Κικὴ Δημουλᾶ - Χαῖρε ποτέ

Ποιητικὴ Συλλογή, ἐκδόσεις Στιγμή, 1998



ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΝ ΘΑ ῾ΡΘΩ ΑΥΡΙΟ

Στὸ διπλανὸ σπίτι κάποιος μαθαίνει πιάνο.
Ἀρχάριος ἀκόμα, νοερὰ τὸν διδάσκω
τὴ μουσικὴ ἀξία τοῦ ἐπαναλαμβανόμενου.

Ἔπαιζα κι ἐγὼ κάποτε πλῆκτρα
ἀλλὰ μόνο μεταξὺ στενοτάτων κύκλων.
Σὲ τίποτα βαφτίσια ἀνησυχίας
κανένα γάμο βιαστικὰ ἐγκύου πάλι
ἐλπίδας μὲ πολύφερνο ἴσως
καὶ σὲ πανηγύρια πολιούχων χωρισμῶν.

Δίπλα ὁ μαθητὴς δὲν φαίνεται τόσο ἐρασιτέχνης.
Κάθε μεσημέρι ἐπίμονα ἀσκεῖται στὴ μονοτονία.
Οἱ ἴδιες νότες στὶς ἴδιες σκάλες
ἡδύτατα ἐπανέρχεται
τῆς ἐπανάληψης ἡ ὑπόγεια μελῳδία.

Κάθε μεσημέρι ἀνεφοδιάζει ὁ μαθητὴς
τῆς μνήμης μου τὴν κλίμακα
μὲ ὑποτιμημένη ἐπιστροφὴ θείας μονοτονίας:

Πρῶτα τῆς κάτω πόρτας τὸ νιαούρισμα
—ἡ σκουριασμένη δοξαριὰ τοῦ μεντεσέ της—
ὕστερα τὰ βήματα στὶς ἴδιες νότες τῶν σκαλιῶν
—διακριτικὰ μὴν καὶ προϊδεάσεις
τὴν πολὺ εὐέξαπτη μαρμάρινη ὑφή τους—
καὶ μὲ τὸ πενάκι τοῦ κλειδιοῦ
νὰ προανακρούεις τὴν ἄφιξη καὶ νὰ δονεῖς
τὰ τέλια τῆς εἰσόδου σου στὸ σπίτι.
Κάθε μεσημέρι. Στὸ κάθε κάθε.

Μιὰ μουσικὴ ποὺ ὅσο παίζεται
ἀμελεῖς ν᾿ ἀκοῦς ὅπως δὲν ἀκοῦς τὸ ψωμὶ
ὅταν ζυμώνει κάθε μέρα τὴν προϋπόθεσή σου
ὅπως οὐδέποτε προσέχεις
τὴ μέρα ὅταν φεύγοντας κάθε φορὰ σοῦ λέει
δὲν ξέρω ἂν θά ῾ρθω αὔριο.
Δὲν τὴν ἀκοῦς καὶ παραλείπεις
νὰ πεῖς μισὸ εὐχαριστῶ
σ᾿ αὐτὴ τὴ μέρα ποὺ ἦρθε καὶ αὔριο ὡστόσο
παρὰ τὴ βάσιμή της ἐπιφύλαξη ποὺ διέτρεχες.

Μὲ τὸν καιρὸ
χάνει τὸ μουσικὸ αὐτί της ἡ συνήθεια
λεωφόρος φάλτσα τὸ κελάρυσμά της.
Τὸ καθημερινὸ σιγὰ-σιγὰ ἀπελπίζεται
πὼς εἶναι αἰώνιο —ἄρρωστο—
τρέχει σὲ κομπογιανίτες γάμους πανηγύρια
νὰ γιάνει τάχα πίνοντας ἐφήμερο νερό.

Κάθεται ἡ μονότονη ἐπανάληψη στὸ πιάνο
ὅταν κοιμόμαστε ἢ λείπουμε νὰ γράψει
τὰ μελῳδικὰ ἀπομνημονεύματά της.
Τὰ ὑστερόφημα.

 


ΕΧΘΡΙΚΗ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ

Μοῦ φαίνονται ἀπόψε πιὸ γκρίζα τὰ μαλλιά σου
μπερδεμένη καθὼς τὰ χτενίζω μὲ σκέψεις.

Τί ἔπαθες. Σὲ γέρασε ἡ πολλὴ φωτογραφία
ἢ μὴ σοῦ εἶπε τίποτα ἐναντίον μου
ἡ φαρμακόγλωσσα ἐνοχή μου.

Ὁ μανιακὸς κατήγορος.
Ἐκείνη μ᾿ ἔμαθε νὰ φταίω τόσο σπάταλα.
Φταίω ἀκόμα καὶ γιατὶ πιάνει φωτιὰ τὸ ξύλο
σβήνει ἡ φωτιὰ μὲ τὸ νερὸ ἢ μὲ τὴ χορτασιά της,
φταίω ἐγὼ ποὺ ζεῖ μόνο μιὰ μέρα ἡ μέρα
ποὺ εἶναι μόνο τῶν πουλιῶν οἱ κελαϊδισμοὶ
γιατὶ δὲν ἔρχεται στὸ τέλος ἡ νεότης
κι ἔρχεται τότε στὴν ἀρχὴ
τότε ποὺ ἀπὸ μόνοι μας εἴμαστε τόσο νέοι.

Μὴν τὴν ἀκοῦς, δὲν ζῶ, πηγαινοφέρνομαι
τὰ κύματά μου μὲ πετοῦν πάνω στὰ κύματά μου.
Δὲν ζῶ, ξεχορταριάζω· τὴ δίνη ἀπὸ δίνες.
Νὰ τὴν ἀφήσω καθαρὴ ἕτοιμη στοὺς ἑπόμενους.

Συμπληρώνω ἔνσημα, τυφλὰ ὑπηρετῶ τὸν σκοτεινὸ
ἐκεῖνο λόγο —μάγο ἀλχημιστὴ— ἀνακατεύω
τὸ βρασμὸ τῆς δύναμής του.
Φτιάχνει ματζούνια ἀπὸ βαθειὲς
ρίζες ζωῆς μὲ ρίζες τοῦ ἀβίωτου.
Βιταμίνες τῆς τυφλῆς συνέχειας.

Καρτερία γράφουν στὰ μπουκαλάκια οἱ ἐτικέτες.
Δὲν εἶναι καρτερία. Εἶναι μία συμφιλίωση
ἐχθρικὴ ἀνάμεσα ζωῆς καὶ ἀβίωτου.

Εἶμαι ὁ τυφλὸς βοηθὸς τοῦ μάγου λόγου.
Ὑπνωτίζει πόνον ἀβάσταχτό σὲ πόνο
περιπατητικόν. Τί ἄλλο θὲς τί ἄλλο θὲς
εἶναι αὐτὸς ποὺ πείθει
ἐκεῖνες τὶς ὁλόμαυρες μητέρες νὰ ζοῦν
νὰ ζοῦν νὰ ζοῦν ὡς τὰ βαθιὰ γεράματα
τοῦ τάφου τῶν παιδιῶν τους.

Ὁ ἴδιος ποὺ ὑπνώτισε καὶ μένα
πρώτη βραδιὰ ποὺ γνώριζα
ἄδειο τὸ μαξιλάρι σου
νὰ κοιμηθῶ μαζί του.
Κι δμῶς κοιμήθηκα βαθιὰ
γαλήνια κάθε τόσο ἐνοχλούμενη γνώριμα
σὰ νὰ συνεχιζόταν δίπλα μου ὁλονύκτιος
ὁ νανουριστὴς ψιλοκαυγὰς
ποὺ ἔστηνε γκρινιάρα ἡ ἀκοή μου
στὸ λεπτόκλωστο ἐλαφρὺ ροχαλητό σου
— δὲν ἦταν ἔχανες ἀέρα.

Κοιμήθηκα.
Σίγουρα θὰ σ᾿ τὸ πρόφτασε κι αὐτὸ
ἢ φαρμακόγλωσσα ἐνοχή μου.

 


ΓΙΑΛΟ-ΓΙΑΛΟ

Φεγγάρι ρυμουλκεῖ κρουαζιερόπλοιο
κάτασπρο φουσκωτό, δαντελωτὰ παραθυράκια
κεντημένο σὰ νυφικὸ φυγῆς γεροντοκόρης
μὲ ρυμουλκούμενο νυμφίο.

Μὲ τὴν εὐκαιρία
ἀνασηκώνομαι στὶς μύτες τῶν καιρῶν
ἐδῶ, στὶς ἐπιχωματώσεις τῶν κυμάτων
νὰ ἀνελκύσω ὅλα ἐκεῖνα τὰ ταξίδια
τὰ ἐπιβατηγὰ
ποῦ φόρτωσα μὲ θέλω καὶ μὲ κάρβουνο.

Ταξίδια ἐπιβατηγὰ
μὲ σένα μὲ σένα μαζί σου μὲ σᾶς
ἀνάλογα ποῦ φύσαγε οὔριος ἀχυρώνας.

Μὲ σένα εὐγενέστατε ἱππότη, ἀντικατοπτρισμέ.
Μαζί σου ἐπιθυμία παράνομη — λαθροκυνηγὸς
τοῦ ἄγριου ἑαυτοῦ σου.

Ἂν καὶ θεαματικὰ ἐξοπλισμένη
μὲ τὰ πιὸ τέλεια περισκόπια αἰθρίας
θέλησα νὰ φύγω καὶ μαζὶ σὰς σύννεφα

—εἴσαστε τότε μόνο πειραχτήρια τῆς μορφῆς σας—
φοβέρες γιὰ νὰ τρῶνε τὸ φαΐ τους
οἱ ἀνόρεχτες ἐλπίδες —ὅλο κρυφοτρῶνε—
περαστικὲς φωλιὲς
γιὰ νὰ κλωσσάει ἢ βροχὴ τὴ μουσική της.

Καὶ μὲ σένα Εὐριδίκη.
Ἀλλὰ τί λογικὸς ἐκεῖνος ὁ Ὀρφέας.
Οὔτε μιὰ φορὰ δὲν γύρισε νὰ κοιτάξει πίσω
ἡ ἀνυπομονησία του.

Ὢ μῦθοι, περοῦκες τόσο φυσικὲς
γιὰ φαλακροὺς ἄνεμους.

Καὶ μαζί σου ἀπόβροχο, ἀλητάκι τῆς ὄσφρησης.
Ὅλο νὰ ἑτοιμάζει ἡ μυρωδιά σου τὶς βαλίτσες μου
κι ἐσὺ νὰ ἐρωτοτροπεῖς με τὴν ἀπόσβεσή σου.

Ἄ, τί ταξίδι φόρτωσα
γεμάτο περιπέτεια μαζί σου Ἐλευθερία.
Θὰ πηγαίναμε στὴ ζούγκλα σου, βαθιὰ
νὰ κυνηγήσουμε ἄγριες ἁλυσίδες.
Ὅμως ἐσὺ μακρύτερα ἀπ᾿ τὸ θρύλο σου δὲν πᾶς.
Μόνο ἐκδρομοῦλες μονοήμερες σὲ πανὸ καὶ μέθη
— γιαλὸ-γιαλὸ ἡ ὑπενθύμισή σου.

Ὡραῖα ποὺ θὰ φεύγαμε φοβιτσιάρες ἄγκυρες.

Τελικὰ μαζί σου.
Τὸ πιὸ ἀνεμπόδιστο, φιλαπόδημο
ἀποθησαυριστικὸ ταξίδι ἀφοσιωμένο
μαζί σου τὸ ἀποτόλμησα Ἀκατόρθωτο
κι ἀκόμα νὰ τελειώσει.

Δαπανηρὴ ἰδέα ὁ βίος.
Ναυλώνεις ἕναν κόσμο
γιὰ νὰ κάνεις τὸ γύρο μιᾶς βάρκας.

 


ΓΡΑΨΕ ΛΑΘΟΣ

Δὲν φτάνει ποὺ ἤσουν ἐρχομὸς θερμοκηπίων
ἐνόχλησες καὶ τὴν ὀρθογραφία μου.
Κατ᾿ ἐπανάληψη λές, μ᾿ ἔπιασες νὰ γράφω
συνδιάζω ἀντὶ συνδυάζω ποὺ σημαίνει
σύν-δυό, βάζω τὸ ἕνα δίπλα στὸ ἄλλο
τὰ δυὸ μαζὶ ἑνώνω - τὸ ζῶ τὸ ἀφήνουμε ἔξω
γιὰ μετά, ἂν πετύχει ὁ συνδιασμός.
Δὲν εἶναι λάθος φίλε μου.
Εἶναι μιὰ πρόωρη ἀνάπτυξη ἀδυναμίας.
Δεῖξε μου ἐσὺ ἕνα ὕψιλον
ποῦ νὰ κατάφερε ποτὲ σωστὰ νὰ μᾶς ἑνώσει.
Συνδιασμοὶ πολλοὶ ἀλλὰ πόσοι γνώρισαν
τὴ ρηματικὴ τοῦ ζῶ ἀπεραντοσύνη.
Ἀπ᾿ τὴ σκοπιὰ τοῦ καθ᾿ ἑνὸς ἡ ὀρθογραφία.
Πάρε γιὰ παράδειγμα
τί κινητὰ ποὺ γράφεται τὸ ψέμα:
ὅταν ἐσὺ τὸ ἐξακοντίζεις πρὸς τὸν ἄλλον
σωστὰ τὸ γράφεις μέσα σου, θαρραλέα.
Ὅμως ὅταν ἐσὺ τὸ δέχεσαι κατάστηθα
τότε τὸ γράφεις ψαίμα.
Ρωτᾷς ἀπὸ ποῦ ὡς ποῦ
γράφω τὴ συμπόνοια μὲ ὄμικρον γιώτα.
Ποιὸς ξέρει θὰ μὲ παρέσυρε ἡ ἄπνοια
ὁ ἀνοίκειος τὸ ποίημα ἡ οἴηση
τὸ κοιμητήριο ἡ οἰκουμένη τὸ οἰκτρὸν
καὶ ἡ ἀοιδὸς ἐπιθυμία
ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ νὰ ξαναγραφόταν ὁ κόσμος.
Ἐξάλλου σοῦ θυμίζω ἡ συμπόνια
πρωτογράφτηκε λάθος ἀπὸ τὸ θεό.

 


Η ΤΑΧΕΙΑ ΑΝΑΡΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΛΗΣΤΙΑΣ

Ἀκούω μεσημεριάτικα τὸ λαχειοπώλη
νὰ προσκαλεῖ ἀγοραστὲς στὸ γέλιο τῆς τύχης.
σπρώχνω πιὸ πέρα τὴν ἐγρήγορση
μοῦ πιάνει ὅλο τὸ χῶρο καὶ τὸ ρίχνω
σὲ μιὰ τρελὴ ὀνειροπόληση,
ἀμύθητα πὼς θὰ ἄλλαζε ἡ ζωή μου
ἂν κέρδιζα ἕνα
ἀνισόρροπο λαχεῖο.

Θὰ ξαναέχτιζᾳ τὴν πεῖρα μου μὲ θέα
τοὺς ἀπέραντους κατάφυτους ξενῶνες.
Ἐπικλινεῖς σκεπὲς νὰ μὴ λιμνάζουν
θέατρα καὶ δάκρυα κακοκαιρίες ρόλων.

Στοὺς κήπους διάχυτα ἀγάλματα
κομμωτὲς τῆς ποικιλίας καὶ τῆς πρόβλεψης.
Ἀγάλματα νεράκια μὲ τὴν πετονιὰ ροή τους
νὰ ψαρεύουν ὅσο θέλουν συντριβάνια.
Μάκρος μυστηριῶδες βουβὸς θαυμαστὴς
θὰ παίρνει ἀπὸ πίσω τὶς ἀλέες
ἄηχα θὰ τὶς ἀκολουθεῖ πατώντας
μέσα στὸν ἴδιο θόρυβο βημάτων ποὺ ἀδειάζουν
ἐκεῖνες καθὼς προχωροῦν. Ὥσπου
νὰ τὶς χάσει ξαφνικὰ - θὰ τοῦ κρυφτοῦν
σὲ κάποιο ἄλλο σχέδιο περιπάτου.

Θ᾿ ἀγόραζα λιμάνια αὐτοκίνητα ρολόγια ἰλιγγιώδη
τὴν κάθε ὥρα μου θὰ ῾ρχόταν ὁ δικός της
σωφὲρ νὰ τὴν παίρνει - θ᾿ ἀγόραζα
ὅλη τὴν ἄγονη γραμμὴ ἐπιπλωμένη
μὲ καινούργιους ἐπιβάτες
καὶ πολυτελέστατους καπνοὺς - θὰ δρομολογοῦσα
τὸ πρῶτο μακρινό μου ἐκεῖνο τρένο,
νεόνυμφη ποὺ ἤμουν μὲ ταξίδι
ἄμαθη στὰ χάδια τῶν συνόρων
στὴν ἀγρυπνία τῶν σταθμῶν καὶ ξένων τόπων
ποὺ τίναζαν ἀπρόσεκτα τῆς ὀνομασίας τους
τὴν καύτρα στὰ μάτια τῆς ταχύτητας καὶ φεύγαν.
Wagon lit - τότε ποὺ πρωτοβλέποντας
τὸν καναπὲ νὰ γίνεται κρεβάτι
ταξίδεψα πῶς ὅλα μετατρέπονται
ἀπὸ ἀναπαυτικό σε ἀναπαυτικότερο.

Θ᾿ ἅρπαζα θὰ ἔδιωχνα θ᾿ ἀνέβαζα
θὰ ποδοπατοῦσα θὰ φοβέριζα θὰ σκόρπιζα θὰ νόμιζα
θὰ γκρέμιζα καὶ σὲ τρεῖς μέρες θὰ ξανάκτιζᾳ
θὰ μὲ τρέμαν οἱ στερήσεις.

Γιὰ νὰ μπορέσω ἔτσι θρασύτατα ἰσχυρὴ
ν᾿ ἀγοράσω πιὰ τὴν ἀνάστασή σου.

Σωστὰ τὸ ἄκουσες, μὴ μελαγχολεῖς.
τὴν ἀνάστασή σου.
Εἶδες ποτέ του θαῦμα νὰ χάλασε χατίρι
παραμυθένιας τύχης;

Χωρὶς παζάρια θὰ ῾δινᾳ πίσω ὅσα κέρδισα
καὶ θὰ γυρίζαμε πεζῄ, ἀπίστευτοι στὸ σπίτι.

Θὰ ξάπλωνες ἐκεῖ, στὴ συνέχειά σου.
Θά ῾γερνα κι ἐγώ, διπλανὴ ἀμύθητα.
Κι ἀφοῦ βεβαιωνόμουνα πὼς ἔχεις προσδεθεῖ
καλὰ πάνω στὸ σῶμα σου
πὼς κούμπωσες καλὰ τὴν ἀσφαλῆ ἐπιστροφή σου
θὰ τό ῾ριχνα σιγὰ-σιγὰ
σὲ μιὰ τρελὴ ὀνειροπόληση,
ἀμύθητα πὼς θ᾿ ἄλλαζε ἡ ζωή μου
ἂν κέρδιζα ἕνα
ἀνισόρροπο λαχεῖο.

 


ΠΙΝΑΞ ΔΙΕΡΧΟΜΕΝΩΝ

Οὔτε σκιὰ οὔτε σκιᾶς παρελθόν.
Τὸ φύλλωμα ἀθρόιστο δὲν σάλεψε ἀπόκρυψη
πίσω ἀπὸ τὰ κλαδιά.

Περίμενέ με μόνον ἄκουσα
δίχως νὰ θορυβήσει τονισμὸς κι ἀπόχρωση.
Δὲν ἦταν σύρσιμο ἱκεσίας
οὔτε γουργούρισμα ὑπόσχεσης
δὲν ἦταν φτεροκόπημα ἀνυπομονησίας
μήτε καὶ προσταγῆς ἀκόνισμα.
Κάτι σὰν ἀφηρημένη τριβὴ καμένου χρόνου
ἐπάνω σὲ σπιρτόκουτο βρεγμένο.

Περιμένω τώρα νύχτες τρεῖς
καὶ ἄλλες τόσες μέρες
ὅσες χρειάζεται ὁ ναὸς γιὰ νὰ ξαναχτιστεῖ.
Μέσα σὲ ἄλλο ὄνειρο περιμένω
τὸ βρῆκα ἄδειο καὶ τὸ ἐπίταξα ἐπὶ τούτου
γιὰ νά ῾χω εὐρυχωρία ἀναμονῆς.

Ποῦ εἶναι, ἀνησυχῶ. Πρώτη φορὰ ἀθετεῖται
ὄνειρο πρὶν τὸ μεγαλοποιήσω. Κόβω βόλτες
ἀπὸ τὴ μία ἐκδοχὴ πάω στὴν ἄλλη
φτάνω καὶ στὴ χειρότερη καὶ οὔτε ἐκεῖ
τὸ βλέπω. Δειλὰ πρὸς τὴν καλύτερη ἀγναντεύω
καί ἐπιτέλους εἶν᾿ ἐκεῖ ἡ ἐκπλήρωσή του.
Ἐκεῖ, στὸ εὐτυχισμένο περιθώριο ποὺ μοῦ δόθηκε
στὴν περιχαρὴ δυνατότητα
νὰ περιμένω πάλι.

Κι αὐτὸ εἶναι ἕνα ὄνειρο σπουδαῖος διπλωμάτης,
Ἀφήνει κάπως ἀνοιχτὸ τὸ δεδομένο
πὼς δὲν θὰ ῾ρθοῦνε ἄλλα.