Καρλόβασι, 28/7/87
Ἤρθαν οἱ πρῶτες βροχές. Ἄλογα μουσκεμένα
Στέκονται κάτω ἀπ᾿ τὰ δέντρα μὲ μισόκλειστα μάτια
Κάνοντας πὼς μασᾶνε λίγο ξερὸ χορτάρι
Μέσα στὴ φθινοπωρινή τους ἄνοια. Ἡ Μαρία
Θά ῾θελε νὰ χτενίσει μὲ τὴ χτένα της τὴ βρεγμένη τους χαίτη. Ἀλλὰ
Οἱ τελευταῖοι παραθεριστὲς ἔφευγαν κιόλας. Μιὰ κότα
Λίγο πιὸ κεῖ κακάριζε ἀνάρμοστα. Κι ἦταν μιὰ λύπη
Νὰ βλέπεις πλῆθος τὰ σπουργίτια πεινασμένα νὰ χαμοπετᾶνε
Στὰ τρυγημένα ἀμπέλια, νὰ βλέπεις καὶ τὰ σύννεφα
Ν᾿ ἀλλάζουν, νὰ σκίζονται, νὰ τρέχουν παρ᾿ ὅτι
Καρφωμένα ἐδῶ κι ἐκεῖ μὲ μαῦρες πρόκες ἀπὸ κοράκια.
Ἔτσι, μέσα σὲ λίγες ὧρες, γέρασε ἡ Μαρία.
|