ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ -Ε-


-Ε- ἔνθ᾿ αὖ Τυδεί̈δῃ Διομήδεϊ Παλλὰς Ἀθήνη
δῶκε μένος καὶ θάρσος, ἵν᾿ ἔκδηλος μετὰ πᾶσιν
Ἀργείοισι γένοιτο ἰδὲ κλέος ἐσθλὸν ἄροιτο:
δαῖέ οἱ ἐκ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος ἀκάματον πῦρ
Τότε η Αθηνά στον πολεμόχαρο Διομήδη, του Τυδέα
το γιο, καρδιά και δύναμη έδωκε, μες στους Αργίτες όλους
να ξεχωρίσει και περίλαμπρο να γίνει τ᾿ όνομά του.
Κι άναβε αδάμαστη απ᾿ το κράνος του φωτιά κι απ᾿ το σκουτάρι,
ίδια με τ᾿ άστρο του χινόπωρου, λουσμένο από το ρέμα
του Ωκεανού ως προβάλλει, ανάφεγγη φωτοβολή σκορπώντας.
Τέτοια η θεά απ᾿ τους ώμους του άναβε κι απ᾿ το κεφάλι φλόγα,
κι εκεί στη μέση, στο συντάραχο τον σπρώχνει του πολέμου.
Κάποιος εζούσε πλούσιος κι άψεγος μέσα στους Τρώες, ο Δάρης,
5 ἀστέρ᾿ ὀπωρινῷ ἐναλίγκιον, ὅς τε μάλιστα
λαμπρὸν παμφαίνῃσι λελουμένος ὠκεανοῖο:
τοῖόν οἱ πῦρ δαῖεν ἀπὸ κρατός τε καὶ ὤμων,
ὦρσε δέ μιν κατὰ μέσσον ὅθι πλεῖστοι κλονέοντο.
ἦν δέ τις ἐν Τρώεσσι Δάρης ἀφνειὸς ἀμύμων
10 ἱρεὺς Ἡφαίστοιο: δύω δέ οἱ υἱέες ἤστην
Φηγεὺς Ἰδαῖός τε μάχης εὖ εἰδότε πάσης.
τώ οἱ ἀποκρινθέντε ἐναντίω ὁρμηθήτην:
τὼ μὲν ἀφ᾿ ἵπποιιν, ὃ δ᾿ ἀπὸ χθονὸς ὄρνυτο πεζός.
οἳ δ᾿ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾿ ἀλλήλοισιν ἰόντες
του Ηφαίστου λειτουργός, κι αξιώθηκε δυο να 'χει, το Φηγέα
και τον Ιδαίο, παιδιά, που κάτεχαν πάσα πολέμου τέχνη.
Τούτοι απ᾿ τους άλλους τώρα ξέκοψαν κι απάνω του ρίχτηκαν,
στο αμάξι αυτοί, μα εκείνος χύθηκε πεζός, άπα στο χώμα.
Κι όπως τρεχάτοι κοντοζύγωσαν χιμώντας ο ένας του άλλου,
το μακρογίσκιωτο κοντάρι του ρίχνει ο Φηγέας πιο πρώτα'
μ᾿ απ᾿ του Διομήδη απάνω επέρασε το ζερβόν ώμο η μύτη
του κονταριού και δεν τον πέτυχε᾿ μετά και κείνος ρίχνει,
και το κοντάρι από το χέρι του δεν έφυγε του κάκου'
στο στήθος τον χτυπάει μεσόβυζα κι απ᾿ τ᾿ άτια τον γκρεμίζει.
15 Φηγεύς ῥα πρότερος προί̈ει δολιχόσκιον ἔγχος:
Τυδεί̈δεω δ᾿ ὑπὲρ ὦμον ἀριστερὸν ἤλυθ᾿ ἀκωκὴ
ἔγχεος, οὐδ᾿ ἔβαλ᾿ αὐτόν: ὃ δ᾿ ὕστερος ὄρνυτο χαλκῷ
Τυδεί̈δης: τοῦ δ᾿ οὐχ ἅλιον βέλος ἔκφυγε χειρός,
ἀλλ᾿ ἔβαλε στῆθος μεταμάζιον, ὦσε δ᾿ ἀφ᾿ ἵππων.
20 Ἰδαῖος δ᾿ ἀπόρουσε λιπὼν περικαλλέα δίφρον,
οὐδ᾿ ἔτλη περιβῆναι ἀδελφειοῦ κταμένοιο:
οὐδὲ γὰρ οὐδέ κεν αὐτὸς ὑπέκφυγε κῆρα μέλαιναν,
ἀλλ᾿ Ἥφαιστος ἔρυτο, σάωσε δὲ νυκτὶ καλύψας,
ὡς δή οἱ μὴ πάγχυ γέρων ἀκαχήμενος εἴη.
Ευτύς ο Ιδαίος το αμάξι τ᾿ όμορφο, πηδώντας κάτω, αφήνει,
κι ουδέ τον αδερφό του εβάσταξε νεκρό να διαφεντέψει.
Κι ούτε κι αυτός μαθές θα ξέφευγε τη μαύρη Μοίρα τότε,
αν δεν τον γλίτωνεν ο Ήφαιστος με νύχτα σκέποντας τον,
καημός μην πέσει αλήθεια αβάσταχτος στο γέρο τους πατέρα.
Και τότε τ᾿ άλογα ο τρανόψυχος γιος του Τυδέα ξεκόβει
κι αφήνει να τα παν οι σύντροφοι στα βαθουλά καράβια.
Κι οι Τρώες ευτύς οι λιονταρόκαρδοι τους γιους του Δάρη ως είδαν
τον έναν που 'φευγε, στο αμάξι του τον άλλο πλάι πεσμένο,
τρόμαξαν όλοι. Κι η γλαυκόματη τότε Αθηνά απ᾿ το χέρι
25 ἵππους δ᾿ ἐξελάσας μεγαθύμου Τυδέος υἱὸς
δῶκεν ἑταίροισιν κατάγειν κοίλας ἐπὶ νῆας.
Τρῶες δὲ μεγάθυμοι ἐπεὶ ἴδον υἷε Δάρητος
τὸν μὲν ἀλευάμενον, τὸν δὲ κτάμενον παρ᾿ ὄχεσφι,
πᾶσιν ὀρίνθη θυμός: ἀτὰρ γλαυκῶπις Ἀθήνη
30 χειρὸς ἑλοῦσ᾿ ἐπέεσσι προσηύδα θοῦρον Ἄρηα:
Ἆρες Ἄρες βροτολοιγὲ μιαιφόνε τειχεσιπλῆτα
οὐκ ἂν δὴ Τρῶας μὲν ἐάσαιμεν καὶ Ἀχαιοὺς
μάρνασθ᾿, ὁπποτέροισι πατὴρ Ζεὺς κῦδος ὀρέξῃ,
νῶϊ δὲ χαζώμεσθα, Διὸς δ᾿ ἀλεώμεθα μῆνιν;
τον Άρη πιάνει τον πολέμαρχο κι έτσι μιλώντας είπε:
« Άρη φονιά κι αιματοστάλαχτε και καστροκαταλύτη,
τώρα ν᾿ αφήσουμε—τι θα 'λεγες;—οι Τρώες κι οι Αργίτες μόνοι
να χτυπηθούν εδώ, και σ᾿ όποιον τους χαρίσει ο Δίας τη νίκη·
κι εμείς να φύγουμε, του κύρη μας η οργή μη μας πλακώσει.»
Έτσι είπε, κι άπ᾿ τη μάχη ετράβηξε τον αντρειωμένον Άρη
και τον καθίζει απά στου Σκάμαντρου τον καλαμόφυτο όχτο'
κι ευτύς τους Τρώες οι Αργίτες τσάκισαν᾿ κάθε αρχηγός τους έναν
χαλάει, και πρώτος ο Αγαμέμνονας χιμώντας τον ίδιο
έξω απ᾿ τ᾿ αμάξι του, τον κύβερνο των Αλιζώνων, ρίχνει'
35 ὣς εἰποῦσα μάχης ἐξήγαγε θοῦρον Ἄρηα:
τὸν μὲν ἔπειτα καθεῖσεν ἐπ᾿ ἠϊόεντι Σκαμάνδρῳ,
Τρῶας δ᾿ ἔκλιναν Δαναοί: ἕλε δ᾿ ἄνδρα ἕκαστος
ἡγεμόνων: πρῶτος δὲ ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων
ἀρχὸν Ἁλιζώνων Ὀδίον μέγαν ἔκβαλε δίφρου:
40 πρώτῳ γὰρ στρεφθέντι μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν
ὤμων μεσσηγύς, διὰ δὲ στήθεσφιν ἔλασσε,
δούπησεν δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε᾿ ἐπ᾿ αὐτῷ.
Ἰδομενεὺς δ᾿ ἄρα Φαῖστον ἐνήρατο Μῄονος υἱὸν
Βώρου, ὃς ἐκ Τάρνης ἐριβώλακος εἰληλούθει.
τι ως πρώτος έστριβε, στη ράχη του καρφώνει το κοντάρι
μεσοπλατίς, και κείνο διάβηκε το στήθος πέρα ως πέρα.
Βαρύς σωριάστη κι απά πάνω του βρόντηξαν τ᾿ άρματά του.
Κι ο Ιδομενέας το Φαιστό σκότωσε, το γιο του Μαίονα Βώρου,
που αλάργα από την παχιοχώματη την Τάρνη ήταν φτασμένος.
Με το μακρύ του ο πολεμόχαρος Ιδομενέας κοντάρι
στον ώμο το δεξιό τον πέτυχε, στο αμάξι του ως πηδούσε,
κι έπεσε χάμω, και στα μάτια του φριχτό σκοτάδι εχύθη.
Την ώρα τον νεκρό που οι σύντροφοι του Ιδομενέα γύμνωναν,
ο γιος του Ατρέα Μενέλαος ρίχνοντας το μυτερό κοντάρι
45 τὸν μὲν ἄρ᾿ Ἰδομενεὺς δουρικλυτὸς ἔγχεϊ μακρῷ
νύξ᾿ ἵππων ἐπιβησόμενον κατὰ δεξιὸν ὦμον:
ἤριπε δ᾿ ἐξ ὀχέων, στυγερὸς δ᾿ ἄρα μιν σκότος εἷλε.
τὸν μὲν ἄρ᾿ Ἰδομενῆος ἐσύλευον θεράποντες:
υἱὸν δὲ Στροφίοιο Σκαμάνδριον αἵμονα θήρης
50 Ἀτρεί̈δης Μενέλαος ἕλ᾿ ἔγχεϊ ὀξυόεντι
ἐσθλὸν θηρητῆρα: δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ
βάλλειν ἄγρια πάντα, τά τε τρέφει οὔρεσιν ὕλη:
ἀλλ᾿ οὔ οἱ τότε γε χραῖσμ᾿ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα,
οὐδὲ ἑκηβολίαι ᾗσιν τὸ πρίν γε κέκαστο:
τον άξιο αγριμολόγο εσκότωσε Σκαμάντριο, που του Στρόφιου
γιος ήταν, κυνηγάρης άφταστος, τι του 'χε μάθει ατή της
ή Άρτεμη κάθε αγρίμι που 'βοσκε στους λόγγους να σκοτώνει.
Η Άρτεμη ωστόσο δεν τον βόηθησεν η σαγιτεύτρα τότε,
μήτε οι καλές ριξιές του, όπου άλλοτε κρατούσε τα πρωτάτα'
τι ο γιος του Ατρέα Μενέλαος χίμιξε, τρανός κονταρομάχος,
κι ομπρός του ως έφευγε, στη ράχη του τον κρούει με το κοντάρι
μεσοπλατίς, και κείνο διάβηκε το στήθος πέρα ως πέρα.
Πίστομα πέφτει κι από πάνω του βρόντηξαν τ᾿ άρματά του.
Το Φέρεκλο, το γιο του Τέχτονα, μετά ο Μηριόνης ρίχνει,
55 ἀλλά μιν Ἀτρεί̈δης δουρικλειτὸς Μενέλαος
πρόσθεν ἕθεν φεύγοντα μετάφρενον οὔτασε δουρὶ
ὤμων μεσσηγύς, διὰ δὲ στήθεσφιν ἔλασσεν,
ἤριπε δὲ πρηνής, ἀράβησε δὲ τεύχε᾿ ἐπ᾿ αὐτῷ.
Μηριόνης δὲ Φέρεκλον ἐνήρατο, τέκτονος υἱὸν
60 Ἁρμονίδεω, ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα
τεύχειν: ἔξοχα γάρ μιν ἐφίλατο Παλλὰς Ἀθήνη:
ὃς καὶ Ἀλεξάνδρῳ τεκτήνατο νῆας ἐί̈σας
ἀρχεκάκους, αἳ πᾶσι κακὸν Τρώεσσι γένοντο
οἷ τ᾿ αὐτῷ, ἐπεὶ οὔ τι θεῶν ἐκ θέσφατα ᾔδη.
το αγγόνι του Άρμονα, που δούλευε με μαστοριά το ξύλο,
κάθε λογής, κι αγάπη ξέχωρη του 'χε η Αθηνά Παλλάδα.
Αυτός του Αλέξαντρου τα ισόβαρα καράβια είχε φτιασμένα,
αρχή της συφορας, που εστάθηκαν στους Τρώες κακό, κι ακόμα
στον ίδιο εκείνον, τι δεν κάτεχε τα θεία τα μαντολόγια.
Ως ο Μηριόνης κυνηγώντας τον ήρθε κοντά, τον βρήκε
πα στο δεξιό γλουτό, και πρόβαλε του κονταριού του η μύτη
πέρα μεριά, κάτω απ᾿ το κόκαλο, στης φούσκας πλάι τα μέρη.
Στα γόνα βόγγοντας σωριάζεται και τον σκεπάζει ο χάρος.
Κι ο Μέγης τον υγιό του Αντήνορα, τον Πήδαιο, θανατώνει,
65 τὸν μὲν Μηριόνης ὅτε δὴ κατέμαρπτε διώκων
βεβλήκει γλουτὸν κατὰ δεξιόν: ἣ δὲ διαπρὸ
ἀντικρὺ κατὰ κύστιν ὑπ᾿ ὀστέον ἤλυθ᾿ ἀκωκή:
γνὺξ δ᾿ ἔριπ᾿ οἰμώξας, θάνατος δέ μιν ἀμφεκάλυψε.
Πήδαιον δ᾿ ἄρ᾿ ἔπεφνε Μέγης Ἀντήνορος υἱὸν
70 ὅς ῥα νόθος μὲν ἔην, πύκα δ᾿ ἔτρεφε δῖα Θεανὼ
ἶσα φίλοισι τέκεσσι χαριζομένη πόσεϊ ᾧ.
τὸν μὲν Φυλεί̈δης δουρὶ κλυτὸς ἐγγύθεν ἐλθὼν
βεβλήκει κεφαλῆς κατὰ ἰνίον ὀξέϊ δουρί:
ἀντικρὺ δ᾿ ἀν᾿ ὀδόντας ὑπὸ γλῶσσαν τάμε χαλκός:
που 'χε η Θεανώ αναστήσει η αρχόντισσα, κι ας ήταν κλεφτογέννα,
με τ᾿ άλλα της παιδιά αξεχώριστα, του αντρός της για χατίρι.
Τώρα τον είχε ο κονταρόχαρος γιος του Φυλέα σιμώσει,
και πίσω στο κεφάλι του 'ριξε, στο σβέρκο, και περνώντας
μέσα απ᾿ τα δόντια το κοντάρι του βαθιά τη γλώσσα κόβει.
Στη γη σωριάστη, και τα δόντια του τον κρύο χαλκό δάγκωσαν.
Κι ο Ευρύπυλος, ο γιος του Ευαίμονα, το γιο του ψυχωμένου
του Δολοπίωνα, που τον δόξαζαν ίδια θεό, τι ιερέας
του Σκάμαντρου ήταν, τον Υψήνορα τον αρχοντοθρεμμένο,
τούτον ο Ευρύπυλος, του Ευαίμονα το αρχοντικό βλαστάρι,
75 ἤριπε δ᾿ ἐν κονίῃ, ψυχρὸν δ᾿ ἕλε χαλκὸν ὀδοῦσιν.
Εὐρύπυλος δ᾿ Εὐαιμονίδης Ὑψήνορα δῖον
υἱὸν ὑπερθύμου Δολοπίονος, ὅς ῥα Σκαμάνδρου
ἀρητὴρ ἐτέτυκτο, θεὸς δ᾿ ὣς τίετο δήμῳ,
τὸν μὲν ἄρ᾿ Εὐρύπυλος, Εὐαίμονος ἀγλαὸς υἱός,
80 πρόσθεν ἕθεν φεύγοντα μεταδρομάδην ἔλασ᾿ ὦμον
φασγάνῳ ἀί̈ξας, ἀπὸ δ᾿ ἔξεσε χεῖρα βαρεῖαν:
αἱματόεσσα δὲ χεὶρ πεδίῳ πέσε: τὸν δὲ κατ᾿ ὄσσε
ἔλλαβε πορφύρεος θάνατος καὶ μοῖρα κραταιή.
ὣς οἳ μὲν πονέοντο κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην:
μπροστά του ως έφευγε, τον χτύπησε στον ώμο κυνηγώντας;
με το σπαθί και πέρα του 'κοψε το χέρι το βαρύ του.
Ματοκυλίστηκε το χέρι του, κι ευτύς τα δυο του μάτια
σφάλιξε η Μοίρα η τρανοδύναμη κι ο σκοτεινός ο Χάρος.
Έτσι πάλευαν τούτοι ανέσπλαχνα στη μάχη μέσα τότε.
Μα του Τυδέα το γιο δε θα 'ξερες να πεις το που βρισκόταν,
μέσα στους Τρώες αν στριφογύριζε για στους Αργίτες τάχα'
τι αλήθεια εχύνουνταν σαν ξέχειλο ποτάμι μες στον κάμπο,
που σπάει τους όχτους πλημμυρίζοντας, νερό σαν κατεβάσει,
κι ουδέ τον κόβουν τ᾿ αναχώματα, κι ας είναι αρμοδεμένα,
85 Τυδεί̈δην δ᾿ οὐκ ἂν γνοίης ποτέροισι μετείη
ἠὲ μετὰ Τρώεσσιν ὁμιλέοι ἦ μετ᾿ Ἀχαιοῖς.
θῦνε γὰρ ἂμ πεδίον ποταμῷ πλήθοντι ἐοικὼς
χειμάρρῳ, ὅς τ᾿ ὦκα ῥέων ἐκέδασσε γεφύρας:
τὸν δ᾿ οὔτ᾿ ἄρ τε γέφυραι ἐεργμέναι ἰσχανόωσιν,
90 οὔτ᾿ ἄρα ἕρκεα ἴσχει ἀλωάων ἐριθηλέων
ἐλθόντ᾿ ἐξαπίνης ὅτ᾿ ἐπιβρίσῃ Διὸς ὄμβρος:
πολλὰ δ᾿ ὑπ᾿ αὐτοῦ ἔργα κατήριπε κάλ᾿ αἰζηῶν:
ὣς ὑπὸ Τυδεί̈δῃ πυκιναὶ κλονέοντο φάλαγγες
Τρώων, οὐδ᾿ ἄρα μιν μίμνον πολέες περ ἐόντες.
κι ουδέ οι φραγές μες στα ολοπράσινα τον σταματούν περβόλια,
ξάφνου ως χυθεί, σαν παίρνει απάνωθε και βρέχει ο Δίας πλημμύρα,
κι ίσωμα κάνει ό,τι κι αν πάλεψαν να φτιάξουν οι ξωμάχοι'
όμοια ο Διομήδης ανατάραζε των Τρωών το πλήθιο ασκέρι,
κι ομπρός του να σταθούν δε δύνουνταν, όσο πολλοί κι αν ήταν.
Κι ως του Λυκάονα ο γιος ο πέρφανος τον είδε να χιμίζει
μέσα στον κάμπο αναταράζοντας των Τρωών το ασκέρι ομπρός του,
γοργά πα στο Διομήδη ετέντωσε το στρουφιχτό δοξάρι
και τον χτυπά, ως χυνόταν, βρίσκοντας τον ώμο το δεξιό του,
στου θώρακα τη γούβα. Εχώθηκε βαθιά η πικρή σαγίτα
95 τὸν δ᾿ ὡς οὖν ἐνόησε Λυκάονος ἀγλαὸς υἱὸς
θύνοντ᾿ ἂμ πεδίον πρὸ ἕθεν κλονέοντα φάλαγγας,
αἶψ᾿ ἐπὶ Τυδεί̈δῃ ἐτιταίνετο καμπύλα τόξα,
καὶ βάλ᾿ ἐπαί̈σσοντα τυχὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον
θώρηκος γύαλον: διὰ δ᾿ ἔπτατο πικρὸς ὀϊστός,
100 ἀντικρὺ δὲ διέσχε, παλάσσετο δ᾿ αἵματι θώρηξ.
τῷ δ᾿ ἐπὶ μακρὸν ἄϋσε Λυκάονος ἀγλαὸς υἱός:
ὄρνυσθε Τρῶες μεγάθυμοι κέντορες ἵππων:
βέβληται γὰρ ἄριστος Ἀχαιῶν, οὐδέ ἕ φημι
δήθ᾿ ἀνσχήσεσθαι κρατερὸν βέλος, εἰ ἐτεόν με
κι αντίκρυ έβγηκε, και πιτσίλισε το θώρακα του μ᾿ αίμα.
Καο του Λυκάονα ο γιος ο πέρφανος σέρνει φωνή μεγάλη:
«Ομπρός οι Τρώες οι λιονταρόκαρδοι κι αλογοφτερνιστάδες!
Ο πιο αντρειωμένος εχτυπήθηκεν Αργίτης πια᾿ πολληώρα
στη δυνατή, θαρρώ, σαγίτα μου δε θα βαστάξει, ο Φοίβος
αλήθεια αν μ᾿ έσπρωχνε, σα λόγιαζα να φύγω απ᾿ τη Λυκία.»
Έτσι εκαυκήθη αυτός φωνάζοντας, μα κείνον η σαγίτα
δεν τον εδάμασε, μον᾿ γύρισε και στάθη ομπρός στο αμάξι
και στ᾿ άτια, κι έκραξε το Σθένελο, το γιο του Καπανέα:
«Ομπρός, καλέ μου, τώρα, Σθένελε. κατέβα από τ᾿ αμάξι
105 ὦρσεν ἄναξ Διὸς υἱὸς ἀπορνύμενον Λυκίηθεν.
ὣς ἔφατ᾿ εὐχόμενος: τὸν δ᾿ οὐ βέλος ὠκὺ δάμασσεν,
ἀλλ᾿ ἀναχωρήσας πρόσθ᾿ ἵπποιιν καὶ ὄχεσφιν
ἔστη, καὶ Σθένελον προσέφη Καπανήϊον υἱόν:
ὄρσο πέπον Καπανηϊάδη, καταβήσεο δίφρου,
110 ὄφρά μοι ἐξ ὤμοιο ἐρύσσῃς πικρὸν ὀϊστόν.
ὣς ἄρ᾿ ἔφη, Σθένελος δὲ καθ᾿ ἵππων ἆλτο χαμᾶζε,
πὰρ δὲ στὰς βέλος ὠκὺ διαμπερὲς ἐξέρυσ᾿ ὤμου:
αἷμα δ᾿ ἀνηκόντιζε διὰ στρεπτοῖο χιτῶνος.
δὴ τότ᾿ ἔπειτ᾿ ἠρᾶτο βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης:
και την πικρή σαγίτα ανάσυρε, στον ώμο μου που εμπήχτη.»
Έτσι είπε, κι απ᾿ το αμάξι ο Σθένελος πηδάει στο χώμα κάτω,
κι ήρθε κοντά του κι έξω ανάσυρε τη γρήγορη σαγίτα,
και μέσα απ᾿ τον πλεχτό το θώρακα τινάχτη το αίμα ως πάνω.
Τότε ο Διομήδης ο βροντόφωνος ευκή στα ουράνια ασκώνει:
«Επάκουσέ μου, κόρη αδάμαστη του Βροντοσκουταράτου,
-αν άλλοτε από αγάπη εβόηθησες τον κύρη μου στην άγρια
τη μάχη, τώρα την αγάπη σου, δείξε, Αθηνά, και μένα,
και να σκοτώσω τούτον δώσε μου, να φάει την κονταριά μου,
που πρώτος μου 'ριξε και πέτεται και λέει πως πια δεν έχω
115 κλῦθί μευ αἰγιόχοιο Διὸς τέκος Ἀτρυτώνη,
εἴ ποτέ μοι καὶ πατρὶ φίλα φρονέουσα παρέστης
δηί̈ῳ ἐν πολέμῳ, νῦν αὖτ᾿ ἐμὲ φῖλαι Ἀθήνη:
δὸς δέ τέ μ᾿ ἄνδρα ἑλεῖν καὶ ἐς ὁρμὴν ἔγχεος ἐλθεῖν
ὅς μ᾿ ἔβαλε φθάμενος καὶ ἐπεύχεται, οὐδέ μέ φησι
120 δηρὸν ἔτ᾿ ὄψεσθαι λαμπρὸν φάος ἠελίοιο.
ὣς ἔφατ᾿ εὐχόμενος: τοῦ δ᾿ ἔκλυε Παλλὰς Ἀθήνη,
γυῖα δ᾿ ἔθηκεν ἐλαφρά, πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν:
ἀγχοῦ δ᾿ ἱσταμένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
θαρσῶν νῦν Διόμηδες ἐπὶ Τρώεσσι μάχεσθαι:
ώρα πολλή το φως τ'ολόλαμπρο να χαίρομαι του γήλιου.»
Έτσι είπε, κι η Αθηνά του επάκουσε την προσευκή η Παλλάδα,
τα μέλη ανάλαφρα του τα 'κάμε, χέρια ψηλά και πόδια'
κι ως στάθη πλάι του, με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
« Εδώ κι ομπρός τους Τρώες πολέμα τους, Διομήδη, δίχως φόβο,
τι εγώ την αντριγιά του κύρη σου στα στήθη σου έχω βάλει
την άτρομη, ο άλογάρης που 'κλεινεν άγριος Τυδέας εντός του'
και την καταχνιά, πριν που σ᾿ έζωνε, σου σήκωσα απ᾿ τα μάτια,
θεός ποιος είναι και ποιος άνθρωπος καλά να ξεχωρίζεις.
Έτσι, σαν έρθει δοκιμάζοντας θεός εδώ κανένας,
125 ἐν γάρ τοι στήθεσσι μένος πατρώϊον ἧκα
ἄτρομον, οἷον ἔχεσκε σακέσπαλος ἱππότα Τυδεύς:
ἀχλὺν δ᾿ αὖ τοι ἀπ᾿ ὀφθαλμῶν ἕλον ἣ πρὶν ἐπῆεν,
ὄφρ᾿ εὖ γιγνώσκῃς ἠμὲν θεὸν ἠδὲ καὶ ἄνδρα.
τὼ νῦν αἴ κε θεὸς πειρώμενος ἐνθάδ᾿ ἵκηται
130 μή τι σύ γ᾿ ἀθανάτοισι θεοῖς ἀντικρὺ μάχεσθαι
τοῖς ἄλλοις: ἀτὰρ εἴ κε Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη
ἔλθῃσ᾿ ἐς πόλεμον, τήν γ᾿ οὐτάμεν ὀξέϊ χαλκῷ.
ἣ μὲν ἄρ᾿ ὣς εἰποῦσ᾿ ἀπέβη γλαυκῶπις Ἀθήνη,
Τυδεί̈δης δ᾿ ἐξαῦτις ἰὼν προμάχοισιν ἐμίχθη
ανάντια εσύ με τους αθάνατους θεούς να μη χτυπιέσαι
τους άλλους᾿ μόνο αν πει στον πόλεμο να 'ρθει η Αφροδίτη, η κόρη
του Δία, σ᾿ αυτή να ρίξεις άφοβα τον κοφτερό χαλκό σου.»
Είπε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, και φεύγει από κοντά του.
Τότε ο Διομήδης δίχως άργητα τους μπροστομάχους σμίγει.
Και πρώτα με τους Τρώες λαχτάριζε να χτυπηθεί στη μάχη,
μα τώρα πια τριπλή του θέριεψεν η λύσσα, σαν του λιόντα,
που ως πήδαε τη φραγή, τον λάβωσε στο ξώμερο ο τσοπάνος
γύρω στ᾿ αρνιά του τα πυκνόμαλλα, μα δεν τον σκότωσε, όχι,
μονάχα που άναψε τη λύσσα του, και τώρα πια χωσμένος
135 καὶ πρίν περ θυμῷ μεμαὼς Τρώεσσι μάχεσθαι:
δὴ τότε μιν τρὶς τόσσον ἕλεν μένος ὥς τε λέοντα
ὅν ῥά τε ποιμὴν ἀγρῷ ἐπ᾿ εἰροπόκοις ὀί̈εσσι
χραύσῃ μέν τ᾿ αὐλῆς ὑπεράλμενον οὐδὲ δαμάσσῃ:
τοῦ μέν τε σθένος ὦρσεν, ἔπειτα δέ τ᾿ οὐ προσαμύνει,
140 ἀλλὰ κατὰ σταθμοὺς δύεται, τὰ δ᾿ ἐρῆμα φοβεῖται:
αἳ μέν τ᾿ ἀγχιστῖναι ἐπ᾿ ἀλλήλῃσι κέχυνται,
αὐτὰρ ὃ ἐμμεμαὼς βαθέης ἐξάλλεται αὐλῆς:
ὣς μεμαὼς Τρώεσσι μίγη κρατερὸς Διομήδης.
ἔνθ᾿ ἕλεν Ἀστύνοον καὶ Ὑπείρονα ποιμένα λαῶν,
μες στο μαντρί δε δίνει βόηθηση, κι έρμα τ᾿ αρνιά σκορπούνε,
κι όσα σκοτώθηκαν στοιβάζουνται σωρός το 'να πα στ᾿ άλλο·
κι ο λιόντας άγριος την ορθόψηλη φραγή πηδάει καί φεύγει·
όμοια στους Τρώες λυσσώντας χίμιξε κι ο ατρόμητος Διομήδης.
Δυο αρχόντους τότε, τον Υπείρονα και τον Αστύνοο, ρίχνει,
πλάι στο βυζί τον ένα βρίσκοντας με το χαλκό κοντάρι,
τον άλλο στο κλειδί τον χτύπησε με το τρανό σπαθί του,
στον ώμο πλάι, και του τον χώρισεν από λαιμό και πλάτη.
Αφήνει αυτούς, μετά στον Άβαντα και στον Πολύιδο τρέχει,
τους γιους του ονειρομάντη γέροντα, του ξακουστού Ευρυδάμα,
145 τὸν μὲν ὑπὲρ μαζοῖο βαλὼν χαλκήρεϊ δουρί,
τὸν δ᾿ ἕτερον ξίφεϊ μεγάλῳ κληῖ̈δα παρ᾿ ὦμον
πλῆξ᾿, ἀπὸ δ᾿ αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν ἠδ᾿ ἀπὸ νώτου.
τοὺς μὲν ἔασ᾿, ὃ δ᾿ Ἄβαντα μετῴχετο καὶ Πολύειδον
υἱέας Εὐρυδάμαντος ὀνειροπόλοιο γέροντος:
150 τοῖς οὐκ ἐρχομένοις ὃ γέρων ἐκρίνατ᾿ ὀνείρους,
ἀλλά σφεας κρατερὸς Διομήδης ἐξενάριξε:
βῆ δὲ μετὰ Ξάνθόν τε Θόωνά τε Φαίνοπος υἷε
ἄμφω τηλυγέτω: ὃ δὲ τείρετο γήραϊ λυγρῷ,
υἱὸν δ᾿ οὐ τέκετ᾿ ἄλλον ἐπὶ κτεάτεσσι λιπέσθαι.
που ως έφευγαν, δεν τους ξεδιάλυνεν ο κύρης τα όνειρα τους,
μόνο ο Διομήδης ο λιοντόκαρδος τους σκότωσε εκεί πέρα.
Μετά χιμάει στους γιους του Φαίνοπα, στο θόωνα και στον Ξανθό,
που νιούτσιποι ήταν, μα τον κύρη τους τα γερατιά πλάκωναν
τα μαύρα, κι ούτε κι άλλον γέννησε, ν᾿ αφήσει κληρονόμο.
Και τώρα εκείνος τους εσκότωσε και τη γλυκιάν επήρε
ζωή απ᾿ τους δυο, και στον πατέρα τους καημούς και μαύρους θρήνους
αφήκε, ζωντανοί απ᾿ τον πόλεμο που δε γύρισαν πίσω
να τους δεχτεί, και ξένοι εβρέθηκαν να μοιραστούν το βιος του.
Εκεί δυο γιους του Πριάμου πρόφτασε του Δαρδανίδη, ως ήταν
155 ἔνθ᾿ ὅ γε τοὺς ἐνάριζε, φίλον δ᾿ ἐξαίνυτο θυμὸν
ἀμφοτέρω, πατέρι δὲ γόον καὶ κήδεα λυγρὰ
λεῖπ᾿, ἐπεὶ οὐ ζώοντε μάχης ἐκνοστήσαντε
δέξατο: χηρωσταὶ δὲ διὰ κτῆσιν δατέοντο.
ἔνθ᾿ υἷας Πριάμοιο δύω λάβε Δαρδανίδαο
160 εἰν ἑνὶ δίφρῳ ἐόντας Ἐχέμμονά τε Χρομίον τε.
ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν ἐξ αὐχένα ἄξῃ
πόρτιος ἠὲ βοὸς ξύλοχον κάτα βοσκομενάων,
ὣς τοὺς ἀμφοτέρους ἐξ ἵππων Τυδέος υἱὸς
βῆσε κακῶς ἀέκοντας, ἔπειτα δὲ τεύχε᾿ ἐσύλα:
μες σ᾿ ένα αμάξι, τον Εχέμμονα και το Χρομίο· σα λιόντας,
που σε βοδιών κοπάδι χύνεται και μιας δαμάλας σπάζει
το σβέρκο για βοδιού, στο σύλλογγο καθώς βοσκολογούνε'
όμοια κι αυτούς τους δυο- απ᾿ το αμάξι τους κατέβασε ο Διομήδης
αθέλητα τους, όλο μάνητα, κι επήρε τ᾿ άρματα τους,
και δίνει τ᾿ άλογα στους συντρόφους στα πλοία να του τα φέρουν.
Όπως τον είδε ο Αίνειος που ερήμαζε τις φάλαγγες τους γύρω,
στων κονταριών κινάει τον τάραχο και πάει, στη μάχη μέσα
ζητώντας τον Εσόθεο Πάνταρο, μπας και τον σμίξει κάπου.
Κι ως τον αντρόκαρδο, αψεγάδιαστο γιο του Λυκάονα βρήκε,
165 ἵππους δ᾿ οἷς ἑτάροισι δίδου μετὰ νῆας ἐλαύνειν.
τὸν δ᾿ ἴδεν Αἰνείας ἀλαπάζοντα στίχας ἀνδρῶν,
βῆ δ᾿ ἴμεν ἄν τε μάχην καὶ ἀνὰ κλόνον ἐγχειάων
Πάνδαρον ἀντίθεον διζήμενος εἴ που ἐφεύροι:
εὗρε Λυκάονος υἱὸν ἀμύμονά τε κρατερόν τε,
170 στῆ δὲ πρόσθ᾿ αὐτοῖο ἔπος τέ μιν ἀντίον ηὔδα:
Πάνδαρε ποῦ τοι τόξον ἰδὲ πτερόεντες ὀϊστοὶ
καὶ κλέος; ᾧ οὔ τίς τοι ἐρίζεται ἐνθάδε γ᾿ ἀνήρ,
οὐδέ τις ἐν Λυκίῃ σέο γ᾿ εὔχεται εἶναι ἀμείνων.
ἀλλ᾿ ἄγε τῷδ᾿ ἔφες ἀνδρὶ βέλος Διὶ χεῖρας ἀνασχὼν
τρέχει μεμιάς και στάθη αντίκρυ του κι έτσι μιλάει και κρένει:
« Πάνταρε, που 'ναι το δοξάρι σου κι οι φτερωτές σαγίτες
και το άκουσμα σου; Εδώ ποιος βρίσκεται να παραβγεί μαζί σου;
Και στη Λυκία ποιος τάχα πέτεται πως είναι πιο αντρειωμένος;
Ομπρός λοιπόν, στο Δία τα χέρια σου για σήκω, και σε κείνον
ρίξε, όποιος να 'ναι, τη σαγίτα σου. Βαριά χτυπάει και θράψη
κάνει στους Τρώες· πολλών κι αντρόκαρδων τα γόνατα έχει λύσει.
Εξόν θεός και να 'ν᾿, που αδιάκοπα θυμό κρατάει των Τρωών
γι᾿ ατέλεστες θυσίες, τι η μάνητα βαριά των αθανάτων.»
Και του Λυκάονα ο γιος ο ασύγκριτος του απηλογήθη κι είπε:
175 ὅς τις ὅδε κρατέει καὶ δὴ κακὰ πολλὰ ἔοργε
Τρῶας, ἐπεὶ πολλῶν τε καὶ ἐσθλῶν γούνατ᾿ ἔλυσεν:
εἰ μή τις θεός ἐστι κοτεσσάμενος Τρώεσσιν
ἱρῶν μηνίσας: χαλεπὴ δὲ θεοῦ ἔπι μῆνις.
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε Λυκάονος ἀγλαὸς υἱός:
180 Αἰνεία Τρώων βουληφόρε χαλκοχιτώνων
Τυδεί̈δῃ μιν ἔγωγε δαί̈φρονι πάντα ἐί̈σκω,
ἀσπίδι γιγνώσκων αὐλώπιδί τε τρυφαλείῃ,
ἵππους τ᾿ εἰσορόων: σάφα δ᾿ οὐκ οἶδ᾿ εἰ θεός ἐστιν.
εἰ δ᾿ ὅ γ᾿ ἀνὴρ ὅν φημι δαί̈φρων Τυδέος υἱὸς
«Αινεία, των Τρωών τρανέ πρωτόγερε των χαλκοθωρακάτων,
με το Διομήδη εγώ τον άτρομο τον παρομοιάζω σ᾿ όλα'
σκουτάρι, κράνος στενοπρόσωπο, τα βλέπω, είναι δικά του,
και τ᾿ άτια του θωρώ᾿ μα σίγουρα θεός δεν ξέρω αν είναι.
Μ᾿ αν είναι αυτός, καθώς μου φάνηκεν, ο αντρόκαρδος Διομήδης,
δίχως θεό τέτοιο ξεφρένιασμα δε θα 'χε᾿ πλάι του στέκει
κάποιος αθάνατος, με σύγνεφο στους ώμους τυλιγμένος,
και τη γοργή σαγίτα του 'διωξε, που πάνω του ορομούσε'
τι λίγο πριν σαγίτα του 'ριξα γοργή, και το δεξιό του
τον ώμο πέρα ως πέρα ετρύπησα, στου θώρακα τη γούβα,
185 οὐχ ὅ γ᾿ ἄνευθε θεοῦ τάδε μαίνεται, ἀλλά τις ἄγχι
ἕστηκ᾿ ἀθανάτων νεφέλῃ εἰλυμένος ὤμους,
ὃς τούτου βέλος ὠκὺ κιχήμενον ἔτραπεν ἄλλῃ.
ἤδη γάρ οἱ ἐφῆκα βέλος, καί μιν βάλον ὦμον
δεξιὸν ἀντικρὺ διὰ θώρηκος γυάλοιο:
190 καί μιν ἔγωγ᾿ ἐφάμην Ἀιδωνῆι προϊάψειν,
ἔμπης δ᾿ οὐκ ἐδάμασσα: θεός νύ τίς ἐστι κοτήεις.
ἵπποι δ᾿ οὐ παρέασι καὶ ἅρματα τῶν κ᾿ ἐπιβαίην:
ἀλλά που ἐν μεγάροισι Λυκάονος ἕνδεκα δίφροι
καλοὶ πρωτοπαγεῖς νεοτευχέες: ἀμφὶ δὲ πέπλοι
κι έλεγα πια πως τον ξαπόστειλα στον Κάτω Κόσμο, κι όμως
δεν τον εχάλασα, ως στοχαζόμουν οργή θεού μας δέρνει!
Κι αμάξι εδώ δεν έχω ουδ᾿ άλογα, για να μπορώ ν᾿ ανέβω.
Και να 'χει αλήθεια ο κύρης έντεκα στο αρχοντικό του αμάξια,
πανώρια, νιόφτιαχτα, ολοκαίνουργα! Και γύρα τα σκεπάζουν
πανιά απλωμένα· πλάι τους στέκουνται κι από 'να στο καθένα
ζευγάρι αλόγατα, που θρέφουνται με βίκο και κριθάρι.
Πολλά ο Λυκάονας μου παράγγελνεν, ο γέρο πολέμαρχος,
σύντας κινούσα απ᾿ το παλάτι μας το στέριο, εδώ για να 'ρθω.
Μου 'λεγε, πάντα απά στο αμάξι μου και στ᾿ άτια ανεβασμένος
195 πέπτανται: παρὰ δέ σφιν ἑκάστῳ δίζυγες ἵπποι
ἑστᾶσι κρῖ λευκὸν ἐρεπτόμενοι καὶ ὀλύρας.
ἦ μέν μοι μάλα πολλὰ γέρων αἰχμητὰ Λυκάων
ἐρχομένῳ ἐπέτελλε δόμοις ἔνι ποιητοῖσιν:
ἵπποισίν μ᾿ ἐκέλευε καὶ ἅρμασιν ἐμβεβαῶτα
200 ἀρχεύειν Τρώεσσι κατὰ κρατερὰς ὑσμίνας:
ἀλλ᾿ ἐγὼ οὐ πιθόμην: ἦ τ᾿ ἂν πολὺ κέρδιον ἦεν:
ἵππων φειδόμενος, μή μοι δευοίατο φορβῆς
ἀνδρῶν εἰλομένων εἰωθότες ἔδμεναι ἄδην.
ὣς λίπον, αὐτὰρ πεζὸς ἐς Ἴλιον εἰλήλουθα
να κυβερνώ τους Τρώες στον τάραχο τον άγριο του πολέμου.
Μα δεν τον άκουσα, και θα 'μουνα πολύ πιο κερδεμένος·
τι τ'άλογα μας τα λυπήθηκα, που έτρωγαν όσο θέλαν,
μπας κι η ταγή τους λείψει, ως θα 'μαστέ κλεισμένοι μες στο κάστρο.
Έτσι τ᾿ αφήκα και ξεκίνησα πεζός στην Τροία να φτάσω,
τα θάρρη στο δοξάρι μου έχοντας, μα δε φελάει και τούτο!
Σε δυο καλαντρειωμένους έριξα πριν λίγο, στο Διομήδη
και στον υγιό του Ατρέα, και πέτυχα, μα κι αν τινάχτη αλήθεια
και των δυονώ το γαίμα, πιότερο τους ξάναψα μονάχα.
Ώρα κακή ήταν που ξεκρέμασα το γυριστό δοξάρι
205 τόξοισιν πίσυνος: τὰ δέ μ᾿ οὐκ ἄρ᾿ ἔμελλον ὀνήσειν.
ἤδη γὰρ δοιοῖσιν ἀριστήεσσιν ἐφῆκα
Τυδεί̈δῃ τε καὶ Ἀτρεί̈δῃ, ἐκ δ᾿ ἀμφοτέροιιν
ἀτρεκὲς αἷμ᾿ ἔσσευα βαλών, ἤγειρα δὲ μᾶλλον.
τώ ῥα κακῇ αἴσῃ ἀπὸ πασσάλου ἀγκύλα τόξα
210 ἤματι τῷ ἑλόμην ὅτε Ἴλιον εἰς ἐρατεινὴν
ἡγεόμην Τρώεσσι φέρων χάριν Ἕκτορι δίῳ.
εἰ δέ κε νοστήσω καὶ ἐσόψομαι ὀφθαλμοῖσι
πατρίδ᾿ ἐμὴν ἄλοχόν τε καὶ ὑψερεφὲς μέγα δῶμα,
αὐτίκ᾿ ἔπειτ᾿ ἀπ᾿ ἐμεῖο κάρη τάμοι ἀλλότριος φὼς
απ᾿ το καρφί τη μέρα που 'φευγα, στην ώρια Τροία για να 'ρθω,
να μπω στους Τρώες για χάρη του Έχτορα του αρχοντικού προλάτης.
Μ᾿ αν είναι να γυρίσω κάποτε και ν᾿ αντικρίσω πάλε
την πατρική μου γη, το ταίρι μου και το αψηλό μου σπίτι,
ευτύς αλήθεια το κεφάλι μου κάποιος οχτρός να κόψει,
αν το δοξάρι αυτό τα χέρια μου δε σπάσουν και το ρίξουν
στη λαμπαδούσα φλόγα᾿ τι άδικα το κουβαλώ μαζί μου!»
Και τότε ο Αινείας, των Τρωών ο κύβερνος, απηλογιά του δίνει:
«Τα λόγια αυτά που λες παράτα τα, κι άλλη γιατριά δεν είναι
παρά με τ᾿ άτια και το αμάξι μου κι οι δυο μας να χυθούμε
215 εἰ μὴ ἐγὼ τάδε τόξα φαεινῷ ἐν πυρὶ θείην
χερσὶ διακλάσσας: ἀνεμώλια γάρ μοι ὀπηδεῖ.
τὸν δ᾿ αὖτ᾿ Αἰνείας Τρώων ἀγὸς ἀντίον ηὔδα:
μὴ δ᾿ οὕτως ἀγόρευε: πάρος δ᾿ οὐκ ἔσσεται ἄλλως,
πρίν γ᾿ ἐπὶ νὼ τῷδ᾿ ἀνδρὶ σὺν ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν
220 ἀντιβίην ἐλθόντε σὺν ἔντεσι πειρηθῆναι.
ἀλλ᾿ ἄγ᾿ ἐμῶν ὀχέων ἐπιβήσεο, ὄφρα ἴδηαι
οἷοι Τρώϊοι ἵπποι ἐπιστάμενοι πεδίοιο
κραιπνὰ μάλ᾿ ἔνθα καὶ ἔνθα διωκέμεν ἠδὲ φέβεσθαι:
τὼ καὶ νῶϊ πόλιν δὲ σαώσετον, εἴ περ ἂν αὖτε
πάνω στον άντρα αυτόν, να κρούσουμε μαζί του τ᾿ άρματά μας.
Μον᾿ έλα, ανέβα πα στο αμάξι μου, να δεις και συ τι αξίζουν
του Τρώα τ᾿ αλόγατα, πως ξέρουνε στον κάμπο δώθε κείθε
μια γρήγορα μπροστά να χύνουνται και μια να φεύγουν πίσω.
Αυτά μπορεί και μας να γλίτωναν στο κάστρο μέσα τώρα,
αν στο Διομήδη ο Δίας εχάριζε δόξα τρανή και πάλε.
Τ᾿ αστραφτερά εσύ τώρα νιόλουρα και το μαστίγι πάρε,
κι εγώ θα κατεβώ απ᾿ το αμάξι μου πεζός να πολεμήσω'
για στάσου εσύ και παρ᾿ τον πάνω σου, κι εγώ κοιτάζω τ᾿ άτια.»
Και του Λυκάονα ο γιος ο αντρόκαρδος του απηλογήθη κι είπε:
225 Ζεὺς ἐπὶ Τυδεί̈δῃ Διομήδεϊ κῦδος ὀρέξῃ.
ἀλλ᾿ ἄγε νῦν μάστιγα καὶ ἡνία σιγαλόεντα
δέξαι, ἐγὼ δ᾿ ἵππων ἀποβήσομαι ὄφρα μάχωμαι:
ἠὲ σὺ τόνδε δέδεξο, μελήσουσιν δ᾿ ἐμοὶ ἵπποι.
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε Λυκάονος ἀγλαὸς υἱός:
230 Αἰνεία σὺ μὲν αὐτὸς ἔχ᾿ ἡνία καὶ τεὼ ἵππω:
μᾶλλον ὑφ᾿ ἡνιόχῳ εἰωθότι καμπύλον ἅρμα
οἴσετον, εἴ περ ἂν αὖτε φεβώμεθα Τυδέος υἱόν:
μὴ τὼ μὲν δείσαντε ματήσετον, οὐδ᾿ ἐθέλητον
ἐκφερέμεν πολέμοιο τεὸν φθόγγον ποθέοντε,
«Ατός σου, Αινεία, στα χέρια κράτησε τα νιόλουρα και τ᾿ άτια᾿
σαν νιώσουν τον αμαξολάτη τους, πιο πρόθυμα θα σύρουν
το αμάξι, απ᾿ το Διομήδη αν φεύγουμε κυνηγημένοι τώρα.
Μπας και δειλιάσουν κι απ᾿ το φόβο τους πια δε θελήσουν έξω
να μας τραβήξουν απ᾿ τον πόλεμο, ποθώντας τη φωνή σου'
και τότε του Τυδέα του αντρόψυχου χιμίξει ο γιος στους δυο μας
και μας σκοτώσει, τα μονόνυχα κουρσεύοντας μας άτια.
Γι᾿ αυτό κυβέρνα εσύ το αμάξι σου και τ᾿ άλογά σου τώρα,
κι αυτόν εγώ με το κοντάρι μου θα καρτερώ, σαν έρθει.»
Ετούτα ως μίλησαν, ανέβηκαν στο πλουμισμένο αμάξι
235 νῶϊ δ᾿ ἐπαί̈ξας μεγαθύμου Τυδέος υἱὸς
αὐτώ τε κτείνῃ καὶ ἐλάσσῃ μώνυχας ἵππους.
ἀλλὰ σύ γ᾿ αὐτὸς ἔλαυνε τέ᾿ ἅρματα καὶ τεὼ ἵππω,
τὸν δὲ δ᾿ ἐγὼν ἐπιόντα δεδέξομαι ὀξέϊ δουρί.
ὣς ἄρα φωνήσαντες ἐς ἅρματα ποικίλα βάντες
240 ἐμμεμαῶτ᾿ ἐπὶ Τυδεί̈δῃ ἔχον ὠκέας ἵππους.
τοὺς δὲ ἴδε Σθένελος Καπανήϊος ἀγλαὸς υἱός,
αἶψα δὲ Τυδεί̈δην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
Τυδεί̈δη Διόμηδες ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ,
ἄνδρ᾿ ὁρόω κρατερὼ ἐπὶ σοὶ μεμαῶτε μάχεσθαι
και στου Τυδέα το γιο τα γρήγορα με βιάση έστρεψαν άτια.
Κι ο Σθένελος, ο γιος ο άντρόκαρδος του Καπανέα, τους είδε,
και στου Τυδέα το γιο ανεμάρπαστα γοργά μιλούσε λόγια:
«Γιε του Τυδέα, Διομήδη, σύντροφε πιο αγαπημένε απ᾿ όλους,
θωρώ αντρειωμένους δυο που βιάζουνται να χτυπηθούν μαζί σου,
κι έχουνε δύναμη ακατάλυτη· καμάρι το 'χει ο πρώτος
γιος του Λυκάονα που 'ναι, ο Πάνταρος, τρανός δοξαρομάχος·
κι ο δεύτερος, ο Αινείας, του αντρόκαρδου του Αγχίση καμαρώνει
πως είναι γιος, και για μητέρα του την Αφροδίτη ξέρει.
Μον᾿ έλα, τ᾿ αλογα να στρίψουμε και πίσω ας πάμε, τόσο
245 ἶν᾿ ἀπέλεθρον ἔχοντας: ὃ μὲν τόξων ἐὺ̈ εἰδὼς
Πάνδαρος, υἱὸς δ᾿ αὖτε Λυκάονος εὔχεται εἶναι:
Αἰνείας δ᾿ υἱὸς μὲν ἀμύμονος Ἀγχίσαο
εὔχεται ἐκγεγάμεν, μήτηρ δέ οἵ ἐστ᾿ Ἀφροδίτη.
ἀλλ᾿ ἄγε δὴ χαζώμεθ᾿ ἐφ᾿ ἵππων, μηδέ μοι οὕτω
250 θῦνε διὰ προμάχων, μή πως φίλον ἦτορ ὀλέσσῃς.
τὸν δ᾿ ἄρ᾿ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη κρατερὸς Διομήδης:
μή τι φόβον δ᾿ ἀγόρευ᾿, ἐπεὶ οὐδὲ σὲ πεισέμεν οἴω.
οὐ γάρ μοι γενναῖον ἀλυσκάζοντι μάχεσθαι
οὐδὲ καταπτώσσειν: ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστιν:
μη μου χιμάς μέσ᾿ απ᾿ τους πρόμαχους, μη χάσεις τη ζωή σου.»
Τότε ο αντρειανός ταυροκοιτώντας τον του μίλησε Διομήδης:
«Άδικα παν θαρρώ τα λόγια σου, παράτα τη φευγάλα!
Μάθε, να φεύγω εγώ απ᾿ τον πόλεμο δεν το 'χω γονικό μου,
μηδέ και να ζαρώνω᾿ μέσα μου το λέει η καρδιά μου ακόμα.
Δε θέλω ν᾿ ανεβώ στο αμάξι μου᾿ θα χτυπηθώ όπως είμαι'
στέκει η Αθηνά η Παλλάδα δίπλα μου, το φόβο μου αποδιώχνει.
Τα δυο γοργόποδά τους άλογα δε θα τους γύρουν πίσω
μακριά από μας, κι ακόμα αν ένας τους μπορέσει να ξεφύγει.
Κάποιο άλλο λόγο τώρα θα 'λεγα, και συ στο νου σου βάλ᾿ τον:
255 ὀκνείω δ᾿ ἵππων ἐπιβαινέμεν, ἀλλὰ καὶ αὔτως
ἀντίον εἶμ᾿ αὐτῶν: τρεῖν μ᾿ οὐκ ἐᾷ Παλλὰς Ἀθήνη.
τούτω δ᾿ οὐ πάλιν αὖτις ἀποίσετον ὠκέες ἵπποι
ἄμφω ἀφ᾿ ἡμείων, εἴ γ᾿ οὖν ἕτερός γε φύγῃσιν.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾿ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν:
260 αἴ κέν μοι πολύβουλος Ἀθήνη κῦδος ὀρέξῃ
ἀμφοτέρω κτεῖναι, σὺ δὲ τούσδε μὲν ὠκέας ἵππους
αὐτοῦ ἐρυκακέειν ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας,
Αἰνείαο δ᾿ ἐπαί̈ξαι μεμνημένος ἵππων,
ἐκ δ᾿ ἐλάσαι Τρώων μετ᾿ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς.
Αν τύχει κι η Αθηνά η πολύβουλη τη δόξα μου χαρίσει
να δώσω και στους δυο το θάνατο, τα γκέμια εσύ κρεμώντας
στο γύρο του αμαξιού, τα γρήγορα δικά μας άτια κράτα,
και ρίξου απά στου Αινεία τ᾿ αλόγατα—καλά να το θυμάσαι—
κι από τους Τρώες στους λιονταρόκαρδους να μου τα πας Αργίτες·
τι απ᾿ τη γενιά κρατούν που εχάρισεν ο Δίας ο μακροβίγλης
στο βασιλιά τον Τρώα γι᾿ αντίμεμα του γιου του Γανυμήδη,
κι άλλα καλύτερα δε βρίσκουνται σε Ανατολή και Δύση.
Κι ο βασιλιάς ο Αγχίσης τα 'βαλε να σμίξουν με φοράδες
κλεφτά, κρυφά απ᾿ το Λαομέδοντα, κι από το σόι τους πήρε,
265 τῆς γάρ τοι γενεῆς ἧς Τρωί̈ περ εὐρύοπα Ζεὺς
δῶχ᾿ υἷος ποινὴν Γανυμήδεος, οὕνεκ᾿ ἄριστοι
ἵππων ὅσσοι ἔασιν ὑπ᾿ ἠῶ τ᾿ ἠέλιόν τε,
τῆς γενεῆς ἔκλεψεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγχίσης
λάθρῃ Λαομέδοντος ὑποσχὼν θήλεας ἵππους:
270 τῶν οἱ ἓξ ἐγένοντο ἐνὶ μεγάροισι γενέθλη.
τοὺς μὲν τέσσαρας αὐτὸς ἔχων ἀτίταλλ᾿ ἐπὶ φάτνῃ,
τὼ δὲ δύ᾿ Αἰνείᾳ δῶκεν μήστωρε φόβοιο.
εἰ τούτω κε λάβοιμεν, ἀροίμεθά κε κλέος ἐσθλόν.
ὣς οἳ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
κι έξι πουλάρια του γεννήθηκαν στο αρχοντικό του μέσα᾿
κι ατός του ανάστησε τα τέσσερα μες στο παχνί δικά του,
και τ᾿ άλλα δυο του Αινεία τα χάρισε, φόβος του οχτρού και τρόμος.
Τώρα αν γενούν δικά μας, άσβηστη θα μείνει εμάς η δόξα.»
Έτσι μιλούσαν συνάλληλος τους αυτοί, με βιάση ωστόσο
οι άλλοι τους σίμωσαν, τα γρήγορα λαλώντας άλογα τους,
και πρώτος του Λυκάονα μίλησεν ο γιος ο ψυχωμένος:
«Καλαντρειωμένε, πολεμόχαρε γιε του Τυδέα του γαύρου,
κάτω η πικρή μου αλήθεια γρήγορη δε σ᾿ έριξε σαγίτα'
τώρα λοιπόν ας δοκιμάσουμε με το κοντάρι, αν σε 'βρω!»
275 τὼ δὲ τάχ᾿ ἐγγύθεν ἦλθον ἐλαύνοντ᾿ ὠκέας ἵππους.
τὸν πρότερος προσέειπε Λυκάονος ἀγλαὸς υἱός:
καρτερόθυμε δαί̈φρον ἀγαυοῦ Τυδέος υἱὲ
ἦ μάλα σ᾿ οὐ βέλος ὠκὺ δαμάσσατο πικρὸς ὀϊστός:
νῦν αὖτ᾿ ἐγχείῃ πειρήσομαι αἴ κε τύχωμι.
280 ἦ ῥα καὶ ἀμπεπαλὼν προί̈ει δολιχόσκιον ἔγχος
καὶ βάλε Τυδεί̈δαο κατ᾿ ἀσπίδα: τῆς δὲ διὰ πρὸ
αἰχμὴ χαλκείη πταμένη θώρηκι πελάσθη:
τῷ δ᾿ ἐπὶ μακρὸν ἄϋσε Λυκάονος ἀγλαὸς υἱός:
βέβληαι κενεῶνα διαμπερές, οὐδέ σ᾿ ὀί̈ω
Είπε, και το μακρόισκιωτο έριξε κοντάρι του με φόρα
και στο σκουτάρι απά τον πέτυχε· το τρύπησε πετώντας
η μύτη η χάλκινη κι ακούμπησε στο θώρακα του απάνω.
Και του Λυκάονα ο γιος ο αντρόψυχος φωνή μεγάλη σέρνει:
« Πέρα για πέρα στα λαγγόνια σου χτυπήθηκες· πολληώρα
θαρρώ δε θα βαστάξεις, κι άσωστη μου 'δωκες δόξα εμένα.»
Τότε ο τρανός Διομήδης άσκιαχτος απηλογιά του δίνει:
«Ξαστόχησες κι ουδέ με πέτυχες· μα εσείς δε θα συχάστε
θαρρώ πρωτύτερα, πριν ένας σας στο .χώμα κάτω πέσει
κι αίμα τον Άρη, τον ατρόμητο πολεμιστή, χορτάσει.»
285 δηρὸν ἔτ᾿ ἀνσχήσεσθαι: ἐμοὶ δὲ μέγ᾿ εὖχος ἔδωκας.
τὸν δ᾿ οὐ ταρβήσας προσέφη κρατερὸς Διομήδης:
ἤμβροτες οὐδ᾿ ἔτυχες: ἀτὰρ οὐ μὲν σφῶί̈ γ᾿ ὀί̈ω
πρίν γ᾿ ἀποπαύσεσθαι πρίν γ᾿ ἢ ἕτερόν γε πεσόντα
αἵματος ἆσαι Ἄρηα, ταλαύρινον πολεμιστήν.
290 ὣς φάμενος προέηκε: βέλος δ᾿ ἴθυνεν Ἀθήνη
ῥῖνα παρ᾿ ὀφθαλμόν, λευκοὺς δ᾿ ἐπέρησεν ὀδόντας.
τοῦ δ᾿ ἀπὸ μὲν γλῶσσαν πρυμνὴν τάμε χαλκὸς ἀτειρής,
αἰχμὴ δ᾿ ἐξελύθη παρὰ νείατον ἀνθερεῶνα:
ἤριπε δ᾿ ἐξ ὀχέων, ἀράβησε δὲ τεύχε᾿ ἐπ᾿ αὐτῷ
Είπε, και ρίχνει απά στον Πάνταρο, και τη ριξιά η Παλλάδα -
στη μύτη, πλάι στο μάτι, εδρόμωσε᾿ τ᾿ άσπρα του εδιάβη δόντια
ο ανέσπλαχνος χαλκός και θέρισε τη γλώσσα από τη ρίζα,
και στο σαγόνι κάτω επρόβαλε του κονταριού του η μύτη.
Πίστομα πέφτει κι από πάνω του βρόντηξαν τ᾿ άρματα του,
τα φεγγοβολιστά, τα λιόφωτα. Σκιαγμένα τ᾿ άτια δίπλα
πήδηξαν, και μεμιάς παράλυσαν εκεί η ψυχή κι η αντρεία του.
Κι ο Αινείας στη γη με το σκουτάρι του και το μακρύ κοντάρι
πετιέται, τον νεκρό τρομάζοντας οι Αργίτες μην του πάρουν.
Με γαύρη τότε στάθηκε έπαρση στο πλάι του, σαν το λιόντα,
295 αἰόλα παμφανόωντα, παρέτρεσσαν δέ οἱ ἵπποι
ὠκύποδες: τοῦ δ᾿ αὖθι λύθη ψυχή τε μένος τε.
Αἰνείας δ᾿ ἀπόρουσε σὺν ἀσπίδι δουρί τε μακρῷ
δείσας μή πώς οἱ ἐρυσαίατο νεκρὸν Ἀχαιοί.
ἀμφὶ δ᾿ ἄρ᾿ αὐτῷ βαῖνε λέων ὣς ἀλκὶ πεποιθώς,
300 πρόσθε δέ οἱ δόρυ τ᾿ ἔσχε καὶ ἀσπίδα πάντοσ᾿ ἐί̈σην,
τὸν κτάμεναι μεμαὼς ὅς τις τοῦ γ᾿ ἀντίος ἔλθοι
σμερδαλέα ἰάχων: ὃ δὲ χερμάδιον λάβε χειρὶ
Τυδεί̈δης μέγα ἔργον ὃ οὐ δύο γ᾿ ἄνδρε φέροιεν,
οἷοι νῦν βροτοί εἰσ': ὃ δέ μιν ῥέα πάλλε καὶ οἶος.
το ισόκυκλο σκουτάρι βάζοντας μπροστά και το κοντάρι,
νεκρό να ρίξει κάτω θέλοντας όποιον προβάλει ομπρός του,
με άγριες φωνές. Κοτρόνα ασήκωτη παίρνει ο Διομήδης τότε,
που δυο μαζί δε θα τη σήκωναν απ᾿ όσοι άνθρωποι ζούνε
τώρα στη γή· μ᾿ αυτός ανέκοπα την έπαιζε και μόνος·
και το γοφό του Αινεία σημάδεψε, στο μέρος όπου μπαίνει
και στρίβει του μεριού το κόκαλο, στην κλείδωση που λένε.
Του σπάζει η κλείδωση και κόπηκαν μαζί τα δυο του νεύρα'
το δέρμα του᾿ σκίσε η αγκυλόπετρα, και τότες ο αντρειωμένος
πάνω στα γόνατα σωριάστηκε, κι ακούμπησε στο χώμα
305 τῷ βάλεν Αἰνείαο κατ᾿ ἰσχίον ἔνθά τε μηρὸς
ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσι:
θλάσσε δέ οἱ κοτύλην, πρὸς δ᾿ ἄμφω ῥῆξε τένοντε:
ὦσε δ᾿ ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς λίθος: αὐτὰρ ὅ γ᾿ ἥρως
ἔστη γνὺξ ἐριπὼν καὶ ἐρείσατο χειρὶ παχείῃ
310 γαίης: ἀμφὶ δὲ ὄσσε κελαινὴ νὺξ ἐκάλυψε.
καί νύ κεν ἔνθ᾿ ἀπόλοιτο ἄναξ ἀνδρῶν Αἰνείας,
εἰ μὴ ἄρ᾿ ὀξὺ νόησε Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη
μήτηρ, ἥ μιν ὑπ᾿ Ἀγχίσῃ τέκε βουκολέοντι:
ἀμφὶ δ᾿ ἑὸν φίλον υἱὸν ἐχεύατο πήχεε λευκώ,
το αδρό του χέρι, και του σκέπασε μαύρη νυχτιά τα μάτια.
Ο Αινείας ο ρήγας τότε σίγουρα θα χάνουνταν, η κόρη
του γιου του Κρόνου αν δεν τον ξέκρινεν, η μάνα του Αφροδίτη,
με τον Αγχίση που τον έκανέ, ψηλά στο βουκολιό του'
και γύρω από το γιο της έριξε τα χιονοβράχιονά της,
κι άπλωσε ακόμα από το λιώφωτο μαντί μια δίπλα ομπρός του,
να τον φυλάξει απ᾿ τα χτυπήματα, κανείς γοργαλογάρης
Αργίτης μην τον βρει κατάστηθα και τη ζωή του πάρει.
Αυτή λοιπόν το γιο της πάλευε να βγάλει από τη μάχη'
μα ο γιος του Καπανέα δεν ξέχασε καθόλου την ορμήνια,
315 πρόσθε δέ οἱ πέπλοιο φαεινοῦ πτύγμα κάλυψεν
ἕρκος ἔμεν βελέων, μή τις Δαναῶν ταχυπώλων
χαλκὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλὼν ἐκ θυμὸν ἕλοιτο.
ἣ μὲν ἑὸν φίλον υἱὸν ὑπεξέφερεν πολέμοιο:
οὐδ᾿ υἱὸς Καπανῆος ἐλήθετο συνθεσιάων
320 τάων ἃς ἐπέτελλε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης,
ἀλλ᾿ ὅ γε τοὺς μὲν ἑοὺς ἠρύκακε μώνυχας ἵππους
νόσφιν ἀπὸ φλοίσβου ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας,
Αἰνείαο δ᾿ ἐπαί̈ξας καλλίτριχας ἵππους
ἐξέλασε Τρώων μετ᾿ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς.
αυτή που του 'χε ο βροντερόφωνος Διομήδης πριν δοσμένα.
Κόβει τη φόρα απ᾿ τα μονόνυχα δικά τους άτια, κι όξω
τα βγάζει απ᾿ τη βουή, τα νιόλουρα κρεμώντας απ᾿ το γύρο,
και δίχως άργητα στα ωριότριχα του Αινεία χιμίζει τ᾿ άτια,
από τους Τρώες στους λιονταρόκαρδους για να τα φέρει Αργίτες.
Εκεί στο σύντροφο του Δήπυλο τα δίνει, που τιμούσε
χώρια απ᾿ τους άλλους συνομήλικους, τι είχε περίσσια γνώση,
για να τα φέρει στα πλεούμενα τα βαθουλά, κι εκείνος
πα στα δικά του ανέβη αλόγατα και τα λουριά φουχτώνει
τ᾿ αστραφτερά, και τ᾿ ατσαλόνυχα κεντάει φαριά με βιάση,
325 δῶκε δὲ Δηϊπύλῳ ἑτάρῳ φίλῳ, ὃν περὶ πάσης
τῖεν ὁμηλικίης ὅτι οἱ φρεσὶν ἄρτια ᾔδη,
νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ἐλαυνέμεν: αὐτὰρ ὅ γ᾿ ἥρως
ὧν ἵππων ἐπιβὰς ἔλαβ᾿ ἡνία σιγαλόεντα,
αἶψα δὲ Τυδεί̈δην μέθεπε κρατερώνυχας ἵππους
330 ἐμμεμαώς: ὃ δὲ Κύπριν ἐπῴχετο νηλέϊ χαλκῷ
γιγνώσκων ὅ τ᾿ ἄναλκις ἔην θεός, οὐδὲ θεάων
τάων αἵ τ᾿ ἀνδρῶν πόλεμον κάτα κοιρανέουσιν,
οὔτ᾿ ἄρ᾿ Ἀθηναίη οὔτε πτολίπορθος Ἐνυώ.
ἀλλ᾿ ὅτε δή ῥ᾿ ἐκίχανε πολὺν καθ᾿ ὅμιλον ὀπάζων,
να φτάσει το Διομήδη θέλοντας᾿ κι εκείνος κυνηγούσε᾿
με ανέσπλαχνο χαλκό την Κύπριδα, τι ήταν δειλιάρα, κι όχι
σαν τις θεές ποτ ανακατώνουνται μες στων αντρών τις μάχες,
μήτε Αθηνά μηδέ και Χουγιαχτώ καστελοκαταλύτρα.
Κι ως κυνηγώντας την επρόφτασε μες στο πολύ το ασκέρι,
παίρνοντας φόρα ο γιος του αντρόκαρδου Τυδέα την κονταρεύει
μ᾿ ένα του πήδημα, καί ξώδερμα στο χέρι τη λαβώνει
το τρυφερό᾿ και το κοντάρι του μεμιάς στο δέρμα εμπήχτη
μέσ᾿ απ᾿ το θείο μαντί, που κάποτε της το 'χαν φάνει οι Χαρές,
απάνω στον αρμό· και χύνουνταν το αθάνατο της αίμα,
335 ἔνθ᾿ ἐπορεξάμενος μεγαθύμου Τυδέος υἱὸς
ἄκρην οὔτασε χεῖρα μετάλμενος ὀξέϊ δουρὶ
ἀβληχρήν: εἶθαρ δὲ δόρυ χροὸς ἀντετόρησεν
ἀμβροσίου διὰ πέπλου, ὅν οἱ Χάριτες κάμον αὐταί,
πρυμνὸν ὕπερ θέναρος: ῥέε δ᾿ ἄμβροτον αἷμα θεοῖο
340 ἰχώρ, οἷός πέρ τε ῥέει μακάρεσσι θεοῖσιν:
οὐ γὰρ σῖτον ἔδουσ᾿, οὐ πίνουσ᾿ αἴθοπα οἶνον,
τοὔνεκ᾿ ἀναίμονές εἰσι καὶ ἀθάνατοι καλέονται.
ἣ δὲ μέγα ἰάχουσα ἀπὸ ἕο κάββαλεν υἱόν:
καὶ τὸν μὲν μετὰ χερσὶν ἐρύσατο Φοῖβος Ἀπόλλων
ο ιχώρας, που μες στων τρισεύτυχων θεών κυλάει τις φλέβες·
ψωμί δεν τρων μαθές, δεν πίνουνε κρασί φλογάτο εκείνοι,
γι᾿ αυτό δεν έχουν κι αίμα μέσα τους κι αθάνατους τους κράζουν.
Βγάζει φωνή τρανή κι αμόλησε το γιο της που κρατούσε.
Κείνον ευτύς τον πήρε ο Απόλλωνας ο Φοίβος στην αγκάλη,
σε μαύρο κρύβοντας τον σύγνεφο, κανείς γοργαλογάρης
Αργίτης μην τον βρει κατάστηθα και τη ζωή του πάρει.
Τότε ο Διομήδης ο βροντόφωνος σέρνει φωνή μεγάλη:
«Κόρη του Δία, τ᾿ αντροπαλέματα και τη σφαγή παράτα!
Μη δε σε φτάνει που τις άβουλες γυναίκες ξελογιάζεις;
345 κυανέῃ νεφέλῃ, μή τις Δαναῶν ταχυπώλων
χαλκὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλὼν ἐκ θυμὸν ἕλοιτο:
τῇ δ᾿ ἐπὶ μακρὸν ἄϋσε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης:
εἶκε Διὸς θύγατερ πολέμου καὶ δηϊοτῆτος:
ἦ οὐχ ἅλις ὅττι γυναῖκας ἀνάλκιδας ἠπεροπεύεις;
350 εἰ δὲ σύ γ᾿ ἐς πόλεμον πωλήσεαι, ἦ τέ σ᾿ ὀί̈ω
ῥιγήσειν πόλεμόν γε καὶ εἴ χ᾿ ἑτέρωθι πύθηαι.
ὣς ἔφαθ᾿, ἣ δ᾿ ἀλύουσ᾿ ἀπεβήσετο, τείρετο δ᾿ αἰνῶς:
τὴν μὲν ἄρ᾿ Ἶρις ἑλοῦσα ποδήνεμος ἔξαγ᾿ ὁμίλου
ἀχθομένην ὀδύνῃσι, μελαίνετο δὲ χρόα καλόν.
Μ᾿ αν θες στον πόλεμο να 'μου 'ρχεσαι, θ᾿ ακούς θαρρώ σε λίγο·
πόλεμο κάπου αλλού να γίνεται, και θα σε πιάνει τρόμος!»
Είπε, κι εκείνη φεύγει ξέφρενη, του πόνου δαμασμένη'
κι η Ίριδα τρέχει η ανεμοπόδαρη κι απ᾿ τη σφαγή τη βγάζει.
Πονούσε αβάσταχτα, κι η σάρκα της μελάνιαζε η ροδάτη.
Εκεί, ζερβά απ᾿ τη μάχη, αντάμωσε τον Άρη καθισμένο,
με τα φαριά και το κοντάρι του κρυμμένα στην αντάρα.
στον αδερφό μπροστά σωριάστηκε, τα παρακάλια αρχίζει
ζητώντας να της δώσει τ᾿ άτια του τα χρυσοχαλινάτα:
«Καλέ αδερφέ, για παραστάσου με και δώσ᾿ μου τ᾿ άλογα σου,
355 εὗρεν ἔπειτα μάχης ἐπ᾿ ἀριστερὰ θοῦρον Ἄρηα
ἥμενον: ἠέρι δ᾿ ἔγχος ἐκέκλιτο καὶ ταχέ᾿ ἵππω:
ἣ δὲ γνὺξ ἐριποῦσα κασιγνήτοιο φίλοιο
πολλὰ λισσομένη χρυσάμπυκας ᾔτεεν ἵππους:
φίλε κασίγνητε κόμισαί τέ με δός τέ μοι ἵππους,
360 ὄφρ᾿ ἐς Ὄλυμπον ἵκωμαι ἵν᾿ ἀθανάτων ἕδος ἐστί.
λίην ἄχθομαι ἕλκος ὅ με βροτὸς οὔτασεν ἀνὴρ
Τυδεί̈δης, ὃς νῦν γε καὶ ἂν Διὶ πατρὶ μάχοιτο.
ὣς φάτο, τῇ δ᾿ ἄρ᾿ Ἄρης δῶκε χρυσάμπυκας ἵππους:
ἣ δ᾿ ἐς δίφρον ἔβαινεν ἀκηχεμένη φίλον ἦτορ,
για να διαγύρω απά στον Όλυμπο, στ᾿ αθάνατα λημέρια.
Με σφάζει ο πόνος, τι με λάβωσε κάποιος θνητός, ο γαύρος
Διομήδης, τώρα που θα τα 'βαζε και με το Δία πατέρα.»
Είπε, κι αυτός της δίνει τ᾿ άλογα τα χρυσοχαλινάτα,
κι εκείνη απά στο αμάξι ανέβηκε με πονεμένα στήθη,
κι η Ίριδα ανέβη πλάι της κι άρπαξε τα νιόλουρα στα χέρια'
δίνει βιτσιά μεμιάς στ᾿ αλόγατα, που πρόθυμα πέταξαν,
και στον απόγκρεμο τον Όλυμπο, στα θεία λημέρια, έφτασαν.
Εκεί η γοργή ανεμόποδη Ίριδα τραβάει να σταματήσουν,
ξεζεύει τ᾿ άλογα κι αθάνατη ταγή τους βάζει ομπρός τους·
365 πὰρ δέ οἱ Ἶρις ἔβαινε καὶ ἡνία λάζετο χερσί,
μάστιξεν δ᾿ ἐλάαν, τὼ δ᾿ οὐκ ἀέκοντε πετέσθην.
αἶψα δ᾿ ἔπειθ᾿ ἵκοντο θεῶν ἕδος αἰπὺν Ὄλυμπον:
ἔνθ᾿ ἵππους ἔστησε ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις
λύσασ᾿ ἐξ ὀχέων, παρὰ δ᾿ ἀμβρόσιον βάλεν εἶδαρ:
370 ἣ δ᾿ ἐν γούνασι πῖπτε Διώνης δῖ᾿ Ἀφροδίτη
μητρὸς ἑῆς: ἣ δ᾿ ἀγκὰς ἐλάζετο θυγατέρα ἥν,
χειρί τέ μιν κατέρεξεν ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἐκ τ᾿ ὀνόμαζε:
τίς νύ σε τοιάδ᾿ ἔρεξε φίλον τέκος Οὐρανιώνων
μαψιδίως, ὡς εἴ τι κακὸν ῥέζουσαν ἐνωπῇ;
κι η αρχόντισσα Αφροδίτη ανάγειρε στα γόνατα της Διώνης,
της μάνας της· κι αυτή την κόρη της μες στην αγκάλη επήρε,
και με το χέρι της τη χάιδεψε κι έτσι μιλεί και κρένει:
« Παιδί μου, ποιος απ᾿ τους αθάνατους σου τα 'χει κάνει ετούτα,
άδικα, λες κακό πως έκανες σε όλο μπροστά τον κόσμο;»
Τότε η Αφροδίτη η αχνογελόχαρη της αποκρίθη κι είπε:
«Ο λιονταρόκαρδος με λάβωσε γιος του Τυδέα Διομήδης,
το γιο μου τον Αινεία σα γύρευα να βγάλω από τη μάχη,
που του 'χω πάντα την αγάπη μου πιο απ᾿ όλους πα στον κόσμο'
τι δεν παλεύουν τώρα ανέσπλαχνα πια -μόνο Τρώες κι Αργίτες,
375 τὴν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη:
οὖτά με Τυδέος υἱὸς ὑπέρθυμος Διομήδης,
οὕνεκ᾿ ἐγὼ φίλον υἱὸν ὑπεξέφερον πολέμοιο
Αἰνείαν, ὃς ἐμοὶ πάντων πολὺ φίλτατός ἐστιν.
οὐ γὰρ ἔτι Τρώων καὶ Ἀχαιῶν φύλοπις αἰνή,
380 ἀλλ᾿ ἤδη Δαναοί γε καὶ ἀθανάτοισι μάχονται.
τὴν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα Διώνη, δῖα θεάων:
τέτλαθι τέκνον ἐμόν, καὶ ἀνάσχεο κηδομένη περ:
πολλοὶ γὰρ δὴ τλῆμεν Ὀλύμπια δώματ᾿ ἔχοντες
ἐξ ἀνδρῶν χαλέπ᾿ ἄλγε᾿ ἐπ᾿ ἀλλήλοισι τιθέντες.
παρά χτυπιούνται και με αθάνατους οι Δαναοί κει κάτω.»
Κι η Διώνη τότε, η πολυσέβαστη θεά, της αποκρίθη:
«Υπομονέψου τώρα, κόρη μου, κι αν και πονάς, κρατήσου'
τι απ᾿ όσους ζούμε απά στον Όλυμπο πολλοί τυραννιστήκαν
απ᾿ τους θνητούς, καθώς τρωγόμαστε κι εμείς αναμεσό μας.
Πολλά τυράννια κι ο Άρης τράβηξε, που μ᾿ αλυσίδες στεριές
ο Εφιάλτης κι ο Ώτος, οι αντροδύναμοι γιοι του Αλωέα, τον δέσαν,
και μήνες δεκατρείς τον έκλεισαν σε χάλκινο πιθάρι.
Κι ο Άρης, της μάχης ο ανεχόρταγος, θα 'χε χαθεί κει μέσα,
η μητρυγιά τους αν δεν έτρεχε του Ερμή να το μηνύσει,
385 τλῆ μὲν Ἄρης ὅτε μιν Ὦτος κρατερός τ᾿ Ἐφιάλτης
παῖδες Ἀλωῆος, δῆσαν κρατερῷ ἐνὶ δεσμῷ:
χαλκέῳ δ᾿ ἐν κεράμῳ δέδετο τρισκαίδεκα μῆνας:
καί νύ κεν ἔνθ᾿ ἀπόλοιτο Ἄρης ἆτος πολέμοιο,
εἰ μὴ μητρυιὴ περικαλλὴς Ἠερίβοια
390 Ἑρμέᾳ ἐξήγγειλεν: ὃ δ᾿ ἐξέκλεψεν Ἄρηα
ἤδη τειρόμενον, χαλεπὸς δέ ἑ δεσμὸς ἐδάμνα.
τλῆ δ᾿ Ἥρη, ὅτε μιν κρατερὸς πάϊς Ἀμφιτρύωνος
δεξιτερὸν κατὰ μαζὸν ὀϊστῷ τριγλώχινι
βεβλήκει: τότε καί μιν ἀνήκεστον λάβεν ἄλγος.
η όμορφη Ηερίβοια᾿ τους τον ξέκλεψε τον Άρη εκείνος τότε,
που 'χε αποκάμει πια απ᾿ τις άλυσες, βαριά που τον παίδευαν.
Πολλά τυράννια κι η Ήρα τράβηξε, που τρίκοχη σαγίτα
ο χεροδύναμος της έριξε γιος του Αμφιτρύωνα πάνω
στο στήθος το δεξιό, κι άλάγιαστος τη συνεπηρε ο πόνος.
Πολλά τυράννια κι ο Άδης τράβηξε, γοργή σαϊτιά που αδέχτη
από του Δία του βροντοσκούταρου τον ίδιο γιο, στην Πύλο,
μες στους νεκρούς, και τον παράτησε να τον πλαντούν οι πόνοι.
Στο αρχοντικό του Δία, στον Όλυμπο το μέγα, ανέβη, κι είχε
πίκρα τρανή που τον πιρούνιζαν οι πόνοι, τι η σαγίτα
395 τλῆ δ᾿ Ἀί̈δης ἐν τοῖσι πελώριος ὠκὺν ὀϊστόν,
εὖτέ μιν ωὐτὸς ἀνὴρ υἱὸς Διὸς αἰγιόχοιο
ἐν Πύλῳ ἐν νεκύεσσι βαλὼν ὀδύνῃσιν ἔδωκεν:
αὐτὰρ ὃ βῆ πρὸς δῶμα Διὸς καὶ μακρὸν Ὄλυμπον
κῆρ ἀχέων ὀδύνῃσι πεπαρμένος: αὐτὰρ ὀϊστὸς
400 ὤμῳ ἔνι στιβαρῷ ἠλήλατο, κῆδε δὲ θυμόν.
τῷ δ᾿ ἐπὶ Παιήων ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων
ἠκέσατ': οὐ μὲν γάρ τι καταθνητός γε τέτυκτο.
σχέτλιος ὀβριμοεργὸς ὃς οὐκ ὄθετ᾿ αἴσυλα ῥέζων,
ὃς τόξοισιν ἔκηδε θεοὺς οἳ Ὄλυμπον ἔχουσι.
μέσα τον είχε βρει στο στέριο του τον ώμο. και πονούσε.
Τότε ο Παιήονας, απιθώνοντας πα στην πληγή βοτάνια
μαλαχτικά, μεμιάς τον έγιανε᾿ θνητός μαθές δεν ήταν
—ο ανόσιος, ο άσεβος! που χαίρουνταν δουλειές κακές να κάνει
κι απ᾿ τα δοξάρια του κι οι αθάνατοι του Ολύμπου εμαρτυρήσαν.
Μα αυτόν τον έσπρωξε η Γλαυκόματη να σε χτυπήσει τώρα
—ο ανέμυαλος, κι ουδέ στα φρένα του το 'χει ο Διομήδης νιώσει,
πως όποιος τα 'βαλε με αθάνατους ζωή πολλή δεν έχει,
κι ουδέ κρατά παιδιά στα γόνατα, πατέρα να τον κράζουν,
σύντας γυρίζει από τον πόλεμο κι απ᾿ τη σφαγή την άγρια.
405 σοὶ δ᾿ ἐπὶ τοῦτον ἀνῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη:
νήπιος, οὐδὲ τὸ οἶδε κατὰ φρένα Τυδέος υἱὸς
ὅττι μάλ᾿ οὐ δηναιὸς ὃς ἀθανάτοισι μάχηται,
οὐδέ τί μιν παῖδες ποτὶ γούνασι παππάζουσιν
ἐλθόντ᾿ ἐκ πολέμοιο καὶ αἰνῆς δηϊοτῆτος.
410 τὼ νῦν Τυδεί̈δης, εἰ καὶ μάλα καρτερός ἐστι,
φραζέσθω μή τίς οἱ ἀμείνων σεῖο μάχηται,
μὴ δὴν Αἰγιάλεια περίφρων Ἀδρηστίνη
ἐξ ὕπνου γοόωσα φίλους οἰκῆας ἐγείρῃ
κουρίδιον ποθέουσα πόσιν τὸν ἄριστον Ἀχαιῶν
Έτσι μαθές και τώρα, αντρόψυχος κι αν ο Διομήδης είναι,
το νου του ας έχει, πιο αντρειωμένος του μη βγει κανείς μπροστά του,
κι η Αιγιάλεια τότε πάρει, η γνωστικιά του Αδράστου θυγατέρα,
και μες στον ύπνο με τους θρήνους της το σπίτι αναστατώσει,
το ταίρι της να 'ρθεί φωνάζοντας, ο πιο αντρειανός Αργίτης,
του αλογατά Διομήδη η πέρφανη, στεφανωτή γυναίκα.»
Είπε, και το αίμα της εσφούγγιξε και με τα δυο της χέρια,
κι έγιανε ευτύς το χέρι, εγλύκαναν κι οι πόνοι που τη σφάζαν.
Τότε η Αθηνά που τις εκοίταζε, μαζί της κι η Ήρα, άρχισαν
με λόγια αγγιχτικά κι επείραζαν το Δία, το γιο του Κρόνου'
415 ἰφθίμη ἄλοχος Διομήδεος ἱπποδάμοιο.
ἦ ῥα καὶ ἀμφοτέρῃσιν ἀπ᾿ ἰχῶ χειρὸς ὀμόργνυ:
ἄλθετο χείρ, ὀδύναι δὲ κατηπιόωντο βαρεῖαι.
αἳ δ᾿ αὖτ᾿ εἰσορόωσαι Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη
κερτομίοις ἐπέεσσι Δία Κρονίδην ἐρέθιζον.
420 τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη:
Ζεῦ πάτερ ἦ ῥά τί μοι κεχολώσεαι ὅττι κεν εἴπω;
ἦ μάλα δή τινα Κύπρις Ἀχαιϊάδων ἀνιεῖσα
Τρωσὶν ἅμα σπέσθαι, τοὺς νῦν ἔκπαγλα φίλησε,
τῶν τινα καρρέζουσα Ἀχαιϊάδων ἐϋπέπλων
κι έτσι η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, πήρε να λέει μπροστά τους:
« Πατέρα Δία, γι'αυτό που θα 'λεγα να μου θυμώσεις τάχα;
Λέω πάλι η Κύπρη κάποια Αργίτισσα ξελόγιαζε να φύγει
να πάει στους Τρώες, τι τους αγάπησε τώρα στερνά περίσσια'
κάποιαν Αργίτισσα χαϊδεύοντας λοιπόν ωριομαντούσα
το τρυφερό της χέρι θα 'σκίσε πα στη χρυσή καρφίτσα.»
Είπε, κι ο κύρης αχνογέλασε των θεών καί των ανθρώπων,
και τη χρυσή Αφροδίτη εφώναξε κι αυτά της λέει τα λόγια:
«Όχι, οι δουλειές για σένα, κόρη μου, δεν είναι του πολέμου!
Εσύ μονάχα κοίτα τις δουλειές τις τρυφερές του γάμου.
425 πρὸς χρυσῇ περόνῃ καταμύξατο χεῖρα ἀραιήν.
ὣς φάτο, μείδησεν δὲ πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε,
καί ῥα καλεσσάμενος προσέφη χρυσῆν Ἀφροδίτην:
οὔ τοι τέκνον ἐμὸν δέδοται πολεμήϊα ἔργα,
ἀλλὰ σύ γ᾿ ἱμερόεντα μετέρχεο ἔργα γάμοιο,
430 ταῦτα δ᾿ Ἄρηϊ θοῷ καὶ Ἀθήνῃ πάντα μελήσει.
ὣς οἳ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
Αἰνείᾳ δ᾿ ἐπόρουσε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης,
γιγνώσκων ὅ οἱ αὐτὸς ὑπείρεχε χεῖρας Ἀπόλλων:
ἀλλ᾿ ὅ γ᾿ ἄρ᾿ οὐδὲ θεὸν μέγαν ἅζετο, ἵετο δ᾿ αἰεὶ
Φτάνει η Αθηνά γι᾿ αυτά να γνοιάζεται κι ο γοργοπόδης Άρης.»
Εκείνοι τέτοια συναλλήλως τους κουβέντιαζαν, κι ωστόσο
του Αινεία κυνήγι ο βροντερόφωνος Διομήδης είχε στήσει,
κι ας το 'ξερε πως είχε απάνω του το χέρι απλώσει ο Φοίβος,
Το φοβερό θεό δε σκιάζουνταν, μονάχα λαχταρούσε
τα ξακουστά να πάρει τ᾿ άρματα του Αινεία σκοτώνοντας τον.
Τρεις χύθηκε φορές απάνω του με ορμή να τον σκοτώσει,
και τρεις ο Φοίβος πίσω του 'σπρώξε το λαμπερό σκουτάρι'
μα σύντας χίμιξε και τέταρτην ίδια θεός, ο Φοίβος
ο μακρορίχτης φοβερίζοντας άγρια φωνή του σέρνει:
435 Αἰνείαν κτεῖναι καὶ ἀπὸ κλυτὰ τεύχεα δῦσαι.
τρὶς μὲν ἔπειτ᾿ ἐπόρουσε κατακτάμεναι μενεαίνων,
τρὶς δέ οἱ ἐστυφέλιξε φαεινὴν ἀσπίδ᾿ Ἀπόλλων:
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τὸ τέταρτον ἐπέσσυτο δαίμονι ἶσος,
δεινὰ δ᾿ ὁμοκλήσας προσέφη ἑκάεργος Ἀπόλλων:
440 φράζεο Τυδεί̈δη καὶ χάζεο, μηδὲ θεοῖσιν
ἶσ᾿ ἔθελε φρονέειν, ἐπεὶ οὔ ποτε φῦλον ὁμοῖον
ἀθανάτων τε θεῶν χαμαὶ ἐρχομένων τ᾿ ἀνθρώπων.
ὣς φάτο, Τυδεί̈δης δ᾿ ἀνεχάζετο τυτθὸν ὀπίσσω
μῆνιν ἀλευάμενος ἑκατηβόλου Ἀπόλλωνος.
«Στάσου, Διομήδη, και στοχάσου το, με τους θεούς μη θέλεις
να παραβγαίνεις· των αθάνατων ένα η γενιά δεν είναι
μαθές με των θνητών, που σούρνονται στο χώμα, κάτεχε το!»
Αυτά είπε, κι ο Διομήδης έκανε μια στάλα πίσω τότε,
να λείψει απ᾿ το θυμό του Απόλλωνα του μακροσαγιτάρη.
Μακριά απ᾿ τ᾿ ασκέρια ωστόσο απίθωσεν ο Φοίβος τον Αινεία,
μες στ᾿ άγια Πέργαμα, όπου βρίσκουνταν χτισμένος ο ναός του».
Την ώρα πρυ η Λητώ κι η Αρτέμιδα μαζί η σαϊτεύτρα έστεκαν
στο μέγα το άδυτο από πάνω του γιατροπορεύοντας τον,
ο ασημοδόξαρος Απόλλωνας φτιάνει γοργά ένα σκιάχτρο,
445 Αἰνείαν δ᾿ ἀπάτερθεν ὁμίλου θῆκεν Ἀπόλλων
Περγάμῳ εἰν ἱερῇ, ὅθι οἱ νηός γε τέτυκτο.
ἤτοι τὸν Λητώ τε καὶ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα
ἐν μεγάλῳ ἀδύτῳ ἀκέοντό τε κύδαινόν τε:
αὐτὰρ ὃ εἴδωλον τεῦξ᾿ ἀργυρότοξος Ἀπόλλων
450 αὐτῷ τ᾿ Αἰνείᾳ ἴκελον καὶ τεύχεσι τοῖον,
ἀμφὶ δ᾿ ἄρ᾿ εἰδώλῳ Τρῶες καὶ δῖοι Ἀχαιοὶ
δῄουν ἀλλήλων ἀμφὶ στήθεσσι βοείας
ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήϊά τε πτερόεντα.
δὴ τότε θοῦρον Ἄρηα προσηύδα Φοῖβος Ἀπόλλων:
με τον Αινεία τον ίδιο που 'μοιάζε και στ᾿ άρματά του ακόμα.
Γύρω απ᾿ το σκιάχτρο τούτο αρχίνισαν ο ένας του άλλου να σπάζουν
οι Τρώες κι οι Αργίτες οι αρχοντόγεννοι στα στήθη τους τρογύρα
τα καλοστρόγγυλα σκουτάρια τους και τ᾿ αλαφριά τους σκούδα.
Και τότε ο Φοίβος κράζει ο Απόλλωνας τον αντρειωμένον Άρη:
«Άρη, φονιά κι αιματοστάλαχτε και καστροκαταλύτη,
δε θα μπορούσες απ᾿ τον πόλεμο να βγάλεις το Διομήδη;
τι ετούτος τώρα πια θα τα 'βαζε και με το Δία πατέρα.
Πρώτα ζυγώνοντας ελάβωσε στο χεραρμό την Κύπρη,
μετά, θεός λες κι ήταν, χίμιξε στον ίδιο εμένα πάνω.»
455 Ἆρες Ἄρες βροτολοιγὲ μιαιφόνε τειχεσιπλῆτα,
οὐκ ἂν δὴ τόνδ᾿ ἄνδρα μάχης ἐρύσαιο μετελθὼν
Τυδεί̈δην, ὃς νῦν γε καὶ ἂν Διὶ πατρὶ μάχοιτο;
Κύπριδα μὲν πρῶτα σχεδὸν οὔτασε χεῖρ᾿ ἐπὶ καρπῷ,
αὐτὰρ ἔπειτ᾿ αὐτῷ μοι ἐπέσσυτο δαίμονι ἶσος.
460 ὣς εἰπὼν αὐτὸς μὲν ἐφέζετο Περγάμῳ ἄκρῃ,
Τρῳὰς δὲ στίχας οὖλος Ἄρης ὄτρυνε μετελθὼν
εἰδόμενος Ἀκάμαντι θοῷ ἡγήτορι Θρῃκῶν:
υἱάσι δὲ Πριάμοιο διοτρεφέεσσι κέλευεν:
ὦ υἱεῖς Πριάμοιο διοτρεφέος βασιλῆος
Ως είπε αυτά, ψηλά στα Πέργαμα πηγαίνει και καθίζει,
κι ευτύς ο γαύρος Άρης έτρεξε τους Τρώες για να γκαρδιώσει
με την είδη του λαύρου Ακάμαντα, που αφέντευε στους Θράκες,
και στους υγιούς του Πρίαμου φώναξε τους αρχοντοθρεμμένους:
«Του Πρίαμου, γιοί, του αρχοντογέννητου ρηγάρχη, ως πότε αλήθεια
απ᾿ τους Αργίτες να σκοτώνουνται θ᾿ αφήστε τους δικούς σας;
Μήπως ωσόπου στα καλόχτιστα τα καστροπόρτια φτάσουν
κι εκεί πιαστούν; Του λιονταρόκαρδου του Αγχίση ο γιος ο Αινείας
κρίτεται τώρα, που ως τον Έχτορα τον ετιμούσαμε όλοι.
Μα ομπρός, κι απ᾿ τη σφαγή ας γλιτώσουμε το μέγα σύντροφο μας.»
465 ἐς τί ἔτι κτείνεσθαι ἐάσετε λαὸν Ἀχαιοῖς;
ἦ εἰς ὅ κεν ἀμφὶ πύλῃς εὖ ποιητῇσι μάχωνται;
κεῖται ἀνὴρ ὃν ἶσον ἐτίομεν Ἕκτορι δίῳ
Αἰνείας υἱὸς μεγαλήτορος Ἀγχίσαο:
ἀλλ᾿ ἄγετ᾿ ἐκ φλοίσβοιο σαώσομεν ἐσθλὸν ἑταῖρον.
470 ὣς εἰπὼν ὄτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου.
ἔνθ᾿ αὖ Σαρπηδὼν μάλα νείκεσεν Ἕκτορα δῖον:
Ἕκτορ πῇ δή τοι μένος οἴχεται ὃ πρὶν ἔχεσκες;
φῆς που ἄτερ λαῶν πόλιν ἑξέμεν ἠδ᾿ ἐπικούρων
οἶος σὺν γαμβροῖσι κασιγνήτοισί τε σοῖσι.
Έτσι είπε, κι όλοι επήραν δύναμη και στύλωσε η καρδιά τους,
και τότε ο Σαρπηδόνας άσκημα τον Έχτορα μαλώνει:
«Έχτορα, πες μου, το κουράγιο σου, που 'χες πιο πριν, που πήγε;
Δίχως στρατό και δίχως σύμμαχους εσύ με τους γαμπρούς σου
μαζί καί με τ᾿ αδέρφια σου έλεγες το κάστρο θα κρατούσες.
Μα τώρα δεν μπορώ κανένα τους να ιδώ και να ξεκρίνω'
σα σκύλοι εζάρωσαν και λούφαξαν τρογύρα από λιοντάρι.
Τώρα μονάχα όσοι βρεθήκαμε σύμμαχοι πολεμούμε'
τι σύμμαχος κι εγώ είμαι κι έφτασα μακριάθε ξεκινώντας'
τι είναι μακριά η Λυκία, στο στρουφιχτό του Ξάνθου ρέμα πάνω,
475 τῶν νῦν οὔ τιν᾿ ἐγὼ ἰδέειν δύναμ᾿ οὐδὲ νοῆσαι,
ἀλλὰ καταπτώσσουσι κύνες ὣς ἀμφὶ λέοντα:
ἡμεῖς δὲ μαχόμεσθ᾿ οἵ πέρ τ᾿ ἐπίκουροι ἔνειμεν.
καὶ γὰρ ἐγὼν ἐπίκουρος ἐὼν μάλα τηλόθεν ἥκω:
τηλοῦ γὰρ Λυκίη Ξάνθῳ ἔπι δινήεντι,
480 ἔνθ᾿ ἄλοχόν τε φίλην ἔλιπον καὶ νήπιον υἱόν,
κὰδ δὲ κτήματα πολλά, τὰ ἔλδεται ὅς κ᾿ ἐπιδευής.
ἀλλὰ καὶ ὧς Λυκίους ὀτρύνω καὶ μέμον᾿ αὐτὸς
ἀνδρὶ μαχήσασθαι: ἀτὰρ οὔ τί μοι ἐνθάδε τοῖον
οἷόν κ᾿ ἠὲ φέροιεν Ἀχαιοὶ ἤ κεν ἄγοιεν:
κι έχω αφημένο εκεί το ταίρι μου και το μωρό το γιο μου
και βιος πολύ, που θα το ζήλευε κάθε φτωχός. Μα κι έτσι
γκαρδιώνω τους Λυκιώτες άπαυτα και λαχταρώ κι ατός μου
να κονταροχτυπιέμαι, τίποτα δω πέρα ας μην ορίζω,
για βιος οι Αργίτες να μου πάρουνε για ζά να μου ξεκόψουν.
Κι εσύ μου στέκεις κι ουδέ γνοιάζεσαι τους άλλους να προστάζεις
να μην τσακίσουν, μον᾿ τα ταίρια τους στητοί να διαφεντέψουν.
Μες στου διχτυού τα βρόχια τ᾿ άρπαγα μήπως πιαστείτε ξάφνου,
καί γίνετε όλοι των αντίμαχων διαγούμισμα και κουρσός,
που θα πατήσουν δίχως άργητα το πλούσιο σας το κάστρο.
485 τύνη δ᾿ ἕστηκας, ἀτὰρ οὐδ᾿ ἄλλοισι κελεύεις
λαοῖσιν μενέμεν καὶ ἀμυνέμεναι ὤρεσσι.
μή πως ὡς ἀψῖσι λίνου ἁλόντε πανάγρου
ἀνδράσι δυσμενέεσσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γένησθε:
οἳ δὲ τάχ᾿ ἐκπέρσουσ᾿ εὖ ναιομένην πόλιν ὑμήν.
490 σοὶ δὲ χρὴ τάδε πάντα μέλειν νύκτάς τε καὶ ἦμαρ
ἀρχοὺς λισσομένῳ τηλεκλειτῶν ἐπικούρων
νωλεμέως ἐχέμεν, κρατερὴν δ᾿ ἀποθέσθαι ἐνιπήν.
ὣς φάτο Σαρπηδών, δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μῦθος:
αὐτίκα δ᾿ ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χαμᾶζε,
Μα για όλα τούτα συ να γνοιάζεσαι πρεπό 'ναι μέρα νύχτα,
στους αρχηγούς των πολυδόξαστων προσπέφτοντας συμμάχων,
στη μάχη να κρατιούνται αλύγιστοι—και τις φωνές παράτα!»
Είπε, κι ο λόγος του τον Έχτορα κατάβαθα δαγκώνει,
κι ευτύς επήδηξε απ᾿ τ᾿ αμάξι του συνάρματος στο χώμα,
κι έτρεξε, σειώντας τα κοντάρια του τα σουβλερά, στο ασκέρι,
να μπουν στον πόλεμο φωνάζοντας, κι άγρια ξανάβει μάχη.
Κάνουν κι αυτοί στροφή και στάθηκαν αντίκρα απ᾿ τους Αργίτες.
Κι οι Αργίτες μαζωχτοί κρατήθηκαν, δεν το 'βαλαν στα πόδια.
Κι όπως ο αγέρας παίρνει τ᾿ άχερο μες στ᾿ αγιασμένα αλώνια,
495 πάλλων δ᾿ ὀξέα δοῦρα κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντῃ
ὀτρύνων μαχέσασθαι, ἔγειρε δὲ φύλοπιν αἰνήν.
οἳ δ᾿ ἐλελίχθησαν καὶ ἐναντίοι ἔσταν Ἀχαιῶν:
Ἀργεῖοι δ᾿ ὑπέμειναν ἀολλέες οὐδὲ φόβηθεν.
ὡς δ᾿ ἄνεμος ἄχνας φορέει ἱερὰς κατ᾿ ἀλωὰς
500 ἀνδρῶν λικμώντων, ὅτε τε ξανθὴ Δημήτηρ
κρίνῃ ἐπειγομένων ἀνέμων καρπόν τε καὶ ἄχνας,
αἳ δ᾿ ὑπολευκαίνονται ἀχυρμιαί: ὣς τότ᾿ Ἀχαιοὶ
λευκοὶ ὕπερθε γένοντο κονισάλῳ, ὅν ῥα δι᾿ αὐτῶν
οὐρανὸν ἐς πολύχαλκον ἐπέπληγον πόδες ἵππων
σύντας λιχνίζουν, και στο φύσημα του ανέμου ξεχωρίζει
η ξανθή Δήμητρα από τ᾿ άχερο το στάρι, καί λευκαίνει
η άχνη τη γης, όπου στοιβάζεται᾿ το ίδιο κι οι Αργίτες άσπροι
από τη σκόνη ως πάνω βρέθηκαν, που ασκώναν κάτωθέ τους
ψηλά ως τον ουρανό το χάλκινο τα πόδια των αλόγων,
έτσι ξανά που σμίξαν, κι έστρεφαν οι αμαξολάτες τ᾿ άτια'
κι ο ένας στον άλλο αντίκρυ εμάχουνταν. Νύχτα βαθιά από πάνω
στη μάχη ο γαύρος Άρης άπλωνε, στους Τρώες να δώσει χέρι,
κι ολούθε πιλαλώντας τέλευε του Φοίβου τις αρμήνιες,
του μαλαμοσπαθάρη Απόλλωνα, που του 'χε παραγγείλει
505 ἂψ ἐπιμισγομένων: ὑπὸ δ᾿ ἔστρεφον ἡνιοχῆες.
οἳ δὲ μένος χειρῶν ἰθὺς φέρον: ἀμφὶ δὲ νύκτα
θοῦρος Ἄρης ἐκάλυψε μάχῃ Τρώεσσιν ἀρήγων
πάντοσ᾿ ἐποιχόμενος: τοῦ δ᾿ ἐκραίαινεν ἐφετμὰς
Φοίβου Ἀπόλλωνος χρυσαόρου, ὅς μιν ἀνώγει
510 Τρωσὶν θυμὸν ἐγεῖραι, ἐπεὶ ἴδε Παλλάδ᾿ Ἀθήνην
οἰχομένην: ἣ γάρ ῥα πέλεν Δαναοῖσιν ἀρηγών.
αὐτὸς δ᾿ Αἰνείαν μάλα πίονος ἐξ ἀδύτοιο
ἧκε, καὶ ἐν στήθεσσι μένος βάλε ποιμένι λαῶν.
Αἰνείας δ᾿ ἑτάροισι μεθίστατο: τοὶ δὲ χάρησαν,
ξανά στους Τρώες να δώσει ανάκαρα, την Αθηνά Παλλάδα
να φεύγει ως είδε, που παράστεκε βοηθώντας τους Αργίτες.
Ωστόσο εκείνος από τ᾿ άδυτο το μυριοπλούσιο βγάζει
το ρήγα Αινεία, και μες στα στήθη του καινούργια αντρεία φυτεύει.
Και βρέθη ο Αινείας μες στους συντρόφους του, κι εκείνοι αναγάλλιασαν,
θωρώντας ζωντανός κι αλάβωτος να τους σιμώνει πάλε,
κι αντρεία γεμάτος· μα δε ρώτησε κανείς τους τι είχε γίνει'
καιρό δεν είχαν απ᾿ τον πόλεμο, που ο καταλύτης Άρης
κι ο Ασημοδόξαρος τους σήκωναν κι η φρενιασμένη Αμάχη.
Ωστόσο οι Δαναοί απ᾿ τους Αίαντες, τον Οδυσσέα το γαύρο
515 ὡς εἶδον ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα προσιόντα
καὶ μένος ἐσθλὸν ἔχοντα: μετάλλησάν γε μὲν οὔ τι.
οὐ γὰρ ἔα πόνος ἄλλος, ὃν ἀργυρότοξος ἔγειρεν
Ἄρης τε βροτολοιγὸς Ἔρις τ᾿ ἄμοτον μεμαυῖα.
τοὺς δ᾿ Αἴαντε δύω καὶ Ὀδυσσεὺς καὶ Διομήδης
520 ὄτρυνον Δαναοὺς πολεμιζέμεν: οἳ δὲ καὶ αὐτοὶ
οὔτε βίας Τρώων ὑπεδείδισαν οὔτε ἰωκάς,
ἀλλ᾿ ἔμενον νεφέλῃσιν ἐοικότες ἅς τε Κρονίων
νηνεμίης ἔστησεν ἐπ᾿ ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν
ἀτρέμας, ὄφρ᾿ εὕδῃσι μένος Βορέαο καὶ ἄλλων
και το Διομήδη ξεσηκώνουνταν να πολεμούν κι ατοί τους'
των Τρωών τη δύναμη δε σκιάζουνταν μηδέ και τα γιουρούσια.
Σα σύγνεφα έστεκαν ασάλευτοι, που ο γιος του Κρόνου στήνει
πα στων βουνών ψηλά τ᾿ ακρόκορφα σε άπανεμιά, και διόλου
δε σειούνται, όσο ο βοριάς κι οι επίλοιποι κοιμούνται ακόμα άνεμοι'
μα σύντας σηκωθούν φρενιάζοντας με τ᾿ άγρια σφουριχτά τους
δεξιά ζερβά σκορπούν τα σύγνεφα τα γισκιοφορτωμένα'
όμοια στέκονταν στέριοι ουδ᾿ έφευγαν μπροστά στους Τρώες οι Αργίτες'
κι ολούθε ο γιος του Ατρέα τριγύριζε γκαρδιώνοντας το ασκέρι:
«Άντρες φανείτε, φίλοι, κι όλοι σας κλείστε αςντριγιά στα στήθη,
525 ζαχρειῶν ἀνέμων, οἵ τε νέφεα σκιόεντα
πνοιῇσιν λιγυρῇσι διασκιδνᾶσιν ἀέντες:
ὣς Δαναοὶ Τρῶας μένον ἔμπεδον οὐδὲ φέβοντο.
Ἀτρεί̈δης δ᾿ ἀν᾿ ὅμιλον ἐφοίτα πολλὰ κελεύων:
ὦ φίλοι ἀνέρες ἔστε καὶ ἄλκιμον ἦτορ ἕλεσθε,
530 ἀλλήλους τ᾿ αἰδεῖσθε κατὰ κρατερὰς ὑσμίνας:
αἰδομένων ἀνδρῶν πλέονες σόοι ἠὲ πέφανται:
φευγόντων δ᾿ οὔτ᾿ ἂρ κλέος ὄρνυται οὔτε τις ἀλκή.
ἦ καὶ ἀκόντισε δουρὶ θοῶς, βάλε δὲ πρόμον ἄνδρα
Αἰνείω ἕταρον μεγαθύμου Δηϊκόωντα
κι ο ένας στον άλλο μπρος ας ντρέπεται στις άγριες μάχες μέσα᾿
τι όσοι κρατούν ντροπή δε χάνουνται, μα οι πιότεροι γλιτώνουν
κι όσοι τσακίζουν δε δοξάζουνται και γλιτωμό δε βρίσκουν.»
Είπε, και ρίχνει δίχως άργητα, και βρίσκει ένα ρηγάρχη,
του Αινεία το σύντροφο του αντρόκαρδου, Δηκόωντας τ᾿ όνομά του,
το γιο του Πέργασου, που σέβουνταν, του Πρίαμου γιος σαν να 'ταν,
οι Τρώες, τι αλήθεια γοργοκίνητος χτυπιόταν μες στους πρώτους.
Κι ως ρίχνει ο ρήγας Αγαμέμνονας, τον βρίσκει στο σκουτάρι,
κι αυτό το χτύπημα δε βάσταξε, μέσα ο χαλκός εδιάβη,
και σκίζοντας τη ζώνη εχώθηκε βαθιά στο κατωκοίλι.
535 Περγασίδην, ὃν Τρῶες ὁμῶς Πριάμοιο τέκεσσι
τῖον, ἐπεὶ θοὸς ἔσκε μετὰ πρώτοισι μάχεσθαι.
τόν ῥα κατ᾿ ἀσπίδα δουρὶ βάλε κρείων Ἀγαμέμνων:
ἣ δ᾿ οὐκ ἔγχος ἔρυτο, διὰ πρὸ δὲ εἴσατο χαλκός,
νειαίρῃ δ᾿ ἐν γαστρὶ διὰ ζωστῆρος ἔλασσε:
540 δούπησεν δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε᾿ ἐπ᾿ αὐτῷ.
ἔνθ᾿ αὖτ᾿ Αἰνείας Δαναῶν ἕλεν ἄνδρας ἀρίστους
υἷε Διοκλῆος Κρήθωνά τε Ὀρσίλοχόν τε,
τῶν ῥα πατὴρ μὲν ἔναιεν ἐϋκτιμένῃ ἐνὶ Φηρῇ
ἀφνειὸς βιότοιο, γένος δ᾿ ἦν ἐκ ποταμοῖο
Βαρύς σωριάστη κι από πάνω του βρόντηξαν τ᾿ άρματά του.
Ωστόσο ο Αινείας δυο Αργίτες σκότωσεν, από τους πιο αντρειωμένους,
τον Κρήθωνα και τον Ορτίλοχο, που ο κύρης τους κραζόταν
Διοκλής και ζούσε στην καλόχτιστη Φηρή, τρανός στα πλούτη'
απ'τον Αλφειό κρατούσε η ρίζα του, τον ποταμό που τρέχει
φαρδύς, περνώντας την πυλιώτικη τη χώρα πέρα ως πέρα.
Δικός του γιος ήταν ο Ορτίλοχος, που αφέντευε χιλιάδες,
κι ο Ορτίλοχος τον αντροδύναμο Διοκλή γεννάει, και πάλε
απ᾿ το Διοκλή στον κόσμο πρόβαλαν δυο αγόρια από μιά γέννα,
ο Κρήθωνας μαζί κι ο Οστίλονος, της μάχης κατεχάροι.
545 Ἀλφειοῦ, ὅς τ᾿ εὐρὺ ῥέει Πυλίων διὰ γαίης,
ὃς τέκετ᾿ Ὀρτίλοχον πολέεσσ᾿ ἄνδρεσσιν ἄνακτα:
Ὀρτίλοχος δ᾿ ἄρ᾿ ἔτικτε Διοκλῆα μεγάθυμον,
ἐκ δὲ Διοκλῆος διδυμάονε παῖδε γενέσθην,
Κρήθων Ὀρσίλοχός τε μάχης εὖ εἰδότε πάσης.
550 τὼ μὲν ἄρ᾿ ἡβήσαντε μελαινάων ἐπὶ νηῶν
Ἴλιον εἰς εὔπωλον ἅμ᾿ Ἀργείοισιν ἑπέσθην,
τιμὴν Ἀτρεί̈δῃς Ἀγαμέμνονι καὶ Μενελάῳ
ἀρνυμένω: τὼ δ᾿ αὖθι τέλος θανάτοιο κάλυψεν.
οἵω τώ γε λέοντε δύω ὄρεος κορυφῇσιν
Στην πρώτη τούτοι απάνω νιότη τους μες στα καράβια εμπήκαν
στην Τροία να παν την καλοφόραδη μαζί με τους Αργίτες'
τους γιους του Ατρέα, τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο, θέλαν
να γδικιωθοϋν κι αυτοί, μα ο θάνατος να που τους βρήκε τώρα.
Σα δυο λιοντάρια που τ᾿ ανάθρεψε ψηλά σε κορφοβούνια
μια λιόντισσα βαθιά στο σύλλογγο θεριακωμένου δάσου,
κι αυτά χιμούν και βόδια αρπάζουνε κι αρνιά καλοθρεμμένα,
του κόσμου τα μαντριά ρημάζοντας, ως που κι αυτά μια μέρα
να τα σκοτώσουν οι τσοπάνηδες με σουβλερά κοντάρια'
όμοια κι αυτούς τους δυο τους χάλασαν του Αινεία τα χέρια τότε
555 ἐτραφέτην ὑπὸ μητρὶ βαθείης τάρφεσιν ὕλης:
τὼ μὲν ἄρ᾿ ἁρπάζοντε βόας καὶ ἴφια μῆλα
σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραί̈ζετον, ὄφρα καὶ αὐτὼ
ἀνδρῶν ἐν παλάμῃσι κατέκταθεν ὀξέϊ χαλκῷ:
τοίω τὼ χείρεσσιν ὑπ᾿ Αἰνείαο δαμέντε
560 καππεσέτην, ἐλάτῃσιν ἐοικότες ὑψηλῇσι.
τὼ δὲ πεσόντ᾿ ἐλέησεν ἀρηί̈φιλος Μενέλαος,
βῆ δὲ διὰ προμάχων κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ
σείων ἐγχείην: τοῦ δ᾿ ὄτρυνεν μένος Ἄρης,
τὰ φρονέων ἵνα χερσὶν ὑπ᾿ Αἰνείαο δαμείη.
και καταγής του μακρού απλώθηκαν σαν τ᾿ αψηλά τα ελάτια.
Κι ως έπεσαν, ο πολεμόχαρος Μενέλαος τους λυπήθη'
γοργά κινάει μεσ᾿ απ᾿ τους πρόμαχους με αστραποβόλο κράνος
κουνώντας άγρια το κοντάρι του᾿ του ξάναβε τη λύσσα
ο Άρης, που του 'θελε το θάνατο κάτω απ᾿ του Αινεία τα χέρια.
Όμως ο Αντίλοχος, του αντρόκαρδου Νεστόρου ο γιος, τον είδε'
ευτύς κινάει μεσ᾿ απ᾿ τους πρόμαχους, τι είχε έγνοια, ο βασιλιάς τους
μην πάθει τίποτα κι οι κόποι τους παν έτσι πια του ανέμου.
Κι όπως εκείνοι οι δυο τα χέρια τους και τα κοντάρια ασκώναν
τα μυτερά κι αντικριστήκανε να κονταροκρουστούνε,
565 τὸν δ᾿ ἴδεν Ἀντίλοχος μεγαθύμου Νέστορος υἱός,
βῆ δὲ διὰ προμάχων: περὶ γὰρ δίε ποιμένι λαῶν
μή τι πάθοι, μέγα δέ σφας ἀποσφήλειε πόνοιο.
τὼ μὲν δὴ χεῖράς τε καὶ ἔγχεα ὀξυόεντα
ἀντίον ἀλλήλων ἐχέτην μεμαῶτε μάχεσθαι:
570 Ἀντίλοχος δὲ μάλ᾿ ἄγχι παρίστατο ποιμένι λαῶν.
Αἰνείας δ᾿ οὐ μεῖνε θοός περ ἐὼν πολεμιστὴς
ὡς εἶδεν δύο φῶτε παρ᾿ ἀλλήλοισι μένοντε.
οἳ δ᾿ ἐπεὶ οὖν νεκροὺς ἔρυσαν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν,
τὼ μὲν ἄρα δειλὼ βαλέτην ἐν χερσὶν ἑταίρων,
σίμωσε ο Αντίλοχος και στάθηκε στο ρήγα πλάι, και τότε'
ο Αινείας δεν κράτησε, πολέμαρχος κι ας ήταν ψυχωμένος,
τους δυο τους άντρες αναντιάζοντας να παραστέκουν δίπλα.
Κι αυτοί τους δυο νεκρούς ως τράβηξαν προς τους Αργίτες πίσω,
τους παραδώσαν τους κακότυχους στα χέρια των συντρόφων
μετά στραφήκαν, με τους πρόμαχους να πολεμήσουν πάλε.
Τον Πυλαιμένη τότε σκότωσαν, που αμάχουνταν σαν Άρης,
των Παφλαγόνων, των αντρόκαρδων πολεμιστών, το ρήγα.
Ο γιος του Ατρέα Μενέλαος του 'ριξε, στις κονταριές ο πρώτος,
κι εκεί που στέκουνταν τον πέτυχε στο κλειδοκόκαλό του.
575 αὐτὼ δὲ στρεφθέντε μετὰ πρώτοισι μαχέσθην.
ἔνθα Πυλαιμένεα ἑλέτην ἀτάλαντον Ἄρηϊ
ἀρχὸν Παφλαγόνων μεγαθύμων ἀσπιστάων.
τὸν μὲν ἄρ᾿ Ἀτρεί̈δης δουρικλειτὸς Μενέλαος
ἑσταότ᾿ ἔγχεϊ νύξε κατὰ κληῖ̈δα τυχήσας:
580 Ἀντίλοχος δὲ Μύδωνα βάλ᾿ ἡνίοχον θεράποντα
ἐσθλὸν Ἀτυμνιάδην: ὃ δ᾿ ὑπέστρεφε μώνυχας ἵππους:
χερμαδίῳ ἀγκῶνα τυχὼν μέσον: ἐκ δ᾿ ἄρα χειρῶν
ἡνία λεύκ᾿ ἐλέφαντι χαμαὶ πέσον ἐν κονίῃσιν.
Ἀντίλοχος δ᾿ ἄρ᾿ ἐπαί̈ξας ξίφει ἤλασε κόρσην:
Του Μύδωνα απ᾿ την άλλη ο Αντίλοχος του αμαξολάτη ρίχνει,
του γιου του Ατύμνιου, τα μονόνυχα φαριά καθώς γυρνούσε,
μ᾿ ένα λιθάρι, και μεσαγκωνα τον βρήκε, κι απ᾿ τα χέρια
στη σκόνη του 'πεσαν τα νιόλουρα τα λευκοφιλντισένια.
Με το σπαθί χιμίζει ο Αντίλοχος και στο μελίγγι απάνω
του δίνει μια, κι αυτός ρουχνίζοντας πετιέται από τ᾿ αμάξι
και βρέθη ορθός, με το κεφάλι του και με τους ώμους κάτω.
Ώρα στεκόταν έτσι, τι έτυχε σε άμμο βαθιά να πέσει,
ωσόπου σπρώχνοντας τον τ᾿ άλογα τον ξάπλωσαν στις σκόνες᾿
μετά με το μαστίγι ο Αντίλοχος τα φέρνει στους Αργίτες.
585 αὐτὰρ ὅ γ᾿ ἀσθμαίνων εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου
κύμβαχος ἐν κονίῃσιν ἐπὶ βρεχμόν τε καὶ ὤμους.
δηθὰ μάλ᾿ ἑστήκει: τύχε γάρ ῥ᾿ ἀμάθοιο βαθείης:
ὄφρ᾿ ἵππω πλήξαντε χαμαὶ βάλον ἐν κονίῃσι:
τοὺς ἵμασ᾿ Ἀντίλοχος, μετὰ δὲ στρατὸν ἤλασ᾿ Ἀχαιῶν.
590 τοὺς δ᾿ Ἕκτωρ ἐνόησε κατὰ στίχας, ὦρτο δ᾿ ἐπ᾿ αὐτοὺς
κεκλήγων: ἅμα δὲ Τρώων εἵποντο φάλαγγες
καρτεραί: ἦρχε δ᾿ ἄρα σφιν Ἄρης καὶ πότνι᾿ Ἐνυώ,
ἣ μὲν ἔχουσα Κυδοιμὸν ἀναιδέα δηϊοτῆτος,
Ἄρης δ᾿ ἐν παλάμῃσι πελώριον ἔγχος ἐνώμα,
Κι όπως τους είδε ο μέγας Έχτορας μες στις γραμμές, χουγιάζει
και πέφτει απάνω τους, κι οι φάλαγγες των Τρωών ξοπίσω ερχόνταν,
λύσσα γεμάτες· ο Άρης έτρεχε κι η Χουγιαχτώ μπροστά τους,
αύτη τη χλαλοή του αδιάντροπου πολέμου κουβαλώντας,
κι ο Άρης κουνούσε ένα θεόρατο κοντάρι στις παλάμες,
κι έτρεχε πότε ομπρός στον Έχτορα και πότε πίσω πάλε.
Καθώς τους είδε ο βροντερόφωνος Διομήδης, σύγκρυο του 'ρθε.
Πώς άνθρωπος διαβαίνει αβοήθητος κάμπο πλατύ, και στέκει
μπρος σε ποτάμι γοργορέματο, στη θάλασσα που τρέχει,
με αφρούς να χοχλακάει θωρώντας το, και πίσω αναδρομίζει'
595 φοίτα δ᾿ ἄλλοτε μὲν πρόσθ᾿ Ἕκτορος, ἄλλοτ᾿ ὄπισθε.
τὸν δὲ ἰδὼν ῥίγησε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης:
ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ἀνὴρ ἀπάλαμνος ἰὼν πολέος πεδίοιο
στήῃ ἐπ᾿ ὠκυρόῳ ποταμῷ ἅλα δὲ προρέοντι
ἀφρῷ μορμύροντα ἰδών, ἀνά τ᾿ ἔδραμ᾿ ὀπίσσω,
600 ὣς τότε Τυδεί̈δης ἀνεχάζετο, εἶπέ τε λαῷ:
ὦ φίλοι οἷον δὴ θαυμάζομεν Ἕκτορα δῖον
αἰχμητήν τ᾿ ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστήν:
τῷ δ᾿ αἰεὶ πάρα εἷς γε θεῶν, ὃς λοιγὸν ἀμύνει:
καὶ νῦν οἱ πάρα κεῖνος Ἄρης βροτῷ ἀνδρὶ ἐοικώς.
όμοια ο Διομήδης πίσω εγύρισε και λέει στους συντρόφους του:
« Φίλοι, γιατί μωροθαμάζουμε του αρχοντικού του Εχτόρου
τη μαστοριά στο κονταρόκρουσμα και το τρανό κουράγιο;
Κάποιος θεός τον παραστέκεται και τον γλιτώνει πάντα.
Και τώρα να τος, ο Άρης δίπλα του με ανθρώπου θώρι στέκει.
Ομπρός, και δίχως᾿ να γυρίσετε τις πλάτες για τραβάτε
πίσω σιγά, και μη γυρεύετε με τους θεούς πολέμους.»
Έτσι μιλούσε, ωστόσο βρέθηκαν κιόλας οι Τρώες μπροστά τους,
κι ο Έχτορας τότε δυο πολέμαρχους σκοτώνει, το Μενέσθη
και τον Αγχίαλο, που στεκόντουσαν στο ίδιο το αμάξι μέσα.
605 ἀλλὰ πρὸς Τρῶας τετραμμένοι αἰὲν ὀπίσσω
εἴκετε, μηδὲ θεοῖς μενεαινέμεν ἶφι μάχεσθαι.
ὣς ἄρ᾿ ἔφη, Τρῶες δὲ μάλα σχεδὸν ἤλυθον αὐτῶν.
ἔνθ᾿ Ἕκτωρ δύο φῶτε κατέκτανεν εἰδότε χάρμης
εἰν ἑνὶ δίφρῳ ἐόντε, Μενέσθην Ἀγχίαλόν τε.
610 τὼ δὲ πεσόντ᾿ ἐλέησε μέγας Τελαμώνιος Αἴας:
στῆ δὲ μάλ᾿ ἐγγὺς ἰών, καὶ ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ,
καὶ βάλεν Ἄμφιον Σελάγου υἱόν, ὅς ῥ᾿ ἐνὶ Παισῷ
ναῖε πολυκτήμων πολυλήϊος: ἀλλά ἑ μοῖρα
ἦγ᾿ ἐπικουρήσοντα μετὰ Πρίαμόν τε καὶ υἷας.
Κι ο μέγας τελαμώνιος Αίαντας, πονώντας το χαμό τους,
κοντά κοντά τους πήγε κι έριξε το αστραφτερό κοντάρι,
και πέτυχε το γιο του Σέλαγου, τον Άμφιο, που 'χε πλήθος
κοπάδια, πλήθος είχε χτήματα στην Απαισό, μα η μοίρα
διαφεντευτής να 'ρθεί τον έσπρωχνε στον Πρίαμο και στους γιους του.
Και τώρα στο ζωστάρι του 'ριξεν ο τελαμώνιος Αίας
και κάτω εχώθη το μακροίσκιωτο κοντάρι στην κοιλιά του.
Πέφτει με βρόντο, κι ο Αίας ο ανέφοβος να γδύσει τ᾿ άρματά του
τρέχει γοργά, βροχή κι ας του 'ριχναν τα σουβλερά, φλογάτα
κοντάρια οί Τρώες, που το σκουτάρι του περίσσια εδέχτη απάνω.
615 τόν ῥα κατὰ ζωστῆρα βάλεν Τελαμώνιος Αἴας,
νειαίρῃ δ᾿ ἐν γαστρὶ πάγη δολιχόσκιον ἔγχος,
δούπησεν δὲ πεσών: ὃ δ᾿ ἐπέδραμε φαίδιμος Αἴας
τεύχεα συλήσων: Τρῶες δ᾿ ἐπὶ δούρατ᾿ ἔχευαν
ὀξέα παμφανόωντα: σάκος δ᾿ ἀνεδέξατο πολλά.
620 αὐτὰρ ὃ λὰξ προσβὰς ἐκ νεκροῦ χάλκεον ἔγχος
ἐσπάσατ': οὐδ᾿ ἄρ᾿ ἔτ᾿ ἄλλα δυνήσατο τεύχεα καλὰ
ὤμοιιν ἀφελέσθαι: ἐπείγετο γὰρ βελέεσσι.
δεῖσε δ᾿ ὅ γ᾿ ἀμφίβασιν κρατερὴν Τρώων ἀγερώχων,
οἳ πολλοί τε καὶ ἐσθλοὶ ἐφέστασαν ἔγχε᾿ ἔχοντες,
Κι απ᾿ το νεκρό κορμί, πατώντας το, το χάλκινο κοντάρι
όξω τραβάει, μ᾿ από τους ώμους του δεν πρόφτασε να βγάλει
την ώρια αρμάτα, τι τον ζόριζαν ολόγυρα οι ριξιές τους.
Φοβήθηκε τους Τρώες τους πέρφανους—μπας και στενά τον ζώσουν,
που πλήθος κι αντρειωμένοι στέκουνταν μπροστά του αρματωμένοι'
κι όσο κι αν ήταν γιγαντόκορμος και παλικάρι κι άντρας,
πέρα τον σπρώξαν, και τα σάστισε και πισωβηματίζει.
Να πώς πάλευαν τούτοι ανέσπλαχνα στην άγρια μάχη· ωστόσο
τον ηρακλείδη τον Τληπόλεμο, τον αντρειανό, το μέγα,
έσπρωξε η Μοίρα η τρανοδύναμη στο Σαρπηδόνα απάνω.
625 οἵ ἑ μέγαν περ ἐόντα καὶ ἴφθιμον καὶ ἀγαυὸν
ὦσαν ἀπὸ σφείων: ὃ δὲ χασσάμενος πελεμίχθη.
ὣς οἳ μὲν πονέοντο κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην:
Τληπόλεμον δ᾿ Ἡρακλεί̈δην ἠύ̈ν τε μέγαν τε
ὦρσεν ἐπ᾿ ἀντιθέῳ Σαρπηδόνι μοῖρα κραταιή.
630 οἳ δ᾿ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾿ ἀλλήλοισιν ἰόντες
υἱός θ᾿ υἱωνός τε Διὸς νεφεληγερέταο,
τὸν καὶ Τληπόλεμος πρότερος πρὸς μῦθον ἔειπε:
Σαρπῆδον Λυκίων βουληφόρε, τίς τοι ἀνάγκη
πτώσσειν ἐνθάδ᾿ ἐόντι μάχης ἀδαήμονι φωτί;
Κι όπως τρεχάτοι κοντοζύγωσαν χιμώντας ο ένας του άλλου,
— γιος ο ένας ήταν κι ο άλλος εγγονός του Νεφελοστοιβάχτη—
πιο πρώτα μίλησε ο Τληπόλεμος και λέει του Σαρπηδόνα:
« Ποια ανάγκη, Σαρπηδόνα, σ᾿ έσπρωξε, των Λυκιωτών ρηγάρχη,
μια 'που 'σαι του πολέμου ακάτεχος, δω πέρα να ζαρώνεις;
Ψέματα λένε πως σε γέννησεν ο βροντοσκουταράτος
ο Δίας. Πολλά στ᾿ αλήθεια σου 'λειψαν για να 'σαι συ από κείνους
τους άντρες που απ᾿ το Δία γεννήθηκαν σε χρόνια περασμένα.
Για τον τρανό ποτέ δεν άκουσες τον Ηρακλή να λένε,
τον αντρειωμένο, λιονταρόκαρδο πατέρα έμενα, ως τώρα;
635 ψευδόμενοι δέ σέ φασι Διὸς γόνον αἰγιόχοιο
εἶναι, ἐπεὶ πολλὸν κείνων ἐπιδεύεαι ἀνδρῶν
οἳ Διὸς ἐξεγένοντο ἐπὶ προτέρων ἀνθρώπων:
ἀλλ᾿ οἷόν τινά φασι βίην Ἡρακληείην
εἶναι, ἐμὸν πατέρα θρασυμέμνονα θυμολέοντα:
640 ὅς ποτε δεῦρ᾿ ἐλθὼν ἕνεχ᾿ ἵππων Λαομέδοντος
ἓξ οἴῃς σὺν νηυσὶ καὶ ἀνδράσι παυροτέροισιν
Ἰλίου ἐξαλάπαξε πόλιν, χήρωσε δ᾿ ἀγυιάς:
σοὶ δὲ κακὸς μὲν θυμός, ἀποφθινύθουσι δὲ λαοί.
οὐδέ τί σε Τρώεσσιν ὀί̈ομαι ἄλκαρ ἔσεσθαι
Κάποτε εδώ του Λαομέδοντα να πάρει τ᾿ άτια εδιάβη
κι είχε έξι μοναχά πλεούμενα και λιγοστούς συντρόφους.
Το κάστρο ωστόσο το διαγούμισε κι ερήμωσε τις στράτες.
Μα εσύ καρδιά δεν έχεις, ρήμαξες και τους συντρόφους σου έτσι,
κι ουδέ φαντάζομαι πώς φτάνοντας απ᾿ τη Λυκία θα φέρεις
στους Τρώες ξαλάφρωμα, άντροδύναμος πολύ μαθές κι αν είσαι
μον᾿ σκοτωμένος άπ᾿ το χέρι μου θα κατεβείς στον Άδη.»
Κι ο Σαρπηδόνας του αποκρίθηκε, των Λυκιωτών ο ρήγας:
«Αλήθεια πάτησε, Τληπόλεμε, την Τροία την άγια εκείνος,
από αμυαλιά του Λαομέδοντα του αρχοντογεννημενού,
645 ἐλθόντ᾿ ἐκ Λυκίης, οὐδ᾿ εἰ μάλα καρτερός ἐσσι,
ἀλλ᾿ ὑπ᾿ ἐμοὶ δμηθέντα πύλας Ἀί̈δαο περήσειν.
τὸν δ᾿ αὖ Σαρπηδὼν Λυκίων ἀγὸς ἀντίον ηὔδα:
Τληπόλεμ᾿ ἤτοι κεῖνος ἀπώλεσεν Ἴλιον ἱρὴν
ἀνέρος ἀφραδίῃσιν ἀγαυοῦ Λαομέδοντος,
650 ὅς ῥά μιν εὖ ἕρξαντα κακῷ ἠνίπαπε μύθῳ,
οὐδ᾿ ἀπέδωχ᾿ ἵππους, ὧν εἵνεκα τηλόθεν ἦλθε.
σοὶ δ᾿ ἐγὼ ἐνθάδε φημὶ φόνον καὶ κῆρα μέλαιναν
ἐξ ἐμέθεν τεύξεσθαι, ἐμῷ δ᾿ ὑπὸ δουρὶ δαμέντα
εὖχος ἐμοὶ δώσειν, ψυχὴν δ᾿ Ἄϊδι κλυτοπώλῳ.
που το καλό που εκείνος του 'κανε το αντίμεψε με λόγια.
κακά, και τ᾿ άλογα του αρνήθηκε, που αλάργα ήρθε να πάρει.
Μα τώρα εσύ από μένα θάνατο θα βρεις και μαύρη μοίρα·
θα σε σκοτώσει το κοντάρι μου, σ᾿ το λέω, και θα χαρίσεις
δόξα σε με, στον καλοφόραδο τον Άδη τη ζωή σου.»
Τέτοια μιλάει, μα κι ο Τληπόλεμος το φράξινο κοντάρι
ψηλά σηκώνει, και τινάχτηκαν τα ολόμακρα κοντάρια
μαζί απ᾿ τα χέρια τους. Και πέτυχε τον άλλο ο Σαρπηδόνας
στη μέση του λαιμού, κι ο ολόπικρος βγήκε χαλός ως πέρα,
κι ευτύς τα μάτια κατασκότεινη του αποσκεπάζει νύχτα.
655 ὣς φάτο Σαρπηδών, ὃ δ᾿ ἀνέσχετο μείλινον ἔγχος
Τληπόλεμος: καὶ τῶν μὲν ἁμαρτῇ δούρατα μακρὰ
ἐκ χειρῶν ἤϊξαν: ὃ μὲν βάλεν αὐχένα μέσσον
Σαρπηδών, αἰχμὴ δὲ διαμπερὲς ἦλθ᾿ ἀλεγεινή:
τὸν δὲ κατ᾿ ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψε.
660 Τληπόλεμος δ᾿ ἄρα μηρὸν ἀριστερὸν ἔγχεϊ μακρῷ
βεβλήκειν, αἰχμὴ δὲ διέσσυτο μαιμώωσα
ὀστέω ἐγχριμφθεῖσα, πατὴρ δ᾿ ἔτι λοιγὸν ἄμυνεν.
οἳ μὲν ἄρ᾿ ἀντίθεον Σαρπηδόνα δῖοι ἑταῖροι
ἐξέφερον πολέμοιο: βάρυνε δέ μιν δόρυ μακρὸν
Μα κι ο Τληπόλεμος τον χτύπησε με το μακρύ κοντάρι
πα στο ζερβό μερί, και χώθηκε βαθιά ο χαλός με λύσσα
ως μες στο κόκαλο, μα ο κύρης του τον γλίτωσε προσώρας.
Τότε οι σύντροφοι οι αρχοντογέννητοι το θείο το Σαρπηδόνα
όξω απ᾿ τον πόλεμο τον τράβηξαν μα το μακρύ κοντάρι
τον βάραινε, ως σερνόταν, τι ένας τους δεν πρόσεξε, δεν είπε
να βγάλει απ᾿ το μερί το φράξινο κοντάρι, να πατήσει,
μες στη βιασύνη τους· τους έπνιγε βαριά μαθές η ανάγκη.
Οι Αργίτες πάλε τον Τληπόλεμο τραβούσαν οι αντρειωμένοι
κι όξω απ᾿ τον πόλεμο τον έβγαλαν κι ως ο Οδυσσέας τον είδε,
665 ἑλκόμενον: τὸ μὲν οὔ τις ἐπεφράσατ᾿ οὐδὲ νόησε
μηροῦ ἐξερύσαι δόρυ μείλινον ὄφρ᾿ ἐπιβαίη
σπευδόντων: τοῖον γὰρ ἔχον πόνον ἀμφιέποντες.
Τληπόλεμον δ᾿ ἑτέρωθεν ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοὶ
ἐξέφερον πολέμοιο: νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς
670 τλήμονα θυμὸν ἔχων, μαίμησε δέ οἱ φίλον ἦτορ:
μερμήριξε δ᾿ ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν
ἢ προτέρω Διὸς υἱὸν ἐριγδούποιο διώκοι,
ἦ ὅ γε τῶν πλεόνων Λυκίων ἀπὸ θυμὸν ἕλοιτο.
οὐδ᾿ ἄρ᾿ Ὀδυσσῆϊ μεγαλήτορι μόρσιμον ἦεν
ο αρχοντικός, ο καρτερόψυχος, ταράχτηκε η καρδιά του,
και διαλογίστη μες στα φρένα του και μέσα στην ψυχή του,
να κυνηγήσει του βροντόχαρου του Δία το γιο πιο πέρα,
για να σκοτώσει πλήθος, πέφτοντας απάνω στους Λυκιώτες.
Μα του Οδυσσέα του λιονταρόκαρδου γραφτό μαθές δεν ήταν
απ᾿ το χαλκό του ο γιος ο πέρφανος του Δία νεκρός να πέσει,
κι έτσι η Αθηνά τη γνώμη του 'στρέψε στων Λυκιωτών το πλήθος.
Τον Κοίρανο και τον Αλάστορα και το Χρομίο σκοτώνει,
τον Άλκαντρο και το Νοήμονα, τον Πρύτανη, τον Άλιο'
κι ακόμα πιότερους θα σκότωνε Λυκιώτες ο Οδυσσέας,
675 ἴφθιμον Διὸς υἱὸν ἀποκτάμεν ὀξέϊ χαλκῷ:
τώ ῥα κατὰ πληθὺν Λυκίων τράπε θυμὸν Ἀθήνη.
ἔνθ᾿ ὅ γε Κοίρανον εἷλεν Ἀλάστορά τε Χρομίον τε
Ἄλκανδρόν θ᾿ Ἅλιόν τε Νοήμονά τε Πρύτανίν τε.
καί νύ κ᾿ ἔτι πλέονας Λυκίων κτάνε δῖος Ὀδυσσεὺς
680 εἰ μὴ ἄρ᾿ ὀξὺ νόησε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ:
βῆ δὲ διὰ προμάχων κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ
δεῖμα φέρων Δαναοῖσι: χάρη δ᾿ ἄρα οἱ προσιόντι
Σαρπηδὼν Διὸς υἱός, ἔπος δ᾿ ὀλοφυδνὸν ἔειπε:
Πριαμίδη, μὴ δή με ἕλωρ Δαναοῖσιν ἐάσῃς
γοργό το μάτι αν δεν τον έπαιρνε του κρανοσείστη Εχτόρου.
Μεβιάς περνάει μεσ᾿ απ᾿ τους πρόμαχους με αστραποβόλο κράνος,
στους Δαναούς τον τρόμο φέρνοντας᾿ κι έχάρη ο Σαρπηδόνας,
ο γιος του Δία, που ερχόταν, κι έβγαλε φωνή θλιφτή και του 'πε:
«Υγιέ του Πρίαμου, εδώ να κοίτομαι για κουρσός στους Αργίτες
αχ μη μ᾿ αφήνεις, μόνο βόηθα με! Μετά μες στο δικό σας
κάστρο ας πεθάνω᾿ τι δε μου 'τανε γραφτό, το βλέπω αλήθεια, ·
σπίτι μου πίσω, στης πατρίδας μου το χώμα να διαγύρω,
χαρά να δώσω και στο ταίρι μου και στο μικρό το γιο μου.»
Είπε, μα ο κρανοσείστης Έχτορας απηλογιά δε δίνει,
685 κεῖσθαι, ἀλλ᾿ ἐπάμυνον: ἔπειτά με καὶ λίποι αἰὼν
ἐν πόλει ὑμετέρῃ, ἐπεὶ οὐκ ἄρ᾿ ἔμελλον ἔγωγε
νοστήσας οἶκον δὲ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
εὐφρανέειν ἄλοχόν τε φίλην καὶ νήπιον υἱόν.
ὣς φάτο, τὸν δ᾿ οὔ τι προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ,
690 ἀλλὰ παρήϊξεν λελιημένος ὄφρα τάχιστα
ὤσαιτ᾿ Ἀργείους, πολέων δ᾿ ἀπὸ θυμὸν ἕλοιτο.
οἳ μὲν ἄρ᾿ ἀντίθεον Σαρπηδόνα δῖοι ἑταῖροι
εἷσαν ὑπ᾿ αἰγιόχοιο Διὸς περικαλλέϊ φηγῷ:
ἐκ δ᾿ ἄρα οἱ μηροῦ δόρυ μείλινον ὦσε θύραζε
μον᾿ τον προσπέρασε, τι γύρευε να διώξει τους Αργίτες
μιαν ώρα αρχύτερα και θάνατο σε πλήθιους να σκορπίσει.
Τότε οι σύντροφοι οι αρχοντογέννητοι το θείο το Σαρπηδόνα
κάτω απ᾿ τον ώριο δρυ τον κάθισαν του Βροντοσκουταράτου,
κι απ᾿ το μερί του επήρε κι έσυρε το φράξινο κοντάρι
ο λιονταρόκαρδος Πελάγονας, ο γκαρδιακός του ακράνης᾿
κι αυτός λιγώθηκε, και σκέπασε τα μάτια του καταχνιά,
μα ευτύς συνέφερε᾿ τι εδρόσιζε βοριάς, και την ψυχή του,
που ήταν κοντά να φύγει, ανάσταινε τρογύρα του φυσώντας.
Στον Άρη οι Αργίτες και στον Έχτορα μπροστά το χαλκοκράνη
695 ἴφθιμος Πελάγων, ὅς οἱ φίλος ἦεν ἑταῖρος.
τὸν δ᾿ ἔλιπε ψυχή, κατὰ δ᾿ ὀφθαλμῶν κέχυτ᾿ ἀχλύς:
αὖτις δ᾿ ἐμπνύνθη, περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο
ζώγρει ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν.
Ἀργεῖοι δ᾿ ὑπ᾿ Ἄρηϊ καὶ Ἕκτορι χαλκοκορυστῇ
700 οὔτε ποτὲ προτρέποντο μελαινάων ἐπὶ νηῶν
οὔτε ποτ᾿ ἀντεφέροντο μάχῃ, ἀλλ᾿ αἰὲν ὀπίσσω
χάζονθ᾿, ὡς ἐπύθοντο μετὰ Τρώεσσιν Ἄρηα.
ἔνθα τίνα πρῶτον τίνα δ᾿ ὕστατον ἐξενάριξαν
Ἕκτωρ τε Πριάμοιο πάϊς καὶ χάλκεος Ἄρης;
μήτε στα πόδια πίσω το 'βαζαν, στα μαύρα πλοία να φτάσουν,
μηδέ και πόλεμο τους άνοιγαν πισωπατούσαν μόνο
σιγά σιγά, τον Άρη ως έμαθαν πως είναι μες στους Τρώες.
Την ώρα αυτή ποιόν πρώτο εσκότωσαν και ποιόν στερνόν οι δυο τους,
του Πριάμου ο γιος, ο μέγας Έχτορας, κι ο σιδερένιος Άρης;
Σκοτώσαν τον ισόθεο Τεύθραντα, τον αλογάρη Ορέστη,
τον Αιτωλό καστροπολέμαρχο τον Τρήχο, τον Οινόμαο,
του Οινόπου τον υγιό τον Έλενο και το λαμπροζωσμένο
Ορέσβιο, που μακριά το σπίτι του, στην Ύλη, πλάι στη λίμνη
του Κηφισού, με βιος αρίφνητο, κι ολόγυρα του εζούσαν
705 ἀντίθεον Τεύθραντ᾿, ἐπὶ δὲ πλήξιππον Ὀρέστην,
Τρῆχόν τ᾿ αἰχμητὴν Αἰτώλιον Οἰνόμαόν τε,
Οἰνοπίδην θ᾿ Ἕλενον καὶ Ὀρέσβιον αἰολομίτρην,
ὅς ῥ᾿ ἐν Ὕλῃ ναίεσκε μέγα πλούτοιο μεμηλώς,
λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι: πὰρ δέ οἱ ἄλλοι
710 ναῖον Βοιωτοὶ μάλα πίονα δῆμον ἔχοντες.
τοὺς δ᾿ ὡς οὖν ἐνόησε θεὰ λευκώλενος Ἥρη
Ἀργείους ὀλέκοντας ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ,
αὐτίκ᾿ Ἀθηναίην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
ὢ πόποι αἰγιόχοιο Διὸς τέκος Ἀτρυτώνη,
οι άλλοι Βοιωτοί, και τα πολύκαρπα χωράφια τους δούλευαν.
Μα μόλις η Ήρα, η κρουσταλλόχερη θεά, τους είδε τούτους
στους Δαναούς να δίνουν θάνατο μες στη σφαγή την άγρια,
λόγια ξεστόμιζε ανεμάρπαστα στην Αθηνά γυρνώντας:
«Ωχού μου, θυγατέρα αδάμαστη του Βροντοσκουταράτου,
ψεύτικο λόγο αλήθεια εδώσαμε του Μενελάου, πριν πάρει
πρώτα την Τροία την ωριοτείχιστη να μη διαγύρει πίσω,
τον άγριον Άρη αν τώρα αφήσουμε τέτοιο κακό να κάνει.
Μον᾿ έλα τώρα την αδάμαστη να θυμηθούμε αντρεία μας.»
Έτσι είπε, κι η Αθηνά την άκουσεν ευτύς η γλαυκομάτα.
715 ῥ ἅλιον τὸν μῦθον ὑπέστημεν Μενελάῳ
Ἴλιον ἐκπέρσαντ᾿ εὐτείχεον ἀπονέεσθαι,
εἰ οὕτω μαίνεσθαι ἐάσομεν οὖλον Ἄρηα.
ἀλλ᾿ ἄγε δὴ καὶ νῶϊ μεδώμεθα θούριδος ἀλκῆς.
ὣς ἔφατ᾿, οὐδ᾿ ἀπίθησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη.
720 ἣ μὲν ἐποιχομένη χρυσάμπυκας ἔντυεν ἵππους
Ἥρη πρέσβα θεὰ θυγάτηρ μεγάλοιο Κρόνοιο:
Ἥβη δ᾿ ἀμφ᾿ ὀχέεσσι θοῶς βάλε καμπύλα κύκλα
χάλκεα ὀκτάκνημα σιδηρέῳ ἄξονι ἀμφίς.
τῶν ἤτοι χρυσέη ἴτυς ἄφθιτος, αὐτὰρ ὕπερθε
Κι η Ήρα με βιάση τ᾿ άτια εσύνταζε τα χρυσοχαλινάτα,
μες στις θεές η πρώτη, του τρανού του Κρόνου η θυγατέρα'
κι η Ήβη γοργά τις ρόδες άρμοσε ζερβά δεξιά απ᾿ τ᾿ αμάξι,
τις χάλκινες, τις οχταδράχτινες, στο σιδερένιο αξόνι.
Μαλαματένιος, ακατάλυτος ο γύρος τους, κι απάνω
στεφάνια περασμένα χάλκινα, που να σαστίζει ο νους σου,
κι από καθάριο ασήμι ολόγυρα στις άκρες κεφαλάρια.
Λουριά από ασήμι κι από μάλαμα κρατούσαν στεριωμένη
την κάσα του αμαξιού, κι ολόγυρα δυο γύροι την έζωναν.
Κι είχε μπροστά τιμόνι ολάργυρο. Στην άκρη εκεί στεριώνει
725 χάλκε᾿ ἐπίσσωτρα προσαρηρότα, θαῦμα ἰδέσθαι:
πλῆμναι δ᾿ ἀργύρου εἰσὶ περίδρομοι ἀμφοτέρωθεν:
δίφρος δὲ χρυσέοισι καὶ ἀργυρέοισιν ἱμᾶσιν
ἐντέταται, δοιαὶ δὲ περίδρομοι ἄντυγές εἰσι.
τοῦ δ᾿ ἐξ ἀργύρεος ῥυμὸς πέλεν: αὐτὰρ ἐπ᾿ ἄκρῳ
730 δῆσε χρύσειον καλὸν ζυγόν, ἐν δὲ λέπαδνα
κάλ᾿ ἔβαλε χρύσει': ὑπὸ δὲ ζυγὸν ἤγαγεν Ἥρη
ἵππους ὠκύποδας, μεμαυῖ᾿ ἔριδος καὶ ἀϋτῆς.
αὐτὰρ Ἀθηναίη κούρη Διὸς αἰγιόχοιο
πέπλον μὲν κατέχευεν ἑανὸν πατρὸς ἐπ᾿ οὔδει
τον όμορφο ζυγό από μάλαμα, και τα πανώρια δένει
μαλαματένια απάνω νιόλουρα, και ζεύει ατή της η Ήρα
τα γρήγορα άλογα της, πόλεμο κι αντάρες λαχταρώντας.
Πήρε η Αθηνά, του βροντοσκούταρου του Δία η κόρη, ωστόσο
και το αγανό μαντί της έβγαλε στο πατρικό παλάτι,
το πλουμιστό, που ατή της το ύφανε με τα ίδια της τα χέρια'
του Δία μετά φοράει το θώρακα του νεφελοστοιβάχτη
για τον πολύδακρο τον πόλεμο, και τ᾿ άρματά του βάζει.
Το κροσσωτό του βροντοσκούταρο περνά στους ώμους γύρω,
το τρομερό, που στεφανώνει το περίγυρα η Φευγάλα'
735 ποικίλον, ὅν ῥ᾿ αὐτὴ ποιήσατο καὶ κάμε χερσίν:
ἣ δὲ χιτῶν᾿ ἐνδῦσα Διὸς νεφεληγερέταο
τεύχεσιν ἐς πόλεμον θωρήσσετο δακρυόεντα.
ἀμφὶ δ᾿ ἄρ᾿ ὤμοισιν βάλετ᾿ αἰγίδα θυσσανόεσσαν
δεινήν, ἣν περὶ μὲν πάντῃ Φόβος ἐστεφάνωται,
740 ἐν δ᾿ Ἔρις, ἐν δ᾿ Ἀλκή, ἐν δὲ κρυόεσσα Ἰωκή,
ἐν δέ τε Γοργείη κεφαλὴ δεινοῖο πελώρου
δεινή τε σμερδνή τε, Διὸς τέρας αἰγιόχοιο.
κρατὶ δ᾿ ἐπ᾿ ἀμφίφαλον κυνέην θέτο τετραφάληρον
χρυσείην, ἑκατὸν πολίων πρυλέεσσ᾿ ἀραρυῖαν:
εκεί κι η Αμάχη, εκεί κι η Δύναμη, κι ο φοβερός εκεί 'ναι
Κυνηγημός, εκεί το ανήμερο κεφάλι της Γοργόνας,
το άγριο παράλλαμα, που στέκεται φριχτό του Δία σημάδι.
Το κράνος με τα δυο τα κέρατα, τα τέσσερα τ᾿ αφάλια
φοράει τ᾿ ολόχρυσο—από κάτω του στρατέματα από κάστρα
χωρούσαν εκατό—κι ανέβηκε στο αμάξι της, κι αδράχνει
το δυνατό, βαρύ, θεόρατο κοντάρι, που σκοτώνει
Όσους ηρώους του Τρανοδύναμου την κόρη έχουν θυμώσει.
Κι η Ήρα με βιάση τότε τ᾿ αλογα χτυπά με το μαστίγι,
κι οι πύλες τ᾿ ουρανού από μόνες τους βρόντηξαν, που απ᾿ τις Ώρες
745 ἐς δ᾿ ὄχεα φλόγεα ποσὶ βήσετο, λάζετο δ᾿ ἔγχος
βριθὺ μέγα στιβαρόν, τῷ δάμνησι στίχας ἀνδρῶν
ἡρώων, οἷσίν τε κοτέσσεται ὀβριμοπάτρη.
Ἥρη δὲ μάστιγι θοῶς ἐπεμαίετ᾿ ἄρ᾿ ἵππους:
αὐτόμαται δὲ πύλαι μύκον οὐρανοῦ ἃς ἔχον Ὧραι,
750 τῇς ἐπιτέτραπται μέγας οὐρανὸς Οὔλυμπός τε
ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ᾿ ἐπιθεῖναι.
τῇ ῥα δι᾿ αὐτάων κεντρηνεκέας ἔχον ἵππους:
εὗρον δὲ Κρονίωνα θεῶν ἄτερ ἥμενον ἄλλων
ἀκροτάτῃ κορυφῇ πολυδειράδος Οὐλύμποιο.
φυλάγουνται᾿ τι αυτές τον Όλυμπο και τα πλατιά τα ουράνια
πήραν χρέη, με σύγνεφο πυκνό να τ᾿ ανοιγοσφαλνούνε.
Μέσα απ᾿ αυτές τα μαστιγόλαμνα πέρασαν άτια τώρα,
κι ήβραν στου Ολύμπου του πολύκορφου την πιο αψηλή τη ράχη
αλάργα απ᾿ τους θεούς να κάθεται το γιο του Κρόνου μόνο.
Εκεί τ᾿ αλόγατα ανακράτησεν η κρουσταλλόχερη Ήρα,
και των θεών τον πρώτο ρώτησε, το γιο του Κρόνου, κι είπε:
«Πατέρα Δία, με το άγριο φέρσιμο πώς δε θυμώνεις του Άρη;
Πόσους και τι λογής ερήμαξε για ιδές Αργίτες τώρα
δίχως ντροπή καμιά! Κι η πίκρα μου τρανή, μα κείνοι ανέγνοιοι
755 ἔνθ᾿ ἵππους στήσασα θεὰ λευκώλενος Ἥρη
Ζῆν᾿ ὕπατον Κρονίδην ἐξείρετο καὶ προσέειπε:
Ζεῦ πάτερ οὐ νεμεσίζῃ Ἄρῃ τάδε καρτερὰ ἔργα
ὁσσάτιόν τε καὶ οἷον ἀπώλεσε λαὸν Ἀχαιῶν
μὰψ ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον ἐμοὶ δ᾿ ἄχος, οἳ δὲ ἕκηλοι
760 τέρπονται Κύπρίς τε καὶ ἀργυρότοξος Ἀπόλλων
ἄφρονα τοῦτον ἀνέντες, ὃς οὔ τινα οἶδε θέμιστα;
Ζεῦ πάτερ ἦ ῥά τί μοι κεχολώσεαι, αἴ κεν Ἄρηα
λυγρῶς πεπληγυῖα μάχης ἐξαποδίωμαι;
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς:
βρίσκουν χαρά, ο ασημοδόξαρος Απόλλωνας κι η Κύπρη,
τούτο τον άμυαλο ξαγγρίζοντας, που νόμο δεν κατέχει.
Πατέρα Δία, τον Άρη αν γύρευα να διώξω από τη μάχη,
αφού τον κρούσω πρώτα αλύπητα, θα θύμωνες μαζί μου;»
Και τότε ο Δίας της αποκρίθηκεν ο νεφελοστοιβάχτης:
«Ομπρός, την κουρσολόγα απάνω του την Αθηνά ξαμόλα·
πρώτη φορά δεν είναι σε βαριά τυράννια που τον ρίχνει.»
Αυτά είπε, κι η Ήρα η κρουσταλλόχερη μεμιάς τον συνακούει·
δίνει βιτσιά γοργά στ᾿ αλόγατα, κι αυτά πετούν και φεύγουν
προθυμερά, στη γης ανάμεσα και στ᾿ αστεράτα ουράνια.
765 ἄγρει μάν οἱ ἔπορσον Ἀθηναίην ἀγελείην,
ἥ μάλιστ᾿ εἴωθε κακῇς ὀδύνῃσι πελάζειν.
ὣς ἔφατ᾿, οὐδ᾿ ἀπίθησε θεὰ λευκώλενος Ἥρη,
μάστιξεν δ᾿ ἵππους: τὼ δ᾿ οὐκ ἀέκοντε πετέσθην
μεσσηγὺς γαίης τε καὶ οὐρανοῦ ἀστερόεντος.
770 ὅσσον δ᾿ ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν ὀφθαλμοῖσιν
ἥμενος ἐν σκοπιῇ, λεύσσων ἐπὶ οἴνοπα πόντον,
τόσσον ἐπιθρῴσκουσι θεῶν ὑψηχέες ἵπποι.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ Τροίην ἷξον ποταμώ τε ῥέοντε,
ἧχι ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος,
Όσο το μάτι ενούς που κάθεται σε βίγλα φτάνει αλάργα
μες στη θολούρα ξαγναντεύοντας το πέλαο το κρασάτο,
τόσο πηδούν των θεών τ᾿ αλόγατα τα ψιλοχλιμιντράτα.
Φτάνουν στην Τροία και στα ποτάμια της που τρέχουν μέρα νύχτα,
κει που ο Σιμόης μαζί κι ο Σκάμαντρος συσμίγουν τα νερά τους.
Και τότες η Ήρα η κρουσταλλόχερη κρατώντας τ᾿ άλογα της
τα ξέζεψε απ᾿ τ᾿ αμάξι κι έχυσε πυκνή τρογύρα αντάρα,
κι αθάνατο ο Σιμόης τους έβγαλε χορτάρι να βοσκήσουν.
Και τότε αυτές, με το περπάτημα δειλιάρας περιστέρας,
κινούν, βοήθεια λαχταρίζοντας να φέρουν στους Αργίτες.
775 ἔνθ᾿ ἵππους ἔστησε θεὰ λευκώλενος Ἥρη
λύσασ᾿ ἐξ ὀχέων, περὶ δ᾿ ἠέρα πουλὺν ἔχευε:
τοῖσιν δ᾿ ἀμβροσίην Σιμόεις ἀνέτειλε νέμεσθαι.
αἳ δὲ βάτην τρήρωσι πελειάσιν ἴθμαθ᾿ ὁμοῖαι
ἀνδράσιν Ἀργείοισιν ἀλεξέμεναι μεμαυῖαι:
780 ἀλλ᾿ ὅτε δή ῥ᾿ ἵκανον ὅθι πλεῖστοι καὶ ἄριστοι
ἕστασαν ἀμφὶ βίην Διομήδεος ἱπποδάμοιο
εἰλόμενοι λείουσιν ἐοικότες ὠμοφάγοισιν
ἢ συσὶ κάπροισιν, τῶν τε σθένος οὐκ ἀλαπαδνόν,
ἔνθα στᾶσ᾿ ἤϋσε θεὰ λευκώλενος Ἥρη
Κι ως έφτασαν εκεί που στέκουνταν οι πιο πολλοί κι οι κάλλιοι,
στον αλογάρη, λιονταρόκαρδο Διομήδη στριμωγμένοι
Ολόγυρα, με λιόντες μοιάζοντας, τρανούς αιματολάφτες,
για και με κάπρους, που στη δύναμη το ταίρι τους δεν έχουν,
ή Ήρα αποστάθη η κρουσταλλόχερη και φώναξε, παρόμοια
με το λιοντόκαρδο, χαλκόφωνο το Στέντορα στο θώρι,
που σαν πενήντα ανθρώπων έβγαζε φωνή, καθώς βρουχιόταν:
«Ντροπή σας! Κρίμα λέω στα κάλλη σας, Αργίτες τιποτένιοι!
Όσο στον πόλεμο ο άρχοντόγεννος μαχόταν Αχιλλέας,
απ᾿ του Δαρδάνου τις καστρόπορτες οι Τρώες δεν ξεμυτίζαν,
785 Στέντορι εἰσαμένη μεγαλήτορι χαλκεοφώνῳ,
ὃς τόσον αὐδήσασχ᾿ ὅσον ἄλλοι πεντήκοντα:
αἰδὼς Ἀργεῖοι κάκ᾿ ἐλέγχεα εἶδος ἀγητοί:
ὄφρα μὲν ἐς πόλεμον πωλέσκετο δῖος Ἀχιλλεύς,
οὐδέ ποτε Τρῶες πρὸ πυλάων Δαρδανιάων
790 οἴχνεσκον: κείνου γὰρ ἐδείδισαν ὄβριμον ἔγχος:
νῦν δὲ ἑκὰς πόλιος κοίλῃς ἐπὶ νηυσὶ μάχονται.
ὣς εἰποῦσ᾿ ὄτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου.
Τυδεί̈δῃ δ᾿ ἐπόρουσε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη:
εὗρε δὲ τόν γε ἄνακτα παρ᾿ ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν
γιατί εκείνου περίσσια ετρόμαζαν το δυνατό κοντάρι.
Τώρα μακριά απ᾿ το κάστρο, στ᾿ άρμενα τα βαθουλά χτυπιούνται.»
Αυτά είπε, κι όλοι επήραν δύναμη και στύλωσε η καρδιά τους.
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, για το Διομήδη τρέχει,
και βρίσκει το ρηγάρχη που 'στεκε στο αμάξι πλάι και στ᾿ άτια,
και την πληγή που του 'χε ο Πάνταρος ανοίξει να δροσίσει
ζητούσε. Το λουρί τον παίδευε, που απάνω του κρεμόταν
το στρογγυλό σκουτάρι, κι ίδρωνε, τον βάραινε το χέρι,
και το λουρί τραβούσε, το αίμα του το μαύρο να σφουγγίξει.
Τον αλογίσιο τότε ακράγγιξε ζυγό η θεά και του 'πε:
795 ἕλκος ἀναψύχοντα τό μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ.
ἱδρὼς γάρ μιν ἔτειρεν ὑπὸ πλατέος τελαμῶνος
ἀσπίδος εὐκύκλου: τῷ τείρετο, κάμνε δὲ χεῖρα,
ἂν δ᾿ ἴσχων τελαμῶνα κελαινεφὲς αἷμ᾿ ἀπομόργνυ.
ἱππείου δὲ θεὰ ζυγοῦ ἥψατο φώνησέν τε:
800 ἦ ὀλίγον οἷ παῖδα ἐοικότα γείνατο Τυδεύς.
Τυδεύς τοι μικρὸς μὲν ἔην δέμας, ἀλλὰ μαχητής:
καί ῥ᾿ ὅτε πέρ μιν ἐγὼ πολεμίζειν οὐκ εἴασκον
οὐδ᾿ ἐκπαιφάσσειν, ὅτε τ᾿ ἤλυθε νόσφιν Ἀχαιῶν
ἄγγελος ἐς Θήβας πολέας μετὰ Καδμείωνας:
«Υγιό ο Τυδέας αλήθεια εγέννησε που δεν του πολυμοιάζει.
Τρανό ο Τυδέας δεν είχε ανάστημα, μα είχε αντριγιά μεγάλη·
τι ακόμα κι όταν δεν τον άφηνα να δείξει την αντρεία του
και να παλέψει, τότε που 'φτασε στη Θήβα αποκρισάρης
μπρος στων Καδμείων την πλήθια σύναξη, δίχως συντρόφους άλλους,
μον᾿ ήσυχα να τρώει τον πρόσταζα στου ρήγα το παλάτι,
αυτός με την καρδιά την άτρομη που 'χε στα στήθη πάντα
τους νιους της Θήβας αντροκάλεσε και σ᾿ όλα τους νικούσε
ανέκοπα, τι παραστάτισσα στο πλάι του εγώ στεκόμουν.
Μα εσένα, κι αν σου παραστέκομαι κι αν σε φυλάγω τώρα
805 δαίνυσθαί μιν ἄνωγον ἐνὶ μεγάροισιν ἕκηλον:
αὐτὰρ ὃ θυμὸν ἔχων ὃν καρτερὸν ὡς τὸ πάρος περ
κούρους Καδμείων προκαλίζετο, πάντα δ᾿ ἐνίκα
ῥηϊδίως: τοίη οἱ ἐγὼν ἐπιτάρροθος ἦα.
σοὶ δ᾿ ἤτοι μὲν ἐγὼ παρά θ᾿ ἵσταμαι ἠδὲ φυλάσσω,
810 καί σε προφρονέως κέλομαι Τρώεσσι μάχεσθαι:
ἀλλά σευ ἢ κάματος πολυᾶϊξ γυῖα δέδυκεν
ἤ νύ σέ που δέος ἴσχει ἀκήριον: οὐ σύ γ᾿ ἔπειτα
Τυδέος ἔκγονός ἐσσι δαί̈φρονος Οἰνεί̈δαο.
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη κρατερὸς Διομήδης:
και σε ορμηνεύω καλοπρόθετα τους Τρώες να πολεμήσεις,
πες πως σου κούρασεν ο κάματος τα μέλη απ᾿ τα γιουρούσια,
πες σε κρατάει τρομάρα ξέψυχη᾿ μα τότε εσύ δεν είσαι
γιος του Τυδέα, που 'χε για κύρη του τον αντρειωμένο Οινέα.»
Τότε ο Διομήδης ο λιοντόκαρδος απηλογιά της δίνει:
«Του Βροντοσκούταρου σε γνώρισα πως είσαι η θυγατέρα,
γι᾿ αυτό θα σου μιλήσω ξάστερα, δε θα κρυφτώ καθόλου:
Δε με κρατάει τρομάρα ξέψυχη μηδέ κι όκνιά καθόλου,
μον᾿ τις δικές σου εγώ δεν ξέχασα που μου 'δωκες ορμήνιες·
τι στους θεούς μαθές δε μ᾿ άφηνες τους τρισμακαρισμένους
815 γιγνώσκω σε θεὰ θύγατερ Διὸς αἰγιόχοιο:
τώ τοι προφρονέως ἐρέω ἔπος οὐδ᾿ ἐπικεύσω.
οὔτέ τί με δέος ἴσχει ἀκήριον οὔτέ τις ὄκνος,
ἀλλ᾿ ἔτι σέων μέμνημαι ἐφετμέων ἃς ἐπέτειλας:
οὔ μ᾿ εἴας μακάρεσσι θεοῖς ἀντικρὺ μάχεσθαι
820 τοῖς ἄλλοις: ἀτὰρ εἴ κε Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη
ἔλθῃσ᾿ ἐς πόλεμον, τήν γ᾿ οὐτάμεν ὀξέϊ χαλκῷ.
τοὔνεκα νῦν αὐτός τ᾿ ἀναχάζομαι ἠδὲ καὶ ἄλλους
Ἀργείους ἐκέλευσα ἀλήμεναι ἐνθάδε πάντας:
γιγνώσκω γὰρ Ἄρηα μάχην ἀνὰ κοιρανέοντα.
να ρίξω᾿ μόνο αν πει στον πόλεμο να 'ρθει η Αφροδίτη, η κόρη
του Δία, σ᾿ αυτήν να ρίξω ξέθαρρα τον κοφτερό χαλκό μου.
Γι᾿ αυτό κι ατός μου εγώ πισώστρεψα και πρόσταξα δω πέρα
να γύρουν κι οι άλλοι Αργίτες, όλοι τους να περιμαζωχτούνε'
τι εγώ τον Άρη τον εγνώρισα που κυβερνάει τη μάχη.»
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
«Γιε του Τυδέα, Διομήδη, η αγάπη μου τρανή για σένα πάντα.
Μήτε Άρη μήτε κι άλλο αθάνατο κανένα να φοβάσαι,
τι εγώ σου στέκω παραστάτισσα, τέτοια θεά μεγάλη.
Μα ομπρός, για γύρνα τα μονόνυχα φαριά στον Άρη πρώτα
825 τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη:
Τυδεί̈δη Διόμηδες ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ
μήτε σύ γ᾿ Ἄρηα τό γε δείδιθι μήτε τιν᾿ ἄλλον
ἀθανάτων, τοίη τοι ἐγὼν ἐπιτάρροθός εἰμι:
ἀλλ᾿ ἄγ᾿ ἐπ᾿ Ἄρηϊ πρώτῳ ἔχε μώνυχας ἵππους,
830 τύψον δὲ σχεδίην μηδ᾿ ἅζεο θοῦρον Ἄρηα
τοῦτον μαινόμενον, τυκτὸν κακόν, ἀλλοπρόσαλλον,
ὃς πρῴην μὲν ἐμοί τε καὶ Ἥρῃ στεῦτ᾿ ἀγορεύων
Τρωσὶ μαχήσεσθαι, ἀτὰρ Ἀργείοισιν ἀρήξειν,
νῦν δὲ μετὰ Τρώεσσιν ὁμιλεῖ, τῶν δὲ λέλασται.
και ρίξε από κοντά και χτύπα τον σέβας αυτός δε θέλει—
ο ανήλεος Άρης, ο πεντάγνωμος, ο μανιασμένος, που 'ναι
για το κακό φτιαγμένος᾿ που άλλοτε και μένα και της Ήρας
τους Τρώες να μάχεται μας έταζε, να πάει με τους Αργίτες,
καί τώρα με τους Τρώες τα ταίριαξε κι αλησμονάει τους άλλους!»·
Αυτά είπε, κι έβαλε το Σθένελο να κατεβεί απ᾿ τ᾿ αμάξι
κάτω τραβώντας τον, και πήδηξε στη γη με βιάση εκείνος.
Κι αυτή στο πλάι του αρχοντογέννητου Διομήδη ορμή γεμάτη
ανέβη, κι απ᾿ το βάρος έτριξε το ξύλινο τ᾿ αξόνι,
τι φοβερή θεά είχε απάνω του και τέτοιον αντρειωμένο.
835 ὣς φαμένη Σθένελον μὲν ἀφ᾿ ἵππων ὦσε χαμᾶζε,
χειρὶ πάλιν ἐρύσασ᾿, ὃ δ᾿ ἄρ᾿ ἐμμαπέως ἀπόρουσεν:
ἣ δ᾿ ἐς δίφρον ἔβαινε παραὶ Διομήδεα δῖον
ἐμμεμαυῖα θεά: μέγα δ᾿ ἔβραχε φήγινος ἄξων
βριθοσύνῃ: δεινὴν γὰρ ἄγεν θεὸν ἄνδρά τ᾿ ἄριστον.
840 λάζετο δὲ μάστιγα καὶ ἡνία Παλλὰς Ἀθήνη:
αὐτίκ᾿ ἐπ᾿ Ἄρηϊ πρώτῳ ἔχε μώνυχας ἵππους.
ἤτοι ὃ μὲν Περίφαντα πελώριον ἐξενάριζεν
Αἰτωλῶν ὄχ᾿ ἄριστον Ὀχησίου ἀγλαὸν υἱόν:
τὸν μὲν Ἄρης ἐνάριζε μιαιφόνος: αὐτὰρ Ἀθήνη
Κι έτσι η Αθηνά Παλλάδα αρπάζοντας και γκέμια και μαστίγι᾿
πρώτα στον Άρη τα μονόνυχα ξαμόλησε άτια απάνω.
Ωστόσο εκείνος το θεόρατο ξαρμάτωνε Περίφα,
του Οχήσιου τον υγιό τον άτρομο, στους Αιτωλούς τον πρώτο'
και πάνω εκεί που τον ξαρμάτωνεν ο αιματολάφτης Άρης,
του Άδη η Αθηνά το κράνος φόρεσε, να μην τη νιώσει εκείνος.
Κι ο Άρης ο ανήλεος σαν αντίκρισε το θείο Διομήδη ομπρός του,
μεμιάς αφήνει το θεόρατο Περίφα ξαπλωμένο,
εκεί που απ᾿ την αρχή τον σκότωσε και τη ζωή του επήρε,
κι αυτός γραμμή στον αλογόχαρο Διομήδη πέφτει απάνω.
845 δῦν᾿ Ἄϊδος κυνέην, μή μιν ἴδοι ὄβριμος Ἄρης.
ὡς δὲ ἴδε βροτολοιγὸς Ἄρης Διομήδεα δῖον,
ἤτοι ὃ μὲν Περίφαντα πελώριον αὐτόθ᾿ ἔασε
κεῖσθαι ὅθι πρῶτον κτείνων ἐξαίνυτο θυμόν,
αὐτὰρ ὃ βῆ ῥ᾿ ἰθὺς Διομήδεος ἱπποδάμοιο.
850 οἳ δ᾿ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾿ ἀλλήλοισιν ἰόντες,
πρόσθεν Ἄρης ὠρέξαθ᾿ ὑπὲρ ζυγὸν ἡνία θ᾿ ἵππων
ἔγχεϊ χαλκείῳ μεμαὼς ἀπὸ θυμὸν ἑλέσθαι:
καὶ τό γε χειρὶ λαβοῦσα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη
ὦσεν ὑπὲκ δίφροιο ἐτώσιον ἀϊχθῆναι.
Κι όπως τρεχάτοι κοντοζύγωσαν ο ένας του άλλου χιμώντας,
πιο πάνω από ζυγό και νιόλουρα του ρίχνει πρώτος ο Άρης
με χάλκινο κοντάρι, θέλοντας να πάρει τη ζωή του.
Μα πρόλαβε η Αθηνά η γλαυκόματη και με το χέρι πέρα
του το 'σπρωξε, μακριά απ᾿ τ᾿ αμάξι τους, να φύγει στα χαμένα.
Δεύτερος χύθηκε ο βροντόφωνος απάνω του Διομήδης,
και το κοντάρι του το χάλκινο σπρώχνει η Αθηνά Παλλάδα
στο κατωκοίλι του Άρη, όπου 'δενε τρογύρα του το ζώμα.
Εκεί τον βρήκε και του ξέσκισε την όμορφή του σάρκα,
και το κοντάρι πίσω ανάσπασε᾿ κι ο σιδερένιος Άρης
855 δεύτερος αὖθ᾿ ὡρμᾶτο βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης
ἔγχεϊ χαλκείῳ: ἐπέρεισε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη
νείατον ἐς κενεῶνα ὅθι ζωννύσκετο μίτρῃ:
τῇ ῥά μιν οὖτα τυχών, διὰ δὲ χρόα καλὸν ἔδαψεν,
ἐκ δὲ δόρυ σπάσεν αὖτις: ὃ δ᾿ ἔβραχε χάλκεος Ἄρης
860 ὅσσόν τ᾿ ἐννεάχιλοι ἐπίαχον ἢ δεκάχιλοι
ἀνέρες ἐν πολέμῳ ἔριδα ξυνάγοντες Ἄρηος.
τοὺς δ᾿ ἄρ᾿ ὑπὸ τρόμος εἷλεν Ἀχαιούς τε Τρῶάς τε
δείσαντας: τόσον ἔβραχ᾿ Ἄρης ἆτος πολέμοιο.
οἵη δ᾿ ἐκ νεφέων ἐρεβεννὴ φαίνεται ἀὴρ
εμούγκρισε, θαρρείς και φώναζαν εννιά χιλιάδες, δέκα,
θνητοί, τρανό που άνοιξαν πόλεμο και κονταροχτυπιούνται.
Οι Τρώες κι οι Αργίτες κατατρόμαξαν, τους λύθηκαν τα γόνα᾿
τόσο 'αγρια μούγκρισεν ο ανέμπληστος για μάχες Άρης τότε.
Όπως απλώνεται από σύγνεφο πηχτή μαυρίλα ολούθε,
μετά από λιόκαμα, προμήνυμα πως έρχεται μπουρίνι,
και στο Διομήδη τέτοιος φάνηκεν ο σιδερένιος Άρης,
στα ουράνια πλάτη όπως ανέβαινε σε νέφη τυλιγμένος.
Κι έφτασε γρήγορα στον Όλυμπο, στ᾿ αθάνατα λημέρια,
και πικραμένος δίπλα κάθισε στο Δία, το γιο του Κρόνου.
865 καύματος ἐξ ἀνέμοιο δυσαέος ὀρνυμένοιο,
τοῖος Τυδεί̈δῃ Διομήδεϊ χάλκεος Ἄρης
φαίνεθ᾿ ὁμοῦ νεφέεσσιν ἰὼν εἰς οὐρανὸν εὐρύν.
καρπαλίμως δ᾿ ἵκανε θεῶν ἕδος αἰπὺν Ὄλυμπον,
πὰρ δὲ Διὶ Κρονίωνι καθέζετο θυμὸν ἀχεύων,
870 δεῖξεν δ᾿ ἄμβροτον αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς,
καί ῥ᾿ ὀλοφυρόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
Ζεῦ πάτερ οὐ νεμεσίζῃ ὁρῶν τάδε καρτερὰ ἔργα;
αἰεί τοι ῥίγιστα θεοὶ τετληότες εἰμὲν
ἀλλήλων ἰότητι, χάριν ἄνδρεσσι φέροντες.
Του δείχνει την πληγή, το αθάνατο που του χυνόταν αίμα,
καί με κλαφτή φωνή άνεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Πατέρα Δία, το βλέπεις το άδικο κι αλήθεια δε θυμώνεις;
Όλοι οι θεοί βασανιζόμαστε φριχτά, κακό γυρεύει
ο ένας του άλλου να κάνει πάντα του για των θνητών τη χάρη.
Μαζί σου τώρα εμείς τα βάζουμε, τι άμυαλη κόρη εγέννας,
ανάθεμα τη, κι έχει αδιάκοπα δουλειές κακές στο νου της.
Οι άλλοι θεοί μαθές, στον Όλυμπο που ζούμε, ό,τι προστάζεις
το κάνουμε όλοι, κι ένας ένας μας στο θέλημα σου σκύβει.
Μονάχα αυτή ποτέ δεν παίδεψες με λόγο για με πράξη,
875 σοὶ πάντες μαχόμεσθα: σὺ γὰρ τέκες ἄφρονα κούρην
οὐλομένην, ᾗ τ᾿ αἰὲν ἀήσυλα ἔργα μέμηλεν.
ἄλλοι μὲν γὰρ πάντες ὅσοι θεοί εἰσ᾿ ἐν Ὀλύμπῳ
σοί τ᾿ ἐπιπείθονται καὶ δεδμήμεσθα ἕκαστος:
ταύτην δ᾿ οὔτ᾿ ἔπεϊ προτιβάλλεαι οὔτέ τι ἔργῳ,
880 ἀλλ᾿ ἀνιεῖς, ἐπεὶ αὐτὸς ἐγείναο παῖδ᾿ ἀί̈δηλον:
ἣ νῦν Τυδέος υἱὸν ὑπερφίαλον Διομήδεα
μαργαίνειν ἀνέηκεν ἐπ᾿ ἀθανάτοισι θεοῖσι.
Κύπριδα μὲν πρῶτον σχεδὸν οὔτασε χεῖρ᾿ ἐπὶ καρπῷ,
αὐτὰρ ἔπειτ᾿ αὐτῷ μοι ἐπέσσυτο δαίμονι ἶσος:
μον᾿ την αφήνεις, τι τη γέννησες τη διαστραμμένη ατός σου.
Κι έσπρωξε τώρα τον απόκοτο γιο του Τυδέα Διομήδη
χέρι ν᾿ ασκώσει στους αθάνατους θεούς ο μανιασμένος᾿
πρώτα ζυγώνοντας ελάβωσε στο χεραρμό την Κύπρη,
μετά, θεός λες κι ήταν, χίμιξε στον ίδιο εμένα πάνω.
Μα εμέ τα πόδια μου με γλίτωσαν τα γρήγορα, τι ειδάλλως
ακόμα εκεί θα βασανιζόμουν μες στα φριχτά κουφάρια,
για θα 'μουν ζωντανός, μα ξέψυχος απ᾿ του χαλκού τους βρόντους.»
Κι είπεν ο Δίας ταυροκοιτώντας τον ο νεφελοστοιβάχτης:
«Τι μου 'ρχεσαι κοντά, πεντάγνωμε, και κλαψουρίζεις τώρα;
885 ἀλλά μ᾿ ὑπήνεικαν ταχέες πόδες: ἦ τέ κε δηρὸν
αὐτοῦ πήματ᾿ ἔπασχον ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν,
ἤ κε ζὼς ἀμενηνὸς ἔα χαλκοῖο τυπῇσι.
τὸν δ᾿ ἄρ᾿ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς.
μή τί μοι ἀλλοπρόσαλλε παρεζόμενος μινύριζε.
890 ἔχθιστος δέ μοί ἐσσι θεῶν οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν:
αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη πόλεμοί τε μάχαι τε.
μητρός τοι μένος ἐστὶν ἀάσχετον οὐκ ἐπιεικτὸν
Ἥρης: τὴν μὲν ἐγὼ σπουδῇ δάμνημ᾿ ἐπέεσσι:
τώ σ᾿ ὀί̈ω κείνης τάδε πάσχειν ἐννεσίῃσιν.
Απ᾿ τους θεούς του Ολύμπου οχτρεύομαι πιο πάνω εσένα απ᾿ όλους'
τι πάντα πόλεμοι σου αρέσουνε, συνερισιές κι αμάχες.
Έχεις της μάνας σου το αλύγιστο που δε βαστιέται πείσμα,
της Ήρας, που μαλλιάζει η γλώσσα μου, μαζί μου ως να συγκλίνει.
Και τώρα εκείνη λέω πως σ᾿ έσπρωξε για να τραβήξεις τόσα.
Μα κι άλλο εσύ να βασανίζεσαι κι εγώ δε θέλω τώρα'
σε γέννησε από μένα η μάνα σου κι είσαι γενιά δικιά μου.
Μ᾿ αν ήταν άλλος ο πατέρας σου, στριμμένε, χρόνια τώρα
θα σ᾿ είχα ρίξει μες στα Τάρταρα, πιο κάτω απ᾿ τους Τιτάνες.»
Είπε, και τον Παιήονα φώναξε να 'ρθεί και να τον γιάνει.
895 ἀλλ᾿ οὐ μάν σ᾿ ἔτι δηρὸν ἀνέξομαι ἄλγε᾿ ἔχοντα:
ἐκ γὰρ ἐμεῦ γένος ἐσσί, ἐμοὶ δέ σε γείνατο μήτηρ:
εἰ δέ τευ ἐξ ἄλλου γε θεῶν γένευ ὧδ᾿ ἀί̈δηλος
καί κεν δὴ πάλαι ἦσθα ἐνέρτερος Οὐρανιώνων.
ὣς φάτο, καὶ Παιήον᾿ ἀνώγειν ἰήσασθαι.
900 τῷ δ᾿ ἐπὶ Παιήων ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων
ἠκέσατ': οὐ μὲν γάρ τι καταθνητός γ᾿ ἐτέτυκτο.
ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ὀπὸς γάλα λευκὸν ἐπειγόμενος συνέπηξεν
ὑγρὸν ἐόν, μάλα δ᾿ ὦκα περιτρέφεται κυκόωντι,
ὣς ἄρα καρπαλίμως ἰήσατο θοῦρον Ἄρηα.
Τότε ο Παιήονας απιθώνοντας πα στην πληγή βοτάνια
μαλαχτικά μεμιάς τον έγιανε᾿ θνητός μαθές δεν ήταν.
Πώς με την πρώτη το συκόγαλο το άσπρο το γάλα πήζει,
κι ας είναι αριό, κι ως το ανακάτωσες θωρείς το ευτύς πηγμένο'
όμοια γοργά κι αυτός τον γιάτρεψε τον αντρειωμένον Άρη.
Κι η Ήβη τον έλουσε και του 'δωκε σκουτιά φρεσκοπλυμένα.
Μετά καθίζει καμαρώνοντας στο γιο του Κρόνου δίπλα.
Στου Δία κι εκείνες του τρισμέγαλου το αρχοντικό διαγύραν,
μαζί η Παλλάδα η στρατολάτισσα με την Αργίτισσα Ήρα,
μια και τον άγριον Άρη σκόλασαν απ᾿ τ᾿ αντροφονικά του.
905 τὸν δ᾿ Ἥβη λοῦσεν, χαρίεντα δὲ εἵματα ἕσσε:
πὰρ δὲ Διὶ Κρονίωνι καθέζετο κύδεϊ γαίων.
αἳ δ᾿ αὖτις πρὸς δῶμα Διὸς μεγάλοιο νέοντο
Ἥρη τ᾿ Ἀργείη καὶ Ἀλαλκομενηὶ̈ς Ἀθήνη
παύσασαι βροτολοιγὸν Ἄρη᾿ ἀνδροκτασιάων.