ΑΝΕΚΔΟΤΑ


ΞΕΠΡΟΒΟΔΙΣΜΑ

-- Ἀγάπη μου, ἤσουνα παιδί· παιδί μου, εἶσαι ἄντρας τώρα·
σῦρε, ἀκριβέ μου, στὸ καλό, μὴ σὲ προφτάσει ἡ μπόρα.

-- Μάνα μου, κοίτα, ἐνύχτωσε· πῶς νὰ κινήσω; βρέχει·
μάνα, μιὰ θλίψη μὲ κρατεῖ καὶ μία τρομάρα μ᾿ ἔχει.

-- Παιδί μου, ὅλοι θὰ φύγουνε· κι ἂν μείνεις τελευταῖος;
σῦρε· καὶ πάντα νά ῾σαι ὄρθιος καὶ πάντα νά ῾σαι ὡραῖος.

-- Μάνα, ὁ χειμῶνας ρυάζεται κ᾿ ἡ νύχτα ἀγκομαχάει·
μὲ δένει, μάνα, μιὰ ντροπή, κ᾿ ἕνας καημὸς μὲ πάει.

-- Βλέπε, παιδί μου, πάντα ὀμπρός. Τὸ χτὲς μὴ σὲ πικραίνει.
Τώρα ἡ ζωὴ σὰν ἄλογο στὴν πόρτα σὲ προσμένει.

-- Μάνα, οἱ ἄνεμοι ρίξανε τοῦ δρόμου τὸ πλατάνι·
μὲ τρώει, μανούλα, ἡ θύμηση, κι ὁ πόνος μὲ δαγκάνει.

-- Παιδί μου, ὅλου θὰ φύγουνε· κι ἂν μείνεις τελευταῖος;
σῦρε· καὶ πάντα νά ῾σαι ὀρθὸς καὶ πάντα νά ῾σαι ὡραῖος.

-- Μάνα μου, κοίτα, ἐνύχτωσε· πῶς νὰ κινήσω; βρέχει·
μάνα, μιὰ θλίψη μὲ κρατεῖ καὶ μία τρομάρα μ᾿ ἔχει.


ΟΤΑΝ ΗΡΘΕΣ

Ἐσβῆναν τὰ χρυσάνθεμα σὰν πόθοι
στὸν κῆπον ὅταν ἦρθες. Ἐγελοῦσες
γαλήνια, σὰ λευκὸ χαμολουλούδι.

Ἀμίλητος, τὴ μέσα μου μαυρίλα
τὴν ἔκανα γλυκύτατο τραγούδι
κι ἀπάνω σου τὸ λέγανε τὰ φύλλα.


ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΟΥ

Τὰ γράμματά σου τά ῾χω, Ἀγάπη πρώτη,
σὲ ἀτίμητο κουτί, μὲς στὴν καρδιά μου.
Τὰ γράμματά σου πνέουνε τὴ νιότη
κι ἀνθίζουνε τὴν ὄψιμη χαρά μου.

Τὰ γράμματά σου, πόσα μοῦ μιλοῦνε
μὲ τὶς στραβὲς γραμμὲς καὶ τὰ λαθάκια!
Τρέμουν, γελᾶνε, κλαῖνε, ἀνιστοροῦνε
παιχνίδισμα τὴ ζούλια καὶ τὴν κάκια...

Τὸ μύρο στοὺς φακέλους ποὺ εἶχες ραντίσει,
τοῦ Καιροῦ δὲν τὸ σβήσανε τὰ χνότα.
Παρόμοια ἂς ἦταν νὰ μὴν εἶχε σβήσει
ἡ ἀπονιά σου τὰ ὀνείρατα τὰ πρῶτα!

Τὰ γράμματά σου πᾶνε, Ἀγάπη μόνη,
βάρκες λευκές, τὴ σκέψη μου ἐκεῖ κάτου.
Τὰ γράμματά σου τάφοι· δὲν τελειώνει
ἀπάνω τους ἡ λέξη τοῦ Θανάτου.


ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Τὸ σπίτι σου τριγύριζα (τὴ λάμπα ἡ πεταλούδα
γύρω τὴ φέρνει ὥσπου νὰ βρεῖ γλυκὸ τὸ θάνατό της)
κ᾿ ἐσὺ δὲ βγῆκες νὰ καῶ στὴ φλόγα τῆς ματιᾶς σου.

Ἀλιὰ στὰ φούλια τοῦ κορμιοῦ καὶ στῆς ψυχῆς τὰ φούλια·
θά ῾ρθει τὴ νύχτα ὁ μολευτὴς στὸ βοῦρκο νὰν τὰ σύρει.
Μὰ τρισαλιὰ σὲ μένανε ποὺ μολευτὴς δὲ θά ῾μαι!


ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΣ

Κι ἀνέβηκα! Καὶ ξέφυγα! Καὶ χάμου
ἡ Ἀθήνα σὰ νὰ πέθανε. Τὰ μύρα
βουνίσια μὲ χτυπήσανε. Τριγύρα
τὰ πεῦκα εἶναι προστάτισσα φρουρά μου.

Καὶ δρόμο θὲ νὰ δώσω στὴ χαρά μου!
Τ᾿ ἀγέρι πνέει σὰ ν᾿ ἄνοιξεν ἡ θύρα
τοῦ Παραδείσου. Πίσω σὰ νὰ ἐπῆρα
γιὰ λίγο τῆς ψυχῆς της παρθενιά μου.

Ἥλιος! Χρυσὴ στὸ βάθος ἡ λουρίδα
τῆς θάλασσας ἀστράφτει τοῦ Φαλήρου
καὶ τὸ νησί μου χάνεται πιὸ πίσω.

Μ᾿ ἐξάγνισε τὸ ἀνέβασμα, πατρίδα,
καὶ θά ῾ρθω μὲ τὴ βάρκα μου τοῦ ὀνείρου
μὲ τὰ κουπιὰ τοῦ πόθου θὰ κινήσω...


[ΣΤΟΝ ΤΕΦΡΟ ΠΕΡΑ ΟΡΙΖΟΝΤΑ...]

Στὸν τεφρὸ πέρα ὁρίζοντα ἡ ἀγάπη μου ἀχνοσβήνει.
Οἱ φίλοι ἀποτραβήχτηκαν, γιὰ πάντα, οἱ τελευταῖοι.
Σ᾿ ὅλα ἔκλεισα τὴν πόρτα μου, κ᾿ ἔρημος ἔχω μείνει
τώρα ποὺ ἀκούω τὸ θάνατο στὶς φλέβες μου νὰ ρέει.


VARIUM ET MUTABILE

Τί προδοσία!
Διάβηκεν ὡς
αὐγερινὸς
στὴ φαντασία.

Ἀντὶ θρησκείας
θαῦμα ὑψηλό,
παιγνίδι ἁπλὸ
φιλαρεσκείας.

Χάνεται, ἀγρίμι,
σὲ ἀλαργινοὺς
κόσμους ὁ νοῦς.
Δέρνεται ἡ μνήμη.

Ἄ! τὸ ὑπερτέλειο
πρόσωπο-αὐγή·
τώρα πληγὴ
καὶ περιγέλιο.

Πάντοτε ψέμα
ἔλεγε τὸ
ἰριδωτὸ
ἐκεῖνο βλέμμα;

Τὸ στόμα μία
φιδοφωλιά·
καὶ στὰ φιλιά
του προδοσία!


ΦΥΓΗ

Ἀμίλητη, κυνηγημένη
φτάνει σ᾿ ἐρειπωμένο τοῖχο·
στηρίζεται καὶ περιμένει
ἕνα κελάηδημα, ἕνα στίχο.

Γύρω τὸ δάσος μὲ τὶς μπόρες
φεύγει σὰν πλοῖο στὴν τρικυμία.
Κ᾿ ἤτανε ἡμέρες ἀνθοφόρες
-- ἐπέρασαν -- κ᾿ ἤτανε μία...

Τώρα τὴν ἄβυσσο ρωτάει
πῶς βρέθηκε ἄξαφνα δωπέρα,
ἐνῷ στὰ μάτια της κρατάει,
φῶς ὅλη, ἐκείνη τὴν ἡμέρα.

Ψυχή, λησμόνει τὰ ὄνειρά σου.
Ἦρθες, πουλὶ στὴν καταιγίδα,
κ᾿ ἐχάρισες ὅλου τοῦ δάσου
τὴν τελευταία μας ἐλπίδα.


ΠΡΟΠΟΜΠΗ

Ἐπῆρες πιὰ τὰ μάτια σου κ᾿ ἔφυγες σὲ μίαν ἄκρη.
Ὅλα τώρα σὲ λησμονοῦν ἐκεῖ παραριχτή,
καὶ ποῦ νὰ πέσει, ἀναρωτᾶς, τὸ τελευταῖο σου δάκρυ
καὶ ποιὸς νὰ τὸ δεχτεῖ.

Ἄ! σὲ λυγίζει τὸ φρικτὸ βάρος ἀγῶνα τόσου,
ἀπλώνοντας τὸ χέρι σου ἕνα στήριγμα ζητᾷς,
στέκεις γιὰ λίγο ἐλίζοντας, κρύβεις τὸ πρόσωπό σου,
ἔπειτα ξεκινᾷς.

Καὶ πῶς πηγαίνεις, ὦ ἀδερφὴ ψυχή, μὲ τὴ συγνώμη,
μὲ τὴν ἀγάπη δίνοντας πίσω κάθε πληγή!
Καὶ ποῦ πηγαίνεις ἔτσι, ἀφοῦ σου ἐκλείστηκαν οἱ δρόμοι
σὲ ὁλόκληρη τὴ γῆ;

Ἰδέ, χορεύει γύρω σου τοῦ κόσμου ἡ αὐταπάτη,
σμίγουνε χείλη, καὶ σπονδὲς ὑψώνονται, γελοῦν.
Ἐσὺ πεθαίνεις. Καὶ ἀπὸ πρὶν -- ὡς νά ῾σαι πιὰ φευγάτη --
ὅλοι σὲ λησμονοῦν.

Χαῖρε! Τὴ ζωὴ δὲν ἔζησες παρὰ μὲς στὰ ὄνειρά σου.
Γι᾿ αὐτὸ παρόμοιο σοῦ ἄξιζε τέλος, ὡραία ψυχή.
Ἦρθε σὰν ἀποθέωση, γίνεται σὰ χαρά σου
πρώτη καὶ μοναχή.


ΚΥΡΙΑΚΗ

Ὁ ἥλιος ψηλότερα θ᾿ ἀνέβει
σήμερα πού ῾ναι Κυριακή.
Φυσάει τὸ ἀγέρι καὶ σαλεύει
μιὰ θημωνιὰ στὸ λόφο ἐκεῖ.

Τὰ γιορτινὰ θὰ βάλουν, κι ὅλοι
θά ῾χουν ἀνάλαφρη καρδιά:
κοίτα στὸ δρόμο τὰ παιδιά,
κοίταξε τ᾿ ἄνθη στὸ περβόλι.

Τώρα καμπάνες ποὺ χτυπᾶνε
εἶναι ὁ θεὸς ἀληθινός.
Πέρα τὰ σύννεφα σκορπᾶνε
καὶ μεγαλώνει ὁ οὐρανός.

Ἄσε τὸν κόσμο στὴ χαρά του
κι ἔλα, ψυχή μου, νὰ σοῦ πῶ,
σὰν τραγουδάκι χαρωπό,
ἕνα τραγούδι τοῦ θανάτου.