Μαρτυρίες. Σειρὰ δεύτερη, Ἀθήνα, ἔκδ. Κέδρος, 71977, σ. 102. Αὐτός,
πού, ἀκούγοντας τὸ βῆμα τῶν συντρόφων του
νὰ ξεμακραίνει πάνω στὰ χαλίκια, μὲς τὴ μέθη του,
ἀντὶ νὰ κατεβεῖ τὴ σκάλα πού ῾χε ἀνέβει, πήδησε ἴσα
τὸν τράχηλό του κόβοντας, ἔφτασε πρῶτος
μπροστὰ στὸ μαῦρο στόμιο. Κι οὔτε ποὺ ἄγγιξε
τὸ αἷμα τοῦ μαύρου κριαριοῦ. Τὸ μόνο ποὺ ζήτησε
ἦταν μιὰ πήχη τόπος στ᾿ ἀκρογιάλι τῆς Αἰαίας
κ᾿ ἐκεῖ νὰ στήσουν τὸ κουπί του - ἐκεῖνο πού ῾λαμνε
πλάι στοὺς συντρόφους του. Τιμή, λοιπόν, καὶ δόξα
στ᾿ ὄμορφο παλικάρι. Ἀλαφρόμυαλο τό ῾παν. Ὡστόσο
μήπως δὲ βοήθησε κ᾿ ἐκεῖνο κατὰ δύναμη
στὸ μεγάλο ταξίδι τους; Γιὰ τοῦτο, κιόλας, ὁ Ποιητὴς
τὸ μνημονεύει χώρια, ἂν καὶ μὲ κάποια περιφρόνηση,
κ᾿ ἴσως γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς μὲ πιότερο ἔρωτα.
|