Ἡ κούνια μου ἀκουμποῦσε στὴ βιβλιοθήκη, Βαβὴλ σκοτεινόν, ὅπου μυθιστόρημα, ἐπιστήμη, μυθολογία, τὰ πάντα, ἡ λατινικὴ τέφρα καὶ ἡ ἑλληνικὴ σκόνη, ἀνακατευόσαντε. Δὲν ἤμουν μεγαλύτερος ἀπὸ ἕνα βιβλίο.
Δυὸ φωνὲς μοῦ μιλοῦσαν. Ἡ πρώτη, ὕπουλη καὶ σταθερή, ἔλεγε: «Ἡ Γῆ εἶναι ἕνα γλύκισμα ὡραῖο· μπορῶ (καὶ ἡ εὐχαρίστησή σου θά ῾ναι τότε χωρὶς τέλος!) νὰ σοῦ δώσω μίαν ὄρεξη παρόμοια μεγάλη». Καὶ ἡ δεύτερη: «Ἔλα! ὤ, ἔλα στὸ ταξίδι τῶν ὀνείρων, πέρα ἀπὸ τὸ δυνατό, πέρα ἀπὸ τὸ γνωρισμένο!».Καὶ ἡ φωνὴ αὐτὴ ἐτραγουδοῦσε ὅπως ὁ ἄνεμος στὶς ἀκρογιαλιές, φάντασμα ποὺ κλαυθμυρίζει καὶ κανεὶς δὲν ξέρει πούθε ἦρθε, ποὺ χαϊδεύει τὸ αὐτὶ κι ὅμως τρομάζει. Σοῦ ἀπάντησα: «Ναί! γλυκιὰ φωνή!».
Ἀπὸ τότε κρατάει αὐτὸ ποὺ μπορεῖ, ἀλίμονο! νὰ εἰπωθεῖ πληγή μου καὶ πεπρωμένο μου. Πίσω ἀπὸ τὶς σκηνοθεσίες τῆς ἀπεράντου ὑπάρξεως, στὸ μελανότερο τῆς ἀβύσσου, βλέπω καθαρὰ κόσμους παράξενους, καί, θῦμα ἐκστατικὸ τῆς ὀξυδέρκειάς μου, σέρνω φίδια ποὺ μοῦ δαγκάνουν τὰ πόδια. Κι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἀγαπῶ τόσο τρυφερά, καθὼς οἱ προφῆτες, τὴν ἔρημο καὶ τὴ θάλασσα, γελῶ στὰ πένθη κλαίω στὶς γιορτές, βρίσκω μία γεύση γλυκιὰ στὸ πικρὸ κρασί, νομίζω πολλὲς φορὲς γιὰ ψέματα τὶς ἀλήθειες, καί, μὲ τὰ μάτια στὸν οὐρανό, πέφτω σὲ γκρεμούς.
Ἀλλὰ ἡ Φωνὴ μὲ παρηγορεῖ καὶ λέει: «Κράτησε τὰ ὄνειρά σου· οἱ συνετοὶ δὲν ἔχουν ἔτσι ὡραῖα σὰν τοὺς τρελούς!»
CHARLES BAUDELAIRE
Δικά μου οἱ στίχοι, ἀπ᾿ τὸ αἷμα μου, παιδιά.
Μιλοῦνε, μὰ τὰ λόγια σὰν κομμάτια
τὰ δίνω ἀπὸ τὴν ἴδια μου καρδιά,
σὰ δάκρυα τοὺς τὰ δίνω ἀπὸ τὰ μάτια.
Πηγαίνουν μὲ χαμόγελο πικρό,
ἀφοῦ τὴ ζωὴν ἀνιστορίζω τόσο.
Ἥλιο καὶ μέρα καὶ ἥλιο τοὺς φορῶ,
ζώνη νὰν τά ῾χουν ὅταν θὰ νυχτώσω.
Τὸν οὐρανὸν ὁρίζουν, τὴ γῆ.
Ὅμως ρωτιοῦνται ἀκόμα σὰν τί λείπει
καὶ πλήττουνε καὶ λιώνουν πάντα οἱ γιοὶ
μητέρα ποὺ γνωρίσανε τὴ Λύπη
Τὸ γέλιο τοῦ ἁπαλότερου σκοποῦ,
τὸ πάθος μάταια χύνω τοῦ φλαούτου·
εἶμαι γι᾿ αὐτοὺς ἀνίδεος ρήγας ποὺ
ἔχασε τὴν ἀγάπη τοῦ λαοῦ του.
Κεῖ ρεύουνε καὶ σβήνουν καὶ ποτὲ
δὲν παύουνε σιγά-σιγὰ νὰ κλαῖνε.
Ἀλλοῦ κοιτώντας διάβαινε, Θνητέ·
Λήθη, τὸ πλοῖο σου φέρε μου νὰ πλένε
Γέλιο τῶν θεῶν, Σαρωνικέ, πάντα μεγάλε, ποὺ δρομεῖς,
τοῦ πλοίου μας εὐλογία,
ὅμοια γαλήνη σου βαθιὰ κι ὅμοια βαθιὰ θ᾿ ἀκούαμε μεῖς
ἐδῶ τὴν τρικυμία.
Κάτου ἀπ᾿ τὴν πάχνη ἀναρριγᾷ, μὲ τοῦ κορμιοῦ της τὴν ὀγρὴ
νωχέλεια, περιστέρα
ἡ Ἀθήνα, κι ἡδονεύεται ἀκὶ σὰν νυμφίον ἀκαρτερεῖ
τὸν ἥλιον ἀπὸ πέρα.
Εἶναι, ποὺ αἰθρίασεν, ὁ οὐρανὸς χήτη τοῦ Πήγασου, ξανθὴ
τοῦ Παρθενῶνα μοῖρα,
ποτήρι καὶ ξανάστροφα τὸ κρεμεῖ ὁ Δίας γιὰ νὰ χυθεῖ
τ᾿ ὀνειροφῶς πλημμύρα.
Ἄσωτο φτάνω ἐγὼ παιδὶ πάλι σὲ σᾶς, νὰ λυγιστῶ
στὴν αὔρα σὰ λουλούδι,
χῶμα, οὐρανὲ καὶ θάλασσα τῆς Ἀττικῆς, ποὺ σᾶς χρωστῶ
τὰ πάντα, τὸ Τραγούδι!
Κάνε τὸν πόνο σου ἅρπα.
Καὶ γίνε σὰν ἀηδόνι,
καὶ γίνε σὰ λουλούδι.
Πικροὶ ὅταν ἔλθουν χρόνοι,
κάνε τὸν πόνο σου ἅρπα
καὶ πέ τονε τραγούδι.
Μὴ δέσεις τὴν πληγή σου
παρὰ μὲ ροδοκλώνια.
Λάγνα σου δίνω μύρα
-- γιὰ μπάλσαμο -- καὶ ἀφιόνια.
Μὴ δέσεις τὴν πληγή σου,
καὶ τὸ αἷμα σου, πορφύρα.
Λέγε στοὺς θεοὺς «νὰ σβήσω!»
μὰ κράτα τὸ ποτήρι.
Κλότσα τὶς ἡμέρες σου ὄντας
θὰ σοῦ ῾ναι πανηγύρι.
Λέγε στοὺς θεοὺς «νὰ σβήσω!»
μὰ λέγε το γελώντας.
Κάνε τὸν πόνο σου ἅρπα.
Καὶ δρόσισε τὰ χείλη
στὰ χείλη τῆς πληγῆς σου.
Ἕνα πρωί, ἕνα δείλι,
κάνε τὸν πόνο σου ἅρπα
καὶ γέλασε καὶ σβήσου.
Οἱ Δὸν Κιχῶτες πᾶνε ὀμπρὸς καὶ βλέπουνε ὡς τὴν ἄκρη
τοῦ κονταριοῦ ποὺ ἐκρέμασαν σημαία τους τὴν Ἰδέα.
Κοντόφθαλμοι ὁραματιστές, ἕνα δὲν ἔχουν δάκρυ
γιὰ νὰ δεχτοῦν ἀνθρώπινα κάθε βρισιὰ χυδαία.
Σκοντάφτουνε στὴ Λογικὴ καὶ στὰ ραβδιὰ τῶν ἄλλων
ἀστεῖα δαρμένοι σέρνονται καταμεσὶς τοῦ δρόμου,
ὁ Σάντσος λέει «δὲ σ᾿ τὸ ῾λεγα;» μὰ ἐκεῖνοι τῶν μεγάλων
σχεδίων, ἀντάξιοι μένουνε καί: «Σάντσο, τ᾿ ἄλογό μου!»
Ἔτσι ἂν τὸ θέλει ὁ Θερβάντες, ἐγὼ τοὺς εἶδα, μέσα
στὴν μίαν ἀνάλγητη Ζωή, τοῦ Ὀνείρου τοὺς ἱππότες
ἄναντρα νὰ πεζέψουνε καί, μὲ πικρὴν ἀνέσα,
μὲ μάτια ὀγρά, τὶς χίμαιρες ν᾿ ἀπαρνηθοῦν τὶς πρῶτες.
Τοὺς εἶδα πίσω νά ῾ρθουνε -- παράφρονες, ὡραῖοι
ρηγάδες ποὺ ἐπολέμησαν γι᾿ ἀνύπαρχτο βασίλειο --
καὶ σὰν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά, πὼς ρέει,
τὴν ἀνοιχτὴ νὰ δείξουνε μάταιη πληγῆ στὸν ἥλιο!
Ψεύτικα αἰσθήματα
ψεύτη τοῦ κόσμου!
Μὰ τὸ παράξενο
φῶς τοῦ ἔρωτός μου
φέγγει στοῦ σκοτεινοῦ
δρόμου τὴν ἄκρη:
Μὲ τὸ παράπονο
καὶ μὲ τὸ δάκρυ,
κόρη χλωμόθωρη
μαυροντυμένη.
Κι εἶναι σὰν αἴνιγμα,
καὶ περιμένει.
Λάμπει τὸ βλέμμα της
ἀπ᾿ τὴν ἀσθένεια.
Σάμπως νὰ λιώνουνε
χέρια κερένια.
Στ᾿ ἄσαρκα μάγουλα
πῶς ἔχει μείνει
πίκρα τὸ νόημα
γέλιου ποὺ σβήνει!
Εἶναι τὸ ἀξήγητο
τὸ μικροστόμα
δίχως τὸ μίλημα,
δίχως τὸ χρῶμα.
Κάποια μεσάνυχτα
θὰ σὲ ἀγαπήσω,
Μοῦσα. Τὰ μάτια σου
θᾶν τὰ φιλήσω,
νά ῾βρω γυρεύοντας
μὲς στὰ νερά τους
τὰ χρυσονείρατα
καὶ τοὺς θανάτους,
καὶ τὴ βασίλισσα
λέξη τοῦ κόσμου,
καὶ τὸ παράξενο
φῶς τοῦ ἔρωτός μου.
Πῶς σβήνετε, πικροὶ ξενιτεμένοι!
Ἀνθάκια μου χλωμά, ποὺ σᾶς ἐπῆραν
σὲ κήπους μακρινοὺς νὰ σᾶς φυτέψουν...
Βιολέτες κι ἀνεμῶνες, ξεχασμένες
στὰ ξένα ποὺ πεθαίνετε παρτέρια,
κρατώντας, ἀργυρὴ δροσοσταλίδα,
βαθιά σας τὴν ἐλπίδα τῆς πατρίδας...
Χτυπιοῦνται, πληγωμένες πεταλοῦδες,
στὸ χῶμα σας οἱ θύμησες κι οἱ πόθοι.
Τὸ φῶς, ποὺ κατεβαίνει, τῆς ἡμέρας,
κι ἁπλώνεται γλυκύτατο καὶ παίζει
μ᾿ ὅλα τριγύρω τ᾿ ἄλλα λουλουδάκια,
περνάει ἀπὸ κοντά σας καὶ δὲ βλέπει
τὸν πόνο σας ὡραῖο, γιὰ νὰ χαϊδέψει
τὰ πορφυρὰ θρηνητικὰ μαλλιά σας.
Εἰδυλλιακὲς οἱ νύχτες σᾶς σκεπάζουν,
κι ἢ καλωσύνη ἂν χύνεται τῶν ἄστρων,
ταπεινοὶ καθὼς εἶστε, δὲ σᾶς φτάνει.
Ὁλοῦθε πνέει, σὰ λίβας, τῶν ἀνθρώπων
ἡ τόση μοχθηρία καὶ σᾶς μαραίνει,
ἀνθάκια μου χλωμά, ποὺ σᾶς ἐπῆραν
σὲ κήπους μακρινοὺς νὰ σᾶς φυτέψουν.
ΣΤΟΥΣ ΑΔΟΞΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ
Ἀπὸ θεοὺς κι ἀνθρώπους μισημένοι,
σὰν ἄρχοντες ποὺ ἐξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οἱ Βερλαίν· τοὺς ἀπομένει
πλοῦτος ἡ ρίμα πλούσια καὶ ἀργυρή.
Οἱ Οὐγκὸ μὲ «Τιμωρίες» τὴν τρομερὴ
τῶν Ὀλυμπίων ἐκδίκηση μεθοῦνε.
Μὰ ἐγὼ θὰ γράψω μία λυπητερὴ
μπαλάντα στοὺς ποιητὲς ἄδοξοι πού ῾ναι
Ἂν ἔζησαν οἱ Πόε δυστυχισμένοι,
καὶ ἂν οἱ Μπωντλαὶρ ἐζήσανε νεκροί,
ἡ Ἀθανασία τοὺς εἶναι χαρισμένη.
Κανένας ὅμως δὲν ἀνιστορεῖ
καὶ τὸ ἔρεβος ἐσκέπασε βαρὺ
τοὺς στιχουργοὺς ποὺ ἀνάξια στιχουργοῦνε.
Μὰ ἐγὼ σὰν προσφορὰ κάνω ἱερὴ
μπαλάντα στοὺς ποιητὲς ἄδοξοι πού ῾ναι.
Τοῦ κόσμου ἡ καταφρόνια τοὺς βαραίνει
κι αὐτοὶ περνοῦνε ἀλύγιστοι κι ὠχροί,
στὴν τραγικὴ ἀπάτη τους δομένοι
πὼς κάπου πέρα ἡ Δόξα καρτερεῖ,
παρθένα βαθυστόχαστα ἱλαρή.
Μὰ ξέροντας πὼς ὅλοι τους ξεχνοῦνε,
νοσταλγικὰ ἐγὼ κλαίω τὴ θλιβερὴ
μπαλάντα στοὺς ποιητὲς ἄδοξοι πού ῾ναι.
Καὶ κάποτε οἱ μελλούμενοι καιροί:
«Ποιὸς ἄδοξος ποιητής» θέλω νὰ ποῦνε
«τὴν ἔγραψε μίαν ἔτσι πενιχρὴ
μπαλάντα στοὺς ποιητὲς ἄδοξοι πού ῾ναι;»
Μὲ ἀδιάφορο τὸ μέτωπο καὶ πρᾶο,
τὰ δείλια, τὶς αὐγὲς θὰ χαιρετάω.
Δέντρο θὰ στέκομαι, ὅμοια νὰ κοιτάζω
τὴ θύελλαν ἢ τὸν οὐρανὸ γαλάζο.
Εἶναι ζωή, θὰ λέω, τὸ φέρετρο ὅπου
λύπη, χαρὰ τελειώνουνε τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐλπίζω τὸ λουλούδι καὶ ἀπ᾿ τὰ σχίνα.
Γελάει τὸ χλόισμα σὰν τὸν ἔρωτά μου.
Τὸ πεῦκο παίζει ἁβρὸ μὲ τὴν ἀχτίνα.
Θὰ εὐώδιασαν οἱ τάφοι, κλῖνες γάμου.
Παλμὸς τοῦ δάσους, φεύγει μία ἐλαφίνα.
Καὶ δίπλα ποὺ ξαπλώσαμε δῶ χάμου,
τὴν ψυχούλα τους στάζουν ἄγρια κρίνα
κι ἀνοίγει, ρόδο αἱμάτινο, ἡ χαρά μου.
Τὴ βλέπω -- στὰ μαλλιά σου πνέει -- τὴν αὔρα.
Εἶναι βαθιὰ τὰ μάτια σου ὅπως νά ῾βρᾷ
τὸ δρόμο τῆς ζωῆς μου, τὸν Ἀπρίλη.
Πιὰ δὲν πονῶ μηδὲ τὴν ἀνεμώνη,
στῆς γῆς ἡ ἐρωτοπάλη ποὺ τὴ λειώνει,
καθὼς ὁρμάω γιὰ νὰ σοῦ πιῶ τὰ χείλη.
Φίλε, ἡ καρδιά μου τώρα σὰ νὰ ἐγέρασε.
Τελείωσεν ἡ ζωή μου τῆς Ἀθήνας,
ποὺ ὅμοια γλυκὰ καὶ μὲ τὸ γλέντι ἐπέρασε
καὶ μὲ τὴν πίκρα κάποτε τῆς πείνας.
Δὲ θά ῾ρθω πιὰ στὸν τόπο ποὺ ἡ πατρίδα μου
τὸν ἔδωκε τὸ γιόρτασμα τῆς νιότης,
παρὰ περαστικός, μὲ τὴν ἐλπίδα μου,
μὲ τ᾿ ὄνειρο ποὺ ἐσβήστη, ταξιδιώτης.
Προσκυνητὴς θὰ πάω κατὰ τὸ σπίτι σου
καὶ θὰ μοῦ ποῦν δὲν ξέρουν τί ἐγίνης.
Μ᾿ ἄλλον μαζὶ θὰ ἰδῶ τὴν Ἀφροδίτη σου
κι ἄλλοι τὸ σπίτι θά ῾χουν τῆς Εἰρήνης.
Θὰ πάω πρὸς τὴν ταβέρνα, τὸ σαμιώτικο
ποὺ ἐπίναμε γιὰ νὰ ξαναζητήσω.
Θὰ λείπεις, τὸ κρασί τους θά᾿ ναι ἀλλιώτικο,
ὅμως ἐγὼ θὰ πιῶ καὶ θὰ μεθύσω.
Θ᾿ ἀνέβω τραγουδώντας καὶ τρεκλίζοντας
στὸ Ζάππειο ποὺ ἐτραβούσαμεν ἀντάμα.
Τριγύρω θά ῾ναι ὡραῖα πλατὺς ὁ ὁρίζοντας,
καὶ θά ῾ναι τὸ τραγούδι μου σὰν κλάμα.
Εἴκοσι χρόνια παίζοντας
ἀντὶ χαρτιὰ βιβλία,
εἴκοσι χρόνια παίζοντας,
ἔχασα τὴ ζωή.
Φτωχὸς τώρα ξαπλώνομαι,
μίαν εὔκολη σοφία
ν᾿ ἀκούσω ἐδῶ ποὺ πλάτανος
γέρος μου τὴ θροεῖ.
Ἀπ᾿ ὅλα θέλω ἐλεύτερος
νὰ πλέω στὰ χάη τοῦ κόσμου.
Ἂν ἕνας φίλος μοῦ ῾μεινε,
νὰ φύγει, νὰ περάσει.
Κι ὅταν ζητήσει ὁ θάνατος
τὰ πλούτη πὄχω μάσει,
σένα, πικρία μου ἀπέραντη,
μονάχο νά ῾χω βιός μου.
Γιὰ τὴ ζωή σου μοῦ ῾λεγες,
γιὰ τὸ χαμὸ τῆς νιότης,
γιὰ τὴν ἀγάπη μας ποὺ κλαίει
τὸν ἴδιο θάνατό της,
κι ἐνῷ μία ὀγρὴ στὰ μάτια σου
περνοῦσε ἀναλαμπή,
ἥλιος φαιδρὸς ἀπ᾿ τ᾿ ἀνοιχτὸ
παράθυρο εἶχε μπεῖ.
Τί χάνω ἐγὼ τὶς μέρες μου
τὴ μία κοντὰ στὴν ἄλλη,
κι ὅπως μοῦ ἀσπρίζουν τὰ μαλλιὰ
ξινίζει τὸ κρασί,
ἀφοῦ μονάχα ὅταν περνῶ
τὸ βλέμμα ἀπὸ κρουστάλλι,
μὲ νέα ρετσίνα ὁλόγεμο
βλέπω τὴ ζωὴ χρυσή;
Ἡ νύχτα μᾶς ἐχώρισεν
ἀπὸ ὅσους ἀγαπᾶμε
πρὶν μᾶς χωρίσει ἡ ξενιτιά.
(Νά ῾ναι ὅλοι ἐκεῖ στὸ μόλο;)
Σφῦρα, καράβι ἀργήσαμε.
κι ἂν φτάσουμε ὅπου πᾶμε,
στάσου λίγο, μὰ ὕστερα
σφῦρα νὰ φεύγουμε ὅλο.
Λεῦκες, γιγάντιοι καρφωτοὶ
στὰ πλάγια ἐδῶ τοῦ δρόμου,
δέντρα μου, ἐστέρξατε ὁ βοριὰς
τὰ φύλλα σας νὰ πάρει.
Σκιὲς ἐμείνατε σκιῶν
ποὺ ρέουν στὸ μέτωπό μου,
καθὼς πηγαίνω χάμου ἐγὼ
κι ἀπάνω τὸ φεγγάρι.
Χαρά! Ἡ χαρά! Στὰ νέα χαρὰ
παιδιά! Τραβοῦνε -- ὡραῖοι
μαῦροι λῃστὲς -- τὴν κόρη ζωὴ
δεμένη ν᾿ ἀγαπήσουν.
Μὰ στὸ βιβλίο σου ὁλάνοιχτο,
στὰ φύλλα του αὔρα πνέει,
τρελέ, τρελέ, ποὺ ἐγέρασες
καὶ νέος ποτὲ δὲν ἤσουν.
-- Ποιητή, κυλάει τὸ γέλιο μου
μέλι καὶ χλεύη, ἀλλὰ
δὲν παύεις νὰ σφυροκοπᾷς
τῶν ἤχων τὰ στεφάνια
-- Κόρη, δουλεύω ἀνώφελα,
μὰ ἡ στείρα τί ὡφελᾶ
καὶ σιωπηλὴ τοῦ ἀχάτινου
ματιοῦ σου ὑπερηφάνια;
Ἀντίο! Ἀντίο! Μὲ τὰ οὐράνια
μάτια σας καὶ μὲ βιόλες
στὸ λαιμό, ἐφύγατε, ξανθὲς
ἐρώτων νέων ἐλπίδες.
Ἀντίο, κι ἐσὺ ποὺ στρέφοντας,
ὅταν χαθήκανε ὅλες
πάλι νὰ παίρνω τὸ βαθύ,
σκοτεινὸ δρόμο μ᾿ εἶδες!
Μπρούτζινος γύφτος -- τράλαλα! --
τρελὰ πηδάει κεῖ πέρα, χαρούμενος ποὺ ἐδούλευε
τὸν μπροῦτζον ὅλη μέρα
καὶ πού ῾χει τὴ γυναῖκα του
χτῆμα του καὶ βασίλειο.
Μπρούτζινος γύφτος -- τράλαλα! --
δίνει κλοτσιὰ στὸν ἥλιο!
Τὸ φεγγαράκι ἀπόψε στὸ γιαλὸ
θὰ πέσει, ἕνα βαρὺ μαργαριτάρι.
Κι ἀπάνω μου θὰ παίζει τὸ τρελὸ
τρελὸ φεγγάρι.
Ὅλο θὰ σπάει τὸ κῦμα ρουμπινὶ
στὰ πόδια μου σκορπίζοντας ἀστέρια.
Οἱ παλάμες μου θά ῾χουνε γενεῖ
δυὸ περιστέρια·
Θ᾿ ἀνέβουν -- ἀσημένια δυὸ πουλιὰ --
μὲ φεγγάρι -- δυὸ κοῦπες -- θὰ γεμίσουν,
μὲ φεγγάρι τοὺς ὤμους, τὰ μαλλιὰ
θὰ μοῦ ραντίζουν.
Τὸ πέλαγο χρυσάφι ἀναλυτό.
Θὰ βάλω τ᾿ ὄνειρό μου σὲ καΐκι
ν᾿ ἀρμενίσει. Διαμάντι θὰ πατῶ
λαμπρὸ χαλίκι.
Τὸ γύρω φῶς ὡς θᾶν τὴ διαπερνᾷ,
ἡ καρδιά μου βαρὺ μαργαριτάρι.
Καὶ θὰ γελῶ. Καὶ θὲ νὰ κλαίω... Καὶ νά,
νὰ τὸ φεγγάρι!
Οἱ ὧρες μ᾿ ἐχλώμιαναν, γυρτὸς ποὺ βρέθηκε ξανὰ
στὸ ἀχάριστο τραπέζι.
(Ἀπ᾿ τ᾿ ἀνοιχτὸ παράθυρο στὸν τοῖχο ἀντικρινὰ
ὁ ἥλιος γλιστράει καὶ παίζει.)
Διπλώνοντας τὸ στῆθος μου, γυρεύω ἀναπνοὴ
στὴ σκόνη τῶν χαρτιῶν μου.
(Σφύζει γλυκὰ καὶ ἀκούγεται χιλιόφωνα ἡ ζωὴ
στὰ ἐλεύθερα τοῦ δρόμου.)
Ἀπόκαμα, θολώσανε τὰ μάτια μου καὶ ὁ νοῦς,
ὅμως ἀκόμη γράφω.
(Στὸ βάζο ξέρω δίπλα μου δυὸ κρίνους φωτεινούς.
Σὰ νά ῾χουν βγεῖ σὲ τάφο.)
Ὥρα γλυκιά. Ξαπλώνει ὡραῖα δομένη
ἡ Ἀθήνα στὸν Ἀπρίλη σὰν ἑταίρα.
Εἶναι ἡδονὲς τὰ μύρα στὸν αἰθέρα,
καὶ τίποτε ἡ ψυχὴ πιὰ δὲν προσμένει.
Στὰ σπίτια σκύβει ἀπάνω καὶ βαραίνει
τὸ ἀσῆμι τοῦ βλεφάρου της ἡ ἑσπέρα.
Βασίλισσα ἡ Ἀκρόπολη ἐκεῖ πέρα
πορφύρα ἔχει τὴ δύση φορεμένη.
Φιλὶ φωτὸς καὶ σκάει τὸ πρωταστέρι.
Στὸν Ἰλισσὸ ἐρωτεύεται τ᾿ ἀγέρι
ροδονυφοῦλες δάφνες ποὺ ριγοῦνε.
Ὥρα γλυκιὰ χαρᾶς καὶ ἀγάπης, ὄντας
πουλάκια τὸ ἕνα τ᾿ ἄλλο κυνηγοῦνε
τ᾿ Ὀλύμπιου Δία μία στήλη ἀεροχτυπώντας...
Πάρε τὰ δῶρα τῆς ψυχῆς σου νά ῾ρτεις.
Σοῦ ἑτοίμασα τὴ μαύρη κάμαρά μου.
Στὸν κῆπο μου ἀρρώστησεν ὁ Μάρτης,
καὶ ἀρρώστησεν ὁ Μάρτης στὴν καρδιά μου.
Πάρε τοῦ πόνου σου τὴ σμύρνα κι ἔλα.
Ὅλα θὲ νὰ σ᾿ ἀρέσουν· ἔχω κόψει
τὸ ρόδο, στὸ παράθυρο, ποὺ ἐγέλα
τὴν αὐστηρή μου βλέποντας τὴν ὄψη.
Πάρε ἀπαλὰ τὸν οἶχτο σου, νὰ φτάσεις,
καὶ πᾶρε τοῦ καημοῦ σου τὴ γαλήνη.
Στὰ μάτια μου τὸ χέρι θὰ περάσεις,
τὸ βραδινό μου δέος γιὰ ν᾿ ἁπαλύνει.
Μάταιη ψυχή, στὴν ἀτονία ἑσπέρας ἐαρινῆς,
ἐνῷ θὰ κλείνεις τὰ χρυσὰ φτερά σου πληγωμένη,
τὴν ὥρα ποὺ σὰ λύτρωση κάτι θὰ καρτερεῖς,
φτωχὴ καρδιά, θανάσιμα μὰ αἰώνια λυπημένη·
ὅταν, φτασμένη ἀπάνω στὸν ὁρίζοντα, θὰ ἰδεῖς
μίση νὰ φεύγουν οἱ ἔρωτες, χολὴ τὰ πάθη σου ὅλα,
ὅταν ἀνέβει ἀπὸ τὰ ἐξαίσια τ᾿ ἄνθη τῆς ζωῆς
μύρον ἡ ἀπογοήτευση, ψυχή μου ὀνειροπόλα
τὴν ὥρα τὴν ὑπέρτατη ποὺ θὲ νὰ θυμηθεῖς
μ᾿ ἕνα μόνο χαμόγελο τὰ φίλα καὶ τὰ ἐνάντια --
μάταιη ψυχή, στὸ πέλαγο, στὸ ἀγέρι τί θὰ πεῖς;
ὤ, τί θὰ πεῖς, στενὴ καρδιά, στὴ χλωμὴ δύση ἀγνάντια;
Ἄχ, ὅλα ἔπρεπε νά ῾ρθουν καθὼς ἦρθαν!
Οἱ ἐλπίδες καὶ τὰ ρόδα νὰ μαδήσουν.
Βαρκοῦλες νὰ μοῦ φύγουνε τὰ χρόνια,
νὰ φύγουνε, νὰ σβήσουν.
Ἔτσι, ὅπως ἐχωρίζαμε τὰ βράδια,
γιὰ πάντα νὰ χαθοῦνε τόσοι φίλοι.
Τὸν τόπο ποὺ μεγάλωνα παιδάκι
ν᾿ ἀφήσω κάποιο δείλι.
Τὰ ὡραῖα κι ἁπλὰ κορίτσια -- ὤ, ἀγαποῦλες! --
ἡ ζωὴ νὰ μοῦ τὰ πάρει, χοροῦ γῦρος.
Ἀκόμη ὁ πόνος, ἄλλοτε ποὺ εὐώδα,
νὰ μὲ βαραίνει στεῖρος.
Ὅλα ἔπρεπε νὰ γίνουν. Μόνο ἡ νύχτα
δὲν ἔπρεπε γλυκιὰ ἔτσι τώρα νά ῾ναι,
νὰ παίζουνε τ᾿ ἀστέρια ἐκεῖ σὰν μάτια
καὶ σὰ νὰ μοῦ γελᾶνε.
Τώρα μακραίνουνε
πύργοι, παλάτια.
Κλαῖνε μου οἱ θύμησες,
κλαῖνε τὰ μάτια.
Τώρα θανάσιμη
νύχτα μὲ ζώνει.
Μέσα μου ὀγκώνονται
οἱ ἄφραστοι πόνοι.
Μ᾿ εἶδαν, προσπέρασαν
ὅσοι ἀγαπάω.
Μόνος ἀπόμεινα
κι ἔρημος πάω.
Πόσο τ᾿ ἀνέβασμα
τοῦ ἄχαρου δρόμου!
Στρέφω κοιτάζοντας
πρὸς τ᾿ ὄνειρό μου:
Μόλις καὶ φαίνονται
οἱ ἄσπρες εἰκόνες.
Τ᾿ ἄνθη, χαμόγελα
μὲς στοὺς χειμῶνες.
Ἀεροσαλεύουνε
κρίνοι καὶ χέρια.
Ἥλιοι τὰ πρόσωπα,
μάτια τ᾿ ἀστέρια.
Εἶναι καὶ ἀνάμεσα
σ᾿ ὅλα ἡ Ἀγάπη:
Στὸ πρωτοφίλημα
κόρη ποὺ ἐντράπη.
Κι ὅλο μακραίνουνε
πύργοι, παλάτια.
Κλαῖνε μου οἱ θύμησες,
κλαῖνε τὰ μάτια...
Παλιὸ ἡ ψυχή μου γράμμα εἶναι κι ἐγράφη
σὲ μία παρθένα ὡραία -- εὐγενικὴ
παρθένα -- ποὺ γιὰ λύπη ἐρωτικὴ
τὸ μοναστήρι ἐδιάλεξεν, ἐτάφη.
Τί τώρα κι ἂν ἀσπρίζουνε οἱ κροτάφοι;
Τὸ τότε κι ἂν ἡ μοῖρα ἦταν κακή;
Ἕνα συρτάρι ἐβένινον ἐκεῖ
τῶν ἀναμνήσεων κρύβει τὸ χρυσάφι.
Τὴν ὥρα ποὺ γεμίζουν ἴσκιο οἱ θόλοι,
καθισμένη σὲ πέτρα τὸ κοιτᾷ,
τὸ σφίγγει στὰ ὠχρὰ χέρια κλαίοντας ὅλη.
Ἔπειτα, ἐνῷ, μὲ βλέφαρα κλειστά,
τὸ φευγαλέο της ὅραμα κρατᾷ,
σηκώνεται καὶ πάει στὸ περιβόλι.
Μὲ τὸν καιρὸ ποὺ πρόσχαρη ἦταν νέα
-- ἀλίμονο! -- γιὰ νὰ ἀναμετρηθεῖ,
γιὰ νά ῾βρει ἕνα σκοτάδι πιὸ βαθύ,
σέρνεται πρὸς τὴν πένθιμη ἀλέα.
Βαριὰ στὴ ζωή της ἔπεσε ἡ αὐλαία
κεῖ δὲν μπορεῖ καλὰ νὰ θυμηθεῖ.
Τὸ χεῖλος, μόνο ξέρει, δὲν ἀνθεῖ,
δὲν εἶναι πιὰ τὰ μάτια της ὡραῖα.
Κι ὅπως τὰ δέντρα ὁλόγυρα σιωποῦν,
ἔτσι ποτὲ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ τὴ χάνει,
ποτὲ δὲ θά ῾ρθουν ἄνθρωποι νὰ ποῦν.
Ἄχ, μήτε τ᾿ ὄνομά του ἐδῶ δὲ φτάνει!
Νὰ ζεῖ; Καὶ πάντα νὰν τὸν ἀγαποῦν;
Μὴν ἔχει τάχα -- σὰν αὐτὴ -- πεθάνει;
Εἶσαι, ψυχή μου, ἡ κόρη ποὺ τὴ σβήνει
ὁλοένα κάποιος ἔρωτας πικρός,
ποὺ λησμονήθηκε κοιτώντας πρὸς
τὰ περασμένα, κι ἔτσι θ᾿ ἀπομείνει.
Κατάμονη σὲ μι᾿ ἄκρη, ὅπως ἐκείνη,
σὲ παρατοῦν ὁ κόσμος, ὁ καιρός.
Ἕνας ἀκόμη θά ῾σουνα νεκρός,
ἂν οἱ νεκροὶ δὲν εἶχαν τὴ γαλήνη.
Σὰν ἀδερφούλα ἡ κόρη αὐτὴ σοῦ μοιάζει
ποὺ γέρνει, συλλογίζεται καὶ ἀργεῖ
χαμένην εὐτυχία νὰ νοσταλγεῖ.
Δικό σου λέω, ψυχή μου, εἶναι μαράζι
ὅσα, τὸ βράδυ, δάκρυα, τὴν αὐγή,
στὰ ρόδα κατεβαίνει καὶ μοιράζει.
Θὰ μᾶς δοθεῖ τὸ χάρισμα καὶ ἡ μοῖρα
νὰ πᾶμε νὰ πεθάνουμε μία νύχτα
στὸ πράσινο ἀκρογιάλι τῆς πατρίδας;
Γλυκὰ θὰ κοιμηθοῦμε σὰν παιδάκια
γλυκά. Κι ἀπάνωθέ μας θὲ νὰ φεύγουν,
στὸν οὐρανό, τ᾿ ἀστέρια καὶ τὰ ἐγκόσμια.
Θὰ μᾶς χαϊδεύει ὡς ὄνειρο τὸ κῦμα.
Καὶ γαλανὸ σὰν κῦμα τ᾿ ὄνειρό μας
θὰ μᾶς τραβάει σὲ χῶρες ποὺ δὲν εἶναι.
Ἀγάπες θά ῾ναι στὰ μαλλιά μας οἱ αὖρες,
ἡ ἀνάσα τῶν φυκιῶν θὰ μᾶς μυρώνει,
καὶ κάτου ἀπ᾿ τὰ μεγάλα βλέφαρά μας,
χωρὶς νὰν τὸ γρικοῦμε θὰ γελᾶμε.
Τὰ ρόδα θὰ κινήσουν ἀπ᾿ τοὺς φράχτες,
καὶ θά ῾ρθουν νὰ μᾶς γίνουν προσκεφάλι.
Γιὰ νὰ μᾶς κάνουν ἁρμονία τὸν ὕπνο,
θὰ ἀφήσουνε τὸν ὕπνο τους ἀηδόνια.
Γλυκὰ θὰ κοιμηθοῦμε σὰν παιδάκια
γλυκά. Καὶ τὰ κορίτσια τοῦ χωριοῦ μας,
ἀγριαπιδιές, θὰ στέκουνε τριγύρω
καί, σκύβοντας, κρυφὰ θὰ μᾶς μιλοῦνε
γιὰ τὰ χρυσὰ καλύβια, γιὰ τὸν ἥλιο
τῆς Κυριακῆς, γιὰ τὶς ὀλάσπρες γάστρες,
γιὰ τὰ καλὰ τὰ χρόνια μας ποὺ πᾶνε.
Τὸ χέρι μας κρατώντας ἡ κυρούλα,
κι ὅπως ἀργὰ θὰ κλείνουμε τὰ μάτια,
θὰ μᾶς διηγιέται -- ὠχρὴ -- σὰν παραμύθι
τὴν πίκρα τῆς ζωῆς. Καὶ τὸ φεγγάρι
θὰ κατέβει στὰ πόδια μας λαμπάδα
τὴν ὥρα ποὺ στερνὰ θὰ κοιμηθοῦμε
στὸ πράσινο ἀκρογιάλι τῆς πατρίδας.
Γλυκὰ θὰ κοιμηθοῦμε σὰν παιδάκια
ποὺ ὅλη τὴ μέρα ἔκλαψαν κι ἀποστάσαν.
Ἀσημένιο τὸ μέτωπο. Καὶ ὡραῖα
τὰ μάτια σου ἐφωσφόριζαν γαλάζα.
Τὸ πιάνο καθὼς ἄνοιγες, δυὸ νέα
τριαντάφυλλα τρεμίζανε στὰ βάζα.
μὰ οἱ κρόταφοί σου ρόδα πλέον ὡραῖα.
Ἐπάλευαν τὰ χέρια σου, ἐκερδίζαν·
τὰ πλήχτρα ὑποχωρούσανε· τὶς νότες,
τὴ μελῳδία σὰν ἔπαθλο χαρίζαν.
Ἀκούαμε. Καὶ τὰ αἰσθήματα, δεσμῶτες
ποὺ τὴν ἐλευτερία τοὺς ἐκερδίζαν.
Δὲν θυμοῦμαι καλά, πέρασαν χρόνια,
πὼς εἶχες ὅμως λέω καὶ τραγουδήσει·
ἐξὸν ἂν ἐκελάηδησαν ἀηδόνια.
Λάλο ἢ βουβό, τὸ χεῖλο σου εἶναι βρύση,
ἐλάφια κουρασμένα ἐμὲ τὰ χρόνια.
Ἡ πεταλούδα πάντα θὰ πετάξει
ἀφήνοντας στὰ δάχτυλα τὴ γύρη.
Θρίσμα τὸ ἀντίο, τὸ χέρι σου μετάξι,
κι ἐχάθηκες. Ἀπὸ τὸ παραθύρι
ἡ πεταλούδα πάντα θὰ πετάξει...
Τώρα ποὺ μήτε ὁ ἔρωτας μήτε ἡ φιλία της φέρνει,
μήτε κι αὐτὸ τὸ μῖσος μου παρηγοριάν, ἄ, πῶς
ἡ ὥριμη θλίψη μου κατὰ καιροὺς τὰ περασμένα γέρνει,
τῆς νιότης μου καρπός!
Χορδὴ ἡ καρδιά μου δέχονταν τὸ Μάρτη ἀνατριχίλα.
Ἀκόμα μὲ συνέπαιρνε γλυκιὰ μία συλλογὴ
ὅταν τὸ νέο Φθινόπωρο μὲ μαραμένα φύλλα
ἐράντιζε τὴ γῆ.
Μιὰ πεταλούδα ἐπέταγε καὶ τὴν ἀκολουθοῦσα·
ἦταν ἡ ἀπάρθενη ζωή μου, ἡ ζωὴ τοῦ κόσμου, ἡ μιά.
Ὁ νοῦς μου σάμπως ξύπνημα τὴ χαραυγή. Καὶ ἡ Μοῦσα
μοῦ ἄγγιζε τὰ μαλλιά.
Δῶστε μου τὰ παιδιάτικα χρόνια μου πὄχουν γίνει
στὴν ἠρεμία τοῦ δειλινοῦ χρυσός, ὡραῖος καπνός,
τὰ χρόνια πού ῾ρθανε χαρά, πέρασαν καλοσύνη,
κι ἔφυγαν οὐρανός.
Νὰ λέτε πάλι στὸ πικρὸ χεῖλος μου τὴν ἀχτίδα,
στὰ μάτια τὴν ἀνθρώπινη καὶ θεία σταλαγματιά.
Ἐξωτικὸ μπλάβο πουλί, φέρετε τὴν ἐλπίδα,
χαμένη τώρα πιά.
Καὶ στὸ χλωμό μου μέτωπο γιὰ λίγο κάμετε ὥστε
χίμαιρες, ὁραματισμοὶ σὰν ἄστρα νὰ κυλοῦν.
Οἱ ἄγγελοι νὰ διατάζουνε, κι ἀπὸ τὰ τέμπλεα δῶστε
οἱ θεοὶ νὰ μοῦ γελοῦν.
Ὕστερα, στὸ κορύφωμα τοῦ ἀπελπισμένου δρόμου,
ἂς ἤτανε ἀνατέλλοντα τὰ μάτια σου νὰ ἰδῶ,
πρώτη ἀγαπούλα, καὶ νὰ κράταες ἄνθος τ᾿ ὄνειρό μου,
τ᾿ ὄνειρο ποὺ μαδῶ.
Ἄ, πῶς ἡ λύπη μου κατὰ τὰ περασμένα στρέφει!
Ὅμοια καὶ ἡ νύχτα πάντοτε γυρίζει στὸ πρωί.
Ἄ, πῶς τὰ χρόνια σὰν καπνὸς ἐχάθηκαν, σὰ νέφη,
σὰν πάχνη, σὰ ζωή!
Ἔτσι προχθὲς ἦταν γλυκιὰ ἡ ἑσπέρα...
Ἡ σκέψη μου νοσταλγικὰ ἐνυχτώθη
στὸν κῆπο, στὴ λιμνούλα καὶ στὴ σέρα
ποὺ ἐσβήνανε τριαντάφυλλα σὰν πόθοι
κι ἐπέθαινε στὰ τζάμια πάνω ἡ μέρα.
Ἔτσι προχθὲς ἦταν γλυκιὰ ἡ ἑσπέρα...
Ἕνας καημὸς ποὺ ἀκόμα δὲν ἐδόθη
γινόταν ἄστρο. Σύννεφο ἀπὸ πέρα
μεγάλωνε (ἴδιο σάβανο ποὺ κλώθει
μὲ μοχθηρὴ σπουδὴ μοιραία μητέρα).
Ἔτσι προχθὲς ἦταν γλυκιὰ ἡ ἑσπέρα...
Ὅταν τὸ δέος μου ἀξήγητον ἁπλώθη,
τὸ στερνὸ ρόδο θά ῾χανε ἡ σέρα
καὶ ἡ λίμνη μὲ νεκρόφυλλα θὰ ἐστρώθη.
Τ᾿ ἄστρα ζυγώνανε, καημοὶ ἀπὸ πέρα.
Ἔτσι προχθὲς ἦταν γλυκιὰ ἡ ἑσπέρα...
Μεσάνυχτα καὶ λείπετε, ἀδερφοῦλες μου.
Σαλεύει θλιβερὸ τὸ κυπαρίσσι.
Τὶς κάμαρες θ᾿ ἀνοίξω ποὺ στοιχειώσανε,
τ᾿ ἀγέρι κι ἡ νυχτιὰ νὰν τὶς γιομίσει.
Ἄνε μὲ πάρει ὁ ὕπνος, μέσα στ᾿ ὄνειρο
θά ῾ρθει κάποια ἀπὸ σᾶς νὰ ξυπνήσει.
Ποῦ πήγατε, ἀδερφοῦλες μου, κι ἀπόμεινα
μονάχη μὲς στὸ σπίτι μας καὶ ξένη;
Στὴν ἅρπα, ποὺ ἐνοστάλγησε τὰ δάχτυλα,
ἡ ἀράχνη τὸν καημό μου τὸν ὑφαίνει.
Τὰ χέρια μου, ὅπως δένω κι ὅπως θλίβομαι,
μὲ βλέπει ἀντίκρυ ὁ σκύλος καὶ σωπαίνει.
Τί νά ῾φταιξα καὶ ἀσπρίζουν στὸ τρισκόταδο,
σὰν τάφοι, τ᾿ ἀδειανά σας τὰ κρεβάτια;
Ποτὲ τοῦ γυρισμοῦ τὸ γλυκοτράγουδο,
ποτὲ δὲ θὰν τὸ ποῦν τὰ σκαλοπάτια;
Πῶς ξεχειλᾷ σὰ δάκρυον, ἀδερφοῦλες μου,
ἡ ἀγάπη στὰ μεγάλα μου τὰ μάτια!
Κι ἂν ἔσβησε σὰν ἴσκιος τ᾿ ὄνειρό μου,
κι ἂν ἔχασα γιὰ πάντα τὴ χαρά,
κι ἂν σέρνομαι στ᾿ ἀκάθαρτα τοῦ δρόμου,
πουλάκι μὲ σπασμένα τὰ φτερά·
κι ἂν ἔχει, πρὶν ἀνοίξει, τὸ λουλούδι
στὸν κῆπο τῆς καρδιᾶς μου μαραθεῖ,
τὸ λεύτερο ποὺ ἐσκέφτηκα τραγούδι
κι ἂν ξέρω πὼς ποτὲ δὲ θὰ εἰπωθεῖ·
κι ἂν ἔθαψα τὴν ἴδια τὴ ζωή μου
βαθιὰ μέσα στὸν πόνο ποὺ πονῶ --
καθάρια πὼς ταράζεται ἡ ψυχή μου
σὰ βλέπω τὸ μεγάλο οὐρανό,
ἡ θάλασσα σὰν ἔρχεται μεγάλη,
καὶ ὀγραίνοντας τὴν ἄμμο τὸ πρωί,
μοῦ λέει γιὰ κάποιο γνώριμο ἀκρογιάλι,
μοῦ λέει γιὰ κάποια πού ῾ζησα ζωή!
Εἶσαι ἄντρας. Ὅμως ὁ ἴδιος πάντα μένω·
τὰ χρόνια ποὺ περάσανε μὲ ἄφησαν
παράξενο παιδάκι γερασμένο.
Καὶ δὲν ποθῶ πιὰ τίποτε ἀδελφέ μου·
τὰ ὀνείρατα στὰ χέρια μου ἐσκορπίσαν
καὶ τά ῾δωκα, ροδόφυλλα τοῦ ἀνέμου.
Ὤ, πότε θὰ μπορέσεις νὰ ξεχάσεις
τὶς ἔγνοιες τῆς ζωῆς ποὺ σ᾿ ἐκερδίσαν
νά ῾ρθεις ἀπὸ ῾κει πέρα, νὰ περάσεις
τριγύρω μου τὸ χέρι καὶ σκυμμένος
ν᾿ ἀκούσεις ὅσα πάθη ἐγονατίσαν
αὐτὸν ποὺ τόσο σοῦ ῾ναι ἀγαπημένος;
Καλέ μου, σιγανὰ θὰ σοῦ μιλοῦσα,
θὰ σοῦ ῾λεγα πὼς ὅλοι μ᾿ ἐμισῆσαν,
πὼς ρεύοντας τὸ δρόμο μου ἐτραβοῦσα,
διωγμένος κάθε μέρα ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους,
μὴ ξέροντας ποιοὶ τόποι μ᾿ ἐκρατῆσαν,
μὴ ξέροντας σὲ ποιοὺς πηγαίνω τόπους.
Κι ὡς εἶσαι λατρεμένος ἀδελφός μου,
τὰ μάτια σου κοιτώντας ποὺ ἐδακρῦσαν,
θὰ ξεχνοῦσα τὰ βάσανα τοῦ κόσμου,
καὶ βλέποντας μακριά, κατὰ τὴ δύση,
τὰ συννεφάκια ποὺ θαμπὰ ἐχρυσίασαν
φιλώντας ἱλαρὰ τὸ κυπαρίσσι,
γιὰ μιὰ μικρὴν ἡλιολουσμένη πόλη,
γιὰ ἕνα μεγάλο σπίτι ποὺ ἐκυλήσαν
τὰ πρῶτα πρῶτα χρόνια μας καὶ οἱ βόλοι,
γιὰ τὶς χαρὲς ποὺ ἀκόμα μὲ κρατοῦνε
ἱκέτη, θὲ νὰ σοῦ ῾λεγα, μὰ ἐσβῆσαν,
γιὰ τοὺς καιροὺς ποὺ δὲ θὰ ξαναρθοῦνε...