ΠΕΖΑ


ΤΟ ΚΑΥΚΑΛΟ

Οἱ ἄνθρωποι νομίζουνε πὼς τὰ ξέρουν ὅλα. Ἔτσι κανένας δὲ θά ῾θελε νὰ ὑποθέσει πὼς ἕνα καύκαλο μέσα στὴν ὀστεοθήκη του εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ ὅ,τι πιστεύεται κοινά. Γι᾿ αὐτὸ δὲν ἔτρεμε καθόλου τὸ χέρι τοῦ παράξενου ποιητῆ ὅταν ἦρθε μία μέρα νὰ ταράξει τὸν ὕπνο τῶν αἰώνων ποὺ κοιμόμουν μέσα στὸ μαῦρο μου κασονάκι, ὄξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ νεκροταφείου.

Τὶς δυὸ μικρὲς σπηλιὲς στὴ βάση τοῦ μετώπου μου - στὴ ζωὴ τ᾿ ὄνομά τους ἦταν γλυκὸ σὰν τὸ φῶς - τὶς γιόμιζε ἡ νύχτα τοῦ ἀσυνείδητου. Κάποια ἀράχνη ἐσάλευε ἀπάνω στὸ μηλίγγι μου κ᾿ εἶχε γίνει τὸ ὄνειρό μου. Ξυπνώντας ἔξαφνα, ἔνοιωσα νὰ μὲ σηκώνουν. Σίγουρα θὰ ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ χωνευτηρίου, ἐσκέφτηκα. Μὲ τὸ δίκιο τους θὰ κουράστηκαν οἱ δικοί μου νὰ πληρώνουν τόσα χρόνια τώρα τὸ μισὸ νοῖκι ποὺ ἐξασφάλιζε τὴ θέση μου στὴν αὐλὴ τῆς ἐκκλησίας. Ἀλλὰ δὲν ἦταν αὐτό. Μ᾿ ἐτύλιξαν σὲ μίαν ἐφημερίδα, κ᾿ ὕστερα ἀπὸ λίγην ὥρα ἐβρέθηκα στὸ τραπέζι τῆς μελέτης τοῦ ποιητῆ μου, ἀπάνω σ᾿ ἕνα βιβλίο ποὺ ἔτυχε νά ῾ναι κάτι εὔθυμα τραγούδια ἀγάπης.

Στὴν ἀρχὴ μ᾿ ἄφησαν ἥσυχο νὰ κοιτάζω ὅ,τι μποροῦσε νὰ χωρέσει στὸ στενό του κύκλο τὸ βλέμμα μου, ποὺ δὲν ἦταν βέβαια βολετὸ νὰ τὸ διευθύνω ὅπου ἤθελα. Ἀντίκρυ μου ἄσπριζε τὸ κρεβάτι. Οἱ θύμησές μου ὁλοένα ἐζωήρευαν μὲ τὸ νὰ τὸ βλέπω. Τώρα θυμόμουν καθαρὰ ἕνα κρεβάτι. Δὲν ἦταν τὸ κρεβάτι τῆς τελευταίας μου ἀρρώστειας. Γιατί τὸ ξεκουραστικὸ κρεβάτι τοῦ θανάτου δὲν τὸ θυμᾶται ἕνα καύκαλο σὰν ἐμένα παρὰ μόνο γιὰ νὰ νοσταλγήσει τὴ ζωή. Θυμόμουν, ὅμως, καθαρὰ ἕνα κρεβάτι. Ὕστερα ἐπέρασε θαμπὸ ἀπὸ τὴ μνήμη μου κάτι ἄλλο... Δὲν μπόρεσα νὰ ξεχωρίσω τί. Πάει τόσος καιρὸς ἀπὸ τότε...

Ἐκοίταζα τὸ ἡμερολόγιο στὸν τοῖχο γιὰ νὰ ἰδῶ πόσα χρόνια ἐβάστηξε ὁ ὕπνος μου, ὅταν ἔνιωσα ἀπὸ τὸ θόρυβο πὼς κάποιος ἐμπῆκε στὴν κάμαρα. Ἦταν ἕνας φίλος τοῦ ἀπαγωγέα μου. Ἦρθε καὶ στάθηκε μπροστά μου. Ὁ ποιητὴς μ᾿ ἔδειξε λέγοντας: «Νὰ σοῦ συστήσω τὸν κύριο...», κ᾿ εἶπε τ᾿ ὄνομά μου, ποὺ τό᾿ χε διαβάσει στὴν ὀστεοθήκη. Ὁ ἄλλος ὑποκλίθηκε χωρικά, ἔβγαλε τὸ καπέλο του καὶ μοῦ τὸ φόρεσε. Ἄναψε κ᾿ ἕνα τσιγάρο καὶ τὸ σφήνωσε στὰ δόντια μου. Ὕστερα ἀρχίσανε νὰ γελᾶνε. Ἐγὼ τοὺς ἐκοίταζα σοβαρά, ὅπως ταιριάζει, σ᾿ ὅσους ἔζησαν τὴ ζωή, νὰ κοιτοῦνε αὐτοὺς ποὺ θὰ τὴ ζήσουν. Δὲ μὲ πείραζε καθόλου ἕνα τέτοιο φέρσιμο, μόνε συλλογιζόμουνα τί ἁπλοϊκοὶ πού ῾ναι οἱ ἄνθρωποι νὰ νομίζουνε πὼς τὰ ξέρουν ὅλα καὶ νὰ μὴ θέλουνε ποτὲ νὰ παραδεχτοῦνε πὼς ἕνα καύκαλο μπορεῖ νά ῾ναι κάτι παραπάνω ἀπὸ ὅ,τι πιστεύεται κοινά.

Δυὸ ὁλόκληρες ὧρες ἀναγκάστηκα νὰ τοὺς ἀκούω. Τὰ λόγια τους θὰ μοῦ ῾φέρναν πικρὸ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη. Μιλούσανε γιὰ τὶς γυναῖκες τους, γιὰ τὰ βιβλία τους, γιὰ κάθε τί, σὰ νὰ μὴν ἦταν τὸ κρανίο ἑνὸς ἀνθρώπου ὅμοιου μ᾿ αὐτοὺς ἡ μπάλα ἐκείνη τῆς φρίκης ποὺ τὴ ἤξεραν τόσο κοντά τους.

Ἐφύγανε.

Ἀργά, μετὰ τὰ μεσάνυχτα, ἐγύρισε μονάχος ὁ ποιητής. Δὲν ξέρω γιατί ἔνιωσα κάτι σὰν ἕνα αἴσθημα ὑπεροχῆς νὰ μὲ κυριεύει. Καθὼς ἄναβε ἡ λάμπα, τὸ χέρι του δὲν ἦταν ὅμοια σταθερὸ ὅπως ὅταν ἄνοιγε τὸ μαῦρο μου κουτί, στὸ νεκροταφεῖο. Τὸ φῶς, πέφτοντας λοξὰ ἀπάνω μου, μοῦ ῾δωσε μίαν ὄψη παράξενα ζωντανή. Τὸ κατάλαβα ἀπὸ τὴν ἔκφραση τοῦ φίλου μου αὐτό. Μὲ πῆρε στὰ χέρι του. Ἄνοιξε τὸ παράθυρο. Θὰ μὲ πετοῦσε στὸ δρόμο, ἂν δὲν ἐκάρφωνα πιὸ μαῦρο καὶ πιὸ βαθὺ τὸ βλέμμα μου στὸ μεταξὺ τῶν ματιῶν του. Μ᾿ ἄφησε στὸ πεζοῦλι τοῦ παραθύρου κ᾿ ἔκλεισε. Ὅλη τὴ νύχτα τὸν ἄκουγα νὰ στριφογυρίζει στὸ κρεβάτι. Ἂν ἐκοιμήθηκε, θά ῾κάνε πολὺ ταραγμένο ὕπνο.

Τὸ πρωὶ βρέθηκα μέσα στὴν ὀστεοθήκη μου. Χωρὶς ἄλλο θὰ μ᾿ ἔφερε στὴ θέση μου ὁ ἴδιος ἐκεῖνος τύπος μὲ τὰ παράξενα γοῦστα. Τώρα ἀκουμπῶ τὸ σαγόνι μου στοχαστικὰ στὸ κόκκαλο τοῦ χεριοῦ καὶ σκέφτομαι τὴν περιπέτειά μου. Μοῦ φαίνεται πὼς βλέπω ἀκόμα τὸ βιβλίο μὲ τὰ εὔθυμα ἐρωτικὰ τραγούδια καὶ τὸ ἡμερολόγιο μὲ τὴν τραγικὰ προχωρημένη ἡμερομηνία. Περσότερο ὅμως συλλογιέμαι τὸ κρεβάτι. Τὸ κρεβάτι μ᾿ ἔκαμε νὰ μισοθυμηθῶ μιὰ μικρὴ ἱστορία ποὺ ἐνόμιζα πὼς εἶχα κατορθώσει νὰ ξεχάσω ὁλότελα.


[Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ]

(Εἶναι ἐδῶ; Εἶναι ἐκεῖ; Ἔφυγε; Θά ῾ρθει; Ποῦ εἶναι; Ἡ τελευταία;)

Ἄ! Τὸ δάσος πέρα. Ἕνα τραπεζάκι κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀπόμερο πεῦκο. Καὶ ἡ νύχτα ποὺ ἐρχόταν σιγὰ σιγὰ γιὰ νὰ μὴν τὴ νιώσουμε. Ἡ βοὴ τοῦ βραδινοῦ ἀνέμου στὰ κλαδιά. Τὰ λόγια ποὺ ἔλειπαν. Τὰ χέρια ὠχρά. Τὰ μάτια καὶ τ᾿ ἀστέρια. Μεσάνυχτα. Τίποτε ἀπ᾿ ὅλα δὲν εἶχε εἰπωθεῖ.

(Ψέματα; Ψέματα; Παιχνίδι φιλαρέσκειας; Περιέργεια; Ἐγωισμός;)

Κι ἄλλοτε ἡ θάλασσα. Τὰ πλοῖα ποὺ ἔφευγαν στὸν ὁρίζοντα παίρνοντας τὰ ὄνειρά μας. Ὁ φλοῖσβος μὲ τὶς ὑποσχέσεις του. Ἐκεῖ πάνω στὸ βράχο τ᾿ ἄφθονα καὶ ἀνεξήγητα δάκρυα. Ἡ μοναξιὰ στὸ ἀπέραντο. Τὰ φιλιά. Ἡ ψυχή...

(Τίποτε; Τίποτε; Παιδικότητες; Ρομαντισμός; Αὐταπάτη;)

Ἄλλες φορὲς ἡ αὐγὴ ἀναπάντεχη καὶ προδοτική. Ἀπὸ δρομάκια τὸ κουραστικὸ γύρισμα. Οἱ πρῶτοι θόρυβοι τῆς ἡμέρας. Ἡ γλυκιὰ μεταμέλεια στὸ πρόσωπο ποὺ φωτιζόταν ὁλοένα. Τὸ χαῖρε...

(Ἔφυγε; Δὲ θά ῾ρθει πιά; Τελευταία;)


Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑΣ

Θὰ καλλιεργήσω τὸ ὡραιότερο ἄνθος. Στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων θὰ φυτέψω τὴν Ἀχαριστία. Εὐνοϊκοὶ εἶναι οἱ καιροί, κατάλληλος ὁ τόπος. Ὁ ἄνεμος τσακίζει τὰ δέντρα. Στὴ νοσηρὴ ἀτμόσφαιρα ὀρθώνονται φίδια. Οἱ ἐγκέφαλοι, ἐργαστήρια κιβδηλοποιῶν. Τερατώδη νήπια τὰ ἔργα, ὑπάρχουν στὶς γυάλες. Καὶ μέσα σὲ δάσος ἀπὸ μάσκες, ζήτησε νὰ ζήσεις. Ἐγὼ θὰ καλλιεργήσω τὴν Ἀχαριστία.

Ὅταν ἔρθει ἡ τελευταία ἄνοιξις, ὁ κῆπος μου θά ῾ναι γεμάτος ἀπὸ θεσπέσια δείγματα τοῦ εἴδους. Τὰ σεληνοφώτιστα βράδια, μονάχος θὰ περπατῶ στοὺς καμπυλωτοὺς δρόμους, μετρώντας αὐτὰ τὰ λουλούδια. Πλησιάζοντας μὲ κλειστὰ μάτια τὴ βελούδινη, σκοτεινὴ στεφάνη τους, θὰ νιώθω στὸ ἀπρόσωπο τοὺς αἰχμηρούς των στημόνες καὶ θ᾿ ἀναπνέω τ᾿ ἄρωμά τους.

Οἱ ὧρες θὰ περνοῦν, θὰ γυρίζουν τ᾿ ἄστρα, καὶ οἱ αὖρες θὰ πνέουν, ἀλλὰ ἐγώ, γέρνοντας ὁλοένα περσότερο, θὰ θυμᾶμαι.

Θὰ θυμᾶμαι τὶς σφιγμένες γροθιές, τὰ παραπλανητικὰ χαμόγελα καὶ τὴν προδοτικὴ ἀδιαφορία.

Θὰ μένω ἀκίνητος ἡμέρες καὶ χρόνια, χωρὶς νὰ σκέπτομαι, χωρὶς νὰ βλέπω, χωρὶς νὰ ἐκφράζω τίποτε ἄλλο. Θὰ εἶμαι ὁλόκληρος μία πικρὴ ἀνάμνησις, ἕνα ἄγαλμα ποὺ γύρω του θὰ μεγαλώνουν τροπικὰ φυτά, θὰ πυκνώνουν, θὰ μπερδεύονται μεταξύ τους, θὰ κερδίζουν τὴ γῆ καὶ τὸν ἀέρα. Σιγὰ σιγὰ οἱ κλῶνοι τους θὰ περισφίγγουν τὸ λαιμό μου, θὰ πλέκονται στὰ μαλλιά μου, θὰ μὲ τυλίγουν μὲ ἀνθρώπινη περίσκεψη.

Κάτου ἀπὸ τὴ σταθερή τους ὤθηση, θὰ βυθίζομαι στὸ χῶμα.

Καὶ ὁ κῆπος μου θὰ εἶναι ὁ κῆπος τῆς Ἀχαριστίας.


ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΣ

Ι

Δὲν ἤξερε ἂν ἦταν μικρόβιο ἢ ἀόρατος κακοποιός, ἢ ἀκόμη τίποτε ἄλλο. Ἐπίστευε ὅμως ὅτι ὁ Χρόνος ὑπῆρχε στὸ διάστημα. Εἶχε ἀρκετὲς ἀποδείξεις.

Κάποτε, σ᾿ ἕνα μακρινὸ ταξίδι του, τὸ βαπόρι πέρασε ἀπὸ τὸ λιμάνι μιᾶς ἐπαρχιακῆς πόλεως ὅπου εἶχε ζήσει μικρός. Ἐβγῆκε ἔξω, θέλοντας νὰ θυμηθεῖ τὴν παιδική του ζωή. Ἦταν Κυριακή. Στὴν πλατεία ἡ μπάντα ἔπαιζε κάποια ἰταλικὴ ὄπερα. Ὁ κόσμος ἔκανε βόλτες ἢ καθόταν στὸ καφενεῖο. Τὰ παιδιά, ὅσα δὲν ἔτρεχαν, παρακολουθοῦσαν τὶς κινήσεις τοῦ ἀρχιμουσικοῦ. Μιὰ μακαριότης ἐπλανᾶτο πάνω σ᾿ ὅλα.

Εἶδε τὸ πατρικό του σπίτι. Τὸν κῆπο. Τὴν ταράτσα, ποὺ ἀνέβαινε γιὰ νὰ ἁπλώσει τοὺς ἀετούς, ἢ γιὰ νὰ κηρύξει πετροπόλεμο, δένοντας βιαστικὰ βιαστικὰ χάρτινες σημαιοῦλες.

Τίποτε δὲν ἄλλαξε. Οἱ καρέκλες τοῦ ζαχαροπλαστείου σὲ τρεῖς σειρές, ὅπως καὶ τότε. Ἀκόμα καὶ ἡ πλάκα ποὺ πατοῦσε ἦταν ἴδια. Ὅλα ἦταν τὰ ἴδια. Μόνο ποὺ εἶχαν μικρύνει. Εἶχαν ἀπελπιστικὰ μικρύνει. Εἶχαν χάσει τὸ ἕνα τρίτο του ὄγκου τους. Ἀλλὰ αὐτὸ ἔγινε συμμετρικά, κ᾿ ἔτσι οἱ ἄνθρωποι ποὺ κάθονταν ἀκίνητοι καὶ σιωπηλοί, σὰν ἀπόντες, γύρω στὰ μαρμάρινα τραπέζια, καὶ τὰ κορίτσια, πιὸ πέρα, μὲ τὶς φωτεινὲς γραμμὲς τῆς σιλουέτας τους, ὑψωμένες παράλληλα πρὸς τὸ νερὸ τοῦ ἀναβρυτηρίου, καὶ οἱ δυὸ γέροι, σ᾿ ἕνα μπαλκόνι, μὲ τὶς θαμπές, ἀμφίβολες γραμμές, τῶν χαρακτηριστικῶν τους, καὶ οἱ μουσικοί, καὶ ὁ ἀρχιμουσικὸς ἀκόμα, ποὺ ἐνόμιζε ὅτι κρατοῦσε μὲ τὴ μπαγκέτα του τὸ Χρόνο, δὲν εἶχαν τίποτε ἀντιληφθεῖ. Ὁ Χρόνος ὅμως ἐδούλευε ἐλεύθερα ἀνάμεσά τους, τρώγοντας κάθε στιγμὴ κάτι ἀπὸ τὴ φτωχή τους ὕπαρξη.

Ἔμεινε ἐκεῖ ἀρκετὴ ὥρα, ἀφηρημένος, σὰ νὰ περίμενε τοὺς μικρούς του φίλους. Γιὰ νὰ συνέλθει χρειάστηκε ἕνα στριγγὸ σφύριγμα. Τὸ καράβι ἔφευγε.

ΙΙ

Ὕστερα θυμόταν ἕναν χορὸ μεταμφιεσμένων. Ὑποχρεωτικὸ ἔνδυμα ὁρισμένης ἐποχῆς. Κυρίες, μὲ μεταξωτὰ ρὸζ ἢ οὐρανιὰ κρινολίνα, μὲ πουδραρισμένα μαλλιά, μὲ πράσινες καὶ χρυσὲς περοῦκες, ἔπεφταν ἡμίγυμνες, γεμάτες ἐμπιστοσύνη, στὰ χέρια τῶν δουκῶν - χρηματομεσιτῶν καὶ μαρκησίων - καπνεμπόρων. Ἐσφίγγονταν τόσο, ποὺ τὰ μέτωπά τους ἀκουμποῦσαν κάποτε στὰ χείλη τῶν καβαλιέρων καὶ ἡ στεφάνη τοῦ κρινολίνου ἀνασηκωνόταν.

Παραμερίζοντας ὅλοι, ἐσχημάτιζαν ἕνα κύκλο στὸ κέντρο τῆς αἰθούσης, καὶ τέσσερα ζεύγη, τὰ πιὸ ἐξαϋλωμένα, ἄρχισαν νὰ χορεύουν μενουέτο. Ἡ παραίσθησις ἦταν πλήρης. Τὸ κομμάτι θὰ περιεῖχε βέβαια δυὸ τρεῖς μαγικὲς νότες, ποὺ ἐπαναλαμβάνονταν σὲ κάθε φράση, καὶ οἱ νότες αὐτὲς δημιουργοῦσαν τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς περασμένης ἐποχῆς, συνεχῆ, κρυστάλλινη. Τὰ μικρά, γρήγορα βήματα, οἱ κομψὲς ὑποκλίσεις, τὰ νοσταλγικὰ βλέμματα, τὰ γεμάτα συγκρατημένο ἐρωτισμὸ χαμόγελα, περίεργες ἐστάμπες ποὺ εἶχαν διατηρηθεῖ ἄθικτες στὴν προθήκη ἑνὸς μουσείου.

Ἔπειτα ἔγινε τὸ πιὸ ἀπροσδόκητο. Οἱ χορευτὲς ἔχασαν τὸ λογαριασμό τους. Ἐνῷ ἔπρεπε νὰ ὑπολογίσουν ἀκριβῶς πόσα χρόνια εἶχαν ὑποχωρήσει πρὸς τὸ παρελθόν, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ξαναγυρίσουν καὶ νά ῾βροῦν τὴν προσωπικότητά τους, ἔβλεπε κανεὶς πὼς εἶχαν γελαστεῖ. Ἀνεπανόρθωτα γελαστεῖ. Ἑκατὸ ὁλόκληρα χρόνια ἐπροχώρησαν, χωρὶς βέβαια νὰ τὸ ὑποπτευθοῦνε. Παρακολουθοῦσε τώρα τὶς κινήσεις τους. Οἱ τέσσερις γυναῖκες σκελετοί, θανάσιμα κομψοί, ἐπήγαιναν πρὸς τοὺς ἀντρικούς, κ᾿ ἔπειτα ἐπέστρεφαν μὲ μελαγχολικὴ χάρη, σὰ ν᾿ ἀναγνώριζαν τὸ λάθος τους. Οἱ καβαλιέροι σταματοῦσαν, καὶ τὸ κρανίο τους ἐβάραινε τὴ γῆ, ἐνῷ ψηλά, μὲ ἡλεκτρικὰ γράμματα ποὺ ἄναβαν κι ἔσβηναν, ἦταν γραμμένο: ΑΠΟΚΡΕΩ 2027.

ΙΙΙ

Ἄλλοτε συνέβαινε κάτι περίεργο. Ἀκούγοντας μία φράση ἢ παρακολουθώντας ἕνα ἀσήμαντο γεγονός, εἶχε τὴν ἐντύπωση ὅτι τὸ πρᾶγμα αὐτὸ ἔγινε ἢ ἐλέχθηκε προηγουμένως, ἄγνωστο σὲ ποιὸ μέρος καὶ πότε ἀκριβῶς, καὶ ὅτι τώρα ἐπαναλαμβάνεται κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο. Τοῦ φαινόταν πολὺ παράξενο. Μπορεῖ τὴν πρώτη φορὰ νὰ ἦταν ὄνειρο. Ὁλοφάνερο ὅμως ὅτι τώρα ἢ τότε κάποιος ἤθελε νὰ παίξει μαζί του.

Συνήθως αὐτὸ γινόταν μὲ τὴν ὁμιλία πάνω στὰ κοινότερα θέματα. Ζητοῦσε λ.χ. νὰ πληροφορηθεῖ γιὰ ἕνα δρόμο ποὺ δὲν ἤξερε. Ὁ ἄνθρωπος τὸν ὁποῖον εἶχε ρωτήσει τὸν κοίταζε γιὰ μία στιγμὴ χωρὶς ν᾿ ἀπαντήσει, κ᾿ ἔπειτα ἔβγαζε τὸ καπέλο του κ᾿ ἐσκούπιζε τὸ μέτωπό του. Τὸν ρωτοῦσε πάλι, ἀλλὰ συγχρόνως σὰν ἀστραπὴ περνοῦσε ἀπὸ τὸ νοῦ του ἢ σκέψις ὅτι αὐτὴ ἡ μικρὴ ἱστορία εἶχε ξαναγίνει. Ἡ πληροφορία ποὺ ζήτησε, ἡ σιωπὴ τοῦ ἄλλου, ἡ δεύτερη ἐρώτησή του, ὅλα, ὅλα ἀπαράλλαχτα. Ἔπειτα, συνεχίζοντας τὴ σκέψη του, ἔλεγε μέσα του: «Νὰ ἰδεῖς ποὺ τώρα θ᾿ ἀκούσω: -Δὲν ξέρω, ἀλλὰ νομίζω μετὰ τὶς γραμμὲς τοῦ τρὰμ ποὺ θὰ συναντήσετε-». «Δὲν ξέρω, ἀλλὰ μετὰ τὶς γραμμὲς ποὺ θὰ συναντήσετε», ἀπαντοῦσε ὁ ἄγνωστος σὰν ἠχὼ τῆς σκέψεώς του, κ᾿ ἔφευγε βιαστικά, σκυμμένος, πνίγοντας ἕνα γέλιο.

IV

Ἐμελέτησε. Ἐπούλησε κάποιο σπίτι ποὺ εἶχε, καὶ ἀγόρασε χημικὰ ὄργανα. Κλεισμένος ὁλημέρα σ᾿ ἕνα ὑπόγειο, ἔκανε σειρὲς πειραμάτων, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὰ πιὸ ἁπλὰ καὶ τολμώντας τὰ ἀδύνατα. Ἀνέλυε τὶς οὐσίες, ἤλεγχε τοὺς τύπους ποὺ παραδέχτηκε ἡ ἐπιστήμη. Προσπαθοῦσε νὰ βρεῖ ἕνα λάθος στὰ δεδομένα της, κι ἀπὸ τὸ λάθος αὐτὸ νὰ βγάλει τὸ νέο στοιχεῖο. Μέσα στὸ ὑδρογόνο ἢ τὸ ὀξυγόνο, μποροῦσε νὰ ὑπάρχει, σὲ μικρὴ βέβαια ἀναλογία, ὁ Χρόνος. Δὲν ἀποθαρρυνόταν. Γεμάτος χαρὰ ἐπανελάμβανε τὸ πείραμα ποὺ ἀπέτυχε.

Παρακολουθοῦσε τὴ ζωὴ ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα. Χαμογελοῦσε πονηρὰ στὴ σκέψη ὅτι κανένας δὲν τὸν παρακολουθεῖ τὸν ἴδιο. Ὅλοι, σκυμμένοι στὶς δουλίτσες τους, συλλογιζόταν μόνο πὼς νὰ τὰ βολέψουν. Ὅταν ὅμως θὰ τελειοποιοῦσε τὴν ἐφεύρεσή του καὶ θὰ περιόριζε τὸ Χρόνο μέσα σ᾿ ἕνα γυαλὶ τοῦ ἐργαστηρίου του, νὰ ἰδοῦμε τοὺς μεγαλόσχημους κυρίους ποὺ γέμισαν τὸν κόσμο μὲ σαπουνόφουσκες. Νὰ ἰδοῦμε τί θὰ γίνουν οἱ τόκοι καὶ τὰ ἐπιτόκια τοῦ ἀπέναντι τοκογλύφου. Νὰ ἰδοῦμε μὲ ποιὰ ἡμερομηνία θὰ βγάζουν τὶς ἐφημερίδες τους.

V

Τώρα ἡ ἱστορία αὐτὴ ἔχει τελειώσει. Στὸ ἀπομονωτήριο τοῦ ἀσύλου ποὺ βρίσκεται, ἡ νύχτα καὶ ἡ μέρα τοῦ εἶναι τὸ ἴδιο ἀδιάφορες. Ἂν μπαίνει ἀπὸ τὸ φεγγίτη λίγο φῶς, τὸ κοιτάζει γιὰ μία στιγμὴ κ᾿ ἔπειτα τὸ ἐπιστρέφει μὲ ὅλη του τὴν καρδιά. Βλέπει τὸ φωτεινὸ ἐκεῖνο τετραγωνάκι, δειγματολόγιο σὲ σχῆμα βιβλίου, ν᾿ ἀλλάζει χρώματα, σὰ νὰ τὸ φυλλομετρᾷ τὸ ἀόρατο χέρι τοῦ Θεοῦ. Ρόζ, μπλέ, πράσινο, μώβ... Αὐτὸς ὅμως προτιμᾷ τὸ βελούδινο μαῦρο ποὺ προεκτείνεται στὸ δωμάτιο ὅταν νυχτώσει.

Ἔτσι περνοῦνε οἱ ὧρες, ἔτσι περνοῦνε οἱ μέρες κάθε εὐτυχισμένου ὀνειροπόλου. Μένει ὁλομόναχος, ἀκίνητος μέσα στοὺς τέσσερες τοίχους, σὰν παλιὰ λιθογραφία στὴν κορνίζα της. Ἔχει τὸ συναίσθημα ὅτι ἐπραγματοποίησε τὸ μεγάλο σκοπὸ τῆς ζωῆς του. Τίποτε δὲν ἀλλάζει ἀπὸ ὅσα τὸν περιστοιχίζουν. Καὶ ὁ Χρόνος δὲν ὑπάρχει.


ΤΡΕΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΧΑΡΕΣ

Ὄμορφος κόσμος, ἠθικός, ἀγγελικὰ πλασμένος!
Δ. Σολωμός

Ι. ΚΑΛΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ

Εἶναι ἕνας ἀγαθὸς γεροντάκος. Ἔπειτα ἀπὸ τριάντα χρόνων ὑπηρεσία, ἔχει νὰ διατρέξει ὅλους τοὺς βαθμούς. Γραφεὺς στὸ πρωτόκολλο.

Πάντα ἔκανε τὴ δουλειά του εὐσυνείδητα, σχεδὸν μὲ κέφι. Σκυμμένος ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ στὸ παρθενικὸ βιβλίο του, περνοῦσε τοὺς ἀριθμοὺς καὶ ἀντέγραφε τὶς περιλήψεις. Κάποτε, μετὰ τὴν καταχώριση ἑνὸς εἰσερχομένου ἢ ἑνὸς ἐξερχομένου, ἐτράβαγε μιὰ γραμμὴ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὴν τελευταία στήλη καὶ προχωροῦσε πρὸς τὸ περιθώριο, ἔτσι σὰν ἀπόπειρα φυγῆς. Αὐτὴ ἡ οὐρὰ δὲν εἶχε θέση ἐκειμέσα, ὅμως τὴν τραβοῦσε βιαστικά, μὲ πεῖσμα, θέλοντας νὰ ἐκφράσει τὸν ἑαυτό του. Ἂν ἔσκυβε κανεὶς πάνω στὴν ἁπλὴ καὶ ἴσια γραμμούλα, θὰ διάβαζε τὴν ἱστορία τοῦ καλοῦ ὑπαλλήλου.

Νέος ἀκόμη, μπαίνοντας στὴν ὑπηρεσία, ἐχαιρέτησε μὲ συγκαταβατικὸ χαμόγελο τοὺς συναδέλφους του. Ἔτυχε νὰ καθίσει σ᾿ αὐτὴν τὴν καρέκλα. Κ᾿ ἔμεινε ἐκεῖ. Ἦρθαν ἄλλοι ἀργότερα, ἔφυγαν, ἐπέθαναν. Αὐτὸς ἔμεινε ἐκεῖ. Οἱ προϊστάμενοί του τὸν θεωροῦσαν ἀπαραίτητο. Εἶχε ἀποκτήσει μία φοβερή, μοιραία εἰδικότητα.

Ἐλάχιστα πρακτικὸς ἄνθρωπος. Τίμιος, ἰδεολόγος. Μ᾿ ὅλη τὴ φτωχική του ἐμφάνιση, εἶχε ἀξιώσεις εὐπατρίδου. Ἕνα πρωί, ἐπειδὴ ὁ Διευθυντής του τοῦ μίλησε κάπως φιλικότερα, ἐπῆρε τὸ θάρρος, τοῦ ἀπάντησε στὸν ἑνικό, ἐγέλασε μάλιστα ἀνοιχτόκαρδα καὶ τὸν χτύπησε στὸν ὦμο. Ὁ κύριος Διευθυντὴς τότε, μ᾿ ἕνα παγωμένο βλέμμα, τὸν ἐκάρφωσε πάλι στὴ θέση του. Κ᾿ ἔμεινε ἐκεῖ.

Τώρα, βγαίνοντας κάθε βράδυ ἀπὸ τὸ γραφεῖο, παίρνοντας τὸν παραλιακὸ δρόμο, βιαστικὸς βιαστικός, γυρίζοντας δαιμονισμένα τὸ μπαστούνι του μὲ τὴν ὡραία, νικέλινη λαβή, γράφει κύκλους μέσα στὸ ἄπειρο. Καὶ μέσα στοὺς κύκλους τὰ σημεῖα τοῦ ἀπείρου. Ὅταν περάσει τὰ τελευταῖα σπίτια, θ᾿ ἀφήσει πάντα νὰ ξεφύγει ψηλὰ μὲ ὁρμὴ τὸ μπαστούνι του, ἔτσι σὰν ἀπόπειρα λυτρωμοῦ.

Μετὰ τὸν περίπατο τρυπώνει σὲ μία ταβέρνα. Κάθεται μόνος, ἀντίκρυ στὰ μεγάλα, φρεσκοβαμμένα βαρέλια. Ὅλα ἔχουν γραμμένο πάνω ἀπ᾿ τὴν κάνουλα, μὲ παχιά, μαῦρα γράμματα, τ᾿ ὄνομά τους: Πηνειός, Γάγγης, Μισσισσιππῆς, Τάρταρος. Κοιτάζει ἐκστατικὸς μπροστά του. Τὸ τέταρτο ποτηράκι γίνεται ποταμόπλοιο, μὲ τὸ ὁποῖο ταξιδεύει σὲ θαυμάσιους, ἄγνωστους κόσμους. Ἀπὸ τὰ πυκνὰ δέντρα, πίθηκοι σκύβουν καὶ τὸν χαιρετᾶνε. Εἶναι εὐτυχής.

II. ΕΝΑΣ ΠΡΑΚΤΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

Δὲν ξέρω τί φοροῦσε στὸ κεφάλι. Τὰ ροῦχα της δὲν εἶχαν οὔτε σχῆμα οὔτε χρῶμα. Ἐμπῆκε στὸ γραφεῖο κρατώντας στὴν ἀγκαλιὰ δυὸ παιδιὰ καὶ σέρνοντας τέσσερα. Καθένα ἔκλαιγε ἢ ἐφώναζε μὲ ἰδιαίτερο τρόπο. Ἄλλο τραβοῦσε τὸ φουστάνι της, ἄλλο τὰ μαλλιά της. Ἕνα ἀγόρι ὡς τριῶν χρονῶν ἔτρεμε μὲ κάτι παράξενα ἀναφιλητά, χωρὶς νὰ κλαίει. Ὅλα μαζὶ -- φριχτὴ συμφωνία -- ἐκοίταζαν τὴ μητέρα τους ὅπως οἱ μουσικοὶ τὸ μαέστρο. Αὐτὴ ὅμως εἶχε ξεχάσει τὴν παρτιτούρα της σ᾿ ἕνα κομψὸ γραφειάκι ἀπὸ acajou.

Στάθηκε μπροστά μας μὲ ὀρθάνοιχτα μάτια. Κάτι σὰν ψεύτικο γέλιο, μιὰ γκριμάτσα οἴκτου πρὸς τὸν ἑαυτό της, ἐξηγοῦσε τὰ λόγια της. Ἦταν Ἀρμένισσα. Ὁ ἄντρας της ἐπέθανε σ᾿ ἕνα χωριό, κ᾿ ἦρθε ἀπὸ κεῖ ζητώντας ψωμὶ γιὰ τὰ παιδιά της. Τώρα παρακαλοῦσε νὰ στεγασθεῖ. Κάποιος ποὺ ἤξερε τὴ γλῶσσα της τῆς εἶπε ὅτι δὲν ὑπῆρχε πουθενὰ θέσις. Καὶ καθὼς δὲν ἤθελε νὰ καταλάβει, τὴν ἔβγαλαν ἔξω στὸ διάδρομο. Ἔμεινε ξαπλωμένη μὲ τὰ παιδιά της ὡς τὸ μεσημέρι. Τὴν ἄλλη μέρα, ἡ ἴδια ἱστορία. Ἦρθε πολλὲς φορὲς ἀκόμη.

Ἐπιτέλους τὴν ἔριξαν σὲ μία ἀποθήκη. Τριάντα οἰκογένειες προσφύγων ποὺ ἔμεναν ἐκειμέσα εἶχαν χωρίσει τὰ νοικοκυριά τους πρόχειρα, μὲ φανταστικοὺς τοίχους. Μπόγοι, κασέλες, κουβέρτες ἁπλωμένες, ξύλα βαλμένα στὴ γραμμή, ἐσχημάτιζαν τετράγωνα, τὰ μαχητικὰ τετράγωνα τῆς τελευταίας ἀμύνης. Σ᾿ αὐτὲς τὶς φωλιὲς ἀκινητοῦσαν ἢ ἐσάλευαν πένθιμα σκιὲς ἀνθρώπων. Τρεῖς τρεῖς, πέντε πέντε, σκορπισμένοι ἀνάμεσα σὲ ρυπαρὰ ροῦχα καὶ ὑπολείμματα ἐπίπλων, ἦταν σὰ νὰ ψιθύριζαν παραμύθια ἢ νὰ προσπαθοῦσαν σιγὰ ν᾿ ἀποτινάξουν τὸ σκοτάδι.

Τώρα ἡ ἀποθήκη φωτίζεται ἀπὸ ἕνα κερί. Κάποιο δέμα τυλιγμένο μὲ καθαρὸ ἄσπρο πανὶ ἔχει τοποθετηθεῖ προσεκτικά, κάθετα πρὸς τὸν τοῖχο, χάμου. Εἶναι τὸ μικρότερο ἀπὸ τὰ ἕξι παιδιὰ τῆς Ἀρμένισσας, ποὺ πέθανε λίγες ὧρες μετὰ τὴν ἐγκατάστασή τους. Τ᾿ ἀδέλφια του παίζουν ἔξω στὸν ἥλιο. Ἡ μητέρα, ξαλαφρωμένη, παραστέκει γιὰ τελευταία φορὰ τὸ μωρό της. Οἱ ἄλλες γυναῖκες τὴ μακαρίζουν, γιατί θὰ μπορέσει ἀπὸ αὔριο νὰ πιάσει δουλειά. Εἶναι σχεδὸν εὐτυχής. Καὶ ὁ νεκρὸς ἀκόμη περιμένει μὲ τόση ἀξιοπρέπεια...

ΙΙΙ. ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ BOVARY

Στὴ μέση τῆς γιορτῆς προχωροῦσε ἀργά. Καθὼς ὅλοι βιάζονταν γύρω της, ἦταν σὰν ἕνα μαῦρο στίγμα σὲ πανὶ κινηματογράφου. Συντροφιὲς ἀπὸ νέους περνοῦσαν. Ἄλλοι τὴν ἔβλεπαν κ᾿ ἐξακολουθοῦσαν τὸ δρόμο τους, ἄλλοι τῆς ἐσφύριζαν ἕνα κομπλιμέντο, ἄλλοι τῆς ἔλεγαν διστακτικὰ μιὰ φράση περιμένοντας ἀπάντηση. Ὅπου ὁ συνωστισμὸς ἦταν μεγαλύτερος, ἡ τόλμη ἐλευθερώνοταν καὶ δὲν ἀρκοῦσαν τὰ λόγια. Κάποιος ἐστάθηκε γελώντας μπροστά της, πρόσωπο μὲ πρόσωπο, ὥρα πολλή. Ναῦτες ἐπέρασαν δίπλα, κι ὅλοι ἐπρόσεξαν νὰ τὴν σπρώξουν. Κάτι σκοτεινοὶ τύποι τὴν ἀκολουθοῦσαν βῆμα πρὸς βῆμα.

Ἔνιωθε τὸν ἑαυτό της κέντρο ὅλου αὐτοῦ τοῦ πλανόδιου ἐρωτισμοῦ. Χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει ἐπηρεαζόταν ἀπὸ τὴν ἄγρια θέληση τόσων ἀνδρῶν. Ἐκνευρισμένη ἀκόμη ἀπὸ τὸν θόρυβο, τὴ ζέστη καὶ τὴν προσπάθεια νὰ προχωρεῖ, στάθηκε σ᾿ ἕνα κύκλο ἀνθρώπων. Σὲ λίγο κάποιος ἦρθε σιμά της. Δὲν τὸν ἔβλεπε, αἰσθανόταν ὅμως νὰ σφίγγεται ὁλοένα πάνω της. Ἔπεφτε ἀπότομα, ὕστερα ἔμενε ἀκίνητος, ὕστερα πάλι πλησίαζε, ἀκριβῶς ὅπως ὁ λεπτοδείχτης, στὰ μεγάλα ρολόγια τοῦ δρόμου, προχωρεῖ μὲ ἀραιὰ πηδήματα πρὸς τὸν ὡροδείχτη. Τὸ σῶμα της τώρα, ποὺ τὸ προστάτευε μόλις ἕνα λεπτὸ φόρεμα, ἦταν ὁλόκληρο πάνω στὸ δικό του. Μουδιασμένη, ἐκμηδενισμένη, ἔκλεισε τὰ μάτια, κ᾿ ἔγειρε ἐλαφρά. Αὐτὸς τότε, ἀρπάζοντας μὲ βία τὸ χέρι της, τῆς μίλησε. Ἐγύρισε καὶ τὸν εἶδε. Ἀλήτης. Κόκκινο, ζαρωμένο πρόσωπο, μάτια ἀναμμένα, γένια πυρρά. Τὰ ροῦχα του, ξεβαμμένα, εἶχαν ἕνα κοκκινωπὸ χρῶμα. Ἔσκυψε τὸ κεφάλι της κοκκινίζοντας. Ἦταν λοιπὸν ὁ Ἔρως;

Ἐσυνέχισε τὸ δρόμο της χωρὶς ν᾿ ἀπαντήσει. Τὴν ἔσπρωχνε μέσα στὸ πλῆθος. Ὅταν ἀπομακρύνθηκαν στάθηκε καὶ τοῦ εἶπε νὰ τὴν ὁδηγήσει ὅπου ἤθελε. Αὐτὴ θὰ τὸν ἀκολουθοῦσε σὲ μικρὴ ἀπόσταση. Ἐκοίταξε δύσπιστος, ἀλλὰ ἐπροχώρησε. Ἔφτασαν σὲ δρόμους ἐρημικούς. Ἐβγήκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Τώρα περπατοῦσαν δίπλα σ᾿ ἕνα φράχτη. Ἦταν πανσέληνος. Ἡ εὐωδιὰ τῶν κήπων ἐγέμιζε τὰ στήθη της. Μέσα στὴ σιωπὴ ἀκούονταν οἱ γρῦλοι καὶ τὰ γρήγορα βήματα τῶν δυὸ ἀνθρώπων. Ἐγύριζε καὶ τὴν ἔβλεπε συχνά. Τὸ πρόσωπό του φωτιζόταν ἀπὸ τὸ φεγγάρι, παίρνοντας μία ξένη ἔκφραση. Καὶ ἡ σιλουέτα του, μὲ τὰ παλιά, σχισμένα ροῦχα, καθὼς ἐπήγαινε κουτσαίνοντας λίγο, εἶχε κάποιον ἀλλιώτικο, βιβλικὸ χαρακτῆρα. Ἔφταναν σ᾿ ἕνα δάσος. «Ἐδῶ» εἶπε ὁ ἄντρας βραχνά.

Ἀπὸ τὰ μάτια της ἐπέρασαν τὴν ἴδια στιγμὴ εἰκόνες παιδικῶν ἀναμνήσεων. Οἱ χαλκομανίες μὲ τὰ ξανθὰ ἀγγελούδια ποὺ κρατοῦσαν γιρλάντες ἀπὸ τριαντάφυλλα καὶ χαμογελοῦσαν, φυλακισμένα στὰ φύλλα ἑνὸς βιβλίου. Οἱ βασίλισσες καὶ οἱ ἱππότες τῶν παραμυθιῶν. Τὸ μὼβ φορεματάκι τῆς πρώτης κούκλας. Ὁ θάνατος τοῦ ἀδελφοῦ της...Ὕστερα, ὅταν μεγάλωσε, τὰ χρόνια ποὺ πέρασε μονάχη μὲ τὴν μητέρα της. Ἔχανε κανεὶς τὸν ἀριθμό τους μέσα σ᾿ ἕνα σκοτεινὸ δωμάτιο. Καὶ οἱ ἐνοικιαστές. Ἔχανε κανεὶς τὴ σειρά τους...

Ὁ ἄλλος ἦταν εὐτυχής. Σὰν πρᾶγμα ἀφέθηκε στὰ χέρια του. Τὴν ἔσχισε σὰ χαρτὶ καὶ τὴν πέταξε χάμου μὲ θυμὸ ἀσυγκράτητο, μὲ τὴν πρωτόγονη ὁρμὴ τῆς διψασμένης του νιότης. Στὶς ἀκούσιες καὶ ἄτονες ἀρνήσεις της, στὶς σβησμένες λέξεις ποὺ ἐπρόφερε ὄχι ἡ ἴδια ἀλὰ τὸ φῦλο της, στὴν ἔνστικτο ὑποχώρηση τῆς σάρκας της, αὐτὸς εἶχε ν᾿ ἀντιτάξει βλαστήμιες καὶ βρισιές, ποὺ ἐσκέπαζαν, ἐξιλέωναν μὲ χυδαιότητα ὅλες τὶς ἄσεμνες κινήσεις του. Σκληρό, παγωμένο τὸ στόμα του, μὲ μιὰ ἀποπνικτικὴ ἀνάσα, ἀληθινὴ πληγῆ, ἐσφράγιζε αἱματηρά τους ὤμους, τὰ χείλη, τὸ ἁγνὸ μέτωπο. Εἶχε τὴν ἐντύπωση ὅτι κάπου ἀλλοῦ συνέβαινε αὐτὴ ἡ φριχτὴ ἱστορία, κ᾿ ἔκλεισε τὰ μάτια της.

Ἐπέρασαν ὦρες. Ἡ αὐγὴ ἔσκυβε στὸ ἴνδαλμά της. Τὸ πελιδνὸ σῶμα τῆς γυναίκας ἔλαμπε σὰν ἄστρο διαρκῶς περσότερο. Μέσα στὰ δάκρυά της ἐκοίταξε γύρω ἔκπληκτη. Ἐζήτησε νὰ ντυθεῖ. Δὲν ἤθελε νὰ τὴν ἀφήσει. Τῆς μιλοῦσε τώρα μὲ τρυφερότητα. Ὕστερα ἄρχισε νὰ τραγουδάει. Τῆς εἶπε κάτι σὰν ἀστεῖο. Τέλος σηκώθηκε καί, χωρὶς λόγο, ἐπήδηξε τρεῖς φορὲς ὅσο μποροῦσε πιὸ ψηλά, ξεφωνίζοντας ἀσυνάρτητες λέξεις. Σὲ λίγη ὥρα τὴν ἀγκάλιασε πάλι. Ἦταν εὐτυχής.


ΦΥΓΗ

Ι

Αἰσθάνομαι τὴν πραγματικότητα μὲ σωματικὸ πόνο. Γύρω δὲν ὑπάρχει ἀτμόσφαιρα, ἀλλὰ τείχη ποὺ στενεύουν διαρκῶς περισσότερο, τέλματα στὰ ὁποῖα βυθίζομαι ὁλοένα. Ἀναρχοῦμαι ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις μου.

Ἡ παραμικρότερη ὑπόθεση γίνεται τώρα σωστὴ περιπέτεια. Γιὰ νὰ πῶ μία κοινὴ φράση, πρέπει νὰ τὴ διανοηθῶ σ᾿ ὅλη της τὴν ἔκταση, στὴν ἱστορική της θέση, στὶς αἰτίες καὶ τὰ ἀποτελέσματά της. Ἀλγεβρικὲς ἐξισώσεις τὰ βήματά μου.

ΙΙ

Εἶμαι ὁ Φαίδων ριγμένος στὴ λάσπη. Θαυμαστὸ βιβλίο, ποὺ οἱ ἔννοιές του δὲ θὰ τὸ σώσουν ἀπὸ τὸν ἄνεμο καὶ τὴ βροχή, ἀπὸ τὰ στοιχεῖα καὶ τοὺς ἀνθρώπους.

ΙΙΙ

Στὸ χυδαῖο αὐτὸ καρναβάλι, ἐφόρεσα ἀληθινὴ πορφύρα, στέμμα ἀπὸ καθαρό, ἀτόφιο χρυσάφι, ὕψωσα ἕνα σκῆπτρο πάνω ἀπὸ τὰ πλήθη, κ᾿ ἐπήγαινα ἀκολουθώντας τὴν ἐσωτερική μου φωνή. Ἔχανα τὴ συνείδηση τοῦ περιβάλλοντος, ἀλλὰ ἐπήγαινα σὰν ὑπνοβάτης, ἀκολουθώντας τὴν ἐσωτερική μου φωνή. Οἱ παλιάτσοι ἔτρεχαν μπροστά μου ἢ ἐχόρευαν γύρω δαιμονισμένα. Ἐφώναζαν, ἐχτυποῦσαν. Ἀλλὰ ἐγὼ ἐπήγαινα βλέποντας τὰ σύννεφα καὶ ἀκολουθώντας τὴν ἐσωτερική μου φωνή. Δυσκολότατα ἐπροχωροῦσα. Μὲ τοὺς ἀγκῶνες ἄνοιγα τόπο, ἀφήνοντας πίσω μου ράκη. Ἀποσταμένος, ματωμένος, στάθηκα κάπου. Στὸν ἥλιο ἔσπαζαν οἱ καγχασμοὶ τῶν ἄλλων. Κ᾿ ἤμουν γυμνός. Γέρνοντας βαθιά, σὰν τσακισμένο δέντρο, ἄκουσα γιὰ τελευταία φορὰ τὴν ἐσωτερική μου φωνή.

ΙV

Καὶ τώρα ἔχασα τὴν ἤρεμο ἐνατένιση. Ποῦ ν᾿ ἀφήσω τὸ βάρος τοῦ ἑαυτοῦ μου; Δὲν μπορῶ νὰ συμφιλιωθῶ μὲ τοὺς κήπους. Τὰ βουνὰ μὲ ταπεινώνουν. Γιὰ νὰ δώσω τροφὴ στοὺς λογισμούς μου, παίρνω τὸ μεγάλο, δημόσιο δρόμο. Δυὸ φορὲς δὲ θὰ ἰδῶ τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Οἱ χωρικοὶ ποὺ στέκονται ἀπορημένοι, ἔχουν τὴν ἄγνοια καὶ τὴν ὑγεία. Τὰ σπίτια τους εἶναι παλάτια παραμυθιοῦ. Οἱ κατσίκες τους δὲ μηρυκάζουν σκέψεις. Χτυπῶ τὸ πόδι καὶ φεύγω. Περπατῶ ὁλόκληρες μέρες. Ποῦ πηγαίνω; Ὅταν γυρίσω τὸ κεφάλι, ξέρω πὼς θ᾿ ἀντικρίσω τὸ φάσμα τοῦ ἑαυτοῦ μου.


ΤΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ

Ι

Ἡ θάλασσα εἶναι ἡ μόνη μου ἀγάπη. Γιατί ἔχει τὴν ὄψη τοῦ ἰδανικοῦ. Καὶ τ᾿ ὄνομά της εἶναι ἕνα θαυμαστικό.

Δὲ θυμᾶμαι τὸ πρῶτο ἀντίκρισμά της. Χωρὶς ἄλλο θὰ κατέβαινα ἀπὸ μία κορφή, φέρνοντας ἀγκαλιὲς λουλούδια. Παιδὶ ἀκόμα, ἐσκεπτόμουν τὸ ρυθμὸ τοῦ φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στὴν ἀμμουδιά, ἐταξίδευα μὲ τὰ καράβια ποὺ περνοῦσαν. Ἕνας κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οἱ αὖρες μοῦ ἄγγιζαν τὰ μαλλιά. Ἄστραφτε ἡ μέρα στὸ πρόσωπό μου καὶ στὰ χαλίκια. Ὅλα μοῦ ἦταν εὐπρόσδεκτα: ὁ ἥλιος, τὰ λευκὰ σύννεφα, ἡ μακρινὴ βοή της.

Ἀλλὰ ἡ θάλασσα ἐπειδὴ ἤξερε, εἶχε ἀρχίσει τὸ τραγούδι της, τὸ τραγούδι της ποὺ δεσμεύει καὶ παρηγορεῖ.

Εἶδα πολλὰ λιμάνια. Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες ἐπήγαιναν δῶθε κεῖθε σὰν εὔθυμοι μικροὶ μαθητές. Κουρασμένα πλοῖα, μὲ ὀνόματα περίεργα, ἐξωτικά, ὕψωναν κάθε πρωὶ τὴ σκιά τους. Ἄνθρωποι σκεφτικοί, ὥριμοι ἀπὸ τὴν ἅλμη, ἀνέβαιναν σταθερὰ τὶς ἀπότομες, κρεμαστὲς σκάλες. Ἄγρια περιστέρια ζυγίζονταν στὶς κεραῖες.

Ὕστερα ἐνύχτωσε. Μιὰ κόκκινη γραμμὴ στὸν ὁρίζοντα, μόλις ἔβρισκε ἀπάντηση στὶς ράχες τῶν μεγάλων, ἀργῶν κυμάτων. Ἐσάλευαν σὰν ἀπὸ κάποια μυστική, ἐσωτερικὴ αἰτία, καὶ ἅπλωναν πλησιάζοντας, γιὰ νὰ σπάσουν ἀπαλά, βουβά. Ὅλα τ᾿ ἄλλα -- ὁ οὐρανός, τὰ βουνὰ ἀντίκρυ, τὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος -- ἕνα τεράστιο μαῦρο παραπέτασμα.

ΙΙ

Ἔζησε κανεὶς θλιβερὰ πράγματα. (Σπίτια μαῦρα, κλειστά. Ἀναιμικά, ἐξόριστα δέντρα τοῦ δρόμου. Ἡ «μαντάμα» μετράει ἀπογοητευμένη τὶς μάρκες της. Στὴν πλατεία οἱ λοῦστροι, κουρασμένοι νὰ κάθονται, σηκώνονται καὶ παίζουν μεταξύ τους. Ὁ νέος νομάρχης, μὲ μονόκλ, ἐπροσφώνησε τοὺς ὑπαλλήλους. Δίπλα ἐξύπνησαν γιὰ νὰ πάρουν τὸ τρένο. Ποτὰ ἀνδρῶν 10 δρ., ποτὰ γυναικῶν 32,50 δρ.) Στὸν ἄνεμο ἀνοίγει ἕνα παράθυρο, κ᾿ ἔρχεται μπροστά μας. Ὅλα ξεχνιοῦνται. Εἶναι ἐκεῖ, ἄσπιλη, ἀπέραντη, αἰώνια. Μὲ τὸ πλατύ της γέλιο σκεπάζει τὴν ἀσχήμια της. Μὲ τὴ βαθύτητά της μυκτηρίζει. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἐμπόρου πεθαμένη καὶ περπατεῖ. Ἡ ψυχὴ τῆς κοσμικῆς κυρίας φορεῖ τὰ πατίνια της. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου λούζεται στὴν ἁγνότητα τῆς θαλάσσης. Βρίσκει ἡ νοσταλγία μας διέξοδο καὶ ὁ πόνος μας τὴν ἔκφρασή του.


ΚΑΘΑΡΣΙΣ

Βέβαια. Ἔπρεπε νὰ σκύψω μπροστὰ στὸν ἕνα καί, χαϊδεύοντας ἡδονικὰ τὸ μαῦρο σεβιότ -πάφ, πάφ, πάφ, πάφ-, «ἔχετε λίγη σκόνη» νὰ εἴπω «κύριε Ἄλφα».

Ὕστερα ἔπρεπε νὰ περιμένω στὴ γωνιά, κι ὅταν ἀντίκριζα τὴν κοιλιὰ τοῦ ἄλλου, ἀφοῦ θά ῾χα ἐπὶ τόσα χρόνια παρακολουθήσει τὰ αἰσθήματα καὶ τὸ σφυγμό της, νὰ σκύψω ἄλλη μιὰ φορὰ καὶ νὰ ψιθυρίσω ἐμπιστευτικά: «Ἄχ, αὐτὸς ὁ Ἄλφα, κύριε Βῆτα...»

Ἔπρεπε πίσω ἀπὸ τὰ γυαλιὰ τοῦ Γάμμα, νὰ καραδοκῶ τὴν ἱλαρὴ ματιά του. Ἂν μοῦ τὴν ἐχάριζε, νὰ ξεδιπλώσω τὸ καλύτερο χαμόγελό μου καὶ νὰ τὴ δεχθῶ ὅπως σὲ μανδύα ἱππότου ἕνα βασιλικὸ βρέφος. Ἂν ὅμως ἀργοῦσε, νὰ σκύψω γιὰ τρίτη φορὰ γεμάτος συντριβὴ καὶ ν᾿ ἀρθρώσω: «Δοῦλος σας, κύριέ μου».

Ἀλλὰ πρῶτα πρῶτα ἔπρεπε νὰ μείνω στὴ σπεῖρα τοῦ Δέλτα. Ἐκεῖ ἡ λῃστεία γινόταν ὑπὸ λαμπρούς, διεθνεῖς οἰωνούς, μέσα σὲ πολυτελῆ γραφεῖα. Στὴν ἀρχὴ δὲν θὰ ὑπῆρχα. Κρυμμένος πίσω ἀπὸ τὸν κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θὰ ὀσφραινόμουν. Θὰ εἶχα τρόπους λεπτούς, ἀέρινους. Θὰ ἐμάθαινα τὴ συνθηματική τους γλῶσσα. Ἡ ψαῦσις τοῦ ἀριστεροῦ μέρους τῆς χωρίστρας θὰ ἐσήμαινε: «πεντακόσιες χιλιάδες». Ἕνα ἐπίμονο τίναγμα τῆς στάχτης τοῦ πούρου θὰ ἔλεγε: «σύμφωνος». Θὰ ἐκέρδιζα τὴν ἐμπιστοσύνη ὅλων. Καί, μιὰ μέρα, ἀκουμπώντας στὸ κρύσταλλο τοῦ τραπεζιοῦ μου, θὰ ἔγραφα ἐγὼ τὴν ἀπάντηση: «Ὁ αὐτόνομος ὀργανισμός μας, κύριε Εἰσαγγελεῦ...»

Ἔπρεπε νὰ σκύψω, νὰ σκύψω, νὰ σκύψω. Τόσο ποὺ ἡ μύτη μου νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴ φτέρνα μου. Ἔτσι βολικὰ κουλουριασμένος, νὰ κυλῶ καὶ νὰ φθάσω.

Κανάγιες!

Τὸ ψωμὶ τῆς ἐξορίας μὲ τρέφει. Κουροῦνες χτυποῦν τὰ τζάμια τῆς κάμαράς μου. Καὶ σὲ βασανισμένα στήθη χωρικῶν βλέπω νὰ δυναμώνει ἡ πνοὴ ποὺ θὰ σᾶς σαρώσει.

Σήμερα ἐπῆρα τὰ κλειδιὰ κι ἀνέβηκα στὸ ἑνετικὸ φρούριο. Ἐπέρασα τρεῖς πόρτες, τρία πανύψηλα, κιτρινωπὰ τείχη, μὲ ριγμένες ἐπάλξεις. Ὅταν βρέθηκα μέσα στὸν ἐσωτερικό, τρίτο κύκλο, ἔχασα τὰ ἴχνη σας. Κοιτάζοντας ἀπὸ τὶς πολεμίστριες, χαμηλά, τὴ θάλασσα, τὴν πεδιάδα, τὰ βουνά, ἔνιωθα τὸν ἑαυτό μου ἀσφαλῆ. Ἐμπήκα σ᾿ ἐρειπωμένους στρατῶνες, σὲ κρύπτες ὅπου εἶχαν φυτρώσει συκιὲς καὶ ροδιές. Ἐφώναζα στὴν ἐρημία. Ἐπερπάτησα ὁλόκληρες ὧρες σπάζοντας μεγάλα, ξερὰ χόρτα. Ἀγκάθια κι ἀέρας δυνατὸς κολλοῦσαν στὰ ροῦχα μου. Μὲ ἧβρε ἡ νύχτα...


Η ΖΩΗ ΤΟΥ

Ξυπνώντας, ἔνιωθε γύρω του μιὰ καθαρότητα, κάτι σὰν ἀτμόσφαιρα νοσoκομείου, μιὰ ἐντύπωση εὐχάριστη, σὰ νά᾿ χε βαθιὰ ἀναστενάξει - ἔνιωθε πάντα μία σύντομη χαρά, ὅση χαρὰ τοῦ εἶχε ἀπομείνει.

Καθὼς κάποιο ἀόρατο χέρι νὰ κρατοῦσε στὸ βυθὸ τὰ φύλλα καὶ τὰ νεκρὰ ξύλα καὶ τὸν πηλὸ ποὺ θ᾿ ἀνέβαιναν σὲ λίγο στὴν ἐπιφάνειά της, ἡ σκέψη του μποροῦσε τώρα νὰ λαμποκοπᾷ, στραμμένος πρὸς τὸν οὐρανὸ καθρέφτης, λίμνη ὅπου πράσινες καὶ χρυσὲς πλάκες φωτὸς ἁπλώνονταν κι ἔσβηναν ἀσύλληπτες, χωρὶς νὰ πάρουν σχῆμα, μπαίνοντας σὰν γενεὲς ἡ μία στὴ θέση τῆς ἄλλης, βιαστικὰ βιαστικά, μὲ τὸ φόβο τῆς πετριᾶς ποὺ θὰ τὶς διέλυε. Ἡ ἐντύπωση ἐκείνη διαρκοῦσε λίγα δευτερόλεπτα.

Ὕστερα ἐρχόταν ἡ μνήμη κρατώντας στὸ ἕνα χέρι τὰ φίδια τοῦ παρελθόντος καὶ στὸ ἄλλο τὴ σκοτεινὴ ἀπαντοχή.

(Ἐδῶ ὑπάρχει μία σιωπὴ μεγάλη, ἕνα κενὸ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ χωρέσει ὅλες τὶς πλαδαρὲς φιγοῦρες τῆς πραγματικότητος.)

Κάποιο πρωί, στὴν ἀτμόσφαιρα ἀληθινοῦ ἴσως νοσοκομείου, ἀφοῦ ἀνέπνευσε βαθιά, καθὼς ἄλλοτε, δὲν κατόρθωσε νὰ ξυπνήσει.

Κι αὐτὸ ἦταν ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος τοῦ φίλου μου.