ΑΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ
Θεέ μου τί δὲν μᾶς περιμένει ἀκόμα.
Κάθομαι ἐδῶ καὶ βρέχομαι.
Βρέχει χωρὶς νὰ βρέχει
ὅπως ὅταν σκιὰ
μᾶς ἐπιστρέφει σῶμα.
Κάθομαι ἐδῶ καὶ κάθομαι.
Ἐγὼ ἐδῶ, ἀπέναντι ἡ καρδιά μου
καὶ πιὸ μακριὰ
ἡ κουρασμένη σχέση μου μαζί της.
Ἔτσι γιὰ νὰ φαινόμαστε πολλοὶ
κάθε ποὺ μᾶς μετράει τὸ ἄδειο.
Φυσάει ἄδειο δωμάτιο.
Πιάνομαι γερὰ ἀπὸ τὸν τρόπο μου
ποὺ ἔχω νὰ σαρώνομαι.
Νέα σου δὲν ἔχω.
Ἡ φωτογραφία σου στάσιμη.
Κοιτάζεις σὰν ἐρχόμενος
χαμογελᾷς σὰν ὄχι.
Ἄνθη ἀποξηραμένα στὸ πλάι
σοῦ ἐπαναλαμβάνουν ἀσταμάτητα
τὸ ἀκράτητο ὄνομα τοὺς semprevives
semprevives - αἰώνιες, αἰώνιες
μὴν τύχεις καὶ ξεχάσεις τί δὲν εἶσαι.
Μὲ ρωτάει ὁ καιρὸς
Ἀπὸ ποὺ θέλω νὰ περάσει
ποῦ ἀκριβῶς τονίζομαι
στὸ γέρνω ἢ στὸ γερνώ.
Ἀστειότητες.
Κανένα τέλος δὲν γνωρίζει ὀρθογραφία.
Νέα σου δὲν ἔχω.
Ἡ φωτογραφία σου στάσιμη.
Ὅπως βρέχει χωρὶς νὰ βρέχει.
Ὅπως σκιά μου ἐπιστρέφει σῶμα.
Κι ὅπως θὰ συναντηθοῦμε μία μέρα
ἐκεῖ πάνω.
Σὲ κάποιαν ἀραιότητα κατάφυτη
μὲ σκιερὲς ἀπροσδοκίες
καὶ ἀειθαλεῖς περιστροφές.
Τὸν διερμηνέα τῆς σφοδρῆς
σιωπῆς ποὺ θὰ αἰσθανθοῦμε
—μορφὴ ἐξελιγμένη τῆς σφοδρῆς
μέθης ποὺ προκαλεῖ μία συνάντηση
ἐδῶ κάτω— θά ῾ρθει νὰ κάνει ἕνα κενό.
Καὶ θὰ μᾶς συνεπάρει τότε
μιὰ ἀγνωρισιὰ παράφορη
—μορφὴ ἐξελιγμένη τοῦ ἀγκαλιάσματος
ποῦ ἐφαρμόζει ἡ συνάντηση ἐδῶ κάτω.
Ναὶ θὰ συναντηθοῦμε. Εὐανάπνευστα, κρυφὰ
ἀπὸ τὴν ἕλξη. Κάτω ἀπὸ δυνατὴ βροχὴ
ραγδαίας ἔλλειψης βαρύτητας. Σὲ κάποιαν
ἴσως ἐκδρομὴ τοῦ ἀπείρου στὸ ἐπ᾿ ἄπειρον·
στὴν τελετὴ ἀπονομῆς ἀπωλειῶν στὸ γνωστό,
γιὰ τὴ μεγάλη προσφορά του στὸ ἄγνωστο·
καλεσμένοι σὲ ἀστροφεγγιὰ προορισμοῦ,
σὲ διασκεδάσεις παύσεων γιὰ φιλευδιάλυτους
σκοποὺς καὶ ἀποχαιρετιστήριες οὐρανῶν
πρώην μεγάλες σημασίες.
Μόνο ποὺ ἐτούτη ἡ συντροφιὰ τῶν ἀποστάσεων
θὰ εἶναι κάπως ἄκεφη, ἀνεύθυμη
κι ἂς εὐθυμεῖ ἐκ τοῦ μηδενὸς ἡ ἀνυπαρξία.
Ἴσως γιατὶ θὰ λείπει ἡ ψυχὴ τῆς παρέας.
Ἡ σάρκα. Φωνάζω τὴ στάχτη νὰ μὲ ξαρματώσει.
Καλῶ τὴ στάχτη μὲ τὸ συνθηματικό της ὄνομα: Ὅλα.
Θὰ συναντιέστε ὑποθέτω τακτικὰ ἐσὺ
κι ὁ θάνατος ἐκείνου τοῦ ὀνείρου.
Τὸ στερνοπαίδι ὄνειρο.
Ἀπ᾿ ὅσα εἶχα τὸ πιὸ φρόνιμο.
Ξεθολωμένο, πρᾶο, συνεννοητικό.
Ὄχι καὶ τόσο βέβαια ὀνειροπόλο
Ἀλλὰ οὔτε καὶ φτηνὰ χαμηλωμένο,
Ὄχι σουδάριο κάθε γῆς.
Πολὺ οἰκονόμο ὄνειρο,
σὲ ἔνταση καὶ λάθη.
Ἀπὸ τὰ ὄνειρα ποὺ ἀνάθρεψα
τὸ πιὸ πονετικό μου: νὰ μὴ
γερνάω μόνη.
Θὰ συναντιέστε ὑποθέτω τακτικὰ
ἐσὺ κι ὁ θάνατός του.
Δίνε του χαιρετίσματα, πές του νὰ ῾ρθεῖ
κι αὐτὸ μαζὶ ἐξάπαντος ὅταν συναντηθοῦμε
ἐκεῖ, στὴν τελετὴ ἀπονομῆς ἀπωλειῶν.
Ὅσο δὲ ζεῖς νὰ μ᾿ ἀγαπᾶς.
Ναὶ ναὶ μοῦ φτάνει τὸ ἀδύνατον.
Κι ἄλλοτε ἀγαπήθηκα ἀπ᾿ αὐτό.
Ὅσο δὲ ζεῖς νὰ μ᾿ ἀγαπᾶς.
Διότι νέα σου δὲν ἔχω.
Καὶ ἀλίμονο ἂν δὲ δώσει
σημεῖα ζωῆς τὸ παράλογο.
|