ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ -Λ-


-Λ- ἠὼς δ᾽ ἐκ λεχέων παρ᾽ ἀγαυοῦ Τιθωνοῖο
ὄρνυθ᾽, ἵν᾽ ἀθανάτοισι φόως φέροι ἠδὲ βροτοῖσι·
Ζεὺς δ᾽ Ἔριδα προΐαλλε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν
ἀργαλέην, πολέμοιο τέρας μετὰ χερσὶν ἔχουσαν.
Κι ασκώθη τότε απ᾿ του τρισεύγενου του Τιθωνού την κλίνη
η Αυγή, το φως και στους αθάνατους και στους θνητούς να φέρει'
και την Αμάχη ο Δίας στ᾿ Αργίτικα γοργά καράβια στέλνει,
την άγρια, να κρατάει στα χέρια της φριχτό πολέμου σκιάχτρο.
Πα στου Οδυσσέα το μαύρο, απλόχωρο καράβι πάει και στέκει,
που ήταν στη μέση, για ν᾿ ακούγεται ζερβά δεξιά η φωνή της,
και δώθε, ως τα καλύβια του Αίαντα, του γιου του Τελαμώνα,
και κείθε, ως του Αχιλλέα᾿ τι τ᾿ άρμενα τα 'χαν στις δυο τις άκρες
σερμένα ετούτοι, χεροδύναμοι και παλικάρια ως ήταν.
5 στῆ δ᾽ ἐπ᾽ Ὀδυσσῆος μεγακήτεϊ νηῒ μελαίνῃ,
ἥ ῥ᾽ ἐν μεσσάτῳ ἔσκε γεγωνέμεν ἀμφοτέρωσε,
ἠμὲν ἐπ᾽ Αἴαντος κλισίας Τελαμωνιάδαο
ἠδ᾽ ἐπ᾽ Ἀχιλλῆος, τοί ῥ᾽ ἔσχατα νῆας ἐΐσας
εἴρυσαν ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν
10 ἔνθα στᾶσ᾽ ἤϋσε θεὰ μέγα τε δεινόν τε
ὄρθι᾽, Ἀχαιοῖσιν δὲ μέγα σθένος ἔμβαλ᾽ ἑκάστῳ
καρδίῃ ἄληκτον πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι.
τοῖσι δ᾽ ἄφαρ πόλεμος γλυκίων γένετ᾽ ἠὲ νέεσθαι
ἐν νηυσὶ γλαφυρῇσι φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν.
Εκεί η θεά ως εστάθηκε, έσυρε φωνή φριχτή, μεγάλη,
στριγγιά, και κάθε Αργίτη εγέμισε το στήθος με περίσσιο
κουράγιο, αλάγιαστο αντροπάλεμα και πόλεμο να στήσουν.
και ξάφνου πιο γλυκός ο πόλεμος τους φάνη τώρα, απ᾿ ό,τι
με τα βαθιά καράβια να 'γερναν στη γη την πατρική τους.
Κι ο γιος του Ατρέα να ζώσουν πρόσταξεν οι Αργίτες τ᾿ άρματά τους,
κι ατός του ευτύς φοράει τη χάλκινη λαμπρήν αρματωσιά του'
και πρώτα γύρα στ᾿ αντικνήμια του περνά κνημίδες ώριες,
που με θηλύκια στους αστράγαλους σφίγγονταν ασημένια'
κι ύστερα γύρω από τα στήθη του περνά το θώρακά του,
15 Ἀτρεΐδης δ᾽ ἐβόησεν ἰδὲ ζώννυσθαι ἄνωγεν
Ἀργείους· ἐν δ᾽ αὐτὸς ἐδύσετο νώροπα χαλκόν.
κνημῖδας μὲν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε
καλὰς ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας·
δεύτερον αὖ θώρηκα περὶ στήθεσσιν ἔδυνε,
20 τόν ποτέ οἱ Κινύρης δῶκε ξεινήϊον εἶναι.
πεύθετο γὰρ Κύπρον δὲ μέγα κλέος οὕνεκ᾽ Ἀχαιοὶ
ἐς Τροίην νήεσσιν ἀναπλεύσεσθαι ἔμελλον·
τοὔνεκά οἱ τὸν δῶκε χαριζόμενος βασιλῆϊ.
τοῦ δ᾽ ἤτοι δέκα οἶμοι ἔσαν μέλανος κυάνοιο,
που κάποτε ο Κινύρας του 'στείλε, φίλιας κι αγάπης δώρο᾿
τι είχε στην Κύπρο φτάσει το άκουσμα το μέγα, πως οι Αργίτες
σε λίγο για την Τροία θ᾿ αρμένιζαν με τα πλεούμενα τους·
γι᾿ αυτό και του 'δωκε το θώρακα, τιμώντας το ρηγάρχη.
Κι είχε λαζούρι μπλάβο απάνω του δέκα ζωνάρια γύρα,
κι είχε είκοσι καλάι και δώδεκα ζωνάρια από χρυσάφι.
Μαυρογαλάζια φίδια ανέβαιναν κάθε μεριά από τρία
προς το λαιμό, με ουρανοδόξαρα παρόμοια, ο γιος του Κρόνου
ψηλά στα σύγνεφα που στύλωσε, σημάδι στους ανθρώπους.
Σπαθί μετά στους ώμους πέρασε, και τα πλουμόκαρφά του
25 δώδεκα δὲ χρυσοῖο καὶ εἴκοσι κασσιτέροιο·
κυάνεοι δὲ δράκοντες ὀρωρέχατο προτὶ δειρὴν
τρεῖς ἑκάτερθ᾽ ἴρισσιν ἐοικότες, ἅς τε Κρονίων
ἐν νέφεϊ στήριξε, τέρας μερόπων ἀνθρώπων.
ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ ὤμοισιν βάλετο ξίφος· ἐν δέ οἱ ἧλοι
30 χρύσειοι πάμφαινον, ἀτὰρ περὶ κουλεὸν ἦεν
ἀργύρεον χρυσέοισιν ἀορτήρεσσιν ἀρηρός.
ἂν δ᾽ ἕλετ᾽ ἀμφιβρότην πολυδαίδαλον ἀσπίδα θοῦριν
καλήν, ἣν πέρι μὲν κύκλοι δέκα χάλκεοι ἦσαν,
ἐν δέ οἱ ὀμφαλοὶ ἦσαν ἐείκοσι κασσιτέροιο
λαμποκοπούσαν πάνω ολόχρυσα, και το θηκάρι του ήταν
γύρα όλο ασήμι, από χρυσόλουρα ψηλά ανακρεμασμένο.
Παίρνει το ξομπλιαστό σκουτάρι του, που τον εσκέπαζε όλο,
το στέριο, τ᾿ όμορφο, που χάλκινοι το ζώναν κύκλοι δέκα,
κι απάνω του είκοσι ξεχώριζαν αφάλια από καλάι,
λευκά, και μόνο ένα στη μέση τους από βαθύ λαζούρι,
με τη Γοργώ που το στεφάνωνε την αγριοβλεμματούσα,
με φοβερή ματιά, και γύρα της ο Τρόμος κι η Φευγάλα.
Από ασημένιο το σκουτάρι του λουρί κρεμόταν φίδι
γαλάζιο απάνω του τυλίγουνταν, κι απ᾿ το λαιμό τον ίδιο
35 λευκοί, ἐν δὲ μέσοισιν ἔην μέλανος κυάνοιο.
τῇ δ᾽ ἐπὶ μὲν Γοργὼ βλοσυρῶπις ἐστεφάνωτο
δεινὸν δερκομένη, περὶ δὲ Δεῖμός τε Φόβος τε.
τῆς δ᾽ ἐξ ἀργύρεος τελαμὼν ἦν· αὐτὰρ ἐπ᾽ αὐτοῦ
κυάνεος ἐλέλικτο δράκων, κεφαλαὶ δέ οἱ ἦσαν
40 τρεῖς ἀμφιστρεφέες ἑνὸς αὐχένος ἐκπεφυυῖαι.
κρατὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφίφαλον κυνέην θέτο τετραφάληρον
ἵππουριν· δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν.
εἵλετο δ᾽ ἄλκιμα δοῦρε δύω κεκορυθμένα χαλκῷ
ὀξέα· τῆλε δὲ χαλκὸς ἀπ᾽ αὐτόφιν οὐρανὸν εἴσω
τρεις κεφαλές προβαίναν, που 'βλεπαν αλλού κι η καθεμιά τους.
Το κράνος με τα δυο τα κέρατα, τα τέσσερα τ᾿ αφάλια
φοράει μετά, κι απάνω η φούντα του φοβέριζε η άλογίσια.
Δυο σουβλερά, γερά, χαλκόμυτα στερνά κοντάρια παίρνει,
που η λάμψη τους η χάλκινη έφτανε ψηλά στα μεσουράνια.
Και τότες η Αθηνά η γλαυκόματη κι η Ήρα μαζί εβρόντηξαν,
για να τιμήσουν της πολύχρυσης Μυκήνας το ρηγάρχη.
Κι ο καθανείς του αμαξολάτη του παράγγελνε, με τάξη
να του κρατάει κει πέρα τ᾿ άλογα, μπροστά από το χαντάκι.
Κι αυτοί φόρεσαν τις αρμάτες τους, κι ευτύς επήραν δρόμο
45 λάμπ᾽· ἐπὶ δ᾽ ἐγδούπησαν Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη
τιμῶσαι βασιλῆα πολυχρύσοιο Μυκήνης.
ἡνιόχῳ μὲν ἔπειτα ἑῷ ἐπέτελλεν ἕκαστος
ἵππους εὖ κατὰ κόσμον ἐρυκέμεν αὖθ᾽ ἐπὶ τάφρῳ,
αὐτοὶ δὲ πρυλέες σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες
50 ῥώοντ᾽· ἄσβεστος δὲ βοὴ γένετ᾽ ἠῶθι πρό.
φθὰν δὲ μέγ᾽ ἱππήων ἐπὶ τάφρῳ κοσμηθέντες,
ἱππῆες δ᾽ ὀλίγον μετεκίαθον· ἐν δὲ κυδοιμὸν
ὦρσε κακὸν Κρονίδης, κατὰ δ᾽ ὑψόθεν ἧκεν ἐέρσας
αἵματι μυδαλέας ἐξ αἰθέρος, οὕνεκ᾽ ἔμελλε
πεζοί, κι αλάγιαστος ο σάλαγος μες στο πουρνό σηκώθη.
Και στο χαντάκι ομπρός συντάχτηκαν πολύ πιο πριν, και φτάσαν
κατοπινά οι αμαξολάτες τους· και τότε ο γιος του Κρόνου
τρανό ξεσήκωσε συντάραχο, κι απ᾿ τον αιθέρα πάνω
να πέσει αφήνει αιματοστάλαχτη βροχή στη γη, σημάδι
πως πλήθος αντρειωμένες θα 'στέλνε ψυχές στον Άδη κάτω.
Κι από την άλλη οι Τρώες συντάζουνταν, στο στήθωμα του κάμπου,
τρογύρα απ᾿ τον τρανό τον Έχτορα, τον άξιο Πολυδάμα,
και τον Αινεία, που οι Τρώες αντίκριζαν ίδια θεό, κι ακόμα
τον Πόλυβο και τον Ακάμαντα με τη θεϊκιά του νιότη
55 πολλὰς ἰφθίμους κεφαλὰς Ἄϊδι προϊάψειν.
Τρῶες δ᾽ αὖθ᾽ ἑτέρωθεν ἐπὶ θρωσμῷ πεδίοιο
Ἕκτορά τ᾽ ἀμφὶ μέγαν καὶ ἀμύμονα Πουλυδάμαντα
Αἰνείαν θ᾽, ὃς Τρωσὶ θεὸς ὣς τίετο δήμῳ,
τρεῖς τ᾽ Ἀντηνορίδας Πόλυβον καὶ Ἀγήνορα δῖον
60 ἠΐθεόν τ᾽ Ἀκάμαντ᾽ ἐπιείκελον ἀθανάτοισιν.
Ἕκτωρ δ᾽ ἐν πρώτοισι φέρ᾽ ἀσπίδα πάντοσ᾽ ἐΐσην,
οἷος δ᾽ ἐκ νεφέων ἀναφαίνεται οὔλιος ἀστὴρ
παμφαίνων, τοτὲ δ᾽ αὖτις ἔδυ νέφεα σκιόεντα,
ὣς Ἕκτωρ ὁτὲ μέν τε μετὰ πρώτοισι φάνεσκεν,
και τον Αγήνορα, του Αντήνορα τους τρεις υγιούς, τρογύρα.
Κι έστεκε μες στους πρώτους ο Έχτορας με ολόκυκλο σκουτάρι.
Πώς άστρο ξάφνου κακοσήμαδο προβάλλει μες στα νέφη,
ολόφωτο, και πάλι εχώθηκε στα νέφη τα ισκιωμένα᾿
παρόμοια κι ο Έχτορας ξεπρόβελνε τη μια στους πρώτους μέσα,
την άλλη στους στερνούς, προστάζοντας᾿ κι η χάλκινη του αρμάτα
σαν αστραπή του βροντοσκούταρου του Δία στραφτάλιζε όλη.
Οι θεριστάδες πώς κατάντικρα σε δυο ζυγιές θερίζουν
τους όργους νοικοκύρη ατράνταχτου στα καρπερά σπαρτά του
— στάρι, κριθάρι—και χερόβολα πυκνά στο χώμα στρώνουν᾿
65 ἄλλοτε δ᾽ ἐν πυμάτοισι κελεύων· πᾶς δ᾽ ἄρα χαλκῷ
λάμφ᾽ ὥς τε στεροπὴ πατρὸς Διὸς αἰγιόχοιο.
οἳ δ᾽, ὥς τ᾽ ἀμητῆρες ἐναντίοι ἀλλήλοισιν
ὄγμον ἐλαύνωσιν ἀνδρὸς μάκαρος κατ᾽ ἄρουραν
πυρῶν ἢ κριθῶν· τὰ δὲ δράγματα ταρφέα πίπτει·
70 ὣς Τρῶες καὶ Ἀχαιοὶ ἐπ᾽ ἀλλήλοισι θορόντες
δῄουν, οὐδ᾽ ἕτεροι μνώοντ᾽ ὀλοοῖο φόβοιο.
ἴσας δ᾽ ὑσμίνη κεφαλὰς ἔχεν, οἳ δὲ λύκοι ὣς
θῦνον· Ἔρις δ᾽ ἄρ᾽ ἔχαιρε πολύστονος εἰσορόωσα·
οἴη γάρ ῥα θεῶν παρετύγχανε μαρναμένοισιν,
παρόμοια Τρώες κι Αργίτες χίμιξαν κι ο ένας τον άλλο έσφαζαν,
και την πικρή στο νου κανένας τους δεν έβαζε φευγάλα.
Κι ήταν ο πόλεμος ισόβαρος, κι εκείνοι ως λύκοι ορμούσαν.
Κι η Αμάχη εχαίρουνταν θωρώντας τους η πικροφαρμακούσα᾿
τι ήταν η μόνη απ᾿ τους αθάνατους στον πόλεμο μαζί τους.
Οι άλλοι θεοί δεν ήταν δίπλα τους᾿ γαλήνιοι αναπαύονταν
μες στα πανέμορφα παλάτια τους, κει πέρα που ο καθένας
το αρχοντικό του πήγε κι έχτισε, στου Ολύμπου τα φαράγγια.
Καί με το γιο το μαυροσύγνεφο του Κρόνου τα 'χαν όλοι,
που για τους Τρώες νοιαζόταν κι ήθελε να δοξαστούν περίσσια.
75 οἳ δ᾽ ἄλλοι οὔ σφιν πάρεσαν θεοί, ἀλλὰ ἕκηλοι
σφοῖσιν ἐνὶ μεγάροισι καθήατο, ἧχι ἑκάστῳ
δώματα καλὰ τέτυκτο κατὰ πτύχας Οὐλύμποιο.
πάντες δ᾽ ᾐτιόωντο κελαινεφέα Κρονίωνα
οὕνεκ᾽ ἄρα Τρώεσσιν ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι.
80 τῶν μὲν ἄρ᾽ οὐκ ἀλέγιζε πατήρ· ὃ δὲ νόσφι λιασθεὶς
τῶν ἄλλων ἀπάνευθε καθέζετο κύδεϊ γαίων
εἰσορόων Τρώων τε πόλιν καὶ νῆας Ἀχαιῶν
χαλκοῦ τε στεροπήν, ὀλλύντάς τ᾽ ὀλλυμένους τε.
ὄφρα μὲν ἠὼς ἦν καὶ ἀέξετο ἱερὸν ἦμαρ,
Μ᾿ αυτός μηδέ και τους λογάριαζε᾿ μον᾿ φεύγει και καθίζει
μακριά απ᾿ τους άλλους καμαρώνοντας στη δύναμη του, κι είχε
τα μάτια ρίξει απά στ᾿ Αργίτικα τα πλοία, στων Τρωών το κάστρο,
σ᾿ αυτούς που έσφαζαν και που εσφάζουνταν και στου χαλκού τη λάμψη.
Όσο βαστούσε η αυγή και πλήθαινε το φως της άγιας μέρας,
κι από τους δυο στρατούς σωριάζουνταν πολλοί από τις ριξιές τους·
όμως την ώρα που συντάζεται να φάει ψωμί ο ξωμάχος
στα ποροφάραγγα, τι απόκαμαν τα χέρια του να κόβουν
απ᾿ το πουρνό δέντρα θεόρατα, και μπούχτισε η καρδιά του,
και για γλυκό ψωμί στο σπλάχνο του πλημμύρισε η λαχτάρα'
85 τόφρα μάλ᾽ ἀμφοτέρων βέλε᾽ ἥπτετο, πῖπτε δὲ λαός·
ἦμος δὲ δρυτόμος περ ἀνὴρ ὁπλίσσατο δεῖπνον
οὔρεος ἐν βήσσῃσιν, ἐπεί τ᾽ ἐκορέσσατο χεῖρας
τάμνων δένδρεα μακρά, ἅδος τέ μιν ἵκετο θυμόν,
σίτου τε γλυκεροῖο περὶ φρένας ἵμερος αἱρεῖ,
90 τῆμος σφῇ ἀρετῇ Δαναοὶ ῥήξαντο φάλαγγας
κεκλόμενοι ἑτάροισι κατὰ στίχας· ἐν δ᾽ Ἀγαμέμνων
πρῶτος ὄρουσ᾽, ἕλε δ᾽ ἄνδρα Βιάνορα ποιμένα λαῶν
αὐτόν, ἔπειτα δ᾽ ἑταῖρον Ὀϊλῆα πλήξιππον.
ἤτοι ὅ γ᾽ ἐξ ἵππων κατεπάλμενος ἀντίος ἔστη·
την ώρα αυτή τους Τρώες ετσάκισαν με την παλικαριά τους,
ο ένας του άλλου κουράγιο δίνοντας μες στις γραμμές, οι Αργίτες.
Πρώτος χιμώντας ο Αγαμέμνονας το Βήνορα σκοτώνει
το βασιλιά και τον άκράνη του, τον αλογάρη Οϊλέα.
Μπροστά του είχε σταθεί, απ᾿ τ᾿ αμάξι του ψηλά πηδώντας κάτω'
μα όπως χιμούσε ομπρός, στο μέτωπο με σουβλερό κοντάρι
του ρίχνει᾿ κι ο χαλκός του κράνους του δε βάστηξε στο χτύπο,
μον᾿ και το κράνος και το κόκαλο τρυπά ο χαλκός, και λιώμα
του έγιναν τα μυαλά, κι ως χίμιζε, στο χώμα τον ξαπλώνει.
Μα ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας τους παρατά εκεί πέρα,
95 τὸν δ᾽ ἰθὺς μεμαῶτα μετώπιον ὀξέϊ δουρὶ
νύξ᾽, οὐδὲ στεφάνη δόρυ οἱ σχέθε χαλκοβάρεια,
ἀλλὰ δι᾽ αὐτῆς ἦλθε καὶ ὀστέου, ἐγκέφαλος δὲ
ἔνδον ἅπας πεπάλακτο· δάμασσε δέ μιν μεμαῶτα.
καὶ τοὺς μὲν λίπεν αὖθι ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων
100 στήθεσι παμφαίνοντας, ἐπεὶ περίδυσε χιτῶνας·
αὐτὰρ ὃ βῆ Ἶσόν τε καὶ Ἄντιφον ἐξεναρίξων
υἷε δύω Πριάμοιο νόθον καὶ γνήσιον ἄμφω
εἰν ἑνὶ δίφρῳ ἐόντας· ὃ μὲν νόθος ἡνιόχευεν,
Ἄντιφος αὖ παρέβασκε περικλυτός· ὥ ποτ᾽ Ἀχιλλεὺς
με στήθια που από νιάτα ξάστραφταν, γυμνούς και κουρσεμένους,
κι αυτός στον Ίσο και στον Άντιφο τραβάει να τους σκοτώσει,
τους γιους του Πρίαμου —κλεφτογέννητος ο πρώτος, γνήσιος ο άλλος—
πα σ᾿ ένα αμάξι οι δυο᾿ τα νιόλουρα κρατούσε ο νόθος τότε,
κι ο Άντιφος δίπλα του ο περίλαμπρος᾿ στης Ίδας τα φαράγγια
τους είχε, εκεί τ᾿ αρνιά τους που 'βοσκαν, πιάσει ο Αχιλλέας και δέσει
με αλυγαριας κλωνάρια κάποτε, κι αφήκε τους με λύτρα.
Μα τώρα ο ρήγας Αγαμέμνονας, ο γιος του Ατρέα, τον πρώτο
πιο πάνω απ᾿ το βυζί κατάστηθα χτυπάει με το κοντάρι
και ρίχνει κάτω, και τον Άντιφο με μια σπαθιά στ᾿ αφτί του,
105 Ἴδης ἐν κνημοῖσι δίδη μόσχοισι λύγοισι,
ποιμαίνοντ᾽ ἐπ᾽ ὄεσσι λαβών, καὶ ἔλυσεν ἀποίνων.
δὴ τότε γ᾽ Ἀτρεΐδης εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων
τὸν μὲν ὑπὲρ μαζοῖο κατὰ στῆθος βάλε δουρί,
Ἄντιφον αὖ παρὰ οὖς ἔλασε ξίφει, ἐκ δ᾽ ἔβαλ᾽ ἵππων.
110 σπερχόμενος δ᾽ ἀπὸ τοῖιν ἐσύλα τεύχεα καλὰ
γιγνώσκων· καὶ γάρ σφε πάρος παρὰ νηυσὶ θοῇσιν
εἶδεν, ὅτ᾽ ἐξ Ἴδης ἄγαγεν πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς.
ὡς δὲ λέων ἐλάφοιο ταχείης νήπια τέκνα
ῥηϊδίως συνέαξε λαβὼν κρατεροῖσιν ὀδοῦσιν
βιαστικά τους γδύνει τ᾿ άρματα᾿ κι εκεί απεικάστη ποιοί 'ταν
τι στα γοργά αποδίπλα τ᾿ άρμενά τους είχε ιδεί πιο πρώτα,
τη μέρα που ο Αχιλλέας ο γρήγορος τους έφερε απ᾿ την Ίδα.
Πώς σε αλαφίνας γοργογόνατης μονιά χιμίζει λιόντας,
κι αρπάζει τα μικρά της άμαχα μες στα γερά του δόντια,
και σπάει τα κόκαλα τους, παίρνοντας την τρυφερή ζωή τους·
κι εκείνη, αυτού σιμά κι αν βρίσκεται, μα δεν μπορεί να τρέξει
να τα συντράμει, τι παράλυσε κι ατή της απ᾿ το φόβο᾿
και πιλαλάει στα δάση γρήγορα και στα πυκνά ρουμάνια,
δρώμενη, βιαστική, απ᾿ το ανήμερο θεριό κυνηγημένη'
115 ἐλθὼν εἰς εὐνήν, ἁπαλόν τέ σφ᾽ ἦτορ ἀπηύρα·
ἣ δ᾽ εἴ πέρ τε τύχῃσι μάλα σχεδόν, οὐ δύναταί σφι
χραισμεῖν· αὐτὴν γάρ μιν ὑπὸ τρόμος αἰνὸς ἱκάνει·
καρπαλίμως δ᾽ ἤϊξε διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην
σπεύδουσ᾽ ἱδρώουσα κραταιοῦ θηρὸς ὑφ᾽ ὁρμῆς·
120 ὣς ἄρα τοῖς οὔ τις δύνατο χραισμῆσαι ὄλεθρον
Τρώων, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ὑπ᾽ Ἀργείοισι φέβοντο.
αὐτὰρ ὃ Πείσανδρόν τε καὶ Ἱππόλοχον μενεχάρμην
υἱέας Ἀντιμάχοιο δαΐφρονος, ὅς ῥα μάλιστα
χρυσὸν Ἀλεξάνδροιο δεδεγμένος ἀγλαὰ δῶρα
όμοια και κείνους Τρώας δε δύνουνταν κανένας να γλιτώσει,
γιατί κι αυτοί στα πόδια το᾿ βαζαν, διωγμένοι απ᾿ τους Αργίτες.
Τον Πείσαντρο και τον Ιππόλοχο μετά τον πολέμαρχο,
τους γιους του Αντίμαχου του αντρόκαρδου, που παίρνοντας χρυσάφι
δώρο ακριβό από τον Αλέξαντρο δεν αφήνε τους Τρώες
να δώσουν πίσω στον ξανθόμαλλο Μενέλαο την Ελένη—
δικοί του ήταν οι γιοι που ετσάκωσε πα σ᾿ ένα αμάξι τώρα
ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας· μαζί το κυβερνούσαν.
Τα γυαλιστά λουριά τους ξέφυγαν από τα χέρια, τ᾿ άτια
σκιάχτηκαν, κι ως ο Ατρείδης χίμιξεν απάνω τους σα λιόντας,
125 οὐκ εἴασχ᾽ Ἑλένην δόμεναι ξανθῷ Μενελάῳ,
τοῦ περ δὴ δύο παῖδε λάβε κρείων Ἀγαμέμνων
εἰν ἑνὶ δίφρῳ ἐόντας, ὁμοῦ δ᾽ ἔχον ὠκέας ἵππους·
ἐκ γάρ σφεας χειρῶν φύγον ἡνία σιγαλόεντα,
τὼ δὲ κυκηθήτην· ὃ δ᾽ ἐναντίον ὦρτο λέων ὣς
130 Ἀτρεΐδης· τὼ δ᾽ αὖτ᾽ ἐκ δίφρου γουναζέσθην·
ζώγρει Ἀτρέος υἱέ, σὺ δ᾽ ἄξια δέξαι ἄποινα·
πολλὰ δ᾽ ἐν Ἀντιμάχοιο δόμοις κειμήλια κεῖται
χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος,
τῶν κέν τοι χαρίσαιτο πατὴρ ἀπερείσι᾽ ἄποινα,
σκύψαν εκείνοι από το αμάξι τους και τον παρακαλιόνταν:
« Υγιέ του Ατρέα, ζωντάρι πιάσε μας, και δέξου πλήθια λύτρα·
τι είναι πολλά αγαθά στου Αντίμαχου κρυμμένα τα κελάρια,
χρυσάφι και χαλκός και σίδερο με κόπο δουλεμένο.
Θα 'δινε ο κύρης μας αρίφνητα για ξαγορά μας τώρα,
μόνο πως ζούμε ακόμα αν μάθαινε στ᾿ Αργίτικα καράβια.»
Έτσι κι οι δυο τους τότε κλαίγοντας στο βασιλιά μιλούσαν
παρακαλώντας, μ᾿ ανελέημονη γρικούν φωνή στ᾿ αφτιά τους:
«Αν είστε σεις οι γιοί του Αντίμαχου του καστροπολεμάρχου,
που το Μενέλαο, τότε που 'φτασε με το θεϊκό Οδυσσέα
135 εἰ νῶϊ ζωοὺς πεπύθοιτ᾽ ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιῶν.
ὣς τώ γε κλαίοντε προσαυδήτην βασιλῆα
μειλιχίοις ἐπέεσσιν· ἀμείλικτον δ᾽ ὄπ᾽ ἄκουσαν·
εἰ μὲν δὴ Ἀντιμάχοιο δαΐφρονος υἱέες ἐστόν,
ὅς ποτ᾽ ἐνὶ Τρώων ἀγορῇ Μενέλαον ἄνωγεν
140 ἀγγελίην ἐλθόντα σὺν ἀντιθέῳ Ὀδυσῆϊ
αὖθι κατακτεῖναι μηδ᾽ ἐξέμεν ἂψ ἐς Ἀχαιούς,
νῦν μὲν δὴ τοῦ πατρὸς ἀεικέα τίσετε λώβην.
ἦ, καὶ Πείσανδρον μὲν ἀφ᾽ ἵππων ὦσε χαμᾶζε
δουρὶ βαλὼν πρὸς στῆθος· ὃ δ᾽ ὕπτιος οὔδει ἐρείσθη.
στην Τροία μαντατοφόρος, φώναζε στους συναγμένους Τρώες
να τον σκοτώσουν δίχως άργητα, να μη διαγύρει πίσω,
τώρα του κύρη σας την άτιμη βουλή θα μου πλερώστε»
Αυτά είπε, κι απ᾿ το αμάξι έγκρέμισε τον Πείσαντρο, στο στήθος
με το κοντάρι του τρυπώντας τον κι αυτός στη γη ξαπλώθη.
Μετά σκοτώνει τον Ιππόλοχο, που 'χε πηδήξει κάτω'
με το σπαθί τα χέρια του 'κοψε, του πήρε το κεφάλι,
και το κορμί του σπρώχνει, ως κούτσουρο να κυλιστεί στ᾿ ασκέρι.
Άφησε αυτούς μετά και χύθηκεν εκεί που πλήθια ασκέρια
ξεπαραλυούσαν, και ξοπίσω του κι οι άλλοι αντρειωμένοι Αργίτες'
145 Ἱππόλοχος δ᾽ ἀπόρουσε, τὸν αὖ χαμαὶ ἐξενάριξε
χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας ἀπό τ᾽ αὐχένα κόψας,
ὅλμον δ᾽ ὣς ἔσσευε κυλίνδεσθαι δι᾽ ὁμίλου.
τοὺς μὲν ἔασ᾽· ὃ δ᾽ ὅθι πλεῖσται κλονέοντο φάλαγγες,
τῇ ῥ᾽ ἐνόρουσ᾽, ἅμα δ᾽ ἄλλοι ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί.
150 πεζοὶ μὲν πεζοὺς ὄλεκον φεύγοντας ἀνάγκῃ,
ἱππεῖς δ᾽ ἱππῆας· ὑπὸ δέ σφισιν ὦρτο κονίη
ἐκ πεδίου, τὴν ὦρσαν ἐρίγδουποι πόδες ἵππων
χαλκῷ δηϊόωντες· ἀτὰρ κρείων Ἀγαμέμνων
αἰὲν ἀποκτείνων ἕπετ᾽ Ἀργείοισι κελεύων.
πεζοί πεζούς σκότωναν που 'φευγαν μεβιάς, κι αμαξολάτες
αμαξολάτες (κι από κάτω τους ο κουρνιαχτός πετιόταν
στον κάμπο μέσα απ᾿ των αλόγων τους τα βροντερά ποδάρια)
με το χαλκό χτυπώντας᾿ κι άπαυτα σκοτώνοντας ξοπίσω
χιμούσε ο ρήγας Αγαμέμνονας και ψύχωνε τους άλλους.
Χαλάστρα πυρκαγιά πως χύνεται σε σύδεντρο ρουμάνι,
κι οι άνεμοι εδώ κι εκεί στρουφίζοντας τη ρίχνουν, και τα θάμνα
σύριζα πέφτουν, απ᾿ τη μάνητα της φλόγας χτυπημένα'
όμοια και τότε απ᾿ του Αγαμέμνονα τα χέρια κάτω έπεφταν
κεφάλια Τρωών που έφευγαν κι έσερναν βροντώντας τ᾿ άδεια αμάξια
155 ὡς δ᾽ ὅτε πῦρ ἀΐδηλον ἐν ἀξύλῳ ἐμπέσῃ ὕλῃ,
πάντῃ τ᾽ εἰλυφόων ἄνεμος φέρει, οἳ δέ τε θάμνοι
πρόρριζοι πίπτουσιν ἐπειγόμενοι πυρὸς ὁρμῇ·
ὣς ἄρ᾽ ὑπ᾽ Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι πῖπτε κάρηνα
Τρώων φευγόντων, πολλοὶ δ᾽ ἐριαύχενες ἵπποι
160 κείν᾽ ὄχεα κροτάλιζον ἀνὰ πτολέμοιο γεφύρας
ἡνιόχους ποθέοντες ἀμύμονας· οἳ δ᾽ ἐπὶ γαίῃ
κείατο, γύπεσσιν πολὺ φίλτεροι ἢ ἀλόχοισιν.
Ἕκτορα δ᾽ ἐκ βελέων ὕπαγε Ζεὺς ἔκ τε κονίης
ἔκ τ᾽ ἀνδροκτασίης ἔκ θ᾽ αἵματος ἔκ τε κυδοιμοῦ·
πλήθος αλόγατα μακρόλαιμα στα διάβατα της μάχης,
τους άψεγους αμαξολάτες τους ζητώντας᾿ όμως τούτοι
στη γη χαρά των όρνιων κοίτουνταν, καημός των γυναικών τους.
Απ᾿ τις ριξιές ο Δίας τον Έχτορα μακριά κρατούσε ωστόσο
κι απ᾿ τη σφαγή κι απ᾿ το ανακάτωμα κι απ᾿ το αίμα κι απ᾿ τη σκόνη·
„κι ο γιος του Ατρέα χιμούσε αδιάκοπα ψυχώνοντας τους άλλους.
Κι οι Τρώες, σιμά στου γιου του Δάρδανου, στου Ίλου του αρχαίου το μνήμα,
στην άγρια τη συκιά μαζεύουνταν, μεσοκαμπίς, στο κάστρο
πίσω να γύρουν κι ακατάπαυτα χουγιάζοντας χιμούσε
ο γιος του Ατρέα, κι ο λύθρος μόλευε τ᾿ ανίκητα του χέρια.
165 Ἀτρεΐδης δ᾽ ἕπετο σφεδανὸν Δαναοῖσι κελεύων.
οἳ δὲ παρ᾽ Ἴλου σῆμα παλαιοῦ Δαρδανίδαο
μέσσον κὰπ πεδίον παρ᾽ ἐρινεὸν ἐσσεύοντο
ἱέμενοι πόλιος· ὃ δὲ κεκλήγων ἕπετ᾽ αἰεὶ
Ἀτρεΐδης, λύθρῳ δὲ παλάσσετο χεῖρας ἀάπτους.
170 ἀλλ᾽ ὅτε δὴ Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκοντο,
ἔνθ᾽ ἄρα δὴ ἵσταντο καὶ ἀλλήλους ἀνέμιμνον.
οἳ δ᾽ ἔτι κὰμ μέσσον πεδίον φοβέοντο βόες ὥς,
ἅς τε λέων ἐφόβησε μολὼν ἐν νυκτὸς ἀμολγῷ
πάσας· τῇ δέ τ᾽ ἰῇ ἀναφαίνεται αἰπὺς ὄλεθρος·
Όμως στο δρυ και στη Ζερβόπορτα σαν έφτασαν εκείνοι,
πήραν και στάθηκαν, προσμένοντας τους άλλους πότε θα 'ρθουν
μ᾿ αυτοί στον κάμπο ακόμα εβρίσκουνταν και φεύγαν, σα γελάδες
που λιόντας κυνηγάει χιμίζοντας μες στην καρδιά της νύχτας,
σ᾿ όλες μαζί, μα μια είναι που 'λαχε για να 'βρει ο Χάρος, οποιαν
μες στα γερά τσακώσει δόντια του, κι αφού της σπάσει πρώτα
το σβέρκο, αναρουφάει το γαίμα της και τρώει τα σωθικά της'
όμοια κι ο ρήγας Αγαμέμνονας, ο γιος του Ατρέα, χιμούσε
τον πιο στερνό χτυπώντας πάντα του, κι αυτοί τρεχάτοι έφευγαν.
Πολλοί κι απίστομα κι ανάσκελα κυλούσαν απ᾿ τ᾿ αμάξια
175 τῆς δ᾽ ἐξ αὐχέν᾽ ἔαξε λαβὼν κρατεροῖσιν ὀδοῦσι
πρῶτον, ἔπειτα δέ θ᾽ αἷμα καὶ ἔγκατα πάντα λαφύσσει·
ὣς τοὺς Ἀτρεΐδης ἔφεπε κρείων Ἀγαμέμνων
αἰὲν ἀποκτείνων τὸν ὀπίστατον· οἳ δ᾽ ἐφέβοντο.
πολλοὶ δὲ πρηνεῖς τε καὶ ὕπτιοι ἔκπεσον ἵππων
180 Ἀτρεΐδεω ὑπὸ χερσί· περὶ πρὸ γὰρ ἔγχεϊ θῦεν.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τάχ᾽ ἔμελλεν ὑπὸ πτόλιν αἰπύ τε τεῖχος
ἵξεσθαι, τότε δή ῥα πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε
Ἴδης ἐν κορυφῇσι καθέζετο πιδηέσσης
οὐρανόθεν καταβάς· ἔχε δ᾽ ἀστεροπὴν μετὰ χερσίν.
κάτω απ᾿ τα χέρια του, τι εχύνουνταν με το κοντάρι ολούθε.
Μα ως πια στο κάστρο κοντοζύγωναν και στ᾿ αψηλά τειχιά του,
την ώρα εκείνη των αθάνατων και των θνητών ο κύρης
στης Ίδας κάτω της πολύβρυσης τις κορυφές κατέβη
ψηλά απ᾿ τα ουράνια, και στα χέρια του κρατούσε αστροπελέκι.
Την Ίρη τότε τη χρυσόφτερη μαντατοφόρα στέλνει:
«Ίρη ανεμόποδη, στον Έχτορα τρέχα να πεις τι θέλω'
όσο θωράει τον Αγαμέμνονα το ρήγα μες στους πρώτους
να χύνεται μπροστά, θερίζοντας των Τρωών το ασκέρι αράδα,
πίσω ας τραβάει, και στους επίλοιπους κουράγιο ας δίνει μόνο,
185 Ἶριν δ᾽ ὄτρυνε χρυσόπτερον ἀγγελέουσαν·
βάσκ᾽ ἴθι Ἶρι ταχεῖα, τὸν Ἕκτορι μῦθον ἐνίσπες·
ὄφρ᾽ ἂν μέν κεν ὁρᾷ Ἀγαμέμνονα ποιμένα λαῶν
θύνοντ᾽ ἐν προμάχοισιν ἐναίροντα στίχας ἀνδρῶν,
τόφρ᾽ ἀναχωρείτω, τὸν δ᾽ ἄλλον λαὸν ἀνώχθω
190 μάρνασθαι δηΐοισι κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην.
αὐτὰρ ἐπεί κ᾽ ἢ δουρὶ τυπεὶς ἢ βλήμενος ἰῷ
εἰς ἵππους ἅλεται, τότε οἱ κράτος ἐγγυαλίξω
κτείνειν εἰς ὅ κε νῆας ἐϋσσέλμους ἀφίκηται
δύῃ τ᾽ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθῃ.
με τους οχτρούς στον άγριο τάραχο να πολεμούν αντρίκεια.
Μ᾿ αν κονταριά τον Αγαμέμνονα χτυπήσει για σαγίτα
κι απά στο αμάξι ανέβη, δύναμη να σφάζει θα του δώσω,
ωσόπου πια στα καλοκούβερτα πλεούμενα σιμώσει,
και πέσει ο γήλιος βασιλεύοντας και το άγιο απλώσει σκότος.»
Αυτά είπε, κι η ανεμόποδη Ίριδα γρικάει τον ορισμό του,
κι απ᾿ τα βουνά της Ίδας χύθηκε κατά την Τροία την άγια'
και κει τον Έχτορα, του αντρόκαρδου το γιο του Πρίαμου, βρίσκει
πίσω από τ᾿ άλογα να στέκεται πα στο γερό του αμάξι.
Κι η Ίριδα εστάθη η φτεροπόδαρη κοντά του και μιλούσε:
195 ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις,
βῆ δὲ κατ᾽ Ἰδαίων ὀρέων εἰς Ἴλιον ἱρήν.
εὗρ᾽ υἱὸν Πριάμοιο δαΐφρονος Ἕκτορα δῖον
ἑσταότ᾽ ἔν θ᾽ ἵπποισι καὶ ἅρμασι κολλητοῖσιν·
ἀγχοῦ δ᾽ ἱσταμένη προσέφη πόδας ὠκέα Ἶρις·
200 Ἕκτορ υἱὲ Πριάμοιο Διὶ μῆτιν ἀτάλαντε
Ζεύς με πατὴρ προέηκε τεῒν τάδε μυθήσασθαι.
ὄφρ᾽ ἂν μέν κεν ὁρᾷς Ἀγαμέμνονα ποιμένα λαῶν
θύνοντ᾽ ἐν προμάχοισιν, ἐναίροντα στίχας ἀνδρῶν,
τόφρ᾽ ὑπόεικε μάχης, τὸν δ᾽ ἄλλον λαὸν ἄνωχθι
«Έχτορα, γιε του Πριάμου ασύγκριτε, που 'χεις του Δία τη γνώση,
ο αφέντης Δίας σε σένα μ᾿ έστειλε το λόγο του ν᾿ ακούσεις:
Όσο θωράς τον Αγαμέμνονα το ρήγα μες στους πρώτους
να χύνεται μπροστά, θερίζοντας των Τρωών το ασκέρι αράδα,
τραβήξου εσύ, και στους επίλοιπους κουράγιο δίνε μόνο,
με τους οχτρούς στον άγριο τάραχο να πολεμούν αντρίκεια.
Μ᾿ αν κονταριά τον Αγαμέμνονα χτυπήσει για σαγίτα
κι απά στο αμάξι ανέβει, δύναμη να σφάζεις θα σου δώσει,
ωσόπου πια στα καλοκούβερτα πλεούμενα σιμώσεις,
κι ο γήλιος πέσει βασιλεύοντας και το άγιο απλώσει σκότος.»
205 μάρνασθαι δηΐοισι κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην.
αὐτὰρ ἐπεί κ᾽ ἢ δουρὶ τυπεὶς ἢ βλήμενος ἰῷ
εἰς ἵππους ἅλεται, τότε τοι κράτος ἐγγυαλίξει
κτείνειν, εἰς ὅ κε νῆας ἐϋσσέλμους ἀφίκηαι
δύῃ τ᾽ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθῃ.
210 ἣ μὲν ἄρ᾽ ὣς εἰποῦσ᾽ ἀπέβη πόδας ὠκέα Ἶρις,
Ἕκτωρ δ᾽ ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χαμᾶζε,
πάλλων δ᾽ ὀξέα δοῦρα κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντῃ
ὀτρύνων μαχέσασθαι, ἔγειρε δὲ φύλοπιν αἰνήν.
οἳ δ᾽ ἐλελίχθησαν καὶ ἐναντίοι ἔσταν Ἀχαιῶν,
Ως είπε αυτά η γοργόποδη Ίριδα, μισεύει πίσω πάλε,
κι εκείνος πήδηξε άπ᾿ τ᾿ αμάξι του συνάρματος στο χώμα,
κι έτρεξε, σειώντας τα κοντάρια του τα μυτερά, στ᾿ ασκέρι,
να μπουν στον πόλεμο φωνάζοντας, κι άγρια ξανάβει μάχη.
Κάνουν κι αυτοί στροφή και βρέθηκαν αντίκρα στους Αργίτες'
μα όπως επήραν και δυνάμωσαν κι oι Αργίτες τις γραμμές τους,
άνοιξε ο πόλεμος και στάθηκαν αντικριστά, κι εχύθη
μπροστά απ᾿ τους άλλους ο Αγαμέμνονας, να πολεμήσει πρώτος.
Πέστε μου τώρα, Μούσες, που 'χετε τον Όλυμπο παλάτι,
ποιος ήρθε ομπρός στον Αγαμέμνονα και στάθη απ᾿ όλους πρώτος
215 Ἀργεῖοι δ᾽ ἑτέρωθεν ἐκαρτύναντο φάλαγγας.
ἀρτύνθη δὲ μάχη, στὰν δ᾽ ἀντίοι· ἐν δ᾽ Ἀγαμέμνων
πρῶτος ὄρουσ᾽, ἔθελεν δὲ πολὺ προμάχεσθαι ἁπάντων.
ἔσπετε νῦν μοι Μοῦσαι Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχουσαι
ὅς τις δὴ πρῶτος Ἀγαμέμνονος ἀντίον ἦλθεν
220 ἢ αὐτῶν Τρώων ἠὲ κλειτῶν ἐπικούρων.
Ἰφιδάμας Ἀντηνορίδης ἠΰς τε μέγας τε
ὃς τράφη ἐν Θρῄκῃ ἐριβώλακι μητέρι μήλων·
Κισσῆς τόν γ᾽ ἔθρεψε δόμοις ἔνι τυτθὸν ἐόντα
μητροπάτωρ, ὃς τίκτε Θεανὼ καλλιπάρῃον·
για από τους Τρώες για από τους σύμμαχους τους κοσμοξακουσμένους;
Ο γιος ο αρχοντικός, ο λιόγεννος, του Αντήνορα Ιφιδάμας,
αναθραμμένος στην πολύκαρπη, την αρνομάνα Θράκη'
τον είχεν ο Κισσέας στο σπίτι του, παππούς από μητέρα,
της Θεανώς της ροδομάγουλης ο κύρης, αναστήσει,
μικρός σαν ήταν μα σαν άνθισεν η φουμιστή του η νιότη,
εκεί τον κράτησε και του 'δωκε την κόρη του γυναίκα'
κι αφήκε τον παστό τους νιόγαμπρός, γρικώντας πως εφτάσαν
οι Δαναοί, και δώδεκα άρμενα ξοπίσω του ακλουθούσαν.
Όμως τα πλοία τα καλοζύγιαστα τ᾿ αφήκε στην Περκώτη,
225 αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἥβης ἐρικυδέος ἵκετο μέτρον,
αὐτοῦ μιν κατέρυκε, δίδου δ᾽ ὅ γε θυγατέρα ἥν·
γήμας δ᾽ ἐκ θαλάμοιο μετὰ κλέος ἵκετ᾽ Ἀχαιῶν
σὺν δυοκαίδεκα νηυσὶ κορωνίσιν, αἵ οἱ ἕποντο.
τὰς μὲν ἔπειτ᾽ ἐν Περκώτῃ λίπε νῆας ἐΐσας,
230 αὐτὰρ ὃ πεζὸς ἐὼν ἐς Ἴλιον εἰληλούθει·
ὅς ῥα τότ᾽ Ἀτρεΐδεω Ἀγαμέμνονος ἀντίον ἦλθεν.
οἳ δ᾽ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἰόντες,
Ἀτρεΐδης μὲν ἅμαρτε, παραὶ δέ οἱ ἐτράπετ᾽ ἔγχος,
Ἰφιδάμας δὲ κατὰ ζώνην θώρηκος ἔνερθε
κι αυτός στεριάς επήγε κι έφτασε στης Τροίας το κάστρο μέσα.
Τούτος λοιπόν στον Αγαμέμνονα στάθηκε αντίκρα τότε'
κι όπως τρεχάτοι κοντοζύγωσαν χιμώντας ο ένας του άλλου,
ο Ατρείδης το κοντάρι πέταξε λοξά και δεν τον βρήκε'
μ᾿ αυτόν τον χτύπησε ο Ιφιδάμαντας στο θώρακα από κάτω,
στη ζώνη, κι έβαλε και δύναμη με το βαρύ του χέρι.
Μα το ζωνάρι τ᾿ ολοπλούμιστο δεν τρύπησε᾿ πιο πρώτα
βρήκε ο χαλός τ᾿ ασημοστόλιδα και στράβωσε ως μολύβι.
Κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας αρπάζει το κοντάρι,
και σέρνοντας τον του το τράβηξε μανιάζοντας, σα λιόντας'
235 νύξ᾽, ἐπὶ δ᾽ αὐτὸς ἔρεισε βαρείῃ χειρὶ πιθήσας·
οὐδ᾽ ἔτορε ζωστῆρα παναίολον, ἀλλὰ πολὺ πρὶν
ἀργύρῳ ἀντομένη μόλιβος ὣς ἐτράπετ᾽ αἰχμή.
καὶ τό γε χειρὶ λαβὼν εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων
ἕλκ᾽ ἐπὶ οἷ μεμαὼς ὥς τε λίς, ἐκ δ᾽ ἄρα χειρὸς
240 σπάσσατο· τὸν δ᾽ ἄορι πλῆξ᾽ αὐχένα, λῦσε δὲ γυῖα.
ὣς ὃ μὲν αὖθι πεσὼν κοιμήσατο χάλκεον ὕπνον
οἰκτρὸς ἀπὸ μνηστῆς ἀλόχου, ἀστοῖσιν ἀρήγων,
κουριδίης, ἧς οὔ τι χάριν ἴδε, πολλὰ δ᾽ ἔδωκε·
πρῶθ᾽ ἑκατὸν βοῦς δῶκεν, ἔπειτα δὲ χίλι᾽ ὑπέστη
μετά με μια σπαθιά στο σβέρκο του του παραλύει τα γόνα.
Σε μολυβένιον ύπνο, πέφτοντας, βυθίστηκεν ο δόλιος,
τους εδικούς του ως εδιαφέντευε κι αλάργα απ᾿ την καλή του,
που δεν τα χάρηκε, κι ας έδωκε πολλά για να την πάρει᾿
εκατό βόδια της πρωτόδωκε κι έταζε χίλια ακόμα,
κι αρνιά και γίδια, από τ᾿ αρίφνητα που του 'βοσκαν κοπάδια.
Μα τότε ο Ατρείδης Αγαμέμνονας τον έγδυσε, και πίσω
γυρνούσε στους Αργίτες τα όμορφα κρατώντας άρματά του.
Όπως αντίκρισε το αδέρφι του νεκρό να πέφτει χάμω,
ο Κόωνας, πρώτος γιος του Αντήνορα, στον κόσμο ξακουσμένος,
245 αἶγας ὁμοῦ καὶ ὄϊς, τά οἱ ἄσπετα ποιμαίνοντο.
δὴ τότε γ᾽ Ἀτρεΐδης Ἀγαμέμνων ἐξενάριξε,
βῆ δὲ φέρων ἀν᾽ ὅμιλον Ἀχαιῶν τεύχεα καλά.
τὸν δ᾽ ὡς οὖν ἐνόησε Κόων ἀριδείκετος ἀνδρῶν
πρεσβυγενὴς Ἀντηνορίδης, κρατερόν ῥά ἑ πένθος
250 ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε κασιγνήτοιο πεσόντος.
στῆ δ᾽ εὐρὰξ σὺν δουρὶ λαθὼν Ἀγαμέμνονα δῖον,
νύξε δέ μιν κατὰ χεῖρα μέσην ἀγκῶνος ἔνερθε,
ἀντικρὺ δὲ διέσχε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή.
ῥίγησέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων·
καημός ανείπωτος του σκέπασε μεμιάς τα δυο του μάτια.
Στάθηκε πλάι στον Αγαμέμνονα κρυφά με το κοντάρι
και του χτυπάει το καλαμόχερο, πιο κάτω απ᾿ τον αγκώνα,
κι απ᾿ το κοντάρι που στραφτάλιζε βγήκε ο χαλός αντίκρυ.
Έκοψε κρύος τον Αγαμέμνονα το ρήγα ιδρώτας τότε,
μα δεν παράτησε τον πόλεμο και τη σφαγή, μονάχα
με το ανεμόθρεφτο κοντάρι του χιμάει στον Κόωνα πάνω.
Ωστόσο αυτός τον Ιφιδάμαντα, που ίδιοι γονιοί είχαν κάμει,
τραβούσε από το πόδι, κι έκραζε στους αντρειωμένους όλους·
μα όπως τραβούσε, τον επέτυχε πιο κάτω απ᾿ το σκουτάρι
255 ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὧς ἀπέληγε μάχης ἠδὲ πτολέμοιο,
ἀλλ᾽ ἐπόρουσε Κόωνι ἔχων ἀνεμοτρεφὲς ἔγχος.
ἤτοι ὃ Ἰφιδάμαντα κασίγνητον καὶ ὄπατρον
ἕλκε ποδὸς μεμαώς, καὶ ἀΰτει πάντας ἀρίστους·
τὸν δ᾽ ἕλκοντ᾽ ἀν᾽ ὅμιλον ὑπ᾽ ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης
260 οὔτησε ξυστῷ χαλκήρεϊ, λῦσε δὲ γυῖα·
τοῖο δ᾽ ἐπ᾽ Ἰφιδάμαντι κάρη ἀπέκοψε παραστάς.
ἔνθ᾽ Ἀντήνορος υἷες ὑπ᾽ Ἀτρεΐδῃ βασιλῆϊ
πότμον ἀναπλήσαντες ἔδυν δόμον Ἄϊδος εἴσω.
αὐτὰρ ὃ τῶν ἄλλων ἐπεπωλεῖτο στίχας ἀνδρῶν
το αφαλωτό με το κοντάρι του και του 'λυσε τα γόνα·
τρέχει, κι απά στον Ιφιδάμαντα του κόβει το κεφάλι.
Έτσι απ᾿ το γιο του Ατρέα δαμάστηκαν και χάσαν τη ζωή τους
οι γιοί του Αντήνορα, βουλιάζοντας στο μαύρον Άδη κάτω.
Κι ωστόσο επήρε αυτός και χίμιζε και μες στους Τρώες τους άλλους
με το σπαθί και το κοντάρι του και με χοντρά λιθάρια,
όση ώρα ακόμα το αίμα ανάβρυζε ζεστό από την πληγή του.
Μα μόλις η πληγή ξεράθηκε και στάθη πια το γαίμα,
τον πήραν οι σουβλιές αβάσταχτες τον αντρειωμένο Ατρείδη.
Πώς σε γυναίκα πια ετοιμόγεννην οι πικροπονοδότρες
265 ἔγχεΐ τ᾽ ἄορί τε μεγάλοισί τε χερμαδίοισιν,
ὄφρά οἱ αἷμ᾽ ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς.
αὐτὰρ ἐπεὶ τὸ μὲν ἕλκος ἐτέρσετο, παύσατο δ᾽ αἷμα,
ὀξεῖαι δ᾽ ὀδύναι δῦνον μένος Ἀτρεΐδαο.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ὠδίνουσαν ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα
270 δριμύ, τό τε προϊεῖσι μογοστόκοι Εἰλείθυιαι
Ἥρης θυγατέρες πικρὰς ὠδῖνας ἔχουσαι,
ὣς ὀξεῖ᾽ ὀδύναι δῦνον μένος Ἀτρεΐδαο.
ἐς δίφρον δ᾽ ἀνόρουσε, καὶ ἡνιόχῳ ἐπέτελλε
νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ἐλαυνέμεν· ἤχθετο γὰρ κῆρ.
θεές Λεχούσες σφάχτη στέλνουνε, κι είναι της Ήρας κόρες,
και σέρνουν σουβλερούς ξοπίσω τους, φαρμακωμένους πόνους·
τέτοιες σουβλιές στο χέρι του ένιωσε κι ο Ατρείδης ο αντρειωμένος.
Πηδάει στο αμάξι ευτύς και πρόσταξε του αμαξολάτη, τ᾿ άτια
στα βαθουλά να τρέξει τ᾿ άρμενα, τι εβάραινε η καρδιά του'
και δυνατά, πριν φύγει, εφώναξε, ν᾿ ακούσουν όλοι οι Αργίτες:
«Καλοί μου φίλοι, Αργίτες άρχοντες και πρωτοκεφαλάδες,
κρατήστε τώρα εσείς τον πόλεμο τον άγριο, να γλιτώστε
τα πελαγόδρομα καράβια μας, τι ολημερίς εμένα
τους Τρώες δεν άφησε ο βαθύγνωμος ο Δίας να πολεμήσω.»
275 ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον Δαναοῖσι γεγωνώς·
ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες
ὑμεῖς μὲν νῦν νηυσὶν ἀμύνετε ποντοπόροισι
φύλοπιν ἀργαλέην, ἐπεὶ οὐκ ἐμὲ μητίετα Ζεὺς
εἴασε Τρώεσσι πανημέριον πολεμίζειν.
280 ὣς ἔφαθ᾽, ἡνίοχος δ᾽ ἵμασεν καλλίτριχας ἵππους
νῆας ἔπι γλαφυράς· τὼ δ᾽ οὐκ ἀέκοντε πετέσθην·
ἄφρεον δὲ στήθεα, ῥαίνοντο δὲ νέρθε κονίῃ
τειρόμενον βασιλῆα μάχης ἀπάνευθε φέροντες.
Ἕκτωρ δ᾽ ὡς ἐνόησ᾽ Ἀγαμέμνονα νόσφι κιόντα
Είπε, κι ο αμαξολάτης χτύπησε τα ωριότριχα άλογα του,
που πρόθυμα πέταξαν, στ᾿ άρμενα τα βαθουλά τραβώντας.
Τα στήθη τους με αφρούς σκεπάζουνταν κι ο κουρνιαχτός τα πόδια
τους γέμιζε, απ᾿ τη μάχη ως έσερναν το ρήγα που πονούσε.
Κι ο μέγας Έχτορας, ως ξέκρινε το γιο του Ατρέα να φεύγει,
σέρνει φωνή τρανή γκαρδιώνοντας τους Τρώες και τους Λυκιώτες:
« Λυκιώτες και Δαρδάνοι αντρόψυχοι και Τρώες, ακούστε με όλοι'
άντρες σταθείτε, ορθή κρατάτε τη της αντριγιάς τη φλόγα!
τι τώρα ο πιο αντρειωμένος έφυγε, κι ο Δίας, ο γιος του Κρόνου,
έδωκε εμένα δόξα αθάνατη᾿ στους γαύρους πάνω Αργίτες
285 Τρωσί τε καὶ Λυκίοισιν ἐκέκλετο μακρὸν ἀΰσας·
Τρῶες καὶ Λύκιοι καὶ Δάρδανοι ἀγχιμαχηταὶ
ἀνέρες ἔστε φίλοι, μνήσασθε δὲ θούριδος ἀλκῆς.
οἴχετ᾽ ἀνὴρ ὤριστος, ἐμοὶ δὲ μέγ᾽ εὖχος ἔδωκε
Ζεὺς Κρονίδης· ἀλλ᾽ ἰθὺς ἐλαύνετε μώνυχας ἵππους
290 ἰφθίμων Δαναῶν, ἵν᾽ ὑπέρτερον εὖχος ἄρησθε.
ὣς εἰπὼν ὄτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου.
ὡς δ᾽ ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας ἀργιόδοντας
σεύῃ ἐπ᾽ ἀγροτέρῳ συῒ καπρίῳ ἠὲ λέοντι,
ὣς ἐπ᾽ Ἀχαιοῖσιν σεῦε Τρῶας μεγαθύμους
βαράτε τ᾿ άτια τα μονόνυχα, που πιο να δοξαστείτε.»
Αυτά είπε, κι όλοι επήραν δύναμη και στύλωσε η καρδιά τους.
ο αγριμολόγος πώς τ᾿ ασπρόδοντα ξαμόλυσε σκυλιά του
σε λιόντα για και σ᾿ άγριογούρουνο λογγοθρεμμένο απάνω'
όμοια και τότε ο μέγας Έχτορας, σαν Άρης αντροφόνος,
τους Τρώες ξαμόλυσε τους άφοβους απάνω στους Αργίτες'
κι ατός του, για τη νίκη σίγουρος, τραβούσε με τους πρώτους,
και μες στη μάχη εχύθη, δρόλαπας θαρρείς ξεφρενιασμένος,
που στο μαβί χιμίζει πέλαγο κι άγρια φουρτούνα ασκώνει.
Ποιόν πρώτο αλήθεια και ποιόν ύστερο του Πρίαμου ο γιος στο χώμα,
295 Ἕκτωρ Πριαμίδης βροτολοιγῷ ἶσος Ἄρηϊ.
αὐτὸς δ᾽ ἐν πρώτοισι μέγα φρονέων ἐβεβήκει,
ἐν δ᾽ ἔπεσ᾽ ὑσμίνῃ ὑπεραέϊ ἶσος ἀέλλῃ,
ἥ τε καθαλλομένη ἰοειδέα πόντον ὀρίνει.
ἔνθα τίνα πρῶτον, τίνα δ᾽ ὕστατον ἐξενάριξεν
300 Ἕκτωρ Πριαμίδης, ὅτε οἱ Ζεὺς κῦδος ἔδωκεν;
Ἀσαῖον μὲν πρῶτα καὶ Αὐτόνοον καὶ Ὀπίτην
καὶ Δόλοπα Κλυτίδην καὶ Ὀφέλτιον ἠδ᾽ Ἀγέλαον
Αἴσυμνόν τ᾽ Ὦρόν τε καὶ Ἱππόνοον μενεχάρμην.
τοὺς ἄρ᾽ ὅ γ᾽ ἡγεμόνας Δαναῶν ἕλεν, αὐτὰρ ἔπειτα
ο Έχτορας, έριξε, όπως του 'δινεν ο Δίας τη νίκη τώρα;
Τον Τώρο, τον Ασαίο, τον άτρομον Ιππόνοο, τον Οπίτη,
και του Κλυτέα το γιο το Δόλοπα και τον Αγέλαο ρίχνει
και τον Αυτόνοο και τον Αίσυμνο και τον Οφέλτιο πρώτα'
αυτούς απ᾿ τους Αργίτες σκότωσε ρηγάδες, και στο πλήθος
πέφτει μετά. Καθώς ο Ζέφυρος με σίφουνα μεγάλο
φερμένα από το Νότο σύγνεφα λευκά χτυπάει και σπρώχνει,
και φουσκωτά κυλούν τα κύματα, κι η άχνη ψηλά σκορπιέται
απ᾿ την ορμή του πολυτάξιδου κυνηγημένη ανέμου'
παρόμοια κι ο Έχτορας εθέριζε πολλά κεφάλια τότε.
305 πληθύν, ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ
ἀργεστᾶο Νότοιο βαθείῃ λαίλαπι τύπτων·
πολλὸν δὲ τρόφι κῦμα κυλίνδεται, ὑψόσε δ᾽ ἄχνη
σκίδναται ἐξ ἀνέμοιο πολυπλάγκτοιο ἰωῆς·
ὣς ἄρα πυκνὰ καρήαθ᾽ ὑφ᾽ Ἕκτορι δάμνατο λαῶν.
310 ἔνθά κε λοιγὸς ἔην καὶ ἀμήχανα ἔργα γένοντο,
καί νύ κεν ἐν νήεσσι πέσον φεύγοντες Ἀχαιοί,
εἰ μὴ Τυδεΐδῃ Διομήδεϊ κέκλετ᾽ Ὀδυσσεύς·
Τυδεΐδη τί παθόντε λελάσμεθα θούριδος ἀλκῆς;
ἀλλ᾽ ἄγε δεῦρο πέπον, παρ᾽ ἔμ᾽ ἵσταο· δὴ γὰρ ἔλεγχος
Δουλειές αγιάτρευτες θα γίνουνταν εκεί, μεγάλη θράψη,
κι οι Αργίτες στα καράβια φεύγοντας θα πέφταν, ο Οδυσσέας
αν στου Τυδέα το γιο δε φώναζε κουράγιο δίνοντας του:
«Διομήδη, τι είναι αυτά που επάθαμε και της αντρείας ξεχνούμε;
Έλα, καλέ μου, στάσου δίπλα μου, τι θα 'ναι δα ντροπή μας
να πάρει τ᾿ άρμενά μας ο Έχτορας ο λαμπροκρανοσείστης.»
Κι ο δυνατός Διομήδης στράφηκε κι απηλογιά του δίνει:
«Εγώ θα κρατηθώ στη θέση μου και θα βαστήξω, ωστόσο
δε θα 'ναι λέω μεγάλο τ᾿ όφελος, τι ο νεφελοστοιβάχτης
ο Δίας στους Τρώες τη νίκη θέλησε, κι όχι σε μας να δώσει.»
315 ἔσσεται εἴ κεν νῆας ἕλῃ κορυθαίολος Ἕκτωρ.
τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη κρατερὸς Διομήδης·
ἤτοι ἐγὼ μενέω καὶ τλήσομαι· ἀλλὰ μίνυνθα
ἡμέων ἔσσεται ἦδος, ἐπεὶ νεφεληγερέτα Ζεὺς
Τρωσὶν δὴ βόλεται δοῦναι κράτος ἠέ περ ἡμῖν.
320 ἦ καὶ Θυμβραῖον μὲν ἀφ᾽ ἵππων ὦσε χαμᾶζε
δουρὶ βαλὼν κατὰ μαζὸν ἀριστερόν· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ἀντίθεον θεράποντα Μολίονα τοῖο ἄνακτος.
τοὺς μὲν ἔπειτ᾽ εἴασαν, ἐπεὶ πολέμου ἀπέπαυσαν·
τὼ δ᾽ ἀν᾽ ὅμιλον ἰόντε κυδοίμεον, ὡς ὅτε κάπρω
Είπε, και το Θυβραίο κοντάρεψε στο αριστερό βυζί του,
κι από το αμάξι του τον γκρέμισε᾿ και τον ισόθεο πάλε
Μολίονα, του Θυβραίού το σύντροφο, ρίχνει ο Οδυσσέας στο χώμα.
Τους κόψαν την ορμή για πόλεμο κι εκεί τους παράτησαν,
κι εκείνοι μες στο ασκέρι εχύθηκαν και κάναν θράψη, ως κάπροι
που θρασεμένοι απάνω εχίμιξαν σε σκύλους κυνηγάρους'
όμοια, ξανά χιμώντας, σκότωναν τους Τρώες, και ξανασάναν
χαρούμενοι, απ᾿ το θείο τον Έχτορα κυνηγημένοι, οι Αργίτες.
Τότε μαζί κι αμάξι εκούρσεψαν και δυο άντρειανούς σκότωσαν'
απ᾿ την Περκώτη, γιους του Μέροπα, που απ᾿ όλους πιο τους άλλους
325 ἐν κυσὶ θηρευτῇσι μέγα φρονέοντε πέσητον·
ὣς ὄλεκον Τρῶας πάλιν ὀρμένω· αὐτὰρ Ἀχαιοὶ
ἀσπασίως φεύγοντες ἀνέπνεον Ἕκτορα δῖον.
ἔνθ᾽ ἑλέτην δίφρόν τε καὶ ἀνέρε δήμου ἀρίστω
υἷε δύω Μέροπος Περκωσίου, ὃς περὶ πάντων
330 ᾔδεε μαντοσύνας, οὐδὲ οὓς παῖδας ἔασκε
στείχειν ἐς πόλεμον φθισήνορα· τὼ δέ οἱ οὔ τι
πειθέσθην· κῆρες γὰρ ἄγον μέλανος θανάτοιο.
τοὺς μὲν Τυδεΐδης δουρικλειτὸς Διομήδης
θυμοῦ καὶ ψυχῆς κεκαδὼν κλυτὰ τεύχε᾽ ἀπηύρα·
της μαντικής τις τέχνες κάτεχε, κι ουδ᾿ άφηνε τους γιους του
στον αντροφά να πάνε πόλεμο᾿ μ᾿ αυτοί δεν τον άκουσαν,
οι μαύρες Λάμιες λες του Χάροντα στο χαλασμό τους σπρώχναν.
Αυτών των δυο ο Διομήδης άρπαξε, κονταροκατεχάρης,
ζωή, ψυχή, και τα περίλαμπρα τους έγδυσε άρματά τους.
Δυο κι ο Οδυσσέας σκοτώνει, Ιππόδαμο κι Υπείροχο τους λέγαν.
Κι ανάμεσα τους ισοζύγιαζε τη μάχη από την Ίδα
ο Δίας βιγλίζοντας, και σκότωναν ο ένας τον άλλο εκείνοι.
Πρώτα ο Διομήδης τον Αγάστροφο χτυπάει με το κοντάρι,
το γιο του Παίονα, στο λαγγόνι του᾿ δεν είχε αυτός κοντά του
335 Ἱππόδαμον δ᾽ Ὀδυσεὺς καὶ Ὑπείροχον ἐξενάριξεν.
ἔνθά σφιν κατὰ ἶσα μάχην ἐτάνυσσε Κρονίων
ἐξ Ἴδης καθορῶν· τοὶ δ᾽ ἀλλήλους ἐνάριζον.
ἤτοι Τυδέος υἱὸς Ἀγάστροφον οὔτασε δουρὶ
Παιονίδην ἥρωα κατ᾽ ἰσχίον· οὐ δέ οἱ ἵπποι
340 ἐγγὺς ἔσαν προφυγεῖν, ἀάσατο δὲ μέγα θυμῷ.
τοὺς μὲν γὰρ θεράπων ἀπάνευθ᾽ ἔχεν, αὐτὰρ ὃ πεζὸς
θῦνε διὰ προμάχων, εἷος φίλον ὤλεσε θυμόν.
Ἕκτωρ δ᾽ ὀξὺ νόησε κατὰ στίχας, ὦρτο δ᾽ ἐπ᾽ αὐτοὺς
κεκλήγων· ἅμα δὲ Τρώων εἵποντο φάλαγγες.
το αμάξι του να φύγει τρέχοντας, κι ήταν βαρύ το λάθος.
Τ᾿ άτια κρατούσε ο αμαξολάτης του πέρα μακριά, και τούτος
πεζός στους πρώτους μέσα εμάχουνταν, ως που τον βρήκε ο Χάρος.
Τους είδε τότε ο μέγας Έχτορας μες στις γραμμές, και πέφτει
σκούζοντας πάνω τους, κι οι φάλαγγες των Τρωών ξοπίσω έρχονταν.
Κι ως τον αντίκρισε ο βροντόφωνος Διομήδης, σύγκρυο του 'ρθε,
και του Οδυσσέα γυρνώντας μίλησε, που πλάι του εκεί βρισκόταν:
«Κακό μεγάλο ο γαύρος Έχτορας, που απάνω μας πλακώνει'
μα εμείς εδώ ας σταθούμε ασάλευτοι να κονταροκρουστούμε.»
Είπε, και το μακρόισκιωτο έριξε κοντάρι του με φόρα,
345 τὸν δὲ ἰδὼν ῥίγησε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης,
αἶψα δ᾽ Ὀδυσσῆα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα·
νῶϊν δὴ τόδε πῆμα κυλίνδεται ὄβριμος Ἕκτωρ·
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ στέωμεν καὶ ἀλεξώμεσθα μένοντες.
ἦ ῥα, καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος
350 καὶ βάλεν, οὐδ᾽ ἀφάμαρτε τιτυσκόμενος κεφαλῆφιν,
ἄκρην κὰκ κόρυθα· πλάγχθη δ᾽ ἀπὸ χαλκόφι χαλκός,
οὐδ᾽ ἵκετο χρόα καλόν· ἐρύκακε γὰρ τρυφάλεια
τρίπτυχος αὐλῶπις, τήν οἱ πόρε Φοῖβος Ἀπόλλων.
Ἕκτωρ δ᾽ ὦκ᾽ ἀπέλεθρον ἀνέδραμε, μίκτο δ᾽ ὁμίλῳ,
και δεν ξαστόχησε᾿ τον πέτυχε στην κορυφή του κράνους,
την κεφαλή του ως εσημάδευε᾿ μα το χαλκό τινάζει
πίσω ο χαλκός, και στ᾿ ώριο δέρμα του δε φτάνει᾿ τι το κράνος
το στενοπρόσωπο, το τρίδιπλο, τον γλίτωσε του Φοίβου.
Κι ο Έχτορας μίλια πισωγύρισε και χώθη μες στ'ασκέρι,
κι άπα στα γόνατα σωριάστηκε, κι ακούμπησε στο χώμα
τ᾿ αδρό του χέρι, και του σκέπασε μαύρη νυχτιά τα μάτια.
Μα ως που να τρέξει στο κοντάρι του ξοπίσω ο Διομήδης
τραβώντας μέσα από τους πρόμαχους, να ιδεί που του 'χε πέσει,
ο Έχτορας πήρε ανάσα, επήδηξε στο αμάξι απάνω πάλε,
355 στῆ δὲ γνὺξ ἐριπὼν καὶ ἐρείσατο χειρὶ παχείῃ
γαίης· ἀμφὶ δὲ ὄσσε κελαινὴ νὺξ ἐκάλυψεν.
ὄφρα δὲ Τυδεΐδης μετὰ δούρατος ᾤχετ᾽ ἐρωὴν
τῆλε διὰ προμάχων, ὅθι οἱ καταείσατο γαίης
τόφρ᾽ Ἕκτωρ ἔμπνυτο, καὶ ἂψ ἐς δίφρον ὀρούσας
360 ἐξέλασ᾽ ἐς πληθύν, καὶ ἀλεύατο κῆρα μέλαιναν.
δουρὶ δ᾽ ἐπαΐσσων προσέφη κρατερὸς Διομήδης·
ἐξ αὖ νῦν ἔφυγες θάνατον κύον· ἦ τέ τοι ἄγχι
ἦλθε κακόν· νῦν αὖτέ σ᾽ ἐρύσατο Φοῖβος Ἀπόλλων
ᾧ μέλλεις εὔχεσθαι ἰὼν ἐς δοῦπον ἀκόντων.
και μες στο πλήθος πήρε κι έφευγε, και γλίτωσε του Χάρου.
Κι ο δυνατός Διομήδης του 'κραξε με το κοντάρι ορμώντας:
«Του Χάρου, σκύλε, πάλι εξέφυγες! Μια τρίχα και χανόσουν!
Ξανά σε γλίτωσεν ο Απόλλωνας ο Φοίβος, που ως στους χτύπους
των κονταριών κίνας, ταξίματα περίσσια θα του κάνεις.
Θα σε ξεκάμω εγώ, μη γνοιάζεσαι! Θα σε πετύχω πάλε,
κάποιος κι εμένα απ᾿ τους αθάνατους μαθές αν παραστέκει.
Τώρα η σειρά των άλλων πάνω τους θα πέσω, κι όποιον λάχω!»
Ως είπε τούτα, τον Αγάστροφο τον αντρειωμένο γδύνει.
Στο ρήγα το Διομήδη ο Αλέξαντρος, της ομορφομαλλούσας
365 ἦ θήν σ᾽ ἐξανύω γε καὶ ὕστερον ἀντιβολήσας,
εἴ πού τις καὶ ἔμοιγε θεῶν ἐπιτάρροθός ἐστι.
νῦν αὖ τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι, ὅν κε κιχείω.
καὶ Παιονίδην δουρὶ κλυτὸν ἐξενάριζεν.
αὐτὰρ Ἀλέξανδρος Ἑλένης πόσις ἠϋκόμοιο
370 Τυδεΐδῃ ἔπι τόξα τιταίνετο ποιμένι λαῶν,
στήλῃ κεκλιμένος ἀνδροκμήτῳ ἐπὶ τύμβῳ
Ἴλου Δαρδανίδαο, παλαιοῦ δημογέροντος.
ἤτοι ὃ μὲν θώρηκα Ἀγαστρόφου ἰφθίμοιο
αἴνυτ᾽ ἀπὸ στήθεσφι παναίολον ἀσπίδα τ᾽ ὤμων
Ελένης ο άντρας, το δοξάρι του τραβάει να ρίξει τότε,
γερμένος στην κολόνα, που 'στέκε στου Ίλου το μνήμα πάνω,
του γιου του Δάρδανου, πρωτόγερου σε περασμένα χρόνια.
Πάνω στην ώρα εκείνος έβγαζε το θώρακα απ᾿ τα στήθη
του Αγάστροφου κι από τους ώμους του το ξομπλιαστό σκουτάρι
και το βαρύ το κράνος᾿ μ᾿ άξαφνα τανυεί το τόξο ο Πάρης
και τον χτυπάει —τι από το χέρι του δεν ξέφυγε η σαγίτα
του κάκου— στο δεξιό ποδάρι του, στο χτένι, κι απαντίκρυ
περνώντας η σαγίτα εμπήχτηκε στη γη. Κι αυτός πετάχτη
με γέλιο απ᾿ τη χωσιά χαρούμενος, και με καμάρι του 'πε:
375 καὶ κόρυθα βριαρήν· ὃ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκε
καὶ βάλεν, οὐδ᾽ ἄρα μιν ἅλιον βέλος ἔκφυγε χειρός,
ταρσὸν δεξιτεροῖο ποδός· διὰ δ᾽ ἀμπερὲς ἰὸς
ἐν γαίῃ κατέπηκτο· ὃ δὲ μάλα ἡδὺ γελάσσας
ἐκ λόχου ἀμπήδησε καὶ εὐχόμενος ἔπος ηὔδα·
380 βέβληαι οὐδ᾽ ἅλιον βέλος ἔκφυγεν· ὡς ὄφελόν τοι
νείατον ἐς κενεῶνα βαλὼν ἐκ θυμὸν ἑλέσθαι.
οὕτω κεν καὶ Τρῶες ἀνέπνευσαν κακότητος,
οἵ τέ σε πεφρίκασι λέονθ᾽ ὡς μηκάδες αἶγες.
τὸν δ᾽ οὐ ταρβήσας προσέφη κρατερὸς Διομήδης·
«Σε πέτυχα! Άδικα η σαγίτα μου δεν πήγε. Να᾿ ταν μόνο
στο κατωκοίλι να πετύχαινα, να σ᾿ εστελνα στον Άδη.
Έτσι απ᾿ τα τόσα θα ξανάσαιναν κακά κι οι Τρώες, που ομπρός σου
λιγοκαρδούν, ως αρνοκάτσικα σαν αντικρίζουν λιόντα.»
Τότε ο τρανός Διομήδης άσκιαχτος του απηλογήθη κι είπε:
«Γυναικοπλάνε κι ατσαλόγλωσσε, του δοξαριού τεχνίτη
μονάχα! αν σου βαστούσε αντίκρα μου να μετρηθείς στο απάλε,
δε θα φελούσαν τα δοξάρια σου μηδέ οι πολλές σαγίτες.
Τώρα στο χτένι με τσαγκρούνισες και το καυκιέσαι κιόλα.
Μωρό παιδί, γυναίκα αν μου 'ριχνε, τόσο ψηφώ και σένα!
385 τοξότα λωβητὴρ κέρᾳ ἀγλαὲ παρθενοπῖπα
εἰ μὲν δὴ ἀντίβιον σὺν τεύχεσι πειρηθείης,
οὐκ ἄν τοι χραίσμῃσι βιὸς καὶ ταρφέες ἰοί·
νῦν δέ μ᾽ ἐπιγράψας ταρσὸν ποδὸς εὔχεαι αὔτως.
οὐκ ἀλέγω, ὡς εἴ με γυνὴ βάλοι ἢ πάϊς ἄφρων·
390 κωφὸν γὰρ βέλος ἀνδρὸς ἀνάλκιδος οὐτιδανοῖο.
ἦ τ᾽ ἄλλως ὑπ᾽ ἐμεῖο, καὶ εἴ κ᾽ ὀλίγον περ ἐπαύρῃ,
ὀξὺ βέλος πέλεται, καὶ ἀκήριον αἶψα τίθησι.
τοῦ δὲ γυναικὸς μέν τ᾽ ἀμφίδρυφοί εἰσι παρειαί,
παῖδες δ᾽ ὀρφανικοί· ὃ δέ θ᾽ αἵματι γαῖαν ἐρεύθων
«Του τιποτένιου, του λαγόκαρδου κούφια η ριξιά είναι πάντα.
Μένα η δικιά μου ωστόσο αλλιώτικη· ν᾿ αγγίξει μόνο κάποιον,
κι είναι πικρή στον που τη δέχεται και τη ζωή του χάνει.
Τα δυο της μάγουλα η γυναίκα του ξεσκίζει, τα παιδιά του
κλαίνε ορφανά, κι εκείνος, βάφοντας μ᾿ αίμα τη γη, σαπίζει,
κι όρνια τον περιζώνουν πιότερα παρά μοιρολογητρες.»
Αυτά είπε, κι ο Οδυσσέας ζυγώνοντας γοργά ο κονταρομάχος
στέκει μπροστά· κι αυτός, καθίζοντας, τη γρήγορη σαγίτα
τραβά απ᾿ το πόδι᾿ κι ως αβάσταχτοι τον έζωσαν οι πόνοι,
πηδάει στο αμάξι ευτύς, και πρόσταξε του αμαξολάτη, τ᾿ άτια
395 πύθεται, οἰωνοὶ δὲ περὶ πλέες ἠὲ γυναῖκες.
ὣς φάτο, τοῦ δ᾽ Ὀδυσεὺς δουρικλυτὸς ἐγγύθεν ἐλθὼν
ἔστη πρόσθ᾽· ὃ δ᾽ ὄπισθε καθεζόμενος βέλος ὠκὺ
ἐκ ποδὸς ἕλκ᾽, ὀδύνη δὲ διὰ χροὸς ἦλθ᾽ ἀλεγεινή.
ἐς δίφρον δ᾽ ἀνόρουσε, καὶ ἡνιόχῳ ἐπέτελλε
400 νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ἐλαυνέμεν· ἤχθετο γὰρ κῆρ.
οἰώθη δ᾽ Ὀδυσεὺς δουρὶ κλυτός, οὐδέ τις αὐτῷ
Ἀργείων παρέμεινεν, ἐπεὶ φόβος ἔλλαβε πάντας·
ὀχθήσας δ᾽ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν·
ὤ μοι ἐγὼ τί πάθω; μέγα μὲν κακὸν αἴ κε φέβωμαι
στα βαθουλά να τρέξει τ᾿ άρμενα, τι εβάραινε η καρδιά του.
Μονάχος ο Οδυσσέας απόμεινε, του κονταριού ο τεχνίτης,
κανείς Αργίτης άλλος· όλοι τους στα πόδια το 'χαν βάλει.
Βαρυγκομώντας τότε μίλησε στην πέρφανη καρδιά του:
«Τι θα γενώ; Κακό είναι, αλίμονο, μεγάλο, φοβισμένος
να φύγω ομπρός τους, μα χειρότερο να σκοτωθώ εδώ πέρα
μονάχος. Οι άλλοι Αργίτες σκόρπισαν από του Δία το χέρι.
Όμως γιατί η καρδιά μου κάθεται και τ᾿ αναδεύει ετούτα;
Το ξέρω, μοναχά οι λιγόκαρδοι ξεκόβουν απ᾿ τη μάχη'
μα όποιου το λέει η καρδιά, στον πόλεμο πρεπό 'ναι να κρατήσει
405 πληθὺν ταρβήσας· τὸ δὲ ῥίγιον αἴ κεν ἁλώω
μοῦνος· τοὺς δ᾽ ἄλλους Δαναοὺς ἐφόβησε Κρονίων.
ἀλλὰ τί ἤ μοι ταῦτα φίλος διελέξατο θυμός;
οἶδα γὰρ ὅττι κακοὶ μὲν ἀποίχονται πολέμοιο,
ὃς δέ κ᾽ ἀριστεύῃσι μάχῃ ἔνι τὸν δὲ μάλα χρεὼ
410 ἑστάμεναι κρατερῶς, ἤ τ᾽ ἔβλητ᾽ ἤ τ᾽ ἔβαλ᾽ ἄλλον.
εἷος ὃ ταῦθ᾽ ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
τόφρα δ᾽ ἐπὶ Τρώων στίχες ἤλυθον ἀσπιστάων,
ἔλσαν δ᾽ ἐν μέσσοισι, μετὰ σφίσι πῆμα τιθέντες.
ὡς δ᾽ ὅτε κάπριον ἀμφὶ κύνες θαλεροί τ᾽ αἰζηοὶ
αδείλιαστος᾿ μπορεί και σκότωσε, μπορεί και τον σκότωσαν.»
Κι ως τούτα ανάδευε στα φρένα του βαθιά και στην καρδιά του,
να τους, μπροστά του κιόλας έφτασαν οι Τρώες οι κονταράδες
κι ολόγυρα τον κλείσαν—κι έσκαβαν τον ίδιο τους το λάκκο.
Πώς κάπρο κυνηγούν ολόγυρα σκυλιά και ψυχωμένοι
αγριμολόοι, κι εκείνος βγαίνοντας απ᾿ το βαθύ ρουμάνι
τ᾿ άσπρα ακονίζει δόντια ανάμεσα στις γυριστές μασέλες,
κι όλοι τρογύρα πέφτουν πάνω του και τον ακούν που τρίζει
τα δόντια, μα κρατούν ασάλευτοι, κι ας τον τρομάζουν όλοι᾿
όμοια και τότε οι Τρώες εχίμιξαν στον ακριβό του Δία,
415 σεύωνται, ὃ δέ τ᾽ εἶσι βαθείης ἐκ ξυλόχοιο
θήγων λευκὸν ὀδόντα μετὰ γναμπτῇσι γένυσσιν,
ἀμφὶ δέ τ᾽ ἀΐσσονται, ὑπαὶ δέ τε κόμπος ὀδόντων
γίγνεται, οἳ δὲ μένουσιν ἄφαρ δεινόν περ ἐόντα,
ὥς ῥα τότ᾽ ἀμφ᾽ Ὀδυσῆα Διῒ φίλον ἐσσεύοντο
420 Τρῶες· ὃ δὲ πρῶτον μὲν ἀμύμονα Δηϊοπίτην
οὔτασεν ὦμον ὕπερθεν ἐπάλμενος ὀξέϊ δουρί,
αὐτὰρ ἔπειτα Θόωνα καὶ Ἔννομον ἐξενάριξε.
Χερσιδάμαντα δ᾽ ἔπειτα καθ᾽ ἵππων ἀΐξαντα
δουρὶ κατὰ πρότμησιν ὑπ᾽ ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης
τον Οδυσσέα᾿ κι αυτός τον άψεγο Δηοπίτη πρώτα πρώτα
στον ώμο εχτύπησε, χιμίζοντας με μυτερό κοντάρι.
Το θόωνα και τον Έννομο έπειτα νεκρούς στο χώμα ρίχνει᾿
μετά τρυπάει το Χερσιδάμαντα στα μαλακά, απ᾿ τ᾿ αμάξι
καθώς πηδούσε, στο σκουτάρι του το αφαλωτό από κάτω.
Κι αυτός στη γη σωριάστη σφίγγοντας το χώμα στις παλάμες.
Αυτούς εκεί τους απαράτησε, μετά το γιο του Ιππάσου,
τον αδερφό του Σώκου του άψεγου, το Χάροπα σκοτώνει.
Κι ο ισόθεος Σώκος ήρθε τρέχοντας για να τον διαφεντέψει᾿
πήγε λοιπόν και στάθη δίπλα του, κι έτσι μιλεί και κρένει:
425 νύξεν· ὃ δ᾽ ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ.
τοὺς μὲν ἔασ᾽, ὃ δ᾽ ἄρ᾽ Ἱππασίδην Χάροπ᾽ οὔτασε δουρὶ
αὐτοκασίγνητον εὐηφενέος Σώκοιο.
τῷ δ᾽ ἐπαλεξήσων Σῶκος κίεν ἰσόθεος φώς,
στῆ δὲ μάλ᾽ ἐγγὺς ἰὼν καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν
430 ὦ Ὀδυσεῦ πολύαινε δόλων ἆτ᾽ ἠδὲ πόνοιο
σήμερον ἢ δοιοῖσιν ἐπεύξεαι Ἱππασίδῃσι
τοιώδ᾽ ἄνδρε κατακτείνας καὶ τεύχε᾽ ἀπούρας,
ἤ κεν ἐμῷ ὑπὸ δουρὶ τυπεὶς ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσῃς.
ὣς εἰπὼν οὔτησε κατ᾽ ἀσπίδα πάντοσ᾽ ἐΐσην.
«Περίλαμπρε Οδυσσέα, που κίντυνα και δόλους δε χορταίνεις,
για θα 'χεις να καυκιέσαι σήμερα τους δυο τους γιους του Ιππάσου,
τέτοιους λεβέντες, πως εσκότωσες και πήρες τ᾿ άρματά τους,
για εγώ με το κοντάρι ρίχνοντας θα πάρω τη ζωή σου!»
Αυτά είπε, και στο ολούθε ισόκυκλο χτυπά σκουτάρι απάνω'
τρυπάει το δυνατό κοντάρι του το αστραφτερό σκουτάρι
και μέσα χώνεται στο θώρακα τον πολυξομπλιασμένο,
κι απ᾿ τα πλευρά του σκίζει αλάκερο το δέρμα, μα η Παλλάδα
δεν άφησε Αθηνά στα σπλάχνα του να μπει να τα θερίσει.
Κι ως το 'νιώσε ο Οδυσσέας, για θάνατο πως η πληγή δεν ήταν,
435 διὰ μὲν ἀσπίδος ἦλθε φαεινῆς ὄβριμον ἔγχος,
καὶ διὰ θώρηκος πολυδαιδάλου ἠρήρειστο,
πάντα δ᾽ ἀπὸ πλευρῶν χρόα ἔργαθεν, οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἔασε
Παλλὰς Ἀθηναίη μιχθήμεναι ἔγκασι φωτός.
γνῶ δ᾽ Ὀδυσεὺς ὅ οἱ οὔ τι τέλος κατακαίριον ἦλθεν,
440 ἂψ δ᾽ ἀναχωρήσας Σῶκον πρὸς μῦθον ἔειπεν·
ἆ δείλ᾽ ἦ μάλα δή σε κιχάνεται αἰπὺς ὄλεθρος.
ἤτοι μέν ῥ᾽ ἔμ᾽ ἔπαυσας ἐπὶ Τρώεσσι μάχεσθαι·
σοὶ δ᾽ ἐγὼ ἐνθάδε φημὶ φόνον καὶ κῆρα μέλαιναν
ἤματι τῷδ᾽ ἔσσεσθαι, ἐμῷ δ᾽ ὑπὸ δουρὶ δαμέντα
πισωποδίζει λίγο, κι έπειτα σέρνει φωνή στο Σώκο:
« Άμοιρε εσύ, χαμός ανέλπιστος που σε πλακώνει τώρα!
Αν μένα μ᾿ έκανες τον πόλεμο να πάψω με τους Τρώες,
όμως και συ από μένα θάνατο και μαύρη μοίρα θα 'βρεις
τη μέρα αυτή᾿ τι απ᾿ το κοντάρι μου πεσμένος θα χαρίσεις
δόξα σε με, στον καλοφόραδο τον Άδη τη ζωή σου.»
Είπε, κι αυτός γοργά πισώστρεψε και το 'βαλε στα πόδια,
μα ως έστριβε, μεμιάς του κάρφωσε στη ράχη το κοντάρι
μεσοπλατίς και του το πέρασε στο στήθος πέρα ως πέρα.
Βαρύς σωριάστη· καμαρώνοντας τότε ο Οδυσσέας φωνάζει:
445 εὖχος ἐμοὶ δώσειν, ψυχὴν δ᾽ Ἄϊδι κλυτοπώλῳ.
ἦ καὶ ὃ μὲν φύγαδ᾽ αὖτις ὑποστρέψας ἐβεβήκει,
τῷ δὲ μεταστρεφθέντι μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν
ὤμων μεσσηγύς, διὰ δὲ στήθεσφιν ἔλασσε,
δούπησεν δὲ πεσών· ὃ δ᾽ ἐπεύξατο δῖος Ὀδυσσεύς·
450 ὦ Σῶχ᾽ Ἱππάσου υἱὲ δαΐφρονος ἱπποδάμοιο
φθῆ σε τέλος θανάτοιο κιχήμενον, οὐδ᾽ ὑπάλυξας.
ἆ δείλ᾽ οὐ μὲν σοί γε πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ
ὄσσε καθαιρήσουσι θανόντι περ, ἀλλ᾽ οἰωνοὶ
ὠμησταὶ ἐρύουσι, περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες.
«Σώκε, του Ιππάσου του πολέμαρχου, του αλογατά, βλαστάρι,
εσένα πρώτα επήρε ο θάνατος, δε γλίτωσες του Χάρου!
Κακόμοιρε! Τα μάτια ο κύρης σου κι η σεβαστή σου η μάνα
δε θα σου κλείσουν τώρα, ως πέθανες· οι αγιούπες θα σε σύρουν
και θα σου φαν τις σάρκες, γύρα σου κοπαδιαστά πετώντας'
όμως εμένα, αν έβρει ο θάνατος, οι Αργίτες θα με θάψουν.»
Αυτά είπε, κι έξω του πολέμαρχου του Σώκου το κοντάρι
απ᾿ το κορμί κι απ᾿ το σκουτάρι του το αφαλωτό τραβούσε'
κι ως το 'βγαλε, το γαίμα ανάβρυσε κι οι πόνοι τον επήραν.
Κι οι Τρώες ως είδαν οι λιοντόκαρδοι το γαίμα του Οδυσσέα,
455 αὐτὰρ ἔμ᾽, εἴ κε θάνω, κτεριοῦσί γε δῖοι Ἀχαιοί.
ὣς εἰπὼν Σώκοιο δαΐφρονος ὄβριμον ἔγχος
ἔξω τε χροὸς ἕλκε καὶ ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης·
αἷμα δέ οἱ σπασθέντος ἀνέσσυτο, κῆδε δὲ θυμόν.
Τρῶες δὲ μεγάθυμοι ὅπως ἴδον αἷμ᾽ Ὀδυσῆος
460 κεκλόμενοι καθ᾽ ὅμιλον ἐπ᾽ αὐτῷ πάντες ἔβησαν.
αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἐξοπίσω ἀνεχάζετο, αὖε δ᾽ ἑταίρους.
τρὶς μὲν ἔπειτ᾽ ἤϋσεν ὅσον κεφαλὴ χάδε φωτός,
τρὶς δ᾽ ἄϊεν ἰάχοντος ἄρηι φίλος Μενέλαος.
αἶψα δ᾽ ἄρ᾽ Αἴαντα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα·
ο ένας του άλλου κουράγιο δίνοντας απάνω του όλοι έπεσαν.
και τότε αυτός πισωποδίζοντας τους συντρόφους του κράζει.
Τρεις φώναξε φορές με δύναμη μεγάλη, όσο βαστούσε,
και τρεις ο ψυχωμένος γρίκησε Μενέλαος τη φωνή του,
και γρήγορα μιλάει στον Αίαντα, που ήταν εκεί σιμά του:
«Του Τελαμώνα γιε, αρχοντόγεννε ρηγάρχη, του Οδυσσέα
του καρτερόψυχου με κύκλωσε τώρα η φωνή, και μοιάζει
από τους άλλους να ξεκόπηκε στην άγρια μέσα μάχη,
κι έτσι που μόνος τώρα απόμεινε, τον έχουν στριμωγμένο.
Πρεπό είναι χέρι να του δώσουμε᾿ πάμε απ᾿ τ'ασκέρι μέσα.
465 Αἶαν διογενὲς Τελαμώνιε κοίρανε λαῶν
ἀμφί μ᾽ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἵκετ᾽ ἀϋτὴ
τῷ ἰκέλη ὡς εἴ ἑ βιῴατο μοῦνον ἐόντα
Τρῶες ἀποτμήξαντες ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ.
ἀλλ᾽ ἴομεν καθ᾽ ὅμιλον· ἀλεξέμεναι γὰρ ἄμεινον.
470 δείδω μή τι πάθῃσιν ἐνὶ Τρώεσσι μονωθεὶς
ἐσθλὸς ἐών, μεγάλη δὲ ποθὴ Δαναοῖσι γένηται.
ὣς εἰπὼν ὃ μὲν ἦρχ᾽, ὃ δ᾽ ἅμ᾽ ἕσπετο ἰσόθεος φώς.
εὗρον ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆα Διῒ φίλον· ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ αὐτὸν
Τρῶες ἕπονθ᾽ ὡς εἴ τε δαφοινοὶ θῶες ὄρεσφιν
Τρέμω, μονάχος όπως έμεινε μέσα στους Τρώες, μην πάθει,
τρανός κι ας είναι᾿ τι αν τον χάσουμε, θα τον ποθήσουμε όλοι.»
Είπε, και μπήκε ομπρός, κι ο ισόθεος τον ακολούθησε άντρας.
Βρήκαν σε λίγο το θεαγάπητο τον Οδυσσέα, κι οι Τρώες
τον κύκλωναν, καθώς πυρρόξανθα πα στο βουνό τσακάλια
ζώνουν αλάφι διπλοκέρατο, που κάποιος το δοξεύει
και το λαβώνει᾿ αυτόν τον ξέφυγε με γρήγορα ποδάρια,
όσο κρατάει ζεστό το γαίμα του κι έχει γερά τα γόνα'
μα σύντας το δαμάσει η γρήγορη σαγίτα, σαρκοφάγα
τσακάλια το σπαράζουν άσπλαχνα σε δάσος ισκιωμένο,
475 ἀμφ᾽ ἔλαφον κεραὸν βεβλημένον, ὅν τ᾽ ἔβαλ᾽ ἀνὴρ
ἰῷ ἀπὸ νευρῆς· τὸν μέν τ᾽ ἤλυξε πόδεσσι
φεύγων, ὄφρ᾽ αἷμα λιαρὸν καὶ γούνατ᾽ ὀρώρῃ·
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τόν γε δαμάσσεται ὠκὺς ὀϊστός,
ὠμοφάγοι μιν θῶες ἐν οὔρεσι δαρδάπτουσιν
480 ἐν νέμεϊ σκιερῷ· ἐπί τε λῖν ἤγαγε δαίμων
σίντην· θῶες μέν τε διέτρεσαν, αὐτὰρ ὃ δάπτει·
ὥς ῥα τότ᾽ ἀμφ᾽ Ὀδυσῆα δαΐφρονα ποικιλομήτην
Τρῶες ἕπον πολλοί τε καὶ ἄλκιμοι, αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἥρως
ἀΐσσων ᾧ ἔγχει ἀμύνετο νηλεὲς ἦμαρ.
πα στο βουνό κι η τύχη το 'φέρε να ξεπροβάλει λιόντας
αρπαχτικός, κι ως κείνα εσκόρπισαν, το τρώει με βιάση ετούτος'
όμοια και τότε τον πολύβουλο πολέμαρχο Οδυσσέα
Τρώες αντρειωμένοι πλήθος κύκλωναν, κι αυτός με το κοντάρι
χιμώντας πάσκιζε απ᾿ τον άσπλαχνο πώς να γλιτώσει Χάρο.
Κι ήρθεν ο Αίας με το σκουτάρι του, περίτρανο σαν πύργος,
και στάθη δίπλα του, και σκόρπισαν οι Τρώες εδώθε εκείθε.
Τότε ο Μενέλαος ο πολέμαρχος κρατώντας του το χέρι
τον έβγαλε έξω, ωσόπου ο ακράνης του του ζύγωσε τ᾿ αμάξι,
Κι ο μέγας Αίας στους Τρώες χιμίζοντας τον Πάνδοκο σκοτώνει
485 Αἴας δ᾽ ἐγγύθεν ἦλθε φέρων σάκος ἠΰτε πύργον,
στῆ δὲ παρέξ· Τρῶες δὲ διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος.
ἤτοι τὸν Μενέλαος ἀρήϊος ἔξαγ᾽ ὁμίλου
χειρὸς ἔχων, εἷος θεράπων σχεδὸν ἤλασεν ἵππους.
Αἴας δὲ Τρώεσσιν ἐπάλμενος εἷλε Δόρυκλον
490 Πριαμίδην νόθον υἱόν, ἔπειτα δὲ Πάνδοκον οὖτα,
οὖτα δὲ Λύσανδρον καὶ Πύρασον ἠδὲ Πυλάρτην.
ὡς δ᾽ ὁπότε πλήθων ποταμὸς πεδίον δὲ κάτεισι
χειμάρρους κατ᾽ ὄρεσφιν ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ,
πολλὰς δὲ δρῦς ἀζαλέας, πολλὰς δέ τε πεύκας
και τον υγιό του Πρίαμου Δόρυκλο, τον κλεφτογεννημένο᾿
το Λύσαντρο έπειτα, τον Πύρασο χτυπάει και τον Πυλάρτη.
Βροχή πώς ρίχνει ο Δίας αλύπητη, κι ο ποταμός φουσκώνει,
κι απ᾿ τα ψηλά βουνά ξεχύνεται και πλημμυράει τον κάμπο,
και πλήθος δρυς κυλούν στο ρέμα του ξεροί, και πλήθος πεύκα,
και πλήθος λάσπες, ξύλα, φρύγανα, και στο γιαλό τα ρίχνει᾿
παρόμοια ο μέγας Αίας χιμίζοντας στον κάμπο εκυνηγούσε
και σκότωνε και Τρώες κι αλόγατα· κι ουδέ τον είχε νιώσει
ο Έχτορας, που 'χε στήσει πόλεμο ζερβιά μεριά, στους όχτους
μακριά του ποταμού του Σκάμαντρου, κει πέρα που κεφάλια
495 ἐσφέρεται, πολλὸν δέ τ᾽ ἀφυσγετὸν εἰς ἅλα βάλλει,
ὣς ἔφεπε κλονέων πεδίον τότε φαίδιμος Αἴας,
δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας· οὐδέ πω Ἕκτωρ
πεύθετ᾽, ἐπεί ῥα μάχης ἐπ᾽ ἀριστερὰ μάρνατο πάσης
ὄχθας πὰρ ποταμοῖο Σκαμάνδρου, τῇ ῥα μάλιστα
500 ἀνδρῶν πῖπτε κάρηνα, βοὴ δ᾽ ἄσβεστος ὀρώρει
Νέστορά τ᾽ ἀμφὶ μέγαν καὶ ἀρήϊον Ἰδομενῆα.
Ἕκτωρ μὲν μετὰ τοῖσιν ὁμίλει μέρμερα ῥέζων
ἔγχεΐ θ᾽ ἱπποσύνῃ τε, νέων δ᾽ ἀλάπαζε φάλαγγας·
οὐδ᾽ ἄν πω χάζοντο κελεύθου δῖοι Ἀχαιοὶ
πέφταν πολλά στο χώμα κι άσβηστος ο αλαλητός σκωνόταν
τρογύρα στον τρανό το Νέστορα, στο γαύρο Ιδομενέα.
Μέσα σ᾿ αυτούς ο μέγας Έχτορας, σ᾿ έργα φριχτά μπλεγμένος,
κοντάρι κυβερνούσε κι άλογα, και σκότωνε αντρειωμένους.
Μα κι έτσι οι Αργίτες οι αρχοντόγεννοι δε θα 'στρεφαν να φύγουν
αν της Ελένης της ωριόμαλλης το ταίρι, ο Πάρης, πάνω
στο δεξιόν ώμο δεν ελάβωνε με τρίκοχη σαγίτα
το ρήγα το Μαχάονα, κόβοντας την περισσήν αντρεία του.
Κι ο φόβος έζωσε τους άτρομους Αργίτες όλους τότε,
μη γείρει η ζυγαριά του πόλεμου κι οι Τρώες τους τον σκοτώσουν.
505 εἰ μὴ Ἀλέξανδρος Ἑλένης πόσις ἠϋκόμοιο
παῦσεν ἀριστεύοντα Μαχάονα ποιμένα λαῶν,
ἰῷ τριγλώχινι βαλὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον.
τῷ ῥα περίδεισαν μένεα πνείοντες Ἀχαιοὶ
μή πώς μιν πολέμοιο μετακλινθέντος ἕλοιεν.
510 αὐτίκα δ᾽ Ἰδομενεὺς προσεφώνεε Νέστορα δῖον·
ὦ Νέστορ Νηληϊάδη μέγα κῦδος Ἀχαιῶν
ἄγρει σῶν ὀχέων ἐπιβήσεο, πὰρ δὲ Μαχάων
βαινέτω, ἐς νῆας δὲ τάχιστ᾽ ἔχε μώνυχας ἵππους·
ἰητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν ἀντάξιος ἄλλων
Κι ευτύς ο Ιδομενέας στο Νέστορα το θείο μιλάει γυρνώντας:
« Γιε του Νηλέα, ρηγάρχη Νέστορα, των Αχαιών η δόξα,
ομπρός, ανέβα πα στο αμάξι σου και το Μαχάονα πάρε
μαζί, και τρέξε τα μονόνυχα τ᾿ άτια στα πλοία με βιάση·
τι ένας γιατρός αξίζει σίγουρα πολλούς ανθρώπους άλλους·
σαγίτες άνασπάει και βότανα μαλαχτικά απιθώνει.»
Αυτά είπε, κι ο γερήνιος Νέστορας ακούει ο αλογολάτης,
κι ευτύς στο αμάξι ανέβη παίρνοντας και το Μαχάονα δίπλα,
τον Ασκληπιό που 'χε, τον άψεγο το γιατρευτή, πατέρα.
Δίνει βιτσιά μεμιάς στ᾿ αλόγατα, πού πρόθυμα πέταξαν
515 ἰούς τ᾽ ἐκτάμνειν ἐπί τ᾽ ἤπια φάρμακα πάσσειν.
ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ.
αὐτίκα δ᾽ ὧν ὀχέων ἐπεβήσετο, πὰρ δὲ Μαχάων
βαῖν᾽ Ἀσκληπιοῦ υἱὸς ἀμύμονος ἰητῆρος·
μάστιξεν δ᾽ ἵππους, τὼ δ᾽ οὐκ ἀέκοντε πετέσθην
520 νῆας ἔπι γλαφυράς· τῇ γὰρ φίλον ἔπλετο θυμῷ.
Κεβριόνης δὲ Τρῶας ὀρινομένους ἐνόησεν
Ἕκτορι παρβεβαώς, καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν·
Ἕκτορ νῶϊ μὲν ἐνθάδ᾽ ὁμιλέομεν Δαναοῖσιν
ἐσχατιῇ πολέμοιο δυσηχέος· οἳ δὲ δὴ ἄλλοι
στα βαθουλά τραβώντας άρμενα, καθώς κι αυτά το θέλαν.
Τότε ο Κεβριόνης, πάνω στου Έχτορα το αμάξι ανεβασμένος,
τους Τρώες θωρεί που αναστατώνουνταν, κι έτσι μιλεί και κρένει:
«Έχτορα, εμείς οι δυο χτυπιόμαστε με τους Αργίτες δώθε,
στην άκρη εδώ του τρισκατάρατου πολέμου, μα για κοίτα
τους άλλους Τρώες που αναστατώνουνται, κι αυτοί και τ᾿ άλογα τους.
Του Τελαμώνα ο γιος τους έβαλε μπροστά᾿ τον ξεχωρίζω
καλά από το τρανό σκουτάρι του στους ώμους γύρα᾿ ωστόσο
ας στρέψουμε κι αμάξι κι άλογα κι εμείς οι δυο κει πέρα,
όπου 'χουν στήσει ανήλεο πόλεμο πεζοί κι αμαξολάτες,
525 Τρῶες ὀρίνονται ἐπιμὶξ ἵπποι τε καὶ αὐτοί.
Αἴας δὲ κλονέει Τελαμώνιος· εὖ δέ μιν ἔγνων·
εὐρὺ γὰρ ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἔχει σάκος· ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς
κεῖσ᾽ ἵππους τε καὶ ἅρμ᾽ ἰθύνομεν, ἔνθα μάλιστα
ἱππῆες πεζοί τε κακὴν ἔριδα προβαλόντες
530 ἀλλήλους ὀλέκουσι, βοὴ δ᾽ ἄσβεστος ὄρωρεν.
ὣς ἄρα φωνήσας ἵμασεν καλλίτριχας ἵππους
μάστιγι λιγυρῇ· τοὶ δὲ πληγῆς ἀΐοντες
ῥίμφ᾽ ἔφερον θοὸν ἅρμα μετὰ Τρῶας καὶ Ἀχαιοὺς
στείβοντες νέκυάς τε καὶ ἀσπίδας· αἵματι δ᾽ ἄξων
κι ο ένας τον άλλο σφάζουν, κι άσβηστη ψηλά η βουή πετιέται».
Είπε, και τ᾿ άτια τα ωριοχήτικα χτυπάει με το μαστίγι
το βροντερό, και κείνα, νιώθοντας τις μαστιγιές στην πλάτη,
μέσα σε Τρώες κι Αργίτες έσερναν το γρήγορο τ᾿ αμάξι,
σκουτάρια και νεκρούς ανάκατα πατώντας᾿ και τ᾿ αξόνι,
κάτω μεριά, κι οι γύροι εβάφουνταν στο αμάξι γύρα μ᾿ αίμα,
από τις στάλες που ξεπέταγαν τα νύχια των αλόγων
κι οι ρόδες· κι ο Έχτορας λαχτάριζε με τους οχτρούς να σμίξει,
πηδώντας πάνω τους, τις φάλαγγες να σπάσει᾿ κι έτσι ασκώνει
στους Δαναούς τρανό συντάραχο κι απανωτά χτυπούσε'
535 νέρθεν ἅπας πεπάλακτο καὶ ἄντυγες αἳ περὶ δίφρον,
ἃς ἄρ᾽ ἀφ᾽ ἱππείων ὁπλέων ῥαθάμιγγες ἔβαλλον
αἵ τ᾽ ἀπ᾽ ἐπισσώτρων. ὃ δὲ ἵετο δῦναι ὅμιλον
ἀνδρόμεον ῥῆξαί τε μετάλμενος· ἐν δὲ κυδοιμὸν
ἧκε κακὸν Δαναοῖσι, μίνυνθα δὲ χάζετο δουρός.
540 αὐτὰρ ὃ τῶν ἄλλων ἐπεπωλεῖτο στίχας ἀνδρῶν
ἔγχεΐ τ᾽ ἄορί τε μεγάλοισί τε χερμαδίοισιν,
Αἴαντος δ᾽ ἀλέεινε μάχην Τελαμωνιάδαο.
και μες στο πλήθος πηγαινόρχουνταν των άλλων, πολεμώντας -
με το σπαθί, με το κοντάρι του και με βαριά κοτρόνια.
Από τον Αίαντα μόνο αλάργευε, το γιο του Τελαμώνα,
τι ο Δίας τον αμποδούσε πόλεμο με πιο αντρειανούς να στήνει.
Μα ο Δίας πατέρας ο αψηλόθρονος ξυπνάει στον Αία τον τρόμο,
και στάθη σαστισμένος· κι έριξε στην πλάτη το σκουτάρι
και φεύγει, τρομαγμένος γύρα του θωρώντας, σαν αγρίμι,
κι όλο γυρνούσε πίσω, απόσιγα τα γόνατα κουνώντας.
Σε βοϊδομάντρα πώς πυρρόξανθο παίρνουν ξοπίσω λιόντα
τα τσοπανόσκυλα κι οι ξάγρυπνοι ξωτάροι να τον διώξουν,
544 Ζεὺς δὲ πατὴρ Αἴανθ᾽ ὑψίζυγος ἐν φόβον ὦρσε·
545 στῆ δὲ ταφών, ὄπιθεν δὲ σάκος βάλεν ἑπταβόειον,
τρέσσε δὲ παπτήνας ἐφ᾽ ὁμίλου θηρὶ ἐοικὼς
ἐντροπαλιζόμενος ὀλίγον γόνυ γουνὸς ἀμείβων.
ὡς δ᾽ αἴθωνα λέοντα βοῶν ἀπὸ μεσσαύλοιο
ἐσσεύαντο κύνες τε καὶ ἀνέρες ἀγροιῶται,
550 οἵ τέ μιν οὐκ εἰῶσι βοῶν ἐκ πῖαρ ἑλέσθαι
πάννυχοι ἐγρήσσοντες· ὃ δὲ κρειῶν ἐρατίζων
ἰθύει, ἀλλ᾽ οὔ τι πρήσσει· θαμέες γὰρ ἄκοντες
ἀντίον ἀΐσσουσι θρασειάων ἀπὸ χειρῶν
καιόμεναί τε δεταί, τάς τε τρεῖ ἐσσύμενός περ·
κι όλη τη νύχτα ορθοί την πέρασαν, χωρίς να τον αφήσουν
το πιο παχύ ν᾿ αρπάξει βόδι τους᾿ κι εκείνος κρέας ζητώντας
να φάει, χιμάει, μα δίχως όφελος᾿ πλήθος μαθές κοντάρια
πέφτουν απάνω του ξεφεύγοντας απ᾿ αντρειωμένα χέρια,
πλήθος δαδιά που καιν και σκιάζεται, με όση κι αν έχει λύσσα'
και μόνο ως φέξει, παίρνει απόφαση και φεύγει πικραμένος'
όμοια βαριόκαρδος ξαλάργευε κι ο Αίας αθέλητα του
από τους Τρώες, μην πάθουν τρέμοντας τ᾿ Αργίτικα καράβια.
Πως γάιδαρος σιγοκουνάμενος στου χωραφιού το γύρο
πεισμώνει τα παιδιά, στην πλάτη του ραβδιά πολλά κι ας σπάζουν,
555 ἠῶθεν δ᾽ ἀπὸ νόσφιν ἔβη τετιηότι θυμῷ·
ὣς Αἴας τότ᾽ ἀπὸ Τρώων τετιημένος ἦτορ
ἤϊε πόλλ᾽ ἀέκων· περὶ γὰρ δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ὄνος παρ᾽ ἄρουραν ἰὼν ἐβιήσατο παῖδας
νωθής, ᾧ δὴ πολλὰ περὶ ῥόπαλ᾽ ἀμφὶς ἐάγῃ,
560 κείρει τ᾽ εἰσελθὼν βαθὺ λήϊον· οἳ δέ τε παῖδες
τύπτουσιν ῥοπάλοισι· βίη δέ τε νηπίη αὐτῶν·
σπουδῇ τ᾽ ἐξήλασσαν, ἐπεί τ᾽ ἐκορέσσατο φορβῆς·
ὣς τότ᾽ ἔπειτ᾽ Αἴαντα μέγαν Τελαμώνιον υἱὸν
Τρῶες ὑπέρθυμοι πολυηγερέες τ᾽ ἐπίκουροι
και τα ψηλά τα στάχυα μπαίνοντας θερίζει, με τα ξύλα
κι ας τον χτυπούν αυτά—παιδιάτικη μπροστά του η δύναμη τους!
Στερνά με κόπο κι αν τον έδιωξαν, μα φεύγει πια χορτάτος'
παρόμοια και το μέγαν Αίαντα, το γιο του Τελαμώνα,
παίρναν ξοπίσω οι Τρώες οι αντρόκαρδοι κι οι ξακουστοί συμμάχοι,
και του κάρφωναν τα κοντάρια τους στου σκουταριού τη μέση'
κι εκείνος μια γυρνούσε κι έστεκε, την πλήθιαν αντριγιά του
θυμάμενος, κι ευτύς αντίσκοφτε των αλογάδων Τρωών
τις φάλαγγες, και μια ξανάφευγε τη ράχη του γυρνώντας.
Έτσι το δρόμο απ᾿ όλους έκοβε προς τα γοργά καράβια,
565 νύσσοντες ξυστοῖσι μέσον σάκος αἰὲν ἕποντο.
Αἴας δ᾽ ἄλλοτε μὲν μνησάσκετο θούριδος ἀλκῆς
αὖτις ὑποστρεφθείς, καὶ ἐρητύσασκε φάλαγγας
Τρώων ἱπποδάμων· ὁτὲ δὲ τρωπάσκετο φεύγειν.
πάντας δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν,
570 αὐτὸς δὲ Τρώων καὶ Ἀχαιῶν θῦνε μεσηγὺ
ἱστάμενος· τὰ δὲ δοῦρα θρασειάων ἀπὸ χειρῶν
ἄλλα μὲν ἐν σάκεϊ μεγάλῳ πάγεν ὄρμενα πρόσσω,
πολλὰ δὲ καὶ μεσσηγύ, πάρος χρόα λευκὸν ἐπαυρεῖν,
ἐν γαίῃ ἵσταντο λιλαιόμενα χροὸς ἆσαι.
και μόνος πολεμούσε ανάμεσα στους Τρώες και στους Αργίτες'
και τα πολλά κοντάρια που 'φευγαν απ᾿ αντρειωμένα χέρια
άλλα, χιμώντας μπρος, καρφώνουνταν πα στο τρανό σκουτάρι,
κι άλλα στη γης στέκονταν, κάτασπρη προτού γευτούνε σάρκα,
μεσοδρομίς, κι ας ελαχτάριζαν με σάρκα να χορτάσουν.
Κι όπως τον είδε τότε ο Ευρύπυλος, ο γιος ο τιμημένος
του Ευαίμονα, έτσι να ζορίζεται με τις πολλές ριξιές τους,
ήρθε και στάθη πλάι, και ρίχνοντας το αστραφτερό κοντάρι
τον Απισάονα τον πολέμαρχο, το γιο του Φαύσιου, βρίσκει
στο σκώτι· χαμηλά, και του 'λυσε μονοστιγμίς τα γόνα.
575 τὸν δ᾽ ὡς οὖν ἐνόησ᾽ Εὐαίμονος ἀγλαὸς υἱὸς
Εὐρύπυλος πυκινοῖσι βιαζόμενον βελέεσσι,
στῆ ῥα παρ᾽ αὐτὸν ἰών, καὶ ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ,
καὶ βάλε Φαυσιάδην Ἀπισάονα ποιμένα λαῶν
ἧπαρ ὑπὸ πραπίδων, εἶθαρ δ᾽ ὑπὸ γούνατ᾽ ἔλυσεν·
580 Εὐρύπυλος δ᾽ ἐπόρουσε καὶ αἴνυτο τεύχε᾽ ἀπ᾽ ὤμων.
τὸν δ᾽ ὡς οὖν ἐνόησεν Ἀλέξανδρος θεοειδὴς
τεύχε᾽ ἀπαινύμενον Ἀπισάονος, αὐτίκα τόξον
ἕλκετ᾽ ἐπ᾽ Εὐρυπύλῳ, καί μιν βάλε μηρὸν ὀϊστῷ
δεξιόν· ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν.
Κι ο Ευρύπυλος πηδά, απ᾿ τους ώμους του να πάρει την αρμάτα᾿
μα ως τον κατάλαβε ο θεόμορφος Αλέξαντρος να θέλει
να βγάλει του Απισάονα τ᾿ άρματα, τανίζει ευτύς το τόξο
και πετυχαίνει τον Ευρύπυλο πα στο δεξιό μερί του᾿
σπάει το καλάμι της σαγίτας του, κι ο Ευρύπυλος γυρίζει,
με το μερί βαρύ, στους συντρόφους ξοπίσω, να ξεφύγει
του Χάρου, και φωνή τους έσυρε, ν᾿ ακούσουν όλοι οι Αργίτες:
«Καλοί μου φίλοι, Αργίτες άρχοντες και πρωτοκεφαλάδες,
γυρνάτε και σταθείτε ασάλευτοι, τον Αίαντα να γλυτώστε
άπ᾿ το χαμό᾿ τον έχουν ρίχνοντας ζορίσει, δεν ξεφεύγει
585 ἂψ δ᾽ ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχάζετο κῆρ᾽ ἀλεείνων,
ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον Δαναοῖσι γεγωνώς·
ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες
στῆτ᾽ ἐλελιχθέντες καὶ ἀμύνετε νηλεὲς ἦμαρ
Αἴανθ᾽, ὃς βελέεσσι βιάζεται, οὐδέ ἕ φημι
590 φεύξεσθ᾽ ἐκ πολέμοιο δυσηχέος· ἀλλὰ μάλ᾽ ἄντην
ἵστασθ᾽ ἀμφ᾽ Αἴαντα μέγαν Τελαμώνιον υἱόν.
ὣς ἔφατ᾽ Εὐρύπυλος βεβλημένος· οἳ δὲ παρ᾽ αὐτὸν
πλησίοι ἔστησαν σάκε᾽ ὤμοισι κλίναντες
δούρατ᾽ ἀνασχόμενοι· τῶν δ᾽ ἀντίος ἤλυθεν Αἴας.
απ᾿ τον κατάρατο τον πόλεμο, φοβάμαι᾿ για σταθείτε
γύρω απ᾿ τον μέγαν Αίαντα αλύγιστοι, το γιο του Τελαμώνα»
Ο λαβωμένος έτσι Ευρύπυλος μιλούσε, και κοντά του
ήρθαν στάθηκαν οι άλλοι, γέρνοντας στους ώμους τα σκουτάρια,
με τα κοντάρια ορθά, κι αντίκρα τους είδαν τον Αία να φτάνει,
που ως έφτασε κοντά στους συντρόφους, μεταγυρνάει και στέκει.
Έτσι εκεί πέρα τούτοι εμάχουνταν σα φλόγα λαμπαδούσα·
κι ωστόσο του Νηλέα τ᾿ αλόγατα το Νέστορα ιδρωμένα
και το Μαχάονα τον πολέμαρχο μακριά απ᾿ τη μάχη έσερναν.
Τότε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος τον γνώρισε ως τον είδε'
595 στῆ δὲ μεταστρεφθείς, ἐπεὶ ἵκετο ἔθνος ἑταίρων.
ὣς οἳ μὲν μάρναντο δέμας πυρὸς αἰθομένοιο·
Νέστορα δ᾽ ἐκ πολέμοιο φέρον Νηλήϊαι ἵπποι
ἱδρῶσαι, ἦγον δὲ Μαχάονα ποιμένα λαῶν.
τὸν δὲ ἰδὼν ἐνόησε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς·
600 ἑστήκει γὰρ ἐπὶ πρυμνῇ μεγακήτεϊ νηῒ
εἰσορόων πόνον αἰπὺν ἰῶκά τε δακρυόεσσαν.
αἶψα δ᾽ ἑταῖρον ἑὸν Πατροκλῆα προσέειπε
φθεγξάμενος παρὰ νηός· ὃ δὲ κλισίηθεν ἀκούσας
ἔκμολεν ἶσος Ἄρηϊ, κακοῦ δ᾽ ἄρα οἱ πέλεν ἀρχή.
τι απάνω εστέκουνταν στου απλόχωρου του καραβιού την πρύμνα,
θωρώντας το βαρύ τους πόλεμο και την πικρή φευγάλα.
Κι ευτύς, φωνάζοντας απ᾿ τ᾿ άρμενο, το σύντροφο του κράζει,
τον Πάτροκλο᾿ κι αυτός ακούγοντας προβαίνει απ᾿ το καλύβι
σαν το θεό τον Άρη—κι άρχισε την ώρα αυτή ο χαμός του.
και πρώτος μίλησε ο αντροδύναμος γιος του Μενοίτιου κι είπε:
«Γιατί, Αχιλλέα, με κράζεις; Λέγε μου, τι θέλεις από μένα;»
Τότε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος του απηλογήθη κι είπε:
«Γιε του Μενοίτιου αρχοντογέννητε, πιο αγαπημένε απ᾿ όλους,
ήρθε ο καιρός θαρρώ στα πόδια μου να πέσουν μπρος οι Αργίτες
605 τὸν πρότερος προσέειπε Μενοιτίου ἄλκιμος υἱός·
τίπτέ με κικλήσκεις Ἀχιλεῦ; τί δέ σε χρεὼ ἐμεῖο;
τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
δῖε Μενοιτιάδη τῷ ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ
νῦν ὀΐω περὶ γούνατ᾽ ἐμὰ στήσεσθαι Ἀχαιοὺς
610 λισσομένους· χρειὼ γὰρ ἱκάνεται οὐκέτ᾽ ἀνεκτός.
ἀλλ᾽ ἴθι νῦν Πάτροκλε Διῒ φίλε Νέστορ᾽ ἔρειο
ὅν τινα τοῦτον ἄγει βεβλημένον ἐκ πολέμοιο·
ἤτοι μὲν τά γ᾽ ὄπισθε Μαχάονι πάντα ἔοικε
τῷ Ἀσκληπιάδῃ, ἀτὰρ οὐκ ἴδον ὄμματα φωτός·
παρακαλώντας, τι ανεβάσταχτη τους έχει σφίξει ανάγκη.
Ωστόσο τρέχα τώρα, Πάτροκλε, στο Νέστορα, να μάθεις,
ποιος είναι εκείνος που λαβώθηκε και κουβαλά απ᾿ τη μάχη.
Πίσω ως τον έβλεπα, απαράλλαχτα με το Μαχάονα μοιάζει,
το θρέμμα του Ασκληπιού, το πρόσωπο δεν είδα ωστόσο διόλου'
τι με τη φόρα τους τ᾿ αλόγατα με βιάση προσπέρασαν.»
Είπε, κι ο Πάτροκλος του ακράνη του συναγρικάει το λόγο,
και πήρε στα καλύβια κι άρμενα των Δαναών να τρέχει.
Εκείνοι ωστόσο μπρος στου Νέστορα σα φτάσαν το καλύβι,
στην πολυθρόφα γη κατέβηκαν, και τ᾿ άλογα απ᾿ τ᾿ αμάξι
615 ἵπποι γάρ με παρήϊξαν πρόσσω μεμαυῖαι.
ὣς φάτο, Πάτροκλος δὲ φίλῳ ἐπεπείθεθ᾽ ἑταίρῳ,
βῆ δὲ θέειν παρά τε κλισίας καὶ νῆας Ἀχαιῶν.
οἳ δ᾽ ὅτε δὴ κλισίην Νηληϊάδεω ἀφίκοντο,
αὐτοὶ μέν ῥ᾽ ἀπέβησαν ἐπὶ χθόνα πουλυβότειραν,
620 ἵππους δ᾽ Εὐρυμέδων θεράπων λύε τοῖο γέροντος
ἐξ ὀχέων· τοὶ δ᾽ ἱδρῶ ἀπεψύχοντο χιτώνων
στάντε ποτὶ πνοιὴν παρὰ θῖν᾽ ἁλός· αὐτὰρ ἔπειτα
ἐς κλισίην ἐλθόντες ἐπὶ κλισμοῖσι κάθιζον.
τοῖσι δὲ τεῦχε κυκειῶ ἐϋπλόκαμος Ἑκαμήδη,
ο αλογατάρης Ευρυμέδοντας του γέροντα ξεζεύει.
Κι εκείνοι τον ιδρώτα εστέγνωσαν απ᾿ τούς χιτώνες πρώτα
στον άνεμο απαντίκρυ στέκοντας, ομπρός στο ακροθαλάσσι,
και στο καλύβι εμπήκαν ύστερα και σε σκαμνιά εκαθίσαν.
Τότε η Εκαμήδη η κάλοπλέξουδη πιοτό τους ετοιμάζει.
Την Τένεδο ο Αχιλλέας σαν πάτησε, την είχαν δώσει οι Αργίτες,
την κόρη του Αρσινόου του αντρόκαρδου, στο γέροντα μοιράδι
αρχοντικό, τι πρώτη η γνώμη του στων άλλων μέσα πάντα.
Αυτή μπροστά τους γαλαζόποδο, πανώριο, τορνεμένο
τραπέζι πρώτα τώρα απίθωσε, κι απάνω του ακουμπούσε
625 τὴν ἄρετ᾽ ἐκ Τενέδοιο γέρων, ὅτε πέρσεν Ἀχιλλεύς,
θυγατέρ᾽ Ἀρσινόου μεγαλήτορος, ἥν οἱ Ἀχαιοὶ
ἔξελον οὕνεκα βουλῇ ἀριστεύεσκεν ἁπάντων.
ἥ σφωϊν πρῶτον μὲν ἐπιπροΐηλε τράπεζαν
καλὴν κυανόπεζαν ἐΰξοον, αὐτὰρ ἐπ᾽ αὐτῆς
630 χάλκειον κάνεον, ἐπὶ δὲ κρόμυον ποτῷ ὄψον,
ἠδὲ μέλι χλωρόν, παρὰ δ᾽ ἀλφίτου ἱεροῦ ἀκτήν,
πὰρ δὲ δέπας περικαλλές, ὃ οἴκοθεν ἦγ᾽ ὁ γεραιός,
χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον· οὔατα δ᾽ αὐτοῦ
τέσσαρ᾽ ἔσαν, δοιαὶ δὲ πελειάδες ἀμφὶς ἕκαστον
κανίστρι χάλκινο, και μέσα του κρομμύδι για προσφάγι,
να πίνουν, μέλι ακόμα ολόξανθο και κρίθινο άγιο αλεύρι,
στερνά την ώρια κούπα, ο γέροντας που 'χε απ᾿ την Πύλο φέρει,
την πλουμισμένη με χρυσόκαρφα, και τέσσερα τη ζώναν
αφτιά᾿ σε κάθε αφτί δεξόζερβα χρυσά βοσκολογουσαν
δυο περιστέρια, κι από κάτω της διπλοί βρίσκονταν πάτοι.
Γεμάτη αv ήταν, άλλος δύσκολα να την κουνήσει μπόρειε,
μα ο γέρο Νέστορας ανέκοπα την έφερνε στα χείλια.
Εκεί συγκέρασε η θεόμορφη γυναίκα τότε πρώτα
κρασί απ᾿ την Πράμνο, ξύνει μέσα του με τη χαλκένια ξύστρα
635 χρύσειαι νεμέθοντο, δύω δ᾽ ὑπὸ πυθμένες ἦσαν.
ἄλλος μὲν μογέων ἀποκινήσασκε τραπέζης
πλεῖον ἐόν, Νέστωρ δ᾽ ὁ γέρων ἀμογητὶ ἄειρεν.
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ ἐϊκυῖα θεῇσιν
οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ᾽ αἴγειον κνῆ τυρὸν
640 κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ᾽ ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε,
πινέμεναι δ᾽ ἐκέλευσεν, ἐπεί ῥ᾽ ὥπλισσε κυκειῶ.
τὼ δ᾽ ἐπεὶ οὖν πίνοντ᾽ ἀφέτην πολυκαγκέα δίψαν
μύθοισιν τέρποντο πρὸς ἀλλήλους ἐνέποντες,
Πάτροκλος δὲ θύρῃσιν ἐφίστατο ἰσόθεος φώς.
τυρί γιδίσιο, και πασπάλισε κριθάλευρο από πάνω᾿
και το πιοτό σαν αποτέλειωσε, τους κάλεσε να πιούνε.
Και κείνοι τα στεγνά λαρύγγια τους με το πιοτό ως δρόσισαν,
στην ώρα πάνω που χαιρόντουσαν ο ένας του άλλου μιλώντας,
πα στο κατώφλι εφάνη ο Πάτροκλος, ίδιος θεός, κι έστάθη.
Θωρώντας τον πετάχτη ο γέροντας απ᾿ το λαμπρό θρονί του
και χεροκράτητα τον έμπασε και του 'πε να καθίσει᾿
όμως ο Πάτροκλος του αρνήθηκε και τέτοια απηλογήθη:
«Δεν είναι, γέροντα αρχοντόθρεφτε, να κάτσω᾿ δε θα μείνω᾿
αυτόν που μ᾿ έστειλε τον σέβουμαι μαθές και τον φοβούμαι.
645 τὸν δὲ ἰδὼν ὁ γεραιὸς ἀπὸ θρόνου ὦρτο φαεινοῦ,
ἐς δ᾽ ἄγε χειρὸς ἑλών, κατὰ δ᾽ ἑδριάασθαι ἄνωγε.
Πάτροκλος δ᾽ ἑτέρωθεν ἀναίνετο εἶπέ τε μῦθον·
οὐχ ἕδος ἐστὶ γεραιὲ διοτρεφές, οὐδέ με πείσεις.
αἰδοῖος νεμεσητὸς ὅ με προέηκε πυθέσθαι
650 ὅν τινα τοῦτον ἄγεις βεβλημένον· ἀλλὰ καὶ αὐτὸς
γιγνώσκω, ὁρόω δὲ Μαχάονα ποιμένα λαῶν.
νῦν δὲ ἔπος ἐρέων πάλιν ἄγγελος εἶμ᾽ Ἀχιλῆϊ.
εὖ δὲ σὺ οἶσθα γεραιὲ διοτρεφές, οἷος ἐκεῖνος
δεινὸς ἀνήρ· τάχα κεν καὶ ἀναίτιον αἰτιόῳτο.
Θέλει να μάθει ποιος λαβώθηκε κι ήρθε μαζί σου· ωστόσο
κι εγώ τον βλέπω, είναι ο Μαχάονας ο ρήγας, τον γνωρίζω.
Τώρα ξανά γυρνώ, το μήνυμα στον Αχιλλέα να φέρω᾿
το ξέρεις, γέροντα αρχοντόθρεφτε, καλά πόσο 'ναι εκείνος
να τον φοβάσαι· κι αν δεν έφταιξες, μπορεί σε βγάζει φταίχτη.»
Κι απηλογιά ο γερήνιος Νέστορας του δίνει ο αλογολάτης:
«Ποιος λόγος ο Αχιλλέας να μύρεται για τους Αργίτες τώρα,
που απ᾿ τις ριξιές μαθές λαβώθηκαν; Κι ουδέ το βάζει ο νους του
σαν πόσο το στρατό μας πλάκωσε κακό· τι οι πιο αντρειωμένοι
από κοντά ή μακριά χτυπήθηκαν και στ᾿ άρμενα πλαγιάζουν.
655 τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
τίπτε τὰρ ὧδ᾽ Ἀχιλεὺς ὀλοφύρεται υἷας Ἀχαιῶν,
ὅσσοι δὴ βέλεσιν βεβλήαται; οὐδέ τι οἶδε
πένθεος, ὅσσον ὄρωρε κατὰ στρατόν· οἳ γὰρ ἄριστοι
ἐν νηυσὶν κέαται βεβλημένοι οὐτάμενοί τε.
660 βέβληται μὲν ὃ Τυδεΐδης κρατερὸς Διομήδης,
οὔτασται δ᾽ Ὀδυσεὺς δουρὶ κλυτὸς ἠδ᾽ Ἀγαμέμνων·
βέβληται δὲ καὶ Εὐρύπυλος κατὰ μηρὸν ὀϊστῷ·
τοῦτον δ᾽ ἄλλον ἐγὼ νέον ἤγαγον ἐκ πολέμοιο
ἰῷ ἀπὸ νευρῆς βεβλημένον. αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
Από σαϊτιά ο Διομήδης, ο άτρομος γιος του Τυδέα, λαβώθη,
από κοντάρι κι ο Αγαμέμνονας κι ο γαύρος Οδυσσέας,
από σαγίτα ακόμα ο Ευρύπυλος πα στο δεξιό μερί του.
Ώρα πολλή δεν είναι που "φερα κι αυτόν εδώ απ᾿ τη μάχη,
που δοξαριού σαγίτα εχτύπησε. Μόνο ο Αχιλλέας καθόλου
δε μας πονάει και δε μας γνοιάζεται, με όσην αντρεία κι αν έχει.
Για καρτεράει κοντά στη θάλασσα τα γρήγορα άρμενά μας,
όσο με πείσμα κι αν παλεύουμε, να κάψει η φάουσα φλόγα,
κι εμάς αράδα να μας σφάξουνε; τι πια μαθές δεν έχω. ᾿
τη δύναμη που ανθούσε κάποτε στο λυγερό κορμί μου.
665 ἐσθλὸς ἐὼν Δαναῶν οὐ κήδεται οὐδ᾽ ἐλεαίρει.
ἦ μένει εἰς ὅ κε δὴ νῆες θοαὶ ἄγχι θαλάσσης
Ἀργείων ἀέκητι πυρὸς δηΐοιο θέρωνται,
αὐτοί τε κτεινώμεθ᾽ ἐπισχερώ; οὐ γὰρ ἐμὴ ἲς
ἔσθ᾽ οἵη πάρος ἔσκεν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν.
670 εἴθ᾽ ὣς ἡβώοιμι βίη δέ μοι ἔμπεδος εἴη
ὡς ὁπότ᾽ Ἠλείοισι καὶ ἡμῖν νεῖκος ἐτύχθη
ἀμφὶ βοηλασίῃ, ὅτ᾽ ἐγὼ κτάνον Ἰτυμονῆα
ἐσθλὸν Ὑπειροχίδην, ὃς ἐν Ἤλιδι ναιετάασκε,
ῥύσι᾽ ἐλαυνόμενος· ὃ δ᾽ ἀμύνων ᾗσι βόεσσιν
Νιος να 'μουν, θε μου, κι ;ξεθύμαστη την πρώτη ορμή μου να 'χα,
σαν τότε που τα βόδια αρπάξαμε και πιάστηκαν μαζί μας
οι Ηλείοι, τη μέρα εγώ που σκότωσα το γαύρο Ιτυμονέα,
το γιο του Υπείροχου, στην Ήλιδα που ζούσε, κι ως επήγα
κούρσα να πάρω γι᾿ αντιπλέρωμα, τον πέτυχα απ᾿ τους πρώτους
με κονταριά, καθώς διαφέντευε τα βόδια του μπροστά μου.
Κι έπεσε χάμω, κι όλο εσκόρπισε το ασκέρι του, οι ξωτάροι.
Κι από τον κάμπο βιος αρίφνητο μαζώξαμε δικό τους᾿
πενήντα βουκολια τους πήραμε και γιδάρια πενήντα,
πενήντα αρπάξαμε αρνοκόπαδα και τόσα χοιροστάσια,
675 ἔβλητ᾽ ἐν πρώτοισιν ἐμῆς ἀπὸ χειρὸς ἄκοντι,
κὰδ δ᾽ ἔπεσεν, λαοὶ δὲ περίτρεσαν ἀγροιῶται.
ληΐδα δ᾽ ἐκ πεδίου συνελάσσαμεν ἤλιθα πολλὴν
πεντήκοντα βοῶν ἀγέλας, τόσα πώεα οἰῶν,
τόσσα συῶν συβόσια, τόσ᾽ αἰπόλια πλατέ᾽ αἰγῶν,
680 ἵππους δὲ ξανθὰς ἑκατὸν καὶ πεντήκοντα
πάσας θηλείας, πολλῇσι δὲ πῶλοι ὑπῆσαν.
καὶ τὰ μὲν ἠλασάμεσθα Πύλον Νηλήϊον εἴσω
ἐννύχιοι προτὶ ἄστυ· γεγήθει δὲ φρένα Νηλεύς,
οὕνεκά μοι τύχε πολλὰ νέῳ πόλεμον δὲ κιόντι.
και τρεις φορές πενήντα αλόγατα ξανθοτριχάτα ακόμα,
φοράδες όλες τους, κι οι πιότερες βύζαιναν και πουλάρια.
Κι όλα τα κούρσα αυτά τα φέραμε μες στου Νηλέα την Πύλο,
τη νύχτα, στο καστρί᾿ και χάρηκε στα φρένα του ο Νηλέας,
που πήγα -τόσο νιος στον πόλεμο και τόσα κούρσα επήρα.
Και μόλις έφεξε, τελάλιζαν οι κράχτες, όσοι ξέρουν
πως τους χρωστούν στην άγιαν Ήλιδα, να συναχτούν κι οι πρώτοι
της Πύλος όλοι τους μαζώχτηκαν, τη μοιρασιά να κάνουν.
και σε πολλούς οι Ηλείοι χρωστούσανε, γιατί στα χρόνια εκείνα _
στην Πύλο μέσα λίγοι εμέναμε κι εκείνοι ρημαγμένοι'
685 κήρυκες δ᾽ ἐλίγαινον ἅμ᾽ ἠοῖ φαινομένηφι
τοὺς ἴμεν οἷσι χρεῖος ὀφείλετ᾽ ἐν Ἤλιδι δίῃ·
οἳ δὲ συναγρόμενοι Πυλίων ἡγήτορες ἄνδρες
δαίτρευον· πολέσιν γὰρ Ἐπειοὶ χρεῖος ὄφειλον,
ὡς ἡμεῖς παῦροι κεκακωμένοι ἐν Πύλῳ ἦμεν·
690 ἐλθὼν γάρ ῥ᾽ ἐκάκωσε βίη Ἡρακληείη
τῶν προτέρων ἐτέων, κατὰ δ᾽ ἔκταθεν ὅσσοι ἄριστοι·
δώδεκα γὰρ Νηλῆος ἀμύμονος υἱέες ἦμεν·
τῶν οἶος λιπόμην, οἳ δ᾽ ἄλλοι πάντες ὄλοντο.
ταῦθ᾽ ὑπερηφανέοντες Ἐπειοὶ χαλκοχίτωνες
τι είχε ο Ηρακλής ο τρανοδύναμος έρθει να μας ρημάξει,
σε πιο παλιούς καιρούς, και σκότωσε τους πιο αντρειανούς μας όλους.
Δώδεκα γιους είχε ο αψεγάδιαστος Νηλέας αναστημένα,
κι απ᾿ όλους μόνο εγώ του απόμενα, χάθηκαν οι άλλοι᾿ κι έτσι
οι Ηλείοι πολύ το πήραν πάνω τους οι χαλκοθωρακάτοι,
κι άρχίσαν να μας φέρνουνται άσκημα, τι δε μας λογάριαζαν.
Και τότε ο γέροντας ξεδιάλεξε, δικά του να κρατήσει,
τρακόσια αρνιά και βόδια, παίρνοντας μαζί και τους τσοπάνους·
τι ήταν τρανό στην άγιαν Ήλιδα το χρέος που του χρωστούσαν,
στεφανοφόρα τέσσερα άλογα και δυο από πάνω αμάξια,
695 ἡμέας ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανόωντο.
ἐκ δ᾽ ὃ γέρων ἀγέλην τε βοῶν καὶ πῶϋ μέγ᾽ οἰῶν
εἵλετο κρινάμενος τριηκόσι᾽ ἠδὲ νομῆας.
καὶ γὰρ τῷ χρεῖος μέγ᾽ ὀφείλετ᾽ ἐν Ἤλιδι δίῃ
τέσσαρες ἀθλοφόροι ἵπποι αὐτοῖσιν ὄχεσφιν
700 ἐλθόντες μετ᾽ ἄεθλα· περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον
θεύσεσθαι· τοὺς δ᾽ αὖθι ἄναξ ἀνδρῶν Αὐγείας
κάσχεθε, τὸν δ᾽ ἐλατῆρ᾽ ἀφίει ἀκαχήμενον ἵππων.
τῶν ὃ γέρων ἐπέων κεχολωμένος ἠδὲ καὶ ἔργων
ἐξέλετ᾽ ἄσπετα πολλά· τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἐς δῆμον ἔδωκε
που τα 'χε στείλει εκεί να τρέξουνε, να πάρουν το τριπόδι.
Μα ο βασιλιάς Αυγείας τα κράτησε δικά του, και μονάχα
να γύρει ο αμαξολάτης πρόσταξε, θλιμμένος, δίχως άτια.
Γι᾿ αυτά τα λόγια κι έργα ο γέροντας χολιώντας ξεδιαλέγει
και παίρνει τότε κούρσα αρίφνητα, και τ᾿ άλλα τα μοιράζει
στον κόσμο, κι όλοι έφυγαν έχοντας το που 'πρεπε ο καθένας.
Κι εκεί που εμείς γι᾿ αυτά γνοιαζόμασταν, κι ολόγυρα στο κάστρο
σφάζαμε βόδια στους αθάνατους, στην τρίτη μέρα απάνω,
πλακώνουν και μονόνυχα άλογα κι αμέτρητη πεζούρα.
Μαζί κι οι δυο Μολίονες βρίσκουνταν αρματωμένοι, κι ήταν
705 δαιτρεύειν, μή τίς οἱ ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης.
ἡμεῖς μὲν τὰ ἕκαστα διείπομεν, ἀμφί τε ἄστυ
ἕρδομεν ἱρὰ θεοῖς· οἳ δὲ τρίτῳ ἤματι πάντες
ἦλθον ὁμῶς αὐτοί τε πολεῖς καὶ μώνυχες ἵπποι
πανσυδίῃ· μετὰ δέ σφι Μολίονε θωρήσσοντο
710 παῖδ᾽ ἔτ᾽ ἐόντ᾽, οὔ πω μάλα εἰδότε θούριδος ἀλκῆς.
ἔστι δέ τις Θρυόεσσα πόλις αἰπεῖα κολώνη
τηλοῦ ἐπ᾽ Ἀλφειῷ, νεάτη Πύλου ἠμαθόεντος·
τὴν ἀμφεστρατόωντο διαρραῖσαι μεμαῶτες.
ἀλλ᾽ ὅτε πᾶν πεδίον μετεκίαθον, ἄμμι δ᾽ Ἀθήνη
άγουροι ακόμα, που από πόλεμο πολλά μαθές δεν ξέραν.
Είναι μια πόλη Θρύο, πυλιώτικη, σε ολόρθη ράχη απάνω,
στον Αλφειό κοντά, παράμερα, πολύ μακριά απ᾿ την Πύλο'
αυτήν να ζώσουν τότε εγύρευαν, να την κατακουρσέψουν.
Μα σύντας πια τον κάμπο εδιάβηκαν, φτάνει η Αθηνά τρεχάτη
μέσα στη νύχτα από τον Όλυμπο σε μας και παραγγέλνει
ν᾿ αρματωθούμε, κι ολοπρόθυμους στην Πύλο μας μαζώνει,
τι θέλαμε και μεις τον πόλεμο. Μα εγώ να βγω στη μάχη
ο κύρης μου ο Νηλέας δεν άφηνε, και μου 'κρυψε και τ᾿ άτια,
τι τάχα ήμουν ακόμα ακάτεχος στην τέχνη του πολέμου.
715 ἄγγελος ἦλθε θέουσ᾽ ἀπ᾽ Ὀλύμπου θωρήσσεσθαι
ἔννυχος, οὐδ᾽ ἀέκοντα Πύλον κάτα λαὸν ἄγειρεν
ἀλλὰ μάλ᾽ ἐσσυμένους πολεμίζειν. οὐδέ με Νηλεὺς
εἴα θωρήσσεσθαι, ἀπέκρυψεν δέ μοι ἵππους·
οὐ γάρ πώ τί μ᾽ ἔφη ἴδμεν πολεμήϊα ἔργα.
720 ἀλλὰ καὶ ὧς ἱππεῦσι μετέπρεπον ἡμετέροισι
καὶ πεζός περ ἐών, ἐπεὶ ὧς ἄγε νεῖκος Ἀθήνη.
ἔστι δέ τις ποταμὸς Μινυήϊος εἰς ἅλα βάλλων
ἐγγύθεν Ἀρήνης, ὅθι μείναμεν Ἠῶ δῖαν
ἱππῆες Πυλίων, τὰ δ᾽ ἐπέρρεον ἔθνεα πεζῶν.
Μα κι έτσι εγώ, πεζός κι αν έμεινα, τους άλλους πα στ᾿ αμάξια
σ᾿ αντρειά ξεπέρασα, τι αφέντευε τον πόλεμο η Παλλάδα.
Είναι ένας ποταμός που χύνεται στη θάλασσα, ο Μινύος,
πλάι στην Αρήνη· εκεί προσμέναμε με τ᾿ άλογα οι Πυλιώτες
την άγια αυγή· κι ερχόταν πίσω μας σμάρι πυκνό η πεζούρα.
Εκείθε βιαστικά μες στ᾿ άρματα ντυμένοι ξεκινούμε,
και στου Αλφειού καταμεσήμερα τ᾿ άγια νερά τραβάμε.
Σφάζουμε εκεί στον παντοδύναμο το Δία σφαχτά πανώρια,
στον Αλφειό ταυρί, και δεύτερο ταυρί στον Ποσειδώνα,
στην Αθηνά τη γαλανομάτη γελάδα απ᾿ το κοπάδι.
725 ἔνθεν πανσυδίῃ σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες
ἔνδιοι ἱκόμεσθ᾽ ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῖο.
ἔνθα Διὶ ῥέξαντες ὑπερμενεῖ ἱερὰ καλά,
ταῦρον δ᾽ Ἀλφειῷ, ταῦρον δὲ Ποσειδάωνι,
αὐτὰρ Ἀθηναίη γλαυκώπιδι βοῦν ἀγελαίην,
730 δόρπον ἔπειθ᾽ ἑλόμεσθα κατὰ στρατὸν ἐν τελέεσσι,
καὶ κατεκοιμήθημεν ἐν ἔντεσιν οἷσιν ἕκαστος
ἀμφὶ ῥοὰς ποταμοῖο. ἀτὰρ μεγάθυμοι Ἐπειοὶ
ἀμφέσταν δὴ ἄστυ διαρραῖσαι μεμαῶτες·
ἀλλά σφι προπάροιθε φάνη μέγα ἔργον Ἄρηος·
Μετά δειπνούμε στο στρατόπεδο, στο λόχο του ο καθένας,
και κοιμηθήκαμε πλαγιάζοντας συνάρματοι, στον όχτο
του πόταμου. Κι οι Ηλείοι οι λιοντόκαρδοι φτασμένοι κιόλας ζώνουν
γοργά το κάστρο, λαχταρίζοντας να το κατακουρσέψουν·
μα πριν σηκώνουνταν ο πόλεμος ο φοβερός μπροστά τους·
τι ως απ᾿ τη γης ο γήλιος πρόβαλε ψηλά στραφτοβολώντας,
το γιο του Κρόνου ανακαλιόμαστε βοηθό και την Παλλάδα,
κι έτσι οι στρατοί τη μάχη αρχίζουμε᾿ κι ως ήρθαμε στα χέρια,
πρώτος εγώ το Μούλιο σκότωσα, τρανό κονταρομάχο,
και πήρα τα μονόνυχα άτια του᾿ γαμπρός του Αυγεία λογιόταν,
735 εὖτε γὰρ ἠέλιος φαέθων ὑπερέσχεθε γαίης,
συμφερόμεσθα μάχῃ Διί τ᾽ εὐχόμενοι καὶ Ἀθήνῃ.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ Πυλίων καὶ Ἐπειῶν ἔπλετο νεῖκος,
πρῶτος ἐγὼν ἕλον ἄνδρα, κόμισσα δὲ μώνυχας ἵππους,
Μούλιον αἰχμητήν· γαμβρὸς δ᾽ ἦν Αὐγείαο,
740 πρεσβυτάτην δὲ θύγατρ᾽ εἶχε ξανθὴν Ἀγαμήδην,
ἣ τόσα φάρμακα ᾔδη ὅσα τρέφει εὐρεῖα χθών.
τὸν μὲν ἐγὼ προσιόντα βάλον χαλκήρεϊ δουρί,
ἤριπε δ᾽ ἐν κονίῃσιν· ἐγὼ δ᾽ ἐς δίφρον ὀρούσας
στῆν ῥα μετὰ προμάχοισιν· ἀτὰρ μεγάθυμοι Ἐπειοὶ
κι είχε την πιο μεγάλη κόρη του, τη λιόξανθη Αγαμήδη,
που κάτεχε όσα βγαίνουν βότανα στης γης τα πλάτη απάνω.
Καθώς χιμούσε, με το χάλκινο τον χτύπησα κοντάρι,
κι ως μες στη σκόνη αυτός σωριάστηκε, στο αμάξι του πηδώντας
εγώ στους πρώτους μέσα εστάθηκα. και τότε οι Ηλείοι σκόρπισαν
φύλλα φτερά, νεκρό ως αντίκρισαν το γαύρο τους προλάτη,
που μες στους άλλους αλογάρηδες ξεχώριζε στη μάχη.
Και τότε εγώ πλακώνω απάνω τους σα μελανό δρολάπι᾿
πενήντα αμάξια τους εκούρσεψα, και γύρα στο καθένα
δυο δυο τη γης δάγκωναν πέφτοντας απ᾿ το δικό μου χέρι.
745 ἔτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος, ἐπεὶ ἴδον ἄνδρα πεσόντα
ἡγεμόν᾽ ἱππήων, ὃς ἀριστεύεσκε μάχεσθαι.
αὐτὰρ ἐγὼν ἐπόρουσα κελαινῇ λαίλαπι ἶσος,
πεντήκοντα δ᾽ ἕλον δίφρους, δύο δ᾽ ἀμφὶς ἕκαστον
φῶτες ὀδὰξ ἕλον οὖδας ἐμῷ ὑπὸ δουρὶ δαμέντες.
750 καί νύ κεν Ἀκτορίωνε Μολίονε παῖδ᾽ ἀλάπαξα,
εἰ μή σφωε πατὴρ εὐρὺ κρείων ἐνοσίχθων
ἐκ πολέμου ἐσάωσε καλύψας ἠέρι πολλῇ.
ἔνθα Ζεὺς Πυλίοισι μέγα κράτος ἐγγυάλιξε·
τόφρα γὰρ οὖν ἑπόμεσθα διὰ σπιδέος πεδίοιο
Και τους Μολίονες λέω θα σκότωνα, τους γιους του Αχτόρου, τότε,
αν μες στον πόλεμο ο πατέρας τους, ο μέγας Κοσμοσείστης,
με καταχνιά δεν τους εσκέπαζε βαριά, να τους γλιτώσει.
Και τότε νίκη ο Δίας εχάρισε μεγάλη στους Πυλιώτες·
τι στο κυνήγι τους εστρώσαμε μες στο φαρδύ τον κάμπο
σκοτώνοντας τους και μαζώνοντας τις ώριες τους αρμάτες,
ως που πάτησαν το πολύσταρο Βουπράσιο τ᾿ άλογά μας,
και τ᾿ όρος του Αλησίου που λέγεται, και τον Ωλένιο βράχο᾿
γιατί η Αθηνά να πάει δεν άφηνε το ασκέρι μας πιο πέρα.
Εκεί σκοτώνω εγώ τον ύστερο, και τ᾿ άτια πίσω τότε
755 κτείνοντές τ᾽ αὐτοὺς ἀνά τ᾽ ἔντεα καλὰ λέγοντες,
ὄφρ᾽ ἐπὶ Βουπρασίου πολυπύρου βήσαμεν ἵππους
πέτρης τ᾽ Ὠλενίης, καὶ Ἀλησίου ἔνθα κολώνη
κέκληται· ὅθεν αὖτις ἀπέτραπε λαὸν Ἀθήνη.
ἔνθ᾽ ἄνδρα κτείνας πύματον λίπον· αὐτὰρ Ἀχαιοὶ
760 ἂψ ἀπὸ Βουπρασίοιο Πύλονδ᾽ ἔχον ὠκέας ἵππους,
πάντες δ᾽ εὐχετόωντο θεῶν Διὶ Νέστορί τ᾽ ἀνδρῶν.
ὣς ἔον, εἴ ποτ᾽ ἔον γε, μετ᾽ ἀνδράσιν. αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
οἶος τῆς ἀρετῆς ἀπονήσεται· ἦ τέ μιν οἴω
πολλὰ μετακλαύσεσθαι ἐπεί κ᾽ ἀπὸ λαὸς ὄληται.
στην Πύλο απ᾿ το Βουπράσιο στρέψαμε᾿ κι απ᾿ τους θεούς το Δία,
απ᾿ τους θνητούς μαθές το Νέστορα δοξολογούσαν όλοι.
Τέτοιος εστάθηκα, αν εστάθηκα, μες στους ανθρώπους, όμως
τον Αχιλλέα θωρώ να χαίρεται την αντριγιά του μόνος.
Πικρά θα κλάψει ωστόσο αργότερα, σαν όλοι εμείς χαθούμε.
Φίλε καλέ, ο Μενοίτιος σου 'δινε τέτοιες ορμήνιες τότε,
από τη Φθία στον Αγαμέμνονα σα σ᾿ έστελνε—θυμάσαι;
Καλά ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος κι εγώ τους ορισμούς του
ακούσαμε όλους, τι βρεθήκαμε κι εμείς στο σπίτι μέσα.
Από τις χώρες τις πολύκοσμες των Αχαιών, ασκέρι
765 ὦ πέπον ἦ μὲν σοί γε Μενοίτιος ὧδ᾽ ἐπέτελλεν
ἤματι τῷ ὅτε σ᾽ ἐκ Φθίης Ἀγαμέμνονι πέμπε,
νῶϊ δέ τ᾽ ἔνδον ἐόντες ἐγὼ καὶ δῖος Ὀδυσσεὺς
πάντα μάλ᾽ ἐν μεγάροις ἠκούομεν ὡς ἐπέτελλε.
Πηλῆος δ᾽ ἱκόμεσθα δόμους εὖ ναιετάοντας
770 λαὸν ἀγείροντες κατ᾽ Ἀχαιΐδα πουλυβότειραν.
ἔνθα δ᾽ ἔπειθ᾽ ἥρωα Μενοίτιον εὕρομεν ἔνδον
ἠδὲ σέ, πὰρ δ᾽ Ἀχιλῆα· γέρων δ᾽ ἱππηλάτα Πηλεὺς
πίονα μηρία καῖε βοὸς Διὶ τερπικεραύνῳ
αὐλῆς ἐν χόρτῳ· ἔχε δὲ χρύσειον ἄλεισον
μαζεύοντας, στο σπίτι εφτάσαμε το πλούσιο του Πηλέα.
Εκεί και το Μενοίτιο βρήκαμε τον αντρειανό και σένα,
και δίπλα σου ο Αχιλλέας εστέκουνταν κι ο γέρο αλογολάτης
Πηλέας στο Δία τον κεραυνόχαρο παχιά μεριά από βόδι
έκαιγε μέσα στον αυλόγυρο, και στάλαζε με κούπα
μαλαματένια στο που καίγουνταν σφαχτό κρασί φλογάτο.
Καθώς εσείς το κρέας γνοιαζόσαστε, στην ξώπορτά σας ξάφνου
εμείς προβάλαμε. Πετάχτηκε τότε ο Αχιλλέας, μας πήρε
χεροκρατώντας, να καθίσουμε μας έβαλε κοντά σας,
και με όλα τα καλά μας φίλεψε που συνηθούν στους ξένους.
775 σπένδων αἴθοπα οἶνον ἐπ᾽ αἰθομένοις ἱεροῖσι.
σφῶϊ μὲν ἀμφὶ βοὸς ἕπετον κρέα, νῶϊ δ᾽ ἔπειτα
στῆμεν ἐνὶ προθύροισι· ταφὼν δ᾽ ἀνόρουσεν Ἀχιλλεύς,
ἐς δ᾽ ἄγε χειρὸς ἑλών, κατὰ δ᾽ ἑδριάασθαι ἄνωγε,
ξείνιά τ᾽ εὖ παρέθηκεν, ἅ τε ξείνοις θέμις ἐστίν.
780 αὐτὰρ ἐπεὶ τάρπημεν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος,
ἦρχον ἐγὼ μύθοιο κελεύων ὔμμ᾽ ἅμ᾽ ἕπεσθαι·
σφὼ δὲ μάλ᾽ ἠθέλετον, τὼ δ᾽ ἄμφω πόλλ᾽ ἐπέτελλον.
Πηλεὺς μὲν ᾧ παιδὶ γέρων ἐπέτελλ᾽ Ἀχιλῆϊ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων·
Και σύντας το φαγί εχαρήκαμε και το πιοτό, μιλούσα
πρώτος εγώ, κι οί δυο σας να 'ρθετε μαζί παρακινώντας.
Κι όπως και σεις το θέλατε, άρχισαν αρμήνιες να σας δίνουν
ο γέροντας Πηλέας αρμήνευε τον Αχιλλέα το γιο του,
πρώτος να θέλει να 'ναι πάντα του, να ξεπερνά τους άλλους.
Κι ο γιος του Αχτόρου εσένα αρμήνευε και τέτοια λόγια σου 'πε:
,,Γιε μου, ο Αχιλλέας πιο πάνω στέκεται στην αρχοντιά από σένα,
και στην αντρεία πολύ᾿ τρανότερος στα χρόνια εσύ 'σαι ωστόσο᾿
γι᾿ αυτό και μυαλωμένα μίλα του, τη γνώμη του κυβέρνα
κι οδήγα τον, κι αυτός τα λόγια σου θ᾿ ακούει για το καλό του."
785 σοὶ δ᾽ αὖθ᾽ ὧδ᾽ ἐπέτελλε Μενοίτιος Ἄκτορος υἱός·
τέκνον ἐμὸν γενεῇ μὲν ὑπέρτερός ἐστιν Ἀχιλλεύς,
πρεσβύτερος δὲ σύ ἐσσι· βίῃ δ᾽ ὅ γε πολλὸν ἀμείνων.
ἀλλ᾽ εὖ οἱ φάσθαι πυκινὸν ἔπος ἠδ᾽ ὑποθέσθαι
καί οἱ σημαίνειν· ὃ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ.
790 ὣς ἐπέτελλ᾽ ὃ γέρων, σὺ δὲ λήθεαι· ἀλλ᾽ ἔτι καὶ νῦν
ταῦτ᾽ εἴποις Ἀχιλῆϊ δαΐφρονι αἴ κε πίθηται.
τίς δ᾽ οἶδ᾽ εἴ κέν οἱ σὺν δαίμονι θυμὸν ὀρίναις
παρειπών; ἀγαθὴ δὲ παραίφασίς ἐστιν ἑταίρου.
εἰ δέ τινα φρεσὶν ᾗσι θεοπροπίην ἀλεείνει
Τέτοια σ᾿ αρμήνευεν ο γέροντας, μα το ξεχνάς᾿ ωστόσο
στον Αχιλλέα καν τώρα μίλησε, μπορεί και να συγκλίνει.
Ποιος ξέρει θεός αν δε σε σύντρεχε, το σπλάχνο του ν᾿ αγγίξεις
μιλώντας του᾿ τι αξίζει η φώτιση σαν έρχεται από φίλο.
Μ᾿ αν των θεών κανένα μήνυμα γυρεύει να ξεφύγει,
που η σεβαστή του το φανέρωσε μητέρα από το Δία,
ας στείλει καν εσένα γρήγορα, μαζί και το άλλο ασκέρι
των Μυρμιδόνων φως θ᾿ αντίκριζαν οι Αργίτες έτσι κάπως.
Και τη δικιά του αρμάτα ας σου 'δινε στη μάχη να φορέσεις'
μπορεί, για κείνον αν σε πάρουνε, τον πόλεμο ν᾿ αφήσουν
795 καί τινά οἱ πὰρ Ζηνὸς ἐπέφραδε πότνια μήτηρ,
ἀλλὰ σέ περ προέτω, ἅμα δ᾽ ἄλλος λαὸς ἑπέσθω
Μυρμιδόνων, αἴ κέν τι φόως Δαναοῖσι γένηαι·
καί τοι τεύχεα καλὰ δότω πόλεμον δὲ φέρεσθαι,
αἴ κέ σε τῷ εἴσκοντες ἀπόσχωνται πολέμοιο
800 Τρῶες, ἀναπνεύσωσι δ᾽ ἀρήϊοι υἷες Ἀχαιῶν
τειρόμενοι· ὀλίγη δέ τ᾽ ἀνάπνευσις πολέμοιο.
ῥεῖα δέ κ᾽ ἀκμῆτες κεκμηότας ἄνδρας ἀϋτῇ
ὤσαισθε προτὶ ἄστυ νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων.
ὣς φάτο, τῷ δ᾽ ἄρα θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινε,
οι Τρώες, κι οι Αργίτες οι πολέμαρχοι να ξανασάνουν έτσι,
που απόστασαν καλή στον πόλεμο κι η λίγη ανάσα ακόμα.
Κι εύκολα πέφτοντας ξεκούραστοι σε κουρασμένους πάνω,
απ᾿ τα καλύβια θα τους διώχνατε κι από τα πλοία στο κάστρο.»
Είπε, και την καρδιά ανατάραξε στου Πάτροκλου τα στήθια,
κι έτσι κινούσε δίπλα στ᾿ άρμενα, να πάει στον Αχιλλέα.
Μα σύντας προσπερνούσε τ᾿ άρμενα του αρχοντικού Οδυσσέα
τρεχάτος, στο άπλωμα που εγίνουνταν η σύναξη κι οι δίκες,
κι όπου υψώνονταν των αθάνατων γύρα οι βωμοί, κει πέρα
ξάφνου ανταμώνει τον Ευρύπυλο τον αρχοντοθρεμμένο,
805 βῆ δὲ θέειν παρὰ νῆας ἐπ᾽ Αἰακίδην Ἀχιλῆα.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ κατὰ νῆας Ὀδυσσῆος θείοιο
ἷξε θέων Πάτροκλος, ἵνά σφ᾽ ἀγορή τε θέμις τε
ἤην, τῇ δὴ καί σφι θεῶν ἐτετεύχατο βωμοί,
ἔνθά οἱ Εὐρύπυλος βεβλημένος ἀντεβόλησε
810 διογενὴς Εὐαιμονίδης κατὰ μηρὸν ὀϊστῷ
σκάζων ἐκ πολέμου· κατὰ δὲ νότιος ῥέεν ἱδρὼς
ὤμων καὶ κεφαλῆς, ἀπὸ δ᾽ ἕλκεος ἀργαλέοιο
αἷμα μέλαν κελάρυζε· νόος γε μὲν ἔμπεδος ἦεν.
τὸν δὲ ἰδὼν ᾤκτειρε Μενοιτίου ἄλκιμος υἱός,
το λαβωμένο γιο του Ευαίμονα πα στο μερί, που ερχόταν
πίσω απ᾿ τον πόλεμο κουτσαίνοντας, κι από κεφάλι κι ώμους
κρουνός ο ιδρώτας κάτω εστάλαζε· τον σούβλιζε η πληγή του,
και μελανό το γαίμα εσούρωνε, δούλευε ο νους του ωστόσο.
Κι όπως τον είδε ο γαύρος Πάτροκλος, τον πόνεσε η καρδιά του,
και με κλαφτή φωνή άνεπάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
« Δύστυχοι εσείς, Αργίτες άρχοντες και πρωτοκεφαλάδες!
Έτσι λοιπόν μακριά σας μέλλουνταν από δικούς και φίλους
της Τροίας τους σκύλους να χορτάσετε με τ᾿ άσπρο σας το ξίγκι;
Όμως εσύ, αντρειωμένε Ευρύπυλε κι αρχοντικέ, για πες μου,
815 καί ῥ᾽ ὀλοφυρόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
ἆ δειλοὶ Δαναῶν ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες
ὣς ἄρ᾽ ἐμέλλετε τῆλε φίλων καὶ πατρίδος αἴης
ἄσειν ἐν Τροίῃ ταχέας κύνας ἀργέτι δημῷ.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ διοτρεφὲς Εὐρύπυλ᾽ ἥρως,
820 ἤ ῥ᾽ ἔτι που σχήσουσι πελώριον Ἕκτορ᾽ Ἀχαιοί,
ἦ ἤδη φθίσονται ὑπ᾽ αὐτοῦ δουρὶ δαμέντες;
τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Εὐρύπυλος βεβλημένος ἀντίον ηὔδα·
οὐκέτι διογενὲς Πατρόκλεες ἄλκαρ Ἀχαιῶν
ἔσσεται, ἀλλ᾽ ἐν νηυσὶ μελαίνῃσιν πεσέονται.
οι Αργίτες μπρος στο μέγαν Έχτορα θα κρατηθούν ακόμα,
για θα χαθούν απ᾿ το κοντάρι του κακοθανατισμένοι;»
Κι ο λαβωμένος τότε Ευρύπυλος απηλογιά του δίνει:
«Πια τώρα, Πάτροκλε αρχοντόθρεφτε, να κρατηθούν οι Αργίτες
δε γίνεται᾿ σε λίγο ρίχνουνται στα μαύρα τ᾿ άρμενα τους᾿
τι κιόλας όλους που ξεχώριζαν στην αντριγιά ως τα τώρα,
από κοντά ή μακριά τους χτύπησαν οι Τρώες, και στα καράβια
κρίτονται, και των Τρωών η δύναμη κάθε στιγμή αβγαταίνει.
Μα εμένα γλίτωσε με, φέρε με στο μαύρο μου καράβι,
και τη σαγίτα κόψε, βγάλε την απ᾿ το μερί, και πλύνε
825 οἳ μὲν γὰρ δὴ πάντες, ὅσοι πάρος ἦσαν ἄριστοι,
ἐν νηυσὶν κέαται βεβλημένοι οὐτάμενοί τε
χερσὶν ὕπο Τρώων· τῶν δὲ σθένος ὄρνυται αἰέν.
ἀλλ᾽ ἐμὲ μὲν σὺ σάωσον ἄγων ἐπὶ νῆα μέλαιναν,
μηροῦ δ᾽ ἔκταμ᾽ ὀϊστόν, ἀπ᾽ αὐτοῦ δ᾽ αἷμα κελαινὸν
830 νίζ᾽ ὕδατι λιαρῷ, ἐπὶ δ᾽ ἤπια φάρμακα πάσσε
ἐσθλά, τά σε προτί φασιν Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι,
ὃν Χείρων ἐδίδαξε δικαιότατος Κενταύρων.
ἰητροὶ μὲν γὰρ Ποδαλείριος ἠδὲ Μαχάων
τὸν μὲν ἐνὶ κλισίῃσιν ὀΐομαι ἕλκος ἔχοντα
με χλιό νερό το μαύρο γαίμα μου, και μαλακά βοτάνια
βάλε μετά, πραγά, που σου᾿ μαθέ λεν ο Αχιλλέας, απάνω'
αυτός από το δίκιο Κένταυρο, το Χείρωνα, τα ξέρει.
Δυο ειν᾿ οι γιατροί μας, ο Μαχάονας κι ο Ποδαλείριος, όμως
ο ένας θαρρώ μες στα καλύβια μας ξαπλώνει λαβωμένος,
κι έχει κι αυτός από αψεγάδιαστο γιατρό μαθές ανάγκη᾿
κι ο άλλος στον κάμπο στέκει ακλόνητος στων Τρωών τη λύσσα αντίκρυ.»
Γυρνώντας ο αντρειωμένος Πάτροκλος απηλογιά του δίνει:
«Τι λες να κάνω τώρα, Ευρύπυλε, και πώς να τα βολέψω;
Τρέχω να φέρω στον πολέμαρχο τον Αχιλλέα το λόγο
835 χρηΐζοντα καὶ αὐτὸν ἀμύμονος ἰητῆρος
κεῖσθαι· ὃ δ᾽ ἐν πεδίῳ Τρώων μένει ὀξὺν Ἄρηα.
τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε Μενοιτίου ἄλκιμος υἱός·
πῶς τὰρ ἔοι τάδε ἔργα; τί ῥέξομεν Εὐρύπυλ᾽ ἥρως;
ἔρχομαι ὄφρ᾽ Ἀχιλῆϊ δαΐφρονι μῦθον ἐνίσπω
840 ὃν Νέστωρ ἐπέτελλε Γερήνιος οὖρος Ἀχαιῶν·
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὧς περ σεῖο μεθήσω τειρομένοιο.
ἦ, καὶ ὑπὸ στέρνοιο λαβὼν ἄγε ποιμένα λαῶν
ἐς κλισίην· θεράπων δὲ ἰδὼν ὑπέχευε βοείας.
ἔνθά μιν ἐκτανύσας ἐκ μηροῦ τάμνε μαχαίρῃ
που μου 'πεν ο γερήνιος Νέστορας, των Αχαιών η σκέπη.
Μα κι έτσι δε σ᾿ αφήνω αβοήθητο, για να σε τρων οι πόνοι.»
Αυτά είπε, κι απ᾿ τα στήθια αγκάλιασε το ρήγα, και τον πήγε
μες στο καλύβι᾿ κι ένας σύντροφος βοϊδοπροβιές του στρώνει
και πέφτει. Ευτύς του βγάζει ο Πάτροκλος τη σουβλερή σαγίτα
απ᾿ το μερί με το μαχαίρι του, το μαύρο γαίμα πλένει
με χλιό νερό, και πάνω απίθωσε πικρή πονοκοιμήτρα
ρίζα, στο χέρι αφού την έτριψε, και σταματά τους πόνους.
Έτσι η πληγή γοργά εμαράθηκε, και στάθηκε το γαίμα.
845 ὀξὺ βέλος περιπευκές, ἀπ᾽ αὐτοῦ δ᾽ αἷμα κελαινὸν
νίζ᾽ ὕδατι λιαρῷ, ἐπὶ δὲ ῥίζαν βάλε πικρὴν
χερσὶ διατρίψας ὀδυνήφατον, ἥ οἱ ἁπάσας
ἔσχ᾽ ὀδύνας· τὸ μὲν ἕλκος ἐτέρσετο, παύσατο δ᾽ αἷμα.