Μητέρα μου· παιδί σου ἐμὲ πιστὸ
μὲ ἀφήνει ἡ κάθε μέρα ποὺ διαβαίνει.
Σὲ μὲ τὸ πρόσωπό σου εἰκονιστὸ
καὶ μέσα μου ἡ ψυχή σου φωληασμένη.
Δὲ σ᾿ ἔνοιωσα πρὶν νὰ σὲ χωριστῶ
μὰ ἡ θύμησή σου ἀκέρηα ποὺ μοῦ μένει,
μοῦ δείχνει ἐμένα, ἐκεῖ νὰ ἐξιλαστῶ
γιὰ πάντα θλιβερὴ μετανοιωμένη.
Πιστὸ παιδί σου. Τὴ μαρτυρικὴ
ζωή σου ζωή μου νὰ τὴ νοιώσω
Μητέρα μου καλή, πονετική.
Καὶ στὸν κρυφὸ καημό σου, νὰ μὴ δοῦν
τὸ πόνο σου ὅσοι ἀγάπαγες, νὰ δώσω
καὶ γὼ τὰ σπλάχνα μου - ἄνθη νὰ μαδοῦν ...
Ἦρθες! ἦρθες! πλημμύρισε ἡ χαρά μου
κ᾿ ἡ λαχτάρα μὲ σφίγγει νὰ μὲ πνίξη.
Ἦρθες, ὅσο κι᾿ ἂν μάκρυνεν ὁ χρόνος,
ὁ ἴδιος χρόνος τὴν πόρτα σοὔχει ἀνοίξει.
Ψυχή μου, γιατί μένεις λυπημένος;
Κυττᾶς τὸ μαρασμὸ ποὺ μ᾿ ἔχει ντύσει
σὰν τὴν ὁμίχλη τὴ δειλινὴ ὥρα;
Θὲς νὰ σοῦ πῶ τὸ πῶς μ᾿ ἔχει ἀπαντήσει;
Μὰ τί σημαίνει. Φαίδρυνε τὰ χείλη
στῆς πάναγνης χαρᾶς μου τὸ μεθύσι.
Τί σημαίνει πὼς ὁ χειμώνας ἦρθε
πρὶν τίποτε γιὰ μένανε ν᾿ ἀνθίση.
Τώρα πιά, ὅπως ἄλλοτε, δὲ θέλω
εὔοσμα ἄνθη ἀπ᾿ τὰ νεανικά σου χέρια.
Εἶμαι σεμνή. Μὲ κάθαρεν ἡ ἀγάπη
ἀπ᾿ τὰ στολίδια, δές, μ᾿ ἔγδυσε πλέρια.
Κύττα πὼς ἀγωνίζεται ἡ ψυχή μου
τὰ στέρεα τῆς ζωῆς δεσμὰ νὰ λύση·
ἀνέσπερον ἀστέρι νὰ προφτάση
τὸ ἀργυρὸ μέτωπό σου νὰ φιλήση.
Χλωμὴ ἀδερφούλα
ἡ μέρα φτάνει
καὶ στὰ ματάκια σου
ὕπνος δὲ φάνη.
Τί σὲ παιδεύει
κ᾿ ἔχεις τὴν ὄψη
σκληρή; σὰν ἄνθος
ποὺ τὤχουν κόψει;
Βλέπω ἡ ματιά σου
ποὺ δὲ λυγάει.
Τί σκέψη τάχα
νὰ κυνηγάη;
Χλωμὴ ἀδερφούλα
- μὴ μὲ μαλώσης.
Δὲ θὲς τὰ χέρια
σὲ μὲ ν᾿ ἁπλώσης;
Ἄλλοτε - ἄχ, πόσο
δὲν τὸ ξεχνάω,
δῶ, στὴ μικρούλα
καρδιά μου πάνω
Τὸ μέτωπό σου
μοῦ ἐμπιστευόσουν
κ᾿ ἤσουν γαλήνια
σὰ νὰ κοιμώσουν.
Κι᾿ ἄλλοτε... ἄχ, τότε
μ᾿ εἶχες ξεχάσει.
Ἔκλαιες σὰ νἄχες
τὰ πάντα χάσει
Μὰ τῆς χλωμάδας
ἡ ἀρρώστεια φάνη
τὸ μετωπάκι σου
σὰ στεφάνι.
Σφίγγει ὁλοένα.
Πιὰ δὲ θυμᾶσαι.
- Χλωμὴ ἀδερφούλα
πές μου, κοιμᾶσαι;
Γιὰ τὴν ἀρρώστειά σου
λέω. Θαρροῦσα
νὰ τὴν νικήσω
πῶς θὰ μποροῦσα.
Ξέρω τί ἀγάπες
κλείνεις στὰ στήθια.
Θέλεις λουλούδια
καὶ παραμύθια.
Κάποτε μοῦπες
θαρρῶ, θλιμμένη,
γιὰ μία ψυχούλα
πὤχεις χαμένη.
Κι᾿ αὐτὸ θὰ σ᾿ ἔχει
πολὺ ἀπελπίσει.
Τὴν εἶχες πιότερο
ἀπὸ μὲ ἀγαπήσει;
Χλωμὴ ἀδερφούλα
πιὰ τί μὲ νοιάζει...
Ἄχ, ἡ ματιά σου
πῶς σκοτεινιάζει.
Τὰ παγωμένα
χέρια σου, Θέ μου...
Δὲ σ᾿ εἶδα τόσο
χλωμὴ ποτέ μου...
Σήμερα κιόλα,
πρὶν βασιλέψη
θὰ πάω στὸν κῆπο
ποὖχες φυτέψει.
Ὅλα γιὰ μένα
θὰ ξανανθίσουν.
Θᾶμαι θλιμμένη,
θὰ μ᾿ ἀγαπήσουν.
Καὶ θὰ μοῦ δώσουν
κάτι δικό τους.
Τὴ δροσοχάρη,
τὸ μυστικό τους.
Καὶ μία ἱστορία
θἄχη καθένα.
Θὰ τὴν μιλήσουν
σιγὰ σὲ μένα.
Γιὰ μία ψυχούλα,
γιὰ τὸ ἀγεράκι,
τὸ κρύο σύννεφο
κακὸ γεράκι.
Καὶ θὰ στὰ φέρω
μ᾿ ἀκοῦς; Νυστάζεις.
Σὰ νὰ κοιμᾶσαι
κι᾿ ὅμως κυττάζεις
Κάπου. Κοιμήσου.
Τὸ φῶς σιμώνει.
Χλωμὴ ἀδερφούλα
δὲν εἶσαι μόνη.
Εἶμαι κοντά σου,
σὲ νανουρίζω.
Τὰ βάσανά σου
πικρὰ γνωρίζω.
Μονάχα ὁ ὕπνος
δὲ λέει «θυμήσου»
Χλωμὴ ἀδερφούλα
φέγγει...κοιμήσου...
Κάποια μέρα ποὺ ἐγειρόταν περήφανα
τῆς ψεύτικης ζωῆς τὸ πανηγύρι
κ᾿ ἕνα σκληρὸ φῶς, ἄκαρπο βασίλευε
ποὺ ἀλλοιώνει τὰ πάντα καὶ διεγείρει
μονάχα στὴ ζωὴ τὴν πιὸ κοινή,
Τὸ ἀναπάντητο ρώτημα μὲ γέμισε
κ᾿ εἶδα μὲ ἀμφιβολία καὶ τὴν ψυχή μου.
Τότε ἄνοιξε μίαν ἄβυσσο καὶ κρύφτηκε
κ᾿ ἔμεινα, δίχως θλίψη, μοναχή μου
στὴν ἄσκοπη ζωὴ ποὺ δὲν πονεῖ.
Καὶ πέρασα ἔτσι. Τώρα ποὺ ὅλα κώπασαν
καὶ τοῦ ἄλλου κόσμου τὸ ἅγιο φῶς πλανιέται,
νοιώθω κάποια πνοὴ ποὺ ἔρχεται ἀπόκοσμη
καὶ δὲ μοῦ κλαίει καὶ δὲν παραπονιέται
μόνο κρυφὸ σὰν κάτι νὰ κρατῆ.
Μοῦ δείχνει τὸ βραδάκι ποὺ ὅλο κ᾿ ἔρχεται
σὰ νἆναι μία ὑπέρτατη καλωσύνη
καὶ κάτι θέλει νὰ μοῦ πῆ, μὰ στέκεται
λὲς κρύβει μία λαχτάρα, μία βιασύνη
σὲ κάποιο χαμόγελο...νἆναι αὐτή;
Στὸν κ. Γιάννη Ρίτσο
Καρδιά μου, τούτη ἡ ὥρα ἐδῶ ποὺ ἐστάθη
μὲ μία δεσποτικιὰ γαλήνη, κάτι
ἔχει βαρύ, μ᾿ ἀγγίζει σὰν τὸ μάτι
τοῦ ἄγριου μοιραίου ποὺ λάθεψα πὼς χάθη.
Ὁ λογισμός μου τώρα ἀδυνατίζει
καὶ σκύβει σὰν ὁ ἔνοχος μπροστά σου.
Καμμιὰ φωνὴ νὰ μοῦ φωνάζη, στάσου.
Οὔτε μία ἐλπίδα, ἐντός μου νὰ φωτίζῃ.
Καὶ δὲν ἀντέχω, θὰ τ᾿ ἀκούσῃς ὅλα,
τίποτα δὲν ἐσκέπασεν ἡ λήθη.
Θὰ σοῦ τὰ πῶ σὰν ἕνα παραμύθι
καρδιά μου ἐρημικὴ κι᾿ ὀνειροπόλα.
Κύτταξε τὸ βραδάκι αὐτὸ ποὺ κλείνει
τόση γαλήνη κι᾿ ὅταν ἀντικρύζη
τὸν κάμπο εἶνε σὰ χάδι, δὲ δροσίζει
ὅμως, μία νοσταλγία μέσα μας χύνει...
Μαντεύω ἀπ᾿ τὴ γαλήνη σου τί θλίψη
πικρὴ σὲ τρώει φτωχὴ καρδιά μου κ᾿ ἔρμη.
Τῆς ὕπαρξής σου σοὔκλεψαν τὴ θέρμη
κ᾿ ἡ δρόσο τοῦ καημοῦ σοὔχει ἀπολείψει.
Λουλούδι ποὺ τὸ φῶς σ᾿ εἶχε ἀγαπήσει
ἔμεινες μοναχὰ μὲ τὴ λαχτάρα,
ποὺ ἀργὰ γίνηκε φλόγα καὶ κατάρα
τίποτα πιὰ ᾿πὸ σὲ νὰ μὴν ἀφήσῃ.
Εἶδα τὸ φῶς αὐτὸ νὰ λιγοστεύη
τότε καὶ σένα ἀγάλια νὰ χλωμαίνης.
Σούειπα, θυμᾶσαι; Πρέπει νὰ ὑπομένης
καὶ σοὔδειξα τὴ σκέψη ποὺ πιστεύει.
Ἦταν ὡραῖα κάποτε, θυμᾶσαι;
τὴν ἐκαμάρωσες καὶ σὺ καρδιά μου.
Ἄχ, ἡ ἁρμονία πὼς ὤρμησε βαθιά μου
τότε. Μὰ σὲ εἶδα πάλι νὰ λυπᾶσαι...
Τώρα, γιὰ σένα εἶνε ὅλα τελειωμένα.
Καὶ τὴ στερνὴ πνοούλα ἔχεις ἀφήσει.
Ἡ σκέψη μου ποὺ μάταια ἔχει ἀνθίσει
Μαδάει σὲ νεκράνθια σπαραγμένα.
Φιλάρεσκα ἀρωματισμένη ἡ νύχτα πάλι
ἦρθε κι᾿ ὡς τὴ φτωχὴ τὴν κάμαρά μου,
μοῦ ζήτησε ἕνα γέλιο, τὴ χαρά μου
καὶ στὸ προκηρυγμένο μου ἔσκυψε κεφάλι.
Γιατί τὴ φιλαρέσκεια ἀκόμα αὐτὴ σὲ μένα;
Ἀκόμα μία βρισιὰ στὰ αἰσθήματά μου.
Ξέρει καλὰ τὴν ταπεινότητά μου
τὸ μέγα Σύμπαν κ᾿ ἡ ράβδος τοῦ Ποιμένα.
Ξέρει καλὰ πὼς κι᾿ ἂν τὰ χείλη στὴν πληγή μου
μὲ ροδοκλώνια, παίζοντας, ἀνοίγει,
μία περηφάνια πάντοτε θὰ πνίγη
καὶ τὴ βλαστήμια ἀκόμα στὴ σιγή μου.
Ὄχι, δὲν ἔχω δάκρια πιὰ γιὰ σένα
ψεύτρα Νυχτιά, μὲ τὰ διαμαντικὰ
καὶ μὲ τὰ μάτια σου τὰ ἠλεκτρισμένα.
Στὸ κάλεσμά σου εἶμαι ἄφωνη σὰ μνῆμα.
Καὶ τὰ τραγούδια τὰ νοσταλγικὰ
κ᾿ οἱ ἔρωτές μου σὰν τὸ κομμένο νῆμα.
Ἄλλοτε πίστευα στὴν ὀμορφιά σου
κι᾿ ὅλη καρδιὰ γινόμουν νὰ πονῆ.
Κι᾿ ἀπ᾿ τὶς ἀγάπες σου κι᾿ ἀπ᾿ τὰ καρφιά σου.
Τώρα βλέπω μὲ φρίκη νὰ σιμώνης.
Μὲ μὲ χαϊδεύεις ἔτσι ταπεινή,
τὸ μίσος μου μονάχα δυναμώνεις.
Κυττάξτε με στοιχεῖα τῆς Φύσης
ψυχρὰ στοιχεῖα χωρὶς ψυχή.
Ὡραῖε Ὑμηττὲ σὺ θὰ μὲ ἀφήσῃς
ἢ ἐγὼ θὰ φύγω μοναχή;
Κυττάξτε με, ἔχω ἕνα τρυπάνι
μέσ᾿ στὸ κεφάλι μου βαθιά.
Τίποτα τοῦτο δὲ σᾶς κάνει;
Στοιχεῖα χωρὶς σταλιὰ καρδιά.
Εἶχα ζήσει νὰ μαντέψω
τὸ μυστικό σας μία ἐποχή.
Τὴ θλίψη σας νὰ γαληνέψω
σεῖς δυνατὰ καὶ γὼ φτωχή.
Εἶχε ἡ καρδιά μου κ᾿ ἕνα δάκρι
γιὰ κάθε σας κρυφὸ χαμό.
Χωρὶς ἐσᾶς, σὲ καμμιὰν ἄκρη,
ποτὲ δὲν εἶχα ἀναπαμό.
Ἐδῶ οἱ κροτάφοι μου ποὺ ἰσκιώνουν
γέμιζαν σκέψη τρυφερὴ
τότε γιὰ σᾶς. Μὰ τώρα λυώνουν
κ᾿ ἡ σκέψη εἶναι ζοφερή.
Κυττᾶξτε τὸ τρυπάνι ποὺ ἔχω,
πονῶ φριχτὰ στὴν κεφαλὴ
καὶ νὰ σᾶς στείλω δὲν ἀντέχω
τὸ τελευταῖο μου φιλί.
Ἀγάλια θὰ συρθῶ ὡς τὰ πόδια
ἐκεῖ τοῦ ἀντικρυνοῦ βουνοῦ
κι᾿ ἀπ᾿ τὰ στερνά μου ἀκόμα ἐφόδια
θὰ σᾶς μοιράσω καθενοῦ.
Ἔπειτα στὸ αἷμα βουτηγμένη
τοῦ πληγωμένου κεφαλιοῦ,
θ᾿ ἀφήσω μία κραυγὴ πνιγμένη
σὰν κρώξιμο ἄγριου πουλιοῦ.