ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ -Θ-


-Θ- Ἠὼς μὲν κροκόπεπλος ἐκίδνατο πᾶσαν ἐπ᾽ αἶαν,
Ζεὺς δὲ θεῶν ἀγορὴν ποιήσατο τερπικέραυνος
ἀκροτάτῃ κορυφῇ πολυδειράδος Οὐλύμποιο·
αὐτὸς δέ σφ᾽ ἀγόρευε, θεοὶ δ᾽ ὑπὸ πάντες ἄκουον·
Στην πάσα γης απάνω απλώνουνταν η Αυγή η κροκομαντούσα,
κι έκραξε ό Δίας ο κεραυνόχαρος τους αθανάτους όλους
να᾿ ρθούν στου Ολύμπου του πολύκορφου την πιο αψηλή τη ράχη,
κι ατός του αναμεσό τους μίλησε, κι όλοι οι θεοί γρικούσαν:
«Όσοι θεοί που ζουν στον Όλυμπο κι όσες θεές, γρικήστε,
το τι η καρδιά στα στήθη μέσα μου με σπρώχνει να μιλήσω:
αρσενικός θεός κανένας σας και θηλυκός κανένας
μην αψηφήσει λέω το λόγο μου, μόνο συγκλίνετε όλοι
σε ό,τι θα πω, μιαν ώρα αρχύτερα τούτη η δουλειά να γένει.
5 κέκλυτέ μευ πάντές τε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι,
ὄφρ᾽ εἴπω τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει.
μήτέ τις οὖν θήλεια θεὸς τό γε μήτέ τις ἄρσην
πειράτω διακέρσαι ἐμὸν ἔπος, ἀλλ᾽ ἅμα πάντες
αἰνεῖτ᾽, ὄφρα τάχιστα τελευτήσω τάδε ἔργα.
10 ὃν δ᾽ ἂν ἐγὼν ἀπάνευθε θεῶν ἐθέλοντα νοήσω
ἐλθόντ᾽ ἢ Τρώεσσιν ἀρηγέμεν ἢ Δαναοῖσι
πληγεὶς οὐ κατὰ κόσμον ἐλεύσεται Οὔλυμπον δέ·
ἤ μιν ἑλὼν ῥίψω ἐς Τάρταρον ἠερόεντα
τῆλε μάλ᾽, ἧχι βάθιστον ὑπὸ χθονός ἐστι βέρεθρον,
Μα όποιον αλάργα απ᾿ τους επίλοιπους θεούς θα ιδώ να θέλει
να πάει μαθές να δώσει βόηθηση στους Τρώες για στους Αργίτες,
θα του 'ρθει αστροπελέκι κι άσκημα στον Όλυμπο θα γύρεί᾿
για θα τον ρίξω μες στα Τάρταρα τα μαύρα, αρπάζοντας τον,
μακριά, στης γης τα ριζοκάτωφλα, στην πιο βαθιά κουφάλα,
με σιδερένιες πόρτες, χάλκινο κατώφλι, από τον Άδη
τόσο πιο απόβαθα, όσο βρίσκεται πιο κάτω η γη απ᾿ τα ουράνια᾿
να νιώσει τότε, απ᾿ τους αθάνατους ο πιο τρανός πως είμαι.
Ομπρός, θεοί, για δοκιμάσετε, για να το μάθετε όλοι:
Δέστε σκοινί απ᾿ τα ουράνια ολόχρυσο και κρεμαστείτε εκείθε,
15 ἔνθα σιδήρειαί τε πύλαι καὶ χάλκεος οὐδός,
τόσσον ἔνερθ᾽ Ἀΐδεω ὅσον οὐρανός ἐστ᾽ ἀπὸ γαίης·
γνώσετ᾽ ἔπειθ᾽ ὅσον εἰμὶ θεῶν κάρτιστος ἁπάντων.
εἰ δ᾽ ἄγε πειρήσασθε θεοὶ ἵνα εἴδετε πάντες·
σειρὴν χρυσείην ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες
20 πάντές τ᾽ ἐξάπτεσθε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι·
ἀλλ᾽ οὐκ ἂν ἐρύσαιτ᾽ ἐξ οὐρανόθεν πεδίον δὲ
Ζῆν᾽ ὕπατον μήστωρ᾽, οὐδ᾽ εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ καὶ ἐγὼ πρόφρων ἐθέλοιμι ἐρύσσαι,
αὐτῇ κεν γαίῃ ἐρύσαιμ᾽ αὐτῇ τε θαλάσσῃ·
κι αρσενικοί μαζί να σύρετε και θηλυκοί· και πάλε
κάτω στη γη δε θα τραβήξετε ψηλά απ᾿ τα ουράνια εμένα,
τον πιο τρανό του κόσμου κύβερνο, και μ᾿ όλο σας το μόχτο.
Μ᾿ αν να τραβήξω το αποφάσιζα κι εγώ με τα σωστά μου,
και με τη γη και με τη θάλασσα θα σας ανάσερνα όλους᾿
και το σκοινί θα μπορούν έπειτα σε μια κορφή του Ολύμπου
να δέσω, κι έτσι τότε μέτωρα θα κρέμουνταν τα πάντα.
Τόσο περνώ και τους αθάνατους, περνώ και τους ανθρώπους.»
Έτσι μιλούσε, κι όλοι απόμειναν και δεν έβγαναν άχνα,
τι είχαν σαστίσει που τους μίλησε πολύ πεισματωμένα'
25 σειρὴν μέν κεν ἔπειτα περὶ ῥίον Οὐλύμποιο
δησαίμην, τὰ δέ κ᾽ αὖτε μετήορα πάντα γένοιτο.
τόσσον ἐγὼ περί τ᾽ εἰμὶ θεῶν περί τ᾽ εἴμ᾽ ἀνθρώπων.
ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ
μῦθον ἀγασσάμενοι· μάλα γὰρ κρατερῶς ἀγόρευσεν.
30 ὀψὲ δὲ δὴ μετέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη ὕπατε κρειόντων
εὖ νυ καὶ ἡμεῖς ἴδμεν ὅ τοι σθένος οὐκ ἐπιεικτόν·
ἀλλ᾽ ἔμπης Δαναῶν ὀλοφυρόμεθ᾽ αἰχμητάων,
οἵ κεν δὴ κακὸν οἶτον ἀναπλήσαντες ὄλωνται.
μον᾿ η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στερνά του μίλησε έτσι:
«Υγιέ του Κρόνου και πατέρα μας, μες στους θεούς ο πρώτος,
όλοι το ξέρουμε, ακατάλυτη πως είναι η δύναμη σου'
μα κι έτσι εμείς για τους πολέμαρχους θρηνούμε τώρα Αργίτες,
που 'ναι γραφτό τους να 'βρουν θάνατο κακό και να χαθούνε.
Ως το προστάζεις, απ᾿ τον πόλεμο τραβούμε τώρα χέρι,
μα άσε βουλή σωστή να βάλουμε στων Αχαιών τα στήθη,
να μη χαθούν δω πέρα σύψυχοι, μια κι έτσι τους οχτρεύτης.»
Κι ο Δίας χαμογελώντας μίλησεν ο νεφελοστοιβάχτης:
«Παιδί μου, Τριτογένεια, θάρρεψε, κι αλήθεια δε μιλούσα
35 ἀλλ᾽ ἤτοι πολέμου μὲν ἀφεξόμεθ᾽ ὡς σὺ κελεύεις·
βουλὴν δ᾽ Ἀργείοις ὑποθησόμεθ᾽ ἥ τις ὀνήσει,
ὡς μὴ πάντες ὄλωνται ὀδυσσαμένοιο τεοῖο.
τὴν δ᾽ ἐπιμειδήσας προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
θάρσει Τριτογένεια φίλον τέκος· οὔ νύ τι θυμῷ
40 πρόφρονι μυθέομαι, ἐθέλω δέ τοι ἤπιος εἶναι.
ὣς εἰπὼν ὑπ᾽ ὄχεσφι τιτύσκετο χαλκόποδ᾽ ἵππω
ὠκυπέτα χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε,
χρυσὸν δ᾽ αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ, γέντο δ᾽ ἱμάσθλην
χρυσείην εὔτυκτον, ἑοῦ δ᾽ ἐπεβήσετο δίφρου,
με την καρδιά μου᾿ θέλω πάντα μου καλός μαζί σου να 'μαι.»
Αυτά είπε, κι έζεψε στο αμάξι του δυο χαλκοπόδαρα άτια,
γοργόφτερα, με χήτες που 'πεφταν χρυσές από το σβέρκο.
Χρυσά μετά κι ατός του εφόρεσε, και πήρε ένα μαστίγι
χρυσό, καλοφτιαγμένο, κι έπειτα, στο αμάξι του πηδώντας,
δίνει βιτσιά γοργά στ᾿ αλόγατα, που ολομεμιάς πέταξαν
προθυμερά, στη γης ανάμεσα και στ᾿ αστεράτα ουράνια.
Φτάνει στην Ίδα την πολύπηγη, των αγριμιών τη μάνα,
στο Γάργαρο, όπου του 'χαν τέμενος κι ένα βωμό ευωδάτο.
Κει πέρα τ᾿ άτια των αθάνατων και των θνητών ο κύρης
45 μάστιξεν δ᾽ ἐλάαν· τὼ δ᾽ οὐκ ἀέκοντε πετέσθην
μεσσηγὺς γαίης τε καὶ οὐρανοῦ ἀστερόεντος.
Ἴδην δ᾽ ἵκανεν πολυπίδακα μητέρα θηρῶν
Γάργαρον, ἔνθά τέ οἱ τέμενος βωμός τε θυήεις.
ἔνθ᾽ ἵππους ἔστησε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε
50 λύσας ἐξ ὀχέων, κατὰ δ᾽ ἠέρα πουλὺν ἔχευεν.
αὐτὸς δ᾽ ἐν κορυφῇσι καθέζετο κύδεϊ γαίων
εἰσορόων Τρώων τε πόλιν καὶ νῆας Ἀχαιῶν.
οἳ δ᾽ ἄρα δεῖπνον ἕλοντο κάρη κομόωντες Ἀχαιοὶ
ῥίμφα κατὰ κλισίας, ἀπὸ δ᾽ αὐτοῦ θωρήσσοντο.
κρατάει, ξεζεύει, κι 'ως τους έχυσε πυκνή καταχνιά γύρω,
καθίζει ατός του καμαρώνοντας πα στην κορφή, τα μάτια
στ᾿ Αργίτικα καράβια ρίχνοντας και μες στων Τρωών το κάστρο.
Κι οι Αργίτες απ᾿ τη μια οι μακρόμαλλοι παίρναν μεβιάς και τρώγαν
μες στα καλύβια, και σαν τέλεψαν, ντύνονταν τ᾿ άρματά τους'
κι από την άλλη οι Τρώες στο κάστρο τους αρματώνονταν όλοι,
πιο λιγοστοί, μα κι έτσι εγύρευαν στη μάχη να χυθούνε,
τι η ανάγκη ήταν βαριά, και ταίρια τους και τέκνα να γλιτώσουν.
Κι άνοιξαν όλες οι καστρόπορτες κι έξω ο στρατός εχύθη,
πεζοί κι αμαξολάτες, κι έφτανε τ᾿ αψήλου ο τάραχος τους.
55 Τρῶες δ᾽ αὖθ᾽ ἑτέρωθεν ἀνὰ πτόλιν ὁπλίζοντο
παυρότεροι· μέμασαν δὲ καὶ ὧς ὑσμῖνι μάχεσθαι
χρειοῖ ἀναγκαίῃ, πρό τε παίδων καὶ πρὸ γυναικῶν.
πᾶσαι δ᾽ ὠΐγνυντο πύλαι, ἐκ δ᾽ ἔσσυτο λαός,
πεζοί θ᾽ ἱππῆές τε· πολὺς δ᾽ ὀρυμαγδὸς ὀρώρει.
60 οἳ δ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἐς χῶρον ἕνα ξυνιόντες ἵκοντο
σύν ῥ᾽ ἔβαλον ῥινούς, σὺν δ᾽ ἔγχεα καὶ μένε᾽ ἀνδρῶν
χαλκεοθωρήκων· ἀτὰρ ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι
ἔπληντ᾽ ἀλλήλῃσι, πολὺς δ᾽ ὀρυμαγδὸς ὀρώρει.
ἔνθα δ᾽ ἅμ᾽ οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν
Κι όπως τα δυο τ᾿ ασκέρια τρέχοντας σμίξαν μαζί, σκουντρήξαν
ένα με τ᾿ άλλο τα κοντάρια τους, σκουντρήξαν τα σκουτάρια
και των αντρών των χαλκοθώρακων η αντρεία, κι αντιχτυπούσαν
οι αφαλωτές ασπίδες, κι έβραζεν ο σάλαγος περίσσιος·
και γρίκαες καυκησιές και γόσματα μαζί την ίδιαν ώρα,
αυτών που έσφαζαν και που εσφάζουνταν, κι η γης πλημμύριζε αίμα.
Όσο βαστούσε η αυγή και πλήθαινε το φως της άγιας μέρας,
κι από τους δυο στρατούς σωριάζουνταν περίσσιοι απ᾿ τις ριξιές τους·
μα ο γήλιος πια, καταμεσούρανα σαν έφτασε κι εστάθη,
ο Δίας πατέρας την ολόχρυση σηκώνει ζυγαριά του,
65 ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων, ῥέε δ᾽ αἵματι γαῖα.
ὄφρα μὲν ἠὼς ἦν καὶ ἀέξετο ἱερὸν ἦμαρ,
τόφρα μάλ᾽ ἀμφοτέρων βέλε᾽ ἥπτετο, πῖπτε δὲ λαός.
ἦμος δ᾽ Ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει,
καὶ τότε δὴ χρύσεια πατὴρ ἐτίταινε τάλαντα·
70 ἐν δ᾽ ἐτίθει δύο κῆρε τανηλεγέος θανάτοιο
Τρώων θ᾽ ἱπποδάμων καὶ Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων,
ἕλκε δὲ μέσσα λαβών· ῥέπε δ᾽ αἴσιμον ἦμαρ Ἀχαιῶν.
αἳ μὲν Ἀχαιῶν κῆρες ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ
ἑζέσθην, Τρώων δὲ πρὸς οὐρανὸν εὐρὺν ἄερθεν·
και κλήρους δυο του Χάρου του άσπλαχνου πιθώνει στα παλάγγια,
δώθε των Τρωών των αλογάρηδων, των Αχαιών εκείθε᾿
κι από τη μέση την εσήκωσε, κι η μαύρη μοίρα γέρνει
των Αχαιών στη γης ο κλήρος τους την πολυθρόφα πάνω
καθίζει, και των Τρωών ασκώθηκε ψηλά στα ουράνια πλάτη.
Κι από την Ίδα ο Δίας εβρόντηξε βαριά, και πυρωμένο
ρίχνει αστραπόφωτο στ᾿ Αργίτικα φουσάτα, που όπως το 'δαν,
σαστίσαν όλοι τους κι ολόχλωμη τους έκοψε τρομάρα.
Και τότε πια μήτε ο Αγαμέμνονας και μήτε ο Ιδομενέας,
μήτε οι τρανοί πολέμαρχοι Αίαντες να κρατηθούν βάσταξαν.
75 αὐτὸς δ᾽ ἐξ Ἴδης μεγάλ᾽ ἔκτυπε, δαιόμενον δὲ
ἧκε σέλας μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν· οἳ δὲ ἰδόντες
θάμβησαν, καὶ πάντας ὑπὸ χλωρὸν δέος εἷλεν.
ἔνθ᾽ οὔτ᾽ Ἰδομενεὺς τλῆ μίμνειν οὔτ᾽ Ἀγαμέμνων,
οὔτε δύ᾽ Αἴαντες μενέτην θεράποντες Ἄρηος·
80 Νέστωρ οἶος ἔμιμνε Γερήνιος οὖρος Ἀχαιῶν
οὔ τι ἑκών, ἀλλ᾽ ἵππος ἐτείρετο, τὸν βάλεν ἰῷ
δῖος Ἀλέξανδρος Ἑλένης πόσις ἠϋκόμοιο
ἄκρην κὰκ κορυφήν, ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων
κρανίῳ ἐμπεφύασι, μάλιστα δὲ καίριόν ἐστιν.
Κι είχε μονάχα μείνει ο Νέστορας, των Αχαιών η σκέπη,
δίχως να θέλει, τι ένα απ᾿ τ᾿ άτια του βογγούσε, από τον Πάρη,
το θείο τον άντρα της ωριόμαλλης Ελένης, δοξεμένο
στο κορφοκέφαλο, όπου στ᾿ άλογα φυτρώνει η πρώτη τρίχα,
ψηλά, και πίζουλο το λάβωμα στέκει εδώ πέρα πάντα.
Και πήδηξε απ᾿ τον πόνο, ως χώθηκε μες στο μυαλό η σαγίτα,
και γύρα στο χαλκό σπαράζοντας και τ᾿ άλλα μπέρδεψε άτια.
Κι εκεί πού ο γέροντας πετάχτηκε με το σπαθί να κόψει
του αλόγου τα λουριά, τον πρόφτασαν του Εχτόρου τ᾿ άτια ξάφνου
με τον τρανόν αμαξολάτη τους χιμώντας μες στη μάχη,
85 ἀλγήσας δ᾽ ἀνέπαλτο, βέλος δ᾽ εἰς ἐγκέφαλον δῦ,
σὺν δ᾽ ἵππους ἐτάραξε κυλινδόμενος περὶ χαλκῷ.
ὄφρ᾽ ὁ γέρων ἵπποιο παρηορίας ἀπέταμνε
φασγάνῳ ἀΐσσων, τόφρ᾽ Ἕκτορος ὠκέες ἵπποι
ἦλθον ἀν᾽ ἰωχμὸν θρασὺν ἡνίοχον φορέοντες
90 Ἕκτορα· καί νύ κεν ἔνθ᾽ ὁ γέρων ἀπὸ θυμὸν ὄλεσσεν
εἰ μὴ ἄρ᾽ ὀξὺ νόησε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης·
σμερδαλέον δ᾽ ἐβόησεν ἐποτρύνων Ὀδυσῆα·
διογενὲς Λαερτιάδη πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ
πῇ φεύγεις μετὰ νῶτα βαλὼν κακὸς ὣς ἐν ὁμίλῳ;
τον Έχτορα· και τότε ο γέροντας αλήθεια θα χανόταν
όμως τον πήρε του βροντόφωνου Διομήδη ευτύς το μάτι,
και του Οδυσσέα βοήθεια γύρεψε βροντοφωνάζοντας του:
«Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
που φεύγεις σαν κιοτής, τις πλάτες σου γυρνώντας, μες στ᾿ ασκέρι;
Το νου σου, ως φεύγεις, μην πισώπλατα κανείς σε κονταρέψει!
Στάσου, απ᾿ το γέροντα να διώξουμε τον άγριο ετούτον άντρα!»
Αυτά είπε, όμως ο θείος, πολύπαθος δεν άκουσε Οδυσσέας,
μόνο προσπέρασε, στ᾿ Αργίτικα καράβια για να φτάσει.
Τότε ο Διομήδης και μονάχος του στους μπροστομάχους τρέχει,
95 μή τίς τοι φεύγοντι μεταφρένῳ ἐν δόρυ πήξῃ·
ἀλλὰ μέν᾽ ὄφρα γέροντος ἀπώσομεν ἄγριον ἄνδρα.
ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἐσάκουσε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
ἀλλὰ παρήϊξεν κοίλας ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν.
Τυδεΐδης δ᾽ αὐτός περ ἐὼν προμάχοισιν ἐμίχθη,
100 στῆ δὲ πρόσθ᾽ ἵππων Νηληϊάδαο γέροντος,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
ὦ γέρον ἦ μάλα δή σε νέοι τείρουσι μαχηταί,
σὴ δὲ βίη λέλυται, χαλεπὸν δέ σε γῆρας ὀπάζει,
ἠπεδανὸς δέ νύ τοι θεράπων, βραδέες δέ τοι ἵπποι.
στάθηκε ομπρός από του γέροντα του Νέστορα τ᾿ αμάξι
και κράζοντας τον με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Γέροντα, αλήθεια, οι νιοι πολέμαρχοι πολύ σε τυραννούνε,
και σένα επλάκωσαν τα γέρατα κι η δύναμη σου εκόπη,
κι είναι αχαμνός ο αλογολάτης σου κι οκνά τ᾿ αλόγατά σου.
Όμως για ανέβα απά στο αμάξι μου, να δεις και συ τι αξίζουν
του Τρώα τ᾿ αλόγατα, πώς ξέρουνε στον κάμπο δώθε κείθε
μια γρήγορα μπροστά να χύνουνται καί μια να φεύγουν πίσω.
Τα πήρα απ᾿ τον Αινεία κι ειν᾿ άφταστα, σύντας χυθούν κυνήγι.
Οι σύντροφοι ας γνοιαστούνε τ᾿ άτια σου, κι εμείς μ᾿ αυτά στους Τρώες
105 ἀλλ᾽ ἄγ᾽ ἐμῶν ὀχέων ἐπιβήσεο, ὄφρα ἴδηαι
οἷοι Τρώϊοι ἵπποι ἐπιστάμενοι πεδίοιο
κραιπνὰ μάλ᾽ ἔνθα καὶ ἔνθα διωκέμεν ἠδὲ φέβεσθαι,
οὕς ποτ᾽ ἀπ᾽ Αἰνείαν ἑλόμην μήστωρε φόβοιο.
τούτω μὲν θεράποντε κομείτων, τώδε δὲ νῶϊ
110 Τρωσὶν ἐφ᾽ ἱπποδάμοις ἰθύνομεν, ὄφρα καὶ Ἕκτωρ
εἴσεται εἰ καὶ ἐμὸν δόρυ μαίνεται ἐν παλάμῃσιν.
ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ.
Νεστορέας μὲν ἔπειθ᾽ ἵππους θεράποντε κομείτην
ἴφθιμοι Σθένελός τε καὶ Εὐρυμέδων ἀγαπήνωρ.
τους αλογάρηδες θα πέσουμε, που ως κι ο Έχτορας να μάθει
αν δε φρενιάζει στις παλάμες μου κι εμένα το κοντάρι.»
Αυτά είπε, κι ο γερήνιος Νέστορας συγκλίνει ο αλογολάτης.
Τ᾿ άτια του Νέστορα στους συντρόφους να τα γνοιαστούν αφήνουν,
στον πρόσχαρο τον Ευρυμέδοντα, στο Σθένελο το γαύρο,
κι εκείνοι οι δυο μαζί ανεβήκανε στο αμάξι του Διομήδη·
και τότε ο Νέστορας τα νιόλουρα τ᾿ αστραφτερά φουχτώνει,
τ᾿ αλόγατά βαράει και γρήγορα τον Έχτορα σιμώνουν.
Κι όπως χιμούσε αυτός απάνω τους, του ρίχνει ο Διομήδης᾿
μα το κοντάρι δεν τον πέτυχε, τον Ηνιοπέα μονάχα,
115 τὼ δ᾽ εἰς ἀμφοτέρω Διομήδεος ἅρματα βήτην·
Νέστωρ δ᾽ ἐν χείρεσσι λάβ᾽ ἡνία σιγαλόεντα,
μάστιξεν δ᾽ ἵππους· τάχα δ᾽ Ἕκτορος ἄγχι γένοντο.
τοῦ δ᾽ ἰθὺς μεμαῶτος ἀκόντισε Τυδέος υἱός·
καὶ τοῦ μέν ῥ᾽ ἀφάμαρτεν, ὃ δ᾽ ἡνίοχον θεράποντα
120 υἱὸν ὑπερθύμου Θηβαίου Ἠνιοπῆα
ἵππων ἡνί᾽ ἔχοντα βάλε στῆθος παρὰ μαζόν.
ἤριπε δ᾽ ἐξ ὀχέων, ὑπερώησαν δέ οἱ ἵπποι
ὠκύποδες· τοῦ δ᾽ αὖθι λύθη ψυχή τε μένος τε.
Ἕκτορα δ᾽ αἰνὸν ἄχος πύκασε φρένας ἡνιόχοιο·
το σύντροφο του, του αντροδύναμου Θηβαίου το γιο, που εκράτει
τα νιόλουρα στο χέρι, εχτύπησε πα στο βυζί, στο στήθος·
κι από το αμάξι εκατρακύλησε και τ᾿ άτια έκαμαν πίσω
τα γρήγορα, κι ευτύς παράλυσαν εκεί η ψυχή κι η αντρεία του.
Πίκρα μεγάλη για το σύντροφο τα σωθικά του Εχτόρου
πλακώνει, όμως εκεί τον άφησε, κι ας καίγουντα η καρδιά του,
κι αμαξολάτην άλλο ατρόμητο ζητούσε, μα πολληώρα
με δίχως κυβερνήτη τ᾿ άτια του δε μείναν τι σε λίγο
το λιονταρόκαρδο Αρχεπτόλεμο, το γιο του Ιφίτου, ως βρήκε,
στο αμάξι απάνω τον ανέβασε και τα λουριά του δίνει.
125 τὸν μὲν ἔπειτ᾽ εἴασε καὶ ἀχνύμενός περ ἑταίρου
κεῖσθαι, ὃ δ᾽ ἡνίοχον μέθεπε θρασύν· οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτι δὴν
ἵππω δευέσθην σημάντορος· αἶψα γὰρ εὗρεν
Ἰφιτίδην Ἀρχεπτόλεμον θρασύν, ὅν ῥα τόθ᾽ ἵππων
ὠκυπόδων ἐπέβησε, δίδου δέ οἱ ἡνία χερσίν.
130 ἔνθά κε λοιγὸς ἔην καὶ ἀμήχανα ἔργα γένοντο,
καί νύ κε σήκασθεν κατὰ Ἴλιον ἠΰτε ἄρνες,
εἰ μὴ ἄρ᾽ ὀξὺ νόησε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε·
βροντήσας δ᾽ ἄρα δεινὸν ἀφῆκ᾽ ἀργῆτα κεραυνόν,
κὰδ δὲ πρόσθ᾽ ἵππων Διομήδεος ἧκε χαμᾶζε·
Κι οι Τρώες θα χάνουνταν κι αγιάτρευτες δουλειές θα τους σκάρωναν,
και μες στο κάστρο τότε ως πρόβατα θα τους μαντρίζαν, ξάφνου
αν δεν τους θώραε των αθάνατων και των θνητών ο κύρης.
Φλογάτο αστροπελέκι αμόλησε μεμιάς, με οργή βροντώντας,
και στου Διομήδη ομπρός τ᾿ αλόγατα το σφεντονίζει κάτω,
και φλόγα από το θειάφι που άναβε τρομαχτικιά ετινάχτη'
κι από το φόβο τους εζάρωσαν κάτω απ᾿ το αμάξι τ᾿ άτια,
και τα λαμπρά λουριά απ᾿ του Νέστορα ξεφύγανε τα χέρια,
και στο Διομήδη τότε μίλησε με φοβισμένα σπλάχνα:
«Τ᾿ άλογα γύρνα τα μονόνυχα, Διομήδη, για φευγάλα'
135 δεινὴ δὲ φλὸξ ὦρτο θεείου καιομένοιο,
τὼ δ᾽ ἵππω δείσαντε καταπτήτην ὑπ᾽ ὄχεσφι·
Νέστορα δ᾽ ἐκ χειρῶν φύγον ἡνία σιγαλόεντα,
δεῖσε δ᾽ ὅ γ᾽ ἐν θυμῷ, Διομήδεα δὲ προσέειπε·
Τυδεΐδη ἄγε δ᾽ αὖτε φόβον δ᾽ ἔχε μώνυχας ἵππους.
140 ἦ οὐ γιγνώσκεις ὅ τοι ἐκ Διὸς οὐχ ἕπετ᾽ ἀλκή;
νῦν μὲν γὰρ τούτῳ Κρονίδης Ζεὺς κῦδος ὀπάζει
σήμερον· ὕστερον αὖτε καὶ ἡμῖν, αἴ κ᾽ ἐθέλῃσι,
δώσει· ἀνὴρ δέ κεν οὔ τι Διὸς νόον εἰρύσσαιτο
οὐδὲ μάλ᾽ ἴφθιμος, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτερός ἐστι.
μη δε θωράς που τώρα βόηθηση καμιά δε δίνει ο Δίας;
Τώρα σε τούτον δόξα αθάνατη του Κρόνου ο γιος χαρίζει,
για σήμερα᾿ σε μας αργότερα θα δώσει, αν το θελήσει.
Θνητός κανείς του Δία δε δύνεται τη γνώμη ν᾿ αντισκόψει,
όσο αντρειωμένος, τι στη δύναμη τρανότερος εκείνος.»
Τότε γυρνώντας ο βροντόφωνος Διομήδης του αποκρίθη:
«Όσα μου λες αλήθεια, γέροντα, πολύ σωστά και δίκια,
μα πίκρα ασήκωτη τα φρένα μου και την καρδιά πλακώνει'
τι μες στους Τρώες μιλώντας ο Έχτορας μια μέρα θα φωνάξει:
,,Μπροστά σε με ο Διομήδης έφυγε και στα καράβια εχώθη."
145 τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης·
ναὶ δὴ ταῦτά γε πάντα γέρον κατὰ μοῖραν ἔειπες·
ἀλλὰ τόδ᾽ αἰνὸν ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἱκάνει·
Ἕκτωρ γάρ ποτε φήσει ἐνὶ Τρώεσσ᾽ ἀγορεύων·
Τυδεΐδης ὑπ᾽ ἐμεῖο φοβεύμενος ἵκετο νῆας.
150 ὥς ποτ᾽ ἀπειλήσει· τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθών.
τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
ὤ μοι Τυδέος υἱὲ δαΐφρονος, οἷον ἔειπες.
εἴ περ γάρ σ᾽ Ἕκτωρ γε κακὸν καὶ ἀνάλκιδα φήσει,
ἀλλ᾽ οὐ πείσονται Τρῶες καὶ Δαρδανίωνες
Τέτοια θα πει, μα τότε ας άνοιγεν η γης για να με φάει.»
Γυρνώντας ο γερήνιος Νέστορας ο αλογολάτης του 'πε:
«Γιε του Τυδέα του πολεμόχαρου, τι λόγια αυτά που κρένεις;
Ακόμα κι ο Εχτορας αν σ᾿ έλεγε κιοτή και φοβιτσάρη,
μα μήτε οι Τρώες και μήτε οι Δάρδανοι θα τον πίστευαν, μήτε
των Τρωών τα ταίρια, των αντρόκαρδων πολέμαρχων, ποτέ τους,
στη σκόνη που 'ριξες τους άντρες τους μες στα χρυσά τους νιάτα.»
Είπε, και τ᾿ άτια τα μονόνυχα γυρνάει γοργά να φύγουν
μέσα στον τάραχο· κι απάνω τους με αλαλητό μεγάλο
πλήθος οι Τρώες έριχναν κι ο Έχτορας ριξιές φαρμακωμένες.
155 καὶ Τρώων ἄλοχοι μεγαθύμων ἀσπιστάων,
τάων ἐν κονίῃσι βάλες θαλεροὺς παρακοίτας.
ὣς ἄρα φωνήσας φύγαδε τράπε μώνυχας ἵππους
αὖτις ἀν᾽ ἰωχμόν· ἐπὶ δὲ Τρῶές τε καὶ Ἕκτωρ
ἠχῇ θεσπεσίῃ βέλεα στονόεντα χέοντο.
160 τῷ δ᾽ ἐπὶ μακρὸν ἄϋσε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ·
Τυδεΐδη περὶ μέν σε τίον Δαναοὶ ταχύπωλοι
ἕδρῃ τε κρέασίν τε ἰδὲ πλείοις δεπάεσσι·
νῦν δέ σ᾽ ἀτιμήσουσι· γυναικὸς ἄρ᾽ ἀντὶ τέτυξο.
ἔρρε κακὴ γλήνη, ἐπεὶ οὐκ εἴξαντος ἐμεῖο
Κι ο μέγας κρανοσείστης Έχτορας φωνή μεγάλη σέρνει:
«Διομήδη, οι Αργίτες οι αλογάρηδες περίσσια σε τιμούσαν,
με κρέατα, με ποτήρια ξέχειλα, πα στην κορφή της τάβλας·
μα τώρα ποιος θα σε λογάριαζε; Κατάντησες γυναίκα!
Χάσου απ᾿ τα μάτια μου, παλιόμουτρο, και δε θα κάνω πίσω,
για ν᾿ ανεβείς εσύ στους πύργους μας, και στ᾿ άρμενα να φέρεις
τα ταίρια μας, τι εγώ πρωτύτερα του Χάρου θα σε δώσω!»
Αυτά είπε, κι ο Διομήδης δίγνωμος αναρωτήθη τότε,
τάχα ξοπίσω τ᾿ άτια στρέφοντας να χτυπηθεί μαζί του;
Τρεις απ᾿ το νου φορές του πέρασε κι από τα φρένα μέσα,
165 πύργων ἡμετέρων ἐπιβήσεαι, οὐδὲ γυναῖκας
ἄξεις ἐν νήεσσι· πάρος τοι δαίμονα δώσω.
ὣς φάτο, Τυδεΐδης δὲ διάνδιχα μερμήριξεν
ἵππους τε στρέψαι καὶ ἐναντίβιον μαχέσασθαι.
τρὶς μὲν μερμήριξε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
170 τρὶς δ᾽ ἄρ᾽ ἀπ᾽ Ἰδαίων ὀρέων κτύπε μητίετα Ζεὺς
σῆμα τιθεὶς Τρώεσσι μάχης ἑτεραλκέα νίκην.
Ἕκτωρ δὲ Τρώεσσιν ἐκέκλετο μακρὸν ἀΰσας·
Τρῶες καὶ Λύκιοι καὶ Δάρδανοι ἀγχιμαχηταὶ
ἀνέρες ἔστε φίλοι, μνήσασθε δὲ θούριδος ἀλκῆς.
και τρεις εβρόντηξε ο βαθύγνωμος ο Δίας από την Ίδα,
σημάδι για τους Τρώες, πώς χάριζε σ᾿ αυτούς τη νίκη ακέρια.
Φώναξε τότε ο μέγας Έχτορας στους Τρώες γκαρδιώνοντάς τους:
« Λυκιώτες και Δάρδανοι αντρόψυχοι και Τρώες, ακούστε με όλοι!
Άντρες σταθείτε, ορθή κρατάτε τη της αντριγιας τη φλόγα!
Τώρα το ξέρω πως εσύγκλινε του Κρόνου ο γιος και δίνει
νίκη σε με και δόξα αθάνατη, και πίκρες στους Αργίτες.
Οι ανέμυαλοι! που πήραν κι έχτισαν το καστροτείχι ετούτο,
κούφιο και τιποτένιο, ανήμπορο τη λύσσα μας να κόψει᾿
τι το σκαφτό χαντάκι τ᾿ άτια μας μεμιάς θα το πηδήξουν.
175 γιγνώσκω δ᾽ ὅτι μοι πρόφρων κατένευσε Κρονίων
νίκην καὶ μέγα κῦδος, ἀτὰρ Δαναοῖσί γε πῆμα·
νήπιοι οἳ ἄρα δὴ τάδε τείχεα μηχανόωντο
ἀβλήχρ᾽ οὐδενόσωρα· τὰ δ᾽ οὐ μένος ἁμὸν ἐρύξει·
ἵπποι δὲ ῥέα τάφρον ὑπερθορέονται ὀρυκτήν.
180 ἀλλ᾽ ὅτε κεν δὴ νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσι γένωμαι,
μνημοσύνη τις ἔπειτα πυρὸς δηΐοιο γενέσθω,
ὡς πυρὶ νῆας ἐνιπρήσω, κτείνω δὲ καὶ αὐτοὺς
Ἀργείους παρὰ νηυσὶν ἀτυζομένους ὑπὸ καπνοῦ.
ὣς εἰπὼν ἵπποισιν ἐκέκλετο φώνησέν τε·
Μα οντάς εγώ μπρος στα καράβια τους τα βαθουλά πια φτάσω,
την καταλύτρα ας μην ξεχάσουμε φωτιά την ώρα εκείνη᾿
θέλω να κάψω τα πλεούμενα κι αυτούς να τους σκοτώσω,
τους Δαναούς, πλάι στα καράβια τους, μες στον καπνό πνιγμένους.»
Είπε, και τ᾿ άτια του γκαρδιώνοντάς αυτά τους λέει τα λόγια:
« Αίθωνα, Λάμπε αρχοντογέννητε, και Πόδαργε και Ξάνθε,
καιρός την έγνοια να ξοφλήσετε που 'χε η Αντρομάχη ως τώρα
για σας περίσσια, του Ηετίωνα του ψυχωμένου η κόρη·
που πρώτα εσάς ακριβοτάγιζε το στάρι το μελένιο,
για σας κρασί, καθώς διψούσατε, πιο πρώτα συγκερνούσε,
185 Ξάνθέ τε καὶ σὺ Πόδαργε καὶ Αἴθων Λάμπέ τε δῖε
νῦν μοι τὴν κομιδὴν ἀποτίνετον, ἣν μάλα πολλὴν
Ἀνδρομάχη θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἠετίωνος
ὑμῖν πὰρ προτέροισι μελίφρονα πυρὸν ἔθηκεν
οἶνόν τ᾽ ἐγκεράσασα πιεῖν, ὅτε θυμὸς ἀνώγοι,
190 ἢ ἐμοί, ὅς πέρ οἱ θαλερὸς πόσις εὔχομαι εἶναι.
ἀλλ᾽ ἐφομαρτεῖτον καὶ σπεύδετον ὄφρα λάβωμεν
ἀσπίδα Νεστορέην, τῆς νῦν κλέος οὐρανὸν ἵκει
πᾶσαν χρυσείην ἔμεναι, κανόνας τε καὶ αὐτήν,
αὐτὰρ ἀπ᾽ ὤμοιιν Διομήδεος ἱπποδάμοιο
παρά για μένα, λεβεντόκορμο που ταίρι της λογιέμαι.
Ομπρός λοιπόν και δίχως άργητα τραβάτε, το σκουτάρι
βέλω να πάρουμε του Νέστορα, που η δόξα του έχει φτάσει
στον ουρανό, πως είναι ολόχρυσο, κι αυτό κι οι πήχες του όλες.
Κι απ᾿ του Διομήδη του αλογάτορα τους ώμους θέλω ακόμα
τον ξομπλιασμένο ολούθε θώρακα, τρανή του Ηφαίστου τέχνη.
Τούτα στα χέρια μας αν έπεφταν, λογιάζω, τους Αργίτες
αυτή τη νύχτα θ᾿ ανεβάζαμε πα στα γοργά καράβια.»
Έτσι καυκιόταν, και στο θρόνο της η Ήρα η σεβάσμια εσείστη
από θυμό που τ᾿ άκουε, κι ο Όλυμπος τραντάζουνταν ο μέγας.
195 δαιδάλεον θώρηκα, τὸν Ἥφαιστος κάμε τεύχων.
εἰ τούτω κε λάβοιμεν, ἐελποίμην κεν Ἀχαιοὺς
αὐτονυχὶ νηῶν ἐπιβησέμεν ὠκειάων.
ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, νεμέσησε δὲ πότνια Ἥρη,
σείσατο δ᾽ εἰνὶ θρόνῳ, ἐλέλιξε δὲ μακρὸν Ὄλυμπον,
200 καί ῥα Ποσειδάωνα μέγαν θεὸν ἀντίον ηὔδα·
ὢ πόποι ἐννοσίγαι᾽ εὐρυσθενές, οὐδέ νυ σοί περ
ὀλλυμένων Δαναῶν ὀλοφύρεται ἐν φρεσὶ θυμός.
οἳ δέ τοι εἰς Ἑλίκην τε καὶ Αἰγὰς δῶρ᾽ ἀνάγουσι
πολλά τε καὶ χαρίεντα· σὺ δέ σφισι βούλεο νίκην.
Γυρνάει και λέει του τρανοδύναμου του Ποσειδώνα τότε:
«Ωχού μου, Κοσμοσείστη ανίκητε, μηδέ η καρδιά η δική σου
σπαράζει μες στα στήθη βλέποντας οι Αργίτες που χαλνιούνται;
Κι όμως εκείνοι πλήθια κι όμορφα σου φέρνουν στην Ελίκη
και στις Αίγες κανίσκια᾿ στρέξε τους και συ τη νίκη τώρα'
τι εμείς εδώ, που παραστέκουμε τους Δαναούς, αν πούμε
τους Τρώες να διώξουμε, αμποδίζοντας το Δία να δώσει χέρι,
στην Ίδα να κλωσάει θ᾿ απόμενε την πίκρα του μονάχος.»
Βαρυγκομώντας την αντίσκοψεν ο ρήγας Κοσμοσείστης:
«Ήρα ατσαλόγλωσση, τι τα 'θελες τα λόγια ετούτα τώρα;
205 εἴ περ γάρ κ᾽ ἐθέλοιμεν, ὅσοι Δαναοῖσιν ἀρωγοί,
Τρῶας ἀπώσασθαι καὶ ἐρυκέμεν εὐρύοπα Ζῆν,
αὐτοῦ κ᾽ ἔνθ᾽ ἀκάχοιτο καθήμενος οἶος ἐν Ἴδῃ.
τὴν δὲ μέγ᾽ ὀχθήσας προσέφη κρείων ἐνοσίχθων·
Ἥρη ἀπτοεπὲς ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες.
210 οὐκ ἂν ἔγωγ᾽ ἐθέλοιμι Διὶ Κρονίωνι μάχεσθαι
ἡμέας τοὺς ἄλλους, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτερός ἐστιν.
ὣς οἳ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον·
τῶν δ᾽ ὅσον ἐκ νηῶν ἀπὸ πύργου τάφρος ἔεργε
πλῆθεν ὁμῶς ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν ἀσπιστάων
Σκοπό δεν το 'χω, εμείς οι επίλοιποι με τον υγιό του Κρόνου
να χτυπηθούμε, τι στη δύναμη μας ξεπερνάει περίσσια.»
Τέτοια λαλούσαν συνάλληλος τους αυτοί, κι ωστόσο ο τόπος
έξω απ᾿ τα πλοία, μπρος στο καστρότειχο και πίσω απ᾿ το χαντάκι,
φαριά, σκουταροφόρους σύσμιχτα ξεχείλαε στριμωγμένους'
ό Έχτορας ήταν που τους στρίμωχνε, του Πρίαμου ο γιος, παρόμοιος
με το γοργό τον Άρη, ως του 'δινε τη νίκη τώρα ο Δίας.
Κι αλήθεια θα 'καιγε τα ισόβαρα καράβια με άγρια φλόγα,
τον Αγαμέμνονα αν δε φώτιζεν η Ήρα η σεβάσμια τότε
να δώσει, τρέχοντας μονάχος του, κουράγιο στους Αργίτες.
215 εἰλομένων· εἴλει δὲ θοῷ ἀτάλαντος Ἄρηϊ
Ἕκτωρ Πριαμίδης, ὅτε οἱ Ζεὺς κῦδος ἔδωκε.
καί νύ κ᾽ ἐνέπρησεν πυρὶ κηλέῳ νῆας ἐΐσας,
εἰ μὴ ἐπὶ φρεσὶ θῆκ᾽ Ἀγαμέμνονι πότνια Ἥρη
αὐτῷ ποιπνύσαντι θοῶς ὀτρῦναι Ἀχαιούς.
220 βῆ δ᾽ ἰέναι παρά τε κλισίας καὶ νῆας Ἀχαιῶν
πορφύρεον μέγα φᾶρος ἔχων ἐν χειρὶ παχείῃ,
στῆ δ᾽ ἐπ᾽ Ὀδυσσῆος μεγακήτεϊ νηῒ μελαίνῃ,
ἥ ῥ᾽ ἐν μεσσάτῳ ἔσκε γεγωνέμεν ἀμφοτέρωσε,
ἠμὲν ἐπ᾽ Αἴαντος κλισίας Τελαμωνιάδαο
Και κίνησε να πάει στ'Αργίτικα καλύβια και καράβια,-
την πορφυρή κρατώντας κάπα του στο δυνατό του χέρι'
και πλάι στο μαύρο εστάθη απλόχωρο καράβι του Οδυσσέα,
που ήταν στη μέση, για ν᾿ ακούγεται δεξιά ζερβά η φωνή του
ως πέρα στα καλύβια του Αίαντα, του γιου του Τελαμώνα,
κι ως στου Αχιλλέα᾿ κι οι δυο τους τ᾿ άρμενα στις άκρες τα 'χαν σύρει,
τι είχαν κι οι δυο τα χέρια ανίκητα και την αντρεία περίσσια.
Κείθε φωνή τρανή τους έσυρε, ν᾿ ακούσουν όλοι οι Αργίτες:
«Ντροπή σας! Κρίμα λέω στα κάλλη σας, Αργίτες τιποτένιοι!
Οι καυκησιές λοιπόν τι γίνηκαν, πως ήμασταν οι πρώτοι,
225 ἠδ᾽ ἐπ᾽ Ἀχιλλῆος, τοί ῥ᾽ ἔσχατα νῆας ἐΐσας
εἴρυσαν, ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν·
ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον Δαναοῖσι γεγωνώς·
αἰδὼς Ἀργεῖοι, κάκ᾽ ἐλέγχεα, εἶδος ἀγητοί·
πῇ ἔβαν εὐχωλαί, ὅτε δὴ φάμεν εἶναι ἄριστοι,
230 ἃς ὁπότ᾽ ἐν Λήμνῳ κενεαυχέες ἠγοράασθε,
ἔσθοντες κρέα πολλὰ βοῶν ὀρθοκραιράων
πίνοντες κρητῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο,
Τρώων ἄνθ᾽ ἑκατόν τε διηκοσίων τε ἕκαστος
στήσεσθ᾽ ἐν πολέμῳ· νῦν δ᾽ οὐδ᾽ ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν
που κάποτε στη Λήμνο ελέγατε—μεγάλα λόγια κούφια—
με πλήθος κρέατα απ᾿ ορθοκέρατα βόδια στην τάβλα ομπρός σας
και πίνοντας κρασί γλυκόπιοτο σε ξέχειλα ποτήρια,
πως ο καθένας σας θα τα 'βαζε και μ᾿ εκατό Τρωαδίτες
και με διακόσιους; τώρα αντίκρα μας στέκει ένας και νίκα μας,
ο Έχτορας, που σε λίγο τ᾿ άρμενα θα κάψει με άγρια φλόγα.
Πατέρα Δία, και ποιος περίτρανος ρηγάρχης άλλος είναι,
που τέτοια συφορά τον χόρτασες και ντροπιασμένο αφήκες;
Κι όμως κανένα δεν προσπέρασα βωμό σου, ως εκινούσα
με το πολύκουπο καράβι μου—που να μην είχα σώσει!—
235 Ἕκτορος, ὃς τάχα νῆας ἐνιπρήσει πυρὶ κηλέῳ.
Ζεῦ πάτερ, ἦ ῥά τιν᾽ ἤδη ὑπερμενέων βασιλήων
τῇδ᾽ ἄτῃ ἄασας καί μιν μέγα κῦδος ἀπηύρας;
οὐ μὲν δή ποτέ φημι τεὸν περικαλλέα βωμὸν
νηῒ πολυκλήϊδι παρελθέμεν ἐνθάδε ἔρρων,
240 ἀλλ᾽ ἐπὶ πᾶσι βοῶν δημὸν καὶ μηρί᾽ ἔκηα
ἱέμενος Τροίην εὐτείχεον ἐξαλαπάξαι.
ἀλλὰ Ζεῦ τόδε πέρ μοι ἐπικρήηνον ἐέλδωρ·
αὐτοὺς δή περ ἔασον ὑπεκφυγέειν καὶ ἀλύξαι,
μηδ᾽ οὕτω Τρώεσσιν ἔα δάμνασθαι Ἀχαιούς.
για να 'ρθω εδώ᾿ μον᾿ σε όλους έκαψα βοδιών μεριά και ξίγκια,
την ωριοτείχιστη γυρεύοντας την Τροία να ξεπατώσω.
Ωστόσο, Δία, καν τώρα επάκουσε την πεθυμιά μου ετούτη:
Βόηθα μας καν να τους ξεφύγουμε και λυτρωμό να βρούμε,
και μην αφήνεις ν᾿ αφανίζουνται πια από τους Τρώες οι Αργίτες.»
Είπε, κι ο κύρης τον σπλαχνίστηκε τους θρήνους του γρικώντας,
κι έγνεψε απείραχτο το ασκέρι του κι αχάλαστο να μείνει'
κι έναν αϊτό, που απ᾿ τα πετούμενα μηνάει την πάσα αλήθεια,
του στέλνει, λαφομόσκι που 'σφίγγε, γοργής λαφίνας σπλάχνο,
στα νύχια του, και το ξαμόλησε πα στο βωμό, όπου έσφαζαν
245 ὣς φάτο, τὸν δὲ πατὴρ ὀλοφύρατο δάκρυ χέοντα,
νεῦσε δέ οἱ λαὸν σόον ἔμμεναι οὐδ᾽ ἀπολέσθαι.
αὐτίκα δ᾽ αἰετὸν ἧκε τελειότατον πετεηνῶν,
νεβρὸν ἔχοντ᾽ ὀνύχεσσι τέκος ἐλάφοιο ταχείης·
πὰρ δὲ Διὸς βωμῷ περικαλλέϊ κάββαλε νεβρόν,
250 ἔνθα πανομφαίῳ Ζηνὶ ῥέζεσκον Ἀχαιοί.
οἳ δ᾽ ὡς οὖν εἴδονθ᾽ ὅ τ᾽ ἄρ᾽ ἐκ Διὸς ἤλυθεν ὄρνις,
μᾶλλον ἐπὶ Τρώεσσι θόρον, μνήσαντο δὲ χάρμης.
ἔνθ᾽ οὔ τις πρότερος Δαναῶν πολλῶν περ ἐόντων
εὔξατο Τυδεΐδαο πάρος σχέμεν ὠκέας ἵππους
οι Αργίτες πάντα τα σφαχτάρια τους στο Δία, τον τέλειο μάντη.
Κι αυτοί, μπροστά τους ως αντίκρισαν πουλί απ᾿ το Δία να φτάνει,
με νέαν ορμή, διψώντας πόλεμο, πάνω στους Τρώες χύθηκαν.
Απ᾿ τους Αργίτες τότε, αρίφνητοι κι ας ήταν, τ᾿ άλογα του
ποιος θα παινιόταν πως πιλάλησε πιο μπρος απ᾿ το Διομήδη,
κι άνοιξε πόλεμο διαβαίνοντας πιο πρώτα το χαντάκι;
Πρώτος αυτός των Τρωών εσκότωσε κάποιον τρανό αντρειωμένο,
Αγέλαος κράζουνταν, του Φράδμονα παιδί᾿ τ᾿ αλόγατά του
να φύγει ως γύριζε, στη ράχη του καρφώνει το κοντάρι
μεσοπλατίς, κι εκείνο διάβηκε το στήθος πέρα ως πέρα.
255 τάφρου τ᾽ ἐξελάσαι καὶ ἐναντίβιον μαχέσασθαι,
ἀλλὰ πολὺ πρῶτος Τρώων ἕλεν ἄνδρα κορυστὴν
Φραδμονίδην Ἀγέλαον· ὃ μὲν φύγαδ᾽ ἔτραπεν ἵππους·
τῷ δὲ μεταστρεφθέντι μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν
ὤμων μεσσηγύς, διὰ δὲ στήθεσφιν ἔλασσεν·
260 ἤριπε δ᾽ ἐξ ὀχέων, ἀράβησε δὲ τεύχε᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ.
τὸν δὲ μετ᾽ Ἀτρεΐδαι Ἀγαμέμνων καὶ Μενέλαος,
τοῖσι δ᾽ ἐπ᾽ Αἴαντες θοῦριν ἐπιειμένοι ἀλκήν,
τοῖσι δ᾽ ἐπ᾽ Ἰδομενεὺς καὶ ὀπάων Ἰδομενῆος
Μηριόνης ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ,
Πέφτει απ᾿ τ᾿ αμάξι, κι από πάνω του βρόντηξαν τ᾿ άρματά του.
Πίσω του οι Ατρείδες, ο Αγαμέμνονας με το Μενέλαο, βγήκαν,
κι ευτύς οι δυο ακλουθήξαν Αίαντες, όλο αντριγιά καί θάρρος·
μετά κι ο Ιδομενέας κι ο σύντροφος του Ιδομενέα Μηριόνης,
που το κουράγιο του ισοζύγιαζε με του αντροφόνου του Άρη·
μετά κι ο Ευρύπυλος, του Ευαίμονα πετάχτη ο γιος ο γαύρος,
κι ο Τεύκρος ύστερνά τεντώνοντας το λυγερό δοξάρι'
κι εκρύφτη στο σκουτάρι του Αίαντα, του γιου του Τελαμώνα'
κι όπως εκείνος το σκουτάρι του τραβούσε λίγο, ο Τεύκρος
παραμονεύοντας εδόξευε μες στο σωρό, κι εχτύπα
265 τοῖσι δ᾽ ἐπ᾽ Εὐρύπυλος Εὐαίμονος ἀγλαὸς υἱός·
Τεῦκρος δ᾽ εἴνατος ἦλθε παλίντονα τόξα τιταίνων,
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ὑπ᾽ Αἴαντος σάκεϊ Τελαμωνιάδαο.
ἔνθ᾽ Αἴας μὲν ὑπεξέφερεν σάκος· αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἥρως
παπτήνας, ἐπεὶ ἄρ τιν᾽ ὀϊστεύσας ἐν ὁμίλῳ
270 βεβλήκοι, ὃ μὲν αὖθι πεσὼν ἀπὸ θυμὸν ὄλεσσεν,
αὐτὰρ ὃ αὖτις ἰὼν πάϊς ὣς ὑπὸ μητέρα δύσκεν
εἰς Αἴανθ᾽· ὃ δέ μιν σάκεϊ κρύπτασκε φαεινῷ.
ἔνθα τίνα πρῶτον Τρώων ἕλε Τεῦκρος ἀμύμων;
Ὀρσίλοχον μὲν πρῶτα καὶ Ὄρμενον ἠδ᾽ Ὀφελέστην
κάποιον οχτρό᾿ κι αυτός ως έπεφτε στη γη και ξεψυχούσε,
ο Τεύκρος, σαν παιδί στη μάνα του, χωνόταν πάλε πίσω
στον Αίαντα, που ξανά τον έκρυβε με το λαμπρό σκουτάρι.
Ποιόν πρώτο από τους Τρώες εσκότωσεν ο άψεγος Τεύκρος τότε;
Τον Όρμενο και τον Ορσίλοχο, μετά τον Οφελέστη,
το Δαίτορα και το Μελάνιππο, το θείο το Λυκοφόντη,
τον Αμοπάονα, του Πυλυαίμονα το γιο, και το Χρομίο.
Όλους αράδα εκεί τους έστρωσε στη γη την πολυθρόφα.
Τον είδε ο ρήγας Αγαμέμνονας και φράθηκε η καρδιά του,
απ᾿ το δοξάρι του πως θέριζε γραμμή των Τρωών τους λόχους.
275 Δαίτορά τε Χρομίον τε καὶ ἀντίθεον Λυκοφόντην
καὶ Πολυαιμονίδην Ἀμοπάονα καὶ Μελάνιππον,
πάντας ἐπασσυτέρους πέλασε χθονὶ πουλυβοτείρῃ.
τὸν δὲ ἰδὼν γήθησεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων
τόξου ἄπο κρατεροῦ Τρώων ὀλέκοντα φάλαγγας·
280 στῆ δὲ παρ᾽ αὐτὸν ἰὼν καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπε·
Τεῦκρε φίλη κεφαλή, Τελαμώνιε κοίρανε λαῶν
βάλλ᾽ οὕτως, αἴ κέν τι φόως Δαναοῖσι γένηαι
πατρί τε σῷ Τελαμῶνι, ὅ σ᾽ ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα,
καί σε νόθον περ ἐόντα κομίσσατο ᾧ ἐνὶ οἴκῳ·
Πήγε λοιπόν και στάθη δίπλα του κι έτσι μιλεί και κρένει:
«Τεύκρε ακριβέ μου, ρήγα ασύγκριτε και υγιέ του Τελαμώνα,
ρίχνε, μη στέκεις, κάποια ανάσαση να δώσεις στους Αργίτες,
να δώσεις και χαρά στον κύρη σου τον Τελαμώνα, που 'σουν
κλεφτόγεννό του και σε ανάστησε στο αρχοντικό του μέσα.
Μόχτα! Μακριά κι αν είναι, η δόξα του παντού ν᾿ απλώσει τώρα.
Κι άκουσε ακόμα κάποιο λόγο μου, που θα τον δεις να γένει:
Αν η Αθηνά κι ο βροντοσκούταρος ο Δίας μια μέρα δώσουν
της Τροίας εγώ τ᾿ ομορφοτείχιστο να ξεπατώσω κάστρο,
αρχοντομοίρι εσένα ολόπρωτα μετά από με θα δώσω,
285 τὸν καὶ τηλόθ᾽ ἐόντα ἐϋκλείης ἐπίβησον.
σοὶ δ᾽ ἐγὼ ἐξερέω ὡς καὶ τετελεσμένον ἔσται·
αἴ κέν μοι δώῃ Ζεύς τ᾽ αἰγίοχος καὶ Ἀθήνη
Ἰλίου ἐξαλαπάξαι ἐϋκτίμενον πτολίεθρον,
πρώτῳ τοι μετ᾽ ἐμὲ πρεσβήϊον ἐν χερὶ θήσω,
290 ἢ τρίποδ᾽ ἠὲ δύω ἵππους αὐτοῖσιν ὄχεσφιν
ἠὲ γυναῖχ᾽, ἥ κέν τοι ὁμὸν λέχος εἰσαναβαίνοι.
τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσεφώνεε Τεῦκρος ἀμύμων·
Ἀτρεΐδη κύδιστε τί με σπεύδοντα καὶ αὐτὸν
ὀτρύνεις; οὐ μέν τοι ὅση δύναμίς γε πάρεστι
τριπόδι θες, θες και στο αμάξι τους διπλά φαριά ζεμένα,
για και γυναίκα θες, αντάμα σου να πέφτει στο κλινάρι.»
Γυρνώντας τότε ο Τεύκρος ο άψεγος απηλογιά του δίνει:
«Υγιέ του Ατρέα τρανέ, και μόνος μου τόσην ορμή μια κι έχω,
τι με κεντάς εσύ; Τη δύναμη που κλείνω στο κορμί μου
δεν κόβω᾿ απ᾿ τη στιγμή που διώξαμε στο κάστρο πίσω ετούτους,
με το δοξάρι απ᾿ το καρτέρι μου σκοτώνω οχτρούς αράδα.
Οχτώ έχω ως τώρα μακρομύτικες σαγίτες ρίξει, κι όλες
σε αντριγιωμένων γοργοπόδαρων εμπήχτηκαν τη σάρκα.
Μονάχα αυτόν να βρω δεν πέτυχα, το λυσσασμένο σκύλο!»
295 παύομαι, ἀλλ᾽ ἐξ οὗ προτὶ Ἴλιον ὠσάμεθ᾽ αὐτοὺς
ἐκ τοῦ δὴ τόξοισι δεδεγμένος ἄνδρας ἐναίρω.
ὀκτὼ δὴ προέηκα τανυγλώχινας ὀϊστούς,
πάντες δ᾽ ἐν χροῂ πῆχθεν ἀρηϊθόων αᾇζηῶν·
τοῦτον δ᾽ οὐ δύναμαι βαλέειν κύνα λυσσητῆρα.
300 ἦ ῥα καὶ ἄλλον ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν
Ἕκτορος ἀντικρύ, βαλέειν δέ ἑ ἵετο θυμός·
καὶ τοῦ μέν ῥ᾽ ἀφάμαρθ᾽, ὃ δ᾽ ἀμύμονα Γοργυθίωνα
υἱὸν ἐῢν Πριάμοιο κατὰ στῆθος βάλεν ᾇῷ,
τόν ῥ᾽ ἐξ Αᾇσύμηθεν ὀπυιομένη τέκε μήτηρ
Ως είπε τούτα, από την κόρδα του κι άλλη σαγίτα ρίχνει
στον Έχτορα αντικρύ, κι ολόκαρδα να τον πετύχει επόθεί'
μ᾿ αντίς γι᾿ αυτόν τον αψεγάδιαστο το Γοργυθίωνα βρίσκει,
του Πριάμου τον υγιό τον Ιμνοστο, κατάστηθα η σαγίτα.
Απ᾿ την Αισύμη νύφη η μάνα του τον είχε γεννημένα,
η Καστιάνειρα η πανέμορφη, θεά θαρρείς στο διώμα.
Κι ως γέρνει δίπλα το κεφάλι της στον κήπο η παπαρούνα,
που την εβάρυνε η ανοιξιάτικη δροσιά για κι ο καρπός της,
και το κεφάλι του όμοια απόγειρε, βαρύ απ᾿ το κράνος, δίπλα.
Κι ο Τεύκρος τότε από την κόρδα του κι άλλη σαγίτα ρίχνει
305 καλὴ Καστιάνειρα δέμας ἐϊκυῖα θεῇσι.
μήκων δ᾽ ὡς ἑτέρωσε κάρη βάλεν, ἥ τ᾽ ἐνὶ κήπῳ
καρπῷ βριθομένη νοτίῃσί τε εᾇαρινῇσιν,
ὣς ἑτέρωσ᾽ ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν.
Τεῦκρος δ᾽ ἄλλον ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν
310 Ἕκτορος ἀντικρύ, βαλέειν δέ ἑ ἵετο θυμός.
ἀλλ᾽ ὅ γε καὶ τόθ᾽ ἅμαρτε· παρέσφηλεν γὰρ Ἀπόλλων·
ἀλλ᾽ Ἀρχεπτόλεμον θρασὺν Ἕκτορος ἡνιοχῆα
ἱέμενον πόλεμον δὲ βάλε στῆθος παρὰ μαζόν·
ἤριπε δ᾽ ἐξ ὀχέων, ὑπερώησαν δέ οἱ ἵπποι
στον Έχτορα αντικρύ, κι ολόκαρδα να τον πετύχει επόθεί᾿
μα δεν τον πέτυχε, τι ο Απόλλωνας της ζάβωσε το δρόμο'
τον Αρχεπτόλεμο έτσι, του Έχτορα το γαύρο αλογολάτη,
μπροστά πού εχύνουνταν, εχτύπησε πα στο βυζί, στο στήθος·
κι από το αμάξι εκατρακύλησε και τ᾿ άτια έκαμαν πίσω
τα γρήγορα, 'κι ευτύς παράλυσαν εκεί η ψυχή κι η αντρεία του.
Πίκρα μεγάλη για το σύντροφο τα σωθικά του Εχτόρου
πλακώνει, όμως εκεί τον άφησε, κι ας καίγουντα η καρδιά του'
και στον Κεβριόνη, δίπλα ποτ 'λαχε, τον αδερφό του κράζει,
τα νιόλουρα να πιάσει απ΄τ᾿ άλογα, κι αυτός ακούει και τρέχει.
315 ὠκύποδες· τοῦ δ᾽ αὖθι λύθη ψυχή τε μένος τε.
Ἕκτορα δ᾽ αᾇνὸν ἄχος πύκασε φρένας ἡνιόχοιο·
τὸν μὲν ἔπειτ᾽ εἴασε καὶ ἀχνύμενός περ ἑταίρου,
Κεβριόνην δ᾽ ἐκέλευσεν ἀδελφεὸν ἐγγὺς ἐόντα
ἵππων ἡνί᾽ ἑλεῖν· ὃ δ᾽ ἄρ᾽ οὐκ ἀπίθησεν ἀκούσας.
320 αὐτὸς δ᾽ ἐκ δίφροιο χαμαὶ θόρε παμφανόωντος
σμερδαλέα ᾇάχων· ὃ δὲ χερμάδιον λάβε χειρί,
βῆ δ᾽ ᾇθὺς Τεύκρου, βαλέειν δέ ἑ θυμὸς ἀνώγει.
ἤτοι ὃ μὲν φαρέτρης ἐξείλετο πικρὸν ὀϊστόν,
θῆκε δ᾽ ἐπὶ νευρῇ· τὸν δ᾽ αὖ κορυθαίολος Ἕκτωρ
Κι ο Έχτορας πήδηξε απ᾿ τ'ολόφωτο το αμάξι απά στο χώμα
σκούζοντας άγρια, και φουχτώνοντας βαριά στο χέρι πέτρα
ίσια στον Τεύκρο απάνω εχίμιξε, ζητώντας να του ρίξει.
Πικρή σαγίτα εκείνος έβγαλεν απ᾿ το σαγιτολόγο,
και την κοκιάζει απά στην κόρδα του, μα ως έκανε να σύρει,
στον ώμο ο κρανοσείστης Έχτορας, πα στο κλειδί, που στήθος
χωρίζει και λαιμό, κι ειν᾿ άσκημο το λάβωμα αυτού πάντα,
κει πάνω, ως του 'ριχνε, τον πέτυχε με το τραχύ κοτρόνι
και σπάει την κόρδα του, και μούδιασε το χέρι στον αρμό του᾿
κι όπως σωριάστη γονατίζοντας, του φεύγει το δοξάρι.
325 αὐερύοντα παρ᾽ ὦμον, ὅθι κληῂς ἀποέργει
αὐχένα τε στῆθός τε, μάλιστα δὲ καίριόν ἐστι,
τῇ ῥ᾽ ἐπὶ οἷ μεμαῶτα βάλεν λίθῳ ὀκριόεντι,
ῥῆξε δέ οἱ νευρήν· νάρκησε δὲ χεὶρ ἐπὶ καρπῷ,
στῆ δὲ γνὺξ ἐριπών, τόξον δέ οἱ ἔκπεσε χειρός.
330 Αἴας δ᾽ οὐκ ἀμέλησε κασιγνήτοιο πεσόντος,
ἀλλὰ θέων περίβη καί οἱ σάκος ἀμφεκάλυψε.
τὸν μὲν ἔπειθ᾽ ὑποδύντε δύω ἐρίηρες ἑταῖροι
Μηκιστεὺς Ἐχίοιο πάϊς καὶ δῖος Ἀλάστωρ
νῆας ἔπι γλαφυρὰς φερέτην βαρέα στενάχοντα.
Όμως ο μέγας Αίας το αδέρφι του δεν παρατάει πεσμένο,
μον᾿ τρέχει ομπρός του και τον σκέπασε με το σκουτάρι ολούθε.
Και τότε σκύψαν και τον σήκωσαν δυο γκαρδιακοί συντρόφοι,
ο αρχοντογέννητος Αλάστορας κι ο Μηκιστέας, του Εχίου
ο γιος, και τον πήγαιναν στ᾿ άρμενα, κι αυτός βαριά εβογγούσε.
Ορμή καινούργια ο ρήγας του Ολύμπου βάζει στους Τρώες, κι εκείνοι
τους Αχαιούς γραμμή κυνήγησαν προς το βαθύ χαντάκι'
κι έτρεχε μες στους πρώτους ο Έχτορας, όλο καρδιά και πείσμα.
Πώς σκύλος λιόντα για αγριογούρουνο στρώνει μπροστά και τρέχει
με πόδια γρήγορα, δαγκώνοντας ξοπίσω τα μεριά τους
335 ἂψ δ᾽ αὖτις Τρώεσσιν Ὀλύμπιος ἐν μένος ὦρσεν·
οἳ δ᾽ ἰθὺς τάφροιο βαθείης ὦσαν Ἀχαιούς·
Ἕκτωρ δ᾽ ἐν πρώτοισι κίε σθένεϊ βλεμεαίνων.
ὡς δ᾽ ὅτε τίς τε κύων συὸς ἀγρίου ἠὲ λέοντος
ἅπτηται κατόπισθε ποσὶν ταχέεσσι διώκων
340 ἰσχία τε γλουτούς τε, ἑλισσόμενόν τε δοκεύει,
ὣς Ἕκτωρ ὤπαζε κάρη κομόωντας Ἀχαιούς,
αἰὲν ἀποκτείνων τὸν ὀπίστατον· οἳ δὲ φέβοντο.
αὐτὰρ ἐπεὶ διά τε σκόλοπας καὶ τάφρον ἔβησαν
φεύγοντες, πολλοὶ δὲ δάμεν Τρώων ὑπὸ χερσίν,
και τα καπούλια, και φυλάγεται στο στριφογύρισμά τους᾿
όμοια κι εκείνος τους μακρόμαλλους Αργίτες κυνηγούσε,
και κάθε τόσο κι έναν σκότωνε, τον πιο στερνό, ως έφευγαν.
Μα τα παλούκια πια σα διάβηκαν και το χαντάκι πέρα
μες στο φευγιό τους—και σκοτώθηκαν πολλοί απ᾿ των Τρωών τα χέρια—
έτσι κλεισμένοι δίπλα στ᾿ άρμενα κρατιόντουσαν, και κράζαν
ο ένας του άλλου κουράγιο δίνοντας, και σήκωναν τα χέρια
και ξεφωνώντας τους αθάνατους ανακαλιόνταν όλους.
Και στριφογυρνά ο μέγας Έχτορας τα ωριότριχα άλογα του,
κι ως της Γοργόνας λες τα μάτια του για ως του αντροφόνου του Άρη.
345 οἳ μὲν δὴ παρὰ νηυσὶν ἐρητύοντο μένοντες,
ἀλλήλοισί τε κεκλόμενοι καὶ πᾶσι θεοῖσι
χεῖρας ἀνίσχοντες μεγάλ᾽ εὐχετόωντο ἕκαστος·
Ἕκτωρ δ᾽ ἀμφιπεριστρώφα καλλίτριχας ἵππους
Γοργοῦς ὄμματ᾽ ἔχων ἠδὲ βροτολοιγοῦ Ἄρηος.
350 τοὺς δὲ ἰδοῦσ᾽ ἐλέησε θεὰ λευκώλενος Ἥρη,
αἶψα δ᾽ Ἀθηναίην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
ὢ πόποι αἰγιόχοιο Διὸς τέκος οὐκέτι νῶϊ
ὀλλυμένων Δαναῶν κεκαδησόμεθ᾽ ὑστάτιόν περ;
οἵ κεν δὴ κακὸν οἶτον ἀναπλήσαντες ὄλωνται
Κι όπως τους είδε, τους σπλαχνίστηκεν η κρουσταλλόχερη Ήρα,
και λόγια μίλησε ανεμάρπαστα στην Αθηνά γυρνώντας:
«Ωχού, του Δία του βροντοσκούταρου παιδί, να μη γνοιαστούμε
τους Αχαιούς, εδώ που χάνουνται, καν για στερνή φορά τους;
κι είναι γραφτό τους να 'βρουν θάνατο κακό και να χαθούνε
μόνο από ένούς τη λύσσα. Φρένιασε του Πρίαμου ο γιος αλήθεια,
ο Έχτορας, δε βαστιέται πιότερο, τόσο κακό που κάνει.»
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, γυρνώντας αποκρίθη:
«Να 'ταν ετούτος—πώς θα το 'θελα!—ζωή κι αντρεία να χάσει,
πεσμένος από χέρια Αργίτικα στη γη την πατρική του!
355 ἀνδρὸς ἑνὸς ῥιπῇ, ὃ δὲ μαίνεται οὐκέτ᾽ ἀνεκτῶς
Ἕκτωρ Πριαμίδης, καὶ δὴ κακὰ πολλὰ ἔοργε.
τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
καὶ λίην οὗτός γε μένος θυμόν τ᾽ ὀλέσειε
χερσὶν ὑπ᾽ Ἀργείων φθίμενος ἐν πατρίδι γαίῃ·
360 ἀλλὰ πατὴρ οὑμὸς φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι
σχέτλιος, αἰὲν ἀλιτρός, ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς·
οὐδέ τι τῶν μέμνηται, ὅ οἱ μάλα πολλάκις υἱὸν
τειρόμενον σώεσκον ὑπ᾽ Εὐρυσθῆος ἀέθλων.
ἤτοι ὃ μὲν κλαίεσκε πρὸς οὐρανόν, αὐτὰρ ἐμὲ Ζεὺς
Μα τώρα ο κύρης μου φρενιάζοντας κακά στο νου του κλώθει,
πίβουλος, φταίχτης πάντα, αμπόδιστρο σ᾿ όποια βουλή κι αν πάρω.
Καί δε θυμάται εγώ πως γλίτωσα τόσες φορές το γιο του,
σαν ο Ευρυσθέας με τις αγγαρείες του βαριά τον τυραννούσε;
κι έκλαιγε αυτός στα ουράνια ασκώνοντας την κεφαλή, και μένα
ψηλά απ᾿ τα ουράνια ο Δίας με πρόσταζε βοηθός του να κατέβω.
Όμως εγώ όλα αυτά αν τα κάτεχα μες στα βαθιά μου φρένα,
σύντας στον Άδη τον ξαπόστειλε τον κλειδαμπαρωμένο,
το σκύλο του άγριου του Άδη απ᾿ το Έρεβος να πάει να φέρει απάνω,
τα κρεμαστά νερά δε γλίτωνε της Στύγας, όξω να 'βγει!
365 τῷ ἐπαλεξήσουσαν ἀπ᾽ οὐρανόθεν προΐαλλεν.
εἰ γὰρ ἐγὼ τάδε ᾔδε᾽ ἐνὶ φρεσὶ πευκαλίμῃσιν
εὖτέ μιν εἰς Ἀΐδαο πυλάρταο προὔπεμψεν
ἐξ Ἐρέβευς ἄξοντα κύνα στυγεροῦ Ἀΐδαο,
οὐκ ἂν ὑπεξέφυγε Στυγὸς ὕδατος αἰπὰ ῥέεθρα.
370 νῦν δ᾽ ἐμὲ μὲν στυγέει, Θέτιδος δ᾽ ἐξήνυσε βουλάς,
ἥ οἱ γούνατ᾽ ἔκυσσε καὶ ἔλλαβε χειρὶ γενείου,
λισσομένη τιμῆσαι Ἀχιλλῆα πτολίπορθον.
ἔσται μὰν ὅτ᾽ ἂν αὖτε φίλην γλαυκώπιδα εἴπῃ.
ἀλλὰ σὰ μὲν νῦν νῶϊν ἐπέντυε μώνυχας ἵππους,
Τώρα με όχτρεύεται και σύγκλινε στο θέλημα της Θέτης,
που του 'πεσε στα πόδια, του 'πιασε τα γένια, να τιμήσει
τον Αχιλλέα παρακαλώντας τον τον καστροπολεμίτη.
Μα θα 'ρθει μέρα Γλαυκομάτα μου᾿ που θα με κράξει πάλε!
Ας είναι᾿ τώρα τα μονόνυχα για σύνταξε άλογα μας,
κι εγώ στου Δία του βροντοσκούταρου θα τρέξω το παλάτι,
να βάλω του πολέμου τ᾿ άρματα, και τότε του Πριάμου
ο γιος, ο κρανοσείστης Έχτορας, θα ιδούμε αν θα γελάσει
από αναγάλλιαση, στα διάβατα καθώς μας δει της μάχης.
Αλήθεια, κάποιος Τρώας με ξίγκια του και σάρκες θα χορτάσει
375 ὄφρ᾽ ἂν ἐγὼ καταδῦσα Διὸς δόμον αἰγιόχοιο
τεύχεσιν ἐς πόλεμον θωρήξομαι, ὄφρα ἴδωμαι
ἢ νῶϊ Πριάμοιο πάϊς κορυθαίολος Ἕκτωρ
γηθήσει προφανέντε ἀνὰ πτολέμοιο γεφύρας,
ἦ τις καὶ Τρώων κορέει κύνας ἠδ᾽ οἰωνοὺς
380 δημῷ καὶ σάρκεσσι, πεσὼν ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιῶν.
ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε θεὰ λευκώλενος Ἥρη.
ἣ μὲν ἐποιχομένη χρυσάμπυκας ἔντυεν ἵππους
Ἥρη πρέσβα θεὰ θυγάτηρ μεγάλοιο Κρόνοιο·
αὐτὰρ Ἀθηναίη κούρη Διὸς αἰγιόχοιο
όρνια και σκύλους, δίπλα πέφτοντας στ᾿ Αργίτικα καράβια.»
Αυτά είπε, κι άκουσε τα λόγια της η κρουσταλλόχερη Ήρα,
και τ᾿ άλογα με βιάση εσύνταζε τα χρυσοχαλινάτα,
μες στις θεές η πρώτη, του τρανού του Κρόνου η θυγατέρα.
Πήρε η Αθηνά, του βροντοσκούταρου του Δία η κόρη, ωστόσο
και το αγανό μαντί της έβγαλε στο πατρικό παλάτι,
το πλουμιστό, που ατή της ύφανε με τα δικά της χέρια.
Του Δία μετά φοράει το θώρακα του νεφελοστοιβάχτη
για τον πολύδακρο τον πόλεμο, και τ᾿ άρματα του βάζει.
Κι απά στο αμάξι τότε ανέβηκε το λιόφωτο, κι αδράχνει
385 πέπλον μὲν κατέχευεν ἑανὸν πατρὸς ἐπ᾽ οὔδει
ποικίλον, ὅν ῥ᾽ αὐτὴ ποιήσατο καὶ κάμε χερσίν,
ἣ δὲ χιτῶν᾽ ἐνδῦσα Διὸς νεφεληγερέταο
τεύχεσιν ἐς πόλεμον θωρήσσετο δακρυόεντα.
ἐς δ᾽ ὄχεα φλόγεα ποσὶ βήσετο, λάζετο δ᾽ ἔγχος
390 βριθὺ μέγα στιβαρόν, τῷ δάμνησι στίχας ἀνδρῶν
ἡρώων, τοῖσίν τε κοτέσσεται ὀβριμοπάτρη.
Ἥρη δὲ μάστιγι θοῶς ἐπεμαίετ᾽ ἄρ᾽ ἵππους·
αὐτόμαται δὲ πύλαι μύκον οὐρανοῦ ἃς ἔχον Ὧραι,
τῇς ἐπιτέτραπται μέγας οὐρανὸς Οὔλυμπός τε
το δυνατό, βαρύ, θεόρατο κοντάρι, που σκοτώνει
όσους ηρώους του Τρανοδύναμου την κόρη έχουν θυμώσει.
Κι η Ήρα με βιάση τότε τ᾿ άλογα χτυπά με το μαστίγι,
κι οι πύλες τ᾿ ουρανού από μόνες τους βρόντηξαν, πού απ᾿ τις Ώρες
φυλάγουνται· τι αυτές τον Όλυμπο και τα πλατιά τα ουράνια
πήραν χρέη με σύγνεφο πυκνό να τ᾿ ανοιγοσφαλνούνε.
Μέσα απ᾿ αυτές τα μαστιγόλαμνα πέρασαν άτια τώρα.
Κι ο κύρης Δίας, ως τις αντίκρισεν από την Ίδα, οργίστη,
και τη χρυσόφτερη την Ίριδα μαντατοφόρα στέλνει:
«Ίριδα, τρέχα, γοργοπόδαρη, γύρνα τις πίσω, ανάντια
395 ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ᾽ ἐπιθεῖναι.
τῇ ῥα δι᾽ αὐτάων κεντρηνεκέας ἔχον ἵππους.
Ζεὺς δὲ πατὴρ Ἴδηθεν ἐπεὶ ἴδε χώσατ᾽ ἄρ᾽ αἰνῶς,
Ἶριν δ᾽ ὄτρυνε χρυσόπτερον ἀγγελέουσαν·
βάσκ᾽ ἴθι Ἶρι ταχεῖα, πάλιν τρέπε μηδ᾽ ἔα ἄντην
400 ἔρχεσθ᾽· οὐ γὰρ καλὰ συνοισόμεθα πτόλεμον δέ.
ὧδε γὰρ ἐξερέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται·
γυιώσω μέν σφωϊν ὑφ᾽ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους,
αὐτὰς δ᾽ ἐκ δίφρου βαλέω κατά θ᾽ ἅρματα ἄξω·
οὐδέ κεν ἐς δεκάτους περιτελλομένους ἐνιαυτοὺς
να μη μου πάνε πια᾿ τι αν πιάσουμε και χτυπηθούμε, αλί τους!
Κι ας τον ακούσουνε το λόγο μου, που σίγουρα θα γένει:
Τα γρήγορα φαριά στο αμάξι τους θα σακατέψω, πέρα
θα ρίξω εκείνες απ᾿ το κάθισμα, θα σπάσω και τ᾿ αμάξι'
κι ουδέ σε δέκα αναγυρίσματα του χρόνου θα μπορέσουν
να γιάνουν οι πληγές, που πέφτοντας θ᾿ ανοίξει ο κεραυνός μου'
η Γλαυκομάτα με τον κύρη της να μάθει να τα βάζει.
Μα με την Ήρα δε συχύζομαι κι ουδέ χολιάζω τόσο,
τι εκείνη στέκει πάντα αμπόδιστρο σ᾿ ό,τι κι αν πω να κάνω.»
Αυτά είπε, κι η ανεμόποδη Ίριδα χιμάει μαντατοφόρα,
405 ἕλκε᾽ ἀπαλθήσεσθον, ἅ κεν μάρπτῃσι κεραυνός·
ὄφρα ἰδῇ γλαυκῶπις ὅτ᾽ ἂν ᾧ πατρὶ μάχηται.
Ἥρῃ δ᾽ οὔ τι τόσον νεμεσίζομαι οὐδὲ χολοῦμαι·
αἰεὶ γάρ μοι ἔωθεν ἐνικλᾶν ὅττί κεν εἴπω.
ὣς ἔφατ᾽, ὦρτο δὲ Ἶρις ἀελλόπος ἀγγελέουσα,
410 βῆ δ᾽ ἐξ Ἰδαίων ὀρέων ἐς μακρὸν Ὄλυμπον.
πρώτῃσιν δὲ πύλῃσι πολυπτύχου Οὐλύμποιο
ἀντομένη κατέρυκε, Διὸς δέ σφ᾽ ἔννεπε μῦθον·
πῇ μέματον; τί σφῶϊν ἐνὶ φρεσὶ μαίνεται ἦτορ;
οὐκ ἐάᾳ Κρονίδης ἐπαμυνέμεν Ἀργείοισιν.
κι απ᾿ τις κορφές της Ίδας έφτασε στον Όλυμπο το μέγα᾿
κι εκεί στου Ολύμπου του πολύκορφου καταμπροστά τις πύλες
τις βρήκε, κι είπε, ανακρατώντας τις, την προσταγή του Δία:
« Για που τραβάτε; Ποιο ξεφρένιασμα το νου σας συνεπήρε;
Δε θέλει ο γιος του Κρόνου βόηθηση να δώστε στους Αργίτες.
Κι ακούστε τώρα τις φοβέρες του, που δε θα μείνουν λόγια:
Τα γρήγορα φαριά στο αμάξι σας θα σακατέψει, πέρα
θα ρίξει εσάς από το κάθισμα, θα σπάσει και τ᾿ αμάξι·
κι ουδέ σε δέκα αναγυρίσματα του χρόνου θα μπορέσουν
να γιάνουν οι πληγές, που πέφτοντας θ᾿ ανοίξει ο κεραυνός του'
415 ὧδε γὰρ ἠπείλησε Κρόνου πάϊς, ᾗ τελέει περ,
γυιώσειν μὲν σφῶϊν ὑφ᾽ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους,
αὐτὰς δ᾽ ἐκ δίφρου βαλέειν κατά θ᾽ ἅρματα ἄξειν·
οὐδέ κεν ἐς δεκάτους περιτελλομένους ἐνιαυτοὺς
ἕλκε᾽ ἀπαλθήσεσθον, ἅ κεν μάρπτῃσι κεραυνός·
420 ὄφρα ἰδῇς γλαυκῶπι ὅτ᾽ ἂν σῷ πατρὶ μάχηαι.
Ἥρῃ δ᾽ οὔ τι τόσον νεμεσίζεται οὐδὲ χολοῦται·
αἰεὶ γάρ οἱ ἔωθεν ἐνικλᾶν ὅττι κεν εἴπῃ·
ἀλλὰ σύ γ᾽ αἰνοτάτη κύον ἀδεὲς εἰ ἐτεόν γε
τολμήσεις Διὸς ἄντα πελώριον ἔγχος ἀεῖραι.
η Γλαυκομάτα με τον κύρη της να μάθει να τα βάζει.
Μα με την Ήρα δε συχύζεται κι ουδέ χολιάζει τόσο,
τι εκείνη στέκει πάντα αμπόδιστρο σ᾿ ό,τι κι αν πει να κάνει.
Μα εσύ 'σαι ανήλεη, σκύλα αδιάντροπη, κουράγιο αν πάρεις τώρα
στο Δία κατάντικρα θεόρατο κοντάρι να σηκώσεις.»
Σαν είπε αυτά η γοργόποδη Ίριδα, μισεύει πίσω πάλε,
κι η Ήρα γυρνώντας στη γλαυκόματη την Αθηνά της κάνει:
«Ωχού, του Δία του βροντοσκούταρου παιδί, πια εγώ δε θέλω
για τους θνητούς ν᾿ αντιμαχόμαστε με τον υγιό του Κρόνου.
Ποιος ζει απ᾿ αυτούς και ποιος σκοτώνεται, σαν που το φέρνει η τύχη,
425 ἣ μὲν ἄρ᾽ ὣς εἰποῦσ᾽ ἀπέβη πόδας ὠκέα Ἶρις,
αὐτὰρ Ἀθηναίην Ἥρη πρὸς μῦθον ἔειπεν·
ὢ πόποι αἰγιόχοιο Διὸς τέκος, οὐκέτ᾽ ἔγωγε
νῶϊ ἐῶ Διὸς ἄντα βροτῶν ἕνεκα πτολεμίζειν·
τῶν ἄλλος μὲν ἀποφθίσθω, ἄλλος δὲ βιώτω,
430 ὅς κε τύχῃ· κεῖνος δὲ τὰ ἃ φρονέων ἐνὶ θυμῷ
Τρωσί τε καὶ Δαναοῖσι δικαζέτω, ὡς ἐπιεικές.
ὣς ἄρα φωνήσασα πάλιν τρέπε μώνυχας ἵππους·
τῇσιν δ᾽ Ὧραι μὲν λῦσαν καλλίτριχας ἵππους,
καὶ τοὺς μὲν κατέδησαν ἐπ᾽ ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν,
πια δε με νιάζεί᾿ ο Δίας, τελεύοντας τα που 'χει στο μυαλό του,
σε Δαναούς καί Τρώες ανάμεσα, καθώς ταιριάζει, ας κρίνει.»
Είπε, καί πίσω τα μονόνυχα γυρνούσε αλόγατά τους·
κι οι Τρώες ευτύς τα ωριότριχα έλυσαν απ᾿ το ζυγό άλογα τους,
και τα 'δεσαν μπροστά απ᾿ τ᾿ αθάνατα παχνιά, μετά τ᾿ άμάξι
γερτό στον τοίχο το αποκούμπησαν το λιόφωτο απ᾿ αντίκρυ.
Κι εκείνες τράβηξαν στα ολόχρυσα θρονιά για να καθίσουν
μες στους θεούς τους αποδέλοιπους, με πικραμένα σπλάχνα.
Κι ο κύρης Δίας με το καλότροχο το αμάξι από την Ίδα
κίνησε κι έφτασε στον Όλυμπο, μες στα θεϊκά παλάτια.
435 ἅρματα δ᾽ ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα·
αὐταὶ δὲ χρυσέοισιν ἐπὶ κλισμοῖσι κάθιζον
μίγδ᾽ ἄλλοισι θεοῖσι, φίλον τετιημέναι ἦτορ.
Ζεὺς δὲ πατὴρ Ἴδηθεν ἐΰτροχον ἅρμα καὶ ἵππους
Οὔλυμπον δὲ δίωκε, θεῶν δ᾽ ἐξίκετο θώκους.
440 τῷ δὲ καὶ ἵππους μὲν λῦσε κλυτὸς ἐννοσίγαιος,
ἅρματα δ᾽ ἂμ βωμοῖσι τίθει κατὰ λῖτα πετάσσας·
αὐτὸς δὲ χρύσειον ἐπὶ θρόνον εὐρύοπα Ζεὺς
ἕζετο, τῷ δ᾽ ὑπὸ ποσσὶ μέγας πελεμίζετ᾽ Ὄλυμπος.
αἳ δ᾽ οἶαι Διὸς ἀμφὶς Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη
Κι ο μέγας Κοσμοσείστης τ᾿ άλογα του ξέζεψε, και στήνει,
στη θέση του το αμάξι, κι άπλωσε το σκέπασμα από πάνω.
Κι ο βροντολάλος Δίας στ᾿ ολόχρυσο θρονί του πάει καθίζει,
με τα ποδάρια του τραντάζοντας τον Όλυμπο το μέγα.
Τότε η Ήρα κι η Αθηνά τραβήχτηκαν μακριά απ᾿ το Δία και κάτσαν,
ξέχωρα αυτές, κι ουδέ του μίλησαν κι ουδέ και τον ρωτούσαν
μα κείνος το ψυχανεμίστηκε κι έτσι μιλάει και κρένει:
«Αθηνά κι Ήρα, τι μου κάθεστε τόσο βαριά θλιμμένες;
Δεν είναι δα που κουραστήκατε στη δοξαντρούσα μάχη
τους Τρώες σκοτώνοντας, που οχτρεύεστε τόσο άσπλαχνα κι οι δυο σας!
445 ἥσθην, οὐδέ τί μιν προσεφώνεον οὐδ᾽ ἐρέοντο·
αὐτὰρ ὃ ἔγνω ᾗσιν ἐνὶ φρεσὶ φώνησέν τε·
τίφθ᾽ οὕτω τετίησθον Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη;
οὐ μέν θην κάμετόν γε μάχῃ ἔνι κυδιανείρῃ
ὀλλῦσαι Τρῶας, τοῖσιν κότον αἰνὸν ἔθεσθε.
450 πάντως, οἷον ἐμόν γε μένος καὶ χεῖρες ἄαπτοι,
οὐκ ἄν με τρέψειαν ὅσοι θεοί εἰσ᾽ ἐν Ὀλύμπῳ.
σφῶϊν δὲ πρίν περ τρόμος ἔλλαβε φαίδιμα γυῖα
πρὶν πόλεμόν τε ἰδεῖν πολέμοιό τε μέρμερα ἔργα.
ὧδε γὰρ ἐξερέω, τὸ δέ κεν τετελεσμένον ἦεν·
Καθόλου! τι είναι αλήθεια ανίκητα τα χέρια μου κι η ορμή μου,
κι όλοι οι θεοί που ζουν στον Όλυμπο δε με καταπονούνε.
Κρύος ιδρώτας πριν περέχυσε τα λιόκαλα κορμιά σας,
προτού αντικρίστε καν τον πόλεμο και τις φριχτές δουλειές του.
Ακούστε τώρα και το λόγο μου, που θα 'χε γίνει κιόλα:
Θα σας χτυπούσε αστραποπέλεκο, και πίσω με τ᾿ αμάξι
δε θα γυρνούσατε στον Όλυμπο, στ᾿ αθάνατα λημέρια.»
Αυτά είπε, κι η Αθηνά μουρμούρισε κλεφτάτα με την Ήρα᾿
κοντά κοντά κάθονταν κι έκλωθαν κακά στους Τρώες κι οι δυο τους.
Αμίλητη η Αθηνά εκρατήθηκε και σώπαινε, κι ας τα 'χε
455 οὐκ ἂν ἐφ᾽ ὑμετέρων ὀχέων πληγέντε κεραυνῷ
ἂψ ἐς Ὄλυμπον ἵκεσθον, ἵν᾽ ἀθανάτων ἕδος ἐστίν.
ὣς ἔφαθ᾽, αἳ δ᾽ ἐπέμυξαν Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη·
πλησίαι αἵ γ᾽ ἥσθην, κακὰ δὲ Τρώεσσι μεδέσθην.
ἤτοι Ἀθηναίη ἀκέων ἦν οὐδέ τι εἶπε
460 σκυζομένη Διὶ πατρί, χόλος δέ μιν ἄγριος ᾕρει·
Ἥρῃ δ᾽ οὐκ ἔχαδε στῆθος χόλον, ἀλλὰ προσηύδα·
αἰνότατε Κρονίδη ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες.
εὖ νυ καὶ ἡμεῖς ἴδμεν ὅ τοι σθένος οὐκ ἀλαπαδνόν·
ἀλλ᾽ ἔμπης Δαναῶν ὀλοφυρόμεθ᾽ αἰχμητάων,
με τον πατέρα Δία, κι ας ένιωθε βαρύ θυμό στα φρένα.
Της Ήρας όμως εξεχείλισεν η οργή στο στήθος κι είπε:
«Υγιέ του Κρόνου τρομερότατε, τι λόγια αυτά που κρένεις;
Όλοι το ξέρουμε, ακατάλυτη πως είναι η δύναμη σου᾿
μα κι έτσι εμείς για τους πολέμαρχους θρηνούμε τώρα Αργίτες,
που 'ναι γραφτό τους να 'βρουν θάνατο κακό και να χαθούνε.
Ως το προστάζεις, απ᾿ τον πόλεμο τραβούμε τώρα χέρι᾿
μ᾿ άσε βουλή σωστή να βάλουμε στων Αχαιών τα στήθη,
να μη χαθούν δω πέρα σύψυχοι, μια κι έτσι τους οχτρεύτης.»
Και τότε ο Δίας της αποκρίθηκεν ο νεφελοστοιβάχτης:
465 οἵ κεν δὴ κακὸν οἶτον ἀναπλήσαντες ὄλωνται.
ἀλλ᾽ ἤτοι πολέμου μὲν ἀφεξόμεθ᾽, εἰ σὺ κελεύεις·
βουλὴν δ᾽ Ἀργείοις ὑποθησόμεθ᾽ ἥ τις ὀνήσει,
ὡς μὴ πάντες ὄλωνται ὀδυσσαμένοιο τεοῖο.
τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
470 ἠοῦς δὴ καὶ μᾶλλον ὑπερμενέα Κρονίωνα
ὄψεαι, αἴ κ᾽ ἐθέλῃσθα, βοῶπις πότνια Ἥρη
ὀλλύντ᾽ Ἀργείων πουλὺν στρατὸν αἰχμητάων·
οὐ γὰρ πρὶν πολέμου ἀποπαύσεται ὄβριμος Ἕκτωρ
πρὶν ὄρθαι παρὰ ναῦφι ποδώκεα Πηλεΐωνα,
«Αύριο πουρνό τον τρανοδύναμο του Κρόνου υγιό, σα θέλεις,
με πιο μεγάλη ακόμα μάνητα θα ιδείς, βοϊδομάτη Ήρα,
πλήθος αρίφνητο απ᾿ το Αργίτικο το ασκέρι ν᾿ αφανίζεί'
τι ο γαύρος Έχτορας τον πόλεμο δεν είναι να σκολάσει,
πριν ο Αχιλλέας ο γοργοπόδαρος σκωθεί από τα καράβια,
τη μέρα εκείνη που στις πρύμνες τους τ᾿ ασκέρια στριμωγμένα
θα στήσουν πόλεμο στου Πάτροκλου τρογύρα το κουφάρι.
Έτσι απ᾿ τη Μοίρα ετούτα γράφτηκαν, κι εγώ την όργητά σου
καθόλου δεν ψηφώ, στην τελείωση της γης και του πελάγου
κι αν πορευτείς ακόμα, φτάνοντας κει που κάθονται ο Κρόνος
475 ἤματι τῷ ὅτ᾽ ἂν οἳ μὲν ἐπὶ πρύμνῃσι μάχωνται
στείνει ἐν αἰνοτάτῳ περὶ Πατρόκλοιο θανόντος·
ὣς γὰρ θέσφατόν ἐστι· σέθεν δ᾽ ἐγὼ οὐκ ἀλεγίζω
χωομένης, οὐδ᾽ εἴ κε τὰ νείατα πείραθ᾽ ἵκηαι
γαίης καὶ πόντοιο, ἵν᾽ Ἰάπετός τε Κρόνος τε
480 ἥμενοι οὔτ᾽ αὐγῇς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
τέρποντ᾽ οὔτ᾽ ἀνέμοισι, βαθὺς δέ τε Τάρταρος ἀμφίς·
οὐδ᾽ ἢν ἔνθ᾽ ἀφίκηαι ἀλωμένη, οὔ σευ ἔγωγε
σκυζομένης ἀλέγω, ἐπεὶ οὐ σέο κύντερον ἄλλο.
ὣς φάτο, τὸν δ᾽ οὔ τι προσέφη λευκώλενος Ἥρη.
κι ο Ιαπετός, χωρίς να χαίρουνται του ήλιου το φως καθόλου
και τους αγέρηδες, τι ο Τάρταρος βαθύς τους περιζώνει'
μηδέ κι εκεί αν βρεθείς γυρίζοντας τον κόσμο, το θυμό σου
λογιάζω᾿ τι άλλο δεν έγνώρισα πιο αδιάντροπο από σένα.»
Είπε, μα δεν του απηλογήθηκεν η κρουσταλλόχερη Ήρα.
Στον Ωκεανό σε λίγο ολόχρυσο του ήλιου το φως βυθίζει,
στην πλούσια γης απάνω σέρνοντας τη μαύρη νύχτα, κι ήταν
καημός στους Τρώες το ηλιοβασίλεμα, για τους Αργίτες όμως
η νύχτα η σκοτεινή που πλάκωνε χαρά και τρισχαρά τους.
Κι ο τρανός Έχτορας σε σύναξη τους Τρώες μαζώνει τότε,
485 ἐν δ᾽ ἔπεσ᾽ Ὠκεανῷ λαμπρὸν φάος ἠελίοιο
ἕλκον νύκτα μέλαιναν ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν.
Τρωσὶν μέν ῥ᾽ ἀέκουσιν ἔδυ φάος, αὐτὰρ Ἀχαιοῖς
ἀσπασίη τρίλλιστος ἐπήλυθε νὺξ ἐρεβεννή.
Τρώων αὖτ᾽ ἀγορὴν ποιήσατο φαίδιμος Ἕκτωρ
490 νόσφι νεῶν ἀγαγὼν ποταμῷ ἔπι δινήεντι,
ἐν καθαρῷ ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος.
ἐξ ἵππων δ᾽ ἀποβάντες ἐπὶ χθόνα μῦθον ἄκουον
τόν ῥ᾽ Ἕκτωρ ἀγόρευε Διῒ φίλος· ἐν δ᾽ ἄρα χειρὶ
ἔγχος ἔχ᾽ ἑνδεκάπηχυ· πάροιθε δὲ λάμπετο δουρὸς
στον ποταμό το βαθιοστρόβιλο, μακριά από τα καράβια,
σε ξάγναντο, που δεν το σκέπαζαν κουφάρια σκοτωμένων.
Κι από τ᾿ αμάξια τους κατέβηκαν στη γη, για να γρικήσουν
τον ακριβό του Δία, τον Έχτορα· κι αυτός κοντάρι εκράτα
στο χέρι του σφιχτά εντεκάπηχο, που γυάλιζε ο χαλός του
χαλκένιος, και χρυσό τον έζωνε τρογύρα δαχτυλίδι.
Πάνω σ᾿ αυτό ακουμπώντας άρχισε μέσα στους Τρώες να λέει:
« Ακούστε, Τρώες εσείς και Δάρδανοι κι οι σύμμαχοι μας όλοι᾿
έλεγα τώρα πως θ᾿ αφάνιζα και πλοία μαζί κι Αργίτες,
προτού στην Τροία την ανεμόδαρτη ξανά βρεθούμε πίσω.
495 αἰχμὴ χαλκείη, περὶ δὲ χρύσεος θέε πόρκης,
τῷ ὅ γ᾽ ἐρεισάμενος ἔπεα Τρώεσσι μετηύδα·
κέκλυτέ μευ Τρῶες καὶ Δάρδανοι ἠδ᾽ ἐπίκουροι·
νῦν ἐφάμην νῆάς τ᾽ ὀλέσας καὶ πάντας Ἀχαιοὺς
ἂψ ἀπονοστήσειν προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν·
500 ἀλλὰ πρὶν κνέφας ἦλθε, τὸ νῦν ἐσάωσε μάλιστα
Ἀργείους καὶ νῆας ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης.
ἀλλ᾽ ἤτοι νῦν μὲν πειθώμεθα νυκτὶ μελαίνῃ
δόρπά τ᾽ ἐφοπλισόμεσθα· ἀτὰρ καλλίτριχας ἵππους
λύσαθ᾽ ὑπὲξ ὀχέων, παρὰ δέ σφισι βάλλετ᾽ ἐδωδήν·
Μα το σκοτάδι μας επρόλαβε, κι αυτό 'ναι τους Αργίτες
και τα καράβια τους που γλίτωσε κοντά στο γυρογιάλι.
Πλάκωσε η μαύρη νύχτα᾿ η χάρη της ας γένει᾿ ελάτε τώρα
το δείπνο να γνοιαστούμε γρήγορα, και λύστε από τ᾿ αμάξια
τ᾿ αλόγατά σας τα καλότριχα, και βάλτε τους να φανέ᾿
και φέρτε βόδια εδώ και πρόβατα παχιά απ᾿ το κάστρο μέσα
αμέσως τώρα, και μελόγλυκο κρασί να 'ρθεί γνοιαστείτε,
κι ακόμα και ψωμί απ᾿ τα σπίτια σας· σωρό μαζεύτε ξύλα,
κι ολονυχτίς, την πουρνογέννητην Αυγή ως να ιδούμε, ας καίμε
φωτιές πολλές ολούθε, η λάμψη τους στον ουρανό να φτάνει.
505 ἐκ πόλιος δ᾽ ἄξεσθε βόας καὶ ἴφια μῆλα
καρπαλίμως, οἶνον δὲ μελίφρονα οἰνίζεσθε
σῖτόν τ᾽ ἐκ μεγάρων, ἐπὶ δὲ ξύλα πολλὰ λέγεσθε,
ὥς κεν παννύχιοι μέσφ᾽ ἠοῦς ἠριγενείης
καίωμεν πυρὰ πολλά, σέλας δ᾽ εἰς οὐρανὸν ἵκῃ,
510 μή πως καὶ διὰ νύκτα κάρη κομόωντες Ἀχαιοὶ
φεύγειν ὁρμήσωνται ἐπ᾽ εὐρέα νῶτα θαλάσσης.
μὴ μὰν ἀσπουδί γε νεῶν ἐπιβαῖεν ἕκηλοι,
ἀλλ᾽ ὥς τις τούτων γε βέλος καὶ οἴκοθι πέσσῃ
βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ ὀξυόεντι
Μήπως οι Αργίτες οι μακρόμαλλοι λογιάσουν μες στη νύχτα
να φύγουν από δω, στης θάλασσας την πλατιά ράχη απάνω.
Όχι, δε θέλω δίχως πόλεμο ν᾿ ανέβουν στα καράβια,
μόνο γυρνώντας ο καθένας τους να 'χει πληγή να γιάνει,
από σαγίτα ή καλοακόνιστο κοντάρι λαβωμένος,
την ώρα στο καράβι που 'μπαίνε, για να φοβούνται κι άλλοι
στους Τρώες τους αλογάδες πόλεμο πολύδακρο ν᾿ ασκώνουν.
Κι ας διαλαλήσουν θεοφίλητοι σε όλο το κάστρο κράχτες,
τα νέα τ᾿ αγόρια με τους γέροντες τους ψαρομελιγγάτους
γύρω στου κάστρου τους θεόχτιστους να μαζωχτούνε πύργους'
515 νηὸς ἐπιθρῴσκων, ἵνα τις στυγέῃσι καὶ ἄλλος
Τρωσὶν ἐφ᾽ ἱπποδάμοισι φέρειν πολύδακρυν Ἄρηα.
κήρυκες δ᾽ ἀνὰ ἄστυ Διῒ φίλοι ἀγγελλόντων
παῖδας πρωθήβας πολιοκροτάφους τε γέροντας
λέξασθαι περὶ ἄστυ θεοδμήτων ἐπὶ πύργων·
520 θηλύτεραι δὲ γυναῖκες ἐνὶ μεγάροισιν ἑκάστη
πῦρ μέγα καιόντων· φυλακὴ δέ τις ἔμπεδος ἔστω
μὴ λόχος εἰσέλθῃσι πόλιν λαῶν ἀπεόντων.
ὧδ᾽ ἔστω Τρῶες μεγαλήτορες ὡς ἀγορεύω·
μῦθος δ᾽ ὃς μὲν νῦν ὑγιὴς εἰρημένος ἔστω,
και κάθε μια από τις γυναίκες μας τρανή φωτιά ν᾿ ανάψει
μέσα στο σπίτι της᾿ κι ας βάλουμε δικούς μας να φυλάνε,
κρυφά μην μπουν οχτροί στο κάστρο μας, όσο ο στρατός μας λείπει.
Έτσι να γίνουν, Τρώες αντρόκαρδοι, καθώς ορίζω τώρα.
Ειπώθη ο λόγος που συνταίριαζε στις ώρες που περνούμε᾿
τ᾿ άλλα στους Τρώες τους αλογάρηδες θα πω ταχιά σα φέξει.
Θαρρώ—κι ο Δίας με τους αθάνατους τους άλλους ας μ᾿ ακούσουν—
πώς τα σκυλιά από δω θα διώξουμε τα λαμιοσκοτωμένα,
που οι μαύρες Λάμιες να τους σκότωναν στα μαύρα τους καράβια!
Τη νύχτα τώρα αυτή ας κοιτάξουμε να καλοφυλαχτούμε,
525 τὸν δ᾽ ἠοῦς Τρώεσσι μεθ᾽ ἱπποδάμοις ἀγορεύσω.
ἔλπομαι εὐχόμενος Διί τ᾽ ἄλλοισίν τε θεοῖσιν
ἐξελάαν ἐνθένδε κύνας κηρεσσιφορήτους,
οὓς κῆρες φορέουσι μελαινάων ἐπὶ νηῶν.
ἀλλ᾽ ἤτοι ἐπὶ νυκτὶ φυλάξομεν ἡμέας αὐτούς,
530 πρῶϊ δ᾽ ὑπηοῖοι σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες
νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ἐγείρομεν ὀξὺν Ἄρηα.
εἴσομαι εἴ κέ μ᾽ ὁ Τυδεΐδης κρατερὸς Διομήδης
πὰρ νηῶν πρὸς τεῖχος ἀπώσεται, ἤ κεν ἐγὼ τὸν
χαλκῷ δῃώσας ἔναρα βροτόεντα φέρωμαι.
και το πουρνό, τα ξημερώματα, συνάρματοι θα πάμε
τον άγριον Άρη να σηκώσουμε μπρος στα βαθιά καράβια.
Τότε θα μάθουμε αν ο αντρόκαρδος γιος του Τυδέα Διομήδης
θα διώξει πίσω εμένα απ᾿ τ᾿ άρμενα στο κάστρο, για εγώ πάλε
σκοτώνοντας τον αιματόβαφα θα κουβαλήσω κούρσα.
Αύριο θα δείξει το κουράγιο του κι αν θα μπορέσει ατός του
να κρατηθεί μπρος στο κοντάρι μου᾿ μ᾿ από τους πρώτους λέω
θα πέσει λαβωμένος με άμετρους τρογύρα του συντρόφους,
αύριο ταχιά στου ήλιου το χάραμα. Να 'ταν εγώ να ζούσα
για πάντα αθάνατος κι αγέραστος, να με τιμούν κι εμένα
535 αὔριον ἣν ἀρετὴν διαείσεται, εἴ κ᾽ ἐμὸν ἔγχος
μείνῃ ἐπερχόμενον· ἀλλ᾽ ἐν πρώτοισιν ὀΐω
κείσεται οὐτηθείς, πολέες δ᾽ ἀμφ᾽ αὐτὸν ἑταῖροι
ἠελίου ἀνιόντος ἐς αὔριον· εἰ γὰρ ἐγὼν ὣς
εἴην ἀθάνατος καὶ ἀγήρως ἤματα πάντα,
540 τιοίμην δ᾽ ὡς τίετ᾽ Ἀθηναίη καὶ Ἀπόλλων,
ὡς νῦν ἡμέρη ἥδε κακὸν φέρει Ἀργείοισιν.
ὣς Ἕκτωρ ἀγόρευ᾽, ἐπὶ δὲ Τρῶες κελάδησαν.
οἳ δ᾽ ἵππους μὲν λῦσαν ὑπὸ ζυγοῦ ἱδρώοντας,
δῆσαν δ᾽ ἱμάντεσσι παρ᾽ ἅρμασιν οἷσιν ἕκαστος·
ως την Παλλάδα ή τον Απόλλωνα τιμούν, όσο 'ναι αλήθεια
η μέρα αυτή κακά περίτρανα πως φέρνει στους Αργίτες.»
Αυτά είπε ο Έχτορας, και χούγιαξαν γρικώντας τον οι Τρώες·
και τα ιδρωμένα επήραν κι έλυσαν απ᾿ το ζυγό άλογά τους,
και με λουριά ο καθένας τα᾿ δεσε στο αμάξι του αποδίπλα.
Και φέραν βόδια εκεί και πρόβατα παχιά απ᾿ το κάστρο μέσα
πάνω στην ώρα, και μελόγλυκο κρασί να 'ρθεί γνοιάστηκαν,
κι ακόμα και ψωμί απ᾿ τα σπίτια τους, και μάζεψαν και ξύλα'
και σφάζαν πλήθος στους αθάνατους σφαχτά χωρίς ψεγάδι.
Κι οι άνεμοι από τον κάμπο ανέβαζαν τη νόστιμη την κνίσα
545 ἐκ πόλιος δ᾽ ἄξοντο βόας καὶ ἴφια μῆλα
καρπαλίμως, οἶνον δὲ μελίφρονα οἰνίζοντο,
σῖτόν τ᾽ ἐκ μεγάρων, ἐπὶ δὲ ξύλα πολλὰ λέγοντο.
549 κνίσην δ᾽ ἐκ πεδίου ἄνεμοι φέρον οὐρανὸν εἴσω. ψηλά στα ουράνια, μα οι τρισεύτυχοι θεοί δεν την γευόνταν,
κι ουδέ τη δέχουνταν, τι ολόκαρδα την άγια Τροία μισούσαν,
το ίδιο τον Πρίαμο τον πολέμαρχο και το λαό του ακέριο.
Όμως αυτοί, γεμάτοι ξέπαρση, στα διάβατα της μάχης
ολονυχτίς κάθονταν, κι άναβαν φωτιές πολλές κοντά τους.
Πως στο λαμπρό φεγγάρι ολόγυρα, ψηλά στα ουράνια, τ᾿ άστρα
στράφτουν ολόφωτα, κι απάνεμος κρατιέται ολούθε ο αιθέρας,
καί γύρα οι βίγλες όλες φαίνουνται, τ᾿ ακρόκορφα, οι λαγκάδες,
κι από τα ουράνια κάτω απέραντος ανοίγει ξάφνου ο αιθέρας,
κι ως όλα βγαίνουν τ᾿ άστρα, ευφράθηκε βαθιά ο βοσκός στα φρένα'
553 οἳ δὲ μέγα φρονέοντες ἐπὶ πτολέμοιο γεφύρας
εἴατο παννύχιοι, πυρὰ δέ σφισι καίετο πολλά.
555 ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἐν οὐρανῷ ἄστρα φαεινὴν ἀμφὶ σελήνην
φαίνετ᾽ ἀριπρεπέα, ὅτε τ᾽ ἔπλετο νήνεμος αἰθήρ·
ἔκ τ᾽ ἔφανεν πᾶσαι σκοπιαὶ καὶ πρώονες ἄκροι
καὶ νάπαι· οὐρανόθεν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπερράγη ἄσπετος αἰθήρ,
πάντα δὲ εἴδεται ἄστρα, γέγηθε δέ τε φρένα ποιμήν·
560 τόσσα μεσηγὺ νεῶν ἠδὲ Ξάνθοιο ῥοάων
Τρώων καιόντων πυρὰ φαίνετο Ἰλιόθι πρό.
χίλι᾽ ἄρ᾽ ἐν πεδίῳ πυρὰ καίετο, πὰρ δὲ ἑκάστῳ
εἴατο πεντήκοντα σέλᾳ πυρὸς αἰθομένοιο.
ἵπποι δὲ κρῖ λευκὸν ἐρεπτόμενοι καὶ ὀλύρας
τόσες φωτιές οι Τρώες φεγγοβολές στο κάστρο ομπρός άναβαν,
αναμεσός στα πλοία τ᾿ Αργίτικα και στα νερά του Ξάνθου.
Χίλιες φωτιές στον κάμπο εκόρωναν, κι ολόγυρα στη λάμψη
της κάθε μιας φωτιάς που εφούντωνε πενήντα Τρώες κάθονταν.
Καί πλάι στ᾿ αμάξια εστέκαν τ᾿ άλογα κι άσπρο κριθάρι ετρώγαν
και βίκο, πότε η Αυγή η χρυσόθρονη θα φτάσει καρτερώντας.
565 ἑσταότες παρ᾽ ὄχεσφιν ἐΰθρονον Ἠῶ μίμνον.