Κωστὴς Παλαμᾶς

Ο ΤΑΦΟΣ


Μήτε μὲ τὸ σίδερο,
Μήτε μὲ τὸ χρυσάφι,
Μήτε μὲ τὰ χρώματα
Ποὺ σπέρνουν οἱ ζωγράφοι

Μήτε μὲ τὰ μάρμαρα
Τὰ τεχνοσκαλισμένα·
Τὸ σπιτάκι σου ἔπλασα
Παντοτινὸ γιὰ σένα

Μόνο μὲ τοῦ πνεύματος
Τὰ μάγια! Σοῦ τὸ ὑψώνω
Σ᾿ ἕνα τόπον ἄϋλον,
Ἀπείραχτο ἀπ᾿ τὸ χρόνο.

Μ᾿ ὅλα μου τὰ δάκρυα
Καὶ μὲ τὸ αἷμα μου ὅλο
Τοῦ ἔχτισα τὰ θέμελα,
Τοῦ σκέπασα τὸ θόλο

Κι ἂ φοβᾶσαι, ἀγάπη μου,
Νὰ μένῃς μοναχό σου,
Κάλεσε καὶ κράτησε
Μέσα στ᾿ ἀρχοντικό σου

Ὅλα τὰ ἐρωτόπλαστα
Καθὼς ἐσὺ βλάσταρια
Π᾿ ἄνθισαν κι ἀπόσβυσαν,
Μιᾶς χρυσαυγῆς καμάρια!

 

ΟΤΑΝ ΕΙΤΑΝΕ ΣΤΗ ΖΩΗ

Γύρ᾿ ἐδῶ κι ἀκούμπησε
Καὶ μένε κι ὅλο μένε
Σιγαλὸς κι ἀσάλευτος,
Ὦ πολυαγαπημένε!

Ἂχ καὶ νἄταν νἄνοιωθα
Στὸ μάγουλό μου ἐπάνω
Τἁπαλό σου μάγουλον
Ὅσο ποὺ νὰ πεθάνω!

Ἂχ καὶ νἄταν νἄνοιωθα
Κι ἀκόμα ἀφοῦ πεθάνω
Τὴν ἁπαλοσύνη του
Στὸν σκληρὸν ὕπνο ἐπάνω!

Τὴν ἁπαλοσύνη του
Ποιὸ σιγαλὸ τραγούδι,
Ποιὰ πνοὴ τὴν ἔπλασε;
Τίνος βελούδου χάδι,

Τίνος κύκνου πούπουλο,
Καὶ τίνος ῥόδου φύλλο;
Ποιὸ μετάξι ἀνεύρετο,
Ποιὸ μαγεμένο μῆλο;

Ξέρω ἓν ἀσπρολούλουδο,
Ἀνθὸ χωρὶς ψεγάδι,
Π᾿ ὅλο χάιδια χαίρεται
Ἀπ᾿ τὴν αὐγὴ ὡς τὸ βράδι

Ποὺ ποτὲ δὲν τρόμαξε
Τὰ ὁλόχλωρά του φύλλα
Τοῦ βοριὰ τὸ μούγκρισμα,
Τῆς μπόρας ἡ μαυρίλα

Καὶ στὸν ἴσκιο δείχνεται
Σὰ θείου ὀνείρου κρίνο
Καὶ στὸν ἥλιο χάνεται
Σὰν ἥλιου φῶς κι ἐκεῖνο.

Κι ὅ,τι γγίξῃ ἀνάλαφρα
Σ᾿ αὐτό, καὶ τὸ φαρμάκι,
Γίνεται χαμόγελο
Καὶ γίνεται φιλάκι.

Γῦρ᾿ ἐδῶ κι ἀκούμπησε
Καὶ διάλεξε γιὰ στρῶμα
Τὸ τραχὺ ξερόχωμα,
Ποὺ ἀκόμα, ὠιμέ! κι ἀκόμα

Τὸ χτυποῦν χιονόβροχα,
Τὸ ψέλνουν καλοκαίρια
Τῆς φροντίδας ὄχεντρες,
Τῆς συμφορᾶς μαχαίρια,

Τοῦ Καιροῦ αὐλακώματα,
Τοῦ Χάρου συγγενάδια,
Πέρασαν, τὸ πάτησαν,
Τ᾿ ἀφίσανε σημάδια.

Γύρε, κι ἀπὸ τἄφραστο
Τ᾿ ἀκούμπισμά σου ἂς πάρῃ
Χάρην ἀκριβώτερη
Κι ἀπ᾿ ὅση παίρνει χάρη

Ξέχειλο ἀπ᾿ τἀστάχινο
Κυματιστὸ χρυσάφι
Καὶ τὸ πιὸ παραρριχτὸ
Βραχόσπαρτο χωράφι!

 

ΤΑΦΟΣ

Ἥσυχα καὶ σιγαλά,
διψώντας τὰ φιλιά μας,
ἀπὸ τ᾿ ἄγνωστο γλιστρᾶς
μέσα στὴν ἀγκαλιά μας.

Πέφτ᾿ ἡ βαρυχειμωνιὰ
μ᾿ αἰφνίδια καλοσύνη
κ᾿ ἥσυχη καὶ σιγαλὴ
σὲ δέχτηκε κ᾿ ἐκείνη.

Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
σὲ χάιδευεν ὁ ἀέρας,
τῆς νυχτὸς ἡλιόφεγγο
κι ὀνείρεμα τῆς μέρας.

Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
μᾶς γέμιζες τὸ σπίτι,
γλύκα τοῦ κεχριμπαριοῦ
καὶ χάρη τοῦ μαγνήτη.

Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
ζοῦσε ἀπὸ σὲ τὸ σπίτι,
ὀμορφιὰ τ᾿ αὐγερινοῦ
καὶ φῶς τοῦ ἀποσπερίτη.

Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
φεγγάρια, ὢ στόμα, ὢ μάτι,
μίαν αὐγούλα σβήσατε
στὸ φονικὸ κρεββάτι.

Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
καὶ μ᾿ ὅλα τὰ φιλιά μας,
γύρισες πρὸς τ᾿ ἄγνωστο
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴν ἀγκαλιά μας.

Ἥσυχα καὶ σιγαλά,
ὦ λόγε, ὦ στίχε, ὦ ρίμα,
σπείρετε τ᾿ ἀμάραντα
στ᾿ ἀπίστευτο τὸ μνῆμα!

...[συνεχίζεται]...

Ἄφκιαστο κι ἀστόλιστο
τοῦ Χάρου δὲ σὲ δίνω.
Στάσου μὲ τ᾿ ἀνθόνερο
τὴν ὄψη σου νὰ πλύνω.

Τὸ χρυσὸ τὸ χτένισμα
μὲ τὰ χρυσὰ τὰ χτένια,
πάρτε ἀπ᾿ τὴ μανούλα σας
μαλλάκια μεταξένια.

Μήπως καὶ τοῦ Χάροντα
καθὼς θὰ σὲ κυττάξει,
τοῦ φανεῖς ἀχάϊδευτο
καὶ σὲ παραπετάξει!

Στὸ ταξίδι ποὺ σὲ πάει
ὁ μαῦρος καβαλλάρης,
κύτταξε ἀπ᾿ τὸ χέρι του,
τίποτε νὰ μὴν πάρεις.

Κι ἂν διψάσεις μὴν τὸ πιεῖς
ἀπὸ τὸν κάτου κόσμο
τὸ νερὸ τῆς ἀρνησιᾶς,
φτωχὸ κομμένο δυόσμο!

Μὴν τὸ πιεῖς κι ὁλότελα
κι αἰώνια μᾶς ξεχάσεις...
βάλε τὰ σημάδια σου
τὸ δρόμο νὰ μὴ χάσεις,

κι ὅπως εἶσαι ἀνάλαφρο,
μικρὸ σὰ χελιδόνι,
κι ἄρματα δὲ σοῦ βροντᾶν
παλικαριοῦ στὴ ζώνη,

κύτταξε καὶ γέλασε
τῆς νύχτας τὸ σουλτάνο,
γλίστρησε σιγὰ - κρυφὰ
καὶ πέταξ᾿ ἐδῶ πάνω,

καὶ στὸ σπίτι τ᾿ ἄραχνο
γυρνώντας, ὦ ἀκριβέ μας,
γίνε ἀεροφύσημα
καὶ γλυκοφίλησέ μας!