Μὲ ἀφορμὴ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν 100 χρόνων ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη τὸ 2011 στὴν Ἑλλάδα, τὸ Ἀθηναϊκὸ Πρακτορεῖο Εἰδήσεων παρουσίασε ἕνα ἀνέκδοτο κείμενο τοῦ ποιητῆ, ἀπὸ ὁμιλία του στοὺς Ἕλληνες μετανάστες στὴ Στοκχόλμη. Ἡ ὁμιλία τοῦ ποιητῆ ἔγινε τὸν Νοέμβριο τοῦ 1979, μετὰ τὴν τελετὴ ἀπονομῆς τοῦ βραβείου Νόμπελ τῆς Σουηδικῆς Ἀκαδημίας γιὰ τὸ ἔργο του. Ἡ ὁμιλία μεταφέρεται αὐτούσια μὲ τὴν ἐπισήμανση τοῦ Ἐλύτη «ὅτι ἡ γλώσσα εἶναι ἕνας φορέας ἤθους πού, ἂν δὲν τὸν ὑπακούσεις, θὰ τιμωρηθεῖς».
Ἀγαπητοὶ φίλοι, περίμενα πρῶτα νὰ τελειώσουν οἱ ἐπίσημες γιορτὲς ποὺ προβλέπει ἡ «Ἑβδομάδα Νόμπελ» καὶ ὕστερα νά ῾ρθω σ᾿ ἐπαφὴ μαζί σας. Τὸ ἔκανα γιατὶ ἤθελα νὰ νιώθω ξένιαστος καὶ ξεκούραστος.
Ξεκούραστος βέβαια δὲν εἶμαι. Χρειάστηκε νὰ βάλω τὰ δυνατά μου γιὰ νὰ τὰ βγάλω πέρα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς δημοσιότητας, τὶς συνεντεύξεις καὶ τὶς τηλεοράσεις. Ἀλλὰ ἔνιωθα κάθε στιγμὴ ὅτι δὲν ἐκπροσωποῦσα τὸ ταπεινό μου ἄτομο ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴ χώρα μου. Κι ἔπρεπε νὰ τὴν βγάλω ἀσπροπρόσωπη. Δὲν ξέρω ἂν τὸ κατάφερα. Δὲν εἶμαι καμωμένος γιὰ τέτοια. Γιὰ τιμὲς καὶ γιὰ δόξες.
Τὴ ζωή μου τὴν πέρασα κλεισμένος μέσα σὲ 50 τετραγωνικὰ (μέτρα), παλεύοντας μὲ τὴ γλώσσα. Ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι στὸ βάθος ἢ ποίηση: μιὰ πάλη συνεχὴς μὲ τὴ γλώσσα. Τὴ γλώσσα τὴν ἑλληνικὴ ποὺ εἶναι ἡ πιὸ παλιὰ καὶ ἡ πιὸ πλούσια γλώσσα τοῦ κόσμου.
Ὅ,τι καὶ νὰ πεῖ ἕνας ποιητής, μικρὸ ἢ μεγάλο, σημαντικὸ ἢ ἀσήμαντο, δὲν φέρνει ἀποτέλεσμα, θέλω νὰ πῶ δὲν γίνεται ποίηση ἂν δὲν περάσει ἀπὸ τὴν κρησάρα τῆς γλώσσας, ἂν δὲν φτάσει στὴν ὅσο γίνεται πιὸ τέλεια ἔκφραση. Ἀκόμα καὶ οἱ πιὸ μεγάλες ἰδέες, οἱ πιὸ εὐγενικές, οἱ πιὸ ἐπαναστατικές, παραμένουν σκέτα ἄρθρα ἐὰν δὲν καταφέρει ὁ τεχνίτης νὰ ταιριάσει σωστά τα λόγια του.
Μόνον τότε μπορεῖ ἕνας στίχος νὰ φτάσει στὰ χείλια τῶν πολλῶν, νὰ γίνει κτῆμα τους. Μόνον τότε μπορεῖ νά ῾ρθει καὶ ὁ συνθέτης νὰ βάλει μουσική, νὰ γίνουν οἱ στίχοι τραγούδι. Καὶ γιὰ ἕνα τραγούδι ζοῦμε, στὸ βάθος, ὅλοι μας. Τὸ τραγούδι ποὺ λέει τοὺς καϋμοὺς καὶ τοὺς πόθους τοῦ καθενός μας. Τόσο εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὸ μεγαλεῖο καὶ ἡ ταπεινοσύνη πᾶνε μαζί, ταιριάζουν.
Ταπεινὰ ἐργάστηκα σ᾿ ὅλη μου τὴ ζωή. Καὶ ἡ μόνη ἀνταμοιβὴ ποὺ γνώρισα πρὶν ἀπὸ τὴ σημερινή, ἦταν ν᾿ ἀκούσω τοὺς συμπατριῶτες μου νὰ μὲ τραγουδοῦν. Νὰ τραγουδοῦν τὸ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ποὺ μοῦ χρειάστηκε τεσσάρων χρόνων μοναξιὰ καὶ ἀδιάπτωτη προσπάθεια, γιὰ νὰ τὸ τελειώσω. Δὲν τὸ λέω γιὰ νὰ περηφανευτῶ. Δὲν ἔρχομαι σήμερα γιὰ νὰ σᾶς κάνω τὸν σπουδαῖο. Κανεὶς δὲν εἶναι σπουδαῖος ἀπὸ ἐμᾶς. Ἀπὸ ἐμᾶς, ἄλλος κάνει τὴ δουλειά του σωστὰ κι ἄλλος δὲν τὴν κάνει. Αὐτὸ εἶναι ὅλο. Ὅμως θέλω νὰ μάθετε, ὅπως τὸ ἔμαθα κι ἐγὼ στὰ 68 μου χρόνια: μόνον ἂν κάνεις σωστὰ τὴ δουλειά σου, ὁ κόπος δὲν θὰ πάει χαμένος.
Ξέρω, μαντεύω, ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἐσᾶς περίμεναν ἄλλα πράγματα ἀπὸ ἐμένα. Τοὺς ζητῶ συγγνώμην ποὺ δὲν θὰ τοὺς ἱκανοποιήσω. Ἂν εἶχα τὸ ταλέντο τοῦ ὁμιλητῆ, τοῦ δάσκαλου, τοῦ ἡγέτη, θὰ εἶχα ἴσως ἀφιερωθεῖ στὴν πολιτική. Τώρα δὲν εἶμαι παρὰ ἕνας γραφιὰς ποὺ πιστεύει σὲ ὁρισμένα πράγματα. Κι αὐτὰ τὰ πράγματα θέλει νὰ τὰ γνωρίσει καὶ στοὺς ἄλλους, νὰ τὰ βγάλει ἀπὸ μέσα του, νὰ τὰ κάνει ἔργο.
Ἐμένα μοῦ ἔλαχε ν᾿ ἀγαπήσω τὸν τόπο μου ὅπως τὸν ἀγαπᾶτε κι ἐσεῖς. Νά τί εἶναι ποὺ μᾶς ἑνώνει ἀπόψε ὅλους ἐδῶ πέρα. Ἡ ἀγάπη μας γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Βέβαια, ὑπάρχουν πολλοὶ τρόποι ν᾿ ἀγαπᾶ ἕνας λαὸς τὴ χώρα του. Ἀλλὰ γιὰ τὸν ποιητή, πιστεύω, ὑπάρχει μόνον ἕνας: ν᾿ ἀνήκει σ᾿ ὁλόκληρο τὸ λαό του. Πάνω ἀπὸ τὶς διαιρέσεις καὶ τὶς διχόνοιες, ὁ ποιητὴς νὰ στέκει καὶ ν᾿ ἀγαπᾶ ὅλον τὸν λαό του, ν᾿ ἀνήκει, τὸ ξαναλέω, σ᾿ ὅλο τὸν λαό του. Δὲν γίνεται ἀλλιῶς. Ἡ πατρίδα εἶναι μία. Ὁ καθένας στὸν τομέα του ἂς ἔρθει καὶ ἂς κάνει κάτι, ὅπως αὐτὸς τὸ νομίζει καλύτερα.
Ὅμως ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος βλέπει τὸ σύνολο. Θέλω νὰ πιστεύω πὼς ἴσως κι ὁ ξενητεμένος, τὸ ἴδιο. Γιὰ ἐμᾶς ἡ Ἑλλάδα εἶναι αὐτὲς οἱ στεριὲς οἱ καμένες στὸν ἥλιο κι αὐτὰ τὰ γαλάζια πέλαγα μὲ τοὺς ἀφροὺς τῶν κυμάτων. Εἶναι οἱ μελαχρινὲς ἢ καστανόξανθες κοπέλλες, εἶναι τ᾿ ἄσπρα σπιτάκια τ᾿ ἀσβεστωμένα καὶ τὰ ταβερνάκια καὶ τὰ τραγούδια τὶς νύχτες μὲ τὸ φεγγάρι πλάι στὴν ἀκροθαλασσιὰ ἢ κάτω ἀπὸ κάποιο πλατάνι.
Εἶναι οἱ πατεράδες μας κι οἱ παπποῦδες μας μὲ τὸ τουφέκι στὸ χέρι, αὐτοὶ ποὺ λευτερώσανε τὴν πατρίδα μας καὶ πιὸ πίσω, πιὸ παλιά, ὅλοι μας οἱ πρόγονοι ποὺ κι αὐτοὶ ἕνα μονάχα εἴχανε στὸ νοῦ τοὺς -ὅπως κι ἐμεῖς σήμερα: τὸν ἀγώνα γιὰ τὴ λευτεριά.
Εἶπε ἕνας Γάλλος ποιητής, ὁ Ρεμπώ, πὼς ἡ πράξη γιὰ τὸν ποιητὴ εἶναι ὁ λόγος του. Κι εἶχε δίκηο. Αὐτὸ ἔκανε ὁ Σολωμός, ποὺ γιὰ νὰ γράψει τὸ ἀθάνατο ποίημά του «Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι», ἔσωσε καὶ παράδωσε στὴ φυλετική μας μνήμη τὸ Μεσολόγγι καὶ τοὺς ἀγῶνες του. Αὐτὸ ἔκαναν ὁ Παλαμᾶς, ὁ Σικελιανός, ὁ Σεφέρης. Στὰ φτωχά μου μέτρα τὸ ἴδιο πάσχισα νὰ κάνω κι ἐγώ. Πάσχισα νὰ κλείσω μέσα στὴν ψυχή μου, τὴν ψυχὴ ὅλου τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Νὰ δῶ πόσο μοιάζανε ὅλοι οἱ ἀγῶνες του, ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐποχὴ ἴσαμε σήμερα, γιὰ τὸ δίκηo καὶ γιὰ τὴ λευτεριά.
Κι αὐτὸ θὰ κάνω ὅσα χρόνια μοῦ δώσει ὁ Θεὸς νὰ ζήσω. Αὐτὴ εἶναι ἡ πράξη μου. Καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔφτασαν νὰ τὴν ἀναγνωρίσουν οἱ ξένοι, εἶναι μιὰ νίκη. Ὄχι δική μου νίκη. Δική σας. Γι᾿ αὐτὸ σας εὐχαριστῶ. Κι ἂν μοῦ τὸ συγχωρεῖτε νὰ σᾶς δώσω μιὰ γνώμη - ἀκοῦστε την: ὅσο καλὰ κι ἂν ζεῖτε σ᾿ αὐτὴ τὴ φιλόξενη, τὴν εὐγενικὴ χώρα, ὅσο κι ἂν νιώθετε καλὰ καὶ στεριώνετε, καὶ κάνετε οἰκογένεια - μὴν ξεχνᾶτε τὴν πατρίδα μας, καὶ πρὸ παντός, τὴ γλώσσα μας. Πρέπει νά ῾σαστε περήφανοι, νά ῾μαστε ὅλοι περήφανοι, ἐμεῖς καὶ τὰ παιδιά μας γιὰ τὴ γλώσσα μας.
Εἴμαστε οἱ μόνοι σ᾿ ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη ποὺ ἔχουμε τὸ προνόμιο νὰ λέμε τὸν οὐρανὸ «οὐρανὸ» καὶ τὴ θάλασσα «θάλασσα» ὅπως τὴν ἔλεγαν ὁ Ὅμηρος καὶ ὁ Πλάτωνας πρὶν δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Δὲν εἶναι λίγο αὐτό. Ἡ γλώσσα δὲν εἶναι μόνον ἕνα μέσον ἐπικοινωνίας. Κουβαλάει τὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ μας κι ὅλη του τὴν ἱστορία καὶ ὅλη του τὴν εὐγένεια. Χαίρομαι κι αὐτὴ τὴ στιγμὴ ποὺ σᾶς μιλάω σ᾿ αὐτὴ τὴ γλώσσα καὶ σᾶς χαιρετῶ, σᾶς ἀποχαιρετῶ μᾶλλον, ἀφοῦ ἡ στιγμὴ ἔφτασε νὰ φύγω.
Ὅμως ἕνα κομμάτι τῆς ψυχῆς μου σᾶς τὸ ἀφήνω μαζὶ μ᾿ ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ ποὺ μὲ ἀκούσατε. Μακάρι νὰ μποροῦσε νὰ σᾶς μείνει, νὰ τὸ κρατήσετε, σὰν ἕνα μικρὸ φυλαχτὸ ἀπὸ τὴν πατρίδα.