Φίλε, τοῦ φθινοπώρου ἦρθεν ἡ Ὥρα
στὴν πόρτα μου ἔξω. Κίτρινο φορεῖ
στεφάνι ἀπὸ μυρτιά. Στὰ νικηφόρα
χέρια της μία κιθάρα θλιβερή,
Κιθάρα παλαιϊκὴ ποὺ κλεῖ πληθώρα
μέσα της ἤχους καὶ ἤχους. Ἱερὴ
κοιτίδα. Κάθε πόνος, κάθε γνώρα
ποὺ ἦταν γλυκιὰ καὶ γίνηκε πικρή,
Ἦχος μέσ᾿ στὴν καρδιά της ἀποστάζει.
Φίλε, τοῦ φθινοπώρου ἡ Ὥρα ἐκεῖ
στὴν πόρτα μου ἦρθε δίχως νὰ διστάζη
Καὶ τὸ κιθάρισμά της πότε πότε
σὰ νἄτανε ἡ φωνή σου ἡ μυστικὴ
τοὺς στίχους σου ποὺ μοῦ τραγούδαες τότε.
Κ᾿ ἦταν μία νύχτα ὡραία καὶ στὴ ματιά σου
καὶ στὰ τραγούδια σου. Ἤτανε γλυκιὰ
μία νύχτα στὰ τραγούδια τὰ παληά σου
γεμάτη ἀστέρια, νύχτα ξωτικιά.
Ἡ μόνη ἀγάπη μέσ᾿ στὴ μοναξιά σου,
τόσο ὄμορφη, τόσο ὑποβλητικιά,
ἔγινε πάθος μέσα στὴν καρδιά σου,
μέσ᾿ στὴν καρδιά σου τὴν ἐρημικιά.
Ἄχ, τὰ παληὰ τραγούδια σου ποὺ κλαίγαν
Κ᾿ ἤτανε τόσο ἀνείπωτα γλυκὰ
καὶ τὄκρυβαν σεμνὰ καὶ δὲν τὸ λέγαν.
Ἄχ, τὰ παληά σου τὰ τραγούδια ποὖνε
θλιμμένα σὰν ἀγάπης μυστικά,
σὰν ἄνθη δακρυσμένα ποὺ σιωποῦνε.
Ἦρθα μία μέρα, ὁδηγημένη ἀπ᾿ τὴν ἱερή σου
ἀγάπη, ἐμπρὸς στὸ κύμα τὸ γλαυκὸ
καὶ μ᾿ ἄφησες τότε νὰ ἰδῶ τὴ φλογερή σου
πληγὴ στὸ στῆθος σου τὸ νεανικό.
Τότε μου μίλαες μὲ τὴν ἥσυχη φωνή σου
γιὰ τὴ ζωή σου, ἀτέλειωτο κακὸ
κι᾿ ὡς ἔνοιωθες βαθιὰ πὼς φτάνω ὡς τὴν ψυχή σου,
ἀνάβρυζε τὸ δάκρι σου γλυκό.
Κ᾿ ἦταν χαρᾶς χαρὰ νὰ κλαῖμε τραγουδώντας
στὴν ἴδια λύρα, μάντεμα πικρὸ
τὴ μοναξιά μας καὶ σάμπως λησμονώντας,
Μὲ τί χαρὰ τὸ μέτωπό σου νὰ ραντίσω
μὲ τὸν πικρὸ τῆς θάλασσας ἀφρό,
πέρα τὰ κύματα ἔτρεχα νὰ προϋπαντήσω.
Κ᾿ ἦρθε μοιραῖα τοῦ φθινοπώρου ἡ Ὥρα,
ἀνάμεσό μας στάθη σκυθρωπή,
μᾶς ἄφησε τ᾿ ἀνταλλαγμένα δῶρα
καὶ τὸ γιατί χωρὶς νὰ μᾶς τὸ πῆ
Μᾶς ἔρριξε στὸ δρόμο πρὸς τὴ χώρα
μὲ γρήγορο τὸ χέρι ὡς ἀστραπή.
Μαζὶ στὸν κόσμο μὰ μονάχοι τώρα,
μία μοναξιὰ σὰν τάφου σιωπή.
Μόνο ἔφτανε ὁ ἀχὸς τοῦ τραγουδιοῦ σου,
μία ἀνάστερη νυχτιὰ χωρὶς πνοή.
- Ἄχ, ποὖνε ἡ νύχτα ἐκείνη τοῦ παληοῦ σου
Τοῦ τραγουδιοῦ, μία προσμονὴ κρυμμένη;
Μ᾿ ἔφτανε ὁ ἀχός... Δὲ σώνεται ἡ ζωὴ
ὅταν τοῦ τάφου ἡ πόρτα εἶνε ἀνοιγμένη.
Μὲ τῆς σιωπῆς τὰ κρίνα ποὺ λυγοῦνε
μέσα στὰ νικημένα μου τὰ χέρια,
μὲ τὶς σκέψες ποὺ μάταια κυνηγοῦνε
ἡ μία τὴν ἄλλη πέρα ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια,
Μὲ τὰ μάτια ποὺ κάτι νοσταλγοῦνε,
κάτι ποὺ μοῦ εἶνε ἀγνοημένο πλέρια,
σὰ νὰ μὴ βλέπουν, σὰ νὰ μὴν ἀλγοῦνε,
ἐξαϋλωμένα μάτια, μάτια αἰθέρια,
Στέκω ὁραματισμένη καὶ πιστεύω.
Δὲν ξέρω τί πιστεύω. Ξεφυλλίζω
τὰ ποιήματά σου κι᾿ ὅλο μεσιτεύω.
Στὴ σκέψη σου καὶ στὴ βουλὴ τοῦ ἀπείρου.
Κι᾿ ὅπως ποτὲ τὰ μάτια δὲ σφαλίζω
ξέρω πὼς πιὰ δὲν εἶνε ἀπάτη ὀνείρου.
Τοῦ φθινοπώρου ἡ Ὥρα ἔχει καθήσει
στὴν πόρτα μου. Τὸ βλέμμα της ὑγρὸ
γεμάτο ἀπὸ τὸ ἀπόκοσμο μεθύσι,
πλανιέται σὲ ἀσφοδέλων τὸν ἀγρό.
Τί σκέψη στὴ ματιά της νἄχῃ ἀνθίσει,
τί ὀνειροπόλημα λυπητερό;
Στὴν ὄψη της σκιὲς ἔχουν μαδήσει
Κ᾿ εἶνε τὸ στόμα της τόσο πικρό...
Μὰ ὅταν κατέβη τὸ γαλήνιο βράδι
θὰ μὲ καλέση ἀμίλητα, γλυκά,
νὰ τὴν ἀκολουθήσω στὸ σκοτάδι.
Τὸ βῆμα της βουβὸ καὶ βέβαιο θἆναι,
μὰ ἡ πίστη μου θερμή, πὼς μυστικὰ
τὰ βήματά μου σένα ἀκολουθᾶνε.
Δὲν τραγουδῶ παρὰ γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες
στὰ περασμένα χρόνια.
Καὶ σὲ ἥλιο, σὲ καλοκαιριοῦ προμάντεμα
καὶ σὲ βροχή, σὲ χιόνια,
δὲν τραγουδῶ παρὰ γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες.
Μόνο γιατὶ μὲ κράτησες στὰ χέρια σου
μία νύχτα καὶ μὲ φίλησες στὸ στόμα,
μόνο γι᾿ αὐτὸ εἶμαι ὡραῖα σὰν κρίνο ὁλάνοιχτο
κ᾿ ἔχω ἕνα ρίγος στὴν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατὶ μὲ κράτησες στὰ χέρια σου.
Μόνο γιατὶ τὰ μάτια σου μὲ κύτταξαν
μὲ τὴν ψυχὴ στὸ βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα τὸ ὑπέρτατο
τῆς ὕπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τὰ μάτια σου μὲ κύτταξαν.
Μόνο γιατὶ ὅπως πέρναα μὲ καμάρωσες
καὶ στὴ ματιά σου νὰ περνάη
εἶδα τὴ λυγερὴ σκιά μου, ὡς ὄνειρο
νὰ παίζει, νὰ πονάη,
μόνο γιατὶ ὅπως πέρναα μὲ καμάρωσες.
Γιατὶ δισταχτικὰ σὰ νὰ μὲ φώναξες
καὶ μοῦ ἅπλωσες τὰ χέρια
κ᾿ εἶχες μέσα στὰ μάτια σου τὸ θάμπωμα
- μία ἀγάπη πλέρια,
γιατὶ δισταχτικὰ σὰ νὰ μὲ φώναξες.
Γιατὶ, μόνο γιατὶ σὲ σέναν ἄρεσε
γι᾿ αὐτὸ ἔμεινεν ὡραῖο τὸ πέρασμά μου.
Σὰ νὰ μ᾿ ἀκολουθοῦσες ὅπου πήγαινα,
σὰ νὰ περνοῦσες κάπου ἐκεῖ σιμά μου.
Γιατὶ, μόνο γιατὶ σὲ σέναν ἄρεσε.
Μόνο γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες γεννήθηκα,
γι᾿ αὐτὸ ἡ ζωή μου ἐδόθη.
Στὴν ἄχαρη ζωὴ τὴν ἀνεκπλήρωτη
μένα ἡ ζωὴ πληρώθη.
Μόνο γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα γιὰ τὴ διαλεχτὴν ἀγάπη σου
μοῦ χάρισε ἡ αὐγὴ ρόδα στὰ χέρια.
Γιὰ νὰ φωτίσω μία στιγμὴ τὸ δρόμο σου
μοῦ γέμισε τὰ μάτια ἡ νύχτα ἀστέρια,
μονάχα γιὰ τὴ διαλεχτὴν ἀγάπη σου.
Μονάχα γιατὶ τόσο ὡραῖα μ᾿ ἀγάπησες
ἔζησα, νὰ πληθαίνω
τὰ ὀνείρατά σου, ὡραῖε ποὺ βασίλεψες
κ᾿ ἔτσι γλυκὰ πεθαίνω
μονάχα γιατὶ τόσο ὡραῖα μ᾿ ἀγάπησες.
Τὴν ὀμορφιὰ ποὺ κλείνω μέσα μου
κανεὶς δὲν θέλω νὰ τὴ νοιώσῃ.
Δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τὴ σίμωνε
χωρὶς γι᾿ αὐτὸ νὰ τὴ πληγώσῃ.
Ἔχω ἕνα κρίνο, κρίνο ὁλάνοιχτο
χωρὶς καμμιὰ σκιὰ στὴν ὄψη.
Καμμιὰ ἡδονὴ δὲν ἐπεθύμησε
νὰ τὸ φιλήση, νὰ τὸ κόψη.
Ἔχω ἕνα ρόδο ποὺ ζυγιάζεται
πάνω στὴν ἴδια του τὴ φλόγα
κ᾿ εἶναι σὰ νἄγινε ὁλοκαύτωμα
καὶ νὰ σιωποῦσε καὶ νὰ εὐλόγα.
Μία μαργαρίτα ποὖνε ἀμφίβολη
μ᾿ ὅλο τὸ ναὶ ποὺ λέει ἡ καρδιά της.
Μόνον ἀφήνει νὰ λικνίζεται
παθητικὰ τὴν ὀμορφιά της.
Κι᾿ ἄλλα λουλούδια ποὖνε σύμβολα
κι᾿ ἄλλα μονάχα ποὺ μεθοῦνε,
μὰ τόσο εἶνε ὅλα λεπτοκάμωτα,
φανταστικὰ μόνον ἀνθοῦνε.
Τὴν ὀμορφιὰ ποὺ κλείνω μέσα μου
κανεὶς ποτὲ δὲ θὰ τὴ νοιώση.
Κι᾿ ἂν τὴν πληγώση θἆναι ἀνίδεος
κι᾿ οὔτε γι᾿ αὐτὸ θὰ μετανοιώση.
Ἄχ, ἡ καρδιά μου νοσταλγεῖ,
τώρα ποὺ φεύγει ἡ μέρα,
τὸ ροδινὸ ξημέρωμα,
τὸν ἥλιο, τὸν αἰθέρα.
Τὰ παιδικὰ χαμόγελα,
τὸ κύμα ποὺ ἀπαντοῦσε
στὸ φλοίσβημα τῆς πρόσχαρης
φωνούλας μας ποὺ ἀχοῦσε.
Τὴ βάρκα ποὺ λικνίζοταν
στὴ μέθη μας τοῦ ὀνείρου,
τὸ ἁβρὸ τραγούδι ποὺ ἔσμιγε
τὴ σιγαλιὰ τοῦ ἀπείρου.
Τὴ χαραυγὴ ποὺ ρόδιζε
τὰ σεντεφένια πλάτια,
τὴν πεθυμιὰ τὴν ἄχραντη
στ᾿ ἀγγελικά μας μάτια.
Ἄχ, ἡ καρδιά μου νοσταλγεῖ,
τώρα ποὺ ἡ μέρα σβήνει,
τῆς ὀμορφιᾶς τὸ πέρασμα,
τὴ νειότη ποὺ μ᾿ ἀφήνει.
Ἔλα γλυκέ, κι᾿ ἂν φτάνη ἡ νύχτα
καὶ τὸ σκοτάδι δὲ σ᾿ ἀρέση,
ἀστέρινο θαμπὸ στεφάνι
ἡ ἀγάπη μου θὰ σοῦ φορέση.
Στὸ ταραγμένο μέτωπό σου
ἀργὰ τὰ δάχτυλα θὰ σύρω
κι᾿ ὅ,τι εἶνε πάθος στὴν καρδιά σου
θ᾿ ἀνθίση δάκρια καὶ μύρο.
Θὰ σοῦ καρφώσω ἕνα λουλούδι
τ᾿ ὄνειρο πάνω στὴν καρδιά σου,
θὰ πλέξω τὰ ξερὰ τὰ φύλλα
μὲ τὰ κατάχλωρα μαλλιά σου.
Τὸ δέσμιο πόθο μου θ᾿ ἀφήσω,
μία πεταλούδα ναρκωμένη,
κ᾿ ἔτσι στὰ χείλη σου θὰ νοιώσης
κάτι σὰ γύρη νὰ σοῦ μένη.
Ἔλα γλυκὲ κι᾿ ἂς φτάση ἡ νύχτα.
Θὰ φέγγη ἡ νειότη σου μὲ θλίψη
τὸ σκοτεινὸ νὰ ὑφαίνω πέπλο
ποὺ ἡδονικὰ θὰ μὲ καλύψη.
Δὲ μ᾿ ἔφτανε οὔτε κὰν ἀχὸς
μέσ᾿ στὴ ζωὴ ποὺ ζοῦσα.
Κ᾿ ἡ θύμηση λιγόθυμη
τῶν ὅσων ἀγαποῦσα.
Κ᾿ ἦρθε ἡ ματιά σου γελαστή
ἐαρινὴ ἐλπίδα
καὶ γιὰ τὰ ποὺ μοῦ λείψανε
μοῦ μίλησε μ᾿ ἐλπίδα.
Μὰ εἶνε οἱ χαρές μας φτερωτὲς
καὶ τὸ φθινόπωρο εἶνε
μέσα στὴν ἴδια μου φωνὴ
ποὺ σοῦ φωνάζει: μεῖνε.
Καὶ τῆς ματιᾶς σου ὁ γελαστὸς
ἥλιος θὰ βασιλέψη
καὶ τ᾿ ὄνειρο θὰ ξεχαστῆ
προτοῦ κὰν ἀληθέψη.
Γιατί δὲ θέλει ἡ αὐγὴ νὰ μοῦ γελάσῃ
κι᾿ ἀπόκρυψε τὴ ρόδινη μορφή;
Γλυκὸ τ᾿ ὄνειρο σήμερα ἔχω πλάσει
κεῖ ποὺ ἔχει ἄνανθο τ᾿ ὄνειρο ταφῆ.
Ὅμως καμμιὰ δὲ θὰ μοῦ δώσῃ ἐλπίδα
καὶ μένει μὲ τὸ πένθος στὴ στολή,
μὲ μία μαβιὰ στὴν ὄψη της ἀχτίδα
ποὺ πνίγεται στὰ δάκρια θολή.
Ὤ, νἄχε θυμηθῆ πὼς κάποια μέρα
στὸν ἄνεμο τὸ φθινοπωρινὸ
εἶχα ποθήσει τὸ γαλάζιο αἰθέρα
τοῦ ὀνείρου, πρὶν σημάνη ἑσπερινό.
Καὶ νἄρθη ἐκεῖ στερνὰ ποὺ θἄχη γύρει
πικρὴ ἡ ζωή μου κι᾿ ἄνανθη, γλυκὰ
νὰ μοῦ χαμογελάση καὶ νὰ σπείρη
τὰ ρόδινα τοῦ ἀνθοῦ της μυστικά.
Μέσ᾿ στὸ σπιτάκι μου ἦταν μία φορά
τῆς ξεγνοιασιᾶς τὸ μύρο.
Καὶ γὼ ἤμουν τὸ τραγούδι μὲ φτερὰ
ποὺ ξεπετιόταν γύρω.
Μὰ λίγο λίγο πίκραινε ὁ σκοπὸς
στὰ παιδικά μου χείλη
καὶ σάμπως ἕνας χρόνος ἀγριωπὸς
νἄχε ἄξαφνα ἀνατείλει.
Λυγίστη τοῦ πατέρα μου ἡ βουλὴ
στὰ θαλασσιά του μάτια
κ᾿ ἔκλεισαν σὰ νὰ βάρυναν πολύ.
Μέσ᾿ στ᾿ ἄφωνα δωμάτια,
Περήφανη ἡ μητέρα μου κι᾿ ὀρθὴ
στὰ πλουμιστὰ σαντάλια,
λὲς ἄφησε ἡ ψυχή της νὰ παρθῆ
στοχαστικὴ σὰν ντάλια.
Καὶ τὰ παιδιὰ τῆς πίκρας τὸ γραφτὸ
νὰ ζοῦν καὶ νὰ σωπᾶνε
καὶ φύλλα ἀπώνα ἀνώφελο φυτὸ
σκορπίστηκαν καὶ πᾶνε.
Κρυφά, βουβὰ τὰ δάκρυα τοῦ καημοῦ
στέγνωσαν στὰ χλωμὰ τὰ μάγουλά μου
καὶ στάθηκα τὸ νόημα τοῦ χαμοῦ
ζητώντας ἄθελά μου.
Καὶ στάθηκα ρωτώντας τὸ γιατί
στὰ πλούσια, στὰ περήφανα στολίδια
κ᾿ εἶπα, νἄταν ἡ ἀγάπη τάχα αὐτή;
ἡ ζωὴ μὴν ἦταν ἡ ἴδια;
Καὶ στάθηκα ρωτώντας τὸ γιατί
ἐκεῖ ποὺ ἄλλοτε ἡ νειότη μου εὐωδοῦσε
κι᾿ ἄκουσα μία φωνή, μία βαρετὴ
φωνὴ ποὺ προβοδοῦσε.
Κ᾿ ἔμεινα ἐκεῖ στημένη, ὡς ποὺ σιγὰ
τὸ ρώτημα σὲ γέλιο ἀπολιθώθη
καὶ τὸ βαθὺ σκοτάδι ποὺ σιγὰ
στὰ μάτια μου καρφώθη.
Καμμιὰ φωνὴ δὲ φτάνει ἀπ᾿ τὰ πολλὰ
τὰ δυνατὰ πρὶν ᾿πο μένα πῆγαν.
Οἱ γνωστικοί με κύτταξαν καλὰ
κ᾿ εἶπαν πὼς εἶμαι φάντασμα καὶ φύγαν.
Ποιὰ μοίρα νὰ μοῦ ἑτοίμασε τὸ πέρασμα,
ποιὸ πνεῦμα μ᾿ ἔχει πάρει,
τὴ νύχτα ἀπόψε τὴ φθινοπωριάτικη
μ᾿ ἕνα μεγάλο θλιβερὸ φεγγάρι.
Στὸν κῆπο τοῦ Ζαππείου, φωλιὰ τοῦ ἔρωτα;
Ἐγὼ μία σκιὰ ποὺ σέρνεται στὸ χῶμα,
ἕνα φύλλο ποὺ πιὰ τὴ ρίζα του ἔχασε
καὶ ποὺ τὸ παίρνει ὁ ἄνεμος ἀκόμα.
Ἔρημα τὰ δρομάκια, ἔρημοι οἱ πάγκοι του.
Τὸ σπάνιο φύλλωμα σωπαίνει
ἀμφίβολα. Πρὸ μιᾶς στιγμῆς ἐφύγανε
οἱ ἐρωτευμένοι.
Ἐδῶ ἕνας νέος σκυθρωπὸς ἑτοίμαζε
κάποια χαρὰ στὴν παθιασμένη ζωή του.
Φιλοῦσε ἑνὸς μικροῦ χεριοῦ τὰ δάχτυλα
μεθοῦσεν ἡ συλλοή του.
Ἐκεῖ, κάποιος ποτὲ ποὺ δὲν ἐπίστεψε
ζητᾶ ἀπ᾿ τὰ ὡραῖα χείλη
τὸ μάταιον ὅρκο. Πόσο πιὸ καλλίτερα
νἄτανε σιωπηλὰ καὶ νὰ τὰ ἐφίλει.
Ἐδῶ, πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀρχαῖο μάρμαρο
εἶχε καθήσει ἡ κόρη
κ᾿ ἕνας ἄντρας ξανθὸς σὰν ἥλιος, τὸ εἴδωλο
τῆς ἀγάπης ἐθώρει.
Κάποιος, μέσ᾿ στὶς σκιὲς ποὺ ὅλο βαθαίνουνε,
ἕνας θεὸς ποὺ ἐξιλασμὸ ζητοῦσε,
μιᾶς παρθένας τὸ σῶμα ξέσκεπο ἅπλωσε
καὶ τῆς νύχτας τὰ πνεύματα καλοῦσε.
Στὸν πάγγο ποὺ τὸ βάρος τὸν γονάτισε
τὸν ἔδειρε μία τρικυμία,
κλαίγανε, κλαίγαν δυὸ ψυχὲς ποὺ ἀρρώστησαν
καὶ δὲν τοὺς δίνει ἡ ἀγάπη τους χαρὰ καμμία.
Τόσα φιλιὰ καὶ κρυφοαναστανέγματα
σὲ μία στιγμὴ πὼς σβήσαν!
Τὸ ἀγέρι τοῦ φθινόπωρου δυνάμωσε
κ᾿ οἱ ἐρωτευμένοι φύγαν καὶ μ᾿ ἀφῆσαν.
Νά, μόλις φύγαν. Μένει ἀκόμα τὸ ἄρωμα
τριγύρω ἐδῶ χυμένο.
- Καὶ γὼ μία σκιὰ ποὺ δὲ θὰ μὲ ὑποψιάζονταν
κανείς, τί θέλω ἐδῶ, τί μένω;
Ἂς περάσει πιὰ ἡ μέρα μὲ τὸ φῶς της.
Ἡ νύχτα γιατί τόσο ἀργοπορεῖ;
Στῶν πεύκων τὶς σκιὲς μία πολυθρόνα
μὲ καρτερεῖ.
Τῶν θαλάμων θὰ σβήσουνε τὰ φῶτα
κι᾿ ὁ ὕπνος θἄρθη σὰ λιγοθυμιά.
Ἕνα ἀδειανὸ κρεββάτι, ἐδῶ δίνει
ἐντύπωση καμμιά.
Θὰ μὲ διπλώση τὸ σκοτάδι κι᾿ ὅπως
μεσ᾿ στὶς βαθιὲς σκιὲς θὰ μπερδεφτῶ,
πὼς εἶμαι θὰ πιστέψω πάλι κάτι
ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό.
Μέσα στὸ φόβο θὰ βαθαίνη ἡ νύχτα
ὅταν ὁ ἄνεμος θἄρθη ξαφνικά.
Ὁ εὐκάλυπτος τὰ μαλλιά του θὰ τινάξη
καὶ τῶν ὀνείρων μαζὶ τὰ μυστικά.
Τὸ μυστικὸν ἀγώνα θὰ γροικάω
τοῦ φθινοπώρου, ἀνίκητος ἐχθρός.
Θὰ μὲ λικνίζη χαρωπὸ τραγούδι
ὁ ἀπελπισμένος θρός.
Κι᾿ ἂν δὲν τὴν καρτερῶ, ξέρω πὼς θἄρθη
ἡ γάτα αὐτὴ ποὺ νυχτοπερπατεῖ,
μία γάτα ποὺ δὲν ξέρει τί εἶνε χάδι
καὶ δὲν τὸ δίνει καὶ δὲν τὸ ζητεῖ.
Στὰ πόδια μου κοντὰ κάθεται μόνο,
ἀδιάφορη στὸ κρύο τὸ παγερό,
διακριτικὰ τὸ βλέμμα μου ἀποφεύγει
κ᾿ εἶνε σὰ νὰ μὲ ξέρη ἀπὸ καιρό.
Στὴν ἀκοίμητη Σκιὰ τοῦ Ἰωσὴφ Ραφτόπουλου
Τοῦ φθινοπώρου ἡ πνοὴ περνάει
στὰ δέντρα ποὺ δὲν τὰ φοβίζει
καταστροφή.
Ὁ εὐκάλυπτος τὴν κυβερνάει,
μιλοῦν σὰ φίλοι καὶ λυγίζει
τὴ νέα κορφή.
Ὁ πεῦκος ἄκουε μεθυσμένος
κάποιονε θρύλο ποὺ θρηνοῦσε
μέσ᾿ στὰ κλαδιά.
Θυμᾶται ποὺ συλλογισμένος
ὁ ἐρωτικὸς ποιητὴς περνοῦσε,
ὅλος καρδιά.
Τὰ μάτια του γέμιζε ὁ πόνος.
Στὰ σφραγισμένα χείλη ἀνθοῦσε
τὸ χλωμὸ φῶς.
Ὁ ποιητής περνοῦσε μόνος.
Τοῦ τραγουδιοῦ του ἀκόμη ἀχοῦσε
ὁ στεναγμός.
Μὰ τώρα σιώπησε ἡ καρδιά του
καὶ μόνον ὁ ἔρωτάς του μένει
καὶ περπατεῖ.
Καὶ ὅλοι μας λέμε εἶναι ἡ σκιά του
ποὺ τριγυρίζει - εἶναι ἡ θλιμμένη
σκιὰ τοῦ ποιητῆ.
Σ᾿ ἕνα γλέντι μὲ κάλεσαν οἱ σύντροφοι.
Δὲ θ᾿ ἀρνηθῶ. Θὰ πάω νὰ λησμονήσω!
Θὰ φορέσω τὸ κόκκινό μου φόρεμα
καὶ τὴν ἴδια ὀμορφιά μου θὰ φθονήσω.
Τὸ νεκρὸ πὤχω μέσα μου περήφανα
καὶ στοργικὰ μαζί μου θὰ τὸν πάρω.
Θἆμαι σὰ χαρωπή, σὰ μυστικόπαθη
θἆμαι μία ἀποσταλμένη ἀπὸ τὸ Χάρο.
Οἱ μελλοθάνατοι σύντροφοι στὸ γλέντι τους
κι᾿ ἂν πίνουνε κρασὶ δὲ θὰ μεθοῦνε.
Μία κατάρα θὰ στέκεται στὸ πλάι τους
μὰ θἆμαι ὡραία καὶ δὲ θὰ ὑποψιασθοῦνε.
Ἔπειτα ἕνα τραγούδι θὰ ζητήσουνε
μήπως σὲ μία χλωμὴ χαρὰν ἐλπίσουν,
μὰ τόσο ἀληθινὸ θἆν᾿ τὸ τραγούδι μου
ποὺ σαστισμένοι θὰ σωπήσουν.