ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ
Δυσανασχετεῖ ἔξω ἡ καλλιγράφος πρωία
δὲ διαβάζονται κάτι σημειώσεις μου
ἄτσαλες ἀχνὲς μὲ σομὸν μαρκαδόρο
ποὺ μοῦ δάνεισε εὐγενῶς σκεπτικῆς
πικροδάφνης τὸ χρῶμα.
Δυὸ τρεῖς ἀράδες διερευνητικὲς
περίὶ τοῦ «πόθεν ἔσχες» θλίψη
τόσα εἰσοδήματα ἀφορμῶν ἐνῶ δηλώνεις
ἄστεγη ὅτι διαμένεις
πότε δῶ καὶ πότε κεῖ ποὺ τίποτα δὲ μένει.
Ἐκτὸς ἐὰν σιωπηρὰ κληρονόμησες
κάποιας πλουσίας ὡραιότητος ὁλόκληρον
τὸν τεράστιο θάνατό της.
Ἀδήλωτα μᾶς ἀποκτᾶς.
Βγαίνεις ἀπὸ σπηλιὰ ὁμίχλης
καί σὰν θρόισμα κουρελιῶν εἰσχωρεῖς
στὴν ἕτοιμη πάντα ψυχή μας νὰ ἐλεεῖ
κάθε περιφερόμενη ἀλήτισσα πληγή της
κι ἂν ἔχει νὰ σοῦ δώσει τῆς ζητᾶς
κανένα πόνο της παλιὸ νὰ μὴν τὸν χρειάζεται
ἂς εἶναι καὶ λιωμένος.
Λιωμένον, πῶς τὸν μεταμορφώνεις
σὲ ταραχὴ ἀγνώριστη καινούργια.
Ἡ σαστισμένη γύρω γύρω της περιστροφή μας
σὰν τὰ πεταλουδάκια γύρω ἀπὸ τὸ φῶς
θελγόμενα λὲς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ τὰ καίει
κρυφὸ ἔσοδό σου γίνεται θλίψη.
Νὰ σοῦ πῶ κι ἄλλη προσοδοφόρα ἀφορμή σου.
Μιὰ καὶ τὸ διάστημα ποὺ ζήσαμε
γιὰ ἄνθρωπο δὲν ἤτανε δειλὸ
γενναῖα τυχαίνει καμιὰ φορὰ νὰ διασταυρωθοῦμε
μὲ ἕνα παλιό μας κάποτε.
Βιαστικὰ μᾶς ἀποφεύγει κοιτάζει ἀλλοῦ
σὰν ξένο σὰν ἀνώνυμο
κι ἅς εἷναι συνονόματο μὲ τὸν ἡρωισμό μας
- λέγονται χρόνος καὶ τὰ δύο.
Ἄ, δαιμόνια θλίψη
γιὰ πότε ἀκινητοποιεῖς αὐτὸ τὸ κάποτε
σκύβεις κάτι τοῦ λὲς στὸ αὐτί
κάτι ρίχνει ἐκεῖνο στὴν τσέπη σου μὲ τρόπο
τὰ μεσιτικά σου εἶναι γιὰ τὴ συμφωνία
αἴφνης νὰ στραφεῖ νὰ σταθεῖ μέρες νὰ μᾶς κοιτάζει
νὰ μᾶς ἀκολουθεῖ σὰν θρόισμα ὁμίχλης
- τὸ λέω τώρα κι ἀκόμα ταράζεται σύγκορμη
ἡ γραφή μου.
Κι αὐτὴν κρυφὰ στὴν τσέπη σου τὴ βάζεις
θλίψη.
|