[Α] [Β] [Γ] [Δ] [Ε] [Ζ] [Η] [Θ] [Ι] [Κ] [Λ] [Μ] [Ν] [Ξ] [Ο] [Π] [Ρ] [Σ] [Τ] [Υ] [Φ] [Χ] [Ψ] [Ω] [Τοπωνύμια]
Ἀβάνες, οἱ : τὰ ποῦρα Ἀβάνας
ἀγάντα : ἰταλ. agguanta : πιάσου γερά, κράτα / ἀγάντα καδένα : κράτα γερὰ τὴν ἁλυσίδα / ἡ ἀγάντα : πάσσαλος πρόσδεσης τοῦ σκάφους / ἀγαντάρω : ὑπομένω, ἀντέχω
ἀγκωνάρι, τὸ : ἀκρογωνιαῖος λίθος / στήριγμα, προστάτης
Ἅη-Γιώργηδες : ἀγγλικὰ νομίσματα ποὺ φέρουν τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου
ἀθάλη, ἡ : καπνιὰ - ζεστὴ στάχτη / εἶδος φυτοῦ
ἀϊνᾶς, ὁ : τὸ πίσω μέρος τοῦ καραβιοῦ
ἀϊπότζι, τὸ : ἰταλ. poggia : ταλάντευση / βίρα πότζι : τραβῆξτε δυνατότερα τὴν ἄγκυρα
ἀκουρμάζομαι : ἀφουγκράζομαι, προσπαθῶ ν᾿ ἀκούσω / συμμορφώνομαι
ἀλάντσια, ἡ : ἰταλ. lancia : λάντζα, λέμβος, βενζινάκατος
ἁλάτι τοῦ Καρλσμπάντ : καθαρτικὸ φάρμακο ποὺ παρασκευάζεται στὴ λουτρόπολη Καρλσμπὰντ (Κάρλοβυ Βάρυ) τῆς Τσεχοσλοβακίας
ἀλτάνα, ἡ : ἰταλ. altana : μικρὸς ἀνθόκηπος / ἐξώστης, ταράτσα
ἅλτης, ὁ : φωτεινὸς σηματοδότης
Ἄμμος, ἡ : ἡ ἔρημος
ἀμπαντονάρω : ἰταλ. abbandonnare : ἐγκαταλείπω
ἀμπαριτζῆς, ὁ : τουρκ. ambar : ὁ ἐπιστάτης τοῦ ἀμπαριοῦ
ἀμφιλύκη, ἡ : χαραυγή
ἀνασμίδα, ἡ : μικρὴ γουρούνα
ἀνάστροφη, ἡ : ἀλλαγὴ πορείας τοῦ σκάφους μὲ τὴν πλώρη στὸν ἄνεμο, βόλτα
ἀνεμοδόχος, ἡ : κυλινδρικὸς σωλήνας στὸ ἀνώτερο κατάστρωμα γιὰ τὸν καθαρισμὸ τοῦ ἀέρα
ἀνεμολόγιο, τὸ : 1. στὴν πυξίδα, τὸ χαρτὶ τοῦ μπούσουλα ὅπου σημειώνονται τὰ ἀνεμορρόμβια καὶ ἡ διαίρεση σὲ μοῖρες ἀπὸ Β ἢ Ν πρὸς τὸν Ἀπηλιώτη ἢ τὸν Ζέφυρο. 2. στοὺς χάρτες, δύο ὁμόκεντροι κύκλοι τυπωμένοι σὲ διάφορα μέρη γιὰ τὴ χάραξη στὸ χάρτη ἀντιστοιχιῶν ἢ πορειῶν.
ἀνεμορούφουλας, ὁ : ἀνεμοστρόβιλος
ἀνιζέτα, ἡ : γάλλ. anisette : λικέρ, ἀπὸ ἀπόσταξη ἀλκοόλης μὲ μάραθο καὶ κορίανδρο καὶ τὴν προσθήκη σιροπιοῦ ζάχαρης
ἀντέννα, ἡ : ἰταλ. antenna : κεραία
ἀντιστοιχία, ἡ : ἀναγωγὴ πλεύσης, σύνολο μαθηματικῶν διορθώσεων τῆς πορείας τοῦ πλοίου μὲ τὴ βοήθεια τοῦ χάρτη καὶ τῆς πυξίδας.
ἀπελάτης, ὁ : φύλακας τῶν συνόρων / ζωοκλέφτης
ἀπίκου : ἰταλ. a picco : καθέτως, ἡ θέση τῆς ἄγκυρας τὴν ὥρα ποὺ πρόκειται νὰ ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὸ βυθὸ / εἶμαι ἀπίκο : εἶμαι ἕτοιμος γι᾿ ἀναχώρηση ἀλλὰ καὶ προσαρτημένος
ἀποκρισάτορας, ὁ : μαντατοφόρος
ἀποσπόρι, τὸ : στερνοπαίδι
ἀράκ, τὸ : εἶδος ρακῆς τῶν ἀραβικῶν χωρῶν τῆς Ἄν. Μεσογείου
Ἀρμίδα, ἡ : ἀστεροειδὴς ποὺ ἀνακαλύφθηκε τὸ 1903
ἄρμπουρο, τὸ : ἰταλ. albero : ὁ ἱστός, τὸ κατάρτι τοῦ πλοίου
ἄροδο, τὸ : ἰταλ. a rota : πλοῖο ποὺ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀκτὴ καὶ σὲ ἀναμονὴ γιὰ ἀναχώρηση
ἀσένιο, τὸ : ἰταλ. a segno : ἕτοιμο στὴ θέση τοῦ / τάξη, εὐπρέπεια
ἀστρίτης, ὁ : τὸ φίδι ἀμμοδύτης ἢ ἔχιδνα
ἀστρολάβος, ὁ : κυκλικὸς χάρτης ἀστέρων ποὺ μπορεῖ νὰ περιστρέφεται, ὥστε νὰ ὑπολογίζει κανεὶς τὶς θέσεις τοῦ ἥλιου καὶ τῶν ἀστεριῶν σὲ ὁποιαδήποτε ὥρα τῆς μέρας ὁλοκλήρου του χρόνου.
ἄστρο τῆς Ἀνατολῆς : ἡ Πούλια, ἡ Ἀφροδίτη
ἄστρο τῆς τραμουντάνας : ὁ πολικὸς ἀστέρας
ἄστρο τοῦ Ἀλμποράν : φάρος στὸ ΝΔ ἄκρο τῆς νήσου Ἀλμποράν, Α τοῦ Γιβραλτάρ, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴ μυθικὴ Ὠγυγία τοῦ Ὁμήρου
ἄστρο τοῦ Βορρᾶ : ὁ πολικὸς ἀστέρας
αὐλός, ὁ : σιδηροσωλήνας τῶν ἀτμολεβήτων σὲ σχῆμα αὐλοῦ / σιδερένια ἢ χαλύβδινα ὅπλα ἐκτόξευσης τῶν «ἀστέρων» κατὰ τὶς νυχτερινὲς σημάνσεις
ἀχταρμᾶς, ὁ : τουρκ. aktarmah : ἡ μεταβίβαση ἀπὸ πλοῖο σὲ πλοῖο ἐπιβατῶν κι ἐμπορευμάτων, τὸ τρανσπόρτο, τὸ τράνζιτο
βάρδα : βεν. vardar : παραμέρισε!
βάρδια, ἡ : βεν. vardia : σκοπιά, φρουρὰ / ὁ λοστρόμος τῆς βάρδιας : ὁ ναύκληρος
βαρδιόλα, ἡ : ἰταλ. guardiola : σκοπιὰ ἀπὸ συρραμμένο πανὶ ἢ ξυλοκατασκευὴ γιὰ τὴν προφύλαξη ἀπὸ τὶς κακὲς καιρικὲς συνθῆκες / τὰ φτερὰ στὰ πλαϊνά της γέφυρας / σκοπιὰ στὸ κατάρτι γιὰ τὴν παρατήρηση τοῦ ὁρίζοντα
βατσιμάνης, ὁ : ἀγγλ. watchman : αὐτὸς ποὺ ἐπιτηρεῖ, ποὺ κάνει βάρδια
βελόνι, τὸ : 1. ὁ βελονοειδὴς μαγνήτης τῆς πυξίδας. 2. ἡ κεραία τοῦ γερανοῦ, ἡ μπίγα. 3. σύνδεσμοι τοῦ πηδαλίου μὲ τὸ ποδόστρωμα
βερίνα, ἡ : γάλλ. verine : κόμπος, στρίψιμο τῶν σκοινιῶν, νήματα, καλώδια
βήσσαλο, τὸ : λατιν. bessalis : τὸ τοῦβλο
βιβάρι, τὸ : λατιν. vivarium : ἰχθυοτροφεῖο, ψαρολίμνη
βιδάνια, τὰ : ἰταλ. oguadagn : ὑπόλοιπα ποτῶν μὲ τὰ ὁποῖα νόθευαν οἱ ταβερνιάρηδες αὐτὸ ποὺ σέρβιραν
βίντσι, τὸ : ἀγγλ. winch : σκοινί, ἁλυσίδα, βαροῦλκο, γερανός
βιράρω : ἰταλ . virare : στρέφω τὸ βαροῦλκο γιὰ νὰ σηκώσω τὴν ἄγκυρα, φεύγω
βόρτα, ἡ : ἰταλ. volta : φορᾶ, στροφή, ἀνάπρωρη ἀλλαγὴ πορείας ἱστιοφόρου, περιφορὰ τοῦ σκοινιοῦ γύρω ἀπὸ ἄλλο σκοινὶ ἢ ἄλλο ἀντικείμενο
βοστιλίδι, τὸ : κόκκινο δυνατὸ κεφαλλονίτικο κρασί
βουρλίζομαι : ἰταλ . burlare : λυσσομανῶ, ἐρεθίζομαι, ζαλίζομαι
βουτσί, τὸ : βυτίο, βαρέλι
βρεχάμενα, τὰ : τὰ ὕφαλα, τὰ μέρη τοῦ πλοίου κάτω ἀπὸ τὴν ἴσαλο γραμμή.
γαζέττα, ἡ : ἰταλ. gazzetta : ἡ ἐφημερίδα
γαζί, τὸ : ἀραβ. kazy = μεταξωτὸς : γάζωμα, μτφ. κοροϊδεύω
γαλέτα, ἡ : βεν. galeta : ξύλινος δίσκος στὴν κορφὴ τῶν καταρτιῶν καὶ τοῦ ἱστοῦ τῆς σημαίας, τὸ ἐπίμηλο τῆς ἠλακάτης τοῦ ἱστοῦ / εἶδος παξιμαδιοῦ
γάσσα, ἡ : ἰταλ. gassa : ναυτικὸς κόμπος, κομποθηλειὰ μὲ τὴν ὁποία γίνεται ἡ πρόσθεση ἢ ἡ σύνδεση μὲ ἄλλο σκοινὶ ἢ κεραία
γεμιτζῆς, ὁ : τουρκ. yemici : ὁ παληὸς ναύτης, ὁ θαλασσόλυκος / εἰρωνικὰ ὁ ἀθαλάσσωτος ποὺ κομπορρημονεῖ
γεύω : κάνω κάποιον νὰ γευτεῖ, τοῦ κάνω τὸ τραπέζι
γιατάκι, τὸ : τουρκ. yatak : κλίνη, τόπος διαμονῆς, κατάλυμα
γιερνὲ : ὅρος τῆς κοινῆς ναυτικῆς διαλέκτου ποὺ σημαίνει «μόνιμα», «σταθερά»
γιοῦσερ, τὸ : γιούσουρι, μαῦρο σκληρὸ κοράλλι
γκριζόλα, ἡ : μάλτ. gisiola : πυξιδοθήκη, καπάκι ποὺ σκεπάζει τὴ νύχτα τὴν πυξίδα γιὰ νὰ μὴ βγαίνει τὸ φῶς καὶ ἐμποδίζει τὴν ὁρατότητα.
γκρὸς : ἀγγλ. gross : διεθνὴς ὅρος μὲ τὸν ὁποῖο ἐκφράζεται ὁ κυβισμὸς ὅλων τῶν κλειστῶν χώρων τῶν ἐμπορικῶν πλοίων. 1 γκρὸς= 2,8317 μ³.
γκρὸς μπῶνκερ : ἀγγλ. gross bunker : μέρος τοῦ πλοίου στὸ ὁποῖο φυλάσσεται κάρβουνο ἢ ὑγρὰ καύσιμα, ἀμπάρι κοντὰ στὰ καζάνια
γλίνα, ἡ : λίπος, βρωμιὰ /μτφ. γλοιώδης ἄνθρωπος
γραδάρω : ἰταλ. graduare : μετρῶ, βρίσκω τὴν πυκνότητα τοῦ ὑγροῦ μὲ γράδο (= μὲ πυκνόμετρο)
γραδελάδες, οἱ : ἰταλ. gradeladi : ξύλινες σκαλωσιές, γενικῶς οἱ σκαλωσιὲς στὸ λεβητοστάσιο
γραμματικός, ὁ : ὑποπλοίαρχος, ἐνίοτε κι ὁ λογιστής
γύρα, ἡ : χαλκᾶς, κολλάρο
γύφτος, ὁ : ὁ ναύτης τῆς μηχανῆς
δέκτης, ὁ : συσκευὴ ποὺ ἐγγράφει τὰ ἐκπεμπόμενα σήματα
δελέγκου : βεν. dilogo : ἀμέσως, εὐθύς, ἐπιτόπου
δεσπέτζα, ἡ : βεν. despensa : διανομεῖο, σκευοθήκη, ἀποθήκη φύλαξης τροφίμων πρὸς διανομὴν
δέστρα, ἡ : σιδερένιο κολωνάκι ποὺ δένουν τοὺς κάβους
διάκι, τὸ : τιμόνι
διοσκορίνη, ἡ : πολὺ δηλητηριῶδες ἀλκαλοειδὲς ἀπὸ τὴν διοσκορέα
διπλαρώνω : φέρνω τὸ σκάφος δίπλα σὲ ἄλλο, πλευρίζω
δρόμος, ὁ : λαθρέμπορος, κοντραμπατζῆς
ἑξάντας, ὁ : ὄργανο γωνιομετρικὸ ποὺ προσδιορίζει μὲ ἀστρονομικὲς παρατηρήσεις τὶς γεωγραφικὲς συντεταγμένες τῆς θέσης στὴν ὁποία βρίσκεται τὸ πλοῖο κατὰ τὸν πλοῦ. Τὸ ὄνομά του ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι διαθέτει βαθμολογικὴ κλίμακα ποὺ ἐκπροσωπεῖ τὸ 1/6 τοῦ κύκλου
Ἑωσφόρος, ὁ : ἄλλο ὄνομα τοῦ πλανήτη Ἀφροδίτη
ζαβώνω : στραβώνω, μτφ. ἀποβλακώνω
...
...
ἰβιλάι, τὸ : ἀγγλ. heaving line : λεπτὸ σκοινί, τράβηγμα τοῦ σκοινιοῦ
ἱππάριο, τὸ : μικρὴ βοηθητικὴ μηχανὴ ποὺ κινεῖ ἀντλία
ἱστός, ὁ : τὸ κατάρτι τῆς πλώρης
καβατζάρω : βεν. cavetzar : παρακάμπτω ἀκρωτήρι
καβίλια, ἡ : ἰταλ. caviglia : σκοινὶ μὲ ὀξὺ ἄκρο γιὰ νὰ περνᾶ εὔκολα ἀπὸ τοὺς τροχίλους / καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ἀκτίνες τῆς ρόδας τοῦ πηδαλίου / ἀτσάλινο ἐργαλεῖο γιὰ νὰ ἀνοίγουν τὰ ἔμβολα τῶν σκοινιῶν καὶ νὰ φτιάχνουν γάσες (βλ.λ)
κάβος, ὁ : ἰταλ. cavo : ἀπόκρημνο ἀκρωτήρι / χοντρὸ σκοινὶ / παίρνω κάβο : καταλαβαίνω
καθετή, ἡ : ἁλιευτικὸ ἐργαλεῖο, ἀπὸ συνηθισμένο νῆμα μὲ ἀγκίστρι στὴν ἄκρη, κι ἕνα μικρὸ βάρος ποὺ συντελεῖ στὴν καταβύθιση τοῦ ἀγκίστρου
καλάδα, ἡ : βεν. calada : βύθισμα ἁλιευτικῶν διχτυῶν
καλαμίδα, ἡ : τὸ ψαράδικο καλάμι
καλάρω : ἰταλ. calare : μαζεύω τὰ πανιὰ / κάνω νερὰ / ἀφήνω, διαρρέω, ρίχνω δίχτυα
καλατζῆς, ὁ : τουρκ. kalayci : γανωτής, κασσιτερωτὴς χαλκωμάτων.
καλαφατίζω : ἰταλ. calafatare : πισσάρω τὰ κενὰ / βατεύω, πηδάω
καμπανιές, οἱ : χτυπήματα τῆς καμπάνας τῆς γέφυρας ἢ τοῦ μηχανοστασίου γιὰ τὶς ἀλλαγὲς τῆς ὥρας
καμπούνι, τὸ : ὑπόστεγο τῆς πλώρης γιὰ τὴ στέγαση τῶν ἀνδρῶν τοῦ πληρώματος σὲ κακοκαιρία
καναλέτο, τὸ : ἰταλ. canaletto : αὐλάκι, ρυάκι, θαλάσσια δίοδος
κανοκιάλι, τὸ : ἰταλ. cannocchiale : ὄργανο γιὰ τὴν παρακολούθηση ἀντικειμένων ἀπὸ πολὺ μακρυὰ
καντηλίτσα, ἡ : βεν. candelizza : 1. συσκευὴ ποὺ ἀναρτᾶται στὰ πλευρὰ τοῦ πλοίου καὶ στὴν ὁποία στέκεται ὁ ἐργάτης ποὺ ἐπισκευάζει ἢ χρωματίζει τὸ πλοῖο. 2. ἡ καντηλίτσα τοῦ φλώκου : ἡ ὑπέρα τοῦ ἀτέρμονος. 3. Κόμπος ἐπιδέξιος χρησιμοποιούμενος γιὰ τὴν ἀνύψωση ἀνθρώπου στὰ ξάρτια
καντίνι, τὸ : ἰταλ. cantino : ἡ ὀξύτερη χορδὴ τῶν ἐγχόρδων ὀργάνων, μτφ. στὴν ἐντέλεια, κομψός
καπελώνω : ἰταλ . cappello : βάζω τοὺς κάβους (βλ.λ.) στὶς δέστρες
κάπος, ὁ : ἰταλ. capo : ἀρχηγὸς / ὁ ἀρχηγὸς τετραωρίας / μέρος ξηρᾶς ποὺ ἀναδίεται ἀπὸ τὴ θάλασσα
καραβοφάναρο, τὸ : πλοῖο ποὺ χρησιμεύει ὡς πλωτὸς φανός, ἀγκυροβολημένο κοντὰ σὲ ἐπικίνδυνα σημεῖα, ὑφάλους κλπ
καραμοσόλι, τὸ : ἐκ τοῦ τούρκου ναυάρχου τοῦ 14ου αἰ. Καρὰ Μουσέλ : βαρὺ ἀντικείμενο ποντισμένο μὲ πλωτήρα στὴν ἐπιφάνεια γιὰ τὴν εὐχερῆ ἀγκυρόδεση τοῦ ἐφολκίου / εἶδος ἱστιοφόρου ποὺ χρησιμοποιοῦσαν τὸ 1821 / ὁ σύνδεσμος τῶν ἀγκυρῶν, ὁ ἀμφιδέτης
καραντί, τὸ : σκαμπανέβασμα τοῦ καραβιοῦ ἐξαιτίας θαλασσοταραχῆς ποὺ συνεχίζεται καὶ μετὰ τὴν παύση τοῦ ἀνέμου, φουσκοθαλασσιά
καρρέ, τὸ : γάλλ. carre : ὁ μεσόδεσμος, τετράγωνο διαμέρισμα τοῦ πλοίου ποὺ χρησιμεύει ὡς ἐντευκτήριο ἢ ἑστιατόριο
κάρτα, ἡ : ἰταλ. carta : ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς τριανταδύο ἀνεμόκομβους τοῦ ἀνεμολογίου (βλ.λ.)
καρτίνι, τὸ : ἰταλ. quartino : τὸ 1/4 τοῦ ρόμβου κατὰ τὶς διαιρέσεις τῶν παλαιῶν ἀνεμολογίων (βλ.λ.)
κάρτο, τό, καὶ κουάρτο, τὸ : ἰταλ. quarto : 1/4
κάσσαρο, τὸ : ἰταλ. cassero : τὸ ἐπίστεγο πάνω στὴν πρύμνη, ὑπερυψωμένη γέφυρα / εἰδικὸ διαμέρισμα ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ καπνιστήριο ἀπὸ τοὺς ἐπιβάτες τῆς α´ θέσης / πύργος φρουρίου
κατραμόκωλος, ὁ : ναύτης τῆς κουβέρτας
κιαλάρω : ἰταλ. chiale : κοιτῶ μὲ κυάλι, παρατηρῶ μὲ ἐνδιαφέρον
κλειδιά, τὰ : κυρτὰ σιδερένια κομμάτια μὲ παχύτερα ἄκρα καὶ διάτρητα ὥστε νὰ περνᾶ γόμφος μὲ τὸν ὁποῖο συνδέονται μεταξύ τους οἱ κρίκοι μιᾶς ἁλυσίδας
κοκκινόκωλος, ὁ : ναύτης σκαρφαλωμένος ψηλὰ / εἶδος πιθήκου / τὸ πτηνὸ φοινίκουρος
κοκό, τὸ : ἡ κοκαΐνη
κόντρα, τὰ : ἰταλ. contra : ρυθμιστικοὶ καὶ ἀσφαλιστικοὶ κοχλίες
κόντρα γέφυρα, ἡ : τὸ σημεῖο πάνω ἀπὸ τὴν γέφυρα, στὸ ὁποῖο βρίσκονται ἡ πυξίδα καὶ τὸ τιμόνι
κοντραστάρω : ἰταλ. contrastare : πάω ἀντίθετα / πάω ἐγγύτερα στὸν ἄνεμο
κοράκι, τὸ : ἡ μύτη τοῦ βαποριοῦ
κοστάρω : ἰταλ. accostare ἐκ τοῦ costa = ἀκτὴ : πιάνω στεριά
κοτσάρω : ἰταλ. cozzare : συνδέω, προσαρτῶ, πλευρίζω / περνάω κρίκο ἢ ἀγκίστρι μέσα ἀπὸ κρίκο
κουβέρτα, ἡ : βεν. coverta : τὸ κατάστρωμα
κουβούσι, τὸ : τουρκ. kovus : τὸ ὑπερυψωμένο παραπέτο τοῦ ἀμπαριοῦ, αἴθουσα, χῶρος ὕπνου
κουίνα, ἡ : ἀγγλ. queen : ἔκφραση τῶν ναυτικῶν γιὰ τοὺς ὁμοφυλόφιλους τῶν λιμανιῶν
κουπαστή, ἡ : τὸ ἀνώτατο χεῖλος τῶν τοιχωμάτων τοῦ πλοίου / χειρολαβή
κρένι, τὸ : γάλ. crane : γερανὸς περιστρεφόμενος, περιστροφικὸ βίντσι
κρουζέτο, τὸ : βεν. croseta : τὸ δίζυγο τοῦ μεγάλου ἐπιστηλίου / λούκι γύρω ἀπὸ τὸ κατάστρωμα, γιὰ νὰ φεύγουν τὰ νερά
λαμαρίνα, ἡ : βεν. lamarin : λεπτὸ μεταλλικὸ ἔλασμα / ἀρρώστεια ποὺ προσβάλλει καὶ τρελαίνει τὶς γάτες στὰ φορτηγὰ πλοῖα
λαμπόγυαλο, τὸ : ἡ παιδεραστία
λάντζα, ἡ : βεν. lanza : μαστέλλο, ξύλινο δοχεῖο γιὰ τὸν καθαρισμὸ τῶν σκευῶν / ἡ λέμβος
λίνια, ἡ : ἰταλ. linea : ἡ γραμμὴ τοῦ Ἰσημερινοῦ, κατ᾿ ἐπέκτασιν καὶ τοῦ τροπικοῦ
λοστρόμος, ὁ : ἰταλ. nostromo : ὁ πρῶτος ὑπαξιωματικὸς τοῦ πληρώματος, ὁ ναύκληρος τῶν ἐμπορικῶν πλοίων
μαγκάρω : βεν. mancar : κοπάζω, σταματῶ / ἀποτυγχάνω, σφάλλω
μαϊνάρω : ἰταλ. mainare : ὑποστέλλω, κατεβάζω τὰ πανιὰ
μακαρᾶς, ὁ : τουρκ. makara : τροχαλία, καρούλι
μαλαφράντζα, ἡ : ἰταλ. mal di Francia : ἡ γαλλικὴ ἀρρώστεια, ἡ σύφιλη
μανούβρα, ἡ : βεν. manovra : χειρισμὸς διεύθυνσης τοῦ σκάφους
μαρέα, ἡ : ἰταλ. marea : παλίρροια
μαρκόνης, ὁ : ἀσυρματιστὴς (ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐφευρέτη τοῦ ἀσυρμάτου)
μάσκα, ἡ : λατ. masca : ἡ παρειὰ τῆς πλώρης
ματίζω : ἑνώνω, μπαλώνω
ματικάπι, τὸ : τουρκ. matkap : τρυπάνι
ματσακόνι, τὸ : ἰταλ. mazza : σφυρὶ γιὰ νὰ βγάζουν τὸ χρῶμα ἢ τὴ σκουριὰ ἀπὸ τὶς λαμαρίνες
μαύρη μπάλλα : ὑψώνεται στὸν πρωραῖο ἱστὸ ὡς σημάδι ἀγκυροβολίας, ἐνῷ δύο μπάλλες ὑψωμένες στὸν ἱστὸ πάνω ἀπὸ τὴ γέφυρα σημαίνουν ἀκυβερνησία
μαυρομάτα, ἡ : ἡ μαύρη μύτη τῆς πέννας, ἡ πέννα
μεσηνέζα, ἡ : ἁλιευτικὸ νῆμα (ἐκ τῆς ἰταλικῆς πόλεως Μεσσίνας)
μετζαρόλι, τὸ : βεν. mezzaruola : φιαλίδιο μὲ ἄμμο γιὰ τὸν κανονισμὸ τῶν ὡρῶν τῶν δυτῶν, εἶδος κλεψύδρας
μόλα ἰπάντο : ἰταλ. molla in bando : χαλάρωσε, ἀμόλα τὰ σκοινιά
μονιτάρως : καιρὸς / τώρα
μοράβια, ἡ : ἰταλ. moravia : ἐκλεκτὴ βαφή, χρῶμα ἐξαιρετικῆς ἀντοχῆς ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴ βαφὴ τῶν ὑφάλων τοῦ πλοίου
μουράγιο, τὸ : βεν. muragia : ἡ προκυμαία
μπάγκος, ὁ : ἰταλ. banco : ἡ ξέρα, ὁ ὕφαλος
μπαλόνια, τὰ : βεν. balon : παραβλήματα σφαιρικὰ γιὰ τὴν προστασία τῶν πλαϊνῶν τῶν πλοίων
μπαρκάρω : ἰταλ. imbarcare : ἐπιβιβάζομαι, φεύγω μὲ πλοῖο ὡς ναυτικός
μπαρκέττα, ἡ : ἰταλ. barchetta : ἡ βαρκούλα / ὄργανο μέτρησης ταχύτητος
μπάρκο, τὸ : ἰταλ. barco : παλιὸ ἱστιοφόρο / τὸ μπαρκάρισμα
μπαρούμα, ἡ : ἰταλ. baroma : σκοινὶ μὲ τὸ ὁποῖο προσδένεται ἡ βάρκα σὲ κάποιο στα0ερὸ σημεῖο στὴν ξηρὰ ἢ σὲ ἄλλο σκάφος, γιὰ νὰ τὸ τραβήξουμε
μπάσσες, οἱ : ἀμπασσαδοῦρες, μπάσσες στεριές (βλ.λ.)
μπαστούνι, τὸ : βεν. baston : τὸ δόρατο τῶν ἱστιοφόρων
μπατάρω : ἰταλ. battere : ἀνατρέπομαι κι ἀνατρέπω, τουμπάρω / ἀλλάζω πέτασμα στὰ πανιὰ κατὰ τὴν βόλτα (βλ.λ.)
μπάφα, ἡ : ἰταλ. baffo : ὁ θηλυκὸς κέφαλος, ἀπ᾿ ὅπου βγαίνει τὸ αὐγοτάραχο, ἀλλὰ καὶ τὸ ψαρόλαδο μὲ τὸ ὁποῖο περνοῦσαν τὰ σύρματα / μτφ. βαριὰ μυρωδιά
μπίγα, ἡ : ἰταλ. biga :φορτωτήρας, γερανός
μπίντα, ἡ : ἰταλ. bitta : ἡ δέστρα
μπουάμπης, ὁ : ἀράπης θυρωρός
μπουγάζι, τὸ : τουρκ. bogaz : στενὸ μέρος θάλασσας μεταξὺ δύο στενῶν, δίαυλος, κανάλι / ἡ μπούκα, τὸ στόμιο τῶν ἰχθυοτροφείων
μπουκαπόρτα, ἡ : βεν. bucaporta : θυρίδα φόρτωσης
μπουλμές, ὁ : τουρκ. bolme : ξύλινο ἐσωτερικὸ χώρισμα τοῦ πλοίου, μὴ μόνιμο, γιὰ εἰδικὲς φορτώσεις
μπουνάτσα, ἡ : βεν. bonazza : ἡ νηνεμία, ἡ γαλήνη. μπουνατσάρω : γαληνεύω
μπούσουλας, ὁ : ἰταλ. bussola : ἡ πυξίδα, ὁ προσανατολισμός
μπρατσόλι, τὸ : ἰταλ. bracciolo : στήριγμα σὲ σκάφος
μπριγκαντίνι, τὸ : ἰταλ. brigantino : εἶδος καϊκιοῦ
ναῦλος, ὁ : φορτίο πληρωμένο γιὰ μεταφορά / τὸ ἀντίτιμο φόρτωσης ἢ μεταφορᾶς
νιτσεράδα, ἡ : ἰταλ. incerata : ἀδιάβροχο ἀπὸ μουσαμᾶ
ντόκος, ὁ : ἀγγλ. dock : νηοδόχος, τμῆμα ἐμπορικοῦ λιμανιοῦ μεταξὺ τοῦ βασικοῦ κρηπιδώματος καὶ τῶν προβλητῶν του / εἶδος ὑφάσματος
ντοκουμάνης, ὁ : ἀγγλ. donkey man : ἀρχιθερμαστής, λοστρόμος τῆς μηχανῆς
ντουανιέρης, ὁ : ἰταλ. dogana=τελωνεῖο : τελωνειακὸς / φορτοεκφορτωτὴς τελωνείου
ντούγα, ἡ : ἰταλ. doga : σανίδα βαρελιοῦ
ντούκια, τὰ : βεν. ducia : σπεῖρες σκοινιοῦ ἢ συρματόσκοινου / ὕπνος
ντράγα, ἡ : ἰταλ. draga : φαγάνα, βαθυκόρος = πλωτὸ μηχάνημα γιὰ τὸν καθαρισμὸ τοῦ βυθοῦ ἢ τὴν ἐκβάθυνση λιμανιῶν
ξαγερίζω : βγάζω στὸν ἀέρα, διαλαλῶ
ξάι, τὸ : λάτ. exagium : ἀνταπόδοση, ἀμοιβή
ξεκαπελλώνω : βγάζω τοὺς κάβους (βλ.λ.)
ἀπὸ τὶς μπίντες (βλ.λ.) / βλέπε καὶ : καπελλώνω
ξελιμπάρω : ξε + ἰταλ. libare : ἐλαφρώνω τὸ πλοῖο ξεφορτώνοντας μέρος τοῦ φορτίου σὲ ἄλλο μικρότερο ποὺ θὰ μπεῖ στὰ ρηχὰ νερά, μτφ. τελειώνω, ἀδειάζω, ξοφλάω
ξεμπαρκάρω : ἀντιθ. μπαρκάρω (βλ.λ.)
ξενερίζω : χάνω τὰ νερά μου, βγαίνω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας / ἀλλάζω τὸ νερὸ γιὰ νὰ φύγει ἡ ἁρμύρα κι ἡ πικρίλα / συνέρχομαι ἀπὸ μεθύσι / οὐρῶ
ξεραποξυλώνομαι : πέφτω ξερὸς σὰν ξύλο / κοιμᾶμαι ἄκαμπτος / πεθαίνω
ξεστελλιάζω : διαλύω, ξεμοντάρω
ξίδι (ὁ καιρός) : δριμὺς σορόκος
ὄκιο, τὸ : ἰταλ. occhio : τρύπα ἀπ᾿ ὅπου περνάει ἡ ἁλυσίδα τῆς ἄγκυρας
Ὀλλαντέζος, ὁ : ὀλλανδικὸ πλοῖο
ὀργυιά, ἡ : ἀρχ. ἑλλ. ὀρέγω : ἀγγλικὴ μονάδα μήκους ἴση μὲ 1,83 μ.
ὀρθοπλωρίζω : βάζω πλώρη πάνω στὸν καιρό
ὄρτσα : ἰταλ. orza : στρέψε τὴν πλώρη πρὸς τὸν ἄνεμο
ὀχτὼ-δέκα, ἡ : βάρδια, τετραωρία
παίρνω κάτω : κατεβάζω πανὶ ἢ σημαία / διοπτεύω
παλινώριο, τὸ : ὄργανο μὲ τὸ ὁποῖο βρισκόταν παλιότερα τὸ ἀζιμούθιο τοῦ ἥλιου, μὲ συνδυασμὸ τῆς ὥρας, τῆς ἡλιακῆς κλίσης καὶ τοῦ πλάτους
πανιόλο, τὸ : ἰσπ. panyolo : πλάτος βάρκας / μτφ. πάτος σκεύους
παράλλαξη, ἡ : ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴ διεύθυνση τοῦ Βορρᾶ ποὺ δείχνει ἡ πυξίδα καὶ στὴν πραγματικὴ θέση / τρόπος ἐλέγχου τοῦ πλοῦ μὲ ἀναφορὰ σὲ κάποιο σημεῖο τῆς ἀκτῆς
παραπέτο, τὸ : ἰταλ. parapetto : τὸ στηθαῖο τῆς γέφυρας
παρατιμονιά, ἡ : κακὸς χειρισμὸς τοῦ τιμονιοῦ
πασσατζέρικο, τὸ : ἰταλ. passaggio : πλοῖο μὲ σταθερὸ δρομολόγιο
παταράσο, τὸ : βεν. patarazzo : ὁ παράτονος / τὸ σκοινὶ τοῦ μεγάλου ἐπιστυλίου τοῦ πλοίου
παχτώνας, ὁ : τετράγωνη λέμβος χωρὶς καρίνα
πεθαμένος, ὁ : κατώτατης ποιότητας λαθραῖο ποὺ κάποιος τὸ πουλάει πολὺ φθηνά, τὸ «σκοτώνει»
πεισματική, ἡ : σφύριγμα πλοίου
πιλότος, ὁ : ἀγγλ. pilot : ὁδηγὸς βαποριοῦ, πλοηγός
πιλοτίνα, ἡ : ἰταλ. pilotina : ἡ πλοηγίς, τὸ πλοιάριο ποὺ μεταφέρει τὸν πιλότο στὸ πλοῖο ποὺ πρόκειται νὰ ἀναλάβει
πινά, τὰ : ἰταλ. pennone : τὰ ἐξώτατα ἄκρα τοῦ κέρατος τοῦ ἐπιδρόμου
πινέλλο, τὸ : εἶδος σπαστῆς ἄγκυρας
πλευρικά, τὰ : δύο φανοὶ ποὺ ἀποτελοῦν μέρος τῶν πλοϊκῶν φανῶν τοῦ πλοίου
ποδίζω : μένω προσωρινὰ σὲ ἀπάνεμο μέρος λόγω κακοκαιρίας / ἀπομακρύνω τὴν πλώρη ἀπὸ τὴν κακοκαιρία τοῦ ἀνέμου
ποδόσταμο, τὸ : τὸ κοράκι (βλ.λ.) τῆς πρύμνης
πόμπα, ἡ : ἰταλ. pompa : ἀντλία
Πορτολάνες, οἱ : ναυτικοὶ χάρτες
ποστάλι, τὸ : ἰταλ. postale : ἐπιβατηγὸ ἢ ταχυδρομικὸ πλοῖο
πότζι, τὸ : ἰταλ. poggia : ταλάντευση, ὑποστροφὴ τοῦ πλοίου
πούσι, τὸ : τουρκ. pus : ὁμίχλη, καταχνιά
πρατιγάρω : ἰταλ. pratigare : παίρνω πράτιγο, ἐλευθεροκοινωνῶ
πριάρι, τὸ : βάρκα ποὺ σπρώχνουν μὲ κοντάρι
προβέτζο, τὸ : βεν. provenza : ἀπότομη μεταβολὴ τοῦ ἀνέμου ἀπὸ νότιο σὲ δυνατὸ βόρειο
προβολή, ἡ : σύστημα χαρτογραφικῆς παράστασης σὲ ἐπίπεδό της καμπύλης ἐπιφανείας τῆς Γῆς
προπέλλα, ἡ : ἀγγλ. propeller : ἕλικας γιὰ τὴν ὤθηση τοῦ πλοίου
προυσσαλίδικο, τὸ : τὸ χασὶς τῆς Προύσσας, φημισμένο γιὰ τὴν ποιότητά του
πρύμα : καλῶς / ἄνεμος ἀπὸ τὴν πλώρη
πρύμα πλώρα : σ᾿ ὅλο τὸ μῆκος τοῦ πλοίου
ράδα, ἡ : ἰταλ. rada : ἀνοικτὸ κι εὐρύχωρο ἀγκυροβόλι, ἀνοικτὸς προλιμένας
ρέλι, τὸ : ἀγγλ. rail : κιγκλίδωμα
ρεμούρκιο, τὸ : βεν. remurchio : τὸ ρυμούλκημα ἀλλὰ καὶ τὸ ρυμουλκὸ πλοῖο / εἶδος σκοινιοῦ
ρεμοῦσκο, τὸ : βορειανατολικὸς ψυχρὸς ἄνεμος / ὑποψία, εἰκασία / ρίσκο, παράτολμη πράξη
ρεμπάρτα, ἡ : ἰταλ. ribalta : καταπακτὴ / ἄνοιγμα παντελονιοῦ
ρέστα, τὰ : ἰταλ. resto : σειρὰ μεταλλικῶν παξιμαδιῶν ἑνωμένων σὲ ἐπίμηκες σχῆμα
ρεστία, ἡ : ἰταλ. rastiare : παλινδρόμηση τοῦ κύματος ἀπὸ τὴν ἀκτή, ἀκανόνιστος κυματισμός
ρεφόρτσο, τὸ : ἰταλ. rinforzo : ἐνδυνάμωμα, ἐνίσχυση τῶν σχοινιῶν, σφίξιμο τῶν σφηνῶν τοῦ τιμονιοῦ
ρίγλα, ἡ : λατ. regula : ὁ χάρακας, γραμμὴ χαραγμένη στὸ χάρτη, ὁ παράλληλος
ρισάλτο, τὸ : ἰταλ. risalto : ἕφοδος, ἐπίθεση πειρατῶν στὸ πλοῖο
ρολάρω : ἰταλ. rollare : κάνω πότζι (βλ.λ.)
ρότα, ἡ : ἰταλ. rota : πορεία πλοίου
ρουφόλυμπες, οἱ : ρουφῆχτρες
σαλαμάστρα, ἡ : ἰταλ. salmastra : πλέξιμο, σκοινὶ πλεγμένο
σάλπα, ἡ : τὸ σαλπάρισμα
σαλτάρω : ἰταλ. saltare : πηδάω, ξεφεύγω
Σαμπάν, τὸ : μικρὸ ποταμόπλοιο τῶν κινεζικῶν ἀκτῶν, σκεπασμένο ὥστε νὰ χρησιμοποιεῖται σὰν κατοικία
σαμπάνι, τὸ : σκοινὶ μὲ τὸ ὁποῖο δένονται βαριὰ ἀντικείμενα γιὰ ἀνύψωση ἢ οἱ βάρκες
σάνταλο, τὸ : φορτηγὸ πλοῖο ποὺ μοιάζει μὲ σκούνα
σαρανταποδαροῦσα, ἡ : μακρὺ τηλεγραφικὸ σῆμα
σημαδούρα, ἡ : κάθε εἴδους ὄργανο σήμανσης
σινιάλο, τὸ : βεν. signal : συνθηματικὴ εἰδοποίηση ἀπ᾿ τὸ πλοῖο πρὸς τοὺς ναῦτες στὴν ξηρά
σιψάντε(ς), ὁ : ἀγγλ. shipside : χῶρος ἀνεφοδιασμοῦ / μτφ. προμηθευτὴς τροφίμων
σκάλα, ἡ : ἰταλ. scala : ἐπίνειο
σκαλιέρες, οἱ : ἰταλ. scala : μικρὰ σκοινιὰ ποὺ δένονται ὁριζόντια στὰ ξάρτια ὥστε νὰ σχηματίζουν σκαλοπατάκια
σκανταγιάρω : ἰταλ. scandagliare : βυθομετρῶ, ρίχνω σκαντάγιο (=ὄργανο βυθομέτρησης)
σκάντζα βάρδια, ἡ : βεν. scansa la vardia! : ἀλλαγὴ βάρδιας
σκαντζάρω : βεν. scansar : ἀλλάζω (φρουροὺς ἢ πόδες πανιῶν)
σκάπουλος, ὁ : βεν. scapolo : ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ναῦτες τῆς βάρδιας ποὺ περιμένει ν᾿ ἀντικαταστήσει τὸν ἄλλο / αὐτὸς ποὺ κάνει κοπάνα / ἐλεύθερος
σκαρμός, ὁ : ἡ σταμίνα τοῦ νομέα
σκαρτάρω : ἰταλ. scartare : πετάω τὰ ἄχρηστα
σκουλάρω : ἰταλ. scolare : παίρνω στροφὴ σὲ ἀκρωτήρι / ἀδειάζω τὰ νερὰ τῆς θάλασσας ἀπὸ τοὺς σωλῆνες καὶ τὸ κατάστρωμα
σπατσάρω : ἰταλ. spazzare : σκουπίζω - ξεμπερδεύω - γελῶ ὑπερβολικά
σπιράγιο, τὸ : βεν. spiragio : φεγγίτης, ἀναφωτίς
σταβέντο, τὸ : ἰταλ. sottovento : ἀπάνεμος, πλεύση σὲ ἀπάνεμη πλευρά
σταντάρδο, τὸ : ἀγγλ. standard : τὸ κοντάρι τῆς σημαίας
στήμη, ἡ : ἐπιμήκη τμήματα διπλωμένου σκοινιοῦ / τὸ κοράκι (βλ.λ.)
στοιβαδόρος, ὁ : ναύτης ποὺ στοιβάζει τὰ ἐμπορεύματα τῶν ἐμπορικῶν πλοίων
στόκολος, ὁ : ἀγγλ. stokehold: λεβητοστάσιο, θερμαστήριο
στούφα, ἡ : μυοκτονία
στράλια, τὰ : ἰταλ. straglio : οἱ ἀνάδρομοι κι οἱ πρότονοι, σκοινιὰ ποὺ στερεώνουν τὰ ἐπιστήλια τῶν ἱστῶν
στροφές, οἱ : ὁ ἀριθμὸς τῶν περιφορῶν τοῦ προωστήρα τοῦ ἀτμοπλοίου ἀνὰ λεπτό
στρωμάτσα, τὰ : ἰταλ. stramazzo : παράβλημα κρεμασμένο στὰ πλευρὰ τοῦ πλοίου γιὰ νὰ τὸ προφυλάσσει ἀπὸ ἐνδεχόμενες συγκρούσεις μὲ ἄλλα πλοῖα ἢ τὴν προκυμαία
σφῆνες, οἱ : προθέματα τοῦ τιμονιοῦ γιὰ νὰ σφίγγει ὅταν χαλαρώνει κατὰ τὸν πλοῦ
σφυριξιά, ἡ : δηλώνει δεξιὰ πορεία
σφυρίχτρα, ἡ : ὄργανο ποὺ εἰδοποιεῖ γιὰ τὴν πορεία
ταρσανᾶς, ὁ : τουρκ. tersane : ναύσταθμος, ναυπηγεῖο
ταρτάν, τὸ : μπὰρ στὸ ὁποῖο συχνάζουν κινέζοι
τελώνια, τὰ : οἱ φωσφορισμοὶ ποὺ ἐμφανίζονται σὲ καιρὸ θύελλας στὰ ἄκρα σκοινιῶν καὶ κεραιῶν / ἀερικά, στοιχειά
τεσσαροχάλι, τὸ : μικρὴ ἄγκυρα μὲ τέσσερις βραχίονες
τζόβενο, τὸ : ἰταλ. giovane : μοῦτσος, ναυτόπαις
τιμονιέρα, ἡ : ἰταλ. timoniera : ἡ πιλοτίνα (βλ.λ.) / διαμέρισμα χαρτῶν στὸ πίσω μέρος τῆς γέφυρας
τουρκετί, τὸ : τὸ πλωριὸ κατάρτι / τριγωνικὸ πανὶ τοῦ λοξοῦ ἱστοῦ τῆς πλώρης
τραβέρσο, τὸ : ἰταλ. traverso : ἀναγκαστικὴ πορεία σὲ περίπτωση μεγάλης θαλασσοταραχῆς κόντρα στὴ διεύθυνση τοῦ ἀνέμου γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸ πλοῖο τὰ χτυπήματα τῶν κυμάτων στὰ πλευρά του
τραβέρσωμα, τὸ : στροφὴ τοῦ πλοίου ὥστε νὰ στρωθεῖ τραβέρσο (βλ.λ.)
τραμπάκουλο, τὸ : εἶδος δαλματικοῦ πλοίου μὲ δύο πανιὰ
τρικαντό, τὸ : τρίκωχο καπέλλο τῶν ἀξιωματικῶν του Πολεμικοῦ Ναυτικοῦ
τριπόντι, τὸ : ἰταλ. tre ponti : πλοῖο μὲ τρεῖς γέφυρες
τρισίλιο, τὸ : δίπλοκο ἢ τρίπλοκο ἀριστερόστροφο καννάβινο σκοινὶ ἀπὸ παλιὰ κλώσματα
Τρίτος, ὁ : ὁ ἀνθυποπλοίαρχος
τρομπαμαρίνα, ἡ : ἰταλ. trombamarina : τηλεβόας γιὰ τὴ μετάδοση
ἠχητικῶν σημάτων μεταξὺ τῶν πλοίων σὲ καιρὸ ὁμίχλης
τσίμα, ἡ : ἰταλ. cima : ἡ κορυφή, ἡ ἄκρη
τσιφάρι, τὸ : ἀραβ. ziffar : σιφόνι, ἀντλία
τσοῦρμο, τὸ : ἰταλ. ciurma : κωπηλάτες στὶς γαλέρες, κατάδικοι / πλήρωμα πλοίου
...
φανάρι, τὸ : φάρος, φανὸς / κόμπος ποὺ κατασκευάζεται γιὰ τὰ σφοντύλια τῶν χειραγωγῶν, γιὰ τὴ συγκράτηση τῶν σχοινένιων λαβῶν τῶν κάδων
φαναριέρα, ἡ : ἡ φανοδόχη καὶ τὸ φανάρι τῆς κόφας
Φάτα Μοργκάνα, ἡ : βρετ. μυθ. Morgan LeFay, ἰταλ. Fata Morgana : ἡ διεστραμμένη
μάγισσα ἀδελφὴ τοῦ βασιληᾶ Ἀρθούρου, στὴν ἱστορία τῶν Ἱπποτῶν τῆς στρογγυλῆς τραπέζης
/ μτφ. ἀντικατοπτρισμὸς στὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας, ὅταν τὸ στρῶμα τοῦ ἀέρα πάνω
ἀπὸ τὸ νερὸ εἶναι πιὸ ψυχρὸ ἀπ᾿ ὅτι στὰ ψηλότερα στρώματα.
Ὁ ἴδιος ὁ Ν. Καββαδίας λέει «.... συμβαίνει στῆς Σικελίας τὸ στενὸ ἢ στὴ Νάπολη
ἀπ᾿ ἔξω, νύχτα τρεῖς ἡ ὥρα, καὶ παρουσιάζει τρεῖς γυναῖκες ποὺ χορεύουν στὸν ὁρίζοντα.
Βαστάει ἕνα δύο λεπτὰ κι ὕστερα χάνεται ...»
φατούρα, ἡ : ἰταλ. fattura : ἐτικέττα / τιμολόγιο ἐμπορευμάτων
φιγούρα, ἡ : ἰταλ. figura : τὸ ἀκρόπρωρο, ξόανο
φοῦντο, τὸ : λατ. fundus : o βυθός / πόντισμα, βύθισμα
φριγκορίφικο, τὸ : ἰσπ. frigorifico : πλοῖο-ψυγεῖο
φριζερέτα, ἡ : ἀγγλ. freezer : μικρὸ ψυγεῖο
φυρονεριά, ἡ : τὸ τράβηγμα τῶν νερῶν
χάβαρο, τὸ : ἀχιβάδα, φαγώσιμο ὄστρακο / αἰδοῖο / μτφ. βραδύνους
χαλῶ : κατεβάζω βάρκα / ἀγκυροβολῶ μὲ ἀναστροφὴ τοῦ ἐργάτη ἢ τοῦ βιντσιοῦ / μαϊνάρω (βλ.λ.)
χαμαλίκα, ἡ : τουρκ. hamal (=ἀχθοφόρος) : πάνινο ἐπίστρωμα στὴν πλάτη τοῦ ἀχθοφόρου, μτφ. ἐπιρ. ἀγγαρεία, ἄδικα
χαμσίνι, τὸ : ἀραβ. chamsin (=πενήντα) : ριπὲς ὁρμητικοῦ βορείου ἀνέμου ποὺ πνέει ὧρες μεταφέροντας σύννεφα σκόνης
ψηλώνω : ἀνεβαίνω κατὰ μῆκος τῆς λίνιας (βλ.λ.)
ψωμάκια, τὰ : τραπουλόχαρτα
...
Fernando Po : τὸ νησὶ Μπιόκο στὸν κόλπο τῆς Γουϊνέας
Ραγκοῦν : πρωτεύουσα τῆς Μπούρμα
Μαρκίζες : νησιὰ στὸν Ἰνδικὸ ὠκεανὸ (Marquesas)
Port Pegassu : κόλπος στὰ Ν τοῦ νησιοῦ Στιούαρτ στὴ Ν. Ζηλανδία
Τοκοπίλλα : λιμάνι στὴ Χιλή
Ἐβρίδες : ἀρχιπέλαγος Δ τῆς Σκωτίας
Cambay : ὁ κόλπος τῆς Βομβάης
Μαζόρ : περιοχὴ τῆς Ν. Ἰνδίας
Nossi Be : νησάκι στὴ Μαδαγασκάρη (Ἰνδικὸς Ὠκεανὸς)
Μαρακές : πόλη τοῦ Μαρόκου
Παραμέ : μικρὴ παραλιακὴ πόλη κοντὰ στὴ θάλασσα τῆς Μάγχης