Κικὴ Δημουλᾶ - Ἦχος ἀπομακρύνσεων

Ποιητικὴ Συλλογή, ἐκδ. Ἴκαρος, 2001


Σὲ ἀλφαβητικὴ σειρά

 


ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ

Πῶς πῆγε ἀλήθεια
η μεγάλη ἐκείνη ἐπιχείριση αἰσθήματος
ποὺ ἄνοιξες.

Μαθαίνω σὲ γονάτισε.
Τουλάχιστον ξεμπέρδεψες μὲ τὶς ὑποχρεώσεις;
Βοήθησες τὴ λήθη νὰ χτίσει;
Χρόνια ὀνειρευότανε
δική της οἰκογένεια
δικό της σπιτικὸ
μακριὰ
μακριὰ ἀπὸ τή μνήμη
ὅσων τὶς ἀγαπῆσαν καὶ τὶς δὑο.

 


ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ

Δυσανασχετεῖ ἔξω ἡ καλλιγράφος πρωία
δὲ διαβάζονται κάτι σημειώσεις μου
ἄτσαλες ἀχνὲς μὲ σομὸν μαρκαδόρο
ποὺ μοῦ δάνεισε εὐγενῶς σκεπτικῆς
πικροδάφνης τὸ χρῶμα.

Δυὸ τρεῖς ἀράδες διερευνητικὲς
περίὶ τοῦ «πόθεν ἔσχες» θλίψη
τόσα εἰσοδήματα ἀφορμῶν ἐνῶ δηλώνεις
ἄστεγη ὅτι διαμένεις
πότε δῶ καὶ πότε κεῖ ποὺ τίποτα δὲ μένει.
Ἐκτὸς ἐὰν σιωπηρὰ κληρονόμησες
κάποιας πλουσίας ὡραιότητος ὁλόκληρον
τὸν τεράστιο θάνατό της.

Ἀδήλωτα μᾶς ἀποκτᾶς.

Βγαίνεις ἀπὸ σπηλιὰ ὁμίχλης
καί σὰν θρόισμα κουρελιῶν εἰσχωρεῖς
στὴν ἕτοιμη πάντα ψυχή μας νὰ ἐλεεῖ
κάθε περιφερόμενη ἀλήτισσα πληγή της
κι ἂν ἔχει νὰ σοῦ δώσει τῆς ζητᾶς
κανένα πόνο της παλιὸ νὰ μὴν τὸν χρειάζεται
ἂς εἶναι καὶ λιωμένος.

Λιωμένον, πῶς τὸν μεταμορφώνεις
σὲ ταραχὴ ἀγνώριστη καινούργια.
Ἡ σαστισμένη γύρω γύρω της περιστροφή μας
σὰν τὰ πεταλουδάκια γύρω ἀπὸ τὸ φῶς
θελγόμενα λὲς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ τὰ καίει
κρυφὸ ἔσοδό σου γίνεται θλίψη.

Νὰ σοῦ πῶ κι ἄλλη προσοδοφόρα ἀφορμή σου.

Μιὰ καὶ τὸ διάστημα ποὺ ζήσαμε
γιὰ ἄνθρωπο δὲν ἤτανε δειλὸ
γενναῖα τυχαίνει καμιὰ φορὰ νὰ διασταυρωθοῦμε
μὲ ἕνα παλιό μας κάποτε.

Βιαστικὰ μᾶς ἀποφεύγει κοιτάζει ἀλλοῦ
σὰν ξένο σὰν ἀνώνυμο
κι ἅς εἷναι συνονόματο μὲ τὸν ἡρωισμό μας
- λέγονται χρόνος καὶ τὰ δύο.

Ἄ, δαιμόνια θλίψη
γιὰ πότε ἀκινητοποιεῖς αὐτὸ τὸ κάποτε
σκύβεις κάτι τοῦ λὲς στὸ αὐτί
κάτι ρίχνει ἐκεῖνο στὴν τσέπη σου μὲ τρόπο
τὰ μεσιτικά σου εἶναι γιὰ τὴ συμφωνία
αἴφνης νὰ στραφεῖ νὰ σταθεῖ μέρες νὰ μᾶς κοιτάζει
νὰ μᾶς ἀκολουθεῖ σὰν θρόισμα ὁμίχλης

- τὸ λέω τώρα κι ἀκόμα ταράζεται σύγκορμη
ἡ γραφή μου.

Κι αὐτὴν κρυφὰ στὴν τσέπη σου τὴ βάζεις
θλίψη.

 


ΣΑΣ ΑΦΗΣΑ ΜΗΝΥΜΑ

Ἐμπρὸς ἐμπρὸς μὲ ἀκοῦτε; Ἐμπρὸς
ἀπὸ μακριὰ τηλεφωνῶ. Δὲν ἀκούγομαι
τί, ξεφορτίστηκε ἡ ἀπόσταση;
Ἀπὸ κινητὸ διάστημα μιλᾶτε;
Νὰ ξαναπατήσω τὸ μηδέν; Κι ἄλλο;
Μὲ ἀκοῦτε τώρα;
Ναὶ μοῦ δίνετε σᾶς παρακαλῶ τὴ μαμά μου;
Τί ἀριθμὸ πῆρα; Τὸν οὐρανὸ
αὐτὸν μοῦ ἔχουν δώσει. Δὲν εἶναι κεῖ;
Μπορῶ νὰ τῆς οὐρλιάξω ἕνα μήνυμα;
Εἶναι μεγάλη ἀνάγκη πεῖτε της
εἶδα στὸν ὕπνο μου ὅτι πέθανε κι ἐγὼ
μικρὸ παιδὶ κατουρημένο γοερὰ
μούσκεμα ὁ φόβος ὡς ἀπάνω
κι ἀκόμα νὰ στεγνώσει.

Νὰ ῾ρθεῖ νὰ τὸν ἀλλάξει.

Ἂν δὲν μπορέσει, τῆς λέτε ἀκόμα ὅτι
ὡρίμασε ἐκείνη ἡ παλιὰ φοβέρα της
πὼς θὰ μὲ φάει ὁ γέρος ἂν δὲν τελειώσω
τὸ φαγητό μου.
Ὡρίμασε ἔγινα γεῦμα γήρατος.
Ὄχι σὲ ταβερνάκι ὀνείρου.
Σὲ κάποιο λαϊκὸ μαγέρικο ποὺ ἄνοιξε
ὁ καθρέφτης.

 


ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΟΥΝΤΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ

Ἐγὼ λουλούδια δὲν ἐκτρέφω στὸ μπαλκόνι μου.
Βάσκανος μίμηση ὁλόγυρα μὲ ξεραίνει.

Ἕναν κάπως εἴρωνα, νεαρὸ πανσὲ
μοῦ χάρισαν προχτὲς
καὶ σὲ ἀγάπη δεισιδαίμονα τὸν κρύβω.

Τὸ ἕνα μάτι του λιλὰ με γρίλιες κίτρινες
γιὰ νὰ μὴν μπαίνει ἀδιακρισία ἄπλετη
τὸ ἄλλο μπλὲ μὲ δέσιμο χρυσὸ ὁλόγυρα
- ματόχαντρο, φυλαχτὸ τῆς ἀνταπόκρισης.

Ἀλλήθωρη ἀνταπόκριση θὰ πεῖς.
Μὰ τί ἀπ᾿ ὅσα ἀγαπήσαμε μᾶς κοίταζε εὐθέως;

Μὲ προσοχὴ ποτίζω στάλα-στάλα γύρω-γύρω
μακριὰ ἀπὸ τὸ πὰνκ ἔφηβο βλέμμα
ἔχοντας σουρώσει τὶς κατεστημένες ρυτίδες
μὴν πέσει χρόνος τὸ νερό.

Βγαίνοντας κι ἀπόψε νὰ ρυθμίσω
τῆς ἀλληγορίας τὴ ροὴ συνέλαβα
τὸν ἀνθὸ σύντροφό μου δοσμένον
σὲ παρατεινόμενο ἀκούραστα φιλὶ
ὑπὸ νέας ὡραιοτάτης πανσελήνου.

Δι᾿ ἀπεσταλμένης ἀποστάσεως, θὰ πεῖς.
Μὰ ποιὸ ποὺ μᾶς συνέβη ἐγγύτατο φιλὶ
ἦταν αὐτοπροσώπως.

 


ΤΑ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΑ

Πῶς δηλαδὴ μὲ ποιὸ ἀσφαλέστερο μέσον
νὰ ἔφευγες.
Μέσῳ μιᾶς χειραψίας;
Διάβασε τὸ φάκελό της νὰ φρίξεις
πόσα χέρια χάσανε τὴ ζωή τους
στοὺς παγετῶνες της θαμμένα πόσα
στοὺς καύσωνές της ἀποτεφρώθηκαν
καὶ πόσα ἀκόμα τὰ ἀγνοούμενα
- τά ῾χουνε πιὰ ξεγράψει οἱ δικοί τους.

Σκέπτομαι
τόσες φορὲς φιλήθηκε μὲ τὸ Θεὸ
ἡ ἐλπίδα ὅταν
ποιὸς ἐγκατέλειπε τὸν ἄλλον
δὲν ἔγινε γνωστὸ
σὲ βαρυχειμωνιὰ δημόσια φιλήθηκε
ἐνώπιον ἀνθρωπότητος
διάτρητης ἀπὸ πίστη καταρρακτώδη

ἀναρωτιέμαι τὴν κακολόγησε κανεὶς
τὴν ἐπιλήψιμη ἐλπίδα;
Κανείς. Ἐκτὸς ἀπὸ ἐκείνη
τὴν παλαιῶν ἀρχῶν ἀπελπισία.