Μήτε μὲ τὸ σίδερο, Μήτε μὲ τὰ μάρμαρα Μόνο μὲ τοῦ πνεύματος Μ᾿ ὅλα μου τὰ δάκρυα Κι ἂ φοβᾶσαι, ἀγάπη μου, Ὅλα τὰ ἐρωτόπλαστα
|
ΟΤΑΝ ΕΙΤΑΝΕ ΣΤΗ ΖΩΗΓύρ᾿ ἐδῶ κι ἀκούμπησε Ἂχ καὶ νἄταν νἄνοιωθα Ἂχ καὶ νἄταν νἄνοιωθα Τὴν ἁπαλοσύνη του Τίνος κύκνου πούπουλο, Ξέρω ἓν ἀσπρολούλουδο, Ποὺ ποτὲ δὲν τρόμαξε Καὶ στὸν ἴσκιο δείχνεται Κι ὅ,τι γγίξῃ ἀνάλαφρα Γῦρ᾿ ἐδῶ κι ἀκούμπησε Τὸ χτυποῦν χιονόβροχα, Τοῦ Καιροῦ αὐλακώματα, Γύρε, κι ἀπὸ τἄφραστο Ξέχειλο ἀπ᾿ τἀστάχινο
|
ΤΑΦΟΣἭσυχα καὶ σιγαλά, Πέφτ᾿ ἡ βαρυχειμωνιὰ Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ Ἥσυχα καὶ σιγαλά, ...[συνεχίζεται]... |
Ἄφκιαστο κι ἀστόλιστο Τὸ χρυσὸ τὸ χτένισμα Μήπως καὶ τοῦ Χάροντα Στὸ ταξίδι ποὺ σὲ πάει Κι ἂν διψάσεις μὴν τὸ πιεῖς Μὴν τὸ πιεῖς κι ὁλότελα κι ὅπως εἶσαι ἀνάλαφρο, κύτταξε καὶ γέλασε καὶ στὸ σπίτι τ᾿ ἄραχνο
|