* Τὰ παρακάτω ποιήματα δὲν ἐντάχθηκαν σὲ κάποια ποιητικὴ συλλογὴ τοῦ Νίκου Καββαδία ἀλλὰ δημοσιεύθηκαν σὲ διάφορα ἔντυπα.
Πᾶμε στὸ κάμπο πέρα κεῖ τ᾿ ἀπόβραδο
πιασμένοι ἀπὸ τὸ χέρι ὡραῖο κοράσι
ὁ ἀχὸς τῆς πολιτείας τῆς ἀρρωστιάρικης
ποτὲ νὰ μὴ μπορέση νὰ μᾶς φτάσῃ.
Καὶ κεῖ στὸν κάμπο πέρα τὸν ἀνθόσπαρτο
ὅπου γιορτάζει πάντα ἡ φύσι
ἀγκαλιαστοὶ θὰ νοιώσουμε τὸν ἔρωτα
ὡς ὅτου ἡ ψυχὴ νὰ μᾶς ἀφήσῃ.
Καὶ χελιδόνι νὰ γενῇ γοργόφτερο
ψηλὰ στὸν οὐρανὸ νὰ φτερουγίσῃ
νὰ διαλαλήσῃ ἐκεῖ μὲ τυτιρίσματα
-Χαρήκαμε τ᾿ ὅ,τι εἴχαμε ποθήσει.
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΑΣ
* Δημοσιεύτηκε στὸ Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας
στὶς 22 Ἰανουαρίου 1928, ἀρ. φύλλου 114, σελίδα 7.
Τὸ βράδυ πέθανε ἡ παιδούλα
ποὖχε ἀρρωστήσει τὴν αὐγή.
Ἴσως ἡ ἁγνή της ἡ ψυχούλα
μὲ τ᾿ ἄστρα θέλησε νὰ βγῇ.
Καὶ τώρ᾿ ἀστέρι θἄχει γίνει
τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ ὀμορφήνῃ.
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΑΣ
* Δημοσιεύτηκε στὸ Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας
στὶς 29 Ἰανουαρίου 1928, ἀρ. φύλλου 115, σελίδα 2.
Εἶσαι ἄνθος πολυμύριστο ποὺ τἄρωμα ἐμεράθη
καὶ πάρωρα ξεχάστηκε σὲ μία γωνιὰ καὶ λυώνει
ὥριο κορμὶ ποὺ σώθηκε καὶ φθάρτηκε ἀπ᾿ τὰ πάθη
καὶ μία ἱστορία χαρούμενη ποὺ θλιβερὰ τελειώνει.
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΑΣ
* Δημοσιεύτηκε στὸ Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας
στὶς 18 Μαρτίου 1928, σελίδα 3.
Ἦρθε μία θύμησι παληὰ πολὺ καὶ χτύπησε
τὴν πόρτα τῆς θλιμμένης τῆς ψυχῆς μου ...
Ἦταν ἕνα θλιμμένο δειλινό.
Ξερὰ τὰ φύλλα χάμω πέφτανε.
Οἱ γερανοὶ στὸ νότο πέταγαν.
Μέσ᾿ στὴ γαλήνη τὰ καράβια ἀρμενίζαν
καὶ σὺ φτωχὴ ψυχὴ κάτι περίμενες ...
Στὸ πέλαγο ἡ γολέτα τῶν ὀνείρων σου ταξίδευε.
Στὸ πέλαγο ἡ γολέτα τῶν ὀνείρων σου βυθίστηκε.
Καὶ κεῖνο ποὺ περίμενες τὸ πήρανε
οἱ γερανοὶ στὸ μακρινὸ ταξίδι τους.
Μὲ τὰ ξερόφυλλα τὸ πῆρε ὁ ἀγέρας τοῦ φθινοπώρου
τὸ κλέψαν τὰ καράβια τὰ λευκόπανα.
Φτωχὴ ψυχὴ ... Προσμένοντας ἀπόμεινες.
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΑΣ
* Δημοσιεύτηκε στὸ Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας
στὶς 20 Μαΐου 1928, ἀρ. φύλλου 131, σελίδα 2.
Τώρα τὸ καλοκαίρι πάει ... ἐπέρασε ...
Κ᾿ εἶνε καιρὸς νὰ φύγουμε γιὰ πέρα.
Δυὸ μῆνες ἐπεράσαμε ἔτσι ἄσκοπα
ἂν κ᾿ εἴχαμε πολλὲς ἰδέες στὸ νοῦ μας.
Ἐκεῖνα ποὺ σκεφθήκαμε δὲν κάναμε
καὶ πάντα τ᾿ ἀναβάλαμε γιὰ τ᾿ αὔριο
γιὰ κάποιαν κάθε μέρα γράμμα ἐγράφαμε
ποὺ ὅμως αὐτὴ δὲν τόλαβεν ἀκόμα.
Σὲ ναυτικὲς ταβέρνες ἐκαθήσαμε
σὲ γέρους πλάϊ ποὺ λέγαν ἱστορίες
καὶ ποὺ συχνά, σιγὰ μᾶς ἐσυμβούλευαν
μὲ λόγια ποὺ πιὰ τἄχαμε ξεχάσει.
Σὲ πανηγύρια πήγαμε χωριάτικα
ψηλὰ σὲ ρημοκλήσια γκρεμισμένα
κι ἐπιάσαμε μαντήλι καὶ χορέψαμε
μὲ παληκάρια, καὶ παιδοῦλες νιές.
Πολλὲς φορὲς τ᾿ ἀγέρι μᾶς ἐκοίμισε
μέσα σὲ βάρκα ... κάτω ἀπ᾿ ἕνα δέντρο
κι ἐκάναμ᾿ ἕναν ὕπνο τόσον ἥσυχο
ἔτσι μακρὺ ... σὰ νἄχαμε πεθάνει ...
Καὶ τ᾿ αὔριο ποτὲ δὲν ἐσκεφθήκαμε
οὔτε καὶ τὴν ἡμέρα τῆς φυγῆς μας.
... Τώρα τὸ πλοῖο μᾶς παίρνει. Πέρα τὸ ἄγνωστο
ἢ τρικυμίες!, οἱ μπόρες! ...
13.09.1928
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΑΣ
* Δημοσιεύτηκε στὸ Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας
στὶς 21 Ὀκτωβρίου 1928, ἀρ. φύλλου 153, σελίδα 3.
Πᾶνε δυὸ μῆνες ποὺ ἔφυγα κ᾿ ὅμως δὲν σοὔχω γράψει
τὰ λόγιά μου πὼς ξέχασα θὰ λὲς «Πάντα ἐσὺ θἆσαι
ἡ πολυαγαπημένη μου ὅσο μακριὰ κ᾿ ἂν πάω!»
Κ᾿ ὅμως τὸ ξέρω ἐγὼ καλὰ πὼς πάντα μὲ θυμᾶσαι.
Πῶς ὅταν τὶς θολὲς βραδυὲς στὴν κάμαρά σου μόνη
κεντώντας τ᾿ ἄσπρα ροῦχα σου κάνεις σκυφτὴ νυκτέρι
σκέφτεσαι τὰ γλυκόλογα ποὺ θὲ νὰ λέῃ τὸ γράμμα
ποὺ ὁ ταχυδρόμος αὔριο στὴν πόρτα σου θὰ φέρη.
Τὸ γράμμα ποὺ κάθε πρωὶ γράφω καὶ δὲ σοῦ στέλνω
κ᾿ ἔτσι περνᾶν ἀβάσταχτα οἱ θλιβερές σου μέρες
καὶ πᾶς σιγανὰ στὴν παναγιὰ δεόμενη γιὰ μένα
ποὺ ἀλύπητα μὲ δέρνουνε οἱ μανιασμένοι ἀγέρες.
Κ᾿ ἴσως νομίζεις τώρα ἐσὺ πὼς κάποιαν ἄλλη ἀγαπῶ
βαθειά, τρανήν, ἐξωτική, ἐβρῆκα ἐδῶ στὰ ξένα
ποὺ μ᾿ ἔχει δέσει πεια σφιχτὰ καὶ μ᾿ ἔχει μαγεμμένο.
... Καὶ σκέφτομαι τὰ μάτια σου θολά, πλημμυρισμένα,
ὅμως, ἂν μπόραες γιὰ νἀρθῇς στὴν ἄθλια κάμαρά μου
σκυμμένο θὲ νὰ μ᾿ ἔβλεπες ἀπάνω σ᾿ ἕνα γράμμα
νὰ σκέφτομαι ... νὰ μὴ μπορῶ ... νὰ θέλω νὰ σοῦ γράψω
καὶ σκίζοντάς το νὰ ξεσπᾶ σ᾿ ἕνα θλιμμένο κλάμμα.
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΑΣ
* Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας,
τοῦ Παύλου Δρανδάκη, ἀρ. φύλλου 173, 10 Μαρτίου 1929.
Γνωρίζω κάποιον κύριο ποὺ ἠλίθιο τὸν νομίζουν,
γιατὶ, παράξενα μιλεῖ κι ἕνα μονὸκλ φοράει,
γιατὶ, συχνάζει μ᾿ ἄσεμνες καὶ θλιβερὲς γυναῖκες
καὶ γιατὶ πάντα ὅτι τοῦ πεῖς αὐτὸς χαμογελάει.
Ποὺ στέκει ὧρες ἀμίλητος καὶ σὰν ἀφηρημένος,
καὶ ποὺ ὅταν, τί ἔχει τὸν ρωτοῦν οἱ φίλοι μ᾿ ἀπορία
αὐτὸς κυττάζοντας ἀλλοῦ ἀρχίζει νὰ διηγιέται
ἢ μίαν αἰσχρὴν ἢ μία πολὺ παράξενη ἱστορία.
Γιὰ μίαν ἑταίρα ὑστερικὴ ποὺ ζεῖ κι ὅλο πεθαίνει,
γιὰ ἕναν τρελλὸ ὅπου ζητάει νἅβρῃ τ᾿ ὄνειρό του,
γιὰ κάποιο γέρο ποὺ ἀγαπάει μ᾿ ἀνάστροφην ἀγάπη,
γιὰ μία γκριμάτσα τραγικὴ κάποιου χλωμοῦ Πιερρότου.
... Ξέρω ἕνα νέο ποὺ οἱ φίλοι του ἠλίθιο τὸν νομίζουν,
γιατὶ γιὰ πράγματα πολὺ περίεργα μιλάει
κι ὅσες φορὲς πασχίζουνε νὰ τόνε συμβουλεύσουν
κυττᾶ μὲ περιφρόνηση καὶ θλιβερὰ γελάει ...
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΛΑΣ
* Δημοσιεύτηκε στὸ δεύτερο φύλλο τοῦ «Διανοούμενου»,
τὸν Δεκέμβρη τοῦ 1929, στὴν σελίδα 8.
Θυμᾶμαι κάποιο φίλο μου, ἕναν ὠχρὸ καμπούρη
στὸ μακρινό μου τὸ χωριὸ ποὺ ἔκανε τὸν ψαρᾶ.
Πολλὲς φορὲς ψαρεύαμε μαζί, κι αὐτὸς ξεχνιώταν
μὲ τὰ κουπιὰ στὰ χέρια του κυττώντας τὰ νερά...
Κ᾿ ἦταν μακριὰ τὰ χέρια του σὰν τὰ κουπιὰ ποὺ ἐκράτει
καὶ μία σχισμένη ναυτικὴν ἐφόραγε στολή.
Ἔμενεν ὧρες σιωπηλὸς κι ἀκίνητος σὰ σφίγγα
κι ἔπειτα ὡς νἆταν μοναχὸς ἀρχίναε νὰ μιλεῖ.
Δὲ μίλαε γιὰ ναυάγια δὲν ἔλεε γιὰ φουρτοῦνες,
ἢ γιὰ κυρὲς τῆς θάλλασας μὲ οὐρὰ καὶ μὲ φτερά,
γι᾿ ἁπλὰ ἐμιλοῦσε πράμματα καὶ γιὰ συνιθισμένα
ποὺ ὅμως στὸ στόμα του αὐτουνοῦ γινόταν θλιβερά.
Εἶχε μία βάρκα ἔτσι μικρὴ ποὺ μόλις τὸν χωροῦσε
καὶ ποὺ τὴν ἔλεε μοναχὸς «σπίτι χωρὶς σκεπή».
Ὁ κόσμος τὸν ἐπείραζεν, αὐτὸς ἀδιαφοροῦσε.
Ἴσως δὲν εἴξερε ὁ φτωχὸς τὸν πόνο του νὰ πεῖ.
Πολλὲς φορὲς τὸν ἄκουγα βραχνὰ νὰ τραγουδάει
ἕνα τραγούδι ἐρωτικὸ μαζὶ καὶ ναυτικὸ
καὶ μοῦ φαινόταν πὼς σ᾿ αὐτὰ τ᾿ ἀρρωστημένα στήθη
κρυβόταν κάποιο θλιβερὸ μεγάλο μυστικό.
Καὶ μία βραδιὰ τὸν βρήκανε μὲς τὴ μικρή του βάρκα
μὲ τὰ μικρὰ τὰ μάτια του κλειστὰ γιὰ πάντα πιά...
Θυμᾶμαι κάποιο φίλο μου ψαρᾶ ποὺ ἀφηρημένος,
τὰ καθαρὰ κύτταε νερὰ καὶ κράτταε τὰ κουπιά.
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΛΑΣ
* (Στὴ μεταφορὰ τοῦ κειμένου διατηρήθηκε ἡ ἰδιοτυπία τῆς ὀρθογραφίας,
ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ δύο «Λ» στὸ ψευδώνυμο.)
** Δημοσιεύτηκε στὸ τρίτο καὶ τελευταῖο φύλλο τοῦ «Διανοούμενου» (Ἰανουάριος 1930).
Ἀγαπάω τ᾿ ὅτι θλιμμένο στὸν κόσμο.
Τὰ θολὰ τὰ ματάκια, τοὺς ἀρρώστους ἀνθρώπους,
τὰ ξερὰ γυμνὰ δέντρα καὶ τὰ ἔρημα πάρκα,
τὶς νεκρὲς πολιτεῖες, τοὺς τρισκότεινους τόπους.
Τοὺς σκυφτοὺς ὁδοιπόρους ποὺ μ᾿ ἕνα δισάκι
γιὰ μία πολιτεία μακρυνὴ ξεκινᾶνε,
τοὺς τυφλοὺς μουσικοὺς τῶν πολύβουων δρόμων,
τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀλῆτες, αὐτοὺς ποὺ πεινᾶνε.
Τὰ χλωμὰ τὰ κορίτσια ποὺ πάντα προσμένουν
τὸν ἱππότην ποὺ εἶδαν μία βραδιὰ στ᾿ ὄνειρό τους,
νὰ φανῇ ἀπ᾿ τὰ βάθη τοῦ ἀπέραντου δρόμου.
Τοὺς κοιμώμενους κύκνους πάνω στ᾿ ἀσπρόφτερό τους.
Τὰ καράβια ποὺ φεύγουν γιὰ καινούργια ταξίδια
καὶ δὲν ξέρουν καλὰ -ἂν ποτὲ θὰ γυρίσουν πίσω
ἀγαπάω, καὶ θά ῾θελα μαζί τους νὰ πάω
κι οὔτε πιὰ νὰ γυρίσω.
Ἀγαπάω τὶς κλαμμένες ὡραῖες γυναῖκες
ποὺ κυττᾶνε μακριά,ποὺ κυττᾶνε θλιμμένα ...
ἀγαπάω σὲ τοῦτον τὸν κόσμο -ὅ,τι κλαίει
γιατὶ μοιάζει μ᾿ ἐμένα.
* Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας,
τοῦ Παύλου Δρανδάκη, ἀρ. 173, 10 Μαρτίου 1929.
Οἱ δρόμοι κόκκινες γιομάτοι ἐπιγραφὲς
τρανὰ τὴν ὥρα διαλαλοῦν τὴν ὁρισμένη.
Ἀγέρας πνέει βορεινὸς ἀπ᾿ τὶς κορφὲς
κι ἀργοσαλεύουνε στὰ πάρκα οἱ κρεμασμένοι.
Μὲς στὴν Ἀθήνα ὅλα τὰ πρόσωπα βουβὰ
καὶ περπατᾶν ἀργὰ στοὺς δρόμους «ἐν κινδύνῳ»
ὡς τὶς ἑφτὰ ποὺ θ᾿ ἀκουστεῖ «Σιστὰς Μοσκβὰ»
καὶ στὶς ὀχτὼ (βαλ᾿ τὸ σιγὰ) «Ἐδῶ Λονδίνο».
Φύσα ταχιὰ σπιλιάδα, φύσα βορεινή.
Γραῖγο μου κατρακύλα ἀπ᾿ τὴν Κριμαία.
Κατὰ τετράδας πᾶν στὸ δρόμο οἱ γερμανοὶ
κάτου ἀπὸ μαύρη, κακορίζικη σημαία.
Μήνα τὸ μήνα καὶ πληθαίνουν οἱ πιστοί,
ὥρα τὴν ὥρα καὶ φουντώνει τὸ μελίσι
ὡς τὴ στιγμὴ ποὺ μὲς στοὺς δρόμους θ᾿ ἀκουστεῖ
ἡ μουσικὴ ποὺ κάθε στόμα θὰ λαλήσει.
* Δημοσιεύτηκε στὸ παράνομο περιοδικὸ «Πρωτοπόροι»,
τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1943 μὲ τὸ ψευδώνυμο Ἀ. Ταπεινός.
Στὸ παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οἱ στεριές.
Πρώτη σου ἀγάπη τὰ λιμάνια σβυοῦν καὶ ἐκεῖνα.
Θάλασσα τρώει τὸ βράχο ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριές.
Μάτια λοξὰ καὶ τ᾿ ἀγαπᾶς: Κόκκινη Κίνα.
Γιομάτα πᾶν τὰ ἰταλικὰ στὴν Ἐρυθρά.
Πουλιὰ σὲ ἀντικατοπτρισμὸ -Μαύρη Μανία.
Δόρατα μέσα στὴ νυχτιὰ παίζουν νωθρά.
Λάμπει ἀρραβώνα στὸ δεξί σου: Ἀβησσυνία.
Σὲ κρεμεζί, Νύφη λεβέντρα Ἰβηρική.
Ἀνάβουνε τοῦ Barriochino τὰ φανάρια.
Σπανιόλοι μου θαλασσοβάτες καὶ Γραικοί.
Γκρέκο καὶ Λόρκα -Ἱσπανία καὶ Πασιονάρια.
Κύμα θανάτου ξαπολιοῦνται οἱ Γερμανοί.
Τ᾿ ἄρματα ζώνεσαι μ᾿ ἀρχαία κραυγὴ πολέμου.
Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι καὶ σκοινί,
Οἱ κρεμασμένοι στὰ δέντρα, μπαίγνιο τοῦ ἀνέμου.
Κι ἀπὲ Δεκέμβρη, στὴν Ἀθήνα καὶ Φωτιά.
Τοῦτο τῆς Γῆς τὸ θαλασσόδαρτο ἀγκωνάρι,
Λικνίζει κάτου ἀπὸ τὸ Δρῦ καὶ τὴν Ἰτιὰ
τὸ Διάκο, τὸν Κολοκοτρώνη καὶ τὸν Ἄρη.
* Δημοσιεύτηκε στὰ «Ἐλεύθερα Γράμματα» στὶς 10 Αὐγούστου 1945
στὸ φύλλο ὑπ᾿ ἀριθμὸν 14.
Ἐπέταξα τὴ σάκα μου καὶ τρέχω μὲ τουφέκια
Μικρούλης φαίνομαι Ἀδερφέ, τὸ μάτι δὲν μὲ πιάνει.
Στὴ μάχη ὅμως κουβάλησα χιλιάδες τὰ φουσέκια
κι ἀκόμα μ᾿ εἶδαν Γερμανοὺς νὰ στρώνω στὸ ρουμάνι.
Στὴ γειτονιὰ μὲ ξέχασε τὸ τόπι, τὸ ξυλίκι.
Καὶ μοναχὰ ποὺ πέρναγα μὲ τὸ χωνὶ στὸ στόμα.
Παιδί! Μὰ μὲ λογάριασαν οἱ λυσσασμένοι λύκοι.
Τεράστιο τὸ κουράγιο μου. Καὶ ποῦ νὰ δεῖς ἀκόμα.
Μία μέρα μᾶς μπλοκάρανε. Δυὸ ἐμεῖς καὶ αὐτοὶ σαράντα.
Σφαίρα τὴ βρῆκε τὴν καρδιὰ πού ῾μοιαζε μὲ γρανίτη.
Σὲ μία γωνιὰ μὲ θάψανε χωρὶς ἀνθούς, μὰ πάντα
Σὰ ρόδο θὰ μοσκοβολάει ὁ τάφος τοῦ Ἐπονίτη.
* Δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ «Νέα Γενιά»
χρόνος 3ος, ἀρ. φύλλου 51, 15 Ἰουνίου 1945.
Τὸ ποίημα βρέθηκε καθ᾿ ὑπόδειξη τοῦ Γιώργου Ζεβελάκη.
Σᾶς εἶδα κάτου ἀπὸ τὴν πύρινη βροχὴ
μὲ τὰ πλακὰτ καὶ τὰ σκουτιὰ τὰ ματωμένα
ἐσᾶς ποὺ κάματε τὴ δύσκολην ἀρχὴ
κεῖνα τὰ χρόνια τὰ βαριὰ τὰ κολασμένα.
Σήμερα βλέπω τὰ δικά σας τὰ παιδιὰ
σμάρι πηχτὸ μὲς στοῦ πελάγου τὴ (σπι)λιάδα.
Πάντα κατάντικρα στὴν κάθε ἀναποδιὰ
καὶ σ᾿ ὅσους πᾶνε νὰ σταυρώσουν τὴν Ἑλλάδα.
* Ἀφιερωμένο στοὺς Μάκη Ρηγᾶτο καὶ Γιάννη Καούνη,
μέλη τῆς Δημοκρατικῆς Νεολαίας Λαμπράκη.
** Δημοσιεύτηκε στὴν «Πανσπουδαστικὴ» λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πραξικόπημα τοῦ 1967.
(Τὸ χέρι τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μέσα στὴν πέτρα
καὶ τραβάει ἕναν ἀϊτὸ μέσα ἀπ᾿ τὴ νύχτα του.)
S. J. Perse
Στὸ ζωγράφο Σ.Κ. Γραμμένο
Παλεύουν, λευτερώνονται, σκλαβώνονται καὶ
πάντα παλεύουν. Τὰ χέρια. Ἀναστρέφει
ὁ τροχὸς τὴν εἰσβολή. Γίνεται ἅρμα, λυτρώνεται
τὸ νερὸ ἀπὸ τὸ φράγμα καὶ γράφει Μαιάνδρους
ἀκόμα καὶ στὰ ποτάμια τῶν Ἀντιπόδων.
Ρυτιδώνεται ἡ μούχλα ποὺ σκεπάζει τὴν ὑποψία
στὸ Ὑδραγωγεῖο τῶν Μυκηνῶν. Στὴ Βύβλο, ἡ ὥρα
ὀνειρεύεται. Οἱ ἀκραῖοι φρουροί, ὅταν συναντῶνται
συνεργοῦν. Δὲ μᾶς τρομάζουν. Ὁ ἕνας, ὁ μοναχὸς
εἶναι τοῦ φόβου. Μινώταυρος καὶ συλλογᾶται.
Τὸ καράβι τῆς Οὒρ στενάζει πάνω στὶς πέτρινες
ρόδες του, καθὼς λευτερώνεται ἀπὸ τὸ λίκνο
του γιὰ τὸ μεγάλο στεριανὸ ταξίδι καὶ
κλυδωνίζεται μέσα σὲ δάση, πάνω σὲ βουνά,
ἀλλάζει χρῶμα μπροστὰ σὲ κάθε ρεματιά,
ἰσκιώνει καὶ ξαφνιάζει τὸν Εὐφράτη, στολίζει
τὸν Τίγρη, ὥσπου τινάζοντας τὰ χρώματα καὶ
τὰ κάθε λογῆς φυτά, ποὺ τὸ σκεπάζουν, παγιδεύεται
ἀπὸ τὴ θάλασσα, τὶς πολλὲς θάλασσες. Τὴ μία.
Οἱ αὐστηρὲς ἀλετρίδες κινοῦν τοὺς ξύλινους μοχλοὺς
τῶν ἀρότρων, γιὰ νὰ ὁδηγήσουν τὰ κράσπεδα
τοῦ Ἀταβύρου ὅπου τὰ μεγάλα λιθάρια θὰ παιδέψουν
τὸ ξανθὸ σιτάρι γιὰ τὸ ἀλεύρι τοῦ πρώτου ψωμιοῦ.
Ἄρτος. Ὄχι γιὰ ὅλα τὰ στόματα.
Ποῦ πρωτὄδα τοῦτα τὰ δίχτυα; Ναί, θυμᾶμαι
τὰ ξέπλεκαν κοντοὶ νησιῶτες λοξομάτηδες.
Ὅλοι μαζὶ τὰ τίναζαν, τὰ πετοῦσαν τ᾿ ἀψήλου
καὶ τ᾿ ἄφηναν νὰ πέσουν καταγῆς. Τὸ ἴδιο
εἶδα νὰ κάνουν καὶ σὲ κεφαλονίτικα ψαροχώρια.
Στὸ Φισκάρδο. Στὴν Ἄσσο. Λυπήσου ἐκείνους ποὺ
δὲν ὀνειρεύονται.
Τοῦτα τὰ δίχτυα δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τὰ
νετάρεις. Καὶ λίγη γνώση. Ἕνα ψίχουλο.
Φτάνει νὰ ξέρεις νὰ μετρᾶς τὰ δάχτυλά σου,
ξαναρχίζοντας ἀπὸ τὰ τελευταῖα στὰ πρῶτα.
Καὶ πίστη. Ἕνα κλωνί.
* Τὸ ποίημα αὐτὸ βρίσκεται στὸ βιβλίο τοῦ Πειραιώτη φίλου του
Ἄγγελου Βογάσαρη, «Νίκος Καββαδίας».
** Τὸ ἴδιο ποίημα ὑπάρχει καὶ στὴν «Αὐγή», 15 Φεβρουαρίου 1977.
*** Γράφτηκε γιὰ τὴν πρόσκληση - ἀφίσα τῆς ἔκθεσης ζωγραφικῆς τῆς
Σ. Κυπαρίσση μὲ χρονολογία 6 Μαρτίου 1971.
Κοριτσάκι μου, Θαλασσωμένο ἀπόψε τὸ Αἰγαῖο.
Τὸ ἴδιο κι ἐγώ.
Χθὲς δὲν πρόλαβα νὰ καθίσω στὸ τραπέζι κι ἕνα τηλέφωνο
μὲ κατέβασε στὸ λιμάνι. Στὶς ἑφτὰ ποὺ σαλπάραμε, δὲν
μποροῦσα νὰ περπατήσω ἀπὸ τὴν κούραση. Ἡ παρηγοριά μου
ἦταν ἡ «ὥρα» σου. Ἡ λύπη μου ὅτι δὲν κυβέρνησα οὔτε στιγμὴ
τὸ καταπληκτικὸ Θαλασσινὸ σκαρί, τὸ κορμί σου.
Ἀπὸ δείλια καὶ ἀτζαμοσύνη σήκωσα τὸ κόκκινο σινιάλο τῆς Ἀκυβερνησίας.
Εἶδα χθές, πολλὲς φορὲς τὴν κοπέλα τῆς πλώρης:
Τὴ λυσίκομη φιγούρα νὰ σκοτεινιάζει, νὰ θέλει νὰ κλάψει.
Σὰ νά ῾χε πιστέψει γιὰ πρώτη φορὰ ὅτι πέθανε, ὁ Μεγαλέξανδρος,
ὅμως τὸ καρχηδόνιο ἐπίχρισμά του ἔμενε τὸ ἴδιο λαμπρό.
Μὲ τὸ αὐτοκρατορικὸ κάλυμμά του. Κόκκινο της Πομπηίας
Rosso romano, πορφυρὸ τῆς Δαμασκός.
Βελοῦδο ποὺ σκεπάζει ἱερὸ δισκοπότηρο.
Ὄστρακο ὠκεάνιο ἁλμυρό. Κρασὶ βαθυκόκκινο ποὺ δίνει
δόξα στὸ κρύσταλλο. Πληγὴ ἀπὸ κοπίδι κινέζικο.
Ἀστραπή. Βυσσινὶ ἡλιοβασίλεμα.
Λαμπάδα τῆς πίστης μου.
Ἀνοιχτὸ σημάδι τοῦ ἔρωτά μου
Ὄνειρο καὶ τροφὴ τῆς παραφροσύνης μου
Σὲ ἀγκαλιάζω.
ΚΟΛΙΑΣ
* Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ὁ Νίκος Καββαδίας ἐρωτεύτηκε μία κοπέλα, τὴ Θεανὼ
Σουνᾶ.
Πρόκειται γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐρωτικὰ γράμματα τὰ ὁποῖα ἔστειλε ὁ ποιητὴς στὴν κοπέλα.