-Στὸν φίλο μου Κώστα Γκοβόστη
Ἀδέλφι
ἐδῶ βαθειά μου ἀνθίζει
ἕνας κῆπος γιὰ σένα.
Καθὼς ἔπεφτε ἡ βροχὴ
καὶ δὲν ἦταν ἕνα πράσινο φύλλο
γιὰ νὰ μὲ μάθει πῶς χαμογελοῦνε
ἐσὺ χτύπησες τὸ τζάμι μου
καὶ μοὔβαλες κρυφὰ καὶ σιωπηλὰ
στὴν ἔρημη παλάμη
τοὺς σπόρους τῆς ἀγάπης.
Εἶναι δικός σου ὁ κῆπος μου.
Πόσο κρύωνα τότε!
Σὰ χελιδόνι
μουσκεμένο ἀπ᾿ τὴ βροχή,
ποὺ δὲν πρόφτασε νὰ φύγει
κρυμμένο κάτω ἀπ᾿ τὴ γαλάζια ὀμπρέλλα
τῆς Ἄνοιξης,
δίπλωνα τὰ φτερά μου
καὶ σώπαινα.
Ὦ, μήτε τὸ τραγούδι
δὲ μποροῦσε νὰ ντύσει
τὴ γύμνια μου.
Ἄναψες τὴ λάμπα
μὲ τὸ τριανταφυλλὶ ἀμπαζοὺρ
καὶ μὲ τάϊσες τρυφερὰ
μέσα στὴ φούχτα σου.
Τὸ φῶς ἐμύριζε λουλούδια
καὶ νοτισμένη χλόη ἀγροῦ.
Τὰ φοβισμένα μάτια μου
πίναν τὸν οὐρανὸ
μέσα στὰ μάτια σου.
Μ᾿ ἔμαθες νὰ χαμογελῶ.
Μὲ τὸ χαμόγελό μας
φέραμε πάλι τὴν Ἄνοιξη
κι᾿ ἀπ᾿ τὰ χρυσὰ μαλλιά της
πλέκουμε δαχτυλίδια
γιὰ τὰ λεπτά μας δάχτυλα.
Ἀθῶοι, ἀθῶοι σὰν παιδιὰ
παίζουμε μὲ τὰ κρόσια τοῦ φωτός.
Ὁδεύουμε
κάτω ἀπ᾿ τὸ λυκαυγὲς
τῶν ματιῶν μας
κρατώντας φιλικὰ
ὁ ἕνας τοῦ ἀλλου τὴν παλάμη.
Ἀνάμεσα
στὰ σφιγμένα μας χέρια
ἀκοῦμε νὰ κελαϊδάει
ζεστὸ πουλάκι
ὁ παλμὸς ὅλου τοῦ κόσμου.
Οἱ σταγόνες τῆς βροχῆς
ποὺ μούσκεψαν τὰ μαλλιὰ
καὶ τοὺς ὤμους μου
ἀνάβουν μὲς τὴ ζέστα τῆς ἀγάπης
καθὼς ἀνάβουν ἕνα-ἕνα τ᾿ ἄστρα
στὸ βραδυνὸ οὐρανὸ τοῦ θέρους.
Ἀκούω τὴν ἀκτινοβολία
τῆς φωνῆς μου
μέσα στὸ βλέμμα σου.
Γι᾿ αὐτὸ τραγουδῶ.
Ἡ ὀμορφιά μου ποὺ ἔδυε
ἄγονη, ἐρημική, φυλακισμένη
στὸ ῥόδινο ἴσκιο τοῦ Ναρκίσσου,
κυττάχθηκε μὲς τὴν καρδιά σου
κ᾿ ἔλαμψε φῶς, τραγούδι κ᾿ αἷμα.
Ντυμένος τὴν ἀγάπη σου
ἀγάπησα τὴν πλάση.
Τὶς νύχτες
πάνω στὸ σοβαρό σου μέτωπο
κυττάζω νὰ περνοῦνε
τ᾿ ἀστέρια, οἱ πολιτεῖες, οἱ ἄνθρωποι
κ᾿ οἱ θεοί.
Κουρντίζω τότε μαγεμένος
τὴν κουρασμένη μου ἅρπα
καὶ τραγουδῶ γιὰ σένα
καὶ γιὰ τὰ πλήθη ποὺ περνοῦνε
στὸ σοβαρό σου μέτωπο.
Τὰ ματωμένα δάχτυλά μου ἀνθίζουν
στὶς χόρδες τῆς ἀκοῆς σου
σὰ φωτεινὰ κυανὰ λουλούδια
στὶς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου.
Μαζὺ ἀκκουμπᾶμε
στὸ μικρὸ ξύλινο τραπέζι
μὲ τ᾿ ἀνοιχτὰ βιβλία.
|