Κική Δημουλά - Συνεντεύξη 2
στην ΟΛΓΑ ΜΠΑΚΟΜΑΡΟΥ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 16-03-2002
Ανηφορίζοντας την οδό Πυθίας, στην Κυψέλη, για το σπίτι της Κικής Δημουλά, σκεφτόμουν ότι ο τιμητικός τίτλος που έλαβε από την Ακαδημία Αθηνών δεν είναι μεγαλύτερης αξίας και σημασίας από την τιμή που εκείνη, μπαίνοντας στις «τάξεις» της, τής έδωσε.
Όχι βέβαια γιατί είναι γυναίκα. Και όχι μόνο γιατί είναι μια πολύ μεγάλη ποιήτρια, που «καταθέτει ατόφιο χρυσάφι, σοφία μαστορική και λάβα λέξεων (...), που ξεπέρασε το όριο της κριτικής και μπήκε στην περιοχή του θαύματος», όπως έχει γράψει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος.
Αλλά και για τον τρόπο του «υπάρχειν» στη διαδρομή μιας σχεδόν 50χρονης παρουσίας στα Γράμματα και 70 χρόνων ζωής. Μακριά απ' όλων των ειδών τους «κύκλους», απτόητη απ' τις σειρήνες των «θορύβων», ασκητικά μοναχική μέσα στο μικρό μεγάλο της σύμπαν.
Με περιμένει στην κορυφή της μαρμάρινης σκάλας, με γελαστά τα μονίμως μελαγχολικά της μάτια και με οδηγεί στο αυστηρό σαλόνι. Τα βάζα με τα λουλούδια παντού γύρω γύρω -ευχές για την εκλογή της- είναι η δροσερή πολύχρωμη «επίθεση» της αγάπης σ' αυτή τη μοναχικότητα και την αυστηρότητα.
- Γίνατε «αθάνατη», λοιπόν...
«Η λέξη, ξέρετε, μού προκαλεί μια μελαγχολία, γιατί έχει ένα χιούμορ που είναι και
ολίγον μαύρο βέβαια. Πώς «αθάνατη»; Τονισμός του «θνητή» είναι αυτό περισσότερο,
παρά μια άλλη πραγματικότητα. Δεν νομίζω ότι τον φέρω αυτόν τον χαρακτηρισμό με
πολλή άνεση, ούτε βέβαια και τον τίτλο ακόμα του ακαδημαϊκού, γιατί πρέπει πρώτα
να τον πιστέψω. Εγώ δεν είμαι εύπιστη ούτε στα πράγματα που συμβαίνουν. Άλλωστε,
δεν ήταν τόσο αγωνιώδης στόχος μου αυτό, ούτε εκφράζει την άπληστη πλευρά μιας φιλοδοξίας».
- Όμως βάλατε υποψηφιότητα.
«Έβαλα, πρώτον βέβαια, για λόγους που δεν ομολογούνται. Και μετά: Ίσως για να ικανοποιήσω
μια καθυστερημένη φιλομάθεια. Ίσως για να βρω μια ειρηνικότερη και επομένως ασφαλέστερη
στέγη για το μετέωρο και ευάλωτο είδος του λόγου που υπηρετώ. Ίσως ακόμα με την
ελπίδα ότι αυτό το είδος αποδειχτεί ευρύτερα και σταθερότερα χρήσιμο από όσο ασταθώς
χρησιμεύει σε μένα. Ενδεχομένως να νοστάλγησα και την πειθαρχία. Να νοστάλγησα την
περικοπή του ελεύθερου χρόνου, που σε μένα τουλάχιστον προσφέρει αρκετήν αταξία.
Επεδίωξα έτσι την προσχώρηση στην Τάξη των Γραμμάτων τώρα».
- Προσκομίζοντας τι;
«Για το μόνο που είμαι βεβαία ότι έχω, είναι ένα ήθος. Δεν ξέρω όμως, αν αυτό αρκεί
στην Ακαδημία. Γιατί το διαθέτει πιστεύω. Δεν γνωρίζω περισσότερα. Το βέβαιον είναι
ότι αυτός ο επιβλητικός χώρος μού προκαλεί ένα δέος».
- Είναι επίσης ένας χώρος συντηρητικός στη συνείδηση των πολιτών, αδιάφορος και
απών ως πνευματικό ίδρυμα, σε εποχές ζοφερές για τον τόπο.
«Οι ακαδημαϊκοί είναι Έλληνες. Δεν έχω καμιά διάθεση να θεωρήσω ότι υπήρξε εσκεμμένη
αδιαφορία στα μεγάλα θέματα. Έχω όμως μια διάθεση να βρω ελαφρυντικά, που αυτή τη
στιγμή δεν μου είναι πρόχειρα. Ούτε εγώ πήρα ενεργό θέση στο θέμα, ας πούμε, της
δικτατορίας. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ήμουν αδιάφορη, ότι δεν υπέφερα μέσα μου.
Θα μου πείτε, εγώ ήμουνα μια μονάδα, ένα ασήμαντο πρόσωπο, το οποίο δεν μπορούσε
να παίξει κάποιο ρόλο...».
- Εγώ δεν θα σας το πω αυτό, κυρία Δημουλά.
«Δεν παραδέχεστε ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν είναι αγωνιστικοί; Φυσικά, δεν χρησιμεύουν
αυτοί οι άνθρωποι στην ανθρωπότητα, ούτε συζήτηση. Αλλά ας μην τους αποκλείσουμε
κι από αυτό το άχρηστο ακόμα τού να συνυποφέρουν. Είναι και θέμα μιας κατασκευής
το να μπορεί κανείς να βγει στους δρόμους να φωνάξει, είναι και θέμα μιας δειλίας
πολύ μεγάλης, ιδίως για ανθρώπους που έχουν οικογένεια. Εγώ, στην Τράπεζα της Ελλάδος
όπου δούλεψα, υπέστην μία δίωξη τρομακτική επί δικτατορίας».
- Για ποιον λόγο;
«Πραγματικά χωρίς λόγο. Επειδή ήμουν στο περιοδικό της τράπεζας "Κύκλος", το οποίο
θεωρήθηκε ως αναρχοκομμουνιστικό. Ούτε κομμουνίστρια ήμουν όμως, ούτε μη κομμουνίστρια.
Ήμουν απλά ένας άνθρωπος που αγαπάει πάρα πολύ την ελευθερία και τη δημοκρατία.
Δεν έκανα όμως τίποτα εναντίον της χούντας, γιατί είχα οικογένεια, παιδιά, όλα αυτά
τα κακομοίρικα, αν θέλετε. Αλλά και δεν πούλησα ποτέ ηρωισμό, όπως έκαναν άλλοι».
- Είναι ένα «φαινόμενο» της μεταχουντικής περιόδου και του δημόσιου βίου μας
η εξαργύρωση αντιστασιακών, αληθινών ή ψεύτικων, περγαμηνών. Τι έχετε να πείτε πάνω
σ' αυτό;
«Τι να πω; Να χαρακτηρίσω τώρα την ανθρωπότητα "παπατζή" που αρπάζει τις ευκαιρίες;
Δεν είναι άγνωστο φαινόμενο αυτό, συμβαίνει αιώνες. Όλοι, ως ένα βαθμό, επωφελούμεθα.
Ακόμα και τα χαρίσματά μας όταν ασκούμε, πάλι ένα μέσον βάζουμε για να κερδίσουμε
κάτι. Ακόμα και το να θέλει κανείς να είναι ποιητής, είναι μια φιλοδοξία από την
οποία κάτι προσδοκά. Μα και η δόξα δεν είναι μικρό ούτε και τόσο ηθικό κέρδος».
- Εσείς είστε φιλόδοξη;
«Ασφαλώς, δεν υπάρχει περίπτωση να μην είμαι φιλόδοξη. Διότι αλλιώς δεν θα προσπαθούσα
ούτε να κάνω το καλύτερο. Προσπαθώ, λοιπόν, αλλά δεν κάνω τίποτα λερό για να ικανοποιήσω
αυτή τη φιλοδοξία».
- Είναι δύσκολο να κάνει «λερά» πράγματα για να ικανοποιήσει τη φιλοδοξία του
ένας ποιητής;
«Το να μυθοποιούμε τους ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης, το να τους θεωρούμε
θεούς, είναι λάθος, οδηγούμαστε σε μια πλάνη. "Θεός" είναι κάποιος μόνο κατά εκείνο
το κομματάκι και κατά τη στιγμή που ασκεί το χάρισμα που τού δόθηκε. Κατά τα άλλα,
είναι ένας κοινός άνθρωπος, με όλες τις αδυναμίες και τα κακά του κόσμου μέσα του.
Εγώ δεν μπορώ να δεχτώ καθαρόν άνθρωπο κανένα. Ακόμα και οι μύχιες σκέψεις του,
κι αυτές που δεν τις γνωρίζει, μπορεί να απεργάζονται τον κακό εαυτό του. Τώρα,
αν το καθαρό έχει φοβίσει επαρκώς το λερό και κάθεται και σιωπά, είναι μια άλλη
ιστορία. Χρήσιμη εν τέλει».
- Εσείς το έχετε φοβίσει επαρκώς το «λερό» σας;
«Πιστεύω ότι το έχω ναρκώσει. 'Η του αφαιρώ τα περιθώρια δράσης με τη μάλλον ασκητική
ζωή μου».
- Δίνετε, πράγματι, την εντύπωση ενός μοναχικού κι απόμακρου ανθρώπου.
«Έτσι είμαι. Όμως αυτό μπορεί κάλλιστα να οφείλεται σε μια δειλία, ότι δεν έχω όπλα
ν' αντιμετωπίσω έναν άνθρωπο τον οποίο δεν γνωρίζω ποιος είναι. Δεν μπορώ, ας πούμε,
να δω κάποιον να θυμώνει εξαιτίας μου. Θυμάμαι τη μητέρα μου όταν έκανα κάτι που
δεν της άρεσε και είχε το πρόσωπο κατεβασμένο επί πέντε ημέρες. Εμένα αυτό μου ήταν
αφόρητο. Ήμουν πρόθυμη να ζητήσω συγγνώμη για να μη βλέπω αυτό το ύφος».
- Αυτό κάνετε ακόμη;
«Ναι, προτιμώ να φταίω, παρά να μου φταίνε. Ίσως, με αυτή μου την προτίμηση, να
τροφοδοτείται και το αρχετυπικό αίτημα της ενοχικότητας. Παρά ταύτα, αγαπάω πολύ
τον κόσμο, σαν να έχω επαφή και επικοινωνία μαζί του, τον αγαπάω μέσα απ' τα δικά
μου προβλήματα. Εγώ πιστεύω ότι η ποίηση αναπληρώνει αυτό που δεν μπορείς να ζήσεις».
- Τι δεν μπορέσατε να ζήσετε εσείς;
«Αυτήν την κοινωνικότητα, για παράδειγμα. Πολλά πράγματα, διότι δεν μπορώ να είμαι
διεκδικητική. Ούτε και ήμουν ποτέ. Δεν τόλμησα, ας πούμε, και κακίζω τον εαυτό μου
γι' αυτό, να επιβάλω στους γονείς μου να καλλιεργήσω την πολύ ωραία φωνή που είχα
και να γίνω ελαφριά τραγουδίστρια, όπως ονειρευόμουν. Δεν επέμεινα να μάθω πιάνο,
που τρελαινόμουν - σκεφτείτε, βλέπω σήμερα άνθρωπο να παίζει πιάνο, τον πιο άσχημο
άνθρωπο να παίζει το χειρότερο πιάνο, και εξωραΐζεται η μορφή του και παραληρώ.
Δεν μπόρεσα ακόμα να κατανικήσω, αντιθέτως όσο πάει και εντείνεται, ένα πολύ μεγάλο
ελάττωμα, μια ευγένεια που έχω, η οποία δεν νομίζω ότι εκλαμβάνεται σωστά».
- Είναι ελάττωμα η ευγένεια;
«Έχει μια συγγένεια τρομακτική αυτή η ευγένεια με την ηττοπάθεια. Περισσότερο μοιάζει
με ηττοπάθεια, γιατί βέβαια έχει κοινά χαρακτηριστικά και με τη δειλία. Ένας άνθρωπος
που είναι συνεχώς ευγενής, δεν νομίζω ότι ασκεί οπωσδήποτε καθαρά αυτή την αρετή.
Μπορεί και να φοβάται να είναι αγενής, διότι το να είσαι αγενής θέλει και μια γενναιότητα.
Σημαίνει ότι είσαι πρόθυμος ν' αντιμετωπίσεις τις συνέπειες της αγένειάς σου».
- Δέχεστε για τον εαυτό σας κάποιο ίχνος ή μορφή υστεροβουλίας;
«Όχι, δεν είμαι αναιδής, απλώς· τώρα, εάν μου το είπε η μητέρα μου αυτό ή άλλα είναι
τα βαθύτερα αίτια, δεν το ξέρω. Διότι κάποια οικονομία θα εξυπηρετώ φτιαγμένη έτσι
όπως είμαι, ένας άλλος άνθρωπος θα είναι το αντίθετό μου. Δεν μπορώ να σκεφτώ ότι
περισσεύω σ' αυτό τον κόσμο. Το πρόβλημα είναι ότι έναν άνθρωπο που έχει πάρει τη
λεζάντα, την επιγραφή του ευγενούς, οι άλλοι δεν τον φοβούνται. Και δεν ξέρω έτσι
πόσο σκούρα θα τα βρει στη ζωή του. Εγώ τα έχω βρει πολλές φορές».
- Θα θέλατε να σας φοβούνται;
«Θα ήθελα λίγο να με λογαριάζουν. Έπειτα, εγώ έχω αυτή τη μανία να κρατάω συνεχώς
μια φωτογραφική μηχανή και να ανανεώνω τη συλλογή φωτογραφιών που βγάζω στις αδυναμίες
μου και στις ατέλειές μου. Είναι φοβερό αυτό. Κι αυτές τις φωτογραφίες σαν να τις
έχω μαζί μου και να τις επιδεικνύω σε όποιον άνθρωπο με γνωρίσει, ώστε να μη σχηματίσει
καμιά εσφαλμένη εντύπωση για μένα. Τώρα, γιατί το κάνω αυτό, γνωρίζοντας ότι κανένας
δεν ενδιαφέρεται να μάθει τι είμαι ακριβώς, δεν ξέρω».
- Νομίζω ότι πολλοί αναζητούν και θα ήθελαν μιαν εξήγηση της βαθιάς μελαγχολίας
που αναδίνει η φωτογραφία...
«Πρώτα πρώτα, δεν είχα πολύ χαρούμενα παιδικά χρόνια, με την έννοια ότι και το περιβάλλον
μου δεν ήταν εύθυμο. Ήταν άνθρωποι κάπως βαρύθυμοι. Αν αυτό το αντέγραψα ή το κληρονόμησα,
αν απορρόφησα την ατμόσφαιρα και τη φέρω εφ' όρου ζωής, δεν το ξέρω. Αλλά νομίζω
ότι μπορώ να υποστηρίξω απλούστερα αυτό το θέμα. Με πλήττει θανάσιμα η ιδέα ότι
είμαστε θνητοί παρά αθάνατοι. Και, παράλληλα, μ' αφήνει αποσβολωμένη το μέγα θαύμα,
ότι αυτή τη μοίρα μας φαίνεται να τη λησμονάμε».
- Θα θέλατε πραγματικά να ήμασταν αθάνατοι;
«Ναι, πολύ. Χωρίς να σκέπτομαι πόσο ανόητο ενδεχομένως είναι αυτό. Πάντως, αυτό
το άγνωστο σκουληκιασμένο πράγμα δεν το θέλω, έστω κι αν υπάρχει πιθανότητα να είμαι
ένα καλό λίπασμα για τις επόμενες γενιές. Γι' αυτό είχα σκεφτεί πάρα πολλές φορές
την καλύτερη λύση τουλάχιστον της καύσης. Το να φύγει κανείς μέσα σε μια πυρά τέτοια,
είναι και μια δικαίωση της προηγούμενης πύρινης ζωής μας».
- Πύρινης, με ποια έννοια;
«Με την έννοια του πάθους για τη ζωή, για την ομορφιά. Όλα είναι μια φλόγα, καιγόμαστε
επί μια ζωή και με μικρά και με μεγάλα, νομίζω ότι και τα μικρά πράγματα ακόμη,
φωτιές καλλιεργούν μέσα μας. Γι' αυτό με ενοχλούν πάρα πολύ τα γηρατειά. Δεν θέλω
να κατηγορήσω τη φύση, την οποία αγαπώ γιατί της ανήκω και έχει βέβαια κι αυτή κάθε
δικαίωμα να έχει κάνει μεγάλες παραλείψεις, αλλά νομίζω ότι το λάθος της ήταν τα
γηρατειά. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι παρέλειψε να έχει την εικόνα του γέροντα, έπρεπε
να έχει, όταν μας έπλαθε, την εικόνα τού πώς είναι η φθορά. Διότι για το αντίθετο,
ή ελλιπή εξυπνάδα πρέπει να της αποδώσω ή χαιρεκακία».
- Ο Άθως Δημουλάς πώς πέρασε απ' τη ζωή σας; Γιατί υπάρχει ο, αδιευκρίνιστος
ακόμα για πολλούς, «μύθος» της βαριάς σκιάς του επάνω σας.
«Αυτό είναι ένα μεγάλο λάθος. Αντιθέτως, μου έδωσε την πολύ δύσκολη έγκρισή του
στα πράγματα που με βοήθησαν να ζήσω και μετά τον θάνατό του. Εκείνος ήταν ο ελέγχων
τις ποιότητές μου, πάνω στο θέμα της ποιήσεως τουλάχιστον. Φεύγοντας, μου άφησε
τις τελειότητές του. Οι ατέλειες ξεχάστηκαν. Και την ποίηση, βεβαίως, όπου είχα
πλέον μπει σαν σε καταφύγιο. Εκείνος με ωθούσε συνεχώς προς τα εκεί, διότι εγώ ήμουν
ένας άνθρωπος τεμπέλης από τη φύση μου».
- Πραγματικά, η ποίηση σάς βοηθάει να ζήσετε από δω και πέρα;
«Μα μόνο γι' αυτό ζω, και για τα παιδιά μου βεβαίως. Αλλά αυτό είναι το ισόβιο σπίτι
μου, η ισόβια στέγη μου».
- Τι είναι ένα ποίημα για σας;
«Πρώτα πρώτα, είναι μια συνάντησή μου με λέξεις που έχουν καθαρά βασανιστικές προθέσεις
απέναντί μου. Μου αντιστέκονται και πρέπει να κάνω μεγάλες διαπραγματεύσεις μαζί
τους. Αυτή είναι μια διαδικασία επίπονη και ηδονική. Είναι ένα παζάρι ήχων, ένα
παζάρι λέξεων. Προσέχω ποια θα μου τη φέρει, γιατί είναι πάρα πολύ ύπουλες. Δεν
καταφέρνω πάντα ν' αποφεύγω τις ακατάλληλες. Είναι περίεργο, πώς ενώ είμαι τόσο
καχύποπτη απέναντί τους, εν τούτοις με ξεγελούν πάρα πολύ. Κι αυτό φαίνεται στο
αποτέλεσμα του μέτριου ή του κακού ποιήματος».
- Ποιο είναι το μεγάλο ποίημα;
«Ερίζουν περί αυτό οι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους κρίσεις. Όπου, κατά έναν τρόπο,
δικαιώνεται η άποψη ότι η τέχνη είναι θέμα υποκειμενικό. Απόδειξη, ότι μια ποιητική
συλλογή ή ένα ποίημα που αρέσει στον έναν, δεν αρέσει στον άλλον, παρά το ότι και
οι δύο διαθέτουν έναν καλό εξοπλισμό αντικειμενικών κριτηρίων. Επομένως, λίγο-πολύ,
είναι όλα στον αέρα, ένας παιγνιδιώδης μετεωρισμός».
- Μπορεί η ποίηση να βοηθήσει τον άνθρωπο σήμερα;
«Εσείς, επί αιώνες που γράφεται η ποίηση, είδατε να έχει βοηθήσει σε τίποτα; Αν
τώρα κάποιος, την ώρα που διαβάζει ένα ποίημα, μπορεί να πει "αυτό ακριβώς νιώθω
κι εγώ" κι αν υποθέσουμε ότι αυτό τον βοηθάει, αυτή η βοήθεια είναι για πέντε λεπτά.
Γιατί τα επόμενα πέντε, περιμένει η ζωή απέξω με το ντουφέκι της και με τους πυροβολισμούς
της. Και η ποίηση δεν μπορεί να προκαλέσει αφλογιστίες. Ούτε αλεξίσφαιρο είναι η
ποίηση».
- Ούτε ο λόγος, δηλαδή η παρέμβαση του ποιητή μπορεί να βοηθήσει; Διότι καταλογίζεται
στους πνευματικούς ανθρώπους ένα έλλειμμα παρουσίας στα μεγάλα προβλήματα, είτε
της χώρας τους είτε της ανθρωπότητας.
«Η μόνη δυνατή δράση για τα στραβά και τρομερά πράγματα που γίνονται στον κόσμο
είναι να πονάμε, όσοι τέλος πάντων μπορούμε να εκπλησσόμεθα γι' αυτά και να πονάμε.
Δεν είναι ένας ποιητής παραπάνω από έναν άνθρωπο που υποφέρει. Ούτε μπορεί να αλλάξει
τίποτα με το να βγει και να μιλήσει δημοσία, να πάρει θέση, όποιο κύρος κι αν έχει».
- Βγήκε και μίλησε ο Σεφέρης...
«Ασφαλώς, και ήταν πάρα πολύ ωραίο για τη φήμη του Σεφέρη αυτό. Αλλά δεν νομίζω
ότι ανέτρεψε τη χούντα η κουβέντα του Σεφέρη. Άλλες, άγνωστες βουλές του Κυρίου,
έπαιξαν το ρόλο τους».
- Εσείς τον σύγχρονο κόσμο πώς τον βλέπετε;
«Ποικίλο και διαταραγμένον. Είναι οι ευνοημένοι, είναι οι άτυχοι, είναι οι πεινασμένοι,
είναι εκείνες οι φυλές, όπως στην Αφρική, που φαίνεται η φύση το θέλησε να πεθαίνουν
από την πείνα, σαν να τους γέννησε μια αφιλόστοργη μοίρα. Διότι εγώ πιστεύω ότι,
όπως κάθε άνθρωπος, έτσι και κάθε λαός διέπεται από ένα πεπρωμένο.
- Η μοίρα φταίει για την τραγωδία των Διδύμων Πύργων, για τις συνεχιζόμενες τραγωδίες
στο Αφγανιστάν και στη Μέση Ανατολή, για τον πολυπρόσωπο τρόμο που όλοι πλέον αισθανόμαστε
να μας απειλεί;
«Μου ζητάτε τώρα να ζωγραφίσω έναν χάρτη τραγωδιών που συμβαίνουν ή μας απειλούν,
χρησιμοποιώντας ως υλικό απίστευτη σπατάλη αίματος. Με τρομοκρατεί αυτό το εγχείρημα.
Με τρομοκρατεί περισσότερο η βεβαιότητα ότι δεν έχουμε τρόπο ανατροπής κανέναν.
Από καταβολής κόσμου, είμαστε θεατές της επικράτησης των ισχυρότερων και του καταποντισμού
των αδυνάτων».
- Αδύναμοι θεατές;
«Βεβαίως. Είναι κι αυτός ένας λόγος να είμαι μελαγχολική, αν θέλετε να κάνω τον
κύκλο. Μπορεί να μην είναι μελαγχολικός κανείς, όταν βλέπει ότι τα ακραία φαινόμενα
δεν μπορεί να τα δαμάσει καμία θέληση;».
- Άρα, όλοι θα πρέπει να είμαστε λίγο μελαγχολικοί;
«Ναι. Και καλό είναι να είμαστε και λίγο απαισιόδοξοι, γιατί αν είμαστε αισιόδοξοι,
είμαστε και λίγο αδρανείς. Νομίζω ότι η χαρά είναι λίγο κοιμήσικο πράγμα, ενώ η
απαισιοδοξία είναι πάθος για τη ζωή, κινητοποιεί κάποια πράγματα μέσα μας, μας έχει
σε μια ενέργεια και σε μια επαγρύπνηση. Είναι η άλλη όψη, η σκοτεινή, της αισιοδοξίας».
- «Ακαδημαϊκός» τι σημαίνει για σας, εν τέλει;
«Είναι καινούργια ακόμα η σημασία αυτού του τιμητικού τίτλου, καλά καλά δεν την
έχω βγάλει απ' το κουτί, επομένως θα ήταν ανεπίτρεπτη οικειότης να την περιφέρω
δημοσίως σε κατασταλαγμένους ορισμούς. Απλώς, με διευκολύνει να αισθάνομαι ότι δεν
κατέλαβα ακριβώς την έδρα της ποιήσεως, αλλά ότι οι προηγούμενοι μεγάλοι κάτοχοί
της, με τελευταίο τον Νικηφόρο Βρεττάκο, συμπτύχθηκαν κάπως και μου έκαναν λίγο
τόπο ώστε να χωρέσω κι εγώ, μια και όπως λέγεται, κύριο χαρακτηριστικό της μεγάλης
ποίησης είναι να καταδέχεται και τα μικρότερά της».
- Μα είστε «μικρότερό» της;
«Έτσι πρέπει να αισθάνομαι. Θεωρώ δηλαδή, ότι δόθηκε άλλη μία ψήφος "αθάνατης",
ελπίζω, εμπιστοσύνης στην ποίηση. Ότι τώρα εγώ επελέγην ως αγγελιαφόρος αυτής της
ψήφου, είναι μια βαρύτιμη έκπληξη. Σπανίως τα απροσδόκητα γίνονται τόσο γενναιόδωρα,
τόσο χαρμόσυνα».