Κικὴ Δημουλᾶ - Τὸ λίγο τοῦ κόσμου

Ποιητικὴ Συλλογή, Α´ ἔκδ. 1971, Β´ ἔκδ. Στιγμή, 1994


Σὲ ἀλφαβητικὴ σειρά

ΑΦΗΣΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΡΩ

Ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν γρίφων
φεύγω ἥσυχη.
Δὲν ἔχω βλάψει στὴ ζωή μου αἴνιγμα:
δὲν ἔλυσα κανένα.
Οὔτε κι αὐτὰ ποὺ θέλαν νὰ πεθάνουν
πλάι στὰ παιδικά μου χρόνια:
ἔχω ἕνα βαρελάκι πού ῾χει δυὸ λογιῶν κρασάκι.
Τὸ κράτησα ὡς τώρα
ἀχάλαστο ἀνεξήγητο,
γιατὶ ὡς τώρα
δυὸ λογιῶν κρασάκι
ἔχουν λυμένα κι ἄλυτα ποὺ μοῦ τυχαίνουν.
Συμβίωσα σκληρὰ
μ᾿ ἕναν ψηλὸ καλόγερο ποὺ κόκαλα δὲν ἔχει
καὶ δὲν τὸν ρώτησα ποτὲ
ποιᾶς φωτιᾶς γιὸς εἶναι,
σὲ ποιὸ θεὸ ἀνεβαίνει καὶ μοῦ φεύγει.

Δὲν τοῦ λιγόστεψα τοῦ κόσμου
τὰ προσωπιδοφόρα πλάσματά του,
τοῦ ἀνάθρεψα τοῦ κόσμου τὸ μυστήριο
μὲ θυσία καὶ μὲ στέρηση.
Μὲ τὸ αἷμα ποὺ μοῦ δόθηκε
γιὰ νὰ τὸν ἐξηγήσω.
Ὅ,τι ἦρθε μὲ δεμένα μάτια
καὶ σκεπασμένη πρόθεση
ἔτσι τὸ δέχτηκα
κι ἔτσι τ᾿ ἀποχωρίστηκα:
μὲ δεμένα μάτια καὶ σκεπασμένη πρόθεση.
Αἴνιγμα δανείστηκα,
αἴνιγμα ἐπέστρεψα.
Ἄφησα νὰ μὴν ξέρω
πῶς λύνεται ἕνα χθές,
ἕνα ἐξαρτᾶται,
τὸ αἴνιγμα τῶν ἀσυμπτώτων.
Ἄφησα νὰ μὴν ξέρω τί ἀγγίζω,
ἕνα πρόσωπο ἢ ἕνα βιάζομαι.

Οὔτε κι ἐσένα σὲ παρέσυρα στὸ φῶς
νὰ σὲ διακρίνω.
Στάθηκα Πηνελόπη
στὴ σκοτεινὴ ὀλιγωρία σου.
Κι ἂν ρώτησα καμιὰ φορὰ πῶς λύνεσαι,
πηγὴ ἂν εἶσαι ἢ κρήνη,
θά ῾ταν κάποια καλοκαιριάτικη ἡμέρα
πού, Πηνελόπες καὶ ὄχι,
μᾶς κυριεύει αὐτὸς ὁ δαίμων τοῦ νεροῦ
γιὰ νὰ δοξάζεται τὸ αἴνιγμα
πῶς μένουμε ἀξεδίψαστοι.
Ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν γρίφων
φεύγω ἥσυχη.
Ἀναμάρτητη:
ἀξεδίψαστη.
Στὸ αἴνιγμα τοῦ θανάτου
πάω ψυχωμένη.


ΔΕΝ ΒΑΡΙΕΣΑΙ

Γιὰ νὰ ξημερώσει σ᾿ ἕνα δάσος
πρέπει πρῶτα νὰ βγεῖ στὸν ἄμβωνα τοῦ κόσμου
ἕνα πουλὶ
καὶ νὰ ζητήσει τὸν ἄρτον τὸν ἐπιούσιον,
δῆθεν πὼς κελαϊδάει.

Νὰ τρέξει ἕνα ἀμὴν ἀπὸ δέντρο σὲ δέντρο,
ψίθυρος ἀνιδιοτελείας δῆθεν.
Ἀπ᾿ τὶς μεγάλες πέτρες
θ᾿ ἀνέβει ἕνα λιβάνι ἥμαρτον.
Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ξεμυτίζει ἡ λεπτομέρεια
κι ἡ βεβαιότης πὼς ἀφήσαμε πίσω τὴ νύχτα.

Λίγο σὰν περισκόπια ὑψώνονται
οἱ ἄκρες τῶν τηλεγραφόξυλων
μήπως πλέει μακριὰ καμιὰ εἴδηση,
βγάζει ἀπ᾿ τὴ θήκη του τὸ ἀγκάθι ὁ πυράκανθος,
κι ἕνα καμπουριασμένο μονοπάτι
παραπατάει καὶ γράφεται.
Ἀπὸ τοὺς γύρω ὄγκους πέφτει ἡ μάσκα
καὶ ἡσυχάζεις: ξεκαθαρίζει
τί εἶναι Πεντέλη, τί Ὑμηττὸς
καὶ τί ἀπομένει μύτη φόβου.

Τὸ χρῶμα τῆς ἐλιᾶς,
μουντὸ κι ὀλιγόλογο,
βλεφαρίζει στὰ φύλλα
κι εἶναι εὐκαιρία μ᾿ αὐτὸ νὰ προσδιορίσεις
μάτια ἀκαθορίστου χρώματος ποὺ λέμε.
Ἐπουσιώδης βέβαια ἐκκρεμότης
μά, ποὺ ὅσο νά ῾ναι, βασανίζει.
Ἔτσι καὶ τὰ προσδιορίσεις,
μᾶς ἔρχεται ὁλόκληρο τὸ φῶς
κι ἀστενοχώρητο
σὰν ἕνα δὲν βαριέσαι.


ΟΙ ΛΥΠΗΜΕΝΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ

Μὲ ἡμέρα ἀρχίζει ἡ ἑβδομάδα,
μὲ ἡμέρα τελειώνει.
Κι ἡ Κυριακή, κόμπος σφιχτὸς
νὰ μὴ λυθοῦν οἱ ἑβδομάδες.
Ἔρχεται πάντα ἀπὸ τὸ ἴδιο Σαββατόβραδο
καὶ φέρνει λίγο ὕπνο παραπάνω τὸ πρωὶ
καὶ τὸ θεό, ὅσο τὸν δίνουν οἱ ὀρθρινὲς καμπάνες.
Λίγο νὰ σταθεῖς στ᾿ ἀνοιχτὰ παράθυρα
καὶ νὰ κοντοσταθεῖς σ᾿ αὐτὰ ποὺ δὲν συμβαίνουν,
περνάει ἡ ὥρα.
Δημοτικὰ τραγούδια ἀπ᾿ τὰ παράθυρα
ποιὰ γυναῖ- ποιὰ γυναῖ- ποιὰ γυναῖκα θὰ σὲ πάρει,
σιγὰ-σιγὰ ἡ Κυριακὴ μεσουρανεῖ
σὰν τρομαγμένη ἀπορία.

Στὶς γειτονιὲς
περνᾶνε γύφτισσες νὰ πῶ τὸ ριζικό σου,
ποιὰ γυναῖ- ποιὰ γυναῖ- ποιὰ γυναῖκα θὰ σὲ πάρει,
δημοτικὰ τραγούδια ἀπ᾿ τὰ παράθυρα, ριζικά.
Πιὸ πέρα κάποιο ντέφι, ἕν᾿ ἀρκουδάκι
δεῖξε πῶς βάζουν πούδρα τὰ κορίτσια
στὸν καθρέφτη, πῶς γδύνεται ἡ Μονρόε...
Μὴ γελᾷς. Βρέθηκε κάποτε νεκρὴ ἡ Μονρόε.
Μὲ πράγματα ποὺ δὲν ἀντέχουν μὴ γελᾷς.

Ἄχ, οἱ λυπημένες φράσεις, οἱ λυπημένες λέξεις,
πῶς μοιάζουν στοὺς τυφλοὺς ὀργανοπαῖχτες
στοὺς δρόμους τοὺς ἐμπορικούς, τὶς Κυριακές.

Νὰ εἴχαμε μίαν ἄνοιξη.
Μὴ γελᾷς.
Μὲ πράγματα ποὺ δὲν ὑπάρχουν μὴ γελᾷς.
Ἂς λένε τὰ πουλιὰ κι οἱ μυρωδιὲς στὰ πλάγια
πῶς εἶναι Ἀπρίλης.
Τὸ λένε τὰ πουλιὰ κι οἱ ἔρωτες τῶν ἄλλων.
Ἐμένα μ᾿ ἐξαπατοῦνε οἱ θεοὶ
κάθε ποὺ ἀλλάζει ὁ καιρός,
κάθε ποὺ δὲν ἀλλάζει.
Μὴ γελᾷς.
Ἔαρ δὲν γίνεται
μὲ ρίμες
ἥλιοι-Ἀπρίλιοι,
ἥλιοι-Ἀπρίλιοι,
ὁμοιοκατάληκτες στιγμές,
χρόνος χρωμάτων,
στρέμματα φωτός,
χαμομηλιῶν ἀνυπομονησία νὰ μυρίσουν.
Δημοτικὰ τραγούδια ἀπ᾿ τὰ παράθυρα
ποιὰ γυναῖ- ποιὰ γυναῖ- ποιὰ γυναῖκα θὰ σὲ πάρει,
καὶ ὅλα τ᾿ ἄλλα τρόποι
γιὰ νὰ πεθαίνουνε ἀνώδυνα τὰ ἡμερολόγια.

Τὴν Κυριακὴ τραβάει σὲ μάκρος
τῶν τραγουδιῶν ἡ ἀγωνία
ποιὰ γυναῖ- ποιὰ γυναῖ-

Ἄχ, οἱ λυπημένες φράσεις, οἱ λυπημένες λέξεις,
στοὺς δρόμους τοὺς ἐμπορικούς,
τὶς Κυριακὲς τὶς ἀνοιξιάτικες.


ΣΗΜΕΙΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣ

Σχόλιο: Ἡ αἰχμαλωσία σώματος καὶ φωνῆς τοῦ γυναικείου φύλου ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, ὅπως ἀναγνωρίζεται στὸ «ἄγαλμα γυναίκας μὲ δεμένα χέρια» καὶ ἀποτυπώνεται στὸ ποίημα ποὺ ἀκολουθεῖ, μπορεῖ νὰ παραβληθεῖ μὲ τὸ ποίημα «Ἡ ἄνθρωπος» τῆς Καρέλλη (ἀρ. 17). Ἡ συνεξέταση θὰ μποροῦσε νὰ στηριχτεῖ σὲ ζεύγη ἀντιθέσεων ὅπως: γυναικεία αἰχμαλωσία - διεκδίκηση τοῦ αὐτοκαθορισμοῦ, ἀκινησία - δυναμικὴ παρουσία τοῦ γυναικείου ὑποκειμένου, δεύτερο - πρῶτο ἑνικὸ πρόσωπο.

ἄγαλμα γυναίκας μὲ δεμένα χέρια

Ὅλοι σὲ λένε κατευθείαν ἄγαλμα,
ἐγὼ σὲ προσφωνῶ γυναίκα κατευθείαν.

Στολίζεις κάποιο πάρκο.
Ἀπὸ μακριὰ ἐξαπατᾶς.
Θαρρεῖ κανεὶς πὼς ἔχεις ἐλαφρὰ ἀνακαθίσει
νὰ θυμηθεῖς ἕνα ὡραῖο ὄνειρο ποὺ εἶδες,
πῶς παίρνεις φόρα νὰ τὸ ζήσεις.
Ἀπὸ κοντὰ ξεκαθαρίζει τὸ ὄνειρο:
δεμένα εἶναι πισθάγκωνα τὰ χέρια σου
μ᾿ ἕνα σκοινὶ μαρμάρινο
κι ἡ στάση σου εἶναι ἡ θέλησή σου
κάτι νὰ σὲ βοηθήσει νὰ ξεφύγεις
τὴν ἀγωνία τοῦ αἰχμαλώτου.
Ἔτσι σὲ παραγγείλανε στὸ γλύπτη:
αἰχμάλωτη.
Δὲν μπορεῖς
οὔτε μία βροχὴ νὰ ζυγίσεις στὸ χέρι σου,
οὔτε μία ἐλαφριὰ μαργαρίτα.
Δεμένα εἶναι τὰ μάτια σου.
Καὶ δὲν εἶν᾿ τὸ μάρμαρο μόνο ὁ Ἄργος.
Ἂν κάτι πήγαινε ν᾿ ἀλλάξει
στὴν πορεία τῶν μαρμάρων,
ἂν ἄρχιζαν τ᾿ ἀγάλματα ἀγῶνες
γιὰ ἐλευθερίες καὶ ἰσότητες,
ὅπως οἱ δοῦλοι,
οἱ νεκροὶ
καὶ τὸ αἴσθημά μας,
ἐσὺ θὰ πορευόσουνα
μὲς στὴν κοσμογονία τῶν μαρμάρων
μὲ δεμένα πάλι τὰ χέρια, αἰχμάλωτη.

Ὅλοι σὲ λένε κατευθείαν ἄγαλμα,
ἐγὼ σὲ λέω γυναίκα ἀμέσως.
Ὄχι γιατὶ γυναίκα σὲ παρέδωσε
στὸ μάρμαρο ὁ γλύπτης
κι ὑπόσχονται οἱ γοφοί σου
εὐγονία ἀγαλμάτων,
καλὴ σοδειὰ ἀκινησίας.
Γιατὶ τὰ δεμένα χέρια σου, ποὺ ἔχεις
ὅσους πολλοὺς αἰῶνες σὲ γνωρίζω,
σὲ λέω γυναίκα.

Σὲ λέω γυναίκα
γιατ᾿ εἶσ᾿ αἰχμάλωτη.


ΤΟ ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΟΝ -Η-

Μ᾿ ἔκλεισε μέσα ἡ βροχὴ
καὶ μένω τώρα νὰ ἐξαρτιέμαι ἀπὸ σταγόνες.

Ὅμως ποῦ ξέρω ἂν αὐτὸ εἶναι βροχὴ
ἢ δάκρυα ἀπὸ τὸν μέσα οὐρανὸ μίας μνήμης;
Μεγάλωσα πολὺ γιὰ νὰ ὀνομάζω
τὰ φαινόμενα χωρὶς ἐπιφύλαξη,
αὐτὸ βροχή, αὐτὸ δάκρυα.

Στεγνὴ στέκομαι ἀνάμεσα
στὰ δύο ἐνδεχόμενα: βροχὴ ἢ δάκρυα,
κι ἀνάμεσά σε τόσα διφορούμενα:
βροχὴ ἢ δάκρυα,
ἔρωτας ἢ τρόπος νὰ μεγαλώνουμε,
ἐσὺ ἢ μικρὴ ἀποχαιρετιστήρια αἰώρηση σκιᾶς
τοῦ τελευταίου φύλλου.
Τὸ κάθε τελευταῖο,
τελευταῖο τ᾿ ὀνομάζω χωρὶς ἐπιφύλαξη.
Καὶ μεγάλωσα πολὺ
γιὰ νὰ εἶναι αὐτὸ ἀφορμὴ δακρύων.
Δάκρυα ἢ βροχή, ποῦ νὰ ξέρω;
Καὶ μένω νὰ ἐξαρτιέμαι ἀπὸ σταγόνες.
Καὶ μεγάλωσα πολὺ
γιὰ νὰ περιμένω ἄλλο μέτρο ὅταν βρέχει
κι ὅταν δὲν βρέχει ἄλλο.
Σταγόνες γιὰ ὅλα.
Σταγόνες βροχῆς ἢ δάκρυα.
Ἀπὸ τὰ μάτια κάποιας μνήμης ἢ τὰ δικά μου.
Ἐγὼ ἢ μνήμη, ποῦ νὰ ξέρω;
Μεγάλωσα πολὺ γιὰ νὰ χωρίζω τοὺς χρόνους.
Βροχὴ ἢ δάκρυα.

Ἐσὺ ἢ μικρὴ ἀποχαιρετιστήρια αἰώρηση σκιᾶς
τοῦ τελευταίου φύλλου.

 


ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Κρατῶ λουλούδι μᾶλλον.
Παράξενο.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε κῆπος κάποτε.

Στὸ ἄλλο χέρι
κρατῶ πέτρα.
Μὲ χάρη καὶ ἔπαρση.
Ὑπόνοια καμιὰ
ὅτι προειδοποιοῦμαι γι᾿ ἀλλοιώσεις,
προγεύομαι ἄμυνες.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε ἄγνοια κάποτε.

Χαμογελῶ.
Ἡ καμπύλη τοῦ χαμόγελου,
τὸ κοῖλο αὐτῆς τῆς διαθέσεως,
μοιάζει μὲ τόξο καλὰ τεντωμένο,
ἕτοιμο.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Καὶ προδιάθεση νίκης.

Τὸ βλέμμα βυθισμένο
στὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα:
τὸν ἀπαγορευμένο καρπὸ
τῆς προσδοκίας γεύεται.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε πίστη κάποτε.

Ἡ σκιά μου, παιχνίδι τοῦ ἥλιου μόνο.
Φοράει στολὴ δισταγμοῦ.
Δὲν ἔχει ἀκόμα προφθάσει νὰ εἶναι
σύντροφός μου ἢ καταδότης.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασ᾿ ἐπάρκεια κάποτε.

Σὺ δὲν φαίνεσαι.
Ὅμως γιὰ νὰ ὑπάρχει γκρεμὸς στὸ τοπίο,
γιὰ νά ῾χω σταθεῖ στὴν ἄκρη του
κρατώντας λουλούδι
καὶ χαμογελώντας,
θὰ πεῖ πὼς ὅπου νά ῾ναι ἔρχεσαι.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
ζωὴ πέρασες κάποτε.


ΩΔΗ ΣΕ ΜΙΑ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΑ ΛΑΜΠΑ

Στὴ μνήμη τοῦ θείου μου
Παναγιώτη Καλαμαριώτη

Παλιὰ ἐπιτραπέζια λάμπα,
δουλεμένη ἀπὸ τεχνίτη Ἀνατολίτη
μὲ φαντασία καὶ πρόβλεψη.
Τὴν ἔφερ᾿ ἕνας θεῖος μου δικαστὴς ἀπὸ τὴ Σμύρνη
καὶ στὸ φῶς της
δεθήκανε οἱ νόμοι μὲ τὶς πράξεις τῶν ἀνθρώπων.

Ἡ πεῖρα της μεγάλη στὰ ἐλαφρυντικά,
στὸ τί βρασμὸς ψυχῆς, τί προμελέτη.
Τόσα χτυπήματα στὸ στῆθος ἀπὸ ζηλοτυπία,
βεντέτες γιὰ μία μεσοτοιχία,
γιὰ μία κατσίκα ποὺ μηρύκασε ξένο χορτάρι.
Γνώρισε πάμπολλους προτέρους ἔντιμους βίους
κι ἐρωτεύτηκε ἐνόχους.

Καημένε θεῖε,
πῶς τὰ πᾶς μ᾿ αὐτὸν τὸ νέο νομοθέτη
καὶ τοὺς νόμους του·
ὕλη ἀδίδακτη ὁ θάνατος.
Τῆς ὕπαρξής σου δὲν πῆγες συνήγορος.
Ἀλλ᾿ εἶναι ἡ ζωὴ
ἀπ᾿ τὶς χαμένες ὑποθέσεις,
ἀκόμα καὶ γιὰ τοὺς δυνατοὺς νομομαθεῖς,
ὅπως ἤσουν.

Κληρονομιά μου τώρα ἡ λάμπα.
Δουλεμένη μὲ φαντασία
καὶ προπαντὸς μὲ πρόβλεψη.

Τὸ φῶς της, γιὰ νά ῾ρθει νὰ σταθεῖ
σὰν ἄλλος ἕνας κουρασμένος ἀναγνώστης
τοῦ ἴδιου μ᾿ ἐμένανε βιβλίου
ἢ σὰν διαιτητὴς ἀνάμεσα στὸ ἄγραφο χαρτί,
ποὺ νικητὴς πάλι βγαίνει ἀπόψε
καὶ νικημένα ὅσα σκόπευα νὰ γράψω,
πηδάει μέσ᾿ ἀπὸ πλούσια φύλλα φοινικιᾶς.
Κι αὐτὸ ὑποκινεῖ βλάστηση.
Κάτω ἀπ᾿ τὴ φοινικιὰ
στέκει, σκυφτὸς καὶ μειλίχιος, ἕνας γέροντας.
Εἶχε καὶ φλέβα πείρας ὁ τεχνίτης:
μόνο φῶς, μόνο φύλλα φοινικιᾶς,
φόβων καὶ καιρῶν ἀντίπαλοι δὲν γίνονται.
Ἡ μοναξιὰ φοβᾶται μόνο τὸν ἄνθρωπο δίπλα σου.

Καλὰ λοιπὸν ποὺ εἶναι ἐδῶ αὐτὸς ὁ γέροντας.
Ἀνατολίτη τὸν δείχνει ἡ κελεμπία, τὸ σαρίκι
καὶ τὸ μαυριδερὸ ἄσαρκο πρόσωπο.
Τὸ χέρι του, ἁπλωμένο σὲ σένα,
δὲν ξέρεις ἂν σὲ καλεῖ νὰ πλησιάσεις,
ἂν ἀπαιτεῖ, ἐξηγεῖ, ὁδηγεῖ ἢ προβλέπει.
Ὅλ᾿ αὐτὰ ἕνας τεχνίτης μπορεῖ νὰ τὰ χωρέσει
στὴν ἴδια κίνηση,
ὅπως κι ἡ ζωὴ τὰ χωράει ὅλα στὸ ἕνα της πέρασμα.
Μπορεῖ νὰ εἶναι μουεζίνης
κι ἐτούτη τὴ στιγμὴ νὰ ἐξηγεῖ στὸ θεό του
τί λείπει ἀπὸ τὸν ἕναν κόσμο.
Μπορεῖ νὰ εἶναι ἐπαίτης.
Ἢ νυχτοφύλακας
τῆς προεκτεινόμενης πέρ᾿ ἀπ᾿ τὴ λάμπα τροπικότητας.
Ἴσως ρήτορας ξεπεσμένος σὲ εἴδη διακοσμητικά,
ἀσκητής,
ὁδοιπόρος ποὺ πέτυχε ἴσκιο ἀναπάντεχο
στὴν προεκτεινόμενη πέρ᾿ ἀπ᾿ τὴ λάμπα ἔρημο.
Ποιὸς ξέρει; Κανένας περιηγητής,
ποὺ ἔχασε τὸ δρόμο
ἀλλὰ καὶ τὸ νόημα τῆς περιηγήσεώς του.
Καὶ τώρα, ὑψώνοντας τὸ χέρι, μὲ ρωτάει
ποιὸς εἶν᾿ ὁ δρόμος καὶ ποιὸ τὸ νόημά του.
Ἐμένα ρωτάει
ποιὸς εἶν᾿ ὁ δρόμος καὶ ποιὸ τὸ νόημά του;

Νυχτοφύλακας ἢ ἐπαίτης,
περιηγητής, ρήτορας,
μωαμεθανὸς ἢ ἄπατρις,
ἐμένα δὲν μὲ νοιάζει.
Ἐγώ,
ἔτσι ποὺ πέρασαν τὰ χρόνια,
ἔτσι ποὺ ᾔρθανε τὰ πράγματα,
Προφήτη τὸν ὁρίζω.
Γιατὶ Προφήτη τὸν χρειάζομαι,
ἔτσι ποὺ χάθηκαν τὰ χρόνια,
ἔτσι ποὺ στέκουνε τὰ πράγματα.