Κικὴ Δημουλᾶ - Χλόη Θερμοκηπίου

Ποιητικὴ Συλλογή, ἐκδόσεις Ἴκαρος, 2005

Κάτι σοῦ εἶπε ἡ βροχή,
κάτι σοῦ εἶπε ὁ Σεπτέμβρης,
κι ἔγινε ἡ μορφή σου
τζάμι θολὸ
ποὺ πίσω του μπορεῖ
κανεὶς ἀνενόχλητα
μῆνες ἀπρόοπτους
νὰ περάσει...


ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΥΛΗ

Χρόνε
τὴ διατριβή μου σοῦ ὑποβάλλω
μὲ θέμα της ἐσένα βασικὰ
γιατὶ αὐτὸ ποὺ εἶμαι τώρα
ἐσὺ τὸ ἔφτασες ἐδῶ.

Φτωχοὶ τῆς φύσης μου οἱ πόροι
δὲ μ᾿ ἔστειλε γιὰ ἀνώτερη ἀμάθεια
στὸ ἐξωτερικό. Ἔμεινα ἐδῶ στὸ νοίκι
μιᾶς χαμηλοτάβανης ἐσωτερικῆς
πατριδογνωσίας.

Οἰκονομική
μέθοδο ἄνευ διδασκάλου ἀκολούθησα
καὶ κάθε ἄνευ γενικῶς
ποὺ εἶναι μέθοδος εὐρύτερης μαθήσεως.

Τί τράβηξα δὲ λέγεται ἀδύνατον νὰ μπῶ
στὸ δύσκολο κεφάλαιο
τοῦ «ἄνευ σημασίας».
Ὅ,τι γιὰ μένα εἶχε
ἤτανε ἄνευ γιὰ τοὺς ἄλλους.
Κι ἐνῶ μὲ ἐπιμέλεια ἀποροῦσα
τὸ ἀπορώντας μοῦ ἔβαζε μηδὲν.
Διόρθωνα τὸ βαθμὸ ἐκ νέου ἀπορώντας
μὲ τὴν ἄνευ λόγου μέθοδό σου
χρόνε
νὰ φέρνεις ἀλλαγὲς καὶ ἐν τῷ ἅμα
νὰ παίρνεις πίσω σβήνοντας ὁλότελα
τὴν προηγούμενη τὴν ἤπια μορφὴ
ποὺ εἴχανε τὰ πράγματα
πρὶν γίνουν σπουδασμένα.

Καὶ τώρα ἀκόμα
μὲ τὴ μέθοδο τοῦ ἄνευ μεγαλώνοντας
σμικρύνομαι σαστίζω ἀπορῶ
πῶς ἄλλαξαν ἀκόμα καὶ τὰ ἄνευ
τόσο συχνὰ δὲν ἦταν

πῶς ἄλλαξε ὁ θάνατος
τόσος συχνὸς δὲν ἦταν

ὅταν ἐνθέρμως μοῦ τὸν σύστησε ἡ ἀγάπη.


ΑΝΑΚΙΝΗΣΤΕ ΚΑΛΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΗΣΕΩΣ

Πρόσωπα ἔργα καὶ ἡμέραι
ὅλα θυελλώδη
ἐνθάδε κεῖνται ἀραγμένα
ὅλα στὴν ἴδια ἀκύμαντη γαλήνη.

Ἄραγε ἀπὸ τὶ ἐλησθμονήθηκαν;

Ἐσωκλείονται ὁδηγίες.
Ἂν τὶς διαβάσεις προσεκτικὰ
Σύνθεση
Προφυλάξεις
Δοσολογία
ἕν κοχλιάριον τοῦ καφὲ καὶ οὔτε φῶς νηστικὸ
ἤ μιὰ μεγάλη ξέχειλη ὥς ἀπάνω
ἐκφυφλωτικὴ ρευστότητα

θὰ δεῖς ὅτι
τίς ἴδιες θανατηφόρες παρενέργειες ποὺ ἔχει
ἡ μικρὴ δόση ἀγάπης
τὶς ἴδιες ἀκριβῶς ἐπιφυλάσσει καὶ ἡ μεγάλη.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὸ ἐρώτημα

ἄραγε ἀπὸ τί ἐλησμονήθηκαν

βλέπεις χαραγμένο
τόσο ἀναπάντητο χορτάριασμα.

ΔΙΑ ΤΗΣ ΕΙΣ ΑΤΟΠΟΝ ΛΗΘΗΣ

Ἐσὺ τὶς μνῆμες φέρνεις, λήθη,
ὅταν, ὅσο ἕνα ξεχασμένο ἀρνεῖται
νὰ φανεῖ, τόσο πολλὰ ἀναπηδοῦν
τὰ γύρω του, σκαλιὰ γιὰ νὰ πατήσει
νά ῾ρθει
ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ, Περὶ μνήμης, 1964

Συμβαίνει
κι ἂς δυσκολεύεται νὰ γίνει πιστευτό.

Συμβαίνει νὰ θυμᾶσαι σὰν τώρα νὰ τ᾿ ἀκοῦς
βήματα ποὺ στὸ στέρνο σου εἰσβάλλουν
μὲ ἀγριεμένο στόχο νὰ ταράξουν τὴν καρδιά.

Περίεργο, ἐκείνη μετὰ χαρᾶς ὑποδέχεται
τὸν εἰσβολέα ρυθμό. Τὴν κατακτᾶ
ἔτσι ὅπως τινάζεται χοροπηδᾶ σὰν τὸ τόπι
ἐπάνω στὴν ἀφράτη ἀναπνοή της.

Ξέφρενα χτυπώντας ἡ καρδιὰ
ὅλο τὸ κάτοικό της αἶμα ξεσηκώνει
ὑπέρμαχο νὰ γίνει τοῦ πολέμου
ποὺ τῆς ἐκήρυξε ὁ μοιραῖος
ταραχοποιός.

Λεπτομερῶς θυμᾶσαι - ἀκοῦς
τὶς τυμπανοκρουσίες τῶν φλεβῶν
τὰ φτερωτά θούρια τῆς ροῆς
ὁλόκληρου τοῦ σώματος
τὶς διαταγές ποὺ δίνουν
τὰ βροντερὰ μηνίγγια νὰ σπάσει
ἡ καρδιά.

Σπάζει, ἀλλὰ ἀπὸ κεκτημένη ἔνταση χτυπᾶ
σαλταρισμένη τρέχει
ὅπως τρέχουν τὰ ὀρνίθια
μετὰ ἀφοῦ τοὺς κόψουν τὸ κεφάλι.

Καὶ τί ἀφύσικο κενὸ
ὅλα τὰ προκληθέντα νὰ θυμᾶσαι
λεπτομερῶς καὶ νὰ ξεχνᾶς τὸν πρόξενό τους
ποιὸς ἤτανε τὶ ἦταν.

Ἀλλὰ ἡ λήθη περιέργως λυπᾶται τὰ κενὰ
ποὺ πότε ἡ ζωὴ ἡ ἴδια ἀφήνει.
Κι ἀπ᾿ τὸ συρτάρι ὅπου φυλάσσονται
τὰ ἀζήτητα
παίρνει στὴν τύχη ἕνα
τὸ προσαρμόζει στὸ κενό σου
καὶ ὤ τοῦ θαύματος εὑρέθη νὰ θυμᾶσαι
 -τί σημασία ἔχει ποιόν.
Ξέρει νὰ συμβιβάζεται ἡ ἀνάμνηση.
Ἀλλιῶς τὰ χάνεις ὅλα.

Ναί, δροσερὰ συμπεριφέρεται
σὰν καλή Σαμαρεῖτις
στὸ διψασμένο ξέχασμα ἡ λήθη.
Προληπτικά, ἂς τὴν πιστέψουμε πὼς εἶναι
μιὰ παρεξηγημένη μνήμη κατὰ βάθος.
Ἂν καὶ θὰ ξεχαστοῦμε.


Η ΛΙΠΟΤΑΞΙΑ ΤΗΣ ΧΙΟΝΑΤΗΣ

Ἔτσι
χωρὶς ποτὲ νὰ μοῦ διαβάσεις παραμύθια
ὅπως χωρὶς σὲ μεγαλώσανε καὶ σένα
σπαρτιάτικα - ἐνῶ καλοπερνοῦν τὰ ψέματα
καὶ ψέμα ὅτι τρέφονται μὲ μέλανα ζωμό.
Τρέφονται μὲ τὶς ἀνάγκες μας
ἀνώτερες κι ἀπὸ βασιλικὸ πολτό.

Σὲ νυχτωμένο δάσος σὲ ἄφησε ὁ ποιὸς
καὶ σὺ δὲ ρώτησες ποτὲ κανένα παραμύθι
πῶς νὰ διαφύγεις καὶ ἀπὸ ποῦ.
Καὶ μόνο φόβοι
δίνανε στοὺς φόβους σου κουράγιο
ἐκεῖ ἀμετακίνητη νὰ μένεις
στοῦ ἀνέμου τὰ μουγκρίσματα
τὴ νύχτα ὅσο ξέσκιζε τῶν δέντρων τὰ κλαδιά
τὰ ὦτα καὶ τὰ χρόνια.

Ἔτσι ἀκριβῶς μεγάλωσες καὶ μένα,
σπαρτιάτικα, μὲ νυχτωμένου δάσους
τὸν μέλανα ζωμὸ
δὲ μ᾿ ἔστειλες ποτὲ σὲ παραμύθι
νὰ διαφύγω ἀπὸ ποῦ.

Κι ἐγὼ ὅπως ἐσὺ ποτὲ δὲ διανοήθηκα
σπιτάκι φωτισμένο στὸ βάθος νὰ διακρίνω
ποτὲ δὲν μπῆκα στῆς Χιονάτης τὴ δανεικὴ ὁδὸ
δὲ χώθηκα ποτὲ σὲ ξένη σούπα
νὰ κοιμηθῶ
οὔτε ξεπαγιασμένη καταβρόχθισα
μικρόσωμο κρεβάτι μὲ νάνους σκεπασμένο
γιὰ νὰ κρατιέται ζεστουλό.

Μάνα, λὲς νὰ εἶναι
κληρονομικὴ ἡ πραγματικότης;


ΕΦΟΔΙΟ ΤΑ ΤΡΑΥΜΑΤΑ

Μὲ κατακρίνεις
ὅτι συμπεριφέρομαι λιπόψυχα, ἀργὰ
ὅπως κοντοστέκεται ἡ φοβία νὰ ἐντοπίσει
ποιὸς κίνδυνος ἀπὸ μακριὰ
φωνάζει τ᾿ ὄνομά της.

Εἶμαι τρωτὴ, γι᾿ αὐτό.
Ὄχι στὴ φτέρνα μόνο,
τὸ ἐνιωσα
παρότι ἦταν ἀκόμα στὰ σκαριὰ
στὶς δοκιμὲς ἡ ἰδιοσυγκρασία.
Κι ὅμως ἐγὼ τὰ ἄκουσα τὰ λάδια
νοθευμένα
δὲ γράσωναν καλὰ τὴν ἄμυνά μου
 -τί τὰ θὲς, τεχνίτες ἀνειδίκευτοι
οἱ ἀστερισμοί μας.

Μάνα, τὴν παρακάλεσα, πήγαινε στὴ Θέτιδα
γνωρίζεστε ἐξ αἵματος μάνες κι οἱ δυὸ
ἐβγάζατε ἀπὸ πάνω σας καὶ ξεπετούσατε
στὸ χῶμα τὰ βραχιόλια καὶ τὰ δαχτυλίδια
καὶ ζήτα της τὸ ἀθάνατο περίσσευμα
ἀπ᾿ τὴ θνητή ἐπάλειψη τοῦ γιοῦ της
τοῦ Ἀχιλλέα.

Ὄχι μὲ ἀθανασία
μὲ βεβαιότητα νὰ μὲ ἐπικαλύψεις.
Μοῦ χίμηξε
τὶ ἀθανασία τὶ βεβαιότης εἶπε
ἐξίσου ἄτρωτες οὐσίες καὶ οἱ δυό.
Καὶ μάθε ἀκόμα
πὼς τὸ περίσσευμα ἀπ᾿ τὸ παλιό του λάθος
κανεὶς δὲν τὸ χαρίζει σὲ κανέναν.
Βαθιὰ
μὲς στὶς ἀμετανόητες προθέσεις του τὸ κρύβει
νὰ ἐπαλείψει ἀθάνατο
καὶ τὸ ἑπόμενο προσφιλές του λάθος.

Τὸ κυριότερο
 - συνέχισε ἡ μάνα μου μιλώντας
μὲ οἶκτο χλευαστῆ -
παιδί μου πῶς θὰ ζήσεις χωρὶς τρωτὰ σημεῖα
χωρὶς τῆς ἀγωνίας τὰ ἐφόδια
τὶ προκοπὴ θὰ κάνει ἡ άντοχὴ σου
χωρὶς εἰσόδημα πικρίας
πῶς θ᾿ ἀναθρέψεις τὴν ἀπώλεια
πῶς θ᾿ ἀντικρίσεις τοὺς ἐχθρούς σου.
Οἱ ἐνοχὲς σου τὶ θ᾿ ἀπογίνουν
ὅταν τοὺς κόψεις τὴ διατροφή
θ᾿ ἁγιάσουνε ὡς φτωχὲς μετὰ ἀπὸ τόσα πλούτη;
Θ᾿ ἀπαρνηθεῖς τὴν ἥττα;
Ἡ ἥττα εἶναι παράδοση
μιλιέται ἀπὸ σῶμα σὲ σῶμα διαιωνίζεται.
Εἶδες ποτὲ κανένα ὄνειρο
μεταμοντέρνας νίκης νὰ διαρκεῖ;

Ἂν δὲν τρωθεῖς
ποῦ θὰ σὲ βρεῖ ἡ ἀγάπη.
Τὸ βέλος θὰ τὴν ὁδηγήσει στὴν πληγὴ σου.
Γιὰ ποιὸν νομίζεις ξεκινάει ἀπὸ τὸ μακρινὸ
τὸ ἔρημο τὸ ἀβέβαιο ὄνομά της;
Ὄχι γιὰ τὸ ἀξέχαστο βλέμμα τοῦ τοξότη
στῆς ἕλξης τὸ φαρμάκι βουτηγμένο.
Γιὰ νὰ τραφεῖ ἀπ᾿ τὴν πληγὴ σου ξεκινάει
ἡ πεινασμένη ὕπαρξή της.

Ἀβέβαια ζῆσε.
Τίμα τὴν προέλευσή σου.

Κατάλαβέ το, ἐρχόμαστε ἀπὸ μιὰ
παροδικὴ ἀβεβαιότητα τοῦ θανάτου.


Η ΑΓΡΙΟΦΩΝΑΡΑ

Στὸν κόσμο σου δὲ μ᾿ ἔφερες ἐσύ.
Κύτταρο ἄστοργο μὲ ἔδιωξε ἀπ᾿ τὸν δικό του
κόσμο γιατὶ ἤτανε πολύτεκνο.

Καὶ μ᾿ ἔστειλε σὲ σένα
τάχα ὅτι διδάσκεις δωρεάν
τεχνάσματα καὶ τέχνη ἐπιδέσεως πληγῶν
πὼς θεραπεύεις τὴν παραίτηση μὲ μόσχευμα
κομμάτι ἀφαιρώντας ἀπὸ τὸν μηρὸ τῆς ἥττας
ὥστε νὰ βελτιώνεται τῶν λέξεων ἡ ζωή.

Τίποτα δὲ μὲ δίδαξες.
Νυχθημερὸν μὲ ἔβαζες νὰ ψάχνω
δίχως νὰ ξέρω τί δίχως νὰ λὲς
ἂν κάτι ἄλλο χάθηκε ἀπ᾿ ὅσα ἔχουν χαθεῖ.

Νὰ λύνω ἄνθρωπο μοῦ ἀνέθετες
μὲ πράξεις ποὺ βασίζονταν σὲ κινητοὺς κανόνες
κι ἔβγαινε μετατόπιση σκληρὴ
λάθος ἡ ἐπαλήθευση
σωστὰ τὰ μπερδεμένα.

Ἔστρωνα ράγες κάρφωνα τονισμοὺς
γιὰ νά ῾ναι ἀσφαλὴς ἡ κύλιση τῶν στίχων
μάθε με, σὲ ἱκέτευα, πῶς νὰ στερεώνω ἐπιβάτες
καὶ σὺ μοῦ ἀπαντοῦσες
ἀρκεῖ νὰ τοὺς ἐφεύρεις. Ἡ μόνη στέρεη μέθοδος.

Τὰ μυστικά σου τά ῾σερνες στὸν κόρφο σου ραμμένα
καὶ μόνο μὲ τοῦ νοῦ κρυφοκοιτάγματα ἀντλοῦσα
ἤχους καὶ διάταξη νεροῦ δίπλα στὴδίψα.
Ἀνιχνευτὴ δὲ μοῦ ῾δωσες. Μόνη μου
κατασκάφτηκα σκάβοντας καὶ ἀθώους
σὲ μέγα βάθος ζώντων καὶ νεκρῶν περιπλανιόμουν
νὰ χάνομαι ἐγὼ κι ἐκείνους νὰ τοὺς χάνω.

Ἔφευγες κάθε τόσο μὴν ἀφήνοντας
οὔτε μιὰ λέξη κάτω ἀπ᾿ τὸ χαλάκι τῆς ἐξώπορτας
καὶ μὲ ἐξώθησες νὰ κλέβω ἀντικλείδια
ἀπὸ περιφερόμενους λωποδύτες στίχους
γιὰ νὰ μπῶ.

Καὶ ποιὰ ἡ ἀναγνώριση.
Γύρισα μιὰ μέρα ἀπ᾿ τὴ σπορὰ καὶ βρῆκα
στὸ δρόμο πεταμένη τὴν οἰκοσκευή μου
καὶ ὅσα εἶχα ἐπὶ χάρτου ἀκουμπήσει
τὰ ἔκανες τοῦ διωγμοῦ μου περιτύλιγμα
καὶ αἰτιολόγησή του.

Ἄστεγη περιφέρομαι κλειστὲς οἱ πόρτες
ἀγνώμονες οἱ ἐπιβάτες ποὺ στερέωσα
καμώνονται ὅτι δὲν εἶναι μέσα.
Μέσα εἶναι.
Ἀλλοῦ, ἀπ᾿ τοὺς ἀγάπησα, δὲν ἔχουν ποῦ νὰ πᾶνε.

Ἄγραφων στίχων βρίσκω μισάνοιχτη τὴν πόρτα.
Σπρώχνω ἐλαφρὰ τὸ τρίξιμο νὰ μπῶ
κι ἀπὸ τὸ βάθος βάθος μοῦ ἀπαντᾶ
μιὰ ἀγριοφωνάρα
πὼς ἔχουνε γραφτεῖ.


ΕΠΩΔΥΝΗ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ

Ὅ,τι λὲς στὴν πένα τὸ γράφει.
Σκέπτεσαι θυμᾶσαι νομίζεις ἀγαπᾶς ὑπαγορεύεις.

Μερικὰ τὰ ἀποσιωπᾶς.
Ὄχι πὼς εἶσαι ὑποκριτὴς ἀλλὰ
λιγάκι σὰ νὰ ντρέπεσαι ποὺ εἶναι τόσο λίγα
καὶ σὰ νὰ κομματιάζεσαι τόσα πολλὰ ποὺ εἶναι.

Μὲ ἀφοσίωση σὲ ἀκοῦνε οἱ λέξεις
σὲ ἀντιγράφουν καὶ ἡ πένα διψασμένη
ρουφάει ὅσο μελάνι ἀφήνουν πίσω τους
 - σὰν τὶς σουπιὲς – τὰ συνταρακτικὰ
θολώνει ἡ σύλληψή τους.

Ὅπως σοῦ ὑπαγόρευσε ἡ μοίρα νὰ τὰ ζήσεις
γραμμένα σὲ δικό της ἀπορροφητικὸ χαρτὶ
ἔτσι ἀκριβῶς κι ἐσὺ τὰ ὑπαγορεύεις
στὴν ἄγνωστη ποιότητα τοῦ μέσου ποὺ διαθέτεις.

Καμιὰ φορὰ ὅταν ἡ πένα μπάζει κρύο
γιατὶ οἱ προφυλάξεις ἔχουν πετσικάρει
ἀπ᾿ τῶν δεινῶν τὴν παλαιότητα
λίγο παραμορφώνεις τὴν εἰκόνα -
αἴσθημα ποὺ δριμὺ χειμώνα δρέπει
τὸ στρέφεις νὰ μαζεύει χαμομήλια
καὶ κάπως ἔτσι γλυκαίνει τοῦ κειμένου ὁ καιρός.

Ὅλα ἐτοῦτα καὶ ἄλλα μαζὶ
τὰ παίρνει φεύγοντας ὁ χρόνος
σὰ νά ῾τανε δικά του.
Κάποια στιγμὴ τοῦ τὰ ζητᾶς τ᾿ ἀνοίγεις
θέλεις νὰ δεῖς ἐὰν θυμᾶται τὸ χαρτὶ ὅσα
τοῦ ὑπαγόρευσες γιατὶ ἀκόμα
καὶ τῆς ἄψυχης ἐγγύησης ἡ μνήμη
μὲ τὸν καιρὸ κι αὐτὴ ἀδυνατίζει.

Ταράζεσαι χλωμιάζεις βλέπεις
νά ῾χουν γραφτεῖ πράγματα ποὺ δὲν εἶπες
τὸν ἑαυτό σου ἀγνώριστο
κι οἱ πράξεις του θρασύδειλες
νὰ θριαμβεύει ὡς θύμα

κι ἄλλα κι ἄλλα τερατώδη, ἐπονείδιστα
ποὺ καὶ νεκρὸς νὰ εἶσαι
ντρέπεσαι νὰ τὰ πεῖς
μὲ τὸ γυμνὸ ὄνομά τους.

Φρίττεις κι ἑρμηνεύεις
πὼς ὅλα εἶναι βγαλμένα
τάχα ἀπ᾿ τῆς γραφῆς τὸ ἄρρωστο μυαλό.

Σὲ λιγοστεύει σὲ ταπεινώνει νὰ παραδεχτεῖς
πὼς ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ ἀνίδεα ποὺ γράφουμε
γνωρίζουνε γιὰ μᾶς περισσότερα
καὶ πιὸ ἀβυσσαλέα
ἀπ᾿ ὅσα μισοξέρουν ὅσα ζήσαμε.


ΟΜΙΧΛΩΔΗΣ Η ΛΥΤΡΩΣΗ

Κυμαίνομαι
στοὺς τοίχους τοῦ διλήμματος χτυπῶ.
Τί εἶναι προτιμότερο

νὰ σὲ σκέπτομαι
ἤ νά ῾ρχεσαι καλύτερα ἀπ᾿ ἔξω
ποὺ εἶναι ἀσφαλέστερο ποτέ;

Σ᾿ αὐτὸ τὸ σπὶτι ἀδειανός νὰ παραμείνω
ἤ νὰ μεταφερθῶ σὲ ἄλλο ἀδειασμένος;
Σὲ τοῦτο ἔχω ἀφήσει
δακτυλικὰ ἀποτυπώματα σιωπῆς.
Τὸ ἄλλο θὰ ἔχει ἀκουστική;

Γράφτηκα δωρητὴς τῶν ὀφθαλμῶν μου -
ποῦ νὰ τοὺς δωρίσω
στὴν αἰωνιότητα νὰ βλέπει
τί ὑπναράδες Θὲ μου τὴ μονοπωλοῦν,
ἤ καλύτερα στὶς Αλκυονίδες
μήπως τὶς ξαναδῶ; - ποῦ ξέρεις,
ὁ διάβολος τὸ ἄγνωστο ἡ ἐλπίδα κι ὁ Θεὸς
μπορεῖ νὰ ἔχουνε τὸν ἴδιο δικηγόρο.

Στὸν ἔρωτα πάντως μάτια δὲ χαρίζω.
Αυτὸς τυφλὸς καὶ φεὺγει
φαντάσου καὶ νὰ βλέπει.

Αἰχμάλωτο κλεισμένον στὴ δική μου ὅραση
σὲ κρατᾶ ἡ φαντασίωση.
Τί εἶναι προτιμότερο
νὰ κάνω πὼς δὲ βλέπω καὶ νὰ ὑφίσταμαι
ἔτσι δωρεὰν μόνον αὐτὴ νὰ σὲ κοιτάζει
ἤ νὰ ζητήσω λύτρα
ἀπὸ τὰ καρφωμένα μάτια της ἀπάνω σου;

Ὄχι ὄχι δίλλημα, πλεονεξία μᾶλλον.
Θέλεις δικά σου νὰ κρατήσεις
κι αὐτὸ ποὺ μοιάζει προτιμότερο
καὶ τ᾿ ἄλλο ποὺ σοῦ τάζει ἐφεδρεία.

Δὲν ἀντέχεις νὰ στερηθεῖς
οὔτε τὸ χλωμὸ οὐράνιο τόξο τοῦ ἑνός

οὔτε τὴν ὁμιχλώδη λύτρωση τοῦ ἄλλου.

Ἄλλωστε κι ἀπὸ μόνα τους αὐτὰ
ἀρνοῦνται νὰ χωρίσουν. Ριζωμένα
στὸ ἴδιο ἀναποφάσιστο
μακροχρόνιο χῶμα
σιγὰ σιγὰ μονιάζουν ἀγαπιοῦνται
μοιράζονται καὶ τρῶνε τὴ σύνταξη ποὺ παίρνει
ἡ παχυλὴ ἐκκρεμότητά τους – ποτὲ νὰ μὴν πεθάνει -
κι ἀπ᾿ τὴν πολλὴ συνάφεια μὲ τὸ κέρδος
μοιάζουνε πιὰ σὰ δύο προτιμότερα νὰ ἔχεις.

Καὶ πότε ὁ ἔχων δύο ἔδωσε ποτέ τό ἕνα
στὸ Θεῖο Ἐκεῖνο κήρυγμα

πότε ἀπό τοὺς περισσότερους τοῦ ἑνὸς ποὺ εἶσαι
δόθηκε ποτὲ ὁ ἕνας στὸν ἄλλον;
Καὶ νὰ δόθηκες σιγὰ σιγὰ τὸ παίρνεις πίσω.


ΝΥΝ ΑΠΟΛΥΕΙΣ

Βροχὴ
μιὰ διασκεδάστρια εἶσαι ἄβουλη
τοῦ σύννεφου ποὺ πλήττει μὲς στὸ μαῦρο.

Ἂν εἶσαι μάγισσα ὅπως πίστευα
πρὶν ξαστερώσει ὁ παγετὸς τῆς ἡλικίας
χαρίσου πέφτοντας
πάνω σ᾿ αὐτὸ ποὺ σκέπτομαι
ν᾿ ἀνθίσει ἀνάγκασέ το
κι ἕνα πουλὶ ξελόγιασε
έπάνω στα κλαδιὰ τῆς ἀκοῆς μου
πεῖσε το νὰ καθίσει
μὲ μάγια τὴ φωνή του ἀνακάτεψε
νὰ κελαηδάει νυχθημερὸν κατάφερέ το
κι ἂς ἐνοχλεῖται τὸ ἀφύσικο
καὶ ἂς τοῦ λέει πάψε θὰ σὲ σκοτώσω
ἐκεῖνο νὰ μὴν παύει
νὰ κελαηδάει ἀτρόμητο γενναῖα

ἀπὸ τὸ στρὲς ποὺ προκαλεῖ ἡ γενναιότης
ξερὸ νὰ πέφτει χάμω

κι ἐνῶ ἐσὺ βροχὴ μόλις τὸ δεῖς
νὰ παύεις λυπημένη νὰ κάνεις δεύτερη
 - σεκόντο – φωνὴ
ἐκεῖνο νὰ μὴν παύει
ἀπτόητο νὰ κελαηδᾶ μὲ δύναμη
ἀκόμα πιὸ μοναχικὴ
ἄχ
ἔτι καὶ ἔτι ψάχνω
ὅλα τὰ πιστευτὰ τοῦ κόσμου ἁλωνίζω
νὰ βρῶ μιὰ δεύτερη φωνὴ

ἀπίστευτο πουλάκι ἔλα μέσα.


ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΙΛΗ ΤΟΥ ΘΕΛΩ

Σοῦ ἔτεινα προσέγγιση
ἀλλὰ ἤδη χαιρετισμὸ μοῦ ἔστελνε τὸ χέρι σου
ἀπογειωμένο σὲ ὕψος ἀσφαλείας του
πάνω ἀπὸ δυὸ χιλιάδες πόδια ὑπολογίζω.

Ἄξιον ἀπορίας τὰ κατάφερα
τηλαισθαντικὸς ἀεροπειρατὴς νὰ μπῶ
στὸν ἐναέριο χῶρο του
καὶ σημαδεύοντάς το μὲ μακρύκανο
κυνηγενικὸν αἰφνιδιασμὸ
νὰ χάσει ὕψος τὸ ἀνάγκασα
καὶ μὲς στὸ χέρι μου νὰ προσγειωθεῖ.

ΑΝΑΠΑΛΑΙΩΣΗ

Τὰ ἀκατόρθωτα – μὴ σὲ ἀπασχολεῖ -
θὰ τὰ προμηθευτῶ ἐγώ.

Ἐσὺ φέρε μόνο τὸ χέρι σου στὸν ὦμο μου
δέσ᾿ το γιὰ σιγουριὰ ἀπὸ μιὰ φλέβα τοῦ λαιμοῦ
ἄδειασέ με ὅλη μέσα
αὐτὴ εἶναι ἡ σωστὴ ἀναλογία
σ᾿ ἕνα χέρι ἕνας ἄνθρωπος
ἀνακάτεψε καλὰ νὰ γίνει λεῖο σφιχτὸ τὸ μεῖγμα
τάχα νὰ ἐπισκευάσεις μιὰ παράλειψη παλιά

νὰ γίνει σὰν καινούργια σοῦ παράγγειλε
τὸ κατορθωτό.


ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗ ΑΞΙΑ

Διάβασα μιὰν ἄκρως ἐνδιαφέρουσα
ἐπιστημονικὴ ἐξακρίβωση

ὅτι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι
εἴμαστε ἐπὶ τῆς γῆς τὰ μόνα πλάσματα
ποὺ κλαῖνε.

Κι ἔνιωσα ὑπερήφανη ποὺ
μόνον ἡ δική μας ἐσωστρέφεια διαθέτει
τόσο ἐκδηλωτικοὺς συνάνθρωπους ἀδένες.

Λέω -ὑπόθεση κάνω -
ἂν ἤμουνα δεντράκι μὲ λεμονανθοὺς
κι ἔδενε ὁ ἀνθός μου σὲ λεμόνι
κι ἕνας καυτὸς ἀέρας διψασμένος
γιὰ κάτι ζουμερὸ
στρίβοντας τὸ λαρύγγι τοῦ κλαδιοῦ
ἔκλεβε τὸ λεμόνι
τὸ ἔκοβε στὴ μέση
μὲ τῆς μικρῆς κλοπῆς τὸ παιδικὸ
ἀθῶο σουγιαδάκι
τὸ ζούλαγε μὲ δύναμη
νὰ στάξουν οἱ χυμοὶ
στὸ στόμα τῆς φρυγμένης
ὀρθάνοιχτης πνοῆς του
καὶ κατὰ λάθος ἀπ᾿ τὸ ζούλιγμα
σταγονιδίων τσούξιμο ἁψάδα πεταγόταν
στὸ μακρινό σου μάτι
 - ὅσο μακριὰ θέλεις
πετάγεται ἡ εὐχὴ -

ἴσως - ὑπόθεση κάνω -
νὰ τὴν εἰσάκουγαν
οἱ δακρυγόνοι ἀδένες σου.


ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΤΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ

Καλὰ τὰ βγάζει πέρα ἡ μοναξιὰ
φτωχικὰ ἀλλὰ τίμια.
Ἀλλοῦ κοιμᾶται αὐτὴ
κι ἀλλοῦ τὸ ἐγκρατὲς σκεπτικὸ ἐάν.

Μόνο καμιὰ φορὰ
σὲ πειραματισμοὺς τὴν παρασύρει
ἡ περιέργεια
 -ὄφις προγενέστερος
καὶ πιὸ φανατικὸς
ἀπ᾿ τὸν νερόβραστον ἐκεῖνον τῆς μηλέας.

Δοκίμασε τῆς λέει, μὴ φοβᾶσαι
δὲν ἔχεις τί νὰ χάσεις
καὶ τὴν πείθει
νὰ κουλουριάζεται πνιχτὰ
νὰ τρίβεται σὰ γάτα ἀνεπαίσθητη
πάνω στὸν διαθέσιμο ἀέρα
ποὺ ἀφήνεις προσπερνώντας.

Ἀπόλαυση πολὺ μοναχικότερη
ἀπὸ τὴ στέρησή της.

ΤΙΠΟΤΑ ΔΕ Θ᾿ ΑΝΤΙΛΗΦΘΕΙΣ

Τίποτα δὲ θ᾿ ἀντιληφθεῖς
θὰ διαβάσεις μόνο τὸ πρωὶ
κάτι συνθηματικὰ χείλη γραμμένα
στὸ διπλανὸ ποτήρι σου
μὲ ὁλονύκτιο νερό.

Σκέφτομαι ἀπόψε νὰ στείλω τὴ μελαγχολία μου
νὰ κοιμηθεῖ μαζί σου
νὰ μείνω λίγο μόνη.

Στὴν τσάντα της θὰ βάλω
κάτω ἀπ᾿ τὰ βραδινά της φάρμακα
δῆθεν κατὰ λάθος μιὰ φωτογραφία της
πῶς ἤτανε μικρὴ
μὴ καὶ τὴ νανουρίσεις
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὸ νανούρισμα θὰ κρύψω
μιὰ δεύτερη ἀλλαξιά
μὴ καὶ ἀλλάξουνε τὰ πράγματα
καὶ τὴν κρατήσεις κι αὔριο βράδυ.

Βέβαια, πῶς ἀγαπᾶς νυχτιάτικα τὸν ἄλλον
χωρὶς νὰ τὸν ρωτήσεις. Ἄκου
προστακτικὴ φωνὴ ἦταν ὁ ἔρωτας
πρὶν ἀνακαλυφθεῖ ἡ ἱκεσία.

Ἐξάλλου ἐσὺ τίποτα δὲ θ᾿ ἀντιληφθεῖς.
Θὰ ξάπλωνε ὄχι δίπλα σου ἀκριβῶς
τὸ ἀκριβῶς εἶναι ἄξενο.

Σὲ παραπλήσια ἄνετη προθυμία
θ᾿ ἀποκοιμιόταν γέρνοντας
πλάι καὶ κολλητὰ
στὸ μὴ ἀντιληπτόν

- θεῖο πλάσμα. Ἀγάπα με τοῦ λὲς καὶ σ᾿ ἀγαπάει.


ΜΑΡΤΗΣ

Ξάφνιασμα εὐχάριστο.
Σήμερα στὶς ἐξήμισι πὶ μὶ
 - ἀντὶ ἑπτὰ ὥς χτὲς -
σβήσανε τὰ φῶτα τοῦ Δήμου.
Σκόνταφταν λίγο τὰ πουλάκια
ἐπάνω στὸ θαμπὸ κελάηδισμά τους
ἀλλὰ εὐθὺς
ἕνα ὅλο καὶ πιὸ δυνατὸ χεράκι τοῦ φωτὸς
τὰ ὄρθωνε ψηλά.

Ἄρα μεγάλωσε ἡ μέρα.
Κατὰ μισὴ ὡρίτσα θὰ μοῦ πεῖς.
Λίγο εἶναι;
Γιά θυμήσου τὰ χρονοβόρα.
Ἐντέλει δυὸ λεπτὰ χρειάστηκαν
καὶ οὔτε.

Κι εἶχες μετὰ δική σου
ἄπλετη ὅλη τὴν ὑπόλοιπη μπόρα.


ΑΕΡΟΓΕΦΥΡΕΣ

Χάθηκες
ποῦ στριφογυρνᾶς.

Πέρνα καμιὰ φορὰ ἀπὸ τὸν ὕπνο μου
συνήθως εἶμαι ἐκεῖ
ἐκτὸς ἂν κλαίει τὸ φεγγάρι
ὁπότε βγαίνω στὸ μπαλκόνι
τὸ διότι νὰ ρωτήσω τὶ συμβαίνει.

Πέρνα καμιὰ φορά.
Μπὲς ἀπ᾿ τὸ πλάι στάσου
κάτω ἀπὸ τὸ γεφυράκι τῆς παλάμης μου
ἀπ᾿ ὅπου ἥσυχα κυλάω.
Ἐκτός ἂν ἔχει ὁλότελα μαυρίσει τὸ νερὸ
ἂν ψόφησαν κι οἱ πέτρες
ἂν ἔχει μολυνθεῖ καὶ ὁ βυθὸς
ὁπότε θὰ μὲ βρεῖς
στοῦ σεντονιοῦ τὶς ὄχθες.

Μὴ φοβᾶσαι.
Πάρε μαζί σου ἂν θὲς γιὰ σιγουριὰ
καὶ τὴν ἀπαίτηση νὰ μὴ σ᾿ ἀγγίξω διόλου
ἀνανέωσε καὶ τὴ ληγμένη ἄδεια
νὰ σὲ κοιτῶ

καὶ σοῦ ὑπόσχομαι
ἐγκαίρως νὰ ξυπνήσω
ὥστε νὰ μὴ σὲ πάρει εἴδηση
ὁ ὕπνος σου ὅτι λείπεις.


ΤΙΝΟΣ ΟΝΕΙΡΟΥ Τ᾿ ΟΝΕΙΡΟ

Ὄρθια σὲ αὐτοκίνητο μαῦρο γυαλιστερὸ
μὲ ἀνοιγμένη τὴ σκεπὴ
νὰ φαίνομαι σὰν ἱερὸ ἀνώτατο ἀξίωμα
ἀργὰ μὲ δυσκολία διέσχιζα
τὰ ὀργισμένα πλήθη τῶν ὀνείρων ἐναντίον μου
πού δὲν τ᾿ ἁγιοποιῶ

κατὰ τί ὑστεροῦν τῶν ἁγίων
τί δὲν στερήθηκαν
σῶμα δὲν τοὺς ἔμεινε τὸ μοίρασαν
κι ἐκεῖ
κι ἐδῶ
γιατὶ κι ἐκεῖ στενάζουν πόθοι
κι ἐδῶ χαροχτυπιοῦνται.
Σῶμα δὲν ἔμεινε
λίγη σκιὰ κρατήσανε μονὰχα γιὰ τὰ ναῦλα
δὲν ἔχει ἀτέλεια ἡ ἀπώλεια
ξαναπληρώνει.

Καὶ ξαφνικὰ διαδηλωτὴς κι εσὺ μεμονωμένος
ὑπὲρ τῆς συντηρήσεως τῶν προτιμήσεών μας
χωρὶς νὰ εἶναι φίλες καμίας λογικῆς.
Πιστὸς στὴ μυστηριώδη ἐμμονή τους
διέσχιζες ὅπως τότε – κάθε μέρα –
τὴ γειτονικὴ πλατεία
- ἀλήθεια, τὸ σῶμα ποῦ τὸ βρῆκες
τίνος ὀνείρου τὸ νεκρὸ ὄνειρο ἀπογύμνωσες –
μὲ τὸ τουὶντ νηφάλιο σακάκι σου
μὲ τὸ δερμάτινο κουμπὶ νὰ θέλει ἀκόμη ράψιμο
νὰ προσπερνᾶς τὸ πρῶτο καὶ τὸ δεύτερο περίπτερο
νὰ παρακάμπτεις ἔνοχα τὸ τρίτο
νὰ σκύβεις τὸ κεφάλι σου νὰ μὴ σὲ δεῖ
τὸ ἐπόμενο ὥσπου στὸ μακρινότερο νὰ φτάσεις
χωρὶς νὰ εἶναι φίλος ὁ περιπτερὰς
καμίας ἐξηγήσεως.

Τόσο κοπιαστικὴ προτίμηση
γιὰ μιὰν ἐφημερίδα Βῆμα ν᾿ ἀγοράσεις
λὲς κι ἦταν βῆμα μεγαλύτερο αὐτὸ ἀπὸ τ᾿ ἄλλα
λὲς καὶ δὲν εἶναι μετρημένα ὀλιγοσέλιδα
βήματα ἡ ἀνάγνωση τοῦ ἡμερήσιου κόσμου.

Ἔτσι ἀνεφάνης καὶ ἀνάγκασες τὸ ἀνώτατο
ὀνειρευόμενο ἱερό ἀξίωμά μου
μεροληπτικὰ νὰ ἁγιοποιήσει
τὰ βήματα μιᾶς προτιμήσεως ἄγνωστης
ποὺ προσπερνώντας τό ῾να μετὰ τὸ ἄλλο
ὄνειρα κοντινὰ
σὲ φέρανε σὲ τοῦτο δῶ ἀπόψε
τὸ μακρινότερο ὄνειρο ἀπ᾿ ὅλα
χωρὶς νὰ εἶναι φίλος ὁ περιπτερὰς
καμίας λογικῆς μου.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Ὅταν λέμε ὀνειρεύτηκα
πάντα δὲ σημαίνει πὼς εἴδαμε στ᾿ ἀλήθεια
ἕνα ὄνειρο.
Ἀλλὰ ὅτι ξυπνητοὶ
φέρνουμε λίγο πρὸς τὰ μπρὸς
κάτι ποὺ στέκει πίσω πραγματικὸ
μήπως τὸ ξεγελάσουμε
πὼς μονάχα ὡς ὄνειρο μᾶς ἔχει βασανίσει.


ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ

Ἀδρανεῖς.
Σὲ παρασύρει ἡ φωτογραφία σου
ὅτι τὸ ἔχεις δίπορτο
ὅποτε θέλεις εἶσαι τάχα ἐδῶ
κι ὅποτε θὲς κατέρχεσαι.

Σ᾿ έξαπατοῦν ἐπίσης
τὰ φουσκωμένα λόγια τῆς ἀνοίξεως
δῆθεν ὅτι τὰ ἄνθη της
συμπαρασύρουν σὲ ἀνάσταση
κι ἄλλα ἐσταυρωμένα χώματα.

Ἄκουσέ με, πάρε
στὰ χέρια σου τὴν κύλιση τοῦ λίθου.
Ἂς σπρώξει λίγο καὶ τὸ Μεγάλο Σάββατο
γεροδεμένο εἶναι
σήκωσε θεία κλοπὴ ἀσήκωτη
καὶ στὰ οὐράνια μοναχό του τὴν ἀνέβασε.

Μόνο βιάσου γιατὶ ὅπου νά ῾ναι
τὸ θαῦμα τῆς διαψεύσεως τίθεται ἐπὶ τάπητος
ἀκάνθινο.


ΤΟ ΑΚΡΟΝ ΑΩΤΟΝ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ

Δὲς τι καπνὸς ἀναστατώθηκε
σὰ νά ῾χω ρίξει στὴ φωτιὰ ὀργὴ
ἤ νὰ καίω
στοῖβες μολυσμένο ρουχισμὸ καὶ εἴδη ἐπαφῆς
νὰ μὴ μεταδοθεῖ ἡ ἀνθρωπότης
καὶ σὲ ἁγιογράφους.

Καὶ νὰ σκεφτεῖς πὼς καίγεται
κάποιων μορφῶν ὁ πρόλογος μονάχα.
Ἕως ἐκεῖ γραφτῆκαν ἀκριβῶς
ἕως τοῦ σαγονιοῦ τὸ βάραθρο μετά.
Οὔτε αράδα παρακάτω πουκάμισο ἀνοιχτὸ
ἤ ἔστω σὲ ἀγκύλη
μπαταρισμένο βλέμμα
στὸ πελαγῶδες στέρνο.

Τόσος καπνὸς ἀπὸ τὴν καὺση
ἑνὸς προλόγου μόνο περὶ μορφῶν.
Ὄνειρο δὲν εὐτύχησε νὰ μπεῖ στὸ κύριο θέμα.
Ὅσα τὸ ἀποτόλμησαν
ἄνοιξαν καὶ δὲ βρήκανε κανέναν.
Ἀγαθιάρικο τὸ προλογίζον ὄνειρο
ἄφηνε τὰ γραφόμενα ξεκλείδωτα ἀνοιχτά.

Παραξενεύσαι δικαίως μὲ ρωτᾶς
γιατὶ δὲ ρίχνω στὴ φωτιὰ διαμιᾶς
ὁλόκληρη τὴν ὕλη τῶν μορφῶν
παρὰ μοχθῶ περίφροντις νὰ σκίζω μία μία
μικρὰ μικρὰ κομμάτια κομματάκια τὶς σελίδες.

Γιὰ νὰ μὴν τὶς διαβάσει ἡ στάχτη.


ΓΙΑ ΚΑΠΝΙΣΤΕΣ

Μὲ ποιὸ ναυάγιο ἄραγε ἰδιόρρυθμο ταξίδεψα
καὶ τώρα ἀντὶ νὰ μὲ κρατοῦν
στὴ μοιρολογίστικη ἀγκαλίτσα τους τὰ φύκια
σουλατσάρω σὰ μιὰ συνηθισμένη ζωντανή
σὲ σπάνιας ἐκπλήξεως ἐντόπιο λιμάνι;

Ἄνετη, σὰ νὰ μὴν ξέρω τίποτα
πίνω περιπατητικόν φραπέ
γουλιὲς θορύβου προκαλῶ
ρουφώντας μὲ κατάρτι
καπνίζω σὰ νὰ ξέρω
τό ῾να φουγάρο ἀνάβω τ᾿ ἄλλο σβήνω
ζήτημα ἂν ἔχουν μείνει
ἕνα δυὸ καράβια στὸ πακέτο μου.

Εἴδη κολυμβήσεως σωσίβια μάσκες ψαροντούφεκα
γύψινα ἐκκλησάκια γιὰ μικρούλη
παιδιάστικο Θεό,
βότσαλα ζωγραφισμένα μὲ ἀνεξίτηλη
στεριά γοργόνας
κοχύλια περασμένα στὸ κλάμα τῆς οὐρᾶς της
ρωτάω τιμές ἡ αὔρα τῆς θαλάσσης πόσο κάνει
πόσο τὰ σφουγγάρια
εἶναι φρέσκα ἢ χολὴ καὶ ὄξος;
Σκληρὰ παζαρεὺω μέχρις αἰσχροκέρδειας
τὴ νοσταλγία τους γιὰ τὸν χαμένο πιὰ βυθό.
Ἂν μοῦ τὴν ἔδιναν φτηνὰ θὰ βούλιαζα εὐχαρίστως
ἐπίτηδες πνιγμένη
νὰ μ᾿ ἔβρισκαν οἱ δύτες σφουγγαράδες
νὰ μὲ ἀπίθωναν σὲ ἀχιβαδένιο λίκνο
ἐκκολαπτόμενου μαργαριταριοῦ
ἐπίτηδες πνιγμένη νὰ θησαύριζα
φιλιὰ ζωῆς ποὺ θὰ μοῦ ἔδινε ἡ μάσκα τους.

Μάσκας φιλί.

Μὴ καὶ τὸ ἄλλο τὸ ἀλλιώτικο τὸ ἔξω ἀπὸ τὸ νερό
ἀκάλυπτο μᾶς δίνεται;
Ἡ γεύση του πάντα δὲ φοράει στὸ πρόσωπό της
κάτι ἀδιαπέραστο;

Στράφηκα νὰ ἐξηγήσω στὰ χείλη σου
τὸν ὑπαινιγμό
μὰ εἶχες ἤδη μπεῖ στὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο
καράβια ποὺ εἶχαν μείνει στὸ πακέτο μου
καὶ τὸ τελευταῖο μοῦ τὸ ἔκανε τράκα
τὸ ὄνειρο ποὺ εἶδα.


ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ

Εὐχὲς κροτίδες καὶ φιλήματα ἀνταλλάσσουν
οἱ ἅγιες μέρες μεταξύ τους
κι ἐγὼ χτυπῶ τὴν πόρτα σου
ὄχι γιὰ νὰ εἰσέλθω μολονότι
κατάλληλο εἶναι τὸ σῶμα ποὺ φορῶ
μὲ προϋπηρεσία ἔντιμη μακρὰ
ἔξωθεν τοῦ Νυμφῶνος.

Βγὲς ἄφοβα.
Ὄχι ἀνταπόκριση ἀπόκριση ζητῶ
τὸ φίλημα ἐκεῖνο ποὺ ἔριξες
ἀπὸ τὸ ὕψος εὐγενέστατης εὐχῆς
Καλὴ Ἀνάσταση
καὶ σφάχτηκε ὁ λαιμὸς μὲ τὸ γιακὰ μου

ἦταν ἀπὸ τὰ κέρματα ποὺ ρίχνουμε
στὸ δίσκο τοῦ ἐθίμου;

ἦταν στὸ τίμιο ξύλο μου αγκίδα
περιγελαστική;

ἦταν μιὰ γενναιόδωρη ἔμπνευση
πτωχῆς ἀδιαφορίας;

Σὲ ρωτῶ
γιατὶ δὲν εἶδα ταμπελίτσα
δὲν εἶδα νὰ αναγράφεται
τὸ μέγεθος καὶ ἡ σύνθεση τῆς θέρμης
οὔτε καὶ εἶδα τυπωμένη
τὴ μάρκα τῶν χειλιῶν σου πουθενά.

Ἀνώνυμο τελείως
λαθραῖο δηλαδὴ τὸ πῶς νὰ αἰσθανθῶ.

ΑΥΧΕΝΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ

Μικροφτιαγμένος εὐγενὴς ὁ σταυρὸς
ποὺ μοῦ χάρισες. Φειδωλός· χωρὶς ἁλυσίδα.

Δῶρον ἄδωρον.

Χωρὶς τὴν ἁλυσίδα
χωρὶς μὲ ψιθυρίσματα δακτύλων
στὴν τεταμένη ἀκοὴ τοῦ δέρματος
τὸ κούμπωμά της νὰ ὑπνωτίσεις
γιὰ νὰ σοῦ φανερώσει πῶς ἀνοίγει

χωρὶς μὲ βάναυση γλυκύτητα
νὰ ἐνθαρρύνεις τὸ κρικάκι νὰ περάσει
τὴ στενωπὸ τοῦ ἀμοιβαίου κρίκου
καὶ μὲ ἀργὴ ψαύση νὰ ἐλέγξεις
ἂν ἔκλεισε καλὰ ἡ αἰχμαλωσία

χωρὶς τὴν ἀρεστὴ αἰχμαλωσία τῶν κρίκων
ἀργὰ νὰ σύρεις στὸ κέντρο ἀκριβῶς
τοῦ τελευταίου ἀνυπόμονου αὐχενικοῦ σπονδύλου

χωρὶς μὲ σάλιο εὔθυμο
προληπτικά ν᾿ ἀπολυμαίνεις τὰ ὑποδόρια
αἱματώματα γιατὶ
ἅπτεται συνήθως τῆς θωπείας ὁ στραγγαλισμὸς

θέλω νὰ πῶ ἂν δὲ μεσολαβήσει
ὅλο αὐτὸ τὸ χασομέρι τῆς ἁφῆς
ἐπάνω στὴ δωρήτρια εὐκαιρία

χωρὶς ἀνάσταση κρεμᾶται ὁ λαιμός μου
ἐπὶ τοῦ σταυροῦ σου.

Ἀνώνυμο τελείως
λαθραῖο δηλαδὴ τὸ πῶς νὰ αἰσθανθῶ.

ΜΗΝ ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΣΑΙ ΟΥΤΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΣΟΥ

Σῶμα, φταῖς. Καὶ μάταια ἡ φθορά σου
μηνύει τώρα τὴν ψυχὴ γιὰ δολιοφθορές.

Σὲ προειδοποίησα πὼς ἦρθε
πρόσφυγας ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς ἀνυπαρξίας
καὶ πὼς τὸ ὄνομα ψυχὴ δὲν εἶναι δικὸ της
ἀνῆκε σὲ μιὰ ἔννοια πεθαμένη
πρὸ τῶν ἐγκοσμίων.
Τὸ ἔμαθα εἰσχωρώντας
στὰ μυστικὰ τοῦ προαισθήματος ἀρχεῖα
- ληξίαρχος ἀρχέγονος τὸ προαίσθημα.

Μιλῶ γιὰ τότε ποὺ ἡ ἄγνωστη
ὑπὸ τὸ πλαστὸ ὄνομα ψυχὴ
ξεβράστηκε μισοπνιγμένη ἄπνους
στὶς ἔρημες ἀκτὲς τῆς σαρκός μας.

Ἐκεῖ τὴ βρῆκε πεσμένη μπούμυτα τὸ σῶμα
καθὼς περιπατοῦσε
κατὰ μῆκος τῆς μελαγχολικῆς ἐκτάσεώς του.

Ἀναστατώθηκε γονάτισε δὲν ἤξερε
περὶ φιλιοῦ ἰδέαν δὲν εἶχε
ἄνοιξε τὶς ὁδηγίες τῶν ἐνστίκτων
βλέπε φιλὶ ζωῆς
τὸ βρῆκε τῆς τὸ ἔδωσε τοῦ ἄρεσε
τὴ φίλησε ξανὰ
ἄρχισε νὰ συνέρχεται ἐκείνη.

Τὸ σῶμα θαμπωμένο
ἀπ᾿ τὴ σεμνὴ ἀοριστία τῆς μορφῆς της
ἀπ᾿ τὸ λιτὸ ὀλιγαρκὲς περίγραμμά της
ἀπνευστὶ τὴν προσέλαβε
οἰκιακὴ βοηθό του.

Σατανική ἐκείνη
μελιστάλαχτα τὸ κυρίευε.
Τοῦ ἔπλενε τὰ κουρασμένα πόδια
μιὰ τὰ σκούπιζε μὲ τὴ χνουδάτη ὑποταγή της
 - χωρὶς ἐσένα τί θὰ ἤμουν -
καὶ μιὰ τοῦ πούλαγε ἀπόσταση, μυστήριο
ἐκβιαστικὸ γιὰ νὰ τῆς χορηγήσει
τῆς ὑπαρκτῆς τὴν ἰθαγένεια.

Ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἔρως πλατωνικὸς
ἐτράφη ἐντὸς τοῦ σώματος
γιὰ τὴν ὡραία ἀφανέρωτη.
Ἔτρεμε μὴν τοῦ φύγει ἡ ψυχή.
Γιὰ νὰ τὴ δέσει
ἔσφαλε νὰ τὴν κάνει συνεταῖρο.
Ἂ τὸ ἀνόητο, ἔβαλε τὸ κεφάλαιο
κι ἐκείνη ὅλο κι ὅλο τὸν ἐξωραϊσμὸ

σιγὰ σιγὰ γινόμενη τοῦ ψεύδους της κυρία.
Ἀρωματισμένη αίσχυντηλὰ
σὲ σπηλαιῶδες σαλονάκι ἀποσυρόταν
τάχα θαυματουργὴ εἰκόνα ποὺ δακρύζει
μὲ τὸ παραμικρὸ
κι ἐκεῖ δεχόταν ἄπιστους πιστοὺς
περίεργους μὰ πιὸ πολὺ ἀναγκεμένους
τὸ σῶμα ἐκτοπίζοντας
ἀποδιωγμένο στὴν κουζίνα
νὰ πλένει τὰ κεράσματα
νὰ κλέβει απ᾿ τὰ τασάκια τὰ φιλιὰ
ποὺ ἄφηναν οἱ γόπες
κρυφὰ νὰ τὶς καπνίζει σὰν κλοπὴ
λὲς καὶ δὲν ἤτανε αὐτὸ τῆς ἡδονῆς ὁ ἐφευρέτης.

Σῶμα δὲ μὲ ἄκουσες
σ᾿ τὸ εἶπα πρόσεχέ την, ὅπως βλέπω
αὐτὴ τὸ πάει γιὰ ἀθανασία.

Ἄχ ποὺ νά ῾κοβε τὴ γλώσσα της
ἡ γρουσούζα πρόβλεψή μου

ἰδοὺ ἐσὺ κλουβάκι χωματένιο
καὶ ἡ ψυχή μας πουλὶ πετούμενο
στὸν ἄπιαστο οὐρανό.

Ἀνώνυμο τελείως
λαθραῖο δηλαδὴ τὸ πῶς νὰ αἰσθανθῶ.

ΠΕΣ ΜΟΥ ΟΤΙ ΑΣΤΕΙΕΥΕΣΑΙ

Βραχνὸ συνταξιοῦχο ψέμα
πολυταξιδεμένο ποὺ
τώρα ἐπιστρέφει στὴν ἀλήθεια
ἂν καὶ μακριὰ της ἔζησε ὀνειρεμένα

μοῦ παραπονιόταν
ὅλο ἐκεῖ πηγαίνεις, στὸ σῶμα
σὲ μένανε δὲν ἦρθες μιὰ φορὰ
ἕνα μικρὸ κερὶ νὰ μὲ φιλέψεις

κι ἐγὼ ἡ χαζὴ ν᾿ ἀπολογοῦμαι
σὲ κὰποιας αἰωρήσεως τὴ βραχνάδα

φεύγοντας εἶχες πεῖ νὰ μὴ σὲ ψάχνουμε
ὅτι χρωστᾶς περιστρεφόμενη εἱρκτή στὸ σύμπαν
πρέπει νὰ τὴν ἐκτίσεις
κι ἁπλῶς νὰ ἔχουμε τὸ νοῦ μας
καμιὰ φορὰ ἂν βλέπουμε μικρή πεταλουδίτσα
νὰ κόβει βόλτες ἐπισκέπτριες στὸ σπίτι
ἡδονικά νὰ γλείφει γύρω γύρω
ζεματιστὸ τὸ φῶς τῆς λάμπας

στὸ γυαλὶ τῆς τηλεόρασης
ὧρες νὰ προσκολλᾶται μὲ ἀνοιχτὸ
τὸ μαῦρο ράσο τῶν φτερῶν της
κι ἁμαρτωλὴ νὰ ξαναγίνεται φιλώντας
κάποιας ἐρωτικῆς σκηνῆς τὰ χείλη
νὰ μὴν τὴ διώχνουμε εἶπες
γιατὶ μπορεῖ νὰ εἶσαι σὺ
νὰ πῆρες ἄδεια ἐξόδου ἀπ᾿ τὰ φαντάσματα
καὶ ἦρθες πετώντας νὰ μᾶς φανταστεῖς.

Ποῦ νὰ σὲ ἔβρισκε λοιπὸν ἡ ἔλλειψὴ σου
κερὶ νὰ σὲ φιλέψει;

Ἐδῶ πιὸ κάτω μένω βρὲ χαζὸ
στὸ ὀστεοφυλάκιο εἶπε ἡ ψυχὴ
γελώντας εἰλικρινὰ ἕως θανάτου.