Βρασίδας Καραλῆς - Ἡ ποιήτρια Κικὴ Δημουλᾶ (Κριτική)

Ὁ Βρασίδας Καραλῆς εἶναι Ἐπίκουρος Καθηγητὴς στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Σίδνεϋ, Αὐστραλία


Ἡ ὥριμη ποίηση τῆς Κικῆς Δημουλᾶ μετατόπισε τὸν νεοελληνικὸ ποιητικὸ λόγο σὲ μιὰ καινούργια διάσταση γραφῆς. Βιώνοντας τὸ δρᾶμα τῆς ὑπαρξιακῆς διάλυσης τοῦ μεταπολεμικοῦ ἀνθρώπου καὶ ταυτόχρονα τὸ ἀδιέξοδο ἑνὸς κόσμου ποὺ ἔχει χάσει τὸ χάρισμα τῆς πίστης, ἡ ποίησή της χαρτογράφησε ἕνα κόσμο χωρὶς βεβαιότητες καὶ ἑστίες, ἕναν κόσμο μέσα στὸν ὁποῖο ὁ ποιητὴς γιὰ νὰ ὑπάρξει ἔπρεπε νὰ καταδυθεῖ στὶς θεμελιακὲς δυνάμεις τῆς δημιουργικῆς πράξης καὶ νὰ παρέμβει καθοριστικὰ στὴν λογική τους.

Ἔτσι ἡ γραφὴ τῆς Δημουλᾶ ἔστρεψε τὴν γραμματικὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἐναντίον τῆς σημασίας τῶν λέξεών της, ἐπιχειρώντας νὰ ἐνδυναμώσει τὸ συγκινησιακὸ ἀπόθεμα τοῦ στίχου μέσα ἀπὸ τὴν ἔκπληξη καὶ τὸν αἰφνιδιασμό. Ὅλοι οἱ στίχοι της ὑπαινίσσονται τὴν στερεότητα ἑνὸς κόσμου ποὺ δὲν τὸν βλέπουν τὰ μάτια ἀλλὰ ποὺ φανερώνεται ἀκέραιος μέσα ἀπὸ τὴν φαντασιακὴ ἀνασυγκρότησή του ἐντὸς τοῦ ποιήματος ὡς ὀργανικοῦ συνόλου. Μὲ τὴν ποίηση τῆς Δημουλᾶ ἡ διάσταση τοῦ αἴφνης καὶ τοῦ ἀδόκητου κατέστη ἐνεργὸς παράγοντας ποιητικῆς συγκίνησης στὴν γλῶσσα μας.

Ἡ ποίησή της ἀναπτύσσει τὴν θεματικὴ τῆς ἀπουσίας καὶ τῆς λήθης σὰν ἕνα μετατοπιζόμενο καλειδοσκόπιο, ὅπου τὰ χρώματα καὶ τὰ σχήματα διαλύονται καὶ συγχέονται τὸ ἕνα μέσα στὸ ἄλλο γιὰ νὰ ἀνασυνταχθοῦν σὲ μία κρυφὴ ἁρμονία καὶ τάξη.

Ἡ ποίηση τῆς Δημουλᾶ μεταβάλλει ἁγιαστικὰ τὴν ρευστότητα σὲ πορεία μετουσιωτική: τὸ σύμπαν ξαναγίνεται κόσμος, ἡ ἀγωνία μεταμορφώνεται σὲ ἀδημονία, ἡ ἀπουσία ἐμφανίζεται ὡς πλήρωμα χρόνου. Ἡ γλῶσσα τῆς ποιήτριας διασπᾷ τοὺς ἐθισμοὺς καὶ καταργεῖ τὶς βεβαιότητες μιᾶς ρομαντικῆς παράδοσης ποὺ δὲν βλέπει τὸν χαμένο χρόνο ὡς διαρκῇ καὶ ἐνεργὸ παρουσία. Μέσα ἀπὸ τοὺς στίχους της ὁ προσωπικὸς χρόνος γεννιέται ἐκ νέου καὶ κερδίζεται γιὰ πάντα ὡς συλλογικὴ ἐμπειρία καὶ πρισματικὴ εἰκόνα. Ἡ ποίησή της μέσα ἀπὸ τὰ σκύβαλα τοῦ Ἠράκλειτου ἀρθρώνει τὸν κάλλιστο κόσμο μιᾶς προσωπικῆς ὀντολογίας καὶ τὸν καθιστᾷ αἰσθησιακὴ ὕλη καὶ αἰσθητικὸ φαινόμενο.

Γιὰ τὴν Δημουλᾶ ἡ σιωπή, ἡ ἀποδημία, ἡ ἐλαχιστότης εἰσέρχονται μέσα στὴν γλῶσσα γιὰ νὰ διαλύσουν τὴν συνοχὴ μιᾶς λογικῆς ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκρυπτογραφήσει τὸ μήνυμά τους. Μέσα τους ἡ ποιήτρια ἀνακαλύπτει ὑπαρξιακὲς διαστάσεις ποὺ λανθάνουν στὴν ἐμπειρία ἀλλὰ ποὺ τὸ μυαλό, σκοτισμένο ἀπὸ τὴν ὀρθολογιστικὴ ζάλη, ἀρνεῖται νὰ τὶς ἀποδεχθεῖ. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ποίησής της: νὰ δημιουργήσει τὸν χῶρο ὅπου θὰ πραγματοποιηθοῦν τὰ ἐπιφάνεια τοῦ κάλλιστου κόσμου. Κάθε της ποίημα ἀποτυπώνει καὶ ἐντοπίζει διαστάσεις αὐτοῦ τοῦ ἀναμενόμενου κόσμου μέσα στὴν πολυμορφία καὶ τὴν ἀπροσδιόριστη τάξη του.

Γιὰ τοῦτο καὶ κάθε ποίημα ὑπονομεύει τὴν ἐπικράτεια τῆς σιωπῆς, κάθε λέξη καταργεῖ τὸ κράτος τοῦ ζόφου. Ἡ ποιήτρια θέλει νὰ φέρει στὸ φῶς τῆς ὅρασης τὶς κινητήριες δυνάμεις τῆς ψυχῆς - ὄχι τὸ φροϋδικὸ ὑποσυνείδητο τῶν καταπιεσμένων ἐπιθυμιῶν ἀλλὰ τὸ χῶρο τοῦ id, τῆς σκοτεινῆς Περσεφόνης ποὺ ἀνήκει σὲ καθέναν ἀπὸ τοὺς θνητοὺς καὶ βασιλεύει μέσα στὸν προσωπικό μας ᾅδη: μιὰ προσωπικὴ ἄνοιξη, διάνοιξη στὴν πολυμορφία. Κάθε ποίημα λοιπὸν τῆς Δημουλᾶ εἶναι μιὰ νέκυια, μιὰ ἀνάκληση νεκρῶν μέσα ἀπὸ τὴν κατονομοσία τῆς ἀπούσας αἴσθησης ποὺ ἄφησαν πίσω τους· καὶ κάθε ὄνομα οὐσιουργεῖ στοὺς στίχους της, πλάθει οὐσία καὶ ἐνέργεια σῶμα, λόγο καὶ ἀνθρώπινη ζεστασιά.

Γιὰ τὴν Δημουλᾶ τὰ πάντα ζοῦν σὲ μία πολυεπίπεδη ταυτοχρονία, μέσα στὸν χρόνο τῆς μνήμης ὅπου δὲν ὑπάρχει διάκριση στιγμῶν ἀλλὰ ὅλα ταυτίζονται ἀπόλυτα καὶ ἀπελευθερώνονται λυτρωτικὰ μέσα ἀπὸ τὸ δέος τῆς μνήμης. Γιατί αὐτὸ τὸ πρωταρχικὸ συναίσθημα κυριαρχεῖ στὸ ἔργο της: δέος μπροστὰ στὸν χαμὸ καὶ τὴν διάλυση, στὸν χρόνο καὶ τὴ φυγή, δέος μπροστὰ στὴν δύναμη τῆς γλώσσας νὰ ἀνασταίνει καὶ νὰ ἀποκαθιστᾷ στὴν εὐκρινέστερη ἀκεραιότητά τους ὅσα ἔχουν σβήσει καὶ ἀπομακρυνθεῖ.

Ἐν ὀλίγοις, ἡ ποίηση τῆς Δημουλᾶ εἰκονογραφεῖ τὴν ἀποκατάσταση συμμετρικῶν ἀναλογιῶν μεταξὺ μνήμης καὶ πραγμάτων, μεταξὺ ἀνθρώπων καὶ χώρου, βλέπει τέλος μέσα στὴν φθορὰ μίαν πρόγευση μετουσίωσης, τὴν διάρκεια ποὺ χαρίζει στὸ χάος καὶ τὴν σύγχυση τῆς ἱστορίας ἢ λυτρωτικὴ παρέμβαση τῆς γλώσσας.