Γιάννης Ρίτσος - Χρονολόγιο


1909 Πρωτομαγιά: Γεννιέται στὴ Μονεμβάσια τὸ τέταρτο καὶ τελευταῖο παιδὶ τοῦ ἐμπόρου Ἐλευθέριου Ρίτσου καὶ τῆς Ἐλευθερίας Βουζουναρᾶ. Τὰ προηγούμενα παιδιά τους: Νίνα, Μίμης, Λούλα.
1914 Ἐγγράφεται στὸ δημοτικὸ σχολεῖο Μονεμβάσιας, τὸ 1919 στὸ σχολαρχεῖο της καὶ τὸ 1921 στὸ γυμνάσιο Γυθείου. Πεθαίνουν, ἀπὸ φυματίωση, ὁ ἀδελφός του καὶ ἡ μητέρα του.
1924 Μὲ τὸ ψευδώνυμο «Ἰδανικὸ Ὅραμα» δημοσιεύει ποιήματα στὴ «Διάπλαση τῶν Παίδων», ποὺ διευθύνει ὁ Ξενόπουλος.
1925 Μὲ τὴν «ἀκριβὴ» ἀδελφή του Λούλα ἐγκαθίσταται στὴν Ἀθήνα. Οἰκονομικὴ καταστροφὴ τῆς οἰκογένειας. Δουλεύει σὰν δακτυλογράφος καὶ μετὰ σὰν ἀντιγραφέας στὴν Ἐθνικὴ Τράπεζα.
1926 Προσβάλλεται ἀπὸ φυματίωση. Πάει στὴ Μονεμβάσια, μένει σὲ πανδοχεῖο καὶ γράφει ποιήματα ποὺ ἀνήκουν στὶς συλλογὲς «Δάκρυα καὶ χαμόγελα» καὶ «Στὸ παλιό μας σπίτι» (ποὺ δὲν ἐκδόθηκαν). Ἐπιστρέφει στὴν Ἀθήνα. Ἐγγράφεται στὴ Νομική, ἀλλὰ δὲ φοιτᾶ, λόγω οἰκονομικῶν δυσκολιῶν. Ἐργάζεται ταυτόχρονα σὰν βοηθὸς βιβλιοθηκαρίου καὶ γραφέας τοῦ Δικηγορικοῦ Συλλόγου Ἀθήνας.
1927 Νοσηλεύεται στὸ σανατόριο Παπαδημητρίου καὶ μετά, γιὰ τρία χρόνια, στὴ «Σωτηρία», ὅπου γνωρίζεται μὲ φυματικοὺς μαρξιστὲς καὶ διανοούμενους. Δημοσιεύει ποιήματα στὸ «Φιλολογικὸ Παράρτημα» τῆς «Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας».
1930 Μεταφέρεται στὸ φθισιατρεῖο Καψαλώνας. Ἐπιστρέφει στὴν Ἀθήνα. Συνδέεται μὲ τοὺς «Πρωτοπόρους» της ΟΚΝΕ καὶ μὲ τὴν Ἐργατικὴ Λέσχη καὶ ἀναλαμβάνει τὸ καλλιτεχνικὸ τμῆμα της. Σκηνοθετεῖ, παίζει, ἀπαγγέλλει. Ἡ Λούλα τὸν βοηθᾶ, γιὰ λίγο, οἰκονομικά.
1933 Γιὰ βιοπορισμὸ παίζει στὸ «Θέατρο Κυψέλης» καὶ μετὰ μὲ τοὺς θιάσους Ριτσιάδη καὶ Μακέδου.
1934 Ἐκδίδει τὴν ποιητικὴ συλλογὴ «Τρακτέρ». Συνεργάζεται μὲ τὸ «Ριζοσπάστη», ὑπογράφοντας μὲ ἀντεστραμμένο τὸ ὄνομά του - Ι. Σοστὶρ - καὶ γίνεται μέλος τοῦ ΚΚΕ. Δουλεύει ὡς διορθωτὴς καὶ ἐπιμελητὴς τῶν ἐκδόσεων «Γκοβόστη».
Ὁ «Ἐπιτάφιος» τοῦ κόσμου
1936 9 Μαΐου γίνεται στὴ Θεσσαλονίκη ἡ μεγάλη, ματωμένη καπνεργατικὴ ἀπεργία.
10 Μαΐου, οἱ ἐφημερίδες δημοσιεύουν τὴ φωτογραφία τῆς μάνας ποὺ θρηνεῖ τὸ σκοτωμένο γιό της. Ὁ Ρίτσος σὲ τρεῖς μέρες γράφει τὰ πρῶτα 14 ᾄσματα τοῦ «Ἐπιταφίου».
12 Μαΐου ὁ «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει τρία, μὲ τίτλο «Μοιρολόι». Ἐκδίδεται ὁ «Ἐπιτάφιος» (10.000 ἀντίτυπα). Ἀργότερα, ἡ 4η Αὐγούστου κατάσχει τὰ ἐναπομείναντα 250 ἀντίτυπα καὶ τὰ καίει στοὺς Στύλους τοῦ Ὀλυμπίου Διός.
1937 Ἐκδίδεται «Τὸ τραγούδι τῆς ἀδελφῆς μου» καὶ ὁ Παλαμᾶς γράφει: «Παραμερίζουμε, ποιητή, γιὰ νὰ περάσεις».
1938 Κυκλοφορεῖ ἡ «Ἐαρινὴ Συμφωνία». Προσλαμβάνεται στὴ «Λυρικὴ Σκηνή» ὡς χορευτής.
1942 Προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του στὸ «Μορφωτικὸ Τμῆμα» τοῦ ΕΑΜ καὶ ὅπου ἀλλοῦ χρειαστεῖ, ἀκόμα καὶ κατάκοιτος ἀπὸ τὴν ἀρρώστια.
1943 Ἐκδίδεται ἡ «Παλιὰ μαζούρκα σὲ ρυθμὸ βροχῆς» μὲ τίτλο «Μακρινὴ ἐποχὴ ἐφηβείας» καὶ ἡ «Δοκιμασία», τὴ σύνθεση τῆς ὁποίας μὲ τίτλο «Παραμονὲς ἥλιου» ἀπαγορεύει ἡ γερμανικὴ λογοκρισία.
1944 Γράφει θεατρικὰ ἔργα καὶ τὸ πεζὸ «Στοὺς πρόποδες τῆς σιωπῆς», τὸ ὁποῖο καίγεται-μαζὶ μὲ ὅλο τὸ ἀρχεῖο του- στὰ Δεκεμβριανά, στὴ διάρκεια τῶν ὁποίων βρίσκεται συχνὰ γιὰ λογαριασμὸ τοῦ ΕΑΜ στὴν ἐλεύθερη Καισαριανή.
1945 Μὲ τὴν ὑποχώρηση πάει στὴ Λαμία. Στὰ Τρίκαλα καὶ στὸ Βόλο συναντᾶ τὸν Ἄρη. Στέλνεται στὴν Κοζάνη, στὸ «Λαϊκὸ Θέατρο Μακεδονίας» του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Στὸ δρόμο γράφει τὴν «Ἀθήνα στ᾿ ἄρματα», ποὺ παίζεται μὲ ἐπιτυχία καὶ ἀποτελεῖ τὴ βάση τοῦ τρίπρακτου «Πέρα ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τῶν κυπαρισσιῶν». Μετὰ τὴ Συμφωνία τῆς Βάρκιζας ἐπιστρέφει στὴν Ἀθήνα. Συνεργάζεται μὲ τὰ «Ἐλεύθερα Γράμματα». Συνεργάζεται μὲ τὸ καλλιτεχνικὸ τμῆμα τῆς ΕΠΟΝ καὶ παρακολουθεῖ τὴν ὁμάδα τῶν νέων λογοτεχνῶν.
«Ρωμιοσύνη»
1948 Ἐξορίζεται στὸ Κοντοπούλι Λήμνου.
1949 Μεταφέρεται στὸ Μακρονήσι. Γράφει, ἂν καὶ ἀπαγορεύεται. Συνεξόριστοί του (κυρίως ὁ Μάνος Κατράκης) κρύβουν τὰ ποιήματά του μέσα σε μπουκάλια καὶ τὰ θάβουν.
1950 Τὸν Αὔγουστο συλλαμβάνεται ἐκ νέου καὶ ξαναστέλνεται στὸ Μακρονήσι καὶ μετὰ στὸν Ἅη-Στράτη. Γράφει καὶ «φυγαδεύει» στὸ ἐξωτερικὸ τὸ περίφημο «Γράμμα στὸ Ζολιὸ Κιουρί».
1952 Μετὰ τὶς διεθνεῖς διαμαρτυρίες κορυφαίων διανοουμένων, ἀπολύεται, χωρὶς νὰ ὑπογράψει δήλωση. Ἐκλέγεται στὴ Διοικοῦσα Ἐπιτροπὴ τῆς ΕΔΑ καὶ συνεργάζεται μὲ τὴν «Αὐγή». Κυκλοφορεῖ «Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ γαρίφαλο».
1954 Παντρεύεται τὴ γιατρὸ Φαλίτσα Γεωργιάδου ἀπὸ τὸ Καρλόβασι τῆς Σάμου.
1956 «Ἡ σονάτα τοῦ σεληνόφωτος» (κρατικὸ βραβεῖο, κυκλοφορεῖ καὶ στὰ γαλλικά). Ταξιδεύει στὴν ΕΣΣΔ καὶ γράφει τὶς ἐντυπώσεις του στὴν «Αὐγή».
1957 Κυκλοφοροῦν: «Χρονικό», «Ἀποχαιρετισμός», «Μακρονησιώτικα» (ἐπανεκδίδονται ὡς «Πέτρινος Χρόνος»), «Οἱ γειτονιὲς τοῦ κόσμου» κ.ἄ. Διώκεται, μαζὶ μὲ τοὺς Αὐγέρη, Βρεττάκο - συνεργάτες ἐπίσης τῆς «Ἐπιθεώρησης Τέχνης» - γιὰ τὸ ἀφιέρωμά της στὴν Ὀχτωβριανὴ Ἐπανάσταση. Διαμαρτυρίες στὴ Γαλλία γιὰ τὴ δίωξη.
1960 Κυκλοφοροῦν «Τὸ παράθυρο», ἡ «Γέφυρα» καὶ σὲ δίσκο, μὲ μουσικὴ Θεοδωράκη, ὁ «Ἐπιτάφιος».
1963 Ἐκδίδονται: «12 ποιήματα γιὰ τὸν Καβάφη», «Μαρτυρίες», «Ποιήματα» τοῦ Ἀτίλα Γιόζεφ (μετάφραση Ρίτσου-Βρεττάκου). Ἡ λογοκρισία ἀπαγορεύει τὰ «Ποιήματά» του.
1964 Ἐκδίδονται τὰ «Ποιήματα» τοῦ Μαγιακόφσκι, ὁ τρίτος τόμος τῶν Ποιητικῶν «Ἁπάντων» του κ.ἄ.
1965 Ἐκδίδονται: «Φιλοκτήτης» κι ἡ ὑπέροχη μετάφραση τοῦ «Ἐγώ, ἡ μητέρα μου κι ὁ κόσμος» τῆς Ντόρα Γκαμπέ.
1966 «Ρωμιοσύνη», ἡ μετάφραση τοῦ «Δρόμου» τοῦ Ἔρεμπουρκ, «Μαρτυρίες» (δεύτερη σειρά), «Ὀρέστης», «Ἀνθολογία Τσέχων καὶ Σλοβάκων ποιητῶν» κ.ἄ. «Λιανοτράγουδα πικρῆς πατρίδας»
1967 21 Ἀπριλίου: συλλαμβάνεται. Μετὰ τὴν Ἀσφάλεια καὶ τὸν Ἱππόδρομο, ἐξορίζεται στὴ Γυάρο καὶ μετὰ στὸ Παρθένι Λέρου.
1968 Φρουρούμενος εἰσάγεται στὸ ἀντικαρκινικὸ «Ἅγιος Σάββας». Ἐπιστρέφει στὸ στρατόπεδο καὶ μετὰ σὲ κατ᾿ οἶκον περιορισμὸ στὴ Σάμο. Στέλνει κρυφὰ στὴ Γαλλία τὸ «Πέτρες Ἐπαναλήψεις Κιγκλίδωμα» (μεταφράζεται καὶ ἐκδίδεται) καὶ ἀργότερα τὰ «Δεκαοχτὼ λιανοτράγουδα τῆς πικρῆς πατρίδας» (τὸ μελοποιεῖ ὁ Θεοδωράκης καὶ τὸ παρουσιάζει ἀνὰ τὴν Εὐρώπη). Διεθνὴς ἀπαίτηση ἡ ἀπελευθέρωσή του.
1970 Αἴρεται ὁ κατ᾿ οἶκον περιορισμός. Γυρνᾶ στὴν Ἀθήνα. Προσκαλεῖται σὲ Διεθνὲς Συνέδριο Ποίησης στὸ Λονδίνο. Ἡ χούντα γιὰ νὰ τοῦ δώσει διαβατήριο, τοῦ ζητεῖ νὰ μὴν τὴν ἐπικρίνει στὸ ἑξῆς. Ὁ Ρίτσος ἀρνεῖται. Ἡ χούντα τὸν τιμωρεῖ γιὰ τὴν ἄρνησή του, μὲ σύλληψη καὶ κατ᾿ οἶκον περιορισμὸ στὴ Σάμο καὶ πάλι. Νέες διεθνεῖς διαμαρτυρίες. Ἐπιτρέπεται ἡ μετακίνησή του στὴν Ἑλλάδα. Ἀνακηρύσσεται μέλος τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Μάιντς τῆς Ὁμοσπονδιακῆς Γερμανίας. Πολλὰ ἔργα του μεταφράζονται καὶ ἐκδίδονται στὸ ἐξωτερικό.
1973 Κυκλοφοροῦν: «Δεκαοχτὼ λιανοτράγουδα τῆς πικρῆς πατρίδας», «Διάδρομος καὶ σκάλα», «Γκραγκάντα», «Σεπτήρια καὶ δαφνηφόρια» κ.ἄ.

Γιάννης Ρίτσος: Ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του


Γεννήθηκε στὴ Μονεμβασιά. Ὁ πατέρας του ἦταν κτηματίας, ἀλλὰ ἔχασε τὴν περιουσία του καὶ πολὺ νωρὶς ὁ ποιητὴς δυστύχησε οἰκονομικᾶ. Γιὰ νὰ ζήσει ἔγινε χορευτὴς σὲ ἐπιθεωρησιακὸ μπαλέτο (1930) ἀφοῦ φοίτησε στὴ σχολὴ Μοριάνοφ.

Γρήγορα τὸ ἐνδιαφέρον του στράφηκε στὴν ποίηση καὶ στὰ μεγάλα κοινωνικοπολιτικὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς του. Οἱ νέες ἰδέες του ἦσαν μαρξιστικές. Αὐτὲς οἱ ἰδέες στάθηκαν ἀφορμὴ γιὰ περιπέτειες. Φυλακίστηκε, ἐξορίστηκε καὶ ἐκτοπίστηκε πολλὲς φορές. Τόποι ἐξορίας τοῦ ὑπῆρξαν ἡ Μακρόνησος καὶ ὁ Ἅγιος Εὐστράτιος παλιά, ἡ Γυάρος, ἡ Λέρος καὶ ἡ Σύρος στὴν ἑπταετία τῆς χούντας. Ἡ ζωὴ τοῦ ποιητῆ ὑπῆρξε ταραγμένη καὶ περιπετειώδης. Χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀσθένειες καὶ πολιτικὲς διώξεις. Σίγουρα ὅλη αὐτὴ ἡ ἔνταση, ἐπηρέασε τὴν ποίησή του.

Ὁ Ρίτσος ἀσχολήθηκε ἐρασιτεχνικὰ μὲ τὴ ζωγραφικὴ καὶ τὴ μουσική. Τιμήθηκε μὲ τὸ πρῶτο κρατικὸ βραβεῖο ποίησης τὸ 1956, ἀνακηρύχτηκε ἐπίτιμος διδάκτορας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. τὸ 1975 καὶ τοῦ πανεπιστημίου Ἀθηνῶν τὸ 1987.

Διακρίθηκε ὅμως καὶ μὲ πολλὰ ξένα βραβεῖα. «Μέγα διεθνὲς βραβεῖο ποίησης» (Βέλγιο, 1972), διεθνὲς βραβεῖο «Γκεόργκι Δημητρώφ». (Βουλγαρία, 1975), μέγα βραβεῖο ποίησης «Ἀλφρὲ ντὲ Βινύ» (Γαλλία, 1975), διεθνὲς βραβεῖο «Αἴτνα-Ταορμίνα» (Ἰταλία, 1976), «βραβεῖο Λένιν» (ΕΣΣΔ, 1977), διεθνὲς βραβεῖο «Μποντέλο» (1978).

Τὸ ἔργο του

Τεράστιό σε ποσότητα καὶ πολὺ σημαντικό σε ποιότητα εἶναι τὸ ἔργο τὸν μεγάλου μας ποιητὴ Γιάννη Ρίτσου. Θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς καλύτερους ἐκπροσώπους τῆς νεότερης ἑλληνικῆς ποίησης. Ὁ ἴδιος ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς εἶχε ἀναγνωρίσει τὴν ἀξία του. «Νὰ παραμερίσουμε ποιητὴ γιὰ νὰ περάσεις», ἔγραψε σὲ ἕνα ποίημά του γιὰ τὸν Ρίτσο.

Ἔργα: «Τρακτέρ» (1934), «Πυραμίδες» (1935), «Ἐπιτάφιος» (1936), «Τὸ τραγούδι τῆς ἀδελφῆς μου» (1937), «Ἐαρινὴ συμφωνία» (1938), «Ἡ Ρωμιοσύνη» (1945), «Γειτονιὲς τὸν κόσμου» (1949), «Σονάτα τὸν Σεληνόφωτος» (1956), «Ἡ ἀρχιτεκτονικὴ τῶν δεύτερων» (1958), «Οἱ γερόντισσες καὶ ἡ θάλασσα» (1959), «Κάτω ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τὸν βουνοῦ» (1962), «Μαρτυρίες Ἅ» (1963), «Φιλοκτήτης» (1965), «Ὀρέστης» (1966), «Μαρτυρίες Β» (1966), Ὄστραβα» (1967), «Πέτρες, ἐπαναλήψεις, κιγκλιδώματα» (1972), «Ἡ ἐπιστροφὴ τῆς Ἰφιγένειας» (1972), «Ἰσμήνη» (1972), «Δεκαοχτῶ λιανοτράγουδα τῆς πικρῆς πατρίδας» (1973), «Γκρογκάντα» (1973), «Καπνισμένο τσουκάλι» (1974), «Ὁ τοῖχος μέσα στὸν καθρέφτη», «Τὸ ρόπτρο», «Γραφὴ Τυφλοῦ», «Τὰ ἐρωτικά», «Ἀνταποκρίσεις» (1987).

Μεταφράσεις του: «Ἀνθολογία Ρουμάνικης ποίησης», Ἀττίλα Γιοσέφ: «Ποιήματα», Ντόρας Γκαμπέ: «Ἐγώ, ἡ μητέρα μου καὶ ὁ κόσμος», Ἰλία Ἔρεμπουργκ: «Τὸ δέντρο», Μαγιακόφσκι: «Ποιήματα», Ναζὶμ Χικμὲτ «Ποιήματα», Ν. Γκιλιέν: «Ὁ μεγάλος ζωολογικὸς κῆπος», Χὸ τσὶ Μίνχ: «Ἡμερολόγιο τῆς φυλακῆς»

Κοριτσάκι μου,
μὲς στὸ βουβὸ πηγάδι τοῦ φεγγαριοῦ
σοῦ ‘πέσε ἀπόψε τὸ πρῶτο δαχτυλίδι σου.

Δὲν πειράζει.

Ἀργότερα θὰ φτιάξεις ἄλλο
νὰ παντρευτεῖς τὸν κόσμο μὲς στὸν ἥλιο.

Γιατὶ δὲν εἶναι κοριτσάκι
νὰ μάθεις μόνο ἐκεῖνο ποὺ εἶσαι,
ἐκεῖνο ποὺ ἔχεις γίνει,
εἶναι νὰ γίνεις
ὅ,τι ζητάει
ἡ εὐτυχία τοῦ κόσμου.

Ἄλλη χαρὰ
δὲν εἶναι πιὸ μεγάλη
ἀπ᾿ τὴ χαρὰ ποὺ δίνεις
Νὰ τὸ θυμᾶσαι κοριτσάκι.


Γ. Ρίτσος - γιὰ τὴν κόρη του...

Κοριτσάκι μου,
θέλω νὰ σοῦ φέρω τὰ φαναράκια τῶν κρίνων
νὰ σοῦ φέγγουν τὸν ὕπνο σου.

Θέλω νὰ σοῦ φέρω ἕνα περιβολάκι
ζωγραφισμένο μὲ λουλουδόσκονη
πάνω στὸ φτερὸ μιᾶς πεταλούδας
νὰ σεργιανάει τὸ γαλανὸ ὄνειρό σου.

Θέλω νὰ σοῦ φέρω
ἕνα σταυρουλάκι αὐγινὸ φῶς
δυὸ ἀχτίνες σταυρωτὲς ἀπὸ τοὺς στίχους μου
νὰ σοῦ ξορκίζουν τὸ κακὸ
νὰ σοῦ φωτᾶνε μὴ σκοντάψεις

Γ. Ρίτσος - γιὰ τὴν κόρη του...


Γιάννης Ρίτσος - «Ποιητές»

Στὸν Κώστα ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

Ὤ, δὲ χωρεῖ καμία ἀμφισβήτηση, ποιητὲς
εἴμαστ᾿ ἐμεῖς μὲ κυματίζουσα τὴν κόμη
-- ἔμβλημ᾿ ἀρχαῖο καλλιτεχνῶν -- καὶ χτυπητὲς
μάθαμε φράσεις ν᾿ ἀραδιάζουμε κι ἀκόμη

μιὰ εὐαισθησία μας συνοδεύει ὑστερική,
ποὺ μᾶς πικραίνει ἕνα χλωμό, σβησμένο φύλλο,
μακριὰ ἕνα σύννεφο μαβί. Χιμαιρικὴ
τὴ ζωή μας λέμε καὶ δὲν ἔχουμ᾿ ἕνα φίλο.

Μένουμε πάντα σιωπηλοὶ καὶ μοναχοί,
ὅμως περήφανα στὰ βάθη μας κρατοῦμε
τὸ μυστικό μας θησαυρό, κι ὅταν ἠχεῖ
ἡ βραδινὴ καμπάνα ἂνἥσυχα σκιρτοῦμε.

Θεωροῦμε ἀνίδεους, ἀνάξιους κι εὐτελεῖς
γύρω μας ὅλους, κι ἀπαξιοῦμε μιὰ ματιά μας
σ᾿ αὐτοὺς νὰ ρίξουμε, κι ἡ νέα ξανὰ σελὶς
τὸ θρῆνο δέχεται τοῦ ἀνούσιου ἔρωτά μας.

Ἀναμασᾶμε κάθε μέρα τὰ παλιὰ
χιλιοειπωμένα αἰσθήματά μας· ἐξηγοῦμε
τὸ τάλαντό μας: «κελαηδοῦμε σὰν πουλιά»·
τὴν ἀσχολία μας τόσ᾿ ὡραῖα δικαιολογοῦμε.

Γιὰ μᾶς ὁ κόσμος ὅλος μόνο εἴμαστ᾿ ἐμεῖς,
καὶ τυλιγόμαστε, μανδύα μας, ἕνα τοῖχο.
Μ᾿ ἔπαρση ἐκφράζουμε τὰ πάθη τῆς στιγμῆς
σ᾿ ἕναν -- μὲ δίχως χασμωδίες -- μουσικὸ στίχο.

Γύρω μας κι ἄλλοι κι ἂν πονοῦν κι ἂν δυστυχοῦν,
κι ἂν τοὺς λυγίζει, ἂν τοὺς φλογίζει ἡ ἀδικία -
ὤ, τέτοια θέματα πεζὰ ν᾿ ἀνησυχοῦν
τοὺς ἀστρικούς μας στοχασμούς, εἶναι βλακεία.