Ἄσιος ὄρχαμος ἀνδρῶν αὖθι λιπεῖν ἵππους τε καὶ ἡνίοχον θεράποντα, ἀλλὰ σὺν αὐτοῖσιν πέλασεν νήεσσι θοῇσι νήπιος, οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔμελλε κακὰς ὑπὸ κῆρας ἀλύξας ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν ἀγαλλόμενος παρὰ νηῶν |
ο Άσιος, του Υρτάκου ο γιος, δεν ήθελε μονάχα
αυτός ωστόσο πίσω ν᾿ αφήσει εκεί τ᾿ αλόγατα και τον αμαξολάτη, μόνο μαζί μ᾿ αυτά στα γρήγορα χιμάει καράβια απάνω, ο ανέμυαλος! τι δεν του μέλλουνταν, ξεφεύγοντας του Χάρου, και για το αμάξι καμαρώνοντας και τ᾿ άτια του να γύρει απ᾿ τα καράβια στο ανεμόδαρτο της Τροίας το κάστρο πίσω' τι ο ξορκισμένος Χάρος πρόλαβε και κάτω απ᾿ το κοντάρι του Ιδομενέα του αρχοντογέννητου τον δάμασε εκεί πέρα᾿ τι εκίνησε μπροστά για τ᾿ άρμενα, ζερβιά μεριά, οι Αργίτες όπου γύριζαν με τ᾿ αμάξια τους και τ᾿ άτια από τον κάμπο. |
115 | ἂψ ἀπονοστήσειν προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν· πρόσθεν γάρ μιν μοῖρα δυσώνυμος ἀμφεκάλυψεν ἔγχεϊ Ἰδομενῆος ἀγαυοῦ Δευκαλίδαο. εἴσατο γὰρ νηῶν ἐπ᾽ ἀριστερά, τῇ περ Ἀχαιοὶ ἐκ πεδίου νίσοντο σὺν ἵπποισιν καὶ ὄχεσφι· |
|
120 | τῇ ῥ᾽ ἵππους τε καὶ ἅρμα διήλασεν, οὐδὲ πύλῃσιν εὗρ᾽ ἐπικεκλιμένας σανίδας καὶ μακρὸν ὀχῆα, ἀλλ᾽ ἀναπεπταμένας ἔχον ἀνέρες, εἴ τιν᾽ ἑταίρων ἐκ πολέμου φεύγοντα σαώσειαν μετὰ νῆας. τῇ ῥ᾽ ἰθὺς φρονέων ἵππους ἔχε, τοὶ δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο |
Εκεί, κι αμάξι κι άτια επέρασε, κι ουδέ στο καστροπόρτι.
βρήκε κλεισμένα τα πορτόφυλλα και το μεγάλο σύρτη᾿ τι οι Αργίτες τα κρατούσαν διάπλατα, κανένα απ᾿ τους δικούς τους μπας και γλιτώσουν στα καράβια τους, φευγάτο από τη μάχη. Εκεί γραμμή τραβούσε τ᾿ άλογα, κι από κοντά οι δικοί του, στριγγά σκληρίζοντας· τι λόγιαζαν πως πια οι Αργίτες τώρα δε θα βαστάξουν, μόνο στ᾿ άρμενα τα μαύρα θα ριχτούνε, οι ανέμυαλοι! τι στην καστρόπορτα τους λάχαν δυο αντρειωμένοι, απ᾿ τους Λαπίθες τους πολέμαρχους παλικαρίσια φύτρα᾿ γιος του Πειρίθου λιονταρόκαρδος, ο Πολυποίτης, ο ένας, |
125 | ὀξέα κεκλήγοντες· ἔφαντο γὰρ οὐκ ἔτ᾽ Ἀχαιοὺς σχήσεσθ᾽, ἀλλ᾽ ἐν νηυσὶ μελαίνῃσιν πεσέεσθαι νήπιοι, ἐν δὲ πύλῃσι δύ᾽ ἀνέρας εὗρον ἀρίστους υἷας ὑπερθύμους Λαπιθάων αἰχμητάων, τὸν μὲν Πειριθόου υἷα κρατερὸν Πολυποίτην, |
|
130 | τὸν δὲ Λεοντῆα βροτολοιγῷ ἶσον Ἄρηϊ. τὼ μὲν ἄρα προπάροιθε πυλάων ὑψηλάων ἕστασαν ὡς ὅτε τε δρύες οὔρεσιν ὑψικάρηνοι, αἵ τ᾽ ἄνεμον μίμνουσι καὶ ὑετὸν ἤματα πάντα ῥίζῃσιν μεγάλῃσι διηνεκέεσσ᾽ ἀραρυῖαι· |
ο άλλος ο Λεοντέας, που θύμιζε τον αντροφά τον
Άρη. Μπροστά απ᾿ τις αψηλές καστρόπορτες στέκονταν τώρα οι δυο τους, ως στέκουν δρυς αψηλοφούντωτοι πα στα βουνά, βαστώντας μέρα και νύχτα και τους άνεμους και της βροχής τις μπόρες, τι ρίζες τους κρατούν τετράβαθες, μεγάλες, στεριωμένες. Έτσι κι αυτοί, στα δυο τα χέρια τους και στην περίσσια αντρεία τους θαρρεύοντας, τον Άσιο πρόσμεναν που ερχόταν, και δε φεύγαν. Κι οι Τρώες γραμμή προς το καλόχτιστο τραβούσαν καστροτείχι ψηλά κρατώντας τα σκουτάρια τους με αλαλητό μεγάλο, στο ρήγαν Άσιο, στον Οινόμαο, στο Θόωνα, στον Ορέστη, |
135 | ὣς ἄρα τὼ χείρεσσι πεποιθότες ἠδὲ βίηφι μίμνον ἐπερχόμενον μέγαν Ἄσιον οὐδὲ φέβοντο. οἳ δ᾽ ἰθὺς πρὸς τεῖχος ἐΰδμητον βόας αὔας ὑψόσ᾽ ἀνασχόμενοι ἔκιον μεγάλῳ ἀλαλητῷ Ἄσιον ἀμφὶ ἄνακτα καὶ Ἰαμενὸν καὶ Ὀρέστην |
|
140 | Ἀσιάδην τ᾽ Ἀδάμαντα Θόωνά τε Οἰνόμαόν τε. οἳ δ᾽ ἤτοι εἷος μὲν ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς ὄρνυον ἔνδον ἐόντες ἀμύνεσθαι περὶ νηῶν· αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τεῖχος ἐπεσσυμένους ἐνόησαν Τρῶας, ἀτὰρ Δαναῶν γένετο ἰαχή τε φόβος τε, |
στον Ιαμενό και στον Αδάμαντα, του Άσιου το γιο, τρογύρα. Εκείνοι στην αρχή εκρατιόντουσαν πιο μέσα, τους Αργίτες να ξεσηκώσουν, τα καράβια τους να διαφεντέψουν όλοι' μα βλέποντας τους Τρώες να χύνουνται στο καστροτείχι απάνω και τους Αργίτες με άγριο τάραχο στα πόδια να το βάζουν, έξω απ᾿ την πόρτα οι δυο τους χίμιξαν κι αρχίσαν να χτυπιούνται, με κάπρους στα ρουμάνια μοιάζοντας, που αγριμολόοι και σκύλοι με άγριες φωνές τους κοντοζύγωσαν, κι αυτοί δεν κάνουν πίσω, μόνο λοξά χιμούν και γύρα τους τα θάμνα ξεριζώνουν τσακίζοντας τα, και τα δόντια τους γρικάς με ορμή να τρίζουν, |
145 | ἐκ δὲ τὼ ἀΐξαντε πυλάων πρόσθε μαχέσθην ἀγροτέροισι σύεσσιν ἐοικότε, τώ τ᾽ ἐν ὄρεσσιν ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν δέχαται κολοσυρτὸν ἰόντα, δοχμώ τ᾽ ἀΐσσοντε περὶ σφίσιν ἄγνυτον ὕλην πρυμνὴν ἐκτάμνοντες, ὑπαὶ δέ τε κόμπος ὀδόντων |
|
150 | γίγνεται εἰς ὅ κέ τίς τε βαλὼν ἐκ θυμὸν ἕληται· ὣς τῶν κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς ἄντην βαλλομένων· μάλα γὰρ κρατερῶς ἐμάχοντο λαοῖσιν καθύπερθε πεποιθότες ἠδὲ βίηφιν. οἳ δ᾽ ἄρα χερμαδίοισιν ἐϋδμήτων ἀπὸ πύργων |
ως τη στιγμή που κάποιος ρίχνοντας τους βρει
και τους σκοτώσει᾿ όμοια ο χαλκός αχούσε κι έτριζε στα στήθη τους απάνω, καθώς τους ρίχναν καταπρόσωπα, τι αντρίκεια έπολεμούσαν, κι είχαν στην αντριγιά τα θάρρη τους και στους συντρόφους πάνω. Κείνοι κοτρόνια απ᾿ τους καλόχτιστους πετούσαν κάτω πύργους, την ίδια τους ζωή, τα γρήγορα τα πλοία να διαφεντέψουν και τα καλύβια᾿ οι πέτρες έπεφταν στη γη σα στούπες χιόνι, που ως ο άνεμος μεβιας συντάραξε μαυροϊσκιωμένα γνέφη, πυκνές τις ρίχνει, αποσκεπάζοντας τη γη την πολυθρόφα' τόσο οι ριξιές πυκνές εχύνουνταν κι από Αχαιούς και Τρώες. |
155 | βάλλον ἀμυνόμενοι σφῶν τ᾽ αὐτῶν καὶ κλισιάων νηῶν τ᾽ ὠκυπόρων· νιφάδες δ᾽ ὡς πῖπτον ἔραζε, ἅς τ᾽ ἄνεμος ζαὴς νέφεα σκιόεντα δονήσας ταρφειὰς κατέχευεν ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ· ὣς τῶν ἐκ χειρῶν βέλεα ῥέον ἠμὲν Ἀχαιῶν |
|
160 | ἠδὲ καὶ ἐκ Τρώων· κόρυθες δ᾽ ἀμφ᾽ αὖον ἀΰτευν βαλλομένων μυλάκεσσι καὶ ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι. δή ῥα τότ᾽ ᾤμωξεν καὶ ὣ πεπλήγετο μηρὼ Ἄσιος Ὑρτακίδης, καὶ ἀλαστήσας ἔπος ηὔδα· Ζεῦ πάτερ ἦ ῥά νυ καὶ σὺ φιλοψευδὴς ἐτέτυξο |
Κι όπως έπεφταν οι μυλόπετρες, με κούφιο αχό
βροντούσαν τα κράνη γύρω απ᾿ τα κεφάλια τους κι οι αφαλωτές ασπίδες. Και τότε μανιασμένος βόγγηξε χτυπώντας τα μεριά του ο Άσιος, ο γιος του Υρτάκου, κι έσυρε ψηλά φωνή μεγάλη: « Πατέρα Δία, και σένα ψέματα να λες σου αρέσει βλέπω ένα σωρό᾿ τι εγώ δεν το 'λεγα τ᾿ ανίκητα μας χέρια και την ορμή μας πως θ᾿ αντίσκοφταν οι Αργίτες οι αντρειωμένοι. Μ᾿ αυτοί, ως οι σφήκες οι λιγνόμεσες για τ΄ άγρια τα μελίσσια σε στράτα χτίζουν κακοτράχαλη τα βαθουλά κελιά τους και δεν τ᾿ αφήνουν, μια και τα 'χτισαν, μον᾿ στους οχτρούς χιμώντας |
165 | πάγχυ μάλ᾽· οὐ γὰρ ἔγωγ᾽ ἐφάμην ἥρωας Ἀχαιοὺς σχήσειν ἡμέτερόν γε μένος καὶ χεῖρας ἀάπτους. οἳ δ᾽, ὥς τε σφῆκες μέσον αἰόλοι ἠὲ μέλισσαι οἰκία ποιήσωνται ὁδῷ ἔπι παιπαλοέσσῃ, οὐδ᾽ ἀπολείπουσιν κοῖλον δόμον, ἀλλὰ μένοντες |
|
170 | ἄνδρας θηρητῆρας ἀμύνονται περὶ τέκνων, ὣς οἵ γ᾽ οὐκ ἐθέλουσι πυλάων καὶ δύ᾽ ἐόντε χάσσασθαι πρίν γ᾽ ἠὲ κατακτάμεν ἠὲ ἁλῶναι. ὣς ἔφατ᾽, οὐδὲ Διὸς πεῖθε φρένα ταῦτ᾽ ἀγορεύων· Ἕκτορι γάρ οἱ θυμὸς ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι. |
ατρόμητες τα μελισσόπουλα μοχτούν να διαφεντέψουν όμοια κι αυτοί στις πόρτες στέκουνται, δε λεν να κάνουν πίσω, κι ας είναι μόνο δυο, πριν θάνατο για δώσουν για και πάρουν.» Αυτά είπε, μα του Δία δεν άλλαξε τη γνώμη μ᾿ έτοια λόγια' τι μέσα του βαθιά τον Έχτορα βουλιόταν να δοξάσει. Γύρω στις άλλες πόρτες πόλεμο κρατούσαν κι οι άλλοι ωστόσο, όμως θεός δεν είμαι, δύσκολο τα πάντα να ιστορήσω᾿ τι ολούθε γύρα στο καστρότειχο φωτιά τρανή είχε ανάψει το πέτρινο᾿ κι οι Αργίτες τ᾿ άρμενα, σφιγμένοι απ᾿ την ανάγκη, με την καρδιά βαριά, διαφέντευαν κι όλοι οι θεοί θλίβονταν |
175 | ἄλλοι δ᾽ ἀμφ᾽ ἄλλῃσι μάχην ἐμάχοντο πύλῃσιν· ἀργαλέον δέ με ταῦτα θεὸν ὣς πάντ᾽ ἀγορεῦσαι· πάντῃ γὰρ περὶ τεῖχος ὀρώρει θεσπιδαὲς πῦρ λάϊνον· Ἀργεῖοι δὲ καὶ ἀχνύμενοί περ ἀνάγκῃ νηῶν ἠμύνοντο· θεοὶ δ᾽ ἀκαχήατο θυμὸν |
|
180 | πάντες ὅσοι Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι ἦσαν. σὺν δ᾽ ἔβαλον Λαπίθαι πόλεμον καὶ δηϊοτῆτα. ἔνθ᾽ αὖ Πειριθόου υἱὸς κρατερὸς Πολυποίτης δουρὶ βάλεν Δάμασον κυνέης διὰ χαλκοπαρῄου· οὐδ᾽ ἄρα χαλκείη κόρυς ἔσχεθεν, ἀλλὰ διὰ πρὸ |
βαθιά τους, όσοι επαραστέκουνταν στη μάχη τους
Αργίτες. Κι άνοιξαν οι Λαπίθες πόλεμο κι άρχισαν να χτυπιούνται᾿ κι ο Πολυποίτης, ο λιοντόκαρδος γιος του Πειρίθου, τότε το Δάμασο στο χαλκομάγουλο κοντάρεψε το κράνος· κι ούτε και βάστηξε το χάλκινο το κράνος, μόνο η μύτη πέρασε η χάλκινη και σύντριψε το κόκαλο, και λιώμα του έγιναν τα μυαλά, κι ως χίμιζε, στο χώμα τον ξαπλώνει. Μετά και τη ζωή του Πυλώνα και του Όρμενου θερίζει. Κι ο γαύρος Λεοντέας του Αντίμαχου το γιο με το κοντάρι χτυπάει και βρίσκει, τον Ιππόμαχο, κατάντικρα στη ζώνη' |
185 | αἰχμὴ χαλκείη ῥῆξ᾽ ὀστέον, ἐγκέφαλος δὲ ἔνδον ἅπας πεπάλακτο· δάμασσε δέ μιν μεμαῶτα· αὐτὰρ ἔπειτα Πύλωνα καὶ Ὄρμενον ἐξενάριξεν. υἱὸν δ᾽ Ἀντιμάχοιο Λεοντεὺς ὄζος Ἄρηος Ἱππόμαχον βάλε δουρὶ κατὰ ζωστῆρα τυχήσας. |
|
190 | αὖτις δ᾽ ἐκ κολεοῖο ἐρυσσάμενος ξίφος ὀξὺ Ἀντιφάτην μὲν πρῶτον ἐπαΐξας δι᾽ ὁμίλου πλῆξ᾽ αὐτοσχεδίην· ὃ δ᾽ ἄρ᾽ ὕπτιος οὔδει ἐρείσθη· αὐτὰρ ἔπειτα Μένωνα καὶ Ἰαμενὸν καὶ Ὀρέστην πάντας ἐπασσυτέρους πέλασε χθονὶ πουλυβοτείρῃ. |
το κοφτερό σπαθί απ᾿ τη θήκη του τραβά μετά, και πρώτο, στο πλήθος μέσα όπως εχίμιξε, χτυπάει τον Αντιφάτη από κοντά, και κείνος έπεσε τ᾿ ανάσκελα στο χώμα. Μετά στον Ιαμενό, στο Μένωνα χιμάει και στον Ορέστη, κι όλους αράδα εκεί τους ξάπλωσε στη γη την πολυθρόφα. Την ιδίαν ώρα οι δυο τους που 'γδυναν τις στραφτερές αρμάτες, του Πολυδάμαντα και του Έχτορα τα παλικάρια, που ήταν οι πιο πολλοί κι οι πιο τρανόκαρδοι κι οι πιο που λαχταρούσαν να σπάσουν το τειχί, και τ᾿ άρμενα να τους τα κάνουν στάχτη, μπρος στο χαντάκι έστεκαν δίγνωμοι κι ουδέ μπροστά τραβούσαν |
195 | ὄφρ᾽ οἳ τοὺς ἐνάριζον ἀπ᾽ ἔντεα μαρμαίροντα, τόφρ᾽ οἳ Πουλυδάμαντι καὶ Ἕκτορι κοῦροι ἕποντο, οἳ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι ἔσαν, μέμασαν δὲ μάλιστα τεῖχός τε ῥήξειν καὶ ἐνιπρήσειν πυρὶ νῆας, οἵ ῥ᾽ ἔτι μερμήριζον ἐφεσταότες παρὰ τάφρῳ. |
|
200 | ὄρνις γάρ σφιν ἐπῆλθε περησέμεναι μεμαῶσιν αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ᾽ ἀριστερὰ λαὸν ἐέργων φοινήεντα δράκοντα φέρων ὀνύχεσσι πέλωρον ζωὸν ἔτ᾽ ἀσπαίροντα, καὶ οὔ πω λήθετο χάρμης, κόψε γὰρ αὐτὸν ἔχοντα κατὰ στῆθος παρὰ δειρὴν |
τι όπως να το διαβούν λαχτάριζαν, σημάδι ξάφνου
βλέπουν, έναν αϊτό ψηλοπετάμενο, ζερβιά μεριά απ᾿ τ᾿ ασκέρι, κι εκράτα αιματωπό στα νύχια του θεριακωμένο φίδι, που ζούσε ακόμα και σπαρτάριζε και πάλευε αντρειωμένα᾿ κι ως το κρατούσε, αναδιπλώνοντας τον δάγκασε στο στήθος, πλάι στο λαιμό, κι αυτός το πέταξε, του πόνου αφανισμένος, κι απά στη γη να πέσει το αφήκε, καταμεσός στ᾿ ασκέρι, κι έπειτα πέταξε κλαγγάζοντας μες στις πνοές του ανέμου. Κι οι Τρώες ανατρίχιασαν βλέποντας το πλουμιστό το φίδι πεσμένο εκεί, του βροντοσκούταρου του Δία τρανό σημάδι. |
205 | ἰδνωθεὶς ὀπίσω· ὃ δ᾽ ἀπὸ ἕθεν ἧκε χαμᾶζε ἀλγήσας ὀδύνῃσι, μέσῳ δ᾽ ἐνὶ κάββαλ᾽ ὁμίλῳ, αὐτὸς δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο. Τρῶες δ᾽ ἐρρίγησαν ὅπως ἴδον αἰόλον ὄφιν κείμενον ἐν μέσσοισι Διὸς τέρας αἰγιόχοιο. |
|
210 | δὴ τότε Πουλυδάμας θρασὺν Ἕκτορα εἶπε παραστάς· Ἕκτορ ἀεὶ μέν πώς μοι ἐπιπλήσσεις ἀγορῇσιν ἐσθλὰ φραζομένῳ, ἐπεὶ οὐδὲ μὲν οὐδὲ ἔοικε δῆμον ἐόντα παρὲξ ἀγορευέμεν, οὔτ᾽ ἐνὶ βουλῇ οὔτέ ποτ᾽ ἐν πολέμῳ, σὸν δὲ κράτος αἰὲν ἀέξειν· |
Και τότε ο Πολυδάμας ζύγωσε τον Έχτορα και του
'πε: «Έχτορα, πάντα εσύ στη σύναξη ζητάς να με αποπαίρνεις, και που μιλώ σωστά, τι αταίριαστο πολύ ν᾿ αντιμιλήσει σε σένα του λαού ένας άνθρωπος, και συντυχιά σαν είναι, και πόλεμος· πρεπό ν᾿ αυξαίνουμε τη δύναμη σου πάντα. Όμως και τώρα την καλύτερη βουλή θα δώσω, ως ξέρω: Όχι, ας μην πάμε να χτυπήσουμε τ᾿ Αργίτικα καράβια᾿ τι έτσι θαρρώ θα γένει: αν φάνηκε στ᾿ αλήθεια το σημάδι τούτο στους Τρώες, καθώς λογιάζαμε το σκάμα να διαβούμε, ένας αϊτός ψηλοπετάμενος ζερβιά μεριά απ᾿ τ᾿ ασκέρι, |
215 | νῦν αὖτ᾽ ἐξερέω ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα. μὴ ἴομεν Δαναοῖσι μαχησόμενοι περὶ νηῶν. ὧδε γὰρ ἐκτελέεσθαι ὀΐομαι, εἰ ἐτεόν γε Τρωσὶν ὅδ᾽ ὄρνις ἦλθε περησέμεναι μεμαῶσιν αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ᾽ ἀριστερὰ λαὸν ἐέργων |
|
220 | φοινήεντα δράκοντα φέρων ὀνύχεσσι πέλωρον ζωόν· ἄφαρ δ᾽ ἀφέηκε πάρος φίλα οἰκί᾽ ἱκέσθαι, οὐδ᾽ ἐτέλεσσε φέρων δόμεναι τεκέεσσιν ἑοῖσιν. ὣς ἡμεῖς, εἴ πέρ τε πύλας καὶ τεῖχος Ἀχαιῶν ῥηξόμεθα σθένεϊ μεγάλῳ, εἴξωσι δ᾽ Ἀχαιοί, |
κι εκράτα αιματωπό στα νύχια του θεριακωμένο
φίδι, ακόμα ζωντανό, και το άφησε πριν φτάσει στην κούρνια του, και δεν κατάφερε στ᾿ αϊτόπουλα γυρνώντας να το φέρει᾿ όμοια και μείς, κι αν τώρα σπάσουμε των Αχαιών τις πόρτες και το τειχί με πλήθια δύναμη κι οι Αργίτες κάμουν πίσω, τον ίδιο δρόμο δε θα γύρουμε με τάξη απ᾿ τα καράβια. Περίσσιους Τρώες εκεί θ᾿ αφήσουμε, που οι Δαναοί, ζητώντας να διαφεντέψουν τα καράβια τους, νεκρούς θα ρίξουν κάτω. Αυτά ένας μάντης θ᾿ αποκρίνουνταν, που θα 'ξερε σημάδια να ξεδιαλύνει και θα πίστευε στις συβουλές του ο κόσμος.» |
225 | οὐ κόσμῳ παρὰ ναῦφιν ἐλευσόμεθ᾽ αὐτὰ κέλευθα· πολλοὺς γὰρ Τρώων καταλείψομεν, οὕς κεν Ἀχαιοὶ χαλκῷ δῃώσωσιν ἀμυνόμενοι περὶ νηῶν. ὧδέ χ᾽ ὑποκρίναιτο θεοπρόπος, ὃς σάφα θυμῷ εἰδείη τεράων καί οἱ πειθοίατο λαοί. |
|
230 | τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ· Πουλυδάμα, σὺ μὲν οὐκ ἔτ᾽ ἐμοὶ φίλα ταῦτ᾽ ἀγορεύεις· οἶσθα καὶ ἄλλον μῦθον ἀμείνονα τοῦδε νοῆσαι. εἰ δ᾽ ἐτεὸν δὴ τοῦτον ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύεις, ἐξ ἄρα δή τοι ἔπειτα θεοὶ φρένας ὤλεσαν αὐτοί, |
Και τότε ο κρανοσείστης Έχτορας ταυροκοιτώντας
του 'πε: «Τα λόγια ετούτα, Πολυδάμαντα, καθόλου δε μ᾿ αρέσουν κι άλλη βουλή να δώσεις δύνεσαι καλύτερη από τούτη. Όμως αλήθεια, τούτα που 'λεγες, με τα σωστά σου αν τα 'πες, ατοί τους οι θεοί σου σήκωσαν τα φρένα δίχως άλλο' που θες του Δία του βροντοσκούταρου το θέλημα καθόλου να μην ψηφήσουμε, που εσύγκλινε κι έδωσε λόγο ατός του. Κι εσύ ζητάς στ᾿ ανοιχτοφτέρουγα πουλιά να δώσω πίστη, που ούτε καθόλου εγώ τα γνοιάζομαι κι ουδέ τα λογαριάζω, δεξιά, κατά τον ήλιο αν λάμνουνε και την αυγή, ως πετούνε, |
235 | ὃς κέλεαι Ζηνὸς μὲν ἐριγδούποιο λαθέσθαι βουλέων, ἅς τέ μοι αὐτὸς ὑπέσχετο καὶ κατένευσε· τύνη δ᾽ οἰωνοῖσι τανυπτερύγεσσι κελεύεις πείθεσθαι, τῶν οὔ τι μετατρέπομ᾽ οὐδ᾽ ἀλεγίζω εἴτ᾽ ἐπὶ δεξί᾽ ἴωσι πρὸς ἠῶ τ᾽ ἠέλιόν τε, |
|
240 | εἴτ᾽ ἐπ᾽ ἀριστερὰ τοί γε ποτὶ ζόφον ἠερόεντα. ἡμεῖς δὲ μεγάλοιο Διὸς πειθώμεθα βουλῇ, ὃς πᾶσι θνητοῖσι καὶ ἀθανάτοισιν ἀνάσσει. εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης. τίπτε σὺ δείδοικας πόλεμον καὶ δηϊοτῆτα; |
για και ζερβά, κατά το σύθολο στα δυτικά σκοτάδι.
Στου Δία μονάχα εμείς το θέλημα ν᾿ ακούσουμε ταιριάζει, που 'ναι τρανός, και τους αθάνατους και τους θνητούς ορίζει. Να διαφεντεύεις την πατρίδα σου το πιο καλό σημάδι! Όμως εσύ γιατί τον πόλεμο και τη σφαγή φοβάσαι; Κι αν όλοι τώρα εμείς στ᾿ Αργίτικα καράβια σκοτωθούμε εδώ τρογύρα, εσύ το θάνατο δεν έχεις να φοβάσαι' τι δε βαστάει σφαγή και πόλεμο καθόλου εσέ η καρδιά σου. Μ᾿ αν τραβηχτείς από τον πόλεμο, για εσύ για αν κι άλλον κάνεις ν᾿ αλλάξει γνώμη με τα λόγια σου και τραβηχτεί σπ᾿ τη μάχη, |
245 | εἴ περ γάρ τ᾽ ἄλλοι γε περὶ κτεινώμεθα πάντες νηυσὶν ἐπ᾽ Ἀργείων, σοὶ δ᾽ οὐ δέος ἔστ᾽ ἀπολέσθαι· οὐ γάρ τοι κραδίη μενεδήϊος οὐδὲ μαχήμων. εἰ δὲ σὺ δηϊοτῆτος ἀφέξεαι, ἠέ τιν᾽ ἄλλον παρφάμενος ἐπέεσσιν ἀποτρέψεις πολέμοιο, |
|
250 | αὐτίκ᾽ ἐμῷ ὑπὸ δουρὶ τυπεὶς ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσεις. ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο, τοὶ δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο ἠχῇ θεσπεσίῃ· ἐπὶ δὲ Ζεὺς τερπικέραυνος ὦρσεν ἀπ᾽ Ἰδαίων ὀρέων ἀνέμοιο θύελλαν, ἥ ῥ᾽ ἰθὺς νηῶν κονίην φέρεν· αὐτὰρ Ἀχαιῶν |
με το κοντάρι τούτο ρίχνοντας μεμιάς θα σε σκοτώσω!» Ως είπε τούτα, ομπρός ετράβηξε, κι οι επίλοιποι ακλουθούσαν με αχό τρανό, κι ο κεραυνόχαρος ο Δίας από την Ίδα ανεμοτάραχο ξεσήκωσε, και στα καράβια πάνω γραμμή τον κουρνιαχτό ξαπόστελνε, κι απ᾿ τους Αργίτες όλους πήρε το νου, των Τρωών και του Έχτορα τη δόξα να τρανέψει. Στο θείο σημάδι αυτό θαρρεύοντας και στα δικά τους χέρια το μέγα καστροτείχι επάλευαν των Αχαιών να σπάσουν των πύργων τ᾿ αγκωνάρια εγκρέμιζαν, χαλνούσαν τα μπροστήθια, στα δυναμάρια που ξεπρόβελναν βάζαν λοστούς, που τα 'χαν |
255 | θέλγε νόον, Τρωσὶν δὲ καὶ Ἕκτορι κῦδος ὄπαζε. τοῦ περ δὴ τεράεσσι πεποιθότες ἠδὲ βίηφι ῥήγνυσθαι μέγα τεῖχος Ἀχαιῶν πειρήτιζον. κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον, καὶ ἔρειπον ἐπάλξεις, στήλας τε προβλῆτας ἐμόχλεον, ἃς ἄρ᾽ Ἀχαιοὶ |
|
260 | πρώτας ἐν γαίῃ θέσαν ἔμμεναι ἔχματα πύργων. τὰς οἵ γ᾽ αὐέρυον, ἔλποντο δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν ῥήξειν· οὐδέ νύ πω Δαναοὶ χάζοντο κελεύθου, ἀλλ᾽ οἵ γε ῥινοῖσι βοῶν φράξαντες ἐπάλξεις βάλλον ἀπ᾽ αὐτάων δηΐους ὑπὸ τεῖχος ἰόντας. |
χτίσει οι Αχαιοί μπρος στο καστρότειχο, για να βαστούν τους πύργους.
Αυτά τραβούσαν απαντέχοντας των Αχαιών να σπάσουν το καστροτείχι· μα δεν έκαναν κι οι Αργίτες πίσω ακόμα, μον᾿ φράζοντας με τα σκουτάρια τους των πύργων τα μπροστήθια, πα στους οχτρούς, που στο καστρότειχο σίμωναν, κονταρεύαν. Οι Αίαντες οι δυο μαζί τριγύριζαν στους πύργους πάνω ωστόσο, όλο φωνές, καρδιά γυρεύοντας να δώσουν στους Αργίτες· σ᾿ άλλον γλυκά εμιλούσαν, μάλωναν τον άλλο με άγρια λόγια, που τον έβλεπαν πως εδείλιαζε πολύ να πολεμήσει: «Αργίτες σύντροφοι, κι οι ξέχωροι κι οι μεσιακοί κι οι σκάρτοι |
265 | ἀμφοτέρω δ᾽ Αἴαντε κελευτιόωντ᾽ ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην μένος ὀτρύνοντες Ἀχαιῶν. ἄλλον μειλιχίοις, ἄλλον στερεοῖς ἐπέεσσι νείκεον, ὅν τινα πάγχυ μάχης μεθιέντα ἴδοιεν· ὦ φίλοι Ἀργείων ὅς τ᾽ ἔξοχος ὅς τε μεσήεις |
|
270 | ὅς τε χερειότερος, ἐπεὶ οὔ πω πάντες ὁμοῖοι ἀνέρες ἐν πολέμῳ, νῦν ἔπλετο ἔργον ἅπασι· καὶ δ᾽ αὐτοὶ τόδε που γιγνώσκετε. μή τις ὀπίσσω τετράφθω ποτὶ νῆας ὁμοκλητῆρος ἀκούσας, ἀλλὰ πρόσω ἵεσθε καὶ ἀλλήλοισι κέλεσθε, |
τι όλοι᾿ μαθές ποτέ δε γίνεται ν᾿ αξίζουμε ίσια κι όμοια στον πόλεμο—δουλειά είναι σήμερα πολλή για τον καθένα. Και μοναχοί σας πια το βλέπετε᾿ κανένας στα καράβια πίσω μη φύγει, του ρηγάρχη του σα γρίκησε τα λόγια, μόνο μπροστά τραβάτε δίνοντας ο ένας του άλλου κουράγιο, ο Δίας ο Ολύμπιος, ο αστραπόχαρος, αν ίσως δώσει, πίσω στο κάστρο τους οχτρούς να διώξουμε νικώντας την ορμή τους.» Έτσι έσκουζαν οι δυο γκαρδιώνοντας τους Αχαιούς στη μάχη' κι εκείνοι, ως όταν μεσοχείμωνα πυκνό πυκνό το χιόνι πέφτει, τη μέρα πού ο βαθύγνωμος ο Δίας κινάει και ρίχνει, |
275 | αἴ κε Ζεὺς δώῃσιν Ὀλύμπιος ἀστεροπητὴς νεῖκος ἀπωσαμένους δηΐους προτὶ ἄστυ δίεσθαι. ὣς τώ γε προβοῶντε μάχην ὄτρυνον Ἀχαιῶν. τῶν δ᾽, ὥς τε νιφάδες χιόνος πίπτωσι θαμειαὶ ἤματι χειμερίῳ, ὅτε τ᾽ ὤρετο μητίετα Ζεὺς |
|
280 | νιφέμεν ἀνθρώποισι πιφαυσκόμενος τὰ ἃ κῆλα· κοιμήσας δ᾽ ἀνέμους χέει ἔμπεδον, ὄφρα καλύψῃ ὑψηλῶν ὀρέων κορυφὰς καὶ πρώονας ἄκρους καὶ πεδία λωτοῦντα καὶ ἀνδρῶν πίονα ἔργα, καί τ᾽ ἐφ᾽ ἁλὸς πολιῆς κέχυται λιμέσιν τε καὶ ἀκταῖς, |
να δείξει τις δικές του θέλοντας σαγίτες στους
ανθρώπους· κι αφού κοιμίσει όλους τους άνεμους, αλάγιαστα χιονίζει, ως να σκεπάσει των ορθόψηλων βουνών κορφές και ράχες, χωράφια των θνητών πολύκαρπα και κάμπους με τριφύλλι, καί δίπλα στην ψαριά τη θάλασσα γιαλούς, λιμάνια πνίγει' και μοναχά το κύμα σπάζοντας το διώχνει, μα όλα τ᾿ άλλα σκεπάζουνται, του Δία σαν πλάκωσε κακοκαιρία μεγάλη' όμοια πυκνές κι οι πέτρες έπεφταν ζερβά δεξιά τρογύρα, ζερβά στους Τρώες, δεξιά απ᾿ τα χέρια τους απάνω στους Αργίτες, ως εχτυπιούνταν κι αντιβρόνταγε το καστροτείχι ως πάνω. |
285 | κῦμα δέ μιν προσπλάζον ἐρύκεται· ἄλλά τε πάντα εἴλυται καθύπερθ᾽, ὅτ᾽ ἐπιβρίσῃ Διὸς ὄμβρος· ὣς τῶν ἀμφοτέρωσε λίθοι πωτῶντο θαμειαί, αἱ μὲν ἄρ᾽ ἐς Τρῶας, αἱ δ᾽ ἐκ Τρώων ἐς Ἀχαιούς, βαλλομένων· τὸ δὲ τεῖχος ὕπερ πᾶν δοῦπος ὀρώρει. |
|
290 | οὐδ᾽ ἄν πω τότε γε Τρῶες καὶ φαίδιμος Ἕκτωρ τείχεος ἐρρήξαντο πύλας καὶ μακρὸν ὀχῆα, εἰ μὴ ἄρ᾽ υἱὸν ἑὸν Σαρπηδόνα μητίετα Ζεὺς ὦρσεν ἐπ᾽ Ἀργείοισι λέονθ᾽ ὣς βουσὶν ἕλιξιν. αὐτίκα δ᾽ ἀσπίδα μὲν πρόσθ᾽ ἔσχετο πάντοσ᾽ ἐΐσην |
Όμως οι Τρώες κι ο μέγας Έχτορας τις πόρτες τότε
ακόμα και την αμπάρα του καστρότειχου δε θα 'σπαζαν, το γιο του αν δεν ξεσήκωνε ο βαθύγνωμος ο Δίας, το Σαρπηδόνα, λιόντα σε βόδια στρουφοκέρατα, να πέσει στους Αργίτες. Κι άσκωσε ευτύς το ολούθε ισόκυκλο χαλκό σκουτάρι ομπρός του, το σφυροχτυπητό, το πάγκαλο, χαλκιάς που το 'χε φτιάσει, και μέσα του τομάρια ετέντωσε βοδιών πολλά, σε πήχες' πάνω χρυσές ραμμένα, που 'φταναν του σκουταριού το γύρο. Τούτο λοιπόν μπροστά του ασκώνοντας και δυο κοντάρια σειώντας κινούσε, λιόντας λες βουνόθρεφτος, το κρέας που του 'χει λείψει |
295 | καλὴν χαλκείην ἐξήλατον, ἣν ἄρα χαλκεὺς ἤλασεν, ἔντοσθεν δὲ βοείας ῥάψε θαμειὰς χρυσείῃς ῥάβδοισι διηνεκέσιν περὶ κύκλον. τὴν ἄρ᾽ ὅ γε πρόσθε σχόμενος δύο δοῦρε τινάσσων βῆ ῥ᾽ ἴμεν ὥς τε λέων ὀρεσίτροφος, ὅς τ᾽ ἐπιδευὴς |
|
300 | δηρὸν ἔῃ κρειῶν, κέλεται δέ ἑ θυμὸς ἀγήνωρ μήλων πειρήσοντα καὶ ἐς πυκινὸν δόμον ἐλθεῖν· εἴ περ γάρ χ᾽ εὕρῃσι παρ᾽ αὐτόφι βώτορας ἄνδρας σὺν κυσὶ καὶ δούρεσσι φυλάσσοντας περὶ μῆλα, οὔ ῥά τ᾽ ἀπείρητος μέμονε σταθμοῖο δίεσθαι, |
από καιρό πολύ, κι η πέρφανη τον έσπρωξε καρδιά
του αρνίσιο κρέας να φάει, και χίμιξε σε στέριο λιθομάντρι. Κι ακόμα αν είναι τους βοσκάρηδες ξύπνους να βρει μπροστά του, με τα σκυλιά και τα κοντάρια τους στ᾿ αρνιά το νου τους να 'χουν, πάλε δε θέλησε αδοκίμαστα να φύγει από τη μάντρα, μόνο πηδώντας για κατάφερε ν᾿ άρπάξει αρνί, για πάλε πιδέξιο χέρι τον κοντάρεψε κι εκεί νεκρό τον ρίχνει' όμοια η ψυχή και τότε ασκώθηκε του ισόθεου Σαρπηδόνα, πέφτοντας πάνω στο καστρότειχο να σπάσει τα μπροστήθια. Στό Γλαύκο ευτύς, στο γιο του Ιππόλοχου, γυρνά και συντυχαίνει: |
305 | ἀλλ᾽ ὅ γ᾽ ἄρ᾽ ἢ ἥρπαξε μετάλμενος, ἠὲ καὶ αὐτὸς ἔβλητ᾽ ἐν πρώτοισι θοῆς ἀπὸ χειρὸς ἄκοντι· ὥς ῥα τότ᾽ ἀντίθεον Σαρπηδόνα θυμὸς ἀνῆκε τεῖχος ἐπαΐξαι διά τε ῥήξασθαι ἐπάλξεις. αὐτίκα δὲ Γλαῦκον προσέφη παῖδ᾽ Ἱππολόχοιο· |
|
310 | Γλαῦκε τί ἢ δὴ νῶϊ τετιμήμεσθα μάλιστα ἕδρῃ τε κρέασίν τε ἰδὲ πλείοις δεπάεσσιν ἐν Λυκίῃ, πάντες δὲ θεοὺς ὣς εἰσορόωσι, καὶ τέμενος νεμόμεσθα μέγα Ξάνθοιο παρ᾽ ὄχθας καλὸν φυταλιῆς καὶ ἀρούρης πυροφόροιο; |
«Γλαύκο, γιατί σε τόσο ξέχωρη τιμή τους δυο μας
έχουν, με κρέατα, με ποτήρια ξέχειλα, πα στην κορφή της τάβλας, μες στη Λυκία, κι ο κόσμος σύψυχος σάμπως θεούς μας έχει; Τρανό μετόχι μας εχάρισαν στους όχτους πλάι του Ξάνθου να το χαιρόμαστε, πανέμορφο, με αμπέλια, με χωράφια. Γι᾿ αυτό πρεπό 'ναι να στεκόμαστε μέσα στους πρώτους τώρα απ᾿ τους Λυκιώτες, και να πέφτουμε μες στη φωτιά της μάχης. Τούτα να πει κάποιος χαλκόφραχτος Λυκιώτης βλέποντας μας: ,,Αλήθεια, ανάξια οι βασιλιάδες μας δε ρηγαδεύουν, όχι, μες στη Λυκία, δεν τρώνε ανώφελα και τα παχιά τ᾿ αρνιά μας |
315 | τὼ νῦν χρὴ Λυκίοισι μέτα πρώτοισιν ἐόντας ἑστάμεν ἠδὲ μάχης καυστείρης ἀντιβολῆσαι, ὄφρά τις ὧδ᾽ εἴπῃ Λυκίων πύκα θωρηκτάων· οὐ μὰν ἀκλεέες Λυκίην κάτα κοιρανέουσιν ἡμέτεροι βασιλῆες, ἔδουσί τε πίονα μῆλα |
|
320 | οἶνόν τ᾽ ἔξαιτον μελιηδέα· ἀλλ᾽ ἄρα καὶ ἲς ἐσθλή, ἐπεὶ Λυκίοισι μέτα πρώτοισι μάχονται. ὦ πέπον εἰ μὲν γὰρ πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε αἰεὶ δὴ μέλλοιμεν ἀγήρω τ᾽ ἀθανάτω τε ἔσσεσθ᾽, οὔτέ κεν αὐτὸς ἐνὶ πρώτοισι μαχοίμην |
και πίνουν και κρασί μελόγλυκο, τι έχουν αντρεία περίσσια, και μες στους πρώτους πρώτους μάχουνται Λυκιώτες εδώ πέρα." Καλέ μου, αν ήταν απ᾿ τον πόλεμο ξεφεύγοντας ετούτον εμείς αγέραστοι κι αθάνατοι να ζήσουμε αναιώνια, μήτε κι εγώ μαθές ανάμεσα στους πρώτους θα χτυπιόμουν, μήτε να μπεις και σένα θα 'σπρωχνα στη δοξαντρούσα μάχη. Μα τώρα έτσι κι αλλιώς μας ζώνουνε του χάρου οι Λάμιες όλους, αρίφνητες᾿ θνητός δε δύνεται να τις ξεφύγει. Πάμε να ιδούμε κάποιο αν θα δοξάσουμε για αν μας δοξάσει κάποιος!» Είπε, κι ο Γλαύκος δεν αψήφησε, μον᾿ άκουσε το λόγο. |
325 | οὔτέ κε σὲ στέλλοιμι μάχην ἐς κυδιάνειραν· νῦν δ᾽ ἔμπης γὰρ κῆρες ἐφεστᾶσιν θανάτοιο μυρίαι, ἃς οὐκ ἔστι φυγεῖν βροτὸν οὐδ᾽ ὑπαλύξαι, ἴομεν ἠέ τῳ εὖχος ὀρέξομεν ἠέ τις ἡμῖν. ὣς ἔφατ᾽, οὐδὲ Γλαῦκος ἀπετράπετ᾽ οὐδ᾽ ἀπίθησε· |
|
330 | τὼ δ᾽ ἰθὺς βήτην Λυκίων μέγα ἔθνος ἄγοντε. τοὺς δὲ ἰδὼν ῥίγησ᾽ υἱὸς Πετεῶο Μενεσθεύς· τοῦ γὰρ δὴ πρὸς πύργον ἴσαν κακότητα φέροντες. πάπτηνεν δ᾽ ἀνὰ πύργον Ἀχαιῶν εἴ τιν᾽ ἴδοιτο ἡγεμόνων, ὅς τίς οἱ ἀρὴν ἑτάροισιν ἀμύναι· |
Χιμούν γραμμή, και πλήθος πίσω τους Λυκιώτες
ακλουθούσαν. Κι ο Μενεσθέας, ο γιος του Πετεού, τους είδε κι εταράχτη' τι στο δικό του πύργο ερχόντουσαν το χαλασμό να φέρουν. Στο Αργίτικο τειχί τα μάτια του γυρνάει τρογύρα, να 'βρει κάποιο ρηγάρχη, απ᾿ τους συντρόφους του το χαλασμό να διώξει. Τους δυο τους Αίαντες, τους ανέμπληστους για πόλεμο, αναντιάζει να στέκουν, και τον Τεύκρο που 'φτανε στην ώρα απ᾿ το καλύβι. Ήταν κοντά του, όμως, κι αν φώναζε, κανείς δε θα γρικούσε' τόσο το βρούχος ήταν, κι έφτανε ψηλά στα ουράνια ο βρόντος απ᾿ τα σκουτάρια που αντικρούγονταν, τα φουντωτά τα κράνη, |
335 | ἐς δ᾽ ἐνόησ᾽ Αἴαντε δύω πολέμου ἀκορήτω ἑσταότας, Τεῦκρόν τε νέον κλισίηθεν ἰόντα ἐγγύθεν· ἀλλ᾽ οὔ πώς οἱ ἔην βώσαντι γεγωνεῖν· τόσσος γὰρ κτύπος ἦεν, ἀϋτὴ δ᾽ οὐρανὸν ἷκε, βαλλομένων σακέων τε καὶ ἱπποκόμων τρυφαλειῶν |
|
340 | καὶ πυλέων· πᾶσαι γὰρ ἐπώχατο, τοὶ δὲ κατ᾽ αὐτὰς ἱστάμενοι πειρῶντο βίῃ ῥήξαντες ἐσελθεῖν. αἶψα δ᾽ ἐπ᾽ Αἴαντα προΐει κήρυκα Θοώτην· ἔρχεο δῖε Θοῶτα, θέων Αἴαντα κάλεσσον, ἀμφοτέρω μὲν μᾶλλον· ὃ γάρ κ᾽ ὄχ᾽ ἄριστον ἁπάντων |
κι από τις πόρτες᾿ τι όλες έμεναν κλειστές, κι
οι οχτροί στέκονταν μπροστά τους, μήπως καί τις σπάσουνε μεβιάς και τις διαβούνε. Στέλνει λοιπόν στους Αίαντες γρήγορα τον κράχτη το Θοώτη: «Σύρε, θεϊκέ Θοώτη, τρέχοντας τον Αίαντα να φωνάξεις' για και τους δυο μαζί᾿ καλύτερο μαθές ετούτο απ᾿ όλα' τι όπου και να 'ναι μας επλάκωσε ξεπατωμός μεγάλος. Πολύ οι Λυκιώτες μας εστρίμωξαν ρηγάδες, που και πάντα στην άγρια μάχη μέσα χύνουνται με άλάγιαστο κουράγιο. - Μ᾿ αν και σ᾿ αυτούς κει πέρα ο πόλεμος κι η ταραχή έχει ανάψει, του Τελαμώνα καν ο αντρόκαρδος υγιός να 'ρθει μονάχος, |
345 | εἴη, ἐπεὶ τάχα τῇδε τετεύξεται αἰπὺς ὄλεθρος. ὧδε γὰρ ἔβρισαν Λυκίων ἀγοί, οἳ τὸ πάρος περ ζαχρηεῖς τελέθουσι κατὰ κρατερὰς ὑσμίνας. εἰ δέ σφιν καὶ κεῖθι πόνος καὶ νεῖκος ὄρωρεν, ἀλλά περ οἶος ἴτω Τελαμώνιος ἄλκιμος Αἴας, |
|
350 | καί οἱ Τεῦκρος ἅμα σπέσθω τόξων ἐῢ εἰδώς. ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἄρα οἱ κῆρυξ ἀπίθησεν ἀκούσας, βῆ δὲ θέειν παρὰ τεῖχος Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων, στῆ δὲ παρ᾽ Αἰάντεσσι κιών, εἶθαρ δὲ προσηύδα· Αἴαντ᾽ Ἀργείων ἡγήτορε χαλκοχιτώνων |
κι ο Τεύκρος να 'ρθει καταπόδι του, του δοξαριού ο τεχνίτης.» Είπε, κι ο κράχτης δεν παράκουσε, μον᾿ άρχισε να τρέχει στων Αχαιών των χαλκοθώρακων το καστροτείχι δίπλα, και στάθη μπρος στους Αίαντες φτάνοντας και βιαστικά τους είπε: «Των Αχαιών ρηγάρχες, Αίαντες, των χαλκοθωρακάτων, ο γιος του Πετεού σας φώναξε του αρχοντογεννημένου, να πάτε εκεί και να βαστήξετε για λίγο τον αγώνα, κάλλιο κι οι δυο μαζί᾿ καλύτερο μαθές ετούτο απ᾿ όλα· τι όπου και να 'ναι εκεί μας πλάκωσε ξεπατωμός μεγάλος. Πολύ οι Λυκιώτες μας εστρίμωξαν ρηγάδες, που και πάντα |
355 | ἠνώγει Πετεῶο διοτρεφέος φίλος υἱὸς κεῖσ᾽ ἴμεν, ὄφρα πόνοιο μίνυνθά περ ἀντιάσητον ἀμφοτέρω μὲν μᾶλλον· ὃ γάρ κ᾽ ὄχ᾽ ἄριστον ἁπάντων εἴη, ἐπεὶ τάχα κεῖθι τετεύξεται αἰπὺς ὄλεθρος· ὧδε γὰρ ἔβρισαν Λυκίων ἀγοί, οἳ τὸ πάρος περ |
|
360 | ζαχρηεῖς τελέθουσι κατὰ κρατερὰς ὑσμίνας. εἰ δὲ καὶ ἐνθάδε περ πόλεμος καὶ νεῖκος ὄρωρεν, ἀλλά περ οἶος ἴτω Τελαμώνιος ἄλκιμος Αἴας, καί οἱ Τεῦκρος ἅμα σπέσθω τόξων ἐῢ εἰδώς. ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε μέγας Τελαμώνιος Αἴας. |
στην άγρια μάχη μέσα χύνουνται με αλάγιαστο κουράγιο. Μ᾿ αν και σε σας δω πέρα ο πόλεμος κι η ταραχή έχει ανάψει, του Τελαμώνα καν ο αντρόκαρδος υγιός να πάει μονάχος, κι ο Τεύκρος να 'ρθει καταπόδι του, του δοξαριού ο τεχνίτης.» Είπε, κι ο μέγας Αίας συνάκουσεν, ο γιος του Τελαμώνα, κι ευτύς στου Οιλέα το γιο ανεμάρπαστα γυρνώντας είπε λόγια: « Αίαντα, εδώ με το λιοντόκαρδο το Λυκομήδη στάσου, και τους Αργίτες δυναμώνετε να πολεμούν αντρίκεια' κι εγώ θα τρέξω εκεί, στον πόλεμο να μπω, και πίσω πάλε γοργά θα γύρω, τους συντρόφους μας σα θα 'χω πια στυλώσει.» |
365 | αὐτίκ᾽ Ὀϊλιάδην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· Αἶαν σφῶϊ μὲν αὖθι, σὺ καὶ κρατερὸς Λυκομήδης, ἑσταότες Δαναοὺς ὀτρύνετον ἶφι μάχεσθαι· αὐτὰρ ἐγὼ κεῖσ᾽ εἶμι καὶ ἀντιόω πολέμοιο· αἶψα δ᾽ ἐλεύσομαι αὖτις, ἐπὴν εὖ τοῖς ἐπαμύνω. |
|
370 | ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη Τελαμώνιος Αἴας, καί οἱ Τεῦκρος ἅμ᾽ ᾖε κασίγνητος καὶ ὄπατρος· τοῖς δ᾽ ἅμα Πανδίων Τεύκρου φέρε καμπύλα τόξα. εὖτε Μενεσθῆος μεγαθύμου πύργον ἵκοντο τείχεος ἐντὸς ἰόντες, ἐπειγομένοισι δ᾽ ἵκοντο, |
Είπε, κι ευτύς να φύγει εκίνησεν ο γιος του Τελαμώνα, κι ο Τεύκρος πάει μαζί, το αδέρφι του, μα που 'χεν άλλη μάνα' κοντά τους κι ο Παντίος, ασκώνοντας του Τεύκρου τα δοξάρια. Και σύντας φτάσαν στου αντροδύναμου του Μενεσθέα τον πύργο τραβώντας μέσα απ᾿ το καστρότειχο, τους βρήκαν ζορισμένους. Κι οι ατρόμητοι Λυκιώτες άρχοντες και πρωτοστρατολάτες στων πύργων τα μπροστήθια ανέβαιναν σα μελανό δρολάπι' κι ήρθαν στα χέρια και χτυπιόντουσαν, κι αχός τρανός ασκώθη. Κι ο τελαμώνιος Αίας εσκότωσε τον πρώτο οχτρό στην ώρα, τον Επικλή το λιονταρόψυχο, του Σαρπηδόνα ακράνη, |
375 | οἳ δ᾽ ἐπ᾽ ἐπάλξεις βαῖνον ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσοι ἴφθιμοι Λυκίων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες· σὺν δ᾽ ἐβάλοντο μάχεσθαι ἐναντίον, ὦρτο δ᾽ ἀϋτή. Αἴας δὲ πρῶτος Τελαμώνιος ἄνδρα κατέκτα Σαρπήδοντος ἑταῖρον Ἐπικλῆα μεγάθυμον |
|
380 | μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών, ὅ ῥα τείχεος ἐντὸς κεῖτο μέγας παρ᾽ ἔπαλξιν ὑπέρτατος· οὐδέ κέ μιν ῥέα χείρεσσ᾽ ἀμφοτέρῃς ἔχοι ἀνὴρ οὐδὲ μάλ᾽ ἡβῶν, οἷοι νῦν βροτοί εἰσ᾽· ὃ δ᾽ ἄρ᾽ ὑψόθεν ἔμβαλ᾽ ἀείρας, θλάσσε δὲ τετράφαλον κυνέην, σὺν δ᾽ ὀστέ᾽ ἄραξε |
βαριά κοτρόνα σφεντονίζοντας, που στην κορφή,
από μέσα, την είχαν χτίσει στο καστρότειχο, τρανή, κι ουδέ κανένας γερός κι ας ήταν, θα τη σήκωνε, και με τα δυο του χέρια, απ᾿ όσους ζουν στον κόσμο σήμερα᾿ μ᾿ αυτός ασκώνοντας τη την πέταξε, και το τετράφαλο του σπάζει κράνος, κι όλα του θρει της κεφαλής τα κόκαλα᾿ σα βουτηχτής εκείνος πέφτει απ᾿ τον πύργο, κι απ᾿ τα κόκαλα ξεχύθηκε η ψυχή του. Κι ο Τεύκρος τον υγιό του Ιππόλοχου, τον αντρειωμένο Γλαύκο, πα στο ψηλό τειχί ως εχύνουνταν, χτυπάει με τη σαγίτα, κει που γυμνό ξανοιεί το μπράτσο του, και την ορμή του κόβει. |
385 | πάντ᾽ ἄμυδις κεφαλῆς· ὃ δ᾽ ἄρ᾽ ἀρνευτῆρι ἐοικὼς κάππεσ᾽ ἀφ᾽ ὑψηλοῦ πύργου, λίπε δ᾽ ὀστέα θυμός. Τεῦκρος δὲ Γλαῦκον κρατερὸν παῖδ᾽ Ἱππολόχοιο ἰῷ ἐπεσσύμενον βάλε τείχεος ὑψηλοῖο, ᾗ ῥ᾽ ἴδε γυμνωθέντα βραχίονα, παῦσε δὲ χάρμης. |
|
390 | ἂψ δ᾽ ἀπὸ τείχεος ἆλτο λαθών, ἵνα μή τις Ἀχαιῶν βλήμενον ἀθρήσειε καὶ εὐχετόῳτ᾽ ἐπέεσσι. Σαρπήδοντι δ᾽ ἄχος γένετο Γλαύκου ἀπιόντος αὐτίκ᾽ ἐπεί τ᾽ ἐνόησεν· ὅμως δ᾽ οὐ λήθετο χάρμης, ἀλλ᾽ ὅ γε Θεστορίδην Ἀλκμάονα δουρὶ τυχήσας |
Κι αυτός πηδά από το καστρότειχο κρυφά στο χώμα,
Αργίτης, κανείς μην καυκηθεί, θωρώντας τον πως είναι λαβωμένος. Κι ο Σαρπηδόνας, μόλις ένιωσε το Γλαύκο να μισεύει, πικράθη, ωστόσο δεν παράτησε την άγρια ορμή του, μόνο του Θέστορα το γιο κοντάρεψε και βρήκε, τον Αλκμάνα, και πίσω το κοντάρι ανάσυρε᾿ πίστομα εκείνος πέφτει ξοπίσω του, και γύρα εβρόντηξεν η πλουμιστή του αρμάτα. Κι ο Σαρπηδόνας τότε, πιάνοντας στα χέρια το μπροστήθι, το τράβηξε γερά, κι αλάκερο γκρεμίστη, και γυμνώθη το καστροτείχι απάνω, κι άνοιξε για τους πολλούς ο δρόμος. |
395 | νύξ᾽, ἐκ δ᾽ ἔσπασεν ἔγχος· ὃ δ᾽ ἑσπόμενος πέσε δουρὶ πρηνής, ἀμφὶ δέ οἱ βράχε τεύχεα ποικίλα χαλκῷ, Σαρπηδὼν δ᾽ ἄρ᾽ ἔπαλξιν ἑλὼν χερσὶ στιβαρῇσιν ἕλχ᾽, ἣ δ᾽ ἕσπετο πᾶσα διαμπερές, αὐτὰρ ὕπερθε τεῖχος ἐγυμνώθη, πολέεσσι δὲ θῆκε κέλευθον. |
|
400 | τὸν δ᾽ Αἴας καὶ Τεῦκρος ὁμαρτήσανθ᾽ ὃ μὲν ἰῷ βεβλήκει τελαμῶνα περὶ στήθεσσι φαεινὸν ἀσπίδος ἀμφιβρότης· ἀλλὰ Ζεὺς κῆρας ἄμυνε παιδὸς ἑοῦ, μὴ νηυσὶν ἔπι πρύμνῃσι δαμείη· Αἴας δ᾽ ἀσπίδα νύξεν ἐπάλμενος, οὐδὲ διὰ πρὸ |
Ο Τεύκρος κι ο Αίας χιμούν απάνω του, και με
σαγίτα ο πρώτος το αστραφτερό λουρί στα στήθια του γύρω χτυπάει, που εκράτει ψηλά τ᾿ ολόκορμο σκουτάρι του᾿ μα ο Δίας, για να μην πέσει στων καραβιών τις πρύμνες, έδιωξε το Χάρο από το γιο του. Χιμίζει κι ο Αίας και, πετυχαίνοντας, στη μέση το σκουτάρι του τρύπησε και τον αντίσκοψε, με όσην ορμή κι αν είχε. Κι απ᾿ το μπροστήθι πισωδρόμισε μια στάλα, μα δεν είπε να φύγει, τι η καρδιά του το 'λπιζε τρανή να πάρει δόξα. Γυρνώντας στους ισόθεους φώναξε Λυκιώτες τότε κι είπε: « Που πήγε τώρα το κουράγιο σας, Λυκιώτες, και τραβιέστε; |
405 | ἤλυθεν ἐγχείη, στυφέλιξε δέ μιν μεμαῶτα. χώρησεν δ᾽ ἄρα τυτθὸν ἐπάλξιος· οὐδ᾽ ὅ γε πάμπαν χάζετ᾽, ἐπεί οἱ θυμὸς ἐέλπετο κῦδος ἀρέσθαι. κέκλετο δ᾽ ἀντιθέοισιν ἑλιξάμενος Λυκίοισιν· ὦ Λύκιοι τί τ᾽ ἄρ᾽ ὧδε μεθίετε θούριδος ἀλκῆς; |
|
410 | ἀργαλέον δέ μοί ἐστι καὶ ἰφθίμῳ περ ἐόντι μούνῳ ῥηξαμένῳ θέσθαι παρὰ νηυσὶ κέλευθον· ἀλλ᾽ ἐφομαρτεῖτε· πλεόνων δέ τι ἔργον ἄμεινον. ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δὲ ἄνακτος ὑποδείσαντες ὁμοκλὴν μᾶλλον ἐπέβρισαν βουληφόρον ἀμφὶ ἄνακτα. |
Με όσην αντρεία κι αν έχω, δύσκολο να σπάσω εγώ μονάχος το καστροτείχι και για τ᾿ άρμενα να σας ανοίξω δρόμο. Μαζί μου ελάτε᾿ με τους πιότερους πιο κι η δουλειά προκόβει.» Είπε, κι εκείνοι, από του ρήγα τους τα λόγια φοβισμένοι, όλοι στο ρήγα και πρωτόγερο τρογύρα εστριμωχτήκαν. Κι οι Αργίτες αντικρύ δυνάμωναν τις φάλαγγες, ξοπίσω απ᾿ το τειχί τους, αναντιάζοντας βαριά δουλειά μπροστά τους' τι μήτε πια οι Λυκιώτες οι άτρομοι των Δαναών μπορούσαν να σπάσουν το τειχί κι ως τ᾿ άρμενα το δρόμο τους ν᾿ ανοίξουν, μήτε κι οι Αργίτες οι πολέμαρχοι μπορούσαν τους Λυκιώτες |
415 | Ἀργεῖοι δ᾽ ἑτέρωθεν ἐκαρτύναντο φάλαγγας τείχεος ἔντοσθεν, μέγα δέ σφισι φαίνετο ἔργον· οὔτε γὰρ ἴφθιμοι Λύκιοι Δαναῶν ἐδύναντο τεῖχος ῥηξάμενοι θέσθαι παρὰ νηυσὶ κέλευθον, οὔτέ ποτ᾽ αἰχμηταὶ Δαναοὶ Λυκίους ἐδύναντο |
|
420 | τείχεος ἂψ ὤσασθαι, ἐπεὶ τὰ πρῶτα πέλασθεν. ἀλλ᾽ ὥς τ᾽ ἀμφ᾽ οὔροισι δύ᾽ ἀνέρε δηριάασθον μέτρ᾽ ἐν χερσὶν ἔχοντες ἐπιξύνῳ ἐν ἀρούρῃ, ὥ τ᾽ ὀλίγῳ ἐνὶ χώρῳ ἐρίζητον περὶ ἴσης, ὣς ἄρα τοὺς διέεργον ἐπάλξιες· οἳ δ᾽ ὑπὲρ αὐτέων |
να διώξουν πίσω απ᾿ το καστρότειχο, μια κι ήταν
πια κοντά του. Πώς δυο χωριάτες για το σύνορο μαλώνουν, και στα χέρια κρατούν κορδέλα για το μέτρημα, σε μεσιακό χωράφι, σε μια της γης λουρίδα στέκοντας, πώς να μοιράσουν δίκια' τόσο κι εκείνοι λίγο «χώριζαν, κι απάνω απ᾿ τα μπροστήθια ο ένας του άλλου να σπάζουν άρχισαν στο απανωκόρμι γύρα τα καλοστρόγγυλα σκουτάρια τους και τ᾿ αλαφρά τους σκούδα. Κι ήταν πολλοί που απ᾿ τον ανέσπλαχνο χαλκό στο κρέας χτυπιούνταν, είτε αν κανείς γυρνούσε, ως μάχουνταν, και γύμνωνε την πλάτη, κι άλλοι πολλοί που τα σκουτάρια τους τρυπιούνταν απαντίκρυ. |
425 | δῄουν ἀλλήλων ἀμφὶ στήθεσσι βοείας ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήϊά τε πτερόεντα. πολλοὶ δ᾽ οὐτάζοντο κατὰ χρόα νηλέϊ χαλκῷ, ἠμὲν ὅτεῳ στρεφθέντι μετάφρενα γυμνωθείη μαρναμένων, πολλοὶ δὲ διαμπερὲς ἀσπίδος αὐτῆς. |
|
430 | πάντῃ δὴ πύργοι καὶ ἐπάλξιες αἵματι φωτῶν ἐρράδατ᾽ ἀμφοτέρωθεν ἀπὸ Τρώων καὶ Ἀχαιῶν. ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὧς ἐδύναντο φόβον ποιῆσαι Ἀχαιῶν, ἀλλ᾽ ἔχον ὥς τε τάλαντα γυνὴ χερνῆτις ἀληθής, ἥ τε σταθμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει |
Κι ολούθε το αίμα γύρα εράντιζε και πύργους και
μπροστήθια, αίμα τρωικό μαζί κι Αργίτικο κι από τα δυο τ᾿ ασκέρια. Μα κι έτσι οι Τρώες του κάκου εμάχουνταν να διώξουν τους Αργίτες' τι αυτοί κρατούσαν, απαράλλαχτα με ζυγαριάς παλάντζες, που την κρατάει μια τίμια αργάτισσα ψηλά, κι ισοζυγιάζει μαλλί και βάρια, φτωχοπόρεψη να δώσει στα παιδιά της' όμοια και κείνων άντιζύγιαζε τότε η σφαγή κι η μάχη, ωσόπου ο Δίας τρανή στον Έχτορα, το γιο του Πρίαμου, δόξα χαρίτωσε, και πρώτος πήδηξε στο καστροτείχι μέσα, κι έτσι στους Τρώες μιλεί φωνάζοντας, να τον ακούσουν όλοι: |
435 | ἰσάζουσ᾽, ἵνα παισὶν ἀεικέα μισθὸν ἄρηται· ὣς μὲν τῶν ἐπὶ ἶσα μάχη τέτατο πτόλεμός τε, πρίν γ᾽ ὅτε δὴ Ζεὺς κῦδος ὑπέρτερον Ἕκτορι δῶκε Πριαμίδῃ, ὃς πρῶτος ἐσήλατο τεῖχος Ἀχαιῶν. ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον Τρώεσσι γεγωνώς· |
|
440 | ὄρνυσθ᾽ ἱππόδαμοι Τρῶες, ῥήγνυσθε δὲ τεῖχος Ἀργείων καὶ νηυσὶν ἐνίετε θεσπιδαὲς πῦρ. ὣς φάτ᾽ ἐποτρύνων, οἳ δ᾽ οὔασι πάντες ἄκουον, ἴθυσαν δ᾽ ἐπὶ τεῖχος ἀολλέες· οἳ μὲν ἔπειτα κροσσάων ἐπέβαινον ἀκαχμένα δούρατ᾽ ἔχοντες, |
«Αλογαταδες Τρώες, απάνω τους! Το καστροτείχι σπάστε των Δαναών, και τα καράβια τους με ανήλεη φλόγα κάφτε!» Έτσι τους γκαρδιωσε, κι ακούγοντας εκείνοι εξεχυθήκαν όλοι μαζί πα στο καστρότειχο, και στ᾿ αγκωνάρια πάνω πατούσαν, μυτερά στα χέρια τους κοντάρια όλοι κρατώντας. Μια πέτρα τότε πηρεν ο Έχτορας, που κοίτουνταν στίς πόρτες μπροστά, κοντόχοντρη στη ρίζα της και σουβλερή από πάνω· άντρες αντάμα δυο—του τόπου τους οι πιο γεροί απ᾿ το χώμα σε αμάξι πάνω δεν τη σήκωναν, απ᾿ όσους τώρα ζούνε θνητοί στη γη, μα εκείνος εύκολα την έπαιζε και μόνος, |
445 | Ἕκτωρ δ᾽ ἁρπάξας λᾶαν φέρεν, ὅς ῥα πυλάων ἑστήκει πρόσθε πρυμνὸς παχύς, αὐτὰρ ὕπερθεν ὀξὺς ἔην· τὸν δ᾽ οὔ κε δύ᾽ ἀνέρε δήμου ἀρίστω ῥηϊδίως ἐπ᾽ ἄμαξαν ἀπ᾽ οὔδεος ὀχλίσσειαν, οἷοι νῦν βροτοί εἰσ᾽· ὃ δέ μιν ῥέα πάλλε καὶ οἶος. |
|
450 | τόν οἱ ἐλαφρὸν ἔθηκε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω. ὡς δ᾽ ὅτε ποιμὴν ῥεῖα φέρει πόκον ἄρσενος οἰὸς χειρὶ λαβὼν ἑτέρῃ, ὀλίγον τέ μιν ἄχθος ἐπείγει, ὣς Ἕκτωρ ἰθὺς σανίδων φέρε λᾶαν ἀείρας, αἵ ῥα πύλας εἴρυντο πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας |
τι ο γιος του Κρόνου από το βάρος της την είχε
ξαλαφρώσει. Πώς κουβαλάει βοσκός κουρόμαλλο κριγιού με δίχως κόπο, κι ως το κρατάει με το 'να χέρι του, καθόλου δε βαραίνει' παρόμοια κουβαλούσε κι ο Έχτορας την πέτρα, να τη ρίξει γραμμή πα στα σανίδια που 'κλειναν τη δίφυλλη την πόρτα, την αψηλή, τη στεριοκάμωτη᾿ κι απανωτοί από μέσα δυο μάνταλοι γερά τη στύλωναν, με σφήνα στεριωμένοι. Κι ως σίμωσε, τα πόδια του άνοιξε, κι αντιστυλώνοντάς τα, να 'χει η ριξιά του φόρα, πέτυχε καταμεσίς την πόρτα᾿ και σπάζει τους στροφούς ζερβόδεξα, κι η πέτρα πέφτει μέσα |
455 | δικλίδας ὑψηλάς· δοιοὶ δ᾽ ἔντοσθεν ὀχῆες εἶχον ἐπημοιβοί, μία δὲ κληῒς ἐπαρήρει. στῆ δὲ μάλ᾽ ἐγγὺς ἰών, καὶ ἐρεισάμενος βάλε μέσσας εὖ διαβάς, ἵνα μή οἱ ἀφαυρότερον βέλος εἴη, ῥῆξε δ᾽ ἀπ᾽ ἀμφοτέρους θαιρούς· πέσε δὲ λίθος εἴσω |
|
460 | βριθοσύνῃ, μέγα δ᾽ ἀμφὶ πύλαι μύκον, οὐδ᾽ ἄρ᾽ ὀχῆες ἐσχεθέτην, σανίδες δὲ διέτμαγεν ἄλλυδις ἄλλη λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς· ὃ δ᾽ ἄρ᾽ ἔσθορε φαίδιμος Ἕκτωρ νυκτὶ θοῇ ἀτάλαντος ὑπώπια· λάμπε δὲ χαλκῷ σμερδαλέῳ, τὸν ἕεστο περὶ χροΐ, δοιὰ δὲ χερσὶ |
από το βάρος, κι αντιλάλησαν οι πόρτες, κι ουδ᾿
οι σύρτες βάστηξαν πια, μόνο σκορπίστηκαν οι τάβλες δώθε κείθε απ᾿ την ορμή της πέτρας᾿ κι ο Έχτορας, με μάτι ξαγριεμένο, σα μαύρη νύχτα μέσα επήδηξε, κι απ᾿ το χαλκό τον άγριο, που 'χε ζωστεί τρογύρα του, έλαμπε, και δυο κοντάρια εκράτα. Κι ως πέρασε την πόρτα, αντίμαχος να του σταθεί κανένας δεν μπόρειε εξόν θεός, και ξάστραφταν τα μάτια του ίδια φλόγες. Γυρνάει στων Τρωών το ασκέρι κι έσυρε φωνή, να καβαλήσουν πηδώντας το τειχί᾿ στο λόγο του συνάκουσαν εκείνοι, κι άλλοι πήδηξαν το καστρότειχο, κι άλλοι χυθήκαν μέσα |
465 | δοῦρ᾽ ἔχεν· οὔ κέν τίς μιν ἐρύκακεν ἀντιβολήσας νόσφι θεῶν ὅτ᾽ ἐσᾶλτο πύλας· πυρὶ δ᾽ ὄσσε δεδήει. κέκλετο δὲ Τρώεσσιν ἑλιξάμενος καθ᾽ ὅμιλον τεῖχος ὑπερβαίνειν· τοὶ δ᾽ ὀτρύνοντι πίθοντο. αὐτίκα δ᾽ οἳ μὲν τεῖχος ὑπέρβασαν, οἳ δὲ κατ᾽ αὐτὰς |
|
470 | ποιητὰς ἐσέχυντο πύλας· Δαναοὶ δὲ φόβηθεν νῆας ἀνὰ γλαφυράς, ὅμαδος δ᾽ ἀλίαστος ἐτύχθη. |
στις στεριές πόρτες δίχως άργητα᾿ κι οι Δαναοί σκορπίσαν
στα πλοία τα βαθουλά, και τάραχος τρανός ασκώθη ολούθε. |