(ἀπὸ τὰ Ποιήματα 1930-1960, B´, Κέδρος 1961)
Ὅ,τι ἔφυγε, ριζώνει ἐδῶ, στὴν ἴδια θέση, λυπημένο, ἀμίλητο ὅπως ἕνα μεγάλο βάζο τοῦ σπιτιοῦ, ποὺ πουλήθηκε κάποτε σὲ δύσκολες ὧρες, καὶ στὴ γωνιὰ τῆς κάμαρας, ἐκεῖ ποὺ στέκονταν τὸ βάζο, ἀπομένει τὸ κενὸ πυκνωμένο στὸ ἴδιο σχῆμα τοῦ βάζου, ἀμετάθετο, ν᾿ ἀστράφτει διάφανο στὴν ἀντηλιά, ὅταν ἀνοίγουν πότε-πότε τὰ παράθυρα, καὶ μέσα στὸ ἴδιο βάζο, πούχει ἀλλάξει τὴν οὐσία του μὲ ἴδια κ᾿ ἰσόποσην οὐσία ἀπ᾿ τὸ κρύσταλλο τοῦ ἄδειου, μένει καὶ πάλι τὸ ἴδιο ἐκεῖνο κούφωμα, λίγο πιὸ ὀδυνηρὰ ἠχητικὸ μονάχα. Πίσω ἀπ᾿ τὸ βάζο διακρίνεται τὸ χρῶμα τοῦ τοίχου πιὸ σκοτεινό, πιὸ βαθύ, πιὸ ὀνειροπόλο, σὰ νἄμεινε ἡ σκιὰ τοῦ βάζου σχεδιασμένη σὲ μία σαρκοφάγο - Καί, κάποτε, τὴ νύχτα, σὲ μίαν ὥρα σιωπηλή, ἢ καὶ τὴ μέρα, ἀνάμεσα στὶς ὁμιλίες, ἀκοῦς βαθιά σου κάποιον ἦχο ὀξύ, πικρὸ καὶ πολυκύμαντο σάμπως ἕνα ἀόρατο δάχτυλο νὰ ἔκρουσε κεῖνο τὸ ἀπόν, εὐαίσθητο, κρυστάλλινο δοχεῖο. |