ΑΝΕΒΗΚΑΜΕ στὰ φτερὰ τῶν χελιδονιῶν γιὰ νὰ κόψουμε λουλούδια ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Δὲν ἔχει ὁ ἀγέρας τοῦ καλοκαιριοῦ κανένα μυστικὸ γιὰ μᾶς ποὺ περπατᾶμε ξυπόλυτοι στὰ χόρτα καὶ μιλᾶμε στὰ τζιτζίκια τὴ γλώσσα τοῦ ἥλιου.
Ἡ φωτιὰ κάηκε ὁλόκληρη καὶ γίνηκε πάλι φωτιά.
Φτιάχνουμε λουλουδένια δαχτυλίδια κι ἀρραβωνιαζόμαστε μὲ τὰ δέντρα, μὲ τὸν ἀέρα, μὲ τὴν πρώτη σιωπή.
Κάθε λιθάρι μᾶς ξέρει ὅπως ἐμεῖς ξέρουμε κάθε ἀστέρι ποὺ κοιμᾶται στὸ νερό.
Τὰ βράδια οἱ ἀκακίες περνοῦν ἀπέξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρά μας, πηδᾶνε τὸ ἀνοιχτὸ περβάζι μας κι ἀφήνουν στὸ ποτήρι ἕνα κλωνάκι ὁλάνθιστο.
Φέραμε πάλι στὸ μεγάλο πράσινο χωράφι τὸν εὔθυμο θεὸ τῶν ἀμπελιῶν, ποὺ ἀπ᾿ τὰ γένια του στάζουν οἱ μοῦστοι, ποὺ τὰ πόδια του μοιάζουν μὲ τοῦ τράγου κι ὅμως τὸ βλέμμα του εἶναι μαλακὸ καὶ τρυφερὸ σὰν τοῦ Χριστοῦ.
Χτὲς καὶ προχτές, ὅλη νύχτα, πασκίζαμε νὰ μετρήσουμε τ᾿ ἄστρα.
Καὶ τ᾿ ἄστρα εἶναι τόσα, ὅση κι ἡ καρδιά μας, κι ἡ καρδιά μας εἶναι πιὸ πολὺ ἀπ᾿ τ᾿ ἄστρα.
Χτὲς βράδυ δὲν κοιμήθηκαν καθόλου τὰ παιδιά. Εἴχανε κλείσει ἕνα σωρὸ τζιτζίκια στὸ κουτὶ τῶν μολυβιῶν, καὶ τὰ τζιτζίκια τραγουδοῦσαν κάτου ἀπ᾿ τὸ προσκεφάλι τους ἕνα τραγούδι ποὺ τὸ ξέραν τὰ παιδιὰ ἀπὸ πάντα καὶ τὸ ξεχνοῦσαν μὲ τὸν ἥλιο.
Χρυσὰ βατράχια κάθονταν στὶς ἄκρες τῶν ποδιῶν χωρὶς νὰ βλέπουν στὰ νερὰ τὴ σκιά τους, κι ἤτανε σὰν ἀγάλματα μικρὰ τῆς ἐρημιᾶς καὶ τῆς γαλήνης.
Τότε τὸ φεγγάρι σκόνταψε στὶς ἰτιὲς κι ἔπεσε στὸ πυκνὸ χορτάρι. Μεγάλο σούσουρο ἔγινε στὰ φύλλα.
Τρέξανε τὰ παιδιά, πῆραν στὰ παχουλά τους χέρια τὸ φεγγάρι κι ὅλη τὴ νύχτα παίζανε στὸν κάμπο.
Τώρα τὰ χέρια τους εἶναι χρυσά, τὰ πόδια τους χρυσά, κι ὅπου πατοῦν ἀφήνουνε κάτι μικρὰ φεγγάρια στὸ νοτισμένο χῶμα.
Μά, εὐτυχῶς, οἱ μεγάλοι δὲν ξέρουν πολλά, δὲν καλοβλέπουν. Μονάχα οἱ μάνες κάτι ὑποψιάστηκαν.
Γι᾿ αὐτὸ τὰ παιδιὰ κρύβουνε τὰ χρυσωμένα χέρια τους στὶς ἄδειες τσέπες, μὴν τὰ μαλώσει ἡ μάνα τους ποὺ ὅλη τὴ νύχτα παίζανε κρυφὰ μὲ τὸ φεγγάρι.
Κανένας δὲν ξέρει τίποτα γιὰ μᾶς ὅταν μιλᾶμε σιγὰ στ᾿ αὐτὶ μιᾶς πεταλούδας.
Κανένας δὲν θυμᾶται πὼς μίλησε μὲ τὴν αὐγὴ τότε ποὺ τὰ λουλούδια ξέραν τὴ φωνή του καὶ τὰ πουλιὰ κρατούσανε σημαῖες καὶ σάλπιγγες καὶ πέρναγαν σὰν μολυβένια στρατιωτάκια στὸ δρόμο τῆς πρωινῆς ἀχτίνας.
Ἐμεῖς κάτι θυμόμαστε ὅταν ἀνοίγει τὰ παράθυρα ἡ ἄνοιξη καὶ τινάζει τὰ σεντόνια τοῦ ὕπνου μὲς στὸ φῶς.
Φαίνεται κάπου ἡ θάλασσα.
Ἔρχεται κι ὁ κάμπος ὅμοιος μὲ πράσινη χελώνα ποὺ ξυπνάει.
Ὕστερα ὁ κάμπος γίνεται ὅμοιος μὲ τὸν κάμπο, κι ἐμεῖς παιδιὰ ποὺ παίζουνε στὸν κάμπο.
Φέρε τὸ ξύλινο ἀλογάκι μὲ τὴν κόκκινη σέλα, νὰ κυνηγήσουμε τοὺς ἴσκιους τῶν νερῶν προτοῦ μᾶς προφτάσει τὸ βράδυ μὲ τὰ μεγάλα παραμύθια τῆς χειμωνιάτικης φωτιᾶς.
Δὲν πάει καιρὸς ποὺ ὁ ἥλιος κρεμοῦσε χρυσὰ κρόσσια στὶς πόρτες τοῦ δάσους.
Οἱ θάμνοι γδύνονταν τὴν πράσινη σοδιά τους καὶ λούζονταν κρυφὰ στὸ ποτάμι.
Τὰ μεσημέρια ποὺ κοιμόνταν οἱ μεγάλοι, τὰ παιδιὰ φεῦγαν ἀπ᾿ τὰ σπίτια, κυλιόντουσαν στὰ χόρτα, δαγκώνανε τὰ φύλλα τῆς ἀλυγαριᾶς κι ἀγκάλιαζαν τὰ δέντρα.
Ὅλο τὸ δάσος μύριζε γυμνὴ γυναίκα.
Μεγάλες πεταλοῦδες μαρτυρούσανε τὰ μυστικὰ τῆς ἄνοιξης κι οἱ σαῦρες μὲ τὰ σμαραγδένια μάτια ὁλάνοιχτα κρυφάκουγαν περίεργες πίσω ἀπ᾿ τὶς πέτρες.
Ἐμεῖς δὲν βλέπαμε τὸ φράχτη.
Παρακαλέσαμε ὕστερα τὶς κάργιες νὰ μὴν ποῦν τίποτα τῆς μάνας μας γιὰ ὅτι γίνηκε πίσω ἀπ᾿ τὰ δέντρα ποὺ στάζαν ρετσίνι.
ΕΙΧΑΜΕ φτιάξει ἕνα ἁμάξι μὲ καρυδότσουφλο. Μιὰ κουβαρίστρα βάλαμε γιὰ ρόδες. Ζέψαμε δυὸ μυρμήγκια καὶ φορτώσαμε τριφύλλι... σὲ κανέναν μὴν πεῖς ποῦ πηγαίνουμε.
Ὁ ἀντίλαλος τοῦ πηγαδιοῦ ἀκούει κι οἱ σπηλιὲς ξαναλὲν τὴ φωνή μας.
Ὁ ἥλιος καίει τὶς πέτρες κι ἀχνίζουν κάποιοι καπνοδόχοι ἀθώρητοι στὶς ἄσπρες πολιτεῖες τῶν χαμομηλιῶν.
Οἱ σουσουράδες πήρανε τὰ ψάθινα καπέλα μας καὶ τὰ φορέσαν.
Τώρα καθισμένες ἀπάνου στὸ ψηλὸ μπαλκόνι τῆς μουριᾶς μᾶς κοροϊδεύουν. Κι ἐμεῖς κοροϊδεύουμε τὶς σουσουράδες.
Μπαίνουμε στὴ μεγάλη ἀσβεστωμένη μάντρα ποὺ ᾿ναι γιομάτη ἀγριόχορτα καὶ ξύλινους σταυρούς, καὶ ψάχνουμε ἂν βροῦμε ἄγριες βιολέτες νὰ πλέξουμε στεφάνια γιὰ τὰ μαλλιὰ τῶν κοριτσιῶν.
Ὁ δρόμος ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα εἶναι ἴσιος κι οἱ ἀγωγιάτες τραγουδᾶνε τὸ τραγούδι τοῦ τρύγου μὲς στὸ μεσημεριάτικο λιοπύρι.
Σὰν τὴν καρδιὰ μικροῦ χελιδονιοῦ ποὺ τρέμει στὴν παλάμη τῆς αὐγῆς γίνηκε ἡ μνήμη σου μόλις βγῆκε τὸ πρῶτο πράσινο φύλλο.
Θυμᾶμαι ποὺ καθόσουν καὶ κοιτοῦσες μέσα στὰ στρογγυλὰ μεγάλα μάτια τῶν ἥμερων βοδιῶν, τὶς μικρογραφίες τῶν ἀγροτικῶν εἰκόνων: τὴ σμαραγδένια λεκάνη τοῦ κάμπου, τὴ μικρὴ ἐκκλησίτσα μὲ τὰ κυπαρίσσια, τὴν ἄσπρη καμπύλη τῶν περιστεριῶν πάνου ἀπ᾿ τὸ δάσος, τὶς θερίστρες μὲ τὰ δεμάτια τῶν σταχυῶν καὶ μὲ τὰ κίτρινα μαντίλια.
Δὲν ἤξερες τὴν ἀρχιτεκτονικὴ τῶν τριαντάφυλλων, μήτε τὸν τρόπο ποὺ περπατᾶνε τὰ πουλιὰ στὸν ἀέρα.
Καλημέριζες τὰ τριαντάφυλλα καὶ τὰ πουλιά, ὅπως καλημέριζες καὶ τὰ κορίτσια.
Ἄνοιγαν τότε μικρὰ παράθυρα ποὺ σκύβαν στὰ περβάζια οἱ μαργαρίτες νὰ χαιρετήσουν τὴν αὐγὴ ποὺ πέρναγε στὸ δρόμο χωρὶς φορτίο σκιᾶς καὶ θύμησης.
Ἀργότερα ἔμαθες νὰ χαιρετᾶς μονάχα τοὺς ἀνθρώπους βγάζοντας τὸ καπέλο, κι ἔλεγες μόνο τὰ λουλούδια «εὐχαριστῶ» κάθε φορὰ ποὺ δὲν σ᾿ ἄκουγε κανένας.
Ὕστερα βιάστηκες πολὺ νὰ μεγαλώσεις, νὰ φορέσεις μακριὰ παντελόνια, νὰ μάθεις γράμματα, γιὰ νὰ πάψεις νὰ λὲς «εὐχαριστῶ», νὰ χτίσεις ἕνα τριαντάφυλλο ὅπου κοιμᾶται μιὰ λυπημένη ἀχτίνα στὴν ἄδεια κάμαρα τῆς εὐωδιᾶς.
Τώρα ζητᾶς νὰ ξαναπεῖς μὲ τὰ ἴδια χείλη ἐκεῖνο τὸ ἴδιο «εὐχαριστῶ» ποὺ τόσα χρόνια ζήταγες νὰ ξεχάσεις.
Κοιμηθήκαμε τὴν ὥρα ποὺ δὲ νυστάζαμε. Φάγαμε τὴν ὥρα ποὺ δὲν πεινούσαμε.
Μετρούσαμε τὶς ὧρες μας μὲ τὸ ρολογάκι τοῦ χεριοῦ ποὺ μᾶς χαρίσαν στὴ γιορτή μας, ξεχνώντας τὸ ρολόι τοῦ κήπου ποὺ ᾿δειχνε καλοκαίρι.
Τώρα θέλουμε νὰ βάλουμε μαζὶ τὸ ρολογάκι τοῦ χεριοῦ μὲ τὸ σφυγμὸ μᾶς, κοιτάζοντας τὴν ὥρα ποὺ δείχνουν οἱ ὡροδεῖχτες τῶν σκιῶν πάνου στὴ χρυσοπράσινη πλάκα τῆς χλόης.
Ἔχουμε ἀκόμη καιρὸ νὰ κόψουμε παπαροῦνες γιὰ νὰ μὴ γεράσουν τὰ χέρια μας μέσα στὰ μοναστήρια τῶν βιβλίων.
ΤΗ ΝΥΧΤΑ οἱ μυγδαλιὲς μὲ τ᾿ ἄσπρα τους φορέματα περάσαν κάτου ἀπ᾿ τὰ παράθυρα μᾶς ἀργὲς καὶ λυπημένες, ὅμοιες μὲ κεῖνα τὰ χλωμὰ κορίτσια τοῦ ὀρφανοτροφείου ὅταν γυρίζουν ἀπὸ μιὰ μικρὴ ἐκδρομή, τὴν Κυριακή, πιασμένες δυὸ-δυὸ ἀπ᾿ τὸ χέρι, χωρὶς νὰ μιλᾶνε, χωρὶς νὰ βλέπουν τ᾿ ἄστρα ποὺ φυτρώνουν ἕνα ἕνα μὲς στὸν ἴσκιο, μακρινὰ κι εὐτυχισμένα.
Αὔριο θὰ στείλουμε τὶς μυγδαλιὲς περίπατο στὸ ἀκροθαλάσσι νὰ πλύνουνε τὰ πρόσωπά τους ἀπ᾿ τὴ σκόνη τῆς λύπης μας.
Καὶ τὸ βράδυ ποὺ θὰ γυρίσουν χαρούμενες, θὰ μᾶς φέρουν τὰ πρῶτα μας λόγια πλυμένα στὴ θάλασσα, κι ἐμεῖς θὰ κλαῖμε στὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο ἀπ᾿ τὴ χαρά μας ποὺ μποροῦμε νὰ κλαῖμε.
ΑΠΟΨΕ κοιμηθήκαμε στὴν ποδιὰ τῆς Ἄνοιξης, ἀκουμπώντας τὸ κεφάλι στὴν καρδιά της.
Ἀκούγαμε στὸν ὕπνο μᾶς τὶς ἀνάσες τῶν πουλιῶν καὶ τὴν καρδιά μας.
Τὸ πρωὶ ποὺ ξυπνήσαμε, εἴδαμε τὸν οὐρανὸ νὰ περπατάει στὴν κάμαρά μας σὰ γαλανὸ πουλὶ μὲ χρυσὰ μάτια ποὺ τσίμπαγε τὰ ψίχουλα τῶν σκιῶν ποὺ ῾χαν μείνει ἀπὸ χτὲς βράδυ στὸ πάτωμα.
Μιὰ στιγμή, νὰ νιφτοῦμε, καὶ φτάσαμε.
ΧΡΙΣΤΕ μου, γιατί φόρεσες αὐτὸ τὸ πένθιμο μακρὺ φουστάνι κι αὐτὰ τ᾿ ἀγκάθια στὸ κεφάλι σου; Χαθῆκαν τὰ λουλούδια;
Ἢ τάχατε, ἂν φοροῦσες παπαροῦνες πάνου στ᾿ ἀχτένιστα μαλλιὰ δὲ θὰ σ᾿ ἀνοίγανε τὴν πόρτα τ᾿ οὐρανοῦ;
Μὴ χαμογελᾶς ποὺ ῾χω κι ἐγὼ δεμένο τὸ κεφάλι.
Εἶναι ποὺ γλίστρησα προχτὲς μέσα στὰ βάτα κυνηγώντας πεταλοῦδες.
Ἔλα νὰ πιαστοῦμε ἀπ᾿ τὸ χέρι σὰν παιδιὰ καὶ νὰ πᾶμε στοὺς ἀγροὺς νὰ σὲ μάθω φλογέρα.
Δὲν ταιριάζουν στὸ νέο πρόσωπό σου οἱ ρυτίδες τῆς μητέρας ὅταν ἀνοίγει μιὰ στιγμὴ τὴ δουλειὰ καὶ κοιτάζει ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸ νέο φεγγάρι.
Πᾶμε νὰ σοῦ κόψω τὰ λυπημένα μαλλιά σου μὲ τὸ ἴδιο μεγάλο ψαλίδι ποὺ κουρεύουν τὰ πρόβατα.
Καί, νὰ δεῖς, ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ἀγαπήσει, θὰ μᾶς βάλει νὰ κάτσουμε στὰ πόδια του καὶ θὰ χαμογελάσει γλυκὰ καθὼς ἐμεῖς θὰ στολίζουμε τὰ μακριὰ μουστάκια του μὲ μαργαρίτες.
Κι ὅταν βραδιάσει θὰ ζέψουμε τὸ μικρό του τ᾿ ἁμάξι ποὺ τὸ σέρνουν οἱ γρύλλοι καὶ θὰ περάσουμε στὴ μέση τοῦ παράδεισου ἐνῶ οἱ ἄγγελοι θ᾿ ἀνάβουν τ᾿ ἀστέρια γιὰ νὰ φωτίζουν τὰ παιδάκια ποὺ μείνανε κάπου στὸν κάμπο.
ΣΗΜΕΡΑ μιὰ μικρὴ κοπέλα, μὲ θαλασσιὰ κορδέλα στὰ μαλλιά, στάθηκε στὴν κορφὴ τῆς λεύκας καὶ κελαϊδάει.
Ἀπ᾿ τὸ τραγούδι της πετοῦν μικρὰ πουλιὰ ποὺ γεμίζουν τὶς αὐλὲς καὶ τὶς στέγες.
Τὰ πουλιὰ κάθουνται στοὺς ὤμους τῶν παιδιῶν.
Οἱ ἄνθρωποι μπλέκονται στὰ δίχτυα τῶν ἀχτίνων καὶ τρεκλίζουν σὰν πρωτόβγαλτα πουλιά.
Τὰ τριαντάφυλλα τρελάθηκαν καὶ κάνουν τοῦμπες μέσα στὸ νερό.
Θέ μου, τὸ μεθυσμένο φῶς θὰ σπάσει τὰ τζάμια, θὰ πλημμυρίσει τὶς κάμαρες καὶ δὲ θ᾿ ἀφήσει μήτε ἕναν ἴσκιο γιὰ νὰ σκεπάσει ἡ μάνα μου τὰ μάτια της.
Τότε θὰ τινάξει στὸν ἀέρα τὸ μαντήλι της καὶ θὰ χορέψει κεῖνο τὸ νησιώτικο χορὸ ποὺ χόρευε στὰ νιάτα της μαζὶ μὲ τὸν πατέρα – ἕνα χορὸ ποὺ μυρίζει θάλασσα καὶ βάρκες φορτωμένες πορτοκάλια.
Ὁ πατέρας θὰ κάνει πὼς ξέχασε τὸν χορὸ καὶ θὰ χαμογελάει καθὼς θὰ κρούει τὴ φτέρνα στὸν ἀέρα.
Κι ἐμεῖς ξοπίσω τους, παιδιά, πουλιά, λουλούδια καὶ λιθάρια, θὰ χορεύουμε στ᾿ ἁλώνι τοῦ ἥλιου τραγουδώντας τὶς μέρες ποὺ δὲ χάνουνται μὲς στὸ σκοτάδι, ὅταν οἱ μεγάλοι χορεύουν μαζὶ μὲ τὰ παιδιὰ τὸν ἴδιο χορὸ τῆς κάθε ἄνοιξης.
ΟΛΟΣ ὁ κόσμος γέμισε λουλούδια καὶ πουλιά.
Ὁ κάμπος κουδουνίζει ἀπ᾿ τὶς χαρούμενες φωνές τους. Κουδούνια στοὺς λαιμοὺς τῶν γαϊδουριῶν. Κουδούνια στ᾿ ἀφτιὰ τοῦ ἥλιου.
Κουδούνια στὴν ἄκρη τῶν φύλλων. Κουδούνια στὶς πλεξοῦδες τῶν κοριτσιῶν. Ὅλα χορεύουνε στὸ φῶς καὶ κουδουνίζουν.
Κι ὁ παπποὺς βγῆκε στὴ λιακάδα νὰ πλέξει μὲ χλωρὰ κλαδιὰ μικρὰ καλάθια, γιὰ νὰ μαζέψει κούμαρα κι αὐγὰ περιστεριῶν.
ΚΑΝΑΜΕ τόπι ἐμεῖς κείνη τὴ σφαίρα ποὺ ῾χε ὁ δάσκαλος γιὰ τὸ μάθημα τῆς γεωγραφίας καὶ τὴν κυλᾶμε στὸν πράσινο κάμπο μὲ τὰ μικρὰ χαμομήλια.
Τὴ νύχτα σκαρφαλώσαμε κρυφά, ἐκεῖ στὸ κοιμητήρι τοῦ χωριοῦ, πήραμε κάμποσα γυμνὰ κεφάλια καὶ τὰ γιομίσαμε μὲ χόρτο καὶ λουλούδια.
Στὴ θέση τῶ ἄδειων ματιῶν βάλαμε δυὸ τριαντάφυλλα. Τώρα εἶναι ὅλα φωτεινὰ καὶ ρόδινα.
Ἐμεῖς τὸ ξέραμε ἀπὸ πρὶν πὼς γρήγορα θὰ ῾ρχότανε τὸ καλοκαίρι κι ἂς μὴν τὸ ᾿γραφε τὸ ἡμερολόγιο.
ΜΙΚΡΑ κορίτσια σαπουνίζουν τὸ κεφάλι τοῦ ἥλιου, κι ὁ ἥλιος βλαστημάει σὰν κακομαθημένο ἀγόρι ποὺ τοῦ χώνουν τὸ κεφάλι μὲς στὴ γούρνα γιὰ νὰ τὸ λούσουν.
Χιλιάδες σαπουνόφουσκες ἀνηφορίζουν στὸν ἀέρα, σάμπως μικρὰ οὐράνια τόξα πάνου ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα μιᾶς μαγεμένης πεταλούδας.
Τὰ περιστέρια κυνηγοῦν τὶς σαπουνόφουσκες.
Τὸ φῶς χειρονομεῖ μαλώνοντας τ᾿ ἀγουροξυπνημένα χελιδόνια. Κι ὅμως μὲ τόσο θόρυβο, κοιμοῦνται ἀκόμα οἱ μεγάλοι.
Θὰ χώσουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς ἀπὸ ᾿νὰ τζιτζίκι στὰ ρουθούνια τοῦ παπποῦ γιὰ νὰ μυρίσει τὴ δική μας ἄνοιξη καὶ ν᾿ ἀνθήσει τὸ ραβδί του σὰ μιὰ μικρούλα κερασιὰ πάνου ἀπ᾿ τὴ στέρνα.
ΔΕΝ ΑΓΑΠΑΜΕ, αὐτὴ τὴν ὥρα, τὰ βιβλία μὲ τοὺς λιγνοὺς καλόγερους τῶν στίχων.
Δὲν ἀγαπᾶμε τὰ ξαδέλφια μας ποὺ ῾ρθαν ἀπ᾿ τὴν πρωτεύουσα καὶ φορᾶνε διπλὲς φανέλες κι ὅλη τὴν ὥρα συναχώνουνται.
Περπατᾶμε ξυπόλητοι στὸ ζεστὸ χῶμα, γδυνόμαστε κάτου ἀπ᾿ τὰ πλατάνια καὶ παλεύουμε, παίζουμε πετροπόλεμο, ἀμολᾶμε χαρταϊτοὺς καὶ λουζόμαστε στὸ ποτάμι μαζὶ μὲ τὰ κοτσύφια καὶ τὶς πέρδικες.
Ἔχουμε κρύψει στὴ σάκα τοῦ σχολείου ἕνα κουτὶ χρυσόμυγες καὶ τὶς ἀκοῦμε νὰ βουίζουν στὸ μάθημα τῆς ἀριθμητικῆς.
Μήτε στιγμὴ δὲ μένουμε στὸ σπίτι.
Πᾶμε στὰ λιβάδια καὶ στήνουμε τὸ δόκανο.
Πάνου στ᾿ ἁλώνια οἱ θημωνιὲς γυαλίζουν σὰ γυμνὰ βυζιὰ καὶ τα ἄλογα ἀφηνιάζουν κάθε μεσημέρι, πατοῦν στὰ στάχυα καὶ χάνουνται καλπάζοντας μέσα στὸ δάσος.
Ὥσπου ἔρχεται τὸ βράδυ, καὶ τ᾿ ἄλογα γυρίζουν ἥμερα στὶς αὐλὲς κι οἱ τεμπέλες οἱ χελῶνες μαζεύουν μαργαρίτες μέσα στὰ σιωπηλὰ χωράφια.
Ἡ ὥρα μυρίζει ἱδρώτα καὶ ρετσίνι καὶ καθὼς ἀνεβαίνει ὁ βραδινὸς καπνὸς πάνου ἀπ᾿ τὶς στέγες κι ἐμεῖς καθόμαστε ἀκόμη στὸ δρόμο μαζεύοντας ἀστέρια γιὰ νὰ πιστέψει ἡ μάνα μας πὼς κάτι κάναμε κι ἐμεῖς καὶ πὼς δὲν πῆγε κατ᾿ ἀνέμου ὁ μόχτος της κι ἡ μέρα μας.
Ὅμως οἱ μεγάλοι δὲ ξέρουν ποῦ κοιτᾶμε ἐμεῖς, δὲν ξέρουν τὸ δικό μας θερισμὸ κι οὔτε μποροῦν νὰ φᾶνε ἀπ᾿ τὸ δικό μας στάρι.
Ὡστόσο ἐμεῖς χαϊδεύουμε τὰ κουρασμένα χέρια τῆς μητέρας μας ἐνῶ κοιτάζουμε μακριά, τὴ μεγάλη ἄρκτο μὲ τὸ χρυσόμαλλο τομάρι.
ΜΗΤΕΡΑ, μὴ θυμώνεις μαζὶ μᾶς ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ κάτσουμε σπίτι.
Ὁ ἥλιος μᾶς φωνάζει.
Θὰ σοῦ φορέσουμε ἕνα φόρεμα τριανταφυλλὶ ποὺ τὸ πλέκει ἡ ἄνοιξη κάτου ἀπ᾿ τὶς μυγδαλιὲς μὲ τὸ βελονάκι τῆς πιὸ μικρῆς ἀχτίνας. Θὰ σὲ πᾶμε μπροστὰ στὸν καθρέπτη νὰ κοιταχτεῖς, νὰ γελάσεις καὶ νὰ μᾶς γνωρίσεις.
Τότε τὰ μικρὰ χελιδόνια θὰ καθήσουν στὰ δάχτυλά σου, μὰ πάλι ἐσὺ δὲ θὰ ξέρεις νὰ γελάσεις πολύ.
Πῶς νὰ βγάλουμε, μητέρα, τὴν πέτρα ποὺ φράζει τὴν πόρτα σου;
Κι ὅμως στὰ τζάμια τῶν παραθυριῶν μας λάμπει ζωγραφισμένο τὸ πρόσωπο τῆς αὐγῆς καὶ γύρω γύρω σὰν κορνίζα οἱ ἀνθισμένες μηλίτσες τῆς βουνοπλαγιᾶς.
Ἐμεῖς πηδᾶμε ἀπ᾿ τὰ παράθυρα.
Ὁ οὐρανὸς ἀνθίζει μέσα μᾶς χαμόγελα, κι ὅπου στεκόμαστε εἴμαστε παντοῦ.
Μητέρα, πικραμένη μητερούλα, πᾶμε στὸν κῆπο νὰ σὲ μάθουμε τώρα μὲ τὴ σειρὰ μας νὰ συλλαβίζεις τὸ ἀλφάβητο τοῦ ἥλιου καὶ λίγο-λίγο νὰ διαβάζεις λουλούδια.
Θὰ σὲ βάλουμε καβάλα στὴ ράχη μιᾶς ἀγριόχηνας καὶ θ᾿ ἀνεμίζει στὸν ἀέρα τὸ φουστάνι σου σὰ μιὰ γιορταστικὴ σημαία πάνου ἀπ᾿ τοὺς πράσινους ἀγρούς.
ΤΟ ΧΩΜΑ ποτίστηκε μὲ φῶς. Δὲν ξεχωρίζεις φῶς καὶ χῶμα. Ἐμεῖς εἴμαστε τ᾿ ὄνειρό μας.
Ἄνοιξαν τὰ παράθυρα καὶ μπῆκαν μέσα τὰ λουλούδια σὰν ἕνα εὔθυμο στράτευμα μὲ κόκκινα τύμπανα καὶ χρυσὲς τρουμπέτες ποὺ γυρίζει ἀπ᾿ τὸ χτεσινό μας κῆπο στὴ σημερινή μας καλοσύνη.
Ὁ φράχτης κρύφτηκε ἀπ᾿ τὴν πρασινάδα κι οὔτε μπορεῖς νὰ πεῖς πὼς εἶναι φράχτης.
Στὶς ξανθὲς πλεξοῦδες τῆς ἄνοιξης φύτρωσαν γαλανὰ κρινάκια.
Κι ὅσοι κλαῖγαν προχτές, θυμήθηκαν σήμερα πὼς εἶναι νέοι καὶ γελοῦν γιατὶ κλαῖγαν.
ΟΤΑΝ περνοῦσε ἡ Παναγία σιωπηλὴ κάτου ἀπ᾿ τὰ δέντρα, κανένας δὲν τὴν ἄκουσε.
Τὰ σκυλιὰ δὲν γαβγίσαν στὶς αὐλόπορτες.
Μονάχα τὰ τριζόνια τὴ χαιρέτησαν, κι ἕνα μεγάλο ἀστέρι χτύπησε σὰ μιὰ χορδὴ κάποιο ἄγνωστο τραγούδι ποὺ τ᾿ ἀκοῦσαν μόνο τὰ παιδιὰ στὸν ὕπνο τοὺς καὶ γύρισαν ἀπ᾿ τ᾿ ἄλλο τους πλευρὸ χαμογελῶντας.
Σήμερα φύτρωσαν στὸν κάμπο χρυσὰ κρινάκια, κι οἱ βοσκοὶ ποὺ τὰ βρῆκαν γονάτισαν καὶ προσευχήθηκαν.
Ἀλήθεια, ἕνας γέρος βρῆκε τὸ φῶς του, κι ἕνας παράλυτος περπάτησε, καὶ τώρα μὲς στὰ μάτια τους, ποὺ ῾χαν κλάψει πολὺ κι εἶχαν κοιτάξει κατάματα τὴ νύχτα, ἄνθησε μιὰ μικρούλα μυγδαλιά.
Καὶ τὸ ἴδιο βράδυ ὁ ὕπνος τους γίνηκε μιὰ φωλιὰ χελιδονιῶν χτισμένη στὴ μασκάλη τῆς παλιᾶς καμπάνας.
ΤΙ ΔΥΝΑΤΑ ποὺ κουβεντιάζουν τὰ πουλιὰ ὅταν κοιμοῦνται.
Μοιάζουν μὲ τὰ μικρὰ παιδιὰ ποὺ ὁλονυχτὶς παραμιλᾶνε λέγοντας τὸ τραγουδάκι τους, ποὺ θ᾿ ἀπαγγείλουνε στὶς ἐξετάσεις.
Ἐμεῖς δὲν κοιμόμαστε, κι ἀκοῦμε τὰ τραγούδια μας ποὺ βουίζουν σὰν μελίσσια γύρω στὰ χαμομήλια τῶν ἄστρων καὶ γύρω στὴν καρδιά μας.
Οἱ μεγάλοι μᾶς λένε: τεμπέληδες.
Μὰ ἐμεῖς ξέρουμε ἀπὸ δουλειὰ καὶ καθόμαστε ξύπνιοι ὡς τὴν αὐγὴ δουλεύοντας στὸ μεγάλο γαλάζιο χωράφι γιὰ νὰ μὴ λείψει ὁ κῆπος τοῦ ἥλιου πάνου ἀπ᾿ τοὺς κήπους τῶν ἀνθρώπων.
Ἐμεῖς, κι ἂς μᾶς λένε τεμπέληδες, ξέρουμε τὶ εἶναι μόχτος, ξέρουμε τὶ εἶναι νὰ ὀργώσεις ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ τὸν πιὸ μεγάλο ἀγρὸ ποὺ κάθε μέρα τὸν σκεπάζουν οἱ τσουκνίδες.
Ἐμεῖς ξέρουμε πόσο κουράστηκαν τὰ χρυσὰ χεράκια τῶν ἀχτίνων γιὰ νὰ χτίσουν τοῦτες τὶς χαρούμενες πολιτεῖες τῶν λουλουδιῶν μὲ τ᾿ ἀνοιχτὰ μπαλκόνια τῶν τριαντάφυλλων, μὲ τὴ ψηλὰ καμπαναριὰ τῶν κρίνων.
Οἱ ἄλλοι βλέπουν μονάχα τὶς ἀχτίνες καὶ τὰ λουλούδια. Δὲν ξέρουν τίποτα γιὰ τὸ δικό μας μόχτο καὶ τὸ δάκρυ.
ΜΟΛΙΣ κοιμόμαστε, ξυπνοῦσε τὸ μαγεμένο δάσος τοῦ μεσημεριοῦ.
Ἡ σκιά μας ἔριχνε τ᾿ ἀνάλαφρο σεντόνι της, μὰ μέσα ἀπὸ τὶς τρύπες τῆς σκιᾶς ἔχωνε ὁ ἥλιος τὰ χρυσά του δάχτυλα ποὺ ἀχνίζαν ἀπ᾿ τὴ ζέστα καὶ μᾶς χάιδευε τὰ στήθια καὶ τὰ σκέλια.
Τὸ γυάλινο πρόσωπο τοῦ νεροῦ γελοῦσε κάπου ἀπόμακρα καὶ ράντιζε τὶς ροδοδάφνες μὲ μικρὰ διαμάντια.
Γυμνὲς γυναῖκες πέρναγαν κάτου ἀπ᾿ τὰ δέντρα, ἤρεμες καὶ παράξενες σὰ νὰ ῾χαν πιεῖ τὸ ἀμίλητο νερό.
Πίσω τους τρέχανε νιογέννητα ἐλαφάκια στεφανωμένα μὲ τριφύλλι. Ἄλλες κρατούσανε ψηλὰ σταμνιὰ στὸν ὦμο.
Ἄλλες χορεύανε συρτὸ χορὸ κάτου ἀπ᾿ τὶς δυὸ μεγάλες λεῦκες.
Τ᾿ ἄσπρα κορμιά τους φέγγριζαν στοὺς ἴσκιους, πλασμένα μὲ νερὸ καὶ φῶς κι ἀέρα.
Θέλαμε νὰ ξυπνήσουμε, μὰ πάνου στὴν καρδιά μας γονάτιζε τὸ καλοκαίρι.
Τὰ ἐλάφια ἐρχόταν καὶ μᾶς γλεῖφαν τὸ λαιμὸ κι ὕστερα ὥρα πολλὴ μὲ τὶς μικρές τους γλῶσσες μᾶς φτιάχναν μποῦκλες τὰ μαλλιά.
Ἐκεῖνες δὲν τραγούδαγαν.
Χορεύανε πιασμένες ἀπ᾿ τὸ χέρι σὰν τὶς μεγάλες ἀδελφὲς τῆς σιωπῆς.
Ὅταν ξυπνούσαμε εἴμαστε θλιμμένοι.
Ἐκεῖνες εἶχαν φύγει ἀμίλητες ἔτσι ὅπως ἦρθαν.
Κόβατε τότε καλάμια καὶ σφυρίζαμε νὰ ποῦμε ὅσα ἐκεῖνες δὲν εἶπαν – ὅσα πλασμένα μὲ νερὸ καὶ φῶς κι ἀέρα.
Ἔτσι σφυρίζαμε ὣς τὸ βράδυ, κι ἡ μάνα μᾶς περίμενε μπροστὰ στὴν πόρτα φοβισμένη.
Κι ὅταν ἡ νύχτα κλείδωνε τὶς πόρτες, καὶ γέμιζε τὸν κάμπο μὲ ἴσκιους, τότε γίνονταν τὰ καλάμια μας βρυσοῦλες ἀπὸ φῶς ὅπου ἔπιναν οἱ ἄνθρωποι ποὺ ξεδίψαγαν.
Ἄσπρα κορμιὰ φεγγρίζαν πάλι μὲς στοὺς ἴσκιους, κι ἔβλεπαν ὅλοι κεῖνα ποὺ εἶναι πάντα, καὶ ποὺ ἂν ἐμεῖς δὲν τὰ ῾χαμε ἰδωμένα δὲ θὰ ἤτανε ποτές.
Τώρα μὲ τὰ δικά μας μάτια βλέπουν καὶ γελᾶνε. Κι ἐμεῖς σφυρᾶμε ἀκόμη νύχτα μέρα.
ΕΝΑ ψηλὸ παράθυρο εἶναι τὸ τραγούδι. Βλέπει στὸ δρόμο, βλέπει καὶ στὸν οὐρανό.
Ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ παράθυρο κοιτᾶμε τὸν κόσμο.
Τὰ βράδια ἀνάβουν στὶς βουνοκορφὲς ἀγροτικὲς φωτιὲς σὰν ἀνοιχτὰ φωτισμένα παράθυρα στὴ μακρινὴ πολιτεία τῆς γαλήνης.
Ἐκεῖ κάθουνται οἱ ἄγγελοι μαζὶ μὲ τοὺς τσοπάνους καὶ τὰ πρόβατα, καὶ ξαναλὲν χαρούμενοι τὰ παραμύθια τοῦ περασμένου χειμώνα.
Ἐμεῖς κουβαλήσαμε δῶ πέρα τὸ χαμένο καλοκαίρι – κεῖνο τὸ βράδυ ποὺ ὅλοι κλαῖγαν μὲς στὸν ἄνεμο καὶ κρυῶναν.
Κι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι πιὰ θυμωμένος μὲ τοὺς ἄγγελους ποὺ κλέψανε τὰ μῆλα, μήτ᾿ ἔχει μιὰ μεγάλη χαρακιὰ ἀνάμεσα στὰ φρύδια σὰν τὸν ἄλλον, ποὺ κάθεται ἀκαμάτης, καθημερινὴ καὶ σκόλη, πάνου στὸ ταβάνι τῆς ἐκκλησιᾶς καὶ γίνηκε γκρινιάρης γιατὶ ποτὲ δὲν πῆρε τὸ σκαμνί του νὰ βγεῖ νὰ κάτσει στὴ λιακάδα τῆς αὐλῆς, νὰ ξεμουδιάσουν τὰ ποδάρια του ποὺ μούχλιασαν ἀπ᾿ τὸ λιβάνι κι ἀπ᾿ τὴν ὑγρασία.
Ὁ δικός μας Θεὸς γίνηκε πάλι ἕνα τζιτζίκι, καὶ τραγουδάει μὲς στὴν καρδιά μας τὴν ὥρα ποὺ κλαδεύουμε τὰ δέντρα τοῦ παράδεισου καὶ φυτεύουμε γεράνια καὶ γαρίφαλα γύρω τριγύρω σ᾿ ὅλες τὶς αὐλὲς καὶ τὰ περβόλια.
ΦΩΝΑΞΑΜΕ τὸν πλανόδιο φωτογράφο ποὺ πέρναγε τὸ πρωὶ στὸν κάμπο.
Κάτσαμε κάτου ἀπ᾿ τὶς ἀμυγδαλιές, βάλαμε στὴ μέση τὴ γιαγιὰ καὶ τὸν παπποῦ καὶ σφίγγαμε τὰ χείλια μὴ γελάσουμε καθὼς κοιτούσαμε τὸ στρογγυλὸ τζαμάκι ποὺ ᾿μοιάζε μὲ τὸ μάτι τῆς νυσταγμένης ἀγελάδας.
Στὴν φωτογραφία δὲν ἦταν τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ λουλούδια, πεταλοῦδες καὶ ἥλιος.
Γέλασε κι ἡ γιαγιὰ μαζὶ μὲ τὸν παπποῦ γιατὶ δὲν εἴμαστε παρὰ λουλούδια, πεταλοῦδες καὶ ἥλιος.
Γελάσαμε κι ἐμεῖς διπλά, κι ὅλα τριγύρω κι ὅλα μέσα μας γελοῦσαν – ὅλα: λουλούδια, πεταλοῦδες καὶ ἥλιος.
ΑΤΑΧΤΑ, σιωπηλὰ καὶ πεισματάρικα παιδιά, ποὺ δὲν ἀκούσαμε ποτὲ κανέναν, ἀκούσαμε τὴ σιωπὴ μὲς στὴ νύχτα καὶ μιλήσαμε ἀγνώριστα λόγια.
Μάθαμε κεῖνο ποὺ ῾ναι πιὸ πολὺ ἀπ᾿ ὅλα καὶ δὲ μαθαίνεται πάνου στὰ θρανία, ἔξω ἀπ᾿ τὰ φωτεινὰ σχολεῖα τῶν δέντρων.
Θὰ ῾ταν ἄδικο νὰ πεῖς πὼς δὲν κάναμε τίποτα καὶ πὼς ἀφήσαμε τὸ σπίτι νὰ ρημάξει.
Κοίταξε τὸν κῆπο μας καὶ πές.
Δὲν τὸ ξέρεις τάχα πὼς κι ἂν πέσει τὸ σπίτι, θὰ μείνει τὸ φῶς νὰ μᾶς δείξει νὰ χτίσουμε σ᾿ ἕνα καλύτερο σχέδιο τὸ καινούριο σπίτι;
Κοίταξε τ᾿ ἀσημένια χέρια μας ποὺ δούλεψαν στὸν ἄλλο ἀγρό, στὴν ἄλλη μέρα.
Βλέπεις πὼς λάμπουν τ᾿ ἀσημένια χέρια μας μέσα στοὺς ἴσκιους – τὰ χέρια μας ποὺ καμιὰ νύχτα δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ τὰ κερδίσει.
Τ᾿ ΑΔΕΡΦΙΑ μας κάνουν χωρίστρα τὰ μαλλιά τους, φορᾶνε ματογυάλια, κάθουνται μπρὸς σ᾿ ἕνα τραπέζι ὁλόγιομο βιβλία καὶ λένε κάθε μέρα τὰ ἴδια λόγια ποὺ μυρίζουν κλειστὸ ντουλάπι μὲ ἄδεια ποτήρια.
Ἄλλοι πάλι φορέσανε στὴ μέση ἕνα μακρὺ σπαθὶ καὶ περπατᾶνε πέρα δῶθε.
Ἐμεῖς ξέρουμε δάδα κι ἀπὸ βιβλία κι ἀπὸ σπαθιὰ κι ἀπὸ λουλούδια, μὰ δὲν καταλαβαίνουμε τί θὰ τὸ κάνουν τὸ σπαθί, αὔριο ποὺ θὰ ᾿ναι καλοκαίρι καὶ θ᾿ ἀνθίσουν οἱ ροδιές.
Τὸ σπαθὶ θὰ μπερδεύεται στὰ πόδια τους κι αὐτοὶ δὲ θὰ μποροῦν νὰ συνοδέψουνε τὴν Ἄνοιξη, ποὺ θὰ τοὺς κοροϊδεύει, ἔτσι ὅπως κοροϊδεύουν τὰ κορίτσια τοῦ χωριοῦ μας τὰ παλικάρια ποὺ ῾ρχονται ἀπ᾿ τὴν πόλη καὶ δὲ γνωρίζουν τὰ λουλούδια καὶ τὰ λάχανα. Ἐμεῖς τέτοιο φόβο δὲν ἔχουμε.
Ἐμεῖς ξέρουμε τ᾿ ὄνομα τοῦ ἥλιου κι ὅπου κι ἂν βρεθοῦμε ὁ ἴδιος ἥλιος θὰ ᾿ναι – κι ὁ ἥλιος μᾶς ξέρει.
ΕΜΕΙΣ μαζεύουμε παπαροῦνες καὶ φτιάχνουμε κόκκινα ματογυάλια.
Φορᾶμε τὸ χρυσὸ καπέλο τοῦ ἥλιου, τ᾿ ἀσημένιο κολάρο τοῦ ποταμιοῦ καὶ τὴν πράσινη γραβάτα τῆς χλόης.
Ἔτσι περπατᾶμε στὰ χωράφια κάνοντας τὸ βῆμα τῶν γερόντων σὰ νὰ κοροϊδεύουμε τοὺς γέρους.
Οἱ περβολάρηδες μᾶς κυνηγᾶνε, μᾶς διώχνουν ἀπ᾿ τὰ θερμοκήπια, ὅπου ἀρρωσταίνουν ἀπ᾿ τὴ θλίψη τὰ λουλούδια.
Ἄ, πῶς θέλουμε νὰ σπάσουμε τοῦτα τὰ γυάλινα νοσοκομεῖα καὶ τὶς γυάλινες φυλακὲς γιὰ νὰ βγοῦν τὰ λουλούδια περίπατο στοὺς κυριακάτικους δρόμους.
Δὲ ζητᾶμε τίποτ᾿ ἄλλο.
Ἐμεῖς καὶ τὰ κόκκινα ματογυάλια μας βάφουμε κόκκινο τὸ μοῦτρο τῆς γριᾶς βροχῆς καὶ χτυπᾶμε παλαμάκια κάθε φορὰ ποὺ ἕνα μπουμπούκι σκάει ἀπάνου στὸ ξερὸ κλαδί.
ΕΪ, ΜΗΝ ΚΟΙΜΑΣΑΙ. Τὸ μεσημέρι σὰν ξυπόλητο παιδὶ μὲ πρόσωπο ἱδρωμένο, μ᾿ ἀχτένιστα χρυσὰ μαλλιὰ καὶ μὲ μιὰ φυσαρμόνικα στὸ στόμα, στέκεται κάτου ἀπ᾿ τὰ παράθυρα καὶ σὲ φωνάζει.
Παράτα τὴν ἄρρωστη μάνα σου.
Ξεγέλασε τὸν παράξενο παπποῦ σου ποὺ ὅλη τὴν ὥρα ξύνει τὴ φαλάκρα του καὶ παραπονιέται γιὰ τὶς μύγες.
Πήδα, λοιπόν, ἀπ᾿ τὸ παράθυρο κι ἔλα νὰ κυνηγήσουμε ὀρτύκια.
Ὁ μόρτης ἥλιος ἀγκαλιάζει τὴν ἄνοιξη κάτου ἀπ᾿ τὰ δέντρα κι ἐμεῖς ἀγκαλιάζουμε τὰ δέντρα.
Τὰ περιστέρια παίζουνε πλάι στὸ ποτάμι, πηδάει τὸ ἕνα πάνου στὴ ράχη τοῦ ἀλλουνοῦ, κι ἔτσι δυὸ δυὸ περπατᾶνε στὴν ὄχθη παραπέφτοντας σὰ νὰ ζητᾶνε νὰ ψηλώσουν γιὰ νὰ δοῦν πιὸ πέρα τὶ γίνεται αὔριο.
Αὔριο εἶναι τὰ γενέθλια τοῦ ἥλιου κι ὁ ἥλιος ἔχει τὰ χρόνια μας.
Ἐδῶ ποὺ φτάνουμε ἄκρη-ἄκρη στ᾿ ὄνειρό μας, γιορτάζουμε μαζὶ μὲ τὸν ἥλιο τὴν ἴδια μέρα – κάθε μέρα.
ΜΙΑ ΚΟΠΕΛΑ καθισμένη στὸ κατώφλι τῆς μέρας μαθαίνει μαντολίνο.
Μὰ τὸ φῶς μπλέκεται στὰ μικρὰ δάχτυλά της καὶ στάζουν λουλουδάκια πασχαλιᾶς ἀπ᾿ τὶς σπασμένες νότες.
Ὁ κάμπος γελάει καὶ σαλεύουν τὰ πράσινα γένια του.
Ὁ ἥλιος μεθυσμένος μὲ τὴν κόκκινη μύτη του τρεκλίζει ἀνάμεσα στὰ δέντρα καὶ κυνηγάει τὰ νυσταγμένα μοσκαράκια.
Κι ἐμεῖς πίσω ἀπ᾿ τὶς καλαμιές, φωνάζουμε στὸν ἥλιο:
«Μπάρμπα, μπάρμπα μεθύστακα, πρόσεξε, θὰ σκοντάψεις κι ἡ μύτη σου θὰ σπάσει καὶ θὰ γεμίσεις παπαροῦνες τὸν ἀγρό».
Πῆραν τὴ φωνή μας τὰ τζιτζίκια, πῆραν τὴ φωνή μας τὰ πουλιὰ καὶ ξύπνησαν τὸ Θεὸ ἀπ᾿ τὸ μεσημεριάτικο ὕπνο του.
Κι ὁ Θεὸς τρίβει τὰ μάτια του, μᾶς βλέπει καὶ γελάει.
ΞΕΚΡΕΜΑΣΑΜΕ τὴν καμπάνα τῆς μικρῆς ἐκκλησιᾶς καὶ γεμίσαμε τὴν καρδιά της μὲ καινούρια τραγούδια.
Τώρα ἡ καμπάνα σημαίνει πανηγύρια κάτου ἀπ᾿ τοὺς εὐκάλυπτους, καΐκια σὲ θάλασσες πρωινὲς γιομάτα περιστέρια.
Γδύσαμε τὸ χοντρὸ παπᾶ καὶ τὸν ρίξαμε στὴ θάλασσα γιὰ νὰ τὸν μάθει κολύμπι ἕνας μικρούλης γλάρος.
Κι ὁ παπᾶς γελάει κι ἡ στρογγυλὴ κοιλιά του σαλεύει στὸ νερὸ σὰν εὔθυμο φεγγάρι ποὺ μέθυσε ἀπὸ γρύλλους καὶ βατράχια.
Κρεμάσαμε τὸ ράσο του στ᾿ ἀμπέλια μας γιὰ σκιάχτρο, νὰ φεύγουν οἱ ἀλεποῦδες ποὺ ρημάζουν τὰ κοτέτσια.
Οἱ γριοῦλες ντύθηκαν τὶς πασχαλιές μας κι ἔγιναν πασχαλιὲς ποὺ ἀνεβαίνουν τὸ λόφο χορεύοντας.
Ἕνα χελιδόνι ἔχτισε τὴ μικρὴ φωλιά του μὲς στὰ γένια τοῦ παπποῦ μας.
Κι ὁ μικρὸς Χριστὸς ἔτρεξε σιμά του καὶ σκαρφάλωσε στὸν ὦμο του καὶ τοῦ κρέμασε στ᾿ ἀφτιὰ κόκκινα κεράσια.
Ἐσὺ ποὺ παντρεύτηκες πάλι τὴν Ἄνοιξη ξέρεις τὴ χαρά μας.
Τὸ σύγνεφο κεῖνο, γυρισμένο στὸ φῶς, μοιάζει μὲ ἀνθισμένη ἀκακία ποὺ σκεπάζει τὸν ἴσκιο μας.
Καὶ ἴσκιο δὲν ἔχουμε.
ΚΛΕΙΣΤΗΚΕ ὁ ἥλιος μὲς στὰ ρόδια κι ἔφαγαν τὰ παιδιὰ καὶ βάφτηκαν μὲ ἥλιο τὸ χείλια, τὰ μάγουλα, τὰ χέρια τους.
Τώρα χιλιάδες ἥλιοι περπατᾶνε κάτου ἀπ᾿ τὰ δέντρα.
Οἱ πετεινοὶ καθῆσαν στὰ κεφάλια τῶν κοριτσιῶν καὶ φώναξαν γιὰ μᾶς τὴν πρώτη ὥρα.
Τὸ φρέσκο ραβδί μας γίνηκε φλογέρα ποὺ τραγουδάει μονάχη της.
Μικρὰ παιδιά, ποὺ μιλήσαμε χτὲς βράδυ μὲ τὰ πουλιά, ἀπ᾿ τ᾿ ἀνοιχτά μας πουκάμισα βγαίνουν κυκλάμινα καὶ δυὸ μικροὶ παπαγάλοι καθισμένοι στοὺς ὤμους μᾶς ζητᾶνε νὰ τοὺς μάθουμε νὰ λένε «καλημέρα» ὅταν φτάνει ἡ νύχτα.
Μὰ ἐμεῖς δὲν ξέρουμε πιὰ νὰ μιλᾶμε, μονάχα νὰ γελᾶμε, καὶ μαζί μας γελοῦν κι οἱ παπαγάλοι.
Ὁ λιγνὸς δάσκαλος ποὺ φοράει ματογυάλια ἀπὸ χιόνι καὶ σακάκι ἀπὸ τσουκνίδες θὰ μᾶς μαλώσει πάλι γιατὶ δὲν ἔμαθε πὼς τὸ φῶς λουλούδισε στὶς αὐλὲς ἀπ᾿ τὰ δικά μας μόνο μάτια.
Ἐμεῖς γελᾶμε πάλι.
Τὸ σκᾶμε ἀπ᾿ τὸ μάθημα τῆς ἱστορίας καὶ τῶν θρησκευτικῶν.
Μαζί μας τὸ σκάει κι ἡ Ροὺθ κι ἡ Ἰουδήθ, ἀνασηκώνουν τὰ φουστάνια τους, πηδοῦν τὸ φράχτη καὶ τρέχουν νὰ μᾶς βροῦνε.
Πετᾶμε στὴ θάλασσα τὸ ἀναγνωσματάρι, καὶ ζωγραφίζουμε στὸν ἄμμο μὲ τὸ δάχτυλο τὸν ἥλιο ποὺ γελάει.
Ἔτσι τοῦ ἀρέσει κάποτε καὶ τοῦ ἥλιου νὰ γελάει μὴν τύχει καὶ γεράσει κλεισμένος μὲς στὸ φῶς του.
ΓΙΑΤΙ νὰ μὴν παίξουμε; Ὁ παπποὺς λέει πὼς ὅσοι μάθανε τὸ κρύο ξέρουνε τὶ θὰ πεῖ καὶ ζέστα.
Ὤ, κάτι ξέρει κι ὁ παπποῦς καὶ φοράει στ᾿ ἀφτιά του κόκκινα κεράσια καὶ μιλάει φιλικὰ μὲ τὰ λουλούδια τὰ λόγια τῆς ξανθῆς αὐγῆς.
Ὁ κάμπος εἶναι πράσινος, ἡ θάλασσα γαλάζια κι ὁ οὐρανὸς εἶναι σὰν τὴν ὀμπρέλα τῆς ἄνοιξης ὅταν πηγαίνει περίπατο μὲ μικρὰ χαρούμενα βήματα.
Γιατὶ νὰ ζηλέψουμε τὰ παιδιὰ τῆς ἀντικρινῆς ἔπαυλης ποὺ φορᾶνε κίτρινες δαντέλες καὶ παίζουν πιάνο κάθε ἀπόγευμα – κάτι λυπημένα τραγούδια ποὺ δὲν τὰ ξέρουν οἱ πορτοκαλιὲς καὶ δὲν τ᾿ ἀκοῦνε.
Γιατί λυποῦνται λοιπόν;
Μὴ τάχα δὲ θὰ λουλουδίσουν κι αὔριο οἱ φράχτες;
Ἐμεῖς πετροβολᾶμε μὲ μύγδαλα τὴ λύπη τους καὶ παίζουμε καταμεσήμερα πάνου στ᾿ ἁλώνια τὰ παιχνίδια ποὺ οἱ μεγάλοι δὲν ἔπαιξαν καὶ τὰ ὀνειρεύτηκαν μονάχα τὰ πουλιὰ τὴν ὥρα ποὺ ἔσκαγε τὸ πρῶτο μπουμπουκάκι τῆς ροδιᾶς.
ΤΩΡΑ ἔχουν κλείσει τὰ σχολεῖα. Ἔχουμε καλοκαίρι.
Μαζεύουμε λουλούδια καὶ τζιτζίκια καὶ γεμίζουμε τὸ γραφεῖο τοῦ πατέρα καὶ τὰ τραπέζια ὅπου σκύβαμε τὶς νύχτες τοῦ χειμώνα διαβάζοντας λατινικά.
Ἀντὶ γιὰ ἁλάτι ρίχνουμε κρυφὰ δυὸ φοῦχτες ἥλιο καὶ φαῒ ποὺ μαγερεύει ἡ μάνα μας.
Τὸ μεσημέρι δὲ θὰ φάει κανένας. Μέσα στὰ πιάτα θὰ γυαλίζει ὁ ἥλιος. Ὁ πατέρας θὰ ᾿ναι σοβαρός.
Ἡ μητέρα λυπημένη.
Ἐμεῖς θὰ κάνουμε πὼς δὲν ξέρουμε τίποτα.
Θὰ κοιτᾶμε ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν ἥλιο καὶ θὰ κρυφογελᾶμε.
Ἐμεῖς θὰ φᾶμε τὸ φαΐ μας.
Κι ὅταν ἔρθει μεθαύριο ὁ χειμώνας, ἀκόμα ὁ ἥλιος θὰ φέγγει στὴν καρδιά μας.
ΑΡΧΙΣΕ κεῖνο τὸ παιχνίδι ποὺ ῾χε τελειώσει.
Οἱ παπαροῦνες μέθυσαν ἀπὸ ἥλιο κι ἔγιναν κόκκινες πεταλοῦδες ποὺ γεμίζουν τὸν ἀέρα, κάθουνται στ᾿ ἄσπρο καμπαναριὸ τῆς μικρῆς ἀγροτικῆς ἐκκλησιᾶς καὶ ζυγιάζουνται στοὺς ὤμους τῶν περιστεριῶν.
Τούτη τὴν ὥρα δὲν ξέρουμε τίποτα νὰ ποῦμε – μιὰ κι ὁ ἥλιος ποὺ ξέρει ἀπ᾿ ὅλους πιὸ πολλὰ μᾶς φωνάζει νὰ παίξουμε στὸν κάμπο.
ΑΛΛΟΤΕ διαβάζαμε τὰ μαθήματά μας, κάναμε τὴν προσευχή μας καὶ λέγαμε πὼς δυὸ καὶ δυὸ κάνουνε τέσσερα.
Τώρα, δυὸ λουλούδια καὶ δυὸ ἀχτίνες δὲν κάνουνε τέσσερα – κάνουνε τὴν ψυχή μας.
Κι ἕνα τριαντάφυλλο καὶ μιὰ πεταλούδα δὲν κάνουν δυὸ – κάνουν ἕνα Θεό.
Κι ἕνας Θεὸς κάνει ὅλα.
Λοιπόν, ἡ ψυχή μας μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ Θεοῦ πόσα κάνει; Ὁ δάσκαλος δὲν ξέρει.
Ἐμεῖς τὸ ξέρουμε πὼς κάνει: ἕνα.
Τὸ διαβάσαμε σήμερα στὸ ἀνοιχτὸ βιβλίο τοῦ ἥλιου, σήμερα ποὺ ξεχάσαμε ὅλα τὰ βιβλία.
Πάρνηθα, 1938