Μαρία Πολυδούρη

ΗΧΩ ΣΤΟ ΧΑΟΣ


[ΖΩΗ, ΠΩΣ ΜΕ ΠΑΡΑΔΩΣΕΣ...]

Ζωή, πῶς μὲ παράδωσες μ᾿ ἕνα φιλὶ στοὺς δήμιους
καὶ τώρα ἀκούω τὸ γέλιο σου παντοῦ σαρκαστικὸ
γιὰ μένα, ποὺ ἀποτόλμησα ψευτοευγενεῖς καὶ τίμιους
μεσ᾿ στὴ γενιά σου, νὰ τοὺς δῶ σὰν ὑποστατικό.

Ἐγὼ ἤμουν ἕνας γνήσιος κι ἄγνωστος τῆς γενιᾶς σου
κ᾿ ἦρθα χωρὶς ἀπαίτηση μ᾿ ὅλους μαζὶ καὶ γώ
κι᾿ οὔτε ποτὲ σοῦ ζήτησα δεῖγμα τῆς συμπονιᾶς σου,
ἀπ᾿ τὰ περίσσια χρέη μου δίκαια ν᾿ ἀπαλλαγῶ.

Μὰ καθὼς ἤμουν κύριος ἄμαθος νὰ δουλεύω
καὶ παιδικὴ γαλήνευεν ἡ δίκαιή μου ψυχή,
ἐκέρδισα τὸ μίσος σου, Ζωή, καὶ τὸ πιστεύω
τώρα ποὺ ἡ δυστυχία μου στὸ γέλιο σου ἀντηχεῖ.

[ΞΕΚΙΝΗΣΑ ΕΝΑ ΠΡΩΙΝΟ...]

Ξεκίνησα ἕνα πρωινὸ
κάτω ἀπὸ διάφανο οὐρανὸ
μὲ ρυθμικὸ τὸ βῆμα.
Μία δίψα ἡ ξάστερη ματιά.
Φεύγαν οἱ ὁρίζοντες μακριὰ
καπνὸς ποὺ ἐλιγοθύμα.

Κ᾿ ἐνῶ ἡ ψυχὴ κυματισμὸς
κ᾿ ἡ εὐτυχία σὰ χρησμὸς
εὐνοϊκὸς γυρνοῦσε,
στάθηκα κάπου ξαφνικὰ
κοιτάζοντας φρικιαστικὰ
ποὺ ὁ θάνατος περνοῦσε.

Ἄλλαξε χρῶμα ὁ οὐρανός.
Ὁ ὁρίζοντας πιὸ κοντινὸς
Τὸ βῆμα τί ὠφελοῦσε;
Ἔσκυψα πρὸς τὴ γῆ σεμνὰ
κ᾿ εἶδα ἕνα ἀνθάκι ταπεινὰ
ποὺ μοῦ χαμογελοῦσε.

Καὶ τόσο γλύκανε ἡ καρδιά,
ποὖχα ξεχάσει κιόλα πιὰ
τὸν ἀρχισμένο δρόμο.
Εὔκολη ἡ πίστη στὴ χαρὰ
μοὔδενε γαλανὰ φτερὰ
στὸν ἄσκυφτο τὸν ὦμο.

Μὰ δὲν ἐβράδυνε ἡ πικρὴ
Γνώση φιλίαν ἱερὴ
ναρθῆ νὰ μοῦ χαρίση
κι ἀνύποπτα, προδοτικὰ
ἀπὸ τῆς ζωῆς τὰ μυστικὰ
σκληρὰ νὰ μὲ χωρίση.

Τώρα δὲν ἔχω κάπου πιὰ
νὰ στρέψω τὴ θολὴ ματιά.
Τίποτε δὲν προσμένω.
Μόνο τὸ Θάνατο ξανὰ
εἶδα ἐδῶ κάπου νὰ γυρνᾶ
γιὰ κάτι ὑποσχεμένο.

[ΑΛΛΟΤΕ, ΗΜΟΥΝ ΠΕΡΗΦΑΝΗ...]

Ἄλλοτε, ἤμουν περήφανη Ἀγάπη καὶ μπροστά σου.
Ἤσουν καλή - κι᾿ ἂν ἤσουνα καὶ δύστροπη, περνοῦσα
κρατώντας μόνο τὸ ἄφωνο καὶ τρομαγμένο «στάσου».

Κ᾿ ἤμουν περήφανη γιὰ σένα, Ἀγάπη, κι᾿ ἂς περνοῦσα.
Γιατί δὲν ἦταν βολετὸ ποτὲ νὰ σταματήσω,
τῆς ἔγνιάς σου κι᾿ ἂς ἔμοιαζεν ὁ πόνος ποὺ πονοῦσα.

Τώρα ποὺ ὅλα μ᾿ ἀφήσανε κι ὅλα με ξεγελοῦνε,
ἀκόμα ἐσὺ λυπητερὴ περνᾶς, γλυκοθωροῦσα,
Ἀγάπη μὲ τὰ μάτια σου ποὺ λατρευτὰ μιλοῦνε.

Μὰ ἐδῶ ποὺ ἐγὼ σταμάτησα κι᾿ ὁ οὐρανὸς μοῦ λείπει
κι᾿ ἂν οὔτε τὴν καρδιά μου πιὰ δὲν ἔχω νὰ χαρίσω,
Ἀγάπη, ἐσὺ τὸ θέλησες νὰ τὴ μαράνη ἡ λύπη.

[ΜΙΑ ΚΡΥΑ ΠΝΟΗ ΜΑΡΜΑΡΩΣΕ...]

Μία κρύα πνοὴ μαρμάρωσε
στὴν ὄψη μου τὴν ἄνθηση τῆς νειότης.
Καὶ τ᾿ ἀπαλά της χρώματα
καὶ τῆς χαρᾶς τῆς πρώτης
τὴ μέθη καὶ τἀρώματα
τὰ σφάλισεν ἡ μνήμη στὴ ματιά μου.

Στὸ σκοτεινὸ φυλάκιο
τὴν περιέργεια ὁ θησαυρὸς τραβάει,
ποὺ σιωπηλὰ ἱστορεῖ
κι᾿ ἀνίδεα ποὺ πλανάει.
Ποιὸς νὰ τὸ πῆ μπορεῖ
πὼς ἔχω μία νεκρὴ καρδιὰ βαθιά μου!

Χθὲς ἡ βραδιὰ ἦταν ἄγγιγμα
στοῦ Ἀπρίλη τὴν καρδιά, ποὖχε μαντέψει
γλυκὰ τὸ μυστικό.
Ἦταν μία ὡραία σκέψη,
ἦταν ἐρωτικὸ
βλέμμα ποὺ διαπερνᾶ καὶ μαγνητίζει.

Πῶς ἤμουν ἔτσι ἀνάρμοστα
βαλμένη ἐγὼ στὴν πλάση σὰ ριγμένη.
Νὰ μοῦ μιλῆ ἕνας νέος μ᾿ ἔρωτα
καὶ τὸ Φεγγάρι ν᾿ ἀνεβαίνη
ἀπ᾿ τἄδυτα κι᾿ ἀπ᾿ τἀφανέρωτα,
πῶς μπόρειε τὸ μηδὲν νὰ μὲ κερδίζη!

[ΤΙ ΘΕΛΕΙ ΤΟΥΤΗ Η ΑΝΟΙΞΗ...]

Τί θέλει τούτη ἡ Ἄνοιξη...
Σαλεύουν
ἀόρατα, πανάλαφρα
τῶν δέντρων τὰ κλαδιά.
Τί θέλει ἡ μυρωδιὰ
ποὺ μᾶς χτυπᾶ ἁπαλότατα
μὲ ἀμυγδαλιᾶς ἀνθόκλωνο
τὴν καρδιά...

-Μία νέα περνᾶ ζυγίζοντας
στὰ δάχτυλα
ἕνα κορμί, φτερό.
Κι᾿ ὅπως σιεῖ ρυθμικὰ
μία κατάλευκη ὀμπρέλλα,
εἶναι πουλί.

Ἕνας νέος ἀράθυμος
συλλογιέται γλυκά,
σὰ νὰ πέρασε πλάι του
πεταλούδα μυρόβολη
τὸ φιλί.

-Τρέμει κάτι τὸ ἀδύναμο
κι᾿ ὅλο μένει
σὰν κουτσό... κοντοφτέρουγο...
Λυπημένη
τὴ ματιά μας ρουφᾶ
τὸ ἀνοιξιάτικο ἀπόγευμα
καὶ χλωμαίνει.
Ξαφνικά, κάποιο σκίρτημα
στὴ γαλήνη
καὶ σὰ λυγμὸς παράφορος.
Ἕνα πιάνο ξεσπᾶ
τὸ δικό μας ἐναντίωμα
μὲ κλειστὸ στόμα.

Τί θέλει πάλιν ἡ Ἄνοιξη...
Τί νὰ μᾶς φέρει ἀκόμα...

[ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΑ...]

Ὅλα εἶναι ὡραῖα-
ὅλα εἶνε ἀγάπη κι᾿ ἀγάπης πόθος
τὰ ξεφυλλά.
Τόσο εἶνε ὡραῖα καθὼς πεθαίνουν
τόσο μοιραῖα
καὶ σιωπηλά.

Ἔχω μία χάρη.
Στὴν ἄνθησή μου φορῶ στεφάνι
τὸ μαρασμό.
Ἔχω μία χάρη. Τί μοὔχουν δώσει
καὶ μοὔχουν πάρει
τὸ γιορτασμό;

Γιατί πεθαίνω
γίνομαι ὡραία, γίνομαι ἡ ἀγάπη
ποὺ τὴν ποθοῦν.
Κι᾿ ὅλο πεθαίνω. Γύρω μου τἄνθη
νὰ τὰ πληθαίνω
νὰ μαραθοῦν!

Χάρμα κι᾿ ὁ πόνος.
Στὸ βλέφαρό μου λάμπει τὸ δάκρι
τοῦ σπαραγμοῦ.
Χάρμα κι᾿ ὁ πόνος κι᾿ ἂς ἀξιώθη
νὰ γίνῃ θρόνος
τοῦ στοχασμοῦ.

Ἔχω μία φλόγα
καὶ πλάι ἡ καρδιά σου, βουβὴ ἱκεσία,
μοῦ τὴ ζητᾶ.
Ἔχω μία φλόγα καὶ δὲ μοῦ ἀνήκει.
- Τὴ μοίρα εὐλόγα,
δὲν ἀπατᾶ.

Αὐτὴ εἶνε ἡ μοίρα
ποὺ μ᾿ ὀμορφαίνει, αὐτὴ εἶνε ἡ φλόγα
τοῦ ἐξιλασμοῦ.
Αὐτὴ εἶναι ἡ μοίρα μου - μὴ μ᾿ ἀγγίζεις.
Φορῶ τὰ μύρα
τοῦ χωρισμοῦ!

Ὅλα εἶνε ὡραῖα-
ὅλα εἶναι ἀγάπη κι᾿ ἀγάπης πόθος
τὰ ξεφυλλά.
Τόσο εἶνε ὡραῖα καθὼς πεθαίνουν
τόσο μοιραῖα
καὶ σιωπηλά.

[ΑΧ, ΜΕ ΠΟΝΕΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ...]

Ἄχ, μὲ πονεῖ ἡ καρδιά μου. Οὔτε ἡ ματιά σου,
Φύση, ποὺ μοῦ ἤσουν μία παρηγοριά.
Μάταια τὸ Δάσος μ᾿ ὅλα τὰ κλαριὰ
νεύει καὶ μοῦ φωνάζει ἡ ὀμορφιά σου.

Οὔτε ἡ ματιά σου, Ἀγάπη λυπημένη,
Ἀγάπη, σιωπηλή, δὲ μὲ πλανᾶ.
Ἡ σκέψη μου ὄχι πὼς σὲ λησμονᾶ,
μὰ εἶνε ἡ καρδιά μου τόσο ἀρρωστημένη,

πονεῖ... Τίποτε πιὰ δὲ μὲ γλυτώνει.
Κάθε στιγμὴ πληγή, κάθε ματιά.
Κι ὅλα μέσ᾿ τὴν πληγή μου μία φωτιὰ
ποὺ τυραννεῖ καὶ ποὺ σκοτώνει...

[ΣΗΜΕΡΑ, ΠΡΙΝ ΚΑΛΑ...]

Σήμερα πρὶν καλὰ τὸ φῶς τὸν οὐρανὸ γεμίσῃ,
καμπάνες ἄκουσα μακριὰ στὴν πολιτεία ποὺ ἠχοῦσαν.
Καμπάνες... γιατί πρόσεξα; Σὰ νὰ σκορποῦσαν μίση
τὰ τελευταῖα σκοτάδια ἀργὰ καὶ σκυθρωπὰ κινοῦσαν.

Ποῦ νἄχω ἀφήσει τὴ γλυκιά, παιδιάτικη ψυχή μου,
σὲ ποιὸ καιρό, μὲ ποιᾶς καμπάνας τὸ σκοπὸ δεμένη;
Σὲ ποιὸ καιρό... καὶ σήμερα νὰ πῶ τὴν προσευχή μου
στὰ λυγισμένα γόνατα στηρίχτηκα θλιμμένη.

Μία προσευχὴ στὴν ὀμορφιά, τὴν ξεχασμένη μάννα,
στὴν ἄγνοια, στὸ χαμόγελο, στοῦ ὀνείρου τὴ φωνή,
ἀκούοντας τοῦ σπαραγμοῦ τὴ σημερνὴ καμπάνα
ποὺ σήμαινε λυπητερὰ τὴν ἄκαιρη θανή.

[ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΑΦΡΟΝΤΙΣΤΑ...]

Τότε ποὺ ἀφρόντιστα γεμίζαν
οἱ ὧρες μου, ἀκάλεστος ὁ Ὕπνος,
σκληρὸς ἐρχόταν νὰ μὲ πάρη.
Νέες ὑποσχέσεις μὲ χωρίζαν,
σὲ μαγικὲς κιθάρες ὅταν
τονίζοταν τὸ θεῖο τροπάρι.

Ἴλιγγος οἱ χρωματιστές μου
χαρὲς κ᾿ οἱ γνώριμες φωνοῦλες.
Τῆς κούκλας μου τὸ σπιτικὸ
σὰν καραβάκι - κ᾿ οἱ κλωστές μου
τὸ δέναν κόκκινες ἀχτίδες
καὶ τὸ πηγαίναν μαγικό.

Ὕστερα κ᾿ οἱ χαλκομανίες
ζωντανεμένες ἐκινιόνταν.
Οἱ βοσκοποῦλες καὶ τἀρνάκια
μὲ πλουμιστοὺς λεπτοὺς μανδύες
σὰν πεταλοῦδες, πλαταγίζαν
τὰ πρωτοτάξιδα φτεράκια.

Κι᾿ ὁλοένα πήγαιναν καὶ σβήναν
σὲ μία ἄχνα γαλανὴ πνιγμένα...
Τότε πνοὲς μυρωδικὲς
στὸ εὐτυχισμένο στόμα στήναν
τὸν ἀερένιο τὸ χορό τους,
ὁλοένα πιὸ μεθυστικές.

Καὶ σ᾿ ἕνα στρῶμα μὲ βυθίζαν
ἀπ᾿ ἄνθη ἢ πούπουλα δὲν ξέρω.
Κοντά μου ἕν᾿ Ἄγγελο νὰ μένη
ἔνοιωθα, μὲ φτερὰ ποὺ ἀσπρίζαν,
ἕν᾿Ἄγγελο μὲ τῆς μαμᾶς μου
τὴν ὄψη τὴν ἀγαπημένη.

[Η ΝΙΝΑ ΤΟΤΕ...]

Ἡ Νίνα τότε μόλις θἄταν νέα
κ᾿ εἶχε ἕνα μαῦρο πλαίσιο γιὰ μαλλιά.
Στὰ μάτια της πλανιόταν μία ἀντηλιὰ
καθὼς κοιτάζαν, κάπως φευγαλέα.

Θέ μου ἦταν τόσο ὡραία, καθὼς θυμᾶμαι.
Παιδούλα ἐγὼ μὲ ἀνύποπτη ψυχή,
πόσες φορὲς ρωτιόμουν μοναχὴ
ἂν ἔτσι ὡραία καὶ γὼ κάποτε θἆμαι.

Μὰ μέσ᾿ στὰ μάτια μου, εἶδα στὸν καθρέφτη,
ἕνα σκληρὸ φῶς τότε νὰ ξυπνᾶ.
Στὰ χείλη μου, ποὺ ἀκόμα ἦταν στιλπνά,
κάποιας πικρίας ἀχνὴ ἡ σκιὰ νὰ πέφτη.

Καὶ μούμελλε νὰ βλέπω λυπημένα
τῆς Νίνας τὴν ἀσκίαστη ὀμορφιά,
σὰν τὴ Χαρὰ τὴν πλάνα, τὴν ξωθιά,
ποὺ ἀπόμεινεν ἀφίλιωτη μὲ μένα.

[Η ΝΙΝΑ ΕΙΧΕ...]

Ἡ Νίνα εἶχε ἕνα φόρεμα σὰν ἄχνα
κείνης τῆς Κυριακῆς τὸ πρωινὸ
καὶ μία ρόδινη ὀμπρέλλα. Ἦταν ἐξαίσια,
ἦταν ἕνα λουλούδι ἀληθινό.

Ἡ γνώση ποὺ περσότερο ὀμορφαίνει
τὴ λίκνιζε στὸ βῆμα τ᾿ ἁπαλό.
Πλάι της τὸ βουνὸ μυροβολοῦσε,
κάτω τὸ κύμα ἐχαίροταν τρελλό.

Κ᾿ ἡ Νίνα μιᾶς πνοῆς μορφή, σὰν ἄχνα,
σὰ ρόδινο ὅραμα, ἔφυγε γιὰ ποῦ;
Στ᾿ ὡραῖο πρωὶ τῆς Κυριακῆς ἐκείνης
καθὼς περνοῦσε, πλάνεμα τοῦ νοῦ.

[ΤΙ ΝΑΧΗΣ ΓΙΝΕΙ...]

Τί νἄχῃς γίνει ὁλόδροσε βαρκάρη
τοῦ παράλιου χωριοῦ, ποὺ μὲ εἶχαν φέρει
ἕνα πένθος βαρὺ νὰ διασκεδάσω;
Τί νἄχῃς γίνει ὡραῖο παληκάρι
μὲ τὰ στριφτὰ ξανθά σου δαχτυλίδια,
πῶς ἔχει γίνει νὰ μὴ σὲ ξεχάσω;

Νἆναι τὴν ὀμορφιά σου ποὺ θυμᾶμαι,
τὸ σιωπηλό σου στόμα τὸ σφιγμένο,
παράξενη ὀμορφιὰ σ᾿ ἕνα βαρκάρη,
ἢ γιατί διαλεχτή σου ἔτυχε νἆμαι,
μία θλιβερὴ μὲ πένθιμο φουστάνι,
στὴ βάρκα σου μία αὐγὴ ποὺ μ᾿ εἶχες πάρει;

Μέσα σὲ τόσα ὡραῖα κορίτσια –θάμα
χαρᾶς τὰ προσωπάκια τους- μὲ πῆρες
καὶ μὲ στὴ γαλανή σου τὴ βαρκούλα.
Ἕνα πρωινὸ περίπατο, ἕνα τάμα
στὴν πιὸ ὄμορφη εἶχες κάνει τῆς παρέας
καὶ κάλεσες καὶ μὲ τὴ μοναχούλα,
ποὺ ἔβλεπες κάθε δειλινὸ στὸ μῶλο
συλλογισμένη μὲ ἀπλανῆ τὰ μάτια
σ᾿ ἕνα βιβλίο μὲ στίχους νὰ κοιτάη.
Ἦρθες πιὸ ὡραῖος κ᾿ εἶδα, καθὼς μ᾿ ὅλο
τὸν ἄλλο κόσμο πήδησες στὴ βάρκα,
τὸ χέρι σου ἕνα ρόδο νὰ κρατάη.

Κι᾿ ὡς νὰ μὴν εἶχε κάπου νὰ τὸ βάλῃ
τὸ ρόδο αὐτό, σὲ μὲ τὴν τελευταία
τὸ πέταξεν ἁπλά, μὲ κάποια βιάση...

Οἱ κρόταφοί σου ἐβάφονταν ἀγάλι
καὶ χάνοταν στὴ θάλασσα ἡ ματιά σου...
Μὰ τώρα, πῶς δὲ σ᾿ ἔχω πιὰ ξεχάσει;

[ΟΧΙ ΜΕ ΠΛΟΙΟ...]

Ὄχι μὲ πλοῖο, καράβι θέλω
μέσ᾿ στὸ βαθύ σου κόλπο νὰ πετάξω,
στὸ λιμανάκι σου ἥσυχα ν᾿ ἀράξω,
φιλήματα πολλὴ ὥρα νὰ σοῦ στέλλω,

μικρούλα πόλη, λευκὴ χαρά μου.
Κι᾿ ὁπόταν ἡ καρδιά μου πιὰ ἀλαφρώση,
ἡ αὔρα σου τὰ πανιά μου νὰ φτερώση,
τὰ σκλαβωμένα ἀδύναμα φτερά μου.

νὰ φύγω πάλι χωρὶς ἐμπόδιο.
Νἆμαι ἀλαφριὰ στὸν ἀναλογισμό σου
κι᾿ ὅλα μαζί, μαζὶ κι᾿ ὁ χωρισμός σου
γλυκύτατο νὰ μοῦ εἶνε κατευόδιο.

[ΝΗΣΑΚΙ ΕΡΗΜΙΚΟ...]

Νησάκι ἐρημικό, στῆς μοναξιᾶς σου
τοὺς τόπους τριγυρίζω.
Μέσ᾿ στὴ βαθιά μου νύχτα ἀναγνωρίζω
τὸ Φάρο τῆς ματιᾶς σου.

Ὅπου στοὺς κούφιους βράχους σου ἔχω κρύψει
παιχνίδια καὶ χαρές μου,
φτάνουν προσκυνητὲς οἱ θλιβερές μου
σκέψεις καὶ ἡ μάταιη τύψη.

Μὲ κυκλαμιές, μὲ κάπαρης λουλούδια,
μὲ ἀγριοβιγκόνες πάλι,
τὸ νεανικό μου στόλισα κεφάλι
καὶ σοῦ μιλῶ τραγούδια.

Μὰ νά, στὸν παληὸ Πύργο σου ἔχω φτάσει,
ποὺ ἐθρήνα ἡ κουκουβάγια
καὶ νοιώθω, πλάι στὰ γκρέμια τοῦ μουράγια,
πὼς ἔχω πιὰ ἀποστάσει.

[ΜΕΣ᾿ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ...]

Μέσ᾿ στὴν καρδιά μου τὴ βουβή, καιρὸ πιὰ ρημασμένη,
ἐπέρασεν ἡ ἀγάπη σου σὰν ἄνοιξης πνοούλα.
Καὶ τὸ ἀηδονάκι τοῦ καημοῦ στάθη στὴν ἀνθισμένη
χαρά μου καὶ τραγούδησε –λαχτάρα καὶ τρεμούλα.

Γιατί θυμᾶσαι τὸ βουβό, τὸ ρημασμένο κάστρο
ποὺ στὰ συντρίμμια του ἄνθησε μία δάφνη ροδαλή;
Βλέπω στὸ σκυθρωπὸ οὐρανὸ ποὺ ξεπροβάλλει ἕνα ἄστρο.
Ἴσως θὰ μοὔπρεπε καὶ μένα ἕνα στερνὸ φιλί.

ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΜΕ ΤΗ ΣΕΛΗΝΗ ΣΤΟ ΠΕΡΙΓΙΑΛΙ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΟΥ

Ρεμβαστικὴ παλιά μου φίλη
ἦρθε ἡ Σελήνη νὰ μὲ πάρη.
Γιὰ τὸ λαμπρὸν ὁρίζοντά σου
ἡ νοσταλγία μας θ᾿ ἀπάρη.

Δυὸ πλανεμένες μέσ᾿ στὴ νύχτα
πάνω σου σκιὲς θ᾿ ἀργοπερνοῦνε.
Θ᾿ ἀναθυμοῦνται, θὰ σωπαίνουν,
καθὼς σωπαίνουν ποὺ ξεχνοῦνε.

Μὲ μαγικὰ πετράδια θἄχης
στρωμένη τὴν πλατιά σου ἀγκάλη,
ὡς τὴν αὐγὴ νὰ μᾶς πλανέψης
νὰ μείνουμε κοντά σου πάλι.

Θὰ γίνῃ ἀτλάζινο τὸ κύμα
καὶ θὰ ρουφᾶμε τὴ δροσιά σου,
χλωμὲς κ᾿ οἱ δυό μας νοσταλγίες,
ἐναντίωμα στὴν ἀρνησιά σου.

Ὧρες θὰ μείνουμε σὰν πρῶτα,
μάτια στὰ μάτια καρφωμένα,
νὰ πίνω θλίψη ἐγὼ ἀπὸ κείνη
καὶ κείνη τὴ σιωπὴ ἀπὸ μένα.

Καὶ θὰ μᾶς εὕρῃ ἡ αὐγὴ γερμένες
σ᾿ ἕνα ναυαγισμένο καΐκι,
στοὺς κόλπους σου ἀποτραβηγμένο
κι ἀπ᾿ τὸν ἀγώνα κι ἀπ᾿ τὴ νίκη,

σὰ ναυαγοὺς καὶ μᾶς κοντά σου
μὲ τὴ γαλήνη σου δεμένες
τὴ μία χλωμότερη ἀπ᾿ τὴν ἄλλη
νὰ σβήνουμε συλλογισμένες...

ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΣΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΙΑΣ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗΣ ΚΙΘΑΡΑΣ

Ὁ Ἀπρίλης κ᾿ ἡ Σελήνη μέσα στὸ ἄλσος
σμίξαν. Τὸ μεσονύχτι μεθυσμένοι
περάσαν μ᾿ εὐθυμία.
Καὶ τώρα στὴ γαλήνη εἶνε ἁπλωμένη
ρεμβαστικὴ ματιά, ἡ μελαγχολία.

Δυὸ δέντρα ἀναπολοῦνε
μία νύχτα καταιγίδας, ποὺ οἱ κορφές τους
ἐρωτικὰ μπλεχτῆκαν
καὶ στὴν ἀνάμνησή τους ξεπετιέται
λυγμὸς ἀπὸ χορδὲς ποὺ δονηθῆκαν.

- Στὸν ὕπνο σου κόρη γλυκειά...

Ἕν᾿ ἀνοιχτὸ παράθυρο
στὸ ἁγιόκλημα πνιγμένο
κ᾿ ἡ κόρη κρίνο, μὲ τὸ φῶς
τοῦ φεγγαριοῦ ντυμένο.

- Τοῦ τραγουδιοῦ μου ἡ φωνή...

Κι᾿ ἀγγίζει στὸν ἀμύριστο
κάλυκα τῆς καρδιᾶς της
σὰν ὄνειρον ἀθώας χαρᾶς
ὁ πρῶτος ἔρωτάς της.

Καὶ λίγο λίγο σκοτεινιάζει τὸ ἄλσος.
Στὸ κυπαρίσσι στάθηκε ἡ Σελήνη
βαθιὰ συλλογισμένη.
Ὁ Ἀπρίλης πιὰ βαρέθηκε νὰ δίνη
φιλιά. Φεύγει κ᾿ ἡ Νύχτα κουρασμένη.

Ὅλα σιγῆσαν μόνο γιὰ νὰ μείνη
τὸ φλογερὸ παράπονο:

- Γιατί μ᾿ ἔχεις σ᾿ αἰώνια τυράννια...

τὸ κλάμα τῆς κιθάρας ποὺ ἀνεβαίνει
πρὸς τὴ χλωμὴ Σελήνη, πρὸς τὰ οὐράνια...

[ΚΑΠΟΤΕ Ο ΕΡΩΣ ΞΑΦΝΙΚΑ...]

Κάποτε ὁ Ἔρως ξαφνικὰ κρύφτηκε στὴν καρδιά μου
κ᾿ ἡ ὀμορφιά του μυστικὰ τρέμισε στὴ ματιά μου.
Ἀνίδεη μίαν ὑψηλὴ φιλοξενία πὼς δίνω,
σ᾿ ὅ,τι μικρό, σ᾿ ὅ,τι γλυκὸ σ᾿ ὅ,τι ἄσκοπο θὰ μείνω,
νὰ παίζω μὲ τὰ πλούσια δῶρα καὶ τὰ στολίδια
ποὺ στὴ γιορτή του μοὔφερε, μὲ τὴ γιορτὴ τὴν ἴδια.
Πόσους καὶ πόσους μηνυτὲς γλυκοὺς δὲ μοὖχε στείλει!
Καὶ γὼ ἡ φτωχούλα ἀρκέστηκα μόνο στὰ ὡραῖα τους χείλη
καὶ πέρασε σὰ σὲ ὄνειρο τὸ μήνυμα στ᾿ αὐτιά μου.
- Ὄνειρο, ξένη ὑπόσχεση κι᾿ ἡ φλογερὴ ματιά μου!
Τί μηνυτὴς τὸ ἀστρόφεγγο, ἡ ἀγρύπνια μου! Τὸ δάκρι
διαμάντι στοῦ χλωμόθωρου προσώπου μου τὴν ἄκρη.
Ὁ στεναγμὸς ἀνάσα ἀνθῶν καὶ τἄνθη φιλημάτων
σχήματα. Ἡ αὔρα ψίθυρος ἐρωτικῶν στομάτων.
Καὶ τῶν κλαδιῶν ἡ ἀνάταση, χέρια ποὺ θ᾿ ἀγκαλιάσουν.
Οἱ πόθοι, ἀνήσυχα πουλιά, δὲ θέλαν νὰ φωλιάσουν.

Ἔπειτα στὴν ἀπόχρωση τῆς βραδινῆς γαλήνης,
ἐσὺ σκιὰ ποὺ τὴν ψυχὴ γλυκὰ θὰ μοῦ ἁπαλύνης
καὶ θὰ μοῦ πάρης τρυφερὰ νὰ τὴν ἀποκοιμίσης
τὴν ἔγνιά μου μέσ᾿ τοὺς λωτοὺς καὶ κεῖ θὰ τὴν ἀφήσῃς.
Τὸ γέλιο ποὺ δὲ φαίνεται, ὁ πόθος ποὺ λικνίζει,
σὰ μία πνοή, φύλλα, νερὰ καὶ γέννηση οἰωνίζει.

Τὸ ἅπλωμα τοῦ λαχταριστοῦ χεριοῦ πάντα νὰ δώσῃ,
νὰ δώσῃ - κ᾿ εἶνε ἀνύποπτο γιὰ μία δύναμη τόση.
Σπάταλο κίνημα παντοῦ καὶ σ᾿ ὅ,τι δὲν ἀξίζει.
- Καθὼς ὁ χρόνος κι᾿ ὁ καιρὸς περνᾶ καὶ δὲ γυρίζει.
Κι᾿ ὁ ὕπνος ποὺ μὲ τὄνειρο μοὔκλεβε ἐμπιστοσύνη.
Ἀνάσταση τὸ ξύπνημα καὶ τὸ πρωὶ ἁγιοσύνη.
Καὶ λίγο λίγο τὰ μικρὰ καὶ τὰ γλυκὰ ποὺ φτάναν,
μ᾿ ἔπαιρναν πάλι ξένιαστη καὶ σκλάβα τους μὲ κάναν.
Ἄχ, πὼς μπερδέφτηκα, κουτή, χωρὶς φιλοδοξία,
μ᾿ αὐτὰ τὰ λίγα, μ᾿ ἔδεσε ἡ χαρά τους προδοσία
καὶ μοναχὰ κατάλαβα τί μοὔλειψε στ᾿ ἀλήθεια,
ὅταν τὸν εἶδα ἐπίσημα νὰ φεύγη μὲ τὰ πλήθια
τῶν δώρων του, πιστότατην ἀκολουθία. Χαθῆκαν
περήφανα, ἀνεπίστροφα, σὰν ποὺ νὰ πλανηθῆκαν.
Τώρα μ᾿ αὐτὸ ποὺ μ᾿ ἄφησε μένω τὸ ὁμοίωμά του,
(ἀφήνει κάποτε ἴχνη του σὲ κάποιο πέρασμά του)
κι᾿ ἐμπρὸς σ᾿ αὐτὸ τὸ ὁμοίωμα – ὢ πλάνη αὐτοῦ τοῦ κόσμου!
μαδῶ πικρὰ κι ἀχρείαστα τὰ ρόδα τοῦ αἵματός μου.

[ΣΥΝΤΡΟΦΙΣΣΑ ΗΜΟΥΝ ΚΑΠΟΤΕ...]

Συντρόφισσα ἤμουν κάποτε σ᾿ ὅ,τι γλυκὸ στὴν Πλάση,
σ᾿ ὅ,τι τερπνὸ κι᾿ ὡραῖο ἀγαπητή.
Μοῦ χαμογέλαε ἡ θάλασσα, μὲ κλέβανε τὰ δάση
κ᾿ ἤμουν μαζί τους μόνο θαρρετή.

Κάποτε νὰ χαμογελῶ σ᾿ ἕνα ἄβγαλτο λουλούδι
μὲ βρῆκε κάποιος νέος περαστικός.
«Πᾶμε μαζί;» μοῦπε γλυκιὰ ἡ φωνή του σὰν τραγούδι
καὶ μοῦ ἅπλωσε τὸ χέρι σὰ δικός.

Δὲ πρόφτασεν ἡ ὑπόσχεση νὰ λάμψῃ στὴ ματιά μου
καὶ τὰ νερὰ μοῦ πῆραν τὴ φωνή,
ὅλα τὰ μύρα ξαφνικὰ κοιμίσαν τὴν καρδιά μου
κ᾿ ἔφυγε αὐτὸς καὶ πιὰ δὲ θὰ φανῇ.

Μὰ φύγαν κι᾿ ὅλοι οἱ σύντροφοι, ποὺ τόσο μ᾿ ἀγαπῆσαν.
Ὅλα τὰ ὡραῖα τῆς Πλάσης, τὰ τερπνά,
τὰ ὄνειρα ποὺ τοὺς χάρισα στὴ Νύχτα τὰ σκορπίσαν
καὶ τὸ ἄβγαλτο ἄνθος πιὰ δὲ μοῦ μηνᾶ.

[ΜΕ ΚΑΛΕΣΕ ΚΑΠΟΙΑ ΦΩΝΗ...]

Μὲ κάλεσε κάποια φωνὴ
τὴν ἀγάπη νὰ δώσω.
Ἦταν καιρός. Σημεῖο εἶχε φανῆ
ἡ ἀγωνία, τὰ πλούτη μου νὰ σώσω.

Ἡ ἀγάπη μου μία προσφορά -
ἀνάλωμα σὲ μύρο.
Ἦταν νὰ δώσῃ τούτη τὴ φορά,
ἀντίφεγγε ἡ χαρά της σ᾿ ὅλα γύρω.

Κ᾿ ἦρθες στὴν πλούσιά μου γιορτὴ
μὲ χέρια σταυρωμένα.
Καὶ σὰ νὰ μὴν κατάλαβα γιατί,
τὰ μάτια σου χαιρόμουν τὰ θλιμμένα.

Ἐσύ! Γιὰ σένα! Ὄχι γιὰ μέ,
ὤ, τίποτε γιὰ μένα.
Καὶ καθὼς ἦρθες, ἔφυγες Καλέ,
ἔφυγες μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα.

Ἔφυγες κ᾿ ἔμεινα πικρή,
ἀνώφελη γιὰ σένα.
Κι οὐδ᾿ ὅσο ἑνὸς φιλιοῦ ἡ χαρὰ μπορεῖ
δὲν ἦταν ὅσα σοὖχα συναγμένα.

Ἀγάπη, μήτε μία κοινὴ
δύναμη δὲ μοῦ ἐστάθης-
μέσ᾿ στὴ ζωὴ μία ἰδέα φωτεινή,
μία πρόφαση πὼς βρίσκουν νὰ μὲ μάθης.

[ΕΚΕΙΝΗ ΠΟΥ ΕΙΝΕ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ...]

Ἐκείνη ποὺ εἶνε λησμονημένη,
ἐκείνη ποὺ ἦρθε περαστικὰ
κ᾿ ἔφυγε ἀγνώριστη κ᾿ ἔφυγε ξένη,
τόσο θλιμμένη καρτερικά,

εἶχε στὸ βλέμμα κλείσει ἕνα ἀστέρι
ποὺ ὅλο ζητοῦσε τὸν οὐρανό,
ποὺ σὰν τὸν ἔρημο ἦταν φανὸ
μέσα σὲ νύχτα καὶ σ᾿ ἄγρια μέρη.

Ἀγρίων ἀνέμων μάχη τιτάνεια,
ἡ μαύρη θύελλα, ἡ τρικυμία
καὶ στοῦ μετώπου της ἡ ἡρεμία
τὴν ἀσημένια τὴν ἐπιφάνεια!

Στ᾿ ὡραῖο στόμα ἡ γραμμὴ γυρνοῦσε
σὰν ἕνα φίλημα ἐρωτικό,
μὰ τῆς σιωπῆς του δὲν ξεπερνοῦσε
τὸ πικραμένο τὸ μυστικό.

Ἀνάμεσό μας στάθη θλιμμένη.
Κάτι ζητοῦσε, ποιὸς ξέρει τί;
Πῶς ἦρθε; Κ᾿ εἶνε λησμονημένη;
Τί νὰ ζητοῦσεν ἡ ξένη αὐτή;

[ΝΕΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΧΡΩΜΗ ΜΑΤΙΑ...]

Νέε, μὲ τὴν ἄχρωμη ματιά, μὲ τὸ σφιγμένο στόμα,
ἡ θλίψη σου ἔκαμε ν᾿ ἀνθίση ἡ σκοτεινὴ καρδιά μου.
Μὰ δὲν ἐθάρρεψα ποτὲ κι᾿ οὔτε καὶ τώρα ἀκόμα
καὶ τράβηξα στὸ γνώριμο στρατὶ πρὸς τὴ νυχτιά μου.

Ἄλλες ἐλπίδες γύρω σου χαρούμενες γυρίζουν-
ἔχεις ἕνα χαμόγελο γλυκὰ ὑποσχετικό.
Καὶ γὼ ὅλο ἀπομακρύνομαι, ποὺ νὰ μὴν ξεχωρίζουν
στὰ προδομένα μάτια μου τὸ μάταιο μυστικό.

Κι᾿ ἂν δὲ μὲ πῆρε οὔτε στιγμὴ στ᾿ ἀνάλαφρα φτερά της
ἡ πίστη τῆς χαρᾶς ἐμέ, καὶ γὼ νὰ ὀνειρευτῶ,
μὰ πὼς ἐσὺ χαμογελᾶς γλυκὰ στὸ κάλεσμά της
ἂς μή μου τύχαινε ποτὲ νἆναι μία πλάνη αὐτό.

Τὴ θλίψη σου ποὺ ἀγάπησα, νὰ μὴν ἰδῶ ποτέ μου
ἐνάντια σου νὰ ἐγείρεται μοιραία καταστροφή,
καὶ ἀνώφελη ἡ ἀγάπη μου, πάλι χαρὰ τοῦ ἀνέμου
νἆναι καὶ μιᾶς ἀσίγαστης μανίας ἡ τροφή.

[ΑΠΟΨΕ ΠΩΣ ΣΙΓΟΥΝ...]

Ἀπόψε πὼς σιγοῦν ὅλα τὰ παράξενα,
στὴ μοναξιὰ δομένα.
Ἔχει ἡ γαλήνη κάτι ἀπὸ τὰ σύννεφα
τὰ πλανεμένα.

Τὸ σύμπαν κυματίζει ἔτσι ἁπαλότατα.
Κάποια ὑμνωδία πλανιέται.
Μέσ᾿ στὴν ψυχή μου μία γλυκιὰ κατάνυξη
σὰ νἀφυπνιέται.

Δὲν ξέρω πιὰ τί νἆναι, τίνος μήνυμα,
τί νοσταλγία πάλι.
-Τὰ ξέχασα ὅλα, πρώτη ἐγὼ ἐγκατέλειψα
τὴ μάταιη πάλη.

Ἀπόψε, ὅπως σιγοῦν ὅλα παράξενα,
μία προσδοκία τὰ πνίγει.
Ἄχ, ἂς μὴ μάθω τίνος εἶνε μήνυμα
κι᾿ ὡς ἦρθε, ἂς φύγει.

[...ΚΙ ΑΝΑΜΕΣΟ ΣΑΣ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ...]

...Κι ἀνάμεσό σας εἶμαι ἐγὼ τὸ ἄσκοπο, τὸ ἀφημένο,
τὸ ἀδύναμο. Μὲ πλάνεψαν καὶ μοὔκλεψαν ἀκόμα
τὴ σκέψη μου καὶ τραγουδῶ τὰ πάθια μου καὶ μένω
μὲ τ᾿ ὅραμα στὰ μάτια μου, τὴν πεθυμιὰ στὸ στόμα.

Ἐρωτευμένη, στὴ μικρὴ καρδιά μου ξεχειλίζει
τὸ φίλτρο ποὺ μὲ πότισαν στὸν ὕπνο μου μικρούλα.
Καὶ τὴν ἀνάμνηση τὴ ζῶ κ᾿ ἕνας νεκρὸς γεμίζει
μὲ φιλαρέσκεια τῆς φτωχῆς ζωῆς μου τὴν ἀκρούλα.

[ΠΡΙΝ ΦΥΓΩ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΚΡΙΝΟ ΤΑΞΙΔΙ...]

Πρὶν φύγω γιὰ τὸ μακρινὸ ταξίδι, θὰ περάσω,
διασχίζοντας ἀδιάφορα τῶν δρόμων τὴ βοή,
ἀπὸ τὸν κῆπο ποὺ ἄλλοτε, κάποια ἀπροσδόκητη ὥρα
τὰ μάτια σου μοῦ μίλησαν γιὰ μίαν ὡραία ζωή.

Καὶ λησμονώντας πὼς κ᾿ οἱ δυὸ βγήκαμε γελασμένοι
κ᾿ ἔγινε τὄνειρο φωτιὰ μέσ᾿ στὴν ἀνατολή,
θὰ ἰδῶ τἄνθη ν᾿ ἀνοίγωνται στὸ φῶς καὶ νὰ προσφέρουν
τὴν εὔοσμη ψυχούλα τους στῆς αὔρας τὸ φιλί.

Θὰ ἰδῶ τὰ δέντρα στὴ βαριὰ πρασιὰ ντυμένα πάλι.
Περιπλοκάδες νὰ ρουφοῦν ζωὴ στὰ ταπεινά,
χωρὶς νἆναι λιγότερο χαρούμενες γιὰ τοῦτο
καὶ τἄνθη τους λιγότερο περήφανα κι᾿ ἁγνά.

Καὶ σὰν ἀπὸ ἕνα μάταιο πεῖσμα καὶ ἐγὼ νὰ ζήσω
ὅσα μοὖπαν τὰ μάτια σου στ᾿ ὡραῖο βραδινό,
θὰ ἰδῶ νὰ γέρνης πάνω μου καὶ θἆναι τόσο λαῦρο,
τόσο μεγάλο τὸ φιλὶ σὰν πρῶτο, σὰ στερνό.

[ΚΑΛΕ ΜΟΥ Η ΑΝΟΙΞΗ ΕΦΤΑΣΕ...]

Καλέ μου, ἡ Ἄνοιξη ἔφτασε. Τὰ βράδια μὲ πλανᾶ
πῶς παίζει στὸ παράθυρο τὴ φωτεινή της σάρπα.
Μὰ τὰ μεσάνυχτα γροικῶ ποὺ φευγαλέα περνᾶ
τὸ θλιβερὸ τραγούδι σου στὴ νυμφική τους ἅρπα.

Καλέ μου, ὅλα γυρεύουνε γλυκὰ νὰ μὲ κοιμίσουν
καὶ νὰ μοῦ ποῦν πὼς ἔσβησες γιὰ πάντα ἀπὸ τὴ γῆ.
Μὰ ὅλα, χωρὶς νὰ θέλουνε, σένα θὰ μοῦ θυμίζουν
κι᾿ ἀνίδεα θὰ μοῦ κάνουνε τὴ νοσταλγία πληγή.

Καλέ μου, πῶς ἀπόσβησε παντοτινὰ ἡ ματιά σου
ἀπὸ τὸν Ἥλιο ποὺ ἄλλοτε μ᾿ ἀγάπη μοὖχες δείξει;
Πῶς ἔγινε ἔτσι, νὰ βρεθῶ τόσο πολὺ μακριά σου
κι᾿ ὁ ἥλιος σου ἐχθρὸς νὰ μοῦ γενῆ, σκοτάδι νὰ μὲ πνίξη;

Πρὶν ἀπὸ σένα πέθαναν ὅσα μοὖχες ταμένα
κ᾿ ὕστερα χάθηκες καὶ σὺ μαζί τους, τὸ πιὸ ὡραῖο.
Ἕνας κυκλώνας γύρω μου τὰ πάντα ἔχει θαμμένα
καὶ μ᾿ ἔχει ἀφήσει ζωντανὴ μόνον γιὰ νὰ σὲ κλαίω.

[Ω, ΜΗ ΜΕ ΒΛΕΠΕΤΕ ΠΟΥ ΚΛΑΙΩ...]

Ὤ, μὴ μὲ βλέπετε ποὺ κλαίω,
δὲν ἔχω θλίψη στὴν ψυχή μου.
Ὅ, τι εἶχα στὴ ζωή μου ὡραῖο
χάθηκε κ᾿ εἶμαι μοναχή μου.

Εἶνε ἡ ζωή μου χωρὶς χάρη,
χωρὶς χαρὰ καὶ χωρὶς λύπη.
Κι᾿ ἂν τὴ ματιὰ δὲ μοὔχουν πάρει,
ὁ λογισμός μου πάντα λείπει.

Μὲ τὶς σκιὲς μαζὶ γυρίζω.
Ἡ μοναξιὰ πλατιὰ μὲ ζώνει.
Τοὺς τόπους πιὰ δὲν τοὺς γνωρίζω.
Νοιώθω πυκνὸ νὰ πέφτη χιόνι.

Τίποτε ἐδῶ δὲ μὲ πλανεύει.
Τίποτε ἐκεῖ δὲ μ᾿ ὁδηγάει.
Ἡ σκέψη μου ὅλο καὶ στενεύει,
ἐνῶ ἡ καρδιά μου ὅλο λυγάει.

Ὤ, μὴ μὲ βλέπετε ποὺ κλαίω,
κάποια παλιὰ συνήθεια θἆναι.
Τὰ μυστικά μου ὅλα σας λέω,
τώρα ποὺ πιὰ δὲ μὲ μεθᾶνε.

[ΕΛΑ ΜΑΖΙ ΜΟΥ...]

Ἔλα μαζί μου, ἀφοῦ ἤθελες ν᾿ ἀναίβης
σὲ τούτη τὴν ἀπόκοσμη κορφή.
Μονάχα μὴ θελήσης νὰ κατέβης,
δὲν εἶνε πουθενὰ μία ἐπιστροφή.

Τὴν πλάνα ἀνησυχία σου θὰ πληρώσης
ὄχι σὰν ἄλλοτε, μὲ χαλασμό.
Τώρα πρώτη φορά θὰ παραδώσης
καὶ τὸ στερνό σου ἀκόμα στοχασμό.

Καὶ τότε πιά, τὰ μάγια θὰ λυθοῦνε.
Θὰ μείνουμε μονάχοι στὴν ἐρμιά.
Τὰ γύρω σ᾿ ἕνα γύρο θὰ χαθοῦνε
καὶ θἄμαστε σὰν κρεμαστὰ κορμιά.

Τὰ χέρια μας μονάχα τὰ μαλλιά μας
θ᾿ ἀγγίζουνε, στὸ κενό.
Σὰν ἄνεμος θὰ πέρνη τὴ μιλιά μας
καὶ θἆναι τἄχα ἐμπόδιο κοινό,

ἐνῶ μέσα στὰ λόγια μας θὰ πνέη
τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς μας ὁ χαμός.
-Καὶ μ᾿ ὅλα αὐτὰ νὰ μοιάζουμε σὰ νέοι
κι᾿ οὔτε κι᾿ αὐτὸς νὰ λείπη ὁ στολισμός!)

[ΤΙΠΟΤΕ...]

Τίποτε. Θἄχα κάποια ποὺ δὲν ξέρω
στὴ ζωὴν ἀποστολή.
Γιατί τόση φθορὰ παντοῦ νὰ φέρω,
σὰ μία ἀσυνείδητη βουλή.

Τὸ σύνθημα, ὅπου ἐβράδυνα τὸ βῆμα
καὶ τὴ ματιά, θὰ πῆ
«καταστροφή!». Κρατοῦσα ἐγὼ τὸ νῆμα
ὡς τὴ στιγμή του νὰ κοπῆ.

Ὁ θάλαμος τῆς σκοτεινῆς ζωῆς μου
γέμισε ἀπὸ νεκρούς.
Κι οὔτε τὸ χῶρο βρίσκω τῆς δικῆς μου
θέσης, ἀνάμεσα σ᾿ αὐτούς.

Τὶς νύχτες μὲ τὴ σκέψη φωτισμένη
κεῖ μέσα περπατῶ,
ὡς κι᾿ ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀγάπησα διωγμένη,
θέση κοντά τους νὰ ζητῶ.

[ΣΤΑΣΟΥ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ...]

Στάσου μπροστά μου, μήπως καμμιὰ ἀχτίδα
τοῦ ἥλιου μὲ φτάση.
Πάνω στὴν ἀδυσώπητη θωριάσου
θὰ χτυπήση, θὰ σπάση.

Στὰ ξέσαρκα, κατάχλωμά σου χέρια
μὲ πίστη κρατάει
τὴ γραφτὴ καταδίκη μου μὲ εἰκόνες
μαρτύρων γεμάτη.

Σὲ ἀναγνωρίζω, Δήμιε τῆς ζωῆς μου,
φριχτὰ κάθε ὥρα.
Καὶ πιὸ πολὺ τὸ ἀνώφελο κορμί μου
ποὺ παραστέκεις τώρα.

Μὰ ἔτσι θὰ γίνῃ. Δὲ θὰ πολεμήσω,
σὺ θ᾿ ἀληθέψης.
Κι᾿ ὕστερα τρόπαιο στὴ νεκρὴ καρδιά μου
τὸ σκῆπτρο σου θὰ φυτέψης.

[ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΟΥ...]

Τὸ τελευταῖο τραγούδι μου
τὸ ἄγραφο, θ᾿ ἀνατείλη
ἀπ᾿ τῶν ματιῶν τὴ δύση.
Τὸ τελευταῖο τραγούδι μου
παρθένο θ᾿ ἀναβρύση
στὰ πέτρινά μου χείλη.

Ἀκόμα ἔχω τὸ ρόδισμα
τοῦ πυρετοῦ στὴν ὄψη,
φίλοι, καὶ σᾶς πλανεύει.
Ἀκόμα ἕνα ἄνθος τὄνειρο
τὸ μύρο του ἀσωτεύει.
(Καὶ τἄνθος τὤχουν κόψει).

Ἀκόμα σ᾿ ἕνα φίλημα
σ᾿ ἕνα ἐρωτικὸ μεθύσι
τὰ χείλη μου προσφέρω.
Μὰ δὲ βλέπετε τ᾿ Ὅραμα
καὶ μόνο ἐγὼ τὸ ξέρω
πὼς μ᾿ ἔχει πιὰ κερδίσει.

Κεντῆστε μὲ ροδάγκαθα
τὴ νεανικὴ καρδιά μου,
μήπως καὶ τὴν ξυπνῆστε.
Νερὸ κ᾿ αἷμα ἂν θ᾿ ἀνάβρυζε,
τὸ τέλος λησμονῆστε.
Ἀκόμα εἶνε μακριά μου!

Τὸ τελευταῖο τραγούδι μου
θἄρθη νὰ σᾶς ξαφνίση
στὸ δειλινὸ τὸ λαῦρο,
σὰν ἕνα κακὸ μήνυμα
ποὺ στὴ σιωπὴ τὸ μαῦρο
φτερό του θὰ τανύση.

[ΛΟΙΠΟΝ, ΚΙ ΑΥΤΟ ΔΕ ΜΟΥΠΡΕΠΕ...]

Λοιπόν, κι αὐτὸ δὲ μοὔπρεπε τὸ τελευταῖο λουλούδι.
Καὶ πέρασε ἡ ζωούλα του πνοή.
Ἕνα ἄξαφνο φωσφόρισμα, ἕνα πικρὸ τραγούδι,
ἕνας νεκρὸς ἀκόμα στὴ ζωή.

Μιλῶ γιὰ τὴν ἀγάπη σου. -Μιλῶ συλλογισμένη.
Εἴνε σιωπὴ καὶ πένθος στὴν καρδιά).
Λέω μόνο, πὼς μπορεῖ ποτέ, πὼς πιὰ νὰ μὴ τῆς μένη
οὔτε ἡ γλυκιὰ ποὺ ἀλλάξαμε ματιά.

[ΑΣ ΗΜΟΥΝ ΜΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ...]

Ἂς ἤμουν μία γερόντισσα, μὲ μόνη
τῶν ἀναμνήσεων τὴν πηγὴ στὰ στήθια
(Ἀναιμικὴ κ᾿ ἐφήμερη ἀνεμώνη
τώρα μὲ καίει καὶ τὄνειρο κ᾿ ἡ ἀλήθεια).

Ἂς ἤμουν μία γερόντισσα ἀσημένια
μία ζωγραφιὰ παλιά, μισοσβησμένη.
(Τὸ μνῆμα μου ἕνα βῆμα, κι᾿ ὅμως ἔνια
γίνεται κ᾿ ἡ στιγμή μου ἡ μετρημένη).

Νὰ γέρνω μ᾿ ἐγκαρτέρηση, μὲ γλύκα,
πάνω ἀπ᾿ τὴ λάβα ποὺ ἔσβησε μία μέρα
γιὰ πάντα, νὰ διηγιέμαι πὼς τὴ βρῆκα
τὴν εὐτυχία στοῦ βίου τὴν ἑσπέρα.

Καὶ πλάθοντας γλυκὰ τὸ παραμύθι,
τὰ διάφανα ν᾿ ἁπλώνω δάχτυλά μου
σὲ γνώριμες σκιὲς ποὺ μὲ τὴ λήθη
χειροπιαστὲς θὰ χάνωνται μακριά μου.

Ὁράματα νὰ γίνωνται στὰ βάθη,
πρὸς τὴν ἀνατολή, καὶ νὰ μοῦ γνέφουν
ὅσα τὴ ζωή μου λεηλάτησαν πάθη.
Μὲ φῶς οἱ ἀπελπισίες νὰ μὲ στέφουν.

Λοιπὸν ἀφοῦ τὸ φῶς τῆς μέρας σβήνει
καὶ κόντηνε ἡ ματιά μου τόσο πιά,
ἂς ἤμουν μία γερόντισσα ποὺ ντύνει
μὲ παραμύθια μία νεκρὴ καρδιά.

[Ω, ΧΑΜΗΛΩΣΤΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΦΩΣ...]

Ὤ, χαμηλῶστε αὐτὸ τὸ φῶς!
Στὴ νύχτα τί ὠφελάει;
Πέρασε ἡ μέρα. Φτάνει πιά.
Ποιὸς ξέρει ὁ Ὕπνος μου κρυφὸς
ἂν κάπου ἐδῶ φυλάη

κι᾿ ἂν τοῦ ἀνακόβεται ἡ στιγμὴ
νἄρθη, ποὺ τὸν προσμένω.
Ἔχω στὸ στόμα τὴν ψυχή,
μοῦ παράτησαν οἱ λυγμοὶ
τὸ στῆθος κουρασμένο.

Πάρτε τὸ φῶς! Εἶνε καιρὸς
νὰ μείνω πιὰ μονάχη.
Φτάνει ἡ ἀπάτη μιᾶς ζωῆς.
Κάθε προσπάθεια ἕνας ἐχθρὸς
γιὰ τὴ στερνή μου μάχη.

Ἂς παύσουν πλέον οἱ σπαραγμοί.
Ἂς μοῦ ἀπομείνει κάτι
γιὰ νὰ πλανέψω τὴ νυχτιά,
νὰ σκύψη κάπως πιὸ θερμὴ
στὸ ἀνήσυχό μου μάτι.

Πάρτε τὸ φῶς! Εἶνε ἡ στιγμή!
Τὴ θέλω ὅλη δική μου.
Εἶνε ἡ στιγμὴ νὰ κοιμηθῶ.
Πάρτε τὸ φῶς! Μὲ τυραννεῖ...
μοῦ ἀρνιέται τὴν ψυχή μου...

[ΠΟΝΟΣ... ΠΟΝΟΣ...]

Πόνος... Πόνος... Δὲ φτάνει πιὰ τὸ δάκρι
κι᾿ ὁ στεναγμός- δὲ φτάνει, δὲν ξεσπᾶ.
Ἀλλόφρονο πουλὶ πετιέται ἡ σκέψη
καὶ δέρνει τὰ φτερά του καὶ τὰ σπᾶ.

Αἷμα ὁ ἱδρὼς τῆς ἀγωνίας. Βαφήκαν
οἱ κρόταφοι σὲ ρόδα τραγικά.
Φαρμάκι μέσ᾿ στὶς φλέβες τριγυρνοῦνε
μιᾶς δυνατῆς ζωῆς τὰ μυστικά.

Τοῦ μαρτυρίου ἡ σιδερένια ρόδα
γυρίζει τὴ στροφή της τὴ στερνή.
Ἡ Γνώση παραστέκει νικημένη.
Ἡ Ἀγάπη ἀπαρηγόρητα θρηνεῖ.

[ΣΚΥΨΕ ΝΥΧΤΙΑ, ΠΑΡΗΓΟΡΗ...]

Σκύψε Νυχτιὰ παρήγορη, περίσχυσέ την μύρα,
στὸ κάτασπρο κλινάρι της ἱερὰ παρθενικὸ
καὶ γίνου μές᾿ στὸν ὕπνο της ἡ παραστάτις μοίρα
κ᾿ ἐμπόδισέ της τὄνειρο, τὸ ἀνύποπτο κακό.

Νὰ γίνης τόσο ἀνάλαφρη, καθὼς μητέρας χάδι
πάνω στὴν ἄγρυπνη καρδιὰ κι᾿ αὐτὴ νὰ κοιμηθῆ,
μήπως καὶ τὸ μεθυστικὸ ξανασιμώση βράδι
καὶ νοιώση τὸ ἄνθος τοῦ παλιοῦ καημοῦ νὰ ξανανθῆ.

Νἆναι γυμνὴ καὶ ταπεινὴ στὴ μητρικὴ ἀγκαλιά σου
κι᾿ ὅταν μέσα στὰ μύρα σου λησμονηθῆ βαθιά,
τότε τὸ θρῆνο σου ἄφησε καὶ λύσε τὰ μαλλιά σου,
σημεῖο πὼς ἀξιώθηκε νὰ μὴν ἀκούη πιά.

[ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ...]

Μητέρα μου, πόσο φρικτὰ βαραίνει
ἡ μοίρα σου στὸ νεανικό μου στῆθος.
Ὅλοι μου οἱ πόνοι καταφεύγουν πλῆθος
γύρω στὴ θύμησή σου ποὺ πικραίνει.

Ἐμένα, ποὺ σὲ δέχτηκα εὐλογία
κ᾿ ἔγινα τὸ θαυμάσιο ὁμοίωμά σου,
ἂς μὲ δεχτῆ σὰ νἆμαι ἁμάρτημά σου
ἡ μνήμη σου, μαρτυρικὴ κι᾿ ἁγία.

Στὴ μοίρα σου, ποὺ γνώρισα σὲ μένα,
τὴ σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.
Μὰ στὴν καρδιά μου μόνο ἐγὼ θὰ ξέρω
πόσους μετροῦν νεκροὺς τἀγαπημένα.

Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα
ποὺ πνιχτικό, βαθὺ σκότος θὰ γίνῃ
στὴ μάταιη ζωή μου ποὺ ὅλο σβήνει...
Ἄχ, πώς μου λείπεις σὲ μία τέτιαν ὥρα.

[ΟΛΑ ΘΑ ΣΒΗΣΟΥΝ...]

Ὅλα θὰ σβήσουν καὶ τοῦ ἥλιου ἡ πλανεμένη ἀχτίδα
εἶνε ἡ στιγμὴ νὰ φύγῃ.
Πάλι ἡ βουβή μας κάμαρα χωρὶς καμμιὰν ἐλπίδα
τἄδεια μας μάτια σμίγει.

Κι᾿ ἀπόψε ἡ νύχτα θὰ διαβῆ μὲ τὴν τρελλή μου σκέψη,
ὅλη φιλιὰ καὶ δάκρι
καὶ θὰ μᾶς εὕρῃ ἡ αὐγή, νεκροὺς ποὺ θἄχουν ἐπιστρέψει
σὲ μιᾶς ζωῆς στὴν ἄκρη.

Ὅ, τι μάταιο στὶς μέρες μου μπαίνει πιὸ μάταιες ποὖνε
μὲ φόβο τὸ κοιτάζεις.
Ἔξω στὸν κῆπο ἀπὸ χαρὰ τἄνθη λιγοθυμοῦνε.
Σὰν τί χαρά μου τάζεις.

κι᾿ ὅλο γυρίζω τὴ ματιὰ στὴν ἄψυχή σου εἰκόνα
Διάδημα ἀπ᾿ ἄσπρο φῶς
σοῦ γίνεται τοῦ βάζου μου ἡ ἐαρινὴ κορῶνα,
τῆς μυγδαλιᾶς ὁ ἀνθός.

Κ᾿ ἔτσι γλυκαίνει σου ἡ μορφὴ καὶ στὸ ἄρωμα ἡ καρδιά μου,
ποὺ σὰ νὰ καρτερῶ
νὰ σὲ λυγίζουν τὰ βαριὰ μύρα ναρθῆς κοντά μου,
ναρθῆς μὲ τὸν καιρό.

Εἶμαι τρελλὴ νὰ σ᾿ ἀγαπῶ, ἀφοῦ πιὰ ἔχεις πεθάνει,
νὰ λυώνω στὴ λαχτάρα τῶν φιλιῶν,
νὰ νοιώθω τώρα πὼς αὐτὸ ποὺ μοὔδωσες δὲ φτάνει,
δὲ φτάνει ἡ δρόσος τῶν παλιῶν.

Μὲ μίαν ἀσίγαστη μανία νὰ θέλω ὅ,τι μοῦ λείπει,
νὰ θέλω ὅ,τι μοῦ κράτησες κρυφὸ
κ᾿ ἔτσι νὰ δέρνωμαι μ᾿ αὐτὸ τὸ μάταιο καρδιοχτύπι.
Στὰ μάτια σου τὴν τρέλλα νὰ ρουφῶ.

Τί θ᾿ ἀπογίνω, ἀγαπημένε, ποὺ θὰ σὲ ζητήσω;
Ἄλλοτε οἱ μέρες φεύγανε στὴν προσμονή σου σκιές.
Αἰῶνες καρτερώντας σε μποροῦσα νὰ διανύσω,
μὲ τὄνειρό σου οἱ πίκρες μου γλυκιές.

Ποῦ νἆσαι; Τί ναπόμεινε ἀπὸ σὲ νὰ τὸ ζητήσω;
Ποῦ νἆναι τὸ στερνό μου αὐτὸ ἀγαθό;
Ὤ, δὲν μπορεῖ μία ὁλόκληρη ζωὴ γι᾿ αὐτὸ νὰ ζήσω
καὶ μάταια καρτερώντας νὰ χαθῶ.

Ἄνοιξη! Ὁ ἥλιος χρυσαφιοῦ πλημμύρα. Μάγια, μύρα
παντοῦ καὶ σἀγαπῶ, σὲ καρτερῶ.
Βραδύνεις κ᾿ ὑποψιάζομαι, ζηλεύω, δὲ σοῦ πῆρα
ὅλης σου τῆς ψυχῆς τὸ θησαυρό.

Τὰ λόγια σου! Ὢ τὰ λόγια σου, μία ὑπόσχεση ποὺ καίει
μία ὑπόσχεση ποὺ ἀργεῖ πολὺ ναρθῆ.
Τ᾿ ἀκούω παντοῦ, δὲν παύουνε. Μέσα τους κάτι κλαίει,
μέσα τους τρέμει ἡ ἀγάπη σου, προτοῦ μοιραῖα χαθῆ.

Τὰ λόγια σου μὲ μέθυσαν τὴ μέθη τοῦ θανάτου
κι᾿ ἀκόμα δὲν ἐσίγασαν. Μιλοῦν
καὶ μὲ τρελλαίνουν, μὲ μεθοῦν, μὲ φέρνουν πιὸ σιμά σου,
ἐνῶ πιὸ ἀκαταμάχητα στὴν ὕπαρξη καλοῦν.

Ἀγαπημένε, ἂν τὴ ζωὴ τὴ δώσω πίσω, ᾿πέ μου,
τί θὰ ὠφελήση, ἀφοῦ δὲ θὰ σὲ βρῶ;
Δὲ λογαριάζω τὴ ζωή, μὰ πὼς μπορεῖ, καλέ μου,
νὰ σβήση πιὰ ἡ ἀγάπη μου; Καὶ νὰ μὴ σ᾿ ἀγαπῶ,

ἐνῶ θἄναι Ἄνοιξη παντοῦ ποὺ ἀκούστηκε ἡ φωνή μας
νὰ ἐπικαλῆται τὸν αἰώνιον ἔρωτα καὶ μεῖς
στεφάνι νὰ τοῦ πλέκουμε μὲ μόνο τὸ φιλί μας,
μέσα στὸ γιορτασμὸ λατρείας θερμῆς.

Ὤ, δὲ μοῦ δίνει ὁ θάνατος καμμιὰ καμμιὰν ἐλπίδα
καὶ μοῦ τὶς ἔσβησε ἡ Ζωὴ σὰ μία ψυχρὴ πνοή.
Τώρα μοῦ μένει στοῦ ἔρωτα τὴν ἄγρια καταιγίδα
νὰ ἰδῶ νὰ μετρηθοῦν γιὰ μὲ θάνατος καὶ ζωή.

[ΤΟ ΛΙΓΟ ΠΟΥ ΣΟΥ ΑΠΟΜΕΙΝΕ...]

Τὸ λίγο ποὺ σοῦ ἀπόμεινε, τὴν ὑστερνὴ ζωή σου
σὲ ἀγάπη τὴ μετάβαλες καὶ μοῦ τὴν εἶχες δώσει.
Ἐγὼ κι᾿ ἂν ὅλη τὴ ζωή μου ὀνόμασα δική σου
τί σοὖχα δώσει νὰ χαρῆς ἀπὸ μία ἀγάπη τόση!
Καὶ νόμιζα πὼς ἔδινα, περήφανη νὰ κρύβω
τὸ θησαυρὸ ποὺ ἐγέμιζε μέσα μου καὶ χανόταν.
Α, τώρα κάτω ἀπ᾿ τὴ φριχτὴ τύψην αὐτὴ θὰ σκύβω
πὼς οὔτε πῆρα τὸ ἄξιό σου δῶρο ποὺ μοῦ δινόταν.
Ὤ, στὴ ζωὴ τὴν ἄδικην εἶνε ἡ εὐτυχία γνώση
κ᾿ ἡ γνώση αὐτὴ πόσον ἀργὰ χαρίστηκε σὲ μένα!
Ἦρθε τὴν περηφάνειά μου μόνο νὰ ταπεινώση,
τὰ πλούτη μου ὅλα δείχνοντας στὸν ἄνεμο δομένα.

[ΟΣΟΝ Η ΑΓΑΠΗ...]

Ὅσον ἡ ἀγάπη ἀβάσταχτα μεγάλωνε καὶ τόσο
τὴ μόνωσή της ὅριζα καὶ τὸ κρυφὸ μαρτύριο.
(Κι ὁ ἴσκιος της θὰ ἐβάραινε, πῶς νὰ στὴ φανερώσω;)
Μὰ τάχα μὴν ἀπόκλινε μοιραῖα πρὸς τὸ μυστήριο;
Τοῦ μυστηρίου γέννημα μὴν ἦταν καὶ μαζί του
ἀξιώνοταν περήφανα τὸ φῶς ν᾿ ἀπαρνηθῆ,
τὸ λίγο φῶς ποὺ μοὔδινες, ξεγέλασμα τοῦ ἀδύτου
πού ῾πρισε πρὸς τὸ δρόμο σου τὸ βῆμα μου νὰ ῾ρθῆ;
Δὲν ξέρω τίποτε νὰ πῶ στὴ σκέψη ποὺ μὲ δέρνει
τὶς νύχτες καὶ τὶς μέρες μου, πιὸ νύχτες πιὸ θλιμμένες.
Στὴν τύψη ποὺ ἀπ᾿ τὸ θάνατο προδοτικὰ μὲ παίρνει,
ὤ, τί νὰ ποῦν οἱ πίκρες μου σὲ δάκρια χυμένες!

[ΟΛΗ Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΕΝΑΣ ΚΑΗΜΟΣ...]

Ὅλη ἡ ζωή μου ἕνας καημός, μία φλόγα, μία θυσία
καὶ τὸ φτωχὸ τὸ δῶρο σου δὲ θὰ τὸ ἐξαγοράση.
Θὰ μείνω ἀνεξιλέωτη καὶ τὰ κακὰ στοιχεῖα
πάλι, νεκρή, θὰ μὲ δεχτοῦν στὴ μητρυιὰ τὴν Πλάση.
Ἐσὺ τὸ φωτοστέφανο τοῦ ἐξιλασμοῦ τὸ πῆρες
μὲ τὰ ἴδια χέρια σου τὰ ἱερά, τὸ φόρεσες μονάχος.
Σὲ μένα τώρα κλείστηκαν μπροστά μου ὅλες οἱ θύρες
καὶ πίσω τους τῆς τύψης μου κυλίστηκεν ὁ βράχος.
Ὤ, τίποτε τὸ κρίμα μου δὲ θὰ μοῦ τὸ ἀλαφρώση
νὰ μὴν τὴν κάμω τὴ ζωή μου –ὅλη μία ζωὴ δοτὴ
γιὰ σένα- ἕνα χαμόγελο μονάχα, νὰ ἱλαρώση
τὴ θλίψη, ποὺ δὲν ἤμουνα ἔνοχη ἐγὼ γι᾿ αὐτή.

[ΔΕ ΚΑΡΤΕΡΩ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ...]

Δὲ καρτερῶ τὸ θάνατο, εἶνε βαριὰ ἡ ψυχή μου.
Δέ μου ταιριάζει ἀγέρωχα νὰ σβήσω, ξαφνικά.
Μ᾿ ἔδεσε ἡ μνήμη στὸ ἅρμα της καὶ μὲ τὴν ταραχή μου
ξυπνοῦν ὅλα ποὺ νόμιζα πὼς πέθαναν γλυκά.
Ξυπνοῦνε τόσο ἀγνώριστα στοῦ μαρτυρίου τὴν ὥρα.
Κ᾿ ἡ παιδικά μου ἁγνότητα, ποὺ ἔσκυβα στὄνειρό της
νοσταλγικὴ καὶ τρυφερή, μὲ παραστέκει τώρα
ἐφιαλτικὴ σὰ νάφταιξα κάποτε στὸν καιρό της.
Μὲ σέρνει ἡ μνήμη μου παντοῦ καὶ δὲν ἀναγνωρίζω
τὸ ὅ,τι ἔζησα- ἡ κατάρα μου τὸ ἐρείπωσε. Περνῶ
καὶ δὲν τολμῶ τὰ χέρια μου νὰ ὑψώσω, μὰ δακρίζω
καὶ κρύβω καὶ τὸ δάκρι μου, μάταιο καὶ ταπεινό.
Θαρθῆ κάποτε ὁ θάνατος, ὅταν φριχτὰ ἡ ψυχή μου
θὰ λοιώση ὅλο τὸ σῶμα μου στὸν ἴδιο της καημό,
θαρθῆ τότε τὴν πρόσκαιρη ν᾿ ἀλλάξη φυλακή μου
σ᾿ ἄλλο μαρτύριο αἰώνιο καὶ σ᾿ ἄλλο παιδεμό.

[Ω, ΤΟΤΕ ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ...]

Ὤ, τότε, ἀγαπημένε μου, κοντὰ στὸ Θεὸ ποὺ μένεις
θυμήσου στὰ παρθενικὰ μάτια μου πόσα πῆρες
λουλούδια τὰ πρῶτα ὄνειρα, ὅλης μου τῆς θλιμμένης
ἀγάπης τὸ φτωχὸ δόσιμο, κρυμμένο ἀπὸ τὶς μοῖρες,
καὶ φέρτα δῶρα στὸ Θεό, ζητώντας νὰ ἐπιτύχης
τὸ τέλειό μου ἐξαφάνισμα στὸ χάος τῶν αἰώνων.
Δὲ θέλω πλέον. Ἀπόκαμα, πάρε με ἀπὸ τῆς τύχης
τὰ νύχια ἐσύ... Συχώραμε... Τὸ βάσανο τῶν πόνων
ἦταν χειρότερο γιὰ μέ. Συχώραμε νὰ σβήσω.
Ὅταν περάσω, παίρνοντας τοῦ λυτρωμοῦ τὸ δρόμο
ἁπλὴ σκιά, τὰ μάτια μου σεμνὰ θὰ τὰ σφαλίσω
καὶ θὰ πηγαίνω ἀλύγιστη καὶ μὲ γυμνὸ τὸν ὦμο.
Θὰ μὲ γνωρίση τότε αὐτὸς γερμένος ἀπὸ τὰ ὕψη.
Θἄχω στὸν ὦμο μία βαριὰν ὑδρία. Θὰ μὲ γνωρίση
ἀκόμα ἀπὸ τὸ βάδισμα σὰν τότε, ἀπὸ τὴ θλίψη,
ἀπ᾿ τὴν ὑδρία τῶν δακρύων ποὺ μοὖχε αὐτὸς χαρίσει.

ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΗΣ ΜΟΥ

Καλή μου, θἄπρεπε νὰ πῶ στὸν ὦμο σου γερμένη
λόγια ποὺ νὰ ξαρφάλωναν τὴν ἔγνια σου γιὰ μένα.
Μὰ εἶμαι κι᾿ ἀπόψε ἀδιάλλαχτη, βαριὰ συννεφιασμένη
κ᾿ εἶνε ἡ καρδιά μου ἀδιάφορη σ᾿ ὅλα τὰ συναγμένα
μὲ τῶν χεριῶν σου τὴ στοργὴ στὸν κῆπο τῆς ζωῆς.
Πάλι ἡ πικρία τῆς μάταιής σου φροντίδας θὰ σφαλίση
μέσ᾿ τὴν καρδιὰ τὸ δάκρι σου, πάλι θὰ μοῦ φανῆς
σὰν τὴ μοιραία θλίψη μου ποὺ ἔχει τὰ μάτια κλείσει.
Θἄπρεπε νὰ σὲ λέω συχνὰ μὲ τὄνομα «ἀδερφή μου»
σιγὰ μήπως μ᾿ ἀκούσουνε τὰ πονηρὰ στοιχεῖα,
γιὰ νὰ σκορπίσω τὴν ἰδέα πὼς εἶμαι μοναχή μου
καὶ πώς μου ἀξίζει ἡ ἔσχατη ποὺ μ᾿ ηὖρε δυστυχία.
Ἡμερωμένη νὰ σοῦ πῶ τότε γιὰ τὄνειρό μου
(δὲν ἦρθε κάτι πιὸ γλυκὸ στὸ δρόμο μου ἀπὸ κεῖνο),
ποὺ μὲ ἀκολούθησε παντοῦ κι᾿ ἄπιστο καὶ δικό μου
κ᾿ ἐναντιωμένο καὶ πιστό, νὰ παίρνη καὶ νὰ δίνω.
Εἶχε στιγμὲς μιᾶς ὀμορφιᾶς ἐξαίσιας, μὴ γυρεύεις,
μὴ συλλογιέσαι γιὰ χαρὲς καὶ γιὰ εὐτυχίες, ἦσαν
ξεχωριστές, τυραννικὰ γλυκὲς καὶ μὲ τῆς χλεύης
ἀκόμα τὴν πικρία γλυκές, μὰ γρήγορα μ᾿ ἀφῆσαν.
Καὶ τόσο ἀπομακρύνθηκαν ποὺ πιὰ δὲν τὶς θυμᾶμαι.
Ὅμως αὐτὲς θὰ μοῦ ἄφησαν κάτι γλυκὸ νὰ πῶ.
Ἂν μούδινες τὸ χέρι σου στὸ παρελθὸν νὰ πᾶμε,
φοβᾶμαι θὰ σὲ βάραινα πολὺ στὸ γυρισμό.
Κι᾿ ἀπόψε εἶμαι ἔτσι ἀφίλιωτη, τόσο μηδενισμένη
σὰ νἆμαι μία κληρονομιὰ κι᾿ ὁ πόνος ὁ δικός μου.
Δὲ θὰ φιλῶ τὰ χέρια σου, δὲ θἆμαι δακρισμένη,
ἔχω ἕνα βάρος μέσα μου σὰν νἆναι ὅλου του κόσμου.
Τί θ᾿ ἀπαντήσης, ἀδερφή, στὴ μαύρη μου βλαστήμια
ποὺ θ᾿ ἀντηχήση στὸ ἄδειο μου τὸ στῆθος; Τί θὰ πῆς;
Θὰ μὲ ἀδικήσης; Θὰ μὲ ἰδῆς μέσ᾿ στὰ συντρίμμια;
Πὼς ἔχασα καὶ τὴν ψυχὴ τάχα θὰ φοβηθῆς;

Ὤ, ἡσύχασε. Τὶς ὄμορφες στιγμὲς μοιάζουν τοῦ ὀνείρου
αὐτὲς οἱ δύσκολες στιγμὲς κι᾿ ὅμοια κι᾿ αὐτὲς θὰ φύγουν.
Εἶμαι σὰν ἕνα σύννεφο στὴ βασιλεία τοῦ ἀπείρου
ποὺ τὶς μορφές του οἱ ἄνεμοι τὶς πλάθουν καὶ τὶς πνίγουν.

Ὤ, μὴ φοβᾶσαι, δέξου με σὰ μία φτωχὴ στὴ θύρα
ποὺ ὅ,τι κι ἂν πάρη «εὐχαριστῶ» θὰ πῆ συλλογισμένη,
γιατί εἶνε τόσο δύστυχη, κ᾿ εἶνε ὀρφανὴ καὶ χήρα,
τόσο ἄχαρη, ποὺ μόνο αὐτὸ τὸ «εὐχαριστῶ» τῆς μένει.

ΛΙΛΗΣ Π...

Στὴν ἄφεγγη ψυχή μου
λάμπουν χρυσὰ ἀστεράκια
οἱ παιδικές σου χάρες,
τὰ θαυμαστὰ λογάκια.

Σὰν κρίνο φωτοβόλο
τὸ προσωπάκι- κάτι
σάλευε, χάδι ὀνείρου,
τὸ τρυφερό σου μάτι.

Καὶ τὰ χεράκια πλάνες
στὴ θλίψη τῆς μορφῆς μου.
Τὸ χαμόγελό σου, ἄνθι
τῆς ἔρημης ψυχῆς μου.

Μὰ πιὸ πολύ, τὸ μύρο
τῆς ὕπαρξής σου –θάμα,
τὰ πρώιμά σου λογάκια,
τῆς σκέψης μου ἅγιο νάμα.

Ἀνίδεα σεῖς λογάκια
-καημὸς καὶ προφητεία-
ποιὰ μοίρα νὰ μιλοῦσε
στὴν πλάνα σας γοητεία;

Τώρα τὴ γλυκιά σου ὄψη
σκύβεις συλλογισμένη
στὰ σοβαρὰ βιβλία
καὶ μ᾿ ἔχεις ξεχασμένη.

Δὲ θὰ ἰδῶ νὰ χαράζη
τὸ ἀνάγλυφό της χάδι
στὸ χλωμὸ μετωπάκι,
τὴ σκέψη κάποιο βράδι.

Στῆς ζωῆς τὸ ἐντευκτήριο
μὲ βιαστικὸ τὸ βῆμα
θάρχεσαι ἐσύ, θὰ φεύγω
ἐγὼ βουβὰ σὰν κύμα.

Θὰ φεύγω κ᾿ ἡ ματιά σου
ποτὲ δὲ θὰ μὲ φτάνη.
Μὰ θἄχω τὰ θαυμάσια
λογάκια σου στεφάνι.

Σ᾿ ΕΝΑ ΦΙΛΟ

Θἀρθῶ ἕνα βράδι, στρέφοντας στὸ δρόμο ποὺ μὲ παίρνει,
θαρθῶ νὰ σ᾿ εὕρω μοναχὸν μὲ τὸ παλιὸ ὄνειρό σου.
Ἡ Ἑσπέρα τὶς λεπτὲς σκιὲς νωχελικὰ θὰ σέρνῃ,
περνώντας στὸ μοναχικὸ μπροστὰ παράθυρό σου.

Στὴ σιωπηλή σου κάμαρα θὰ μὲ δεχτῆς καὶ θἆναι
βιβλία τριγύρω σὲ σιωπὴ βαθιὰ ἐγκαταλειμμένα.
Πλάι πλάι θὰ καθήσουμε. Θὰ ποῦμε γιὰ ὅσα πᾶνε,
γιὰ ὅσα προτοῦ τὰ χάσουμε μᾶς εἶνε πεθαμένα,

γιὰ τὴν πικρία τῆς ἄχαρης ζωῆς, γιὰ τὴν ἀνία,
γιὰ τὸ ποὺ δὲν προσμένουμε τίποτε ν᾿ ἀληθέψῃ,
γιὰ τὴ φθορά, καὶ σιγαλὰ στὴ σκοτεινὴ ἡσυχία
θὰ σβήση κ᾿ ἡ ὁμιλία μας κ᾿ ἡ τελευταία μας σκέψη.

Μὰ ἡ νύχτα στὸ παράθυρο θαρθῆ νὰ σταματήση
Μύρα κι ἀνταύγειες ἀστεριῶν κι᾿ αὖρες θ᾿ ἀνακατέψη
μὲ τὸ μεγάλο κάλεσμα ποὺ θ᾿ ἀποπνέη ἡ Φύση,
μὲ τὴν καρδιά σου ποὺ ἡ σιωπὴ δὲ θὰ τὴν προστατέψη.

ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΠΟΥ ΜΕ ΣΥΝΤΡΟΦΕΥΟΥΝ

Τὴν κάμαρά μου γέμισαν τὰ φωτεινά σας μάτια.
Ἕνα ἄνθος ἐπιτάφιον ἡ ἀγάπη σας ποὺ πῆρα,
λυπητερὰ λικνίζεται στὴ λιγοστὴ πνοή.
Πόση εὐτυχία στὴ θλίψη σας γιὰ τὴ βαριά μου μοίρα,
πόση χαρὰ ποὺ ἀπόμεινε στὴν ὕστερη ζωή!

Κ᾿ ἡ μουσικὴ τῶν στίχων σας τί θὰ μοῦ φέρη ἀκόμη;
Πόση καρδιὰ θὰ μοὔπρεπε νὰ σᾶς δεχτῶ σὰ χάρη
χειμωνικὰ χαμόγελα καὶ ρόδα ἑσπερινά.
Ὤ, ἂς ἔρθη στὸ σκοτάδι του ὁ Χάρος νὰ μὲ πάρη,
ἐνῶ θἆναι τὰ μάτια σας κοντά μου φωτεινά.

Σ᾿ ΕΝΑ ΝΕΟ ΠΟΥ ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕ

Αὐτὸν τὸν καταδίωκε ἕνα πνεῦμα
στὶς σκοτεινὲς ἐκτάσεις τῆς ζωῆς του.
Οἱ ἀσχολίες του, οἱ χαρές του, σ᾿ ἕνα νεῦμα
προσχήματα γινόνταν τῆς ὁρμῆς του.

Τὰ ὡραῖα βιβλία, ἡ σκέψη, ἕνα ὁρμητήριο
λίγες στιγμές· βίαιος στὸν ἔρωτά του.
Ὕστερα γέμιζε ἡ ὄψη του μυστήριο
καὶ τίποτε δὲν ταιρίαζε κοντά του.

Ἕνας περίεργος ξένος ἐπλανιόταν
ἀνάμεσό μας, μ᾿ ὄψη ἀλλοιωμένη.
Τὴν ὑποψία μας δὲ μᾶς τὴν ἀρνιόταν
πὼς κάτι φοβερὸ τὸν περιμένει.

Ἦταν ὡραῖος παράξενα, σὰν κείνους
ποὺ ὁ Θάνατος τοὺς ἔχει ξεχωρίσει.
Δινόταν στοὺς φριχτότερους κινδύνους
σὰν κάτι νὰ τὸν εἶχε ἐξασφαλίσει.

Ἕνα πρωί, σὲ μία κάρυνη θήκη
τὸν βρήκαμε νεκρὸ μ᾿ ἕνα σημάδι
στὸν κρόταφο. Ἦταν ὅλος σὰ μία νίκη,
σὰ φῶς ποὺ ρίχνει γύρω του σκοτάδι.

Εἶχε μία τέτοια ἁπλότη καὶ γαλήνη,
μία γελαστὴ μορφὴ ζωντανεμένη!
Ὅλος μία εὐχαριστία σὰ νἆχε γίνει.
Κ᾿ ἡ αἰτία τοῦ κακοῦ σημαδεμένη.

ΓΙΑ ΤΟΝ «ΑΔΕΛΦΟ» ΜΟΥ, ΤΟΝ ΥΠΕΡΟΧΟ ΣΚΟΙΝΟΒΑΤΗ

Τὴν ψυχρή σου γούνα ἀναπαύεις
στὶς στοῖβες τῶν παλιῶν βιβλίων τώρα,
καημένε μου, κι ἀναθυμᾶσαι
τὰ χάδια ποὺ σοῦ λείψαν καὶ τὰ δῶρα.

Στὴν περιφρόνηση ἐσὺ ἀντέχεις
ὅμως κι᾿ ὅλο καὶ πιὸ ψηλὰ στυλώνεις
φλεγματικά, πελώρια μάτια,
τὴν τραγική σου τύχη νὰ λυτρώνης.

Παράξενα ἄσχημο ἐσὺ πλάσμα
χωρὶς ψυχή, μιλᾶς μὲ τὴν ψυχή μου
γιὰ τὴν συμπάθεια, γιὰ τὴν τύψη
καὶ κάποτε μία δύναμη εἶσαι ἐχθρή μου.

Καὶ σὲ ἀποφεύγω σὰν τὴν τύψη,
πλάσμα ἀπὸ γούνα, σὲ φοβᾶμαι τόσο!
Φοβᾶμαι ἀστεῖε σκοινοβάτη
μήπως καὶ μὲ τὴ σκέψη σ᾿ ἀνταμώσω.

Ποιὰ μοίρα σ᾿ ἔστειλε σὲ μένα!
Νερομπογιὰ τὸ μάτι σου καὶ βάφει
τυπώματα μέσ᾿ τὴν ψυχή μου.
Λησμονημένοι ἀνοίγουν τάφοι.

Ἐξόριστε, ποὖχα γελάσει
μαζί σου παίζοντας, στ᾿ ἀλήθεια
ἡ ἀσκήμια σου μ᾿ ἔχει νικήσει,
τὸ γέλιο μου μοῦ βάρυνε τὰ στήθια.

ΑΦΙΕΡΩΣΗ

Γατούλα, μὲ τῆς ράτσας σου χαμένα τὰ σημάδια,
ἀδιάφορη, παράξενα ψυχρὴ
καὶ κάποτε ποὺ μοιάζεις θλιβερή,
τί τριγυρνᾶς σὰ φάντασμα στὴν πλάση μας τὴν ἄδεια;

Εἶνε γιατί δὲ βρέθηκες σὲ κύριο κανένα,
νὰ παίρνης ἀπὸ χέρι τὴν τροφὴ
καὶ σοὔλειψε ἔτσι ἐκείνη σου ἡ κρυφὴ
χαρά, πὼς κάποιος νιάζεται φτωχούλα μου γιὰ σένα;

Ἢ μήπως τάχα γνώρισες δὼ μέσα τὸ μοιραῖο
καὶ τὴ φιλοσοφία τὴν πικρή;
Μαντεύω πὼς ἀκόμα εἶσαι μικρὴ
καὶ θὰ μποροῦσες εὔκολα νἄσουνα κάτι ὡραῖο.

Κι᾿ ὅμως σὲ βλέπω ἀδιάφορη στὸν ἔρωτα κι᾿ ἀκόμα
καὶ στὰ τυχαῖα παιδιά σου βαρετή.
Πῶς νὰ τὸ μάθω τὸ ἄδικο «γιατί»
ποὺ ἔπνιξε τὴ φωνίτσα σου μέσ᾿ στὸ κλειστό σου στόμα;

Σὲ διώχνει καὶ τὸ χάδι μου κ᾿ ἡ φιλικὴ μιλιά μου.
Εἶσαι ὅλη τόλμη κι᾿ ὅλη δισταγμό.
Τὸ νοιώθω, καθὼς μπαίνεις, καὶ κρεμῶ
εὐγενικὴ κι ἀδιάφορη στοὺς τοίχους τὴ ματιά μου.

Ἔρχεσαι σὰν ὑπόσχεση, πάντα τὴν ἴδιαν ὥρα
καὶ κάθεσαι μὲ μίαν ἱερὴ σιγή.
Ἂν σηκωθεῖς, «γιὰ τίποτε στὴ γῆ»
δὲ σὲ κρατῶ σὰ νὰ κινᾶς γιὰ τῶν νεκρῶν τὴ χώρα.

[ ΚΑΙ ΤΩΡΑ, ΚΛΕΙΣΤΕ ΕΡΜΗΤΙΚΑ...]

Καὶ τώρα, κλεῖστε ἑρμητικὰ τὶς θύρες. Τελειώσαν
ὅλα. Νὰ φύγουν κι οἱ στερνοί, νὰ μείνω μοναχή μου.
Ὅλα δικά μου ἦταν ἐδῶ μέσα κι᾿ ὅλα μοῦ λείψαν
κ᾿ ἔμεινε τόσο ἀπίστευτα μοναχικὴ ἡ ψυχή μου.

Νὰ φύγουν ὅλοι! Ἀκάλεστοι κι᾿ ἂς ἤρθανε μὲ δῶρα.
Τίποτε δὲν ἐταίριασε στὴν ἐξαίσια γυμνότη
ποὺ μὲ τριγύριζε λαμπρή. Μεγαλειώδεις πλάνες
ποὺ ἐμπρός τους μὲ ταπείνωσαν ἱκέτη καὶ δεσμώτη.

Τώρα προφητικὰ σημαίνει ἡ μυστικὴ καμπάνα
τοῦ «Δείπνου». Ὁ Μέγας Φίλος μου μηνᾶ τὴ θέλησή του
ναρθῆ. Κι᾿ ἂν πάντοτε ἔλειπεν, ὅμως μέσ᾿ στὴν καρδιά του
ἄξια τῆς πίστης μου ἔφεγγε τρισάξια ἡ θύμησή του.

Γιὰ τὴ μεγάλη ἀναμονὴν ἑτοιμασία θ᾿ ἀρχίσω
Ζωντάνεψε στὶς φλέβες μου ἡ εὐγενικὴ γενιά μου.
Τὰ χέρια μου τῆς προσευχῆς, ἕτοιμα νὰ συντρίψουν.
Φραγγέλιο ἡ ἀσυμβίβαστη, περήφανη ἀπονιά μου,

Κ᾿ ἔτσι θὰ νοιώσω, μὲ σεμνὰ χαμηλωμένα μάτια,
νὰ πέφτη ἀπὸ τὸ βάθρο του κ᾿ ἕνας θεὸς ὡραῖος
ποὺ εὔκολα μὲ ψαλμοὺς λατρείας βασίλεψε καὶ μένει
ἀκόμα λαμπροστέφανος κι᾿ ἀνύποπτα μοιραῖος.

Ἔρχεται! Ἀκούω ποὺ χτυπᾶ πιὸ βιαστικὰ ἡ καμπάνα.
Εἶμαι ἕτοιμη. Μονάχη της τὸ τέλος ἀντικρύζει
πιὸ γρήγορο, στὸν πόθο της ἡ τραγικὴ ψυχή μου,
ἀμφίβολη ἂν τὴ πίστεψεν Αὐτὸς ποὺ τὴ γνωρίζει.

[ΧΑΙΡΕ, ΡΥΘΜΕ ΚΑΙ ΡΙΜΑ...]

Χαῖρε, Ρυθμὲ καὶ Ρίμα.
Σᾶς χαιρετίζω,
πιὰ δὲν ὁρίζω
τὴ φωνή μου.
Ξεφεύγει παραλήρημα.
Σᾶς σμίγω μὰ ἡ πνοή μου
δὲ φτάνει, σπᾶ.

Σκοπέ, σ᾿ ἀφήνω. Ἦχε, Τραγούδι
μ᾿ ἀφήνετε. Τὴ μονάχη
χορδὴ μάταια κρούω στὴ λύρα μου.
Νἄχῃ μόνο ἕνα «χαῖρε»
νἆναι μονάχη του «χαῖρε» ἡ χορδὴ
στὴν καρδιά μου!

Πᾶνε τὰ ὡραῖα, τ᾿ ἁγνά, ἡ ζωή.
Ἀδιαφορία στῆς ἀγάπης τὰ μάτια.
Κακίας μεθύσι στὸ χαλασμὸ
τοῦ ὅ,τι ἀπομένει,
στὸ μαρασμὸ ποὺ ἔχει ἀνθίσει
μέσα μου κ᾿ ἔξω-κισσοῦ πλημμύρα,
σημαία ἀποκλεισμοῦ!

Πᾶνε τὰ ὡραῖα, τ᾿ ἁγνά, ἡ ζωή.
Γλυκὲ Σκοπέ, δὲ μοῦ ἀντέχει
ἡ φωνή.

Νὰ τραγουδῶ
τὸ θάνατο τὴ δυστυχία,
νὰ λησμονῶ
τῆς χαρᾶς τὴν ἀγάπη,
δὲ θέλω. Ἂς σβήσω
σφιχταγκαλιάζοντας τὴ χορδὴ ποὺ μοῦ μένει
νὰ μὴ σημαίνη
γλυκὰ στὸ Θάνατο κι᾿ αὐτὸς ἀργεῖ
μὲ ἰδιοτροπία ἐρωμένου!

Σᾶς χαιρετίζω,
Σκοποὶ ὅπου πᾶτε, μὴ μὲ ξεχνᾶτε.