ΕΚΔΟΧΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ
Εἶμαι διατηρητέο, εἶπε τὸ χάος στοὺς ἐργολάβους.
Μέσα, τὰ πράγματα θὰ μείνουν ὅπως εἶναι.
Μικροαλλαγὲς μόνο στὴν πρόσοψη ἐπιτρέπω.
Ἐν ἀρχῇ ἐγένετο χτές. Τάχιστα,
μόλις ἡ διορατικὴ αἴσθηση
πρωτοβλέποντας τὴ μέρα χτισμένη ἔκραξε
ἀλίμονο, τί μικρὴ ποὺ εἶσαι. Δὲ φτάνεις
οὔτε γιὰ ἑνὸς ἀτόμου μοναξιά.
Ἀναστατώθηκε ὁ πηλός. Τί συνέβη;
Στὰ σχέδια ἡ μέρα ἔδειχνε ἀτελεύτητη.
Εἶδα φορτωμένο μὲ πλίνθους καὶ χοῦν
ἕνα ὕποπτο πορτοκαλὶ φορτηγάκι.
Βρωμοδουλειὰ τῆς δύσης;
Ἄφαντος ὁ κατασκευαστής.
Ἐκλήθη τότε ἐπειγόντως ἡ διακοσμήτρια τέρψη.
Εἰδικὴ νὰ μεγαλώνει τὸ χρόνο
ὅπως τοὺς μικροὺς χώρους τὰ κάτοπτρα.
Καὶ ἐγένετο ἡ ἀπατηλότης.
Ντυμένη παράδεισος:
Ὕδατα βαθύφωνα, κιθαριστὲς ρυάκια
ὁ θόλος ἐπάνω μὲ τὴ γαλάζια τοπικὴ
ἐνδυμασία τῆς ἀπόστασης ἀτσαλάκωτος,
χωριουδάκια οἰκισμοὶ θέρετρα κελαηδισμῶν
ψηλὰ στὶς κορφὲς τῆς αἰώρησης
κάτω ἀλσύλλια περιβόλια ὀπῶρες ὀφιοειδεῖς
φλογέρες ποὺ ὑπνώτιζαν δηλητηριώδη μῆλα
τζιτζίκια διαρκείας καθ᾿ ὅλες τὶς τέσσερις
μπορεῖ καὶ παραπάνω θερμὲς ἐποχὲς — δὲν ξέρω
ὅταν ἔφτασα ἐγὼ ἤτανε κρύο —
ἰσορροπίστριες δροσοσταλίδες πάνω σὲ φυλλαράκια
φιγοῦρες κοζάκικου χοροῦ οἱ παπαροῦνες
ὁ ρεμβασμὸς μερακλωμένος νὰ ρουφάει
μὲ τὸ καλαμάκι τοῦ ἀπανωτὰ ἀεριούχα ἀηδόνια
ἡ αἰδὼς μ᾿ ἕνα πολὺ σκιστὸ στὸ πλάι
κατακόκκινο φύλλο συκῆς νὰ χορεύει
μ᾿ ἕναν νοσταλγὸ μετανάστη λόγο
ἡ δὲ ὑπακοὴ
ποῦ ραβόταν στὴν ἴδια μοδίστρα μὲ τὴν ἀπατηλότητα
ντυμένη κι αὐτὴ παράδεισος.
Τὰ πρῶτα καλλιστεῖα.
Μὶς κόσμος ἐξελέγη ἡ αἰωνιότης.
Δὲν παρέστη.
Καὶ ἐγένετο πάλι χτές.
Γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ ὅπως τὸ προηγούμενο
τὸ συνόδεψαν λίγο παρακάτω
οἱ φωτογραφίες.
Ἔπεσε ἄπνους ἡ διάρκεια.
Νόμιζαν πῶς κοιμόταν.
Τὴν μπάτσιζαν τῆς ἔριχναν κουβάδες φιλιά.
Τίποτα.
Μόνον ἀτελεύτητος νύχτα.
Κι ἀκούστηκε ὁ πρῶτος δίποδος λυγμός.
Τὸν εἶχε δαγκώσει τὸ μῆλο.
Ποῦ ἦταν οἱ πρῶτες βοήθειες τῶν ὀνείρων.
Δὲν τοὺς εἶχε δοθεῖ προτεραιότης;
Λάθος.
Κάθε μεγαλεπήβολη πήλινη περιπέτεια
ἐν ἀρχῇ πλάθει τοὺς τραυματιοφορεῖς της.
Ἆρον ἆρον ἐγένετο αὔριο
Ἀλλὰ ἦταν πλέον πολὺ ἀργά.
|