Μαρία Πολυδούρη

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ


L’ INSIΒIEUSE NUIT

Ἀπόψε ἡ πλανερὴ νυχτιὰ μὲ μέθυσε πολὺ ὥρα!
Στὸ παραθύρι σκεφτικός,
Ὦ γλυκυτάτη αὐγή, ἀγρυπνῶ νὰ σὲ προσμένω τώρα,
μὴ ἀργήσης νὰ φανῆς, ὦ φῶς!

Ἔλα! Μέσα μου ἡ λάμψη σου ποὺ θὰ χυθῆ σὰ γαληνιὰ
στοιχεῖο ἥσυχο μοιάζει.
Σὲ δέχεται ἔτσι τὸ νερὸ ἔτσι κ᾿ ἡ σκοτεινιὰ
τῶν φύλλων σ᾿ ἀποστάζει.

Ἀκινητῆστε ὦ φῶς, ὦ ἀχτίδες, στὰ σκοτεινιασμένα
τὰ μάτια του καθρεφτιστά.
Τώρα ποὺ μὲ τὸν κάθε της χτύπο ἡ καρδιά μου ἐμένα
σιμώνει τὶς σκιὲς πιστά.

Jean Moreas

SOUVENIRS

Οἱ θύμησές μας μοιάζουνε κάμαρες δίχως κλεῖθρα,
κάμαρες ἄδειες. Δὲν τολμᾶ κανεὶς σ᾿ αὐτὲς νὰ μπῆ
γιατί ἔχουν παληοὶ πρόγονοι ἄλλοτε κεῖ πεθάνει.
Ζοῦμε στὸ σπίτι ποὖνε αὐτὲς οἱ κάμαρες κλεισμένες
καὶ ξέρουμε πὼς βρίσκονται πάντοτε κεῖ κλειστές.
Ἡ ρόδινη εἶνε κάμαρη... κ᾿ ἡ κάμαρη ἡ γαλάζια.
Ἔτσι τὸ σπίτι αὐτὸ σιγὰ μὲ μοναξιὰ γεμίζει
κι᾿ ὅμως κεῖ μέσα ἀκόμα μεῖς ζοῦμε χαμογελώντας.
Τὴ δέχομαι ὅταν κάποτες ἡ θύμηση περνάει.
Τῆς λέω: «Θὰ ξαναρθῶ γιὰ σέ... νά, μεῖνε κάπου ἐδῶ».
Σ᾿ ὅλη μου, ξέρω, τὴ ζωὴ στὴ θέση της πὼς εἶνε,
ὅμως ξεχνῶ, καμμιὰ φορά, νὰ πάω νὰ τὴν ἰδῶ.

Κ᾿ εἶνε ἀπ᾿ αὐτὲς τώρα πολλὲς στὸ παληὸ σπίτι μέσα
κ᾿ ἐγκαρτεροῦνε τώρα πιὰ στὸ νὰ τὶς λησμονοῦν.
Κι᾿ ἂν οὔτε τούτη τὴ στιγμὴ δὲν ἔρθω, οὔτε κι᾿ ἀπόψε
μὴ τὸ ζητᾶτε ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ παρ᾿ ὅσο ἀπ᾿ τὴ ζωή.

Τὸ ξέρω πὼς κοιμῶνται κεῖ καὶ πίσω ἀπώνα φράγμα.
Νὰ πάω νὰ μάθω ἂν εἶνε αὐτές, ἀνάγκη πιὰ καμμιά.
Ἀπὸ τὸ δρόμο τὰ μικρὰ παράθυρά τους βλέπω
κι᾿ αὐτὸ θὲ νἆναι ὡς ποὺ καὶ γὼ θὲ νὰ σβηστῶ, κι᾿ αὐτές.

Κι᾿ ὅμως κάποτε μέσα στὶς καθημερνὲς σκιὲς
νοιώθω, δὲν ξέρω, τί ψυχρὴ ἀγωνία καὶ τί ρίγος
καὶ μήτε ξεχωρίζοντας πόθεν ἡ θλίψη αὐτή,
περνῶ...

Λοιπὸν κάθε φορὰ κι ἀπώνα πένθος θἄρθη.
Μία ταραχὴ θαρθῆ κρυφὰ νὰ μᾶς εἰδοποιήση
πὼς πέθανε μία θύμηση, γιὰ πάντα ἔφυγε πιά...
Ὅμως δὲ διακρίνουμε καλὰ ποιὰ ἀπ᾿ ὅλες νἄταν
γιατί εἶνε τόσο πιὰ παληές... Τίποτα δὲ θυμίζουν.
Μονάχα νοιώθω μέσα μου βλέφαρα νὰ σφαλίζουν...

Henry Bataille

BELLE SOURCE...

Ὡραία πηγή, κάθε στιγμὴ θέλω νὰ τὸ θυμᾶμαι.
Μία μέρα –μ᾿ ὁδηγοῦσεν ἡ φιλία-
πόσο θωροῦσα εὐφραντικά, θεά, τὸ πρόσωπό σου
μισοχαμένο κάτω ἀπὸ τὰ βρύα.

Ὢ ἂς ἦταν νἄχῃ μείνει αὐτὸς ὁ φίλος ποὺ τὸν κλαίω,
ὦ νύμφη, στὴ λατρεία σου κοντά.
Νἆναι μιγμένος στὸ ἀγεράκι ἀκόμα ποὺ σ᾿ ἀγγίζει
καὶ στὸ κρυφό σου κύμα ν᾿ ἁπαντᾷ.

Jean Moreas

A UN POETE MORT

Σὺ ποὺ τὰ μάτια σου, τὸ φῶς διψώντας, ἐπλανιόνταν
ἀπὸ τὸ θεῖο χρωματισμὸ στὴν αἰωνία γραμμὴ
κι᾿ ἀπ᾿ τὴ σάρκα τὴ ζωντανὴ στῶν οὐρανῶν τὸ φέγγος,
κοιμήσου ἥσυχα, ἡ νυχτιὰ τὸ βλέφαρό σου κλεῖ.

Νὰ ἰδῆς, ν᾿ ἀκούσῃς, νὰ αἰστανθῇς; Καπνός, ἄνεμος, σκόνη!
Ὁ ἔρωτας; Κούπα ὁλόχρυση γεμάτη ἀπὸ χολή.
Σὰν ἕνας Θεὸς ποὺ ἀπ᾿ τὸ βωμὸ λιποταχτεῖ ἀπὸ πλήξη,
στρέψε, σκόρπα στὴν ἄπειρην ὕλη ποὺ σὲ καλεῖ.

Πάνω στὸ ἄφωνο μνῆμα σου, στὰ ὀστᾶ τ᾿ ἀναλωμένα
ἂς χύνουν οἱ ἄλλοι ἢ καὶ κανεὶς δάκρια συνηθισμένα
κ᾿ ἂς σὲ δοξάζη ἢ ἂς σὲ ξεχνᾶ ἡ χυδαία σου ἐποχή.

Ἐγὼ ζηλεύω ποὺ βαθιὰ στὴν ἥσυχή σου κλίνη
σ᾿ ἀπάλλαξε ἡ ζωὴ καὶ δὲ γνωρίζεις τὴν αἰσχύνη
νὰ σκέφτεσαι, ἕνας ἄνθρωπος νἆσαι, ἀποστροφή!

Leconte de Lisle