Κικὴ Δημουλᾶ - Τὸ Τελευταῖο Σῶμα μου

Ποιητικὴ Συλλογή, ἐκδόσεις Κείμενα 1981, Β´ ἔκδ. Στιγμή, 1989



ΑΚΑΙΡΙΑ

Ἀπερήμωση.
Κανεὶς δὲν εἶν᾿ ἐδῶ, οὔτε δῶ, οὔτε κεῖ κάτω;
Κανείς;
κι αὐτὲς οἱ πολυώροφες ἀνθρώπινες σχέσεις
ποιὸς θὰ τὶς κατοικήσει;
Φύγατε ὅλοι, ὅλα; Ἢ ποτὲ δὲ σᾶς εἶχα;
ἀνεπιβεβαίωτα μένουν τὰ δυὸ κυπαρίσσια
στὴν εἴσοδο τῆς καλησπέρας ποὺ ἔλεγες.
Ἔλεγες ἢ ζωγράφιζα φθόγγους καὶ στόματα
στῶν βραδινῶν ὡρῶν τὶς ξώπορτες;
Ποιὲς βραδινὲς ὧρες; Ἔρχονταν; Διθέσιες;

Ἀκαιρία.
Ἠρεμοῦν ἐρημώνοντας ὅλα.
Δὲν κράτησε ἡ διάρκεια τὸ λόγο της,
πέφτουν τῶν παρατάσεων τὰ φύλλα
ἀπὸ τεράστιους κορμοὺς καιρῶν κομμένων
-ὑλοτόμε.

Ἀκαιρία.
Οἱ θάλασσες κουλουριαστήκανε στὰ κάδρα.
Κίτρινο ἀφροδίσιο,
πυώδεις κάμποι ξένου.
Ξένο φθινόπωρο βιάζει
ἐκτάσεις ἱερόδουλες.
Πέφτει μία ξένη βροχὴ
ἀπὸ μία ξένη τάση
καὶ ἡ τάση γιὰ ζωὴ πέφτει.
Ξένα αὐτὰ ἢ τά ῾χω ξαναφοβηθεῖ;
Ἀστράφτει σ᾿ ἕνα ἀπόμακρο φυλάκιο τοῦ οὐρανοῦ,
καίγονται οἱ ἀσφάλειες τοῦ Θεοῦ,
βραχυκυκλώνεται τὸ σῶσον.
τρομάζει μία μικρὴ λιποψυχία στὸ παράθυρο
ἀφήνει ἀργὰ τὸ κουρτινάκι της νὰ πέσει.

Ἀπερήμωση.
Κι αὐτὲς τὶς πολυώροφες ἀνθρώπινες σχέσεις
ποιὸς τὶς γκρέμισε;
κι ἐγὼ πῶς μένω ἐδῶ,
ποῦ μὲ ὁδηγοῦν κλεισμένη
αὐτὲς οἱ ξένες ἀνεξήγητες συνέχειες;
Ξένες ἀνεξήγητες συνέχειες
ἀκίνητες, ἀπὸ παντοῦ κλειστές,
νὰ μὴν μπορεῖς νὰ βγεῖς
κι ἀλλιῶς νὰ συνεχίσεις,
καὶ δὲν μπορῶ νὰ βγῶ
κι ἀκόμα μέσα εἶμαι
μέσα σε αὐτὸ τὸ ξένο μέσα συνεχίζομαι
ἀκόμα καὶ τώρα ποὺ γράφω
αὐτὸ τὸ δικό μου
τὸ μόνο δικό μου
δικό μου ποίημα
κατάδικό μου.
Κατάδικο ποίημα.

 


ΒΙΩΜΑ ΚΑΣΕΤΑΣ

 


ΣΥΝΔΡΟΜΟ

Κοιτάζοντας τὸν πίνακα
τοῦ Πικάσο «Τὸ Ὄνειρο»

Ἔχω κρεμάσει αὐτὸν τὸν πίνακα σὰν δόλωμα
στὴ συμπαγῆ ἐπιπεδότητά μου
μήπως τσιμπήσει τανυσμὸς γκρεμιστῆς,
τὸν ἔχω σὰν φουρνέλο
μὴ καὶ τὴν ἀνατίναζε συθέμελα
τὴ συμπαγῆ ἐπιπεδότητά μου.

Καθιστὸ κοιμᾶται τὸ κορίτσι.
Καθιστὸς
ἀπαγγιάζεις καλύτερα στὸ σῶμα σου,
εἶσαι πιὸ ἕτοιμος νὰ γίνεις δικός σου:
νὰ ὀνειρευτεῖς.
Τοῦ ὑπερβατικοῦ ἡ ἀνατομία
ἐπέτρεψε στὸ σῶμα
αὐθαιρεσίες σάρκινες.
Κοιμᾶται τὸ κορίτσι
ἐνῷ πίσω ἀπὸ τὸ χαλαρὸ φουστάνι της
ὁ ἕνας μαστὸς ἀνατέλλει
γιὰ νὰ θηλάσει ἡ λαίμαργη ἀφαίρεση.

Σπασμένη τοῦ λαιμοῦ ἡ ἀντίσταση
καὶ τὸ κεφάλι, ἀπελεύθερο,
σὰν γελαστὸ αὐτὶ ἀκούμπησε στὸν ὦμο.

Σπασμένη τοῦ λαιμοῦ ἡ ἀντίσταση
καὶ τὸ κεφάλι, ἀπελεύθερο,
σὰν γελαστὸ αὐτὶ ἀκούμπησε στὸν ὦμο
πού, περιγελαστὴς τῆς συμμετρίας,
εἶναι πιὸ ὑψωμένος ἀπ᾿ τὸν ἄλλο,
στοιβάδα τόλμης.
Τὴν ὕπαρξή του ἀφουγκράζεται τὸ κορίτσι:
παράνομες κλεφτὲς μετακινήσεις,
μιὰ μετατόπιση τοῦ Εἶναι
λίγο πιὸ δῶ λίγο πιὸ κεῖ,
θέσεις ποὺ ἀνεφοδιάζονται μὲ θέσεις.

Ἡ μύτη, πράσινη χαρακωτὴ γραμμὴ
ποὺ προσπερνάει ἀδιάφορη τὸ τέλος της,
χύνεται ἀνάμεσα στὰ μάτια καὶ τὸ μέτωπο,
χάνεται μέσα στὰ μαλλιά,
ἀγγεῖο αἱμοφόρο του ἐνδόμυχου.
Μισὸ χαμόγελο στὴ θέση του
τ᾿ ἄλλο μισὸ ψηλότερα,
ἀσυμμετρίας μειδίαμα
σὰν ἕνα στραβοπόδαρο σκαμνάκι,
ἐκεῖ γιὰ νὰ πατήσουν καὶ νὰ βγοῦν
ἀπὸ τὶς τουλπανένιες ἅμαξες
οἱ τουλπανένιοι ἐπιβάτες:
τὰ ὄνειρα τοῦ κοριτσιοῦ.

Τῆς πολυθρόνας τὰ μπράτσα
ὑποσυνειδίζονται: λυγίζουνε σὰν χαλαρὸ
ἀγκάλιασμα στοῦ κοριτσιοῦ τὴ μέση,
γιατὶ τὸ ξέρουνε ἀκόμα καὶ οἱ πολυθρόνες
πὼς ὅποιος ὀνειρεύεται δονεῖται
κι ὑπάρχουνε καὶ ὄνειρα
ποὺ σὲ πετᾶνε χάμω.
Ἐμένα ἡ μύτη μου
τελειώνει ἀκριβῶς στὸ τέλος της.
Δὲν πάει αἷμα στὸ ἐνδόμυχο.
Κι οἱ ὦμοι μου
συμμετρικὰ πεσμένοι καὶ οἱ δυό.

Καιρὸ ἔχω νὰ μιλήσω γιὰ ὄνειρα
καιρὸ δὲν ἔχω
ὄνειρα δὲν ἔχω,
συμμετρικὴ ἀνέχεια.
Οἱ ὦμοι μου
συμμετρικὰ πεσμένοι καὶ οἱ δυό.
Κι ὅτι ἀντέχω τέτοια ἀνέχεια
λέω μὴν εἶναι ὄνειρο.
Μὴν εἶναι ὄνειρο
πῶς ὄνειρα δὲν ἔχω.
Ὄνειρο νά ῾ναι
κι ἂς μὴν γυμνώνει ἀπὸ ὄνειρα.

Ὄνειρο νά ῾ναι,
σπόρος νὰ περιφέρεται στὸν ὕπνο μου
κι ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ μήτρα.
Τὸ πίνω κι ἂς μὴν εἶναι πόσιμο,
ἔστω τὴ λέξη νὰ ὀνειρεύομαι
καὶ δὲν ρωτάω καμιὰ Ἐξακρίβωση
ἂν εἶναι ὄνειρο πὼς ὄνειρα δὲν ἔχω.
Γιὰ νὰ μιλήσει ἡ κάθε Ἐξακρίβωση
θέλει νὰ πληρωθεῖ μὲ ὄνειρα.
Κι ὄνειρα νὰ πληρώνω
μιὰ ἀκόμα Ἐξακρίβωση
δὲν ἔχω.

Ἡ μητέρα μου Ὤθηση πέθανε νέα
κι ὁ πηλὸς ποὺ εἶμαι, ὁ πηλὸς ποὺ εἶμαι,
μὲ πιέζει νὰ σπάσω.
Ὡς πότε, λέει, θὰ θυσιάζεται ὁ θάνατος
γιὰ νὰ ζεῖς ἐσύ.
Κι ὄνειρα δὲν ἔχω νὰ πλάσω
πήλινη περιφρούρηση τῆς ὕλης μου.

Καὶ τί σημαίνει ὄνειρο;
Τί δηλαδὴ δὲν ἔχω;
Θά ῾ναι αὐτὸ
ποὺ θέλει νά ῾χει μέσα του ὁ πηλὸς
γιὰ νὰ μὴ σπάζει,
θά ῾ναι οἱ τουλπανένιοι ἐπιβάτες
στὶς τουλπανένιες ἅμαξες.

Ὄνειρο σημαίνει
φτερούγα ὕπνου ἀπὸ κερὶ
ποὺ ἥλιο ἐρωτεύεται καὶ λιώνει,
φύλλα ποὺ θαυμαστὰ ἰσορροποῦν
σὰν νὰ πατᾶνε σὲ κλαδιὰ
ἐνῶ τὸ βλέπεις καθαρὰ
πὼς δὲν ὑπάρχει δένδρο,
ν᾿ ἀκοῦς νὰ τραγουδᾶνε χίλια ναὶ
ἀπ᾿ τὸ λαρύγγι τοῦ ὄχι.

Ὄνειρο σημαίνει
νὰ μὴν ὑπάρχουν σύνορα
κι οἱ βλοσυροὶ καχύποπτοι φρουροί τους.
Ἐλεύθερα νὰ μπαίνεις σ᾿ ἄνθρωπο
κι οὔτε τὶς εἶ, οὔτε τὶς οἶδε.

Δὲν ἦρθε κι ἕνα ἀπόγευμα
ποὺ νὰ μὴ γίνει βράδυ,
νὰ ἔρθει κι ἕνα ὄνειρο
ποὺ νὰ μὴν γίνει ἄνθρωπος,
νὰ ἔρθει κι ἕνας ἄνθρωπος
ποὺ νὰ μὴ γίνει ὄνειρο,
τὶς οἶδε, τὶς εἶ.

Ξανοίχτηκα πολὺ σὲ ὁρισμοὺς
κι εἶν᾿ ἐπικίνδυνο νὰ κλαῖς χωρὶς πυξίδα.

Φύλαγέ μου, Θέ μου, τουλάχιστον
ὅσα ἔχουν πεθάνει.

 


ΑΝΑΣΚΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΣ