Μαρία Πολυδούρη

ΧΑΜΟΓΕΛΑ


ΒΡΑΔΙ

Καλῶς το, ποὺ ἦρθε τὸ ἄφωτο βραδάκι
ἔτσι ἁπαλό, σὰ χάδι, νὰ μ᾿ ἀγγίξῃ
καὶ τὴ σκέψη μου ἀγάλια νὰ τραβήξῃ
στὸ σκοτεινό, στὸ ἀτέλειωτο δρομάκι,

Κεῖ ποὺ ὅλες οἱ χαρές μου καρτεροῦνε
τὸ πέρασμά μου ἐκεῖθε σιωπηλές,
ὡραῖες, ἑλκυστικὲς κι᾿ ἄπιαστες, λὲς
τοῦ ὀνείρου τὰ χρυσὰ φτερὰ φοροῦνε.

Καλῶς το, ποὺ ἦρθε σὰν τὴ καλωσύνη
τὸ κουρασμένο βλέμμα μου νὰ σβήση
καὶ τὴν ψυχή μου ἐλεύτερη ν᾿ ἀφήσῃ
ν᾿ ἁπλωθῇ πέρα ὡς πέρα στὴ γαλήνη.

ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ

Κοντά σου δὲν ἀχοῦν ἄγρια οἱ ἀνέμοι.
Κοντά σου εἶνε ἡ γαλήνη καὶ τὸ φῶς.
Στοῦ νοῦ μας τὴ χρυσόβεργην ἀνέμη
Ὁ ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου ἡ σιγαλιὰ σὰ γέλιο μοιάζει
ποὺ ἀντιφεγγίζουν μάτια τρυφερὰ
κ᾿ ἂν κάποτε μιλᾶμε, ἀναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου ἡ ἄνεργη χαρά.

Κοντά σου ἡ θλίψη ἀνθίζει σὰ λουλούδι
κι᾿ ἀνύποπτα περνᾶ μέσ᾿ στὴ ζωή.
Κοντά σου ὅλα γλυκὰ κι᾿ ὅλα σὰ χνούδι,
σὰ χάδι, σὰ δροσούλα, σὰν πνοή.

[ΓΙΑ ΔΕΣ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ...]

Γιὰ δὲς ἀγάπη μου μακριά, πόσο μακριὰ εἶναι οἱ κῆποι
καὶ κρίμα, δὲν εἶναι οὔτε αὐγὴ καὶ μόλις ξεκινᾶμε.
Θὰ μᾶς ρημάξη ἡ κακωσιὰ καὶ θὰ μαράνη ἡ λύπη
τὴν ἀκριβή μας τὴ χαρά, πὼς ταιριασμένοι πᾶμε.

Στέρξε νὰ μείνουμε σὲ μιὰ τοῦ δρόμου μας γωνούλα,
κάτω στὸν ἤσκιο μιᾶς ἐληᾶς - ἤσκιε μου ἐμπιστεμένε.
Καὶ γὼ θὰ δῆς μὲ τῶν φιλιῶν τὴ δροσερὴ πηγούλα
θὰ σοῦ γιομίσω τὴν καρδιὰ λουλούδια, ἀγαπημένε!

ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΑ

Ὠχρὴ πορφύρα! Καὶ τὸ δάκρι μαγικὸ
πετράδι ἔχει γενῆ στὴ φορεσιά σας.
Τί κι᾿ ἂν φορᾶτε διάδημα βασιλικὸ
στὴ μαύρη χειμωνιὰ τὴν ὀμορφιά σας.

Τοῦ ξανθοῦ Ἡλίου τὸ φιλὶ διαβατικὸ
κι ἂν παίξη στὰ χρυσόξανθα μαλλιά σας,
δὲ θἆναι ἐλπίδα, οὔτε ὄνειρο θἆναι γλυκό,
μόνο πιὸ κρύα θὰ νοιῶστε τὴ χιονιά σας.

Ὠχρὴ πορφύρα! Καὶ ὁ βορηᾶς ποὺ τὸ «ὠσαννὰ»
σᾶς τραγουδάει μ᾿ ὅλα τὰ λουλούδια,
τὰ φύλλα σας μαδάει πρὶν μαραθοῦν.

Κι ὅσα πετράδια ἡ πάχνη ἀφήνει ταπεινά,
δοξαστικὰ ὅσα ἡ θύελλα τραγούδια,
στὴν ἄχαρη καρδιά σας δάκρια ἀνθοῦν...

ΠΑΝΤΑ ΓΥΡΙΖΩ

Πάντα γυρίζω ἐκεῖ πρὸς τὰ χαράματα
τῆς ὄμορφης ἀγάπης μας. Μὴν τύχη,
φοβᾶμαι, τὸ μοιραῖο νὰ συντύχη
καὶ φύγουν γιὰ τ᾿ ἀγύριστα περάματα.

Θαρρῶ ζωὴ τῆς δίνω ἀνακαλώντας
τὰ πρωτινὰ φεγγοβολήματά της,
τὸ ἀνόθευτο μεθύσι μας κοντά της
τὰ δῶρα της περίσσια σπαταλώντας.

Κι᾿ ἀναζητῶ τὸ βλέμμα σου γεμάτο
μίαν ἀφοσίωση ἀστέρευτη, σὰν ἔννοια,
σὰν ἕλξη νἄταν ὅλο μαγνητένια,
τόσο ὄμορφο ἦταν, τόσο ἦταν γεμάτο.

Ἄχ! ὁ κρυφὸς καημὸς ποὺ μοῦ κρατάει
τὴ σκέψη σκλαβωμένη στὸ πρωτάνθι,
ἐνῶ γύρα μας περισσεύουν τἄνθη
ποὺ ἀμέριμνα ἡ ἀγάπη μας σκορπάει.

ΔΕΙΛΙΝΑ

Περνάει ἐμπρός μου ἡ μέρα
σημάδι φωτεινό.
Καὶ πάντα ἔτσι μὲ βρίσκει
ἀπάντεχο ἀπὸ πέρα
βαρὺ τὸ δειλινό.

Τὸ φῶς σου θὰ στερέψης
ἐλπίδα μου χρυσή,
θὰ σὲ σιμώσουν οἱ ἤσκιοι
κ᾿ ἔτσι μοιραῖα θὰ γνέψης
στὸ δειλινὸ καὶ σύ.

ΕΙΚΟΝΑ

Στὰ μαλλιὰ κερδίζει πλατιὰ
ἡ σκοτεινιά.
Καὶ πιὸ κάτω μέσ᾿ στὰ μάτια
ἡ τρικυμιά.

Πέρα ποὺ στὰ χείλη ἀνάφτει
ἀχνὸ ἕνα φῶς,
μοῦ ἔφυγε γοργὰ κ᾿ ἐθάφτη
ὁ στοχασμός!

ΕΙΜΑΙ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ

Εἶμαι τὸ λουλούδι ποὺ σιγὰ τὸ τρώει τὸ κρυφὸ σαράκι.
Δὲ μὲ τυραννάει τὸ ἄγριο κακοκαίρι, ὅπως τἄλλα ἐμένα
καὶ τῆς χλωμιασμένης μου ὄψης δὲ μαδᾶνε ἕνα ἕνα τὰ φύλλα.
Οἱ καλὲς οἱ μοῖρες κ᾿ οἱ κακὲς καρτέρι κι ἂν μὤχουν στημένα,
σάμπως πεταλοῦδες νὰ μὲ τριγυρνᾶνε νοιώθω ἀνατριχίλα.

Εἶμαι τὸ λουλούδι ποὺ σιγὰ τὸ τρώει τὸ κρυφὸ σαράκι.
Γέννημα καὶ θρέμμα στὴν ψυχή μου μέσα τὸ κακὸ φωλιάζει.
Καὶ ζωὴ καὶ χάρος εἶμαι, ἀπ᾿ τὴ γελάστρα τύχη δὲν προσμένω.
Ἀψηλὸ κι ὡραῖο στήνω τὸ κορμί μου κι᾿ ἄλλο δὲ μοῦ μοιάζει.
Ὅμως ὅταν δείξω τὶς πληγές μου στἄστρα, θἆμαι πεθαμένο.

ΧΑΜΕΝΑ

Προσμένω, εἶν᾿ ἡ ψυχή μου ἐλπίδα,
στὴ νύχτα τὴν τρισκοτεινὴ
τὸν ἥλιο τέτοιον ποὺ πρωτοεἶδα
ἐκεῖ ἀντικρύ μου νὰ φανῇ.

Προσμένω ποὺ σημαίνουν τώρα
στριγγὲς φωνὲς τὸ χαλασμό,
προσμένω τὴν γαλήνιαν ὥρα,
τὸ βραδυνὸ χαιρετισμό.

Στὴν ξερασιὰ τώρα τὸ χιόνι
πὤχει σὰ σάβανο ἁπλωθῆ,
τὸ μακρεμένο χελιδόνι
προσμένω πὼς θὰ ξαναρθῆ.

Ὅλα προσμένω τὰ χαμένα
κ᾿ ἡ ἐλπίδα μάγισσα μία γρηὰ
μοῦ λέει πὼς ἔρχονται ὁλοένα
οἱ σκιὲς ποὺ χάνονται μακριά.

ΜΑΡΙΑΝΝΑ

Ι
Στὸν Ἄσπρο Πύργο,
στὴν πέρα χώρα,
κόσμος πουλάκια
κι᾿ ἄνθη πληθώρα.

Τί περιβόλια
δροσιὰ καὶ μύρα.
Τὸ περιγιάλι
φωτοπλημμύρα.

Στὸν Ἄσπρο Πύργο
λὲς ἔχει ἀφήσει
ὅλα τὰ χάδια της
γλυκιὰ μία φύση.

Ἡ γαλανὴ
τ᾿ οὐρανοῦ γαλήνη
μέσα στὸ κύμα
τὰ μάγια λύνει.

Κ᾿ ἔχει στὰ μάτια
κάθε κοράσι
τὸ μαγεμένο
τὸ ἀκροθαλάσσι.

Οἱ νιὲς κεῖ πέρα
πῶς περπατᾶνε
κ᾿ ἔχουνε κάτι
σὰ νὰ σκιρτᾶνε.

Κ᾿ οἱ νιοὶ γλεντᾶνε
κ᾿ ἔχουν καμάρι
γιὰ τὶς ματιές τους
ποὔχουνε πάρει.

Κάθε ὀμορφάδα
γλυκιὰ καὶ πλάνα
καὶ μέσα σ᾿ ὅλες
κ᾿ ἡ Μαριάννα.

Ὦ Μαριάννα
ποιὸς δὲ σὲ ξέρει;
Κάθε ματιά σου
κ᾿ ἕνα νυχτέρι.

Τὸ πέρασμά σου
ποιὸς θὰ χορτάση;
Τὸ καρδιοχτύπι
καὶ τὸ γιορτάσι.

Μὰ ἡ Μαριάννα
ἔχει μία θλίψη
σὰ νὰ τῆς ἔχουν
τὰ πάντα λείψει.

Καημὸς ἀγάπης
χρόνια τὴ λυώνει
κι᾿ ὅλο θεριεύει
ὅσο παληώνει.

ΙΙ
Στὸν Ἄσπρο Πύργο
ἡ αὐγὴ προβάλλει
δὲν τὴν ξανάειδαν
μὲ τέτοια κάλλη.

Γλυκοξυπνοῦνε
τὰ μάτια ταίρια,
τώρα ποὺ σβήνουν
ψηλὰ τ᾿ ἀστέρια.

Βγῆκε τὸ ἀγέρι
νὰ περπατήση
μέσα στοὺς κήπους,
πρὶν νὰ φωτίση

Καὶ θὰ κατέβη
στὸ ἀκροθαλάσσι
μ᾿ ὅλα τὰ μύρα
ποὺ θἄχη μάσει.

Μονάχα ἂς ἔρθη
γλυκὰ κι᾿ ἀγάλι
πάνω στὸ κύμα
στὸ προσκεφάλι

Ποὺ τὴ λικνίζει
σὰν κοιμισμένη
τὴν πιὸ ὡραία,
τὴν πιὸ θλιμμένη.

ΣΑΝ ΠΕΘΑΝΩ

Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα μελαγχολικὴ τοῦ Ἀπρίλη,
ὅταν ἀντικρὺ θἀνοίγῃ μέσ᾿ στὴ γάστρα μου δειλὰ
ἕνα ρόδο - μία ζωούλα. Καὶ θὰ μοῦ κλειστοῦν τὰ χείλη
καὶ θὰ μοῦ κλειστοῦν τὰ μάτια μοναχά τους, σιωπηλά.

Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα θλιβερὴ σὰν τὴν ζωή μου,
ποὺ ἡ δροσιά της, κόμποι δάκρι θὰ κυλάῃ πονετικὸ
στὸ ἅγιο χῶμα ποὺ μὲ ρόδα θὰ στολίζῃ τὴ γιορτή μου,
στὸ ἅγιο χῶμα ποὺ θὰ μοῦ εἶνε κρεβατάκι νεκρικό.

Ὅσα ἀγάπησα στὰ χρόνια τῆς ζωῆς μου θὰ σκορπίσουν
καὶ θἀφανιστοῦν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριοῦ.
Ὅσα μ᾿ ἀγαπῆσαν μόνο θἄρθουν νὰ μὲ χαιρετίσουν
καὶ χλωμὰ θὰ μὲ φιλοῦνε σὰν ἀχτίδες φεγγαριοῦ.

Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα μελαγχολικὴ τοῦ Ἀπρίλη.
Ἡ στερνὴ πνοή μου θἄρθη νὰ στὸ πῆ καὶ τότε πιά,
ὅση σοῦ ἀπομένει ἀγάπη, θἆναι σὰ θαμπὸ καντύλι
- φτωχὴ θύμηση στοῦ τάφου μου τὴν ἀπολησμονιά.

ΘΑ ‘ΡΘΗΣ ΑΡΓΑ

Ὡς πότε πιὰ θὰ καρτερῶ νὰ ξαναρθῆς καὶ πάλι
σὰν ἀπὸ χρόνους μακρινοὺς καὶ ξένες χῶρες πέρα;
Λιγόστεψε ἡ ζωούλα μου καὶ μέρα μὲ τὴ μέρα,
ἀνήμπορη καὶ τρυφερή, σβήνεται ἀγάλι ἀγάλι...

Ἄκου στὰ δέντρα πένθιμα πὼς τρίζουνε τὰ φύλλα,
μηνᾶνε τὸ φθινόπωρο. Δές, τ᾿ οὐρανοῦ τὸ χρῶμα
τὸ θόλωσαν τὰ σύννεφα... Μία κρύα ἀνατριχίλα
στὰ λουλουδάκια χύνεται... κι᾿ ἀργεῖς, ἀργεῖς ἀκόμα!

Θαρθῆς ἀργά, μὲ τὴ νυχτιὰ καὶ μὲ τὸν κρύο χειμώνα,
μὲ τὸ χιονοσαβάνωμα, μὲ τοῦ βορηᾶ τὸ θρῆνο
καὶ δὲ θὰ βρῆς οὔτ᾿ ἕνα ρόδο, οὔτ᾿ ἕνα ἀθῶο κρίνο
νὰ μοῦ χαρίσης... οὔτε κὰν μία πένθιμη ἀνεμώνα.

ΔΕ ΘΑ ΤΟ ΠΟΥΝ

Δὲ θὰ τὸ ποῦν, ὁ πόνος μου πὼς ἄνθισε
παρὰ τὰ λυπημένα μου τραγούδια.
Σὰν πεταλοῦδες οἱ χαρὲς μὲ σίμωσαν
γιατί ἤμουν δροσερὴ σὰν τὰ λουλούδια.

Δὲ θὰ τὸ ποῦν, ὁ πόνος μου πὼς μέστωσε
παρὰ τὰ πικραμένα μου τραγούδια.
Οἱ ἔρωτες, ἀηδόνια μου τραγούδαγαν
γιατί ἤμουν τρυφερὴ σὰν τὰ λουλούδια.

Δὲ θὰ τὸ ποῦν, πὼς γιγαντώθη ὁ πόνος μου
παρὰ τὰ σπαραγμένα μου τραγούδια.
Οἱ χαροκόποι ἀνύποπτα μὲ σίμωναν
γιατί ἤμουν σιωπηλὴ σὰν τὰ λουλούδια

Δὲ θὰ τὸ ποῦν, ὁ πόνος μου πὼς πέθανε
παρὰ τὰ σιωπημένα μου τραγούδια
καὶ θὰ περνᾶ ἡ ζωὴ πάνω μου ξένοιαστη
πὼς ἔσβησα γλυκὰ σὰν τὰ λουλούδια.