Μαρία Πολυδούρη

ΞΕΦΑΝΤΩΜΑ


ΖΩΗ

Ξεχωριστὰ μέσ᾿ στἄλλα
δέντρα, δέντρα ὁλοΐσια,
βουβὰ τὰ κυπαρίσσια
στὸ μεσημέρι ντάλα.

Τρελλές, ξελογιασμένες
λεῦκες, τ᾿ ὡραῖο σας γέλιο
εἶνε σὰν περιγέλιο
στὶς νύχτες τὶς θλιμμένες.

Πεῦκα, κρυφὴ κατάρα
θρηνεῖ μέσ᾿ στὰ κλαδιά σας
κι᾿ ἀγγίζει στὴν καρδιά σας
τοῦ ἡλίου τὸ φῶς λαχτάρα.

Χλωρὴ στρωμνὴ στὸν ἥλιο
οἱ καρυδιὲς ποὺ δίνουν,
οἱ σκιὲς στὶς ρίζες στήνουν
τὸ μαῦρο τους βασίλειο.

Οἱ παπαροῦνες λαύρα,
φανταχτερὸ λουλούδι.
Φεύγει ἡ ζωή τους χνούδι
στὴν παιχνιδιάραν αὔρα.

ΤΑ ΣΟΝΕΤΤΑ ΤΟΥ ΚΥΝΗΓΟΥ

Ἕνα μεγάλο, θαλερὸ Δάσος καὶ μὲ ἡ ψυχή μου.
Λίγος ὁ δρόμος ὡς ἐκεῖ, καθὼς ἔχεις σιμώσει.
Μονάχα μὴν ἀργοπορῆς μὴν τύχει καὶ νυχτώσει
καὶ δὲ σὲ ἰδοῦν τὰ μάτια μου καὶ μείνω μοναχή μου.

Ἐκεῖ τὰ δέντρα εἶνε ψηλὰ καθὼς οἱ στοχασμοί μου.
Ἡ χλόη πάνω στὶς πίκρες μου γλυκιὰ ᾿πό χάδια στρώση
κ᾿ ἕνα λουλούδι φλογερὸ μονάχα ἀνθίζει, ἡ εὐχή μου
ναρθῆς ἐκεῖ μὲ ὅλη σου τὴν κυνηγήτρα γνώση.

Θὰ σὲ μεθύση ἡ μυρωδιὰ καὶ δὲ θ᾿ ἀκοῦς τί ψάλλουν
κρυφά, καθὼς ἐρωτικὰ τρυγόνια τὰ ὄνειρά μου,
μὰ πληγωμένα καὶ νεκρὰ μπροστά σου σὰν προβάλουν,

Θὰ εἰπῆς βαθιά σου ψάχνοντας τότε, ποὖνε ἡ χαρά μου;
Κι᾿ ὅπως θὰ βλέπης γύρω σου, βουβὰ καὶ λυπημένα
θὰ γίνης ὄνειρο, καημός, τραγούδι ἐσὺ γιὰ μένα.

[ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΞΑΝΟΙΧΤΗΣ ΜΑΚΡΙΑ...]

Γιατί νὰ ξανοιχτῆς μακριὰ στὸ ἀνήμερο τὸ Δάσο;
Μία αὐγὴ σιμά μου πέρασες μὲ τ᾿ ὅπλο στὸ πλευρὸ
γίγαντας. Σὲ καμάρωσα καὶ δὲ θὰ τὸ ξεχάσω
καθὼς ὅλα χαιρέτιζε τὸ βλέμμα σου ἱλαρό.

Γιατί νὰ ξανοιχτῆς μακριὰ στὸ ἀνήμερο τὸ Δάσο;
Χίλιες κορφὲς σοῦ νεύανε γλυκά· οἱ φραγὲς χορὸ
στέναν ὁλάνθιστες γιὰ ν᾿ ἀντικόψουν. - «Θὰ περάσω!»
τρύπαε ἡ ματιά σου πύρινη καὶ πέφτανε σωρό.

Ποιὰ ρεματιὰ σὲ δέχτηκε στὴ βλαστερὴ ἀγκαλιά της
ὡραῖο πουλάκι ἀμέριμνο κι᾿ ἀδικοσκοτωμένο;
Ποιὰ τὴν πληγή σου δρόσισε μὲ τὴ δροσοσταλιά της

Φτωχὴ πηγούλα; Ποιὸ δέντρο σοῦ γίνη ἐμπιστεμένο
κι᾿ ἄκουσε τὶς στερνὲς στιγμὲς γερτὸ πρὸς τὴ ματιά σου
τὴν ἑκατομαντάλωτη ν᾿ ἀνοίγης πιὰ καρδιά σου;

[ΟΙ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ ΑΝΘΙΣΑΝ ΞΑΝΑ...]

Οἱ παπαροῦνες ἄνθισαν ξανά. Στὰ ἴδια μέρη
τὶς ἔκοψα γεμίζοντας, ὡς τότε, τὴν ἀγκάλη.
Μονάχα τώρα θλιβερὸ κι᾿ ἂν ἔστηνα καρτέρι
δὲ σ᾿ εἶδα ξάφνου πλάι μου νὰ προσπερνᾶς καὶ πάλι.

Τὸ Δάσος σιγαλότατο στὸ λαῦρο μεσημέρι,
τὶς λεῦκες τὶς γλυκόλογες μὲ τὰ γιγάντια κάλλη,
μ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὸ σπιτάκι σου - καημὸ ποὺ μοὔχει φέρει,
τὰ βρῆκα δίχως σένανε καὶ δίχως ἐλπίδα ἄλλη

Νὰ σὲ ξαναβρῶ - θἄσωνα νὰ καρτεράω χρόνια.
Κ᾿ ἔκλαψα. Μὰ θυμήθηκα στερνὰ ποὺ ξεκινοῦσες
μὲ συνοδεία μουσικὴ τὰ δέντρα καὶ τ᾿ ἀηδόνια

Μὲ τὴ ματιὰ νοσταλγικιὰ στὰ γύρω ποὺ σκορποῦσες
καὶ στὴν καρδιά μου σ᾿ ἔκλεισα, μὲ σὲ νὰ χαιρετήσω
ὅλα ποὺ μ᾿ ἔκανες ἐσὺ νὰ ἰδῶ καὶ ν᾿ ἀγαπήσω.

[ΠΩΣ ΝΑ ΣΑΣ ΠΩ...]

Πῶς νὰ σᾶς πῶ; Σᾶς θέλω ἀνθοὺς δροσάτα παληκάρια,
Τώρα καθὼς ἁπλώνεται ἁπαλὴ
λίμνη ἡ καρδιά μου ἀνήσκιωτη, διάφανη καὶ καθάρια
καθρεφτισμένες μέσα της τὶς ὄψεις σας νὰ κλῆ.

Ὡραία χαρά, σὰ γέρνετε καθένα τὸ κεφάλι
πρὸς τὴν καρδιά μου ἀνύποπτα, καθὼς
σᾶς λούζει μὲ τὰ ξωτικά, μ᾿ ὅλα τὰ πλάνα κάλλη
τοῦ ὀνείρου μου τὸ μυστικὸ καὶ τὸ γαλήνιο φῶς.

ΒΑΡΙΑ ΚΑΡΔΙΑ

Πῶς μὲ κυττᾶς ἔτσι γλυκά, νέο μου ἀνθάκι χαρωπό!
Δείχνεις ὅλες τὶς χάρες σου σὲ μὲ καὶ δὲ φοβᾶσαι;
Ἄχ! ἔχω τὴν καρδιὰ βαριά... μὰ δὲ θὰ σοῦ τὸ πῶ
γιατί, κάλλιο ἀσυλλόγιστο κι᾿ εὐτυχισμένο νἆσαι.

Πῶς μὲ κυττᾶς ἔτσι γλυκά... σύ, τόσο νέο καὶ χαρωπό;
Τρέμει ἡ καρδιά μου μία στιγμὴ σὰν κάτι νὰ προσμένω...
Ἀλλοί! ἔχω βάρος στὴν καρδιά. Μὰ δὲ θὰ σοῦ τὸ πῶ
γιατί, κάλλιο ἀσυλλόγιστο νἆσαι κ᾿ εὐτυχισμένο.

Μὲ τρώει ἡ ἔγνοια νὰ σταθῶ κοντά σου μία στιγμούλα
καὶ τὴν καρδιά μου στὴ γλυκιά σου μυρωδιὰ νὰ λούσω.
Μὲ καίει ὁ πόθος, σκύβοντας πάνω σου σὰ βεργούλα
τοῦ φράχτη, τὸν τρελλὸ παλμὸ τῆς νειάς σου ζωῆς ν᾿ ἀκούσω.

Τολμῶ τ᾿ ἄσωτα χέρια μου κάποια στιγμὴ ν᾿ ἁπλώσω
τὰ θελκτικά σου χρώματα στὴν ὄψη σου ν᾿ ἀγγίσω
μὰ κάτι, σὰ νὰ μὴ μπορῶ κεῖ ποὺ εἶσαι νὰ σὲ σώσω
κάνει βαριὰ τὰ χέρια μου κάτω νὰ πέφτουν πίσω...

ΠΑΛΙΡΡΟΙΑ

Δύναμη ἀνώφελη σὲ φέρνει ἐνάντια
τοῦ χαραγμένου δρόμου τῶν κυμάτων.
Κι᾿ ἂν τοὺς μικροὺς κουρσάρους σου ἀπ᾿ ἀγνάντια
δένη ἡ φρίκη τῶν ἄφαντων μνημάτων,

Νά, τῆς ὁρμῆς σου ἡ θλιβερὴ κατάντια:
σ᾿ ἐρωτιάρικο ἓν ἄσμᾳ τῶν ἀσμάτων
καὶ τῆς λύσσας τοῦ ἀφροῦ σου, σὲ διαμάντια,
χάρες ὑποταγῆς στὸ πέρασμα τῶν

Τῶν δυνατῶν νὰ σὲ πατοῦν! Μεγάλη
ἡ μοίρα σου κι᾿ ἀνίκητη εἶνε. Φτάνει.
Σκύψε μπροστά της κάλλιο τὸ κεφάλι.

Ἡ δύναμή σου, ἀνθοὶ γιὰ νὰ κοσμοῦνε
τῶν νικητῶν σου τὸ ἄδικο στεφάνι
ποὺ εἶνε ἀπ᾿ τὴ μοίρα, ἐκεῖνοι νὰ νικοῦνε.

ΚΑΛΛΟΝΗ

Γι᾿ αὐτὴ τὴ χάρη, νἆσαι γεννημένη
ἀπ᾿ τὰ χέρια τῆς ἁρμονίας, παίρνεις
στὸ βασίλειο τοῦ ἡλίου μία διαλεγμένη
θέση. Κι᾿ ὅμως ἀνάξια δὲ τὴ φέρνεις.

Ἂν φέγγουνε πυροὶ καὶ χρυσωμένοι
τῆς γνώσης οἱ καρποί, μὴ δὲ τοὺς φέρνεις
ἐσὺ στὸ φῶς; ψυχὴ αἰθεροπλασμένη,
σπάνιο λουλούδι στὴ δροσιὰ ποὺ γέρνεις

Τῆς ζωῆς ταπεινὰ κι᾿ ὅμως ὡραῖα
Ἡ θεότη στὰ χέρια σου ἔχει ἀφήσει
μὲ πίστη τὸν γεμάτον ἀμφορέα.

Κάνε γλυκὰ στὴ δίψα μας νὰ γύρη
τόσο μονάχα, ὅσο γιὰ νὰ μᾶς χύση
χρυσὸ καπνό, μεθυστικὸ σὰ γύρη.

ΑΝΟΙΞΗ

Φούντωσε ἡ Ἄνοιξη καὶ δῶ σὲ κάθε δέντρου κλῶνο.
Τὰ πάρκα λουλουδίσανε καὶ κεῖνα.
Μὰ δὲ μοῦ λέει ἡ γιορτερὴ χαρά τους, παρὰ μόνο
πὼς λείπω μακριὰ ᾿πό σέν᾿ Ἀθήνα.

Ἔρχεται ἀκάλεστη, βουβή, μέσ᾿ στοῦ ἡλίου τὸ θάμπος
βροχούλα ποὺ κανεὶς δὲν ὑποπτέφτη
καὶ νοιώθω, ἡ νοσταλγία σου καθὼς μ᾿ ἀνάφτει, σάμπως
ξεχωριστὰ γιὰ μένανε νὰ πέφτη.

Παρίσι. Ἄνοιξη 1927

ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΔΩ...

Οὔτε καὶ δῶ στὴν ξενητιὰ ποὺ μ᾿ ἔχει ρίξει,
καθὼς μὲ συγκυλᾶ, τῆς δυστυχίας τὸ κύμα,
βρῆκα τὴν ταφική του ναυαγίου γαλήνη.
Τὰ σωθικά μου ἂν τἄχη ἡ μαύρη δίψα φρίξει
κι᾿ ἂν ἡ φωνή μου ἀπ᾿ τὴν κραυγὴ τοῦ πόνου σβήνη,
μὰ πάντα θἆμαι τοῦ ὄνειρου τἀστεῖο θύμα.
Καθὼς φωτίζαν πάνω μου τὰ δυό σου μάτια,
τῶν λογισμῶν μου σκίζοντας τὸ μαῦρο βύθος,
τὸ δρόμο πρὸς τὰ χείλη σου βρῆκα ἄθελά μου.
Κοίτομαι ἐμπρός σου κι᾿ ὀνειρεύομαι παλάτια
νεραϊδικά, σὰν ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ θέλει ὁ μύθος
καὶ δὲν κυττάζω πὼς θεὸς στὴ ζωὴ μπαίνεις
Ἐσύ, καὶ μένα πόσο ἀνάξιο τὸ ἔνδυμά μου...

ΣΤΡΟΦΕΣ

Στὸ πλαίσιο τοῦ παράθυρου προβάλλει
τὸ πάρκο πρωινό· δὲ φέγγει ἀκόμα.
Ἄχ, πόσες ὑποσχέσεις δὲ μοιράζει
τῆς ἐαρινῆς αὐτῆς αὐγῆς τὸ στόμα
ποὺ σ᾿ ἕνα ἁπλὸ χαμόγελο χαράζει.

Καὶ κατοικεῖ στὸ πάρκο ὅλη ἡ γαλήνη
ὅσων πιστεύουν στὴν καλή τους μοίρα.
Βλέπω μὲ τί σοφία ποὺ ἑτοιμάζει
καὶ τί σιγὰ τὴν πράσινη πλημμύρα.
- Μὰ ἐμὲ ποὺ δὲν πιστεύω μὲ τρομάζει.

Στὰ στήθη μου βαθιὰ ἡ πληγὴ ματώνει
σὰ νέο λουλούδι, νοιώθω τὴν ὁρμή της
ποὺ μοῦ ρουφᾶ τὰ νειάτα καὶ μὲ λύνει.
Τὸ εἶναι μου ὅλο τώρα ἡ δύναμή της
καὶ θὰ δουλεύη ἀνύποπτα γιὰ κείνη.

Παρίσι. Νοσοκομεῖο «Charité»

ΠΑΡΙΣΙ

Παρίσι, ἦταν καιρὸς τὰ ὀνείρατά μου
στὸ σκοτεινὸ πρωί σου νὰ σκορπίσω
καὶ νὰ σ᾿ ἀφήσω παίρνοντας κοντά μου
τὴ θλιβερὴ χαρὰ νὰ σ᾿ ἀγαπήσω.

Τώρα ἡ Μεσόγειος λυγερὴ σειρήνα
ποὺ στὸ πλοῖο μας γύρω ἀφροκοπάει
κι ὅλα τοῦ ἀφροῦ της τὰ κατάσπρα κρίνα
ἕνας σκοπός: μακριά σου νὰ μὲ πάη.

Κ᾿ ὕστερα σὰ σιμώσουμε κεῖ πέρα,
θαρθῆ προσταχτικὸ τὸ φῶς ν᾿ ἀνοίξη
τὰ μάτια μου στὴν τρισγαλάζια μέρα
καὶ τὴν ἐνθύμησή σου νὰ μοῦ πνίξη.

Κ᾿ὕστερα τὰ νησιά της θὰ χυμήσουν.
Κ᾿ ἡ Ἀθήνα, ξέρω, δὲ θ᾿ ἀργοπορήση.
Θὲ νὰ στηθοῦνε νὰ μοῦ πολεμήσουν
τῆς ἁμαρτίας τὸν ἔρωτα, Παρίσι!

Καὶ θὰ θελήσουν νὰ ξεχάσω πόσο
σοῦ δόθηκεν ἀμέσως ἡ ψυχή μου.
Καθὼς χωρὶς τὴν ἔγνοια ν᾿ ἀνταμώσω
γύριζα μέσ᾿ στοὺς δρόμους μοναχή μου.

Ὅμως παντοῦ ἔπιανα εὔκολες φιλίες
γιατί σὰ νὰ μὲ ξέραν μοῦ γελοῦσαν
παντοῦ, σπίτια καὶ πάρκα κ᾿ ἐκκλησίες
κι᾿ ὅταν ξαναπερνοῦσα μοῦ μιλοῦσαν.

Καὶ θὰ θελήσουν νὰ ξεχάσω, πόση
καινούργια νειότη σὺ μοὖχες χαρίσει,
πὼς τὴ μοίρα μου ἀκόμα ἔχω ἀνταμώσει
γυρίζοντας στοὺς δρόμους σου, Παρίσι.

ΣΕ ΜΙΑ ΔΕΣΜΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ

Χτὲς ἤτανε μπουμπούκια
σεμνά, δίχως καμάρι κι᾿ ὑποσχέσεις.
Σήμερα τόσο ὡραῖα
πρωί-πρωὶ ὅπως τἄειδα, ταράχτηκα...
Μέσ᾿ στὸ ἄνοιγμά τους βόσκει
μία βίαιη δύναμη ποὖνε σὰν τὴ νειότη.
Κ᾿ ἡ νειότη αὐτὴ ποὺ τρέχει,
τεντώνει τὰ σαρκώδη φύλλα ὡς τόξα
Κι᾿ ὡς τὴ ρίζα τ᾿ ἀνοίγει
καὶ ξεχύνει τῆς πρόκλησης τὸ μύρο,
μόλις μ᾿ ἕνα φυλλάκι διπλωμένο
τὴν παρθένα ὀμορφιά τους κρύβει.
Ἡ πεταλούδα θἄρθη.
- τ᾿ ὄνειρο μέσ᾿ στὴ μέθη τους περνάει.
Τὸ ριγηλὸ θὲ νὰ σηκώση φύλλο
καὶ τὴν καρδιά τους θἅβρη.

Μὰ ὢ τῆς κάμαράς μου
ὡραῖοι ἐξόριστοι, θὰ σᾶς παιδέψη
τοῦ ὀνείρου σας ἡ πλάνη.
Τὸ λίγωμά σας μάταιο θὰ περάση.
Τὰ μάτια μου ἀκλουθᾶνε
τῆς σάρκας σας τὸ ἀόρατο ἀνατρίχιασμα
κ᾿ ἡ ἐρωτική σας νάρκη
μὲ τὸ μύρο περνάει μέσ᾿ στὴν καρδιά μου...
Ἡ πεταλούδ᾿ ἂν εἶμαι
ποὺ σᾶς λείπει, ἀνοῖχτε στῶν χειλιῶν μου
τὴ λαύρα, τὴ μισόκλειστη καρδιά σας.
Ἢ ἂν θέλετε, θὰ βιάσω
μὲ μι᾿ ἄγνωστη λαχτάρα στὴ γενιά σας
τὸ ἀνθένιο μυστικό σας,
τὴ λατρευτὴ ποὺ σᾶς ὀρθώνει νειότη...
Ἡ ἀνάσα μου, ἡ πνοή σας
δὲν ξέρω τί σᾶς ἔγυρε τὰ φύλλα...
τί μοὔσβησε τὸ φῶς μέσα στὰ μάτια...

ΦΥΓΕ

Ὤ, φύγε μακριά μου
μακριὰ ὅσο μπορεῖ
κι᾿ ἂν σ᾿ ἀναζητήσῃ θλιμμένη ἡ ματιά μου
ὀνείρου ποὺ ἐσβήστη τὰ χνάρια νὰ βρῆ.

Στιγμὴ πιὰ σιμά μου
μὴ μένεις. Ὠιμὲ
οὔτ᾿ ἕνα λουλούδι χλωρὸ στὴν καρδιά μου
κι᾿ ἂν σὺ πλανευτῆς θὰ πλανέψης κ᾿ ἐμέ.

Καὶ πιότερο ἐμένα
τρελλὴ ᾿ναι ἡ καρδιά.
Μοῦ τὸ ᾿παν τὰ μάτια σου τὰ φοβισμένα,
θυμᾶμαι, τὴν πρώτη στὸν κῆπο βραδιά.

[Μ᾿ ΕΝΑΝ ΠΑΛΜΟ ΒΑΡΥ...]

Μ᾿ ἕναν παλμὸ βαρὺ - σεισμὸς μοῦ συγκλονεῖ τὰ στήθια.
ὅταν προβάλλης, Ἄνοιξη, πάντα σὲ χαιρετίζω.
Εἶναι καὶ θλίψη καὶ χαρὰ γιατί ἀπὸ σένα ἀλήθεια
ὅ,τι καλό, κακὸ κι᾿ ἂν κλῆ ἡ ζωή μου τὸ γνωρίζω.

Τὸ ἴδιο ποτήρι μοῦ κερνᾶ τὴν πίκρα καὶ τὴν ἡδονή.
Ὅταν τὴ μία συναπαντῶ κ᾿ ἡ ἄλλη δὲν ἀπολείπει.
Ὅμοιος βαρὺς ἕνας παλμὸς βαθιὰ τὰ στήθη μου δονεῖ
κ᾿ ἔφτασε νὰ μὴν ξέρω πιὰ τί ᾿ναι χαρά, τί λύπη...