Κικὴ Δημουλᾶ - Ἐρήμην

Ποιητικὴ Συλλογή, Α´ ἔκδ. 1958, Β´ ἔκδ. Στιγμή, 1990



ΕΚΣΤΑΣΙΣ

Τὸ μικρό μου παιδὶ
σοβαρὴ ἀταξία ἔκανε πάλι.
Στὸ πεζούλι τοῦ σύμπαντος σκαρφάλωσε,
σκούντησε μὲ τὸ χέρι του
τὸ κρεμασμένο
στὸν τοῖχο τ᾿ οὐρανοῦ
κόκκινο πιάτο,
κι ἔχυσε ὅλο τὸ φῶς ἐπάνω του.
Ὁ Θεὸς ἀπόρησε
ποὺ εἶδε τὸν ἥλιο
ντυμένο ροῦχα παιδικὰ
νὰ κατεβαίνει τρέχοντας
τῆς φαντασίας μου τὴ σκάλα
καὶ νά ῾ρχεται σὲ μένα.
Κι ἐγὼ κάθομαι τώρα
καὶ μαλώνω αὐστηρὰ
τὸ μικρό μου παιδὶ
ἐνῶ κλέβω κρυφὰ
τὸν χυμένο ἐπάνω του ἥλιο.

 


ΕΝ ΠΤΩΧΕΥΣΕΙ

Εἶμαι σχεδὸν χωρὶς ἐπάγγελμα τώρα.

Νεότερη
κατασκεύαζα κυρίως διαμαρτυρίες.
Ἀλλὰ καὶ μεταχειρισμένες καταστάσεις
μάζευα
ποὺ μεταποιοῦσα εὔκολα
σὲ πρωτοτυπίες καὶ παραφορές.
Στρωμένη δουλειά.
Εὐποροῦσα.

Τώρα ἐπιδίδομαι στὸ ἄσκοπο.
Ἴσα – ἴσα τὰ πρὸς τὸ ζεῖν:
ἐπιβαίνω τοῦ ἀνέργου χρόνου μου
κι ἐκτελῶ μικρὰ δρομολόγια
γιὰ λίγη ἀναδρομὴ
στὰ εὔκρατα τῆς νεότητός μου
ἐπαγγέλματα.